Το σκοτεινό εσωτερικό της σκηνής ήταν τόσο καυτό, που το Κάεμλυν, περίπου οκτακόσια τόσα μίλια πιο βόρεια, συγκριτικά είχε μια ευχάριστη δροσιά, κι όταν ο Ραντ άνοιξε το κάλυμμα, ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ο ήλιος ήταν ένα σφυρί που τον έκανε να χαρεί για το σούφα.
Ένα αντίγραφο του λάβαρου του Δράκοντα κρεμόταν πάνω από τη σκηνή με τις πράσινες ρίγες, μαζί με ένα πορφυρό λάβαρο με το πανάρχαιο σύμβολο των Άες Σεντάι. Υπήρχαν κι άλλες σκηνές που απλώνονταν σε μια πεδιάδα όλο υψωματάκια, όπου απέμεναν ελάχιστες τούφες γρασιδιού που δεν είχαν τσαλαπατηθεί από οπλές και μπότες. Άλλες σκηνές είχαν αμφίκλινή στέγη κι άλλες επίπεδη, οι περισσότερες λευκές αν και καταβρώμικες, πολλές όμως είχαν διάφορα χρώματα ή ήταν ριγέ. Υπήρχαν επίσης οι σκηνές και τα πολύχρωμα λάβαρα των αρχόντων. Ένας στρατός είχε συγκεντρωθεί εδώ στα σύνορα του Δακρύου, εκεί που τελείωναν οι Πεδιάδες του Μαρέντο, χιλιάδες στρατιώτες από το Δάκρυ και την Καιρχίν. Οι Αελίτες είχαν στήσει τα δικά τους στρατόπεδα αρκετά μακριά από τους υδρόβιους, κι υπήρχαν πέντε Αελίτες για κάθε Δακρυνό και Καιρχινό, ενώ κατέφθαναν κι άλλοι καθημερινά. Ήταν ένας στρατός που θα έκανε το Ίλιαν να ριγήσει από το φόβο, μια στρατιά τόσο ισχυρή που μπορούσε να γκρεμίσει τα πάντα στο πέρασμά της.
Η Ενάιλα κι οι άλλες της εμπροσθοφυλακής είχαν ήδη βγει έξω, με τα πέπλα υψωμένα, μαζί με περίπου μια ντουζίνα Αελίτες. Οι Αελίτες φρουρούσαν συνεχώς αυτή τη σκηνή. Ήταν ντυμένοι κι οπλισμένοι όπως οι Κόρες, ψηλοί σαν τον Ραντ ή και ψηλότεροι, θυμίζοντας λιοντάρια εκεί που οι Κόρες έμοιαζαν λεοπαρδάλεις, άνδρες σκληροπρόσωποι και ψημένοι από τον ήλιο με παγωμένα μάτια, γαλάζια ή πράσινα ή γκρίζα. Σήμερα ήταν εκεί οι Σά’μαντ Κόντε, οι Κεραυνοπόροι, με επικεφαλής τον Ρόινταν αυτοπροσώπως, που ήταν ο επικεφαλής της κοινωνίας τους στην από δω μεριά του Δρακότειχους. Οι Κόρες έφεραν την τιμή του Καρ’α’κάρν, όμως όλες οι πολεμικές κοινωνίες απαιτούσαν το μερίδιό τους στη φρουρά.
Σ’ ένα μόνο πράγμα διέφερε η ενδυμασία μερικών ανδρών από τις γυναίκες. Οι μισοί φορούσαν μια πορφυρή κορδέλα στους κροτάφους με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, τον ασπρόμαυρο δίσκο, πάνω από τα φρύδια τους. Ήταν κάτι καινούριο, που είχε εμφανιστεί μόλις πριν από λίγους μήνες. Εκείνοι που φορούσαν το κεφαλομάντιλο θεωρούσαν ότι ήταν σισβαϊ’αμάν, οι Λόγχες του Δράκοντα στην Παλιά Γλώσσα. Οι Λόγχες Που Ανήκαν στον Δράκοντα, όπως ίσως ήταν η πιο ακριβής διατύπωση. Ο Ραντ ένιωθε άβολα με τα κεφαλομάντιλα κι αυτό που σήμαιναν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά, αφού οι άνδρες αρνούνταν ακόμα και να παραδεχτούν ότι τα φορούσαν. Δεν είχε ιδέα γιατί άραγε δεν τα φορούσαν κι οι Κόρες. Ήταν κι αυτές απρόθυμες, όσο κι οι άνδρες, να μιλήσουν γι’ αυτό.
«Σε βλέπω, Ραντ αλ’Θόρ», είπε σοβαρά ο Ρόινταν. Τα μαλλιά του Ρόινταν ήταν περισσότερο γκρίζα παρά κιτρινόξανθα, αλλά ένας σιδεράς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το πρόσωπο του γεροδεμένου άνδρα για σφυρί ή αμόνι, κι οι ουλές στα μάγουλα και τη μύτη του έδειχναν ότι αυτό μπορεί να είχε συμβεί. Αλλά ακόμα και το πρόσωπό του φαινόταν μαλακό σε σύγκριση με τα παγωμένα γαλανά μάτια του. Απέφυγε να κοιτάξει το σπαθί του Ραντ. «Είθε να βρεις σκιά σήμερα». Αυτό δεν είχε σχέση με τον ήλιο που σε έψηνε ή τον ανέφελο ουρανό —ο Ρόινταν δεν φαινόταν καθόλου ιδρωμένος— αλλά ήταν απλώς ένας χαιρετισμός μεταξύ των ανθρώπων μιας χώρας που ο ήλιος πάντα έκαιγε και τα δένδρα σπάνιζαν.
Εξίσου επίσημα, ο Ραντ αποκρίθηκε, «Σε βλέπω, Ρόινταν. Είθε να βρεις σκιά σήμερα. Είναι πουθενά εδώ γύρο ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον;»
Ο Ρόινταν έκανε νόημα προς ένα μεγάλο περίπτερο με κόκκινες ρίγες στα πλαϊνά και πορφυρή οροφή, κυκλωμένο από άνδρες που κρατούσαν μακριά δόρατα γερμένα με ακρίβεια κι έστεκαν ώμο με ώμο, φορώντας τους στιλβωμένους θώρακες και τα χρυσόμαυρα σακάκια των Δακρυνών Υπερασπιστών της Πέτρας. Πάνω από το περίπτερο υψώνονταν οι Τρεις Ημισέληνοι του Δακρύου, με λευκό χρώμα σε χρυσοκόκκινο φόντο, κι ο πολυάκτινος Ανατέλλων Ήλιος της Καιρχίν, χρυσός σε γαλάζιο φόντο, δεξιά κι αριστερά από το πορφυρό λάβαρο του Ραντ· τα τρία λάβαρα τινάζονταν αδύναμα σε μια αύρα που έμοιαζε να βγαίνει από φούρνο.
«Όλοι οι υδρόβιοι είναι εκεί». Κοιτώντας τον Ραντ κατάματα, ο Ρόινταν πρόσθεσε, «Τρεις μέρες τώρα δεν ζήτησαν από τον Μπρούαν να πάει σε κείνη τη σκηνή, Ραντ αλ’Θόρ». Ο Μπρούαν ήταν αρχηγός φατρίας του Νακάι Άελ, της φατρίας του Ρόινταν· κι οι δύο ανήκαν στη σέπτα της Αλμυρής Πεδιάδας. «Ούτε τον Χαν του Τομανέλε, ούτε τον Ντηάρικ του Ρέυν, ούτε και κανέναν άλλο αρχηγό φατρίας».
«Θα τους μιλήσω», είπε ο Ραντ. «Μπορείς να πεις στον Μπρούαν και τους άλλους ότι έχω έρθει;» Ο Ρόινταν ένευσε σοβαρά.
Λοξοκοιτώντας τους άνδρες, η Ενάιλα έσκυψε κοντά στην Τζαλάνι και μίλησε με ψίθυρο που μπορούσες να τον ακούσεις από δέκα βήματα πιο πέρα. «Ξέρεις γιατί τους λένε Κεραυνοπόρους; Επειδή, ακόμα κι όταν στέκονται ακίνητοι, κοιτάζεις τον ουρανό να δεις τις αστραπές». Οι Κόρες ξεράθηκαν στα γέλια.
Ένας νεαρός Κεραυνοπόρος πήδηξε επιτόπου κι έριξε μια κλωτσιά στον αέρα που έφτασε ψηλότερα από το κεφάλι του Ραντ. Ήταν ωραίο παλικάρι, αν κι είχε μια σουφρωμένη άσπρη ουλή που χωνόταν κάτω από το μαύρο πανί που έκρυβε το μάτι που έλειπε. Κι αυτός επίσης φορούσε το κεφαλομάντιλο. «Ξέρετε γιατί οι Κόρες έχουν τη χειρομιλία;» φώναξε, όταν είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του άλματός του, κι όταν ξαναπάτησε στο χώμα, έκανε μια χαζή γκριμάτσα. Αλλά δεν είχε απευθυνθεί στις Κόρες· μιλούσε στους συντρόφους του, χωρίς να δίνει σημασία στις γυναίκες. «Επειδή ακόμα κι όταν δεν μιλάνε, δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλάνε». Οι άνδρες του Σά’μαντ Κόντε γέλασαν με την ψυχή τους, όπως είχαν κάνει κι οι Κόρες.
«Μόνο οι Κεραυνοπόροι θα θεωρούσαν τιμητικό να φρουρούν μια άδεια σκηνή», είπε η Ενάιλα στην Τζαλάνι με θλιμμένο ύφος, κουνώντας το κεφάλι. «Την άλλη φορά που θα ζητήσουν κρασί, αν οι γκαϊ’σάιν τούς φέρουν άδεια ποτήρια να δεις που αυτοί θα μεθύσουν χειρότερα απ’ όσο μεθάμε εμείς με το ουσκουάι».
Όπως φάνηκε, οι Κεραυνοπόροι είχαν κρίνει την Ενάιλα νικήτρια αυτής της αντιπαράθεσης. Ο μονόφθαλμος και μερικοί άλλοι σήκωσαν τις στρογγυλές ασπίδες τους προς το μέρος της και χτύπησαν εκεί πάνω τις λόγχες τους. Αυτή με τη σειρά της απλώς στάθηκε, ακούγοντας για μια στιγμή, και μετά ένευσε και πήρε τη θέση της ανάμεσα στις υπόλοιπες, καθώς ακολουθούσαν τον Ραντ.
