30 Να Ξαναθεραπεύσεις

Κάτι έσπρωξε την ασπίδα που είχε στερεώσει η Νυνάβε ανάμεσα στον Λογκαίν και την Αληθινή Πηγή, και δυνάμωσε ώσπου η ασπίδα λύγισε κι η ύφανσή της τρεμούλιασε κι ήταν έτοιμη να σχιστεί. Η Νυνάβε άφησε το σαϊντάρ να κυλήσει από μέσα της, με τη γλύκα του να φτάνει τα πρόθυρα του πόνου, διαβιβάζοντας κάθε ίνα στο Πνεύμα, στην ασπίδα. «Ηλαίην, πήγαινε!» Δεν την ένοιαζε αν η φωνή της είχε ακουστεί σαν σκούξιμο.

Η Ηλαίην, που το Φως ας έλαμπε πάνω της, δεν έχασε χρόνο με ερωτήσεις. Πήδηξε από την καρέκλα και χάθηκε τρέχοντας γοργά.

Ο Λογκαίν δεν είχε κουνήσει ούτε έναν μυ του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα μάτια της Νυνάβε· άστραφταν. Μα το Φως, ήταν μεγαλόσωμος. Η Νυνάβε έψαξε να βρει το μαχαίρι στη ζώνη της, κατάλαβε πόσο γελοίο ήταν αυτό —ο Λογκαίν σίγουρα μπορούσε να της το πάρει χωρίς να ιδρώσει περισσότερο απ’ όσο ίδρωνε ήδη· οι ώμοι του ήταν φαρδιοί όσο ψηλή ήταν η ίδια— κι έστειλε ένα μέρος της ύφανσής της ως Αέρα, δημιουργώντας δεσμά που τον ακινητοποίησαν από τα χέρια μέχρι τα πόδια. Ήταν ακόμα μεγαλόσωμος, μα ξαφνικά της φάνηκε πιο φυσιολογικός, πιο εύκολο να τον αντιμετωπίσει. Μόνο τότε της πέρασε από το νου ότι είχε λιγοστέψει τη δύναμη της ασπίδας. Αλλά δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σταγόνα περισσότερο· ήδη η... η απόλυτη χαρά της ζωής που ήταν το σαϊντάρ ήταν τόσο δυνατή μέσα της που της ερχόταν να ξεσπάσει σε δάκρυα. Ο Λογκαίν της χαμογέλασε.

Ένας Πρόμαχος πρόβαλε το κεφάλι του από την πόρτα, ένας μελαχρινός με γερακίσια μύτη και μια βαθιά, λευκή ουλή που ακολουθούσε τη γραμμή του λιπόσαρκου σαγονιού του. «Συμβαίνει τίποτα; Η άλλη Αποδεχθείσα έφυγε τρέχοντας λες κι είχε κάτσει πάνω σε τσουκνίδες».

«Όλα είναι υπό έλεγχο», του είπε εκείνη παγερά. Όσο πιο παγερά μπορούσε. Κανείς δεν έπρεπε να το μάθει —κανείς!— πριν η Νυνάβε μιλήσει με τη Σέριαμ, για να τη φέρει με τα νερά της. «Η Ηλαίην θυμήθηκε κάτι που είχε ξεχάσει». Ακούστηκε τόσο βλακώδες. «Μπορείς να μας αφήσεις. Είμαι απασχολημένη».

Ο Τερβάιλ —έτσι τον έλεγαν· Τερβάιλ Ντούρα, κι ήταν δεσμευμένος με την Μπεόνιν· για το Φως, τι σημασία είχε το όνομά του!— της έστειλε ένα σαρκαστικό χαμόγελο κι υποκλίθηκε κοροϊδευτικά πριν εξαφανιστεί. Οι Πρόμαχοι σπάνια άφηναν τις Αποδεχθείσες να προσποιούνται τις Άες Σεντάι.

Της ήρθε να γλείψει τα χείλη της, αλλά κρατήθηκε με κόπο. Περιεργάστηκε τον Λογκαίν. Εξωτερικά έδειχνε γαλήνιος, λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα.

«Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό, Νυνάβε. Νομίζεις ότι θα αποφάσιζα να επιτεθώ σ’ ένα χωριό όπου υπάρχουν εκατοντάδες Άες Σεντάι; Θα με έκαναν κομματάκια πριν προχωρήσω δυο βήματα».

«Μη μιλάς», του είπε εκείνη αυτόματα. Έψαξε στα τυφλά πίσω της, βρήκε μια καρέκλα και κάθισε κάτω, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Μα το Φως, γιατί αργούσε η Σέριαμ; Η Σέριαμ έπρεπε να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για ατύχημα. Έπρεπε! Το μόνο που τη βοηθούσε να συνεχίζει τη διαβίβαση ήταν ο θυμός που ένιωθε για τον εαυτό της. Πώς είχε σταθεί τόσο απρόσεχτη, τόσο ηλίθια;

«Μη φοβάσαι», είπε ο Λογκαίν. «Δεν θα στραφώ εναντίον τους τώρα. Πετυχαίνουν αυτό που θέλω, είτε το ξέρουν είτε όχι. Το Κόκκινο Άτζα είναι τελειωμένο. Σ’ ένα χρόνο, δεν θα υπάρχει Άες Σεντάι που να τολμά να παραδεχτεί πως είναι Κόκκινη».

«Είπα, μη μιλάς!» τον αποπήρε. «Νομίζεις πιστεύω πως μισείς μόνο τις Κόκκινες;»

«Ξέρεις, είδα κάποτε έναν άνδρα που θα προκαλέσει μεγαλύτερες φασαρίες απ’ όσες έχω προκαλέσει ποτέ εγώ. Μπορεί να ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· δεν ξέρω. Ήταν τότε που με περνούσαν από το Κάεμλυν μετά τη σύλληψη μου. Αυτός ήταν μακριά, μα είδα μια... μια λάμψη, κι ήξερε ότι θα σείσει τον κόσμο. Παρ’ όλο που ήμουν στο κλουβί, έβαλα τα γέλια».

Μετακινώντας ένα μικρό μέρος του Αέρα με τον οποίο τον συγκρατούσε, η Νυνάβε το έχωσε ανάμεσα στα σαγόνια του σαν φίμωτρο. Εκείνος έσμιξε τα φρύδια με άγριο θυμό, που χάθηκε μονομιάς, μα τη Νυνάβε δεν την ένοιαζε. Τώρα τον είχε δέσει για τα καλά. Ή τουλάχιστον... Ο Λογκαίν δεν είχε αποπειραθεί να παλέψει, αλλά ίσως αυτό να είχε συμβεί επειδή γνώριζε εξαρχής ότι η Νυνάβε θα κατάφερνε να τον παγιδεύσει. Ίσως. Αλλά πόσο δυνατά είχε επιχειρήσει να σπάσει την ασπίδα της; Εκείνη η ώθηση δεν είχε έρθει αργά, αλλά δεν ήταν και βιαστική. Ήταν σχεδόν σαν άνδρας που σφίγγει μυς τους οποίους δεν έχει χρησιμοποιήσει εδώ και καιρό, που σπρώχνει κάτι, όχι με σκοπό να το μετακινήσει αλλά μόνο από την ανάγκη να ξανανιώσει αυτούς τους μύες. Η σκέψη έκανε έφερε μια παγωνιά στην κοιλιά της.

Με εξοργιστικό τρόπο τα μάτια του Λογκαίν μισόκλεισαν σαν να έβλεπε κάτι αστείο, θαρρείς σαν να ήξερε τι σκέψεις περνούσαν από το νου της. Καθόταν εκεί με το στόμα να χάσκει σαν χαζός, δεμένος και θωρακισμένος, αλλά έδειχνε να διατηρεί όλη του την άνεση. Μα πώς είχε φανεί τόσο ηλίθια; Δεν της άξιζε να γίνει Άες Σεντάι, αν ο φραγμός της κατέρρεε αυτή τη στιγμή. Δεν της άξιζε να κυκλοφορεί έξω μόνη της. Έπρεπε να πουν στη Μπιργκίτε να την προσέχει μήπως σκόνταφτε στο χώμα διασχίζοντας το δρόμο.

Δεν ήταν σκόπιμο, όμως επιτιμώντας τον εαυτό της ο θυμός της συνέχισε να σιγοβράζει ώσπου η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Δεν ήταν η Ηλαίην.

Η Σέριαμ ακολούθησε μέσα τη Ρομάντα, με τη Μυρέλ και τη Μόρβριν και την Τακίμα κατά πόδας, κι ύστερα τη Λελαίν και τη Τζάνυα, τη Ντελάνα και τη Μπάραταϊν και τη Μπεόνιν, κι άλλες, που χώθηκαν μέσα και πλημμύρισαν το δωμάτιο. Η Νυνάβε είδε κι άλλες έξω από την πόρτα, η οποία δεν είχε χώρο για να κλείσει. Αυτές που ήταν μέσα την κοίταζαν, αυτήν και την ύφανσή της, με τόση προσήλωση που ξεροκατάπιε κι ο θυμός της εξανεμίστηκε. Και, φυσικά, το ίδιο έκανε κι η θωράκιση και τα δεσμά που κρατούσαν τον Λογκαίν.

Πριν προλάβει η Νυνάβε να ζητήσει από κάποια να τον θωρακίσει ξανά, η Νισάο ήρθε και στάθηκε μπροστά της. Παρ’ όλο που η Νισάο ήταν κοντή, κατάφερε να ορθωθεί επιβλητικά από πάνω της. «Τι βλακείες λες ότι τον Θεράπευσες;»

«Αυτό λέει ότι έκανε;» Ο Λογκαίν κατάφερε να δείξει έκπληξη.

Η Βάριλιν στριμώχτηκε δίπλα στη Νισάο. Η λιγνή κοκκινομάλλα Γκρίζα ορθωνόταν επιβλητική επειδή ήταν εξίσου ψηλή με τον Λογκαίν. «Το φοβήθηκα αυτό όταν άρχισαν όλοι να την παραχαϊδεύουν για τις ανακαλύψεις της. Όταν τελείωσαν, το παραχάιδεμα σταμάτησε, κι έτσι σίγουρα θα ισχυριζόταν κάποια εξωφρενικά πράγματα για να το ξαναποκτήσει».

«Ήταν επειδή την αφήσαμε να ασχολείται με τη Σιουάν και τη Ληάνε», είπε σταθερά η Ρομάντα. «Και μ’ αυτόν από δω. Έπρεπε να της πούμε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν Θεραπεύονται, τελεία και παύλα!».

«Μα τον Θεράπευσα!» διαμαρτυρήθηκε η Νυνάβε. «Αλήθεια! Θωρακίστε τον, σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ, πρέπει!» Οι Άες Σεντάι μπροστά της γύρισαν να κοιτάξουν τον Λογκαίν, ανοίγοντας ίσα-ίσα όσο χώρο χρειαζόταν για να τον δει κι η ίδια. Αυτός δέχθηκε τα επίμονα βλέμματα τους με ανέκφραστη όψη. Και μάλιστα ανασήκωσε τους ώμους!

«Νομίζω ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον θωρακίσουμε μέχρι να είμαστε απολύτως σίγουρες», υπέδειξε η Σέριαμ. Η Ρομάντα ένευσε και μια ασπίδα εμφανίστηκε, αρκετά δυνατή για να κρατήσει γίγαντα καθώς η λάμψη του σαϊντάρ αγκάλιαζε σχεδόν όλες τις γυναίκες που ήταν στο δωμάτιο. Η Ρομάντα επανέφερε εν μέρει την τάξη αναθέτοντας ονομαστικά σε έξι γυναίκες να διατηρήσουν μια μικρότερη αλλά επαρκή ασπίδα.

