Οι άνδρες που κάθονταν γύρω από το τραπέζι της κοινής αίθουσας της Περιπλανώμενης ήταν ντόπιοι οι περισσότεροι. Όσοι φορούσαν το συνηθισμένο μακρύ γιλέκο το είχαν από λαμπερό μεταξωτό ύφασμα, συχνά μπροκά, πάνω από ανοιχτόχρωμα πουκάμισα με φαρδιά μανίκια. Γρανάτες και μαργαριτάρια στόλιζαν τα δαχτυλίδια τους, οι κρίκοι των σκουλαρικιών ήταν όχι επίχρυσοι αλλά χρυσοί, ενώ οι φεγγαρόπετρες και τα ζαφείρια λαμπύριζαν στα σφαιρώματα των κυρτών μαχαιριών που ήταν χωμένα σε ζώνες. Αρκετοί φορούσαν μεταξωτό σακάκι ριγμένο στους ώμους, με μια χρυσή ή ασημένια αλυσίδα να ενώνει τα στενά πέτα που ήταν κεντημένα με λουλούδια ή ζώα. Τα σακάκια φαίνονταν παράξενα —ήταν μικρά για να τα φορέσεις· κυρίως τα χρησιμοποιούσαν σαν μπέρτα— όμως οι κάτοχοί τους έφεραν μακριά στενά σπαθιά εκτός από τα κυρτά εγχειρίδια, και έμοιαζε πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν είτε τα μεν είτε τα δε, για μια λάθος λέξη, μια λάθος ματιά, ή επειδή τους είχε έρθει η διάθεση.
Γενικά ήταν πολυποίκιλο πλήθος. Δύο Μουραντιανοί έμποροι με τσιγκελωτά μουστάκια και εκείνα τα αστεία γενάκια στην άκρη του πηγουνιού, ένας Ντομανός με μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του και λεπτό μουστάκι, ο οποίος φορούσε χρυσό βραχιόλι, σφιχτό χρυσό μενταγιόν και ένα μεγάλο μαργαριτάρι στο αριστερό αυτί. Ένας μελαψός Άθα’αν Μιέρε με ανοιχτοπράσινο σακάκι, χέρια γεμάτα τατουάζ και δύο μαχαίρια κάτω από μια υφασμάτινη ζώνη, ένας Ταραμπονέζος με διάφανο πέπλο που κάλυπτε το χοντρό μουστάκι που σχεδόν έκρυβε το στόμα του, αρκετοί ξενομερίτες που ποιος ξέρει από πού κρατούσε η σκούφια τους. Όλοι όμως είχαν ένα σωρό νομίσματα μπροστά τους, αν και ο όγκος του σωρού ποικίλε. Τόσο κοντά που ήταν στο Παλάτι Τάρασιν, η Περιπλανώμενη προσέλκυε θαμώνες που τους περίσσευε το χρυσάφι.
Κουνώντας τα πέντε ζάρια στο δερμάτινο ποτήρι, ο Ματ τα έριξε στο τραπέζι. Σταμάτησαν δείχνοντας δύο κορώνες, δύο άστρα και ένα ποτήρι. Καλούτσικη ζαριά· τίποτα το εξαιρετικό. Η τύχη του ερχόταν κατά κύματα, και προς το παρόν το κύμα είχε καταλαγιάσει, κάτι που σήμαινε πως κέρδιζε μόνο τις μισές ζαριές, στην καλύτερη περίπτωση. Ως τώρα είχε καταφέρει να χάσει δέκα φορές στη σειρά, ασυνήθιστη γκίνια γι’ αυτόν. Τα ζάρια πέρασαν σε ένα γαλανομάτη ξενομερίτη, έναν άνδρα με στενό, σκληρό πρόσωπο που έμοιαζε να έχει αρκετά νομίσματα για να ποντάρει παρά το απλό καφέ σακάκι του.
Ο Βάνιν έσκυψε για να ψιθυρίσει στο αυτί του Ματ. «Πάλι βγήκαν. Ο Θομ λέει ότι ακόμα δεν ξέρει πώς». Ο Ματ έριξε μια γκριμάτσα σε έναν χοντρό άνδρα που τον έκανε να ισιώσει το κορμί πιο γρήγορα απ’ όσο φαινόταν δυνατόν για άνθρωπο του όγκου του.
Ξεροκατάπιε το παντς από δροσοπέπονο στο ασημένιο ποτήρι του και κοίταξε το τραπέζι συνοφρυωμένος. Πάλι! Η ζαριά του γαλανομάτη κυλούσε στο τραπέζι και τα ζάρια σταμάτησαν δείχνοντας τρεις κορώνες, ένα τριαντάφυλλο και ένα ραβδί. Μουρμουρητά απλώθηκαν ολόγυρα στο τραπέζι για τη νίκη του.
«Μα το αίμα και τις στάχτες», μουρμούρισε ο Ματ. «Να δεις που μετά θα έρθει η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών να με ζητήσει». Ο γαλανομάτης παραλίγο θα πνιγόταν με το ποτό της νίκης του. «Ξέρεις το όνομα;» ρώτησε ο Ματ.
«Στραβοκατάπια το παντς», είπε ο άλλος με μαλακή, συρτή προφορά την οποία ο Ματ δεν αναγνώριζε. «Ποιο όνομα είπες;»
Ο Ματ έκανε μια χειρονομία κατευνασμού· είχε δει καυγάδες να ξεκινούν με πιο ασήμαντη αφορμή. Έριξε το χρυσάφι και το ασήμι στο πουγκί του και το έχωσε στην τσέπη του σακακιού του καθώς σηκωνόταν. «Τελείωσα. Η ευλογία του Φωτός σ’ όλους εδώ». Όλοι στο τραπέζι επανέλαβαν την ευχή, ακόμα και οι ξενομερίτες. Ο κόσμος στο Έμπου Νταρ ήταν πολύ ευγενικός.