Ενώ συλλογιζόταν το Αελίτικο χιούμορ, ο Ραντ περιεργάστηκε το στρατόπεδο. Ευωδιές αναδίδονταν από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουν: ψωμί που ψηνόταν στα κάρβουνα, ψητό που ροδοκοκκίνιζε σε σούβλες, σούπα που σιγόβραζε σε κατσαρόλες κρεμασμένες από τρίποδα. Οι στρατιώτες πάντα έτρωγαν καλά και συχνά, όταν μπορούσαν· στην εκστρατεία το φαγητό συνήθως ήταν λιγοστό. Οι φωτιές πρόσθεταν κι αυτές τη γλυκερή μυρωδιά τους· στις Πεδιάδες του Μαρέντο είχε περισσότερες σβουνιές βοδιών για να κάψεις παρά ξύλα.
Εδώ κι εκεί, τοξότες και βαλλιστροφόροι και λογχοφόροι πηγαινοέρχονταν φορώντας δερμάτινα γιλέκα με ραμμένους ατσάλινους δίσκους ή απλώς σακάκια με χοντρή επένδυση, όμως οι Δακρυνοί κι οι Καιρχινοί ευγενείς αντιπαθούσαν το πεζικό και προτιμούσαν το ιππικό, κι έτσι περισσότερο εμφανείς ήταν οι έφιπποι. Οι Δακρυνοί φορούσαν κράνη με στρογγυλό γείσο και ραβδώσεις, και θώρακες πάνω από σακάκια με χοντρά μανίκια που είχαν ρίγες στο χρώμα του αντίστοιχου άρχοντα. Οι Καιρχινοί φορούσαν σκούρα σακάκια, ταλαιπωρημένους θώρακες και κράνη που έμοιαζαν με καμπάνες με άνοιγμα για το πρόσωπο. Μικρά λάβαρα που λεγόταν κον, σε κοντούς ιστούς στερεωμένους στην πλάτη, έδειχναν κατώτερους Δακρυνούς ευγενείς και νεότερους γιους ευγενών, και απλούς αξιωματικούς μερικές φορές, αν και ελάχιστοι λαϊκοί Καιρχινοί ανέβαιναν στην ιεραρχία. Το ίδιο, βέβαια, συνέβαινε και με τους Δακρυνούς. Οι δύο εθνότητες δεν συγχρωτίζονταν, και παρ’ όλο που οι Δακρυνοί συχνά κάθονταν μισοσκυμμένοι στις σέλες τους και πάντα χαμογελούσαν με χλευασμό στους Καιρχινούς που τους ζύγωναν, οι Καιρχινοί, οι οποίοι ήταν πιο κοντοί, έβαζαν τα άλογά τους να στέκονται αλύγιστα, σαν να πάσχιζαν να κερδίσουν έστω κι έναν πόντο ύψος ακόμα, και δεν έδιναν την παραμικτή σημασία στους Δακρυνούς. Είχαν κάνει αρκετούς πολέμους μεταξύ τους πριν ο Ραντ τους αναγκάσει να εκστρατεύσουν μαζί.
Κακοντυμένοι, ψαρομάλληδες γέροι αλλά κι αμούστακα παλικαράκια έψαχναν γύρω από τις σκηνές με γερά ραβδιά· πού και πού, έβρισκαν κανέναν αρουραίο, τον οποίο κυνηγούσαν για να τον σκοτώσουν με ένα χτύπημα του ραβδιού τους και τον πρόσθεταν στους άλλους που είχαν κρεμασμένους από τη ζώνη τους. Ένας μυταράς με βρώμικο δερμάτινο γιλέκο χωρίς πουκάμισο, με τόξο στο χέρι και φαρέτρα στη μέση, είχε μια αρμαθιά κοράκια δεμένα μαζί από τα πόδια, που τα ακούμπησε σ’ ένα τραπέζι μπροστά σε μία σκηνή και σε αντάλλαγμα πήρε ένα πουγκί από τον βαριεστημένο Δακρυνό που καθόταν από πίσω. Ελάχιστοι άνθρωποι τόσο κάτω στον Νότο πίστευαν ότι οι Μυρντράαλ χρησιμοποιούσαν ποντίκια και κοράκια κι άλλα τέτοια ζώα για κατασκόπους —μα το Φως, αν εξαιρούσες εκείνους που τους είχαν δει, εδώ στο Νότο σχεδόν κανένας δεν πίστευε ότι υπήρχαν Μυρντράαλ και Τρόλοκ!— αλλά, αφού ο Άρχοντας Δράκοντας ήθελε το στρατόπεδό του απαλλαγμένο από αυτά τα πλάσματα, θα έσπευδαν να τον ευχαριστήσουν, ένας λόγος παραπάνω που ο Άρχοντας Δράκοντας πλήρωνε με ασήμι το κάθε κουφάρι.
Υψώθηκαν ζητωκραυγές, φυσικά· κανείς άλλος εκεί δεν θα τριγυρνούσε με συνοδεία από Κόρες της Λόγχης, κι υπήρχε επίσης το Σκήπτρο του Δράκοντα. «Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Δράκοντα!» κι «Η Χάρη να χαμογελά στον Άρχοντα Δράκοντα!» κι άλλα τέτοια ακούστηκαν βροχή απ’ όλες τις μεριές. Πολλοί έμοιαζαν ειλικρινείς, αν και δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις όταν το έλεγαν άνδρες με τις αγριοφωνάρες τους. Κάποιοι άλλοι απλώς κοίταζαν παγωμένα ή γυρνούσαν τα άλογά τους κι έφευγαν χωρίς βιασύνη. Στο κάτω-κάτω, δεν ήξερες αν του Ραντ του ερχόταν να πετάξει κεραυνούς ή να ανοίξει τη γη στα δύο· οι άνδρες που διαβίβαζαν κατέληγαν στην τρέλα, και ποιος άραγε ήξερε τι θα έκανε και πότε ένας τρελός; Όλοι πάντως, είτε επευφημούσαν είτε όχι, κοίταζαν επιφυλακτικά τις Κόρες. Ελάχιστοι είχαν συνηθίσει να βλέπουν γυναίκες που να φέρουν όπλα σαν τους άνδρες· εκτός αυτού, ήταν Αελίτισσες, κι όλος ο κόσμος ήξερε ότι οι Αελίτες ήταν εξίσου απρόβλεπτοι με τους τρελούς.
Η φασαρία δεν ήταν τόση ώστε να κρύψει από τον Ραντ τις ομιλίες ανάμεσα στις Κόρες πίσω του.
«Έχει ωραία αίσθηση του χιούμορ. Ποιος είναι;» Είχε μιλήσει η Ενάιλα.
«Το όνομά του είναι Λάιραν», αποκρίθηκε η Σομάρα. «Από το Κοσάιντα Τσαρήν. Νομίζεις ότι έχει χιούμορ, επειδή είπε ότι το αστείο σου ήταν καλύτερο από το δικό του. Πάντως, φαίνεται να έχει δυνατά χέρια». Αρκετές Κόρες χαχάνισαν.
«Εσύ δεν νομίζεις ότι ήταν αστείο αυτό που είπε η Ενάιλα, Ραντ αλ’Θόρ;» Η Σούλιν προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές στο πλάι του. «Δεν γέλασες. Ποτέ δεν γελάς. Μερικές φορές νομίζω ότι δεν έχεις αίσθηση του χιούμορ».
Ο Ραντ σταμάτησε επιτόπου και γύρισε να τις κοιτάξει, τόσο ξαφνικά που αρκετές έπιασαν τα πέπλα τους και κοίταξαν τριγύρω να δουν τι τον είχε ξαφνιάσει. Ξερόβηξε. «Ένας οξύθυμος ηλικιωμένος αγρότης ονόματι Χου είδε ένα πρωί ότι ο πιο καλός του κόκορας είχε ανέβει σε ένα ψηλό δένδρο πλάι στη λιμνούλα του αγροκτήματός του και δεν έλεγε να κατεβεί· πήγε, λοιπόν, στον γείτονά του, τον Γουίλ, για να ζητήσει βοήθεια. Αυτοί οι δύο ήταν στα μαχαίρια μεταξύ τους, όμως στο τέλος ο Γουίλ συμφώνησε κι έτσι πήγαν στη λιμνούλα και σκαρφάλωσαν στο δένδρο, πρώτος ο Χου. Ήθελαν να τρομάξουν τον κόκορα για να κατεβεί, αλλά το πουλί πετούσε ολοένα και πιο ψηλά, κλαρί-κλαρί. Τότε, εκεί που ο Χου κι ο κόκορας κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή του δένδρου, με τον Γουίλ ακριβώς από κάτω τους, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, το κλαρί που πατούσε ο Χου έσπασε, κι ο άνθρωπος έπεσε στη λίμνη, τινάζοντας παντού νερά και λάσπες. Ο Γουίλ κατέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι από την όχθη άπλωσε το χέρι στον Χου, όμως ο Χου δεν σάλεψε κι έμεινε ανάσκελα εκεί, βουλιάζοντας ολοένα και πιο βαθιά στη λάσπη, ώσπου έβλεπες μόνο τη μύτη του να ξεπροβάλλει από το νερό. Ένας άλλος αγρότης είχε δει τι γινόταν κι ήρθε τρέχοντας κι έβγαλε τον Χου από τη λιμνούλα. “Γιατί δεν πιάστηκες από το χέρι του Γουίλ;” ρώτησε τον Χου. “Παραλίγο θα πνιγόσουν”. “Και γιατί να πάρω το χέρι του;” είπε μουτρωμένος ο Χου. “Τώρα δα πέρασα από μπροστά του και δεν μου είπε ούτε καλημέρα”». Ο Ραντ έμεινε να περιμένει την αντίδρασή τους.
Οι Κόρες αντάλλαξαν ανέκφραστες ματιές. Στο τέλος η Σομάρα είπε, «Τι έγινε η λιμνούλα; Σίγουρα το σημαντικό στην ιστορία είναι το νερό».
