33 Κουράγιο και Δύναμη

Γονατιστή, φορώντας μόνο το μισοφόρι της, η Εγκουέν κοίταξε κατσουφιασμένη το πράσινο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας που φορούσε κάποτε στην Ερημιά, πριν από πολύ καιρό όπως της φαινόταν. Είχε να κάνει τόσα και τόσα. Είχε αφιερώσει λίγο χρόνο για να γράψει ένα βιαστικό σημείωμα κι είχε σηκώσει την Κογουίντε από τις κουβέρτες της, δίνοντάς της εντολές να το αφήσει το πρωί στον Ψηλό. Δεν έλεγε πολλά, κυρίως ότι έπρεπε να φύγει —δεν ήξερε πολύ περισσότερα— αλλά δεν μπορούσε να εξαφανιστεί χωρίς να το πει στον Γκάγουιν. Μερικές φράσεις της την έκαναν να κοκκινίσει καθώς τις θυμόταν —άλλο να του λες ότι τον αγαπάς, κι άλλο να του ζητάς να σε περιμένει!— όμως τον είχε νοιαστεί, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Τώρα έπρεπε να προετοιμαστεί κι η ίδια, ενώ σχεδόν δεν ήξερε για τι πράγμα ετοιμαζόταν.

Η πόρτα της σκηνής άνοιξε και μπήκαν πρώτα η Άμυς κι ύστερα η Μπάιρ κι η Σορίλεα. Παρατάχθηκαν σε σειρά, κοιτώντας την αφ’ υψηλού. Τρία πρόσωπα που την κοίταζαν αυστηρά, αποδοκιμαστικά. Κρατήθηκε για να μη σφίξει το φόρεμα στο στήθος της· με το μισοφόρι, ένιωθε έντονα πως ήταν σε μειονεκτική θέση. Κι αρματωσιά να φορούσε, πάλι σε μειονεκτική θέση θα ήταν. Έφταιγε το ότι ήξερε πως είχε κάνει λάθος. Την ξάφνιαζε που είχαν αργήσει τόσο να έρθουν.

Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αν ήρθατε για να με τιμωρήσετε, δεν έχω χρόνο ούτε για να κουβαλήσω νερό, ούτε για να σκάψω τρύπες, ούτε για τίποτα τέτοιο. Λυπάμαι, αλλά είπα ότι θα πάω όσο πιο σύντομα μπορώ, και νομίζω ότι εκείνες θα μετράνε και τα λεπτά».

Τα ανοιχτόξανθα φρύδια της Άμυς υψώθηκαν με έκπληξη, κι η Σορίλεα με την Μπάιρ κοιτάχτηκαν μπερδεμένες. «Γιατί να σε τιμωρήσουμε;» ρώτησε η Άμυς. «Έπαψες να είσαι μαθήτρια τη στιγμή που σε κάλεσαν οι αδελφές σου. Πρέπει να πας σ’ αυτές ως Άες Σεντάι».

Η Εγκουέν έκρυψε το μορφασμό της κοιτώντας πάλι εξεταστικά το φόρεμα ιππασίας. Είχε κάνει ελάχιστες ζάρες παρ’ όλο που ήταν διπλωμένο μέσα στο σεντούκι τόσους μήνες. Βίασε τον εαυτό της να τις αντικρίσει ξανά. «Ξέρω ότι είστε θυμωμένες μαζί μου, κι έχετε κάθε λόγο—»

«Θυμωμένες;» είπε η Σορίλεα. «Δεν είμαστε θυμωμένες. Νόμιζα ότι μας ξέρεις». Η αλήθεια ήταν πως δεν φαινόταν θυμωμένες, είχαν όμως μια αποδοκιμαστική έκφραση στα πρόσωπά τους, ακόμα και το δικό της.

Η Εγκουέν τις κοίταξε μία-μία, ειδικά την Άμυς και τη Μπάιρ. «Αλλά μου είπατε ότι κατά τη γνώμη σας αυτό που πάω να κάνω είναι λάθος· είπατε ότι δεν θα ’πρεπε ούτε να το σκεφτώ. Είπα ότι δεν θα το σκεφτώ, και μετά έπιασα και βρήκα πώς να το κάνω».

Ένα απροσδόκητο χαμόγελο χαράχτηκε στο τραχύ πρόσωπο της Σορίλεα. Τα άφθονα βραχιόλια της κουδούνισαν, καθώς έσιαζε το επώμιο της με κινήσεις που μαρτυρούσαν ικανοποίηση. «Βλέπετε; Σας είπα ότι θα καταλάβαινε. Θα μπορούσε να είναι Αελίτισσα».

Ένα μέρος της έντασης που κατείχε την Άμυς χάθηκε, και λίγο περισσότερο από την Μπάιρ, κι η Εγκουέν κατάλαβε. Δεν ήταν θυμωμένες επειδή σκόπευε να μπει στον Τελ’αράν’ριοντ με τη σάρκα. Αυτό από τη δική τους οπτική γωνία ήταν λάθος, αλλά έπρεπε να κάνεις αυτό που πίστευες ότι έπρεπε να κάνεις, κι ακόμα κι αν πετύχαινε, δεν θα όφειλε τίποτα σε κανέναν, μόνο στον εαυτό της. Δεν ήταν καθόλου θυμωμένες, προς το παρόν. Αυτό που τις τριβέλιζε ήταν το ψέμα της. Η Εγκουέν ένιωσε ναυτία. Το ψέμα που είχε παραδεχτεί. Ίσως το μικρότερο ψέμα.

Χρειάστηκε άλλη μια βαθιά ανάσα για να βγάλει ο λαιμός της λέξεις. «Είπα ψέματα και για άλλα πράγματα επίσης. Μπήκα στον Τελ’αράν’ριοντ μόνη αφότου είχα υποσχεθεί να μη μπω». Το πρόσωπο της Άμυς σκοτείνιασε ξανά. Η Σορίλεα, που δεν ήταν ονειροβάτισσα, απλώς κούνησε το κεφάλι με μια πικρή έκφραση. «Είχα υποσχεθεί να υπακούω ως μαθήτρια, αλλά όταν είπατε ότι ο Κόσμος των Ονείρων ήταν επικίνδυνος, ενώ ήμουν τραυματισμένη, εγώ μπήκα και πάλι». Η Μπάιρ σταύρωσε τα χέρια, ανέκφραστη. Η Σορίλεα μουρμούρισε κάτι για χαζοκόριτσα, αλλά δεν φάνηκε πολύ ενοχλημένη. Η Εγκουέν πήρε και τρίτη ανάσα· αυτό θα ήταν το δυσκολότερο να το πει. Το στομάχι της δεν ήταν πια ανακατεμένο· διαμαρτυρόταν τόσο δυνατά, ώστε εκείνη ξαφνιάστηκε που δεν έτρεμε ολόκληρη. «Το χειρότερο είναι ότι δεν είμαι Άες Σεντάι. Είμαι απλώς Αποδεχθείσα. Θα μπορούσατε να πείτε πως είμαι μαθητευόμενη. Θα κάνω χρόνια μέχρι να γίνω πλήρης Άες Σεντάι, αν γίνω ποτέ, τώρα πια».

Η Σορίλεα ύψωσε το κεφάλι όταν το άκουσε αυτό, και τα χείλη της σφίχτηκαν σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή, αλλά οι Σοφές δεν είπαν τίποτα. Ήταν δουλειά της Εγκουέν να διορθώσει την κατάσταση. Τα πράγματα δεν θα ήταν όπως πριν, αλλά...

