Σιάζοντας το επιτραχήλιο της, η Εγκουέν μελέτησε τον Ματ. Περίμενε ότι θα έμοιαζε με παγιδευμένη αρκούδα, όμως εκείνος φαινόταν απλώς κατάπληκτος κι ιδρωμένος. Υπήρχαν τόσες ερωτήσεις που ήθελε να του κάνει —Που ήξερε ο Ραντ για το Σαλιντάρ; Πώς ήταν δυνατόν να ξέρει ότι είχε ανακαλύψει το Ταξίδεμα; Τι σκάρωνε ο Ραντ;— μα δεν θα τις έκανε. Ο Ματ κι η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού τής είχαν φέρει μια ζαλάδα στο κεφάλι. Ίσως ο Ραντ να της είχε προσφέρει ένα αναπάντεχο δώρο.
«Την καρέκλα μου;» του είπε χαμηλόφωνα. Έλπισε μέσα της να είχε προσέξει ο Ματ ότι δεν ίδρωναν, ούτε η ίδια ούτε η Ηλαίην κι η Νυνάβε· η Νυνάβε ίδρωνε αλλά όχι πολύ. Η Σιουάν της είχε αποκαλύψει το κολπάκι, που δεν είχε να κάνει με τη Δύναμη αλλά απλώς με τα το να αυτοσυγκεντρώνεσαι με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η Νυνάβε είχε θυμώσει —κάτι διόλου παράξενο— που δεν τους το είχε διδάξει νωρίτερα, όμως η Σιουάν είχε απαντήσει γαλήνια ότι ήταν για τις Άες Σεντάι, όχι για τις Αποδεχθείσες. Ως τώρα, η Εγκουέν είχε καταφέρει να κρατά τις σκέψεις της χαλιναγωγημένες όταν γύρω βρίσκονταν αδελφές, κι η όψη ενός δροσερού προσώπου αντί για ένα ιδρωμένο έμοιαζε να βελτιώνει λίγο τη συμπεριφορά της. Τη συμπεριφορά κάποιων. Θα βοηθούσε πολύ με τον Ματ. Αν ποτέ έπαυε να χάσκει κι άρχιζε να βλέπει. «Ματ; Την καρέκλα μου;»
Εκείνος τινάχτηκε και μετά σηκώθηκε και παραμέρισε, κοιτώνας πότε την ίδια και πότε την Ηλαίην και τη Νυνάβε, σαν να ήταν κάποιος γρίφος. Από την άλλη, η Νυνάβε κι η Ηλαίην τον κοιτούσαν περίπου με τον ίδιο τρόπο, κι αυτές είχαν πιο βάσιμο λόγο.
Ξεσκόνισε τα μαξιλαράκια πριν τα ξαναβάλει στη θέση τους με μια τρυφερή σκέψη για την Τσέσα. Ύστερα από δυο μέρες δεν τα χρειαζόταν πια, αλλά ή θα έπρεπε να σταματήσει να κάνει μπάνιο ή θα δεχόταν τα μαξιλαράκια, ώσπου να μη φαίνεται πια το παραμικρό ίχνος μελανιάς. Η Τσέσα θα έπαιρνε τα μαξιλαράκια αν της το ζητούσε η Εγκουέν. Είτε με κάθιδρο πρόσωπο είτε ολόδροση, η Εγκουέν ήταν η Έδρα της Άμερλιν, μπροστά στην οποία οι βασιλείς υποκλίνονταν κι οι βασίλισσες έκλιναν το γόνυ, έστω κι αν αυτό ακόμα δεν είχε συμβεί· η οποία ταχύτατα θα δίκαζε και θα εκτελούσε την Ελάιντα και θα επανέφερε την τάξη στον Λευκό Πύργο κι άρα στον κόσμο. Η Τσέσα θα το έκανε, και θα έριχνε τέτοιες πληγωμένες, επιτιμητικές ματιές στην Εγκουέν η οποία δεν την άφηνε να την περιποιηθεί, ώστε ήταν ευκολότερο να έχει τα μαξιλαράκια εκεί.
Βολεύτηκε με τα χέρια σταυρωμένα στο τραπέζι κι είπε, «Ματ—» Εκείνος τη διέκοψε αμέσως.
«Αυτό είναι άνω ποταμών», της είπε χαμηλόφωνα. Χαμηλόφωνα, αλλά σθεναρά. «Θα το χάσεις το κεφάλι σου, Εγκουέν. Όλες σας. Θα-το-χάσετε-το-κεφάλι-σας».
«Ματ», του είπε με πιο δυνατή φωνή, όμως εκείνος συνέχισε ακάθεκτος.
«Άκου, έχεις ακόμα περιθώριο να ξεφύγεις. Αν νομίζουν ότι είσαι η Άμερλιν, μπορείς να έρθεις μαζί μου για να... να επιθεωρήσεις την Ομάδα. Θα ανοίξεις μια πύλη και θα έχουμε φύγει πριν το πάρουν χαμπάρι αυτές οι παλαβές».
Η Νυνάβε είχε δει το σαϊντάρ να μην έχει αποτέλεσμα πάνω του, όμως ήξερε να αντιμετωπίζει ξεροκέφαλους άνδρες πριν μάθει να διαβιβάζει. Μουγκρίζοντας χαμηλόφωνα «Θα με ξυλίσει στον πισινό;» με τρόπο που η Εγκουέν σκέφτηκε πως δεν το είχε πει για να ακουστεί, η Νυνάβε ανασήκωσε επιδέξια τα φουστάνια της και κλώτσησε τον Ματ στον δικό του πισινό, τόσο δυνατά που εκείνος παραπάτησε κι έφτασε ως τον τοίχο πριν μπορέσει να σταματήσει με το χέρι του. Η Ηλαίην έβαλε τα γέλια και τα σταμάτησε απότομα, αλλά το κορμί της σειόταν και τα μάτια της έλαμπαν.
Η Εγκουέν δάγκωσε το χείλος της για να κρατήσει το γέλιο της. Η σκηνή ήταν κωμική. Ο Ματ γύρισε αργά το κεφάλι για να κοιτάξει τη Νυνάβε, με τα μάτια γουρλωμένα και γεμάτα αγανάκτηση κι οργή. Ύστερα χαμήλωσε τα φρύδια και, τινάζοντας το ξεκούμπωτο σακάκι του σαν να ήθελε να το ισιώσει, άρχισε να τη ζυγώνει αργά. Αργά επειδή κούτσαινε. Η Εγκουέν έκρυψε το στόμα της. Δεν έπρεπε να γελάσει.
Η Νυνάβε όρθωσε το ανάστημά της αυστηρά και μετά πρέπει να της πέρασαν μερικά πράγματα από το νου. Ίσως να ήταν αρκετά θυμωμένη ώστε να διαβιβάσει, αλλά όπως φαινόταν το σαϊντάρ ήταν άχρηστο μ’ αυτόν. Ο Ματ ήταν ψηλός για Διποταμίτης, πολύ ψηλότερος απ’ αυτήν, πολύ δυνατότερος κι η ματιά του είχε μια επικίνδυνη γυαλάδα. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά στην Εγκουέν κι έσιαξε το φόρεμά της, προσπαθώντας να κρατήσει την αυστηρότητα της έκφρασής της. Ο Ματ πλησίασε, με πρόσωπο συννεφιασμένο. Άλλη μια βιαστική ματιά, με την ανησυχία να κάνει την εμφάνισή της, κι η Νυνάβε έκανε ένα βηματάκι πίσω.