Το χέρι της Μυρέλ έσφιξε το μπράτσο της Νυνάβε. «Μας συγχωρείς, Ρομάντα, αλλά πρέπει να μιλήσουμε μόνες με τη Νυνάβε».

Η Σέριαμ την έπιασε από το άλλο μπράτσο. «Καλύτερα να μην το καθυστερούμε πολύ».

Η Ρομάντα ένευσε αφηρημένα. Κοίταζε τον Λογκαίν συνοφρυωμένη. Την ίδια έκφραση είχαν κι οι περισσότερες Άες Σεντάι· καμία τους δεν έφευγε.

Η Σέριαμ κι η Μυρντράαλ σήκωσαν όρθια τη Νυνάβε και την έσυραν κακήν-κακώς στην πόρτα.

«Μα τι κάνετε;» ρώτησε αυτή επιτακτικά, ξέπνοα. «Πού με πάτε;» Έξω, στριμώχτηκαν και διέσχισαν το πλήθος των Άες Σεντάι, που πολλές την κοίταζαν αυστηρά, σχεδόν κατηγορηματικά. Προσπέρασαν την Εγκουέν, η οποία της χαμογέλασε απολογητικά. Η Νυνάβε κοίταζε πάνω από τον ώμο της καθώς οι δύο Άες Σεντάι την παράσερναν τόσο γρήγορα που ολοένα σκόνταφτε. Όχι ότι περίμενε να τη βοηθήσει η Ηλαίην, αλλά ίσως να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Η Μπεόνιν κάτι είπε στην Ηλαίην, η οποία έφυγε τρεχάτη μέσα στο πλήθος. «Τι θα μου κάνετε;» βόγκηξε η Νυνάβε.

«Θα μπορούσαμε να σε βάλουμε να πλένεις κατσαρόλες για όλη σου τη ζωή», είπε η Σέριαμ με ήρεμο τόνο.

Η Μυρέλ ένευσε. «Μπορεί να δουλεύεις στα μαγειρεία όλη μέρα».

«Θα μπορούσαμε αντιθέτως να σε δέρνουμε με βίτσες κάθε μέρα».

«Να σου αργάσουμε το τομάρι».

«Να σε κλείσουμε σε βαρέλι και να σε ταΐζουμε από το άνοιγμα της κάνουλας».

«Αλλά μόνο χυλό. Μπαγιάτικο χυλό».

Τα γόνατα της Νυνάβε λύγισαν. «Ήταν κατά λάθος! Το ορκίζομαι! Δεν το έκανα σκόπιμα!»

Η Σέριαμ την τράνταξε χωρίς να βραδύνει καθόλου το βήμα της. «Μην είσαι χαζή, παιδί μου. Ίσως να πέτυχες το ακατόρθωτο».

«Με πιστεύεις; Με πιστεύεις! Γιατί δεν είπες τίποτα όταν η Νισάο κι η Βάριλιν και — Γιατί δεν είπες τίποτα;»

«Είπα “ίσως”, παιδί μου». Ο τόνος της Σέριαμ ήταν τόσο συγκρατημένος που ήταν απογοητευτικό.

«Ένα άλλο ενδεχόμενο», είπε η Μυρέλ, «είναι ότι το μυαλό σου πρήστηκε από το άγχος». Κοίταξε τη Νυνάβε μισοκλείνοντας τα μάτια. «Θα ξαφνιαζόσουν αν μάθαινες πόσες Αποδεχθείσες, ακόμα και μαθητευόμενες, ισχυρίζονται πως ανακάλυψαν ξανά ένα χαμένο Ταλέντο ή πως βρήκαν κάποιο καινούριο. Όταν ήμουν μαθητευόμενη, μια Αποδεχθείσα ονόματι Έτσικο ήταν τόσο πεπεισμένη ότι ήξερε να πετάξει, ώστε πήδηξε από την κορυφή του Πύργου».

Με το κεφάλι να στριφογυρίζει, η Νυνάβε κοίταξε πρώτα τη μια γυναίκα και μετά την άλλη. Την πίστευαν ή δεν την πίστευαν; Άραγε πίστευαν στ’ αλήθεια ότι της είχε σαλέψει; Τι στο Φως θα μου κάνουν; Προσπάθησε να βρει λόγια για να τις πείσει —ούτε έλεγε ψέματα, ούτε ήταν τρελή· στ’ αλήθεια είχε Θεραπεύσει τον Λογκαίν— αλλά το στόμα της ακόμα ανοιγόκλεινε χωρίς να βγάζει ήχο όταν την έχωσαν στο Μικρό Πύργο.

Όταν μπήκαν σε ένα χώρο που άλλοτε ήταν ιδιωτική τραπεζαρία, έναν μακρύ θάλαμο όπου τώρα υπήρχε ένα μακρόστενο τραπέζι με καρέκλες κοντά σε έναν τοίχο, μόνο τότε συνειδητοποίησε η Νυνάβε ότι είχαν αποκτήσει συνοδεία. Πάνω από δώδεκα Άες Σεντάι μπήκαν στο κατόπι τους: η Νισάο που είχε τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά κάτω από το στήθος της, η Νταγκντάρα που πρόβαλλε το πηγούνι της σαν να σκόπευε να τρυπήσει τοίχο, η Σανέλ κι η Θέρβα και... Όλες του Κίτρινου Άτζα, με εξαίρεση τη Σέριαμ και τη Μυρέλ. Το τραπέζι παρέπεμπε σε αίθουσα δικαστηρίου· η σειρά των βλοσυρών προσώπων έδειχναν δίκη. Η Νυνάβε ξεροκατάπιε.

Η Σέριαμ κι η Μυρέλ την άφησαν να στέκεται όρθια και προχώρησαν στο τραπέζι για να διαβουλευθούν χαμηλόφωνα, με τις πλάτες γυρισμένες στη Νυνάβε. Όταν ξαναγύρισαν, οι εκφράσεις τους δεν φανέρωναν τίποτα.

«Ισχυρίζεσαι πως Θεράπευσες τον Λογκαίν». Υπήρχε μια δόση περιφρόνησης στη φωνή της Σέριαμ. «Ισχυρίζεσαι πως Θεράπευσες έναν ειρηνεμένο άνδρα».

«Πρέπει να με πιστέψετε», διαμαρτυρήθηκε η Νυνάβε. «Είπες ότι με πιστεύατε». Αναπήδησε καθώς κάτι αόρατο τη χτύπησε δυνατά στους γοφούς.

«Μην ξεχνάς πού βρίσκεσαι, Αποδεχθείσα», είπε ψυχρά η Σέριαμ. «Αυτός είναι ο ισχυρισμός σου;»

Η Νυνάβε την κάρφωσε με το βλέμμα. Η Σέριαμ ήταν η τρελή, που μια τα έλεγε έτσι και μια αλλιώς. Πάντως κατάφερε να προφέρει με σεβασμό, «Μάλιστα, Άες Σεντάι». Η Νταγκντάρα ξεφύσηξε μ’ έναν ήχο σαν μουσαμάς που σχιζόταν.

Η Σέριαμ έκανε νόημα για να σιγάσει το μουρμουρητό των Κίτρινων. «Λες επίσης ότι το έκανες κατά λάθος. Αν συνέβη αυτό, τότε υποθέτω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το αποδείξεις επαναλαμβάνοντάς το».

«Μα πώς θα μπορούσε;» είπε η Μυρέλ, έτοιμη να γελάσει. Να γελάσει! «Αν το ανακάλυψε ψάχνοντας στα κουτουρού, πώς είναι δυνατόν να το ξανακάνει; Μα αυτό δεν έχει σημασία, εκτός αν όντως το έκανε».

«Απάντησέ μου!» τη μάλωσε η Σέριαμ κι η αόρατη βέργα ξαναχτύπησε τη Νυνάβε. Αυτή τη φορά κατάφερε να μην πεταχτεί. «Υπάρχει περίπτωση να θυμηθείς έστω και μέρος αυτού που έκανες;»

«Το θυμάμαι, Άες Σεντάι», είπε μουτρωμένη, και σφίχτηκε, έτοιμη να δεχθεί κι άλλο χτύπημα. Το οποίο δεν ήρθε, αλλά η Νυνάβε έβλεπε τη λάμψη του σαϊντάρ γύρω από τη Σέριαμ. Η λάμψη φαινόταν απειλητική.

Ακούστηκε αναταραχή στην πόρτα, κι η Καρλίνυα μαζί με την Μπεόνιν πέρασαν τη σειρά των Κίτρινων αδελφών· η μια έσπρωχνε τη Σιουάν μπροστά της κι η άλλη τη Ληάνε. «Δεν ήθελαν να έρθουν», δήλωσε η Μπεόνιν με αγανακτισμένο τόνο. «Αν είναι δυνατόν, προσπάθησαν να μας πείσουν ότι έχουν δουλειά». Η Ληάνε ήταν ανέκφραστη σαν τις άλλες Άες Σεντάι, όμως η Σιουάν έριχνε βλοσυρές, θυμωμένες ματιές προς όλες, κι ειδικά προς τη Νυνάβε.

Τελικά, η Νυνάβε το κατάλαβε. Τελικά, όλα βρήκαν το νόημά τους. Η παρουσία των Κίτρινων αδελφών. Η Σέριαμ κι η Μυρέλ που στην αρχή το πίστευαν, μετά δεν το πίστευαν, που την απειλούσαν, που τη μάλωναν. Όλα αυτά γίνονταν σκοπίμως, για να την κάνουν να θυμώσει αρκετά ώστε να κάνει τη Θεραπεία στη Σιουάν και τη Ληάνε, για να αποδείξει τον εαυτό της στις Κίτρινες. Όχι. Κρίνοντας από τα πρόσωπά τους, ήταν εδώ για να τη δουν να αποτυγχάνει, όχι να πετυχαίνει. Η Νυνάβε δεν προσπάθησε να κρύψει το γερό τράβηγμα που έδωσε στην πλεξούδα της. Την ξανατράβηξε μάλιστα, μη τυχόν κι είχε διαφύγει από την προσοχή κάποιας. Της ερχόταν να τις χαστουκίσει όλες. Ήθελε να τις ποτίσει ένα σκεύασμα από βότανα που θα τις έκανε να κάτσουν στο πάτωμα και να κλάψουν σαν μωρά από τη μυρωδιά και μόνο. Ήθελε να ξεριζώσει τα μαλλιά τους τρίχα-τρίχα και να τις πνίξει μ’ αυτά, να—

«Είμαι υποχρεωμένη να ανεχθώ αυτές τις ανοησίες;» μούγκρισε η Σιουάν. «Έχω σημαντικές δουλειές να κάνω, αλλά ακόμα κι αν ήταν απλώς να ψαρέψω, θα ήταν πιο σημαντ—»

«Σταμάτα πια», τη διέκοψε εκνευρισμένη η Νυνάβε. Έκανε ένα βήμα κι άρπαξε το κεφάλι της Σιουάν και τα δύο χέρια σαν να ήθελε να της σπάσει το λαιμό. Είχε πιστέψει αυτές τις σαχλαμάρες, ακόμα κι εκείνη για το βαρέλι! Της κινούσαν τα νήματα σαν μαριονέτα!

Το σαϊντάρ τη γέμισε και διαβίβασε όπως είχε κάνει με τον Λογκαίν, ενώνοντας και τις Πέντε Δυνάμεις. Αυτή τη φορά ήξερε τι έψαχνε, τη σχεδόν απούσα αίσθηση από κάτι που είχε κοπεί. Το Πνεύμα κι η Φωτιά θα διόρθωναν το ρήγμα και...

