8 Η Καταιγίδα Πλησιάζει

Η Νυνάβε ξύπνησε με το πρώτο φως της αυγής το επόμενο πρωί, νιώθοντας κακόκεφη. Είχε την αίσθηση ότι ερχόταν κακοκαιρία, όμως η ματιά που έριξε από το παράθυρο έδειξε ότι ούτε ένα συννεφάκι δεν κηλίδωνε τον ουρανό που ήταν ακόμα σταχτής. Η μέρα υποσχόταν ότι θα ήταν πάλι φωτιά και λάβρα. Το μισοφόρι της ήταν μουσκεμένο από τον ιδρώτα και τσαλακωμένο από τα στριφογυρίσματά της. Κάποτε η Νυνάβε θεωρούσε αξιόπιστη την ικανότητά της να Ακούει τον Άνεμο, αλλά ένιωθε να την παραπλανεί από τότε που είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς, ενώ συχνά την εγκατέλειπε τελείως.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς περίμενε να χρησιμοποιήσει το λαβομάνο, είχε να ακούει την Ηλαίην που της έλεγε με το νι και με το σίγμα τι είχε συμβεί αφού τις είχε αφήσει στο γραφείο της Ελάιντα. Η δική της βραδιά ήταν μια άκαρπη έρευνα στους δρόμους της Ταρ Βάλον, που ήταν άδειοι με μόνη εξαίρεση την ίδια τη Νυνάβε, τα περιστέρια, τα ποντίκια και τα σκουπίδια. Αυτό ήταν μια ψυχρολουσία. Πάντα διατηρούσαν την Ταρ Βάλον άσπιλη· η Ελάιντα πρέπει να είχε παραμελήσει τρομερά την πόλη για να εμφανίζονται τα σκουπίδια στον Τελ’αράν’ριοντ. Κάποια στιγμή είχε δει φευγαλέα τη Ληάνε μέσα από το παράθυρο ενός καπηλειού κοντά στο Νότιο Λιμάνι, αν ήταν δυνατόν, αλλά όταν μπήκε μέσα με φούρια, η κοινή αίθουσα ήταν άδεια κι υπήρχαν μόνο τα φρεσκοβαμμένα γαλάζια τραπέζια κι οι πάγκοι. Κανονικά θα έπρεπε να τα είχε παρατήσει, αλλά η Μυρέλ τώρα τελευταία δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί, κι η Νυνάβε ήθελε να έχει τη συνείδησή της καθαρή όταν θα της έλεγε ότι είχε προσπαθήσει. Η Νυνάβε δεν είχε γνωρίσει άνθρωπο που να μυρίζεται τις υπεκφυγές τόσο γρήγορα όσο η Μυρέλ. Και το αποκορύφωμα ήταν που είχε βγει από τον Τελ’αράν’ριοντ την περασμένη νύχτα μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι το δαχτυλίδι της Ηλαίην βρισκόταν ήδη στο τραπεζάκι κι η Ηλαίην κοιμόταν του καλού καιρού. Αν υπήρχε βραβείο για άκαρπες προσπάθειες, θα το είχε κερδίσει πανεύκολα. Και τώρα μάθαινε ότι η Σέριαμ κι οι άλλες είχαν κοντέψει να σκοτωθούν... Ακόμα και το τερέτισμα του σπουργιτιού από το καλαμένιο κλουβί την έκανε να του ρίξει μια ξινή ματιά.

«Νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα», μουρμούρισε επιτιμητικά η Νυνάβε. «Είπα για τους εφιάλτες. Τις προειδοποίησα, κι η χθεσινή βραδιά δεν ήταν η πρώτη φορά». Δεν άλλαζε τίποτα το ότι κι οι έξι αδελφές είχαν Θεραπευθεί πριν καν η Νυνάβε επιστρέψει από τον Τελ’αράν’ριοντ. Πολύ εύκολα η κατάληξη θα μπορούσε να ήταν χειρότερη — επειδή νόμιζαν ότι τα ήξεραν όλα. Τραβούσε ενοχλημένη την κοτσίδα της, καθυστερώντας έτσι να την ξαναπλέξει για τη μέρα. Το βραχιόλι α’ντάμ σκάλωνε μερικές φορές στα μαλλιά της, αλλά δεν έλεγε να το βγάλει ακόμα. Σήμερα ήταν η σειρά της Ηλαίην να το φορέσει, εκείνη όμως δεν θα ήταν καθόλου απίθανο να το άφηνε σε κάποιο κρεμαστάρι στον τοίχο. Μέσα από το βραχιόλι έρχονταν απόηχοι ανησυχίας κι ο αναπόφευκτος φόβος, αλλά, πάνω απ’ όλα, σύγχυση. Σίγουρα η «Μάριγκαν» ήδη βοηθούσε στο πρόγευμα· οι αγγαρείες που ήταν υποχρεωμένη να κάνει την ενοχλούσαν περισσότερο από το γεγονός ότι ήταν αιχμάλωτη. «Πολύ καλά το σκέφτηκες, Ηλαίην. Δεν είπες πώς κατέληξες κι εσύ εκεί μέσα, αφού προσπάθησες να προειδοποιήσεις τις άλλες».

Η Ηλαίην ανατρίχιασε, ενώ ακόμα σκουπιζόταν με την πετσέτα της. «Δεν θα ήταν δύσκολο να το σκεφτεί κανείς. Ένας εφιάλτης τέτοιου μεγέθους, χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί από όλες μαζί. Ίσως τώρα να έμαθαν έστω και λίγα για την ταπεινότητα. Ίσως να μην πάει άσχημα η συνάντηση τους με τις Σοφές απόψε».

Η Νυνάβε ένευσε. Όπως ακριβώς το είχε φανταστεί. Όχι για τη Σέριαμ και τις άλλες· εκείνες θα έβρισκαν ταπεινότητα όταν οι γίδες πετούσαν με φτερά, μια μέρα πριν από τις Σοφές. Αλλά για την Ηλαίην. Μάλλον είχε πιαστεί κατά λάθος στον εφιάλτη, αν και δεν θα το παραδεχόταν. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι από τα δύο συνέβαινε: άραγε, η Ηλαίην πίστευε ότι το να παραδέχεται κανείς τη γενναιότητά του ήταν κομπασμός ή μήπως δεν ήξερε η ίδια πόσο γενναία ήταν; Εν πάση περιπτώσει, η Νυνάβε ήταν διχασμένη ανάμεσα στον θαυμασμό της για την κοπέλα και στην επιθυμία της να το παραδεχτεί η Ηλαίην. «Μου φάνηκε ότι είδα τον Ραντ». Η πετσέτα χαμήλωσε.

«Ήταν εκεί με σάρκα;» Σύμφωνα με τις Σοφές, κάτι τέτοιο ήταν επικίνδυνο· ρίσκαρες να χάσεις ένα μέρος απ’ αυτό που σε έκανε άνθρωπο. «Τον προειδοποίησες».

«Λες να άρχισε να ακούει τη φωνή της λογικής; Τον είδα για μια στιγμούλα. Μπορεί απλώς να άγγιξε τον Τελ’αράν’ριοντ μέσα στο όνειρό του». Αν κι αυτό ήταν απίθανο. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ραντ προστάτευε τα όνειρά του με ξόρκια φύλαξης τόσο ισχυρά, που, κατά τη γνώμη της Νυνάβε, δεν μπορούσε να φτάσει στον Κόσμο των Ονείρων με άλλον τρόπο παρά μόνο με σάρκα, ακόμα κι αν ήταν Ονειροβάτης κι επίσης φορούσε ένα από τα δαχτυλίδια. «Μπορεί να ήταν κάποιος που του έμοιαζε. Όπως είπα, τον είδα για μια στιγμή, στην πλατεία μπροστά από τον Πύργο».

«Θα ’πρεπε να είμαι εκεί μαζί του», μουρμούρισε η Ηλαίην. Άδειασε το λαβομάνο στο δοχείο νυκτός και μετά παραμέρισε για να πλησιάσει η Νυνάβε τον νιπτήρα και να πλυθεί. «Με χρειάζεται».

«Αυτό που χρειάζεται είναι αυτό που χρειαζόταν ανέκαθεν». Μούτρωσε καθώς ξαναγέμιζε το λαβομάνο από την κανάτα. Μισούσε να πλένεται με το νερό που είχε μείνει εκεί αποβραδίς. Τουλάχιστον δεν ήταν κρύο· κρύο νερό δεν υπήρχε πουθενά πλέον. «Κάποια να του στρίβει το αυτί μια φορά τη βδομάδα, έτσι, για λόγους αρχής και να τον προσέχει να μην ξεστρατίσει».

«Δεν είναι σωστό». Τα λόγια της Ηλαίην ακούστηκαν πνιχτά, καθώς εκείνη τη στιγμή έβαζε ένα καθαρό μισοφόρι. «Ανησυχώ γι’ αυτόν κάθε ώρα και στιγμή». Το πρόσωπό της ξεπρόβαλλε από πάνω, κι έδειχνε μάλλον ανησυχία παρά αγανάκτηση, σε αντίθεση με τον τόνο της· κατέβασε ένα άσπρο φόρεμα με οριζόντιες ρίγες στον ποδόγυρο από ένα κρεμαστάρι. «Ανησυχώ γι’ αυτόν ακόμα και στα όνειρά μου! Λες αυτός να ανησυχεί όλη την ώρα για μένα; Δεν το νομίζω».

Η Νυνάβε ένευσε, αν κι ένα μέρος του εαυτού της θεωρούσε ότι οι περιπτώσεις δεν ήταν αντίστοιχες. Είχαν πει στον Ραντ ότι η Ηλαίην ήταν σώα και αβλαβής μαζί με τις Άες Σεντάι, αν και όχι πού βρισκόταν. Πώς, όμως, ήταν δυνατόν να είναι ποτέ ασφαλής ο Ραντ; Έσκυψε πάνω από το λαβομάνο και το δαχτυλίδι του Λαν πετάχτηκε από το μισοφόρι της, κρεμασμένο από το δερμάτινο κορδόνι. Όχι, η Ηλαίην είχε δίκιο. Ό,τι κι αν έκανε ο Λαν, όπου κι αν ήταν, αποκλείεται να τη σκεφτόταν όσο συχνά τον σκεφτόταν η Νυνάβε. Φως μου, ας είναι ζωντανός, κι ας μη με σκέφτεται καθόλου. Αυτή η πιθανότητα την έκανε να θυμώσει τόσο που θα τραβούσε την πλεξούδα της από τις ρίζες, αν δεν είχε σαπουνάδα και πετσέτα στα χέρια. «Δεν πρέπει να αγωνιάς συνεχώς για έναν άνδρα», είπε ξινά, «έστω κι αν θέλεις να γίνεις Πράσινη. Τι βρήκαν χθες το βράδυ;»

Ήταν μεγάλη ιστορία, αν και δεν είχε πολλή ουσία, κι ύστερα από λίγο η Νυνάβε κάθισε στο κρεβάτι της Ηλαίην για να ακούσει και να κάνει ερωτήσεις. Όχι ότι οι απαντήσεις τη διαφώτισαν ιδιαίτερα. Δεν ήταν το ίδιο όταν δεν έβλεπες τα έγγραφα με τα ίδια σου τα μάτια. Εντάξει, η Ελάιντα είχε μάθει τελικά για την αμνηστία που πρόσφερε ο Ραντ, αλλά τι σκόπευε να κάνει γι’ αυτό; Η απόδειξη ότι ο Πύργος ερχόταν σε επαφή με μονάρχες ίσως να ήταν καλό νέο· ίσως να ξεσήκωνε την Αίθουσα. Κάτι έπρεπε να τις ξεσηκώσει. Το ότι η Ελάιντα έστελνε αντιπροσωπεία στον Ραντ ίσως να αποτελούσε πηγή ανησυχίας, αλλά ο Ραντ αποκλείεται να ήταν τόσο βλάκας ώστε να ακούσει κάποιες που είχε στείλει η Ελάιντα. Ή μήπως ήταν; Και τι δουλειά είχε ο Ραντ να ανεβάσει τον Θρόνο του Λιονταριού σε βάθρο; Τι δουλειά είχε να ασχολείται με θρόνους; Μπορεί να ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, να ήταν αυτός ο Καρ-πώς-τον-έλεγαν οι Αελίτες, αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να ξεπεράσει το ότι τον πρόσεχε όταν ήταν μικρό παιδί και του έριχνε ξυλιές στον πισινό όταν το χρειαζόταν.

Η Ηλαίην συνέχισε να ντύνεται και τελείωσε προτού ολοκληρώσει την ιστορία της. «Τα υπόλοιπα θα στα πω αργότερα», είπε βιαστικά και βγήκε τρέχοντας από την πόρτα.

