Η σιωπή ήταν αλλόκοτη κι η Εγκουέν δεν μπορούσε να την καταλάβει καθόλου. Η Ηλαίην κοίταξε τη Νυνάβε, κι ύστερα κι οι δύο κοίταξαν το ασημένιο βραχιολάκι της Νυνάβε. Η Νυνάβε γύρισε τη ματιά της στην Εγκουέν, με τα μάτια πλατιά, και μετά γοργά την έριξε στο πάτωμα.
«Έχω να ομολογήσω κάτι», είπε, σχεδόν ψιθυριστά. Η φωνή της δεν δυνάμωσε, μα οι λέξεις ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος. «Αιχμαλώτισα τη Μογκέντιεν». Δίχως να σηκώσει τα μάτια, ύψωσε το χέρι με το βραχιόλι. «Αυτό εδώ είναι ένα α’ντάμ. Την κρατάμε αιχμάλωτη και δεν το έχει μάθει κανείς. Εκτός από τη Σιουάν, τη Ληάνε και την Μπιργκίτε. Και τώρα εσύ».
«Αναγκαστήκαμε», είπε η Ηλαίην, σκύβοντας μπροστά με αγωνία. «Εγκουέν, θα την εκτελούσαν. Ξέρω ότι της αξίζει, μα το μυαλό της είναι γεμάτο γνώσεις, πράγματα που ούτε ονειρευόμαστε. Από κει προήλθαν όλες μας οι ανακαλύψεις. Εκτός από τη Θεραπεία που έκανε η Νυνάβε με τη Ληάνε, τη Σιουάν και τον Λογκαίν, και το τερ’ανγκριάλ μου. Θα τη σκότωναν χωρίς να περιμένουν να μάθουν κάτι».
Οι ερωτήσεις στροβιλίζονταν στο κεφάλι της Εγκουέν με ρυθμό που τη ζάλιζε. Είχαν αιχμαλωτίσει μια Αποδιωγμένη; Πώς; Η Ηλαίην είχε φτιάξει ένα α’ντάμ; Η Εγκουέν ρίγησε, σχεδόν χωρίς να μπορεί να το κοιτάξει. Δεν έμοιαζε καθόλου με το α’ντάμ που ήξερε τόσο καλά. Έστω και μ’ αυτό, πώς είχαν καταφέρει να κρύψουν μια Αποδιωγμένη ανάμεσα σε τόσες Άες Σεντάι; Μια Αποδιωγμένη, αιχμάλωτη. Δεν την είχαν δικάσει να την εκτελέσουν. Έτσι καχύποπτος που είχε γίνει ο Ραντ, αν το ανακάλυπτε ποτέ αυτό, δεν θα ξανάδειχνε ποτέ του εμπιστοσύνη στην Ηλαίην.
«Φέρτε την εδώ», κατόρθωσε να πει με κούφια φωνή. Η Νυνάβε πετάχτηκε από την καρέκλα κι έφυγε τρεχάτη. Ο αχός του εορτασμού, του γέλιου και της μουσικής και των τραγουδιών φούσκωσε για μια στιγμή και μετά η πόρτα έκλεισε με πάταγο πίσω της. η Εγκουέν έτριψε τους κροτάφους της. Μια Αποδιωγμένη. «Πώς μπορεί να κρατήσει κανείς τέτοιο μυστικό;»
Τα μάγουλα της Ηλαίην κοκκίνισαν. Μα το Φως, γιατί...; Φυσικά.
«Ηλαίην, δεν έχω καμία πρόθεση να ρωτήσω για... οποιονδήποτε δεν πρέπει να γνωρίζω».
Η γυναίκα με τα χρυσά μαλλιά τινάχτηκε από τη θέση της. «Ίσως... Ίσως μπορέσω να μιλήσω. Αργότερα. Αύριο. Ίσως. Εγκουέν, πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πεις τίποτα —σε κανέναν!— αν δεν σου πω εγώ. Ό,τι και να... ό,τι κι αν δεις».
«Αν αυτό θέλεις». Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε γιατί η άλλη ήταν τόσο ταραγμένη. Δεν το καταλάβαινε καθόλου. Η Ηλαίην είχε ένα μυστικό το οποίο γνώριζε η Εγκουέν, όμως η Εγκουέν το είχε ανακαλύψει κατά λάθος, κι από τότε κι οι δύο υποκρίνονταν πως ακόμα το ήξερε μονάχα η Ηλαίην. Είχε συναντήσει στον Τελ’αράν’ριοντ την Μπιργκίτε, την ηρωίδα των θρύλων· ίσως να την έβλεπε ακόμα. Μια στιγμή, αυτό ακριβώς είχε πει η Νυνάβε. Ότι η Μπιργκίτε ήξερε για τη Μογκέντιεν. Εννοούσε τη γυναίκα που περίμενε στον Τελ’αράν’ριοντ να την ξανακαλέσει το Κέρας του Βαλίρ; Η Νυνάβε ήξερε το μυστικό το οποίο η Ηλαίην είχε αρνηθεί να παραδεχτεί στην Εγκουέν, παρ’ όλο που η Εγκουέν την είχε δει; Όχι. Δεν θα μετέτρεπε τη συνάντηση αυτή σε ανταλλαγή κατηγοριών κι αρνήσεων.
«Ηλαίην, είμαι η Άμερλιν — στ’ αλήθεια είμαι η Άμερλιν— κι ήδη έχω σχέδια. Οι Σοφές που διαβιβάζουν, πολλές υφάνσεις τους τις χειρίζονται διαφορετικά από τις Άες Σεντάι». Η Ηλαίην ήδη ήξερε για τις Σοφές, αν κι η Εγκουέν, τώρα που το σκεφτόταν, αναρωτήθηκε αν το ήξεραν επίσης κι οι Άες Σεντάι. «Μερικές φορές αυτό που κάνουν είναι πιο πολύπλοκο ή πιο άτεχνο, αλλά μερικές φορές είναι πιο απλό απ’ αυτό που είχαμε διδαχθεί στον Πύργο και φέρνει τα ίδια αποτελέσματα».
«Θέλεις οι Άες Σεντάι να πάρουν μαθήματα από τις Αελίτισσες;» Το στόμα της Ηλαίην στράβωσε σχηματίζοντας ένα χαμογελάκι. «Εγκουέν, δεν πρόκειται να συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν ζήσεις χίλια χρόνια. Υποθέτω, όμως, ότι όταν το μάθουν, θα θελήσουν να δοκιμάσουν τα κοριτσόπουλα των Αελιτών για να δουν αν μπορούν να γίνουν μαθητευόμενες».