Παρ’ όλο που ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει, η κοινή αίθουσα ήταν σχεδόν πλήρης, και υπήρχε άλλη μια ομάδα που έπαιζε ζάρια με γέλια και βογκητά. Δύο από τους νεότερους γιους της Κυράς Ανάν βοηθούσαν τις σερβιτόρες να σερβίρουν πρωινό σε καθυστερημένους. Η πανδοχέας καθόταν στο βάθος της αίθουσας κοντά στα σκαλιά από άσπρη πέτρα που δεν είχαν κάγκελα, χωρίς της ξεφεύγει τίποτα απ’ ό,τι γινόταν, μαζί με μια νεαρή κουκλίτσα που τα μεγάλα μαύρα μάτια της είχαν μια κεφάτη λάμψη, σαν να ήξερε ένα αστείο που το αγνοούσαν όλοι οι άλλοι. Το πρόσωπό της ήταν ένα τέλειο οβάλ ανάμεσά στα στιλπνά μελαχρινά μαλλιά της, και το βαθύ ντεκολτέ του γκρίζου φορέματός της με την κόκκινη ζώνη έδειχνε μια σκανδαλιστική εικόνα. Η ευθυμία που πρόδιδαν τα μάτια της εντάθηκε καθώς χαμογελούσε στον Ματ.
«Με την τύχη που έχεις, Άρχοντα Κώθον», είπε η Κυρά Ανάν, «ο σύζυγος μου θα ’πρεπε να σε ρωτά που να στείλει τις ψαρόβαρκές του». Για κάποιο λόγο, ο τόνος της ήταν ξερός.
Ο Ματ δέχτηκε τον τίτλο χωρίς να παίξει τα μάτια. Στο Έμπου Νταρ, ελάχιστοι θα προσκαλούσαν σε μονομαχία κάποιον άρχοντα εκτός από άλλους άρχοντες· γι’ αυτόν, ήταν απλή αριθμητική. Υπήρχαν λιγότεροι άρχοντες παρά απλοί άνθρωποι , κι αυτό σήμαινε λιγότερες πιθανότητες να προσπαθήσει να τον μαχαιρώσει κάποιος. Ακόμα κι έτσι, είχε αναγκαστεί να σπάσει τρία κεφάλια το τελευταίο δεκαήμερο. «Φοβάμαι πως η τύχη μου δεν φτάνει ως εκεί, Κυρά».
Ο Όλβερ ξεφύτρωσε ξαφνικά στο πλάι του. «Μπορούμε να πάμε για κούρσες με τα άλογα, Ματ;» ζήτησε με ενθουσιασμό. Η Φρίλε, η μεσαία κόρη της Κυράς Ανάν, ήρθε τρέχοντας και άρπαξε το αγόρι από τους ώμους. «Να με συμπαθάς, Άρχοντα Κώθον», είπε ανήσυχα. «Μου ξέφυγε. Μα την αλήθεια του Φωτός, μου ξέφυγε». Σε λίγο θα παντρευόταν —το σφιχτό ασημένιο μενταγιόν για το γάμο της ήδη κύκλωνε το λεπτό λαιμουδάκι της— και είχε προθυμοποιηθεί να προσέχει τον Όλβερ, λέγοντας γελαστά ότι ήθελε να κάνει έξι γιους. Ο Ματ υποψιαζόταν πως είχε αρχίσει να εύχεται για θυγατέρες.
Ο Ναλέσεν που κατέβαινε τα σκαλιά ήταν ο αποδέκτης της άγριας ματιάς του Ματ, που ήταν αρκετά άγρια για να ακινητοποιήσει τον Δακρυνό επιτόπου. Ο Ναλέσεν ήταν εκείνος που είχε δηλώσει τον Άνεμο για να λάβει μέρος σε δύο ιπποδρομίες, με τον Όλβερ αναβάτη —εδώ ίππευαν τα αγόρια— και ο Ματ δεν είχε μάθει το παραμικρό παρά μόνο εκ των υστέρων. Το χειρότερο ήταν ότι ο Άνεμος είχε αποδειχθεί αντάξιος του ονόματος του. Οι δύο νίκες είχαν κάνει τον Όλβερ να ζητά κι άλλο. «Δεν είναι δικό σου το σφάλμα, Κυρά», είπε ο Ματ στη Φρίλε. «Βάλε τον σε ένα βαρέλι αν χρειαστεί, με την ευλογία μου».
Ο Όλβερ τον κοίταξε επιτιμητικά, αλλά μετά από μια στιγμή στριφογύρισε από την άλλη και χάρισε στη Φρίλε ένα αυθάδικο χαμόγελο που είχε δει από κάπου. Φαινόταν παράξενο μαζί με τα μεγάλα αυτιά του και το πλατύ στόμα· ο Όλβερ δεν θα γινόταν ποτέ του ωραίο παλικάρι. «Θα κάτσω ήσυχα αν μ’ αφήσεις να κοιτάζω τα μάτια σου. Έχεις όμορφα μάτια».
Η Φρίλε είχε πάρει πολλά από τη μητέρα της, κι όχι μόνο την εμφάνισή της. Γέλασε γλυκά και του χάιδεψε το πηγούνι, κάνοντάς τον να κοκκινίσει. Η μητέρα της και η νεαρή με τα μεγάλα μάτια χαμογέλασαν προς το τραπέζι.
Ο Ματ, κουνώντας το κεφάλι, πήρε να ανεβαίνει τη σκάλα. Έπρεπε να μιλήσει στον μικρό. Δεν μπορούσε να χαμογελά έτσι σ’ όποια γυναίκα έβρισκε. Και πού ακούστηκε να λέει σε μια γυναίκα ότι είχε όμορφα μάτια! Στην ηλικία του! Ο Ματ δεν ήξερε από πού το είχε πάρει αυτό ο Όλβερ.