Ο Ραντ σήκωσε τα χέρια και ξαναπήρε το δρόμο για το περίπτερο με τις κόκκινες ρίγες. Άκουσε τη Λία να λέει πίσω του, «Νομίζω ότι το είπε για ανέκδοτο».
«Πώς να γελάσουμε, αφού δεν ξέρει τι έγινε με το νερό;» είπε η Μάιρα.
«Το θέμα ήταν ο κόκορας», παρενέβη η Ενάιλα. «Το υδρόβιο χιούμορ είναι παράξενο. Νομίζω πως κάτι είχε να κάνει με τον κόκορα».
Ο Ραντ προσπάθησε να μη τις ακούει.
Οι Υπερασπιστές της Πέτρας πήραν ακόμα πιο καμαρωτή πόζα, καθώς τους πλησίαζε, κι οι δύο που στέκονταν δεξιά κι αριστερά από τα δύο φύλλα με τα χρυσά κρόσσια που ήταν η είσοδος στο κιόσκι, παραμέρισαν ήρεμα και τα άνοιξαν. Το βλέμμα τους κοίταζε αλλού από τις Αελίτισσες.
Ο Ραντ είχε ηγηθεί μια φορά των Υπερασπιστών της Πέτρας, σε έναν απεγνωσμένο αγώνα εναντίον των Μυρντράαλ και των Τρόλοκ στους διαδρόμους της ίδιας της Πέτρας του Δακρύου. Θα ακολουθούσαν όποιον είχε βγει μπροστά για να τους οδηγήσει εκείνη τη βραδιά, όμως το είχε κάνει αυτός.
«Η Πέτρα στέκει ακόμα», είπε ήσυχα. Αυτή ήταν η πολεμική ιαχή τους. Σύντομα χαμόγελα έλαμψαν σε μερικά πρόσωπα πριν ξαναπάρουν την ανέκφραστη όψη τους. Στο Δάκρυ, οι λαϊκοί δεν χαμογελούσαν με τα λεγόμενα ενός άρχοντα, αν δεν ήταν απολύτως βέβαιοι ότι ο άρχοντας ήθελε να χαμογελάσουν.
Οι περισσότερες Κόρες κάθισαν ανακούρκουδα με άνεση εκεί έξω, ακουμπώντας τις λόγχες στα γόνατα, μία στάση που μπορούσαν να διατηρήσουν επί ώρες δίχως να σαλέψουν ούτε έναν μυ, όμως η Σούλιν ακολούθησε μέσα τον Ραντ μαζί με τη Λία, την Ενάιλα και την Τζαλάνι. Αν αυτοί οι Υπερασπιστές ήταν όλοι παιδικοί φίλοι του Ραντ, οι Κόρες και πάλι θα ήταν επιφυλακτικές, αλλά οι άνδρες μέσα δεν ήταν καθόλου φίλοι του.
Πολύχρωμα χαλιά με κρόσσια σκέπαζαν το πάτωμα, όλο Δακρυνούς δαιδάλους και περίτεχνα μοτίβα, και στο κέντρο υπήρχε ένα ογκώδες τραπέζι, σκαλισμένο και επιχρυσωμένο και φανταχτερά στολισμένο με φίλντισι και ταρταρούγα, που μάλλον χρειαζόταν μια άμαξα μόνο του για να μεταφερθεί. Το γεμάτο χάρτες τραπέζι χώριζε δώδεκα Δακρυνούς με ιδρωμένα πρόσωπα από έξι Καιρχινούς, οι οποίοι υπέφεραν ακόμα περισσότερο από τη ζέστη· όλοι κρατούσαν ποτήρια, τα οποία γέμιζαν με παντς διακριτικοί υπηρέτες με χρυσόμαυρες λιβρέες. Όλοι οι ευγενείς φορούσαν μεταξωτά, όμως οι καλοξυρισμένοι Καιρχινοί, που ήταν κοντοί, λειψοί κι ασπριδεροί σε σύγκριση με τους άνδρες στην πέρα μεριά του τραπεζιού, φορούσαν σκούρα, αυστηρά σακάκια, με εξαίρεση χαρωπές οριζόντιες κορδέλες στο στήθος με τα χρώματα του οίκου τους, ενώ οι Δακρυνοί, με τα γένια λαδωμένα και ψαλιδισμένα, ώστε να καταλήγουν σε μυτερές άκρες, φορούσαν σακάκια με επένδυση σε μια φαντασμαγορία χρωμάτων, κόκκινα και κίτρινα και γαλάζια, από σατέν και μπροκάρ υφάσματα ασημοκέντητα και χρυσοκέντητα. Οι Καιρχινοί ήταν σοβαροί, βαρύθυμοι σχεδόν, οι περισσότεροι με ρουφηγμένα μάγουλα, κι είχαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ξυρισμένο και πουδραρισμένο, όπως ήταν κάποτε η μόδα όχι μόνο για τους άρχοντες αλλά και για τους στρατιώτες της Καιρχίν. Οι Δακρυνοί χαμογελούσαν και μύριζαν τα αρωματισμένα μαντιλάκια και τα αρωματικά σφαιρίδιά τους, που γέμιζαν τον χώρο με τη βαριά ευωδιά τους. Εκτός του παντς, το μόνο κοινό σημείο τους έμοιαζε να είναι τα ανέκφραστα βλέμματα που έριξαν στις Κόρες και μετά η προσποίηση ότι οι Αελίτισσες ήταν αόρατες.
Ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον, με το γενάκι λαδωμένο και τα μαλλιά να γκριζάρουν, υποκλίθηκε βαθιά. Ήταν ένας από τους τέσσερις Υψηλούς Αρχοντες εκεί, φορώντας περίτεχνες ασημοστόλιστες μπότες, ενώ οι άλλοι ήταν ο τροφαντός Σούναμον με το λιπαρό δέρμα, ο Τόλμεραν, που το μυτερό γενάκι του έμοιαζε να είναι η αιχμή στο κοκαλιάρικο σαν δόρυ κορμί του, κι ο Τορέαν με μια μύτη σαν πατάτα, ο οποίος έμοιαζε πιο πολύ με αγρότη απ’ όσο οι περισσότεροι αγρότες. Όμως ο Ραντ είχε αναθέσει τη διοίκηση στον Γουίραμον. Προς το παρόν. Οι άλλοι οκτώ ήταν κατώτεροι άρχοντες, μερικοί καλοξυρισμένοι, αν κι είχαν κι αυτοί άφθονο γκρίζο στα μαλλιά τους· βρίσκονταν εδώ, επειδή είχαν δώσει όρκο υποταγής σε κάποιον από τους τέσσερις Υψηλούς Άρχοντες, όμως όλοι είχαν εμπειρία από μάχες.
Ο Γουίραμον δεν ήταν κοντός για Δακρυνός, αν κι ο Ραντ ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του, όμως πάντα θύμιζε στον Ραντ ζωηρό πετεινό, με το στήθος φουσκωμένο και κορδωμένο βήμα. «Υποδεχθείτε τον Άρχοντα Δράκοντα», είπε με μια υπόκλιση, «που σύντομα θα είναι Κατακτητής του Ίλιαν. Υποδεχθείτε τον Άρχοντα του Πρωινού». Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν σχεδόν ακαριαία, με τους Δακρυνούς να απλώνουν τα χέρια και τους Καιρχινούς να φέρνουν το χέρι στην καρδιά.
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Άρχοντας του Πρωινού ήταν ένας τίτλος του Λουζ Θέριν, τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι αποσπασματικές ιστορικές καταγραφές που σώζονταν. Πολλές γνώσεις είχαν χαθεί στο Τσάκισμα του Κόσμου, άλλες είχαν καεί στους Πολέμους των Τρόλοκ και τον Εκατονταετή Πόλεμο, όμως μερικές φορές διασώζονταν ψήγματα που σε ξάφνιαζαν. Ξαφνιάστηκε που η χρήση του τίτλου από τον Γουίραμον δεν είχε δώσει έναυσμα στο τρελό παραλήρημα του Λουζ Θέριν. Και τώρα που το σκεφτόταν, ο Ραντ από τη στιγμή που είχε αποπάρει εκείνη τη φωνή, δεν την είχε ξανακούσει. Απ’ όσο θυμόταν, ήταν η πρώτη φορά που είχε απευθυνθεί στη φωνή με την οποία μοιραζόταν το μυαλό του. Οι πιθανότητες που σήμαινε αυτό, του έφεραν ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά.
«Άρχοντα Δράκοντα;» Ο Σούναμον έτριψε τα παχουλά χέρια του. Προσπαθούσε να μη κοιτάξει το σούφα που ήταν τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του Ραντ. «Είσαι—;» Κατάπιε τα λόγια του και φόρεσε ένα φιλοφρονητικό χαμόγελο· ίσως δεν σκόπευε να ρωτήσει έναν δυνητικά τρελό —δυνητικά στην καλύτερη περίπτωση— αν ήταν καλά. «Μήπως ο Άρχοντας Δράκοντας θα ήθελε λίγο παντς; Ένα εκλεκτό Λοντανάιλε ανακατεμένο με μελοπέπονο». Ένας λιπόσαρκος Άρχοντας της Χώρας που είχε δώσει όρκο στον Σούναμον, ονόματι Εστεβάν, με σκληρό πηγούνι κι ακόμα πιο σκληρό βλέμμα, έκανε απότομα νόημα, κι ένας υπηρέτης όρμηξε να πάρει ένα χρυσό ποτήρι από ένα τραπεζάκι στον μουσαμαδένιο τοίχο· ένας άλλος έσπευσε να το γεμίσει.
