9 Σχέδια

«Έφερες αυτούς τους Φωτοδότες στο Άμαντορ;» Πολλοί θα τρόμαζαν από τον παγερό τόνο του Πέντρον Νάιαλ, όχι όμως εκείνος που στεκόταν στον χρυσό ακτινωτό ήλιο, ο οποίος στόλιζε το πάτωμα μπροστά στην απλή πολυθρόνα του Νάιαλ με την ψηλή ράχη. Είχε έναν αέρα αυτοπεποίθησης κι ικανότητας. Ο Νάιαλ συνέχισε, λέγοντας, «Ομέρνα, υπάρχει λόγος που έχω βάλει δύο χιλιάδες Τέκνα να φυλάνε τα σύνορα με το Τάραμπον. Το Τάραμπον είναι σε καραντίνα. Κανένας δεν επιτρέπεται να διασχίσει τα σύνορα. Αν μπορούσα, δεν θα άφηνα ούτε σπουργίτι να περάσει».

Ο Ομέρνα είχε την ιδανική εμφάνιση για αξιωματικό των Τέκνων του Φωτός· ψηλός και επιβλητικός, με τολμηρό, άφοβο πρόσωπο, δυνατό πηγούνι και κύματα λευκών μαλλιών στους κροτάφους. Τα μαύρα μάτια του έδειχναν ικανά να εξετάσουν εξονυχιστικά και το πιο σκληρό πεδίο μάχης, όπως όντως είχε συμβεί. Προς το παρόν, καθρέφτιζαν βαθείς συλλογισμούς. Ο κοντός χιτώνας του Ταξιάρχη, των Χρισμένων του Φωτός, του ερχόταν κουτί. «Στρατάρχη μου, θέλουν να ιδρύσουν Τοπικό Οίκο εδώ». Ακόμα κι η φωνή του, βαθιά και μελωδική, ταίριαζε στην εικόνα του. «Οι Φωτοδότες ταξιδεύουν παντού. Θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να βάλουμε πράκτορες ανάμεσά τους. Πράκτορες που θα είναι ευπρόσδεκτοι σε κάθε πόλη, σε κάθε μέγαρο ευγενούς, σε κάθε παλάτι μονάρχη». Ο Άμπντελ Ομέρνα υποτίθεται πως ήταν ένα κατώτερο μέλος του Συμβουλίου των Χρισμένων. Στην πραγματικότητα ήταν ο αρχικατάσκοπος των Τέκνων του Φωτός. Τρόπον τινά. «Για σκέψου το!»

Αυτό που σκεφτόταν ο Νάιαλ ήταν πως άπαντες στη Συντεχνία των Φωτοδοτών, ήταν Ταραμπονέζοι, είτε άνδρες είτε γυναίκες, και πως το Τάραμπον είχε μολυνθεί από το χάος και την τρέλα που δεν ήθελε να δει να ξεσπούν στην Αμαδισία. Μπορεί ο καυτηριασμός αυτής της μόλυνσης να καθυστερούσε αναγκαστικά, τουλάχιστον, όμως, μπορούσε να την απομονώσει. «Θα αντιμετωπιστούν όπως όλοι οι άλλοι που επιχειρούν να μπουν λαθραία, Ομέρνα. Θα τους έχουμε υπό φρούρηση, δεν θα τους επιτρέψουμε να μιλήσουν σε κανέναν και θα τους βγάλουμε με συνοδεία από την Αμαδισία δίχως καθυστέρηση».

«Αν θα μπορούσα να επιμείνω, Άρχοντα Στρατάρχη, η χρησιμότητά τους αξίζει τα λίγα κουτσομπολιά που ίσως διαδώσουν. Δεν ανοίγονται σε ξένους. Κι εκτός της χρησιμότητάς του για τους πράκτορές μου, η ύπαρξη τοπικού οίκου των Φωτοδοτών στην Αμαδισία θα μας προσδώσει σημαντικό κύρος. Θα είναι ο μοναδικός τοπικός οίκος. Ο άλλος στην Καιρχίν έχει εγκαταλειφθεί και σίγουρα το ίδιο έχει συμβεί με εκείνον στο Τάντσικο».

Κύρος! Ο Νάιαλ έτριψε το αριστερό μάτι του για να διώξει το άθελο τρέμουλο που το είχε πιάσει. Ήταν άσκοπο να θυμώνει με τον Ομέρνα, όμως κόπιασε για να συγκρατηθεί. Η κάψα του πρωινού έψηνε τα νεύρα του σε μια αργή φωτιά. «Πραγματικά δεν ανοίγονται σε ξένους, Ομέρνα. Ζουν με τους δικούς τους, ταξιδεύουν με τους δικούς τους και σπανίως μιλούν με άλλους. Τι έχεις κατά νου, θα βάλεις πράκτορές σου να παντρευτούν Φωτοδότες; Σπανίως παντρεύονται άτομα εκτός της συντεχνίας τους και δεν υπάρχει τρόπος να γίνεις Φωτοδότης, παρά μόνο αν έχεις γεννηθεί τέτοιος».

«Α. Μάλιστα. Είμαι βέβαιος πως θα βρεθεί κάποιος τρόπος». Τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει αυτή την έκφραση σιγουριάς κι ικανότητας.

«Θα γίνει αυτό που λέω, Ομέρνα». Ο άλλος άνοιξε απτόητος το στόμα για να ξαναμιλήσει, όμως ο Νάιαλ τον πρόλαβε εκνευρισμένος. «Αυτό που λέω, Ομέρνα! Δεν θέλω άλλες κουβέντες γι’ αυτό! Τώρα, τι πληροφορίες έχεις σήμερα; Τι χρήσιμες πληροφορίες, εννοώ; Αυτός είναι ο ρόλος σου. Όχι να προμηθεύεις τον Άιλρον με πυροτεχνήματα».

Ο Ομέρνα δίστασε, θέλοντας ολοφάνερα να παρακαλέσει άλλη μια φορά για τους αγαπημένους Φωτοδότες του, στο τέλος όμως είπε με βαρυσήμαντο ύφος, «Οι αναφορές περί Δρακορκισμένων στην Αλτάρα φαίνεται ότι δεν είναι μόνο φήμες. Ίσως, επίσης, και στο Μουράντυ. Η μόλυνση είναι μικρή, μα θα μεγαλώσει. Με μια ισχυρή επίθεση τώρα θα απαλλασσόμασταν απ’ αυτούς κι από τις Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ άπαξ δια—»

«Τώρα υπαγορεύεις και τη στρατηγική των Τέκνων; Μάζεψε πληροφορίες κι άφησε εμένα να τις χρησιμοποιήσω. Τι άλλο μου έχεις;»

Η αντίδραση του άλλου σ’ αυτή τη διακοπή ήταν μια ήρεμη υπόκλιση αποδοχής. Ο Ομέρνα ήταν πολύ καλός στο να διατηρεί την ηρεμία του· ίσως ήταν η μεγαλύτερη ικανότητά του. «Έχω καλά νέα. Ο Μάτιν Στεπάνεος είναι έτοιμος να ταχθεί με το μέρος σου. Διστάζει να το ανακοινώσει δημοσίως, αλλά οι άνθρωποι μου στο Ίλιαν αναφέρουν ότι θα το κάνει σύντομα. Ανυπομονεί να το κάνει, κατά τις αναφορές».

«Αυτό θα ήταν εκπληκτικό νέο», είπε ξερά ο Νάιαλ. Σίγουρα θα ήταν εκπληκτικό. Ανάμεσα στα λάβαρα και τις σημαίες που στόλιζαν τις κορνίζες της αίθουσας, οι Τρεις Λεοπαρδάλεις του Μάτιν Στεπάνεος, με ασημί χρώμα σε μαύρο φόντο, κρέμονταν πλάι σε ένα Ιλιανό Βασιλικό Λάβαρο, που είχε χρυσά κρόσσια κι έδειχνε εννέα χρυσοκέντητες μέλισσες σε πράσινο μετάξι. Ο Ιλιανός βασιλιάς επιτέλους είχε βγει νικητής από τις Ταραχές, τουλάχιστον σε βαθμό που είχε καταφέρει να πιέσει για μια συνθήκη, η οποία επιβεβαίωνε τα σύνορα μεταξύ της Αμαδισία και της Αλτάρα στο σημείο που ήταν αρχικά —

όμως ο Νάιαλ αμφέβαλλε ότι ο Στεπάνεος θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του ότι στο Σορμαίν είχε το πλεονέκτημα του εδάφους και των αριθμών και παρ’ όλα αυτά είχε νικηθεί κι είχε αιχμαλωτιστεί. Αν οι Ιλιανοί Σύντροφοι δεν είχαν υπερασπιστεί το πεδίο της μάχης, ούτως ώστε να μπορέσει ο υπόλοιπος στρατός να ξεφύγει από την παγίδα του Νάιαλ, σήμερα η Αλτάρα θα ήταν επαρχία των Τέκνων, πιθανότατα το ίδιο και το Μουράντυ, ακόμα και το Ίλιαν. Και το χειρότερο: ο Μάτιν Στεπάνεος είχε για συμβουλάτορά του μια μάγισσα της Ταρ Βάλον, αν κι έκρυβε τόσο το γεγονός όσο και την ίδια. Ο Νάιαλ είχε στείλει απεσταλμένους, επειδή δεν τολμούσε να αφήσει κανένα μέσο χωρίς να το δοκιμάσει, αλλά ναι, αν ο Μάτιν Στεπάνεος ερχόταν αυτοβούλως με το μέρος του, αυτό όντως θα ήταν εκπληκτικό. «Συνέχισε. Και συντόμευε. Είμαι πνιγμένος στις δουλειές σήμερα και μπορώ να διαβάσω αργότερα τις γραπτές αναφορές σου».