Η Εγκουέν ανασάλεψε στα μαξιλαράκια και δίστασε. Άες Σεντάι να μελετούν με τις Σοφές. Ως μαθητευόμενες; Δεν θα γινόταν ποτέ, όμως ειδικά στη Ρομάντα και τη Λελαίν θα έκανε καλό μια δόση τζι’ε’τόχ. Και στη Σέριαμ, τη Μυρέλ και... Βρήκε έναν πιο βολικό τρόπο να καθίσει και παράτησε τις φαντασιώσεις. «Αμφιβάλω αν οι Σοφές θα συμφωνήσουν να γίνουν μαθητευόμενες οι μικρές Αελίτισσες». Μπορεί κάποτε να συμφωνούσαν, ίσως, μα τώρα σίγουρα όχι. Τώρα η Εγκουέν μετά βίας θα περίμενε να μιλήσουν ευγενικά σε μια Άες Σεντάι. «Σκεφτόμουν κάποιου είδους συνεργασία. Ηλαίην, υπάρχουν λιγότερες από χίλιες Άες Σεντάι. Αν συμπεριλάβεις όσες παραμένουν στην Ερημιά, νομίζω ότι υπάρχουν περισσότερες Αελίτισσες που μπορούν να διαβιβάζουν απ’ όσες είναι οι Άες Σεντάι. Ίσως πολύ περισσότερες. Πάντως, δεν τους ξεφεύγει καμία που να έχει τη σπίθα μέσα της». Πόσες γυναίκες είχαν πεθάνει στην από δω μεριά του Δρακότειχους επειδή ξαφνικά βρίσκονταν σε θέση να διαβιβάζουν, ίσως χωρίς να συνειδητοποιούν τι ήταν αυτό που έκαναν, χωρίς να έχουν καμία να τις διδάξει; «Θέλω να μαζέψω κι άλλες γυναίκες, Ηλαίην. Τι γίνεται με τις γυναίκες που μπορούν να μάθουν, αλλά καμία Άες Σεντάι δεν τις βρήκε τότε που έπρεπε και τώρα θεωρούνται πολύ ηλικιωμένες για να γίνουν μαθητευόμενες; Εγώ λέει ότι όποια θέλει να μάθει, ας δοκιμάσει, ακόμα κι αν είναι σαράντα και πενήντα χρόνων, ακόμα κι αν τα εγγόνια της έχουν εγγόνια».
Η Ηλαίην αγκαλιάστηκε μόνη της γελώντας. «Αχ, Εγκουέν, να δεις χαρά που θα κάνουν οι Αποδεχθείσες όταν θα πάνε να διδάξουν αυτές τις τάξεις των μαθητευομένων».
«Θα πρέπει να μάθουν το πώς», είπε η Εγκουέν αποφασισμένα. Δεν έβλεπε ποιο ήταν το πρόβλημα. Οι Άες Σεντάι πάντα έλεγαν ότι υπήρχαν γυναίκες που είχαν περασμένα τα χρόνια για να γίνουν μαθητευόμενες, μα όσες ήθελαν να μάθουν... Ήδη είχαν αλλάξει εν μέρει γνώμη· μέσα στο πλήθος η Εγκουέν είχε δει πρόσωπα μεγαλύτερα από της Νυνάβε που φορούσαν το λευκό των μαθητευόμενων. «Ο Πύργος πάντα ήταν αυστηρός στο θέμα των γυναικών που απέρριπτε, Ηλαίην. Αν δεν είσαι αρκετά δυνατή, σε διώχνουν. Αν αρνηθείς να κάνεις τη δοκιμασία, φεύγεις. Αν αποτύχεις σε μια δοκιμασία, σε διώχνουν. Θα έπρεπε να επιτρέπεται να μείνουν όσες θέλουν».
«Μα οι δοκιμασίες υπάρχουν για να εξασφαλιστεί ότι είσαι αρκετά δυνατή», διαμαρτυρήθηκε η Ηλαίην. «Όχι μόνο στη Μία Δύναμη· αλλά και μέσα σου. Δεν πιστεύω να θέλεις Άες Σεντάι που θα λυγίσουν την πρώτη φορά που θα βρεθούν σε δύσκολη θέση; Ή Άες Σεντάι που μετά βίας μπορούν να διαβιβάσουν;»
Η Εγκουέν ξεφύσηξε. Τη Σορίλεα θα την είχαν διώξει από τον Πύργο χωρίς καν να δοκιμάσουν αν έκανε για Αποδεχθείσα. «Ίσως δεν θα μπορούν να γίνουν Άες Σεντάι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άχρηστες. Στο κάτω-κάτω, ήδη τις εμπιστευόμαστε να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη όπως κρίνουν αυτές, αλλιώς δεν θα τις στέλναμε έξω στον κόσμο. Το όνειρο μου είναι όλες οι γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν να έχουν κάποιου είδους σχέση με τον Πύργο. Όλες μα όλες».
«Λες για τις Ανεμοσκόπους;» Η Ηλαίην μόρφασε όταν η Εγκουέν ένευσε.
«Δεν τις πρόδωσες, Ηλαίην. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι διαφύλαξαν τόσον καιρό το μυστικό τους».
Η Ηλαίην βαριαναστέναξε. «Ό,τι έγινε έγινε. Δεν μπορείς να ξαναβάλεις το μέλι στην κερήθρα». Αλλά αν οι Αελίτες σου θα έχουν ειδική μεταχείριση, τότε θα έπρεπε να έχουν το ίδιο κι οι Θαλασσινοί. Άσε τις Ανεμοσκόπους να διδάσκουν τα κορίτσια τους. Να μην περιμαζεύουν οι Άες Σεντάι τις Θαλασσινές παρά τη θέληση τους».
«Έγινε». Η Εγκουέν έφτυσε στην παλάμη της κι άπλωσε το χέρι της, και μετά από μια στιγμή η Ηλαίην έφτυσε στη δική της και χαμογέλασε πλατιά καθώς έσφιγγαν τα χέρια για να επισφραγίσουν τη συμφωνία.
Το πλατύ χαμόγελο έσβησε αργά. «Όλα αυτά αφορούν στον Ραντ και την αμνηστία που εξήγγειλε, Εγκουέν;»
«Εν μέρει. Ηλαίην, πώς μπορεί αυτός ο άνδρας να είναι τόσο...;» Δεν είχε τρόπο να ολοκληρώσει τη φράση της κι ούτως ή άλλως δεν υπήρχε απάντηση. Η άλλη ένευσε κάπως λυπημένα, είτε καταλαβαίνοντας, είτε συμφωνώντας, είτε και τα δύο.
Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε μια γυναίκα με στιβαρό κορμί, ντυμένη με σκούρα μάλλινα ρούχα, με έναν ασημένιο δίσκο στα χέρια όπου υπήρχαν τρία ασημένια ποτήρια και μια ασημένια καράφα κρασιού με μακρύ λαιμό. Το πρόσωπό της ήταν ταλαιπωρημένο, πρόσωπο αγρότισσας, αλλά τα μαύρα μάτια της άστραφταν καθώς μελετούσε την Εγκουέν και την Ηλαίην με σβέλτες ματιές. Η Εγκουέν δοκίμασε έκπληξη μόλις για μια στιγμή βλέποντάς τη να φορά ένα σφιχτό ασημένιο περιδέραιο παρά το φθαρμένο φόρεμά της, και μετά η Νυνάβε μπήκε από πίσω της κι έκλεισε την πόρτα. Πρέπει να έτρεχε σαν τον άνεμο, γιατί είχε βρει χρόνο να βγάλει το φόρεμα των Αποδεχθεισών και να βάλει ένα σκουρογάλανο μεταξωτό κεντημένο με χρυσές σπείρες στο ντεκολτέ και τον ποδόγυρο. Δεν είχε τόσο βαθύ λαιμό όσο τα φορέματα της Μπερελαίν, αλλά ήταν πιο βαθύ απ’ ό,τι περίμενε η Εγκουέν να φορά η Νυνάβε.