Όταν έφτασε μπροστά στον Ναλέσεν, ο άλλος είπε, «Πάλι το έσκασαν, ε». Δεν ήταν ερώτηση, και όταν ο Ματ ένευσε, ο Ναλέσεν τράβηξε απότομα το μυτερό γένι του και έβρισε. «Θα μαζέψω τους άνδρες, Ματ».
Ο Νέριμ καταγινόταν με το δωμάτιο του Ματ, σκουπίζοντας το τραπέζι μ’ ένα πανί λες και οι καμαριέρες δεν είχαν ήδη ξεσκονίσει εκείνο το πρωί. Μοιραζόταν ένα μικρότερο δωμάτιο παραδίπλα με τον Όλβερ, και σπανίως έβγαινε από την Περιπλανώμενη. Ισχυριζόταν πως το Έμπου Νταρ ήταν πόλη έκλυτη και απολίτιστη.
«Ο Άρχοντάς μου θα βγει έξω;» είπε σκυθρωπά καθώς ο Ματ έπιανε το καπέλο του. «Μ’ αυτό το σακάκι; Φοβάμαι πως υπάρχει ένας λεκές από κρασί στον ώμο από τη χθεσινή βραδιά. Θα τον έβγαζα αν ο Άρχοντάς μου δεν είχε φορέσει όλο βιάση το σακάκι τώρα το πρωί, και θα έραβα επίσης το σχίσιμο —από μαχαίρι, πιστεύω— στο μανίκι».
Ο Ματ τον άφησε να βγάλει ένα γκρίζο σακάκι με ψηλό κολάρο και ασημένια σπειροειδή ποικίλματα στα μανικέτια και του έδωσε το πράσινο το χρυσοκέντητο.
«Πιστεύω πως ο Άρχοντάς μου θα προσπαθήσει να μην το ματώσει σήμερα. Οι λεκέδες από αίμα βγαίνουν πολύ δύσκολα».
Ήταν ένας συμβιβασμός στον οποίο είχαν καταλήξει. Ο Ματ ανεχόταν το βαρύθυμο πρόσωπο του Νέριμ και τις δυσοίωνες παρατηρήσεις του, και τον άφηνε να του καθαρίζει και να του φέρνει πράγματα που θα μπορούσε εύκολα να πάρει και μόνος του· σε αντάλλαγμα, ο Νέριμ είχε συμφωνήσει, απρόθυμα, να μην προσπαθεί να τον ντύσει.
Ο Ματ έλεγξε τα μαχαίρια που ήταν βαλμένα στα μανίκια του, κάτω από το σακάκι και στο γυρισμένο πάνω μέρος από τις μπότες του, άφησε τη λόγχη του να γέρνει στη γωνία μαζί με το αχόρδιστο τόξο και κατέβηκε στο μπροστινό μέρος του πανδοχείου. Η λόγχη έμοιαζε να προσελκύει ηλίθιους που ήθελαν καυγά όπως το μέλι τραβούσε μύγες.
Παρά το καπέλο του, ο ιδρώτας γέμισε στάλες το πρόσωπο του Ματ λίγες στιγμές αφότου βγήκε από τη σκιά και τη σχετική δροσιά του πανδοχείου. Ο πρωινός ήλιος ήταν καυτός όσο θα ήταν ο μεσημεριάτικος υπό φυσιολογικές συνθήκες, αλλά η πλατεία Μολ Χάρα έσφυζε από κόσμο. Στην αρχή ο Ματ στάθηκε κοιτώντας συνοφρυωμένος το Παλάτι Τάρασιν. Αφού ο Τζούιλιν και ο Θομ παρακολουθούσαν από μέσα και ο Βάνιν απ’ έξω, πως κατάφερναν να βγαίνουν χωρίς να τις παίρνουν χαμπάρι; Έβγαιναν έξω σχεδόν καθημερινά. Μετά τις τρεις πρώτες φορές που συνέβη, ο Ματ είχε βάλει άνδρες να κοιτάνε όλες τις εξόδους εκείνου το θολωτού όγκου από λευκή πέτρα και γύψο, παίρνοντας θέση πριν χαράξει. Είχε μετά βίας αρκετούς άνδρες γι’ αυτή τη δουλειά, μαζί με τον ίδιο και τον Ναλέσεν. Κανείς δεν τις είχε δει, όμως λίγο πριν μεσημεριάσει ο Θομ βγήκε και είπε ότι οι γυναίκες με κάποιον τρόπο είχαν βγει έξω. Ο γερο-βάρος έμοιαζε να είναι στα όρια του, έτοιμος να μασήσει τα μουστάκια του. Ο Ματ ήξερε τι συνέβαινε. Το έκαναν μόνο και μόνο για να τον πικάρουν.
Ο Ναλέσεν και οι άλλοι περίμεναν μαζεμένοι κοντά, κατηφείς, κάθιδροι. Ο Ναλέσεν έπαιζε με τη λαβή του σπαθιού του λες και ήθελε σήμερα μια πρόφαση για να το χρησιμοποιήσει. «Σήμερα θα ψάξουμε στην άλλη μεριά του ποταμού», είπε ο Ματ. Αρκετοί από τους Κοκκινόχερους αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές· είχαν ακούσει τις ιστορίες.
Ο Βάνιν ανασάλεψε τα πόδια του, κούνησε το κεφάλι. «Χάσιμο χρόνου», είπε κατηγορηματικά. «Η Αρχόντισσα Ηλαίην δεν θα πήγαινε ποτέ σε τέτοια μέρη. Ίσως η Αελίτισσα, ή η Μπιργκίτε, μα ποτέ η Αρχόντισσα Ηλαίην».