«Ματ», είπε η Εγκουέν με ήρεμο τόνο. Εκείνος δεν σταμάτησε. «Ματ, πάψε να κάνεις το βλάκα. Είσαι σε δεινή θέση, αλλά ίσως μπορώ να σε γλιτώσω, αν ακούσεις τη φωνή της λογικής».
Επιτέλους ο Ματ σταμάτησε. Στέλνοντας μια άγρια ματιά στη Νυνάβε και κουνώντας προειδοποιητικά το δάχτυλο του, της γύρισε την πλάτη και στηρίχτηκε με τις γροθιές στο γραφείο. «Εγώ είμαι σε δεινή θέση; Εγκουέν, πήδηξες από το δέντρο στο λάκκο με τις αρκούδες και νομίζεις ότι όλα είναι εντάξει, επειδή ακόμα δεν έφτασες στο χώμα;»
Εκείνη του χαμογέλασε γαλήνια. «Ματ, δεν είναι πολλοί εδώ στο Σαλιντάρ που να έχουν καλή γνώμη για τους Δρακορκισμένους. Ο Άρχοντας Μπράυν δεν είναι απ’ αυτούς, ούτε κι οι στρατιώτες του. Ακούσαμε μερικές ανησυχητικές ιστορίες. Και κάποιες που σου παγώνουν το αίμα».
«Δρακορκισμένοι!» είπε αυτός με μια ψιλή κραυγούλα. «Τι σχέση έχουν αυτοί με μένα; Δεν είμαι Δρακορκισμένος, μα το αίμα!»
«Φυσικά και είσαι, Ματ». Το έκανε να ακουστεί σαν να ήταν το πιο φανερό πράγμα στον κόσμο. Κάτι που ήταν, αν καθόσουν να το σκεφτείς. «Πας όπου σε στέλνει ο Ραντ. Τι άλλο είσαι παρά Δρακορκισμένος; Αλλά αν με ακούσεις, μπορώ να τους προλάβω πριν καρφώσουν το δικό σου κεφάλι σε κανένα δόρυ. Για να πω την αλήθεια, δεν νομίζω ότι ο Άρχοντας Μπράυν θα χρησιμοποιούσε δόρυ —όλο παραπονιέται ότι δεν έχει αρκετά— αλλά είμαι σίγουρος ότι κάτι θα έβρισκε».
Ο Ματ κοίταξε τις άλλες δύο γυναίκες κι η Εγκουέν έσφιξε τα χείλη για μια στιγμή. Είχε μιλήσει απροκάλυπτα, όμως ο Ματ έμοιαζε να προσπαθεί να βγάλει άκρα από τα λεγόμενά της. Η Ηλαίην του απάντησε με ένα τεταμένο χαμογελάκι κι ένα αποφασιστικό νεύμα επιβεβαίωσης. Μπορεί η Ηλαίην να μην έβλεπε πού το πήγαινε η Εγκουέν, όμως ήξερε ότι δεν μιλούσε επειδή της άρεσε ο ήχος της φωνής της. Η Νυνάβε, η οποία ακόμα πάλευε να κρατήσει την αυστηρή έκφραση και τραβούσε την πλεξούδα της, απλώς τον αγριοκοίταξε, αλλά ίσως αυτό να ήταν καλύτερο. Αν κι είχε αρχίσει να ιδρώνει· η Νυνάβε όταν θύμωνε έχανε την αυτοσυγκέντρωσή της.
«Για άκου με ένα λεπτό, Εγκουέν», έκανε ο Ματ. Αλλά ίσως να μην αρκούσε ούτε ο ένας τρόπος απάντησης ούτε ο άλλος. Κατάφερε να πάρει συνετό ύφος και συγκαταβατικότητα στο πιο προσβλητικό συνδυασμό που μπορούσε να υπάρξει. «Αν θέλεις να σε λένε Έδρα της Άμερλιν, ας σε λένε Έδρα της Άμερλιν. Ο Ραντ θα σε καλοδεχτεί με ανοιχτές αγκάλες στο Κάεμλυν, ακόμα κι αν δεν του φέρεις όλες αυτές τις Άες Σεντάι, αλλά ξέρω ότι θα χαρεί αν τις φέρεις. Όποια προβλήματα κι αν έχεις με την Ελάιντα, μπορεί να βοηθήσει να εξομαλυνθούν. Η Ελάιντα ξέρει ότι ο Ραντ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Μα το Φως, θυμάσαι την επιστολή της. Να δεις που θα σου ξαναφτιάξει τον Λευκό Πύργο πριν προλάβεις να πεις Φύλακας των Σκιών. Χωρίς μάχες. Χωρίς αιματοχυσία. Ξέρεις ότι δεν θέλεις αιματοχυσία, Εγκουέν».
Αυτό η Εγκουέν δεν το ήθελε. Όταν χυνόταν το πρώτο αίμα μεταξύ Σαλιντάρ και Ταρ Βάλον, θα ήταν δύσκολο έπειτα να επανενωθεί ο Πύργος. Όταν χυνόταν το πρώτο αίμα των Άες Σεντάι, θα ήταν ίσως αδύνατον. Παρ’ όλα αυτά, η Ελάιντα έπρεπε να καθαιρεθεί, κι η Εγκουέν θα έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει. Δεν της άρεσε. Και δεν της άρεσε να της λέει ο Ματ πράγματα που ήξερε κι η ίδια, και της άρεσε ακόμα λιγότερο που είχε δίκιο. Κι ακόμα λιγότερο εξαιτίας του τόνου του. Κατάφερε με δυσκολία να κρατήσει τα χέρια της ασάλευτα στο τραπέζι. Ήθελε να σηκωθεί και να του στρίψει το αυτί.
«Όποια στάση κι αν κρατήσω απέναντι στον Ραντ», του είπε ψυχρά, «μπορείς να είσαι βέβαιος ότι δεν θα οδηγήσω τις Άες Σεντάι να δώσουν όρκο υποταγής είτε σ’ αυτόν είτε σε οποιονδήποτε άλλο άνδρα». Ψυχρά, χωρίς να λογομαχεί· μια γαλήνια διατύπωση απλών γεγονότων. «Η στάση που θα κρατήσω με την Ελάιντα είναι δικό μου μέλημα, όχι δικό σου. Αν έχεις μια στάλα μυαλό, Ματ, θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό όσο βρίσκεσαι στο Σαλιντάρ και δεν θα κάνεις τον καμπόσο. Αν αρχίσεις να λες στις Άες Σεντάι τι θα κάνει ο Ραντ όταν γονατίσουν μπροστά του, μπορεί να μη σου αρέσουν οι απαντήσεις που θα λάβεις. Αν πεις ότι θα πάρεις από δω εμένα ή τη Νυνάβε ή την Ηλαίην, θα είσαι πολύ τυχερός αν δεν σε τρυπήσει κανένα σπαθί».
Εκείνος τινάχτηκε όρθιος με ένα άγριο βλέμμα. «Θα σου ξαναμιλήσω όταν θα είσαι έτοιμη να ακούσεις τη φωνή της λογικής, Εγκουέν. Είναι εδώ πέρα ο Θομ Μέριλιν;» Εκείνη ένευσε κοφτά. Τι τον ήθελε τον Θομ; Μάλλον για να μπεκρουλιάσουν. Καλή του τύχη αν έψαχνε να βρει καπηλειό εδώ. «Όταν θα είσαι έτοιμη να ακούσεις», επανέλαβε βλοσυρά, και προχώρησε αγέρωχα —κουτσαίνοντας— προς την πόρτα.