«Αυτή είναι η “Μάριγκαν”», είπε η Νυνάβε, τραβώντας την πλεξούδα της πάνω από τον ώμο της με μια έμπειρη κίνηση. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού έλαμπε χρυσό στο δεξί της χέρι.
Η Εγκουέν έκανε να ρωτήσει γιατί έδινε τέτοια έμφαση στο όνομα, κι ύστερα ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το περιδέραιο της “Μάριγκαν” ήταν ασορτί με το βραχιόλι στον καρπό της Νυνάβε. Άθελά της, έμεινε κοιτάζει. Η γυναίκα δεν είχε την εμφάνιση που θα περίμενε να έχει μια Αποδιωγμένη. Το είπε κι η Νυνάβε γέλασε.
«Κοίτα, Εγκουέν».
Η Εγκουέν έκανε κάτι παραπάνω από το να κοιτάξει: κόντεψε να πηδήξει από την καρέκλα της, κι αγκάλιασε το σαϊντάρ. Μόλις μίλησε η Νυνάβε, η λάμψη είχε περιβάλει τη “Μάριγκαν”. Μόνο για μια στιγμή, αλλά πριν σβήσει, η γυναίκα με το απλό μάλλινο φόρεμα μεταμορφώθηκε ριζικά. Για την ακρίβεια, οι αλλαγές ήταν μικρές, αλλά στο σύνολο τους έφτιαχναν μια διαφορετική γυναίκα, που θα την έλεγες εμφανίσιμη παρά όμορφη, αλλά καθόλου ταλαιπωρημένη, μια γυναίκα με υπερήφανο παράστημα, σχεδόν βασιλικό. Μόνο τα μάτια της παρέμεναν ίδια, λάμποντας, αλλά όσο κι αν έτρεχαν νευρικά, η Εγκουέν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή η γυναίκα ήταν η Μογκέντιεν.
«Πώς;» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Άκουσε προσεκτικά, καθώς η Νυνάβε κι η Ηλαίην εξηγούσαν πώς ύφαινες μεταμφιέσεις και πώς αντέστρεφες τις υφάνσεις, αλλά παρακολουθούσε τη Μογκέντιεν. Ήταν όντως καμαρωτή, όλο αυτοπεποίθηση, έχοντας ξαναβρεί τον εαυτό της.
«Ξανακάνε την όπως ήταν», είπε η Εγκουέν όταν δόθηκαν οι εξηγήσεις. Και πάλι η λάμψη του σαϊντάρ κράτησε μόνο μια στιγμή, κι όταν ξεθώριασε, δεν έβλεπε να υπάρχουν υφάνσεις. Η Μογκέντιεν ήταν πάλι μια απλή, ταλαιπωρημένη γυναίκα, μια χωριάτισσα που είχε περάσει σκληρή ζωή κι έμοιαζε πιο μεγάλη από τα πραγματικά της χρόνια. Τα μαύρα μάτια κοίταζαν λάμποντας την Εγκουέν, γεμάτα μίσος, ίσως κι απέχθεια για τον ίδιο της τον εαυτό.
Συνειδητοποιώντας ότι ακόμα κρατούσε το σαϊντάρ, η Εγκουέν ένιωσε για μια στιγμή ανόητη. Ούτε η Νυνάβε ούτε η Ηλαίην είχαν αγκαλιάσει την πηγή. Αλλά, βέβαια, η Νυνάβε φορούσε το βραχιόλι. Η Εγκουέν σηκώθηκε, χωρίς να τραβήξει στιγμή το βλέμμα από τη Μογκέντιεν, κι άπλωσε το χέρι της. Η Νυνάβε φάνηκε πρόθυμη με το παραπάνω να βγάλει εκείνο το αντικείμενο από τον καρπό της, κι η Εγκουέν την ένιωθε.
Δίνοντάς της το βραχιόλι, η Νυνάβε είπε, «Βάλε το δίσκο στο τραπέζι, Μάριγκαν. Και πρόσεχε το φέρσιμο σου. Η Εγκουέν ζούσε με τους Αελίτες».
Η Εγκουέν στριφογύρισε την ασημένια λωρίδα στα χέρια της και προσπάθησε να μην καταληφθεί από ρίγος. Ήταν πονηρή δουλειά, με τμήματα τόσο έξυπνα, που έμοιαζε μονοκόμματο. Κάποτε ήταν στην άλλη άκρη ενός α’ντάμ. Ήταν μια συσκευή των Σωντσάν, με ένα ασημένιο λουρί που ένωνε το περιδέραιο και το βραχιόλι, αλλά ήταν το ίδιο. Το στομάχι της ανακατεύτηκε, κάτι που δεν της είχε συμβεί ούτε όταν αντιμετώπιζε την Αίθουσα και το πλήθος· διαμαρτυρόταν σαν να ήθελε να αναπληρώσει το ότι πριν ήταν ήρεμο. Το έκλεισε προσεκτικά γύρω από τον καρπό της. Είχε κάποια ιδέα για το τι να περιμένει, αλλά και πάλι παραλίγο θα πετιόταν πάνω. Τα συναισθήματα της άλλης γυναίκας ήταν απλωμένα μπροστά της, η σωματική της κατάσταση, τα πάντα συγκεντρωμένα σε ένα περιφραγμένο τμήμα του μυαλού της Εγκουέν. Κυρίως υπήρχε ένας παλλόμενος φόβος, όμως η αυτοαπέχθεια που νόμιζε πως είχε δει άφριζε εξίσου δυνατή. Της Μογκέντιεν δεν της άρεσε η τωρινή εμφάνισή της. Ίσως να την αντιπαθούσε ακόμα περισσότερο μετά από μια σύντομη επιστροφή στη δική της μορφή.