Η Νυνάβε μούγκρισε και πήγε να ντυθεί με το πάσο της. Η Ηλαίην σήμερα δίδασκε για πρώτη φορά σε τάξη μαθητευομένων, κάτι που δεν είχε επιτραπεί ακόμα στη Νυνάβε. Αλλά αν δεν την εμπιστεύονταν να διδάσκει μαθητευόμενες, υπήρχε κι η Μογκέντιεν. Σε λίγο θα τελείωνε τη δουλειά στο πρόγευμα.

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι όταν η Νυνάβε τη βρήκε, η Μογκέντιεν ήταν χωμένη μέχρι τους αγκώνες στα σαπουνόνερα και το ασημένιο περιδέραιο του α’ντάμ έμοιαζε ιδιαίτερα αταίριαστο. Δεν ήταν μόνη· υπήρχαν άλλες δώδεκα γυναίκες που φιλόπονα έτριβαν ρούχα σε σανίδες πλυσίματος σε μια αυλή με ξύλινο φράχτη, ανάμεσα σε αχνιστές κατσαρόλες γεμάτες με βραστό νερό. Υπήρχαν άλλες γυναίκες που κρεμούσαν την πρώτη μπουγάδα σε μακριά σκοινιά απλωμένα σε κοντάρια, αλλά υπήρχαν στοίβες από λινοσκεπάσματα κι ασπρόρουχα κι ό,τι άλλο μπορούσες να φανταστείς που περίμεναν τη σειρά τους στις σανίδες. Η Μογκέντιεν κεραυνοβόλησε τη Νυνάβε με τη ματιά της. Μίσος, ντροπή κι οργή την πλημμύρισαν μέσω του α’ντάμ, τόσο δυνατά, που σχεδόν έπνιξαν τον φόβο που δεν χανόταν ποτέ.

Η γυναίκα που ήταν υπεύθυνη, μια κοκαλιάρα γκριζομάλλα ονόματι Νίλντρα, ήρθε με φούρια, κρατώντας σαν σκήπτρο ένα ξύλο με το οποίο ανακάτευε τη μπουγάδα, με τα μάλλινα φουστάνια της σηκωμένα ως το γόνατο για να μη λασπωθούν από το νερό που είχε χυθεί. «Καλημέρα, Αποδεχθείσα. Θα θέλεις τη Μάριγκαν, ε;» Ο τόνος της, ξερός, έδειχνε σεβασμό και μαζί τη γνώση ότι αύριο ίσως έβρισκε κάποια Αποδεχθείσα να παίρνει θέση πλάι στις πλύστρες της για διάστημα μιας μέρας ή ενός μηνός, που θα την έστρωνε στη δουλειά και θα της έβαζε τις φωνές, ίδια και χειρότερα με τις άλλες. «Ακόμα δεν μπορώ να την αφήσω να φύγει. Μου λείπουν χέρια. Μια από τις κοπέλες μου παντρεύεται σήμερα, μια άλλη το ’σκασε, κι έχω δύο που κάνουν ελαφρές δουλειές επειδή είναι έγκυοι. Η Μυρέλ Σεντάι μου είπε ότι μπορούσα να την πάρω. Ίσως ύστερα από μερικές ώρες να μη τη χρειάζομαι. Θα δω».

Η Μογκέντιεν σηκώθηκε κι άνοιξε το στόμα, αλλά η Νυνάβε την έκανε να σιωπήσει με μια αυστηρή ματιά —κι, επίσης, αγγίζοντας επιδεικτικά το βραχιόλι α’ντάμ στον καρπό της— κι έτσι ξανάπιασε δουλειά. Θα αρκούσαν μερικά λάθος λόγια της Μογκέντιεν, ένα παράπονο που δεν θα έβγαινε από τα χείλη μιας πραγματικής αγρότισσας στη θέση της, για να πάρει τον δρόμο για το σιγάνεμα και τον δήμιο, ενώ η μοίρα της Νυνάβε και της Ηλαίην δεν θα ήταν πολύ πιο ευχάριστη. Η Νυνάβε ξεροκατάπιε με ανακούφιση όταν είδε τη Μογκέντιεν να ξανασκύβει στη σανίδα του πλυσίματος, με το στόμα να ανοιγοκλείνει, καθώς μουρμούριζε θυμωμένα μέσα από τα δόντια της. Το α’ντάμ άφησε να περάσουν μεγάλη ντροπή κι απροκάλυπτη οργή.

Η Νυνάβε κατάφερε να χαρίσει ένα χαμόγελο στη Νίλντρα και μουρμούρισε κάτι, δεν κατάλαβε τι, και μετά έφυγε για να πάει στα μαγειρεία της κοινότητας, μήπως κι έβρισκε πρωινό. Πάλι είχε χώσει την ουρά της η Μυρέλ. Αναρωτήθηκε μήπως η Πράσινη τα έβαζε προσωπικά μαζί της για κάποιο λόγο. Αναρωτήθηκε αν το μονίμως ξινισμένο στομάχι θα ήταν η τιμωρία της επειδή κρατούσε αιχμάλωτη τη Μογκέντιεν. Από τότε που είχε βάλει το α’ντάμ σ’ αυτή τη γυναίκα, κατάπινε την καταπραϋντική χηνόμεντα λες κι ήταν καραμέλες.

Δεν δυσκολεύτηκε να βρει μια πήλινη κούπα τσάι με μέλι κι ένα ζεστό ψωμάκι από το φούρνο, αλλά όταν τα πήρε, άρχισε να τρώει περπατώντας. Ο ιδρώτας σχημάτισε κόμπους στο πρόσωπό της. Ακόμα και τόσο νωρίς, η ζέστη δυνάμωνε κι ο αέρας στέγνωνε. Ο ήλιος που σηκωνόταν σχημάτιζε πάνω από το δάσος έναν θόλο σαν από λιωμένο χρυσάφι.

Οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι, όπως συνέβαινε συνήθως όταν φώτιζε. Οι Άες Σεντάι περνούσαν γαλήνιες, χωρίς να δίνουν σημασία στη σκόνη και τη ζέστη, πηγαίνοντας με μυστηριώδεις εκφράσεις να κάνουν μυστηριώδεις δουλειές, συχνά με Πρόμαχους κατά πόδας, λύκους με παγερό βλέμμα, οι οποίοι προσπαθούσαν να φανούν δαμασμένοι. Ο τόπος ήταν γεμάτος από στρατιώτες, που συνήθως πήγαιναν πεζή ή ίππευαν με σχηματισμό, αν κι η Νυνάβε δεν καταλάβαινε γιατί τους επέτρεπαν να γεμίζουν τους δρόμους τη στιγμή που είχαν τα στρατόπεδά τους στο δάσος. Ολόγυρα έτρεχαν παιδιά, που συχνά μιμούνταν τους στρατιώτες, κρατώντας βέργες σαν σπαθιά ή λόγχες. Λευκοντυμένες μαθητευόμενες που πήγαιναν στις αγγαρείες τους προχωρούσαν γοργά ανάμεσα στο πλήθος. Οι υπηρέτες πήγαιναν κάπως πιο αργά: γυναίκες με αγκαλιές σεντόνια για τα κρεβάτια των Άες Σεντάι ή καλάθια με ψωμί από τα μαγειρεία, άνδρες που οδηγούσαν βοϊδάμαξες φορτωμένες ως πάνω με ξύλα για τη φωτιά, έσερναν κιβώτια ή κουβαλούσαν στον ώμο ολόκληρα σφαγμένα πρόβατα για τα μαγειρεία. Το Σαλιντάρ δεν ήταν φτιαγμένο για να χωρά τόσο κόσμο· το χωριό ήταν στα πρόθυρα της έκρηξης.

Η Νυνάβε συνέχισε τον δρόμο της. Η μέρα μιας Αποδεχθείσας ήταν ως επί το πλείστον δική της ευθύνη —εκτός αν δίδασκε μαθητευόμενες— για να την αξιοποιήσει μελετώντας ό,τι επέλεγε, μονάχη ή μαζί με μια Άες Σεντάι, αλλά οι Άες Σεντάι μπορούσαν να επιστρατεύσουν μια Αποδεχθείσα που έδειχνε άπραγη. Δεν σκόπευε να περάσει τη μέρα της βοηθώντας κάποια Καφέ αδελφή να καταχωρίσει τα βιβλία της ή αντιγράφοντας σημειώσεις για κάποια Γκρίζα. Σιχαινόταν την αντιγραφή, το πλατάγισμα της γλώσσας για κάθε μουτζούρα που έκανε και τους αναστεναγμούς, επειδή ο γραφικός της χαρακτήρας δεν ήταν ευανάγνωστος όπως ενός κανονικού υπαλλήλου. Προχωρούσε, λοιπόν, στη σκόνη και στο πλήθος, έχοντας κατά νου μη τυχόν κι έβλεπε τη Σιουάν και τη Ληάνε. Ήταν τόσο θυμωμένη, ώστε μπορούσε να διαβιβάσει δίχως τη Μογκέντιεν.

Κάθε φορά που ένιωθε το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι να φωλιάζει ανάμεσα στα στήθη της, σκεφτόταν, Σίγουρα είναι ζωντανός. Ακόμα κι αν με ξέχασε. Φως μου, κάνε να είναι ζωντανός. Κι αυτό το τελευταίο τη θύμωνε ακόμη περισσότερο. Αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να την ξεχνούσε ο αλ’Λάν Μαντράγκοραν, η Νυνάβε δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Σίγουρα ήταν ζωντανός. Οι Πρόμαχοι συχνά πέθαιναν εκδικούμενοι τις Άες Σεντάι τους —όσο σίγουρο ήταν ότι ο ήλιος θα ανέτειλε, τόσο σίγουρο ήταν ότι κανένας Πρόμαχος δεν θα άφηνε τίποτα να σταθεί εμπόδιο σ’ αυτή την εκδίκηση— όμως ο Λαν δεν είχε τρόπο να πάρει εκδίκηση για τη Μουαραίν, όπως δεν θα είχε τρόπο, αν η Άες Σεντάι είχε πέσει από άλογο κι είχε σπάσει το λαιμό της. Η Μουαραίν κι η Λανφίαρ είχαν αλληλοσκοτωθεί. Σίγουρα ήταν ζωντανός. Και γιατί, άραγε, έπρεπε να Νυνάβε να νιώθει ένοχη για το θάνατο της Μουαραίν; Ήταν αλήθεια πως αυτό είχε ελευθερώσει τον Λαν, όμως δεν έφταιγε αυτή. Όμως η πρώτη σκέψη της όταν είχε μάθει ότι η Μουαραίν ήταν νεκρή ήταν μια σκέψη χαράς, επειδή ο Λαν ήταν ελεύθερος κι όχι λύπης για τη Μουαραίν. Δεν μπορούσε να αποδιώξει τη ντροπή που ένιωθε γι’ αυτό, κι έτσι ο θυμός της άναβε ακόμα πιο πολύ.

Ξαφνικά είδε τη Μυρέλ να κατηφορίζει το δρόμο προς το μέρος της με τον κατάξανθο Κρόι Μάκιν να προχωρά με πλατιές δρασκελιές στο πλάι της· ήταν ένας από τους τρεις Προμάχους της, νεαρό φυντανάκι αλλά σκληρός σαν βράχος. Η Άες Σεντάι, με μια έκφραση αποφασιστικότητας στο πρόσωπό της, δεν έδειχνε επηρεασμένη από τα χτεσινοβραδινά. Τίποτα δεν έδειχνε ότι η Μυρέλ την έψαχνε, αλλά η Νυνάβε τρύπωσε σε ένα μεγάλο πέτρινο κτήριο που κάποτε ήταν ένα από τα τρία πανδοχεία του Σαλιντάρ.

Είχαν καθαρίσει την φαρδιά κοινή αίθουσα και την είχαν επιπλώσει ως αίθουσα υποδοχής· είχαν επιδιορθώσει τους γύψινους τοίχους της και το ψηλό ταβάνι, είχαν κρεμάσει μερικές φωτεινές ταπισερί, κι είχαν σκορπίσει μερικές πολύχρωμες κουρελούδες σε ένα πάτωμα που μπορεί να μην φαινόταν πια γεμάτο γρατζουνιές και σχίζες, αλλά δεν άντεχε πια γυάλισμα. Το σκιερό εσωτερικό τής πρόσφερε μια αίσθηση δροσιάς, καθώς έμπαινε από τον δρόμο. Ή, τουλάχιστον, την αίσθηση ότι ήταν δροσερότερο από όσο ήταν έξω. Κι επίσης, είχε κόσμο.