«Ματ», είπε η Ηλαίην, «στη θέση σου δεν θα προσπαθούσα να φύγω. Είναι ευκολότερο να μπεις στο Σαλιντάρ παρά να βγεις».
Εκείνος της χαμογέλασε αυθάδικα, και με τον τρόπο που την κοίταξε από πάνω ως κάτω ήταν τυχερός που η Ηλαίην δεν του έριξε ένα χαστούκι που θα τον έκανε να δει τον ουρανό σφοντύλι. «Εσένα, ωραία μου Αρχόντισσα, θα σε πάρω πίσω στο Κάεμλυν ακόμα κι αν χρειαστεί να σε πάω τυλιγμένη πακέτο στον Ραντ, που να καώ αν δεν το κάνω. Και μα το αίμα, θα φύγω όποτε θελήσω εγώ». Έκανε μια κοροϊδευτική υπόκλιση στην Ηλαίην και την Εγκουέν. Στη Νυνάβε απλώς έριξε μια άγρια ματιά και κούνησε πάλι το δάχτυλο.
«Πώς είναι δυνατόν να έχει ο Ραντ έναν τόσο χυδαίο, ανυπόφορο, άξεστο άνθρωπο για φίλο;» ρώτησε η Ηλαίην χωρίς να απευθύνεται συγκεκριμένα σε κάποια, πριν καλά-καλά κλείσει η πόρτα πίσω του.
«Το σίγουρο είναι ότι η γλώσσα του έχει χειροτερέψει», μούγκρισε σκοτεινά η Νυνάβε, τινάζοντας την πλεξούδα της πίσω από τον ώμο. Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι φοβόταν μήπως την ξερίζωνε αν την είχε πρόχειρη.
«Έπρεπε να τον αφήσω να κάνει αυτό που ήθελε, Νυνάβε. Μην ξεχνάς ότι τώρα είσαι Άες Σεντάι. Δεν μπορείς να τριγυρνάς και να κλωτσάς τον κόσμο, ούτε να τραβάς αυτιά, ούτε να βαράς με το στειλιάρι». Η Νυνάβε την κοίταξε, με το στόμα της να ανοιγοκλείνει και το πρόσωπο να κοκκινίζει ολοένα και περισσότερο. Η Ηλαίην φρόντισε να σκύψει, με το βλέμμα όλο ενδιαφέρον για το χαλί.
Μ’ έναν αναστεναγμό, η Εγκουέν δίπλωσε το ριγωτό επιτραχήλιο και το άπλωσε σε μια άκρη του τραπεζιού. Μ’ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε ότι η Ηλαίην κι η Νυνάβε θυμούνταν πως ήταν μόνες τους· μερικές φορές το επιτραχήλιο τις έκανε να μιλάνε στην Έδρα της Άμερλιν αντί για την Εγκουέν αλ’Βέρ. Όπως συνήθως, το κόλπο πέτυχε. Η Νυνάβε πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα.
Πριν όμως προλάβει να μιλήσει, πετάχτηκε η Ηλαίην λέγοντας, «Θέλεις να προσθέσεις τον Ματ και την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού στις δυνάμεις του Γκάρεθ Μπράυν;»
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. Οι Πρόμαχοι έλεγαν ότι τώρα υπήρχαν έξι ή επτά χιλιάδες άνδρες στη Ομάδα του Ματ, περισσότεροι απ’ όσους θυμόταν ότι είχε στην Καιρχίν, ένας σημαντικός αριθμός, παρ’ όλο που δεν ήταν όσοι ισχυρίζονταν οι δύο αιχμαλωτισμένοι, όμως οι στρατιώτες του Μπράυν δεν θα έπαιρναν με καλό μάτι τους Δρακορκισμένους. Εκτός αυτού, η Εγκουέν είχε το δικό της σχέδιο, το οποίο εξήγησε ενώ οι άλλες πλησίαζαν τις άλλες καρέκλες στο τραπέζι. Ήταν σαν να κάθονταν και να μιλούσαν στην κουζίνα. Μετακίνησε ακόμα παραπέρα το επιτραχήλιο.
«Λαμπρό σχέδιο». Το χαμόγελο της Ηλαίην έδειχνε ότι το εννοούσε. Αλλά, βέβαια, η Ηλαίην πάντα εννοούσε αυτό που έλεγε. «Τα άλλα δεν νόμιζα ότι θα πετύχουν, όμως αυτό είναι λαμπρό».
Η Νυνάβε ξεφύσηξε ενοχλημένη. «Τι σε κάνει να νομίζεις ότι ο Ματ θα το δεχτεί; Θα βάλει εμπόδια έτσι για πλάκα».
«Νομίζω ότι το υποσχέθηκε», είπε απλά η Εγκουέν κι η Νυνάβε ένευσε. Αργά, απρόθυμα, αλλά ένευσε. Η Ηλαίην φυσικά πήρε μια χαμένη έκφραση· δεν τον ήξερε. «Ηλαίην, ο Ματ κάνει ό,τι του καπνίσει· πάντα έτσι έκανε».
«Όσα γογγύλια κι αν έπρεπε να καθαρίσει μετά», μουρμούρισε η Νυνάβε, «όσο συχνά κι αν τον έδερναν με τη βέργα».
«Ναι, έτσι είναι ο Ματ», αναστέναξε η Εγκουέν. Ήταν το πιο ανεύθυνο παιδί στο Πεδίο του Έμοντ, ίσως και σ’ ολόκληρη την περιοχή των Δύο Ποταμών. «Μα όταν δώσει το λόγο του, τον κρατάει. Και νομίζω ότι υποσχέθηκε στον Ραντ να σε συνοδεύσει στο Κάεμλυν, Ηλαίην. Αν πρόσεξες, για μένα υποχώρησε κι άρχισε να με ρωτά», τουλάχιστον κατά μία έννοια,
«αλλά για σένα δεν άλλαξε στιγμή τροπάριο. Νομίζω ότι θα προσπαθήσει να γίνει η σκιά σου. Αλλά δεν θα τον αφήσουμε ούτε να σε δει, αν δεν κάνει αυτό που θέλουμε». Κοντοστάθηκε. «Ηλαίην, αν θέλεις να πας μαζί του, μπορείς. Στον Ραντ, εννοώ. Μόλις εξασφαλίσουμε όποιο όφελος μπορούμε από τον Ματ και την Ομάδα του».
Η Ηλαίην δεν δίστασε στιγμή πριν κουνήσει το κεφάλι, και το κούνησε με ζέση. «Όχι, το Έμπου Νταρ είναι πολύ σημαντικό». Ήταν μια νίκη, που κατά παράξενο τρόπο την είχαν κερδίσει με μια απλή υπόδειξη. Η Ηλαίην κι η Νυνάβε επρόκειτο να πάνε στη Μέριλιλ στην αυλή της Τάυλιν. «Τουλάχιστον, αν με πάρει από κοντά, θα έχω μερικές μέρες στη διάθεσή μου για να κοιτάξω το τερ’ανγκριάλ που κουβαλά πάνω του. Πρέπει να είναι τερ’ανγκριάλ, Εγκουέν. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση».
