7 Ένα Ζήτημα Σκέψης

Καθισμένη στο στρώμα, η Ηλαίην τελείωσε τα εκατό βουρτσίσματα που έκανε με το αριστερό χέρι, άφησε τη βούρτσα στο δερμάτινο ταξιδιωτικό σακίδιό της και το ξανάχωσε κάτω από το στενό κρεβάτι. Την είχε πιάσει ένας μουντός πόνος πίσω από τα μάτια, αφού είχε περάσει όλη τη μέρα φτιάχνοντας τερ’ανγκριάλ. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές προσπαθούσε να φτιάξει τερ’ανγκριάλ. Η Νυνάβε, που καθόταν κι ισορροπούσε στο ετοιμόρροπο σκαμνί τους, είχε τελειώσει εδώ και ώρα να βουρτσίζει τα μαλλιά της που χύνονταν ως τη μέση της, και ξανάπλεκε χαλαρά την πλεξούδα της για να κοιμηθεί. Το πρόσωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Παρ’ όλο που είχαν ανοιχτό το παράθυρο, το δωματιάκι ήταν σαν φούρνος. Το φεγγάρι φαινόταν χοντρό στον κατάμαυρο, έναστρο ουρανό. Το απολειφάδι του κεριού τους έχυνε μια αδύναμη λάμψη. Στο Σαλιντάρ υπήρχε έλλειψη σε κεριά και σε λάδι για λάμπες· όλοι βολεύονταν μ’ ένα φωτάκι για το βράδυ, εκτός αν είχαν να κάνουν δουλειά με πένα και μελάνι. Το δωμάτιο ήταν στενό και πρόσφερε ελάχιστο χώρο για να κινηθείς γύρω από τα δύο κοντά κρεβάτια. Τα περισσότερα υπάρχοντά τους ήταν πακεταρισμένα σε δύο ταλαιπωρημένα σεντούκια με μπρούτζινα ελάσματα για ενίσχυση. Τα φορέματα των Αποδεχθεισών κι οι μανδύες, οι οποίοι τώρα ήταν παντελώς άχρηστοι, κρέμονταν από ξύλινα καρφιά στους τοίχους, όπου ανώμαλες τρύπες στον ραγισμένο γύψο που κιτρίνιζε έδειχναν τα σανίδια από πίσω. Ανάμεσα στα κρεβάτια ήταν σφηνωμένο ένα τραπεζάκι που έγερνε, και στη γωνία βρισκόταν ένα ετοιμόρροπο επιπλάκι με το λαβομάνο και μια άσπρη κανάτα με νερό που είχαν έναν εκπληκτικό αριθμό ρωγμών πάνω τους. Εκεί δεν κανάκευαν ούτε ακόμα και κείνες τις Αποδεχθείσες που είχαν κερδίσει πλήθος επαίνων.

Ένα ματσάκι μαραμένα γαλανόλευκα αγριολούλουλδα —που τα είχε ξεγελάσει ο καιρός για να ανθίσουν αργά, κι αποθαρρυμένα— ξεπρόβαλλαν από ένα κίτρινο βάζο με σπασμένο λαιμό ανάμεσα σε δύο καφέ πήλινες κούπες στο τραπέζι. Το μόνο άλλο ίχνος χρώματος ήταν ένα πράσινο ωδικό σπουργίτι με ρίγες σε ένα κλουβί φτιαγμένο από λυγαριά. Η Ηλαίην το περιποιόταν επειδή είχε σπάσει τη φτερούγα του. Είχε προσπαθήσει με το λίγο ταλέντο της να Θεραπεύσει ένα άλλο πουλί, όμως τα ωδικά πτηνά ήταν τόσο μικρά, ώστε δεν επιζούσαν από το σοκ.

Μη γκρινιάζεις, επιτίμησε τον εαυτό της. Οι Άες Σεντάι ζούσαν ελαχίστως καλύτερα, οι μαθητευόμενες κι οι υπηρέτριες κάπως χειρότερα, κι οι στρατιώτες του Γκάρεθ Μπράυν συχνά κοιμούνταν στο χώμα. Ό,τι δεν μπορούμε να αλλάξουμε, πρέπει να το υπομείνουμε. Ήταν κάτι που έλεγε και ξανάλεγε η Λίνι. Το Σαλιντάρ διέθετε ελάχιστες ανέσεις και καθόλου πολυτέλειες. Και πουθενά δροσιά.

Τράβηξε τη νυχτικιά που είχε κολλήσει στο σώμα της και φύσηξε το μπροστινό του μέρος. «Πρέπει να είμαστε εκεί προτού φτάσουν, Νυνάβε. Ξέρεις τι τις πιάνει όταν αναγκάζονται να περιμένουν».

Αύρα δεν σάλευε πουθενά κι ο καυτός αέρας έμοιαζε να τραβά τον ιδρώτα απ’ όλους τους πόρους της. Σίγουρα κάτι θα μπορούσε να γίνει για τον καιρό. Φυσικά, αν υπήρχε κάτι, οι Ανεμοσκόποι των Θαλασσινών θα το είχαν ήδη κάνει, αλλά ίσως, αν το σκεφτόταν, να έβρισκε κάτι, αρκεί οι Άες Σεντάι να της έδιναν λίγη ώρα μακριά από τα τερ’ανγκριάλ. Ως Αποδεχθείσα, θεωρητικά μελετούσε ό,τι ήθελε, αλλά... Αν μπορούσαν, θα με ανάγκαζαν να τρώω και να διδάσκω ταυτόχρονα την κατασκευή των τερ’ανγκριάλ, και τότε δεν θα είχα ούτε ένα λεπτό ελεύθερο για μένα. Τουλάχιστον αύριο θα έκανε ένα διάλειμμα.

Καθώς ανασάλευε στο κρεβάτι, η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια κι έπαιξε με το βραχιόλι α’ντάμ στον καρπό της. Πάντα επέμενε να το φορά η μια από τις δυο τους, ακόμα κι όταν κοιμούνταν, παρ’ όλο που προκαλούσε εξαιρετικά παράξενα και δυσάρεστα όνειρα. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε λόγος· το α’ντάμ κρατούσε αιχμάλωτη τη Μογκέντιεν, ακόμα κι αν το άφηνες σ’ ένα κρεμαστάρι του τοίχου, κι εκτός αυτού, η γυναίκα μοιραζόταν ένα μικροσκοπικό δωματιάκι με την Μπιργκίτε. Η Μπιργκίτε ήταν ο καλύτερος φρουρός που υπήρχε, κι εκτός αυτού, η Μογκέντιεν μόνο που δεν έβαζε τα κλάματα κάθε φορά που η Μπιργκίτε σούφρωνε τα φρύδια. Είχε ελάχιστους λόγους να θέλει τη Μογκέντιεν ζωντανή, άφθονους να την προτιμά νεκρή, κάτι το οποίο η άλλη γνώριζε. Απόψε το βραχιόλι θα ήταν πιο άχρηστο απ’ ό,τι συνήθως.

«Νυνάβε, θα μας περιμένουν».

Η Νυνάβε ξεφύσησε δυνατά —δεν της άρεσε να τρέχει στις προσταγές κανενός— αλλά πήρε ένα από τα δύο επίπεδα πέτρινα δαχτυλίδια από το τραπεζάκι ανάμεσα στα κρεβάτια. Ήταν και τα δύο μεγάλα για να φορεθούν στο δάχτυλο· το ένα είχε γαλάζιες και καφέ ρίγες και πιτσιλιές, το άλλο γαλάζια και κόκκινα, και ήταν συστρεμμένα έτσι, ώστε να έχουν μόνο μία επιφάνεια. Έλυσε το δερμάτινο κορδόνι που κρεμόταν στο λαιμό της και πέρασε το καφεγάλανο δαχτυλίδι πλάι σε ένα άλλο που υπήρχε εκεί, βαρύ, χρυσό. Το δαχτυλίδι με τη σφραγίδα του Λαν. Άγγιξε τρυφερά το χοντρό, μαλαματένιο κόσμημα πριν τα χώσει και τα δύο στον κόρφο της.

Η Ηλαίην πήρε το κοκκινογάλανο και το κοίταξε συνοφρυωμένη.

Τα δαχτυλίδια ήταν τερ’ανγκριάλ τα οποία είχε φτιάξει μιμούμενη ένα που τώρα βρισκόταν στην κατοχή της Σιουάν, και παρ’ όλη την απλή όψη τους, ήταν απίστευτα πολύπλοκα. Αν κοιμόσουν έχοντας ένα να αγγίζει την επιδερμίδα σου, σε μετέφερε στον Τελ’αράν’ριοντ, τον Κόσμο των Ονείρων, το καθρέφτισμα του πραγματικού κόσμου. Ίσως όλων των κόσμων· κάποιες Άες Σεντάι ισχυριζόταν ότι υπήρχαν πολλοί κόσμοι, σαν να έπρεπε να υπάρχουν όλες οι παραλλαγές του Σχήματος, κι ότι όλοι εκείνοι οι κόσμοι μαζί αποτελούσαν ένα ακόμα μεγαλύτερο Σχήμα. Το σημαντικό ήταν ότι ο Τελ’αράν’ριοντ καθρέφτιζε αυτόν εδώ τον κόσμο, κι είχε ιδιότητες εξαιρετικά χρήσιμες. Ειδικά αφού, απ’ όσο μπορούσαν να καταλάβουν, ο Πύργος δεν ήξερε ότι μπορούσες να μπεις εκεί.

Αυτά τα δύο δαχτυλίδια δεν λειτουργούσαν τόσο καλά όσο το αρχικό, αν κι έκαναν τη δουλειά τους. Η Ηλαίην βελτιωνόταν· από τις τέσσερις απόπειρες να κατασκευάσει ένα αντίγραφο, μόνο η μία είχε αποτύχει. Αυτό το ποσοστό ήταν πολύ καλύτερο συγκριτικά με τα πράγματα που έκανε αρχίζοντας από το μηδέν. Μα τι θα συνέβαινε, αν κάποια από τις αποτυχίες της αντί να μη λειτουργεί καθόλου ή μέτρια, προκαλούσε κάτι χειρότερο; Υπήρχαν Άες Σεντάι που είχαν σιγανευτεί μελετώντας κάποια τερ’ανγκριάλ. Είχαν καεί, έτσι το έλεγαν όταν συνέβαινε κατά λάθος, αλλά και πάλι ήταν οριστικό. Η Νυνάβε δεν το πίστευε αυτό, φυσικά, αλλά η Νυνάβε δεν θα ένιωθε ικανοποιημένη παρά μόνο όταν έφτανε στο σημείο να Θεραπεύει κάποιον που ήταν τρεις μέρες νεκρός.

Η Ηλαίην στριφογύριζε το δαχτυλίδι στα δάχτυλά της. Το αποτέλεσμα ήταν απλό και κατανοητό, αλλά ακόμα της διέφευγε το «πώς». Το «πώς» και το «γιατί» ήταν τα κλειδιά. Κατά τη γνώμη της, το μοτίβο των χρωμάτων στα κλειδιά ήταν εξίσου σημαντικό με τη μορφή τους —μόνο ένα συστρεμμένο δαχτυλίδι έκανε τη δουλειά, και το άλλο που είχε γίνει όλο γαλάζιο σου έφερνε φρικτούς εφιάλτες— αλλά δεν ήξερε πώς να αναπαράγει το κόκκινο, το γαλάζιο και το καφέ των αρχικών δαχτυλιδιών. Όμως η βαθιά δομή των αντιγράφων της ήταν ίδια, ο τρόπος που ήταν διευθετημένα τα μικρότερα τμήματά τους, τόσο μικρά που δεν μπορούσες να τα δεις, ούτε να τα εντοπίσεις, δίχως τη Μία Δύναμη. Γιατί, άραγε, είχαν σημασία τα χρώματα; Έμοιαζε να υπάρχει ένα κοινό νήμα σ’ αυτές τις μικρές δομές των τερ’ανγκριάλ που ήταν αναγκαίο για να δουλέψει η διαβίβαση, κι ένα άλλο για εκείνα τα τερ’ανγκριάλ τα οποία απλώς χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη —όταν το είχε ανακαλύψει τυχαία, ήταν το στοιχείο που της είχε επιτρέψει να δοκιμάσει για πρώτη φορά να φτιάξει καινούρια— αλλά υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερε, για τα οποία απλώς έκανε εικασίες.

«Εκεί θα κάθεσαι όλη νύχτα;» ρώτησε ξερά η Νυνάβε κι η Ηλαίην τινάχτηκε. Η Νυνάβε άφησε την πήλινη κούπα στο τραπέζι κι απλώθηκε στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση. «Εσύ είπες ότι δεν πρέπει να περιμένουν. Εγώ πάντως δεν θέλω να δώσω σ’ αυτές τις καρακάξες άλλη μια δικαιολογία για να μου τραβήξουν το αυτάκι».

Η Ηλαίην έβαλε βιαστικά το πιτσιλωτό δαχτυλίδι —δεν ήταν πια πέτρινο, αν κι από πέτρα είχε ξεκινήσει η κατασκευή του— σε ένα κορδόνι, που το πέρασε στο λαιμό της. Η άλλη πήλινη κούπα είχε ένα μίγμα από βότανα που είχε ετοιμάσει η Νυνάβε, με λίγο μέλι για να γλυκάνει την πικράδα τους. Η Ηλαίην ήπιε περίπου το μισό, που ήξερε από προηγούμενες εμπειρίες ότι έφτανε για να τη βυθίσει στον ύπνο ακόμα κι αν είχε πονοκέφαλο. Απόψε ήταν μια από τις νύχτες που δεν έπρεπε να χασομερά.

Τεντώθηκε στο στενό κρεβατάκι, διαβίβασε λιγάκι για να σβήσει το κερί και μετά ανέμισε τη νυχτικιά της για να δροσιστεί λιγάκι. Ή τουλάχιστον για να κάνει λίγο αεράκι. «Μακάρι να καλυτερέψει η Εγκουέν. Βαρέθηκα τα μασημένα λόγια της Σέριαμ και των άλλων. Θέλω να ξέρω τι συμβαίνει!»

Κατάλαβε ότι είχε θίξει ένα επικίνδυνο θέμα. Η Εγκουέν είχε τραυματιστεί πριν από ενάμιση μήνα στην Καιρχίν, τη μέρα που είχαν πεθάνει η Μουαραίν κι η Λανφίαρ. Τη μέρα που είχε εξαφανιστεί ο Λαν.

«Οι Σοφές λένε ότι καλυτερεύει», μουρμούρισε νυσταγμένα η Νυνάβε στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά, δεν φαινόταν να είχε κάνει τον συνειρμό με τον Λαν. «Έτσι ισχυρίζονται η Σέριαμ κι η κλίκα της, και δεν έχουν λόγο να πουν ψέματα, ακόμα κι αν μπορούσαν».

«Τέλος πάντων, εγώ αύριο το βράδυ θα ήθελα είμαι πάνω από τον ώμο της Σέριαμ και να κοιτάω».

«Αν μιλάμε για—» Η Νυνάβε κοντοστάθηκε για να χασμουρηθεί. «Αν μιλάμε για απραγματοποίητες ευχές, δεν εύχεσαι καλύτερα να σε εκλέξει εσένα Άμερλιν η Αίθουσα; Αυτή είναι πιθανότερο να βγει αληθινή. Μέχρι να βγάλουν κάποια, θα είμαστε αρκετά γριές για τη θέση».

Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα για να αποκριθεί, αλλά, σύμφωνα με το παράδειγμα της άλλης γυναίκας, χασμουρήθηκε κι αυτή. Η Νυνάβε άρχισε να ροχαλίζει, όχι δυνατά, αλλά με πείσμα κι επιμονή. Η Ηλαίην άφησε τα μάτια της να κλείσουν, όμως οι σκέψεις της ήταν άθελά της προσηλωμένες.