«Όχι», είπε ο Ραντ, και μετά, πιο σθεναρά, «Όχι». Έδιωξε τον υπηρέτη χωρίς να τον έχει καλοδεί. Μήπως ο Λουζ Θέριν το είχε ακούσει; Ίσως έτσι να ήταν ακόμα χειρότερα. Δεν ήθελε να σκεφτεί τώρα αυτή την πιθανότητα· δεν ήθελε να τη σκεφτεί καθόλου. «Μόλις φτάσουν εδώ ο Χηρν κι ο Σίμααν, τα πάντα σχεδόν θα είναι έτοιμα». Εκείνοι οι δύο Υψηλοί Άρχοντες θα έφταναν σε λίγο· ήταν επικεφαλής των τελευταίων μεγάλων ομάδων Δακρυνών στρατιωτών που είχαν φύγει από την Καιρχίν πριν από έναν μήνα. Φυσικά, υπήρχαν και μικρότερες ομάδες καθ’ οδόν προς τον Νότο, και ακόμα περισσότεροι Καιρχινοί. Κι ακόμα περισσότεροι Αελίτες, φυσικά· το ποταμάκι του Άριελ θα τους καθυστερούσε. «Θέλω να δω—»
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι στο περίπτερο είχαν επικρατήσει σιωπή κι ακινησία, με εξαίρεση τον Τορέαν που ξαφνικά έγειρε το κεφάλι για να κατεβάσει μονορούφι το παντς του. Σκούπισε το στόμα με το χέρι κι έτεινε το ποτήρι για να του βάλουν κι άλλο, όμως οι υπηρέτες πάσχιζαν να γίνουν ένα με τους τοίχους με τις κόκκινες ρίγες. Η Σούλιν κι οι άλλες τρεις Κόρες ξαφνικά ορθώθηκαν, έτοιμες να φορέσουν τα πέπλα τους.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
Ο Γουίραμον δίστασε. «Ο Σίμααν κι ο Χηρν... πήγαν στο Χάντον Μιρκ. Δεν θα έρθουν». Ο Τορέαν άρπαξε μια κανάτα με δουλεμένο χρυσάφι από έναν υπηρέτη και γέμισε μόνος το ποτήρι του, χύνοντας παντς στα χαλιά.
«Και γιατί πήγαν εκεί αντί να έρθουν εδώ;» Ο Ραντ δεν ύψωσε τη φωνή του. Ήταν βέβαιος για την απάντηση. Εκείνοι οι δυο —κι άλλοι πέντε Υψηλοί Αρχοντες εκτός απ’ αυτούς— είχαν σταλεί στην Καιρχίν κυρίως για να κρατήσουν απασχολημένους κάποιους οι οποίοι συνωμοτούσαν εναντίον του.
Οι Καιρχινοί άστραψαν μοχθηρά χαμόγελα, που τα μισοέκρυψαν υψώνοντας βιαστικά τα ποτήρια τους. Ο Σεμάραντριντ, ο ανώτερός τους, με πολύχρωμες κορδέλες στο σακάκι που έφταναν κάτω από τη μέση, χαμογελούσε απροκάλυπτα. Ένας μακρυμούρης με άσπρες πινελιές στους κροτάφους και μαύρα μάτια με σκληρό βλέμμα που έσπαζε πέτρα, προχωρούσε αλύγιστος εξαιτίας πληγών που έφερε από τον εμφύλιο πόλεμο της πατρίδας του, αλλά χώλαινε επειδή είχε τραυματιστεί πολεμώντας το Δάκρυ. Ο κύριος λόγος που συνεργαζόταν με τους Δακρυνούς ήταν ότι δεν ήταν Αελίτες. Από την άλλη όμως, ο κύριος λόγος που οι Δακρυνοί συνεργάζονταν μαζί τους ήταν ότι οι Καιρχινοί δεν ήταν Αελίτες.
Στον Ραντ απάντησε ένας συμπατριώτης του Σεμάραντριντ, ένα αρχοντόπουλο ονόματι Μένεριλ, που έφερε τα διακριτικά του Σεμάραντριντ στο σακάκι του, ενώ στο πρόσωπο ο εμφύλιος τού είχε αφήσει μια ουλή που χάριζε στο στόμα του ένα μόνιμο σαρδόνιο χαμόγελο. «Σε πρόδωσαν, Άρχοντα Δράκοντα. Σε πρόδωσαν κι εξεγέρθηκαν».
Ο Γουίραμον ίσως δίσταζε να ξεστομίσει αυτά τα λόγια κατάμουτρα στον Ραντ, όμως δεν θα άφηνε έναν ξένο να μιλήσει εκ μέρους του. «Ναι, εξεγέρθηκαν», έσπευσε να πει, αγριοκοιτάζοντας τον Μένεριλ, αλλά έχοντας ανακτήσει το σύνηθες πομπώδες ύφος του. «Κι όχι μόνο αυτοί, Άρχοντα Δράκοντα. Οι Υψηλοί Άρχοντες Ντάρλιν και Τεντόσιαν κι η Υψηλή Αρχόντισσα Εστάντα είναι επίσης μαζί τους. Που να καεί η ψυχή μου! Όλοι έβαλαν τα ονόματά τους σε μια επιστολή με την οποία σε αψηφούν! Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι αναμεμιγμένοι άλλοι είκοσι ή τριάντα κατώτεροι ευγενείς, μερικοί εκ των οποίων ουσιαστικά είναι αγρότες με τίτλο ευγενείας. Το Φως να τους κάψει, τους ανόητους!»
Ο Ραντ ένιωσε σχεδόν θαυμασμό για τον Ντάρλιν. Ο άνθρωπος τού είχε αντιταχθεί απροκάλυπτα από την αρχή, είχε διαφύγει όταν είχε πέσει η Πέτρα, και προσπαθούσε να οργανώσει αντίσταση μεταξύ των ευγενών των επαρχιών. Ο Τεντόσιαν κι η Εστάντα ήταν άλλη περίπτωση. Όπως ο Χηρν κι ο Σίμααν, του χάριζαν υποκλίσεις και χαμόγελα, τον αποκαλούσαν Άρχοντα Δράκοντα κι έστηναν πλεκτάνη πίσω από την πλάτη του. Τώρα του ξεπλήρωναν την ανοχή του. Δεν ήταν να απορεί που ο Τορέαν έχυνε παντς στη γενειάδα του με τις άσπρες πινελιές καθώς έπινε· είχε στενές σχέσεις με τον Τεντόσιαν, αλλά κι επίσης με τον Χηρν και τον Σίμααν.
«Όχι μόνο σε αψηφούν γραπτώς», είπε ο Τόλμεραν με παγερή φωνή. «Γράφουν ότι είσαι ένας ψεύτικος Δράκοντας, ότι η άλωση της Πέτρας και το ότι τράβηξες το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, ήταν απλώς τεχνάσματα των Άες Σεντάι». Στον τόνο του πλανιόταν μια υποψία ερώτησης· δεν ήταν στην Πέτρα του Δακρύου τη νύχτα που την είχε αλώσει ο Ραντ.
«Εσύ τι πιστεύεις, Τόλμεραν;» Ήταν ένας ισχυρισμός που θα φαινόταν θελκτικός, σε μια χώρα όπου η διαβίβαση ήταν εκτός νόμου πριν ο Ραντ τον αλλάξει, όπου απλώς ανέχονταν τις Άες Σεντάι, όπου η Πέτρα του Δακρύου έστεκε απόρθητη κοντά στα τρεις χιλιάδες χρόνια προτού την καταλάβει ο Ραντ. Κι ήταν ένας γνώριμος ισχυρισμός. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε Λευκομανδίτες στις τάξεις τους όταν κρεμούσε από τις φτέρνες αυτούς τους αντάρτες. Κατά τη γνώμη του, όμως, ο Πέντρον Νάιαλ ήταν έξυπνος και δεν θα έπεφτε σε τέτοιο σφάλμα.
«Νομίζω ότι τράβηξες το Καλαντόρ», είπε ο λιγνός άνδρας μετά από μια στιγμή. «Νομίζω ότι είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Και τις δύο φορές είχε τονίσει το «νομίζω». Ο Τόλμεραν είχε θάρρος. Ο Εστεβάν ένευσε· αργά, αλλά ένευσε. Αλλος ένας με θάρρος.
Ακόμα κι αυτοί, όμως, δεν έκαναν την προφανή ερώτηση, αν ο Ραντ ήθελε να ξετρυπώσουν τους αντάρτες Ο Ραντ δεν ξαφνιάστηκε. Κατ’ αρχάς, το Χάντον Μιρκ δεν ήταν εύκολο μέρος για να ξετρυπώσεις κάποιον· ήταν ένα πελώριο, κουβαριασμένο δάσος, δίχως χωριά, δρόμους ή, έστω, μονοπάτια Στην ανώμαλη ορεινή περιοχή του βόρειου άκρου του, θα ήσουν τυχερός αν είχες διανύσει λίγα μίλια μετά από μια κοπιαστική μέρα, κι οι στρατοί μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς μέχρι να σωθούν τα τρόφιμά τους δίχως να βρουν τον αντίπαλο. Και το σημαντικότερο ίσως, αν έκανε κανείς αυτή την ερώτηση, θα προκαλούσε υποψίες ότι ήθελε να ηγηθεί της εκστρατείας, κι ένας τέτοιος εθελοντής θα προκαλούσε υποψίες ότι ήθελε να συμμαχήσει με τον Ντάρλιν κι όχι να τον κρεμάσει από τις φτέρνες. Οι Δακρυνοί μπορεί να μην έπαιζαν το Ντάες Νταε’μάρ, το Παιχνίδι των Οίκων, με τον τρόπο που το έπαιζαν οι Καιρχινοί —εκείνοι διάβαζαν βιβλία ολόκληρα σε μια ματιά σου κι άκουγαν περισσότερα σε μια πρόταση απ’ όσα είχες την πρόθεση να εννοήσεις— αλλά δεν έπαυαν να μηχανορραφούν και να παρακολουθούν ο ένας τον άλλο, να υποψιάζονται πλεκτάνες, και να πιστεύουν πως όλοι έκαναν το ίδιο.
Πάντως τον Ραντ τον βόλευε να αφήσει τους αντάρτες εκεί που ήταν τώρα. Έπρεπε να αφιερώσει όλη του την προσοχή στο Ίλιαν· έπρεπε να φανεί εκεί πέρα. Αλλά δεν μπορούσε να φανεί μαλακός. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα στρέφονταν εναντίον του, όμως, είτε ερχόταν η Τελευταία Μάχη είτε όχι, μόνο δύο πράγματα εμπόδιζαν τους Δακρυνούς και τους Καιρχινούς να πιαστούν στα χέρια. Μπροστά στους Αελίτες, προτιμούσαν οι μεν τους δε, αν και μετά βίας, κι επίσης φοβούνταν την οργή του Αναγεννημένου Δράκοντα. Αν έχαναν αυτό τον φόβο, θα επιχειρούσαν να αλληλοσκοτωθούν πριν προλάβεις να πεις Φύλακας της Ομίχλης.