Παραδέχτηκες τα πάντα, της ψιθύρισε μια φωνούλα. Δες τώρα πόσο γρήγορα μπορείς να φτάσεις στο Σαλιντάρ. Έστω κι έτσι, ίσως κάποτε γίνεις Άες Σεντάι, αλλά όχι αν κορώσεις κι άλλο το θυμό τους.

Η Εγκουέν χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα στρώματα των πολύχρωμων χαλιών, ενώ το στόμα της στράβωνε από περιφρόνηση. Περιφρόνηση γι’ αυτή τη φωνούλα. Κι από ντροπή που η φωνούλα μιλούσε κατευθείαν στο μυαλό της, που μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Ετοιμαζόταν να αναχωρήσει, αλλά πριν φύγει, έπρεπε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, με το τζι’ε’τόχ. Έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις και μετά πλήρωνες τι τίμημα. Πριν από μήνες, στην Ερημιά, η Αβιέντα της είχε δείξει πώς εξιλεωνόσουν για ένα ψέμα.

Μαζεύοντας και την τελευταία ικμάδα του κουράγιου της, ελπίζοντας να ήταν αρκετή, η Εγκουέν άφησε κατά μέρος το μεταξωτό φόρεμα και σηκώθηκε όρθια. Το παράξενο ήταν ότι τώρα που είχε κάνει την αρχή, η συνέχεια της φαινόταν ευκολότερη. Σήκωσε το βλέμμα για να τις κοιτάξει κατάματα, μα τις κοίταξε με περηφάνια, με το κεφάλι ψηλά, κι άρθρωσε τις λέξεις χωρίς καθόλου δυσκολία. «Έχω τοχ». Δεν ένιωθε πια το στομάχι της ανακατεμένο. «Ζητώ τη χάρη, να με βοηθήσετε να ξεπληρώσω το τοχ μου». Το Σαλιντάρ θα την περίμενε.


Στηριγμένος στον αγκώνα του, ο Ματ κοίταξε εξεταστικά το παιχνίδι των Φιδιών και των Αλεπούδων που ήταν στημένο στο πάτωμα της σκηνής. Αραιά και πού κυλούσε μια σταγόνα ιδρώτα από το πηγούνι του και μόλις ξαστοχούσε τον άβακα. Δεν ήταν κανονικός άβακας, απλώς ένα κόκκινο πανί, στο οποίο ήταν σχεδιασμένος με μαύρο μελάνι ο ιστός των γραμμών και τα βέλη που έδειχναν ποιες γραμμές επέτρεπαν κίνηση προς τη μία κατεύθυνση και ποιες προς αμφότερες. Δέκα ανοιχτόχρωμοι ξύλινοι δίσκοι που έφεραν τρίγωνο σχεδιασμένο με μελάνι ήταν οι αλεπούδες, δέκα άλλοι με μια κυματιστή γραμμή ήταν τα φίδια. Δύο λάμπες δεξιά κι αριστερά έχυναν άπλετο φως.

«Θα νικήσουμε αυτή τη φορά, Ματ», είπε ο Όλβερ με έξαψη. «Ξέρω ότι θα νικήσουμε».

«Ίσως», είπε ο Ματ. Οι δύο δίσκοι τους με τους μαύρους λεκέδες ήταν πάλι κοντά στον κύκλο που υπήρχε στο κέντρο του άβακα, αλλά η επόμενη ζαριά ήταν για τα φίδια και τις αλεπούδες. Τις πιο πολλές φορές δεν έφτανες καν στην εξωτερική περίμετρο. «Ρίξε τα ζάρια». Ποτέ δεν άγγιζε ο ίδιος τα ζάρια, από τη μέρα που τα είχε δώσει στο αγόρι· αν ήταν να παίξουν το παιχνίδι, καλύτερα να έπαιζαν χωρίς να παρεμβάλλεται η τύχη του.

Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ο Όλβερ κούνησε το κύπελλο από πετσί κι έριξε τα ξύλινα ζάρια που είχε φτιάξει ο πατέρας του. Άφησε ένα βογκητό καθώς μετρούσε τα διακριτικά· αυτή τη φορά, τρία ζάρια έδειχναν πλευρές σημαδεμένες με τρίγωνο και τα άλλα τρία με κυματιστές γραμμές. Όταν ήταν η δική τους σειρά, έπρεπε να μετακινήσεις τα φίδια και τις αλεπούδες προς τα δικά σου πιόνια ακολουθώντας τη συντομότερη διαδρομή, κι αν έπεφταν στο σημείο που βρισκόσουν... Ένα φίδι άγγιξε τον Όλβερ, μια αλεπού τον Ματ, κι ο Ματ είδε ότι αν έπαιζαν και τα υπόλοιπα διακριτικά, θα τον είχαν φτάσει ακόμα δύο φίδια.

Δεν ήταν παρά ένα παιδικό παιχνίδι, κι όσο ακολουθούσες τους κανόνες, δεν μπορούσες να νικήσεις. Σε λίγο ο Όλβερ θα ήταν αρκετά μεγάλος για να το καταλάβει αυτό, κι, όπως τα άλλα παιδιά, θα σταματούσε να παίζει. Δεν ήταν παρά ένα παιδικό παιχνίδι, αλλά του Ματ δεν του άρεσε που τον είχε πιάσει η αλεπού, και πολύ λιγότερο τα φίδια. Του ξανάφερναν αναμνήσεις, έστω κι αν το παιχνίδι δεν σχετιζόταν με αυτές.

«Ε, λοιπόν», μουρμούρισε ο Όλβερ, «παραλίγο θα νικούσαμε. Άλλη μια παρτίδα, Ματ;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε το σημάδι που ξεκινούσε το παιχνίδι, ένα τρίγωνο και μια κυματιστή γραμμή που το διαπερνούσε, κι ύστερα απήγγειλε τα λόγια. «“Κουράγιο για να δυναμώσεις, φωτιά για να τυφλώσεις, μουσική για να ζαλίσεις, σίδερο για να δεσμεύσεις”. Ματ, γιατί το λέμε αυτό; Δεν υπάρχει ούτε φωτιά, ούτε μουσική, ούτε σίδερο».

«Δεν ξέρω». Η φράση γαργάλησε κάτι στο βάθος του μυαλού του, αλλά δεν κατάφερε να το φέρει στο φως. Οι αρχαίες αναμνήσεις από το τερ’ανγκριάλ έμοιαζαν να είχαν επιλεγεί τυχαία —μάλλον αυτό είχε γίνει— κι υπήρχαν κενά στις δικές του αναμνήσεις, τόσα θαμπά σημεία. Το αγόρι πάντα του έκανε ερωτήσεις στις οποίες ο Ματ δεν ήξερε τις απαντήσεις, ερωτήσεις που συνήθως άρχιζαν με ένα «γιατί».

Ο Ντήριντ μπήκε στη σκηνή από τη νύχτα έξω και τινάχτηκε έκπληκτος. Το πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα, αλλά ακόμα φορούσε το σακάκι του, αν και κρεμόταν ξεκούμπωτο. Η πιο πρόσφατη ουλή του ακόμα σχημάτιζε ένα ροδαλό αυλάκι πάνω στις λευκές γραμμές που διασταυρώνονταν στο πρόσωπό του.

«Νομίζω πως είναι ώρα να πέσεις για ύπνο, Όλβερ», είπε ο Ματ, και σηκώθηκε με κάποιο κόπο. Οι πληγές του πονούσαν λίγο, αλλά λίγο μόνο· η επούλωσή τους προχωρούσε μια χαρά. «Μάζεψε τον άβακα». Πλησίασε τον Ντήριντ και χαμήλωσε τη φωνή του για να ψιθυρίσει. «Αν βγάλεις άχνα γι’ αυτό, θα σου κόψω το λαρύγγι».