Η Αίθουσα είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα με ραθυμία, μιας κι οι Καθήμενες κάποιες μέρες συναντιούνταν για λιγότερο από μια ώρα και κάποιες άλλες καθόλου. Αν έπιανες μια να της μιλήσεις, έκανε σαν να μην υπήρχε βιασύνη, αν και βεβαίως οι Καθήμενες των έξι Ατζα —δεν υπήρχαν Κόκκινες στο Σαλιντάρ, φυσικά— δεν έλεγαν ούτε στις υπόλοιπες Άες Σεντάι τι συζητούσαν στις συγκεντρώσεις τους, πόσο μάλλον σε μια Αποδεχθείσα. Μπορεί οι σκοποί τους να παρέμεναν μυστικοί, αλλά σίγουρα όχι το γεγονός ότι είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Η Ελάιντα κι ο Πύργος δεν θα μπορούσαν να τις αγνοούν επ’ άπειρον. Εκτός αυτού, οι Λευκομανδίτες βρίσκονταν μερικά μίλια παραπέρα, στην Αμαδισία, κι είχαν ακουστεί φήμες για Δρακορκισμένους εδώ στην Αλτάρα. Μόνο το Φως ήξερε τι θα έκαναν οι Δρακορκισμένοι, αν δεν τους είχε ο Ραντ υπό τον έλεγχό του. Ο Προφήτης ήταν ένα καλό παράδειγμα — ή μάλλον ένα φρικτό παράδειγμα. Ταραχές, σπίτια κι αγροκτήματα πυρπολημένα, άνθρωποι δολοφονημένοι, επειδή δεν είχαν επιδείξει αρκετό ζήλο υπέρ του Αναγεννημένου Δράκοντα.

Το ροχαλητό της Νυνάβε ακουγόταν σαν ύφασμα που σχιζόταν, αλλά κάπου στο βάθος. Άλλο ένα χασμουρητό έκανε τα σαγόνια της Ηλαίην να ανοίξουν διάπλατα· η κοπέλα γύρισε στο πλευρό και βολεύτηκε στο λεπτό μαξιλάρι. Υπήρχαν λόγοι για να βιαστούν. Ο Σαμαήλ κατείχε το Ίλιαν, και το Σαλιντάρ απείχε μόνο μερικές εκατοντάδες μίλια από τα Ιλιανά σύνορα, υπερβολικά κοντά σε έναν Αποδιωγμένο. Μόνο το Φως ήξερε πού ήταν οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι και τι πλεκτάνες ετοίμαζαν. Ήταν κι ο Ραντ· έπρεπε να ανησυχούν και για τον Ραντ. Αυτός δεν ήταν κίνδυνος, φυσικά. Ποτέ δεν θα αποτελούσε κίνδυνο. Αλλά ήταν το κλειδί για όλα· ο κόσμος τώρα στ’ αλήθεια περιστρεφόταν γύρω του. Η Εγκουέν θα τον δέσμευε, με κάποιον τρόπο. Η Μιν. Η Μιν κι η αντιπροσωπεία πρέπει να ήταν τώρα στα μισά του δρόμου για το Κάεμλυν. Δεν υπήρχαν χιόνια που θα τις καθυστερούσαν. Χρειάζονταν άλλον ένα μήνα για να φτάσουν. Όχι ότι ανησυχούσε μήπως η Μιν πλησίαζε τον Ραντ. Δεν είχε μυαλό η Αίθουσα; Ο ύπνος την αγκάλιασε, κι η Ηλαίην βυθίστηκε στον Τελ’αράν’ριοντ...

...και βρέθηκε να στέκεται στον κεντρικό δρόμο ενός σιωπηλού, νυχτωμένου Σαλιντάρ, με το φεγγάρι φαρδύ-πλατύ από πάνω της. Έβλεπε καθαρά, πιο καθαρά απ’ όσο θα διέκρινε κανονικά με το φεγγαρόφωτο. Υπήρχε πάντα μια αίσθηση φωτός στον Κόσμο των Ονείρων, από παντού και από πουθενά, λες και το ίδιο το σκοτάδι είχε μια σκοτεινή ανταύγεια. Αλλά βέβαια έτσι ήταν τα όνειρα, κι αυτό εδώ ήταν όνειρο, αν κι όχι ένα συνηθισμένο όνειρο.

Το χωριό εδώ αντικατόπτριζε το πραγματικό Σαλιντάρ, αλλά σαν ένα παράξενο αντίγραφο, με πιο έντονη την αίσθηση της ακινησίας απ’ όσο θα προσέδιδε η νύχτα. Όλα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά, και μια άδεια αίσθηση κρεμόταν παντού, σαν να ήταν ακατοίκητα όλα εκείνα τα κτήρια. Φυσικά, εδώ δεν κατοικούσε κανείς. Το ψιλό κάλεσμα ενός νυχτοπουλιού πήρε απάντηση από ένα άλλο, κι ύστερα ένα τρίτο, και μετά κάτι έκανε έναν αμυδρό ήχο θροΐσματος, καθώς σερνόταν να κρυφτεί στο παράξενο ημίφως, αλλά οι στάβλοι θα ήταν άδειοι, όπως επίσης οι ξύλινες μάντρες έξω από το χωριό, και τα ξέφωτα όπου ήταν μαζεμένα τα πρόβατα και τα γελάδια. Θα υπήρχαν άφθονα αγρίμια, αλλά κανένα εξημερωμένο ζώο. Οι λεπτομέρειες θα άλλαζαν από τη μια ματιά ως την άλλη· το κτήριο με την καλαμοσκεπή παρέμενε ίδιο, όμως το βαρέλι του νερού θα ήταν σε κάπως διαφορετικό σημείο ή θα είχε χαθεί, μια πόρτα που ήταν ανοιχτή θα φαινόταν κλειστή. Όσο πιο εφήμερο ήταν κάτι στον πραγματικό κόσμο, τόσο περισσότερο θα άλλαζε η θέση ή η κατάστασή του εδώ, τόσο πιο ασταθής η αντανάκλαση του.

Κάποιες στιγμές φευγαλέα ίχνη κίνησης φαίνονταν στο σκοτεινό δρόμο, όλο και κάποιος εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν ύστερα από μερικά βήματα, ή, ακόμα, έπλεε πάνω από το έδαφος σαν να πετούσε Πολλά όνειρα των ανθρώπων άγγιζαν τον Τελ’αράν’ριοντ, αλλά για ελάχιστο διάστημα. Ήταν δείγμα καλής τύχης για την Ηλαίην και τις άλλες. Μια άλλη ιδιότητα του Κόσμου των Ονείρων ήταν πως ό,τι σου συνέβαινε εδώ ήταν αληθινό όταν ξυπνούσες. Αν πέθαινες εδώ, δεν θα ξυπνούσες. Ένα παράξενο καθρέφτισμα. Μόνο ο καύσωνας παρέμενε ίδιος.

Η Νυνάβε στεκόταν εκεί μέσα σε ένα λευκό φόρεμα Αποδεχθείσας με τις χρωματιστές ρίγες στον ποδόγυρο, δείχνοντας ανυπομονησία πλάι στη Σιουάν και τη Ληάνε. Είχε επίσης και το ασημένιο βραχιόλι, μολονότι απ’ εδώ δεν θα είχε αποτέλεσμα στον ξυπνητό κόσμο· το βραχιόλι ακόμα κρατούσε τη Μογκέντιεν, αλλά η Νυνάβε, έξω από το σώμα της, δεν θα ένιωθε τίποτα διαμέσου του. Η Ληάνε ήταν μεγαλοπρεπής και λεπτή, αν και, κατά τη γνώμη της Ηλαίην, η σχεδόν διαφανής Ντομανική εσθήτα από λεπτό μετάξι αποσπούσε την προσοχή από την κομψότητά της. Επίσης, τα χρώματα συνεχώς άλλαζαν· αυτό συνέβαινε μέχρι να μάθεις πώς λειτουργούσαν τα πράγματα εδώ. Η Σιουάν ήταν πιο έμπειρη. Είχε απλό φόρεμα από γαλάζιο μετάξι, ανοιχτό στο λαιμό, ίσα για να δείξει το συστρεμμένο δαχτυλίδι φορεμένο ως μενταγιόν. Όμως στο φόρεμα εμφανίζονταν και χάνονταν δαντέλες, κι η ασημένια αλυσιδίτσα γινόταν περίτεχνο περιδέραιο, άλλοτε με ρουμπίνια κι άλλοτε φλογόσταλες ή σμαράγδια με χρυσό δέσιμο, με τα ανάλογα σκουλαρίκια, κι έπειτα ξαναγινόταν απλή αλυσίδα.

Το κρεμασμένο στον λαιμό της Σιουάν δαχτυλίδι ήταν το αυθεντικό· βλέποντάς την, έμοιαζε να είναι πραγματική όσο τα κτήρια. Η Ηλαίην έβλεπε τον εαυτό της εξίσου πραγματικό, όμως ήξερε ότι οι άλλοι την έβλεπαν κάπως θολή, κι έτσι θολές φαίνονταν επίσης η Νυνάβε κι η Ληάνε. Νόμιζες ότι θα έβλεπες το σεληνόφως από μέσα τους. Να τι πάθαινε κανείς όταν χρησιμοποιούσε αντίγραφο. Ένιωθε την Αληθινή Πηγή, αλλά ένιωθε το σαϊντάρ να της ξεγλιστρά· αν προσπαθούσε να διαβιβάσει, τα αποτελέσματα θα ήταν ισχνά. Αυτό δεν θα συνέβαινε με το δαχτυλίδι που φορούσε η Σιουάν, όμως όταν είχες μυστικά τα οποία είχε ανακαλύψει κάποιος, αλλά δεν τολμούσες να τα φανερώσεις σε όλους, αυτό ήταν το τίμημα. Η Σιουάν εμπιστευόταν περισσότερο το πρωτότυπο παρά τα αντίγραφα της Ηλαίην, κι έτσι το φορούσε —αν και μερικές φορές το έβαζε η Ληάνε— ενώ η Ηλαίην κι η Νυνάβε, που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το σαϊντάρ, αναγκαστικά φορούσαν τα αντίγραφα.

«Πού είναι;» ρώτησε απαιτητικά η Σιουάν. Ο λαιμός του φορέματός της ανεβοκατέβαινε. Το φόρεμα είχε γίνει πράσινο τώρα και το δαχτυλίδι ήταν περασμένο σε ένα κολιέ από χοντρές φεγγαρόπετρες. «Λες και δεν φτάνει που θέλουν να πιάσουν τα κουπιά στη βάρκα μου, με κάνουν και περιμένω από πάνω».

«Δεν ξέρω γιατί σε ταράζει που θα έρθουν κι αυτές», της είπε η Ληάνε. «Σου αρέσει να τις βλέπεις όταν κάνουν λάθη. Ξέρουν πολύ λιγότερα απ’ όσα νομίζουν». Για μια στιγμή, η εσθήτα της έγινε επικίνδυνα διαφανής· μια σειρά γεμάτη από χοντρές πέρλες φάνηκε γύρω από το λαιμό της κι εξαφανίστηκε. Δεν το πρόσεξε. Εδώ είχε ακόμα λιγότερη εμπειρία από τη Σιουάν.

«Θέλω να κοιμηθώ πραγματικά», μουρμούρισε η Σιουάν. «Δεν προφταίνω να πάρω ούτε ανάσα με τις δουλειές που μου βάζει ο Μπράυν. Αλλά πρέπει να περιμένω πότε θα μας κάνουν τη χάρη κάποιες γυναίκες που θα περάσει η μισή νύχτα μέχρι να θυμηθούν πώς περπατάς εδώ. Για να μην πω που φορτωθήκαμε κι αυτές τις δύο». Κοίταξε την Ηλαίην και τη Νυνάβε σμίγοντας τα φρύδια, κι έπειτα ύψωσε ένα αγανακτισμένο βλέμμα στον ουρανό.

Η Νυνάβε έπιασε γερά την πλεξούδα της, σημάδι ότι είχε αρχίσει να κορώνει. Αυτή τη φορά, η Ηλαίην συμφωνούσε απολύτως μαζί της. Ήταν δύσκολο να είσαι δασκάλα με μαθήτριες που νόμιζαν ότι ήξεραν περισσότερα από σένα κι ήταν πιθανότερο να σου βάλουν αυτές τις φωνές παρά εσύ σ’ εκείνες. Φυσικά, οι άλλες ήταν χειρότερες κι από τη Σιουάν κι από τη Ληάνε. Μα πού ήταν πια;

Στο δρόμο φάνηκε μια κίνηση. Έξι γυναίκες, που τις περιέβαλλε η λάμψη του σαϊντάρ, οι οποίες δεν εξαφανίστηκαν. Ως συνήθως, η Σέριαμ κι οι άλλες του συμβουλίου της είχαν ονειρευτεί τον εαυτό τους στις κρεβατοκάμαρές τους κι είχαν έρθει περπατώντας. Η Ηλαίην δεν ήξερε αν καταλάβαιναν τα χαρακτηριστικά του Τελ’αράν’ριοντ ή όχι ακόμα. Πάντως, συχνά επέμεναν να κάνουν τα πράγματα με τον δικό τους τρόπο, παρ’ όλο που υπήρχε καλύτερος. Ποιος ήξερε καλύτερα από τις Άες Σεντάι;

Οι έξι Άες Σεντάι ήταν πράγματι πρωτάρες στον Τελ’αράν’ριοντ και τα φορέματά τους άλλαζαν με κάθε ματιά που έριχνε η Ηλαίην. Στην αρχή μία απ’ αυτές φορούσε το κεντητό επώμιο των Άες Σεντάι με κρόσσια στο χρώμα του Άτζα της και τη Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον να σχηματίζει ένα ευδιάκριτο δάκρυ στη ράχη της, έπειτα τέσσερις, έπειτα καμία. Μερικές φορές ήταν ελαφριά κάπα ταξιδίου, για να προστατεύει από τη σκόνη, με τη Φλόγα στη ράχη κι αριστερά στο στήθος. Τα αγέραστα πρόσωπά τους δεν έδειχναν να επηρεάζονται από τη ζέστη, φυσικά —αυτό ήταν συνηθισμένο για τις Άες Σεντάι— και δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στα ρούχα τους.

Ήταν θολές όσο η Νυνάβε κι η Ληάνε. Η Σέριαμ κι οι άλλες εμπιστεύονταν περισσότερα τα τερ’ανγκριάλ των ονείρων που απαιτούσαν διαβίβαση, παρά τα δαχτυλίδια. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ο Κόσμος των Ονείρων δεν είχε σχέση με τη Μία Δύναμη. Η Ηλαίην, πάντως, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιες χρησιμοποιούσαν αντίγραφα. Κάπου πάνω τους οι τρεις θα είχαν έναν μικρό δίσκο από κάτι που κάποτε ήταν σίδηρος, ο οποίος είχε χαραγμένη κι από τις δύο πλευρές μια σφιχτή σπειροειδή γραμμή κι έπαιρνε ενέργεια από μια ροή Πνεύματος, τη μόνη από τις Πέντε Δυνάμεις που μπορούσες να διαβιβάσεις στον ύπνο σου. Εκτός από εδώ, που μπορούσες να τις διαβιβάσεις όλες. Οι άλλες τρεις γυναίκες θα έφεραν πάνω τους μικρές πλάκες, κεχριμπαρένιες κάποτε, εντός των οποίων υπήρχαν σκαλισμένες μορφές κοιμώμενων γυναικών. Ακόμα κι αν η Ηλαίην είχε και τα έξι τερ’ανγκριάλ μπροστά της, δεν θα είχε την ικανότητα να ξεχωρίσει ποια ήταν τα δύο πρωτότυπα· αυτά τα αντίγραφα είχαν βγει πολύ καλά. Αλλά, έστω κι έτσι, ήταν απλώς αντίγραφα.