«Θέλει κανείς να τους υπερασπιστεί;» ρώτησε. «Ξέρει κανείς αν υπάρχουν ελαφρυντικά;» Αν ήξερε κανείς, τα κρατούσε μέσα του· μαζί με τους υπηρέτες, υπήρχαν εκεί περίπου είκοσι τέσσερα ζευγάρια μάτια που τον παρακολουθούσαν, περιμένοντας. Ίσως πιο προσηλωμένοι να ήταν οι υπηρέτες. Η Σούλιν κι οι Κόρες κοίταζαν τους πάντες εκτός απ’ αυτόν. «Τότε, εκπίπτουν από τους τίτλους τους, και τα κτήματα κι η γη τους κατάσχονται. Ετοιμάστε εντάλματα σύλληψης για όσους είναι γνωστά τα ονόματά τους. Άνδρες και γυναίκες». Αυτό ίσως να παρουσίαζε ένα πρόβλημα· στο Δάκρυ, η ποινή της εξέγερσης ήταν ο θάνατος. Είχε αλλάξει μερικούς νόμους, όμως όχι αυτόν, και τώρα ήταν πολύ αργά. «Να κοινοποιηθεί παντού ότι όποιος σκοτώσει έναν απ’ αυτούς, θα πάρει χάρη για το έγκλημα, κι όποιος τους βοηθήσει, θα κατηγορηθεί για προδοσία. Όποιοι παραδοθούν, θα τους χαριστεί η ζωή», κάτι που ίσως έλυνε το πρόβλημα της Εστάντα —δεν θα διέταζε την εκτέλεση μιας γυναίκας— αν έβρισκε κάποια διέξοδο, «αλλά όσοι συνεχίσουν θα κρεμαστούν».
Οι ευγενείς ανασάλεψαν ανήσυχα και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, είτε Δακρυνοί είτε Καιρχινοί. Μερικοί έγιναν κατάχλωμοι. Περίμεναν τη θανατική καταδίκη —δεν γινόταν αλλιώς, στα πρόθυρα πολέμου— αλλά η έκπτωση από τους τίτλους ήταν κάτι που ολοφάνερα τους σόκαρε. Παρά τους νόμους που είχε αλλάξει ο Ραντ και στις δύο χώρες, παρόλο που τώρα οι ευγενείς σέρνονταν στους δικαστές και κατέληγαν να κρεμαστούν, αν είχαν κάνει έγκλημα ή τους επιβαλλόταν πρόστιμο στην περίπτωση που είχαν διαπράξει επίθεση, παρ’ όλα αυτά θεωρούσαν ότι ήταν διαφορετικοί από γεννησιμιού τους, ότι υπήρχε μια φυσική τάξη στην οποία αυτοί ήταν δικαιωματικά τα λιοντάρια κι οι λαϊκοί τα πρόβατα. Ο Υψηλός Άρχοντας που ανέβαινε στο ικρίωμα πέθαινε ως Υψηλός Άρχοντας, αλλά ο Ντάρλιν κι οι υπόλοιποι θα πέθαιναν ως χωριάτες, κάτι που γι’ αυτούς ήταν χειρότερο από τον θάνατο. Οι υπηρέτες ήταν έτοιμοι με τις καράφες τους, περιμένοντας να γεμίσουν τα ποτήρια που κόντευαν να αδειάσουν. Ενώ τα χαρακτηριστικά τους ήταν ανέκφραστα, όπως πάντα, σε μερικά μάτια έμοιαζε να υπάρχει μια χαρά που δεν υπήρχε νωρίτερα.
«Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό», είπε ο Ραντ, βγάζοντας το σούφα, καθώς πλησίαζε στο τραπέζι, «ας δούμε τους χάρτες. Ο Σαμαήλ είναι σημαντικότερος από μια χούφτα βλάκες που σαπίζουν στο Χάντον Μιρκ». Ευχήθηκε να σάπιζαν. Που να τους έκαιγε το Φως!
Το στόμα του Γουίραμον σφίχτηκε κι ο Τόλμεραν γρήγορα έδιωξε το κατσούφιασμά του. Το πρόσωπο του Σούναμον ήταν τόσο γαλήνιο που το περνούσες για μάσκα. Οι άλλοι Δακρυνοί έμοιαζαν να έχουν τις αμφιβολίες τους, όπως κι οι Καιρχινοί, αν κι ο Σεμάραντριντ τις έκρυβε καλά. Μερικοί είχαν δει Μυρντράαλ και Τρόλοκ στην επίθεση στην Πέτρα, και κάποιοι είχαν δει τη μονομαχία του με τον Σαμαήλ στην Καιρχίν, αλλά θεωρούσαν πως ο ισχυρισμός του ότι οι Αποδιωγμένοι είχαν απελευθερωθεί, ήταν ένα σύμπτωμα της παραφροσύνης του. Είχε ακούσει να ψιθυρίζεται ότι ο ίδιος είχε προκαλέσει τις καταστροφές στην Καιρχίν, ότι είχε επιτεθεί αδιακρίτως σε φίλους κι εχθρούς. Κρίνοντας από την έκφραση στο τραχύ πρόσωπο της Λία, κάποιος απ’ αυτούς θα δεχόταν μια λόγχη Κόρης στα πλευρά του, αν δεν πρόσεχε πώς κοίταζε τον Ραντ.
Συγκεντρώθηκαν, όμως, γύρω από το τραπέζι καθώς ο Ραντ άφηνε κάτω το σούφα κι έψαχνε τα στρώματα των χαρτών. Ο Μπασίρε είχε δίκιο· ο τρελός που νικούσε, θα είχε ανθρώπους να τον ακολουθήσουν. Όσο νικούσε. Πάνω που έβρισκε τον χάρτη που ήθελε, ένα λεπτομερειακό σχέδιο της ανατολικής πλευράς του Ίλιαν, κατέφθασαν οι Αελίτες αρχηγοί.
Πρώτος μπήκε ο Μπρούαν του Νακάι Άελ, έχοντας ακριβώς πίσω του τον Τζέραν του Σάαραντ, τον Ντηάρικ του Ρέυν, τον Χαν του Τομανέλε, και τον Έριμ του Τσαρήν, οι οποίοι ανταπέδωσαν τα νεύματα στη Σούλιν και στις τρεις Κόρες. Ο Μπρούαν, ένας θεόρατος άνδρας με θλιμμένα γκρίζα μάτια, ήταν ουσιαστικά ο αρχηγός των πέντε φατριών που ο Ραντ είχε στείλει ως τώρα στον Νότο. Οι άλλοι δεν είχαν φέρει αντιρρήσεις· το παράδοξα νωθρό φέρσιμό του δεν έδειχνε τις πολεμικές του ικανότητες. Φορούσαν καντιν’σόρ, με τα σούφα να κρέμονται λυμένα στο σβέρκο τους, κι ήταν άοπλοι, με εξαίρεση τα βαριά μαχαίρια που είχαν περασμένα στη ζώνη, αλλά βέβαια, κανένας Αελίτης δεν ήταν πραγματικά άοπλος, ακόμα κι αν είχε μόνο τα χέρια και τα πόδια του.
Οι Καιρχινοί απλώς έκαναν ότι οι Αελίτες δεν ήταν εκεί, αλλά οι Δακρυνοί φρόντισαν να κοιτάξουν χλευαστικά και να μυρίσουν επιδεικτικά τα αρωματικά σφαιρίδια και τα αρωματισμένα μαντιλάκια τους. Το Δάκρυ είχε χάσει μόνο την Πέτρα από τους Αελίτες, και αυτό με τη βοήθεια του Αναγεννημένου Δράκοντα, όπως πίστευαν —ή με τη βοήθεια των Άες Σεντάι — αλλά η Καιρχίν είχε λεηλατηθεί δύο φορές απ’ αυτούς, δύο φορές είχε ηττηθεί και ταπεινωθεί.
Εκτός του Χαν, οι Αελίτες αγνόησαν όλους τους υπόλοιπους. Ο Χαν, ασπρομάλλης, με πρόσωπο σαν τσαλακωμένο πετσί, τους αγριοκοίταξε με φονική ματιά. Ήταν εύθικτος, ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες, και την κατάσταση χειροτέρευε το ότι κάποιοι Δακρυνοί τον έφταναν στο μπόι. Ο Χαν ήταν κοντός για Αελίτης —κάτι που σήμαινε ψηλός για τους υδρόβιους— κι ευαίσθητος γι’ αυτό όσο ήταν κι η Ενάιλα. Και, φυσικά, οι Αελίτες, περισσότερο απ’ όλους τους υδρόβιους αποστρέφονταν τους «δενδροφονιάδες», ένα όνομα που είχαν δώσει στους Καιρχινούς. Το άλλο όνομα που τους είχαν δώσει ήταν «επίορκοι».
«Οι Ιλιανοί», είπε σταθερά ο Ραντ, ισιώνοντας τον χάρτη. Έβαλε το Σκήπτρο του Δράκοντα να κρατήσει τη μια άκρη του χάρτη κι ένα χρυσοστόλιστο μελανοδοχείο με το ανάλογο δοχείο άμμου στην άλλη. Δεν ήθελε να αρχίσουν αυτοί εκεί να σκοτώνονται μεταξύ τους. Δεν φανταζόταν ότι θα έφταναν σ’ αυτό το σημείο — τουλάχιστον όσο ήταν ο ίδιος εκεί. Στα παραμύθια, οι σύμμαχοι κατέληγαν να εμπιστευτούν και να συμπαθήσουν ο ένας τον άλλο· αμφέβαλλε πολύ για το αν εδώ θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Οι Πεδιάδες του Μαρέντο με τα διαδοχικά υψωματάκια έφταναν κι έμπαιναν λιγάκι μέσα στο Ίλιαν, απ’ όπου ξεκινούσαν δασώδεις λόφοι, οι οποίοι σταματούσαν αρκετά πριν από τον ποταμό Μανεθερεντρέλε και τον Σαλ, τον παραπόταμό του που άρχιζε από κει. Πέντε σταυροί με μελάνι σε απόσταση, στον χάρτη, δέκα μιλίων μεταξύ τους, έδειχναν την ανατολική πλευρά εκείνων των λόφων. Τους λόφους Ντόιρλον.