Η Εγκουέν δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Πριν σκόπευε απλώς να τον κουκουλώσει με Αέρα εκεί που στεκόταν, σαν μια ευγενική υπενθύμιση του ποια προσπαθούσε να σπρώξει, όμως οι ροές τον είχαν αγγίξει κι είχαν λιώσει. Μόνο έτσι μπορούσε να το περιγράψει. Είχαν πάψει να υπάρχουν τη στιγμή που τον άγγιζαν. Ακόμα ένιωθε μέσα της το σοκ της στιγμής, καθώς το θυμόταν, και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η μόνη που ξαφνικά έσιαζε φουστάνια που δεν χρειάζονταν σιάξιμο.
«Θα μπορούσαμε να βάλουμε μερικούς Προμάχους να ψάξουν τις τσέπες του». Αυτή η εικόνα φαινόταν να ικανοποιεί τη Νυνάβε. «Να δούμε αν θα αρέσει αυτό στον Αφέντη Ματ Κώθον».
«Αν του πάρουμε πράγματα», είπε υπομονετικά η Εγκουέν, «δεν νομίζεις ότι θα κλωτσήσει όταν αρχίσουμε να του λέμε τι να κάνει;» Ο Ματ ποτέ δεν δεχόταν εύκολα διαταγές κι η συνηθισμένη αντίδρασή του στις Άες Σεντάι και τη Μία Δύναμη ήταν να αρπάζει την πρώτη ευκαιρία για να το σκάσει. Ίσως η υπόσχεσή του προς τον Ραντ να τον σταματούσε —πρέπει να του το είχε υποσχεθεί· τίποτα άλλο δεν εξηγούσε τη συμπεριφορά του— αλλά η Εγκουέν δεν θα το διακινδύνευε. Η Νυνάβε ένευσε, κάπως δύσθυμα.
«Ίσως...» Χτυπώντας τα δάχτυλά της στο τραπέζι, η Ηλαίην ατένισε στοχαστικά το άπειρο για μια στιγμή. «Ίσως μπορούμε να τον πάρουμε στο Έμπου Νταρ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχω μια καλύτερη ευκαιρία να δω το τερ’ανγκριάλ. Μολονότι αν σταματά το σαϊντάρ, δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να το εξετάσω ποτέ».
«Να πάρουμε μαζί αυτό το παλιοτόμαρο!» Η Νυνάβε ανακάθισε. «Δεν το εννοείς, Ηλαίην. Κάθε μέρα θα την κάνει φρίκη· είναι η ειδικότητα του. Δεν θα κάνει ποτέ αυτό που του λέμε. Εκτός αυτού, δεν θα το δεχόταν. Του έχει καρφωθεί η σκέψη να σε πάει στο Κάεμλυν, και δεν θα μπορέσεις να του τη βγάλεις όσο κι αν προσπαθήσεις».
«Αλλά αν θέλει να με φυλάει ώσπου να φτάσω στο Κάεμλυν», της είπε η Ηλαίην, «τότε δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να έρθει. Είναι τέλειο».
«Μπορεί να μην είναι κακή ιδέα», παρενέβη η Εγκουέν, ενώ η Νυνάβε έψαχνε για άλλο αντεπιχείρημα. Ακόμα της φαινόταν σωστό που τις έστελνε να βρουν τη γαβάθα, αλλά όσο περισσότερο σκεφτόταν πού θα έπρεπε να ψάξουν, τόσο πιο πολύ ανησυχούσε. «Η συνοδεία μερικών στρατιωτών ίσως είναι καλή ιδέα, εκτός αν διαλέξατε Προμάχους και δεν μου το είπατε. Ο Θομ κι ο Τζούιλιν κάνουν τη δουλειά τους, όπως κι η Μπιργκίτε, αλλά πάτε σε δύσκολο μέρος».
«Μερικοί στρατιώτες ίσως να βοηθήσουν», είπε η Ηλαίην, κοκκινίζοντας ελαφρά. «Αρκεί να ακολουθούν διαταγές».
Η Νυνάβε δεν κοίταξε την Ηλαίην, αλλά έκανε μια παύση πριν κουνήσει το κεφάλι οξύθυμα. «Δεν πάμε για να μονομαχήσουμε, Εγκουέν, όσο ευέξαπτοι κι αν είναι αυτοί οι Εμπουνταρινοί. Ο Θομ κι ο Τζούιλιν φτάνουν και περισσεύουν. Εγώ προσωπικά νομίζω ότι όλες αυτές οι ιστορίες που ακούμε λέγονται για να μας κάνουν να τα παρατήσουμε». Όλες είχαν ακούσει ιστορίες για το Έμπου Νταρ, από τότε που είχε διαδοθεί το νέο ότι θα πήγαιναν εκεί· η Τσέσα είχε ακούσει αρκετές, η καθεμιά πιο οικτρή και φρικαλέα από την προηγούμενη, για ξένους που σκοτώνονταν για μια στραβή ματιά πριν προλάβουν να βγάλουν άχνα, για γυναίκες που χήρευαν και παιδιά που ορφάνευαν για μια λέξη, για γυναίκες που τσακώνονταν στους δρόμους με μαχαίρια. «Όχι, αφού καταφέραμε να επιζήσουμε στο Τάντσικο μόνο με τον Θομ και τον Τζούιλιν, ενώ υπήρχε η Λίαντριν με μερικές Μαύρες αδελφές της εκεί γύρω, θα τα βγάλουμε πέρα μια χαρά στο Έμπου Νταρ χωρίς τον Ματ Κώθον και χωρίς στρατιώτες. Ο Ματ να κουμαντάρει στρατιώτες! Δεν θυμόταν ούτε τις αγελάδες του πατέρα του να αρμέξει, αν δεν τον κάθιζες στο σκαμνάκι και δεν του έδινες τον κουβά».
Η Εγκουέν άφησε ένα μικρό αναστεναγμό. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά που μνημονευόταν η Μπιργκίτε· πάγωναν σαν να είχαν τρομάξει και μετά προσπερνούσαν το θέμα ή συνέχιζαν σαν να μην είχε αναφερθεί καθόλου. Με μια ματιά η Εγκουέν είχε πειστεί ότι η γυναίκα που ακολουθούσε την Εγκουέν και τη Νυνάβε —ειδικά την Ηλαίην, για κάποιο λόγο— ήταν η γυναίκα που είχε δει στον Τελ’αράν’ριοντ. Η Μπιργκίτε των θρύλων, η τοξότρια που δεν αστοχούσε ποτέ, ένας από τους νεκρούς ήρωες που περίμεναν το κάλεσμα του Κέρατος του Βαλίρ. Μια νεκρή ηρωίδα, όχι μια ζωντανή γυναίκα που τριγυρνούσε στους δρόμους του Σαλιντάρ, αλλά η ίδια γυναίκα παρ’ όλα αυτά. Η Ηλαίην ακόμα δεν είχε δώσει καμία εξήγηση, μόνο μουρμούριζε μαζεμένα κι αμήχανα ότι δεν μπορούσε να μιλήσει για κάτι για το οποίο είχαν συμφωνήσει να μη μιλήσουν. Όσο για την Μπιργκίτε, την ηρωίδα των θρύλων, εκείνη έστριβε πίσω ή χωνόταν σε σοκάκια όταν έβλεπε να την πλησιάζει η Εγκουέν. Ήταν αδύνατο να τη διατάξει να έρθει στο γραφείο της και να απαιτήσει εξηγήσεις· μπορεί να ένιωθε ανόητη μ’ αυτή την κατάσταση, αλλά είχε υποσχεθεί ότι δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Και στο κάτω-κάτω δεν έβλεπε τίποτα κακό σ’ αυτό. Απλώς ήθελε να μάθει γιατί. Και πώς.