Η Εγκουέν σκέφτηκε ποια ήταν αυτή την οποία κοίταζε· μια από τους Αποδιωγμένους, μια γυναίκα που το όνομά της το έλεγαν εδώ κι αιώνες για να τρομάζουν τα παιδιά, μια γυναίκα που τα εγκλήματα της άξιζαν εκατό φορές το θάνατο. Σκέφτηκε τις γνώσεις που είχε εκείνο το κεφάλι. Έκανε τον εαυτό της να χαμογελάσει. Το χαμόγελο δεν ήταν ευχάριστο· δεν σκόπευε να το κάνει ευχάριστο, αλλά και μάλλον δεν θα μπορούσε να το κάνει έτσι, αν ήταν αυτό που ήθελε. «Έχουν δίκιο. Ζούσα μαζί με τους Αελίτες. Αν, λοιπόν, περιμένεις πως θα είμαι αβρή σαν τη Νυνάβε και την Ηλαίην, διώξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό σου. Ένα στραβοπάτημά σου μπροστά μου, και θα σε κάνω να παρακαλάς να πεθάνεις. Αλλά δεν θα σε σκοτώσω. Θα βρω τρόπο να κάνω αυτό το πρόσωπο μόνιμο. Από την άλλη μεριά, αν κάνεις κάτι παραπάνω από στραβοπάτημα...» Πλάτυνε το χαμόγελό της, ώσπου στο τέλος ήταν απλώς γυμνωμένα δόντια.
Ο φόβος δυνάμωσε τόσο που έπνιξε ό,τι άλλο υπήρχε και λύγισε την περίφραξη. Καθώς στεκόταν μπροστά στο τραπέζι, η Μογκέντιεν έσφιξε τα φουστάνια της τόσο δυνατά που τα δάχτυλα της άσπρισαν και το τρέμουλο της φάνηκε καθαρά. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην κοίταζαν την Εγκουέν σαν να την έβλεπαν για πρώτη φορά. Μα το Φως, τι περίμεναν, να φερθεί ευγενικά σε μια Αποδιωγμένη; Η Σορίλεα θα την κάρφωνε με παλούκια έξω στον ήλιο για να την αναγκάσει να υποταχθεί, αν δεν τη σκότωνε απλώς κόβοντάς της το λαιμό από την αρχή.
Η Εγκουέν ζύγωσε τη Μογκέντιεν. Μπορεί η άλλη να ήταν ψηλότερη, όμως ζάρωσε στο τραπέζι, ρίχνοντας τα ποτήρια από το δίσκο, τραντάζοντας την καράφα. Η Εγκουέν έκανε τη φωνή της να ηχήσει ψυχρή· δεν ήταν δύσκολο. «Η μέρα που θα καταλάβω έστω ένα ψέμα σου θα είναι η μέρα που θα σε εκτελέσω εγώ προσωπικά. Τώρα. Σκέφτηκα να ταξιδέψω από το ένα μέρος στο άλλο ανοίγοντας μια τρύπα, ας πούμε έτσι, από δω εκεί. Μια τρύπα μέσω του Σχήματος, έτσι ώστε να μην υπάρχει απόσταση ανάμεσα στις δύο άκρες. Θα δουλέψει αυτό;»
«Όχι, ούτε για σένα ούτε για καμία άλλη γυναίκα», είπε η Μογκέντιεν, ξέπνοα και βιαστικά. Ο φόβος που έβραζε μέσα της τώρα πρόβαλλε στο πρόσωπό της. «Έτσι Ταξιδεύουν οι άνδρες». Το κεφαλαίο ήταν ολοφάνερο στη λέξη· μιλούσε για ένα από τα χαμένα Ταλέντα. «Αν προσπαθήσεις, θα παρασυρθείς στο... Δεν ξέρω τι είναι. Ο χώρος μεταξύ των νημάτων του Σχήματος. Δεν νομίζω ότι θα ζούσες για πολύ. Ξέρω ότι δεν θα επέστρεφες ποτέ».
«Ταξίδεμα», μουρμούρισε αηδιασμένη η Νυνάβε. «Δεν σκεφτήκαμε να Ταξιδέψουμε!»
«Όχι, δεν το σκεφτήκαμε». Η Ηλαίην φαινόταν κι αυτή απογοητευμένη από τον εαυτό της. «Αναρωτιέμαι τι άλλο δεν σκεφτήκαμε».
Η Εγκουέν τις αγνόησε. «Τότε πώς;» ρώτησε μαλακά. Η ήσυχη φωνή ήταν πάντα προτιμότερη από μια αγριοφωνάρα.
Η Μογκέντιεν μόρφασε σαν να της είχε βάλει τις φωνές. «Κάνεις τα δύο μέρη του Σχήματος πανομοιότυπα. Μπορώ να σου δείξω πώς. Χρειάζεται κάποιος κόπος, εξαιτίας του... του περιδέραιου, αλλά μπορώ να—»
«Έτσι;» είπε η Εγκουέν, αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ κι υφαίνοντας ροές Πνεύματος. Αυτή τη φορά δεν προσπαθούσε να αγγίξει τον Κόσμο των Ονείρων, αλλά περίμενε ότι θα ήταν κάτι παρόμοιο αν δούλευε. Αυτό που είδε ήταν κάτι αρκετά διαφορετικό.
Το λεπτό παραπέτασμα που ύφανε δεν είχε εκείνο το τρεμούλιασμα και διήρκεσε μόνο μια στιγμή πριν κλείσει απότομα, σχηματίζοντας μια κάθετη γραμμή, που έγινε ξαφνικά μια χαρακιά ασημογάλανου φωτός. Το φως πλάτυνε γοργά —ή ίσως να έστριψε· κάπως έτσι της φάνηκε— κι έγινε... κάτι. Εκεί στο κέντρο του δωματίου υπήρχε μια... μια πύλη, που δεν έμοιαζε καθόλου με τη θολή εικόνα του Τελ’αράν’ριοντ που είχε δει τη σκηνή της, μια πύλη που άνοιγε σε μια καμένη από τον ήλιο γη, η οποία έκανε τις πιο ξερές περιοχές εδώ να φαντάζουν συγκριτικά χλοερές. Πέτρινοι οβελίσκοι και απόκρημνες πλαγιές δέσποζαν σε μια σκονισμένη πεδιάδα όλο κίτρινο πηλό, που την αυλάκωναν ρωγμές και την έστιζαν λίγοι θάμνοι που είχαν όψη αγκαθωτή ακόμα και από μακριά.
Η Εγκουέν παραλίγο θα έμενε να χάσκει. Ήταν η Ερημιά του Άελ, ανάμεσα στο Φρούριο της Κρυόπετρας και την κοιλάδα του Ρουίντιαν, ένα σημείο όπου θα ήταν απίθανο να δει κανέναν —ή να χτυπήσει κανέναν· τα μέτρα προφύλαξης του Ραντ με την ειδική αίθουσα στο Παλάτι του Ήλιου έδειχναν ότι θα έπρεπε να κάνει κι αυτή το ίδιο— αλλά μόνο έλπιζε να φτάσει εκεί, και ήταν σίγουρη ότι θα το έβλεπε μέσα από το τρεμουλιαστό παραπέτασμα.
«Φως μου!» είπε μαζεμένα η Ηλαίην. «Ξέρεις τι έκανες, Εγκουέν; Ξέρεις; Νομίζω ότι μπορώ να το κάνω. Αν επαναλάβεις την ύφανση, ξέρω ότι θα τη θυμάμαι».