Για μια στιγμή η Σιουάν έμεινε να κοιτάζει, ανέκφραστη. Ύστερα την έλουσε η λάμψη του σαϊντάρ. Κοφτές κραυγούλες ακούστηκαν παντού στο δωμάτιο. Η Σιουάν έγειρε αργά μπροστά και φίλησε τη Νυνάβε σταυρωτά στα μάγουλα. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της, κι ύστερα ακόμα ένα, και ξαφνικά η Σιουάν βρέθηκε να κλαίει, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το κορμί της, τρέμοντας· η λαμπερή αύρα γύρω της ξεθώριασε. Η Σέριαμ τη δέχθηκε αμέσως στην παρηγορητική αγκαλιά της· κι η Σέριαμ, επίσης, έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

Οι υπόλοιπες στην αίθουσα είχαν καρφώσει το βλέμμα στη Νυνάβε. Το σοκ που διαπερνούσε την αταραξία των Άες Σεντάι ήταν αρκετά ικανοποιητικό, το ίδιο κι η δυσαρέσκεια. Τα μάτια της Σανέλ, ανοιχτογάλανα σε ένα όμορφο μελαψό προσωπάκι, ήταν τόσο γουρλωμένα που έλεγες ότι θα έπεφταν από τις κόγχες τους. Η Νισάο έχασκε με το στόμα ορθάνοιχτο, ώσπου είδε τη Νυνάβε να την κοιτάζει και το έκλεισε απότομα.

«Τι σε έκανε να σκεφτείς να χρησιμοποιήσεις Φωτιά;» ρώτησε η Νταγκντάρα με πνιχτή φωνή, η οποία φάνταζε υπερβολικά ψιλή για τόσο μεγαλόσωμη γυναίκα. «Και Γη; Χρησιμοποίησες Γη. Η Θεραπεία είναι Πνεύμα, Νερό κι Αέρας». Αυτό έδωσε το έναυσμα για ερωτήσεις απ’ όλα τα στόματα, αλλά στην πραγματικότητα όλες ήταν η ίδια ερώτηση, απλώς διατυπωμένη διαφορετικά.

«Δεν ξέρω γιατί», αποκρίθηκε η Νυνάβε όταν βρήκε ευκαιρία. «Απλώς μου φάνηκε σωστό. Σχεδόν πάντα τα χρησιμοποιούσα όλα». Κάτι που προκάλεσε μια βροχή από οδηγίες και προτροπές. Η Θεραπεία ήταν Πνεύμα, Νερό κι Αέρας. Ήταν επικίνδυνο να πειραματίζεσαι με τη Θεραπεία· ένα λάθος θα σκότωνε όχι μόνο εσένα αλλά και τον ασθενή σου. Η Νυνάβε δεν έδωσε καμία απάντηση, όμως οι προειδοποιήσεις γρήγορα καταλάγιασαν, καθώς οι άλλες κοίταζαν μετανιωμένες κι έσιαζαν τα φουστάνια τους· δεν είχε σκοτώσει κανέναν, κι είχε Θεραπεύσει αυτό που είχαν πει πως δεν έπαιρνε Θεραπεία.

Η Ληάνε είχε τόση ελπίδα στο χαμόγελό της που καταντούσε σχεδόν οδυνηρό. Η Νυνάβε τη σίμωσε χαμογελώντας κι η ίδια, κρύβοντας την ενόχληση που σιγόβράζε μέσα της. Το Κίτρινο Άτζα κι οι αποθησαυρισμένες γνώσεις Θεραπείας του, το οποίο ήταν έτοιμη να ικετεύσει γονατιστή για να γίνει μέλος του. Η Νυνάβε ήξερε περισσότερα για τη Θεραπεία απ’ όλες τους! «Δώστε προσοχή τώρα. Δεν θα έχετε ξανά σύντομα ευκαιρία να δείτε πώς γίνεται».

Ένιωσε καθαρά την ένωση καθώς διαβίβαζε, αν κι ακόμα δεν μπορούσε να πει τι ακριβώς είχε ενώσει. Την ένιωθε διαφορετική απ’ ό,τι με τον Λογκαίν —το ίδιο είχε συμβεί με τη Σιουάν— αλλά σκέφτηκε ότι οι άνδρες κι οι γυναίκες ήταν διαφορετικοί. Φως μου, είμαι τυχερή που πέτυχε με τη Σιουάν και τη Ληάνε όσο καλά πέτυχε και με τον Λογκαίν! Αυτή η σκέψη έδωσε το έναυσμα σε μερικές ανησυχητικές εικασίες. Τι θα γινόταν, άραγε, αν κάποια πράγματα Θεραπεύονταν διαφορετικά μεταξύ ανδρών και γυναικών; Ίσως τελικά να μην ήξερε πολύ περισσότερα από τις Κίτρινες.

Η αντίδραση της Ληάνε ήταν διαφορετική από την αντίδραση της Σιουάν. Δεν δάκρυσε. Αγκάλιασε το σαϊντάρ και χαμογέλασε με αγαλλίαση, χωρίς να χάσει το χαμόγελο της. Ύστερα αγκάλιασε τη Νυνάβε και την έσφιξε τόσο δυνατά που τα πλευρά της πόνεσαν, και ψιθύρισε, «Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», ξανά και ξανά.

Ένα μουρμουρητό ακούστηκε από τις Κίτρινες κι η Νυνάβε ετοιμάστηκε να απολαύσει τα συγχαρητήριά τους. Θα δεχόταν με αξιοπρέπεια την απολογία τους. Κι ύστερα άκουσε τι έλεγαν.

«...χρησιμοποίησε Φωτιά και Γη, λες και πήγαινε να ανοίξει τρύπα στην πέτρα». Αυτό το είχε πει η Νταγκντάρα.

«Ένα πιο απαλό άγγιγμα θα ήταν προτιμότερο», συμφώνησε η Σανέλ.

«...δούμε αν η Φωτιά αποδειχθεί χρήσιμη σε προβλήματα της καρδιάς», είπε η Θέρβα, χτυπώντας απαλά τη μακριά μύτη της. Η Μπελντεμαίν, μια παχουλή Αραφελινή με ασημένιες καμπανούλες στα μαλλιά, ένευσε σκεφτικά.

«...αν η Γη συνδυαζόταν έτσι με τον Αέρα, τότε αντιλαμβάνεσαι...»

«...Φωτιά υφασμένη με Νερό...»

«...Γη ενωμένη με το Νερό...»

Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα να χάσκει. Την είχαν ξεχάσει τελείως. Νόμιζαν ότι αυτό που τους είχε δείξει μπορούσαν να το κάνουν καλύτερα από την ίδια!

Η Μυρέλ της χάιδεψε το μπράτσο. «Μια χαρά τα πήγες», μουρμούρισε. «Μη σκας· μετά θα σε λούσουν με επαίνους. Αυτή τη στιγμή είναι ακόμα κλονισμένες».

Η Νυνάβε ξεφύσησε δυνατά, μα καμία Κίτρινη δεν έδειξε να την προσέχει. «Αυτό ελπίζω να σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πια να τρίβω κατσαρόλες».

Η Σέριαμ γύρισε απότομα το κεφάλι με μια έκφραση έκπληξης. «Μα, παιδί μου, τι σου έδωσε αυτή την εντύπωση;» Ακόμα κρατούσε με το ένα χέρι αγκαλιά τη Σιουάν, η οποία σκούπιζε τα μάτια της με ένα δαντελένιο μαντιλάκι, με έκδηλη ντροπή. «Αν μπορούσε κανείς να καταπατά όποιον κανόνα ήθελε, να έκανε ό,τι ήθελε, και μετά να γλίτωνε από την τιμωρία κάνοντας σε αντιστάθμισμα κάτι καλό, τότε ο κόσμος θα βυθιζόταν στο χάος».

Η Νυνάβε αναστέναξε βαριά. Έπρεπε να το είχε καταλάβει.

Η Νισάο ξεχώρισε από τις υπόλοιπες Κίτρινες, ξερόβηξε, και προσπερνώντας τη Νυνάβε της έριξε μια άγρια ματιά, που μόνο κατηγορηματική μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις. «Αυτό υποθέτω σημαίνει ότι πρέπει πάλι να ειρηνέψουμε τον Λογκαίν». Έδειχνε σαν να ήθελε να αρνηθεί όσα είχαν συμβεί.

Οι άλλες ένευσαν, και τότε μίλησε η Καρλίνυα, κι ήταν σαν να μαχαίρωνε το δωμάτιο ένα κομμάτι πάγου. «Μπορούμε;» Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της, μα εκείνη συνέχισε γαλήνια, ψυχρά. «Από ηθικής πλευράς, μπορούμε να υποστηρίζουμε έναν άνδρα που διαβιβάζει, έναν άνδρα που προσπαθεί να συγκεντρώσει κοντά του κι άλλους άνδρες με την ίδια ικανότητα, ενώ ταυτοχρόνως θα συνεχίζουμε όπως και πριν, ειρηνεύοντας όσους βρίσκουμε; Πρακτικά μιλώντας, τι αποτέλεσμα θα έχει αυτό πάνω του όταν το μάθει; Μπορεί να μας προκαλεί ενόχληση, αλλά, όπως έχει η κατάσταση, θα μας δει σαν κάτι διαφορετικό από τον Πύργο, και, το σημαντικότερο, διαφορετικό από την Ελάιντα και το Κόκκινο Άτζα. Αν ειρηνέψουμε έστω κι έναν άνδρα, ίσως χάσουμε αυτή τη διαφορά, και μαζί της την ευκαιρία που έχουμε να ασκήσουμε επιρροή πάνω του πριν τον προλάβει η Ελάιντα».

Όταν σταμάτησε να μιλά, στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή. Οι Άες Σεντάι αντάλλαξαν προβληματισμένες ματιές, και το βλέμμα που είχε ρίξει προηγουμένως η Νισάο στη Νυνάβε φαινόταν επαινετικό σε σύγκριση μ’ αυτά που έπεφταν τώρα πάνω της. Είχαν πεθάνει αδελφές προκειμένου να συλληφθεί ο Λογκαίν, κι ακόμα κι αν τον ξαναθωράκιζαν και τον κρατούσαν ασφαλή η Νυνάβε είχε επαναφέρει το πρόβλημα, κι ακόμα χειρότερο.

«Νομίζω πως πρέπει να φύγεις», είπε μαλακά η Σέριαμ.

Η Νυνάβε δεν σκέφτηκε να διαφωνήσει. Έκλινε το γόνυ όσο πιο γρήγορα και προσεκτικά μπορούσε, κι έβαλε τα δυνατά της για να μην τρέξει καθώς έφευγε.

Έξω, η Ηλαίην σηκώθηκε από το πέτρινο πεζούλι. «Συγγνώμη, Νυνάβε», είπε, ξεσκονίζοντας το φουστάνι της. «Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που τα ξεφούρνισα όλα στη Σέριαμ πριν καταλάβω ότι ήταν μπροστά η Ρομάντα κι η Ντελάνα».

«Δεν έχει σημασία», είπε βαριά η Νυνάβε, καθώς προχωρούσε στο πλήθος. «Κάποια στιγμή θα μαθευόταν». Όμως δεν ήταν δίκαιο. Έκανα κάτι που έλεγαν ότι δεν γίνεται, και πάλι πρέπει να πλένω κατσαρόλες! «Ηλαίην, δεν ξέρω τι λες· πρέπει να φύγουμε. Η Καρλίνυα έλεγε να “επηρεάσουν” τον Ραντ. Αυτό το τσούρμο εδώ δεν θα είναι καλύτερο από την Ελάιντα. Ο Θομ ή ο Τζούιλιν θα μας βρουν άλογα κι η Μπιργκίτε ας πάει να δαγκώσει τον αγκώνα της».