«Γιατί;» ρώτησε ξερά ο Ντήριντ. «Σιγά-σιγά γίνεσαι ένας υπέροχος πατέρας. Ο μικρός αρχίζει να δείχνει αξιοσημείωτη ομοιότητα με σένα». Φάνηκε να παλεύει για να μη χαμογελάσει, αλλά μια στιγμή μετά η έκφραση χάθηκε. «Ο Άρχοντας Δράκοντας έρχεται στο στρατόπεδο», είπε με θανάσιμη σοβαρότητα.

Η σκέψη του να χτυπήσει τον Ντήριντ στη μύτη χάθηκε. Ο Ματ παραμέρισε την πόρτα της σκηνής και βγήκε στη νύχτα φορώντας μόνο το πουκάμισο του. Οι έξι άνδρες του Ντήριντ, που είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω από τη σκηνή, πάγωσαν όταν εμφανίστηκε. Ήταν βαλλιστροφόροι· τα μακριά δόρατα φυσικά δεν ταίριαζαν στους φρουρούς. Η δυνατή λάμψη του σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού στον ανέφελο ουρανό πνιγόταν μέσα στο φως των πυρών που ήταν αναμμένες ανάμεσα στις σειρές των σκηνών και τους άνδρες που κοιμούνταν στο χώμα. Υπήρχαν σκοποί ανά είκοσι βήματα ως το μακρύ πασσαλόπηγμα. Ο Ματ δεν θα το προτιμούσε έτσι, όμως αν δέχονταν επίθεση από το πουθενά...

Η περιοχή εδώ ήταν αρκετά επίπεδη κι έτσι έβλεπε ανεμπόδιστα τον Ραντ, ο οποίος τον πλησίαζε με μεγάλες δρασκελιές. Δεν ήταν μόνος. Δύο πεπλοφορεμένοι Αελίτες προχωρούσαν στις μύτες των ποδιών, γυρνώντας το κεφάλι κάθε φορά που κάποιος άνδρας της Ομάδας στριφογυρνούσε στον ύπνο του ή που κάποιος σκοπός άλλαζε θέση για να τους παρακολουθεί. Επίσης, μαζί του ήταν εκείνη η Αελίτισσα, η Αβιέντα, μ’ ένα μπογαλάκι στην πλάτη, προχωρώντας με προσεκτικά βήματα, σαν να ήταν έτοιμη να χιμήξει στο λαρύγγι όποιου έμπαινε στο δρόμο της. Ο Ματ δεν καταλάβαινε γιατί ο Ραντ την κρατούσε κοντά του. Οι Αελίτισσες είναι μπελάς, σκέφτηκε απαισιόδοξα, και δεν έχω ξαναδεί γυναίκα τόσο έτοιμη να σε μπλέξει σε μπελάδες όσο αυτή.

«Είναι στ’ αλήθεια αυτός ο Αναγεννημένος Δράκοντας;» ρώτησε ο Όλβερ με κομμένη την ανάσα. Έσφιγγε τον διπλωμένο άβακα με τα πιόνια στο στήθος του και μόνο που δεν χοροπηδούσε.

«Αυτός είναι», του είπε ο Ματ. «Τράβα να ξαπλώσεις τώρα. Εδώ δεν είναι μέρος για παιδιά».

Ο Όλβερ έφυγε, μουρμουρίζοντας παραπονεμένα, αλλά έφτασε μόνο ως την επόμενη σκηνή. Με την άκρη του ματιού, ο Ματ είδε το αγόρι να κρύβεται από πίσω· το πρόσωπό του ξαναφάνηκε καθώς κρυφοκοίταζε από τη γωνία.

Ο Ματ τον άφησε στην ησυχία του, αν κι όταν έριξε μια καλή ματιά στο πρόσωπο του Ραντ, αναρωτήθηκε αν εδώ ήταν μέρος για μεγάλους, πόσο μάλλον για ένα αγοράκι. Το πρόσωπο ήταν τόσο σκληρό που θα μπορούσε να γκρεμίσει και τοίχο, αλλά κάποιο συναίσθημα πάλευε να αναδυθεί, έξαψη ή ίσως ανυπομονησία· τα μάτια του Ραντ έλαμπαν με ένα πυρετώδες φως. Στο ένα χέρι κρατούσε μια μεγάλη τυλιγμένη περγαμηνή, ενώ με το άλλο έτριβε ασυναίσθητα τη λαβή του σπαθιού του. Η πόρπη με τον Δράκοντα λαμπύριζε στο φως των φωτιών· πού και πού λαμπύριζε με ίδιο τρόπο και το κεφάλι ενός από τους Δράκοντες που ξεπρόβαλλαν από τα μανίκια του σακακιού του.

Όταν έφτασε τον Ματ, δεν χαλάλισε ώρα για χαιρετισμούς. «Θέλω να σου μιλήσω. Κατ’ ιδίαν. Θέλω να κάνεις κάτι». Η νύχτα ήταν ένας μαύρος φούρνος κι ο Ραντ φορούσε πράσινο χρυσοκέντητο σακάκι με ψηλό κολάρο, μα δεν ίδρωνε ούτε στάλα.

Ο Ντήριντ, ο Ταλμέηνς κι ο Ναλέσεν στέκονταν λίγα βήματα παραπέρα, φορώντας όποια ρούχα είχε προλάβει να βάλει ο καθένας, παρακολουθώντας τους. Ο Ματ τους έκανε νόημα να περιμένουν και μετά ένευσε προς τη σκηνή του. Ακολουθώντας μέσα τον Ραντ, άγγιξε πάνω από το πουκάμισο του την ασημένια αλεπουδοκεφαλή. Δεν είχε να φοβάται τίποτα. Τουλάχιστον, έτσι έλπιζε.

Ο Ραντ είχε πει ότι ήθελε να τον δει μόνο, όμως προφανώς η Αβιέντα δεν πίστευε ότι αυτό αφορούσε και σ’ εκείνη. Έμενε δύο βήματα πίσω από τον Ραντ, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο· κυρίως παρακολουθούσε τον Ραντ με δυσερμήνευτη έκφραση, αλλά αραιά και πού έριχνε καμιά ματιά στον Ματ, σμίγοντας τα φρύδια και κοιτώντας τον από πάνω ως κάτω. Ο Ραντ δεν της έδινε σημασία και τώρα δεν υπήρχε το παραμικρό απομεινάρι από τη βιασύνη που έδειχνε πριν. Κοίταξε ολόγυρα τη σκηνή, αν κι ο Ματ αναρωτήθηκε αν την έβλεπε στ’ αλήθεια. Δεν διέθετε πολλά για να δει κανείς. Ο Όλβερ είχε ξαναβάλει τις λάμπες στο μικρό τραπεζάκι που δίπλωνε. Δίπλωνε κι η καρέκλα, όπως επίσης το κρεβάτι και το έπιπλο για το λαβομάνο. Όλα ήταν επενδυμένα με μαύρη λάκα και στολισμένα με επίχρυσες γραμμές· αφού υπήρχαν τα λεφτά, τα χρησιμοποιούσε. Οι χαρακιές που είχαν ανοίξει οι Αελίτες στον τοίχο της σκηνής είχαν μπαλωθεί με προσοχή, μα και πάλι φαίνονταν.