«Τι να θυμάσαι;» είπε η Νυνάβε, σχεδόν με οδυρμό. «Πώς το έκανε; Αχ, κατάρα σ’ αυτό τον καταραμένο φραγμό! Ηλαίην, κλώτσα με στον αστράγαλο. Σε παρακαλώ».
Το πρόσωπο της Μογκέντιεν είχε παγώσει· μέσω του βραχιολιού κυλούσε αβεβαιότητα σχεδόν εξίσου έντονη με το φόβο. Το να διαβάζεις συναισθήματα δεν ήταν σαν να διαβάζεις λέξεις στη σελίδα, μα αυτά τα δύο ήταν ολοκάθαρα. «Ποια...;» Η Μογκέντιεν έγλειψε τα χείλη. «Ποια σου το δίδαξε αυτό;»
Η Εγκουέν χαμογέλασε όπως είχε δει να χαμογελούν οι Άες Σεντάι· ήθελε να μεταδώσει μια αίσθηση μυστηρίου, αυτό έλπιζε. «Ποτέ μην είσαι σίγουρη ότι δεν ξέρω ήδη την απάντηση», είπε ατάραχα. «Μην ξεχνάς. Μια φορά θα μου πεις ψέματα». Ξαφνικά, αναρωτήθηκε πώς φαίνονταν όλα αυτά στα μάτια της Νυνάβε και της Ηλαίην. Αυτές είχαν συλλάβει τη Μογκέντιεν, την είχαν κρατήσει φυλακισμένη σε απίστευτες συνθήκες, της είχαν αποσπάσει κάθε λογής πληροφορίες. Στράφηκε προς το μέρος τους κι άφησε ένα πικρό γελάκι. «Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σας παραμερίσω».
«Γιατί ζητάς συγγνώμη;» Η Εγκουέν χαμογελούσε πλατιά. «Εσύ αναλαμβάνεις τώρα, Εγκουέν».
Η Νυνάβε τράβηξε κοφτά την πλεξούδα της κι ύστερα την αγριοκοίταξε. «Τίποτα δεν πετυχαίνει! Γιατί δεν μπορώ να θυμώσω; Α, κράτα την για πάντα, δεν με νοιάζει. Δεν θα μπορούσαμε να την πάρουμε στο Έμπου Νταρ. Γιατί δεν μπορώ να θυμώσω; Μα το αίμα και τις στάχτες!» Τα μάτια της γούρλωσαν όταν κατάλαβε τι είχε πει, κι έκρυψε το στόμα με το χέρι της.
Η Εγκουέν έριξε μια ματιά στη Μογκέντιεν. Η Αποδιωγμένη ίσιωνε τα ποτήρια κι έβαζε κρασί που είχε την ευωδιά των γλυκών μπαχαρικών, αλλά κάτι είχε περάσει μέσα από το βραχιόλι ήταν μιλούσε η Νυνάβε. Σοκ. Μπορεί να προτιμούσε την αφέντρα που ήξερε από εκείνη που την είχε απειλήσει με θάνατο με την πρώτη κιόλας ανάσα της.
Ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα κι η Εγκουέν άφησε βιαστικά το σαϊντάρ· το άνοιγμα προς την Ερημιά εξαφανίστηκε. «Εμπρός».
Η Σιουάν έκανε ένα βήμα στο γραφείο και σταμάτησε, κοιτώντας τη Μογκέντιεν, το βραχιόλι στον καρπό της Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Έκλεισε την πόρτα κι έκανε μια μικροσκοπική γονυκλισία σαν τη Ρομάντα και τη Λελαίν. «Μητέρα, ήρθα να σε διδάξω την εθιμοτυπία, αλλά αν θα προτιμούσες να ξανάρθω αργότερα...;» Σήκωσε τα φρύδια, ρωτώντας την ήρεμα.
«Πήγαινε», είπε η Εγκουέν στη Μογκέντιεν. Αν η Νυνάβε κι η Ηλαίην δεν δίσταζαν να την αφήνουν ελεύθερη, το α’ντάμ πρέπει να την περιόριζε, αν κι όχι όσο ένα α’ντάμ που είχε λουρί. Χάιδεψε το βραχιόλι —το μισούσε αυτό το πράγμα, αλλά σκόπευε να το φορά μέρα-νύχτα— και πρόσθεσε, «Αλλά να είσαι έτοιμη. Κάθε προσπάθεια απόδρασης θα την αντιμετωπίσω όπως θα αντιμετωπίσω ένα ψέμα». Ο φόβος ανάβλυσε από το α’ντάμ, καθώς η Μογκέντιεν έβγαινε έξω με νευρικά γοργά βήματα. Αυτό ίσως να αποτελούσε πρόβλημα. Πώς ζούσαν η Νυνάβε κι η Ηλαίην με αυτούς τους χείμαρρους του τρόμου; Πάντως ήταν κάτι που θα το έβλεπε αργότερα.
Στράφηκε προς τη Σιουάν και σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη. «Δεν γλιτώνεις έτσι, Σιουάν. Τα ξέρω όλα. Κόρη μου».
Η Σιουάν έγειρε το κεφάλι. «Μερικές φορές η γνώση δεν σου προσφέρει κανένα όφελος. Μερικές φορές σημαίνει απλώς ότι συμμερίζεσαι τον κίνδυνο».
«Σιουάν!» είπε η Ηλαίην, σοκαρισμένα, προειδοποιητικά, κι η Εγκουέν, προς έκπληξη της, είδε τη Σιουάν να κάνει κάτι που δεν περίμενε ότι θα έβλεπε ποτέ να το κάνει η Σιουάν Σάντσε. Κοκκίνισε.
«Μην περιμένεις να γίνω από μια μέρα στην άλλη κάτι διαφορετικό», μουρμούρισε γκρινιάρικα η μεγαλύτερη γυναίκα.
Η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι η Νυνάβε κι η Ηλαίην θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν σ’ αυτό που έπρεπε να κάνει, αλλά για να γίνει στ’ αλήθεια Άμερλιν, έπρεπε να το κάνει μόνη της. «Ηλαίην, ξέρω ότι θέλεις να ξεφορτωθείς αυτό το φόρεμα Αποδεχθείσας. Δεν πας να το βγάλεις; Και μετά δες τι μπορείς να βρεις για τα χαμένα Ταλέντα. Νυνάβε, κάνε κι εσύ το ίδιο».
Οι δύο αντάλλαξαν μια ματιά, κοίταξαν τη Σιουάν και σηκώθηκαν για να κάνουν από μια τέλεια γονυκλισία, μουρμουρίζοντας όλο σέβας, «Όπως προστάζεις, Μητέρα». Όλα αυτά δεν φάνηκαν να κάνουν εντύπωση στη Σιουάν· στεκόταν κοιτώντας την Εγκουέν με μια σαρκαστική έκφραση, ενώ οι άλλες δύο έφευγαν.