Καθώς οι Άες Σεντάι προχωρούσαν παρέα στον χωματόδρομο, η Ηλαίην άκουσε το τέλος της συζήτησής τους, αν και δεν έβγαζε άκρη από τα λεγόμενά τους.

«...θα χλευάσουν την επιλογή μας, Καρλίνυα», έλεγε η Σέριαμ με τα πυρόξανθα μαλλιά, «αλλά θα χλευάσουν όποια επιλογή κι αν κάνουμε. Ας υποστηρίξουμε την απόφασή μας. Είναι περιττό να σου απαριθμήσω ξανά τους λόγους».

Η Μόρβριν, μια γεροδεμένη Καφέ αδελφή με γκρίζες πινελιές στα μαλλιά, ξεφύσησε κι είπε, «Ύστερα από τόση δουλειά που κάναμε με την Αίθουσα, θα δυσκολευόμασταν να τους αλλάξουμε τώρα γνώμη».

«Αν δεν μας περιγελάσει κανένας μονάρχης, τι μας νοιάζει;» ξεσπάθωσε η Μυρέλ. Ήταν η νεότερη από τις έξι, δεν είχε πολλά χρόνια που ήταν Άες Σεντάι, και φαινόταν εκνευρισμένη.

«Ποιος θα τολμούσε;» ρώτησε η Ανάγια, σαν γυναίκα που ρωτούσε ποιο παιδί θα τολμούσε να πατήσει λασπωμένο στα χαλιά της. «Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει βασιλιάς ή βασίλισσα που να ξέρει αρκετά από τα εσωτερικά των Άες Σεντάι ώστε να το καταλάβει. Μόνο η γνώμη των αδελφών μας πρέπει να μας νοιάζει, όχι των άλλων».

«Αυτό που με ανησυχεί», αποκρίθηκε ψυχρά η Καρλίνυα, «είναι ότι αν την καθοδηγούμε εύκολα εμείς, ίσως μπορέσουν να την καθοδηγήσουν εύκολα κι άλλοι». Η Λευκή αδελφή, χλωμή με μάτια σχεδόν μαύρα, ήταν πάντα ψυχρή, παγερή θα έλεγαν μερικοί.

Όποιο κι αν ήταν το θέμα, δεν ήθελαν να το συζητήσουν μπροστά στην Ηλαίην ή τις άλλες· σιώπησαν λίγο πριν τις φτάσουν.

Η αντίδραση της Σιουάν και της Ληάνε στις νεοφερμένες ήταν να γυρίσουν απότομα την πλάτη η μία στην άλλη, λες και η άφιξη των Άες Σεντάι είχε διακόψει κάποια φιλονικία. Η Ηλαίην κοίταξε γρήγορα το φόρεμά της. Ήταν το κατάλληλο λευκό φόρεμα με τις σωστές ρίγες. Δεν ήξερε πώς ένιωθε γι’ αυτό, που εμφανιζόταν με το κατάλληλο φόρεμα δίχως ιδιαίτερη σκέψη· θα έβαζε στοίχημα ότι η Νυνάβε είχε άλλη ενδυμασία όταν είχε εμφανιστεί κι είχε αναγκαστεί να την αλλάξει. Βέβαια, η Νυνάβε ήταν ατρόμητη και πάλευε με τους περιορισμούς στους οποίους η Ηλαίην συναινούσε. Πώς θα κατάφερνε να κυβερνήσει το Άντορ; Αν η μητέρα της ήταν νεκρή. Αν.

Η Σέριαμ, παχουλούλα με ψηλά ζυγωματικά, έστρεψε τα γερτά πράσινα μάτια της στη Σιουάν και τη Ληάνε. Για μια στιγμή, φάνηκε να φορά ένα επώμιο με γαλάζια κρόσσια. «Αν δεν μάθετε να τα βγάζετε πέρα μαζί εσείς οι δύο, τότε ορκίζομαι ότι θα σας στείλω πίσω στην Τιάνα». Ο τόνος έδειχνε κάτι που το έλεγε συχνά χωρίς να το εννοεί πια στ’ αλήθεια.

«Αρκετό καιρό δουλεύατε μαζί», είπε η Μπεόνιν με την Ταραμπονέζικη προφορά της. Ήταν μια όμορφη Γκρίζα με μελένια μαλλιά, πλεγμένα σε πλήθος κοτσιδούλες, και γκριζογάλανα μάτια που συνεχώς έδειχναν ξαφνιασμένα. Τίποτα, όμως, δεν ξάφνιαζε την Μπεόνιν. Δεν θα πίστευε ότι ο ήλιος είχε ανατείλει το πρωί, αν δεν το έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια, αλλά, κατά τη γνώμη της Ηλαίην, αν ένα πρωί ο ήλιος αρνιόταν να βγει, η Μπεόνιν δεν θα ταραζόταν καθόλου. Απλώς θα επιβεβαίωνε ότι είχε δίκιο όταν απαιτούσε αποδείξεις. «Μπορείτε και πρέπει να συνεργαστείτε ξανά».

Η Μπεόνιν μιλούσε σαν να το είχε πει αυτό τόσες φορές που δεν χρειαζόταν να το σκεφτεί. Όλες οι Άες Σεντάι είχαν συνηθίσει πια τη Σιουάν και τη Ληάνε. Είχαν αρχίσει να τις αντιμετωπίζουν σαν δυο κοριτσόπουλα που δεν σταματούν να τσακώνονται. Οι Άες Σεντάι είχαν την τάση να βλέπουν σαν παιδιά όσες δεν ήταν Άες Σεντάι. Ακόμα κι αυτές τις δύο που κάποτε ήταν αδελφές.

«Ή στείλ’ τες στην Τιάνα ή μη τις στείλεις», ξέσπασε η Μυρέλ, «αλλά πάψε να το λες». Κατά τη γνώμη της Ηλαίην, η μελαψή, όμορφη γυναίκα δεν ήταν θυμωμένη με τη Σιουάν ή με τη Ληάνε. Ίσως να μην ήταν θυμωμένη με κάποια συγκεκριμένα. Είχε ευέξαπτο χαρακτήρα, κάτι αξιοσημείωτο ακόμα και για τις Πράσινες αδελφές. Το χρυσοκίτρινο μεταξωτό φόρεμά της απόκτησε ψηλό λαιμό, αλλά με οβάλ ντεκολτέ που άφηνε να φαίνεται το πάνω μέρος του στήθους της· φορούσε επίσης ένα αλλόκοτο περιδέραιο, σαν πλατύ ασημένιο κολάρο απ’ όπου κρέμονταν τρία μικρά εγχειρίδια, οι λαβές των οποίων φώλιαζαν στη σχισμή του στήθους της. Εμφανίστηκε και τέταρτο εγχειρίδιο, το οποίο εξαφανίστηκε τόσο γοργά, ώστε ίσως το είχε απλώς φανταστεί. Κοίταξε τη Νυνάβε από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να έψαχνε για κάποιο δικό της σφάλμα. «Θα πάμε στον Πύργο ή δεν θα πάμε; Αν είναι να πάμε, τότε ας κάνουμε κάτι χρήσιμο μιας και ξεκινήσαμε».

Τώρα η Ηλαίην κατάλαβε γιατί ήταν θυμωμένη η Μυρέλ. Όταν η ίδια κι η Νυνάβε είχαν πρωτοφτάσει στο Σαλιντάρ, αντάμωναν την Εγκουέν στον Τελ’αράν’ριοντ κάθε επτά μέρες για να πουν η μια στην άλλη τι είχαν μάθει. Κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο, μιας και την Εγκουέν πάντα τη συνόδευε τουλάχιστον μ{α από τις Αελίτισσες Ονειροβάτισσες στις οποίες μαθήτευε. Είχαν δυσκολευτεί για να συναντιούνται χωρίς μια-δυο Σοφές. Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά είχαν τελειώσει όταν είχαν φτάσει στο Σαλιντάρ. Αυτές οι έξι Άες Σεντάι του συμβουλίου της Σέριαμ είχαν πάρει το πάνω χέρι στις συναντήσεις, τότε που είχαν μόνο τα τρία αρχικά τερ’ανγκριάλ κι ελάχιστη γνώση του Τελ’αράν’ριοντ, πέραν του πώς να μπαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό είχε συμβεί όταν είχε τραυματιστεί η Εγκουέν, κι έτσι έμεναν οι Άες Σεντάι να αντιμετωπίζουν Σοφές, δύο ομάδες υπερήφανων κι αποφασισμένων γυναικών, που η κάθε μια ήταν καχύποπτη για τις επιδιώξεις της άλλης και καμία δεν ήθελε ούτε να υποχωρήσει έστω κι ένα βήμα, ούτε να σκύψει το κεφάλι έστω έναν πόντο.

Φυσικά, η Ηλαίην δεν ήξερε τι διαδραματιζόταν σ’ αυτές τις συναντήσεις, αλλά είχε να κρίνει από τις δικές της εμπειρίες, κι άκουγε φευγαλέα κουβέντες από τη Σέριαμ και τις άλλες.

Οι Άες Σεντάι ήταν σίγουρες ότι αν χρειαζόταν μπορούσαν να μάθουν τα πάντα, συνήθως απαιτούσαν να τους δείχνεις το σεβασμό που θα άρμοζε σε μια βασίλισσα, και πάντα περίμεναν ότι θα τους έλεγες αυτό που ήθελαν να μάθουν δίχως περιστροφές και καθυστερήσεις. Όπως φαινόταν, είχαν ζητήσει επιτακτικά απαντήσεις για τα πάντα: τι σχεδίαζε να κάνει ο Ραντ, πότε θα ανάρρωνε η Εγκουέν για να επιστρέψει στον Κόσμο των Ονείρων, αν ήταν δυνατόν να κατασκοπεύσεις τα όνειρα των ανθρώπων στον Τελ’αράν’ριοντ ή να μπεις με το σώμα σου στον Κόσμο των Ονείρων, κι αν μπορούσες να φέρεις κάποιον στο όνειρο ενάντια στη θέλησή του. Είχαν ρωτήσει αρκετές φορές αν ο πραγματικός κόσμος επηρεαζόταν απ· αυτό που έκανες στο όνειρο, κάτι εντελώς αδύνατο, για το οποίο όμως αμφέβαλλαν. Η Μόρβριν είχε διαβάσει μερικά πράγματα για τον Τελ’αράν’ριοντ κι είχε σκεφτεί ερωτήσεις, αν κι η Ηλαίην υποψιαζόταν ότι κάποιες απ’ αυτές προέρχονταν από τη Σιουάν. Πίστευε ότι η Σιουάν έψαχνε τρόπο να συμμετάσχει κι αυτή στις συναντήσεις, όμως οι Άες Σεντάι θεωρούσαν ότι ήταν αρκετή παραχώρηση που της επέτρεπαν να χρησιμοποιεί το δαχτυλίδι ως βοήθημα στη δουλειά της με τους πληροφοριοδότες. Αυτό που ενοχλούσε τη Σιουάν ήταν ότι οι Άες Σεντάι έχωναν τη μύτη τους σ’ αυτή τη δουλειά.

Όσο για τις Αελίτισσες... Σοφές —η Ηλαίην γνώριζε για τις Ονειροβάτισσες από τις δικές τους συναντήσεις— αυτές όχι μόνο ήξεραν όσα μπορούσες να μάθεις για τον Κόσμο των Ονείρων, αλλά τον θεωρούσαν προσωπική τους ιδιοκτησία. Δεν τους άρεσε να πηγαίνει κανείς εκεί χωρίς να ξέρει, κι όταν θεωρούσαν ότι κάτι ήταν ανοησία, το αντιμετώπιζαν με αυστηρότητα. Εκτός αυτού, ήταν εχέμυθες, υπερβολικά αφοσιωμένες στον Ραντ· δεν ήθελαν να πουν πολλά πέρα από το ότι ήταν ζωντανός κι ότι η Εγκουέν θα επέστρεφε στον Τελ’αράν’ριοντ όταν θα ήταν καλύτερα, ενώ ήταν απρόθυμες να απαντήσουν σε ερωτήσεις τις οποίες θεωρούσαν ανάρμοστες. Κι αυτό το τελευταίο σήμαινε ότι δεν πίστευαν ότι ο ερωτών ήξερε αρκετά για να ακούσει την απάντηση, ή ότι η ερώτηση ή η απάντηση ή και τα δύο με κάποιον τρόπο παραβίαζαν την παράξενη φιλοσοφία τους περί τιμής κι υποχρεώσεων. Η Ηλαίην για το τζι’ε’τόχ γνώριζε μόνο την ύπαρξή του κι ότι προκαλούσε πολύ παράξενη και πολύ εύθικτη συμπεριφορά.

Με δυο λόγια, ήταν η συνταγή της καταστροφής, κι η Ηλαίην θεωρούσε πιθανό ότι τη σέρβιραν φρέσκια κάθε επτά μέρες, τουλάχιστον από τη σκοπιά των Άες Σεντάι.

Στην αρχή η Σέριαμ κι οι άλλες πέντε ζητούσαν μαθήματα κάθε βράδυ, τώρα όμως ο αριθμός είχε μειωθεί σε δύο. Το ένα ήταν τη βραδιά πριν συναντήσουν τις Σοφές, σαν να ήθελαν να ακονίσουν την ικανότητά τους μια τελευταία φορά πριν από αγώνα. Και το άλλο την επόμενη βραδιά, συνήθως με μισόλογα, σαν να ήθελαν να καταλάβουν τι είχε πάει στραβά κι έψαχναν τρόπο να το αντιμετωπίσουν. Η Μυρέλ μάλλον έβραζε από τώρα για την καταστροφή της επόμενης νύχτας. Σίγουρα, όλο και κάποιου είδους καταστροφή θα υπήρχε.

Η Μόρβριν στράφηκε στη Μυρέλ κι άνοιξε το στόμα, όμως ξαφνικά εμφανίστηκε μια άλλη γυναίκα ανάμεσά τους. Η Ηλαίην έκανε μια στιγμή για να αναγνωρίσει την Γκέρα, μια από τις μαγείρισσες, που το πρόσωπό της τώρα είχε αγέραστα χαρακτηριστικά. Φορώντας επώμιο με πράσινα κρόσσια και τη Φλόγα της Ταρ Βάλον στην πλάτη, ζυγίζοντας το μισό απ’ όσο στην πραγματικότητα, η Γκέρα ύψωσε επιτιμητικά το δάχτυλο στις Άες Σεντάι — κι εξαφανίστηκε.

«Τέτοια όνειρα βλέπει λοιπόν;» είπε ψυχρά η Καρλίνυα. Το χιονάτο μεταξωτό φόρεμά της έβγαλε μανίκια που κρέμονταν και σκέπαζαν τους καρπούς της, και ψηλό, στενό λαιμό κάτω από τον γιακά της. «Κάποια θα ’πρεπε να της πει δυο λογάκια».

«Άφησέ την, Καρλίνυα», είπε η Ανάγια γελώντας πνιχτά. «Η Γκέρα είναι καλή μαγείρισσα. Άσε την να έχει τα όνειρά της. Κι εγώ η ίδια καταλαβαίνω τα θέλγητρά τους». Ξαφνικά, έγινε λεπτότερη και ψηλότερη. Τα χαρακτηριστικά της δεν άλλαξαν· είχε το ίδιο απλό, καλοσυνάτο πρόσωπο, όπως πάντα. Γέλασε και ξανάγινε όπως πριν. «Δεν βλέπεις έστω και μια φορά το αστείο, Καρλίνυα;» Ακόμα κι όταν ξεφύσηξε, η Καρλίνυα το έκανε ψυχρά.