Ο Ματ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Πώς είχε καταφέρει η Ηλαίην να χαλάσει τόσο γρήγορα έναν καλό άνθρωπο; Έλπιζε ότι αν περνούσε ένα διάστημα μακριά από την επιρροή της ο Βάνιν θα ξαναρχόταν στα καλά του, μα τώρα τελευταία ο Ματ έχανε αυτή την ελπίδα. Μα το Φως, αηδίαζε με τις αριστοκράτισσες. «Αν δεν τις δούμε σήμερα, ξεχάστε το Ράχαντ —εκεί πέρα θα ξεχωρίζουν σαν ζωγραφιστοί κορυδαλλοί σ’ ένα σμήνος κοτσύφια— αλλά σκοπεύω να τις βρω ακόμα κι αν κρύβονται κάτω από ένα κρεβάτι στο Χάσμα του Χαμού. Ψάξτε κατά δυάδες, όπως συνήθως, και προσέχτε ο ένας τα νώτα του άλλου. Τώρα, θα βρούμε βαρκάρηδες να μας περάσουν απέναντι. Που να καώ, ελπίζω να μην πήγαν όλοι να πουλήσουν φρούτα στα πλοία των Θαλασσινών».
Στα μάτια της Ηλαίην, ο δρόμος έμοιαζε όπως ήταν στον Τελ’αράν’ριοντ, με τούβλινα τετραώροφα και πενταώροφα κτήρια, πρόχειρα ντυμένα εδώ κι εκεί με γύψο που τριβόταν. Οι σκιές εξαφανιζόταν ολότελα απ’ αυτά τα στενάκια μόνο αυτή την ώρα της μέρας, με τον χρυσό ήλιο να καίει πάνω από τα κεφάλια τους. Παντού βούιζαν μύγες. Οι μόνες διαφορές από τον Κόσμο των Ονείρων ήταν οι απλωμένες μπουγάδες που κρέμονταν από τα παράθυρα, οι άνθρωποι —φυσικά, αυτή τη στιγμή δεν υπήρχαν πολλοί έξω— και η μυρωδιά, ένα βαθύ, δριμύ μίασμα σαπίλας που προσπαθούσε να το αποφύγει παίρνοντας ρηχές ανάσες. Δυστυχώς, όλοι οι δρόμοι στο Ράχαντ έμοιαζαν ίδιοι.
Σταμάτησε τη Μπιργκίτε βάζοντας το χέρι στον ώμο της κι κοίταξε μια λεκιασμένη τούβλινη πρόσοψη με τριμμένα φρεσκοπλυμένα ρούχα να κρέμονται από τα μισά παράθυρα. Κάπου από μέσα ακουγόταν το ψιλό κλάμα ενός μωρού. Το κτήριο είχε το σωστό αριθμό ορόφων, πέντε. Ήταν σίγουρη πως ήταν πέντε. Η Νυνάβε επέμενε πως ήταν τέσσερις.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να καθόμαστε και να χαζεύουμε», είπε μαλακά η Μπιργκίτε. «Οι άνθρωποι μας κοιτάνε».
Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, απλώς η Μπιργκίτε ανησυχούσε γι’ αυτήν. Άνδρες δίχως πουκάμισα που συχνά φορούσαν κουρελιασμένα γιλέκα προχωρούσαν στο δρόμο με το φως του ήλιου να αστράφτει στους μπρούτζινους κρίκους στα αυτιά τους και τα μπρούτζινα δαχτυλίδια με τα πολύχρωμα γυαλάκια, ή σέρνονταν σαν κακότροπο σκυλί που μπορεί να γάβγιζε, μπορεί και να δάγκωνε. Από την άλλη, ίδιες ήταν και οι γυναίκες, με φθαρμένα φορέματα, που είχαν κι αυτές κοσμήματα από μπρούτζο και γυαλί. Όλοι φορούσαν κυρτό εγχειρίδιο στη ζώνη, και συχνά ένα απλό μαχαίρι επιπλέον.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν τους έριχνε δεύτερη ματιά, αν και το γερασμένο πρόσωπο της Μπιργκίτε είχε συχνά μια επιθετική έκφραση, ενώ η ίδια η Ηλαίην ήταν ψηλή για Εμπουνταρινή. Τουλάχιστον αυτό ήταν που έβλεπε ο κόσμος, μέσω κάθε άλλο παρά απλών υφάνσεων από Αέρα και Φωτιά που η Ηλαίην τις είχε αντιστρέψει και τις είχε στερεώσει μόνη της. Όταν η Ηλαίην κοίταζε τη Μπιργκίτε, έβλεπε μια γυναίκα με ψιλές ρυτιδούλες στις άκρες των μαύρων ματιών της και μελαχρινά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Όσο πιο κοντά έμενες στην πραγματική εμφάνιση του προσώπου, τόσο πιο εύκολες ήταν αυτές οι μεταμφιέσεις, κι έτσι τα μαλλιά που κατηφόριζαν την πλάτη της Μπιργκίτε, δεμένα σε τέσσερα σημεία με κουρελιασμένη πράσινη κορδέλα, ήταν αρκετά μακρύτερα από ό,τι συνήθιζαν οι Εμπουνταρινές, όμως ούτε και η Ηλαίην είχε κόψει τα μαλλιά της, και κανείς δεν φαινόταν να δίνει σημασία. Ήταν μια τέλεια μεταμφίεση· απλώς ευχόταν να μην ίδρωνε. Με την προσθήκη μιας ακόμα πολυπλοκότερης ύφανσης Πνεύματος που έκρυβε την ικανότητα μιας γυναίκας να διαβιβάζει, η Ηλαίην βγαίνοντας από το Παλάτι τώρα το πρωί είχε προσπεράσει τη Μέριλιλ. Ακόμα τη φορούσε· είχε δει τη Βαντέν και την Αντελέας στην από δω όχθη του ποταμού, κι όχι μόνο μια φορά.