Έδιωξε προς στιγμήν την Μπιργκίτε από τις σκέψεις της κι έσκυψε πάνω από το τραπέζι προς τη Νυνάβε. «Ίσως δεν μπορέσουμε να δώσουμε έτσι απλά διαταγές στον Ματ, αλλά δεν θα ήταν ωραίο να τον δούμε να βράζει από το θυμό του επειδή θα αναγκαστεί να γίνει σωματοφύλακάς σου;»
«Θα ήταν ωραίο θέαμα», είπε η Ηλαίην σκεπτικά, «αν ο Ραντ στ’ αλήθεια τον έκανε στρατηγό. Η μητέρα συχνά έλεγε ότι οι πιο άξιοι άνδρες δεν θέλουν να δέχονται διαταγές και πάντα αξίζει να τους διδάξεις. Δεν μπορώ να δω τον Ματ σαν έναν από τους πιο άξιους —η Λίνι λέει ότι “Οι βλάκες ακούνε μόνο τον εαυτό τους”— αλλά αν μπορέσουμε να του διδάξουμε αρκετά για να μην γελοιοποιηθεί τελείως εκεί που δεν θα υπάρχει κανείς για να τον σώσει, θα κάνουμε μια μεγάλη χάρη στον Ραντ. Εκτός αυτού, χρειάζομαι χρόνο για να εξετάσω εκείνο το τερ’ανγκριάλ».
Η Εγκουέν προσπάθησε να μη χαμογελάσει· η Ηλαίην έμπαινε κατευθείαν στο νόημα. Από την άλλη όμως, θα δοκίμαζε να μάθει τρόπους στον Ματ. Η Εγκουέν θα ήθελε να ήταν από μια μεριά να το δει αυτό. Συμπαθούσε την Ηλαίην και παραδεχόταν τη δύναμή της, αλλά σ’ αυτό το διαγωνισμό θα στοιχημάτιζε στον Ματ. Πως θα νικούσε με ελάχιστη διαφορά.
Η Νυνάβε υποχώρησε πεισματικά. Ο Ματ ήταν ξεροκέφαλος· θα έλεγε «κάτω», αν αυτές έλεγαν «πάνω», μόνο και μόνο για να τις πικάρει. Θα δημιουργούσε προβλήματα, έτσι στριμωγμένος που θα ήταν. Θα έπρεπε συνεχώς να τον ξετρυπώνουν από καπηλειά και χαρτοπαικτικά καταγώγια. Στο τέλος, κατέληξε να ισχυριστεί πως ο Ματ μάλλον θα έδινε μια τσιμπιά στην Ηλαίην την πρώτη φορά που θα του γυρνούσε την πλάτη, κι η Εγκουέν τότε κατάλαβε ότι οι αντιρρήσεις της κατέρρεαν. Ο Ματ μπορεί να κατανάλωνε αρκετό χρόνο κυνηγώντας τον ποδόγυρο, κάτι το οποίο η Εγκουέν κάθε άλλο παρά επιδοκίμαζε, όμως η Νυνάβε ήξερε πολύ καλά ότι ο Ματ μπορεί μεν να κοίταζε εκεί που δεν έπρεπε όταν δεν έπρεπε, αλλά είχε ένα αλλόκοτο χάρισμα να διαλέγει τις γυναίκες που ήθελαν να κυνηγηθούν, ακόμα και τις πλέον απίθανες. Δυστυχώς, πάνω που η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως η Νυνάβε θα κατέθετε τα όπλα, ένα χτύπημα στην πόρτα ανήγγειλε τη Σέριαμ.
Η Σέριαμ δεν περίμενε να πάρει άδεια για να μπει· ποτέ δεν περίμενε. Με ψυχρό βλέμμα, φορώντας το γαλάζιο επώμιο της, κοντοστάθηκε κι έριξε μια ματιά στη Νυνάβε και την Ηλαίην. Παρ’ όλο που η Τηρήτρια ήταν δεύτερη μετά την Άμερλιν, δεν είχε πραγματική εξουσία επί των Άες Σεντάι, και βεβαίως δεν είχε την εξουσία να διώξει καμία από το γραφείο της Άμερλιν, όμως εκείνο το βλέμμα έλεγε καθαρά να φύγουν.
Η Ηλαίην σηκώθηκε ήρεμα, έκανε μια βαθιά γονυκλισία στην Εγκουέν. «Με την άδειά σου, Μητέρα, πρέπει να πάω να βρω την Αβιέντα».
Η Νυνάβε, αντιθέτως, διασταύρωσε το βλέμμα της με το βλέμμα της Σέριαμ, ώσπου η Εγκουέν ξερόβηξε και ξανάβαλε το ριγωτό επιτραχήλιο στους ώμους της.
Η Νυνάβε αναψοκοκκίνισε και σηκώθηκε όρθια. «Πρέπει κι εγώ να φεύγω. Η Τζάνυα είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει για τα χαμένα Ταλέντα».
Η ανάκτηση αυτών των Ταλέντων δεν ήταν τόσο εύκολη όσο έλπιζε η Εγκουέν. Οι αδελφές μιλούσαν με προθυμία· το πρόβλημα ήταν να κάνουν τη Μογκέντιεν να καταλάβει τι εννοούσαν με μια αόριστη περιγραφή ή απλώς με ένα όνομα μερικές φορές, ελπίζοντας πως πράγματι ήξερε κάτι. Ήταν χρήσιμο να ξέρουν για παράδειγμα ότι η Ευθυγράμμιση του Καλουπιού έκανε τα μέταλλα ανθεκτικότερα, όμως εκείνη η γυναίκα ήξερε λιγότερα για τα μέταλλα απ’ όσα ήξερε για τη Θεραπεία, και τι στο Φως ήταν το Στριφογύρισμα, η Γαιοφωτιά, ή, τέλος, το Άρμεγμα των Δακρύων;
Η Μογκέντιεν φαινόταν ολοπρόθυμη, απεγνωσμένη να βοηθήσει, ειδικά από τότε που η Σιουάν είχε διδάξει στις άλλες το κολπάκι για να αγνοούν τη ζέστη. Όπως φαινόταν, είχε πει ψέματα γι’ αυτό στη Νυνάβε και την Ηλαίην. Πεπεισμένη ότι η Εγκουέν θα το θεωρούσε «το ένα ψέμα της», είχε πέσει παρακαλετικά στα γόνατα, κλαψουρίζοντας κι ικετεύοντας, με τα δόντια να χτυπούνε, φιλώντας τον ποδόγυρο των φουστανιών τους. Ασχέτως του αν ήθελε ή όχι να βοηθήσει, ο φόβος της είχε φτάσει σε νέα ύψη. Η συνεχής αηδιαστική βροχή του γυνυπετούς τρόμου ήταν αβάσταχτη. Παρά της προθέσεις της, το βραχιόλι του α’ντάμ τώρα ήταν στο πουγκί της Εγκουέν. Θα το έδινε στη Νυνάβε —και θα χαιρόταν που το είχε ξεφορτωθεί— αλλά αν το αντάλλασσαν μεταξύ τους μπροστά στις άλλες, κάποια στιγμή θα γεννούσαν σχόλια.