«Προφανώς η Γκέρα μας είδε», είπε η Μόρβριν, «αλλά θα μας θυμάται άραγε;» Τα σκούρα, σκληρά μάτια της φαίνονταν συλλογισμένα. Το φόρεμά της, από απλό σκούρο μάλλινο ύφασμα, ήταν το πιο σταθερό από τα φορέματα των έξι τους. Οι λεπτομέρειες άλλαζαν, αλλά τόσο διακριτικά που η Ηλαίην δεν ήξερε να πει τι ήταν διαφορετικό.

«Φυσικά και θα μας θυμάται», είπε στυφά η Νυνάβε. Το είχε εξηγήσει κι άλλοτε. Έξι Άες Σεντάι την κάρφωσαν με το βλέμμα, υψώνοντας τα φρύδια τους, κι αυτή μαλάκωσε τη φωνή. Ούτε και σ’ αυτήν άρεσε να καθαρίζει κατσαρολικά. «Αν θυμάται το όνειρο, θα μας θυμάται. Αλλά μόνο σαν όνειρο».

Η Μόρβριν έσμιξε τα φρύδια. Απαιτούσε αποδείξεις σχεδόν όσο κι η Μπεόνιν. Η μαρτυρική έκφραση της Νυνάβε θα την έβαζε σε μπελάδες, όποιος κι αν ήταν ο τόνος της. Πριν, όμως, προλάβει η Ηλαίην να πει κάτι για να τραβήξει την προσοχή των Άες Σεντάι από τη Νυνάβε, η Ληάνε μίλησε με ένα σχεδόν απολογητικό μειδίαμα.

«Τι λέτε, δεν πάμε τώρα;»

Η Σιουάν ξεφύσησε περιφρονητικά γι’ αυτή την επίδειξη ντροπαλότητας, κι η Ληάνε την κοίταξε έντονα. «Ναι, σίγουρα θα θέλετε να έχετε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στον Πύργο», είπε η Σιουάν, με τόνο σεβασμού αυτή τη φορά, κι η Ληάνε ρούφηξε τη μύτη της.

Τα κατάφερναν μια χαρά. Η Σέριαμ κι οι άλλες δεν υποψιάζονταν καθόλου ότι η Σιουάν κι η Ληάνε δεν ήταν απλώς δυο σιγανεμένες γυναίκες που πάσχιζαν να βρουν ένα σκοπό που θα τις κρατούσε ζωντανές, που πάσχιζαν να διατηρήσουν ένα μέρος από την προηγούμενη ζωή τους. Δεν ήταν μόνο δύο γυναίκες που όλη την ώρα τσακώνονταν σαν παιδιά. Οι Άες Σεντάι έπρεπε να θυμούνται ότι η Σιουάν φημιζόταν για την ισχυρή της βούληση και για την επιδεξιότητά της στο να χειραγωγεί τους άλλους, και σε μικρότερο βαθμό το ίδιο κι η Ληάνε. Αν φαίνονταν μονοιασμένες, αν έδειχναν τον πραγματικό εαυτό τους, οι έξι Άες Σεντάι θα το είχαν θυμηθεί και θα εξέταζαν εξονυχιστικά ό,τι έλεγαν οι δυο τους. Αλλά όταν φαίνονταν διαιρεμένες, φτύνοντας δηλητήριο η μια στο πρόσωπο της άλλης, σχεδόν κλαίγοντας μπροστά στις Άες Σεντάι χωρίς να δείχνουν ότι το αντιλαμβάνονταν... Όταν η μια αναγκαζόταν να συμφωνήσει απρόθυμα με την άλλη, αυτό προσέδιδε ιδιαίτερο βάρος στην άποψή τους. Η Ηλαίην ήξερε ότι χρησιμοποιούσαν αυτό το τέχνασμα για να κατευθύνουν τη Σέριαμ και τις υπόλοιπες προκειμένου να υποστηρίξουν τον Ραντ. Ευχήθηκε μόνο να ήξερε για τι άλλο το χρησιμοποιούσαν.

«Έχουν δίκιο», είπε με σταθερή φωνή η Νυνάβε, ρίχνοντας μια αηδιασμένη ματιά στη Σιουάν και τη Ληάνε. Η προσποίηση ενοχλούσε τα μάλα τη Νυνάβε: η Νυνάβε ποτέ δεν θα ικέτευε για τη ζωή της. «Θα έπρεπε να έχετε μάθει πια ότι όσο περισσότερο χρόνο περνάτε εδώ, τόσο λιγότερο ξεκουράζεστε στην πραγματικότητα. Ο ύπνος όταν είστε στον Τελ’αράν’ριοντ δεν σας ωφελεί όσο ο συνηθισμένος ύπνος. Να θυμάστε τώρα ότι, αν δείτε κάτι παράξενο, πρέπει να δείξετε προσοχή». Δεν της άρεσε να λέει τα ίδια και τα ίδια —αυτό φαινόταν καθαρά στη φωνή της— αλλά η Ηλαίην αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι ήταν συχνά αναγκαίο μ’ αυτές τις γυναίκες. Μακάρι μόνο να μην είχε η Νυνάβε τέτοιο τόνο, σαν να μιλούσε σε αργόστροφα παιδιά. «Όταν κάποιος έρχεται ονειρευόμενος στον Τελ’αράν’ριοντ, όπως η Γκέτα, αλλά βλέπει εφιάλτη, καμιά φορά ο εφιάλτης παραμένει, κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Να αποφεύγετε ό,τι μοιάζει ασυνήθιστο. Κι αυτή τη φορά προσπαθήστε να χαλιναγωγήσετε τις σκέψεις σας. Εδώ, αυτό που σκέφτεστε μπορεί να γίνει αληθινό. Εκείνος ο Μυρντράαλ που ξεφύτρωσε από το πουθενά την άλλη φορά, μπορεί να ήταν ένας εφιάλτης που είχε διατηρηθεί, αλλά νομίζω ότι κάποια από σας σκεφτόταν κι αφαιρέθηκε. Μιλούσατε για το Μαύρο Άτζα, αν θυμάστε, και συζητούσατε μήπως έβαζαν Σκιογέννητους στον Πύργο». Σαν να μην έφτανε αυτό, η Νυνάβε πρόσθεσε, «Δεν θα εντυπωσιάσετε τις Σοφές αύριο, αν πετάξετε ανάμεσά σας έναν Μυρντράαλ». Η Ηλαίην μόρφασε.

«Παιδί μου», είπε τρυφερά η Ανάγια, στρώνοντας το επώμιο με τα γαλάζια κρόσσια που τώρα είχε τυλιχτεί ξαφνικά γύρω από τα μπράτσα της, «κάνεις καλή δουλειά, όμως αυτό δεν δικαιολογεί την αυθάδεια».

«Σου έχουν δοθεί πολλά προνόμια», είπε η Μυρέλ, κάθε άλλο παρά τρυφερά, «αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ξέχασες πως είναι προνόμια». Τα σμιγμένα φρύδια της κανονικά θα έκαναν τη Νυνάβε να ριγήσει. Η Μυρέλ τις τελευταίες βδομάδες ήταν ολοένα και πιο σκληρή απέναντι στη Νυνάβε. Κι αυτή επίσης φορούσε το επώμιό της. Όλες το φορούσαν, κάτι που ήταν κακό σημάδι.

Η Μόρβριν ξεφύσησε τραχιά. «Όταν ήμουν Αποδεχθείσα, αν μια κοπέλα μιλούσε με τέτοιον τρόπο σε μια Άες Σεντάι, θα σφουγγάριζε πατώματα επί ένα μήνα, ακόμα κι αν την επόμενη μέρα είχε οριστεί να γίνει Άες Σεντάι».

Η Ηλαίην μίλησε βιαστικά, ελπίζοντας να αποτρέψει τη συμφορά που τις περίμενε. Η Νυνάβε είχε πάρει έκφραση που σίγουρα νόμιζε ότι έδειχνε συμφιλιωτική, αλλά έδειχνε μουτρωμένη και πεισματάρα. «Είμαι βέβαιη ότι δεν εννοούσε κάτι κακό, Άες Σεντάι. Δουλεύουμε τόσο σκληρά. Συγχωρήστε μας, σας παρακαλούμε». Το ότι είχε μπει στη μέση ίσως βοηθούσε, μιας και δεν είχε κάνει τίποτα. Αλλά ίσως και να κατέληγαν κι οι δύο να σφουγγαρίζουν πατώματα. Τουλάχιστον, αυτό έκανε τη Νυνάβε να την κοιτάξει. Και να σκεφτεί, προφανώς, μιας και τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν και πήραν μια έκφραση κατευνασμού, ενώ επίσης έκλινε ίο γόνυ και κοίταζε το χώμα, σαν να ντρεπόταν. Ίσως έτσι να ένιωθε. Ίσως. Η Ηλαίην συνέχισε να μιλά με φούρια, λες κι η Νυνάβε είχε ζητήσει επίσημη συγγνώμη και αυτή είχε γίνει δεκτή. «Ξέρω ότι θέλετε να περάσετε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στον Πύργο, μήπως, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε άλλο; Αν θα μπορούσατε να δείτε με το μυαλό σας το γραφείο της Ελάιντα, όπως το είχατε δει την τελευταία φορά;» Στο Σαλιντάρ ποτέ δεν αποκαλούσαν Άμερλιν την Ελάιντα, και με τον ίδιο τρόπο το γραφείο της Ελάιντα στο Λευκό Πύργο είχε αλλάξει όνομα. «Βάλτε το όλες στο νου σας, ώστε να φτάσουμε μαζί».

Η Ανάγια ένευσε πρώτη, αλλά ακόμα κι η Καρλίνυα κι η Μπεόνιν προτίμησαν να μη δώσουν συνέχεια.

Δεν ήταν σαφές αν είχαν κινηθεί οι δέκα ή αν είχε κινηθεί ο Τελ’αράν’ριοντ γύρω τους. Από τα λίγα που καταλάβαινε στ’ αλήθεια η Ηλαίην, και τα δύο ήταν πιθανό να είχαν συμβεί· ο Κόσμος των Ονείρων ήταν σχεδόν απείρως εύπλαστος. Τη μια στιγμή στέκονταν σε έναν δρόμο του Σαλιντάρ, την άλλη σε ένα μεγάλο, στολισμένο δωμάτιο. Οι Άες Σεντάι ένευσαν με ικανοποίηση, μιας και ακόμα στερούνταν εμπειρίας και χαίρονταν όταν κάτι γινόταν όπως νόμιζαν ότι έπρεπε να γίνει.

Όπως ο Τελ’αράν’ριοντ καθρέφτιζε τον ξυπνητό κόσμο, έτσι αυτό το δωμάτιο καθρέφτιζε τη δύναμη των γυναικών που το χρησιμοποιούσαν τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια. Τα επίχρυσα φανάρια σε στηρίγματα δεν ήταν αναμμένα, αλλά υπήρχε φως, με τον παράξενο τρόπο του Τελ’αράν’ριοντ και των ονείρων. Το ψηλό τζάκι ήταν από χρυσαφί μάρμαρο του Κάντορ, το πάτωμα από γυαλισμένη κοκκινόπετρα των Ορέων της Ομίχλης. Οι τοίχοι είχαν επενδυθεί πρόσφατα —μόλις χίλια χρόνια πριν— με ένα ανοιχτόχρωμο ξύλο που είχε παράξενα νερά κι ήταν σκαλισμένο με μορφές θαυμαστών θηρίων και πουλιών, για τα οποία η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως ήταν γεννήματα της φαντασίας του λαξευτή. Εκθαμβωτικά γαλακτερές πέτρες πλαισίωναν τα ψηλά αψιδωτά παράθυρα που έβγαζαν στο μπαλκόνι, το οποίο έβλεπε στον ιδιωτικό κήπο της Άμερλιν· αυτές οι πέτρες είχαν περισυλλεγεί από μια ανώνυμη πόλη που είχε βυθιστεί στη Θάλασσα των Καταιγίδων κατά το Τσάκισμα του Κόσμου, και κανείς δεν είχε βρει όμοιες τους αλλού.

Κάθε γυναίκα που χρησιμοποιούσε αυτό το δωμάτιο άφηνε τη σφραγίδα της εκεί, έστω και μόνο για το διάστημα που το είχε στη διάθεση της, κι η Ελάιντα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Μια βαριά πολυθρόνα σαν θρόνος, με μια φιλντισένια Φλόγα της Ταρ Βάλον να δεσπόζει πάνω από την ψηλή ράχη της, βρισκόταν πίσω από ένα ογκώδες τραπέζι γραφείου που ήταν περίτεχνα σκαλισμένο με δακτυλιους που ενώνονταν ανά τρεις. Το γραφείο ήταν άδειο κι είχε μόνο τρία κουτιά με Αλταρανό λακάρισμα, που ήταν βαλμένα το καθένα στην ίδια ακριβώς απόσταση από το διπλανό του. Ένα απλό λευκό βάζο στεκόταν σε ένα λιτό λευκό βάθρο σε έναν τοίχο. Στο βάζο ήταν βαλμένα λουλούδια, που ο αριθμός και το χρώμα τους άλλαζε όταν τα ξανακοίταζες, αλλά ήταν πάντα διευθετημένα με μια αυστηρή τάξη. Τριαντάφυλλα, τέτοια εποχή, με τέτοιο καιρό! Είχαν σπαταλήσει τη Μία Δύναμη για να τα καλλιεργήσουν. Η Ελάιντα έκανε το ίδιο όταν ήταν σύμβουλος της μητέρας της Ηλαίην.

Πάνω από το τζάκι κρεμόταν ένας πίνακας σύγχρονης τεχνοτροπίας, σε τεντωμένο καμβά, που έδειχνε δύο άνδρες να πολεμούν εν μέσω νεφών, εξακοντίζοντας κεραυνούς. Ο ένας είχε πρόσωπο από φωτιά κι ο άλλος ήταν ο Ραντ. Η Ηλαίην βρισκόταν τότε στο Φάλμε· ο πίνακας δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Υπήρχε ένα σχίσιμο στον καμβά, στο σημείο που ήταν το πρόσωπο του Ραντ, λες και κάποιος είχε πετάξει κάτι βαρύ εκεί, το οποίο είχε διορθωθεί και φαινόταν ανεπαίσθητα. Ήταν φανερό ότι η Ελάιντα ήθελε μια διαρκή υπενθύμιση για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι εξίσου φανερό ότι δεν της άρεσε που ήταν υποχρεωμένη να τον κοιτάζει.

«Με συγχωρείτε», είπε η Ληάνε, ενώ οι άλλες ένευαν ικανοποιημένα ως συνήθως, «αλλά πρέπει να δω αν οι άνθρωποι μου έλαβαν τα μηνύματά μου». Όλα τα Άτζα, εκτός από το Λευκό, είχαν ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών απλωμένο στα έθνη, το ίδιο και πολλές Άες Σεντάι μεμονωμένα, όμως η Ληάνε ήταν από τις σπάνιες, ίσως η μοναδική, που ως Τηρήτρια είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο μέσα στην ίδια την Ταρ Βάλον. Ευθύς μόλις μίλησε, εξαφανίστηκε.

«Δεν θα ’πρεπε να περιπλανιέται εδώ μονάχη της», είπε η Σέριαμ με αγανακτισμένη φωνή. «Νυνάβε, ακολούθησε την. Μείνε μαζί της».

Η Νυνάβε τράβηξε την πλεξούδα της. «Νομίζω ότι δεν—»

«Εσύ όλο νομίζεις», τη διέκοψε η Μυρέλ. «Κάνε μια φορά αυτό που σου λένε, όταν σου το λένε, Αποδεχθείσα».