Ο Ραντ έβαλε το δάχτυλο στο μεσαίο σταυρό. «Είσαι σίγουρος ότι ο Σαμαήλ δεν πρόσθεσε καινούρια στρατόπεδα;» Μια μικρή γκριμάτσα του Γουίραμον τον έκανε να ξεσπάσει εκνευρισμένος, «Ο Άρχοντας Μπρεντ, αν προτιμάς λοιπόν, ή το Συμβούλιο των Εννέα ή ο Μάτιν Στεπάνεος ντεν Μπάλγκαρ, αν θες τον ίδιο τον βασιλιά. Ακόμα έτσι είναι;»
«Αυτό λένε οι ανιχνευτές μας», είπε γαλήνια ο Τζέραν. Λιγνός με τη λιγνάδα λεπίδας, το ανοιχτοκάστανα μαλλιά του είχαν πλήθος ανταύγειες γκρίζου κι ήταν πάντα γαλήνιος τώρα που η τετρακοσίων χρονών βεντέτα αίματος με το Γκόσιεν Άελ είχε λήξει με τον ερχομό του Ραντ. «Το Σόβιν Νάι και το Ντουάντε Μάχντι’ιν τους παρακολουθούν στενά». Ένευσε ικανοποιημένος, το ίδιο κι ο Ντηάρικ. Ο Τζέραν ήταν Μαχαιροκράτης πριν γίνει αρχηγός, κι ο Ντηάρικ Ντουάντε Μάχντι’ιν, Αναζητητής Νερού. «Αν υπάρχουν αλλαγές, θα τις μάθουμε σε πέντε μέρες από τους αγγελιαφόρους».
«Οι ανιχνευτές μου πιστεύουν ότι έτσι είναι», είπε ο Γουίραμον, σαν να μην είχε μιλήσει ο Τζέραν. «Στέλνω καινούριο απόσπασμα κάθε βδομάδα. Κάνουν έναν μήνα για να πάνε και να έρθουν, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι είμαι καλά ενημερωμένος, ανάλογα με τις αποστάσεις».
Τα πρόσωπα των Αελιτών έμοιαζαν να είναι σκαλισμένα σε πέτρα.
Ο Ραντ αγνόησε την αντιπαράθεσή τους. Είχε ξαναδοκιμάσει να γεφυρώσει τα χάσματα μεταξύ Δακρυνών, Καιρχινών κι Αελιτών, αλλά αυτά παρέμεναν ως είχαν όταν γύριζε την πλάτη. Ήταν άδικος κόπος.
Όσο για τα στρατόπεδα... Ήξερε ότι έμεναν μόνο πέντε ακόμα· τα είχε επισκεφθεί, κατά έναν τρόπο. Υπήρχε ένα... μέρος... στο οποίο ήξερε πώς να μπαίνει, ένα παράξενο, ακατοίκητο είδωλο του πραγματικού κόσμου, κι είχε περπατήσει στα ξύλινα τείχη των μεγάλων φρουρίων που ήταν χτισμένα σε κείνους τους λόφους. Ήξερε την απάντηση σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που σκόπευε να κάνει, αλλά έπαιζε με σχέδια μέσα σε άλλα σχέδια, σαν βάρδος που έκανε ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τη φωτιά. «Κι ο Σαμαήλ συνεχίζει να φέρνει κι άλλους άνδρες;» Αυτή τη φορά, έδωσε έμφαση στο όνομα. Η έκφραση των Αελιτών δεν άλλαξε —αν ήταν ελεύθεροι οι Αποδιωγμένοι, ε τότε ήταν ελεύθεροι· έπρεπε να αντιμετωπίζεις τον κόσμο όπως ήταν, όχι όπως θα ήθελες να είναι— όμως οι άλλοι τον κοίταξαν νευρικά, ανήσυχα. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να το συνηθίσουν. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να το πιστέψουν.
«Όσους άνδρες στο Ίλιαν μπορούν να κρατήσουν δόρυ χωρίς να σκοντάψουν πάνω του, τουλάχιστον έτσι φαίνεται», είπε ο Τόλμεραν βλοσυρά. Αδημονούσε κι αυτός να πολεμήσει με τους Ιλιανούς όσο οι Δακρυνοί —τα δύο έθνη μισούσαν το ένα το άλλο από τότε που είχαν πλαστεί από τα συντρίμμια της αυτοκρατορίας του Αρτουρ του Γερακόφτερου· η ιστορία τους ήταν γεμάτη πολέμους που ξεκινούσαν από την παραμικρή πρόφαση— αλλά αντίθετα από τους άλλους Υψηλούς Αρχοντες, δεν φαινόταν να πιστεύει ότι μπορούσες να νικήσεις σε όλες τις μάχες με μια καλή επέλαση. «Όσοι ανιχνευτές επιστρέφουν, αναφέρουν ότι τα στρατόπεδα είναι μεγαλύτερα κι έχουν πιο επίφοβα αμυντικά μέτρα».
«Θα έπρεπε να ξεκινήσουμε τώρα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε με ένταση ο Γουίραμον. «Που το Φως να κάψει την ψυχή μου, μπορώ να πιάσω τους Ιλιανούς με τα παντελόνια κατεβασμένα στους αστραγάλους. Μόνοι τους καθηλώθηκαν. Δεν έχουν σχεδόν καθόλου ιππικό! Θα τους συντρίψω και θα ανοίξω δρόμο για την πόλη». Στο Ίλιαν, όπως στο Δάκρυ και στην Καιρχίν, η «πόλη» ήταν η πόλη που είχε δώσει το όνομά της στη χώρα. «Που να καούν τα μάτια μου, σε ένα μήνα το λάβαρό σου θα κυματίζει πάνω από το Ίλιαν. Σε δύο μήνες το πολύ». Κοιτώντας τους Καιρχινούς, πρόσθεσε με ύφος σαν να του ξερίζωναν τις λέξεις μία-μία. «Ο Σεμάραντριντ κι εγώ». Ο Σεμάρανιριντ υποκλίθηκε ελαφρώς. Ελαφρότατα.
«Όχι», είπε κοφτά ο Ραντ. Το σχέδιο του Γουίραμον τους έστελνε στον όλεθρο. Περισσότερα από διακόσια πενήντα μίλια χώριζαν το στρατόπεδο από τα μεγάλα φρούρια του Σαμαήλ, σε μια πεδιάδα γεμάτη γρασίδι, όπου ένα ύψωμα δεκαπέντε μέτρων θεωρείτο ψηλός λόφος, κι ένα δασάκι έκτασης δύο τομαριών ολόκληρο δάσος. Κι ο Σαμαήλ, επίσης, είχε ανιχνευτές· κάθε κοράκι και κάθε ποντίκι μπορεί να ήταν ανιχνευτής του Σαμαήλ. Διακόσια πενήντα μίλια. Δώδεκα με δεκατρείς μέρες δρόμος για τους Δακρυνούς και τους Καιρχινούς, με λίγη τύχη. Οι Αελίτες μπορούσαν να τον κάνουν σε πέντε μέρες, αν προσπαθούσαν —ένας μοναχικός ανιχνευτής ή δύο μπορούσαν να μετακινηθούν ταχύτερα από έναν στρατό, ακόμα και στους Αελίτες— αλλά αυτοί δεν συμπεριλαμβανόταν στα σχέδια του Γουίραμον. Πολύ προτύ ο Γουίραμον φτάσει τους λόφους Ντόιρλον, ο Σαμαήλ θα ήταν έτοιμος να συντρίψει τους Δακρυνούς, κι όχι το αντίθετο. Ήταν ένα ανόητο σχέδιο. Πιο ανόητο κι από το άλλο που τους είχε πει ο Ραντ. «Λάβατε τις διαταγές σας. Θα παραμείνετε εδώ μέχρι να φτάσει ο Ματ για να αναλάβει τη διοίκηση, κι ακόμα και τότε κανείς δεν θα το κουνήσει ρούπι, αν δεν βεβαιωθώ ότι έχω αρκετές δυνάμεις εδώ. Έρχονται κι άλλοι, Δακρυνοί, Καιρχινοί, Αελίτες. Θέλω να τσακίσω τον Σαμαήλ, Γουίραμον. Να τον τσακίσω τελειωτικά και να θέσω το Ίλιαν υπό το Λάβαρο του Δράκοντα». Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αληθινό. «Μακάρι να ήμουν μαζί σας, όμως πρέπει ακόμη να έχω στραμμένη την προσοχή μου στο Άντορ».
Ο Γουίραμον πήρε μια ξινή έκφραση, η γκριμάτσα του Σεμάραντριντ θα έκανε το κρασί στο παντς του ξίδι, κι ο Τόλμεραν ήταν τόσο ανέκφραστος, ώστε η αποδοκιμασία του ήταν ολοφάνερη σαν γροθιά στη μύτη. Στην περίπτωση του Σεμάραντριντ, αυτό που προκαλούσε ανησυχία ήταν η καθυστέρηση. Είχε επισημάνει πολλές φορές ότι μπορεί μεν με κάθε μέρα που περνούσε να έφταναν κι άλλοι άνδρες εδώ, αλλά το ίδιο συνέβαινε και στα φρούρια του Ίλιαν. Σίγουρα το σχέδιο του Γουίραμον ήταν αποτέλεσμα δικής του παρακίνησης, αν και θα μπορούσε να είχε καταστρώσει κάποιο καλύτερο. Οι αμφιβολίες του Τόλμεραν επικεντρώνονταν στον Ματ. Παρ’ όλα όσα είχε ακούσει από τους Καιρχινούς για τη δεξιοτεχνία του Ματ στη μάχη, ο Τόλμεραν τα θεωρούσε κολακείες ανόητων προς ένα χωριατόπαιδο που τύχαινε να είναι φίλος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Οι αντιρρήσεις ήταν έντιμες, κι ειδικά του Σεμάραντριντ ήταν βάσιμες —αν το σχέδιο που τους είχε δοθεί δεν ήταν κάτι παραπάνω από προπέτασμα καπνού. Ήταν απίθανο ο Σαμαήλ να βασιζόταν αποκλειστικά στα ποντίκια και στα κοράκια για να κατασκοπεύει. Ο Ραντ υπέθετε ότι υπήρχαν επίσης άνθρωποι στο στρατόπεδο που κατασκόπευαν και για άλλους Αποδιωγμένους, πιθανότατα και για τις Άες Σεντάι.