Παρά τις οδηγίες, η αναφορά του Ομέρνα ήταν μακροσκελής και την απέδωσε με δυνατή φωνή, γεμάτη βεβαιότητα. Ο αλ’Θόρ είχε επεκτείνει ελάχιστα τον έλεγχό του στο Άντορ πέρα από το Κάεμλυν. Προφανώς, η αστραπιαία κι αιματηρή προέλασή του είχε αναχαιτιστεί επιτέλους — ο Ομέρνα φρόντισε να επισημάνει ότι ο ίδιος το είχε προβλέψει. Ήταν μικρές οι πιθανότητες να συμμαχήσουν σύντομα οι Μεθόριες με τα Τέκνα εναντίον του ψεύτικου Δράκοντα· υπήρχαν άρχοντες στο Σίναρ, στο Άραφελ και στο Κάντορ, οι οποίοι επωφελούνταν από την ηρεμία της Μάστιγας για να εξεγερθούν, κι η Βασίλισσα της Σαλδαίας είχε απομονωθεί στην εξοχή, φοβούμενη το ίδιο πράγμα, κατά τα λεγόμενα του Ομέρνα. Οι πράκτορές του όμως ήταν επί τω έργω, κι οι Μεθορίτες μονάρχες θα κατατροπώνονταν μόλις αυτές οι ασήμαντες εξεγέρσεις καταπνίγονταν. Από την άλλη μεριά, οι μονάρχες του Μουράντυ, της Αλτάρα και της Γκεάλνταν ήταν έτοιμοι να συμμορφωθούν, αν και προς το παρόν προφασίζονταν αμφιθυμία για να κατευνάσουν τις μάγισσες της Ταρ Βάλον. Η Αλιάντρε της Γκεάλνταν ήξερε ότι ο θρόνος της έτριζε, ήξερε ότι χρειαζόταν τη βοήθεια των Τέκνων για να μην γκρεμιστεί απότομα, όπως οι προκάτοχοί της, ενώ τόσο η Τάυλιν της Αλτάρα όσο κι ο Ρέντραν του Μουράντυ ήλπιζαν ότι η ισχύς των Τέκνων θα τους βοηθούσε να γίνουν επιτέλους κάτι παραπάνω από μαριονέτες. Προφανώς, ο Ομέρνα θεωρούσε ότι ο Νάιαλ είχε ήδη αυτά τα έθνη στο τσεπάκι του.

Στο εσωτερικό της Αμαδισία, η εικόνα ήταν ακόμα καλύτερη, κατά τη γνώμη του Ομέρνα. Οι νεοσύλλεκτοι συνέρρεαν κάτω από τα λάβαρα των Τέκνων σε πρωτοφανείς αριθμούς συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Για την ακρίβεια, αυτό δεν αφορούσε στον Ομέρνα, αλλά πάντα άρτυε τις αναφορές του με ό,τι καλό νέο έβρισκε. Ο Προφήτης δεν θα αναστάτωνε τη χώρα για πολύ ακόμα· προς το παρόν, τα στίφη του τσακώνονταν για το διαγούμισμα των χωριών και των μεγάρων του Βορρά, κι ίσως να σκόρπιζαν και να επέστρεφαν στην Γκεάλνταν την επόμενη φορά που θα δέχονταν πίεση από τους στρατιώτες του Αιλρον. Ελάχιστος χώρος έμενε πια στις φυλακές, αφού οι Σκοτεινόφιλοι κι οι κατάσκοποι της Ταρ Βάλον συλλαμβάνονταν πιο γρήγορα απ’ όσο προλάβαιναν να τους κρεμάσουν. Οι έρευνες για μάγισσες της Ταρ Βάλον είχαν βρει ως τώρα μόνο δύο, αλλά πάνω από εκατό γυναίκες είχαν ανακριθεί, ένδειξη του ζήλου που έδειχναν οι περιπολίες. Επίσης συλλαμβάνονταν λιγότεροι πρόσφυγες από το Τάραμπον, απόδειξη ότι η καραντίνα γινόταν πιο αποτελεσματική· αυτούς που συλλάμβαναν, τους ξαναπετούσαν στο Τάραμπον όσο πιο γρήγορα μπορούσαν ώστε να τους πάνε στα σύνορα. Αυτό το τελευταίο το ανέφερε επί τροχάδην, κάτι διόλου παράξενο, δεδομένης της ηλίθιας εμμονής του με τους Φωτοδότες.

Ο Νάιαλ άκουγε με μισό αυτί, ίσα για να ξέρει πότε να νεύσει. Ο Ομέρνα ήταν ικανός διοικητής στο πεδίο της μάχης, όταν του έλεγε κάποιος τι να κάνει, αλλά στην τωρινή του θέση η ευπιστία κι η βλακεία του ήταν δοκιμασία για τα νεύρα. Ανέφερε πεισματικά ότι η Μοργκέις ήταν νεκρή και ότι το πτώμα της είχε ειδωθεί κι αναγνωριστεί πέραν πάσης αμφιβολίας, ως τη μέρα που ο Νάιαλ την είχε παρουσιάσει μπροστά του. Είχε χλευάσει τις «φήμες» ότι η Πέτρα του Δακρύου είχε πέσει, κι ακόμα αρνιόταν ότι το ισχυρότερο φρούριο του κόσμου είχε καταληφθεί από κάποια εξωτερική δύναμη· επέμενε πως είχε προηγηθεί προδοσία, κάποιος Υψηλός Άρχοντας που είχε προδώσει την Πέτρα στον αλ’Θόρ και στην Ταρ Βάλον. Ισχυριζόταν ότι ο όλεθρος στο Φάλμε κι οι ταραχές στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν ήταν έργο των στρατευμάτων του Άρτουρ του Γερακόφτερου που είχαν επιστρέψει από τον ωκεανό Άρυθ. Ήταν πεπεισμένος ότι η Σιουάν Σάντσε δεν είχε καθαιρεθεί, ότι ο αλ’Θόρ ήταν παράφρων και πέθαινε, ότι η Ταρ Βάλον είχε δολοφονήσει τον Βασιλιά Γκάλντριαν σκοπίμως για να δώσει έναυσμα στον εμφύλιο της Καιρχίν, κι ότι αυτά τα τρία «γεγονότα» κατά κάποιον τρόπο σχετίζονταν με αυτές τις γελοίες φήμες, πάντα από κάποια πηγή που κατά βολικό τρόπο ήταν μακριά, φήμες για ανθρώπους που έπιαναν φωτιά ή για εφιάλτες που εμφανίζονταν από το πουθενά και μακέλευαν ολόκληρα χωριά. Δεν ήξερε πώς ακριβώς γινόταν αυτό, αλλά δούλευε σε μια βαρυσήμαντη θεωρία που υποσχόταν ότι θα την παρουσίαζε από μέρα σε μέρα, μια θεωρία που υποτίθεται πως θα εξηγούσε όλα τα σχέδια των μαγισσών και θα έφερνε την Ταρ Βάλον στα χέρια του Νάιαλ.

Αυτός ήταν ο Ομέρνα· ή μηχανευόταν περίπλοκες εξηγήσεις γι’ αυτά που είχαν συμβεί ή κατάπινε αμάσητα τα κουτσομπολιά του δρόμου. Περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του ακούγοντας αυτά τα κουτσομπολιά, τόσο σε μέγαρα όσο και στους δρόμους. Όχι μόνο είχε θεαθεί να πίνει σε καπηλειά παρέα με Κυνηγούς του Κέρατος, αλλά, επίσης, ήταν κοινό μυστικό ότι είχε δώσει αμύθητα ποσά για τρία υποτιθέμενα Κέρατα του Βαλίρ. Κάθε φορά που έβρισκε ένα, το έπαιρνε στην ύπαιθρο και περνούσε μέρες φυσώντας το, ώσπου αναγκαζόταν ακόμα κι αυτός να παραδεχτεί ότι δεν επρόκειτο να βγουν νεκροί ήρωες καβάλα στα άλογά τους από τον τάφο. Ακόμα και τότε, οι αποτυχίες δεν τον εμπόδιζαν να ξανακάνει αγορές σε σκοτεινά σοκάκια ή στα πίσω δωμάτια των καπηλειών. Η εξήγηση ήταν απλή: εκεί που ο αρχικατάσκοπος έπρεπε να αμφιβάλλει και για το ίδιο του το πρόσωπο στον καθρέφτη, ο Ομέρνα πίστευε τα πάντα.

Κάποια στιγμή τελείωσε, κι ο Νάιαλ είπε, «Θα δώσω στις αναφορές σου τη δέουσα προσοχή, Ομέρνα. Καλά τα πήγες». Ο άνθρωπος φούσκωσε από υπερηφάνεια κι έσιαξε τον κοντό χιτώνα του. «Άφησε με τώρα. Φεύγοντας, πες στον Μπάλγουερ να έρθει. Έχω να του υπαγορεύσω κάποιες επιστολές».

«Φυσικά, Άρχοντα Στρατάρχη μου. Α». Ενώ υποκλινόταν, ο Ομέρνα έσμιξε τα φρύδια κι έψαξε στην τσέπη του σακακιού του, βγάζοντας έναν μικροσκοπικό κοκάλινο κύλινδρο, τον οποίο έδωσε στον Νάιαλ. «Αυτό έφτασε στον περιστερώνα σήμερα το πρωί». Τρεις ψιλές κόκκινες ρίγες διέτρεχαν τον κύλινδρο κατά μήκος, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να παραδοθεί στον Νάιαλ με το βουλοκέρι άθικτο. Κι ο άλλος παραλίγο θα το ξεχνούσε.

Ο Ομέρνα περίμενε, σίγουρα με την ελπίδα να πάρει μια ιδέα για το περιεχόμενο του κυλίνδρου, όμως ο Νάιαλ του έδειξε την πόρτα. «Μην ξεχάσεις τον Μπάλγουερ. Αν ο Μάτιν Στεπάνεος έρθει με το μέρος μου, πρέπει να του γράψω και να προσθέσω μερικά επιχειρήματα για να πάρει τη σωστή απόφαση». Ο Ομέρνα δεν είχε άλλη επιλογή από το να επαναλάβει την υπόκλιση και να φύγει.

Ακόμα κι όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τον άλλο, ο Νάιαλ απλώς στάθηκε αγγίζοντας τον κύλινδρο με το δάχτυλο. Αυτά τα διακεκριμένα, ειδικά μηνύματα σπανίως περιείχαν καλά νέα. Σηκώθηκε αργά —τώρα τελευταία ένιωθε τα χρόνια να βαραίνουν τα κόκαλά του— κι έβαλε παντς σε ένα απλό ασημένιο ποτήρι, αλλά μετά το άφησε στο τραπέζι κι άνοιξε ένα δερμάτινο ντοσιέ με λινή εσωτερική επένδυση και στολισμένο με σπειροειδή σχέδια. Περιείχε ένα φύλλο από βαρύ χαρτί, τσαλακωμένο και λιγάκι σχισμένο, στο οποίο ένας ζωγράφος του δρόμου είχε σχεδιάσει με χρωματιστές κιμωλίες δύο άνδρες να μάχονται στα σύννεφα, ο ένας με πρόσωπο από φωτιά, ο άλλος με σκούρα κόκκινα μαλλιά. Ο αλ’Θόρ.