Η Νυνάβε αντάλλαξε μερικές πικρές ματιές με την Ηλαίην κι ένευσε, έδειξε καθαρά να πνίγει μέσα της ένα αναστεναγμό, κι εξαφανίστηκε. Η Ηλαίην δεν ένιωθε την παραμικρή κατανόηση γι’ αυτήν. Αν η Νυνάβε δεν είχε δείξει τον εκνευρισμό της νωρίτερα στο Σαλιντάρ, ίσως τώρα θα μπορούσε να εξηγήσει ότι η Ληάνε μπορεί να βρισκόταν οπουδήποτε στην πόλη, ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τη βρει κι ότι πολλές βδομάδες τριγυρνούσε μόνη της στον Τελ’αράν’ριοντ.

«Για να δούμε τώρα τι μπορούμε να μάθουμε», είπε η Μόρβριν, αλλά πριν σαλέψουν ρούπι, η Ελάιντα βρέθηκε πίσω από το γραφείο, αγριοκοιτάζοντάς τες.

Ήταν μια γυναίκα με αδρό, αυστηρό πρόσωπο, περισσότερο εμφανίσιμη παρά όμορφη, μελαχρινή με μαύρα μάτια, και φορούσε ένα φόρεμα σε κόκκινο της φωτιάς με το ριγωτό επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν στους ώμους. «Όπως ακριβώς το Προέβλεψα», είπε με τελετουργικό τόνο. «Ο Λευκός Πύργος θα επανενωθεί υπό την αρχηγία μου. Την αρχηγία μου!» Έδειξε με σκληράδα το πάτωμα. «Γονατίστε και ζητήστε συγχώρεση για τα αμαρτήματά σας!» Είπε αυτά και χάθηκε.

Η Ηλαίην άφησε την ανάσα της να βγει αργά και χάρηκε όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν η μόνη που το έκανε.

«Ήταν Πρόβλεψη;» Το μέτωπο της Μπεόνιν γέμισε ζάρες καθώς το σκεφτόταν. Δεν έδειχνε ανησυχία, αλλά ίσως την ένιωθε μέσα της. Η Ελάιντα είχε την ικανότητα της Πρόβλεψης, αν και περιστασιακά. Όταν η Πρόβλεψη καταλάμβανε μια γυναίκα κι αυτή ήξερε ότι κάτι θα συνέβαινε, αυτό έβγαινε αληθινό.

«Όνειρο ήταν», είπε η Ηλαίην και ξαφνιάστηκε που η φωνή της ήταν τόσο σταθερή. «Κοιμάται κι ονειρεύεται. Δεν είναι παράξενο που ονειρεύεται τα πάντα όπως τα θέλει». Σε παρακαλώ, Φως μου, ας είναι μόνο αυτό.

«Πρόσεξες το επιτραχήλιο;» ρώτησε η Ανάγια, χωρίς να απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένα. «Δεν είχε γαλάζια ρίγα». Το επιτραχήλιο της Άμερλιν κανονικά είχε μια ρίγα για κάθε ένα από τα επτά Άτζα.

«Όνειρο», είπε κατηγορηματικά η Σέριαμ. Δεν έδειχνε καθόλου φόβο, αλλά είχε πάλι το επώμιό της με τα γαλάζια κρόσσια και το έσφιγγε γύρω της. Το ίδιο κι η Ανάγια.

«Είτε είναι, είτε δεν είναι», είπε ήρεμα η Μόρβριν, «εμείς ας φροντίσουμε γι’ αυτό που ήρθαμε να κάνουμε». Ελάχιστα πράγματα την τρόμαζαν.

Η απότομη δραστηριότητα μετά τα λόγια της Καφέ αδελφής τόνισε ξαφνικά πόσο είχαν παγώσει πριν όλες τους. Η Ηλαίην, η Καρλίνυα κι η Ανάγια βγήκαν γρήγορα στον προθάλαμο, όπου ήταν το γραφείο της Τηρήτριας. Τη θέση τώρα κατείχε η Αλβιάριν Φράιντχεν, υπό την Ελάιντα· ήταν Λευκή, κατά παράξενο τρόπο, αφού η Τηρήτρια πάντα προερχόταν από το Άτζα της Άμερλιν.

Η Σιουάν τις κοίταξε ευερέθιστα καθώς έφευγαν. Ισχυριζόταν ότι συχνά μάθαινες περισσότερα από τα έγγραφα της Αλβιάριν παρά από αυτά της Ελάιντα, διότι μερικές φορές η Αλβιάριν έμοιαζε να ξέρει περισσότερα από τη γυναίκα την οποία υπηρετούσε, και δυο φορές η Σιουάν είχε βρει ενδείξεις ότι η Αλβιάριν είχε ακυρώσει διαταγές της Ελάιντα, χωρίς να υπάρξουν συνέπειες, απ’ ό,τι είχε φανεί. Όχι βέβαια ότι είχε πει στην Ηλαίην ή τη Νυνάβε τι είδους διαταγές ήταν αυτές. Υπήρχαν όρια στο τι πληροφορίες μοιραζόταν μαζί τους η Σιουάν.

Η Σέριαμ, η Μπεόνιν κι η Μυρέλ μαζεύτηκαν στο τραπέζι της Ελάιντα, άνοιξαν ένα λακαρισμένο κουτί, κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα χαρτιά που είχε μέσα. Το κουτί, λαξεμένο με χρυσά γεράκια που πολεμούσαν μεταξύ τους σε έναν γαλανό ουρανό, έκλεινε ξαφνικά κάθε φορά που άφηναν το καπάκι, μέχρι να θυμηθούν να το κρατήσουν ανοιχτό, και τα χαρτιά άλλαζαν ακόμα και τη στιγμή που τα διάβαζαν. Το χαρτί ήταν πράγματι εφήμερο. Με εκνευρισμένα πλαταγίσματα της γλώσσας και στεναγμούς ενόχλησης, οι Άες Σεντάι συνέχισαν με επιμονή.

«Να μια αναφορά από την Ντανέλ», είπε η Μυρέλ, διατρέχοντας βιαστικά με το βλέμμα μια σελίδα. Η Σιουάν προσπάθησε να τις πλησιάσει —η Ντανέλ, μια νεαρή Καφέ, ήταν μέλος της μυστικής ομάδας η οποία την είχε καθαιρέσει— αλλά η Μπεόνιν, συνοφρυωμένη, της έριξε μια αυστηρή ματιά που την ξανάστειλε στη γωνιά της, όπου άρχισε να μουρμουρίζει μόνη της. Η Μπεόνιν είχε στρέψει ξανά την προσοχή στο κουτί και τα έγγραφά του προτού η Σιουάν κάνει έστω τρία βήματα· οι δύο άλλες γυναίκες ούτε που την είχαν προσέξει. Η Μυρέλ συνέχισε να μιλά. «Λέει ότι ο Μάτιν Στεπάνεος δέχεται μ’ όλη του την καρδιά, ο Ρέντραν ακόμα προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις, ενώ η Αλιάντρε κι η Τάυλιν θέλουν κι άλλο χρόνο για να σκεφτούν τι θα απαντήσουν. Υπάρχει μια σημείωση εδώ από το χέρι της Ελάιντα. “Πιέστε τους!”». Έκανε έναν ξερό ήχο με τη γλώσσα, καθώς η αναφορά έλιωνε στο χέρι της. «Δεν έλεγε για ποιο πράγμα, αλλά μόνο δυο πιθανότητες υπάρχουν γι’ αυτούς τους τέσσερις». Ο Μάτιν Στεπάνεος ήταν Βασιλιάς του Ίλιαν κι ο Ρέντραν του Μουράντυ, ενώ η Αλιάντρε ήταν Βασίλισσα της Γκεάλνταν κι η Τάυλιν της Αλτάρα. Το θέμα πρέπει να ήταν ο Ραντ ή οι Άες Σεντάι που εναντιώνονταν στην Ελάιντα.

«Τουλάχιστον, ξέρουμε ότι οι απεσταλμένες μας έχουν ακόμα μια πιθανότητα να περάσουν για απεσταλμένες της Ελάιντα», είπε η Σέριαμ. Φυσικά, το Σαλιντάρ δεν είχε στείλει ανθρώπους στον Μάτιν Στεπάνεος· η πραγματικά εξουσία στο Ίλιαν ήταν ο Άρχοντας Μπρεντ του Συμβουλίου των Εννιά, ο Σαμαήλ. Η Ηλαίην θα έδινε πολλά για να μάθει τι ήταν αυτό που είχε προτείνει η Ελάιντα κι ο Σαμαήλ ήταν τόσο πρόθυμος να το υποστηρίξει ή, τουλάχιστον, άφηνε τον Μάτιν Στεπάνεος να πει ότι θα το υποστήριζε. Ήταν σίγουρη ότι ήθελαν να το μάθουν κι οι τρεις Άες Σεντάι, αλλά εκείνες απλώς συνέχισαν να βγάζουν έγγραφα από το λακαρισμένο κουτί.

«Το ένταλμα σύλληψης της Μουαραίν ισχύει ακόμα», είπε η Μπεόνιν, κουνώντας το κεφάλι, καθώς το φύλλο που κρατούσε στο χέρι ξαφνικά γινόταν ένα χοντρό μάτσο χαρτιά. «Δεν ξέρει ακόμα ότι η Μουαραίν είναι νεκρή». Έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας τις σελίδες και τις άφησε να πέσουν· αυτές σκορπίστηκαν σαν φύλλα κι έλιωσαν στον αέρα πριν φτάσουν στο πάτωμα. «Η Ελάιντα ακόμα σκοπεύει να χτίσει το παλάτι της».

«Και βέβαια», είπε ξερά η Σέριαμ. Το χέρι της τινάχτηκε, καθώς έπιανε κάτι που έμοιαζε με σημείωμα. «Η Σέμεριν το έσκασε. Η Αποδεχθείσα Σέμεριν».

Κι οι τρεις κοίταξαν την Ηλαίην κι έπειτα στράφηκαν πάλι στο κουτί, το οποίο χρειάστηκε να ξανανοίξουν. Καμία τους δεν σχολίασε αυτό που μόλις είχε πει η Σέριαμ.

Η Ηλαίην σχεδόν έτριξε τα δόντια της. Η ίδια κι η Νυνάβε είχαν πει στις άλλες ότι η Ελάιντα υποβίβαζε σε Αποδεχθείσα τη Σέμεριν, μια Κίτρινη αδελφή, αλλά φυσικά εκείνες δεν τις είχαν πιστέψει. Μπορούσες να τιμωρήσεις μια Άες Σεντάι, να τη διώξεις, αλλά δεν μπορούσες να την υποβιβάσεις, παρά μόνο αν τη σιγάνευες. Αλλά να που, απ’ ό,τι φαινόταν, η Ελάιντα έκανε ακριβώς αυτό το πράγμα, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο νόμος του Πύργου. Ίσως ξανάγραφε τους νόμους του Πύργου.

Πολλά απ’ όσα είχαν πει στις άλλες, δεν είχαν γίνει πιστευτά. Αυτά τα κοριτσόπουλα, οι Αποδεχθείσες, αποκλείεται να είχαν εμπειρία από τον κόσμο και να ήξεραν τι μπορούσε να γίνει και τι όχι. Τα κοριτσόπουλα ήταν εύπιστα, αφελή· μπορεί να έβλεπαν και να πίστευαν κάτι που δεν υπήρχε. Η Ηλαίην πάλεψε μέσα της για να μη χτυπήσει το πόδι στο πάτωμα. Οι Αποδεχθείσες δέχονταν ό,τι τους έδιναν οι Άες Σεντάι και δεν ζητούσαν αυτό που οι Άες Σεντάι αρνούνταν να τους δώσουν. Μια απολογία, ας πούμε. Διατήρησε την ουδέτερη έκφρασή της, ενώ μέσα της έβραζε.

Η Σιουάν δεν ένιωθε να έχει τέτοιες δεσμεύσεις. Συνήθως. Όταν οι Άες Σεντάι κοιτούσαν αλλού, τις κάρφωνε μ’ ένα αγριεμένο βλέμμα. Φυσικά, όταν κάποια έριχνε μια ματιά πάνω της, τότε η Σιουάν έπαιρνε αμέσως μια έκφραση ταπεινής αποδοχής. Ήταν καλά εξασκημένη σ’ αυτό. Το λιοντάρι επιβιώνει με το να είναι λιοντάρι, είχε πει κάποτε στην Ηλαίην, και το ποντίκι με το να είναι ποντίκι. Έστω κι έτσι, η Σιουάν ήταν ένα αποτυχημένο, απρόθυμο ποντίκι.

Της Ηλαίην της φάνηκε ότι διέκρινε μια ανησυχία στο βλέμμα της Σιουάν. Αυτό το έργο είχε ανατεθεί στη Σιουάν από τότε που είχε αποδείξει στις Άες Σεντάι ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δαχτυλίδι με ασφάλεια —φυσικά, αυτό είχε γίνει κατόπιν μυστικών μαθημάτων που είχαν κάνει η Νυνάβε κι η Ηλαίην στη Σιουάν και στη Ληάνε— κι ήταν η βασική πηγή της πληροφόρησής τους. Χρειάζονταν χρόνο για να αποκαταστήσουν την επαφή με τους πληροφοριοδότες, που ήταν σκορπισμένοι σε όλα τα έθνη, και να ανακατευθύνουν τις αναφορές από τον Πύργο στο Σαλιντάρ. Αν η Σέριαμ κι οι άλλες σκόπευαν να αναλάβουν αυτή τη δουλειά, τότε η Σιουάν ίσως έπαυε να είναι τόσο χρήσιμη. Στην ιστορία του Πύργου, πάντα αυτά τα δίκτυα διευθύνονταν μόνο από ολοκληρωμένες Άες Σεντάι, μέχρι τη στιγμή που ήρθε η Σιουάν στο Σαλιντάρ με τις γνώσεις που είχε για τους πληροφοριοδότες της Άμερλιν αλλά και του Γαλάζιου Άτζα, το δίκτυο του οποίου διηύθυνε πριν γίνει Άμερλιν. Η Μπεόνιν κι η Καρλίνυα αμφέβαλλαν για το αν θα μπορούσαν να βασίζονται σε μια γυναίκα που δεν ήταν πια μία απ’ αυτές, ενώ περίπου το ίδιο σκέφτονταν κι οι άλλες. Αν κι η αλήθεια ήταν πως καμιά δεν ένιωθε άνετα κοντά σε μια γυναίκα που είχε σιγανευτεί.

Ούτε κι η Ηλαίην είχε κάτι να κάνει εδώ. Μπορεί οι Άες Σεντάι να το ονόμαζαν μάθημα, μπορεί και να το σκέφτονταν ως τέτοιο, αλλά αυτή από τις προηγούμενες εμπειρίες της ήξερε ότι, αν προσπαθούσε να τις διδάξει κάτι χωρίς να τη ρωτήσουν, θα την έπαιρναν αμέσως με το άγριο. Την είχαν εκεί για να απαντά σε τυχόν ερωτήσεις που θα προέκυπταν, και για τίποτα περισσότερο. Σκέφτηκε ένα σκαμνί —το οποίο εμφανίστηκε με σκαλισμένα κλήματα στα πόδια— και κάθισε να περιμένει. Μια καρέκλα θα ήταν πιο άνετη, αλλά ίσως προκαλούσε σχόλια. Η Αποδεχθείσα που καθόταν αναπαυτικά, συχνά θεωρείτο ότι ήταν μια Αποδεχθείσα που δεν είχε αρκετές δουλειές να κάνει. Μια στιγμή αργότερα, η Σιουάν έφτιαξε κι αυτή ένα παρόμοιο σκαμνί. Έστειλε ένα σφιγμένο χαμόγελο στην Ηλαίην — και μια βλοσυρή ματιά στις πλάτες των Άες Σεντάι.