«Φοβάμαι πως είναι πολύ αργά», είπε δυστυχισμένα η Ηλαίην. «Το νέο έχει αρχίσει να διαδίδεται».

Η Λαρίσα Λύντελ κι η Ζενάρ Γκόνταρ πλησίασαν τη Νυνάβε από αντίθετες κατευθύνσεις σαν γεράκια. Η Λαρίσα ήταν κοκαλιάρα κι ασχημούλα, χαρακτηριστικό το οποίο σχεδόν δέσποζε στην αγέραστη όψη των Άες Σεντάι, ενώ η Ζενάρ ήταν παχουλή, με υπεροψία που έφτανε για δύο βασίλισσες, όμως κι οι δύο έδειχναν προσμονή κι ενθουσιασμό στο πρόσωπό τους. Ήταν του Κίτρινου Άτζα, αν και δεν ήταν ούτε η μια, ούτε η άλλη στο δωμάτιο όπου η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει τη Σιουάν και τη Ληάνε.

«Θέλω να σε δω να το ξανακάνεις βήμα-βήμα, Νυνάβε», είπε η Λαρίσα, πιάνοντάς την από το ένα μπράτσο.

«Νυνάβε», είπε η Ζενάρ, πιάνοντάς την από το άλλο, «πάω στοίχημα ότι θα βρούμε εκατό πράγματα που δεν σου έχουν περάσει από το νου, αν επαναλάβεις αρκετές φορές την ύφανση».

Η Σαλίτα Τορέηνς, μια Δακρυνή που φαινόταν μελαψή όσο κι οι Θαλασσινοί, ξεπρόβαλε θαρρείς ουρανοκατέβατη. «Βλέπω ότι υπάρχουν κι άλλες μπροστά μου. Που να καεί η ψυχή μου, δεν θα κάτσω κιόλας στην ουρά».

«Εγώ ήμουν πρώτη, Σαλίτα», είπε σταθερά η Ζενάρ. Και δυνάμωσε τη λαβή της.

«Εγώ ήμουν πρώτη», είπε η Λαρίσα, σφίγγοντας τη δική της.

Η Νυνάβε έριξε μια ματιά απόλυτης φρίκης στην Ηλαίην, δέχθηκε σε απάντηση τη συμπόνια της, και την είδε να ανασηκώνει τους ώμους. Αυτό εννοούσε η Ηλαίην λέγοντας ότι ήταν πολύ αργά. Από δω κι έπειτα, η Νυνάβε δεν θα είχε ούτε μιας στιγμής ησυχία.

«...θυμωμένη;» έλεγε η Ζενάρ. «Έχω έτοιμους πενήντα τρόπους για να γίνει πυρ και μανία από το θυμό».

«Εγώ ξέρω εκατό», είπε η Λαρίσα. «Το να σπάσω το φραγμό της θα γίνει το μοναδικό μου μέλημα».

Η Μάγκλα Νταρόνος χώθηκε στην καρδιά της ομάδας, ανοίγοντας δρόμο με τους πλατιούς ώμους της. Έμοιαζε σαν η δουλειά της να ήταν να κραδαίνει το σπαθί, ή το σφυρί του σιδερά. «Εσύ θα τον σπάσεις, Λαρίσα; Χα! Έχω ήδη έτοιμους αρκετούς τρόπους με το μυαλό μου για να της τον αποσπάσω».

Της Νυνάβε της ήρθε να τσιρίξει.


Η Σιουάν μετά βίας κατάφερε να μην αγκαλιάσει το σαϊντάρ και να το κρατήσει, αλλά της φάνηκε ότι θα ξανάβαζε τα κλάματα. Αυτό δεν θα ήταν σωστό. Εκτός αυτού, οι γυναίκες που είχαν μαζευτεί πλήθος γύρω της στην αίθουσα αναμονής θα το θεωρούσαν ξέσπασμα κάποιας ανόητης μαθητευόμενης. Κάθε έκφραση θαυμασμού κι αγαλλίασης, κάθε θερμό καλωσόρισμα, λες κι έλειπε χρόνια, τα ένιωθε σαν βάλσαμο, ειδικά όταν προέρχονταν από εκείνες που ήταν φίλες της πριν γίνει Άμερλιν, πριν τις απομακρύνουν από κοντά της το καθήκον κι ο χρόνος. Η Λελαίν κι η Ντελάνα την αγκάλιασαν με τρόπο που δεν την είχαν αγκαλιάσει εδώ και χρόνια. Η Μουαραίν ήταν η μόνη κοντινή της, η μόνη εκτός από τη Ληάνε την οποία είχε καταφέρει να κρατήσει φίλη όταν είχε φορέσει το επιτραχήλιο, και το καθήκον είχε συντελέσει να μείνουν κοντά.

«Είναι ωραίο που σε ξανάχουμε κοντά μας», γέλασε η Λελαίν.

«Πολύ ωραίο», μουρμούρισε με θέρμη η Ντελάνα.

Η Σιουάν γέλασε και χρειάστηκε να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάγουλά της. Μα τι στο Φως είχε πάθει; Από παιδί είχε να κλάψει τόσο ελεύθερα!

Ίσως ήταν η αγαλλίαση, από το σαϊντάρ που είχε επανακτήσει, από όλη τη θέρμη γύρω της. Μα το Φως, όλα αυτά μαζί μπορούσαν να σε καταβάλουν. Δεν είχε τολμήσει να ονειρευτεί ότι θα ’ρχόταν ποτέ αυτή η μέρα, και τώρα που είχε έρθει, δεν τις κατέκρινε για ό,τι είχε προηγηθεί, ούτε για την ψυχρότητα και την απόσταση, ούτε για την επιμονή τους να μην ξεχνά τη θέση της. Η γραμμή μεταξύ Άες Σεντάι και μη Άες Σεντάι ήταν ξεκάθαρη —είχε επιμείνει σ’ αυτό πριν τη σιγανέψουν, κι ήταν αυτονόητο ότι θα επέμενε πάλι— κι ήξερε πώς έπρεπε να αντιμετωπίζονται οι σιγανεμένες γυναίκες για το καλό τους και το καλό εκείνων που μπορούσαν ακόμα να διαβιβάσουν. Πώς έπρεπε να αντιμετωπίζονται στο παρελθόν. Ήταν παράξενο που αυτό δεν θα ξανασυνέβαινε ποτέ πια.

Με την άκρη του ματιού είδε τον Γκάρεθ Μπράυν να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά από το πλάι του δωματίου. «Με συγχωρείτε μια στιγμή», είπε, και τον ακολούθησε βιαστικά.

Βιαστικά, σήμαινε ότι κοντοστεκόταν κάθε δύο βήματα για να δεχθεί κι άλλα συγχαρητήρια, ως τη σκάλα, κι έτσι τον πρόφτασε μόνο όταν ο Γκάρεθ προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές σε ένα διάδρομο του πρώτου ορόφου. Χίμηξε μπροστά και στάθηκε μπροστά του. Τα σχεδόν ολόγκριζα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα από τον άνεμο, το τετράγωνο πρόσωπό του και το φθαρμένο ωχροκίτρινο σακάκι του είχαν γεμίσει σκόνη. Έμοιαζε στιβαρός σαν πέτρα.

Υψώνοντας ένα μάτσο χαρτιά, της είπε, «Πρέπει να τα αφήσω μέσα, Σιουάν», κι έκανε να την προσπεράσει.

Εκείνη του έφραξε το δρόμο. «Θεραπεύτηκα. Μπορώ να διαβιβάσω πάλι».

Αυτός ένευσε· απλώς ένευσε! «Κάτι άκουσα να λένε. Φαντάζομαι, δηλαδή, ότι από δω και πέρα θα καθαρίζεις τα πουκάμισά μου διαβιβάζοντας. Ίσως τώρα να γίνονται πραγματικά καθαρά. Λυπήθηκα που άφησα τη Μιν να φύγει χωρίς αντίρρηση».

Η Σιουάν έμεινε να τον κοιτάζει. Ο άνθρωπος δεν ήταν βλάκας. Γιατί, άραγε, έκανε ότι δεν καταλαβαίνει; «Είμαι πάλι Άες Σεντάι. Στ’ αλήθεια περιμένεις από μια Άες Σεντάι να σου βάζει μπουγάδα;»

Για να υπογραμμίσει τα λεγόμενά της, αγκάλιασε το σαϊντάρ —ρίγησε, τόσο πολύ της είχε λείψει αυτή η γλύκα— και, τυλίγοντάς τον με ροές Αέρα, τον σήκωσε. Προσπάθησε να τον σηκώσει. Χάσκοντας, άντλησε κι άλλο, έβαλε τα δυνατά της, ώσπου ένιωσε τη γλύκα να την τρυπά σαν χίλια αγκίστρια. Οι μπότες του δεν υψώθηκαν ούτε πόντο από το πάτωμα.

Ήταν αδύνατον. Ήταν, βέβαια, αλήθεια πως αυτή η απλή πράξη, το να σηκώσεις κάτι ψηλά, ήταν από τα πλέον δύσκολα πράγματα που μπορούσες να κάνεις με τη διαβίβαση, αλλά η Σιουάν μπορούσε να σηκώσει σχεδόν το τριπλάσιο του βάρους της.

«Πες μου, έπρεπε να εντυπωσιαστώ τώρα», είπε γαλήνια ο Γκάρεθ, «ή να φοβηθώ; Η Σέριαμ κι οι φίλες της έδωσαν το λόγο τους, η Αίθουσα έδωσε το λόγο της, και, το σημαντικότερο, έδωσες εσύ το λόγο σου, Σιουάν. Δεν θα σε άφηνα να μου φύγεις ακόμα κι αν ήσουν πάλι Άμερλιν. Σταμάτα λοιπόν αυτό που έκανες, αλλιώς, όταν ξεφύγω, θα σε βάλω στο γόνατό μου και θα σε αρχίσω στις ξυλιές γι’ αυτά τα παιδιαρίσματα. Σπανίως παιδιαρίζεις, μη νομίζεις, λοιπόν, ότι θα σου επιτρέψω να αρχίσεις τώρα».

Σχεδόν ζαλισμένη, η Σιουάν άφησε την Πηγή. Όχι λόγω της απειλής του —ήταν ικανός να το κάνει· το είχε κάνει άλλοτε· αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος— κι όχι από το σοκ που δεν μπορούσε να τον σηκώσει. Τα δάκρυα απειλούσαν να αναβλύσουν από μέσα της σαν σιντριβάνι· έλπισε ότι θα σταματούσαν αν άφηνε το σαϊντάρ. Μερικά, όμως, κύλησαν στα μάγουλά της, παρ’ όλο που ανοιγόκλεισε τα μάτια δυνατά.

Ο Γκάρεθ της είχε πιάσει το πρόσωπο με τα δύο χέρια πριν αυτή καταλάβει την κίνησή του. «Μα το Φως, γυναίκα, μη μου πεις ότι σε φόβισα. Δεν νομίζω ότι θα φοβόσουν ακόμα κι αν σε πετούσαν σε έναν λάκκο με ένα κοπάδι λεοπαρδάλεις».

«Δεν φοβήθηκα», είπε εκείνη μουδιασμένα. Ωραία· μπορούσε ακόμα να λέει ψέματα. Μέσα της τα δάκρυα μαζεύονταν.

«Πρέπει να βρούμε τρόπο να μην είμαστε συνεχώς στα μαχαίρια μεταξύ μας», είπε εκείνος ήρεμα.