Ο Λογκαίν στεκόταν με αυθάδικο ύφος μπροστά σε ένα πλατύ τζάκι, κι οι ουρές του χρυσοκέντητου κόκκινου σακακιού του ήταν τραβηγμένες πίσω, μπροστά στο παρατηρητικό βλέμμα της Λελαίν Ακάσι, που το γεγονός ότι φορούσε το επώμιό της με τα γαλάζια κρόσσια έδειχνε ότι επρόκειτο για επίσημη συνάντηση. Ήταν μια λυγερή γυναίκα με αξιοπρεπή εμφάνιση, που μερικές φορές άφηνε να χυθεί ένα ζεστό χαμόγελο, μία από τις τρεις Καθήμενες του Γαλάζιου Άτζα στην Αίθουσα του Πύργου του Σαλιντάρ. Σήμερα αυτό που δέσποζε ήταν το διαπεραστικό βλέμμα της, καθώς κοίταζε εξεταστικά το κοινό του Λογκαίν.

Ήταν δύο άνδρες και μια γυναίκα, μεγαλοπρεπείς μέσα στα κεντημένα μετάξια και τα χρυσά κοσμήματά τους, που όλων τα μαλλιά γκρίζαραν, ενώ ένας από τους άνδρες ήταν σχεδόν φαλακρός κι είχε αφήσει τετράγωνο γενάκι και μακρύ μουστάκι σε αντιστάθμισμα. Ήταν ισχυροί ευγενείς από την Αλτάρα κι είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα με πολυπληθή συνοδεία, καχύποπτοι τόσο ο ένας για τον άλλο όσο και για τις Άες Σεντάι που συγκέντρωναν στρατό μέσα στην Αλτάρα. Οι Αλταρανοί έδιναν όρκο πίστης στον άρχοντα ή στην αρχόντισσα μιας πόλης, συνήθως χωρίς να περισσεύει τίποτα για το έθνος που λεγόταν Αλτάρα· ελάχιστοι ευγενείς πλήρωναν φόρους και δεν έδιναν σημασία τι έλεγε η βασίλισσα στο Έμπου Νταρ, αλλά έδιναν σημασία όταν βρισκόταν ένας στρατός ανάμεσά τους. Μόνο το Φως ήξερε πώς δέχονταν τις φήμες περί Δρακορκισμένων. Προς το παρόν όμως, ούτε κοίταζαν αγέρωχα ο ένας τον άλλο, ούτε κοίταζαν προκλητικά τη Λελαίν. Το βλέμμα τους ήταν καρφωμένο στον Λογκαίν, με τον τρόπο που θα κοίταζαν μια τεράστια οχιά με λαμπερό χρώμα.

Για να κλείσει ο κύκλος, ο Μπούριν Σήρεν, που έμοιαζε σαν να ήταν σμιλεμένος σε ένα ξεριζωμένο κούτσουρο, κοίταζε τόσο τον Λογκαίν όσο και τους επισκέπτες· ήταν άνθρωπος έτοιμος να κινηθεί έξαφνα και βίαια εν ριπή οφθαλμού. Ήταν ο Πρόμαχος της Λελαίν και βρισκόταν εκεί δευτερευόντως για να επιτηρεί τον Λογκαίν —στο κάτω-κάτω, θεωρητικά ο Λογκαίν βρισκόταν στο Σαλιντάρ από δική του επιλογή— και κυρίως για να τον προστατεύει από τους επισκέπτες και από κάποιο μαχαίρι στην καρδιά.

Όσο για τον Λογκαίν, αυτός έμοιαζε να ξαναγεννιέται με τόσα βλέμματα πάνω του. Ήταν ψηλός, με σγουρά μαλλιά που έφταναν στους πλατιούς ώμους του, μελαψός κι όμορφος παρ’ όλο που είχε σκληρό πρόσωπο, κι έδειχνε περήφανος και γεμάτος αυτοπεποίθηση σαν αετός. Αυτό, όμως, που έκανε να μάτια του να φωτίζονται ήταν η υπόσχεση της εκδίκησης. Αν δεν μπορούσε να ανταποδώσει το ίσο σε όσους ήθελε, τουλάχιστον θα το έκανε σε μερικούς. «Έξι Κόκκινες αδελφές με βρήκαν στο Κοσαμέλε έναν χρόνο πριν αυτοανακηρυχθώ», έλεγε τη στιγμή που έμπαινε η Νυνάβε. «Η αρχηγός τους λεγόταν Τζαβίντρα, αν και μια άλλη ονόματι Μπάρασαϊν είχε πολλά να πει. Κι άκουσα να μνημονεύουν την Ελάιντα, με τρόπο σαν να ήξερε τι έκαναν εκεί. Με βρήκαν πάνω στον ύπνο κι, όταν με θωράκισαν, σκέφτηκα ότι ήμουν τελειωμένος».

«Άες Σεντάι», είπε τραχιά η γυναίκα που ως τώρα άκουγε. Είχε στιβαρό κορμί, σκληρό βλέμμα, και μια ψιλή ουλή στο μάγουλο, που στη Νυνάβε φαινόταν αταίριαστη για μια γυναίκα. Οι Αλταρανές, φυσικά, είχαν τη φήμη ότι ήταν άγριες, αν κι οι φήμες μάλλον ήταν υπερβολικές. «Άες Σεντάι, πώς είναι δυνατόν να αληθεύουν τα λεγόμενα του;»

«Δεν ξέρω πώς, Αρχόντισσα Σαρένα», είπε γαλήνια η Λελαίν, «αλλά μου το επιβεβαίωσε κάποια που δεν μπορεί να πει ψέματα. Ο Λογκαίν λέει την αλήθεια».

Η έκφραση της Σαρένα δεν άλλαξε, αλλά τα χέρια της έγιναν γροθιές πίσω από την πλάτη της. Ένας από τους συντρόφους της, ο ψηλός με το λιπόσαρκο πρόσωπο, που είχε περισσότερα γκρίζα μαλλιά παρά μελαχρινά, είχε τους αντίχειρες χωμένους στη ζώνη του σπαθιού του και προσπαθούσε να φανεί άνετος, αλλά οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο.

«Όπως έλεγα», συνέχισε ο Λογκαίν με ένα γλυκό χαμόγελο, «με βρήκαν και με έβαλαν να διαλέξω. Ή θα σκοτωνόμουν επιτόπου ή θα δεχόμουν αυτό που πρόσφεραν. Ήταν παράξενη επιλογή, κάθε άλλο παρά αυτό που περίμενα, αλλά δεν χασομέρησα για να το σκεφτώ. Δεν είπαν απερίφραστα ότι το είχαν ξανακάνει αυτό, αλλά ένιωθες ότι είχαν εμπειρία. Δεν είπαν τι λόγο είχαν, αλλά τον θεώρησα προφανή εκ των υστέρων. Το να συλλάβεις έναν απλό άνδρα που μπορεί να διαβιβάζει δεν σου προσφέρει ιδιαίτερη δόξα· το να γκρεμίσεις έναν ψεύτικο Δράκοντα όμως...»

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια. Το αντιμετώπιζε τόσο ανέμελα, σαν έναν άνδρα που συζητούσε πώς είχε πάει το κυνήγι εκείνη τη μέρα, όμως μιλούσε για την πτώση του και κάθε λέξη ήταν άλλο ένα καρφί στο φέρετρο της Ελάιντα. Ίσως στο φέρετρο ολόκληρου του Κόκκινου Άτζα. Αν οι Κόκκινες είχαν πιέσει τον Λογκαίν να αυτοανακηρυχθεί Αναγεννημένος Δράκοντας, μήπως είχαν κάνει το ίδιο για τον Γκόριν Ρόγκαντ ή τον Μάζριμ Τάιμ; Μήπως για όλους τους ψεύτικους Δράκοντες στην ιστορία; Σχεδόν ένιωθε τις σκέψεις που θα γυρνούσαν στα μυαλά των Αλταρανών σαν γρανάζια του μύλου, απρόθυμα στην αρχή, και μετά ολοένα και πιο γρήγορα.

«Έναν ολόκληρο χρόνο με βοηθούσαν να αποφύγω τις υπόλοιπες Άες Σεντάι», είπε ο Λογκαίν, «κι έστελναν μηνύματα όταν κάποια με πλησίαζε, αν και τότε δεν ήταν πολλές. Όταν αυτοανακηρύχθηκα κι άρχισα να αποκτώ οπαδούς, μου έστελναν στοιχεία για το πού βρίσκονταν οι στρατοί των βασιλιάδων και τι δυνάμεις διέθεταν. Πώς αλλιώς νομίζετε ότι ήξερα πάντα πού και πότε να χτυπήσω;» Όσοι τον άκουγαν ανασάλεψαν τα πόδια τους, τόσο για το άγριο χαμόγελό του όσο και για τα λόγια του.

Μισούσε τις Άες Σεντάι. Η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό από τις πρώτες φορές που είχε αντέξει να τον εξετάσει. Βέβαια, αφότου είχε φύγει η Μιν, ούτε τον είχε εξετάσει ξανά, ούτε είχε μάθει κάτι καινούριο. Κάποτε πίστευε ότι εξετάζοντάς τον θα έβλεπε το πρόβλημα από άλλη γωνία —η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών γινόταν ολοφάνερη στον τρόπο που χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη— αλλά ήταν χειρότερο κι απ’ το να κοιτάζεις μια σκοτεινή τρύπα· δεν υπήρχε τίποτα εκεί, ούτε καν η τρύπα. Και γενικότερα, ένιωθε ταραχή όταν βρισκόταν κοντά στον Λογκαίν. Ο άνθρωπος την παρακολουθούσε με μια φλογερή ένταση που της έφερνε ρίγος, παρ’ όλο που ήξερε ότι μπορούσε να τον τυλίξει στη Δύναμη, αν έστω σήκωνε το δαχτυλάκι του. Δεν επρόκειτο για τη φλόγα με την οποία συνήθως κοίταζαν οι άνδρες τις γυναίκες, αλλά για μια περιφρόνηση όλο αταραξία και γαλήνη, κάτι που την έκανε ακόμα φρικτή. Οι Άες Σεντάι τον είχαν αποκόψει οριστικά από τη Μία Δύναμη· η Νυνάβε μπορούσε να φανταστεί τι αισθήματα θα έτρεφε η ίδια, αν της το είχε κάνει κάποιος αυτό. Ο Λογκαίν δεν μπορούσε να εκδικηθεί όλες τις Άες Σεντάι μεμιάς. Μπορούσε, όμως, να καταστρέψει το Κόκκινο Άτζα, κι είχε κάνει μια καλή αρχή.

Ήταν η πρώτη φορά που είχαν έρθει τρεις μαζί, αλλά κάθε βδομάδα ερχόταν ένας ακόμη άρχοντας ή άλλη μια αρχόντισσα για να ακούσουν την ιστορία του, απ’ όλη την Αλτάρα και μερικές φορές από πιο μακριά, όπως το Μουράντυ, κι όλοι έφευγαν αποσβολωμένοι από αυτά που είχε να πει. Διόλου παράξενο· η μόνη πιο σοκαριστική είδηση θα ήταν αν οι Άες Σεντάι παραδέχονταν ότι υπήρχε το Μαύρο Άτζα. Δεν θα έκαναν βέβαια κάτι τέτοιο, τουλάχιστον δημοσίως, για τον ίδιο λόγο που φύλαγαν όσο μπορούσαν μυστικό το νέο του Λογκαίν. Μπορεί να ήταν έργο του Κόκκινου Άτζα, αλλά αυτό το Άτζα δεν έπαυε να είναι Άες Σεντάι, κι ο πολύς κόσμος δεν μπορούσε να διακρίνει το ένα Άτζα από το άλλο. Εν γένει, έφερναν ελάχιστους για να ακούσουν τον Λογκαίν, όμως αυτούς τους λίγους τούς είχαν επιλέξει εξαιτίας της εξουσίας που διέθετε ο εκάστοτε Οίκος. Ήταν Οίκοι που τώρα θα πρόσφεραν υποστήριξη στις Άες Σεντάι του Σαλιντάρ, αν και όχι δημοσίως, ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα απέσυραν την υποστήριξή τους από την Ελάιντα.

«Η Τζαβίντρα μου έστελνε το νέο όταν έρχονταν κι άλλες Άες Σεντάι», είπε ο Λογκαίν, «ποιες με κυνηγούσαν, πού θα βρίσκονταν, κι έτσι μπορούσα να επιτεθώ προτού το καταλάβουν». Τα ατάραχα, αγέραστα χαρακτηριστικά της Λελαίν σκλήρυναν για μια στιγμή και το χέρι του Μπούριν πλησίασε τη λαβή του σπαθιού του. Ο Λογκαίν είχε σκοτώσει αδελφές πριν αιχμαλωτιστεί. Αυτός δεν φάνηκε να προσέχει τις αντιδράσεις τους. «Το Κόκκινο Άτζα ποτέ δεν με παραπλάνησε πριν από τη στιγμή που με πρόδωσε στο τέλος».