Η Εγκουέν αγκάλιασε ξανά το σαϊντάρ για λίγο για να βάλει την καρέκλα στη θέση της πίσω από το γραφείο, κι ύστερα ίσιωσε το επιτραχήλιο της και κάθισε. Για μια ατέλειωτη στιγμή στάθηκε μελετώντας βουβά τη Σιουάν. «Σε χρειάζομαι», είπε τελικά. «Ξέρεις τι είναι να είσαι Άμερλιν, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η Άμερλιν. Ξέρεις τις Καθήμενες, πώς σκέφτονται, τι θέλουν. Σε χρειάζομαι και δεν θα μου ξεφύγεις. Η Σέριαμ, η Ρομάντα κι η Λελαίν ίσως νομίζουν ότι ακόμα φορώ το λευκό των μαθητευομένων κάτω από αυτό το επιτραχήλιο —ίσως να το πιστεύουν όλες— αλλά εσύ θα με βοηθήσεις να τους δείξω ότι δεν είναι έτσι. Δεν σου το ζητώ, Σιουάν. Θα—έχω—τη—βοήθεια—σου». Και το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να περιμένει.
Η Σιουάν την κοίταξε εξεταστικά και μετά κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι και γέλασε μαλακά. «Έκαναν ένα λάθος που θα τους βγει σε κακό, ε; Φυσικά, εγώ το έκανα πρώτη. Νομίζεις ότι έπιασες ένα παχουλό γκράντερ για το δείπνο και τελικά είναι ένα ζωντανό ασημόκαρφο μακρύ σαν το πόδι σου». Άπλωσε τα φουστάνια της κι έκανε μια βαθιά γονυκλισία, γέρνοντας το κεφάλι. «Μητέρα, σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου να σε υπηρετώ και να σε συμβουλεύω».
«Αρκεί να ξέρεις ότι είναι μόνο συμβουλές, Σιουάν. Είναι ήδη τόσο πολλοί αυτοί που νομίζουν ότι θα με εκμεταλλευτούν. Δεν θα το ανεχθώ από σένα».
«Πιο εύκολα θα προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ τον εαυτό μου», είπε ξερά η Σιουάν. «Ξέρεις, ποτέ δεν σε συμπάθησα στ’ αλήθεια. Ίσως επειδή έβλεπα πολύ τον εαυτό μου σε σένα».
«Αφού είναι έτσι», είπε η Εγκουέν με εξίσου ξερό τόνο, «μπορείς να με λες Εγκουέν. Όταν είμαστε μόνες. Τώρα κάθισε κάτω και πες μου γιατί η Αίθουσα κάθεται ακόμα εδώ, και πώς μπορώ να τις ξυπνήσω».
Η Σιουάν έκανε να σύρει μια καρέκλα και μετά θυμήθηκε ότι τώρα μπορούσε να τη μετακινήσει με το σαϊντάρ. «Κάθονται επειδή αν κάνουν κάποια κίνηση, ο Λευκός Πύργος θα έχει γκρεμιστεί στ’ αλήθεια. Όσο για το πώς να τις ξυπνήσεις, η συμβουλή μου...» Χρειάστηκε πολλή ώρα για να πει τη συμβουλή της. Μερικά απ’ όσα είπε ήταν πράγματα που η Εγκουέν είχε ήδη σκεφτεί, κι όλα φαίνονταν σωστά.
Στο δωμάτιο της στον Μικρό Πύργο, η Ρομάντα έβαλε τσάι μέντας στις τρεις άλλες Καθήμενες, εκ των οποίων μόνο μία ήταν Κίτρινη. Το δωμάτιο ήταν στο πίσω μέρος, όμως οι ήχοι της γιορτής έφταναν ως εκεί. Η Ρομάντα τους αγνοούσε επιτηδευμένα. Αυτές οι τρεις ήταν έτοιμες να την υποστηρίξουν για την Έδρα της Άμερλιν· το ότι είχαν ψηφίσει για την κοπέλα ήταν εκτός των άλλων ένας τρόπος για να εμποδίσουν την εκλογή της Λελαίν. Η Λελαίν θα μάνιαζε αν ποτέ το μάθαινε αυτό. Τώρα που η Σέριαμ είχε αποκτήσει τη μικρή της Άμερλιν, αυτές οι τρεις ήταν ακόμα διατεθειμένες να την ακούνε. Ειδικά ύστερα από αυτό που είχε γίνει, που με μια απόφαση οι Αποδεχθείσες είχαν γίνει Άες Σεντάι. Αυτό πρέπει να δουλειά της Σέριαμ· αυτή κι η μικρή κλίκα της τις καλομάθαινε αυτές τις τέσσερις· αυτές είχαν την ιδέα να προάγουν την Τέοντριν και τη Φαολάιν πάνω από τις άλλες Αποδεχθείσες, κι επίσης το είχαν προτείνει για την Ηλαίην και τη Νυνάβε μια φορά. Έσμιξε τα φρύδια, αναρωτήθηκε πού άραγε ήταν η Ντελάνα, αλλά άρχισε να μιλά, αφού κάλυψε το δωμάτιο με το σαϊντάρ για να μην κρυφακούσει καμία. Η Ντελάνα θα τα μάθαινε μετά, όταν ερχόταν. Το σημαντικό θα ήταν να μάθει η Σέριαμ ότι δεν είχε αποκτήσει όση εξουσία νόμιζε, αρπάζοντας τη δουλειά της Τηρήτριας.
Σε ένα σπίτι στην άλλη μεριά του Σαλιντάρ, η Λελαίν σερβίριζε δροσερό κρασί σε τέσσερις Καθήμενες, εκ των οποίων μόνο μία ανήκε στο δικό της Άτζα, το Γαλάζιο. Το σαϊντάρ προστάτευε το δωμάτιο από ωτακουστές. Οι ήχοι του εορτασμού την έκαναν να χαμογελάσει. Οι τέσσερις γυναίκες μαζί της είχαν προτείνει να δοκιμάσει η ίδια να ανέβει στην Έδρα της Άμερλιν, και δεν θα ήταν απρόθυμη γι’ αυτό, αλλά αν αποτύγχανε, θα σήμαινε ότι τη θέση θα την έπαιρνε η Ρομάντα, κάτι εξίσου οδυνηρό για τη Λελαίν όσο κι η εξορία. Πώς θα έτριζε τα δόντια της η Ρομάντα, αν μάθαινε ποτέ ότι είχαν ψηφίσει όλες το παιδί μόνο και μόνο για να μην αγγίξει το επώμιο τους ώμους της Ρομάντα. Αλλά είχαν συγκεντρωθεί για να συζητήσουν πώς θα μείωναν την επιρροή που είχε αποκτήσει η Σέριαμ τώρα που είχε καταφέρει να αρπάξει το επώμιο της Τηρήτριας. Κι εκείνη η φάρσα της ανάδειξης Αποδεχθεισών σε Άες Σεντάι με μια διαταγή του κοριτσιού! Το κεφάλι της Σέριαμ πρέπει να είχε πάρει αέρα σε σημείο τρέλας. Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν, η Λελαίν αναρωτήθηκε πού ήταν η Ντελάνα. Έπρεπε να είχε ήδη έρθει.