«Δεν χρειάζεται να βρούμε τίποτα». Πλησίαζαν. Πλησίαζαν. Μα το Φως, δεν μπορούσε να τον αφήσει να τα δει. «Άφησέ με ήσυχη, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ, φύγε». Ως εκ θαύματος, ο Γκάρεθ δίστασε μόνο μια στιγμή κι ύστερα έκανε αυτό που του είχε ζητήσει.

Ενώ άκουγε τις μπότες του πίσω της, κατάφερε να περάσει η γωνία και να βγει στη διασταύρωση των διαδρόμων πριν σπάσει το φράγμα, κι έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας θρηνητικά. Τώρα ήξερε τι ήταν. Ο Άλρικ, ο Πρόμαχος της. Ο νεκρός Πρόμαχός της, που είχε δολοφονηθεί όταν την είχε καθαιρέσει η Ελάιντα. Η Σιουάν μπορούσε να πει ψέματα —οι Τρεις Όρκοι ούτε τώρα υπήρχαν— αλλά είχε ξαναξυπνήσει ένα μέρος του δεσμού της με τον Άλρικ, του δεσμού της σάρκας με τη σάρκα και του μυαλού με το μυαλό. Ο πόνος του θανάτου του, ο πόνος που πρώτα τον είχε κρύψει το σοκ των προθέσεων της Ελάιντα κι ύστερα τον είχε θάψει το σιγάνεμά της, τώρα ξεχείλιζε μέσα της. Ζαρωμένη στον τοίχο, κλαίγοντας με αναφιλητά, χάρηκε που δεν την έβλεπε ο Γκάρεθ. Δεν προλαβαίνω να τον ερωτευτώ, που να καεί!

Η σκέψη ήταν σαν να της είχαν ρίξει κατάμουτρα ένα κουβά κρύο νερό. Ο πόνος παρέμεινε, όμως τα δάκρυα σταμάτησαν, κι η Σιουάν σηκώθηκε όρθια με κόπο. Έρωτας; Αυτό ήταν εξίσου απίστευτο με το... το... Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι αρκετά απίστευτο. Αυτός ο άνδρας ήταν απίστευτος!

Ξαφνικά κατάλαβε ότι η Ληάνε στεκόταν δυο βήματα παραπέρα, παρακολουθώντας την. Η Σιουάν έκανε μια προσπάθεια να σκουπίσει τα δάκρυα από το πρόσωπό της και μετά τα παράτησε. Στο πρόσωπο της Ληάνε υπήρχε μονάχα συμπόνια. «Πώς τα έβγαλες πέρα με το... θάνατο του Άντζεν;» Αυτό είχε συμβεί πριν από δεκαπέντε χρόνια.

«Έκλαψα», είπε η Ληάνε. «Επί ένα μήνα κρατιόμουν τη μέρα και περνούσα τη νύχτα τρέμοντας και κλαίγοντας μαζεμένη κουβάρι στο κέντρο του κρεβατιού μου. Είχα κάνει τα σεντόνια κουρέλια. Τους τρεις μήνες που ακολούθησαν, ένιωθα τα μάτια μου να βουρκώνουν εκεί που δεν το περίμενα. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι να πάψω να πονάω. IV αυτό δεν δέσμευσα άλλον. Δεν πίστευα ότι θα άντεχα να το ξαναζήσω. Αλλά περνάει, Σιουάν». Από κάπου βρήκε ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο. «Τώρα νομίζω ότι θα μπορούσα να έχω δυο ή τρεις Προμάχους, αν όχι τέσσερις».

Η Σιουάν ένευσε. Μπορούσε να κλαίει τα βράδια. Όσο για τον άτιμο τον Γκάρεθ Μπράυν... Δεν υπήρχε «όσο για». Δεν υπήρχε! «Νομίζεις ότι είναι έτοιμες;» Κάτω είχαν λίγες στιγμές μόνο στη διάθεσή τους για να σκεφτούν. Το αγκίστρι έπρεπε να χωθεί ή γρήγορα ή καθόλου.

«Ίσως. Δεν είχα αρκετό χρόνο. Κι έπρεπε να προσέχω». Η Ληάνε κοντοστάθηκε. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το υποστείς, Σιουάν; Αυτό αλλάζει όσα σχέδια κάναμε, την τελευταία στιγμή, και... Δεν είμαι τόσο δυνατή όσο τότε, Σιουάν, ούτε κι εσύ. Οι περισσότερες γυναίκες εδώ μπορούν να διαβιβάσουν περισσότερο από μας, τώρα. Μα το Φως, νομίζω ότι το ίδιο μπορούν και μερικές Αποδεχθείσες, χωρίς να μετρήσουμε την Ηλαίην και τη Νυνάβε».

«Το ξέρω», είπε η Σιουάν. Έπρεπε να το ρισκάρουν. Το άλλο σχέδιο ήταν ένα προσωρινό μέτρο, επειδή η ίδια δεν ήταν πια Άες Σεντάι. Αλλά τώρα ήταν πάλι Άες Σεντάι κι είχε καθαιρεθεί μόνο χάρη στην προσχηματική επίκληση των νόμων του Πύργου. Αν η Σιουάν ήταν πάλι Άες Σεντάι, δεν ήταν πάλι Άμερλιν;

Ορθώνοντας το ανάστημά της, πήγε να πολεμήσει με την Αίθουσα.


Ξαπλωμένη στο κρεβάτι με την νυχτικιά της, η Ηλαίην έπνιξε το χασμουρητό της και συνέχισε να αλείφει στα χέρια την αλοιφή που της είχε δώσει η Ληάνε. Έμοιαζε να βοηθάει κάπως· τουλάχιστον τα ένιωθε κάπως πιο μαλακά. Η βραδινή αύρα έμπαινε από το παράθυρο, κάνοντας το μόνο αναμμένο κερί να τρεμοπαίζει. Αντί να βοηθά, το αεράκι έκανε το δωμάτιο πιο ζεστό.

Η Νυνάβε μπήκε παραπατώντας, έκλεισε την πόρτα με βρόντο, ρίχτηκε στο κρεβάτι, και ξάπλωσε κοιτάζοντας την Ηλαίην. «Η Μάγκλα είναι η πιο αξιοκαταφρόνητη, μισητή, ποταπή γυναίκα σ’ ολόκληρο τον κόσμο», μουρμούρισε. «Όχι, η Λαρίσα. Όχι, η Ρομάντα είναι».

«Να θεωρήσω δηλαδή ότι σε θύμωσαν αρκετά για να διαβιβάσεις». Η Νυνάβε μούγκρισε με μια απαίσια έκφραση κι η Ηλαίην συνέχισε βιαστικά, «Σε πόσες έκανες επίδειξη; Σε περίμενα εδώ και ώρα. Κοίταξα να σε βρω στο δείπνο, αλλά δεν ήσουν πουθενά».

«Έφαγα ένα ψωμάκι για δείπνο», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Ένα ψωμάκι! Έκανα επίδειξη σε όλες, ως την τελευταία Κίτρινη του Σαλιντάρ. Έλα, όμως, που δεν είναι ικανοποιημένες! Με θέλουν κάθε μία χωριστά. Όρισαν βάρδιες. Η Λαρίσα με έχει αύριο το πρωί —πριν το πρόγευμα!— κι η Ζενάρ ακριβώς μετά, κι ύστερα... Συζητούσαν πώς να με θυμώσουν σαν να μην ήμουν μπροστά τους!» Σήκωσε το κεφάλι από το κάλυμμα του κρεβατιού με μια στοιχειωμένη έκφραση. «Ηλαίην, ανταγωνίζονται ποια θα σπάσει το φραγμό μου. Είναι σαν αγοράκια που προσπαθούν να πιάσουν ένα λαδωμένο γουρούνι τη μέρα του πανηγυριού, και το γουρούνι είμαι εγώ!»

Μ’ ένα χασμουρητό, η Νυνάβε της έδωσε το βαζάκι με την κρέμα, και μετά από μια στιγμή η Νυνάβε πλησίασε κι έβαλε κι αυτή. Η Νυνάβε είχε ακόμα αγγαρεία στη λάντζα.

«Λυπάμαι που δεν έκανα αυτό που ήθελες εδώ και μέρες, Νυνάβε. Θα μπορούσαμε να υφάνουμε μεταμφίεση σαν τη Μογκέντιεν και να φύγουμε κάτω από τις μύτες όλων». Τα χέρια της Νυνάβε σταμάτησαν. «Τι τρέχει, Νυνάβε;»

«Δεν το σκέφτηκα αυτό. Δεν το σκέφτηκα αυτό!»

«Δεν το σκέφτηκες; Ήμουν σίγουρη ότι το είχες σκεφτεί. Στο κάτω-κάτω, το είχες μάθει πρώτη».

«Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι καν όσα δεν μπορούμε να πούμε στις αδελφές». Η φωνή της Νυνάβε ήταν σκληρή, παγερή. «Και τώρα είναι πολύ αργά. Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν θα μπορούσα να διαβιβάσω ακόμα κι αν μου έβαζες φωτιά στα μαλλιά, κι αν περάσει το δικό τους, θα είμαι μια ζωή ξεθεωμένη. Ο μόνος λόγος που με άφησαν να φύγω απόψε είναι επειδή δεν μπορούσα να βρω το σαϊντάρ ούτε ακόμα κι όταν η Νισάο...» Ανατρίχιασε και μετά τα χέρια της ξανάρχισαν να αλείφουν την κρέμα.

Η Ηλαίην άφησε μια αδύναμη ανάσα. Παραλίγο θα είχε κάνει την γκάφα. Ήταν κι αυτή ξεθεωμένη. Όταν παραδεχόσουν το σφάλμα σου, ο άλλος πάντα ένιωθε καλύτερα, αλλά δεν είχε αναφέρει σκοπίμως τη χρήση σαϊντάρ για μεταμφίεση. Από την πρώτη στιγμή φοβόταν μήπως η Νυνάβε έκανε αυτό ακριβώς το πράγμα. Τουλάχιστον, εδώ μπορούσαν να έχουν το νου τους στις προθέσεις των Άες Σεντάι του Σαλιντάρ, και θα μπορούσαν ίσως να μεταφέρουν τα νέα στον Ραντ μέσω της Εγκουέν, όταν εκείνη επέστρεφε πάλι στον Τελ’αράν’ριοντ. Στη χειρότερη περίπτωση, θα ασκούσαν κάποια μικρή επιρροή μέσω της Σιουάν και της Ληάνε.

Λες κι η σκέψη της τις είχε προσκαλέσει, η πόρτα άνοιξε για να περάσουν αυτές ακριβώς. Η Ληάνε κρατούσε ένα ξύλινο δίσκο με ψωμί και μια γαβάθα σούπα, ένα κόκκινο πήλινο ποτήρι και μια λευκή βερνικωμένη κανάτα. Υπήρχε ακόμα και ένα ματσάκι πράσινα φύλλα σε ένα μικρό γαλάζιο βαζάκι. «Η Σιουάν κι εγώ σκεφτήκαμε πως θα πεινάς, Νυνάβε. Άκουσα ότι οι Κίτρινες σε ζόρισαν πολύ».

Η Ηλαίην δεν ήξερε αν έπρεπε να σηκωθεί ή όχι. Ήταν μόνο η Σιουάν κι η Ληάνε, όμως ήταν ξανά Άες Σεντάι. Ή τουλάχιστον πίστευε πως ήταν. Οι δύο γυναίκες έλυσαν το πρόβλημα με το να καθίσουν· η Σιουάν κάθισε στο κάτω μέρος του κρεβατιού της Ηλαίην κι η Ληάνε στης Νυνάβε. Η Νυνάβε τις κοίταξε καχύποπτα πριν ανακαθίσει με την πλάτη στον τοίχο και πάρει το δίσκο στα γόνατά της.

