22 Προς τον Νότο

Οι πέντε πέτρες σχημάτιζαν έναν κύκλο που περιστρεφόταν ομαλά πάνω από τα χέρια του Ματ· μία ήταν κόκκινη, μία γαλάζια, μία πράσινη διαφανής, κι οι άλλες είχαν ενδιαφέρουσες ρίγες. Ο Ματ προχωρούσε οδηγώντας με τα γόνατα το άλογό του τον Πιπς, με το δόρυ με το μαύρο κοντάρι χωμένο πίσω από το λουρί της σέλας, στην αντίθετη πλευρά από κείνη που είχε βάλει το αχόρδιστο τόξο του. Οι πέτρες τού θύμισαν τον Θομ Μέριλιν, ο οποίος του είχε διδάξει ταχυδακτυλουργικά, κι αναρωτήθηκε αν ο ηλικιωμένος φίλος του ήταν ακόμα ζωντανός. Μάλλον όχι. Ο Ραντ είχε στείλει το βάρδο στο κατόπι της Ηλαίην και της Νυνάβε, πριν από πολύ καιρό, όπως φαινόταν τώρα, υποτίθεται για να τις προσέχει. Ο Ματ δεν ήξερε δύο γυναίκες που να χρειάζονταν λιγότερη προστασία, και σίγουρα δεν υπήρχαν άλλες που να ήταν πιθανότερο να οδηγήσουν έναν άνδρα στο χαμό του, αφού αρνούνταν να υπακούσουν στη λογική. Η Νυνάβε έχωνε τη μύτη της σε ό,τι έκανε κι έλεγε και σκεφτόταν ένας άνδρας, τραβώντας διαρκώς την παλιοπλεξούδα της καθώς σε κοίταζε, ενώ η Ηλαίην, η καμένη η Κόρη-Διάδοχος, νόμιζε ότι θα περνούσε το δικό της σηκώνοντας τη μύτη ψηλά και μαλώνοντάς σε ίδια και χειρότερα από τη Νυνάβε, αν κι η Ηλαίην ήταν η χειρότερη, επειδή όταν η παγερή υπεροψία της δεν έφερνε αποτέλεσμα, σου χαμογελούσε κάνοντας λακκάκια στο πρόσωπο και περίμενε απ’ όλους να πέσουν στα γόνατα, επειδή ήταν όμορφη. Ο Ματ έλπιζε να είχε επιζήσει ο Θομ από τη συντροφιά τους. Έλπιζε να ήταν κι αυτές καλά επίσης, αλλά δεν θα τον πείραζε αν είχαν βρεθεί σε ζόρια έστω και μία φορά από τότε που είχαν φύγει για, το Φως μόνο ήξερε, πού. Ας έβλεπαν πώς ήταν τα πράγματα όταν δεν είχαν αυτόν να τις ξεμπλέξει, χωρίς να του λένε ούτε έναν καλό λόγο όταν ήταν δίπλα τους. Όχι σε μεγάλα ζόρια βεβαίως —απλώς όσο χρειαζόταν για να ευχηθούν ότι ο Μάτριμ ήταν κοντά για να τις ξανασώσει σαν βλάκας.

«Τι λες κι εσύ, Ματ;» ρώτησε ο Ναλέσεν, φέρνοντας το άλογό του πιο κοντά. «Σκέφτηκες ποτέ πώς θα ήταν αν γινόσουν Πρόμαχος;»

Παραλίγο θα του έπεφταν οι πείρες. Ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς τον κοίταζαν, με πρόσωπα κάθιδρα, περιμένοντας απάντηση. Ο ήλιος κατηφόριζε στον ορίζοντα· σε λίγο θα έπρεπε να σταματήσουν. Το λυκόφως έμοιαζε να κρατά κάπως περισσότερο όσο μίκραιναν οι μέρες, όμως ο Ματ ήθελε να έχει βολευτεί και να κρατά την πίπα του όταν θα σουρούπωνε. Εκτός αυτού, σε τέτοιο έδαφος τα άλογα έσπαζαν τα πόδια τους όταν θάμπωνε το φως. Το ίδιο κι οι άνδρες.

Η Ομάδα απλωνόταν προς τον Βορρά πίσω τους, έφιπποι και πεζοί κάτω από ένα σύννεφο σκόνης που σηκωνόταν ψηλά, με τα λάβαρα να πετούν και τα τύμπανα βουβά, σε χαμηλούς λόφους όλο αραιά θάμνα και σκόρπια σύδεντρα. Είχαν περάσει έντεκα μέρες από την αναχώρηση τους από το Μάερον, κι ήταν στα μισά του δρόμου για το Δάκρυ ή λίγο πιο μετά, έχοντας μετακινηθεί γρηγορότερα απ’ όσο προσδοκούσε ο Ματ. Κι είχαν διαθέσει μονάχα μια μέρα για την ανάπαυση των υποζυγίων τους. Δεν βιαζόταν να πάρει τη θέση του Γουίραμον, αλλά άθελά του αναρωτιόταν πόση απόσταση μπορούσαν να διανύσουν από την αυγή ως το ηλιοβασίλεμα, αν υπήρχε ανάγκη. Ως τώρα η καλύτερη επίδοσή τους ήταν σαράντα πέντε μίλια, απ’ όσο μπορούσαν να εκτιμήσουν. Φυσικά, οι άμαξες με τις προμήθειες χρειάζονταν μισή νύχτα για να τους προφτάσουν, αλλά τώρα τελευταία οι πεζοί έδειχναν ότι μπορούσαν να συναγωνιστούν τους έφιππους στις μεγάλες αποστάσεις, αν όχι και στις μικρές διαδρομές.

Λίγο πιο πίσω και προς τα ανατολικά, μια ομάδα Αελιτών περνούσε ένα δενδροστόλιστο ύψωμα, τρέχοντας με άνεση και καλύπτοντας σιγά-σιγά την απόσταση που τους χώριζε. Μάλλον σιγότρεχαν από το χάραμα, και θα συνέχιζαν ως το ηλιοβασίλεμα, μπορεί και πιο μετά. Αν προσπερνούσαν την Ομάδα όσο υπήρχε ακόμα φως για να φανούν, θα ήταν ενθάρρυνση για αύριο. Όποτε τους προσπερνούσαν οι Αελίτες, οι στρατιώτες έμοιαζαν έτοιμοι για να κάνουν ένα-δυο μίλια παραπάνω την επόμενη μέρα.

Μερικά μίλια πιο μπροστά τα σύδεντρα ενώνονταν και σχημάτιζαν ξανά πλατύ δάσος· θα έπρεπε να στρίψουν και να πλησιάσουν τον Ερινίν πριν φτάσουν εκεί. Καθώς περνούσαν από μια λοφοκορφή, ο Ματ είδε το ποτάμι, και τα πέντε νοικιασμένα ποταμόπλοια που ύψωναν το Κόκκινο Χέρι. Αλλα τέσσερα γυρνούσαν στο Μάερον για να ξαναφορτώσουν, κυρίως φορβή για τα άλογα. Αυτό που δεν έβλεπε, καίτοι ήξερε πως βρισκόταν εκεί, ήταν οι άνθρωποι· άλλοι τραβούσαν ανάντη, άλλοι κατάντη, και κάποιοι άλλαζαν κατεύθυνση όποτε έβρισκαν μια ομάδα με αρχηγό που είχε πειστική γλώσσα. Κάτι ελάχιστοι είχαν δίτροχους αραμπάδες, που συνήθως τους έσερναν μόνοι τους, και μερικοί κάρα, αλλά οι πιο πολλοί είχαν μόνο ό,τι φορούσαν πάνω τους· ακόμα κι οι πιο χοντροκέφαλοι κλέφτες της υπαίθρου είχαν καταλάβει ότι αδίκως θα τους ενοχλούσαν. Ο Ματ δεν είχε ιδέα πού πήγαιναν, ούτε κι αυτοί, όμως ήταν αρκετοί για να προκαλούν συμφόρηση στον κατ’ ευφημισμό δρόμο που ακολουθούσε παράλληλα το ποτάμι. Εκτός αν η Ομάδα τούς έδερνε για να ανοίξει χώρο, εδώ πάνω η πρόοδός της θα ήταν ταχύτερη.