Η σιωπή βάρυνε τον Ματ. «Τι έγινε, Ραντ; Ελπίζω να μην αποφάσισες να αλλάξεις το σχέδιο σε τόσο προχωρημένο στάδιο». Καμία απάντηση, μόνο μια ματιά, σαν ο Ραντ να είχε θυμηθεί μόλις τώρα πως ήταν κι αυτός εκεί. Ο Ματ ένιωσε νευρικότητα. Όποιου είδους γνώμη κι αν είχαν ο Ντήριντ κι οι υπόλοιποι της Ομάδας, ο Ματ προσπαθούσε σκληρά να αποφεύγει τις μάχες. Μερικές φορές, όμως, το γεγονός πως ήταν τα’βίρεν στρεφόταν εναντίον του· ο ίδιος έτσι το αντιμετώπιζε. Πίστευε πως ο Ραντ είχε κάποια σχέση μ’ αυτό· ήταν πιο ισχυρός τα’βίρεν, τόσο ισχυρός που μερικές φορές ο Ματ σχεδόν ένιωθε κάτι να τον τραβάει. Αν ανακατευόταν στη μέση ο Ραντ, ο Ματ δεν θα ξαφνιαζόταν αν βρισκόταν ξαφνικά μέσα στη μάχη, έστω κι αν λίγο πιο πριν κοιμόταν σ’ ένα στάβλο. «Λίγες ακόμα μέρες και θα βρίσκομαι στο Δάκρυ. Η Ομάδα θα περάσει με βάρκες τον ποταμό κι ύστεα από μερικές μέρες θα συναντήσουμε τον Γουίραμον. Είναι πολύ αργά για να μπλέξουμε τα—»

«Θέλω να πας την Ηλαίην στο... στο Κάεμλυν», τον διέκοψε ο Ραντ. «Θέλω να την μεταφέρεις σώα κι ασφαλή στο Κάεμλυν, ό,τι κι αν συμβεί. Μην φύγεις από το πλευρό της αν δεν ανέβει στο Θρόνο του Λιονταριού». Η Αβιέντα ξερόβηξε. «Ναι», είπε ο Ραντ. Για κάποιο λόγο, η φωνή του έγινε παγωμένη και σκληρή όσο το πρόσωπό του. Άραγε, όμως, χρειαζόταν λόγο γι’ αυτό ή απλώς τον καταλάμβανε η τρέλα; «Η Αβιέντα θα έρθει μαζί σου. Νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο».

«Εσύ νομίζεις ότι είναι το καλύτερο;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Αν δεν είχα ξυπνήσει όταν ξύπνησα, δεν θα ήξερα καν ότι τη βρήκες. Δεν με στέλνεις εσύ πουθενά, Ραντ αλ’Θόρ. Εγώ πρέπει να μιλήσω με την Ηλαίην για... για δικούς μου λόγους».

«Πολύ χαίρομαι που βρήκες την Ηλαίην», είπε ο Ματ προσέχοντας τα λόγια του. Στη θέση του Ραντ, θα την άφηνε εκεί που ήταν. Μα το Φως, η Αβιέντα θα ήταν καλύτερη! Τουλάχιστον, οι Αελίτισσες δεν τριγυρνούσαν με τη μύτη ως εκεί πάνω, ούτε και περίμεναν να τις υπακούς τυφλά. Φυσικά, μερικά παιχνίδια τους ήταν κάπως σκληρά, κι είχαν τη συνήθεια να προσπαθούν πού και πού να σε σκοτώσουν. «Απλώς δεν καταλαβαίνω τι με χρειάζεσαι εμένα. Πήδα από μια πύλη, ρίξε της ένα φιλί, μάζεψέ την και γύρνα πίσω». Η Αβιέντα του έριξε μια οργισμένη ματιά· λες κι είχε συμβουλέψει στον Ραντ να φιλήσει αυτήν.

Ο Ραντ ξετύλιξε τη μεγάλη περγαμηνή στο τραπέζι, βάζοντας τις λάμπες να πατάνε τις άκρες του. «Να πού βρίσκεται». Ήταν ένας χάρτης, ένα τμήμα του ποταμού Έλνταρ, που έδειχνε τα ενδότερα περίπου πενήντα μίλια πέρα από τις όχθες. Υπήρχε ένα βέλος με γαλάζιο μελάνι, που έδειχνε το δάσος. Πλάι στο βέλος ήταν γραμμένη η λέξη «Σαλιντάρ». Ο Ραντ άγγιξε με το δάχτυλο την ανατολική άκρη του χάρτη. Κι εκεί υπήρχε δάσος· το μεγαλύτερο μέρος του χάρτη έδειχνε δάσος. «Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ξέφωτο. Βλέπεις ότι το πλησιέστερο χωριό είναι σχεδόν είκοσι μίλια προς τον Βορρά. Θα ανοίξω πύλη στο ξέφωτο για να περάσετε εσύ κι η Ομάδα».

Ο Ματ κατάφερε να κάνει το μορφασμό του πλατύ χαμόγελο. «Κοίτα, αν είναι να πάω εγώ, γιατί να μην πάω μόνος; Βάλε την πύλη στο Σαλιντάρ, θα ανεβάσω την Ηλαίην στο άλογο και...» Και μετά τι; Άραγε, ο Ραντ θα άνοιγε και πύλη από το Σαλιντάρ στο Κάεμλυν; Ο δρόμος από τον Έλνταρ ως το Κάεμλυν ήταν μακρύς με το άλογο. Πολύ μακρύς, με μόνη παρέα μια ξιπασμένη αριστοκράτισσα και μια Αελίτισσα.

«Η Ομάδα, Ματ», τον αποπήρε ο Ραντ. «Εσύ κι ολόκληρη η Ομάδα!» Πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα, κι ο τόνος του έγινε πιο πράος. Το πρόσωπό του όμως δεν έχασε τη σκληράδα του, και τα μάτια του ακόμα γυάλιζαν. Ο Ματ σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν άρρωστος, να πονούσε. «Στο Σαλιντάρ υπάρχουν Άες Σεντάι, Ματ. Δεν ξέρω πόσες· άκουσα πως είναι εκατοντάδες, αλλά δεν θα ξαφνιαστώ αν είναι καμιά πενηνταριά. Μ’ αυτά που λένε και ξαναλένε για τον Πύργο, έναν ενωμένο κι αγνό Πύργο, αμφιβάλλω αν θα δεις περισσότερες. Σκοπεύω να σε αφήσω σε ένα σημείο απόστασης δύο-τριών ημερών, για να μάθουν ότι έρχεσαι. Δεν υπάρχει λόγος να τις ξαφνιάσεις — ίσως νομίσουν πως πρόκειται για επίθεση Λευκομανδιτών. Έχουν εξεγερθεί κατά της Ελάιντα και μάλλον είναι τόσο τρομαγμένες, ώστε θα χρειαστεί απλώς να τις ζορίσεις και να πεις ότι η Ηλαίην πρέπει να στεφθεί στο Κάεμλυν, κι αυτό θα αρκέσει για να την αφήσουν να φύγει. Αν νομίζεις ότι μπορείς να τις εμπιστευθείς, πρόσφερε τους την προστασία σου. Και τη δική μου· υποτίθεται πως είναι στο πλευρό μου, κι ίσως τώρα πια να νιώσουν χαρά που προσφέρω την προστασία μου. Ύστερα θα συνοδεύσεις την Ηλαίην —κι όσες Άες Σεντάι θελήσουν να έρθουν— μέσα από την Αλτάρα και το Μουράντυ με πορεία κατευθείαν προς το Κάεμλυν. Δείξε τα λάβαρά μου, ανακοίνωσε τι κάνεις, και δεν νομίζω ότι οι Αλταρανοί κι οι Μουραντιανοί θα σου σταθούν εμπόδιο, αρκεί να προχωράς συνεχώς. Αν καθ’ οδόν βρεις τίποτα Δρακορκισμένους, μάζεψέ τους κι αυτούς. Οι περισσότεροι θα γίνουν ληστές κι επιδρομείς αν δεν τους σφίξω το λουρί —έχω ήδη ακούσει μια-δυο φήμες— αλλά εσύ θα τους προσελκύσεις, υψώνοντας τα λάβαρά μου». Το ξαφνικό χαμόγελο του έδειξε τα δόντια του αλλά δεν άγγιξε τα καυτά μάτια του. «Με μια σφεντονιά, πολλά πουλιά, ε, Ματ; Θα διασχίσεις την Αλτάρα και το Μουράντυ με έξι χιλιάδες άνδρες και θα τραβήξεις τους Δρακορκισμένους στο κατώφλι σου, κι έτσι ίσως φέρεις με το μέρος μου και τις δύο χώρες».