«Θα γίνει όπως ορίζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε βαριά ο Γουίραμον. Ο άνθρωπος ήταν γενναίος στο πεδίο της μάχης, αλλά τυφλός κι ανόητος που δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο πέρα από τη δόξα της επέλασης, το μίσος του για τους Ιλιανούς, την περιφρόνηση του για τους Καιρχινούς και τους Αελίτες «αγρίους». Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι ο Γουίραμον ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που χρειαζόταν. Ο Τόλμεραν κι ο Σεμάραντριντ δεν θα ξεκινούσαν νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε, όσο είχε τα ηνία ο Γουίραμον.
Συνέχισαν να συζητούν πολλή ώρα, ενώ ο Ραντ άκουγε κι έκανε πού και πού κάποια ερώτηση. Δεν υπήρχαν περαιτέρω αντιρρήσεις, περαιτέρω υποδείξεις για να γίνει η επίθεση τώρα, ούτε καθόλου συζήτηση για την επίθεση. Ο Ραντ ρωτούσε τον Γουίραμον και τους άλλους μόνο για άμαξες, για άμαξες και το φορτίο τους. Στις Πεδιάδες του Μαρέντο υπήρχαν ελάχιστα χωριά, κι αυτά τα λίγα απείχαν μεταξύ τους· μόνη πόλη ήταν το Φαρ Μάντινγκ στον Βορρά, κι ελάχιστη καλλιεργημένη γη που μόλις έφτανε να θρέψει τους ανθρώπους που βρίσκονταν ήδη εκεί. Ένας τεράστιος στρατός θα χρειαζόταν ένα συνεχές ποτάμι από άμαξες από το Δάκρυ που να μεταφέρει τα πάντα, από αλεύρι για ψωμί μέχρι καρφιά για τα πέταλα. Με εξαίρεση τον Τόλμεραν, οι Υψηλοί Άρχοντες είχαν τη γνώμη ότι ο στρατός μπορούσε να μεταφέρει μαζί του ό,τι χρειαζόταν για να διασχίσει την πεδιάδα, και μετά θα μπορούσε να βρει τα αναγκαία στο Ίλιαν· έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο να απολαμβάνουν τη σκέψη ότι θα ρήμαζαν τις περιοχές του πανάρχαιου εχθρού τους σαν σύννεφο από ακρίδες. Οι Καιρχινοί είχαν διαφορετική γνώμη, ειδικά ο Σεμάραντριντ κι ο Μένεριλ. Δεν είχαν λιμοκτονήσει μόνο οι λαϊκοί στον εμφύλιο πόλεμο της Καιρχίν και στην πολιορκία της πρωτεύουσας τους από το Σάιντο. Το Ίλιαν ήταν πλούσια περιοχή, ακόμα και οι λόφοι Ντόιρλον είχαν αγροκτήματα κι αμπελώνες, όμως ο Σεμάραντριντ και ο Μένεριλ δεν ήθελαν να εμπιστευτούν την κοιλιά των στρατιωτών τους σε αβέβαιες λεηλασίες αν υπήρχε άλλος τρόπος. Όσο για τον Ραντ, αυτός δεν ήθελε να πάθει το Ίλιαν χειρότερα απ’ όσο ήταν αναπόφευκτο.
Δεν πίεσε κανέναν. Ο Σούναμον τον διαβεβαίωσε ότι έφτιαχναν τις άμαξες, κι είχε μάθει εδώ και καιρό ότι δεν μπορούσες να πεις στον Ραντ κάτι και να κάνεις κάτι άλλο. Συγκέντρωναν προμήθειες απ’ όλο το Δάκρυ, παρ’ όλο που ο Γουίραμον έκανε γκριμάτσες ανυπομονησίας για την όλη ιδέα κι ο Τορέαν ίδρωνε και μουρμούριζε για το κόστος. Το σημαντικό, όμως, ήταν ότι το σχέδιο που τους είχε δώσει προχωρούσε — και αυτό το έβλεπαν όλοι.
Κατά την αναχώρησή του, έπρεπε να επαναληφθούν οι πομπώδεις χαιρετισμοί κι οι περίκομψες υποκλίσεις, ενώ ο ίδιος τύλιγε το σούφα στο κεφάλι του και ξανάπιανε το Σκήπτρο του Δράκοντα· τους άκουσε να τον προσκαλούν με μισή καρδιά να μείνει για δείπνο, άκουσε τις εξίσου ανειλικρινείς προσφορές τους να παρευρίσκονται στην επιστροφή του αφού δεν μπορούσε να μείνει για να απολαύσει την ευωχία που θα ετοίμαζαν. Τόσο οι Δακρυνοί όσο κι οι Καιρχινοί απέφευγαν κατά το δυνατόν την παρέα του Αναγεννημένου Δράκοντα, προσέχοντας μη χάσουν την εύνοιά του. Κυρίως ήθελαν να βρίσκονται αλλού όταν διαβίβαζε. Τον συνόδευσαν ως την έξοδο της σκηνής και μερικά βήματα πιο πέρα, φυσικά, αλλά καθώς έφευγε, ο αναστεναγμός του Σούναμον ακούστηκε ολοκάθαρα, κι ο Ραντ άκουσε τον Τορέαν να χασκογελά από ανακούφιση.
Οι Αελίτες αρχηγοί ακολούθησαν αμίλητοι τον Ραντ, κι οι Κόρες έξω πλησίασαν τη Σούλιν και τις άλλες τρεις, σχηματίζοντας έναν κλοιό γύρω από τους έξι άνδρες, καθώς προχωρούσαν προς τη σκηνή με τις πράσινες ρίγες. Αυτή τη φορά ακούστηκαν λίγες μόνο ζητωκραυγές κι οι αρχηγοί δεν είπαν τίποτα. Αλλωστε, και στο κιόσκι είχαν μιλήσει ελάχιστα. Όταν ο Ραντ σχολίασε το γεγονός, ο Ντηάρικ είπε, «Αυτοί οι υδρόβιοι δεν θέλουν να μας ακούσουν». Είχε στιβαρό κορμί, ήταν ένα μόνο δάχτυλο πιο κοντός από τον Ραντ, με μεγάλη μύτη κι ανοιχτόχρωμες πινελιές στα ξανθά μαλλιά του. Τα γαλανά μάτια του ήταν γεμάτα περιφρόνηση. «Ακούν μόνο τον άνεμο».
«Σου είπαν γι’ αυτούς που εξεγέρθηκαν εναντίον σου;» ρώτησε ο Έριμ. Ήταν ψηλότερος από τον Ντηάρικ, με βαρύ πηγούνι και κόκκινα μαλλιά που τα μισά ήταν πλέον λευκά.
«Μου είπαν», έκανε ο Ραντ, κι ο Χαν τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια.
«Θα είναι λάθος αν στείλεις αυτούς τους Δακρυνούς να κυνηγήσουν τους δικούς τους. Ακόμα κι αν είναι εμπιστοσύνης, δεν νομίζω ότι μπορούν να το κάνουν. Στείλε τις λόγχες. Μια φατρία φτάνει και περισσεύει».
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. «Ας περιμένουν ο Ντάρλιν κι οι αντάρτες του. Το θέμα είναι ο Σαμαήλ».
«Τότε άφησέ μας να πάμε στο Ίλιαν τώρα», είπε ο Τζέραν. «Ξέχνα αυτούς τους υδρόβιους, Ραντ αλ’Θόρ. Διακόσιες χιλιάδες λόγχες βρίσκονται ήδη συγκεντρωμένες εδώ. Μπορούμε να νικήσουμε τους Ιλιανούς προτού ο Γουίραμον Σανιάγκο κι ο Σεμάραντριντ Μάραβιν φτάσουν στα μισά του δρόμου».
Ο Ραντ σφιχτόκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Μα όλοι ήθελαν να διαφωνήσουν μαζί του; Αυτοί εδώ δεν ήταν άνθρωποι που θα υποχωρούσαν αν τους κοίταζε κατσούφικα ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν ήταν παρά μια προφητεία των υδρόβιων· ακολουθούσαν Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, τον Καρ’α’κάρν, και, όπως είχε βαρεθεί να ακούει πια, ακόμα κι ο Καρ’α’κάρν δεν ήταν βασιλιάς. «Θέλω τον λόγο σας ότι θα μείνετε εδώ μέχρι να σας πει ο Ματ να ξεκινήσετε. Θέλω να μου το υποσχεθείτε όλοι».
«Θα μείνουμε, Ραντ αλ’Θόρ». Η απατηλά πράα φωνή του Μπρούαν έκρυβε μια ένταση. Οι άλλοι συμφώνησαν. Με πιο σκληρές φωνές, αλλά συμφώνησαν.
«Μα χάνουμε χρόνο», πρόσθεσε ο Χαν, στραβώνοντας το στόμα του. «Ειδάλλως, να μη γνωρίσω ποτέ μου σκιά». Ο Τζέραν κι ο Έριμ ένευσαν.
Ο Ραντ δεν περίμενε ότι θα υποχωρούσαν τόσο γρήγορα. «Μερικές φορές, πρέπει να χάσεις χρόνο για να γλιτώσεις χρόνο», είπε, κι ο Χαν ξεφύσηξε.
Στη σκηνή με τις πράσινες ρίγες, οι Κεραυνοπόροι είχαν σηκώσει τα πλαϊνά στα κοντάρια της και το αεράκι φυσούσε στο σκιερό εσωτερικό. Παρ’ όλο που ήταν ξερό και καυτό, οι Αελίτες έδειχναν να το θεωρούν δροσιστικό. Του Ραντ του φάνηκε πως πάλι ίδρωνε εκεί μέσα όσο και πριν στον ήλιο. Έβγαλε το σούφα και βολεύτηκε στα στοιβαγμένα χαλιά, με τον Μπρούαν και τους άλλους καθισμένους αντικριστά του. Οι Κόρες έμειναν με τους Κεραυνοπόρους γύρω από τη σκηνή· πού και πού, ακουγόταν τα πειράγματά τους και τα γέλια που ακολουθούσαν. Αυτή τη φορά, ο Λάιραν έμοιαζε να τα καταφέρνει καλύτερα· οι Κόρες κροτάλισαν δύο φορές τις λόγχες στις ασπίδες τους. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα απ’ όσα έλεγαν.