Την πρώτη φορά που η Ηλαίην είχε επισκεφθεί αυτό το δωμάτιο στον Τελ’αράν’ριοντ, υπήρχε ένα ημικύκλιο από τέτοια σκαμνιά, δώδεκα ή περισσότερα, μπροστά στο γεμάτο λαξεύματα τραπέζι. Με κάθε επίσκεψή της τα έβλεπε να λιγοστεύουν, και τώρα δεν είχε μείνει κανένα. Ήταν σίγουρη πως αυτό σήμαινε κάτι, αν και δεν ήξερε τι. Ήταν σίγουρη ότι το ίδιο σκεφτόταν κι η Σιουάν, και πιθανότατα είχε βρει κάποιον λόγο, αλλά, αν όντως το είχε κάνει, δεν τον είχε μοιραστεί ούτε με την Ηλαίην ούτε με τη Νυνάβε.

«Οι συγκρούσεις στο Σίναρ και στο Άραφελ καταλαγιάζουν», μουρμούρισε η Σέριαμ, πιο πολύ μονολογώντας, «αλλά τίποτα εδώ δεν λέει ποιο ήταν το έναυσμα. Είναι απλές αψιμαχίες, μα οι Μεθορίτες ποτέ δεν πολεμούν μεταξύ τους. Έχουν τη Μάστιγα». Ήταν από τη Σαλδαία, κι η χώρα της ήταν μία από τις Μεθόριες.

«Τουλάχιστον η Μάστιγα είναι ακόμα ήσυχη», είπε η Μυρέλ. «Παραείναι ήσυχη, θα έλεγα. Αυτό αποκλείεται να διαρκέσει. Πάλι καλά που η Ελάιντα έχει πολλούς πληροφοριοδότες στις Μεθόριες». Η Σιουάν μόρφασε και ταυτόχρονα αγριοκοίταξε την Άες Σεντάι. Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι η Σιουάν ακόμα δεν είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με τους πράκτορες της στις Μεθόριες· απείχαν πολύ από το Σαλιντάρ.

«Θα ένιωθα καλύτερα, αν το ίδιο ίσχυε και στο Τάραμπον». Η σελίδα στο χέρι της Μπεόνιν μάκρυνε και φάρδυνε· την κοίταξε, ξεφύσησε και την πέταξε στην άκρη. «Οι πληροφοριοδότες στο Τάραμπον ακόμα δεν έχουν πει κουβέντα. Κανείς τους. Τα μόνα νέα που έχει από το Τάραμπον είναι φήμες από την Αμαδισία, που λένε ότι υπάρχουν Άες Σεντάι αναμεμιγμένες στον πόλεμο». Κούνησε το κεφάλι, καθώς ήταν παράδοξο να αποτυπώνει κανείς τέτοιες φήμες σε χαρτί. Οι Άες Σεντάι δεν αναμιγνύονταν σε εμφύλιους πολέμους. Τουλάχιστον όχι τόσο απροκάλυπτα ώστε να γίνουν αντιληπτές. «Και, φαίνεται, υπάρχουν μόνο λίγες μπερδεμένες αναφορές από το Άραντ Ντόμαν».

«Σε λίγο θα ξέρουμε εμείς για το Τάραμπον», είπε κατευναστικά η Σέριαμ. «Σε λίγες βδομάδες».

Η έρευνα συνεχίστηκε επί ώρες. Τα έγγραφα δεν είχαν τελειωμό· το λακαρισμένο κουτί δεν άδειαζε ποτέ. Και μάλιστα, η στοίβα μέσα του καμιά φορά υψωνόταν όταν έβγαζαν ένα χαρτί. Φυσικά, μόνο τα πιο μικρά έγγραφα παρέμεναν αμετάβλητα αρκετά ώστε να διαβαστούν ολόκληρα, αλλά καμιά φορά από το κουτί έβγαινε κάποιο γράμμα ή αναφορά που τα είχαν ξαναδεί. Έμειναν σιωπηλές για αρκετά μεγάλα διαστήματα, ενώ κάποια ντοκουμέντα προκαλούσαν σχόλια· μερικά, οι Λες Σεντάι τα συζήτησαν. Η Σιουάν άρχισε να κάνει σχήματα στα δάχτυλά της με ένα κορδόνι, το παιχνίδι φωλιά-της-γάτας, δείχνοντας να μη τις προσέχει καθόλου. Η Ηλαίην ευχόταν να μπορούσε να τη μιμηθεί ή, ακόμα καλύτερα, να διάβαζε κάτι —ένα βιβλίο εμφανίστηκε στο πάτωμα δίπλα στα πόδια της, Τα Ταξίδια του Τζάιν του Πεζοπόρου, όμως το έδιωξε— αλλά οι γυναίκες που δεν ήταν Άες Σεντάι αντιμετωπίζονταν με μεγαλύτερη ανοχή από εκείνες που εκπαιδεύονταν για να γίνουν αδελφές. Πάντως, έμαθε μερικά πράγματα καθώς άκουγε.

Η ανάμιξη των Άες Σεντάι στο Τάραμπον δεν ήταν η μόνη φήμη που είχε καταλήξει στο γραφείο της Ελάιντα. Υπήρχαν διάφοροι ψίθυροι για τον σκοπό που είχε η συγκέντρωση των Λευκομανδιτών από τον Πέντρον Νάιαλ, ότι θα καταλάμβανε το θρόνο της Αμαδισίας —ο Νάιαλ σίγουρα δεν είχε ανάγκη από κάτι τέτοιο— ή ότι θα έδινε τέλος στους πολέμους και την αναρχία στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, ή ότι θα υποστήριζε τον Ραντ. Η Ηλαίην θα το πίστευε αυτό όταν ο ήλιος θα ανέτειλε από τη δύση. Υπήρχαν αναφορές για παράξενα συμβάντα στο Ίλιαν και στην Καιρχίν —μπορεί να υπήρχαν κι άλλες, όμως μόνο είδαν αυτές — για χωριά που τα είχε καταλάβει η τρέλα, εφιάλτες που βάδιζαν στο φως της μέρας, δικέφαλα μοσχαράκια που μιλούσαν, Σκιογέννητους που εμφανίζονταν από το πουθενά. Η Σέριαμ κι οι άλλες δύο αυτές τις προσπέρασαν αδιάφορα· οι ίδιες ιστορίες έρχονταν στο Σαλιντάρ από μέρη της Αλτάρα και του Μουράντυ, κι από την άλλη όχθη του ποταμού που ήταν η Αμαδισία. Οι Άες Σεντάι τις απέρριπταν, θεωρώντας τες ιστορίες του κόσμου που μάθαινε για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Η Ηλαίην δεν ήταν τόσο σίγουρη. Είχε δει πράγματα που εκείνες δεν είχαν δει, παρ’ όλα τα χρόνια και την εμπειρία τους. Σύμφωνα με τις φήμες, η μητέρα της συγκέντρωνε στρατό στα δυτικά του Άντορ —υπό την αρχαία σημαία της Μανέθερεν, αν ήταν δυνατόν!— αλλά, επίσης, λεγόταν ότι την κρατούσε αιχμάλωτη ο Ραντ κι ότι διέφευγε σε κάθε έθνος που μπορούσες να φανταστείς, και στις Μεθόριες και στην Αμαδισία, κάτι που ήταν σίγουρα αφάνταστο. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Πύργος δεν πίστευε τίποτε απ’ αυτά. Η Ηλαίην ευχόταν να ήξερε τι να πιστέψει.

Έπαψε να ανησυχεί για το πού βρισκόταν η μητέρα της στ’ αλήθεια, όταν άκουσε τη Σέριαμ να λέει το όνομά της. Δεν μιλούσε στην Ηλαίην· διάβαζε βιαστικά ένα τετράγωνο χαρτί που έγινε μια μακριά περγαμηνή με τρεις βούλες στο κάτω μέρος. Η Ηλαίην Τράκαντ έπρεπε να εντοπιστεί και να επιστραφεί στον Λευκό Πύργο πάση Ουσία. Αν συνεχίζονταν οι γκάφες, οι γυναίκες που είχαν αποτύχει στη δουλειά τους θα «ζήλευαν τη μοίρα εκείνης της Μακούρα». Αυτό έκανε την Ηλαίην να ανατριχιάσει· όταν πήγαιναν στο Σαλιντάρ, μια γυναίκα ονόματι Ρόντε Μακούρα παραλίγο θα συλλάμβανε και θα έστελνε την ίδια και τη Νυνάβε στον Πύργο σαν σακιά με άπλυτα. Η Σέριαμ διάβασε ότι ο κυβερνών οίκος του Άντορ ήταν «το κλειδί», κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Το κλειδί για ποιο πράγμα;

Οι τρεις Άες Σεντάι δεν της έριξαν την παραμικρή ματιά. Απλώς κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συνέχισαν τη δουλειά τους. Ίσως να την είχαν ξεχάσει, ίσως όμως όχι. Οι Άες Σεντάι έκαναν αυτό που έκαναν. Αν ήταν να την προστατεύσουν από την Ελάιντα, ήταν απόφαση των Άες Σεντάι, κι αν για κάποιο λόγο αποφάσιζαν να την παραδώσουν στην Ελάιντα δεμένη χειροπόδαρα, ήταν κι αυτό δική τους επιλογή. «Το μπαρακούντα δεν ζητά την άδεια του βατράχου για να τον φάει», όπως θυμόταν τη Λίνι να λέει χαρακτηριστικά.

Η αντίδραση της Ελάιντα στην αμνηστία που πρόσφερε ο Ραντ ήταν φανερή από την κατάσταση της αναφοράς. Η Ηλαίην τη φαντάστηκε: τσαλάκωνε το χαρτί στη γροθιά της, έκανε να το σχίσει, κι ύστερα ψυχρά το ίσιωνε και το πρόσθετε στο κουτί. Το μένος της Ελάιντα ήταν πάντα ψυχρό. Δεν είχε σημειώσει τίποτα σ’ αυτό το έγγραφο, αλλά είχε γράψει βιαστικά καυστικά λόγια σε ένα άλλο, απαριθμώντας τις Άες Σεντάι που ήταν στον Πύργο και ξεκαθαρίζοντας ότι ήταν σχεδόν έτοιμη να δηλώσει δημοσίως ότι όσες δεν υπάκουγαν στη διαταγή της να επιστρέψουν ήταν προδότριες. Η Σέριαμ κι οι άλλες δυο συζήτησαν ατάραχα αυτή την πιθανότητα. Αλλά όσες κι αν ήταν οι αδελφές που σκόπευαν να υπακούσουν, κάποιες απ’ αυτές θα έπρεπε να κάνουν μεγάλο ταξίδι· ίσως μερικές να μην είχαν λάβει καν την πρόσκληση ακόμα. Εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο ανακοινωθέν θα επιβεβαίωνε σ’ όλο τον κόσμο τις φήμες περί ενός διχασμένου Πύργου. Για να σκέφτεται τέτοιο πράγμα, η Ελάιντα πρέπει να ήταν στα πρόθυρα του πανικού ή να ήταν τρελή για δέσιμο.

Μια παγερή ανατριχίλα κατηφόρισε τη ραχοκοκαλιά της Ηλαίην και δεν είχε να κάνει με το αν η Ελάιντα ήταν φοβισμένη ή εξοργισμένη. Υπήρχαν διακόσιες ενενήντα τέσσερις Άες Σεντάι στον Πύργο που υποστήριζαν την Ελάιντα. Σχεδόν το ένα τρίτο όλων των Άες Σεντάι· περίπου όσες ήταν οι συγκεντρωμένες στο Σαλιντάρ. Ίσως το πιο ευνοϊκό ενδεχόμενο που είχαν να περιμένουν ήταν ότι κι οι υπόλοιπες, επίσης, θα μοιράζονταν στη μέση. Ίσως αυτό να ήταν το καλύτερο που είχαν να περιμένουν. Μετά τον χείμαρρο της αρχής, ο αριθμός εκείνων που κατέφθαναν στο Σαλιντάρ είχε γίνει ποταμάκι. Ίσως να είχε μειωθεί κι η ροή των άλλων που πήγαιναν στον Πύργο. Ήταν μια ελπίδα.

Συνέχισαν να ψάχνουν σιωπηλές για κάμποση ώρα και μετά η Μπεόνιν αναφώνησε, «Η Ελάιντα έστειλε απεσταλμένες στον Ραντ αλ’Θόρ». Η Ηλαίην πετάχτηκε όρθια και μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει τη γλώσσα της ύστερα από ένα νόημα της Σιουάν, η οποία, όμως, χάλασε την εντύπωση που έδινε, μιας και δεν είχε κάνει πρώτα τη φωλιά-της-γάτας να εξαφανιστεί.

Η Σέριαμ άπλωσε το χέρι στο χαρτί, αλλά εκείνο έγινε τρία φύλλα πριν το αγγίξει. «Πού τις στέλνει;» ρώτησε, την ίδια στιγμή που η Μυρέλ ρωτούσε, «Πότε έφυγαν από την Ταρ Βάλον;» Η αταραξία τους άγγιζε τα όρια της κατάρρευσης.

«Στην Καιρχίν», είπε η Μπεόνιν, «Και δεν είδα πότε έφυγαν, αν το έγραφε. Αλλά σίγουρα θα πάνε στο Κάεμλυν μόλις ανακαλύψουν πού βρίσκεται».

Έστω κι έτσι, ήταν καλό νέο· ίσως χρειαζόταν ένας μήνας και περισσότερο για να ταξιδέψουν από την Καιρχίν στο Κάεμλυν. Σίγουρα η αντιπροσωπεία του Σαλιντάρ θα τον προσέγγιζε πρώτη. Η Ηλαίην είχε έναν κουρελιασμένο χάρτη κάτω από το στρώμα της στο Σαλιντάρ και κάθε μέρα σημείωνε πόση πρόοδο θεωρούσε πως είχε κάνει η αντιπροσωπεία καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν.

Η Γκρίζα αδελφή δεν είχε τελειώσει. «Φαίνεται ότι η Ελάιντα σκοπεύει να του προσφέρει την υποστήριξή της. Και συνοδεία για να έρθει στον Πύργο». Η Σέριαμ ύψωσε τα φρύδια.

«Αυτό είναι εξωφρενικό». Τα μελαψά μάγουλα της Μυρέλ σκούρυναν. «Η Ελάιντα ήταν Κόκκινη». Η Αμερλιν ανήκε σε όλα τα Άτζα και σε κανένα, αλλά καμία τους δεν μπορούσε έτσι απλά να ξεχάσει από που ερχόταν.

«Αυτή η γυναίκα είναι ικανή για όλα», είπε η Σέριαμ. «Ο αλ’Θόρ ίσως βρει ελκυστική την προσφορά του Λευκού Πύργου».

«Μήπως θα μπορούσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα στην Εγκουέν με τις Αελίτισσες;» πρότεινε η Μυρέλ με αμφιβολία.

Η Σιουάν έβηξε δυνατά και με έντονη προσποίηση, όμως η Ηλαίην δεν άντεχε άλλο πια. Φυσικά, ήταν ζωτικής σημασίας το να προειδοποιήσουν την Εγκουέν —οι άνθρωποι της Ελάιντα σίγουρα θα την πήγαιναν πίσω στον Πύργο, αν την ανακάλυπταν στην Καιρχίν, κι όχι για μια ευχάριστη υποδοχή— αλλά όσο για τα υπόλοιπα...! «Μα είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι ο Ραντ θα ακούσει αυτά που λέει η Ελάιντα; Νομίζετε ότι δεν ξέρει ότι ήταν του Κόκκινου Άτζα, και τι σημαίνει αυτό; Δεν θα του προσφέρουν υποστήριξη και το ξέρετε. Πρέπει να τον προειδοποιήσουμε!» Υπήρχε μια αντίφαση στα λεγόμενά της και το ήξερε, αλλά η αγωνία κατηύθηνε τα λόγια της. Αν πάθαινε τίποτα ο Ραντ, η Ηλαίην θα πέθαινε.

