48 Γέρνοντας Πάνω στο Μαχαίρι

Η Νυνάβε βγήκε από τη μεγάλη χάλκινη μπανιέρα με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια άσπρη πετσέτα και άρχισε να σκουπίζεται αργά. Η παχουλή γκριζομάλλα υπηρέτρια θέλησε να την ντύσει, η Νυνάβε όμως την έδιωξε, αγνοώντας τις έκπληκτες ματιές και τις διαμαρτυρίες, και ντύθηκε μόνη της, με μεγάλη προσοχή, κοιτώντας με προσοχή το σκουροπράσινο φόρεμα με τον πλατύ γιακά από χλωμή Μεραντιανή δαντέλα στον ψηλό, στενό, όρθιο καθρέφτη. Είχε στο πουγκί της το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι του Λαν —καλύτερα να μην το σκεφτόταν αυτό— μαζί με το συστραμμένο τερ’ανγκριάλ δαχτυλίδι, ενώ το Μεγάλο Ερπετό λαμπύριζε χρυσό στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού της χεριού. Του δεξιού της χεριού. Καλύτερα να μην το σκεφτόταν ούτε αυτό.

Το ψηλό ταβάνι είχε ευχάριστα ζωγραφισμένο ένα γαλανό ουρανό με λευκά σύννεφα· και παρ’ όλο που τα πόδια των επίπλων είχαν σχήμα ποδιών λιονταριού και ήταν επίχρυσα και φανταχτερά, παρ’ όλο που οι λεπτοί στύλοι του κρεβατιού και τα πόδια των καρεκλών και ό,τι άλλο κάθετο υπήρχε είχαν υπερβολικά πολλές αυλακώσεις και επίχρυσα στολίσματα για το γούστο της, το δωμάτιο δεν έπαυε να είναι το πιο άνετο κατάλυμα που είχε γνωρίσει εδώ και πολλές μέρες. Ήταν ένα ευχάριστο δωμάτιο. Σχετικά δροσερό. Αυτό που ήθελε ήταν να χαλαρώσει.

Αλλά φυσικά δεν τα κατάφερνε. Είχε νιώσει να υφαίνουν το σαϊντάρ, και μόλις βγήκε από την κρεβατοκάμαρα της είδε το ξόρκι εναντίον των ωτακουστών που είχε στερεώσει η Ηλαίην γύρω από το καθιστικό. Η Μπιργκίτε και η Αβιέντα είχαν ήδη πάει εκεί φρεσκοπλυμένες και ντυμένες.

Όπως ήταν μια αρκετά συνηθισμένη διαρρύθμιση εδώ, σύμφωνα με τη Μπιργκίτε, υπήρχαν τέσσερις κρεβατοκάμαρες γύρω από ένα καθιστικό, όπου κι εκεί υπήρχε στο ταβάνι ζωγραφισμένος ουρανός με σύννεφα. Τέσσερις μεγάλες αψιδωτές μπαλκονόπορτες έβγαζαν σε μια μακριά βεράντα από ασπροβαμμένο δουλεμένο σίδηρο, τόσο περίτεχνο που χωρίς να μπορούσες να βλέπεις αθέατος την πλατεία Μολ Χάρα μπροστά στο παλάτι. Μια αχνή αύρα χάιδευε τα παράθυρα φέρνοντας την αλμύρα της θάλασσας, και ως εκ θαύματος ήταν κάπως δροσερή. Ο θυμός της χαλούσε την αυτοσυγκέντρωση και η Νυνάβε λίγο μετά απ’ όταν είχε φτάσει στο Παλάτι Τάρασιν είχε αρχίσει να νιώθει τη ζέστη.

Στον Θομ και τον Τζούιλιν είχαν δώσει ένα δωμάτιο κάπου βαριά στα διαμερίσματα των υπηρετών, κάτι που ενοχλούσε την Ηλαίην περισσότερο απ’ όσο είχε ενοχλήσει τους δύο άνδρες. Ο Θομ μάλιστα είχε βάλει τα γέλια. Μα γι’ αυτόν δεν ήταν δύσκολο.

«Το τσάι είναι υπέροχο, Νυνάβε, πιες», είπε η Ηλαίην, απλώνοντας μια άσπρη πετσετούλα στο αστραφτερό γαλάζιο μεταξωτό φουστάνι της. Όπως και ό,τι άλλο υπήρχε στο καθιστικό, η πλατιά καρέκλα της είχε επίχρυσες μπάλες αντί για πόδια, ενώ υπήρχαν επίχρυσες μπάλες στην ψηλή ράχη της καρέκλας πάνω από το κεφάλι της. Η Αβιέντα καθόταν δίπλα της, αλλά στο πάτωμα, με τα πόδια σταυρωμένα κάτω από το σώμα της, φορώντας ένα φόρεμα με ψηλό γιακά που ήταν σχεδόν ασορτί με τα ανοιχτοπράσινα πλακάκια. Το δαιδαλώδες ασημένιο μενταγιόν ταίριαζε όμορφα με το φόρεμα. Η Νυνάβε δεν θυμόταν να είχε δει την Αελίτισσα σε καρέκλα έστω και μια φορά. Όλοι την κοίταζαν στα δύο πανδοχεία που είχαν μείνει.

«Μέντα και μούρα», πρόσθεσε η Μπιργκίτε στην πρόταση της Ηλαίην, γεμίζοντας άλλο ένα λεπτεπίλεπτο χρυσό πορσελάνινο φλιτζάνι δίχως να περιμένει. Η Μπιργκίτε φυσικά φορούσε γκρίζο φαρδύ παντελόνι και κοντό γαλάζιο σακάκι. Σπανίως έβαζε φόρεμα, όμως το γούστο της ήταν τέτοιο που η Νυνάβε χαιρόταν που δεν ήταν πιο συχνά. Και οι τρεις ήταν ντυμένες και περιποιημένες, και δεν τις ήθελε κανείς.

Η ασημένια καράφα αστραφτοβολούσε, θολή από τις δροσοσταλίδες, και το τσάι ήταν δροσερό και αναζωογονητικό. Η Νυνάβε θαύμαζε το πρόσωπο της Ηλαίην, που ήταν κρύο και στεγνό. Η ίδια προσωπικά ένιωθε πάλι μούσκεμα, παρά την αύρα. «Πρέπει να πω», μουρμούρισε, «ότι περίμενα αλλιώτικη υποδοχή».