Πολλά απ’ αυτά ενόχλησαν τόσο τον Ματ, σε σημείο που δεν τον ένοιαζε πια αν ο Ραντ είχε πονόδοντο σε δέκα δόντια και φουσκάλες στα πόδια από τις μπότες. Να κάνει τις Άες Σεντάι να πιστέψουν ότι θα επιτιθόταν; Όχι βέβαια. Και υποτίθεται πως θα εκφόβιζε πενήντα μαζεμένες; Οι Άες Σεντάι δεν τον τρόμαζαν, όταν ήταν πεντ’ έξι μαζί, αλλά πενήντα; Άγγιξε πάλι πάνω από το πουκάμισο του την αλεπουδοκεφαλή πριν καταλάβει την κίνησή του· τώρα θα μάθαινε πόσο τυχερός ήταν στ’ αλήθεια. Όσο για το ταξίδι στην Αλτάρα και το Μουράντυ, το έβλεπε με το νου του. Κάθε ευγενής του οποίου την περιοχή θα διέσχιζε, θα φούσκωνε σαν κόκορας και θα προσπαθούσε να τον τσιμπήσει με το ράμφος μόλις ο Ματ του γυρνούσε την πλάτη. Αν τον έπιανε η τα’βίρεν τρέλα, θα έβρισκε κάποιον άρχοντα ή κάποια αρχόντισσα να συγκεντρώνει στρατό μπροστά του.

Έκανε άλλη μια προσπάθεια. «Ραντ, δεν νομίζεις ότι αυτό ίσως τραβήξει το βλέμμα του Σαμαήλ στον Βορρά; Εσύ τον θέλεις να κοιτάζει ανατολικά. Γι’ αυτό είμαι εδώ, αν θυμάσαι. Για να τον κάνω να κοιτάζει εδώ».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι με έμφαση. «Το μόνο που θα δει είναι μια τιμητική φρουρά που συνοδεύει τη Βασίλισσα του Άντορ στο Κάεμλυν, και μόνο αν μάθει γι’ αυτό πριν φτάσεις στο Κάεμλυν. Πόσο σύντομα μπορείς να είσαι έτοιμος;»

Ο Ματ άνοιξε το στόμα κι ύστερα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Δεν θα τον μετέπειθε. «Σε δυο ώρες». Η Ομάδα μπορούσε να βάλει μπότες και να ανέβει στα άλογα γρηγορότερα, όμως ο ίδιος δεν βιαζόταν και το τελευταίο που ήθελε ήταν να πιστέψουν οι άνδρες του ότι προχωρούσαν για την επίθεση.

«Ωραίο. Χρειάζομαι κι εγώ μια ώρα». Δεν είπε για ποιο λόγο. «Να έχεις την Ηλαίην από κοντά, Ματ. Φρόντισε να είναι σώα κι ασφαλής. Εννοώ, δεν έχουν νόημα όλα αυτά αν δεν φτάσει στο Κάεμλυν ζωντανή για τη στέψη της». Άραγε, νόμιζε πως ο Ματ δεν ήξερε ότι ο Ραντ κι η Ηλαίην ήταν όλο αγκαλιές και φιλιά σε όλες τις γωνιές του Δακρύου την τελευταία φορά που ήταν μαζί;

«Θα την έχω σαν αδελφή μου». Οι αδελφές του είχαν βάλει τα δυνατά τους για να του κάνουν τη ζωή δυστυχισμένη. Το ίδιο περίμενε από την Ηλαίην αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ίσως η Αβιέντα να ήταν κάπως καλύτερη. «Δεν θα τη χάσω στιγμή από τα μάτια μου πριν τη φέρω στο Βασιλικό Παλάτι». Κι αν μου πολυκάνει την ακατάδεχτη, θα φάει καμιά κλωτσιά!

Ο Ραντ ένευσε. «Αυτό μου θύμισε κάτι. Η Μπόντχουιν είναι στο Κάεμλυν. Με τη Βέριν, την Αλάνα, και μερικά άλλα κορίτσια των Δύο Ποταμών. Πηγαίνουν να εκπαιδευτούν για Άες Σεντάι. Δεν ξέρω πού θα πάνε· δεν θα τις αφήσω να πάνε στον Πύργο με την κατάσταση που επικρατεί. Ίσως το φροντίσουν οι Άες Σεντάι που θα φέρεις πίσω».

Ο Ματ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η αδελφή του Άες Σεντάι; Η Μποντ, η οποία κάθε φορά που ο Ματ έκανε κάτι που είχε πλάκα έτρεχε να το μαντατέψει στη μητέρα τους;

«Και κάτι ακόμα», συνέχισε ο Ραντ. «Ίσως η Εγκουέν φτάσει στο Σαλιντάρ πριν από σένα. Νομίζω ότι με κάποιον τρόπο βρήκαν ότι κάνει την Άες Σεντάι. Βάλε τα δυνατά σου για να τη βοηθήσεις. Πες της ότι θα την επιστρέψω στις Σοφές το συντομότερο που θα μπορέσω. Μάλλον θα είναι πανέτοιμη να έρθει μαζί σου. Ίσως κι όχι, όμως· ξέρεις τι πείσμα την πιάνει καμιά φορά. Το βασικό είναι η Ηλαίην. Μην ξεχνάς, δεν φεύγεις στιγμή από το πλευρό της πριν φτάσει στο Κάεμλυν».

«Το υπόσχομαι», μουρμούρισε ο Ματ. Πώς στο Φως μπορούσε η Εγκουέν να είναι κάπου στον Έλνταρ; Ήταν σίγουρος πως η κοπέλα ήταν στην Καιρχίν όταν ο ίδιος είχε φύγει από το Μάερον. Εκτός αν είχε μάθει το κόλπο του Ματ με τις πύλες. Στην οποία περίπτωση, θα μπορούσε να επιστρέψει πίσω όποτε ήθελε. Ή να πηδήξει στο Κάεμλυν και να ανοίξει μια πύλη για τον Ματ και την Ομάδα. «Επίσης μην ανησυχείς για την Εγκουέν. Θα την ξεμπλέξω απ’ όπου κι αν έχει μπλέξει, όσο πείσμα κι αν δείξει». Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά για την Εγκουέν. Και το πιθανότερο ήταν πως ούτε κι αυτή τη φορά δεν θα άκουγε ένα ευχαριστώ. Η Μποντ θα γινόταν Άες Σεντάι; Μα το αίμα και τις στάχτες!