«Πρόμαχος;» είπε ο Ματ, χώνοντας τις πέτρες στο σακίδιο της σέλας του. Παντού μπορούσε να βρει άλλες, μα του άρεσαν τα χρώματα. Είχε εκεί κι ένα πούπουλο αετού κι ένα κομμάτι μιας καιροφαγωμένης, πάλλευκης πέτρας που κάποτε πρέπει να είχε χαραγμένη μια σπειροειδή γραφή. Υπήρχε κι ένας βράχος που έμοιαζε να είναι το κεφάλι ενός αγάλματος, αλλά ήθελε άμαξα για να τον μετακινήσεις. «Ποτέ. Είναι όλοι βλάκες, κορόιδα, έτσι που αφήνουν τις Άες Σεντάι να τους τραβάνε από τη μύτη. Πώς σου κατέβηκε τέτοια ιδέα;»

Ο Ναλέσεν σήκωσε τους ώμους. Ιδρωκοπούσε, μα ακόμα φορούσε το σακάκι του —κόκκινο με μπλε ρίγες σήμερα— κουμπωμένο ως το λαιμό. Το σακάκι του Ματ ήταν ανοιχτό ως κάτω, και πάλι του φαινόταν ότι έβραζε. «Μπορεί με τόσες Άες Σεντάι», είπε ο Δακρυνός. «Που να καεί η ψυχή μου, σε βάζει σε σκέψεις, ε; Θέλω να πω, που να καεί η ψυχή μου, τι άραγε σκαρώνουν;» Εννοούσε τις Άες Σεντάι στην άλλη όχθη του Ερινίν, που σύμφωνα με τις αναφορές ανηφόριζαν και κατηφόριζαν το ποτάμι πολύ γρηγορότερα απ’ όσο οι περιπλανώμενοι σε κείνα τα μέρη.

«Κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο είναι να μη τις σκέφτεσαι». Ο Ματ άγγιξε την ασημένια αλεπουδοκεφαλή όπως ήταν κάτω από το πουκάμισό του· παρ’ όλο που τη φορούσε, χαιρόταν που οι Άες Σεντάι βρίσκονταν στην άλλη μεριά του ποταμού. Μερικοί στρατιώτες του ταξίδευαν με τα ποταμόπλοια, και, παρ’ όλο που τα χωριά ήταν λίγα, έβγαζαν σύμφωνα με τις διαταγές του βάρκα στο καθένα που περνούσαν από την απέναντι μεριά για να δουν τι μπορούσαν να μάθουν. Ως τώρα, τα νέα δεν είχαν φανερώσει τίποτα ιδιαίτερο και συχνά ήταν δυσάρεστα. Το πλήθος των Άες Σεντάι ήταν το λιγότερο.

«Και πώς γίνεται να μη τις σκεφτόμαστε;» ρώτησε ο Ταλμέηνς. «Νομίζεις ότι ο Πύργος στ’ αλήθεια κινούσε τα νήματα του Λογκαίν;» Ήταν ένα από τα πιο πρόσφατα νέα, μόλις δύο ημερών.

Ο Ματ έβγαλε το καπέλο του, ίσα για να σκουπίσει το μέτωπό του πριν απαντήσει. Τη νύχτα θα είχε λιγότερη ζέστη. Αλλά δεν θα υπήρχε ούτε κρασί, ούτε μπύρα, ούτε γυναίκες, ούτε και τυχερά παιχνίδια. Ποιος θα γινόταν στρατιώτης από επιλογή του; «Νομίζω ότι οι Άες Σεντάι είναι ικανές σχεδόν για όλα». Έχωσε το δάχτυλο μέσα από το μαντίλι που φορούσε στο λαιμό και το χαλάρωσε. Ένα χαρακτηριστικό των Προμάχων, από τα λίγα που είχε μάθει παρακολουθώντας τον Λαν, ήταν ότι ποτέ δεν ίδρωναν. «Μα να κάνουν τέτοιο πράγμα; Ταλμέηνς, πιο εύκολα θα πίστευα ότι είσαι Άες Σεντάι. Δεν φαντάζομαι να είσαι, ε;»

Ο Ντήριντ διπλώθηκε γελώντας στο μπροστάρι της σέλας του, ενώ ο Ναλέσεν παραλίγο θα έπεφτε από το άλογό του. Στην αρχή ο Ταλμέηνς μούδιασε, αλλά στο τέλος χαμογέλασε. Παραλίγο θα χαχάνιζε. Ο άνθρωπος δεν είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, αλλά δεν του έλειπε τελείως.

Η σοβαρότητα του όμως επανήλθε γρήγορα. «Και τι λες για τους Δρακορκισμένους; Αν είναι αλήθεια, Ματ, τότε έχουμε μπελάδες». Το γέλιο των άλλων κόπηκε μαχαίρι.

Ο Ματ μόρφασε. Ήταν η πιο φρέσκια είδηση ή φήμη —μπορούσες να το πεις όπως προτιμούσες— που είχαν μάθει χθες, για ένα χωριό που είχε καεί κάπου στο Μουράντυ. Το χειρότερο ήταν ότι, όπως λεγόταν, είχαν σκοτώσει όσους δεν ορκίζονταν στον Αναγεννημένο Δράκοντα, μαζί και τις οικογένειές τους. «Θα τους κανονίσει ο Ραντ. Αν είναι αλήθεια. Άες Σεντάι, Δρακορκισμένοι, όλα αυτά είναι δική του δουλειά, κι εμείς δεν ανακατευόμαστε. Έχουμε να ασχοληθούμε με τις δικές μας δουλειές».

Αυτό, βεβαίως, δεν ανακούφισε τη βλοσυρή έκφρασή τους. Είχαν δει πολλά καμένα χωριά, κι υπολόγιζαν ότι θα έβλεπαν κι άλλα όταν θα έφταναν στο Δάκρυ. Ποιος ήθελε να γίνει στρατιώτης;

Ένας καβαλάρης φάνηκε από το επόμενο ψήλωμα μπροστά τους, πηδώντας με το άλογό του τους θάμνους αντί να κάνει το γύρω ή έστω να πάει από την κατηφοριά. Ο Ματ έκανε νόημα να σταματήσουν, προσθέτοντας, «Να μην ηχήσουν οι σάλπιγγες». Η εντολή απλώθηκε σαν κύμα πίσω του με ένα μουρμουρητό που έσβησε, όμως αυτός δεν ξεκόλλησε το βλέμμα από τον καβαλάρη.

Στάζοντας ιδρώτα, ο Τσελ Βάνιν τράβηξε τα γκέμια του καφεγκρίζου μουνουχιού του μπροστά στον Ματ. Φορούσε ένα κακοφτιαγμένο γκρι σακάκι που τον τύλιγε σαν σακί, και καθόταν κι ο ίδιος σαν σακί στη σέλα. Ο Βάνιν ήταν χοντρός, γεγονός αδιαμφισβήτητο. Όμως, όσο κι απίθανο κι αν φαινόταν, ήταν πολύ καλός ιππέας με κάθε λογής ζώο.

Πολύ πριν φτάσουν στο Μάερον, ο Ματ είχε ξαφνιάσει τον Ναλέσεν, τον Ντήριντ και τον Ταλμέηνς ρωτώντας τους ποιοι ήταν οι καλύτεροι κλεφτοκοτάδες κι αλογοκλέφτες μεταξύ των ανδρών τους, εκείνοι για τους οποίους ήξεραν ότι ήταν ένοχοι, αλλά δεν μπορούσαν να το αποδείξουν. Ειδικά οι δύο ευγενείς δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι είχαν άτομα με τέτοιο ποιόν στις μονάδες τους, όμως ύστερα από λίγη πίεση ανέφεραν τα ονόματα τριών Καιρχινών, δύο Δακρυνών και —κάτι που αποτελούσε έκπληξη— δύο Αντορινών. Ο Ματ δεν ήξερε ότι υπήρχαν Αντορινοί τόσο καιρό στην Ομάδα που να διακριθούν μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά απ’ ό,τι φαινόταν, τα νέα διαδίδονταν.