Ο γενειοφόρος κοίταζε τον Λογκαίν τόσο άγρια που ήταν φανερό ότι το έκανε σκοπίμως. «Άες Σεντάι, τι απέγιναν οι οπαδοί του; Ίσως να ήταν ασφαλής στον Πύργο, αλλά αιχμαλωτίστηκε πολλές λεύγες πιο κοντά στο σημείο που βρισκόμαστε».

«Δεν σκοτώθηκαν κι ούτε αιχμαλωτίστηκαν όλοι», είπε ο άρχοντας με το λιπόσαρκο πρόσωπο μόλις ο άλλος έπαψε να μιλά. «Οι περισσότεροι διέφυγαν, εξαφανίστηκαν. Ξέρω από ιστορία, Άες Σεντάι. Οι οπαδοί του Ραολίν Ντάρκσμπεην τόλμησαν να επιτεθούν στον ίδιο τον Λευκό Πύργο, όταν εκείνος αιχμαλωτίστηκε, το ίδιο έκαναν κι οι οπαδοί του Γκουαίρ Αμαλάσαν. Έχουμε χαράξει στη μνήμη μας τον στρατό του Λογκαίν να προελαύνει στα εδάφη μας και δεν θέλουμε να ξανάρθει για να τον σώσει».

«Δεν υπάρχει τέτοιος φόβος». Η Λελαίν κοίταξε τον Λογκαίν με ένα φευγαλέο χαμόγελο, όπως μια γυναίκα θα κοίταζε ένα άγριο σκυλί που το είχε δαμάσει και του είχε περάσει λουρί. «Δεν επιθυμεί πια δόξες, θέλει μονάχα να επανορθώσει όσο γίνεται για το κακό που έκανε. Εκτός αυτού, αμφιβάλλω αν οι πρώην οπαδοί του θα έρχονταν σε περίπτωση που τους καλούσε, από τη στιγμή που τον πήγαμε στην Ταρ Βάλον κλεισμένο σε κλουβί και τον ειρηνέψαμε». Το ανάλαφρο γέλιο της το μιμήθηκαν οι Αλταρανοί, αλλά όχι αμέσως, και το δικό τους ήταν αδύναμο. Το πρόσωπο του Λογκαίν ήταν σαν σιδερένια μάσκα.

Ξαφνικά η Λελαίν πρόσεξε τη Νυνάβε που στεκόταν στο κατώφλι, κι ύψωσε τα φρύδια. Είχε μιλήσει ευγενικά μαζί της μερικές φορές κι είχε εγκωμιάσει τις υποτιθέμενες ανακαλύψεις της Νυνάβε και της Ηλαίην, όμως, όπως κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι, δεν θα δίσταζε να αποπάρει μια Αποδεχθείσα που θα διέπραττε παράπτωμα.

Η Νυνάβε έκλινε το γόνυ, κάνοντας μια χειρονομία με την πήλινη κούπα, που δεν είχε πια τσάι. «Με συγχωρείς, Λελαίν Σεντάι. Πρέπει να το επιστρέψω στα μαγειρεία». Βγήκε στο λιοπύρι του δρόμου πριν η Άες Σεντάι προλάβει να πει λέξη.

Για καλή της τύχη, τώρα η Μυρέλ δεν φαινόταν πουθενά. Η Νυνάβε δεν είχε όρεξη να ξανακούσει κήρυγμα για την ευθύνη που είχε ή για το ότι έπρεπε να κρατά τα νεύρα της ή για τόσα άλλα θέματα. Για ακόμα καλύτερη της τύχη, η Σιουάν στεκόταν το πολύ τριάντα βήματα παραπέρα, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Γκάρεθ Μπράυν στη μέση του δρόμου, ενώ το πλήθος χωριζόταν για να τους προσπεράσει. Όπως η Μυρέλ, έτσι κι η Σιουάν δεν έδειχνε ίχνος από την αγωνία που είχε αναφέρει η Ηλαίην· ίσως θα έδειχναν περισσότερο σεβασμό στον Τελ’αράν’ριοντ, αν δεν μπορούσαν, βγαίνοντας, να Θεραπεύουν έτσι εύκολα τα αποτελέσματα κάθε γκάφας τους. Η Νυνάβε την πλησίασε.

«Μα τι έχεις πάθει, κυρά μου;» μούγκρισε ο Μπράυν στη Σιουάν. Το γκρίζο κεφάλι του έσκυψε πάνω από το δικό της που έμοιαζε να ανήκει σε νεαρή· είχε απλώσει και στυλώσει τα πόδια του, φορώντας μπότες, ακουμπούσε τις γροθιές στους γοφούς, κι έτσι έμοιαζε πλατύς σαν βράχος. Δεν έδινε την παραμικρή σημασία στον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό του. «Σου έκανα ένα κομπλιμέντο, επειδή είναι τόσο μαλακά τα πουκάμισά μου, κι εσύ με παίρνεις με το άγριο. Κι, επίσης, είπα ότι φαίνεσαι ευδιάθετη, κάτι που δεν ήταν καθόλου αρχή καυγά απ’ ό,τι νόμιζα. Ήταν κομπλιμέντο, κυρά μου, έστω κι αν δεν έστειλα λουλούδια μαζί».

«Κομπλιμέντο;» μούγκρισε η Σιουάν σε απάντηση, ενώ τα γαλάζια μάτια της πετούσαν φλόγες καθώς τον κοίταζαν. «Δεν θέλω τα κομπλιμέντα σου! Χαίρεσαι που είμαι αναγκασμένη να σιδερώνω τα πουκάμισά σου. Είσαι πιο μικρό ανθρωπάκι απ’ όσο νόμιζα, Γκάρεθ Μπράυν. Πιστεύεις ότι θα σε πάρω στο κατόπι σαν ακόλουθος του στρατοπέδου όταν βγει να προελάσει ο στρατός σου, ελπίζοντας να ακούσω κι άλλα κομπλιμέντα; Και δεν θα μου απευθύνεσαι εμένα με το κυρά μου! Είναι σαν να λες, “Εδώ, σκυλάκι μου!”».

Μια φλέβα φάνηκε να παίζει στον κρόταφο του Μπράυν. «Χαίρομαι που κρατάς τον λόγο σου, Σιουάν. Κι αν βγει ποτέ ο στρατός να προελάσει, περιμένω από σένα ότι θα συνεχίσεις να τον κρατάς. Δεν ζήτησα εγώ να δώσεις τέτοιο όρκο, ήταν δική σου επιλογή για να γλιτώσεις από τις ευθύνες σου γι’ αυτό που έκανες. Δεν σκέφτηκες ότι θα σου ζητούσαν να τον τηρήσεις, ε; Και μιλώντας για στρατούς και προελάσεις, τι έχεις ακούσει όσο κλαίγεσαι στις Άες Σεντάι και φιλάς τα πόδια τους;»

Μέσα σε μια στιγμή, η Σιουάν από τη φλογερή λύσσα πέρασε στην παγερή αταραξία. «Αυτό δεν είναι μέρος του όρκου μου». Θα την περνούσε κανείς για νεαρή Άες Σεντάι που στεκόταν με το κορμί λαμπάδα σε στάση ψυχρής αλαζονείας, κι όχι για κάποια που είχε δουλέψει τόσο καιρό με τη Δύναμη και το πρόσωπο της οποίας θα έπρεπε να έχει τη χαρακτηριστική αγέραστη εμφάνιση. «Δεν κατασκοπεύω εκ μέρους σου. Υπηρετείς την Αίθουσα του Θρόνου, Γκάρεθ Μπράυν, με δικό σου όρκο. Ο στρατός σου θα ξεκινήσει όταν το αποφασίσει η Αίθουσα. Άκουε τα λόγια τους κι υπάκουε σ’ ό,τι ακούς».

Η αλλαγή του Μπράυν ήταν εξίσου αστραπιαία. «Θα ήσουν άξιος εχθρός για να διασταυρώσει κανείς ξίφη μαζί του», γέλασε πνιχτά με θαυμασμό. «Θα ήσουν καλύτερος...» Το χαχανητό έδωσε εξίσου γοργά τη θέση του σε μια άγρια ματιά. «Η Αίθουσα, ε; Πες στη Σέριαμ ότι καλά θα κάνει να σταματήσει να με αποφεύγει. Ό,τι μπορεί να γίνει εδώ, έχει γίνει. Πες της ότι το σκυλί-φύλακας που το έχεις στο κλουβί δεν έχει διαφορά από ένα γουρούνι όταν έρθουν οι λύκοι. Δεν μάζεψα αυτούς τους άνδρες για να τους πουλήσω σαν σκλάβους». Ένευσε κοφτά και χάθηκε στο πλήθος με μεγάλες δρασκελιές. Η Σιουάν τον κοίταξε καθώς έφευγε, σμίγοντας τα φρύδια της.

«Τι έγινε τώρα;» ρώτησε η Νυνάβε κι η Σιουάν τινάχτηκε.

«Δεν είναι δικιά σου δουλειά το τι έγινε», τη μάλωσε, σιάζοντας το φόρεμά της. Λες κι η Νυνάβε σκοπίμως την είχε πλησιάσει στα κρυφά. Αυτή η γυναίκα όλα τα έπαιρνε προσωπικά.

«Ας μη το συνεχίσουμε», είπε ανέκφραστα η Νυνάβε. Δεν θα λοξοδρομούσε από τον στόχο της. «Αυτό που θέλω να συνεχίσω είναι να σε μελετώ». Θα έκανε κάτι χρήσιμο σήμερα ακόμα κι αν χρειαζόταν να τραβήξει την κατάσταση στα άκρα. Η Σιουάν άνοιξε το στόμα, κοιτώντας ολόγυρα. «Όχι, δεν έχω τη Μάριγκαν, κι αυτή τη στιγμή δεν τη χρειάζομαι. Δυο φορές με άφησες να σε πλησιάσω —δυο φορές!— από τότε που βρήκα ένα στοιχείο που λέει ότι ίσως κάτι μέσα σου μπορεί να Θεραπευθεί. Θέλω να σε εξετάσω σήμερα, κι αν δεν μπορέσω, τότε θα πω στη Σέριαμ ότι παρακούς τις διαταγές της που λένε ότι είσαι στη διάθεση μου. Ορκίζομαι ότι θα της το πω!»

Για μια στιγμή τής φάνηκε ότι η Σιουάν θα την προκαλούσε να το κάνει, όμως εκείνη στο τέλος ένευσε μουτρωμένη, λέγοντας, «Το απόγευμα. Έχω δουλειές τώρα το πρωί. Εκτός αν νομίζεις ότι αυτό που θες είναι σημαντικότερο από το να βοηθήσουμε τον φίλο σου από τους Δύο Ποταμούς».

Η Νυνάβε την πλησίασε περισσότερο. Κανείς εκεί στον δρόμο δεν τους έδινε ιδιαίτερη προσοχή, εκτός από καμιά ματιά προσπερνώντας τες, αλλά καλού-κακού χαμήλωσε τη φωνή της. «Τι σχέδια έχουν γι’ αυτόν; Όλο λες ότι ακόμα δεν έχουν αποφασίσει, όμως όλο και σε κάποιο συμπέρασμα θα έχουν καταλήξει πια». Σε αυτή την περίπτωση, η Σέριαμ θα το ήξερε, είτε ήταν αναμεμιγμένη είτε όχι.

Ξαφνικά η Ληάνε φάνηκε μπροστά τους κι ήταν λες κι η Νυνάβε δεν είχε ανοίξει το στόμα της. Η Σιουάν κι η Ληάνε αγριοκοιτάχτηκαν παγωμένες, σαν δυο γάτες σε μικρό δωμάτιο.

«Λοιπόν;» μουρμούρισε η Σιουάν, σφίγγοντας τα χείλη.

Η Ληάνε ξεφύσηξε κι οι μπούκλες της τινάχτηκαν καθώς γυρνούσε το κεφάλι. Το στόμα της στράβωσε με μια περιφρονητική έκφραση, αλλά τα λόγια της δεν ταίριαζαν ούτε με την έκφραση, ούτε με τον τόνο της. «Επιχείρησα να τις μεταπείσω», έφτυσε, αλλά μαλακά. «Αλλά δεν είχαν ακούσει πολύ τα λόγια σου, κι έτσι το απέρριψαν αμέσως. Δεν θα συναντήσεις απόψε τις Σοφές».

«Μα τα σωθικά των ψαριών!» μούγκρισε η Σιουάν και στρίβοντας επιτόπου έφυγε, ενώ η Ληάνε απομακρυνόταν ακόμα πιο γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η Νυνάβε παραλίγο θα σήκωνε τα χέρια ψηλά από τη σύγχυσή της. Μιλούσαν σαν μην ήταν παρούσα, σαν να μην ήξερε ακριβώς τι έλεγαν. Την αγνοούσαν. Η Σιουάν καλά θα έκανε να ερχόταν το απόγευμα, όπως της είχε υποσχεθεί, αλλιώς η Νυνάβε θα της έδινε ένα καλό μάθημα! Τινάχτηκε όταν μια γυναίκα τής μίλησε από πίσω.