Όλα τα σχέδιά του για να δυσκολέψει τον ψεύτικο Δράκοντα ήταν μάταια, όπως και οι ελπίδες του να επιβραδύνει τις κατακτήσεις του, να του αλλάξει πορεία. Μήπως είχε αργήσει πολύ, μήπως είχε αφήσει τον αλ’Θόρ να γίνει υπερβολικά ισχυρός; Αν ναι, τότε υπήρχε μόνο ένας τρόπος να τον αντιμετωπίσει: το μαχαίρι στην πλάτη, το βέλος από τη στέγη. Πόσον καιρό ακόμα θα τολμούσε να περιμένει; Τολμούσε να το ρισκάρει χωρίς να περιμένει; Η υπερβολική βιασύνη μπορεί να κατέληγε σε καταστροφή, όπως ακριβώς κι η υπερβολική καθυστέρηση.

«Ο Άρχοντάς μου με ζήτησε;»

Ο Νάιαλ κοίταξε τον άνδρα που είχε μπει τόσο αθόρυβα. Από την όψη του, φαινόταν αδύνατον ότι ο Μπάλγουερ θα μπορούσε να κινηθεί χωρίς ένα ξερό θρόισμα να αναγγείλει την παρουσία του. Όλα πάνω του ήταν στενά, στριμωγμένα· το καφέ σακάκι του κρεμόταν από κοκαλιάρικους ώμους και τα πόδια του έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν από το ελάχιστο βάρος του. Προχωρούσε σαν πουλί που χοροπηδά από το ένα πόδι στο άλλο. «Μπάλγουερ, πιστεύεις ότι το Κέρας του Βαλίρ θα καλέσει νεκρούς ήρωες για να μας σώσουν;»

«Ίσως, Άρχοντά μου», είπε ο Μπάλγουερ, σταυρώνοντας τα χέρια με σχολαστικές κινήσεις. «Ίσως όχι. Εγώ προσωπικά δεν θα βασιζόμουν σ’ αυτό».

Ο Νάιαλ ένευσε. «Και πιστεύεις ότι ο Μάτιν Στεπάνεος θα έρθει με το μέρος μου;»

«Και πάλι, ίσως. Δεν θα ήθελε να καταλήξει ούτε νεκρός ούτε μαριονέτα. Το πρώτο και μοναδικό μέλημά του είναι να διατηρήσει το Δάφνινο Στεφάνι, κι ο στρατός που συγκεντρώνεται στο Δάκρυ μάλλον τον τρελαίνει στην ανησυχία». Ο Μπάλγουερ χαμογέλασε αχνά, μ’ ένα ελαφρύ σφίξιμο των χειλιών. «Έχει πει ανοιχτά ότι θα αποδεχθεί την προσφορά του Άρχοντά μου, από την άλλη μεριά, όμως, μόλις έμαθα ότι βρίσκεται σε επικοινωνία με τον Λευκό Πύργο. Φαίνεται ότι συμφώνησε για κάτι, αν κι ακόμα δεν ξέρω τι».

Ο κόσμος ήξερε ότι ο Άμπντελ Ομέρνα ήταν ο αρχικατάσκοπος των Τέκνων. Αυτή η θέση έπρεπε να είναι κρυφή, βεβαίως, αλλά οι ιπποκόμοι κι οι ζητιάνοι τον έδειχναν στο δρόμο, επιφυλακτικά, μη τυχόν και τους έβλεπε ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Αμαδισία. Η αλήθεια ήταν ότι ο ανόητος ο Ομέρνα ήταν αντιπερισπασμός, ένας ανόητος που δεν ήξερε πως ο ίδιος ήταν μια μάσκα που έκρυβε τον αληθινό αφέντη των κατασκόπων στο Φρούριο του Φωτός. Τον Σέμπαν Μπάλγουερ, τον αυστηρό, καχεκτικό γραμματέα του Νάιαλ, με το σουφρωμένο στόμα. Έναν άνθρωπο τον οποίο δεν θα υποψιαζόταν ποτέ κανείς, ούτε και θα το πίστευε αν του έλεγαν ότι αυτός ήταν.

Εκεί που ο Ομέρνα πίστευε τα πάντα, ο Μπάλγουερ δεν πίστευε τίποτα, ίσως ούτε στους Σκοτεινόφιλους ή στον Σκοτεινό. Αν πίστευε σε κάτι, ήταν ότι έπρεπε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο των άλλων, να ακούει τους ψιθύρους τους, να ξετρυπώνει τα μυστικά τους. Φυσικά, θα υπηρετούσε οποιονδήποτε αφέντη με την ικανότητα που υπηρετούσε τον Νάιαλ, αλλά αυτό ήταν καλό. Αυτά που μάθαινε ο Μπάλγουερ ήταν αμόλυντα από προσωπικές προκαταλήψεις ή επιδιώξεις. Δυσπιστώντας για τα πάντα, κατόρθωνε πάντα να ανακαλύπτει την αλήθεια.

«Δεν περίμενα τίποτα παραπάνω από το Ίλιαν, Μπάλγουερ, αλλά ακόμα κι αυτός μπορεί να μεταπειστεί». Έπρεπε να μεταπειστεί. Σίγουρα υπήρχε κι άλλος χρόνος. «Μήπως έχουμε πρόσφατα νέα από τις Μεθόριες;»

«Όχι ακόμα, Άρχοντά μου. Αλλά ο Ντάβραμ Μπασίρε βρίσκεται στο Κάεμλυν. Με ελαφρύ ιππικό τριάντα χιλιάδων ατόμων, ισχυρίζονται οι πληροφοριοδότες μου, αλλά νομίζω ότι είναι το πολύ οι μισοί. Δεν θα εξασθένιζε τόσο τη Σαλδαία, όση ησυχία κι αν επικρατεί στη Μάστιγα, ακόμα κι αν τον πρόσταζε η Τενόμπια».

Ο Νάιαλ μούγκρισε, ενώ η γωνία του αριστερού ματιού του τρεμούλιαζε. Άγγιξε τη ζωγραφιά στο ντοσιέ· υποτίθεται πως είχε πιστή ομοιότητα με τον αλ’Θόρ. Ο Μπασίρε στο Κάεμλυν· καλός λόγος για να κρύβεται η Τενόμπια στην εξοχή, αποφεύγοντας τον απεσταλμένο του.

Δεν υπήρχαν καλά νέα από τις Μεθόριες, κι ας πίστευε ό,τι ήθελε ο Ομέρνα. Οι «ασήμαντες εξεγέρσεις» που είχε αναφέρει ήταν ασήμαντες, αλλά δεν ήταν εξεγέρσεις του είδους που πίστευε εκείνος. Σ’ όλη τη Μεθόριο της Μάστιγας, οι άνθρωποι τσακώνονταν για το αν ο αλ’Θόρ ήταν άλλος ένας ψεύτικος Δράκοντας ή ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Κι αφού οι Μεθορίτες ήταν αυτοί που ήταν, οι τσακωμοί μετατρέπονταν σε μικρές μάχες. Οι συγκρούσεις είχαν αρχίσει στο Σίναρ περίπου τον καιρό που έπεφτε η Πέτρα του Δακρύου, κάτι που επιβεβαίωνε την ανάμιξη των μαγισσών, λες και χρειαζόταν. Κατά τον Μπάλγουερ, ακόμα ήταν άγνωστο το πού θα κατέληγε αυτή η κατάσταση.

Ένα από τα ελάχιστα έγκυρα νέα που είχε μάθει ο Ομέρνα ήταν ότι ο αλ’Θόρ βρισκόταν περιορισμένος στο Κάεμλυν. Γιατί, άραγε, αφού είχε τον Μπασίρε, τους Αελίτες και τις μάγισσες; Ακόμα κι ο Μπάλγουερ δεν είχε καταφέρει να δώσει απάντηση. Δόξα στο Φως, όποιος κι αν ήταν ο λόγος! Ήταν αλήθεια ότι οι ορδές του Προφήτη είχαν καταλύσει εκεί για να λεηλατήσουν τα βόρεια τμήματα της Αμαδισία, αλλά εδραίωναν την κυριαρχία τους στα μέρη που είχαν καταλάβει και σκότωναν ή έδιωχναν όσους αρνούνταν να εκδηλωθούν υπέρ του Προφήτη του Δράκοντα. Οι στρατιώτες του Άιλρον είχαν σταματήσει να υποχωρούν μόνο επειδή ο καταραμένος Προφήτης είχε σταματήσει να προελαύνει. Η Αλιάντρε κι οι άλλοι, για τους οποίους ο Ομέρνα ήταν βέβαιος ότι θα έρχονταν με το μέρος του, στην πραγματικότητα χρονοτριβούσαν κι ανέβαλλαν με ισχνές δικαιολογίες και καθυστερήσεις τις συναντήσεις με τους πρεσβευτές του. Ο Νάιαλ υποψιαζόταν πως ούτε κι οι ίδιοι γνώριζαν σε ποια απόφαση θα κατέληγαν.

Επιφανειακά όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν για τον αλ’Θόρ, με εξαίρεση αυτό που τον κρατούσε στο Κάεμλυν, όμως ο Νάιαλ πάντα ήταν πιο επικίνδυνος όταν υστερούσε αριθμητικά και βρισκόταν σε δυσχερή θέση.

Αν οι φήμες μπορούσαν να έχουν κάποια ισχύ, ο Καρίντιν τα πήγαινε καλά στην Αλτάρα και στο Μουράντυ, αν κι όχι με την ταχύτητα που θα επιθυμούσε ο Νάιαλ. Ο χρόνος ήταν εξίσου μεγάλος εχθρός με τον αλ’Θόρ και τον Πύργο. Αλλά ακόμα κι αν η επιτυχία του Καρίντιν ήταν απλώς φήμη, ήταν αρκετό. Ίσως ήταν καιρός να προωθηθούν οι «Δρακορκισμένοι» και στο Αντορ. Ίσως και στο Ίλιαν — βεβαίως, αν ο στρατός που συγκεντρωνόταν στο Δάκρυ δεν έδειχνε στον Μάτιν Στεπάνεος τον σωστό δρόμο, μερικές επιδρομές σε αγροκτήματα και χωριά δεν θα αρκούσαν. Ο Νάιαλ ένιωθε φρίκη μπροστά στο μέγεθος αυτού του στρατού· ακόμα κι αν ήταν ο μισός απ’ όσο έλεγε ο Μπάλγουερ, το ένα τέταρτο, και πάλι θα ένιωθε φρίκη. Από τον καιρό του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχε να φανεί όμοιός του. Αντί να φοβίσει τους ανθρώπους στέλνοντάς τους να συμπαραταχθούν με τον Νάιαλ, ένας τέτοιος στρατός ίσως τους αποκαρδίωνε κάνοντας τους να ακολουθήσουν το λάβαρο του Δράκοντα. Αν ο Νάιαλ είχε στη διάθεσή του έναν χρόνο ακόμα, έστω και μισό, αυτό θα άξιζε όσο κι ολόκληρος ο στρατός του αλ’Θόρ, τον οποίο αποτελούσαν βλάκες, χωριάτες και βάρβαροι Αελίτες.