Αντιθέτως, είπε, «Νυνάβε, ίσως είναι καλύτερο για σένα να αποφεύγεις τον Ματ μέχρι να καταλαγιάσουν τα νεύρα του». Δεν ήξερε αν ο Ματ θα έκανε την απειλή του πράξη, αλλά η Νυνάβε μπορούσε να τον ωθήσει σ’ αυτό, κι από κει κι έπειτα δεν θα μπορούσες να την πείσεις για τίποτα. «Ή, τουλάχιστον, φρόντισε να του μιλάς μόνο μπροστά σε πολύ κόσμο. Ίσως μπροστά σε μερικούς Προμάχους».
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα· μετά από μια στιγμή το ξανάκλεισε· τα μάγουλά της χλόμιασαν λιγάκι και ξεροκατάπιε. Είχε καταλάβει τι εννοούσε η Εγκουέν. «Ναι. Ναι, νομίζω ότι έτσι είναι το σωστό, Μητέρα».
Η Σέριαμ κοίταξε την πόρτα να κλείνει με τα φρύδια ελαφρά σμιγμένα, έκφραση που δεν άλλαξε όταν στράφηκε προς την Εγκουέν. «Αντάλλαξαν σκληρά λόγια, Μητέρα;»
«Μόνο ό,τι θα περίμενε κανείς όταν συναντιούνται παλιοί φίλοι ύστερα από πολύ καιρό. Η Νυνάβε θυμάται τον Ματ ως παιδαρέλι, μα αυτός δεν είναι πια δέκα χρονών κι αρπάζεται». Οι Άες Σεντάι, δεσμευμένες από τον Όρκο κατά των ψεμάτων, είχαν αναγάγει τη μισή αλήθεια, το τέταρτο της αλήθειας και τους υπαινιγμούς σε τέχνη. Χρήσιμη τέχνη, κατά την άποψη της Εγκουέν. Ειδικά με τις Άες Σεντάι. Οι Τρεις Όρκοι δεν βοηθούσαν κανέναν, πολύ λιγότερο τις Άες Σεντάι.
«Μερικές φορές δύσκολα θυμάται κανείς ότι οι άνθρωποι αλλάζουν». Η Σέριαμ πήρε μια καρέκλα χωρίς να της έχει προσφερθεί κι έσιαξε με προσοχή τη γαλάζια μεταξωτή φούστα της. «Υποθέτω πως αυτός που διοικεί τους Δρακορκισμένους έστειλε τον νεαρό Ματ με μήνυμα του Ραντ αλ’Θόρ; Ελπίζω να μην είπες κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως υπόσχεση, Μητέρα. Ένας στρατός Δρακορκισμένων σε απόσταση δέκα μιλίων δημιουργεί μια ιδιαίτερη κατάσταση. Δεν είναι προς όφελός μας αν ο διοικητής τους πιστέψει ότι παίρνουμε πίσω τις υποσχέσεις μας».
Η Εγκουέν κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή την άλλη γυναίκα. Τίποτα δεν τάραζε τη Σέριαμ. Απ’ ό,τι άφηνε να φανεί, τουλάχιστον. Η Σέριαμ ήξερε αρκετά για τον Ματ· το ίδιο κι αρκετές άλλες αδελφές στο Σαλιντάρ. Άραγε, θα μπορούσε αυτό να χρησιμοποιηθεί για να πιεστεί ο Ματ προς τη σωστή κατεύθυνση, ή μήπως θα τον έκανε να το βάλει στα πόδια; Άσε τον Ματ για αργότερα, σκέφτηκε αποφασισμένα. Τώρα είναι η Σέριαμ. «Θα πεις να φέρουν λίγο τσάι, Σέριαμ; Νιώθω μια δίψα».
Το πρόσωπο της Σέριαμ άλλαξε ελάχιστα, φάνηκε μονάχα ένα σφίξιμο γύρω από κείνα τα γερτά μάτια, τόσο ανάλαφρο που σχεδόν δεν τάραζε καθόλου τη φαινομενική γαλήνη της. Η Εγκουέν σχεδόν μπορούσε να δει την ερώτηση που ήταν έτοιμη να ξεστομίσει, όμως. Τι είχε πει στον Ματ για το οποίο δεν ήθελε να συζητήσει; Τι υποσχέσεις είχε κάνει από τις οποίες η Σέριαμ θα έπρεπε να τη σώσει δίχως να χάσει έδαφος από τη Ρομάντα και τη Λελαίν;
Η Σέριαμ είπε απλώς δυο λόγια σε κάποια απ’ έξω κι όταν ξαναγύρισε στη θέση της, η Εγκουέν δεν της άφησε την ευκαιρία να ανοίξει το στόμα της. Αντιθέτως, τη χτύπησε κατακούτελα. Τρόπος του λέγειν. «Σέριαμ, φαίνεται ότι ο Ματ είναι ο διοικητής, και κατά έναν τρόπο το μήνυμα είναι ο στρατός. Απ’ ό,τι δείχνει, ο Ραντ θα ήθελε να πάμε όλες μαζί του στο Κάεμλυν. Κάτι αναφέρθηκε για όρκους υποταγής».
Η Σέριαμ σήκωσε το κεφάλι, με τα μάτια διάπλατα. Αλλά η έκφραση μόνο εν μέρει οφειλόταν στην οργή. Υπήρχε σίγουρα μια νότα από... αν δεν επρόκειτο για Άες Σεντάι, η Εγκουέν θα έλεγε ότι ήταν φόβος. Αν ήταν πράγματι φόβος, ήταν κατανοητός. Αν η Εγκουέν είχε όντως υποσχεθεί κάτι τέτοιο —στο κάτω-κάτω, ήταν από το ίδιο χωριό· μια από χρησιμότητες της ως Άμερλιν ήταν ότι είχε μεγαλώσει μαζί με τον Ραντ— τότε θα ήταν σαν να προσπαθούσαν να βγουν από άπατο πηγάδι. Ό,τι και να ’κανε η Σέριαμ, το νέο θα διαδιδόταν· κάποιες της Αίθουσας ίσως έριχναν το φταίξιμο στην ίδια τη Σέριαμ ή ίσως το χρησιμοποιούσαν σαν πρόσχημα. Η Ρομάντα κι η Λελαίν δεν ήταν οι μόνες Καθήμενες που είχαν συστήσει στην Εγκουέν να μην ακολουθεί τις προτροπές της Σέριαμ χωρίς να συμβουλεύεται την Αίθουσα. Στην πραγματικότητα, η μόνη που υποστήριζε ανεπιφύλακτα τη Σέριαμ έμοιαζε να είναι η Ντελάνα, αλλά συμβούλευε την Εγκουέν να ακούει επίσης τη Ρομάντα και τη Λελαίν, λες κι ήταν δυνατόν να ακολουθήσει τρεις κατευθύνσεις με μιας. Ακόμα κι αν κατάφερνε να κουμαντάρει την Αίθουσα, όταν θα έφταναν στον Ραντ τα νέα για την υπόσχεση και την απόσυρσή της, θα ήταν δέκα φορές δυσκολότερο να τον χειριστεί κανείς. Εκατό φορές δυσκολότερο.
Η Εγκουέν περίμενε να ανοίξει η Σέριαμ το στόμα και μετά ξαναμίλησε πρώτη. «Φυσικά, του είπα ότι ήταν εξωφρενικό».