«Αυτές οι δύο θα έπρεπε να πάνε στην Τιάνα για ένα καλό χέρι ξύλο με τη βέργα». Η Λελαίν στάθηκε πλάι στη Νυνάβε, κοιτάζοντας πρώτα τη Σιουάν και μετά τη Ληάνε καθώς έφευγαν. Για δες που πλησίαζε κρυφά τους ανθρώπους! Δεν υπήρχε ίχνος του Λογκαίν ή του Μπούριν ή των Αλταρανών αριστοκρατών. Η Γαλάζια αδελφή έσιαξε το επώμιό της. «Μπορεί βέβαια να μην είναι ό,τι ήταν κάποτε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κρατούν τα προσχήματα. Δεν θα ήταν καθόλου σωστό να μαλλιοτραβηχτούν στον δρόμο».

«Μερικές φορές οι άνθρωποι δεν κολλάνε μεταξύ τους», είπε η Νυνάβε. Η Σιουάν κι η Ληάνε μοχθούσαν τόσο να συντηρήσουν αυτό το ψέμα, που η ίδια, αν μην τι άλλο, θα έπρεπε να το υποστηρίξει. Πόσο μισούσε να την πλησιάζουν κρυφά.

Η Λελαίν είδε το χέρι της Νυνάβε στην πλεξούδα της κι η άλλη το τράβηξε αμέσως. Αυτή η συνήθεια ήταν γνωστή σε πολλούς· μια συνήθεια που είχε προσπαθήσει σκληρά να σταματήσει. Αλλά η Άες Σεντάι είπε μόνο, «Όχι όταν σπιλώνεται η αξιοπρέπεια των Άες Σεντάι, παιδί μου. Οι γυναίκες που υπηρετούν τις Άες Σεντάι θα έπρεπε να δείχνουν αυτοσυγκράτηση δημοσίως, όσο ανόητες κι αν είναι κατ’ ιδίαν». Δεν υπήρχε απάντηση σ’ αυτό· για την ακρίβεια, δεν υπήρχε ασφαλής απάντηση. «Γιατί ήρθες μέσα ενώ εγώ παρουσίαζα τον Λογκαίν;»

«Νόμιζα ότι το δωμάτιο ήταν άδειο, Άες Σεντάι», είπε βιαστικά η Νυνάβε. «Συγγνώμη. Ελπίζω να μη σε ενόχλησα». Δεν ήταν απάντηση αυτή —δεν μπορούσε βεβαίως να πει ότι κρυβόταν από τη Μυρέλ— αλλά η λιγνή Γαλάζια απλώς την κοίταξε κατάματα για μια στιγμή.

«Τι λες να κάνει ο Ραντ αλ’Θόρ, παιδί μου;»

Η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένη. «Άες Σεντάι, έχω να τον δω μισό χρόνο. Το μόνο που ξέρω είναι ό,τι ακούω εδώ. Μήπως η Αίθουσα...; Άες Σεντάι, έχει αποφασίσει η Αίθουσα γι’ αυτόν;»

Η Λελαίν περιεργάστηκε το πρόσωπο της Νυνάβε και σούφρωσε τα χείλη. Αυτά τα μαύρα σε τάραζαν, έτσι όπως έμοιαζαν να κοιτάζουν μέσα στο μυαλό σου. «Αξιοσημείωτη σύμπτωση. Είσαι από το ίδιο χωριό με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, το ίδιο κι η άλλη κοπέλα, η Εγκουέν αλ’Βέρ. Περίμεναν σπουδαία πράγματα απ’ αυτήν όταν έγινε μαθητευόμενη. Έχεις ιδέα πού βρίσκεται τώρα;» Δεν περίμενε απάντηση. «Κι οι άλλοι δύο νεαροί, υ Πέριν Αϋμπάρα κι ο Μάτριμ. Είναι τα’βίρεν κι αυτοί, εξ όσων γνωρίζω. Είναι πράγματι αξιοσημείωτο. Κι έπειτα έχουμε εσένα, με τις εκπληκτικές ανακαλύψεις σου παρά τους περιορισμούς που έχεις. Δεν ξέρω τι είναι η Εγκουέν, αλλά μήπως πάει κι αυτή εκεί που δεν έχει πάει καμία από μας; Όλοι εσείς έχετε προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των αδελφών, όπως μπορείς να φανταστείς».

«Ελπίζω να λένε καλά πράγματα», είπε αργά η Νυνάβε. Είχαν δεχθεί πολλές ερωτήσεις σχετικά με τον Ραντ από τότε που είχαν έρθει στο Σαλιντάρ, ειδικά αφότου είχε φύγει η αντιπροσωπεία για το Κάεμλυν —κάποιες Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να μιλήσουν για τίποτε άλλο— όμως αυτό έμοιαζε να είναι διαφορετικό. Αυτό ήταν το πρόβλημα όταν μιλούσες με Άες Σεντάι. Πολλές φορές δεν ήξερες τι εννοούσαν και τι ζητούσαν.

«Ακόμα ελπίζεις να Θεραπεύσεις τη Σιουάν και τη Ληάνε, παιδί μου;» Η Λελαίν ένευσε σαν να είχε πάρει απάντηση από τη Νυνάβε κι αναστέναξε. «Μερικές φορές νομίζω ότι η Μυρέλ έχει δίκιο. Κακώς σας κάνουμε τόσα χατίρια. Όποιες κι αν είναι οι ανακαλύψεις σου, ίσως θα έπρεπε να σε αφήσουμε στα χέρια της Τέοντριν, μέχρι να σπάσει ο φραγμός που σε εμποδίζει να διαβιβάζεις κατά βούληση. Δες τι έχεις κάνει το τελευταίο δίμηνο και σκέψου τι θα μπορούσες να κάνεις τότε». Σφίγγοντας ασυναίσθητα την πλεξούδα της, η Νυνάβε δοκίμασε να πει μια κουβέντα, να αρθρώσει μια καλοδιατυπωμένη διαμαρτυρία, όμως η Λελαίν δεν έδωσε σημασία στην προσπάθειά της. Κάτι που μάλλον ήταν για καλό. «Μην πας να κάνεις χάρη στη Σιουάν και στη Ληάνε, παιδί μου. Άσ’ τες να ξεχάσουν τι ήταν, και να μάθουν να αρκούνται με αυτό που είναι τώρα. Από το φέρσιμό τους, θα έλεγε κανείς ότι το μόνο που τις εμποδίζει να το ξεχάσουν είσαι εσύ, κι οι ανόητες απόπειρές σου να Θεραπεύσεις αυτό που δεν Θεραπεύεται. Δεν είναι πια Άες Σεντάι. Γιατί να τρέφουν ψεύτικες ελπίδες;»

Υπήρχε μια χροιά συμπόνιας στη φωνή της κι επίσης μια νότα περιφρόνησης. Στο κάτω-κάτω, όσες δεν ήταν Άες Σεντάι ήταν κατώτερες, και το τέχνασμα της Σιουάν και της Ληάνε τις τοποθετούσε ανάμεσα στις κατώτατες. Επιπλέον, φυσικά, υπήρχαν αρκετές εδώ στο Σαλιντάρ που για τα προβλήματα του Πύργου κατηγορούσαν τη Σιουάν με τις μηχανορραφίες της όσο ήταν Άμερλιν. Πιθανότατα, πίστευαν ότι και λίγο ήταν αυτό που είχε πάθει.

Αυτό που είχε πάθει όμως περιέπλεκε την όλη κατάσταση. Το σιγάνεμα ήταν σπάνιο. Πριν από τη Σιουάν και τη Ληάνε, είχαν περάσει εκατόν σαράντα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε δικαστεί και σιγανευτεί γυναίκα, και τουλάχιστον δώδεκα από τότε που κάποια είχε καεί. Οι σιγανεμένες γυναίκες συνήθως προσπαθούσαν να φύγουν όσο πιο μακριά μπορούσαν από τις Άες Σεντάι. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι, στην περίπτωση που η Λελαίν είχε σιγανευτεί, θα ήθελε να ξεχάσει ότι ήταν κάποτε Άες Σεντάι, αν μπορούσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία, επίσης, ότι θα ήθελε να ξεχάσει πως κάποτε κι η Σιουάν με τη Ληάνε ήταν Άες Σεντάι κι ότι είχαν στερηθεί κάτι. Πολλές Άες Σεντάι θα ένιωθαν πιο άνετα αν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις δύο γυναίκες σαν να μην είχαν ποτέ την ικανότητα να διαβιβάζουν, σαν να μην ήταν ποτέ Άες Σεντάι.

«Η Σέριαμ Σεντάι μου έδωσε άδεια να προσπαθήσω», είπε η Νυνάβε όσο πιο αποφασιστικά τολμούσε σε μια πλήρη αδελφή. Η Λελαίν την κοίταξε κατάματα, ώσπου τελικά η Νυνάβε χαμήλωσε το βλέμμα. Τα δάχτυλά της άσπρισαν γύρω από την πλεξούδα της πριν την αφήσει, όμως το πρόσωπό της έμεινε ατάραχο. Ήταν δοκιμασία για βλάκες το να προσπαθεί μια Αποδεχθείσα να αντιμετωπίσει μια Άες Σεντάι σε αγώνα βλεμμάτων.

«Όλες είμαστε ανόητες καμιά φορά, παιδί μου, όμως η σοφή γυναίκα προσπαθεί να μην το παρακάνει. Αφού φαίνεται ότι έχεις φάει το πρωινό σου, σου συνιστώ να ξεφορτωθείς αυτή την κούπα και να βρεις μια δουλειά να κάνεις πριν μπλέξεις άσχημα. Μήπως σκέφτηκες ποτέ να κόψεις τα μαλλιά σου κοντά; Δεν έχει σημασία. Φύγε τώρα».

Η Νυνάβε έκλινε το γόνυ, αλλά πριν ολοκληρώσει την κίνησή της, η Άες Σεντάι της είχε γυρίσει την πλάτη. Ασφαλής πια από τα μάτια της Λελαίν, την αγριοκοίταξε. Να έκοβε τα μαλλιά της; Σήκωσε την πλεξούδα της και την ανέμισε προς την Άες Σεντάι που απομακρυνόταν. Εξοργίστηκε, όμως, που περίμενε να βρεθεί σε απόσταση ασψαλείας πριν το κάνει, μολονότι αν το είχε κάνει νωρίτερα, σχεδόν σίγουρα τώρα θα είχε πάρει δρόμο για να κάνει παρέα στη Μογκέντιεν στην μπουγάδα, με μια στάση καθ’ οδόν για να δει την Τιάνα. Καθόταν μήνες στο Σαλιντάρ χωρίς να κάνει τίποτα —έμοιαζε να είναι άπραγη, αν το έκρινες πρακτικά, και δεν είχε σημασία τι κατόρθωναν η Νυνάβε κι η Ηλαίην να μάθουν από τη Μογκέντιεν— ανάμεσα σε Άες Σεντάι που δεν έκαναν τίποτα εκτός του να μιλάνε και να περιμένουν, ενώ ο κόσμος όδευε προς την καταστροφή του χωρίς αυτές, κι η Λελαίν της έλεγε να κόψει τα μαλλιά της! Η Νυνάβε είχε καταδιώξει το Μαύρο Ατζα, είχε συλληφθεί κι είχε δραπετεύσει, είχε αιχμαλωτίσει μια Αποδιωγμένη —αυτό δεν το ήξερε βέβαια καμία Άες Σεντάι— κι είχε βοηθήσει την Πανάρχουσα του Τάραμπον να ανακτήσει τον θρόνο της, έστω και για λίγο. Τώρα, το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται και να δέχεται αδίκως τα συγχαρητήρια για ό,τι μπορούσε να αποσπάσει από τη Μογκέντιεν. Να έκοβε τα μαλλιά της; Αν ξυριζόταν κι έμενε φαλακρή, εξίσου άχρηστο θα ήταν!

Είδε την Νταγκντάτα Φίντσλεϋ να διασχίζει το πλήθος, φαρδύσωμη σαν άνδρας και πανύψηλη, κι ένιωσε να θυμώνει και με την στρογγυλοπρόσωπη Κίτρινη. Ένας λόγος που είχε επιλέξει να μείνει στο Σαλιντάρ ήταν για να διδαχθεί από τις Κίτρινες, διότι αυτές ήξεραν περισσότερα απ’ όλες για τη Θεραπεία· όλες οι Άες Σεντάι το έλεγαν. Αλλά αν κάποιες ήξεραν περισσότερα από την ίδια για τη Θεραπεία, δεν τα μοιράζονταν με μια απλή Αποδεχθείσα. Οι Κίτρινες κανονικά έπρεπε να είχαν δεχτεί πιο ευνοϊκά απ’ όλες την επιθυμία της να Θεραπεύσει τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και το σιγάνεμα, αλλά ήταν οι πιο απόμακρες. Η Νταγκντάτα θα την είχε αφήσει να σφουγγαρίζει πατώματα από την αυγή ως το ηλιοβασίλεμα για να ξεχάσει αυτές τις «ανόητες ιδέες και τη σπατάλη χρόνου», αν δεν είχε παρέμβει η Σέριαμ, ενώ η Νισάο Ντάτσεν, μια μικρόσωμη Κίτρινη με σκληρό βλέμμα, είχε αρνηθεί ακόμα και να μιλήσει στη Νυνάβε, όσο εκείνη επέμενε να προσπαθεί να «αλλάξει τον τρόπο που ήταν υφασμένο το Σχήμα».