Πήρε κατά μέρος αυτούς τους επτά ανθρώπους και τους είπε ότι χρειαζόταν ανιχνευτές κι ότι ο καλός ανιχνευτής αξιοποιούσε τις ίδιες δεξιότητες με τον λαθροθήρα και τον αλογοκλέφτη. Αγνοώντας τις πυρετώδεις διαμαρτυρίες τους ότι δεν είχαν διαπράξει ποτέ κανένα έγκλημα —πιο έντονες από τις διαμαρτυρίες του Ταλμέηνς και του Ναλέσεν μαζί, και εξίσου ευφραδείς, αν και χυδαιότερες— πρόσφερε αμνηστία για κάθε κλοπή που είχαν κάνει μέχρι εκείνη τη μέρα, τριπλή πληρωμή κι απαλλαγή από αγγαρείες, αρκεί να ανέφεραν την αλήθεια. Και κρεμάλα για το πρώτο ψέμα· πολλοί άνθρωποι μπορούσαν να πεθάνουν από το ψέμα ενός ανιχνευτή. Παρά την απειλή, δέχθηκαν με ενθουσιασμό, πιθανότατα λόγω της λιγότερης δουλειάς παρά για το επιπλέον ασήμι.

Αλλά οι επτά δεν έφταναν, κι έτσι τους ζήτησε να προτείνουν κι άλλους, και να έχουν κατά νου όσα τους είχε πει για τις απαιτούμενες ικανότητες, όπως επίσης και το γεγονός ότι το να ζήσουν και να εισπράξουν την τριπλή αμοιβή, θα εξαρτιόταν κατά μεγάλο μέρος από τις ικανότητες εκείνων που θα πρότειναν. Αυτό τους έκανε να ξύσουν το πηγούνι και να αρχίσουν τις λοξές ματιές, αλλά συνολικά πρότειναν άλλα έντεκα ονόματα, τονίζοντας συνεχώς ότι δεν υπονοούσαν τίποτα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Έντεκα άνδρες, τόσο καλοί λαθροθήρες κι αλογοκλέφτες, που δεν τους είχαν υποψιαστεί ο Ντήριντ ή ο Ταλμέηνς ή ο Ναλέσεν, αλλά όχι αρκετά καλοί ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή των πρώτων επτά. Ο Ματ έκανε και σ’ αυτούς την ίδια προσφορά και ξαναζήτησε ονόματα. Όταν πια έφτασε στο σημείο να μη βρίσκει άλλα ονόματα, είχε σαράντα επτά ανιχνευτές. Οι δύσκολοι καιροί είχαν αναγκάσει πολλούς να στραφούν στο στρατό αντί για την τέχνη που θα προτιμούσαν να ακολουθήσουν.

Ο τελευταίος, που τον είχαν ονοματίσει οι τρεις ακριβώς πριν απ’ αυτόν, ήταν ο Τσελ Βάνιν, ένας Αντορινός που είχε ζήσει στο Μάερον, αλλά έκανε μεγάλες περιπλανήσεις και στις δύο όχθες του Ερινίν. Ο Βάνιν μπορούσε να κλέψει τα αυγά ενός φασιανού χωρίς να τον ενοχλήσει όπως καθόταν στη φωλιά του, αν και θα ήταν απίθανο να μην έβαζε και την κλώσα στο σακούλι του. Μπορούσε να κλέψει άλογο κάτω από ευγενή χωρίς ο ευγενής να το πάρει χαμπάρι για δυο μέρες. Τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζονταν με δέος αυτοί που τον είχαν προτείνει. Με ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο κι ένα ύφος απόλυτης αθωότητας στο στρογγυλό μούτρο του, ο Βάνιν είχε διαμαρτυρηθεί λέγοντας πως ήταν σταβλίτης και καμιά φορά πεταλωτής, όποτε μπορούσε να βρει δουλειά. Αλλά θα έπαιρνε τη θέση για το τετραπλάσιο απ’ όσο πλήρωνε κανονικά η Ομάδα. Ως τώρα, τα άξιζε και με το παραπάνω.

Όπως καθόταν στο άλογό του μπροστά στον Ματ σε κείνη τη λοφοκορφή, ο Βάνιν φαινόταν ταραγμένος. Του άρεσε που ο Ματ δεν ήθελε να τον λένε «Άρχοντά μου», μιας και δεν του άρεσε να υποκλίνεται σε κανέναν, αλλά κατάφερε να αγγίξει το μέτωπο με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του με κάτι σαν επίσημο χαιρετισμό. «Νομίζω ότι πρέπει να το δεις αυτό. Εγώ δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Πρέπει να το δεις με τα μάτια σου».

«Περιμένετε εδώ», είπε ο Ματ στους άλλους, και, προς τον Βάνιν, «Δείξε μου».

Δεν ήταν μεγάλη διαδρομή, απλώς πέρασαν τους δύο επόμενους λόφους κι ανηφόρισαν ένα στριφογυριστό ποταμάκι με πλατιές όχθες όλο ξεραμένη λάσπη. Η οσμή ήταν το πρώτο δείγμα αυτού που ήθελε να του δείξει ο Βάνιν, πριν τα πρώτα όρνια πετάξουν στον αέρα. Κάποια άλλα ανέμισαν τις φτερούγες τους κι έκαναν λίγο παραπέρα πριν ξανακατέβουν, τινάζοντας τα δίχως πούπουλα κεφάλια τους και κρώζοντας επιθετικά. Τα χειρότερα ήταν εκείνα που δεν σήκωσαν κεφάλι από το γεύμα τους, ο αναβράζων σωρός από λεκιασμένα μαύρα φτερά.

Μια αναποδογυρισμένη άμαξα σαν μικρό σπίτι με ρόδες, ζωγραφισμένη με χτυπητά πράσινα και γαλάζια και κίτρινα χρώματα, έδειχνε ότι η σκηνή ήταν ένα καραβάνι των Μαστόρων, όμως ήταν λίγες οι άμαξες που είχαν γλιτώσει από τη φωτιά. Παντού κείτονταν πτώματα με πολύχρωμα ρούχα, σχισμένα και σκούρα από το ξεραμένο αίμα, πτώματα ανδρών, γυναικών και παιδιών. Ένα κομμάτι του Ματ το ανέλυσε ψυχρά· του υπόλοιπου του ήρθε να κάνει εμετό, να το βάλει στα πόδια, οτιδήποτε εκτός από το να συνεχίσει να κάθεται εκεί με τον Πιπς. Οι επιτιθέμενοι είχαν πρωτοέρθει από τα δυτικά. Οι περισσότεροι άνδρες και τα μεγαλύτερα αγόρια κείτονταν εκεί, μαζί με ό,τι είχε απομείνει από τα μεγαλόσωμα σκυλιά, μάλλον έχοντας προσπαθήσει να σχηματίσουν μια σειρά για να συγκρατήσουν τους φονιάδες με τα κορμιά τους ενώ τα γυναικόπαιδα διέφευγαν. Μια μάταια φυγή. Σωριασμένα πτώματα έδειχναν τα σημεία που είχαν πέσει πανικόβλητα στη δεύτερη επίθεση. Τώρα το μόνο που σάλευε ήταν τα όρνια.