Τα ρούχα τους φυσικά δεν ήταν μέρος της ύφανσης, αλλά φθαρμένα μάλλινα φορέματα με τριμμένα κεντίδια στα μανίκια και γύρω από τα βαθιά, στενά ντεκολτέ. Τα μισοφόρια και οι κάλτσες ήταν κι αυτά μάλλινα, και αυτά που φορούσε η Ηλαίην τη φαγούριζαν. Τους τα είχε προμηθεύσει η Τάυλιν, μαζί με αρκετές συμβουλές και τα γαμήλια μαχαίρια με τα λευκά θηκάρια. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι παντρεμένες γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανό να δεχτούν πρόκληση απ’ όσο οι ανύπαντρες, και λιγότερο απ’ όλες οι χήρες που απέρριπταν άλλο γάμο. Βοηθούσε επίσης και η ηλικία. Κανείς δεν προκαλούσε μια γκριζομάλλα γιαγιά, αν και μπορεί να σε προκαλούσε εκείνη.
«Νομίζω ότι πρέπει να μπούμε», είπε η Ηλαίην, και η Μπιργκίτε προπορεύτηκε, με το ένα χέρι στο μαχαίρι στην τραχιά καφέ μάλλινη ζώνη της, κι άνοιξε την άβαφη πόρτα. Μέσα υπήρχε ένας μισοσκότεινος διάδρομος με κακοφτιαγμένες πόρτες δεξιά κι αριστερά, και πίσω μια απότομη, στενή σκάλα από ραγισμένα τούβλα. Η Ηλαίην δεν αναστέναξε από ανακούφιση.
Παρά τα λευκά θηκάρια, το να μπεις σε ένα κτήριο όπου δεν είχες καμία δουλειά ήταν ένας καλός τρόπος για να μπλέξεις σε καυγά με μαχαίρια. Το ίδιο και το να κάνεις ερωτήσεις ή να δείξεις περιέργεια. Η Τάυλιν τις είχε συμβουλέψει να μην το κάνουν, όμως την πρώτη μέρα είχαν επισκεφθεί πανδοχεία, που τα αναγνώριζες μόνο από τη γαλάζια πόρτα τους, σκοπεύοντας να πουν ότι αγόραζαν πράγματα από παλιές αποθήκες για να τα διορθώσουν και να τα πουλήσουν. Είχε πάει με τη Μπιργκίτε και είχε στείλει τη Νυνάβε με την Αβιέντα για να καλύψουν περισσότερο έδαφος. Οι κοινές αίθουσες ήταν λερά, σκοτεινά μέρη, και δυο φορές σε δυο απόπειρες η Μπιργκίτε την είχε βγάλει βιαστικά έξω, ενώ και οι δύο τους είχαν βγάλει και κράδαιναν τα εγχειρίδια, μόλις πριν ξεσπάσει άσχημος καυγάς. Τη δεύτερη φορά, η Ηλαίην χρειάστηκε να διαβιβάσει για λίγο, κάνοντας δυο γυναίκες που τις είχαν ακολουθήσει στο δρόμο να σκοντάψουν· ακόμα κι έτσι, η Μπιργκίτε ήταν σίγουρη πως κάποιος τις ακολουθούσε ολόκληρη τη μέρα. Η Νυνάβε και η Αβιέντα είχαν αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες, μόνο που εκείνες τις είχαν όντως ακολουθήσει· η Νυνάβε είχε φτάσει στο σημείο χτυπήσει μια άλλη γυναίκα μ’ ένα σκαμνί. Εγκατέλειψαν λοιπόν ακόμα και τις αθώες ερωτήσεις, και έλπιζαν να μην πέσουν σε κανένα μαχαίρι μπαίνοντας από την πόρτα.
Η Μπιργκίτε ανέβηκε τα απότομα σκαλιά μπροστά της, αν και συχνά έριχνε ματιές πίσω. Οι μυρωδιές από φαγητό που μαγειρευόταν γινόταν ένα με τη γενική δυσοσμία του Ράχαντ με αηδιαστικό αποτέλεσμα. Το μωρό έπαψε να κλαίει, όμως κάπου στο κτήριο μια γυναίκα άρχισε να φωνάζει. Στο δεύτερο όροφο, ένας άνδρας με χοντρούς ώμους δίχως πουκάμισο ή γιλέκο άνοιξε την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που έβγαιναν από τη σκάλα. Η Μπιργκίτε τον κοίταξε συνοφρυωμένη και εκείνος σήκωσε τα δύο χέρια, με τις παλάμες προς το μέρος τους και ξαναμπήκε από το διάδρομο στο δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα με μια κλωτσιά. Στον τελευταίο όροφο, εκεί που έπρεπε να βρίσκεται η αποθήκη αν ήταν το σωστό κτήριο, μια λιπόσαρκη γυναίκα με τριμμένο λινό μισοφόρι καθόταν σε ένα σκαμνί στην είσοδο του σπιτιού, για να απολαύσει την ελάχιστη αύρα που έπνεε, ενώ ταυτοχρόνως ακόνιζε το εγχειρίδιο της. Το κεφάλι της στράφηκε προς το μέρος τους και η λεπίδα έπαψε να πηγαινοέρχεται στην ακονόπετρα. Δεν τράβηξε το βλέμμα από πάνω τους καθώς αυτές οπισθοχωρούσαν αργά στα σκαλιά, και το μαλακό ξύσιμο του μετάλλου στην πέτρα δεν ξανάρχισε παρά μόνο όταν έφτασαν στο κάτω μέρος της σκάλας. Η Ηλαίην τότε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης.