Φυσικά, δεν είχαν χαθεί όλα. Όσο ήσουν ζωντανός, ποτέ δεν τα είχες χάσει όλα. Το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν ήταν άχρηστα για τον αλ’Θόρ όσο οι μάγισσες ήταν άχρηστες για τον Νάιαλ, σαν δυο λακκούβες γεμάτες σκορπιούς· μόνο ένας βλάκας θα έχωνε το χέρι του εκεί μέσα, αν δεν αλληλοσκοτώνονταν πρώτα οι σκορπιοί. Και να είχε χαθεί η Σαλδαία, κάτι που ακόμα δεν ήταν έτοιμος να παραδεχτεί, το Σίναρ, το Άραφελ και το Κάντορ εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού, κι η ισορροπία μπορούσε να ανατραπεί. Αφού ο Μάτιν Στεπάνεος ήθελε να καβαλήσει δύο άλογα μαζί —ο Νάιαλ ανέκαθεν ήθελε να το δοκιμάσει αυτό— τότε μπορούσε να αναγκαστεί να διαλέξει το σωστό. Η Αλτάρα και το Μουράντυ μπορούσαν να πιεστούν για να διαλέξουν την κατάλληλη πλευρά, και το Άντορ θα πρόβαλλε αντιρρήσεις, ακόμα κι αν ο Νάιαλ αποφάσιζε ότι εκεί χρειαζόταν μια γεύση από το μαστίγιο του Καρίντιν. Στο Δάκρυ, οι πράκτορες του Μπάλγουερ είχαν πείσει τον Τεντόσιαν και την Εστάντα να συμμαχήσει με τον Ντάρλιν, μετατρέποντας τη θεατρική ανυπακοή σε πραγματική εξέγερση, κι ο Μπάλγουερ ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να συμβεί το ίδιο με την Καιρχίν και με το Αντορ. Αλλος ένας μήνας, δύο το πολύ, κι ο Ήμον Βάλντα θα έφτανε από την Ταρ Βάλον· ο Νάιαλ θα τα έβγαζε πέρα και χωρίς τον Βάλντα, αλλά έτσι τώρα η πλειονότητα των δυνάμεων των Τέκνων θα συγκεντρωνόταν σε ένα σημείο, έτοιμη να χρησιμοποιηθεί εκεί όπου θα ήταν επωφελέστερο.

Ναι, είχε ακόμα πολλά πράγματα με το μέρος του. Τίποτα δεν είχε ολοκληρωθεί, όμως όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν χρόνος.

Συνειδητοποιώντας ότι ακόμα κρατούσε τον κοκάλινο κύλινδρο, έσπασε το βουλοκέρι με το νύχι κι έβγαλε με προσοχή το ρολό του λεπτού χαρτιού από μέσα.

Ο Μπάλγουερ δεν είπε τίποτα, αλλά το στόμα του σφίχτηκε πάλι, όχι για να χαμογελάσει αυτή τη φορά. Ανεχόταν τον Ομέρνα, ξέροντας ότι ήταν ένας βλάκας και προτιμώντας να μένει ο ίδιος κρυμμένος, αλλά δεν του άρεσε να λαμβάνει ο Νάιαλ αναφορές που τον παρέκαμπταν από ανθρώπους τους οποίους δεν ήξερε.

Μικρά γράμματα που θύμιζαν αράχνες κάλυπταν το χαρτάκι, με ένα κρυπτογράφημα που ελάχιστοι γνώριζαν εκτός από τον Νάιαλ και κανένας στο Αμαντορ. Γι’ αυτόν η ανάγνωσή του ήταν εξίσου εύκολη όσο το να διαβάζει τον δικό του γραφικό χαρακτήρα. Το σήμα στο κάτω μέρος τον έκανε να ανοιγοκλείσει γρήγορα τα μάτια, το ίδιο και το περιεχόμενό του. Ο Βαράντιν ήταν, τουλάχιστον κάποτε, ένας από τους καλύτερους πράκτορες του, ένας έμπορος χαλιών που είχε προσφέρει καλές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια των Ταραχών, ενώ ταυτοχρόνως πουλούσε την πραμάτεια του στην Αλτάρα, στο Μουράντυ και στο Ίλιαν. Με όσα είχε μάθει εκεί, είχε κατορθώσει να εμφανιστεί ως πλούσιος έμπορος στο Τάντσικο, προμηθεύοντας τακτικά με έξοχα χαλιά και κρασιά τα παλάτια του Βασιλιά και της Πανάρχουσας, όπως επίσης και τους περισσότερους ευγενείς και τις αυλές τους, ενώ πάντα είχε τα αυτιά και τα μάτια του ανοιχτά. Ο Νάιαλ τον νόμιζε από καιρό νεκρό· αυτό ήταν το πρώτο μήνυμά του εδώ κι ένα χρόνο. Απ’ όσα έγραφε ο Βαράντιν, θα ήταν προτιμότερο αν ήταν όντως νεκρός ένα χρόνο τώρα. Με τον σπασμωδικό γραφικό χαρακτήρα ενός ανθρώπου στα πρόθυρα της τρέλας, ήταν ένα αχαλίνωτο, ασύνδετο παραλήρημα για ανθρώπους που ίππευαν παράξενα θηρία κι ιπτάμενα πλάσματα, για Άες Σεντάι δεμένες στο λουρί και για τους Χαϊλέν. Αυτό στην Παλιά Γλώσσα σήμαινε Πρόδρομοι, αλλά δεν υπήρχε έστω και μια λέξη να εξηγεί γιατί ο Βαράντιν τους φοβόταν και τι υποτίθεται πως ήταν. Προφανώς ο άνθρωπος είχε πάθει εγκεφαλικό πυρετό βλέποντας τη χώρα του να διαλύεται ολόγυρά του.

Ενοχλημένος, ο Νάιαλ τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στην άκρη. «Δεν φτάνει που είμαι υποχρεωμένος να ανέχομαι τις βλακείες του Ομέρνα, τώρα με βρίσκουν κι αυτά. Τι άλλο έχεις για μένα, Μπάλγουερ;» Ο Μπασίρε. Η κατάσταση θα γινόταν πιο ζόρικη με τον Μπασίρε στρατηγό των δυνάμεων του αλ’Θόρ. Ο άνθρωπος είχε κερδίσει επάξια τη φήμη του. Αν τον έβρισκε ένα μαχαίρι στις σκιές;

Το βλέμμα του Μπάλγουερ δεν έφυγε στιγμή από το πρόσωπο του Νάιαλ, όμως ο Νάιαλ ήξερε ότι αν δεν έκαιγε το μπαλάκι του χαρτιού, θα κατέληγε στα χέρια του άλλου. «Τέσσερα πράγματα που ίσως ενδιαφέρουν, Άρχοντά μου. Πρώτα το έλασσον. Οι φήμες περί συναντήσεων μεταξύ των Ογκιρανών στέντιγκ είναι αληθινές. Για Ογκιρανούς, φαίνεται να δείχνουν αρκετή βιασύνη». Δεν είπε σε τι αφορούσαν οι συναντήσεις· το να βάλεις άνθρωπο σε Κούτσουρο Ογκιρανών ήταν αδύνατο όσο και το να έβαζες Ογκιρανό να κατασκοπεύσει εκ μέρους σου. Πιο εύκολα θα έκανες τον ήλιο να ανατείλει μέσα στη νύχτα. «Επίσης, υπάρχει ασυνήθιστος αριθμός πλοίων των Θαλασσινών στα νότια λιμάνια, που ούτε παίρνουν φορτίο ούτε σαλπάρουν».

«Τι περιμένουν;»

Για μια στιγμή, το στόμα του Μπάλγουερ σφίχτηκε σαν να είχε τραβήξει τις χορδές του. «Ακόμα δεν γνωρίζω, Άρχοντά μου». Στον Μπάλγουερ δεν άρεσε να παραδέχεται ότι υπήρχαν μεταξύ ανθρώπων μυστικά τα οποία δεν μπορούσε να ξετρυπώσει. Το να προσπαθείς να μάθεις κάτι παραπάνω από την επιφάνεια όσων συνέβαιναν μεταξύ των Αθα’αν Μιέρε ήταν σαν να προσπαθούσες να μάθεις πώς κατασκεύαζε τα πυροτεχνήματά της η Συντεχνία των Φωτοδοτών, δηλαδή μάταιος κόπος. Τουλάχιστον, ίσως οι Ογκιρανοί στο τέλος αποκάλυπταν τις αποφάσεις που έπαιρναν στις συναντήσεις τους.

«Συνέχισε».

«Μια είδηση μέσου ενδιαφέροντος είναι... αλλόκοτη, Αρχοντά μου. Ο αλ’Θόρ έχει αναφερθεί από αξιόπιστες πηγές ως παρών στο Κάεμλυν, στο Δάκρυ και στην Καιρχίν, μερικές φορές την ίδια μέρα».

«Αξιόπιστες; Αξιόπιστη τρέλα. Οι μάγισσες πρέπει να έχουν βάλει κάποιον που μοιάζει του αλ’Θόρ, αρκετά ώστε να ξεγελάσει κάποιους που δεν τον ξέρουν. Αυτό θα εξηγούσε πολλά».

«Ίσως, Άρχοντά μου. Οι πληροφοριοδότες μου είναι αξιόπιστοι».