Ο Βάνιν έφτυσε αηδιασμένος μέσα από το χάσμα στα δόντια του. «Δεν λέω, τους κυνηγάς για να μη κλέψουν πολλά —σου αρπάζουν τα παιδιά, αν δεν έχεις το νου σου, και τα μεγαλώνουν σαν να ’ναι δικά τους— και τους ρίχνεις καμιά κλωτσιά για να κάνουν πιο γρήγορα, αλλά δεν το κάνεις αυτό. Ποιοι θα έκαναν τέτοιο πράγμα;»

«Δεν ξέρω. Κλέφτες». Τα άλογα έλειπαν. Αλλά οι κλέφτες ήθελαν να κλέψουν, όχι να σκοτώσουν, κι οι Μάστορες δεν αντιστέκονταν, αν πήγαινες να τους κλέψεις την τελευταία πένα από την τσέπη και το σακάκι που φορούσαν. Ο Ματ βίασε τα χέρια του να χαλαρώσουν τη λαβή τους στα χαλινάρια. Αυτός που το είχε κάνει δεν ήθελε επιζώντες. Έκανε αργά το γύρο της σκηνής, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στα όρνια που σφύριζαν κι άπλωναν τις φτερούγες όταν περνούσε —το έδαφος ήταν σκληρό και δεν κρατούσε καλά τα αποτυπώματα, αν και του φάνηκε ότι υπήρχαν άλογα που είχαν ακολουθήσει διαφορετικές κατευθύνσεις— και ξαναγύρισε στον Βάνιν. «Μπορούσες να μου το πεις. Δεν ήθελα να το δω». Φως μου, δεν ήθελα!

«Μπορούσα να σου πω ότι δεν υπάρχουν καλά αχνάρια», είπε ο Βάνιν, γυρνώντας το άλογό του και περνώντας το ρηχό ποταμάκι. «Ίσως, όμως, θέλεις να δεις αυτό εδώ».

Η φωτιά είχε κάψει σχεδόν ολόκληρο το πάνω μέρος της άμαξας που ήταν πεσμένη με το πλάι, όμως η καρότσα είχε γλιτώσει, στηριγμένη σε κίτρινες ρόδες με κόκκινες ακτίνες. Πεσμένος πάνω της ήταν ένας άνδρας με σακάκι που έδειχνε ακόμα ίχνη ενός έντονου γαλάζιου χρώματος, με απλωμένο το χέρι που ήταν μαύρο από το αίμα. Αυτό που είχε γράψει με τρεμάμενα γράμματα ξεχώριζε, καθώς ήταν πιο σκούρο από το ξύλο του κάτω μέρους της άμαξας.

ΠΕΣ ΤΟ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΜΕΝΟ ΔΡΑΚΟΝΤΑ

Τι να του πω; αναρωτήθηκε ο Ματ. Ότι κάποιος είχε αφανίσει ένα ολόκληρο καραβάνι Μαστόρων; Ή μήπως ο άνθρωπος είχε πεθάνει πριν γράψει το όποιο μήνυμά του; Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που οι Μάστορες διέθεταν σημαντικές πληροφορίες. Αν επρόκειτο για παραμύθι, θα είχε ζήσει αρκετά για να γράψει το ζωτικό στοιχείο που θα έκρινε τη νίκη. Τέλος πάντων, όποιο κι αν ήταν το μήνυμα, κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε ούτε λέξη πια.

«Είχες δίκιο, Βάνιν». Ο Ματ δίστασε. Τι να έλεγε στον Αναγεννημένο Δράκοντα; Δεν υπήρχε λόγος να αρχίσουν κι άλλες φήμες πλάι στις ήδη υπάρχουσες. «Κάψε και την υπόλοιπη άμαξα πριν φύγεις. Κι αν ρωτήσει κανείς, δεν υπήρχε τίποτα εδώ εκτός από ένα πλήθος νεκρών». Μαζί και γυναικόπαιδα.

Ο Βάνιν ένευσε. «Βρωμεροί άγριοι», μουρμούρισε κι έφτυσε πάλι ανάμεσα από τα δόντια του. «Μπορεί να ήταν τίποτα από κείνους, λέω εγώ».

Εκείνη η ομάδα των Αελιτών, τριακόσια-τετρακόσια άτομα, τους είχε προφτάσει. Κατηφόρισαν τρέχοντας την πλαγιά και πέρασαν το ποταμάκι ούτε πενήντα βήματα πιο πέρα από τις άμαξες. Μερικοί σήκωσαν το χέρι σε χαιρετισμό· ο Ματ δεν τους αναγνώρισε, αλλά πολλοί Αελίτες είχαν ακούσει για τον φίλο του Ραντ αλ’Θόρ, εκείνον που φορούσε το καπέλο και που ήταν καλύτερο να μη στοιχηματίζεις εναντίον του. Πέρασαν το ποτάμι κι ανηφόρισαν την επόμενη πλαγιά, και τα πτώματα ήταν σαν να μην υπήρχαν.

Καμένοι Αελίτες, σκέφτηκε ο Ματ. Ήξερε ότι οι Αελίτες απέφευγαν τους Μάστορες, τους αγνοούσαν, αν και δεν ήξερε το λόγο, μα αυτό το πράγμα... «Δεν νομίζω», είπε. «Κάψε το, Βάνιν».

Ο Ταλμέηνς κι οι άλλοι δύο ήταν εκεί που τους είχε αφήσει, φυσικά. Όταν ο Ματ τους είπε τι υπήρχε μπροστά, κι έπρεπε να ενημερωθούν τα συνεργεία ταφής, ένευσαν βλοσυρά. Ο Ντήριντ, μη μπορώντας να το χωνέψει, μουρμούρισε, «Μάστορες;»

«Θα στρατοπεδεύσουμε εδώ», πρόσθεσε ο Ματ.

Περίμενε κάποια σχόλια —υπήρχε αρκετό φως για να κάνουν μερικά μίλια ακόμα, κι αυτοί οι τρεις ήταν τόσο απασχολημένοι με το πόσο μπορούσε να προχωρήσει κάθε μέρα η Ομάδα, σε σημείο που έβαζαν και στοιχήματα— αλλά ο Ναλέσεν απλώς είπε, «Θα στείλω έναν άνδρα κάτω να κάνει σήμα στα πλοία πριν φύγουν πολύ μπροστά».

Ίσως να ένιωθαν ό,τι ένιωθε κι ο ίδιος. Εκτός αν στρέφονταν προς το ποτάμι, δεν θα μπορούσαν να αποφύγουν την εικόνα των όρνιων που θα σηκώνονταν στον ουρανό για να αποφύγουν τα συνεργεία ταφής. Το ότι είχες δει σκοτωμούς δεν σήμαινε ότι το απολάμβανες κιόλας. Όσο για τον Ματ, αυτός σκεφτόταν ότι, αν ξανάβλεπε εκείνα τα πουλιά, θα έκανε εμετό. Το πρωί θα έμεναν μόνο τάφοι, αθέατοι ευτυχώς.

Η ανάμνηση, όμως, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό του, ακόμα κι όταν στήθηκε η σκηνή του σε κείνη τη λοφοκορφή, όπου θα την έβρισκε η αύρα από το ποτάμι, αν αποφάσιζε ποτέ να φυσήξει. Πτώματα μακελεμένα από φονιάδες, κατακρεουργημένα από όρνια. Ήταν χειρότερο κι από τη μάχη ενάντια στο Σάιντο γύρω από την Καιρχίν. Εκεί είχαν σκοτωθεί Κόρες, όμως ο Ματ δεν είχε δει καμία, και δεν υπήρχαν τότε παιδιά. Οι Μάστορες δεν πολεμούσαν ούτε για να υπερασπιστούν τη ζωή τους. Κανείς δεν σκότωνε τους Ταξιδιώτες. Σκάλισε ανόρεχτα το βοδινό με τα φασόλια και κλείστηκε στη σκηνή του όσο πιο σύντομα μπορούσε. Ακόμα κι ο Ναλέσεν δεν ήθελε κουβέντα, ενώ ο Ταλμέηνς φαινόταν πιο κατσούφης από ποτέ.