Χαιρόταν με το παραπάνω που η Νυνάβε δεν είχε δεχθεί να βάλουν στοίχημα. Δέκα μέρες. Τι ηλίθια αισιοδοξία ήταν εκείνη. Τώρα βρίσκονταν στην ενδέκατη μέρα μετά από τους κομπασμούς της, έντεκα μέρες που μερικές φορές νόμιζε πως το απόγευμα είχαν βρεθεί στο ίδιο κτήριο που ήταν και το πρωί, έντεκα μέρες δίχως ιδέα για το πού ήταν η γαβάθα. Μερικές φορές έμεναν στο Παλάτι μόνο και μόνο για να ξεζαλιστούν. Ήταν όλα τόσο απογοητευτικά. Τουλάχιστον η Βαντέν και η Αντελέας δεν είχαν καλύτερη τύχη. Απ’ ό,τι έβλεπε η Ηλαίην, κανένας στο Ράχαντ δεν είχε διάθεση να πει έστω και δυο λόγια σε Άες Σεντάι. Οι άνθρωποι εξαφανίζονταν μόλις αντιλαμβάνονταν τι ήταν αυτές· είχε δει δυο γυναίκες να προσπαθούν να μαχαιρώσουν την Αντελέας, σίγουρα για να ληστέψουν εκείνη την ανόητη που περπατούσε στο Ράχαντ με μεταξωτό φόρεμα, και όταν η Καφέ αδελφή τις είχε σηκώσει με ροές Αέρα και τις είχε χώσει σε ένα παράθυρο ένα-δυο ορόφους ψηλότερα, ο δρόμος είχε ερημώσει από κόσμο. Δεν θα άφηνε αυτές τις δύο να βρουν τη γαβάθα της και να της την αρπάξουν κάτω από τη μύτη της.
Όταν ξαναβρέθηκαν στο δρόμο έξω, δέχτηκε άλλη μια υπενθύμιση ότι στο Ράχαντ υπήρχαν και χειρότερα πράγματα από την απογοήτευση. Μπροστά στα μάτια της, ένας λεπτός άνδρας που κρατούσε μαχαίρι και με το στήθος γεμάτο αίματα βγήκε μ’ ένα σάλτο από μια πόρτα και στριφογύρισε αμέσως για να αντιμετωπίσει έναν άλλο άνδρα που τον ακολούθησε· ο δεύτερος ήταν ψηλότερος και βαρύτερος και αιμορραγούσε από το μάγουλο. Άρχισαν να κυκλώνουν ο ένας τον άλλο, με τις απλωμένες λεπίδες να σχίζουν και να καρφώνουν τον αέρα. Ένα μικρό πλήθος συγκεντρώθηκε για να δει, λες και είχε ξεφυτρώσει από το τραχύ πλακόστρωτο· κανείς δεν ήρθε τρέχοντας, μα κανείς δεν προσπερνούσε.
Η Ηλαίην και η Μπιργκίτε προχώρησαν στην άκρη του δρόμου, όμως δεν έφυγαν. Στο Ράχαντ, αν έφευγαν θα κινούσαν την προσοχή, που ήταν το τελευταίο που ήθελαν. Για να γίνουν ένα με τον κόσμο έπρεπε να παρακολουθήσουν το θέαμα, όμως η Ηλαίην κατάφερε να στυλώσει το βλέμμα πιο πέρα από τους δύο άνδρες, βλέποντας μόνο αόριστες θολούρες από γοργές κινήσεις ώσπου ξαφνικά οι κινήσεις βράδυναν. Βλεφάρισε και πίεσε τον εαυτό της να δει. Ο άνδρας με το αίμα στο στήθος τριγυρνούσε καμαρωτός, χαμογελώντας και χειρονομώντας με τη λεπίδα που έσταζε κατακόκκινη. Ο μεγαλόσωμος κειτόταν μπρούμυτα στο δρόμο, βήχοντας κοφτά, αδύναμα, ούτε είκοσι βήματα μακρύτερά της.
Η Ηλαίην κινήθηκε ενστικτωδώς —μπορεί να είχε ελάχιστη ικανότητα στη Θεραπεία, όμως κάτι ήταν κι αυτό αφού ο άνθρωπος πέθαινε από αιμορραγία· ας πήγαινε στο Χάσμα του Χαμού η όποια γνώμη είχαν εδώ για τις Άες Σεντάι— αλλά όμως πριν κάνει δεύτερο βήμα, μια άλλη γυναίκα γονάτισε στο πλευρό του άνδρα. Ήταν ίσως λίγο μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, φορούσε γαλάζιο φόρεμα με κόκκινη ζώνη σε κάπως καλύτερη κατάσταση από τους περισσότερους άλλους στο Ράχαντ. Η Ηλαίην νόμισε στην αρχή πως ήταν η αγαπητικιά του ετοιμοθάνατου, ειδικά όταν ο νικητής της μονομαχίας σοβάρεψε. Κανείς από τους θεατές δεν έκανε να φύγει· όλοι παρακολουθούσαν σιωπηλά καθώς η γυναίκα γυρνούσε τον άνδρα ανάσκελα.
Η Ηλαίην τινάχτηκε όταν η γυναίκα, αντί να σκουπίσει στοργικά το αίμα από τα χείλη του, έβγαλε μια χούφτα βότανα από το πουγκί της και του έριξε βιαστικά μερικά στο στόμα. Πριν το χέρι της φύγει από το πρόσωπό της, την αγκάλιασε η λάμψη του σαϊντάρ, και άρχισε να υφαίνει τις ροές της Θεραπείας με μεγαλύτερη επιδεξιότητα απ’ όσο θα μπορούσε να κάνει το ίδιο πράγμα η Ηλαίην. Ο άνθρωπος άφησε μια κοφτή ανάσα, αρκετά δυνατά για να βγάλει τα περισσότερα φυλλαράκια — κι έμεινε ασάλευτος, με τα μισάνοιχτα μάτια του να ατενίζουν τον ήλιο.