«Φυσικά». Η φωνή της Σέριαμ δεν ήταν σταθερή όσο πριν. Ωραία.
«Αλλά έχεις δίκιο. Η κατάσταση είναι λεπτή. Τι κρίμα. Μου είχες δώσει καλές συμβουλές για να αντιμετωπίσω τη Ρομάντα και τη Λελαίν, αλλά νομίζω ότι δεν αρκεί πια να εντείνω τις προετοιμασίες για την αναχώρηση».
Η Ρομάντα την είχε στριμώξει και με βλοσυρό ύφος της είχε κάνει κήρυγμα για τη βιασύνη που οδηγούσε στον όλεθρο· ο στρατός του Γκάρεθ Μπράυν έπρεπε να γίνει μεγαλύτερος, αρκετά μεγάλος ώστε η είδηση του μεγέθους του να τρομάξει την Ελάιντα. Και, παρεμπιπτόντως, η Ρομάντα της είχε υπογραμμίσει άλλη μια φορά ότι έπρεπε να ανακληθούν οι πρεσβείες προς τους κυβερνήτες· μόνο οι Άες Σεντάι έπρεπε να μάθουν για τα προβλήματα του Πύργο, όσο ήταν δυνατόν αυτό. Η Λελαίν δεν νοιαζόταν ούτε για το στρατό του Μπράυν, ούτε για τους κυβερνήτες —αμφότερα της φαίνονταν ότι δεν είχαν σημασία— αν και συνιστούσε προσοχή κι αναμονή. Η σωστή προσέγγιση σε Άες Σεντάι που βρίσκονταν ακόμα στον Πύργο σίγουρα θα απέδιδε καρπούς· η Ελάιντα θα μπορούσε να καθαιρεθεί από Έδρα της Άμερλιν και να ανέβει στη θέση της η Εγκουέν με τρόπο που ελάχιστες αδελφές θα ήταν ποτέ σίγουρες για το τι είχε συμβεί. Με τον καιρό, το γεγονός ότι ο Λευκός Πύργος είχε γκρεμιστεί ποτέ θα ήταν άλλο ένα παραμύθι. Ίσως αυτό να έφερνε αποτελέσματα αν διέθεταν χρόνο. Αν η αναμονή δεν πρόσφερε και στην Ελάιντα την ευκαιρία να προσεγγίσει αδελφές στο Σαλιντάρ.
Η άλλη διαφορά με τη Λελαίν ήταν ότι έλεγε τα πάντα με ένα χαμόγελο που θα ταίριαζε αν απευθυνόταν σε μια χαϊδεμένη μαθητευόμενη ή σε μια Αποδεχθείσα για την οποία καμάρωνε. Η επανανακάλυψη του Ταξιδέματος έκανε πολλές Άες Σεντάι να χαμογελάνε, αν και μόνο μια χούφτα απ’ αυτές ήταν αρκετά δυνατές για να κάνουν πύλη που ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο χωρούσε για να περάσει το μπράτσο τους, κι οι περισσότερες δεν το κατάφερναν ούτε καν αυτό. Η Ρομάντα ήθελε να χρησιμοποιήσει πύλες για να πάρει από τον Πύργο τη Ράβδο των Όρκων κι ορισμένα άλλα αντικείμενα —δεν είπε στην Εγκουέν ποια ακριβώς— ώστε να μπορούν να κάνουν στο Σαλιντάρ πραγματικές Άες Σεντάι, στερώντας ταυτοχρόνως από την Ελάιντα αυτή τη δυνατότητα· το δίχως άλλο η Εγκουέν ήθελε να είναι αληθινά Άες Σεντάι. Η Λελαίν συμφωνούσε με το τελευταίο, αλλά όχι με το να χρησιμοποιήσουν πύλες στον Πύργο· υπήρχε αρκετή πιθανότητα να εντοπιστούν, κι αν οι Άες Σεντάι στον Πύργο μάθαιναν να Ταξιδεύουν, θα έχαναν ένα σημαντικό πλεονέκτημά τους. Αυτά τα επιχειρήματα είχαν φανεί πολύ πειστικά στην Αίθουσα, κάτι που δεν ευχαρίστησε καθόλου τη Ρομάντα.
Κι η Σέριαμ επίσης είχε χαμογελάσει, επειδή είχε βρεθεί να συμφωνεί με τη Λελαίν σε κάτι, αλλά τώρα το χαμόγελο είχε κοπεί. «Μητέρα, νομίζω πως δεν καταλαβαίνω», είπε, υπέρ το δέον ανεκτικά. «Οι προετοιμασίες αρκούν για να δείξουν στην Αίθουσα ότι δεν δέχεσαι πιέσεις. Το να κάνεις την κίνηση σου πριν να είναι έτοιμα όλα, ίσως αποβεί καταστροφικό».
Η Εγκουέν κατάφερε να πάρει μια αθώα έκφραση. «Καταλαβαίνω, Σέριαμ. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τις συμβουλές σου». Ανυπομονούσε να έρθει η μέρα που θα έδινε τέλος σ’ όλα αυτά. Η Σέριαμ θα γινόταν πολύ καλή Τηρήτρια —θα μπορούσε ίσως να είχε γίνει και μια καλή Άμερλιν— αλλά η Εγκουέν θα απολάμβανε τη μέρα που θα μάθαινε σ’ αυτή τη γυναίκα πως ήταν Τηρήτρια, όχι Άμερλιν. Στη Σέριαμ και στην Αίθουσα. «Μόνο που τώρα ο Ματ έχει το στρατό των Δρακορκισμένων στο κατώφλι μας. Τι θα κάνει ο Άρχοντας Μπράυν; Ή κάποιοι από τους στρατιώτες του, αυτοβούλως; Όλοι λένε ότι ήθελε να στείλει άνδρες να κυνηγήσουν αυτούς τους Δρακορκισμένους που υποτίθεται πως πυρπολούσαν χωριά. Ξέρω ότι του έχουμε πει να κρατά κοντά τα λουριά τους, αλλά...»
«Ο Άρχοντας Γκάρεθ θα κάνει ό,τι τον διατάξουμε... ό,τι τον διατάξεις, και τίποτα παραπάνω».
«Ίσως». Ο Μπράυν δεν χαιρόταν γι’ αυτό όσο πίστευε η Σέριαμ, που συγκρατούσε τους άνδρες του. Η Σιουάν περνούσε αρκετό χρόνο με τον Γκάρεθ Μπράυν, παρά τις γκρίνιες της γι’ αυτόν τον άνθρωπο, κι εκείνος της έλεγε διάφορα πράγματα. Η Εγκουέν, όμως, δεν μπορούσε να χάσει την υπακοή της Σιουάν. «Ελπίζω να ισχύει αυτό και για όλους τους στρατιώτες του, ως τον τελευταίο. Δεν μπορούμε να μετακινηθούμε δυτικά στην Αμαδισία, αλλά σκέφτηκα μήπως μπορούμε να κατέβουμε το ποτάμι, στο Έμπου Νταρ. Ίσως μέσω πύλης. Οι Άες Σεντάι θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτες εκεί. Ο Άρχοντας Μπράυν θα μπορούσε να στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη. Η μετακίνηση θα τόνιζε ότι δεν πρόκειται να δεχθούμε την... προσφορά του Ραντ, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι. Κι αν είναι να συνεχίσουμε τις προετοιμασίες, είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρουμε καλύτερα σε μια μεγάλη πόλη, με δρόμους και πλοία να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι».