«Ωραία», είπε ο Ραντ. «Ωραία». Αλλά κοίταζε προσηλωμένος το χάρτη. Τράβηξε το βλέμμα, και για μια στιγμή φάνηκε στον Ματ πως θα έλεγε κάτι στην Αβιέντα. Αντίθετα, όμως, ο Ραντ στράφηκε απότομα μακριά της. «Ο Θομ Μέριλιν πρέπει να είναι μαζί με την Ηλαίην». Ο Ραντ έβγαλε ένα γράμμα από την τσέπη του, διπλωμένο και σφραγισμένο με βουλοκέρι. «Κοίτα να το πάρει». Έβαλε το γράμμα στα χέρια του Ματ και βγήκε βιαστικά από τη σκηνή.

Η Αβιέντα έκανε ένα βήμα στο κατόπι του, σχεδόν υψώνοντας το χέρι, με τα χείλη μισάνοιχτα για να μιλήσει. Εξίσου ξαφνικά, το στόμα της έκλεισε απότομα, έθαψε τα χέρια στα φουστάνια της και σφιχτόκλεισε τα μάτια. Από κει φυσούσε τώρα ο άνεμος, ε; Κι επίσης, η Αβιέντα θέλει να μιλήσει στην Ηλαίην. Πώς κατάφερνε ο Ραντ να μπλέκει έτσι; Ο Ραντ ήταν εκείνος που ήξερε πώς να αντιμετωπίζει τις γυναίκες, ο Ραντ κι ο Πέριν.

Πάντως, δεν ήταν κάτι που τον αφορούσε. Στριφογύρισε το γράμμα στα χέρια του. Το όνομα του Θομ ήταν γραμμένο με γυναικείο γραφικό χαρακτήρα· η σφραγίδα του ήταν άγνωστη, ένα πλατύ δένδρο με κορώνα στην κορυφή. Ποια αριστοκράτισσα, άραγε, θα έγραφε σε έναν μαραμένο γέρο σαν τον Θομ; Ούτε κι αυτό τον αφορούσε. Πέταξε το γράμμα στο τραπέζι και πήρε την πίπα και την ταμπακοσακούλα του. «Όλβερ», είπε, γεμίζοντας την πίπα με ταμπάκ, «ζήτα από τον Ταλμέηνς, τον Ναλέσεν και τον Ντήριντ να έρθουν να με δουν».

Ακούστηκε ένα σκούξιμο έξω από την πόρτα της σκηνής και μετά μια φωνή, «Μάλιστα, Ματ», κι ο ήχος από πόδια σε νευρικό τρεχαλητό.

Η Αβιέντα τον κοίταξε, σταυρώνοντας τα χέρια με μια έκφραση αποφασιστικότητας.

Αυτός την πρόλαβε. «Όσο ταξιδεύεις με την Ομάδα, θα είσαι υπό τις διαταγές μου. Δεν θέλω φασαρίες, και περιμένω από σένα να το τηρήσεις αυτό». Αν η Αβιέντα έβγαζε άχνα, θα την παρέδιδε στην Ηλαίην δεμένη μέσα σ’ ένα σακίδιο της σέλας, ακόμα και χρειάζονταν δέκα άνδρες για να τη βάλουν μέσα.

«Ξέρω να ακολουθώ, αρχηγέ μάχης». Έδωσε έμφαση ξεφυσώντας δυνατά. «Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι δεν είναι όλες οι γυναίκες μαλθακές σαν τους υδρόβιους. Αν επιμένεις να ανεβάσεις μια γυναίκα σε ένα άλογο χωρίς να το θέλει, τότε μπορεί να σου χώσει κανένα μαχαίρι στο πλευρό».

Του Ματ παραλίγο θα του έπεφτε η πίπα από τα χέρια. Ήξερε ότι οι Άες Σεντάι δεν διάβαζαν μυαλά —αν μπορούσαν να το κάνουν, τότε το τομάρι του θα κρεμόταν εδώ και πολύ καιρό σε κάποιον τοίχο του Λευκού Πύργου— αλλά ίσως οι Αελίτισσες Σοφές... Και βέβαια όχι. Είναι τα κολπάκια που ξέρουν οι γυναίκες. Αν έβαζε το μυαλό του να σκεφτεί, θα καταλάβαινε πώς το είχε κάνει αυτό η Αβιέντα. Απλώς δεν ήθελε να το σκεφτεί.

Ξερόβηξε, έχωσε στο στόμα την πίπα που δεν ήταν αναμμένη κι έσκυψε να μελετήσει το χάρτη. Η Ομάδα πιθανότατα θα διήνυε την απόσταση από το ξέφωτο ως το Σαλιντάρ σε μια μέρα αν έβαζαν τα δυνατά τους, ακόμα και σ’ εκείνη τη δασώδη περιοχή, αλλά εκείνος σκόπευε να την ολοκληρώσει σε δύο μέρες, το περισσότερο σε τρεις. Θα προειδοποιούσε επαρκώς τις Άες Σεντάι· δεν ήθελε να τις φοβίσει ακόμα περισσότερο. Μια φοβισμένη Άες Σεντάι, αυτό ήταν σχεδόν οξύμωρο σχήμα. Ακόμα και φορώντας το μενταγιόν, δεν βιαζόταν να μάθει τι μπορεί να έκανε μια φοβισμένη Άες Σεντάι.

Ένιωσε το βλέμμα της Αβιέντα στο σβέρκο του, άκουσε ένα ξύσιμο. Έχοντας καθίσει σταυροπόδι με την πλάτη στον τοίχο της σκηνής, κουνούσε το μαχαίρι της μπρος-πίσω σε μια ακονόπετρα και τον παρακολουθούσε.

Όταν ο Ναλέσεν μπήκε μαζί με τον Ντήριντ και τον Ταλμέηνς, τους υποδέχθηκε λέγοντας, «Θα πάμε να γαργαλήσουμε μερικές Άες Σεντάι στο πηγούνι, να σώσουμε ένα μουλάρι και να βάλουμε μια ψηλομύτα νεαρούλα στο Θρόνο του Λιονταριού. Α, ναι. Αυτή είναι η Αβιέντα. Μη τη στραβοκοιτάξετε, γιατί θα προσπαθήσει να σας κόψει το λαιμό κι ίσως κόψει το δικό της κατά λάθος». Η γυναίκα γέλασε σαν να είχε πει το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Δεν έπαψε, όμως, να ακονίζει το μαχαίρι της.


Στην αρχή, η Εγκουέν δεν κατάλαβε γιατί ο πόνος είχε σταματήσει να δυναμώνει. Ύστερα στηρίχτηκε στα χαλιά της σκηνής της και σηκώθηκε όρθια, με τόσο δυνατούς λυγμούς ώστε έτρεμε σύγκορμη. Πάνω απ’ όλα ήθελε να φυσήξει τη μύτη της. Δεν ήξερε πόση ώρα έκλαιγε τόσο δυνατά· ήξερε μόνο ότι ένιωθε μια φωτιά από το πάνω μέρος των γοφών της ως το πίσω μέρος των γονάτων της. Το να σταθεί ασάλευτη ήταν ένα πρόβλημα που σχεδόν δεν μπορούσε να λύσει. Το μισοφόρι, που στην αρχή θεωρούσε ότι θα πρόσφερε κάποια ελάχιστη προστασία, το είχε βγάλει εδώ και ώρα. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της, και στεκόταν εκεί κι έκλαιγε με λυγμούς.