«Μάλλον ήταν πολύ αργά». Η γυναίκα σηκώθηκε και αντίκρισε τον λιγνό. «Μπάρις, πρέπει να πεις στη γυναίκα του Μάσικ ότι σκότωσες τον άνδρα της».
«Ναι, Άσρα», αποκρίθηκε συνεσταλμένα ο Μπάρις.
Η Άσρα γύρισε να φύγει χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στους δύο άνδρες, και το αραιό πλήθος άνοιξε μπροστά της. Καθώς περνούσε λίγα βήματα παραπέρα από την Ηλαίην και τη Μπιργκίτε, η Ηλαίην πρόσεξε δύο πράγματα πάνω της. Το ένα ήταν η δύναμή της· η Ηλαίην τη δοκίμασε σκοπίμως. Περίμενε ότι θα έβρισκε ότι η γυναίκα ήταν αρκετά δυνατή, όμως βρήκε ότι η Άσρα δεν θα επιτρεπόταν να περάσει από τη δοκιμασία για να γίνει Αποδεχθείσα. Η Θεραπεία πρέπει να ήταν το ισχυρότερο Ταλέντο της —ίσως το μοναδικό, μιας και ήταν αδέσποτη— και ήταν καλά εξασκημένο από τη χρήση. Ίσως να πίστευε ότι εκείνα τα βότανα ήταν αναγκαία. Το δεύτερο που πρόσεξε η Ηλαίην ήταν το πρόσωπο της γυναίκας. Δεν ήταν ηλιοκαμένο όπως είχε υποθέσει αρχικά. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι η Άσρα ήταν Ντομανή. Τι στο Φως γύρευε στο Ράχαντ μια Ντομανή αδέσποτη;
Η Ηλαίην ίσως έπαιρνε στο κατόπι αυτή τη γυναίκα αν η Μπιργκίτε δεν την τραβούσε από την άλλη μεριά. «Το ξέρω αυτό το βλέμμα σου, Ηλαίην». Τα μάτια της Μπιργκίτε χτένιζαν το δρόμο σαν να περίμενε ότι κάποιοι από τους διαβάτες έστηναν αυτί να τις ακούσουν. «Δεν ξέρω γιατί θέλεις να κυνηγήσεις αυτή τη γυναίκα, αλλά δείχνει να έχει το σεβασμό του κόσμου. Αν την πλησιάσεις, ίσως να στραφούν περισσότερες λεπίδες εναντίον σου απ’ όσες μπορούμε να αποκρούσουμε οι δυο μαζί».
Αυτή ήταν η απλή αλήθεια, όπως και το γεγονός ότι δεν είχε έρθει στο Έμπου Νταρ για να βρει Ντομανές αδέσποτες.
Άγγιξε το μπράτσο της Μπιργκίτε και έκανε νόημα προς δύο άνδρες που έστριβαν τη γωνιά μπροστά τους. Ο Ναλέσεν φορούσε ριγέ σατέν γαλάζιο σακάκι, ολόιδιος Δακρυνός άρχοντας· το σακάκι με την επένδυση ήταν κουμπωμένο ως το λαιμό του, και το ιδρωμένο πρόσωπο του γυάλιζε όσο και το λαδωμένο γενάκι του. Αγριοκοίταζε όποιον του έριχνε έστω μια τυχαία ματιά, τόσο πολύ που σίγουρα θα είχε μπλέξει σε καυγά αν δεν χάιδευε τη λαβή του ξίφους του με ύφος που έλεγε ότι αυτό θα του άρεσε. Ο Ματ, αντιθέτως, δεν έκανε καμία γκριμάτσα. Προχωρούσε με αγέρωχο ύφος και αν δεν είχε ένα δυσαρεστημένο ύφος, θα ’λεγες ότι διασκέδαζε. Με το σακάκι ξεκούμπωτο και το καπέλο κατεβασμένο και το μαντίλι δεμένο στο λαιμό του, έμοιαζε σαν να είχε περάσει όλη τη νύχτα τριγυρίζοντας σε ταβερνεία, κάτι διόλου απίθανο. Προς έκπληξή της, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως είχε μέρες να τον σκεφτεί. Ανυπομονούσε να πιάσει στα χέρια της το τερ’ανγκριάλ του, όμως η γαβάθα ήταν απείρως σημαντικότερη.
«Δεν μου πέρασε από το νου νωρίτερα», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, «αλλά νομίζω πως ο Ματ είναι ο πιο επικίνδυνος από τους δύο. Ένας Ν’Σαρ στο Μάμερις. Αναρωτιέμαι τι θέλουν στην από δω μεριά του Έλνταρ».
Η Ηλαίην την κοίταξε παράξενα. Ένας τι που; «Μάλλον ήπιαν όλο το κρασί στην από κει μεριά. Έλα τώρα, Μπιργκίτε, μην τρέχει αλλού ο νους σου από τη δουλειά μας». Αυτή τη φορά δεν θα τη ρωτούσε.
Καθώς ο Ματ και ο Ναλέσεν τις προσπερνούσαν, η Ηλαίην τους ξανάδιωξε από το νου της και περιεργάστηκε το δρόμο. Θα ήταν υπέροχο αν έβρισκαν τη γαβάθα σήμερα. Όχι μόνο επειδή την επόμενη φορά που θα ερχόταν, θα ήταν μαζί με την Αβιέντα. Είχε αρχίσει να τη συμπαθεί —παρά τις άκρως παράξενες ιδέες της για τον Ραντ και για τις δυο τους· άκρως παράξενες!— αλλά είχε την τάση να προσελκύει τις γυναίκες που έδειχναν έτοιμες να τραβήξουν μαχαίρι. Η Αβιέντα έδειχνε απογοητευμένη όταν οι άνδρες χαμήλωναν το βλέμμα όταν τους κοίταζε, αντί να τραβήξουν λεπίδα όπως θα έκανε μια γυναίκα!