Το νέο των σκοτωμών είχε διαδοθεί. Είχε πέσει μια ησυχία στο στρατόπεδο, που ο Ματ την είχε ξανανιώσει. Συνήθως το σκοτάδι το τρυπούσαν τραχιά γέλια και μερικές φορές άσματα κακόηχα και κακόγουστα, ώσπου τελικά οι σημαιοφόροι ανάγκαζαν τους λίγους που δεν παραδέχονταν ότι ήταν κουρασμένοι να τυλιχτούν στις κουβέρτες τους. Απόψε ήταν όπως τις άλλες φορές που είχαν βρει ένα χωριό με τους νεκρούς άταφους ή μια ομάδα προσφύγων που είχαν προσπαθήσει να υπερασπιστούν τη μικρή ομάδα τους από τους ληστές. Ελάχιστοι γελούσαν ή τραγουδούσαν ύστερα από κάτι τέτοιο, κι αυτούς που μπορούσαν συνήθως οι άλλοι τούς ανάγκαζαν να σταματήσουν.

Ο Ματ ξάπλωσε καπνίζοντας την πίπα του ενώ έπεφτε το σκοτάδι, όμως η σκηνή ήταν κοντά κι ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει με τόσες αναμνήσεις νεκρών Μαστόρων κι αρχαιότερες αναμνήσεις αρχαίων νεκρών. Πλήθος μάχες, πλήθος νεκροί. Αγγιξε με το δάχτυλο το δόρυ του, ψηλάφισε τα γράμματα της Παλιάς Γλώσσας που κατηφόριζαν το μαύρο κοντάρι.

Έτσι γράφεται το σύμφωνο μας· έτσι κλείνει η συμφωνία μας.

Η σκέψη είναι το βέλος τον χρόνου· οι μνήμες δεν ξεθωριάζουν ποτέ.

Ό,τι ζητήθηκε δόθηκε· το τίμημα πληρώθηκε.

Εκείνος, όμως, ήταν ο χαμένος της συναλλαγής.

Έπειτα από ώρα πήρε μια κουβέρτα, και το δόρυ μια στιγμή αργότερα, και βγήκε έξω φορώντας τα ασπρόρουχά του, με την ασημένια αλεπουδοκεφαλή στο γυμνό του στέρνο να καθρεφτίζει το φως του λειψού φεγγαριού. Φυσούσε μια αδύναμη αύρα, μια ισχνή πνοή με ελάχιστη δροσιά, η οποία μόλις και τάραζε το λάβαρο του Κόκκινου Χεριού στον ιστό του που ήταν καρφωμένος στο χώμα μπροστά στη σκηνή του Ματ, αλλά πάντως ήταν καλύτερα εδώ παρά μέσα.

Πέταξε την κουβέρτα του ανάμεσα στα θάμνα και ξάπλωσε ανάσκελα. Όταν ήταν αγοράκι, καμιά φορά για να νυστάξει έλεγε τα ονόματα των αστερισμών. Σ’ αυτόν τον ανέφελο ουρανό, το φεγγάρι, παρ’ όλο που ήταν στη χάση του, έχυνε αρκετό φως για να σβήσει τα περισσότερα άστρα, αλλά άφηνε αρκετά. Υπήρχε η Αχυράμαξα, ψηλά από πάνω του, κι οι Πέντε Αδελφές, κι οι Τρεις Χήνες που έδειχναν τον Βορρά. Ο Τοξότης, ο Οργωτής, ο Σιδεράς, το Φίδι. Αυτόν οι Αελίτες τον ονόμαζαν Δράκοντα. Η Ασπίδα, που μερικοί την έλεγαν Ασπίδα του Γερακόφτερου —αυτή τον έκανε να ανασαλέψει· μερικές φορές στις αναμνήσεις του δεν χώνευε καθόλου τον Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ— και το Ελάφι και το Κριάρι. Η Κούπα κι η Ταξιδιώτισσα, με το ραβδί της να ξεχωρίζει.

Το αυτί του κάτι έπιασε, μα δεν ήταν σίγουρος τι. Αν η νύχτα δεν ήταν τόσο γαλήνια, ο αμυδρός ήχος δεν θα φαινόταν σαν κάποιος να ερχόταν ύπουλα, μα ήταν. Ποιος, άραγε, θα ζύγωνε έτσι στα κρυφά; Ανασηκώθηκε με περιέργεια στον αγκώνα του — και πάγωσε.

Σαν σκιές του φεγγαριού, υπήρχαν φιγούρες που κινούνταν έξω από τη σκηνή του. Το φεγγαρόφωτο έπιασε μια κι ότι το πρόσωπό της ήταν πεπλοφορεμένο. Αελίτες; Τι στο Φως; Περικύκλωσαν σιωπηλά τη σκηνή, έσφιξαν τον κλοιό· λαμπερό μέταλλο άστραψε στη νύχτα, ακούστηκε σαν ψίθυρος ο ήχος υφάσματος που σχιζόταν, και χώθηκαν μέσα. Μετά από μια μόνο στιγμή, ξαναβγήκαν. Και κοίταξαν τριγύρω· το λιγοστό φως έφτανε.

Ο Ματ έφερε τα πόδια του κάτω από το κορμί του. Αν έμενε σκυμμένος, ίσως ξεγλιστρούσε χωρίς να τον ακούσουν.

«Ματ;» φώναξε ο Ταλμέηνς από τη λοφοπλαγιά· φαινόταν μεθυσμένος.

Ο Ματ μαρμάρωσε· ίσως ο Ταλμέηνς να έφευγε, αν νόμιζε ότι κοιμόταν. Οι Αελίτες έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί, όμως αυτός ήταν σίγουρος ότι είχαν κρυφτεί εκεί δίπλα.

Οι μπότες του Ταλμέηνς έτριξαν πλησιάζοντας. «Έχω μπράντυ μαζί μου, Ματ. Νομίζω πως πρέπει να πιεις. Είναι καλό για τα όνειρα, Ματ. Εσύ δεν θυμάσαι τα δικά σου».

Ο Ματ αναρωτήθηκε αν οι Αελίτες θα τον άκουγαν με τόσο θόρυβο που έκανε ο Ταλμέηνς. Απείχε δέκα βήματα περίπου ως το σημείο όπου κοιμούνταν οι κοντινότεροι στρατιώτες —το Πρώτο Λάβαρο του Ιππικού, οι Κεραυνοί του Ταλμέηνς, είχαν αυτή την «τιμή» απόψε— και λιγότερα από δέκα ως τη σκηνή του και τους Αελίτες. Ήταν σβέλτοι, αλλά, αν έκανε δυο δρασκελιές, δεν θα τον προλάβαιναν αμέσως κι ύστερα θα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από πενήντα άνδρες του.

«Ματ; Κάτι μου λέει ότι δεν κοιμάσαι, Ματ. Είδα το πρόσωπό σου. Είναι καλύτερα όταν σκοτώσεις τα όνειρα. Πίστεψέ με, ξέρω».

Ο Ματ ζάρωσε, έσφιξε το δόρυ και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δυο δρασκελιές.

«Ματ;» Ο Ταλμέηνς ήταν πιο κοντά. Ο βλάκας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πατήσει κάποιον Αελίτη. Θα του έκοβαν το λαιμό χωρίς τον παραμικρό ήχο.

Που να καείς, σκέφτηκε ο Ματ. Δυο δρασκελιές μου έφταναν. «Βγάλτε τα σπαθιά!» φώναξε, πηδώντας όρθιος. «Αελίτες στο στρατόπεδο!» Κατηφόρισε τρέχοντας την πλαγιά. «Συγκεντρωθείτε στο λάβαρο! Συνκεντρωθείτε στο Κόκκινο Χέρι! Συγκεντρωθείτε, άθλια υποκείμενα!»

Αυτό, φυσικά, τους ξύπνησε όλους, και πώς να μην τους ξυπνήσει, έτσι όπως μούγκριζε, σαν ταύρος που είχε πέσει σε αγκαθωτό θάμνο. Οι φωνές εξαπλώθηκαν προς κάθε κατεύθυνση· τα τύμπανα κάλεσαν σε συγκέντρωση, οι σάλπιγγες σήμαναν συνάθροιση. Οι άνδρες του Πρώτου Ιππικού χίμηξαν από τις κουβέρτες τους κι έτρεξαν στο λάβαρο κραδαίνοντας σπαθιά.