Το αποκορύφωμα ήταν ότι η αίσθηση του καιρού μέσα της έλεγε ότι ερχόταν καταιγίδα, που τώρα ήταν πιο κοντά, ενώ ο ανέφελος ουρανός κι ο καυτός ήλιος την περιγελούσαν.

Μουρμουρίζοντας μόνη της, έβαλε την πήλινη κούπα στο πίσω μέρος ενός κάρου που περνούσε και τάχυνε για λίγο το βήμα, σαν να πήγαινε βιαστικά κάπου, αποφεύγοντας να σταματήσει για τις συνεχείς ερωτήσεις σχετικά με το τι καινούρια πράγματα μπορούσαν να περιμένουν απ’ αυτήν. Είχε τέτοια νεύρα, ώστε ίσως τους έλεγε ποια ακριβώς ήταν η γνώμη της γι’ αυτές, κάτι που θα ήταν τρομερά ανόητο. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Ρωτούσαν αυτήν τι θα έκανε ο Ραντ. Της έλεγαν να κόψει τα μαλλιά της. Ε, μα πια!

Φυσικά, δεν τη χαιρετούσαν όλες χαμογελαστές. Λες και δεν έφτανε που η Νισάο την κοίταξε σαν να μην την έβλεπε, αλλά επιπλέον η μικρόσωμη γυναίκα συνέχισε να προχωρεί ευθεία κι η Νυνάβε αναγκάστηκε να παραμερίσει. Μια υπεροπτική Άες Σεντάι με ωχρό μαλλί, διασχίζοντας το πλήθος καβάλα σε ένα ψηλό καφέ μουνούχι με σταχτιές βούλες, της έριξε ένα βλοσυρό, γαλανό βλέμμα ενώ περνούσε. Φαινόταν αψεγάδιαστη, καθώς φορούσε ένα φόρεμα ιππασίας από μετάξι σε ανοιχτούς τόνους του γκρι, αλλά ο ελαφρύς λινός μανδύας που ήταν διπλωμένος μπροστά από τη σέλα της μαρτυρούσε ότι είχε ταξιδέψει κι έδειχνε ότι μόλις είχε φτάσει. Επιβεβαιώνοντας την πιθανότητα να είναι νεοφερμένη, ο κοκαλιάρης Πρόμαχος με το πράσινο σακάκι, που την ακολουθούσε κατά πόδας πάνω σ’ ένα ψηλό σταχτί πολεμικό άτι, έδειχνε ταραγμένος. Οι Πρόμαχοι ποτέ δεν έδειχναν ταραγμένοι, όμως η Νυνάβε φανταζόταν ότι ίσως να έκαναν μια εξαίρεση όταν έπαιρναν μέρος σε μια εξέγερση κατά του Πύργου. Μα το Φως! Ακόμα κι οι νεοφερμένοι την κοίταζαν με μισό μάτι!

Κι έπειτα είδε τον Ούνο με το σημαδεμένο πρόσωπο· το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο με εξαίρεση τον κότσο στην κορυφή, και του έλειπε ένα μάτι, το οποίο έκρυβε με μια καλύπτρα οφθαλμού όπου ήταν ζωγραφισμένο ένα φρικτό αγριεμένο κόκκινο υποκατάστατό του. Έκανε μια παύση, καθώς τα έψελνε με τραχιά φωνή σε έναν συντετριμμένο νεαρό, ο οποίος φορούσε αρματωσιά από πλάκες και πλέγμα και στεκόταν κρατώντας τα γκέμια ενός αλόγου με μια λόγχη δεμένη στη σέλα, κι έστειλε ένα ζεστό χαμόγελο στη Νυνάβε. Ή, μάλλον, θα ήταν ζεστό, αν δεν υπήρχε εκείνη η καλύπτρα. Η γκριμάτσα της Νυνάβε τον έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια και να ξαναστραφεί βιαστικά στον στρατιώτη για να συνεχίσει τις φωνές.

Αυτό που έκανε το στομάχι της να ξινίσει δεν ήταν ούτε ο Ούνο, ούτε η καλύπτρα οφθαλμού. Ή μάλλον, ήταν και δεν ήταν ο Ούνο. Ο άνθρωπος είχε συνοδεύσει τη Νυνάβε και την Ηλαίην στο Σαλιντάρ, και κάποτε είχε υποσχεθεί ότι θα έκλεβε άλογα —θα τα «δανειζόταν», έτσι το είχε ονομάσει— αν ήθελαν να φύγουν. Τώρα αυτό ήταν απίθανο. Ο Ούνο είχε πλέον χρυσό σιρίτι ολόγυρα στο μανικέτι του φθαρμένου σκούρου σακακιού του· ήταν αξιωματικός, εκπαίδευε βαρύ ιππικό για τον Γκάρεθ Μπράυν, και ήταν τόσο απασχολημένος που δεν ασχολιόταν με τη Νυνάβε. Αν κι αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Αν η Νυνάβε του έλεγε ότι ήθελε να φύγει, θα της έβρισκε άλογα μέσα σε λίγες ώρες, και στο ταξίδι της θα είχε συνοδεία τους Σιναρανούς με τον κότσο στην κορυφή του κεφαλιού, οι οποίοι είχαν δώσει όρκο πίστης στον Ραντ και βρίσκονταν στο Σαλιντάρ μόνο και μόνο επειδή τους είχαν φέρει εδώ η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Αλλά τότε εκείνη θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι είχε κάνει λάθος αποφασίζοντας να μείνουν, να παραδεχτεί ότι έλεγε ψέματα όσες φορές του είχε πει ότι ήταν ευτυχισμένη εκεί που ήταν. Και κάτι τέτοιο της ήταν αδύνατον. Ο βασικός λόγος που έμενε ο Ούνο ήταν επειδή νόμιζε ότι έπρεπε να φροντίζει τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Δεν θα του παραδεχόταν τίποτα τέτοιο!

Η σκέψη να φύγει από το Σαλιντάρ ήταν καινούρια, της την είχε βάλει στον νου ο Ούνο, κι είχε αρχίσει να τη μελετά με πάθος. Μακάρι να μην είχαν φύγει για την Αμαδισία ο Θομ κι ο Τζούιλιν. Όχι ότι είχαν κάνει το ταξίδι για λόγους αναψυχής. Παλιά, τότε που φαινόταν ότι οι Άες Σεντάι του Σαλιντάρ θα αναλάμβαναν πραγματικά δράση, οι δυο τους είχαν προσφερθεί εθελοντικά να ανιχνεύσουν τι υπήρχε πέρα από το ποτάμι. Σκοπεύοντας να φτάσουν ακόμα κι ως το Άμαντορ, έλειπαν πάνω από μήνα τώρα και στην καλύτερη περίπτωση θα έκαναν αρκετές μέρες ακόμα για να επιστρέψουν. Βεβαίως, αυτοί δεν ήταν οι μοναδικοί ανιχνευτές· είχαν αποσταλεί ακόμα κι Άες Σεντάι με Προμάχους, αν κι οι περισσότερες είχαν κατεύθυνση πιο μακριά προς τα δυτικά, στο Τάραμπον. Έτσι έδειχναν ότι κάτι έκαναν, κι η καθυστέρηση πριν επιστρέψουν με τα νέα τους ήταν μια καλή δικαιολογία για την αναμονή. Η Νυνάβε μετάνιωνε που είχε αφήσει τους δύο άνδρες να φύγουν. Αν τους είχε πει όχι, δεν θα είχε φύγει κανείς τους.

Ο Θομ ήταν ένας ηλικιωμένος βάρδος, παρ’ όλο που κάποτε ήταν κάτι πολύ ανώτερο, κι ο Τζούιλιν κυνηγός κλεφτών από το Δάκρυ· αμφότεροι ήταν ικανοί άνθρωποι που ήξεραν πώς να τα βγάζουν πέρα σε ξένα μέρη, έμπειροι κι επιδέξιοι. Είχαν συνοδεύσει ως το Σαλιντάρ τη Νυνάβε και την Ηλαίην, και δεν θα της έκαναν ερωτήσεις αν τους έλεγε ότι ήθελε να φύγουν. Σίγουρα θα είχαν πολλά να πουν πίσω από την πλάτη της, αλλά δεν θα της τα έλεγαν κατάμουτρα, όπως θα έκανε ο Ούνο.

Με πίκρα αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι τους χρειαζόταν, αλλά δεν ήξερε πώς να κλέβει άλογα. Ούτως ή άλλως, μια Αποδεχθείσα που ασχολιόταν με τα άλογα δεν θα περνούσε απαρατήρητη, ούτε στους στάβλους, ούτε στις σειρές των πασσάλων που έδεναν τα δικά τους ζώα οι στρατιώτες, κι αν άλλαζε το λευκό φόρεμά της με τις ρίγες, θα την έβλεπαν και θα την ανέφεραν πριν φτάσει καν εκεί. Ακόμα κι αν το κατάφερνε, θα την καταδίωκαν. Τις Αποδεχθείσες που το έσκαγαν, όπως και τις μαθητευόμενες που το έσκαγαν, σχεδόν πάντα τις έπιαναν και τις έφερναν πίσω για να δεχθούν μια τιμωρία που έδιωχνε από τον νου τους κάθε σκέψη για μια δεύτερη απόπειρα. Όταν άρχιζες την εκπαίδευση για να γίνεις Άες Σεντάι, οι Άες Σεντάι ήταν οι μόνες αρμόδιες για να πουν πότε είχες τελειώσει.

Φυσικά, αυτό που τη σταματούσε δεν ήταν ο φόβος της τιμωρίας. Τι ήταν μια-δυο χτυπήματα με τη βέργα μπροστά στο ενδεχόμενο να τη σκότωνε το Μαύρο Ατζα ή να αντίκριζε κάποιον Αποδιωγμένο; Το θέμα ήταν πού στ’ αλήθεια ήθελε να πάει. Πού θα πήγαινε, λοιπόν; Στον Ραντ, στο Κάεμλυν; Στην Εγκουέν που ήταν στην Καιρχίν; Θα ερχόταν, άραγε, η Ηλαίην; Σίγουρα θα ερχόταν, αν ήταν να πάνε στο Κάεμλυν. Η αιτία ήταν η επιθυμία της να κάνει κάτι, ή μήπως ο φόβος της πως θα ανακάλυπταν τη Μογκέντιεν; Η τιμωρία της αν το έσκαγε δεν θα συγκρινόταν με αυτό! Δεν είχε καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα, όταν έστριψε μια γωνία και βρέθηκε μπροστά στην τάξη των μαθητευομένων της Ηλαίην, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί σε ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δύο πέτρινα σπίτια με καλαμοσκεπές, απ’ όπου είχαν καθαρίσει τα συντρίμμια του τρίτου κτηρίου.

Πάνω από είκοσι λευκοντυμένες γυναίκες κάθονταν σε κοντά σκαμνιά σε ημικύκλιο, παρακολουθώντας την Ηλαίην να καθοδηγεί δύο από την ομάδα τους σε μια άσκηση. Η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλλε τις τρεις γυναίκες. Η Ταμπίγια, μια κοπελίτσα περίπου δεκάξι χρονών με πράσινα μάτια και φακίδες, κι η Νίκολα, μια λυγερή μελαχρινή συνομήλικη της Νυνάβε, αντάλλασσαν αδέξια μεταξύ τους μια μικρή φλόγα. Η φλόγα τρεμόπαιζε και μερικές φορές εξαφανιζόταν για μια στιγμή όταν η μια καθυστερούσε να την πάρει από την άλλη και να τη συντηρήσει. Στη διάθεση που είχε, η Νυνάβε έβλεπε καθαρά τις ροές που ύφαιναν.