Έβαλε ταμπάκ στην πίπα του με το κοντό επιστόμιο, το πάτησε, έδωσε το σακουλάκι από δέρμα γίδας στους αρχηγούς για να γεμίσουν κι αυτοί τις πίπες τους —είχε βρει ένα βαρελάκι με καλό Διποταμίτικο φύλλο στο Κάεμλυν— και μετά διαβίβασε για να ανάψει τη δική του, ενώ εκείνοι έστειλαν έναν Κεραυνοπόρο να φέρει αναμμένο κλαράκι από κάποια φωτιά. Όταν είχαν ανάψει όλοι τις πίπες τους, βολεύτηκαν κι άρχισαν να μιλούν, ρουφώντας με μακαριότητα.
Η κουβέντα κράτησε όσο κι η συζήτηση του με τους άρχοντες, όχι επειδή είχαν τόσα πολλά να πουν, αλλά επειδή ο Ραντ είχε μιλήσει μονάχος του με τους υδρόβιους. Οι Αελίτες ήταν εύθικτοι στο ζήτημα της τιμής· ολόκληρη τη ζωή τους την κυβερνούσε το τζι’ε’τόχ, η τιμή κι η υποχρέωση, με κανόνες πολύπλοκους και παράξενους όσο και το χιούμορ τους. Μίλησαν για τους Αελίτες που ήταν καθ’ οδόν από την Καιρχίν, για το πότε θα έφτανε ο Ματ, και για το τι θα έκαναν για το Σάιντο, αν έπρεπε να γίνει κάτι. Συζήτησαν για το κυνήγι, για τις γυναίκες κι αν το μπράντυ ήταν καλό όσο και το ουσκουάι, και για το χιούμορ. Ακόμα και ο υπομονετικός Μπρούαν στο τέλος σήκωσε τα χέρια για να δείξει ότι παραδίδεται κι εγκατέλειψε τις προσπάθειές του να του εξηγήσει τα Αελίτικα αστεία. Τι στο Φως ήταν αστείο στο να μαχαιρώνει μια γυναίκα τον άνδρα της κατά λάθος, όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες; Ή στο να καταλήγει ένας άνδρας παντρεμένος με την αδελφή της γυναίκας που ήθελε να παντρευτεί; Ο Χαν μούγκριζε και ξεφυσούοε κι αρνιόταν να πιστέψει ότι ο Ραντ δεν καταλάβαινε· ο ίδιος γελούσε τόσο δυνατά με το αστείο για το κατά λάθος μαχαίρωμα, που παραλίγο θα έπεφτε κάτω. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν μίλησαν ήταν ο επερχόμενος πόλεμος με το Ίλιαν.
Όταν έφυγαν, ο Ραντ στάθηκε, κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια τον ήλιο που έγερνε προς τον ορίζοντα. Ο Χαν επαναλάμβανε την ιστορία του μαχαιρώματος και, φεύγοντας, οι αρχηγοί ξαναγελούσαν πνιχτά. Ο Ραντ χτύπησε την πίπα στην παλάμη του και πάτησε τον καμένο καπνό στο χώμα. Είχε ακόμα χρόνο μέχρι να επιστρέψει στο Κάεμλυν και να συναντήσει τον Μπασίρε, αλλά ξαναμπήκε στη σκηνή και κάθισε παρακολουθώντας τον ήλιο που έδυε. Όταν άγγιξε τον ορίζοντα, έχοντας γίνει κατακόκκινος σαν αίμα, η Ενάιλα κι η Σομάρα του έφεραν ένα πιάτο με μια στοίβα κομμάτια βραστού αρνιού που έφταναν για δύο, ένα καρβέλι ψωμί και μια κανάτα με τσάι δυόσμου, την οποία είχαν βάλει σε ένα κουβά νερό για να παραμείνει δροσερή.
«Δεν τρως αρκετά», είπε η Σομάρα, προσπαθώντας να του στρώσει τα μαλλιά προτού εκείνος τραβήξει το κεφάλι του.
Η Ενάιλα τον κοίταξε. «Αν δεν απέφευγες την Αβιέντα, θα φρόντιζε να τρως καλά».
«Κερδίζει το ενδιαφέρον της και μετά τρέχει μακριά της», μουρμούρισε η Σομάρα. «Πρέπει να την προσελκύσεις ξανά. Γιατί δεν προσφέρεσαι να της λούσεις τα μαλλιά;»
«Καλύτερα να μην είναι τόσο άμεσος», είπε σθεναρά η Ενάιλα. «Είναι καλά γι’ αρχή αν της πει να της βουρτσίσει τα μαλλιά. Να μη νομίσει και η άλλη ότι είναι πολύ επίμονος».
Η Σομάρα ξεφύσηξε. «Πώς να τον θεωρήσει επίμονο, αφού όλο τρέχει να της ξεφύγει; Μερικές φορές παραείσαι σεμνός, Ραντ αλ’Θόρ».
«Έχετε συνειδητοποιήσει ότι καμία από τις δυο σας δεν είναι η μητέρα μου, ε;»
Οι δύο γυναίκες που φορούσαν το καντιν’σόρ τους κοιτάχτηκαν μπερδεμένες. «Μήπως είναι κι αυτό κάποιο αστείο των υδρόβιων;» ρώτησε η Ενάιλα, κι η Σομάρα σήκωσε τους ώμους.
«Δεν ξέρω. Δεν τον βλέπω να γελά». Χτύπησε μαλακά τον Ραντ στην πλάτη. «Είμαι σίγουρη ότι ήταν καλό αστείο, αλλά πρέπει να μας το εξηγήσεις».
Ο Ραντ έμεινε να υποφέρει βουβός, τρίζοντας τα δόντια του, ενώ εκείνες τον παρακολουθούσαν να τρώει. Κυριολεκτικά παρατηρούσαν κάθε του μπουκιά. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν έφυγαν με το πιάτο του κι ήρθε να τον βρει η Σούλιν. Είχε μερικές ωμές, άκρως αναξιοπρεπείς συμβουλές για τον τρόπο που θα μπορούσε ο Ραντ να ξανατραβήξει την προσοχή της Αβιέντα· μεταξύ των Αελιτών, ήταν κάτι που θα έκανε μια πρωταδελφή για τον πρωταδελφό της.
«Πρέπει να σε βλέπει σεμνό και μετρημένο», του είπε η ασπρομάλλα Κόρη, «όμως όχι τόσο σεμνό, ώστε να καταντάς ανιαρός. Ζήτησέ της να σου βουρτσίσει την πλάτη στη σκηνή του ατμόλουτρου, αλλά ντροπαλά, με χαμηλωμένο το βλέμμα. Όταν ξεντυθείς για να ξαπλώσεις, χαλάρωσε και χόρεψε σαν να χαίρεσαι τη ζωή σου, κι ύστερα ζήτησε συγγνώμη όταν καταλάβεις ξαφνικά ότι είναι κι αυτή εκεί και χώσου αμέσως στις κουβέρτες σου. Μπορείς να κοκκινίσεις;»
Το βουβό μαρτύριο συνεχίστηκε. Όσα ήξεραν οι Κόρες, άλλα τόσα αγνοούσαν.
Όταν επέστρεψαν στο Κάεμλυν, πολύ μετά τη δύση του ήλιου, ο Ραντ τρύπωσε στα διαμερίσματά του με τις μπότες στα χέρια, διασχίζοντας τον προθάλαμο ψηλαφητά στο σκοτάδι για να μπει στην κρεβατοκάμαρά του. Ακόμα κι αν δεν ήξερε από πριν ότι θα ήταν εκεί η Αβιέντα, ήδη ξαπλωμένη στο στρωματάκι της στο πάτωμα πλάι στον τοίχο, θα είχε αισθανθεί την παρουσία της. Στη γαλήνη της νύχτας, ακουγόταν η ανάσα της. Του φάνηκε ότι για μια φορά είχε καταφέρει να αργήσει τόσο, που η Αβιέντα είχε αποκοιμηθεί. Είχε προσπαθήσει να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό, όμως η Αβιέντα δεν του έδωσε σημασία, ενώ οι Κόρες γελούσαν με τη «σεμνότητα» και την «αιδώ» του. Είχαν συμφωνήσει ότι αυτές ήταν καλές ιδιότητες για έναν άνδρα όταν ήταν μόνος του, αρκεί να μη το παρατραβούσε.
Ο Ραντ χώθηκε στο κρεβάτι του, νιώθοντας ανακούφιση που η Αβιέντα είχε κιόλας κοιμηθεί —κι επίσης λίγη δυσφορία, επειδή δεν τολμούσε να ανάψει ένα φως για να πλυθεί— όταν εκείνη γύρισε στο στρωματάκι της. Μάλλον τόση ώρα ήταν ξύπνια.
«Καλά να κοιμηθείς και καλά να ξυπνήσεις», του είπε μόνο.
Σκέφτηκε ότι ήταν βλακεία που ένιωθε αυτή την ξαφνική ικανοποίηση, επειδή τον είχε καληνυχτίσει μια γυναίκα την οποία ήθελε να αποφύγει, κι έβαλε ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας κάτω από το κεφάλι του. Η Αβιέντα σίγουρα το θεωρούσε εξαιρετικό αστείο· τα πειράγματα ήταν σχεδόν μια μορφή τέχνης μεταξύ των Αελιτών, κι όσο πιο οδυνηρά ήταν, τόσο το καλύτερο. Τον αγκάλιασε ο ύπνος, κι η τελευταία συνειδητή του σκέψη ήταν ότι είχε κι αυτός ένα καλό αστείο να κάνει, αν και προς το παρόν το ήξεραν μόνο ο ίδιος, ο Ματ κι ο Μπασίρε. Ο Σαμαήλ δεν διέθετε καθόλου αίσθηση του χιούμορ, όμως ο στρατός που περίμενε στο Δάκρυ ήταν το μεγαλύτερο αστείο που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Με λίγη τύχη, ο Σαμαήλ θα σκοτωνόταν προτού καταλάβει ότι έπρεπε να γελάσει.