«Στ’ αλήθεια;» ρώτησε η Ηλαίην. «Μετά τον τρόπο που μας φέρθηκαν η Βαντέν και η Αντελέας;»

Η Νυνάβε αναστέναξε. «Άντε καλά, να πω “έλπιζα”. Έγινα επιτέλους Άες Σεντάι, αληθινή Άες Σεντάι, και κανείς δεν το πιστεύει. Έλπιζα στ’ αλήθεια ότι κάτι θα άλλαζε τώρα που φύγαμε από το Σαλιντάρ».

Η συνάντησή τους με τη Μέριλιλ Κήντεβιν δεν είχε πάει καλά. Η ακρόαση, για την ακρίβεια. Η Βαντέν τις είχε παρουσιάσει σχεδόν αδιάφορα, και ύστερα είχαν αποπεμφθεί, τις είχαν διώξει για να μπορέσουν οι πραγματικές Άες Σεντάι να συζητήσουν. Η Μέριλιλ είχε πει πως σίγουρα θα ήθελαν να φρεσκαριστούν, μα στην πραγματικότητα τις έδιωχνε, αφήνοντάς τους την εκλογή να φύγουν σαν πειθήνιες Αποδεχθείσες ή να αρνηθούν μοιάζοντας με μουτρωμένα παιδάκια. Η ανάμνηση ήταν αρκετή για να χαλάσει την αυτοσυγκέντρωση της Νυνάβε· ο ιδρώτας άρχισε να κυλά στο πρόσωπό της.

Το χειρότερο δεν ήταν που τις είχαν διώξει. Η Μέριλιλ ήταν μια λιγνή, κομψή Καιρχινή με χλωμή επιδερμίδα, γυαλιστερά μελαχρινά μαλλιά και μεγάλα υγρά μάτια, μια Γκρίζα που έδειχνε πως τίποτα δεν την αιφνιδίαζε και τίποτα δεν μπορούσε να την αιφνιδιάσει. Αλλά εκείνα τα μαύρα μάτια είχαν γουρλώσει όταν της είπαν ότι η Νυνάβε και η Ηλαίην ήταν Άες Σεντάι, και ακόμα περισσότερο όταν άκουσε ότι Έδρα της Άμερλιν ήταν η Εγκουέν. Έμεινε αποσβολωμένη όταν άκουσε ότι η Μπιργκίτε ήταν Πρόμαχος, αν και η αντίδρασή της περιορίστηκε σε μια επίμονη ματιά και στο σφίξιμο των χειλιών. Η Αβιέντα τη γλίτωσε πιο εύκολα απ’ όλες· η Μέριλιλ απλώς της είπε μουρμουριστά πόσο θα απολάμβανε τη μαθητεία της. Κι ύστερα τις είχαν διώξει. Μαζί με την προτροπή, προσταγή καλύτερα, να περάσουν μερικές μέρες αναρρώνοντας από τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού τους.

Η Νυνάβε έβγαλε το μαντίλι από το μανίκι και έκανε άδικα αέρα στο πρόσωπό της με το δαντελωτό τετράγωνο ύφασμα. «Νομίζω πως κάτι κρύβουν».

«Έλα τώρα, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην, κουνώντας το κεφάλι. «Ούτε μένα μ’ αρέσει ο τρόπος που μας φέρονται, μα πας να κάνεις το ποντίκι ταύρο. Αν η Βαντέν και η Αντελέας θέλουν να ψάξουν για φυγάδες, ας ψάξουν. Θα προτιμούσες να αναλάβουν αυτές την έρευνα για τη γαβάθα;» Σ’ ολόκληρο το ταξίδι καλά-καλά δεν μιλούσαν για το τερ’ανγκριάλ που έψαχναν, από το φόβο μήπως έκαναν αυτό ακριβώς το πράγμα εκείνες οι δύο.

Ανεξαρτήτως αν θα το έκαναν είτε όχι, η Νυνάβε ακόμα πίστευε πως κάτι τους έκρυβαν. Η Ηλαίην δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Η Αντελέας δεν είχε αντιληφθεί ότι η Νυνάβε είχε ακούσει το σχόλιο της για τις φυγάδες που θα έψαχναν όταν έφταναν στο Έμπου Νταρ, και όταν η Νυνάβε ρώτησε αν στ’ αλήθεια περίμεναν ότι θα τις έβρισκαν, η Βαντέν απάντησε, υπερβολικά βιαστικά, ότι πάντα είχαν το νου τους για νεαρές γυναίκες που το είχαν σκάσει από τον Πύργο. Αυτό δεν έβγαζε νόημα. Καμία δεν είχε διαφύγει από το Σαλιντάρ, αλλά οι μαθητευόμενες μερικές φορές το έσκαγαν —ο βίος τους ήταν τραχύς, ειδικά όταν είχες χρόνια πειθαρχίας μπροστά σου πριν καν σκεφτείς ότι κάποτε θα σκεφτόσουν ελεύθερα— και υπήρχαν περιπτώσεις που κάποιες Αποδεχθείσες απελπίζονταν ότι θα φορέσουν ποτέ το επώμιο και προσπαθούσαν να φύγουν κρυφά· όμως ακόμα και η Νυνάβε ήξερε ότι ελάχιστες κατάφερναν να βγουν από το νησί της Ταρ Βάλον, και σχεδόν όλες τις γύριζαν πίσω με το ζόρι. Μπορούσαν να τις διώξουν ανά πάσα στιγμή, επειδή δεν ήταν αρκετά δυνατές για να συνεχίσουν, επειδή είχαν αρνηθεί τη δοκιμασία για να γίνουν Αποδεχθείσες ή είχαν αποτύχει σ’ αυτήν —δοκιμασία από την οποία είχαν γλιτώσει η Νυνάβε και η Ηλαίην— αλλά δεν ήταν δική τους η απόφαση να φύγουν παρά μόνο όταν φορούσαν το επώμιο.

Επομένως λοιπόν, αν οι επιτυχημένες φυγάδες ήταν τόσο σπάνιες, γιατί η Βαντέν και η Αντελέας πίστευαν ότι θα έβρισκαν κάποια στο Έμπου Νταρ, και γιατί είχαν κλείσει ερμητικά τα στόματά τους όταν τις είχε ρωτήσει; Φοβόταν ότι σ’ αυτό το τελευταίο είχε την απάντηση. Χρειάστηκε μεγάλος αυτοέλεγχος για να μην τραβήξει την πλεξούδα της. Σκεφτόταν ότι βελτιωνόταν σ’ αυτό.

«Τουλάχιστον ο Ματ ξέρει ότι είμαστε Άες Σεντάι», μούγκρισε. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Κιχ να έκανε, και θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα όταν η Νυνάβε τον χτυπούσε μ’ ό,τι μπορούσε να σηκώσει με τη ροή. «Αλίμονό του αλλιώς».