Ο Νάιαλ έκλεισε με κρότο το δερμάτινο ντοσιέ, κρύβοντας το πρόσωπο του αλ’Θόρ. «Και τα νέα μείζονος ενδιαφέροντος;»

«Μαθαίνω από δύο πηγές στην Αλτάρα —αξιόπιστες πηγές, Άρχοντά μου— ότι οι μάγισσες του Σαλιντάρ ισχυρίζονται ότι το Κόκκινο Ατζα παρότρυνε τον Λογκαίν να γίνει ψεύτικος Δράκοντας. Σχεδόν τον δημιούργησαν, ουσιαστικά. Έχουν τον Λογκαίν στο Σαλιντάρ —ή τουλάχιστον έναν άνδρα που λένε ότι είναι ο Λογκαίν— και τον παρουσιάζουν σε αριστοκράτες τους οποίους φέρνουν εκεί. Δεν έχω αποδείξεις, αλλά υποψιάζομαι ότι λένε την ίδια ιστορία σε όσους μονάρχες μπορούν».

Ο Νάιαλ συνοφρυώθηκε και περιεργάστηκε τα λάβαρα εκεί ψηλά. Αντιπροσώπευαν εχθρούς σχεδόν απ’ όλες τις χώρες· κανένας δεν τον είχε νικήσει δεύτερη φορά, ελάχιστοι έστω και μία. Τα λάβαρα τώρα είχαν ξεθωριάσει από τα χρόνια. Όπως κι αυτός. Όμως δεν ήταν τόσο γέρος ώστε να μη φέρει σε πέρας αυτό που ο ίδιος είχε ξεκινήσει. Όλα τα λάβαρα τα είχαν πάρει με αιματηρές μάχες, όπου στην πραγματικότητα δεν ήξερες τι συνέβαινε πέρα απ’ όσα έβλεπες με τα ίδια σου τα μάτια, όπου η σίγουρη νίκη κι η σίγουρη ήττα ήταν εξίσου εφήμερες. Η χειρότερη μάχη που είχε δώσει ποτέ, με στρατούς που είχαν πέσει τυχαία ο ένας στον άλλο μια νύχτα κοντά στο Μόισεν, κατά τη διάρκεια των Ταραχών, ήταν ξεκάθαρη σαν ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα σε σύγκριση με αυτήν στην οποία πολεμούσε τώρα.

Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως ο Πύργος είχε όντως γκρεμιστεί; Κάποια διαμάχη μεταξύ των Άες Σεντάι; Για ποιο πράγμα; Για τον αλ’Θόρ; Αν οι μάγισσες αλληλομάχονταν, τότε θα υπήρχαν πολλοί στα Τέκνα έτοιμοι να προτείνουν τη λύση του Καρίντιν, ένα χτύπημα που θα διέλυε το Σαλιντάρ και θα σκότωνε όσο το δυνατόν περισσότερες μάγισσες. Αυτοί που πίστευαν ότι σκεφτόσουν το μέλλον όταν σκεφτόσουν το αύριο, αλλά από τη σκέψη τους δεν περνούσε ποτέ η επόμενη βδομάδα ή ο επόμενος μήνας, πόσο μάλλον ο επόμενος χρόνος. Ο Βάλντα, κατ’ αρχάς· ίσως ήταν καλύτερο που δεν είχε φτάσει ακόμα στο Άμαντορ. Έπειτα, ο Ράνταμ Ασουνάγουα, ο Ανώτατος Εξεταστής των Ανακριτών. Ο Βάλντα πάντα ήθελε το τσεκούρι, ακόμα κι όταν ένα στιλέτο ήταν καταλληλότερο για τη δουλειά. Ο Ασουνάγουα απλώς ήθελε να έχουν ήδη κρεμάσει όσες γυναίκες είχαν περάσει έστω και μια βραδιά στον Πύργο, να κάψουν όσα βιβλία ανέφεραν τις Άες Σεντάι ή τη Μία Δύναμη, και να απαγορεύσουν ακόμα και τις λέξεις. Ο Ασουνάγουα δεν είχε ποτέ άλλη σκέψη πέρα απ’ αυτούς τους στόχους, ούτε και τον ένοιαζε το κόστος. Ο Νάιαλ είχε δουλέψει πολύ σκληρά, είχε ρισκάρει πολλά και δεν θα επέτρεπε αυτό το θέμα να γίνει στα μάτια του κόσμου μια διαμάχη μεταξύ των Τέκνων και του Πύργου.

Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε σημασία αν έκανε λάθος. Ακόμη κι έτσι, πάλι η κατάληξη θα ήταν προς όφελός του. Ίσως ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε δίκιο. Με λίγη τύχη, θα συνέτριβε τον Λευκό Πύργο με τρόπο που δεν θα μπορούσε να αναβιώσει ποτέ, θα διέλυε και θα απομόνωνε τις μάγισσες έτσι, ώστε η εξόντωση τους θα ήταν παιχνιδάκι. Ο αλ’Θόρ σίγουρα θα άρχιζε να παραπαίει τότε, παραμένοντας αρκετά ισχυρός ώστε να μπορεί να αποτελεί μοχλό πίεσης. Κι ο Νάιαλ θα ακολουθούσε σχετικά πιστά την αλήθεια. Σχετικά.

Δίχως να τραβήξει το βλέμμα από τα λάβαρα, είπε, «Το σχίσμα του Πύργου είναι πραγματικό. Το Μαύρο Άτζα σήκωσε κεφάλι, οι νικήτριες έχουν στα χέρια τους τον Πύργο κι οι χαμένες εκδιώχθηκαν και γλείφουν τις πληγές τους στο Σαλιντάρ». Κοίταξε τον Μπάλγουερ και σχεδόν χαμογέλασε. Άλλο Τέκνο θα είχε διαμαρτυρηθεί πως δεν υπήρχε Μαύρο Άτζα ή, μάλλον, ότι όλες οι μάγισσες ήταν Σκοτεινόφιλες· ακόμα κι ο πιο πρόσφατα νεοσύλλεκτος αυτό θα έκανε. Ο Μπάλγουερ απλώς έμεινε να τον κοιτάζει, σαν να μην είχε βλασφημήσει ενάντια σε ό,τι αντιπροσώπευαν τα Τέκνα. «Η μόνη απόφαση που έχουμε να πάρουμε είναι αν το Μαύρο Άτζα νίκησε ή έχασε. Νομίζω πως νίκησαν. Ο περισσότερος κόσμος θα θεωρεί πραγματικές Άες Σεντάι όποιες έχουν τον Λευκό Πύργο. Ας συνδέει τις πραγματικές Άες Σεντάι με το Μαύρο Άτζα. Ο αλ’Θόρ είναι δημιούργημα του Πύργου, σκεύος του Μαύρου Άτζα». Πήρε το ποτήρι του από το τραπέζι κι ήπιε μια γουλιά· δεν τον δρόσισε καθόλου. «Ίσως μπορώ να το συνδέσω με τον λόγο που δεν έχω κάνει ακόμα καμία κίνηση εναντίον του Σαλιντάρ». Μέσω απεσταλμένων, χρησιμοποιούσε την αποτυχία του να κινηθεί ως απόδειξη του πόσο σοβαρή θεωρούσε την απειλή του αλ’Θόρ· ήταν διατεθειμένος να αφήσει τις μάγισσες να συγκεντρωθούν στο κατώφλι της Αμαδισία παρά να αποσπάσει την προσοχή του από τον κίνδυνο του ψεύτικου Δράκοντα. «Οι γυναίκες εκεί, φρικιώντας ύστερα από τόσα χρόνια για την εξάπλωση του Μαύρου Άτζα, απορρίπτοντας επιτέλους το κακό στο οποίο ήταν αναμεμιγμένες τόσον...» Η επινοητικότητά του εξαντλήθηκε —όλες ήταν υπηρέτριες του Σκοτεινού· ποιο κακό, άραγε, θα απέρριπταν;— αλλά έπειτα από μια στιγμή, ο Μπάλγουερ ανέλαβε τη συνέχεια.

«Μπορεί να αποφάσισαν να προσφύγουν στο έλεος του Άρχοντά μου, ακόμα και να ζητήσουν προστασία από τον Άρχοντά μου. Είναι οι ηττημένες σε μια εξέγερση, πιο αδύναμες από τους εχθρούς τους, φοβούμενες πως θα συντριβούν· αυτός που πέφτει από τον γκρεμό στον βέβαιο θάνατό του θα απλώσει χέρι ακόμα και στον χειρότερο εχθρό του. Ίσως...» Ο Μπάλγουερ χτύπησε συλλογισμένος τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του στα χείλη του. «Ίσως είναι έτοιμες να αποκηρύξουν τα αμαρτήματά τους και να απαρνηθούν την ιδιότητά τους ως Άες Σεντάι;»

Ο Νάιαλ τον κοίταξε. Υποψιαζόταν ότι τα αμαρτήματα των Τάιμ ήταν ένα από τα πράγματα στα οποία δεν πίστευε ο Μπάλγουερ. «Αυτό είναι παράλογο», είπε ανέκφραστα. «Τέτοια πράγματα περίμενα ότι θα τ’ άκουγα από τον Ομέρνα».

Ο γραμματέας δεν έχασε τη σοβαρή έκφρασή του, αλλά άρχισε να τρίβει τα χέρια του, όπως έκανε όταν ένιωθε προσβεβλημένος. «Ίσως αυτά τα λόγια θα περίμενε να ακούσει ο Άρχοντάς μου από εκείνον, όμως δεν παύουν να είναι ακριβώς αυτά που θα επαναληφθούν εκεί που θα στήσει αυτί, στους δρόμους κι εκεί που οι ευγενείς κουτσομπολεύουν πίνοντας κρασί. Σ’ αυτά τα μέρη, δεν γελούν με το παράλογο· ακούνε προσεκτικά. Κάτι που παραείναι παράλογο για να το πιστέψουν, το πιστεύουν επειδή παραείναι παράλογο για να είναι ψέμα».

«Πώς θα το παρουσίαζες; Δεν θα αρχίσω φήμες για δοσοληψίες ανάμεσα στα Τέκνα και τις Μάγισσες».

«Θα ήταν απλώς φήμες, Άρχοντά μου». Το βλέμμα του Νάιαλ σκλήρυνε κι ο Μπάλγουερ άπλωσε τα χέρια. «Όπως επιθυμεί ο Άρχοντάς μου. Κάθε φορά που το ξαναλένε θα το στολίζουν, κι έτσι μια απλή ιστορία θα έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να επιζήσει ως προς τον πυρήνα της. Προτείνω τέσσερις φήμες, Άρχοντά μου, όχι μία. Η πρώτη, ότι η διαίρεση του Πύργου προκλήθηκε από τον ξεσηκωμό του Μαύρου Άτζα. Η δεύτερη, ότι το Μαύρο Άτζα νίκησε, κι ελέγχει τον Πύργο. Τρίτον, ότι οι Άες Σεντάι του Σαλιντάρ, με φρίκη κι αηδία, αποκηρύσσουν την ιδιότητά τους ως Άες Σεντάι. Και τέταρτον, ότι σε προσέγγισαν, ζητώντας έλεος και προστασία. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η κάθε φήμη θα είναι επιβεβαίωση των υπόλοιπων». Τραβώντας τα πέτα του, ο Μπάλγουερ άφησε ένα στενό, αυτάρεσκο χαμογελάκι.