Όταν η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες το είχαν σκάσει, είχαν πάρει μαζί τους δεκαοκτώ μαθητευόμενες —μία απ’ αυτές ήταν η Ταμπίγια— αλλά οι περισσότερες σ’ αυτή την ομάδα ήταν σαν τη Νίκολα, πρόσφατα στρατολογημένες, αφότου οι Άες Σεντάι είχαν εγκατασταθεί στο Σαλιντάρ. Η Νίκολα δεν ήταν η μοναδική γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας από τη συνηθισμένη για τις μαθητευόμενες· το ίδιο συνέβαινε με τις μισές που βρίσκονταν εκεί. Όταν η Νυνάβε κι η Ηλαίην είχαν πάει στον Πύργο, οι Άες Σεντάι σπανίως περνούσαν από τη δοκιμασία γυναίκες πολύ μεγαλύτερες από την Ταμπίγια —η Νυνάβε προκαλούσε έκπληξη όχι μόνο για το γεγονός ότι ήταν αδέσποτη, όπως τις ονόμαζαν, αλλά και για την ηλικία της— αλλά, ίσως μέσα στην απόγνωσή τους, οι Άες Σεντάι εδώ είχαν αρχίσει να δοκιμάζουν γυναίκες που ήταν κι ένα και δύο χρόνια μεγαλύτερες της Νυνάβε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τώρα το Σαλιντάρ είχε περισσότερες μαθητευόμενες απ’ όσες είχε ο Πύργος εδώ και χρόνια. Αυτή η επιτυχία είχε κάνει τις Άες Σεντάι να στείλουν αδελφές σ’ ολόκληρη την Αλτάρα για να ψάχνουν από χωριό σε χωριό.

«Εύχεσαι να δίδασκες αυτή την τάξη;»

Η Νυνάβε άκουσε τη φωνή στον ώμο και το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Δυο φορές μέσα σ’ ένα πρωί. Μακάρι να είχε λίγη χηνόμεντα στο πουγκί της ζώνης της. Αν άφηνε να την αιφνιδιάζουν συνεχώς, θα κατέληγε να ξεδιαλέγει έγγραφα για καμιά Καφέ αδελφή.

Φυσικά η ροδομάγουλη Ντομανή δεν ήταν Άες Σεντάι. Αν βρίσκονταν στον Πύργο, η Τέοντριν θα είχε ήδη φορέσει το επώμιο, εδώ, όμως, την είχαν αναγνωρίσει ως ανώτερη από Αποδεχθείσα αλλά κατώτερη από πλήρη αδελφή. Είχε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί χέρι αντί για το αριστερό και φορούσε ένα πράσινο φόρεμα που ταίριαζε με την μπρούντζινη επιδερμίδα της, αλλά δεν μπορούσε να επιλέξει Άτζα ή να βάλει το επώμιο.

«Έχω να κάνω καλύτερα πράγματα από το να διδάσκω μια ομάδα από ξεροκέφαλες μαθητευόμενες».

Η Τέοντριν απλώς χαμογέλασε με την ξινίλα στη φωνή της Νυνάβε. Ήταν καλοσυνάτη γυναίκα. «Μια ξεροκέφαλη Αποδεχθείσα για να διδάξει ξεροκέφαλες μαθητευόμενες;» Σννήθως ήταν καλοσυνάτη. «Όταν καταφέρουμε να μπορείς να διαβιβάζεις χωρίς να είσαι έξω φρενών, τότε θα διδάσκεις κι εσύ μαθητευόμενες. Και δεν θα με ξάφνιαζε, αν λίγο αργότερα γινόσουν πλήρης αδελφή, με τα πράγματα που ανακαλύπτεις. Ξέρεις, ποτέ δεν μου έχεις πει ποιο είναι το τέχνασμά σου». Οι αδέσποτες πάντα είχαν ένα τέχνασμα που είχαν μάθει, τον τρόπο που τους είχε πρωτοαποκαλυφθεί η ικανότητα της διαβίβασης. Το άλλο κοινό σημείο των περισσότερων αδέσποτων ήταν ένας φραγμός, κάτι που είχαν χτίσει στο μυαλό τους για να κρύψουν την ικανότητα της διαβίβασης ακόμα κι από τον εαυτό τους.

Η Νυνάβε κατάφερε μετά δυσκολίας να κρατήσει μια ήρεμη έκφραση. Μακάρι να μπορούσε να διαβιβάζει όποτε ήθελε. Να γινόταν Άες Σεντάι. Τίποτε από αυτά δεν θα βοηθούσε στο πρόβλημα της Μογκέντιεν, αλλά έτσι θα μπορούσε να πηγαίνει όπου ήθελε, να μελετά χωρίς να έρχεται καμία και να της λέει ότι τούτο ή εκείνο το πράγμα δεν μπορούσαν να Θεραπευθούν. «Ήταν άνθρωποι που ανάρρωναν, ενώ κανονικά δεν έπρεπε. Θύμωνα τόσο πολύ όταν κάποιος πλησίαζε τον θάνατο, ενώ όσα ήξερα για τα βότανα ήταν άχρηστα, που...» Σήκωσε τους ώμους. «Και τότε γιατρεύονταν».

«Πολύ καλύτερο από το δικό μου». Η λυγερή γυναίκα άφησε έναν αναστεναγμό. «Μπορούσα να κάνω ένα αγόρι να θέλει να με φιλήσει ή να μην θέλει. Ο φραγμός μου ήταν οι άνδρες, όχι ο θυμός». Η Νυνάβε την κοίταξε χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της, κι η Τέοντριν γέλασε. «Εντάξει, υπήρχε επίσης και το συναίσθημα. Αν ήταν κάποιος άνδρας εκεί μπροστά κι ένιωθα έντονη συμπάθεια ή αντιπάθεια γι’ αυτόν, τότε μπορούσα να διαβιβάσω. Αν δεν ένιωθα ούτε το ένα ούτε το άλλο ή αν δεν υπήρχε πουθενά άνδρας, τότε ήμουν εντελώς ανίκανη να διαβιβάσω το σαϊντάρ».

«Πώς κατάφερες να το ξεπεράσεις;» ρώτησε η Νυνάβε με περιέργεια. Η Ηλαίην τώρα είχε βάλει τις μαθητευόμενες σε ζευγάρια να προσπαθούν να περάσουν μικρές φλόγες η μια στην άλλη.

Το χαμόγελο της Τέοντριν έγινε πιο πλατύ, αλλά τα μάγουλά της κοκκίνισαν λιγάκι. «Ένας νεαρός ονόματι Τσάρελ, ιπποκόμος στους στάβλους του Πύργου, μου έκανε τα γλυκά μάτια. Ήμουν δεκαπέντε χρόνων κι είχε υπέροχο χαμόγελο. Οι Άες Σεντάι του επέτρεπαν να παρευρίσκεται στα μαθήματά μου, ούτως ώστε να μπορώ να διαβιβάζω. Κάτι που δεν ήξερα ήταν ότι από την αρχή η Σέριαμ ήταν εκείνη που είχε κανονίσει να τον γνωρίσω». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν κι άλλο. «Κάτι που επίσης δεν ήξερα ήταν ότι είχε μια δίδυμη αδελφή ή ότι ύστερα από λίγες μέρες ο Τσάρελ που καθόταν στη γωνιά ήταν στην πραγματικότητα η Μάρελ. Όταν έβγαλε το σακάκι και το πουκάμισό της μια μέρα, ενώ ακόμα έκανα μάθημα, σοκαρίστηκα τόσο πολύ που λιποθύμησα. Αλλά από κει και μετά μπορούσα να διαβιβάζω όποτε ήθελα».

Η Νυνάβε πάτησε τα γέλια —δεν κρατήθηκε— και παρά το αναψοκοκκίνισμά της, η Τέοντριν τη μιμήθηκε χωρίς να συγκρατείται. «Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο και για μένα, Τέοντριν».

«Είτε είναι, είτε δεν είναι», είπε η Τέοντριν, και το γέλιο της έσβησε, «θα διαλύσουμε τον φραγμό σου. Τώρα το απόγευμα—»

«Θα εξετάσω τη Σιουάν το απόγευμα», τη διέκοψε βιαστικά η Νυνάβε κι η Τέοντριν έσφιξε τα χείλη.

«Με αποφεύγεις, Νυνάβε. Τον τελευταίο μήνα κατάφερες να ξεφύγεις από όλες τις συναντήσεις μας εκτός από τρεις. Θα το δεχόμουν, αν δοκίμαζες κι αποτύγχανες, αλλά δεν πρόκειται να δεχτώ ότι φοβάσαι να δοκιμάσεις».

«Δεν φοβάμαι», άρχισε να λέει αγανακτισμένη η Νυνάβε, ενώ την ίδια στιγμή μια φωνούλα τη ρωτούσε μήπως προσπαθούσε να κρύψει την αλήθεια κι από τον ίδιο της τον εαυτό. Ήταν αποκαρδιωτικό να προσπαθείς και να ξαναπροσπαθείς και να προσπαθείς ξανά — και να αποτυγχάνεις.

Η Τέοντριν δεν την άφησε να συνεχίσει. «Δεδομένου ότι έχεις υποχρεώσεις σήμερα», είπε γαλήνια, «θα σε δω αύριο, και θα σε βλέπω κάθε μέρα από δω και πέρα, ειδάλλως θα αναγκαστώ να λάβω μέτρα. Δεν θέλω να το κάνω αυτό, και σίγουρα ούτε κι εσύ, αλλά σκοπεύω να διαλύσω τον φραγμό σου. Η Μυρέλ μου ζήτησε να καταβάλω κάθε προσπάθεια κι ορκίζομαι ότι θα το κάνω».

Η Νυνάβε έμεινε να χάσκει, επειδή σχεδόν αυτό είχε πει κι η ίδια στη Σιουάν. Ήταν η πρώτη φορά που η Τέοντριν χρησιμοποιούσε την αυξημένη εξουσία της θέσης της. Με την τύχη που είχε σήμερα η Νυνάβε, μπορεί να κατέληγε να περιμένει δίπλα στη Σιουάν για να δει την Τιάνα.

Η Τέοντριν δεν περίμενε την απάντηση της. Απλώς ένευσε σαν να είχε λάβει τη συγκατάθεση της και μετά πήρε τον δρόμο. Η Νυνάβε είχε την αίσθηση ότι είδε στους ώμους της άλλης ένα επώμιο με κρόσσια. Το πρωί είχε πάει χάλια ως τώρα. Και να που αναφερόταν πάλι η Μυρέλ! Της ήρθε να τσιρίξει.

Η Ηλαίην την κοίταξε καμαρωτά ανάμεσα στις μαθητευόμενες, αλλά η Νυνάβε κούνησε μαλακά το κεφάλι και γύρισε να φύγει. Θα γυρνούσε στο δωμάτιό της. Άλλο ένα σημάδι του πώς πήγαινε η μέρα ήταν που πριν η Νυνάβε φτάσει εκεί, έπεσε πάνω της τρέχοντας η Νταγκντάτα Φίντσεϋ και την έριξε ανάσκελα στο έδαφος. Τρέχοντας! Μια Άες Σεντάι! Εκτός αυτού, η μεγαλόσωμη γυναίκα δεν σταμάτησε στιγμή, ούτε καν για να πει μια συγγνώμη πάνω από τον ώμο της, καθώς συνέχισε να ανοίγει δρόμο στο πλήθος.

Η Νυνάβε σηκώθηκε, ξεσκονίστηκε, έκανε με βαριά βήματα τον υπόλοιπο δρόμο για το δωμάτιό της και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Έκανε ζέστη, μύριζε κλεισούρα, τα κρεβάτια θα ήταν άστρωτα μέχρι που θα τα έφτιαχνε η Μογκέντιεν, και, το χειρότερο, η αίσθηση του καιρού που είχε της έλεγε ότι εκείνη τη στιγμή κανονικά θα έπρεπε να πέφτει χαλάζι στο Σαλιντάρ. Αλλά εδώ, στο δωμάτιό της, ούτε θα την αιφνιδίαζαν, ούτε θα την τσαλαπατούσαν.

Σωριάστηκε στα τσαλακωμένα σεντόνια της και ξάπλωσε παίζοντας με το δάχτυλο το ασημένιο βραχιόλι, ενώ οι σκέψεις της στριφογύριζαν από το τι θα κατάφερνε να ξετρυπώσει από τη Μογκέντιεν σήμερα ως το αν η Σιουάν θα έκανε την εμφάνισή της το απόγευμα, κι από τον Λαν ως τον φραγμό της και το αν θα έμενε στο Σαλιντάρ. Θα έφευγε, δεν θα το έσκαγε. Μάλλον θα πήγαινε στο Κάεμλυν, στον Ραντ· χρειαζόταν κάποιον να τον προσέχει μήπως έπαιρναν τα μυαλά του αέρα, κι η Ηλαίην θα το ήθελε αυτό. Το κακό ήταν ότι η ιδέα της αναχώρησής της —έφευγε, δεν το έσκαγε!— φαινόταν πιο ελκυστική τώρα, που η Τέοντριν της είχε φανερώσει τις προθέσεις της.