«Άκουσα μια φήμη που λέει ότι μίλησες στην Αίθουσα, Σιουάν», είπε με προσοχή η Ηλαίην. «Έπρεπε να κλίνουμε το γόνυ;»

«Εννοείς αν είμαστε ξανά Άες Σεντάι, κορίτσι μου; Είμαστε. Το παζάρεψαν σαν πλανόδιοι ιχθυοπώλες τη Μέρα του Ήλιου, τουλάχιστον, όμως, αυτό μας το παραχώρησαν». Η Σιουάν κοιτάχτηκε με τη Ληάνε και τα μάγουλα της πρώτης ρόδισαν ελαφρώς. Η Ηλαίην υποψιάστηκε πως δεν θα μάθαινε ποτέ τι δεν τους είχαν παραχωρήσει.

«Η Μυρέλ είχε την καλοσύνη να με βρει και να μου το πει», είπε η Ληάνε μέσα στη σιωπή που είχε επικρατήσει για μια στιγμή. «Νομίζω πως θα διαλέξω το Πράσινο».

Η Νυνάβε πνίγηκε από την μπουκιά της, με το κουτάλι στο στόμα. «Τι εννοείς; Μπορείς να αλλάξεις Άτζα;»

«Όχι, δεν μπορείς», της είπε η Σιουάν. «Αλλά αυτό που αποφάσισε η Αίθουσα είναι ότι, παρ’ όλο που είμαστε Άες Σεντάι, για ένα διάστημα δεν ήμασταν. Κι εφόσον επιμένουν να πιστεύουν ότι όλες αυτές οι σαχλαμάρες ήταν νόμιμες, όλοι μας οι δεσμοί, οι δεσμεύσεις, οι σχέσεις κι οι τίτλοι χάθηκαν». Η φωνή της ήταν τόσο καυστική που θα έκαιγε και ξύλο. «Αύριο θα ζητήσω από τις Γαλάζιες να με δεχθούν πάλι στις τάξεις τους. Ποτέ δεν άκουσα Άτζα να απορρίπτει κάποια —από τη στιγμή που περνάς το στάδιο της Αποδεχθείσας, σε καθοδηγούν στο σωστό Άτζα, είτε το ξέρεις είτε όχι— αλλά έτσι όπως πάει η κατάσταση, δεν θα παραξενευόμουν αν μου έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα».

«Πώς έχει η κατάσταση, λοιπόν;» ρώτησε η Ηλαίην. Κάτι έτρεχε εδώ. Η Σιουάν σε φοβέριζε, σε τσιγκλούσε, σε στρίμωχνε στη γωνία· δεν σου έφερνε σούπα, δεν καθόταν στο κρεβάτι να φλυαρεί σαν να ήταν φιλενάδα σου. «Νόμιζα ότι όλα πήγαιναν όσο το δυνατόν καλύτερα υπό αυτές τις συνθήκες». Η Νυνάβε της έριξε μια ματιά που κατάφερνε να δείξει ταυτοχρόνως δυσπιστία και σκληρά μαζί. Ε, μα κι αυτή έπρεπε να καταλαβαίνει τι εννοούσε η Ηλαίην.

Η Σιουάν στριφογύρισε για να την κοιτάξει κατά πρόσωπο, όμως μίλησε και στη Νυνάβε επίσης. «Πέρασα από το σπίτι του Λογκαίν. Έξι αδελφές διατηρούν τη θωράκισή του, όπως ακριβώς και τότε που είχε συλληφθεί. Προσπάθησε να τη σπάσει όταν κατάλαβε πως ξέραμε ότι είχε Θεραπευθεί, κι είπαν πως αν τη θωράκιση την κρατούσαν μόνο πέντε, ίσως να τα είχε καταφέρει. Είναι, λοιπόν, εξίσου δυνατός όπως τότε, ή σχεδόν εξίσου, τόσο που δεν έχει διαφορά. Εγώ όχι. Ούτε κι η Σιουάν. Θέλω να ξαναδοκιμάσεις, Νυνάβε».

«Το ήξερα!» Η Νυνάβε πέταξε το κουτάλι της στο δίσκο. «Το ήξερα ότι είχες λόγο γι’ αυτό! Ε, λοιπόν, είμαι τόσο κουρασμένη που δεν μπορώ να διαβιβάσω, και δεν θα είχε σημασία αν δεν ήμουν. Δεν μπορείς να Θεραπεύσεις αυτό που έχει Θεραπευθεί. Φύγε από δω και πάρε μαζί σου αυτή την απαίσια σούπα!» Από την απαίσια σούπα δεν είχε μείνει ούτε η μισή, κι η γαβάθα ήταν μεγάλη.

«Το ξέρω ότι δεν γίνεται!» της αντιγύρισε η Σιουάν. «Και το πρωί ήξερα ότι το σιγάνεμα δεν Θεραπεύεται!»

«Μια στιγμή, Σιουάν», είπε η Ληάνε. «Νυνάβε, συνειδητοποιείς τι ρισκάρουμε ερχόμενες εδώ μαζί; Αυτό εδώ δεν είναι κανένα δωμάτιο σε σοκάκι με την τοξότρια τη φίλη σας να στέκει φρουρός· σ’ ολόκληρο το σπίτι υπάρχουν γυναίκες, με μάτια για να δουν και γλώσσα για να μιλήσουν. Αν μαθευτεί ότι η Σιουάν κι εγώ παίζαμε παιχνίδι με όλες —ακόμα και σε δέκα χρόνια από τώρα— ε, αρκεί να πούμε ότι κι οι Άες Σεντάι τιμωρούνται, και πιθανότατα θα είμαστε σε κανένα αγρόκτημα να τσαπίζουμε τα λάχανα ακόμα κι όταν τα μαλλιά μας ασπρίσουν. Ήρθαμε εξαιτίας αυτού που κάνατε για μας, για να κάνουμε μια καινούρια αρχή».

«Γιατί δεν πήγατε σε κάποια Κίτρινη;» ρώτησε η Ηλαίην. «Οι περισσότερες τώρα θα πρέπει να ξέρουν όσα κι η Νυνάβε». Η Νυνάβε έριχνε αγανακτισμένα βλέμματα με το κουτάλι στο στόμα. Απαίσια σούπα;

Η Σιουάν κι η Ληάνε κοιτάχτηκαν και στο τέλος η Σιουάν είπε απρόθυμα, «Αν πάμε σε κάποια αδελφή, τότε θα το μάθουν όλες, είτε αμέσως είτε αργότερα. Αν το κάνει η Νυνάβε, ίσως όσες μας μέτρησαν σήμερα πιστέψουν πως έκαναν λάθος. Υποτίθεται πως όλες οι αδελφές είναι ίσες, κι υπήρξαν Άμερλιν που μόλις κατάφερναν να διαβιβάσουν για να κερδίσουν το επώμιο, αλλά, αν εξαιρέσεις τις Άμερλιν και τις επικεφαλής των Άτζα, τότε, κατά το έθιμο, όταν η άλλη είναι πιο δυνατή από σένα, θεωρείται ότι πρέπει να της παραχωρήσεις τη θέση σου».

«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Ηλαίην. Η όλη κατάσταση ήταν ένα καλό μάθημα γι’ αυτήν· η ιεραρχία φαινόταν λογική, όμως, όπως φαινόταν, ήταν από τα πράγματα που δεν μάθαινες παρά μόνο όταν γινόσουν Άες Σεντάι. Από δω κι από κει είχε ακούσει αρκετές νύξεις κι υποψιαζόταν ότι σε πολλά πράγματα η πραγματική εκπαίδευση άρχιζε όταν έβαζες το επώμιο. «Αν η Νυνάβε μπορεί όντως να σε Θεραπεύσει ξανά, τότε είσαι δυνατότερη».

Η Ληάνε κούνησε το κεφάλι. «Καμία δεν έχει Θεραπευτεί ποτέ από το σιγάνεμα. Ίσως οι άλλες θεωρήσουν ότι είναι κάτι αντίστοιχο τού να είσαι αδέσποτη. Αυτό σημαίνει ότι είσαι σε κάπως κατώτερη θέση από εκείνη που θα είχες μόνο βάσει της δύναμής σου. Ίσως συνυπολογιστεί με κάποιον τρόπο το ότι πριν ήμασταν αδύναμες. Αν η Νυνάβε δεν μπορούσε να μας Θεραπεύσει τελείως την πρώτη φορά, ίσως βρεθούμε στα δύο τρίτα της θέσης που είχαμε, ή στο μισό. Ακόμα κι αυτό θα ήταν καλύτερο απ’ αυτό που έχουμε τώρα, αλλά οι περισσότερες εδώ θα ήταν εξίσου δυνατές, και πολλές θα ήταν δυνατότερες». Η Ηλαίην έμεινε να την κοιτάζει, πιο μπερδεμένη από ποτέ. Η Νυνάβε έμοιαζε σαν να είχε φάει κεραμίδα.

«Όλα μετράνε», εξήγησε η Σιουάν. «Ποια έμαθε γρηγορότερα, ποια πέρασε λιγότερο χρόνο ως μαθητευόμενη κι ως Αποδεχθείσα. Υπάρχουν λογής-λογης αποχρώσεις. Δεν μπορείς να πεις με ακρίβεια πόσο δυνατή είναι κάποια αδελφή. Δύο γυναίκες δείχνουν να έχουν την ίδια δύναμη· ίσως να είναι εξίσου δυνατές, ίσως όχι, αλλά ο μόνος τρόπος για να το μάθουμε με ακρίβεια θα ήταν μια μονομαχία, και, δόξα στο Φως, είμαστε υπεράνω αυτού. Αν η Νυνάβε δεν μας επαναφέρει στη δύναμη που είχαμε, κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε κατώτερη θέση».

Η Ληάνε συνέχισε αμέσως. «Η ιεραρχία υποτίθεται πως δεν καθορίζει τίποτα πέρα από την καθημερινή ζωή, μα δεν είναι έτσι. Η συμβουλή κάποιας με ανώτερη θέση έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τη συμβουλή κάποιας με κατώτερη. Δεν είχε σημασία όσο ήμασταν σιγανεμένες. Δεν είχαμε θέση· ό,τι λέγαμε, το έκριναν με βάση την αξία του. Τώρα, δεν θα είναι έτσι».

«Καταλαβαίνω», είπε η Ηλαίην ξεψυχισμένα. Δεν ήταν παράξενο που ο κόσμος πίστευε πως το Παιχνίδι των Οίκων είχε επινοηθεί από τις Άες Σεντάι! Μπροστά τους, το Ντάες Νταε’μάρ φαινόταν απλό.

«Χαίρομαι που βλέπω ότι η Θεραπεία προκάλεσε σε κάποια μεγαλύτερους μπελάδες απ’ όσο σε μένα», είπε η Νυνάβε με δυσαρέσκεια. Κοίταξε τον πάτο της γαβάθας, αναστέναξε και μετά τον σκούπισε με μια μπουκιά ψωμί.

Το πρόσωπο της Σιουάν συννέφιασε, κατόρθωσε όμως να μιλήσει ήρεμα. «Βλέπεις, αποκαλυπτόμαστε πλήρως. Κι όχι μόνο για να σε πείσουμε να ξαναδοκιμάσεις τη Θεραπεία. Μου ξανάδωσες... τη ζωή μου. Τόσο απλό είναι. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι δεν ήμουν νεκρή, αλλά σίγουρα ήμουν νεκρή σε σύγκριση μ’ αυτό εδώ. Άρα κάνουμε μια καινούρια αρχή, όπως λέει η Ληάνε. Να γίνουμε φίλες, αν με θες για φίλη. Αν όχι, τότε ναύτες στο ίδιο καράβι».