«Πολύ καλά, Μπάλγουερ. Ας γίνει έτσι». Ο Νάιαλ ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί. Η ζέστη τον έκανε να νιώθει τα χρόνια του. Τα κόκαλά του φαινόταν τόσο εύθραυστα. Αλλά θα άντεχε μέχρι να δει τον ψεύτικο Δράκοντα να συντρίβεται και τον κόσμο ενωμένο για να αντιμετωπίσει την Τάρμον Γκάι’ντον. Ακόμα κι αν ο ίδιος δεν ζούσε για να τον οδηγήσει στην Τελευταία Μάχη, σίγουρα το Φως θα του το έδινε αυτό. «Και θέλω να βρεις την Ηλαίην Τράκαντ και τον αδελφό της τον Γκάγουιν, Μπάλγουερ, και να τους φέρεις στο Άμαντορ. Φρόντισέ το. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα».

Αντί να φύγει, ο Μπάλγουερ δίστασε. «Ο Άρχοντάς μου ξέρει ότι ποτέ δεν προτείνω σε τι είδους ενέργειες πρέπει να προβούμε».

«Αλλά θέλεις να προτείνεις τώρα; Τι;»

«Πίεσε τη Μοργκέις, Άρχοντά μου. Έχει περάσει περισσότερο από μήνας, κι εκείνη ακόμα συλλογίζεται την πρόταση του Άρχοντά μου. Η—»

«Αρκετά, Μπάλγουερ». Ο Νάιαλ αναστέναξε. Μερικές φορές ευχόταν να μην ήταν Αμαδισιανός ο Μπάλγουερ αλλά Καιρχινός, που είχε μάθει το Παιχνίδι των Οίκων από τον κόρφο της μητέρας του. «Η Μοργκέις κάθε μέρα στρέφεται όλο και πιο πολύ σε μένα, ό,τι κι αν πιστεύει. Θα προτιμούσα να είχε δεχθεί αμέσως —σήμερα θα είχα ξεσηκώσει όλο το Άντορ εναντίον του αλ’Θόρ με μεγάλες δυνάμεις των Τέκνων για υποστήριξη— αλλά κάθε μέρα που παραμένει φιλοξενούμενη μου, δεσμεύεται όλο και περισσότερο μαζί μου. Στο τέλος, θα ανακαλύψει ότι είναι σύμμαχός μου, επειδή αυτό πιστεύει ο κόσμος, δεμένη τόσο σφιχτά που δεν θα μπορεί ποτέ να δραπετεύσει. Και κανείς δεν θα μπορέσει να πει ότι την εξανάγκασα, Μπάλγουερ. Αυτό είναι σημαντικό. Είναι πάντα πιο δύσκολο να εγκαταλείψεις μια συμμαχία την οποία ο κόσμος πιστεύει ότι επέλεξες αβίαστα, από μια για την οποία μπορείς να αποδείξεις ότι εκβιάστηκες. Η ασύνετη βιασύνη οδηγεί στην καταστροφή, Μπάλγουερ».

«Ό,τι πει ο Άρχοντάς μου».

Ο Νάιαλ τον απέπεμψε με μια χειρονομία κι ο άλλος έφυγε υποκλινόμενος. Ο Μπάλγουερ δεν καταλάβαινε. Η Μοργκέις ήταν σκληρός αντίπαλος. Αν την πίεζε σκληρά, θα έφευγε, κι ας βρισκόταν σε δυσμενή θέση. Αλλά, αν ο Νάιαλ την πίεζε στο σωστό βαθμό, η Μοργκέις θα πολεμούσε τον εχθρό που νόμιζε ότι έβλεπε, και δεν θα πρόσεχε την παγίδα ολόγυρά της παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά. Ο χρόνος έπεφτε βαρύς πάνω του, τα χρόνια που είχε ζήσει, οι μήνες που χρειαζόταν απελπισμένα, αλλά δεν θα άφηνε τη βιασύνη να καταστρέψει τα σχέδιά του.


Το γεράκι έπεσε στη μεγάλη πάπια, πούπουλα και φτερά τινάχτηκαν ολόγυρα, και τα δύο πουλιά χώρισαν, με την πάπια να γκρεμίζεται στο έδαφος. Κάνοντας κοφτή στροφή στον ανέφελο ουρανό, το θηλυκό αρπακτικό χίμηξε στη λεία που προσγειωνόταν και τη γράπωσε στα νύχια του. Το βάρος της το ζόρισε, αλλά άντεξε και πέταξε για να γυρίσει στους ανθρώπους που περίμεναν κάτω.

Η Μοργκέις αναρωτήθηκε μήπως η ίδια έμοιαζε με το γεράκι, τόσο περήφανη και τόσο αποφασισμένη, ώστε δεν καταλάβαινε ότι είχε δεχθεί ένα βραβείο που ήταν βαρύ για τα φτερά της. Προσπάθησε να χαλαρώσει τη λαβή των γαντοφορεμένων χεριών της στα γκέμια. Το πλατύγυρο καπέλο της με τα μακριά λευκά φτερά πρόσφερε κάποια προστασία από τον ανελέητο ήλιο, αλλά το μέτωπό της είχε γεμίσει από κόμπους ιδρώτα. Ντυμένη με φόρεμα ιππασίας από χρυσοκέντητο πράσινο μετάξι, δεν έμοιαζε με αιχμάλωτη.

Έφιππες και πεζές φιγούρες γέμιζαν το πλατύ λιβάδι με το ξεραμένο χορτάρι, αλλά δεν το είχαν κατακλύσει. Μια ομάδα μουσικών, με λευκοκέντητους γαλάζιους κοντούς χιτώνες, κρατώντας φλάουτα, μπίτερν και τύμπανα, έπαιζαν έναν ελαφρύ σκοπό που ήταν ό,τι έπρεπε για να πιεις παγωμένο κρασί το απογευματάκι. Δώδεκα γερακάρηδες που φορούσαν μακριά, περίτεχνα δουλεμένα δερμάτινα γιλέκα πάνω από φαρδιά λευκά πουκάμισα, χάιδευαν τα γεράκια που κάθονταν στα επενδυμένα μπράτσα τους με τα κεφάλια δεμένα, ή ρουφούσαν τις κοντές πίπες τους, φυσώντας συννεφάκια γαλάζιου καπνού στα πουλιά τους. Διπλάσιος αριθμός υπηρετών με λιβρέες τριγυρνούσαν με φρούτα και κρασί σε χρυσά ποτήρια πάνω σε χρυσούς δίσκους, ενώ μια ομάδα ανδρών με αστραφτερές αλυσιδωτές πανοπλίες περικύκλωναν το λιβάδι κοντά στα μεγάλα δένδρα με τα γυμνά κλαριά. Όλα αυτά για χάρη της Μοργκέις και της συνοδείας της, ώστε να εξασφαλίσουν ότι όλα θα πήγαιναν καλά στο κυνήγι με τα γεράκια.

Ή τουλάχιστον αυτός ήταν κατ’ επίφασιν ο λόγος, αν κι οι άνθρωποι του Προφήτη απείχαν τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα προς τον Βορρά κι ήταν απίθανο να υπάρχουν επιδρομείς τόσο κοντά στο Αμαντορ. Και παρ’ όλο που οι γυναίκες μαζεύονταν ολόγυρά της, καβάλα σε φοράδες και μουνούχια, φορώντας λαμπερά μεταξωτά φορέματα ιππασίας και φανταχτερά πλατύγυρα καπέλα στολισμένα με πολύχρωμα φτερά, με τα μαλλιά χτενισμένα σε μακριές μπούκλες, όπως ήταν η μόδα στην Αμαδισιανή αυλή, στην πραγματικότητα η ακολουθία της Μοργκέις ήταν ο Μπέηζελ Γκιλ, εκεί παραδίπλα, αμήχανος στο άλογό του, φορώντας γιλέκο με μεταλλικούς δίσκους, που τεντωνόταν γύρω από την κοιλιά του πάνω από το κόκκινο σακάκι που του είχε βρει, ώστε να μην είναι πιο καλοντυμένοι οι υπηρέτες, κι ο Παιτρ Κόνελ, ακόμα πιο αμήχανος, φορώντας ερυθρόλευκο σακάκι υπασπιστή και δείχνοντας ακόμα τη νευρικότητα που τον διακατείχε από τη στιγμή που τον είχε προσθέσει στην ομάδα της. Οι γυναίκες ήταν αριστοκράτισσες από την αυλή του Άιλρον, οι οποίες είχαν προσφερθεί «εθελοντικά» να γίνουν κυρίες επί των τιμών της Μοργκέις. Ο καημένος ο αφέντης Γκιλ χάιδευε το σπαθί του και κοίταζε δυστυχής τους Λευκομανδίτες φρουρούς. Κι αυτό ακριβώς ήταν, Λευκομανδίτες, παρ’ όλο που, όπως συνήθιζαν, όταν τη συνόδευαν εκτός του Φρουρίου του Φωτός, δεν φορούσαν τους λευκούς μανδύες τους. Κι ήταν φρουροί. Όταν η Μοργκέις δοκίμαζε να προχωρήσει πολύ ή να μείνει εκεί περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, ο διοικητής τους, ένας νεαρός με σκληρό βλέμμα ονόματι Νόροχουιν, ο οποίος μισούσε το ότι αναγκαζόταν να προσποιείται πως δεν ήταν Λευκομανδίτης, «πρότεινε» να επιστρέψουν στο Άμαντορ, επειδή η ζέστη δυνάμωνε ή επειδή είχαν ακουστεί φήμες για ληστές στην περιοχή. Δεν μπορούσες να διαφωνήσεις με πενήντα αρματωμένους φρουρούς, αν ήθελες να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου. Ο Νόροχουιν την πρώτη φορά παραλίγο θα της είχε πάρει τα χαλινάρια από τα χέρια. Αυτός ήταν ο λόγος που η Μοργκέις δεν άφηνε τον Τάλανβορ να τη συνοδεύει σ’ αυτές τις βόλτες. Ο ανόητος νεαρός ίσως επέμεινε να υπερασπιστεί την τιμή και τα δικαιώματά της ακόμα κι αν έπρεπε να τα βάλει με εκατό άνδρες. Περνούσε τις ελεύθερες ώρες του εξασκούμενος στην ξιφασκία, σαν να περίμενε ότι έτσι θα της άνοιγε δρόμο προς την ελευθερία.