Περίμενε ότι από τα συναισθήματα που διαπερνούσαν το α’ντάμ θα είχε κάποια προειδοποίηση για το πότε θα τελείωνε η Μογκέντιεν τις αγγαρείες της και θα πήγαινε να τη βρει —συχνά κρυβόταν όταν μελαγχολούσε— αλλά η ντροπή κι η οργή δεν καταλάγιασαν ούτε στιγμή, κι η πόρτα που άνοιξε με πάταγο την αιφνιδίασε.

«Εδώ είσαι, λοιπόν», είπε στριγκά η Μογκέντιεν. «Κοίτα!» Ύψωσε τα χέρια της. «Χάλασαν!» Της Νυνάβε δεν της φαινόταν διαφορετικά από τα χέρια οποιασδήποτε γυναίκας που έπλενε ρούχα· ήταν βέβαια χλωμά και ζαρωμένα, αλλά αυτό θα περνούσε. «Λες και δεν φτάνει που πρέπει να ζω στην ανέχεια, πηγαίνοντας και φέρνοντας πράγματα σαν υπηρέτρια, αλλά τώρα με βάζουν να μοχθώ σαν καμιά πρωτόγονη—!»

Η Νυνάβε τη διέκοψε με μια απλή κίνηση. Σκέφτηκε ένα γρήγορο κατέβασμα της βέργας, τι αίσθηση θα έδινε, και μετά έστρεψε αυτή τη σκέψη στο τμήμα του μυαλού της που κρατούσε τα συναισθήματα που δεχόταν από τη Μογκέντιεν. Τα μαύρα μάτια της άλλης γούρλωσαν και το στόμα της έκλεισε, με τα χείλη να σφίγγονται. Δεν ήταν δυνατή ξυλιά, αλλά ήταν μια υπενθύμιση.

«Κλείσε την πόρτα και κάθισε», είπε η Νυνάβε. «Μπορείς να στρώσεις τα κρεβάτια μετά. Θα κάνουμε μάθημα».

«Είμαι συνηθισμένη σε καλύτερα», διαμαρτυρήθηκε η Μογκέντιεν, ενώ συμμορφωνόταν. «Ακόμα κι οι νυχτερινοί εργάτες στο Τότζαρ ήταν συνηθισμένες σε καλύτερα!»

«Αν δεν κάνω λάθος», της είπε κοφτά η Νυνάβε, «ο νυχτερινός εργάτης στο μέρος που λες δεν είχε τη θανατική καταδίκη να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Όποια στιγμή θες, μπορούμε να πούμε στη Σέριαμ ποια είσαι». Ήταν μπλόφα —η Νυνάβε ένιωσε κάτι σαν φωτιά να απλώνεται στο στομάχι της και μόνο στη σκέψη— αλλά από τη Μογκέντιεν χίμηξε μια πλημμύρα φόβου που έφερνε αναγούλα. Η Νυνάβε σχεδόν ένιωσε θαυμασμό που η άλλη γυναίκα διατηρούσε τόση αταραξία στο πρόσωπό της· αν ένιωθε τέτοιο πράγμα η ίδια, θα τσίριζε και θα έτριζε τα δόντια της πεσμένη στο πάτωμα.

«Τι θέλεις να σου δείξω;» είπε η Μογκέντιεν με ήρεμο τόνο. Πάντα έπρεπε να της λένε τι ήθελαν. Ουσιαστικά, ποτέ δεν πρόσφερε κάτι η ίδια, εκτός αν την πίεζαν σε βαθμό τον οποίο η Νυνάβε θεωρούσε ότι άγγιζε τα πρόθυρα βασανιστηρίου.

«Θα δοκιμάσουμε κάτι που δεν κατάφερες να μας διδάξεις. Πώς εντοπίζουμε τη διαβίβαση ενός άνδρα». Ως τώρα, ήταν το μόνο πράγμα που δεν είχαν καταφέρει να μάθουν με ευκολία η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Θα ήταν χρήσιμο αν αποφάσιζε να πάει στο Κάεμλυν.

«Δεν είναι εύκολο, ειδικά χωρίς άνδρα για να εξασκηθείς. Κρίμα που δεν κατάφερες να Θεραπεύσεις τον Λογκαίν». Ούτε η φωνή, ούτε το πρόσωπό της έδειχναν ίχνη χλευασμού, όμως έριξε μια ματιά στη Νυνάβε και συνέχισε βιαστικά. «Πάντως, μπορούμε να ξαναδοκιμάσουμε τις μορφές».

Πράγματι, το μάθημα δεν ήταν εύκολο. Ποτέ δεν ήταν εύκολο, ακόμα κι όταν υπήρχε κάτι που η Νυνάβε μπορούσε να μάθει αμέσως, όταν φαίνονταν καθαρά οι υφάνσεις. Η Μογκέντιεν δεν μπορούσε να διαβιβάσει, αν δεν της το επέτρεπε η Νυνάβε, αν δεν την καθοδηγούσε η Νυνάβε, αλλά σε ένα καινούριο μάθημα η Νυνάβε έπρεπε να προπορευτεί για να δείξει πώς θα πήγαιναν οι ροές. Ήταν ένα ωραίο μπέρδεμα, ο βασικός λόγος που δεν μπορούσαν να μαθαίνουν δέκα καινούρια πράγματα από τη Μογκέντιεν κάθε μέρα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η Νυνάβε είχε ήδη κάποια ιδέα για το πώς ήταν υφασμένες οι ροές, αλλά επρόκειτο για μια περίπλοκη δαντέλα φτιαγμένη κι από τις Πέντε Δυνάμεις, που μπροστά της η Θεραπεία φάνταζε κάτι απλό, και το σχήμα μεταβαλλόταν με αστραπιαία ταχύτητα. Η δυσκολία αυτή ήταν κι ο λόγος που δεν το χρησιμοποιούσαν συχνά, ισχυριζόταν η Μογκέντιεν. Κι επίσης σου προκαλούσε οδυνηρό πονοκέφαλο αν το συνέχιζες για ώρα.

Η Νυνάβε ξάπλωσε στο κρεβάτι της κι άρχισε να το υφαίνει βάζοντας όλα τα δυνατά της. Αν πήγαινε στον Ραντ, ίσως το χρειαζόταν, και δεν ήξερε πόσο σύντομα θα έφευγε. Διαβίβαζε τις ροές μόνη της· σκεφτόταν αραιά και πού τον Λαν ή την Τέοντριν κι ο θυμός της κόρωνε. Κάποια στιγμή θα καλούσαν τη Μογκέντιεν να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά της, και τι θα έκανε τότε η Νυνάβε, που είχε μάθει να χρησιμοποιεί τη δύναμη μιας άλλης γυναίκας όποτε ήθελε; Έπρεπε να μάθει πώς να ζει και να δουλεύει με τα όριά της. Άραγε, μπορούσε η Τέοντριν να διαλύσει τον φραγμό της; Ο Λαν πρέπει να ήταν ακόμα ζωντανός, άρα μπορούσε να τον βρει. Η δυσφορία έγινε πόνος που άρχισε να τρυπά τους κροτάφους της. Ένα σφίξιμο φάνηκε στους μυς γύρω από τα μάτια της Μογκέντιεν, η οποία έτριβε πού και πού το κεφάλι της, αλλά κάτω από τον φόβο, το βραχιόλι μετέφερε κάτι που έμοιαζε σχεδόν με γαλήνη. Η Νυνάβε σκέφτηκε ότι ακόμα κι όταν δεν ήθελες να διδάξεις κάτι, σου έφερνε μια κάποια ικανοποίηση. Δεν της πολυάρεσε το να επιδεικνύει η Μογκέντιεν μια τέτοια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση.

Δεν ήξερε πόση ώρα συνεχιζόταν το μάθημα, με τη Μογκέντιεν να μουρμουρίζει, «Σχεδόν», κι «Όχι ακριβώς έτσι», αλλά όταν η πόρτα ξανάνοιξε με πάταγο, σχεδόν πετάχτηκε από το στρώμα. Το ξαφνικό λόγχισμα του φόβου από τη Μογκέντιεν, σε μια άλλη γυναίκα θα συνοδευόταν από ουρλιαχτό.

«Τα έμαθες, Νυνάβε;» ρώτησε η Ηλαίην, κλείνοντας την πόρτα. «Ήρθε απεσταλμένη από τον Πύργο, από την Ελάιντα».

Η Νυνάβε ξέχασε τα λόγια που θα φώναζε αν η καρδιά της δεν είχε φράξει το λαιμό της. Ξέχασε ακόμα και τον πονοκέφαλό της. «Απεσταλμένη; Είσαι σίγουρη;»

«Φυσικά και είμαι σίγουρη, Νυνάβε. Λες να ερχόμουν τρέχοντας αν ήταν κουτσομπολιό; Όλο το χωριό ξεσηκώθηκε».

«Δεν ξέρω γιατί», είπε ξινά η Νυνάβε. Ένιωθε ξανά την ενόχληση μέσα στο κρανίο της. Κι η καούρα στο στομάχι της δεν θα καταλάγιαζε ακόμα και με όλη τη χηνόμεντα που είχε στο σακίδιο με τα βότανα κάτω από το κρεβάτι της. Δεν θα μάθαινε ποτέ αυτή η κοπέλα να χτυπά την πόρτα; Η Μογκέντιεν πίεζε την κοιλιά της με τα δύο χέρια, δείχνοντας ότι θα ’θελε κι αυτή λίγη χηνόμεντα. «Τους είπαμε ότι η Ελάιντα ήξερε για το Σαλιντάρ».

«Μπορεί να μας πίστεψαν», είπε η Ηλαίην ενώ καθόταν στο κάτω μέρος του κρεβατιού της Νυνάβε, «μπορεί και να μη μας πίστεψαν, αλλά αυτό το επιβεβαίωσε. Η Ελάιντα ξέρει πού είμαστε, ίσως και τι ετοιμάζουμε. Οποιαδήποτε υπηρέτρια θα μπορούσε να είναι πληροφοριοδότης της. Μπορεί και κάποια από τις αδελφές. Νυνάβε, την είδα την απεσταλμένη για μια στιγμή. Κιτρινόξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια που θα έκαναν τον ήλιο να παγώσει. Η Φαολάιν είπε ότι είναι μια Κόκκινη ονόματι Τάρνα Φάιρ. Τη συνόδευε ένας Πρόμαχος από τους σκοπούς. Όταν σε κοιτάζει, είναι σαν να κοιτάζει πέτρα».

Η Νυνάβε κοίταξε τη Μογκέντιεν. «Τελειώσαμε με το μάθημα προς το παρόν. Ξαναέλα σε μια ώρα για να στρώσεις τα κρεβάτια». Περίμενε να φύγει η Μογκέντιεν, η οποία είχε σουφρώσει τα χείλη κι έσφιγγε τα φουστάνια της, και μετά στράφηκε στην Ηλαίην. «Τι... μήνυμα έφερε;»

«Εννοείται πως δεν μου είπαν, Νυνάβε. Όλες οι Άες Σεντάι που συνάντησα στον δρόμο αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα. Άκουσα ότι όταν είπαν στην Τάρνα πως θα τη δεχθεί η Αίθουσα του Πύργου, αυτή γέλασε. Κι όχι σαν να το έβρισκε διασκεδαστικό. Μη μου πεις ότι...» Η Ηλαίην δάγκωσε για μια στιγμή το χείλος της. «Μη μου πεις ότι θα αποφασίσουν να...»

«Να ξαναγυρίσουν;» είπε η Νυνάβε με απορία. «Η Ελάιντα θα τις έβαζε να κάνουν τα δέκα τελευταία χιλιόμετρα γονατιστές και το τελευταίο χιλιόμετρο με την κοιλιά! Αλλά ακόμα κι αν δεν το έκανε αυτό, ακόμα κι αν τούτη η Κόκκινη πει, “Γυρίστε σπίτι. Όλα έχουν συγχωρεθεί και το φαγητό περιμένει στο τραπέζι”, λες να παραμέριζαν τόσο εύκολα το θέμα του Λογκαίν;»

«Νυνάβε, οι Άες Σεντάι θα μπορούσαν να παραμερίσουν τα πάντα για να ενωθεί ξανά ο Λευκός Πύργος. Τα πάντα. Δεν τις καταλαβαίνεις όπως εγώ· υπήρχαν Άες Σεντάι στο παλάτι από τη μέρα που γεννήθηκα. Το ερώτημα τώρα είναι, τι λέει η Τάρνα στην Αίθουσα; Και τι της λένε αυτές;»

Η Νυνάβε έτριψε ενοχλημένη τα μπράτσα της. Δεν είχε απαντήσεις, μόνο ελπίδες, κι η αίσθηση του καιρού της έλεγε ότι το χαλάζι που δεν υπήρχε, έδερνε τις στέγες του Σαλιντάρ με ήχο σαν από τύμπανα. Η αίσθηση συνεχίστηκε για μέρες.

Загрузка...