Πάντως, ήταν γεγονός ότι οι Αελίτες είχαν να διανύσουν μικρότερη απόσταση από τους στρατιώτες. Κι ήξεραν τι έψαχναν. Κάτι —ένστικτο, η τύχη του, το ότι ήταν τα’βίρεν· ο Ματ δεν είχε ακούσει τίποτα μέσα στο σαματά— τον έκανε να γυρίσει τη στιγμή που εμφανιζόταν η πρώτη πεπλοφορεμένη μορφή πίσω του σαν να είχε ξεφυτρώσει από τον αέρα. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Έφραξε το λόγχισμα του άλλου με τη δική του λόγχη, όμως ο Αελίτης απέκρουσε με τη στρογγυλή μικρή ασπίδα του την αντεπίθεση του Ματ και τον κλώτσησε στην κοιλιά. Η απόγνωση χάρισε στον Ματ τη δύναμη να μη λυγίσουν τα πόδια του, παρ’ όλο που δεν είχε απομείνει αέρας στα πνευμόνια του· στροβιλίστηκε με αγωνία προς το πλάι, καθώς η αιχμή της λόγχης χάραζε τα πλευρά του, κλάδεψε τα πόδια του Αελίτη με μια ανάποδη κίνηση της λόγχης του, και τον κάρφωσε στην καρδιά. Μα το Φως, ευχόταν ο αντίπαλός του να ήταν άνδρας κι όχι γυναίκα.

Ξεκόλλησε τη λόγχη με μια απότομη κίνηση πάνω στην ώρα για να αντιμετωπίσει την κατά μέτωπον επίθεση. Κακώς δεν το έβαλα στα πόδια όταν είχα την ευκαιρία! Χειρίστηκε το όπλο του ως πολεμική ράβδο ταχύτερα από ποτέ άλλοτε στη ζωή του, στριφογυρνώντας το, αποκρούοντας τις αιχμές των Αελιτών, χωρίς να έχει χρόνο για να ανταποδώσει τα χτυπήματα. Ήταν πάρα πολλοί. Έπρεπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και να το βάλω στα πόδια! Ξαναβρήκε την ανάσα του. «Συγκεντρωθείτε, ελεεινοί και τρισάθλιοι! Κουφαθήκατε όλοι; Ανοίξτε τα αυτιά σας και συγκεντρωθείτε!»

Καθώς αναρωτιόταν γιατί δεν ήταν ακόμα νεκρός —είχε σταθεί τυχερός με έναν Αελίτη, μα κανείς δεν ήταν τόσο τυχερός για να αντέξει σε κάτι τέτοιο— συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι δεν ήταν πια μονάχος. Ένας κοκαλιάρης Καιρχινός που φορούσε ασπρόρουχα σωριάστηκε σχεδόν κάτω από τα πόδια του με μια στριγκή τσιρίδα και τη θέση του πήρε ένας Δακρυνός, το πουκάμισό του οποίου ανέμιζε και το σπαθί του πετούσε. Μαζεύτηκαν κι άλλοι φωνάζοντας άλλος «Ο Άρχοντας Μάτριμ κι η νίκη!» κι άλλοι «Το Κόκκινο Χέρι!» και «Σκοτώστε τα μαυρομάτικα παράσιτα!»

Ο Ματ ξεγλίστρησε από κει και τους άφησε να συνεχίσουν. Ο στρατηγός που καθοδηγεί από το μέτωπο της μάχης είναι ανόητος. Ήταν μία από εκείνες τις παμπάλαιες αναμνήσεις, παράθεμα από κάποιον που το όνομά του δεν ήταν μέσα στη θύμηση. Υπάρχει κίνδυνος να σκοτωθείς εκεί. Αυτό ήταν καθαρά Ματ Κώθον.

Στο τέλος, όλα τα έκριναν καθαρά οι αριθμοί. Δώδεκα Αελίτες κι αν δεν ήταν ολόκληρη η Ομάδα, ήταν σίγουρα επτακόσιοι που είχαν καταφέρει να φτάσουν στη λοφοκορφή πριν από το τέλος. Νεκροί ήταν δώδεκα Αελίτες και, επειδή ήταν Αελίτες, επίσης καμιά εικοσαριά άνδρες της Ομάδας, ενώ διπλάσιοι ήταν εκείνοι που αιμορραγούσαν και βογκούσαν, καθώς δέχονταν τις φροντίδες των άλλων. Ακόμα και με το λίγο που είχε εμπλακεί, ο Ματ ήταν κομμένος κι έχυνε αίμα από πεντ’ έξι σημεία, κι υποψιαζόταν ότι τουλάχιστον τα τρία θα χρειάζονταν ράμματα.

Το δόρυ του ήταν ό,τι έπρεπε για πεζοπορία, καθώς προχωρούσε χωλαίνοντας για να πλησιάσει τον Ταλμέηνς, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο χώμα με τον Ντήριντ να δένει έναν επίδεσμο γύρω από το αριστερό του πόδι.

Το λευκό πουκάμισο του Ταλμέηνς, που κρεμόταν χαλαρά, λαμπύριζε σκούρο σε δυο μέρη. «Απ’ ό,τι φαίνεται», είπε λαχανιασμένα, «ο Νέριμ θα μου ξανακάνει τη μοδίστρα, αυτός ο αδέξιος ταύρος». Ο Νέριμ ήταν ο υπηρέτης του και μπάλωνε τόσο συχνά τα ρούχα του αφέντη του όσο και τον ίδιο.

«Θα είναι εντάξει;» ρώτησε μαλακά ο Ματ.

Ο Ντήριντ σήκωσε τους ώμους. Φορούσε μόνο το παντελόνι του. «Αιμορραγεί λιγότερο από σένα, θα έλεγα». Σήκωσε το βλέμμα. Μια καινούρια ουλή είχε προστεθεί στη συλλογή του προσώπου του. «Πάλι καλά που τους ξέφυγες, Ματ. Είναι φανερό ότι ήθελαν εσένα».

«Χαίρομαι που δεν τους έδωσα αυτό που ήθελαν». Μορφάζοντας, ο Ταλμέηνς σηκώθηκε με κόπο όρθιος, αγκαλιάζοντας τον Ντήριντ από τον ώμο με το ένα χέρι. «θα ήταν κρίμα να χάσουμε το γούρι της Ομάδας από μια ομάδα αγρίων μέσα στη νυχτιά».

Ο Ματ ξερόβηξε. «Κι εγώ αυτό σκέφτηκα». Η εικόνα των Αελιτών που χώνονταν στη σκηνή του ξανάρθε στο μυαλό του κι ανατρίχιασε. Γιατί στο Φως ήθελαν οι Αελίτες να τον σκοτώσουν;

Ο Ναλέσεν εμφανίστηκε από κει που είχαν αραδιάσει τους νεκρούς Αελίτες. Ακόμα και τώρα φορούσε το σακάκι του, αν κι όχι κουμπωμένο· κοίταζε συνοφρυωμένος μια κηλίδα αίματος στο πέτο, που μπορεί να ήταν δικό του αίμα, μπορεί κάποιου άλλου. «Που να καεί η ψυχή μου, το ήξερα ότι κάποια στιγμή αυτοί οι άγριοι θα στρέφονταν εναντίον μας. Φαντάζομαι ήταν από το τσούρμο που μας προσπέρασε νωρίτερα σήμερα».

«Αμφιβάλλω», είπε ο Ματ. «Αν με ήθελαν, θα μπορούσαν να με σουβλίσουν και να με βάλουν στη φωτιά πριν το πάρετε χαμπάρι». Πλησίασε κουτσά-κουτσά και περιεργάστηκε τους Αελίτες, παίρνοντας ένα φανάρι που είχε φέρει κάποιος γιατί το σεληνόφως δεν αρκούσε. Με την ανακούφιση που ένιωσε βλέποντας μόνο ανδρικά πρόσωπα, παραλίγο θα λύγιζαν τα γόνατά του. Δεν ήξερε κανέναν τους, αλλά, βέβαια, δεν ήξερε και πολλούς Αελίτες. «Είναι Σάιντο, θα έλεγα», είπε, επιστρέφοντας στους άλλους μαζί με το φανάρι. Μπορεί να ήταν Σάιντο. Μπορεί να ήταν Σκοτεινόφιλοι· ήξερε πολύ καλά ότι υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι ανάμεσά στους Αελίτες. Και, φυσικά, οι Σκοτεινόφιλοι είχαν λόγο να τον θέλουν νεκρό.