«Γι’ αυτό τον αποφεύγεις σαν Τσελτανός που κρύβεται από τον φοροεισπράκτορα;» ρώτησε η Μπιργκίτε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, και η Νυνάβε ένιωσε να κοκκινίζει. Νόμιζε ότι ήξερε να κρύβει τα συναισθήματά της καλύτερα.

«Είναι πολύ ενοχλητικός, ακόμα και για άνδρας», μουρμούρισε η Αβιέντα. «Πρέπει να έχεις ταξιδέψει πολύ, Μπιργκίτε. Συχνά μιλάς για μέρη που δεν τα έχω ακουστά. Κάποια μέρα θα ήθελα να ταξιδέψω στις υδατοχώρες και να δω όλα αυτά τα παράξενα μέρη. Πού είναι αυτό το Τσέλταν... το Τσέλτα;»

Το χαμόγελο της Μπιργκίτε κόπηκε με το μαχαίρι· όπου κι αν ήταν, ίσως να ήταν χαμένο εδώ και χίλια χρόνια, ή ίσως από κάποια άλλη Εποχή. Όλο της ξέφευγαν αρχαία μέρη και πράγματα στη συζήτηση. Η Νυνάβε ευχήθηκε να ήταν εκεί για να τη δει να παραδέχεται στην Εγκουέν αυτό που η Εγκουέν ήδη γνώριζε. Η Εγκουέν είχε γίνει εντυπωσιακά δυναμική στο διάστημα που είχε περάσει με τους Αελίτες, και δεν ανεχόταν κάτι όταν το θεωρούσε ανοησία. Η Μπιργκίτε είχε γυρίσει σαν βρεγμένη γάτα.

Ακόμα κι έτσι, η Ήντομον συμπαθούσε τη Μπιργκίτε περισσότερο από την Αβιέντα, που της προκαλούσε ανησυχία μερικές φορές με τις άγριες ματιές τις και τις αιμοδιψείς κουβέντες της. Μπορεί και η Μπιργκίτε να ήταν ενοχλητική, μα η Νυνάβε είχε υποσχεθεί να φυλάξει το μυστικό της.

«Ο Ματ... με απείλησε», είπε βιαστικά. Ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό για να αποσπάσει την προσοχή της Αβιέντα, και το τελευταίο που ήθελε να γίνει γνωστό στις άλλες. Τα μάγουλά της ρόδισαν πάλι. Η Ηλαίην χαμογέλασε, αν και το έκρυψε με ευγένεια σκύβοντας πάνω από το φλιτζάνι της. «Όχι μ’ αυτό τον τρόπο», πρόσθεσε η Νυνάβε όταν η Αβιέντα έσμιξε τα φρύδια και χάιδεψε το μαχαίρι στη ζώνη της. Η Αελίτισσα πίστευε πως η βία ήταν η ορθή απάντηση σε όλα. «Απλώς...» Η Αβιέντα και η Μπιργκίτε την κοίταξαν, μ’ όλη τους την προσοχή και το ενδιαφέρον. «Απλώς είπε...» Όπως είχε σώσει η ίδια τη Μπιργκίτε, έτσι την έσωσε η Ηλαίην.

«Νομίζω ότι αρκετά μιλήσαμε για τον Αφέντη Κώθον», είπε σθεναρά η Ηλαίην. «Βρίσκεται εδώ μόνο και μόνο για να απαλλάξουμε την Εγκουέν από την παρουσία του, και θα δω μετά τι θα κάνουμε για το τερ’ανγκριάλ». Έσφιξε τα χείλη για μια στιγμή. Δεν ήταν ευχαριστημένη που η Βαντέν και η Αντελέας διαβίβαζαν πάνω του δίχως να του ζητήσουν έστω τυπικά την άδεια, και πολύ λιγότερο όταν ο Ματ το είχε σκάσει σε κείνο το πανδοχείο. Μα η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ισχυριζόταν πως λέγοντάς του να κάνει αυτά που ούτως ή άλλως θα έπρεπε να κάνει εξαρχής, τον βοηθούσε να συνηθίσει. Καλή της τύχη, λοιπόν. «Είναι το πιο ασήμαντο κομμάτι αυτού του ταξιδιού», είπε, με ακόμα πιο σίγουρη φωνή.

«Ναι». Η Νυνάβε δεν άφησε να χρωματίσει τη φωνή της η ανακούφιση που ένιωθε. «Ναι, η γαβάθα είναι το σημαντικό».

«Προτείνω να βγω πρώτα για ανίχνευση», είπε η Μπιργκίτε. «Το Έμπου Νταρ δείχνει πιο άγριο απ’ όσο θυμόμουν, και η περιοχή που περιγράφεις μπορεί να είναι αγριότερη κι από...» Απέφυγε να κοιτάξει την Αβιέντα. «...Την υπόλοιπη πόλη», κατέληξε αναστενάζοντας.

«Αν πρέπει να κάνουμε ανίχνευση», είπε ολοπρόθυμα η Αβιέντα, «θέλω να πάρω μέρος κι εγώ. Έχω καντιν’σόρ».

«Ο ανιχνευτής δεν πρέπει να ξεχωρίζει», είπε πράα η Ηλαίην. «Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε φορέματα του Έμπου Νταρ για όλες μας· έτσι θα μπορέσουμε από την αρχή να ψάξουμε μαζί, και καμία δεν θα ξεχωρίζει. Αν και για τη Νυνάβε θα είναι πιο εύκολο», πρόσθεσε, χαμογελώντας στη Μπιργκίτε και την Αβιέντα. Οι Εμπουνταρινοί που είχαν δει ως τώρα είχαν όλοι μελαχρινά μαλλιά και σχεδόν μαύρα μάτια οι περισσότεροι.

Η Αβιέντα άφησε την ανάσα της να βγει δύσθυμα και η Νυνάβε θέλησε να τη μιμηθεί, καθώς σκεφτόταν εκείνα τα βαθιά ντεκολτέ. Πολύ βαθιά, παρ’ όλο που ήταν στενά. Η Μπιργκίτε χαμογέλασε· αυτή η γυναίκα ήταν τελείως ξεδιάντροπη.