«Και πώς προτείνεις να το κάνουμε αυτό, Αποδεχθείσα;» ρώτησε ψυχρά η Σέριαμ.

Η Ηλαίην φοβήθηκε μήπως έμοιαζε με ψάρι, έτσι όπως είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν είχε ιδέα τι απάντηση να δώσει. Ξαφνικά, σώθηκε από ένα μακρινό ουρλιαχτό, που το ακολούθησαν φωνές από τον προθάλαμο. Ήταν πιο κοντά στην πόρτα, όμως μέχρι να βγει, οι άλλες την είχαν φτάσει.

Το δωμάτιο ήταν άδειο, με εξαίρεση το γραφείο της Τηρήτριας με τις τακτικές στοίβες των χαρτιών και τους σωρούς των κυλίνδρων, ενώ σε μια πλευρά υπήρχε μια σειρά από καρέκλες για να κάθονται όσες Άες Σεντάι περίμεναν να μιλήσουν με την Ελάιντα. Η Ανάγια, η Μόρβριν κι η Καρλίνυα είχαν εξαφανιστεί, αλλά εκείνη τη στιγμή φαινόταν να κλείνει μια από τις ψηλές εξώπορτες. Τα έξαλλα ουρλιαχτά μιας γυναίκας ακούστηκαν από το άνοιγμα που μίκραινε. Η Σέριαμ, η Μυρέλ κι η Μπεόνιν παραλίγο θα έριχναν κάτω την Ηλαίην στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην εξωτερική αίθουσα. Μπορεί να έδειχναν θολές, όμως ήταν παραπάνω από απτές.

«Να προσέχετε», φώναξε η Ηλαίην, όμως δεν είχε τίποτα να κάνει, παρά μόνο να μαζέψει τα φουστάνια της και τις ακολουθήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μαζί με τη Σιουάν. Βγήκαν σε μια σκηνή βγαλμένη από εφιάλτη. Κυριολεκτικά.

Τριάντα περίπου βήματα προς τα δεξιά τους, ο διάδρομος με τις ταπισερί ξαφνικά πλάταινε και γινόταν ένα βραχώδες σπήλαιο που έμοιαζε να μην έχει τέλος, φωτισμένο αραιά εδώ κι εκεί από την κόκκινη λάμψη που έριχναν σκόρπιες φωτιές και φανάρια. Υπήρχαν Τρόλοκ παντού, μεγάλες ανθρωπόμορφες φιγούρες που τα ανθρώπινα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν από θηριώδεις μουσούδες, ρύγχη και ράμφη, και έφεραν κέρατα, χαυλιόδοντες και λοφία από πούπουλα. Εκείνοι που ήταν στο βάθος έμοιαζαν πιο άμορφοι από τους κοντινότερους, μισοσχηματισμένοι, ενώ οι κοντινότεροι ήταν γίγαντες δυο φορές ψηλότεροι από άνθρωπο, μεγαλύτεροι κι από τους πραγματικούς Τρόλοκ, ντυμένοι με δέρματα και μαύρες πανοπλίες με καρφιά· ούρλιαζαν και χοροπηδούσαν ανάμεσα σε φωτιές για μαγείρεμα, χύτρες, στρεβλωτήρια, παράξενα πλαίσια με καρφιά και μεταλλικά αντικείμενα.

Ήταν πραγματικός εφιάλτης, αν και χειρότερος από κάθε εφιάλτη για τον οποίο είχαν μιλήσει στην Ηλαίην η Εγκουέν ή οι Σοφές. Αυτά τα πλάσματα, όταν απελευθερώνονταν από το μυαλό που τα είχε δημιουργήσει, μερικές φορές έπλεαν στον Κόσμο των Ονείρων, ενώ άλλες ρίζωναν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Οι Αελίτισσες Ονειροβάτισσες τα εξόντωναν αμέσως όταν τα εντόπιζαν κάπου, αλλά είχαν πει στην Ηλαίην —και στην Εγκουέν— ότι, αν τα έβρισκε, το καλύτερο θα ήταν να τα αποφύγει. Δυστυχώς, η Καρλίνυα μάλλον δεν άκουγε όταν οι δυο τους το είχαν μεταφέρει αυτό στις Άες Σεντάι.

Η Λευκή αδελφή ήταν δεμένη και κρεμασμένη από τους αστραγάλους σε μια αλυσίδα που υψωνόταν και χανόταν στο σκοτάδι από πάνω. Η Ηλαίην έβλεπε τη λάμψη του σαϊντάρ να την περιβάλλει, όμως η Καρλίνυα σφάδαζε απελπισμένα και τσίριζε, καθώς την κατέβαζαν αργά με το κεφάλι σε ένα μεγάλο μαύρο καζάνι γεμάτο με λάδι που κόχλαζε.

Τη στιγμή που η Ηλαίην βγήκε τρέχοντας στο διάδρομο, η Ανάγια κι η Μόρβριν κοντοστάθηκαν στο όριο όπου η αίθουσα ξαφνικά μεταβαλλόταν σε σπήλαιο. Στάθηκαν εκεί για ένα διάστημα όσο ένα χτυποκάρδι, και μετά ξαφνικά οι αχνές μορφές τους φάνηκαν να πλησιάζουν επιμηκυνόμενες προς το σύνορο, σαν καπνός που τον ρουφούσε η καμινάδα. Μόλις το άγγιξαν, βρέθηκαν μέσα, κι η Μόρβριν άρχιζε να ουρλιάζει, καθώς δύο Τρόλοκ γυρνούσαν δύο μεγάλους σιδερένιους τροχούς που την τέντωναν ολοένα και πιο πολύ, ενώ η Ανάγια βρέθηκε να κρέμεται από τους καρπούς, ενώ οι Τρόλοκ χόρευαν ολόγυρά της και τη χτυπούσαν με μαστίγια που είχαν μέταλλο στις άκρες, σχίζοντας το φόρεμά της.

«Πρέπει να συνδεθούμε», είπε η Σέριαμ, κι η λάμψη που την περιέβαλλε ενώθηκε με τις λάμψεις από τη Μυρέλ και τη Μπεόνιν. Έστω κι έτσι, δεν πλησίαζε την ένταση της λάμψης που θα είχε μια γυναίκα μόνη της στον ξυπνητό κόσμο, μια γυναίκα που δεν θα ήταν ένα θαμπό όνειρο.

«Όχι!» φώναξε βιαστικά η Ηλαίην. «Μη το δεχθείτε ως αληθινό. Πρέπει να το αντιμετωπίσετε σαν—» Άρπαξε τη Σέριαμ από το μπράτσο, αλλά η ροή της Φωτιάς που είχαν υφάνει οι τρεις γυναίκες, ασθενική ακόμα και τώρα που ήταν συνδεμένες, άγγιξε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ονείρου και του εφιάλτη. Η ύφανση εξαφανίστηκε εκεί, λες και την είχε απορροφήσει ο εφιάλτης, και την ίδια στιγμή οι τρεις Άες Σεντάι επιμηκύνθηκαν, σαν ομίχλη παρασυρμένη από άνεμο. Πρόλαβαν μόνο να αφήσουν ψιλές κραυγούλες έκπληξης πριν αγγίξουν το σύνορο κι εξαφανιστούν. Η Σέριαμ επανεμφανίστηκε μέσα, με το κεφάλι να ξεπροβάλλει από ένα μεταλλικό πράγμα σαν καμπάνα. Οι Τρόλοκ απ’ έξω γύριζαν χερούλια και κατέβαζαν μοχλούς, και τα κόκκινα μαλλιά της Σέριαμ τινάχτηκαν σπασμωδικά, καθώς ούρλιαζε με μια σειρά από κρεσέντα που δυνάμωναν. Δεν υπήρχε ίχνος από τις άλλες δύο, όμως στην Ηλαίην φάνηκε ότι άκουγε κι άλλα ουρλιαχτά στο βάθος, κάποια να ολολύζει επαναλαμβάνοντας συνεχώς τη λέξη «Όχι!», και κάποια άλλη να αλυχτά για βοήθεια.

«Θυμάσαι τι σου είπαμε για να διαλύεις τους εφιάλτες;» ρώτησε η Ηλαίην.

Με τα μάτια στυλωμένα στη σκηνή μπροστά της, η Σιουάν ένευσε. «Πρέπει να αρνηθείς την πραγματικότητά του. Να βάλεις γερά στο νου σου τα πράγματα όπως θα ήταν χωρίς τον εφιάλτη».

Αυτό ήταν το σφάλμα που είχε κάνει η Σέριαμ, που μάλλον το είχαν κάνει όλες οι Άες Σεντάι. Προσπαθώντας να διαβιβάσουν ενάντια στον εφιάλτη, τον είχαν αποδεχθεί ως αληθινό, κι αυτή η αποδοχή τις είχε παρασύρει μέσα του σαν να είχαν μπει από μόνες τους, κι έτσι θα έμεναν ανήμπορες αν δεν θυμούνταν αυτά που είχαν λησμονήσει. Αλλά προφανώς δεν τα θυμούνταν. Τα ουρλιαχτά που δυνάμωναν τρυπούσαν τα αυτιά της Ηλαίην.

«Ο διάδρομος», μουρμούρισε, προσπαθώντας να σχηματίσει στον εαυτό της το διάδρομο όπως ήταν την τελευταία φορά που τον είχε δει. «Σκέψου τον διάδρομο όπως τον θυμάσαι».

«Προσπαθώ, κορίτσι μου», μούγκρισε η Σιουάν. «Δεν γίνεται τίποτα».

Η Ηλαίην αναστέναξε. Η Σιουάν είχε δίκιο. Ούτε μια ακρούλα της σκηνής μπροστά τους δεν είχε τρεμουλιάσει. Το κεφάλι της Σέριαμ σχεδόν δονείτο πάνω από το μεταλλικό σάβανο που έκλεινε το σώμα της. Τα ουρλιαχτά της Μόρβριν διακόπτονταν από σπασμωδικά λαχανιάσματα· η Ηλαίην σχεδόν μπορούσε να ακούσει τις αρθρώσεις του κορμιού της να διαλύονται. Τα μαλλιά της Καρλίνυα που κρέμονταν από κάτω της, κόντευαν να αγγίξουν την κοχλάζουσα επιφάνεια του λαδιού που έβραζε. Δύο γυναίκες δεν αρκούσαν. Ο εφιάλτης ήταν πολύ μεγάλος.

«Χρειαζόμαστε τις άλλες», είπε.

«Τη Ληάνε και τη Νυνάβε; Κορίτσι μου, αν ξέραμε πού να τις βρούμε, η Σέριαμ κι οι άλλες θα πέθαιναν πριν να...» Η φωνή της έσβησε καθώς κοίταζε την Ηλαίην. «Δεν εννοείς τη Ληάνε και τη Νυνάβε, ε; Εννοείς τη Σέριαμ και...» Η Ηλαίην απλώς ένευσε· φοβόταν τόσο που δεν μπορούσε να μιλήσει. «Δεν νομίζω ότι μπορούν να μας ακούσουν ή να μας δουν εδώ που είμαστε. Οι Τρόλοκ δεν μας έχουν ρίξει ούτε μια ματιά. Επομένως, πρέπει να δοκιμάσουμε από μέσα». Η Ηλαίην ένευσε ξανά. «Κορίτσι μου», είπε η Σιουάν με ανέκφραστη φωνή, «έχεις θάρρος λιονταριού, κι ίσως μυαλό ψαροπουλιού». Μ’ έναν βαρύ στεναγμό, πρόσθεσε, «Όμως ούτε εγώ βλέπω άλλον τρόπο».

Η Ηλαίην συμφωνούσε σε όλα μαζί της, εκτός από κείνο που είχε πει για το θάρρος της. Αν τα γόνατά της δεν είχαν μουδιάσει, θα είχε σωριαστεί στο πάτωμα, που είχε μοτίβα σ’ όλα τα χρώματα των Άτζα. Συνειδητοποίησε ότι στο χέρι κρατούσε ένα σπαθί, μια μακριά, γυαλιστερή ατσάλινη λεπίδα, η οποία θα ήταν απολύτως άχρηστη ακόμα κι αν ήξερε ξιφασκία. Την άφησε να πέσει κι η λεπίδα εξαφανίστηκε πριν φτάσει στο πάτωμα. «Περιμένοντας εδώ, δεν κάνουμε τίποτα», μουρμούρισε. Αν περίμενε πολύ ακόμα, το λιγοστό κουράγιο που είχε μαζέψει θα γινόταν καπνός.

Μαζί οι δυο τους έκαναν ένα βήμα προς το σύνορο. Το πόδι της Ηλαίην άγγιξε τη διαχωριστική γραμμή και ξαφνικά ένιωσε να τραβιέται, κάτι να τη ρουφάει σαν νερό σε σωλήνα.

Τη μια στιγμή, στεκόταν στον διάδρομο και κοίταζε τη φρίκη, την άλλη κειτόταν μπρούμυτα στην τραχιά γκρίζα πέτρα, με τους καρπούς και τους αστραγάλους δεμένους στο κάτω μέρος της πλάτης της, ενώ η φρίκη πανηγύριζε ολόγυρά της. Το σπήλαιο εκτεινόταν απέραντο προς όλες τις κατευθύνσεις· ο διάδρομος του Πύργου δεν φαινόταν να υπάρχει πουθενά. Ο αέρας έβριθε από ουρλιαχτά, τα οποία αντιλαλούσαν από τους βραχώδεις τοίχους κι από την οροφή που ήταν γεμάτη σταλακτίτες. Μερικά βήματα πιο πέρα, ένα πελώριο μαύρο καζάνι άχνιζε πάνω από μια δυνατή φωτιά που τριζοβολούσε. Ένας Τρόλοκ με μουσούδα αγριόχοιρου και χαυλιόδοντες πετούσε στο καζάνι κάτι κομμάτια που έμοιαζαν με κάποιου είδους ρίζες. Το καζάνι ήταν για το φαγητό. Οι Τρόλοκ έτρωγαν τα πάντα. Συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Σκέφτηκε λυτά τα χέρια και τα πόδια της, αλλά το τραχύ σκοινί δεν έπαψε να κόβει τη σάρκα της. Ακόμα κι η χλωμή σκιά του σαϊντάρ είχε εξαφανιστεί· η Αληθινή Πηγή δεν υπήρχε πια γι’ αυτήν εδώ πέρα. Ήταν πραγματικός εφιάλτης, και βρισκόταν παγιδευμένη εντός του.

Η φωνή της Σιουάν ακούστηκε μέσα στις στριγκλιές, μ’ ένα βογκητό πόνου. «Σέριαμ, άκουσέ με!» Μόνο το Φως ήξερε τι της έκαναν· η Ηλαίην δεν μπορούσε να δει τις άλλες. Μόνο τις άκουγε. «Είναι όνειρο όλα αυτά! Ααα.... αααααχ! Σκε-σκέψου πώς έπρεπε να είναι κανονικά!»