«Φίλες», είπε η Ηλαίην. «Μου φαίνεται πιο σωστό έτσι, φίλες». Η Ληάνε της χαμογέλασε, όμως εκείνες οι δύο παρακολουθούσαν τη Νυνάβε.

Η Νυνάβε κοίταξε τη μια κι ύστερα την άλλη. «Η Ηλαίην έκανε μια ερώτηση, άρα το σωστό είναι να κάνω κι εγώ μία. Τι έμαθαν χθες το βράδυ η Σέριαμ κι οι άλλες από τις Σοφές; Μην πεις ότι δεν ξέρεις, Σιουάν. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, ξέρεις τι σκέφτονται μια ώρα αφότου το έχουν σκεφτεί».

Η Σιουάν έσφιξε πεισματικά το στόμα· εκείνα τα βαθιά γαλανά μάτια ετοιμάστηκαν να ρίξουν ένα βλέμμα εκφοβισμού. Ξαφνικά άφησε μια μικρή τσιρίδα κι έσκυψε για να τρίψει τον αστράγαλο της.

«Πες τους», είπε η Ληάνε, τραβώντας πίσω το πόδι της για να πάρει φόρα, «ειδάλλως θα τα πω εγώ. Πες τα όλα, Σιουάν».

Αγριοκοιτάζοντας τη Ληάνε, η Σιουάν φούσκωσε τόσο, που της Ηλαίην της φάνηκε ότι θα έσκαγε, αλλά το βλέμμα της άγγιξε τα μάτια της Νυνάβε κι ηρέμησε. Τα λόγια ήρθαν σαν να τα έβγαζες με το τσιγκέλι, μα ήρθαν. «Η πρεσβεία της Ελάιντα έφτασε στην Καιρχίν. Ο Ραντ τις συνάντησε, αλλά φαίνεται ότι παίζει μαζί τους. Τουλάχιστον, θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτό κάνει. Η Σέριαμ κι οι άλλες σήκωσαν ψηλά τη μύτη επειδή, για μια φορά, κατάφεραν να μη γελοιοποιηθούν μπροστά στις Σοφές. Επίσης, στην επόμενη συνάντηση θα βρίσκεται κι η Εγκουέν». Για κάποιο λόγο, το τελευταίο το είπε με τη μεγαλύτερη απροθυμία.

Η Νυνάβε έλαμψε και κάθισε πιο ίσια. «Η Εγκουέν; Α, θαύμα! Άρα για μια φορά δεν γελοιοποιήθηκαν. Είχα μια απορία, γιατί δεν είχαν έρθει να μας πάρουν για κανένα μάθημα ακόμα». Κοίταξε καχύποπτα τη Σιουάν, αλλά ακόμα και το καχύποπτο βλέμμα έμοιαζε κεφάτο. «Καράβι, είπες; Ποιος είναι ο καπετάνιος;»

«Εγώ, άθλιο—» Η Ληάνε ξερόβηξε κι η Σιουάν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πλήρωμα ισότιμων συνεταίρων, τότε. Αλλά κάποιος θα πρέπει να οδηγεί», πρόσθεσε, μόλις η Νυνάβε έκανε να χαμογελάσει, «κι αυτός ο κάποιος θα είμαι εγώ».

«Εντάξει», είπε η Νυνάβε ύστερα από μια παύση. Ακολούθησε άλλη μια στιγμή δισταγμού, καθώς έπαιζε με το κουτάλι της, και μετά, με φωνή τόσο ανέμελη που της Ηλαίην της ήρθε να σηκώσει τα χέρια στον αέρα αγανακτισμένη, είπε, «Υπάρχει καμιά πιθανότητα να με βοηθήσεις... να μας βοηθήσεις να γλιτώσουμε από τα μαγειρεία;» Τα πρόσωπά τους δεν φαινόταν πιο ηλικιωμένα από τα πρόσωπα των Άες Σεντάι, αλλά αυτές οι δύο γυναίκες ήταν Άες Σεντάι πολύ καιρό· τα μάτια τους θυμούνταν το βλέμμα με το οποίο κοίταζαν οι Άες Σεντάι. Η Νυνάβε το δέχθηκε πιο σταθερά απ’ όσο θα πίστευε η Ηλαίην ότι θα το άντεχε στη θέση της —αν κι ανασάλεψε λιγάκι— όμως στο τέλος δεν ήταν έκπληξη το ότι μουρμούρισε, «Φαντάζομαι πως όχι».

«Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε η Σιουάν καθώς σηκωνόταν. «Η Ληάνε δεν υπερέβαλλε για το τίμημα που θα πληρώσουμε αν μας ανακαλύψουν εδώ, το αντίθετο μάλιστα. Θα ήμασταν οι πρώτες Άες Σεντάι που θα γδέρνονταν ζωντανές, κι είχα ήδη τη μόνη πρωτιά που θέλω».

Προς έκπληξη της Ηλαίην, η Ληάνε έσκυψε να την αγκαλιάσει, ψιθυρίζοντας, «Φίλες». Η Ηλαίην της ανταπέδωσε με θέρμη το αγκάλιασμα και τη λέξη.

Η Ληάνε αγκάλιασε επίσης τη Νυνάβε, μουρμουρίζοντας κάτι που η Ηλαίην δεν μπόρεσε να ακούσει, κι ύστερα έκανε το ίδιο κι η Σιουάν, με ένα «Ευχαριστώ» που ακούστηκε μασημένο κι απρόθυμο.

Τουλάχιστον, έτσι της φάνηκε, αλλά όταν βρέθηκαν μόνες, η Νυνάβε είπε, «Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, Ηλαίην. Ίσως να τα εννοούσε όλα αυτά. Ίσως πρέπει να της φέρομαι καλύτερα». Αναστέναξε, κι ο αναστεναγμός έγινε χασμουρητό, το οποίο έπνιξε λιγάκι το «Ειδικά τώρα, που ξαναείναι Άες Σεντάι». Και μ’ αυτά τα λόγια αποκοιμήθηκε με το δίσκο ακόμα στα γόνατά της.

Η Ηλαίην, κρύβοντας το δικό της χασμουρητό με το χέρι της, σηκώθηκε και μάζεψε τα πάντα, κρύβοντας το δίσκο κάτω από το κρεβάτι της Νυνάβε. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να βγάλει το φόρεμα της Νυνάβε και να την ξαπλώσει στο κρεβάτι σε πιο άνετη θέση, αλλά ακόμα κι αυτό δεν την ξύπνησε. Όσο για την ίδια, όταν έσβησε το κερί κι αγκάλιασε το μαξιλάρι της, έμεινε ξυπνητή, ατενίζοντας το σκοτάδι, βυθισμένη σε σκέψεις. Ο Ραντ προσπαθούσε να τα βάλει με τις Άες Σεντάι που είχε στείλει η Ελάιντα; Θα τον έτρωγαν ζωντανό. Σχεδόν ευχόταν να είχε δεχθεί την πρόταση της Νυνάβε όταν είχε μια πιθανότητα επιτυχίας. Ήταν σίγουρα ότι θα τον καθοδηγούσε να ξεφύγει από τις παγίδες τους —ο Θομ είχε προσθέσει πολλά σ’ όσα της είχε διδάξει η μητέρα της— κι ο Ραντ θα την άκουγε. Εκτός αυτού, μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να τον δεσμεύσει. Στο κάτω-κάτω, δεν περίμενε να βάλει το επώμιο για να δεσμεύσει τη Μπιργκίτε· γιατί έπρεπε να περιμένει για τον Ραντ;

Άλλαξε θέση και χώθηκε πιο βαθιά στο μαξιλάρι της. Έπρεπε να περιμένει. Ο Ραντ ήταν στο Κάεμλυν, όχι στο Σαλιντάρ. Για στάσου, η Σιουάν είχε πει ότι ήταν στην Καιρχίν. Πώς...; Ήταν ξεθεωμένη· η σκέψη έσβησε. Η Σιουάν. Η Σιουάν ακόμα έκρυβε κάτι· ήταν σίγουρη.

Την αγκάλιασε ο ύπνος, και μαζί του ήρθε ένα όνειρο, στο οποίο υπήρχε μια βάρκα με τη Ληάνε να κάθεται στην πλώρη φλερτάροντας έναν άνδρα, του οποίου το πρόσωπο ήταν διαφορετικό κάθε φορά που το κοίταζε η Ηλαίην. Στην πρύμνη τσακώνονταν η Σιουάν κι η Νυνάβε, που καθεμιά προσπαθούσε να στρίψει προς διαφορετική κατεύθυνση — ώσπου σηκώθηκε η Ηλαίην κι ανέλαβε τη διακυβέρνηση. Σε ώρα ανάγκης, το γεγονός ότι ο καπετάνιος κρατούσε μυστικά ήταν αρκετός λόγος για ανταρσία.

Το πρωί η Σιουάν κι η Ληάνε επέστρεψαν πριν καν η Νυνάβε ανοίξει τα μάτια της, κάτι που έφτανε και με το παραπάνω για να θυμώσει αρκετά ώστε να διαβιβάσει. Αλλά μάταια. Αυτό που είχε ήδη Θεραπευθεί δεν μπορούσε να Θεραπευθεί ξανά.


«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Σιουάν», είπε η Ντελάνα, γέρνοντας μπροστά για να χτυπήσει απαλά την άλλη γυναίκα στο μπράτσο. Ήταν μόνες στο καθιστικό και δεν είχαν αγγίξει καν τα φλιτζάνια του τσαγιού στο τραπεζάκι ανάμεσα στις καρέκλες τους.

Η Σιουάν αναστέναξε, δείχνοντας αποκαρδιωμένη, αν κι η Ντελάνα δεν ήξερε τι περίμενε η γυναίκα μετά το ξέσπασμά της μπροστά στην Αίθουσα. Από τα παράθυρα χυνόταν το φως του πρωινού, και μέσα της σκεφτόταν ότι δεν είχε φάει ακόμα πρόγευμα, αλλά επρόκειτο για τη Σιουάν. Η κατάσταση ήταν μπερδεμένη και της Ντελάνα δεν της άρεσαν τα μπερδέματα. Είχε πείσει τον εαυτό της να μην βλέπει την παλιά φίλη της στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας —κάτι διόλου δύσκολο, εφόσον δεν έμοιαζε καθόλου με τη Σιουάν Σάντσε που θυμόταν η Ντελάνα— όμως το ότι είχε ξαναδεί τη Σιουάν, μια Σιουάν νεαρή κι όμορφη, ήταν μόνο το πρώτο σοκ. Το δεύτερο ήταν ότι η Σιουάν είχε φανεί στο κατώφλι της, πριν ακόμα χαράξει, ζητώντας βοήθεια· η Σιουάν ποτέ δεν ζητούσε βοήθεια. Και μετά είχε έρθει το μεγαλύτερο σοκ, εκείνο που επανερχόταν κάθε φορά που η Ντελάνα βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τη Σιουάν από τότε που εκείνη η αλ’Μεάρα είχε κάνει το απίστευτο θαύμα της. Ήταν δυνατότερη από τη Σιουάν, πολύ δυνατότερη· η κατάσταση ήταν πάντα αντεστραμμένη· η Σιουάν πάντα έπαιρνε τα ηνία τότε που ήταν μαθητευόμενες, ακόμα και πριν γίνουν Αποδεχθείσες. Πάντως, δεν έπαυε να είναι η Σιουάν, και μάλιστα ταραγμένη, κάτι που η Ντελάνα δεν θυμόταν από άλλες φορές. Η Σιουάν μπορούσε να ταραχτεί, αλλά δεν σε άφηνε να το δεις. Την ενοχλούσε το ότι δεν μπορούσε να κάνει περισσότερα για τη γυναίκα που κάποτε έκλεβε μελόπιτες μαζί της κι αρκετές φορές είχε αναλάβει την ευθύνη για φάρσες στις οποίες ήταν αναμεμιγμένες κι οι δύο.