«Αύριο», είπε ο Ντήριντ, «νομίζω ότι πρέπει να δοκιμάσουμε να βρούμε κάποια απ’ αυτές τις Άες Σεντάι πέρα από το ποτάμι. Ο Ταγμένης θα ζήσει, εκτός αν βγήκε από μέσα του όλο το μπράντυ που ήπιε απόψε, αλλά μερικοί από τους άλλους ίσως να μην είναι τόσο τυχεροί». Ο Ναλέσεν δεν είπε τίποτα, αλλά το γρύλισμά του έλεγε πολλά· στο κάτω-κάτω ήταν Δακρυνός, κι αυτοί έτρεφαν λιγότερη αγάπη απ’ όσο ο Ματ για τις Άες Σεντάι.

Ο Ματ δεν δίστασε να συμφωνήσει. Δεν θα επέτρεπε σε καμία Άες Σεντάι να διαβιβάσει επάνω του —κατά κάποιον τρόπο, κάθε ουλή έδειχνε άλλη μια μικρή νίκη, άλλη μια φορά που είχε αποφύγει τις Άες Σεντάι— αλλά δεν μπορούσε να ζητήσει από κάποιον να πεθάνει. Κι ύστερα τους είπε τι ήθελε.

«Ένα χαντάκι;» ρώτησε ο Ταλμέηνς χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του.

«Ολόγυρα στο στρατόπεδο;» Το μυτερό γενάκι του Ναλέσεν έτρεμε. «Κάθε βράδυ;»

«Και πασσαλόπηγμα;» αναφώνησε ο Ντήριντ. Ρίχνοντας μια ματιά ολόγυρα, χαμήλωσε τη φωνή του. Υπήρχαν ακόμα κάποιοι στρατιώτες εκεί γύρω που έπαιρναν τις σωρούς. «Θα κάνουν ανταρσία, Ματ».

«Όχι», είπε ο Ματ. «Το πρωί, όλοι οι άνδρες ως τον τελευταίο θα έχουν μάθει ότι οι Αελίτες τρύπωσαν στο στρατόπεδο για να φτάσουν στη σκηνή μου. Οι μισοί θα μείνουν ξάγρυπνοι από τη σκέψη ότι ίσως ξυπνήσουν μ’ ένα Αελίτικο δόρυ χωμένο στο πλευρό τους. Εσείς οι τρεις φροντίστε να καταλάβουν ότι το πασσαλόπηγμα ίσως εμποδίσει τους Αελίτες να ξαναμπούν». Τουλάχιστον θα τους επιβράδυνε. «Φύγετε τώρα και αφήστε με να κοιμηθώ λιγάκι απόψε».

Όταν οι τρεις έφυγαν, ο Ματ περιεργάστηκε τη σκηνή του. Υπήρχαν μακριές χαρακιές στους τοίχους, εκεί απ’ όπου είχαν μπει οι Αελίτες, οι οποίες σάλευαν στο ασθενικό αεράκι. Αναστέναξε, ξεκίνησε να ξαναγυρίσει στην κουβέρτα του στο θάμνο, και τότε κοντοστάθηκε. Ο ήχος που τον είχε ξεσηκώσει. Οι Αελίτες δεν είχαν ξανακάνει κανένα θόρυβο, ούτε έναν ψίθυρο. Ήταν αθόρυβοι σαν σκιές. Τι ήχος ήταν, λοιπόν;

Γέρνοντας στο δόρυ του, προχώρησε στα κουτσά γύρω από τη σκηνή του, μελετώντας το έδαφος. Δεν ήξερε τι έψαχνε. Οι μαλακές μπότες των Αελιτών δεν είχαν αφήσει χνάρια που να φαίνονται με το φως του φαναριού. Δύο από τα σκοινιά της σκηνής κρέμονταν εκεί που είχαν κοπεί, αλλά... Ακούμπησε το φανάρι κάτω κι έπιασε τα σκοινιά. Ο ήχος μπορεί να ήταν από ένα τεντωμένο σκοινί που κοβόταν, αλλά δεν υπήρχε λόγος να το κόψουν για να μπουν μέσα. Κάτι στη γωνία των τομών, στον τρόπο που ευθυγραμμίζονταν, τράβηξε την προσοχή του. Πήρε το φανάρι και κοίταξε γύρω. Ένας ξερός θάμνος λίγο παραπέρα ήταν σαν να τον είχαν κλαδέψει στη μια μεριά του, και τα λεπτά κλαράκια με τα μικρά φύλλα κείτονταν στο χώμα. Αψογο κλάδεμα, τελείως επίπεδο, κι οι κομμένες άκριες ήταν ίσιες σαν να τις είχε πλανίσει μαραγκός.

Ο Ματ ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται. Εδώ είχε ανοίξει μια από κείνες τις τρύπες στον αέρα που χρησιμοποιούσε ο Ραντ. Λες και δεν έφτανε που είχαν προσπαθήσει να τον σκοτώσουν Αελίτες, επιπλέον τους είχε στείλει κάποιος που μπορούσε να φτιάχνει αυτές τις... πύλες, όπως τις αποκαλούσε ο Ραντ. Μα το Φως, αν δεν ήταν ασφάλής από τους Αποδιωγμένους με την Ομάδα ολόγυρα του, τότε πού θα ήταν; Αναρωτήθηκε πώς θα κοιμόταν από δω και πέρα, με φωτιές για τους σκοπούς γύρω από τη σκηνή του. Και με φρουρά· τιμητική φρουρά, έτσι θα την ονόμαζε, για να μην τους κακοφανεί πολύ, που θα φύλαγε ολόγυρα τη σκηνή του. Την άλλη φορά μάλλον θα έρχονταν εκατό Τρόλοκ ή και χίλιοι, αντί για μια χούφτα Αελίτες. Ήταν, άραγε, όντως τόσο σημαντικός; Αν έκριναν ότι ήταν τόσο σημαντικός, την άλλη φορά ίσως να ερχόταν κάποιος Αποδιωγμένος. Μα το αίμα και τις στάχτες! Δεν είχε ζητήσει ποτέ να γίνει τα’βίρεν, δεν είχε ζητήσει ποτέ να συνδεθεί με τον καμένο τον Αναγεννημένο Δράκοντα.

«Μα το αίμα και—!»

Το χώμα και τα πετραδάκια που έτριξαν τον προειδοποίησαν και στριφογύρισε ανεμίζοντας το δόρυ μ’ ένα γρύλισμά. Μόλις την τελευταία στιγμή συγκράτησε τη λεπίδα που έσχιζε τον αέρα, καθώς ο Όλβερ ούρλιαζε κι έπεφτε ανάσκελα, κοιτώντας τη μύτη της λεπίδας με γουρλωμένα μάτια.

«Τι στο ματωμένο Χάσμα του Χαμού γυρεύεις εδώ;» τον αποπήρε ο Ματ.

«Ε... Ε...» Το αγόρι κοντοστάθηκε για να ξεροκαταπιεί. «Λένε ότι πενήντα Αελίτες προσπάθησαν να σε σκοτώσουν στον ύπνο σου, Άρχοντα Ματ, αλλά πρόφτασε και τους σκότωσες εσύ, κι ήθελα να δω αν είσαι καλά, και... Ο Άρχοντας Εντόριον μου αγόρασε παπούτσια. Βλέπεις;» Σήκωσε το παπουτσοφορεμένο πόδι του.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Ματ σήκωσε όρθιο τον Όλβερ. «Δεν εννοούσα αυτό. Γιατί δεν είσαι στο Μάερον; Δεν βρήκε ο Εντόριον καμία να σε φροντίζει;»

«Εκείνη ήθελε τα λεφτά του Άρχοντα Εντόριον, όχι εμένα. Είχε έξι δικά της παιδιά. Ο αφέντης Μπέρντιν μου δίνει μπόλικο φαΐ κι εγώ το μόνο που έχω να κάνω είναι να ταΐζω και να ποτίζω τα άλογά του και να τα ξυστρίζω. Αυτό μου αρέσει, Άρχοντα Ματ. Αλλά δεν με αφήνει να ιππεύσω».