Η Σέριαμ ξανάχασε την αυτοκυριαρχία της, σε σημείο που να μιλήσει λιγάκι ξέπνοα. «Το Έμπου Νταρ δεν είναι τόσο φιλικό, Μητέρα. Επίσης, άλλο πράγμα μερικές αδελφές κι άλλο μερικές εκατοντάδες αδελφές, μ’ ένα στρατό από πίσω. Μητέρα, η ιδέα και μόνο θα έκανε την Τάυλιν να πιστέψει πως πάμε να καταλάβουμε την πόλη. Θα το πίστευε τόσο η Τάυλιν όσο κι αρκετοί Αλταρανοί αριστοκράτες που θα λάτρευαν ένα τέτοιο πρόσχημα για να την ανατρέψουν και να ανέβουν οι ίδιοι στο Θρόνο των Ανέμων. Ένα τέτοιο μπέρδεμα θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για μας με όλους τους κυβερνήτες. Όχι, Μητέρα, θα ήταν αδιανόητο».
«Τολμάμε, όμως, να μείνουμε τώρα εδώ; Ο Ματ δεν θα κάνει τίποτα, αλλά αρκούν μια χούφτα στρατιώτες του Άρχοντα Μπράυν που θα αποφασίσουν να πάρουν το ζήτημα στα χέρια τους». Η Εγκουέν κοίταξε συνοφρυωμένη τα φουστάνια της, τα έσιαξε σαν να σκεφτόταν ανήσυχα, κι αναστέναξε. «Όσο πιο πολύ καθόταν άπραγες με έναν στρατό Δρακορκισμένους να μας κοιτάζει, τόσο χειρότερα θα είναι. Δεν θα ξαφνιαστώ αν ακούσω φήμες ότι σκοπεύουν να μας επιτεθούν, κι ανθρώπους να λένε ότι πρέπει να επιτεθούμε πρώτες εμείς». Αν δεν πετύχαινε έτσι, θα εμφανίζονταν φήμες. Περί αυτού θα φρόντιζαν η Νυνάβε κι η Ηλαίην κι η Σιουάν κι η Ληάνε. Θα ήταν επικίνδυνο, μα σε αυτή την περίπτωση θα έβρισκε τρόπο να κάνει τον Ματ να υποχωρήσει πριν οξυνθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. «Έτσι που διαδίδονται οι φήμες, δεν θα ξαφνιαστώ αν σε ένα μήνα η μισή Αλτάρα πιστεύει ότι εμείς είμαστε Δρακορκισμένες». Αυτή τη φήμη θα τη σταματούσε, αν ήξερε πώς. Η Αίθουσα δεν έφερνε πια ευγενείς να δούνε τον Λογκαίν από τότε που είχε Θεραπευτεί, αλλά οι στρατολογητές του Μπράυν ακόμα έκαναν εξορμήσεις, ομάδες των Άες Σεντάι έψαχναν καινούριες μαθητευόμενες, κι οι άνδρες έκαναν το μακρύ ταξίδι προς τα κοντινότερα χωριά με τα κάρα και τις άμαξες τους για να αγοράσουν τρόφιμα. Αυτή η φήμη είχε εκατό δρόμους να ακολουθήσει, και χρειαζόταν μονάχα έναν. «Σέριαμ, νιώθω ότι είμαστε κλεισμένες σε κουτί, κι αν δεν βγούμε, τα πράγματα θα πάνε άσχημα. Πολύ άσχημα».
«Η απάντηση είναι να διώξεις τους Δρακορκισμένους», είπε η Σέριαμ, λιγότερο υπομονετικά από πριν. «Λυπάμαι που άφησα πάλι τον Ματ να μας ξεγλιστρήσει από τα χέρια, αλλά φοβάμαι ότι σ’ αυτό δεν υπάρχει απάντηση. Του είπες ότι απορρίπτεις την προσφορά του· πες του να φύγει».
«Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Δεν νομίζω ότι θα φύγει αν απλώς του το ζητήσω, Σέριαμ. Υπαινίχθηκε ότι πρέπει να περιμένει εδώ μέχρι να συμβεί κάτι. Ίσως περιμένει διαταγές από τον Ραντ, ίσως τον Ραντ αυτοπροσώπως. Υπήρχε μια φήμη στην Καιρχίν ότι είχε συνηθίσει να Ταξιδεύει μερικές φορές μαζί με μερικούς από τους άνδρες που συγκεντρώνει. Εκείνους που τους διδάσκει να διαβιβάζουν, εννοώ. Δεν ξέρω τι θα κάνουμε σε αυτή την περίπτωση».
Η Σέριαμ την κοίταξε, ανασαίνοντας αρκετά βαριά για κάποια που υποτίθεται πως είχε τόσο γαλήνια χαρακτηριστικά.
Κάτι ακούστηκε να ξύνει την πόρτα και μέσα μπήκε η Ταμπίθα με ένα χτυπημένο ασημένιο δίσκο. Μη καταλαβαίνοντας την ατμόσφαιρα που επικρατούσε, άρχισε να βάζει στη σωστή θέση την πράσινη τσαγιέρα και τα φλιτζάνια, το ασημένιο βαζάκι με το μέλι και το κανατάκι με την κρέμα και τις δαντελωτές λινές πετσέτες, ώσπου τελικά η Σέριαμ την αποπήρε λέγοντάς της να φύγει τόσο απότομα που η Ταμπίθα τσίριξε, γούρλωσε τα μάτια κι έκανε μια γονυκλισία τόσο βαθιά που το κεφάλι της πλησίασε το πάτωμα και μετά το έβαλε στα πόδια.
Για μια στιγμή, η Σέριαμ έμεινε να σιάζει τα φουστάνια της ενώ ανακτούσε την αυτοκυριαρχία της. «Ίσως», είπε τελικά, απρόθυμα, «να ήταν αναγκαίο να φύγουμε τελικά από το Σαλιντάρ. Νωρίτερα απ’ όσο θα επιθυμούσα».
«Μα ο μόνος δρόμος που μας έμεινε είναι προς το βορρά», είπε η Εγκουέν, ανοίγοντας πλατιά τα μάτια. Μα το Φως, το σιχαινόταν αυτό που έκανε! «Θα φανεί ότι προχωρούμε εναντίον της Ταρ Βάλον».
«Το ξέρω αυτό», είπε η Σέριαμ, σχεδόν αγριεμένα. Πήρε μια ανάσα και μαλάκωσε τον τόνο της. «Συγχώρεσέ με, Μητέρα. Νιώθω λιγάκι... Δεν μ’ αρέσει να με πιέζουν, και φοβάμαι ότι ο Ραντ αλ’Θόρ μας πιέζει να ενεργήσουμε πριν να είμαστε έτοιμες».
«Θα του μιλήσω αυστηρά όταν τον δω», είπε η Εγκουέν. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα έκανα χωρίς τις συμβουλές σου». Ίσως έβρισκε τρόπο να στείλει τη Σέριαμ να κάνει μαθήματα με τις Σοφές ως μαθητευόμενη. Η σκέψη της Σέριαμ μετά από ένα χρόνο με τη Σορίλεα την έκανε να χαμογελάσει με τρόπο που η Σέριαμ της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Με μέλι, ή πικρό;» είπε η Εγκουέν, σηκώνοντας την τσαγιέρα.