«Σιουάν, ένα πράγμα μπορώ να κάνω. Η Ρομάντα με μεγάλη χαρά θα έθετε υπό την εποπτεία της Αίθουσας εκείνα τα άτιμα τα τερ’ανγκριάλ των ονείρων. Δεν έχει αρκετές Καθήμενες με το μέρος της για να κερδίσει την ψηφοφορία, αλλά αν η Σέριαμ πιστεύει ότι τις διαθέτει, αν πιστεύει ότι χρησιμοποίησες την επιρροή σου στη Λελαίν και σε μένα για να τη σταματήσεις, τότε δεν θα μπορέσει να σου αρνηθεί. Ξέρω ότι η Λελαίν θα συμφωνήσει. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί άραγε θέλεις να συναντήσεις αυτές τις Αελίτισσες. Η Ρομάντα χαμογελά σαν γάτα στην τραπεζαρία, καθώς βλέπει τη Σέριαμ να τριγυρνά φουρκισμένη ύστερα από αυτές τις συναντήσεις. Με τα νευράκια που έχεις εσύ, θα πάθεις τίποτα». Τι αλλαγή. Κάποτε δεν θα της περνούσε από το νου να αναφέρει τα νεύρα της Σιουάν· τώρα το ανέφερε χωρίς να το σκεφτεί.

Ένα χαμόγελο φάνηκε στο χαμηλωμένο πρόσωπο της Σιουάν. «Κάτι τέτοιο έλπιζα να κάνεις. Θα μιλήσω στη Λελαίν. Και στην Τζάνυα· νομίζω ότι η Τζάνυα θα βοηθήσει. Πρέπει να φροντίσεις, όμως, να μην το κάνει στ’ αλήθεια πράξη η Ρομάντα. Από τα λίγα που ξέρω, η Σέριαμ έχει μάθει πάνω-κάτω πώς να συμπεριφέρεται σ’ αυτές τις Αελίτισσες. Φοβάμαι ότι η Ρομάντα θα χρειαστεί να αρχίσει από το μηδέν. Φυσικά, μπορεί αυτό να μην είναι σημαντικό για την Αίθουσα, αλλά θα προτιμούσα να μη τις συναντήσω για πρώτη φορά όταν όλες θα είναι σαν ψάρια στη στεριά».

Η Ντελάνα έκρυψε το χαμόγελο της καθώς συνόδευε τη Σιουάν στην εξώπορτα και την αγκάλιαζε. Ναι, θα ήταν σημαντικό για την Αίθουσα να καθησυχάσει τις Σοφές, αν κι η Σιουάν δεν μπορούσε να το γνωρίζει αυτό. Παρακολούθησε τη Σιουάν να προχωρά βιαστικά στο δρόμο πριν ξαναμπεί μέσα. Της φαινόταν ότι τώρα αυτή θα αναλάμβανε το ρόλο του προστάτη. Έλπισε ότι θα τα κατάφερνε όσο καλά τα είχε καταφέρει η φίλη της.

Το τσάι ήταν ακόμα ζεστό και σκέφτηκε να στείλει τη Μιέσα να φέρει λίγα μικρά κέηκ και φρούτα, αλλά όταν ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα του καθιστικού, δεν ήταν η Μιέσα αλλά η Λουσίλντε, μια από τις μαθητευόμενες που είχαν φέρει από τον Πύργο.

Η κοκαλιάρα κοπελίτσα έκανε μια νευρική γονυκλισία, αλλά η Λουσίλντε ήταν πάντα νευρική. «Ε, Ντελάνα Σεντάι; Μια γυναίκα έφτασε σήμερα το πρωί και, ε, η Ανάγια Σεντάι είπε ότι πρέπει να τη φέρω σε σένα. Ε, το όνομά της είναι Χάλιμα Σαράνοφ. Λέει, ε, ότι σε γνωρίζει».

Η Ντελάνα άνοιξε το στόμα για να πει ότι δεν είχε ακούσει ποτέ για κάποια Χάλιμα Σαράνοφ, και μια γυναίκα εμφανίστηκε στο κατώφλι. Η Ντελάνα άθελά της έμεινε να την κοιτάζει. Η γυναίκα κατάφερνε να δείχνει ταυτόχρονα λυγερή και χυμώδης, και φορούσε ένα σκούρο γκρι φόρεμα ιππασίας με εξωφρενικά χαμηλό ντεκολτέ· τα μακριά, στιλπνά μελαχρινά μαλλιά της ήταν σαν κορνίζα σε ένα πρόσωπο με καταπράσινα μάτια, το οποίο σίγουρα έκανε τους άνδρες που το κοίταζαν να χάσκουν. Φυσικά, όμως, η Ντελάνα δεν την κοίταζε γι’ αυτό το λόγο. Η γυναίκα είχε τα χέρια ίσια κάτω στα πλευρά της, αλλά οι αντίχειρες ήταν χωμένοι προς τα μπρος περνώντας ανάμεσα από το δείκτη και το μέσο. Η Ντελάνα δεν περίμενε να δει αυτή την κίνηση από γυναίκα που δεν φορούσε το επώμιο, κι η Χάλιμα Σαράνοφ δεν μπορούσε καν να διαβιβάσει. Ήταν αρκετά κοντά της ώστε η Ντελάνα να είναι σίγουρη γι’ αυτό.

«Ναι», είπε η Ντελάνα, «μου φαίνεται ότι τη θυμάμαι. Άφησέ μας, Λουσίλντε. Και, παιδί μου, προσπάθησε να μη λες συνέχεια “ε”». Η Λουσίλντε έκλινε το γόνυ τόσο απότομα και βαθιά που παραλίγο θα έπεφτε. Υπό άλλες συνθήκες, η Ντελάνα θα αναστέναζε· ποτέ της δεν τα πήγαινε καλά με τις μαθητευόμενες, αν και δεν καταλάβαινε γιατί.

Πριν καλά-καλά βγει η μαθητευόμενη από το δωμάτιο, η Χάλιμα πλησίασε λικνιστικά την καρέκλα όπου πριν ήταν η Σιουάν και κάθισε χωρίς να ζητήσει την άδεια. Πήρε ένα φλιτζάνι που δεν το είχαν αγγίξει, σταύρωσε τα πόδια κι ήπιε μια γουλίτσα, παρακολουθώντας την Ντελάνα πάνω από το χείλος του.

Η Ντελάνα της έριξε μια σκληρή ματιά. «Μα ποια νομίζεις ότι είσαι; Όσο υψηλή θέση κι αν νομίζεις ότι κατέχεις, δεν υπάρχουν ανώτερες από τις Άες Σεντάι. Και πού το έμαθες αυτό το σινιάλο;» Για πρώτη ίσως φορά στη ζωή της, η ματιά δεν έφερε αποτέλεσμα.

Η Χάλιμα της χαμογέλασε κοροϊδευτικά. «Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι τα μυστικά του... του πιο σκοτεινού Άτζα, ας πούμε, είναι τόσο καλοφυλαγμένα; Όσο για την ανώτερη θέση σου, ξέρεις πολύ καλά ότι αν ένας ζητιάνος σου έδινε τα κατάλληλα σημάδια, θα έσπευδες να υπακούσεις. Η ιστορία που θα πω είναι ότι συνταξίδευα για ένα διάστημα με κάποια Καμπριάνα Μεκάντες, μια Γαλάζια αδελφή. Δυστυχώς, η Καμπριάνα σκοτώθηκε πέφτοντας από το άλογο της κι ο Πρόμαχος της από κει κι έπειτα αρνιόταν να βγει από τις κουβέρτες του και να φάει έστω και μια μπουκιά. Πέθανε κι αυτός». Η Χάλιμα χαμογέλασε σαν να ρωτούσε αν η Ντελάνα τα παρακολουθούσε όλα αυτά. «Η Καμπριάνα κι εγώ μιλούσαμε αρκετά πριν πεθάνει, και μου είπε για το Σαλιντάρ. Μου είπε επίσης ορισμένα πράγματα που είχε μάθει σχετικά με τα σχέδια του Λευκού Πύργου για σας εδώ πέρα. Και για τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Άλλο ένα χαμόγελο, μια αστραπή λευκών δοντιών, και ήπιε πάλι από το τσάι της, παρακολουθώντας την ξανά.

Η Ντελάνα δεν ήταν γυναίκα που σήκωνε εύκολα τα χέρια. Είχε πείσει βασιλιάδες να συνάψουν ειρήνη ενώ ήθελαν πόλεμο, είχε τραβήξει βασίλισσες από το αυτί για να υπογράψουν συμφωνίες που έπρεπε να υπογραφούν. Ήταν αλήθεια το ότι θα υπάκουγε κι ένα ζητιάνο αν αυτός έκανε τα κατάλληλα σινιάλα κι έλεγε τα κατάλληλα λόγια, αλλά τα χέρια της Χάλιμα είχαν ισχυριστεί πως η γυναίκα ήταν του Μαύρου Άτζα, που προφανώς δεν ίσχυε. Ίσως πίστευε πως ήταν ο μόνος τρόπος να κάνει τη Ντελάνα να τη δεχθεί, κι ίσως ήθελε να επιδείξει τις απαγορευμένες γνώσεις της. Η Ντελάνα δεν είχε συμπαθήσει καθόλου τη Χάλιμα. «Υποθέτω, λοιπόν, ότι δουλειά μου είναι να δεχθεί η Αίθουσα τις πληροφορίες σου», είπε απότομα. «Δεν θα είναι δύσκολο, αρκεί να ξέρεις αρκετά για την Καμπριάνα ώστε να επιβεβαιώσεις την ιστορία σου. Σ’ αυτό δεν μπορώ να σε βοηθήσω· το πολύ να τη συνάντησα δυο φορές. Υποθέτω ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστεί και να σου χαλάσει το παραμύθι;»

«Εντελώς απίθανο». Και πάλι φάνηκε εκείνο το σύντομο, κοροϊδευτικό χαμόγελο. «Επίσης, θα μπορούσα να εξιστορήσω ολόκληρη τη ζωή της Καμπριάνα. Ξέρω πράγματα που είχε ξεχάσει κι η ίδια».

Η Ντελάνα απλώς ένευσε. Ήταν κρίμα να σκοτώνονται αδελφές, μα όταν έπρεπε να γίνει, έπρεπε να γίνει. «Τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Η Αίθουσα θα σε δεχθεί ως προσκεκλημένη και θα φροντίσω να σε ακούσουν».

«Δεν είχα υπ’ όψιν μου να εμφανιστώ ως προσκεκλημένη. Κάτι πιο μόνιμο, θα έλεγα. Γραμματέας σου, ή, καλύτερα, σύντροφός σου. Πρέπει να εξασφαλίσω ότι η Αίθουσά σας θα έχει προσεγμένη καθοδήγηση. Εκτός από αυτή την ιστορία για τα νέα της Καμπριάνα, πού και πού θα έχω να σου δίνω εντολές».

«Για άκουσέ με πια! Είναι—!»

Η Χάλιμα τη διέκοψε χωρίς να υψώσει τη φωνή της. «Μου είπαν να σου αναφέρω ένα όνομα. Ένα όνομα που χρησιμοποιώ μερικές φορές. Άραν’γκαρ».

Η Ντελάνα σωριάστηκε στην καρέκλα. Το όνομα ακουγόταν στα όνειρά της. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, η Ντελάνα Μοσαλαίν γεύτηκε φόβο.

Загрузка...