Η Σορίλεα, η Άμυς κι η Μπάιρ την κοίταζαν ατάραχα και δεν ήταν οι μόνες, αν κι οι άλλες κάθονταν σε μαξιλαράκια ή τανύζονταν, μιλούσαν κι απολάμβαναν το τσάι που σερβίριζε μια λεπτή γκαϊ’σάιν. Δόξα στο Φως που ήταν γυναίκα. Όλες ήταν γυναίκες, οι Σοφές κι οι μαθητευόμενες, οι γυναίκες στις οποίες η Εγκουέν είχε πει πως ήταν Άες Σεντάι. Όταν απλώς το άφηνε να εννοηθεί, δεν μετρούσε, και γι’ αυτό ήταν ευγνώμων· δεν θα είχε επιζήσει τότε! Μετρούσε το ψέμα που είχε λεχθεί, το οποίο είχε ξεστομίσει, αλλά είχαν υπάρξει κι εκπλήξεις. Η Κοσαίν, μια λυγερή κιτρονόξανθη της σέπτας της Κορυφογραμμής του Μιαγκόμα Άελ, είχε πει μουτρωμένα ότι η Εγκουέν δεν είχε τοχ απέναντι της, αλλά θα παρέμενε για το τσάι, και το ίδιο είχε κάνει η Εσταίρ. Η Ήρον, αντιθέτως, είχε μια έκφραση σαν να ήθελε να κάνει την Εγκουέν δύο κομμάτια, κι η Σουράντα...

Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια για να διαλύσει το πέπλο των δακρύων κι έριξε μια ματιά στη Σουράντα. Καθόταν μαζί με τρεις Σοφές, κουβεντιάζοντας του καλού καιρού, και καμιά φορά έριχνε ματιές στην Εγκουέν. Η Σουράντα δεν είχε δείξει το παραμικρό έλεος. Όχι ότι με τις άλλες ήταν εύκολο. Η ζώνη που είχε βρει σε ένα σεντούκι της η Εγκουέν ήταν λεπτή κι ανθεκτική αλλά διπλή από την παλάμη της, κι αυτές οι γυναίκες είχαν δυνατά μπράτσα. Αν υπολόγιζες πεντ’ έξι χτυπήματα από την καθεμιά, το σύνολο ήταν αρκετά μεγάλο.

Η Εγκουέν ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόση ντροπή. Όχι επειδή ήταν ολόγυμνη και το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο κι έκλαιγε σαν μωρό —εντάξει, για το κλάμα ένιωθε κάποια ντροπή— κι ούτε επειδή την έβλεπαν όλες να δέχεται τα χτυπήματα και να έρχονται για να πάρουν τη σειρά τους. Αυτό που τη ντρόπιαζε ήταν ότι το είχε δεχθεί τόσο άσχημα. Ακόμα κι ένα Αελιτόπουλο θα το δεχόταν πιο στωικά. Εντάξει, ένα παιδί δεν θα χρειαζόταν να το αντιμετωπίσει, αλλά το δίδαγμα ήταν η απλή αλήθεια.

«Τελείωσε;» Ήταν πραγματικά δική της αυτή η χοντρή, τρεμάμενη φωνή; Πόσο θα γελούσαν αυτές οι γυναίκες αν ήξεραν ότι είχε επιστρατεύσει όλο το κουράγιο της.

«Μόνο εσύ ξέρεις πόσο αξίζει η τιμή σου», είπε ανέκφραστα η Άμυς. Κρατούσε τη ζώνη στο πλάι της, με την πλατιά αγκράφα για λαβή. Το μουρμουρητό των συζητήσεων είχε σταματήσει.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα ανάμεσα από τα αναφιλητά της. Αρκούσε να πει ότι είχε τελειώσει, και θα τελείωνε. Θα μπορούσε να έλεγε φτάνει μετά το πρώτο χτύπημα από κάθε γυναίκα. Θα μπορούσε...

Μορφάζοντας, γονάτισε κι απλώθηκε στα χαλιά. Τα χέρια της χώθηκαν κάτω από τα φουστάνια της Μπάιρ για να σφίξουν πάνω από τις μαλακές μπότες τους κοκαλιάρικους αστραγάλους της. Αυτή τη φορά θα κρατούσε το κουράγιο της. Αυτή τη φορά δεν θα κραύγαζε. Αυτή τη φορά δεν θα κλωτσούσε, δεν θα σφάδαζε, δεν θα... Η ζώνη ακόμα δεν την είχε χτυπήσει. Σήκωσε το κεφάλι, βλεφάρισε για να καθαρίσει τα μάτια της, αγριοκοίταξε τις άλλες. «Τι περιμένετε;» Η φωνή της ακόμα έτρεμε, αλλά τώρα υπήρχε και μια νότα θυμού. Λες και δεν έφταναν τα άλλα, τώρα την ανάγκαζαν να περιμένει; «Έχω ταξίδι απόψε, σε περίπτωση που το ξεχάσατε. Άντε, να τελειώνουμε».

Η Άμυς έριξε κάτω τη ζώνη, πλάι στο κεφάλι της Εγκουέν. «Αυτή η γυναίκα δεν έχει τοχ σε μένα».

«Αυτή η γυναίκα δεν έχει τοχ σε μένα». Ήταν η ψιλή φωνούλα της Μπάιρ.

«Αυτή η γυναίκα δεν έχει τοχ σε μένα», είπε με σθένος η Σορίλεα. Σκύβοντας, παραμέρισε τα ιδρωμένα μαλλιά από το πρόσωπο της Εγκουέν. «Ήξερα ότι στην καρδιά είσαι Αελίτισσα. Όμως μην πολυκαμαρώνεις τώρα, κοπέλα μου. Ξεπλήρωσες το τοχ σου. Σήκω πριν πιστέψουμε ότι κομπάζεις».

Τη βοήθησαν να σηκωθεί, την αγκάλιασαν και της σφούγγισαν τα δάκρυα και της κράτησαν το μαντίλι για να φυσήξει επιτέλους τη μύτη της. Οι άλλες γυναίκες μαζεύτηκαν ολόγυρα, λέγοντας η καθεμιά πως αυτή η γυναίκα δεν τους χρωστούσε τοχ, πριν την αγκαλιάσουν και της χαμογελάσουν κι αυτές. Το πιο δυνατό σοκ ήταν τα χαμόγελα· η Σορίλεα έλαμπε όσο ποτέ. Μα φυσικά. Από τη στιγμή που το ξεπλήρωνες, τοχ δεν υπήρχε· ο λόγος που το είχε προκαλέσει ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ένα μέρος της Εγκουέν, που δεν ήταν βυθισμένο στο τζι’ε’τόχ, σκεφτόταν πως ίσως να είχε βοηθήσει κι αυτό που είχε πει στο τέλος, όπως και το ότι είχε ξαναγονατίσει. Ίσως να μην το είχε αντιμετωπίσει με την αδιαφορία που θα έδειχνε ένας Αελίτης από την αρχή, αλλά τελικά η Σορίλεα είχε δίκιο. Ήταν Αελίτισσα στην καρδιά. Της φάνηκε ότι ένα κομμάτι της καρδιάς της πάντα θα ανήκε στο Άελ.

Οι Σοφές κι οι μαθητευόμενες έφυγαν αργά. Κανονικά θα έπρεπε να μείνουν όλη τη νύχτα ή και περισσότερο, γελώντας και μιλώντας με την Εγκουέν, αλλά αυτό ήταν απλώς έθιμο, όχι τζι’ε’τόχ, κι η Εγκουέν με τη βοήθεια της Σορίλεα κατάφερε να τις πείσει πως δεν είχε χρόνο. Στο τέλος έμειναν μόνο η ίδια, η Σορίλεα κι οι δύο Ονειροβάτισσες. Τα αγκαλιάσματα και τα χαμόγελα έκαναν τα δάκρυα να στεγνώσουν και να μείνουν μόνο κάτι στάλες, και παρ’ όλο που τα χείλη της έτρεμαν όσο κι αν προσπαθούσε να τα σταματήσει, τουλάχιστον μπορούσε να χαμογελάσει. Η αλήθεια ήταν πως ήθελε να κλάψει πάλι, αν και για άλλο λόγο. Εν μέρει για άλλο λόγο· ένιωθε πραγματικά να καίγεται.