Η Ντελάνα καθόταν στο δωμάτιο της και κοίταζε τη Χάλιμα που ήταν κουρνιασμένη στην άκρη του κρεβατιού της Ντελάνα. Κανονικά δεν έπρεπε να προφέρουν ποτέ το όνομα Άραν’γκαρ· μερικές φορές η Ντελάνα φοβόταν ότι αν έστω και το σκεφτόταν, η Χάλιμα θα το καταλάβαινε. Το ξόρκι φύλαξης για τους ωτακουστές ήταν μικρό και περιέκλειε μόνο τις δύο τους. «Μα αυτό είναι τρελό», κατόρθωσε τελικά να πει. «Δεν καταλαβαίνεις; Αν συνεχίσω να υποστηρίζω όλες τις παρατάξεις, κάποια στιγμή θα με πιάσουν!»
«Όλοι πρέπει να ρισκάρουν κάποτε». Η φωνή της γυναίκας ήταν αποφασισμένη κι ερχόταν σε αντίθεση με το χαμόγελο εκείνου του αισθησιακού στόματος. «Και θα συνεχίσεις να πιέζεις για να ειρηνέψουν πάλι τον Λογκαίν. Ή αυτό ή να τον σκοτώσουν». Μια μικρή γκριμάτσα κατάφερε και την έκανε ακόμα πιο όμορφη. «Αν τον έβγαζαν ποτέ από το σπίτι, θα το αναλάμβανα η ίδια».
Η Ντελάνα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα το έκανε αυτό, αλλά δεν θα αμφισβητούσε αυτή τη γυναίκα αν δεν αποτύχαινε. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί φοβάσαι έναν άνδρα που έχει έξι αδελφές να τον θωρακίζουν όλη μέρα κι όλη νύχτα».
Τα πράσινα μάτια της Χάλιμα πέταξαν φλόγες καθώς σηκωνόταν όρθια. «Δεν φοβάμαι και μην τολμήσεις να το ξαναπείς! Θέλω τον Λογκαίν να αποκοπεί από τη Δύναμη και να σκοτωθεί, αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις. Καταλαβαινόμαστε;»
Η Ντελάνα, όχι για πρώτη φορά, σκέφτηκε να τη σκοτώσει, αλλά, όπως πάντα, ένιωθε τη φριχτή βεβαιότητα ότι η ίδια θα ήταν εκείνη που θα πέθαινε. Με κάποιον τρόπο η Χάλιμα ήξερε πότε αγκάλιαζε το σαϊντάρ, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να διαβιβάσει. Το χειρότερο ήταν η πιθανότητα ότι επειδή τη χρειαζόταν, δεν θα τη σκότωνε· η Ντελάνα δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να της έκανε, αλλά η αοριστία της απειλής τής προκαλούσε ρίγος. Κανονικά η Ντελάνα θα έπρεπε να μπορούσε να σκοτώσει τη Χάλιμα εκεί πέρα που ήταν, την ίδια στιγμή. «Ναι, Χάλιμα», είπε ταπεινά και μίσησε γι’ αυτό τον εαυτό της.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», μουρμούρισε η Σιουάν, απλώνοντας προς τη Λελαίν το φλιτζάνι της για να της βάλει μια δόση μπράντυ στο τσάι. Ο ήλιος έγερνε στον ορίζοντα, δίνοντας στο φως μια κοκκινωπή απόχρωση, όμως στους δρόμους έξω ακόμα επικρατούσε οχλοβοή. «Δεν έχεις ιδέα πόσο κουραστικό είναι να διδάσκεις εθιμοτυπία σ’ αυτή την κοπέλα. Έμοιαζε να πιστεύει ότι όσο φερόταν σαν Σοφία από την πατρίδα της, όλα θα ήταν μια χαρά. Η Αίθουσα υποτίθεται πως είναι ο Κύκλος των Γυναικών ή κάτι τέτοιο».
Η Λελαίν άφησε άναρθρους ήχους συμπόνιας σκυμμένη πάνω από το τσάι της. «Λες ότι παραπονιόταν για τη Ρομάντα;»
Η Σιουάν σήκωσε τους ώμους. «Κάτι για τη Ρομάντα που επέμενε να μείνουμε εδώ αντί να προελάσουμε προς την Ταρ Βάλον, απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω. Μα το Φως, αυτή η κοπέλα έχει νεύρα σαν ψαροπούλι την εποχή του ζευγαρώματος. Μου ήρθε να την αρπάξω από τους ώμους και να την κουνήσω, αλλά, βέβαια, τώρα φορά το επιτραχήλιο. Τέλος πάντων, όταν τελειώσω τα μαθήματα, θα έχω ξεμπερδέψει μαζί της. Θυμάσαι...;»
Χαμογελώντας μέσα της, η Σιουάν παρακολούθησε τη Λελαίν που τα ρουφούσε όλα αυτά όπως το τσάι της. Μόνο η πρώτη φράση ήταν σημαντική. Το άλλο για τα νεύρα ήταν δική της επινόηση, αλλά ίσως έκανε μερικές Καθήμενες να φέρονται κάπως πιο προσεκτικά απέναντι στην Εγκουέν. Εκτός αυτού, υποψιαζόταν πως ίσως να ήταν αλήθεια. Η ίδια δεν θα ξαναγινόταν ποτέ Άμερλιν, κι ήταν σίγουρη ότι το να προσπαθήσει να χειραγωγήσει την Εγκουέν θα ήταν εξίσου μάταιο όσο οι προσπάθειες να χειραγωγηθεί η ίδια, κι εξίσου οδυνηρό, αλλά όμως το να διδάσκει μια Άμερλιν πώς να γίνει Άμερλιν... Ανυπομονούσε γι’ αυτό όσο τίποτα άλλο εδώ και καιρό. Η Εγκουέν αλ’Βέρ θα γινόταν μια Άμερλιν που θα έκανε τους θρόνους να τρέμουν.
«Μα τι θα γίνει με το φραγμό μου;» είπε η Νυνάβε, κι η Ρομάντα την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Βρίσκονταν στο δωμάτιο της Ρομάντα στον Μικρό Πύργο κι ήταν η ώρα που θα τη δεχόταν κανονικά η Ρομάντα σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που είχαν κανονίσει οι Κίτρινες. Οι μουσικές και τα γέλια απ’ έξω έδειχναν να ενοχλούν την Κίτρινη.
«Δεν ήσουν τόσο πρόθυμη πριν. Έμαθα ότι είπες στην Νταγκντάτα ότι ήσουν κι εσύ Άες Σεντάι και της σύστησες να βρει μια λίμνη να βουτήξει το κεφάλι της».
Η Νυνάβε ένιωσε το πρόσωπό της να καίει. Τα νεύρα της της έβαζαν εμπόδια. «Ίσως να συνειδητοποίησα πως μπορεί να είμαι Άες Σεντάι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διαβιβάζω πιο εύκολα από πριν».