Ακούστηκε ένας ξερόβηχας. «Με έστειλε ο Άρχοντας Ταλμέηνς, Άρχοντά μου». Ο Νέριμ ήταν κοντός ακόμα και για Καιρχινός, ένας ξερακιανός γκριζομάλλης με μακριά μούρη, που έμοιαζε να λέει ότι τίποτα δεν πήγαινε καλά προς το παρόν κι ότι μακροπρόθεσμα η σημερινή μέρα δεν ήταν από τις χειρότερες. «Αν με συγχωρέσει ο Άρχοντας μου γι’ αυτό που θα πω, οι κηλίδες του αίματός δεν θα βγουν ποτέ από τα ασπρόρουχά του, αλλά, αν μου το επιτρέψει ο Άρχοντάς μου, ίσως μπορέσω να κάνω κάτι για τα κοψίματά του». Κρατούσε παραμάσχαλα το κουτί με τα ραφτικά σύνεργά του. «Μικρέ, τρέχα φέρε λίγο νερό. Μην αντιμιλάς. Νερό για τον Άρχοντά μου, και σβέλτα». Ο Νέριμ έπιασε το φανάρι, ενώ ταυτοχρόνως υποκλινόταν. «Αν θα ήθελε ο Άρχοντάς μου να μπει μέσα; Ο αέρας της νύχτας δεν κάνει καλό στις λαβωματιές».

Σε λίγο ο Ματ είχε ξαπλωθεί πλάι στο στρώμα του —«Ο Άρχοντάς μου δεν θα θέλει να λερώσει τις κουβέρτες του»— κι είχε αφήσει τον Νέριμ να ξεπλύνει το ξεραμένο αίμα και να τον ράψει. Ο Ταλμέηνς είχε δίκιο· για μοδίστρα, ο άνθρωπος είχε αδέξιο, βαρύ χέρι. Με τον Όλβερ μπροστά, δεν είχε άλλη επιλογή από το να σφίξει τα δόντια και να το υπομείνει.

Για να διώξει τη βελόνα του Νέριμ από τις σκέψεις του, ο Ματ έδειξε το φθαρμένο υφασμάτινο λουρί που κρεμόταν από τον ώμο του Όλβερ. «Τι έχεις αυτού;» είπε λαχανιασμένα.

Ο Όλβερ έσφιξε στον κόρφο του το κουρελιασμένο σακίδιο. Ήταν πιο καθαρός από την πρώτη φορά, αν κι όχι πιο ωραίος. Τα παπούτσια φαίνονταν γερά, το μάλλινο πουκάμισο και το παντελόνι έδειχναν καινούρια. «Δικό μου είναι», είπε αμυντικά. «Δεν έκλεψα τίποτα». Ύστερα από μια παύση, άνοιξε το σακίδιο κι άρχισε να απλώνει τα περιεχόμενα του. Το δεύτερο παντελόνι, τα δύο επιπλέον πουκάμισα κι οι κάλτσες δεν τον ενδιέφεραν, όμως απαρίθμησε τα άλλα αντικείμενα. «Έχω ένα πούπουλο κοκκινογέρακου, Άρχοντα Ματ, και μια πέτρα που είναι ολόιδια το χρώμα του ήλιου. Βλέπεις;» Πρόσθεσε ένα μικρό πουγκί. «Έχω πέντε χάλκινες και μια ασημένια πένα». Ένα πανί τυλιγμένο ρολό δεμένο με νήμα κι ένα μικρό ξύλινο κουτί. «Το παιχνίδι μου, Φίδια κι Αλεπούδες· μου το έφτιαξε ο πατέρας μου· σχεδίασε τον πίνακα μόνος του». Μια έκφραση οδύνης φάνηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό του, αλλά μετά συνέχισε να μιλά. «Και κοίτα εδώ, αυτή η πέτρα έχει μέσα ένα ψαροκέφαλο. Δεν ξέρω πώς μπήκε εκεί. Κι έχω εδώ ένα καβούκι χελώνας. Μιας χελώνας με γαλάζια ράχη. Βλέπεις τις ρίγες;»

Μορφάζοντας, επειδή μια βελονιά ήταν ακόμα πιο άγρια από τις άλλες, ο Ματ άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το τυλιγμένο ύφασμα. Ένιωθε καλύτερα όταν ανάσαινε από τη μύτη. Ήταν παράξενο πώς λειτουργούσαν αυτές οι τρύπες στις πραγματικές αναμνήσεις του· θυμόταν πώς παιζόταν το Φίδια κι Αλεπούδες, μα δεν θυμόταν να είχε παίξει ποτέ του. «Ωραίο καβούκι, Όλβερ. Είχα κι εγώ ένα κάποτε. Μια πράσινη μπάσκερ». Άπλωσε το χέρι από την άλλη μεριά κι έπιασε το πουγκί του· ψάρεψε από μέσα δύο χρυσές Καιρχινές κορώνες. «Πρόσθεσε κι αυτές στη συλλογή σου, Όλβερ. Ο άνδρας πρέπει να έχει και λίγο χρυσάφι στην τσέπη του».

Ο Όλβερ άρχισε να ξαναβάζει μουδιασμένος τα πράγματα στο σακίδιό του. «Δεν ζητιανεύω, Άρχοντα Ματ. Δουλεύω για το φαΐ μου. Δεν είμαι ζήτουλας».

«Δεν σκόπευα να πω τέτοιο πράγμα». Ο Ματ κοίταξε βιαστικά ολόγυρα του για να βρει κάποιο λόγο να πληρώσει στο αγόρι δύο κορώνες. «Να... χρειάζομαι κάποιον να μεταφέρει τα μηνύματά μου. Δεν μπορώ να ζητήσω κανέναν από την Ομάδα· όλοι έχουν τις δουλειές τους ως στρατιώτες. Φυσικά, θα πρέπει να περιποιείσαι ο ίδιος το άλογό σου. Δεν θα ζητούσα από κάποιον άλλο να σου κάνει αυτή την αγγαρεία».

Ο Όλβερ ανακάθισε με ίσιο το κορμί. «Θα έχω δικό μου άλογο;» είπε χωρίς να το πιστεύει.

«Φυσικά. Υπάρχει, όμως, ένα θέμα. Το όνομά μου είναι Ματ. Αν με ξαναπείς Άρχοντα Ματ, θα σου δέσω τη μύτη κόμπο». Μουγκρίζοντας, σχεδόν πετάχτηκε όρθιος. «Που να καείς, Νέριμ, πόδι είναι αυτό, όχι βοδινό μερί!»

«Όπως λέει ο Άρχοντάς μου», μουρμούρισε ο Νέριμ, «το πόδι του Άρχοντά μου δεν είναι βοδινό μερί. Σε ευχαριστώ, Άρχοντά μου, για το μάθημα».

Ο Όλβερ ψηλάφιζε διστακτικά τη μύτη του, σαν να σκεφτόταν αν μπορούσε να δεθεί κόμπο.

Ο Ματ ξάπλωσε πίσω μ’ ένα βογκητό. Τώρα είχε φορτωθεί ένα νέο παλικάρι, και μάλιστα δεν του είχε κάνει καμία χάρη —αν ο νεαρός ήταν κοντά του την επόμενη φορά που κάποιος Αποδιωγμένος προσπαθούσε να μειώσει τον αριθμό των τα’βίρεν στον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, αν πετύχαινε το σχέδιο του Ραντ, θα υπήρχε ένας Αποδιωγμένος λιγότερος. Ο Ματ Κώθον σκόπευε να αποφύγει τους μπελάδες και τους κινδύνους μέχρι που δεν θα υπήρχαν πια άλλοι Αποδιωγμένοι.

Загрузка...