Πριν συνεχιστεί η συζήτηση, μια γυναίκα με μελαχρινά μαλλιά που φορούσε επίσημη στολή του Οίκου Μίτσομπαρ μπήκε χωρίς να χτυπήσει, κάτι το οποίο η Νυνάβε θεώρησε αγενές, ό,τι κι αν έλεγε η Ηλαίην πως ήταν το σωστό για τους υπηρέτες. Το φόρεμά της ήταν λευκό και το φουστάνι ήταν ραμμένο έτσι ώστε να ανασηκώνεται στο αριστερό γόνατο για να αποκαλύπτει ένα πράσινο μισοφόρι, ενώ το στενό πάνω μέρος είχε στο αριστερό στήθος κεντημένα με πράσινο χρώμα την Άγκυρα και το Ξίφος. Ακόμα και το στενό ντεκολτέ του φορέματος κατηφόριζε όσο βαθιά θυμόταν η Νυνάβε. Η γυναίκα, παχουλή, περίπου μεσήλικη, δίστασε και μετά έκλινε το γόνυ και απευθύνθηκε προς όλες. «Η Βασίλισσα Τάυλιν επιθυμεί να δει τις τρεις Άες Σεντάι, αν θα ήθελαν».

Η Νυνάβε αντάλλαξε απορημένες ματιές με την Ηλαίην και τις άλλες.

«Υπάρχουν μόνο δύο Άες Σεντάι εδώ», είπε η Ηλαίην μετά από μια στιγμή. «Μήπως ήθελες να πας στη Μέριλιλ;»

«Με έστειλαν σε αυτό το διαμέρισμα... Άες Σεντάι». Η παύση ήταν τόσο σύντομη που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, και η υπηρέτρια σχεδόν είχε κάνει τον τίτλο ερώτηση.

Η Ηλαίην σηκώθηκε, σιάζοντας τα φουστάνια της· καμία ξένη δεν θα υποψιαζόταν ότι εκείνο το ήρεμο πρόσωπο έκρυβε θυμό, όμως υπήρχε μια αδιόρατη ένταση στις άκρες των ματιών και του στόματος. «Πάμε, λοιπόν; Νυνάβε; Αβιέντα; Μπιργκίτε;»

«Δεν είμαι Άες Σεντάι, Ηλαίην», είπε η Αβιέντα, και η υπηρέτρια παρενέβη βιαστικά λέγοντας, «Μου είπαν μόνο τις Άες Σεντάι».

«Η Αβιέντα κι εγώ μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στην πόλη ενώ εσείς θα συναντιέστε με τη Βασίλισσα», είπε η Μπιργκίτε πριν η Ηλαίην προλάβει να ανοίξει το στόμα της. Το πρόσωπο της Αβιέντα φωτίστηκε.

Η Ηλαίην τις κοίταξε αυστηρά και μετά αναστέναξε. «Πολύ καλά, μα τουλάχιστον να προσέχετε. Νυνάβε, θα έρθεις ή μήπως θες κι εσύ να δεις την πόλη;» Αυτό το τελευταίο το είπε με ξερό τόνο, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στη Μπιργκίτε.

«Α, δεν θα ήθελα να το χάσω», της είπε η Νυνάβε. «Θα είναι ωραίο να συναντήσουμε επιτέλους κάποια που να μας θεωρεί...» Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση της, αφού ήταν μπροστά η υπηρέτρια. «Δεν πρέπει να μας περιμένει η Βασίλισσα».

«Α, όχι», είπε η γυναίκα με τη στολή. «Αλλιώς, θα την πληρώσουν τα αυτάκια μου».

Όποια κι αν ήταν η τιμωρία, έκαναν αρκετή ώρα για να διασχίσουν τους διαδρόμους του παλατιού. Λες και επρόκειτο για αντιστάθμισμα στη λευκάδα απ’ έξω, το παλάτι ήταν γεμάτο χρώματα. Στον ένα διάδρομο το ταβάνι ήταν βαμμένο πράσινο και οι τοίχοι γαλάζιοι, σε έναν άλλο οι τοίχοι ήταν κίτρινοι και το ταβάνι ροζ. Τα πλακάκια του δαπέδου ήταν ρόμβοι κόκκινοι, μαύροι και λευκοί ή γαλάζιοι και κίτρινοι ή σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός σε όλες τις αποχρώσεις. Έβλεπες ελάχιστες ταπισερί, που συνήθως απεικόνιζαν θαλασσινές σκηνές, όμως υπήρχαν πολλά ψηλά βάζα από χρυσό πορσελάνη των Θαλασσινών σε αψιδωτές κόγχες, κι επίσης μεγάλα κομμάτια από σκαλισμένο κρύσταλλο, αγαλματάκια και βάζα και γαβάθες, που τράβηξαν το βλέμμα τόσο της Ηλαίην όσο και της Νυνάβε.

Φυσικά, οι υπηρέτες πηγαινοέρχονταν παντού τρέχοντας —για τους άνδρες, η στολή περιελάμβανε λευκό παντελόνι και μακρύ πράσινο γιλέκο πάνω από λευκό πουκάμισο με πλατιά πλισέ μανίκια— αλλά πριν η ομάδα προχωρήσει πολύ, η Νυνάβε πρόσεξε κάποιον να έρχεται προς το μέρος της, του οποίου η όψη την έκανε να σταματήσει και να πιάσει την Ηλαίην από το μπράτσο. Ήταν ο Τζάιτσιμ Καρίντιν. Δεν τράβηξε το βλέμμα της από τον ψηλό γκριζομάλλη καθώς εκείνος τις προσπερνούσε με μεγάλες δρασκελιές· τα άσπλαχνα μάτια του, βαθιά χωμένα στις κόγχες τους, δεν κοίταξαν στιγμή προς το μέρος τους, ενώ ο λευκός μανδύας απλωνόταν πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο, μα τον αγνοούσε όπως τις αγνόησε κι αυτές.

«Τι θέλει εδώ;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. Ο άνθρωπος αυτός είχε εξαπολύσει το μακελειό στο Τάντσικο, και το Φως μόνο ήξερε πού αλλού.

Η υπηρέτρια την κοίταξε παραξενεμένη. «Μα, έχουν στείλει αντιπροσωπεία και τα Τέκνα του Φωτός, πάνε μήνες τώρα. Η Βασίλισσα... Άες Σεντάι;» Και πάλι εκείνος ο δισταγμός.

Η Ηλαίην κατάφερε να νεύσει με αξιοπρέπεια, μα η Νυνάβε δεν κατάφερε να απαλύνει τη σκαιότητα της φωνής της. «Να μην την αφήσουμε να μας περιμένει, λοιπόν». Κάτι που είχε ξεφύγει από τη Μέριλιλ για την Τάυλιν ήταν ότι επρόκειτο για μια σχολαστική γυναίκα, τυπικότατη. Αλλά αν άρχιζε κι αυτή να αμφιβάλλει πως οι δυο τους ήταν Άες Σεντάι, η Νυνάβε είχε την κατάλληλη διάθεση για να το αποδείξει.