Η Ηλαίην συνέχισε με τη σειρά της. «Σέριαμ, Ανάγια, όλες, ακούστε με! Πρέπει να σκεφτείτε τον διάδρομο όπως ήταν! Όπως είναι στ’ αλήθεια! Όλα αυτά είναι πραγματικά μόνο όσο τα πιστεύετε!» Σχημάτισε σταθερά στον νου της την εικόνα του διαδρόμου, με τα πολύχρωμα πλακάκια και τις λαμπρές υφαντές ταπισερί. Τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμα αντηχούσαν οι κραυγές. «Πρέπει να σκεφτείτε το διάδρομο! Κρατήστε τον στο νου σας, και θα γίνει πραγματικός! Μπορείτε να τα νικήσετε, αν προσπαθήσετε!» Ο Τρόλοκ την κοίταξε· τώρα κρατούσε ένα χοντρό, μυτερό μαχαίρι. «Σέριαμ, Ανάγια, πρέπει να συγκεντρωθείτε! Μυρέλ, Μπεόνιν, συγκεντρωθείτε στον διάδρομο!» Ο Τρόλοκ τη γύρισε στο πλάι. Αυτή προσπάθησε να τιναχτεί και να απομακρυνθεί, όμως ένα ογκώδες γόνατο την ακινητοποίησε, καθώς το πλάσμα άρχισε να κόβει τα ρούχα της σαν κυνηγός που γδέρνει ένα σκοτωμένο ελάφι. Η Ηλαίην κράτησε απελπισμένα στο μυαλό την εικόνα του διαδρόμου. «Καρλίνυα, Μόρβριν, για την αγάπη του Φωτός, συγκεντρωθείτε! Σκεφτείτε τον διάδρομο! Τον διάδρομο! Όλες σας! Σκεφτείτε με προσήλωση τον διάδρομο!» Γρυλίζοντας κάτι σε μια τραχιά γλώσσα που δεν ήταν για ανθρώπινο λαρύγγι, ο Τρόλοκ την γύρισε πάλι μπρούμυτα και γονάτισε πάνω της, με τα χοντρά γόνατά του να λιώνουν τα χέρια της όπως ήταν δεμένα στην πλάτη της. «Τον διάδρομο!» τσίριξε. Ο Τρόλοκ έχωσε τα βαριά δάχτυλά του στα μαλλιά της, τραβώντας το κεφάλι της πίσω. «Τον διάδρομο! Σκεφτείτε τον διάδρομο!» Η λεπίδα του άγγιξε την τεντωμένη επιδερμίδα κάτω από το αριστερό αυτί της. «Τον διάδρομο! Τον διάδρομο!» Η λεπίδα άρχισε να γλιστρά.

Ξαφνικά, βρέθηκε να κοιτάζει πολύχρωμα πλακάκια δαπέδου κάτω από τη μύτη της. Έφερε τα χέρια στο λαιμό της, θαύμασε που μπορούσαν να κινηθούν ανεμπόδιστα, ένιωσε κάτι υγρό και σήκωσε τα δάχτυλα να δει. Αίμα, αλλά μια μικρή κηλίδα μόνο. Ένα ρίγος την έσεισε. Αν εκείνος ο Τρόλοκ είχε κατορθώσει να της κόψει το λαρύγγι... Δεν θα υπήρχε Θεραπεία γι’ αυτό. Αναρίγησε ξανά και σηκώθηκε αργά όρθια. Βρισκόταν στον διάδρομο του Πύργου έξω από το γραφείο της Αμερλιν, και πουθενά δεν φαινόταν ίχνος από Τρόλοκ και σπήλαια.

Η Σιουάν ήταν εκεί και κοίταζε τις μελανιές της και το σχισμένο φόρεμά της, όπως κι οι άλλες Άες Σεντάι, θολές μορφές, σχεδόν στρεβλωμένες. Η Καρλίνυα, που ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ’ όλες, στεκόταν με μάτια γουρλωμένα, τρέμοντας, αγγίζοντας τα μελαχρινά μαλλιά της που τώρα κατέληγαν σε απόσταση μιας παλάμης από το κρανίο της. Η Σέριαμ κι η Ανάγια μισόκλαιγαν κι έμοιαζαν με ματωμένα μπογαλάκια. Η Μυρέλ είχε αγκαλιαστεί μόνη της, με το πρόσωπο κατάχλωμο, γυμνή, γεμάτη μακριές κόκκινες γρατζουνιές και πληγές. Η Μόρβριν βογκούσε με κάθε κίνηση που έκανε· κι έκανε αφύσικες κινήσεις, σαν να μη λειτουργούσαν πλέον κανονικά οι αρθρώσεις της. Το φόρεμα της Μπεόνιν ήταν όλο κουρελιασμένο, ενώ εκείνη στεκόταν γονατιστή και λαχανιασμένη, με τα μάτια γουρλωμένα, και στηριζόταν στον τοίχο για να μην πέσει.

Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι και το δικό της φόρεμα και το μισοφόρι κρέμονταν από τους ώμους της, σχισμένα μπροστά από πάνω ως κάτω. Ένας κυνηγός που έγδερνε ένα κουφάρι ελαφιού. Την έπιασε τόσο δυνατό ρίγος που παραλίγο θα έπεφτε. Το να διορθωθούν τα ρούχα ήταν απλώς ζήτημα σκέψης, αλλά δεν ήξερε πόσον καιρό θα χρειαζόταν για να γιατρευτούν οι αναμνήσεις της.

«Πρέπει να πάμε πίσω», είπε η Μόρβριν, γονατίζοντας αδέξια ανάμεσα στη Σέριαμ και στην Ανάγια. Παρά τις μουδιασμένες κινήσεις και τα βογκητά της, φαινόταν ατάραχη όπως πάντα. «Χρειαζόμαστε Θεραπεία κι εδώ δεν γίνεται έτσι όπως είμαστε».

«Ναι». Η Καρλίνυα άγγιξε πάλι τα κοντά μαλλιά της. «Ναι, το καλύτερο ίσως θα ήταν να επιστρέψουμε στο Σαλιντάρ». Η φωνή της ήταν μια ασταθής απομίμηση του συνηθισμένου ψυχρού τόνου της.

«Εγώ θα μείνω λιγάκι, αν δεν έχετε αντίρρηση», είπε η Σιουάν. Ή μάλλον το πρότεινε, με εκείνη την παράταιρα ταπεινή φωνή της. Το φόρεμά της ήταν πάλι ολόκληρο, όμως οι μελανιές παρέμεναν. «Ίσως να μάθω κάτι ακόμα χρήσιμο. Μόνο μερικά καρούμπαλα έχω, κι έχω πάθει χειρότερα πέφτοντας μέσα στη βάρκα».

«Θα έλεγα ότι μοιάζεις σαν να έχουν ρίξει βάρκα πάνω σου», της είπε η Μόρβριν, «αλλά είναι δική σου επιλογή».

«Θα μείνω κι εγώ», είπε η Ηλαίην. «Μπορώ να βοηθήσω τη Σιουάν, και δεν έχω πάθει τίποτα». Κάθε φορά που κατάπινε, ένιωθε το κόψιμο στο λαιμό της.

«Δεν χρειάζομαι βοήθεια», είπε η Σιουάν, ενώ την ίδια στιγμή η Μόρβριν έλεγε με ακόμα πιο σταθερή φωνή, «Διατήρησες καλά την ψυχραιμία σου απόψε, παιδί μου. Μη τα χαλάσεις όλα τώρα. Θα έρθεις μαζί μας».

Η Ηλαίην ένευσε μουτρωμένη. Δεν θα πετύχαινε τίποτα, αν τσακωνόταν. Απλώς, θα έμπλεκε χειρότερα. Θα ’λεγε κανείς ότι εδώ η Καφέ αδελφή ήταν η δασκάλα κι η Ηλαίην η μαθήτρια. Μάλλον νόμιζαν ότι είχε παρασυρθεί στον εφιάλτη όπως ακριβώς κι αυτές. «Μην ξεχνάτε ότι μπορείτε να βγείτε από το όνειρο κατευθείαν στο κορμί σας. Δεν χρειάζεται να πάτε πρώτα στο Σαλιντάρ». Δεν ήξερε αν την είχαν ακούσει. Η Μόρβριν είχε γυρίσει από την άλλη μεριά όταν η Ηλαίην είχε νεύσει.

«Ηρέμησε, Σέριαμ», είπε η στιβαρή γυναίκα με πραότητα. «Σε λίγες στιγμές θα γυρίσουμε στο Σαλιντάρ. Ηρέμησε, Ανάγια». Τουλάχιστον η Σέριαμ είχε σταματήσει να κλαίει, αν και ακόμα βογκούσε από τον πόνο. «Καρλίνυα, μπορείς να βοηθήσεις τη Μυρέλ; Είσαι έτοιμη, Μπεόνιν; Μπεόνιν;» Η Γκρίζα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε για μια στιγμή τη Μόρβριν, προτού νεύσει.

Οι έξι Άες Σεντάι εξαφανίστηκαν.

Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Σιουάν, η Ηλαίην έφυγε μια στιγμή αργότερα απ’ αυτές, αλλά δεν πήγε στο Σαλιντάρ. Μάλλον κάποια θα ερχόταν να Θεραπεύσει το κόψιμο στο λαιμό της, αν το είχαν παρατηρήσει, αλλά για λίγο θα ασχολούνταν με τις έξι Άες Σεντάι που θα ξυπνούσαν και θα έμοιαζαν σαν να τις είχε μασήσει ο μηχανισμός κάποιου τερατώδους κουρδιστού ρολογιού. Η Ηλαίην είχε αυτά τα λίγα λεπτά στη διάθεση της κι έναν άλλο προορισμό στον νου της.

Η Μεγάλη Αίθουσα στο παλάτι της μητέρας της στο Κάεμλυν δεν εμφανίστηκε εύκολα ολόγυρά της. Υπήρξε μια αίσθηση αντίστασης πριν η Ηλαίην σταθεί στα ερυθρόλευκα πλακάκια του πατώματος κάτω από τη μεγάλη αψιδωτή οροφή, ανάμεσα στις σειρές που σχημάτιζαν οι ογκώδεις λευκές κολόνες. Άλλη μια φορά, το φως έμοιαζε να έρχεται από παντού και πουθενά. Τα πελώρια παράθυρα εκεί ψηλά, που απεικόνιζαν το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ εναλλάξ με τις αρχαιότερες βασίλισσες του έθνους και σκηνές μεγάλων Αντορινών νικών, γίνονταν ένα με το σκοτάδι της νύχτας.

Αμέσως είδε τη διαφορά που υπήρχε από αυτό που περίμενε, η οποία είχε δυσχεράνει τον ερχομό της. Στην εξέδρα, στην άκρη της αίθουσας, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται ο Θρόνος του Λιονταριού, υπήρχε ένα επιβλητικό τερατούργημα φτιαγμένο από Δράκοντες που λαμπύριζαν χρυσοκόκκινοι από τα επίχρυσα και τα φιλντισένια στολίδια, με ηλιόλιθους για μάτια. Ο θρόνος της μητέρας της δεν είχε απομακρυνθεί από την αίθουσα. Ήταν τοποθετημένος σε ένα είδος βάθρου, πιο πίσω και πιο ψηλά από το τερατούργημα.

Η Ηλαίην περπάτησε αργά στην αίθουσα κι ανέβηκε τα λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια για να κοιτάξει τον επίχρυσο θρόνο των Αντοριτισσών βασιλισσών. Το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ, που το αποτελούσαν φεγγαρόπετρες σε φόντο από ρουμπίνια, θα ορθωνόταν πάνω από το κεφάλι της μητέρας της.

«Τι κάνεις, Ραντ αλ’Θόρ;» ψιθύρισε άγρια. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;»

Ο μεγάλος της φόβος ήταν ότι ο Ραντ τα είχε θαλασσώσει χωρίς αυτήν εκεί να τον καθοδηγεί για να ξεπερνά τους σκοπέλους. Μπορεί, βέβαια, να είχε χειριστεί μια χαρά τους Δακρυνούς, και τους Καιρχινούς απ’ ό,τι φαινόταν, όμως οι δικοί της άνθρωποι διέφεραν· ήταν ευθείς, ντόμπροι κι αντιπαθούσαν τη χειραγώγηση και τους εκφοβισμούς. Αυτό που είχε σταθεί αποτελεσματικό στο Δάκρυ και στην Καιρχίν, εδώ θα στρεφόταν εναντίον του σαν πυροτέχνημα των Φωτοδοτών.

Η Ηλαίην ευχόταν να ήταν μαζί του. Ευχόταν να μπορούσε να τον προειδοποιήσει για την αντιπροσωπεία του Πύργου. Η Ελάιντα σίγουρα είχε κάποιο κρυφό τέχνασμα, για να το εξαπολύσει τη στιγμή που εκείνος δεν θα το περίμενε. Θα ήταν, άραγε, αρκετά γνωστικός για να το καταλάβει; Εκτός αυτού, η Ηλαίην δεν είχε ιδέα για το ποιες ήταν οι διαταγές της αντιπροσωπείας του Σαλιντάρ. Παρά τις προσπάθειες της Σιουάν, οι περισσότερες Άες Σεντάι του Σαλιντάρ ακόμα ταλαντεύονταν στην κρίση τους για τον Ραντ αλ’Θόρ· ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ο κατά τις προφητείες λυτρωτής της ανθρωπότητας, από την άλλη όμως ήταν ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει, καταδικασμένος στην τρέλα, στον θάνατο και στον όλεθρο.

Φρόντισε τον, Μιν, σκέφτηκε. Φτάσε τον γρήγορα και φρόντισε τον.

Ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας που η Μιν θα έκανε αυτό που ήθελε να κάνει η ίδια. Ίσως αναγκαζόταν να τον μοιραστεί, αλλά ένα μέρος του θα το είχε ολόδικό της. Ό,τι και να γινόταν, θα τον δέσμευε για να γίνει Πρόμαχός της.

«Θα γίνει». Άπλωσε το χέρι στον Θρόνο του Λιονταριού, για να ορκιστεί όπως ορκίζονταν οι βασίλισσες από την απαρχή του Άντορ. Το βάθρο ήταν ψηλά και δεν το έφτανε, αλλά μετρούσε η πρόθεση. «Θα γίνει».

Δεν είχε άλλο χρόνο. Κάποια Άες Σεντάι θα ερχόταν να τη βρει, πίσω στο Σαλιντάρ, για να την ξυπνήσει και να Θεραπεύσει την ασήμαντη γρατζουνιά στο λαιμό της. Αναστέναξε και βγήκε από το όνειρο.

Ο Ντεμάντρεντ εμφανίστηκε πίσω από τις κολόνες της Μεγάλης Αίθουσας και κοίταξε από τους δύο θρόνους το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί η κοπέλα. Αν δεν έκανε μεγάλο λάθος, ήταν η Ηλαίην Τράκαντ και χρησιμοποιούσε ένα κατώτερο τερ’ανγκριάλ, όπως έδειχνε η θολή όψη της, το οποίο ήταν φτιαγμένο για την εκπαίδευση των αρχάριων μαθητριών. Θα έδινε πολλά για να μάθει τι είχε στο μυαλό της η κοπέλα, όμως τα λόγια κι η έκφρασή της ήταν καθαρά. Δεν της άρεσε αυτό που έκανε ο αλ’Θόρ εδώ, καθόλου μα καθόλου, και δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Ο Ντεμάντρεντ υποψιαζόταν ότι επρόκειτο για μια αποφασιστική νεαρή. Εν πάση περιπτώσει, ήταν άλλο ένα νήμα που είχε τραβηχτεί απ’ αυτόν τον κόμπο, όσο αδύναμη κι αν είχε αποδειχθεί η έλξη.

«Ας κυριαρχήσουν οι Άρχοντες του Χάους», είπε στους θρόνους —αν κι ακόμα ευχόταν να ήξερε γιατί έπρεπε να γίνει έτσι — κι άνοιξε μια πύλη για να βγει από τον Τελ’αράν’ριοντ.

Загрузка...