Η Ρομάντα ξεφύσηξε. «Άες Σεντάι. Έχεις πολύ δρόμο ακόμα γι’ αυτό, ό,τι και να... Πολύ καλά, λοιπόν. Κάτι που δεν δοκιμάσαμε άλλοτε. Χοροπήδα στο ένα πόδι. Και μίλα». Κάθισε σε μια σκαλιστή πολυθρόνα κοντά στο κρεβάτι, ακόμα συνοφρυωμένη. «Κουτσομπολιό, θα έλεγα. Μίλα για ασήμαντα πράγματα. Για παράδειγμα, τι είπε η Άμερλιν ότι ήθελε να συζητήσουν η Λελαίν;»
Για μια στιγμή, η Νυνάβε την κοίταξε αγανακτισμένα. Να χοροπηδήσει στο ένα πόδι; Αυτό ήταν γελοίο! Πάντως, δεν είχε έρθει πραγματικά για το φραγμό της εδώ. Σήκωσε τα φουστάνια της και άρχισε να πηδά. «Η Εγκουέν... η Άμερλιν... δεν είπε πολλά. Κάτι για το ότι ήταν υποχρεωμένη να μείνει στο Σαλιντάρ...» Αυτό έπρεπε να φέρει αποτελέσματα, αλλιώς η Εγκουέν θα τα άκουγε για τα καλά, είτε ήταν Άμερλιν είτε όχι.
«Νομίζω ότι αυτό θα δουλέψει καλύτερα, Σέριαμ», είπε η Ηλαίην, δίνοντάς της ένα συστρεμμένο γαλαζοκόκκινο πιτσιλωτό δαχτυλίδι από υλικό που το πρωί ήταν πέτρα. Η αλήθεια ήταν πως δεν διέφερε από τα άλλα δαχτυλίδια που είχε φτιάξει. Οι δύο τους στέκονταν ξέχωρα από το πλήθος, στην είσοδο ενός στενοσόκακου που το φώτιζε ο κόκκινος ήλιος. Πίσω τους έσκουζαν βιολιά και τραγουδούσαν φλάουτα.
«Σ’ ευχαριστώ, Ηλαίην». Η Σέριαμ έχωσε το τερ’ανγκριάλ στο πουγκί της χωρίς καν να το κοιτάξει. Η Ηλαίην είχε πιάσει τη Σέριαμ σε ένα διάλειμμα από το χορό, με το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο παρ’ όλη την ψυχρή αταραξία των Άες Σεντάι, όμως το καθαρό, πράσινο βλέμμα που έκανε τα γόνατα της Ηλαίην να τρέμουν τότε που ήταν μαθητευόμενη, ήταν στυλωμένο στο πρόσωπό της. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι δεν είναι ο μόνος λόγος που ήρθες να με δεις;»
Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα, στρίβοντας το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δεξί της χέρι. Στο δεξί της χέρι· έπρεπε να θυμάται ότι τώρα ήταν κι αυτή Άες Σεντάι. «Πρόκειται για την Εγκουέν. Για την Άμερλιν, θα ’πρεπε να πω. Ανησυχεί, Σέριαμ, κι έλπιζα μήπως μπορούσες να τη βοηθήσεις. Εσύ είσαι η Τηρήτρια και δεν ήξερα σε ποια άλλη να πάω. Ακόμα δεν ξέρω στα σίγουρα τι τρέχει. Την ξέρεις την Εγκουέν· δεν θα παραπονιόταν ακόμα κι αν της έκοβαν το πόδι. Είναι η Ρομάντα, νομίζω, αν κι ανέφερε και τη Λελαίν. Η μία ή κι οι δύο την πλησίασαν νομίζω, σχετικά με το ότι πρέπει να μείνει εδώ στο Σαλιντάρ, ότι δεν πρέπει να κινηθεί ακόμα επειδή είναι πολύ επικίνδυνο».
«Είναι καλή αυτή η συμβουλή», είπε αργά η Σέριαμ. «Δεν ξέρω αν είναι επικίνδυνο, αλλά αυτή τη συμβουλή θα της έδινα κι εγώ».
Η Ηλαίην άπλωσε τα χέρια, σηκώνοντας τους ώμους με μια κίνηση αδυναμίας. «Το ξέρω. Μου είπε ότι αυτό της είπες, αλλά... Δεν το είπε σταράτα, αλλά νομίζω ότι τις φοβάται λιγάκι εκείνες τις δύο. Ξέρω ότι τώρα είναι η Άμερλιν, αλλά νομίζω ότι την κάνουν να νιώθει σαν μαθητευόμενη. Νομίζω ότι φοβάται πως αν κάνει αυτό που θέλουν —ακόμα κι αν πρόκειται για μια σωστή συμβουλή— θα περιμένουν να κάνει και την επόμενη φορά αυτό που θέλουν. Νομίζω... Σέριαμ, φοβάται ότι αν πει ναι τώρα, την επόμενη φορά δεν θα μπορεί να πει όχι. Και... και το ίδιο φοβάμαι κι εγώ. Σέριαμ, η Εγκουέν είναι η Έδρα της Άμερλιν· δεν θα έπρεπε να την έχει στο τσεπάκι της η Ρομάντα, ή η Λελαίν, ή όποια άλλη. Εσύ είσαι η μόνη που μπορείς να τη βοηθήσεις. Δεν ξέρω πώς, αλλά είσαι η μόνη».
Η Σέριαμ έμεινε σιωπηλή για τόση ώρα, ώστε η Ηλαίην άρχισε να σκέφτεται πως όταν άνοιγε το στόμα, θα της αποκρινόταν πως αυτά που της είχε πει ήταν ασυναρτησίες. «Θα κάνω ό,τι μπορώ», είπε στο τέλος η Σέριαμ.
Η Ηλαίην έπνιξε ένα στεναγμό ανακούφισης, αν και μετά σκέφτηκε πως δεν θα είχε σημασία αν τον είχε αφήσει να βγει.
Σκύβοντας μπροστά, η Εγκουέν άπλωσε τα χέρια της στα τοιχώματα της μπρούντζινης μπανιέρας κι άφησε τη φλυαρία της Τσέσα να την πλημμυρίσει, καθώς η υπηρέτρια της έτριβε την πλάτη. Ονειρευόταν ένα πραγματικό μπάνιο, όμως τώρα που καθόταν στα γεμάτα σαπούνι νερά με αρωματικά φυτικά έλαια, ένιωθε παράξενα μετά τα ατμόλουτρα των Αελιτών. Είχε κάνει το πρώτο βήμα της ως Άμερλιν, είχε μαζέψει τον αριθμητικά μειονεκτούντα στρατό της κι είχε αρχίσει την επίθεσή της. Θυμόταν που είχε ακούσει από τον Ρούαρκ πως όταν άρχιζε η μάχη, ο αρχηγός της μάχης δεν είχε πια πραγματικό έλεγχο των γεγονότων. Τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταθεί και να περιμένει. «Έστω κι έτσι», είπε μαλακά, «νομίζω πως οι Σοφές θα ήταν περήφανες».