Η υπηρέτρια τις άφησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ανοιχτογάλανο ταβάνι και κίτρινους τοίχους, όπου μια σειρά από ψηλές μπαλκονόπορτες με τριπλές αψίδες έβγαζαν σε ένα μακρύ μπαλκόνι από δουλεμένο σίδηρο και άφηναν να μπαίνει μια ευχάριστη, αλμυρή αύρα, και μπροστά στη Βασίλισσα η Νυνάβε και η Ηλαίην έκαναν γονυκλισίες με τον πρέποντα τρόπο από Άες Σεντάι προς κυβερνήτρια, με μια ελαφρά κάμψη της μέσης και μια μικρή κλίση της κεφαλής.

Η Τάυλιν ήταν εντυπωσιακή γυναίκα. Μπορεί να μην ήταν ψηλότερη από τη Νυνάβε, μα στεκόταν με τέτοιο βασιλικό παράστημα που η Ηλαίην θα δυσκολευόταν να σταθεί ισάξια της ακόμα και στις καλύτερες στιγμές της. Κανονικά θα όφειλε να απαντήσει με αβρότητα στις αβρότητές τους, μα δεν το έκανε. Αντιθέτως, τα μεγάλα μαύρα μάτια της τις περιεργάστηκαν με επιβλητική επιμονή.

Η Νυνάβε ανταπέδωσε το βλέμμα όσο μπορούσε. Τα κύματα των λαμπερών μελαχρινών μαλλιών της, γκρίζα στους κροτάφους, χύνονταν πολύ πιο κάτω από τους ώμους της Τάυλιν, κορνιζάροντας ένα πρόσωπο σχετικά όμορφο, αν και ταλαιπωρημένο. Το σοκαριστικό ήταν ότι στα μάγουλα της γυναίκας φαίνονταν δύο ουλές, ψιλές και τόσο παλιές που είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Φυσικά φορούσε κι αυτή ένα κυρτό μαχαίρι στη ζώνη της από πλεχτό χρυσάφι, με λαβή και θηκάρι κρυμμένα κάτω από ένα στρώμα πετράδια, το οποίο η Νυνάβε θεώρησε πως το είχε για επίδειξη. Το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα της Τάυλιν δεν ήταν από κείνα που θα φορούσες για μονομαχία· ήταν γεμάτο πτυχές από χιονάτη δαντέλα που σχεδόν θα έκρυβαν τα δάχτυλά της αν χαμήλωνε τα χέρια, και τα φουστάνια ήταν μαζεμένα πάνω από τα γόνατα για να εκθέσουν στρώματα από λευκοπράσινο μεταξωτά μισοφόρια, καταλήγοντας σε ουρά που απλωνόταν πίσω της τουλάχιστον για ένα βήμα. Το κορσάζ, στολισμένο κι αυτό με δαντέλα, ήταν τόσο στενό που η Νυνάβε αναρωτιόταν αν θα ήταν πιο άβολο να κάθεσαι ή να είσαι όρθια όταν το φορούσες. Ένα περιλαίμιο από υφασμένο χρυσάφι που αγκάλιαζε τον ψηλό λαιμό της Τάυλιν, με ακόμα περισσότερη δαντέλα κάτω από το πηγούνι της, συγκρατούσε ένα γαμήλιο μαχαίρι με λευκό θηκάρι που κρεμόταν με τη λαβή προς τα κάτω σε ένα οβάλ άνοιγμα στο κορσάζ που ήταν ίδιο και χειρότερο με κείνα τα βαθιά ντεκολτέ.

«Εσείς οι δύο πρέπει να είστε η Ηλαίην και η Νυνάβε». Η Τάυλιν πήρε μια καρέκλα σκαλισμένη έτσι ώστε να θυμίζει μπαμπού, αν και επίχρυση, και έσιαξε προσεκτικά τα φουστάνια της χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω τους. Η φωνή της ήταν βαθιά, μελωδική και προστακτική. «Με πληροφόρησαν πως υπήρχε και τρίτη. Η Αβιέντα;»

Η Νυνάβε αντάλλαξε ματιές με την Ηλαίην. Δεν τις είχε παρακαλέσει να καθίσουν, δεν είχε καν στρέψει φευγαλέα το βλέμμα προς τις καρέκλες. «Δεν είναι Άες Σεντάι», άρχισε να λέει η Ηλαίην γαλήνια.

Η Τάυλιν μίλησε πριν εκείνη προλάβει να συνεχίσει. «Ενώ εσείς είστε; Εσύ δείχνεις να είσαι το πολύ δεκαοκτώ χειμώνων, Ηλαίην. Κι εσύ, Νυνάβε, που με κοιτάζεις σαν γάτα με την ουρά παγιδευμένη, πόσους είδες; Είκοσι δύο; Ίσως είκοσι τρεις; Που να με καρφώσουν στο συκώτι! Επισκέφθηκα μια φορά την Ταρ Βάλον, και τον Λευκό πύργο. Αμφιβάλω αν γυναίκα της ηλικίας σου έχει φορέσει ποτέ το δαχτυλίδι στο δεξί της χέρι».

«Είκοσι έξι!» ξέσπασε η Νυνάβε. Πολλά μέλη του Κύκλου των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ πίστευαν πως παραήταν νέα για να γίνει Σοφία, και της είχε γίνει συνήθεια να αξιώνει την ηλικία της. «Είμαι είκοσι έξι χρόνων και Άες Σεντάι του Κίτρινου Άτζα» Ακόμα ένιωθε ένα ρίγος περηφάνιας όποτε το έλεγε. «Μπορεί η Ηλαίην να είναι δεκαοκτώ χρόνων, μα είναι Άες Σεντάι κι αυτή, του Πράσινου Άτζα. νομίζεις πως η Μέριλιλ ή η Βαντέν θα μας επέτρεπαν να φοράμε αυτά τα δαχτυλίδια για αστείο; Πολλά άλλαξαν, Τάυλιν. Η Έδρα της Άμερλιν, η Εγκουέν αλ’Βέρ, δεν είναι μεγαλύτερη από την Ηλαίην».

«Ναι;» είπε η Τάυλιν με ουδέτερη φωνή. «Αυτό δεν μου το είπαν. Όταν φεύγει ξαφνικά δίχως εξήγηση για τον Πύργο η Άες Σεντάι που με συμβούλευε από τη μέρα που ανέβηκα στο θρόνο, και πριν από μένα τον πατέρα μου, και εγώ μετά ακούω ότι οι φήμες για έναν Πύργο διαιρεμένο είναι αληθινές· όταν οι Δρακορκισμένοι μοιάζουν να ξεφυτρώνουν από το πουθενά· όταν εκλέγεται μια Άμερλιν για να αντιταχθεί στην Ελάιντα και συγκεντρώνεται ένας στρατός υπό την αρχηγία ενός σπουδαίου αρχηγού, μέσα στην Αλτάρα, χωρίς εγώ να ακούσω το παραμικρό — ε, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, μην περιμένεις να μου αρέσουν οι εκπλήξεις».