«Θα μου λείψετε πολύ».

«Σαχλαμάρες». Η Σορίλεα ξεφύσηξε για να υπογραμμίσει τα λόγια της. «Αν σταθείς λιγάκι τυχερή, θα σου πουν ότι τώρα πια δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ Άες Σεντάι. Τότε θα μπορέσεις να επιστρέψεις σε μας. Θα γίνεις μαθητευόμενή μου. Σε τρία-τέσσερα χρόνια θα έχεις δικό σου οχυρό. Ξέρω ακόμα και ποιον πρέπει να πάρεις σύζυγο. Τον Τάρικ, τον μικρότερο εγγονό της εγγονής μου της Αμάρυν. Κάποια μέρα θα γίνει αρχηγός φατρίας, νομίζω, κι έτσι πρέπει να έχεις το νου σου να βρεις μια αδελφοσύζυγο για να γίνει στεγοκυρά του».

«Σ’ ευχαριστώ». Η Εγκουέν γέλασε. Της φαινόταν ότι είχε ένα αποκούμπι τώρα, αν την έδιωχνε η Αίθουσα του Σαλιντάρ.

«Η Άμυς κι εγώ θα σε συναντούμε στον Τελ’αράν’ριοντ», είπε η Μπάιρ, «και θα σου λέμε ό,τι ξέρουμε για τις εξελίξεις εδώ και για τον Ραντ αλ’Θόρ. Μπορείς να τραβήξεις το δρόμο σου στον Κόσμο των Ονείρων τώρα, αλλά αν θέλεις, θα συνεχίσω να σε διδάσκω».

«Θέλω». Αν η Αίθουσα της επέτρεπε να πατήσει πόδι στον Τελ’αράν’ριοντ. Αλλά, βέβαια, δεν μπορούσαν να την εμποδίσουν να μπει, ό,τι κι αν έκαναν, δεν μπορούσαν να την εμποδίσουν. «Σας παρακαλώ να προσέχετε τον Ραντ και τις Άες Σεντάι. Δεν ξέρω τι παίζει, αλλά είμαι σίγουρη ότι είναι πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι νομίζει».

Η Άμυς, φυσικά, δεν είπε τίποτα παραπάνω για τα μαθήματα. Είχε εκφράσει τη γνώμη της για το σχέδιο δράσης, και το γεγονός ότι είχε ξεπληρώσει το τοχ δεν το αναιρούσε αυτό. Αντιθέτως, είπε, «Ξέρω ότι ο Ρούαρκ θα μετανιώσει που δεν ήταν εδώ απόψε. Πήγαινε βόρεια να δει ο ίδιος τους Σάιντο. Μη φοβάσαι ότι το τοχ που του οφείλεις δεν θα ξεπληρωθεί. Θα σου δώσει την ευκαιρία όταν ξανασυναντηθείτε».

Η Εγκουέν έμεινε με το στόμα ανοιχτό και το έκρυψε φυσώντας τη μύτη της για δέκατη, όπως έμοιαζε, φορά. Είχε ξεχάσει παντελώς τον Ρούαρκ. Φυσικά, τίποτα δεν έλεγε ότι έπρεπε να ξεπληρώσει την οφειλή της σ’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί η καρδιά της να ήταν εν μέρει καρδιά Αελίτισσας, αλλά για μια στιγμή ο νους της έψαξε με αγωνία να βρει κάποιον άλλο τρόπο. Πρέπει να υπήρχε άλλος τρόπος. Και θα είχε αρκετό χρόνο για να τον βρει πριν ξαναδεί τον Ρούαρκ. «Μετά χαράς», είπε ξεψυχισμένα. Ήταν επίσης κι η Μελαίν. Κι η Αβιέντα. Μα το Φως! Νόμιζε πως είχε ξεμπερδέψει. Τα πόδια της ανασάλευαν μόνα τους όσο κι αν έβαζε τα δυνατά της να τα κρατήσει ακίνητα. Πρέπει να υπήρχε άλλος τρόπος.

Η Μπάιρ άνοιξε το στόμα, όμως η Σορίλεα τη διέκοψε. «Πρέπει να την αφήσουμε να ντυθεί. Έχει ταξίδι να κάνει». Ένταση φάνηκε στον λεπτό λαιμό της Μπάιρ και το στόμα της Άμυς στράβωσε. Προφανώς, σε καμία τους δεν άρεσε αυτό που θα δοκίμαζε να κάνει η Εγκουέν.

Ίσως σκόπευαν να μείνουν για να επιχειρήσουν να τη μεταπείσουν, αλλά η Σορίλεα άρχισε να μουρμουρίζει, κι όχι μέσα από τα δόντια της, για κάποιες ανόητες που προσπαθούσαν να εμποδίσουν μια γυναίκα να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Οι δυο νεότερες έσιαξαν τα επώμιά τους —η Μπάιρ ήταν τουλάχιστον εβδομήντα ή ογδόντα χρονών, αλλά ήταν νεότερη από τη Σορίλεα—, αποχαιρέτησαν την Εγκουέν με μια αγκαλιά κι έφυγαν μουρμουρίζοντας, «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά».

Η Σορίλεα έμεινε μόνο μια στιγμή ακόμα. «Σκέψου τον Τάρικ. Έπρεπε να του ζητήσω να έρθει στα ατμόλουτρα για να τον δεις. Μέχρι τότε, να θυμάσαι ένα πράγμα: πάντα φοβόμαστε περισσότερο απ’ όσο θέλουμε, αλλά πάντα μπορούμε να δείξουμε μεγαλύτερη γενναιότητα απ’ όσο περιμένουμε. Κράτα την καρδιά σου, κι οι Άες Σεντάι δεν θα βλάψουν τον πραγματικό εαυτό σου, την καρδιά σου. Δεν είναι τόσο ανώτερες από μας όσο πιστεύαμε. Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά, Εγκουέν. Και να θυμάσαι πάντα την καρδιά σου».

Μόνη της, η Εγκουέν απλώς στάθηκε εκεί για λίγη ώρα, ατενίζοντας το τίποτα, βυθισμένη στις σκέψεις της. Η καρδιά της. Ίσως να είχε περισσότερο κουράγιο απ’ όσο πίστευε. Είχε κάνει εδώ ό,τι έπρεπε να κάνει· είχε γίνει Αελίτισσα. Αυτό θα το χρειαζόταν στο Σαλιντάρ. Οι μέθοδοι των Άες Σεντάι διέφεραν σε κάποια θέματα από τις μεθόδους των Σοφών, αλλά δεν θα της έδειχναν έλεος αν ήξεραν ότι αυτοαποκαλείτο Άες Σεντάι. Αν το ήξεραν. Δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο άλλο λόγο την είχαν καλέσει τόσο ψυχρά, όμως οι Αελίτες δεν παραδίνονταν πριν αρχίσει η μάχη.

Τινάχτηκε και συνήλθε. Αφού δεν θα παραδοθώ πριν αρχίσει η μάχη, σκέφτηκε σαρκαστικά, ας πάω να πολεμήσω.

Загрузка...