Ένα αναπάντεχο αεράκι τη φύσηξε στο πρόσωπο, ξαφνιάζοντας την, και κατάλαβε ότι η Λωραίν είχε σκύψει από τη σέλα της και της έκανε αέρα με μια βεντάλια από λευκή δαντέλα. Ήταν μια λυγερόκορμη νεαρή με μαύρα μάτια κάπως υπερβολικά κοντά, κι είχε συνεχώς ένα ψεύτικο μειδίαμα. «Βασίλισσά μου, πρέπει να νιώθεις πολύ ευχάριστα που ο γιος σου έγινε μέλος των Τέκνων του Φωτός. Και που ανέβηκε τόσο γρήγορα στην ιεραρχία».

«Αυτό δεν είναι έκπληξη», είπε η Αλτάλιν, ανεμίζοντας με τη βεντάλια το παχουλό πρόσωπό της. «Ο γιος της Μεγαλειοτάτης σίγουρα θα ανέβαινε γρήγορα, όπως γρήγορα ανεβαίνει ο ήλιος με το μεγαλείο του». Δέχθηκε με απόλαυση τους ψιθύρους επιδοκιμασίας κάποιων από τις υπόλοιπες γυναίκες για το αξιοθρήνητο λογοπαίγνιό της.

Η Μοργκέις διατήρησε με δυσκολία τη γαλήνια έκφραση της. Τα νέα που είχε φέρει ο Νάιαλ την περασμένη βραδιά, σε μια αιφνιδιαστική επίσκεψή του, ήταν σοκαριστικά. Ο Γκάλαντ είχε γίνει Λευκομανδίτης! Τουλάχιστον, ήταν ασφαλής, απ’ ό,τι έλεγε ο Νάιαλ. Αλλά δεν μπορούσε να την επισκεφθεί· τα καθήκοντα ενός Τέκνου του Φωτός τον κρατούσαν μακριά της. Σίγουρα, όμως, θα ήταν μέλος της συνοδείας της, όταν η Μοργκέις θα επέστρεφε στο Άντορ επικεφαλής ενός στρατού από Τέκνα.

Όχι, ο Γκάλαντ δεν ήταν περισσότερο ασφαλής απ’ όσο η Ηλαίην ή ο Γκάγουιν. Ίσως να ήταν λιγότερο. Ας έδινε το Φως να ήταν ασφαλής η Ηλαίην στον Λευκό Πύργο. Ας έδινε το Φως να ήταν ζωντανός ο Γκάγουιν· ο Νάιαλ ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε πού ήταν, μόνο ότι δεν βρισκόταν στην Ταρ Βάλον. Ο Γκάλαντ ήταν ένα μαχαίρι στο λαιμό της. Ο Νάιαλ δεν θα είχε ποτέ τη χοντροκοπιά να το υπαινιχθεί, αλλά μια απλή διαταγή του θα έστελνε τον Γκάλαντ σε μέρος όπου σίγουρα θα πέθαινε. Η μόνη προστασία του ήταν ότι ίσως ο Νάιαλ να πίστευε ότι η Μοργκέις δεν νοιαζόταν τόσο πολύ γι’ αυτόν όσο για την Ηλαίην και τον Γκάγουιν.

«Χαίρομαι γι’ αυτόν, αν είναι αυτό που ζητά», είπε με αδιάφορο τόνο. «Αλλά είναι γιος του Τάρινγκεηλ, όχι δικός μου. Ο γάμος μου με τον Τάρινγκεηλ ήταν γάμος ευκολίας για τη χώρα, όπως καταλαβαίνετε. Είναι παράξενο, αλλά τόσον καιρό που είναι νεκρός, σχεδόν δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό του. Ο Γκάλαντ είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι νομίζει. Ο Γκάγουιν είναι αυτός που θα γίνει Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού όταν η Ηλαίην με διαδεχθεί στον Θρόνο του Λιονταριού». Έδιωξε με μια χειρονομία μια υπηρέτρια που πλησίαζε με ένα ποτήρι σε ένα δίσκο. «Ο Νάιαλ θα μπορούσε τουλάχιστον να μας προσφέρει ένα καλό κρασί». Ένα κύμα από νευρικά γελάκια ήταν η απάντησή τους. Είχε πετύχει ως ένα βαθμό να τις φέρει πιο κοντά της, αλλά καμία δεν θα μπορούσε να προσβάλει έτσι εύκολα τον Πέντρον Νάιαλ, όταν υπήρχε το ενδεχόμενο τα λόγια της να φτάσουν στα αυτιά του. Η Μοργκέις εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να το κάνει αυτό μπροστά τους. Τις έπειθε έτσι για τη γενναιότητά της, κάτι σημαντικό αν ήθελε ποτέ να κερδίσει, έστω κι εν μέρει, την αφοσίωση τους. Ίσως το σημαντικότερο, τουλάχιστον όπως το σκεφτόταν, ήταν ότι έτσι συντηρούσε την ψευδαίσθηση ότι δεν ήταν φυλακισμένη του Νάιαλ.

«Άκουσα ότι ο Ραντ αλ’Θόρ εκθέτει τον Θρόνο του Λιονταριού σαν τρόπαιο από κυνήγι». Είχε μιλήσει η Μαράντε, μια ομορφούλα με πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, κάπως πιο μεγάλη στα χρόνια από τις άλλες. Ήταν αδελφή της Υψηλής Έδρας του Οίκου Αλγκόραν και διέθετε εξουσία, ίσως αρκετή εξουσία για να αντισταθεί στον Άιλρον, όχι όμως στον Νάιαλ. Οι άλλες παραμέρισαν με τα άλογά τους για να αφήσουν το ρούσο μουνούχι της να πλησιάσει τη Μοργκέις. Δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσει την πίστη ή τη φιλία της Μαράντε.

«Κάτι τέτοιο έχω ακούσει κι εγώ», απάντησε ανέμελα η Μοργκέις. «Το λιοντάρι είναι επικίνδυνο ζώο, αν πας να το κυνηγήσεις, κι ο Θρόνος του Λιονταριού ακόμα περισσότερο. Ειδικά για έναν άνδρα. Πάντα σκοτώνει τους άνδρες που τον επιζητούν».

Η Μαράντε χαμογέλασε. «Άκουσα επίσης ότι δίνει υψηλά αξιώματα σε άνδρες που μπορούν να διαβιβάζουν».

Αυτό έκανε τις υπόλοιπες γυναίκες να ανταλλάξουν ανήσυχες ματιές και να ακουστούν ταραγμένα μουρμουρητά. Μια από τις νεότερες, η Μέιργουιν, μικροκαμωμένη, σχεδόν κοριτσόπουλο ακόμα, κλυδωνίστηκε στη σέλα της με την ψηλή ράχη, σαν να της είχε έρθει λιγοθυμιά. Η είδηση για την αμνηστία που είχε κηρύξει ο αλ’Θόρ είχε δώσει το έναυσμα σε τρομαχτικές ιστορίες· η Μοργκέις ήλπιζε μ’ όλη της την ψυχή να ήταν μόνο φήμες. Ας έδινε το Φως να ήταν μόνο φήμες αυτά, το ότι άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν μαζεύονταν στο Κάεμλυν, μεθοκοπούσαν στο Βασιλικό Παλάτι, τρομοκρατούσαν την πόλη.

«Ακούς πολλά», είπε η Μοργκέις. «Όλη μέρα στήνεις αυτί σε μισάνοιχτες πόρτες;»

Το χαμόγελο της Μαράντε έγινε πιο φωτεινό. Δεν είχε καταφέρει να αντισταθεί στην πίεση να γίνει ακόλουθος της Μοργκέις, αλλά ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να δείχνει τη δυσαρέσκειά της δίχως φόβο. Ήταν σαν αγκάθι χωμένο βαθιά σε πόδι, που δεν μπορούσε να βγει και κέντριζε δυνατά με κάθε βήμα. «Ελάχιστος χρόνος μού περισσεύει από την ευχαρίστηση του να υπηρετώ τη Μεγαλειότητά σα; ώστε να ακούω οτιδήποτε, αλλά προσπαθώ να μαθαίνω όσα νέα μπορώ για το Άντορ. Με σκοπό να μπορώ να συνομιλώ με τη Μεγαλειότητά σας. Άκουσα ότι ο ψεύτικος Δράκοντας συγχρωτίζεται καθημερινά με Αντορίτες ευγενείς. Την Αρχόντισσα Αρυμίλα και την Αρχόντισσα Νάεαν, τον Άρχοντα Τζάριν και τον Άρχοντα Λιρ. Κι άλλους επίσης, φίλους τους».

Ένας γερακάρης ύψωσε προς τη Μοργκέις ένα θηλυκό γεράκι με αστραφτερό γκρίζο χρώμα, μαύρα φτερά και καλύπτρα στο κεφάλι. Τα ασημένια κουδουνάκια που ήταν δεμένα σε λουριά στα πόδια του πουλιού καμπάνισαν, καθώς αυτό άλλαζε θέση στο γάντι του.

«Σε ευχαριστώ, αλλά μου φτάνει τόσο κυνήγι με γεράκια σήμερα», του είπε η Μοργκέις και μετά ύψωσε τη φωνή της. «Αφέντη Γκιλ, συγκέντρωσε τη συνοδεία. Επιστρέφω στην πόλη».

Ο Γκιλ ξαφνιάστηκε. Ήξερε πολύ καλά ότι ήταν εκεί με μόνο ρόλο να την ακολουθεί με το άλογο από κοντά, αλλά άρχισε να φωνάζει και να δίνει διαταγές στους Λευκομανδίτες σαν να πίστευε ότι θα τον υπάκουγαν. Η Μοργκέις έστρεψε αμέσως τη μαύρη φοράδα της. Δεν έβαλε το άλογο να καλπάσει, φυσικά. Ο Νόροχουιν θα ορμούσε αμέσως πάνω της, αν του φαινόταν ότι της περνούσε από τον νου να το σκάσει.