Η Νυνάβε ευχήθηκε να μην πρόδιδε το πρόσωπό της την αναστάτωση που ένιωθε. Δεν θα μάθαινε ποτέ να κρατά το στόμα της κλειστό; Ξαφνικά, κατάλαβε ότι δεν ένιωθε πια την Αληθινή Πηγή· ο θυμός και η ντροπή δεν ταίριαζαν μαζί. Μάλλον καλύτερα έτσι. Αν μπορούσε να διαβιβάσει, ίσως κατόρθωνε να γελοιοποιηθεί ακόμα περισσότερο.

Η Ηλαίην έσπευσε αμέσως να μπαλώσει την κατάσταση. «Ξέρω ότι το έχεις ξανακούσει», είπε στην Τάυλιν, «αλλά επίτρεψέ μου να προσθέσω και τη δική μου συγγνώμη μαζί με της Μέριλιλ και των άλλων. Ήταν απαράδεκτο να συγκεντρώσουμε στρατό εντός των συνόρων σου χωρίς την άδειά σου. Το μόνο ελαφρυντικό που μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι τα γεγονότα έτρεχαν και εμείς στη Σαλιντάρ παρασυρθήκαμε, αλλά αυτό δεν είναι εξήγηση. Σου ορκίζομαι ότι δεν έχουμε κακό σκοπό για την Αλτάρα, και δεν θέλαμε να προσβάλουμε το Θρόνο των Ανέμων. Ενώ εμείς μιλάμε, ο Γκάρεθ οδηγεί αυτό το στρατό προς βορρά, έξω από την Αλτάρα».

Η Τάυλιν την κοίταξε, χωρίς να βλεφαρίζει. «Δεν άκουσα λέξη συγγνώμης ή απολογίας πριν από σένα. Όμως κάθε ηγέτης της Αλτάρα πρέπει να μάθει να καταπίνει αμάσητες τις προσβολές από τις ανώτερες δυνάμεις». Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μια χειρονομία, με τη δαντέλα να κυματίζει. «Καθίστε, καθίστε οι δυο σας. Ξαπλώστε στο μαχαίρι σας και αφήστε τη γλώσσα σας λυτή». Το ξαφνικό χαμόγελο της ήταν σχεδόν ένας κεφάτος μορφασμός. «Δεν ξέρω πώς το λέτε στο Άντορ. Χαλαρώστε, και εκφραστείτε ελεύθερα».

Η Νυνάβε χάρηκε που τα γαλανά μάτια της Ηλαίην πλάτυναν από την έκπληξη, επειδή η ίδια άφησε μια κοφτή ανάσα. Αυτή ήταν η γυναίκα για την οποία η Μέριλιλ έλεγε ότι απαιτούσε τελετές οι κανόνες των οποίων ήταν σμιλεμένες σε γυαλισμένα μάρμαρα; Η Νυνάβε χάρηκε με το παραπάνω που θα καθόταν. Ενώ σκεφτόταν όλα τα κρυφά ρεύματα του Σαλιντάρ, αναρωτήθηκε αν η Τάυλιν προσπαθούσε να... να κάνει τι; Είχε μάθει να περιμένει ότι όσοι δεν ήταν στενοί φίλοι της θα προσπαθούσαν να την εκμεταλλευτούν. Η Ηλαίην κάθισε μπροστά-μπροστά στην καρέκλα της, με αλύγιστο κορμί.

«Το εννοώ αυτό που είπα», επέμεινε η Τάυλιν. «Ό,τι και να πείτε, δεν θα προσβληθώ». Από τον τρόπο όμως που τα δάχτυλά της χτυπούσαν το πετραδοστόλιστο θηκάρι στη μέση της, ίσως να την πρόσβαλλε η σιωπή.

«Δεν είμαι σίγουρη από πού να αρχίσω», είπε με προσοχή η Νυνάβε. Μέσα της ευχήθηκε να μην είχε νεύσει η Ηλαίην ακούγοντάς το· η Ηλαίην υποτίθεται πως ήξερε να αντιμετωπίζει βασιλιάδες και βασίλισσες. Γιατί δεν έλεγε κάτι;

«Από το γιατί», είπε ανυπόμονα η Βασίλισσα. «Γιατί έρχονται άλλες τέσσερις Άες Σεντάι στο Έμπου Νταρ από το Σαλιντάρ; Σίγουρα όχι για να υπερκεράσει την πρεσβεία της Ελάιντα —η Τέσλυν ούτε καν την ονομάζει έτσι, και την αποτελούν μόνο αυτή και η Τζολίνε... Δεν το ξέρατε;» Έπεσε πίσω στην καρέκλα της γελώντας και πίεσε τα δάχτυλα του ενός χεριού στα χείλη της. «Για τους Λευκομανδίτες ξέρετε; Ναι;» Το ελεύθερο χέρι της διέγραψε μια κοφτή τροχιά, και το κέφι της καταλάγιασε, βαθμηδόν. «Αυτό για τους Λευκομανδίτες! Μα πρέπει να ακούω όσους έρχονται σε ακρόαση, τόσο τον Άρχοντα Εξεταστή Καρίντιν όσο και τους άλλους».

«Μα γιατί;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. «Χαίρομαι που δεν συμπαθείς τους Λευκομανδίτες, μα σ’ αυτή την περίπτωση, γιατί πρέπει να ακούσεις έστω και μια λέξη απ’ όσα λέει ο Καρίντιν; Ο άνθρωπος είναι κτήνος». Ήξερε ότι είχε κάνει άλλο ένα λάθος. Ο τρόπος που ξαφνικά η Ηλαίην άρχισε να περιεργάζεται το πλατύ λευκό τζάκι, που η κορνίζα του ήταν σκαλισμένη έτσι ώστε να θυμίζει πελώρια κύματα, της έδωσε να το καταλάβει πριν ακόμα σβήσουν σαν κερί τα τελευταία απομεινάρια του γέλιου της Τάυλιν.

«Πήρες τα λόγια μου τοις μετρητοίς», είπε χαμηλόφωνα η Βασίλισσα. «Είπα να αφήσετε τη γλώσσα σας λυτή, και...» Τα μαύρα μάτια στράφηκαν στα πλακάκια του πατώματος, καθώς φαινόταν να ανακτά την αυτοκυριαρχία της.

Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην, ελπίζοντας να της έδειχνε τι είχε κάνει στραβά, ή, ακόμα καλύτερα, πώς μπορούσε να το διορθώσει, μα η Ηλαίην απλώς της έριξε μια λοξή ματιά και κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι πριν ξαναρχίσει να μελετά τα μαρμάρινα κύματα. Μήπως μπορούσε και η ίδια να μην κοιτάξει την Τάυλιν; Όμως η γυναίκα που ατένιζε το πάτωμα τραβούσε το βλέμμα της. Με το ένα χέρι η Τάυλιν χάιδευε τη λαβή του κυρτού εγχειριδίου, με το άλλο άγγιζε τη μικρότερη λαβή που ήταν φωλιασμένη στον κόρφο της.

Το γαμήλιο εγχειρίδιο έλεγε πολλά για την Τάυλιν· η Βαντέν και η Αντελέας ήταν πρόθυμες και με το παραπάνω να εξηγήσουν μερικά πράγματα που αφορούσαν το Έμπου Νταρ, συνήθως για όσα έκαναν την πόλη ανασφαλή για όσους δεν ήταν περικυκλωμένοι από μια ντουζίνα αρματωμένους φρουρούς. Το λευκό θηκάρι σήμαινε ότι η Βασίλισσα ήταν χήρα και δεν σκόπευε να ξαναπαντρευτεί. Τα τέσσερα μαργαριτάρια και η φλογοστάλα που ήταν δεμένα στο θηκάρι που ήταν περιβλημένο με χρυσάφι, έλεγαν ότι είχε γεννήσει τέσσερις γιους και μια θυγατέρα· το λευκό δέσιμο της φλογοστάλας και το κόκκινο των τριών μαργαριταριών έλεγαν ότι μόνο ένας γιος επιζούσε. Όλοι ήταν τουλάχιστον δεκάξι χρόνων όταν είχαν πεθάνει, και είχαν σκοτωθεί σε μονομαχία, αλλιώς το δέσιμο θα ήταν μαύρο. Πώς άραγε θα ήταν να κουβαλάς συνέχεια μια τέτοια υπενθύμιση! Σύμφωνα με τη Βαντέν, οι γυναίκες έβλεπαν το κόκκινο και το λευκό δέσιμο σαν λόγο περηφάνιας, είτε οι πέτρες ήταν μαργαριτάρια και φλογόσταλες είτε χρωματιστό γυαλί. Η Βέριν είχε πει ότι πολλές Εμπουνταρινές αφαιρούσαν τις πέτρες των παιδιών τους που ήταν πάνω από δεκάξι χρόνων και αρνιούνταν μονομαχία, και δεν μιλούσαν ποτέ πια γι’ αυτά.

Στο τέλος, η Τάυλιν σήκωσε το κεφάλι. Το πρόσωπό της ήταν φιλικό, και το χέρι της άφησε το εγχειρίδιο στη ζώνη της, όμως συνέχισε να παίζει αφηρημένα με το γαμήλιο μαχαίρι. «Θέλω ο γιος μου να με ακολουθήσει στο Θρόνο των Ανέμων», είπε με ήπιο τόνο. «Ο Μπέσλαν είναι συνομήλικος σου, Ηλαίην. Αυτό στο Άντορ θα ήταν απλό πράγμα —αν και θα έπρεπε να είναι γυναίκα—» λέγοντάς το χαμογέλασε, με αληθινή ευθυμία απ’ όσο φαινόταν, «όπως και σε κάθε άλλη χώρα εκτός από το Μουράντυ, όπου τα πράγματα είναι πάνω-κάτω όπως εδώ στην Αλτάρα. Στα χίλια χρόνια από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, μόνο ένας Οίκος έχει διατηρήσει το θρόνο για πέντε γενιές, και η πτώση του Αναρίνα ήταν τόσο μεγάλη που μέχρι σήμερα ο Οίκος Τοντάντε είναι το σκυλάκι όποιου τον ζητήσει. Κανένας άλλος Οίκος δεν είχε πάνω από δύο διαδοχικούς ηγέτες.

«Όταν ανέβηκε ο πατέρας μου στο θρόνο, οι άλλοι Οίκοι κατείχαν μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης απ’ όσο ο Μίτσομπαρ. Αν είχε κάνει βήμα έξω από αυτό το παλάτι δίχως φρουρούς, θα τον έραβαν σ’ ένα σακί μαζί με πέτρες και θα τον πετούσαν στο ποτάμι. Όταν πέθανε, μου έδωσε αυτό που έχω τώρα. Είναι λίγο, σε σύγκριση με άλλους ηγέτες. Ένας άνδρας με ξεκούραστα άλογα θα έφτανε στα όρια της εξουσίας μου μέσα σε μια μέρα με γρήγορο καλπασμό. Μα εγώ δεν κάθισα με σταυρωμένα τα χέρια. Όταν έφτασαν τα νέα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ήμουν βέβαιη ότι μπορούσα να παραδώσω στον Μπέσλαν τα διπλάσια απ’ όσα κατέχω, και εκτός αυτού κάποιο είδος συμμάχων. Η Πέτρα του Δακρύου και το Καλαντόρ άλλαξαν τα πάντα. Τώρα ευχαριστώ τον Πέντρον Νάιαλ όταν κανονίζει να πάρει το Ιλιαν ένα κομμάτι εκατό μιλίων της Αλτάρα αντί να εισβάλει. Ακούω τον Τζάιτσιμ Καρίντιν, και δεν φτύνω στο μάτι του, παρά τους τόσους Αλταρανούς που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο των Λευκομανδιτών. Ακούω τον Καρίντιν, και την Τέσλυν, και τη Μέριλιλ, και προσεύχομαι να μπορέσω να παραδώσω κάτι στον γιο μου αντί να με βρουν πνιγμένη στο μπάνιο μου την ίδια μέρα που ο Μπέσλαν θα πάθει ατύχημα στο κυνήγι».

Η Τάυλιν πήρε μια βαθιά ανάσα. Η έκφρασή της παρέμενε φιλική, μα η φωνή της είχε αποκτήσει μια ένταση. «Τώρα λοιπόν. Στάθηκα γυμνόστηθη στην ψαραγορά για σας. Απαντήστε στις ερωτήσεις μου. Γιατί έχω την τιμή να δεχθώ ακόμα τέσσερις Άες Σεντάι;»

«Ήρθαμε εδώ για να βρούμε ένα τερ’ανγκριάλ», είπε η Ηλαίην, και ενώ η Νυνάβε την κοίταζε κατάπληκτη, εκείνη είπε τα πάντα, ξεκινώντας από τον Τελ’αράν’ριοντ και καταλήγοντας στη σκόνη του δωματίου όπου βρισκόταν η γαβάθα.