Οι δίχως μανδύα Λευκομανδίτες άρχισαν να καλπάζουν για να μπουν σε σχηματισμό πριν η φοράδα κάνει δέκα βήματα, και προτού η Μοργκέις φτάσει στην άκρη του λιβαδιού, ο Νόροχουιν βρισκόταν στο πλευρό της, δώδεκα άνδρες μπροστά της κι οι υπόλοιποι κατά πόδας. Οι υπηρέτες κι οι μουσικοί κι οι γερακάρηδες είχαν μείνει για να μαζέψουν τα πράγματα και να ακολουθήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Ο Γκιλ κι ο Παιτρ πήραν θέση πίσω της και κατόπιν έρχονταν οι κυρίες επί των τιμών. Η Μαράντε φορούσε το χαμόγελό της ως σημάδι θριάμβου, αν και κάποιες άλλες έσμιγαν τα φρύδια αποδοκιμαστικά. Δεν το έκαναν απροκάλυπτα —παρ’ όλο που η Μαράντε είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει μπροστά στον Νάιαλ, αποτελούσε μετρήσιμη δύναμη εδώ στην Αμαδισία— αλλά οι περισσότερες έβαζαν τα δυνατά τους σε μια δουλειά την οποία δεν είχαν ζητήσει. Πιθανότατα οι περισσότερες θα είχαν γίνει πρόθυμα κυρίες επί των τιμών της Μοργκέις· αυτό που δεν τους άρεσε ήταν ότι έπρεπε να μένουν στο Φρούριο του Φωτός.

Η Μοργκέις θα χαμογελούσε κι αυτή, αν ήξερε ότι δεν θα την έβλεπε η Μαράντε. Ο μόνος λόγος που δεν είχε ζητήσει εδώ και καιρό να φύγει αυτή η γυναίκα ήταν η ελευθεροστομία της. Η Μαράντε διασκέδαζε πειράζοντάς την που είχε χάσει το Άντορ από την εξουσία της, αλλά τα ονόματα που διάλεγε ήταν βάλσαμο για τη Μοργκέις. Ήταν όλοι άνδρες και γυναίκες που της είχαν εναντιωθεί στη Διαδοχή, όλοι συκοφάντες του Γκάεμπριλ. Δεν περίμενε τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο απ’ αυτούς. Αν η Μαράντε είχε αναφέρει τα ονόματα άλλων, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Αρχόντων, όπως ο Πέλιβαρ ή ο Αμπέλε ή ο Λούαν, Αρχοντισσών, όπως η Αραθέλε ή η Ελόριεν ή η Ήμλυν. Κι άλλων. Ποτέ δεν ήταν μέσα στα καρφιά που πετούσε η Μαράντε, και θα τους ανέφερε, αν τα ονόματά τους είχαν ακουστεί έστω και σε ψιθύρους από το Άντορ. Όσο εκείνη δεν τους μνημόνευε, υπήρχε κάποια ελπίδα ότι δεν είχαν γονατίσει μπροστά στον αλ’Θόρ. Είχαν υποστηρίξει τη Μοργκέις όταν είχε πρωτοδιεκδικήσει το θρόνο, κι ίσως το ξανάκαναν, Φωτός θέλοντος.

Το σχεδόν άφυλλο δάσος έδωσε τη θέση του σε έναν δρόμο από σκληρό χώμα, και τον ακολούθησαν νότια προς το Αντορ. Εκτάσεις άθικτου δάσους εναλλάσσονταν με άλλες υλοτομημένες και χωράφια ακαλλιέργητα για αγρανάπαυση, σημαδεμένα με πέτρινους φράχτες, όπου υπήρχαν πέτρινα σπιτάκια με καλαμοσκεπές και στάβλους σε αρκετή απόσταση από το δρόμο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος ανθρώπους —σήκωναν τόση σκόνη, που η Μοργκέις έδεσε ένα μεταξωτό μαντίλι στο πρόσωπό της— αν κι έσπευδαν να παραμερίσουν με το πρώτο ίχνος αυτής της μεγάλης ομάδας αρματωμένων ενόπλων. Μερικοί, μάλιστα, τρύπωναν στα δένδρα ή πηδούσαν τους φράχτες κι έτρεχαν στα χωράφια. Οι Λευκομανδίτες τους αγνοούσαν, και κανένας αγρότης δεν τολμούσε να κουνήσει τη γροθιά του ή να βάλει τις φωνές στους εισβολείς. Αρκετά αγροκτήματα έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα: δεν έβλεπες πουθενά κότες ή ζώα.

Ανάμεσα στους ανθρώπους στο δρόμο υπήρχε μια βοϊδάμαξα εδώ, λίγα πρόβατα εκεί, κάπου παραπέρα κάποια νεαρή που οδηγούσε ένα κοπάδι χήνες· προφανώς, όλοι αυτοί ήταν ντόπιοι. Μερικοί είχαν ένα δεμάτι κρεμασμένο από ένα χοντρό λουρί στον ώμο, αλλά οι περισσότεροι περπατούσαν με τα χέρια άδεια, σαν να μην είχαν ιδέα πού πήγαιναν. Οι αριθμοί αυτών των τελευταίων μεγάλωνε κάθε φορά που επέτρεπαν στη Μοργκέις να βγει από το Άμαντορ, όποια κατεύθυνση κι αν έπαιρνε.

Η Μοργκέις έστρωσε το μαντίλι πάνω από τη μύτη της και κοίταξε λοξά τον Νόροχουιν. Είχε περίπου την ηλικία και το ύψος του Τάλανβορ, αλλά εκεί τελείωναν οι ομοιότητες. Ήταν κοκκινοπρόσωπος κάτω από το στιλβωμένο κωνικό κράνος του, ξεφλούδιζε από τον ήλιο, και δεν είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή του όμορφος. Η κοκαλιάρικη κορμοστασιά του και η μακρουλή μύτη του θύμιζαν στη Μοργκέις αξίνα. Κάθε φορά που έβγαινε από το Φρούριο του Φωτός, εκείνος ήταν επικεφαλής της «συνοδείας» της, και κάθε φορά προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα. Μπορεί να ήταν Λευκομανδίτης, αλλά κάθε φορά που τον έκανε να παραμερίσει έστω και κατά έναν πόντο από τη θέση του δεσμοφύλακα, ήταν μια νίκη. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πρόσφυγες από τον Προφήτη, Νόροχουιν;» Σίγουρα δεν ήταν αυτό όλοι, μιας κι εκείνοι που κατευθύνονταν βόρεια ήταν εξίσου πολλοί με όσους πήγαιναν νότια.

«Όχι», της είπε αυτός απότομα, δίχως καν να την κοιτάξει. Το βλέμμα του εξέταζε εξονυχιστικά το πλάι του δρόμου, σαν να περίμενε ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιοι θα έκαναν απόπειρα διάσωσης.

Δυστυχώς, η ανταπόκρισή του ως τώρα ήταν πάντα τέτοιου τύπου, όμως η Μοργκέις επέμεινε. «Ποιοι είναι τότε; Αποκλείεται να είναι Ταραμπονέζοι. Εκείνους τους καθοδηγείτε μια χαρά». Είχε δει μια ομάδα Ταραμπονέζων, από περίπου πενήντα άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βρώμικοι, έτοιμους να σωριαστούν κάτω από την εξάντληση, τους οποίους έφιπποι Λευκομανδίτες οδηγούσαν δυτικά σαν να ήταν κοπάδι με γελάδια. Μόνο η πικρή γνώση ότι ήταν παντελώς ανήμπορη, την είχε κάνει να κρατήσει το στόμα της κλειστό. «Η Αμαδισία είναι πλούσια περιοχή. Ακόμα κι αυτή η ξηρασία αποκλείεται να έχει διώξει τόσον κόσμο από τα αγροκτήματα σε λίγους μόνο μήνες».

Το πρόσωπο του Νόροχουιν άλλαξε εκφράσεις. «Όχι», είπε τελικά. «Είναι πρόσφυγες από τον ψεύτικο Δράκοντα».

«Μα πώς; Αυτός βρίσκεται σε εκατοντάδες λεύγες απόσταση από την Αμαδισία».

Και πάλι φάνηκε στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του πως έδινε μια μάχη, καθώς πάσχιζε ή να βρει τις λέξεις ή να μη μιλήσει. «Πιστεύουν ότι είναι ο πραγματικός Αναγεννημένος Δράκοντας», είπε τελικά, με αηδιασμένο ύφος. «Λένε ότι έχει καταλύσει όλα τα δεσμά, σύμφωνα με τις Προφητείες. Οι άνθρωποι παρατούν τους άρχοντες τους, οι μαθητευόμενοι αφήνουν τους δασκάλους τους. Οι άνδρες εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους κι οι γυναίκες τους άνδρες τους. Είναι μια πανούκλα που την κουβαλά ο άνεμος, ένας άνεμος που φυσά από τον ψεύτικο Δράκοντα».

Το βλέμμα της Μοργκέις έπεσε σε ένα νεαρό ζευγάρι που ζάρωνε αγκαλιασμένο και παρακολουθούσε την ομάδα τους να περνά. Ο ιδρώτας είχε σχηματίσει ποταμάκια στη λέρα των προσώπων τους κι η σκόνη είχε κατακαθίσει στα απέριττα ρούχα τους. Έδειχναν πεινασμένοι, τα μάγουλά τους ήταν ρουφηγμένα, τα μάτια γουρλωμένα. Άραγε, αυτό συνέβαινε στο Άντορ; Ο Ραντ αλ’Θόρ το είχε φέρει κι αυτό στο Άντορ; Αν ναι, τότε θα το πληρώσει. Το πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να σιγουρευτεί ότι η θεραπεία δεν ήταν χειρότερη από την αρρώστια. Αν η Μοργκέις γλίτωνε το Άντορ, ακόμα κι απ’ αυτό, για να το παραδώσει στους Λευκομανδίτες...

Προσπάθησε να συνεχίσει τη συζήτηση, αλλά ο Νόροχουιν, αφού την είχε πλημμυρίσει με περισσότερα λόγια απ’ όσα της είχε πει οποιαδήποτε άλλη φορά, κρύφτηκε πίσω από μονολεκτικές απαντήσεις. Δεν είχε σημασία· αφού είχε σπάσει μια φορά την άμυνά του, μπορούσε να το ξανακάνει.

Έστριψε στη σέλα και προσπάθησε να δει τους δύο νεαρούς, όμως είχαν χαθεί πίσω από τους Λευκομανδίτες στρατιώτες. Ούτε κι αυτό είχε σημασία. Αυτά τα πρόσωπα θα έμεναν στη μνήμη της, μαζί με την υπόσχεση της.

Загрузка...