«Θα ήταν θαύμα κι ευλογία αν ξαναφέρνατε τον καιρό στα σωστά του», είπε αργά η Τάυλιν, «μα η συνοικία που μου περιγράφετε μοιάζει με το Ράχαντ, πέρα από το ποτάμι. Ακόμα και η Πολιτοφυλακή δεν πολυπηγαίνει εκεί. Συγχωρέστε με —καταλαβαίνω ότι είστε Άες Σεντάι— αλλά στο Ράχαντ θα σας κάρφωναν ένα μαχαίρι στην πλάτη πριν καλά-καλά το καταλάβετε. Αν δουν πολυτελή ρούχα, θα χρησιμοποιήσουν μια πολύ στενή λεπίδα, για να μη χυθεί πολύ αίμα. Ίσως θα έπρεπε να αφήσετε αυτή την έρευνα στη Βαντέν και την Αντελέας. Νομίζω ότι είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα χρόνια από σας για να δουν τέτοια μέρη».

«Σου είπαν για τη γαβάθα;» ρώτησε η Νυνάβε σμίγοντας τα φρύδια, όμως η Βασίλισσα κούνησε το κεφάλι.

«Μόνο ότι ήρθαν εδώ για να ψάξουν για κάτι. Οι Άες Σεντάι δεν λένε περισσότερα λόγια απ’ όσο είναι απολύτως αναγκαίο». Άλλη μια φορά, άστραψε εκείνο το πλατύ χαμόγελο· φαινόταν κεφάτο, αν και έκανε τις ουλές της να προβάλουν σαν λεπτές γραμμές στα μάγουλά της. «Εκτός από σας τις δύο, δηλαδή. Είθε τα χρόνια να μην σας αλλάξουν πολύ. Συχνά εύχομαι να μην είχε επιστρέψει η Καβάντρα στον Πύργο· μαζί της μπορούσα να μιλάω με τον ίδιο τρόπο». Σηκώθηκε, έκανε νόημα να καθίσουν όπως ήταν, και πήγε με χάρη την άλλη μεριά του δωματίου όπου χτύπησε ένα ασημένιο γκονγκ με ένα φιλντισένιο σφυράκι· μπορεί να ήταν μικρό, μα το καμπάνισμα ήταν αρκετά δυνατό. «Θα πω να φέρουν δροσερό τσάι μέντας, και θα μιλήσουμε. Θα μου πείτε πώς μπορώ να βοηθήσω —αν στείλω στρατιώτες στο Ράχαντ, θα ξαναγίνουν τα ίδια σαν τις Ταραχές του Κρασιού— και ίσως μπορέσετε να εξηγήσετε γιατί ο κόλπος είναι γεμάτος πλοία των Θαλασσινών που ούτε δένουν στο λιμάνι ούτε βγαίνουν για εμπόριο...»

Πέρασαν αρκετή ώρα πίνοντας τσάι και κουβεντιάζοντας, κυρίως για τους κινδύνους του Ράχαντ και το τι δεν μπορούσε να κάνει η Τάυλιν, και ύστερα κάλεσαν να έρθει ο Μπέσλαν, ένας νεαρός με απαλή φωνή που υποκλίθηκε με σεβασμό και κοίταζε με τα πανέμορφα μαύρα μάτια του που ίσως έδειξαν ανακούφιση όταν η μητέρα του του είπε ότι μπορούσε να φύγει. Αυτός σίγουρα δεν αμφέβαλλε ότι οι δύο ήταν Άες Σεντάι. Στο τέλος όμως πήρα το δρόμο της επιστροφής για τα καταλύματά τους μέσα από τους φανταχτερά βαμμένους διαδρόμους.

«Σκοπεύουν λοιπόν να αναλάβουν αυτές και την έρευνα», μουρμούρισε η Νυνάβε, ρίχνοντας τριγύρω το βλέμμα ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κοντά κανένας υπηρέτης για να τις ακούσει. Η Τάυλιν είχε μάθει υπερβολικά πολλά γι’ αυτές, υπερβολικά γρήγορα. Και όσο και να χαμογελούσε, η παρουσία των Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ της έφερνε ανησυχία. «Ηλαίην, νομίζεις ότι ήταν σοφό που της τα είπαμε όλα; Ίσως αποφασίσει ότι ο καλύτερος τρόπος για να ανέβει αυτό το αγόρι στο θρόνο είναι να μας αφήσει να βρούμε τη γαβάθα και ύστερα να το πει στην Τέσλυν». Θυμόταν κάπως την Τέσλυν· ήταν Κόκκινη, μια δύστροπη γυναίκα.

«Ξέρω πώς ένιωθε η μητέρα μου για τις Άες Σεντάι που ταξίδευαν στο Άντορ χωρίς να της λένε τι κάνουν. Ξέρω πώς θα ένιωθα. Εκτός αυτού, θυμήθηκα τελικά τι μου είχαν μάθει για εκείνη τη φράση — ξάπλωσε στο μαχαίρι σου και τα λοιπά. Ο μόνος τρόπος για να προσβάλλεις κάποιον που σου το λέει αυτό, είναι να πεις ψέματα». Η Ηλαίην αναθάρρησε λιγάκι. «Όσο για τη Βαντέν και την Αντελέας, αυτές απλώς νομίζουν ότι έχουν το πρόσταγμα. Μπορεί το Ράχαντ να είναι επικίνδυνο, αλλά δεν νομίζω να είναι χειρότερο από το Τάντσικο, και δεν θα έχουμε να ανησυχούμε για το Μαύρο Άτζα. Πάω στοίχημα ότι σε δέκα μέρες θα έχουμε τη γαβάθα, ότι θα ξέρω πώς το τερ’ανγκριάλ του Ματ κάνει αυτό που κάνει, και ότι θα είμαστε καθ’ οδόν να ξαναβρούμε την Ηλαίην, με τον Ματ να χτυπά τις αρθρώσεις του στο μέτωπό του μπροστά μας γοργά σαν τον Αφέντη Βάνιν, και ότι η Βαντέν και η Αντελέας θα μείνουν εδώ με τη Μέριλιλ και την Τέσλυν, προσπαθώντας να καταλάβουν τι έγινε».

Η Νυνάβε δεν κρατήθηκε· έβαλε δυνατά γέλια. Ένας κοκαλιάρης υπηρέτης που μετακινούσε ένα μεγάλο βάζο από χρυσή πορσελάνη την κοίταξε, κι εκείνη του έβγαλε τη γλώσσα. Παραλίγο θα του έπεφτε το βάζο. «Δεν βάζω στοίχημα, παρά για τον Ματ. Δέκα μέρες, λοιπόν».

Загрузка...