«Αυτό εδώ», είπε η Ηλαίην, δείχνοντας με το χέρι. Η Νυνάβε αποκλείεται να είχε δίκιο γι τους τέσσερις ορόφους. Ή μήπως όχι; Η Ηλαίην έλπισε να έβρισκε μια λύση η Εγκουέν.
Η Εγκουέν περίμενε υπομονετικά τον Λογκαίν να πιει λίγο νερό ακόμα. Η σκηνή του δεν ήταν τόσο ευρύχωρη όσο τα διαμερίσματά του στο Σαλιντάρ, όμως ήταν από τις μεγαλύτερες σκηνές του στρατοπέδου. Έπρεπε να υπάρχει χώρος για τις έξι αδελφές που κάθονταν σε σκαμνιά και διατηρούσαν την ασπίδα πάνω του. Η πρότασή της να στερεώσουν την ασπίδα προκάλεσε σχεδόν σοκ στις αδελφές και κάτι σαν περιφρόνηση· καμία δεν ήταν πρόθυμη να συμπράξει με την ιδέα, ειδικά τώρα, τόσο σύντομα μετά από τότε που η Εγκουέν είχε κάνει τέσσερις γυναίκες Άες Σεντάι χωρίς να δοκιμαστούν και χωρίς να περάσουν από τη Ράβδο των Όρκων, κάτι που ίσως να μην έκαναν ποτέ. Η Σιουάν είχε πει ότι δεν θα την υποστήριζαν. Το έθιμο έλεγε έξι αδελφές, αν και ίσως αρκούσαν τρεις αν ο Λογκαίν ήταν τόσο εξασθενημένος όσο η Σιουάν και η Ληάνε, κι επίσης έλεγε ότι η ασπίδα σ’ έναν άνδρα έπρεπε να διατηρείται, όχι να στερεώνεται. Μια μοναχική λάμπα πρόσφερε ένα αμυδρό φως. Η Εγκουέν και ο Λογκαίν κάθονταν σε κουβέρτες που τις είχαν απλώσει σαν χαλιά.
«Για να σε καταλάβω», είπε ο Λογκαίν όταν κατέβασε το κασσιτέρινο ποτήρι. «Θέλεις να μάθεις τι γνώμη έχω εγώ για την αμνηστία του αλ’Θόρ;» Μερικές αδελφές ανασάλεψαν στα σκαμνιά τους, ίσως επειδή είχε αμελήσει να την προσφωνήσει «Μητέρα», αλλά ίσως, το πιθανότερο, επειδή απεχθάνονταν το θέμα.
«Ναι, θέλω να μάθω τις σκέψεις σου. Σίγουρα κάποια γνώμη θα έχεις. Στο Κάεμλυν μαζί του πιθανότατα θα σου έδινε μια τιμητική θέση. Εδώ μπορεί να σε ειρηνέψουν από μέρα σε μέρα. Οπότε. Έξι χρόνια αντιστέκεσαι στην τρέλα, λες. Πόσο πιθανό είναι, νομίζεις, πως μπορεί να τα καταφέρουν εξίσου καλά οι άνδρες που θα πάνε σ’ αυτόν;»
«Στ’ αλήθεια σκοπεύουν να με ειρηνέψουν ξανά;» Η φωνή του ήταν χαμηλή, ο τόνος του πληγωμένος και θυμωμένος. «Προσχώρησα στο στρατόπεδο σας. Έκανε ό,τι μου ζητήθηκε. Προθυμοποιήθηκα να δώσω όποιον όρκο θέλετε».
«Η Αίθουσα θα αποφασίσει σύντομα. Κάποιες θα προτιμούσαν ένα βολικό θάνατο σου. Αν οι Άες Σεντάι πουν την ιστορία σου, όλοι θα ξέρουν ότι οι Άες Σεντάι δεν μπορούν να πουν ψέματα. Αλλά δεν πιστεύω ότι πρέπει να φοβάσαι κάτι τέτοιο. Μας υπηρέτησες καλά και δεν έχω λόγο να αφήσω να πάθεις κάτι. Ό,τι και να συμβεί, μπορείς ακόμα να μας υπηρετήσεις, και να δεις το Κόκκινο Άτζα να τιμωρείται, όπως επιθυμείς».
Ο Λογκαίν ανασηκώθηκε στα γόνατά του γρυλίζοντας και η Εγκουέν αγκάλιασε το σαϊντάρ και τον τύλιξε με ασφάλεια σε ροές Αέρα μέσα σε μια στιγμή. Οι αδελφές που τον θωράκιζαν αφιέρωναν σ’ αυτό όλη τους τη δύναμη —άλλο ένα έθιμο· πρέπει να βάλεις όλη σου τη δύναμη για να θωρακίσεις έναν άνδρα— όμως αρκετές μπορούσαν να μοιράσουν τις υφάνσεις τους και να διοχετεύσουν ένα μέρος σ’ αυτόν, αν πίστευαν ότι θα απειλούσε την Εγκουέν. Δεν ήθελε να ρισκάρει κάποιον τραυματισμό του Λογκαίν.
Οι ροές τον κράτησαν εκεί να γονατίζει, όμως αυτός έδειχνε να τις αγνοεί. «Θέλεις να μάθεις τι γνώμη έχω για την αμνηστία του αλ’Θόρ; Μακάρι να ήμουν τώρα μαζί του! Που να καείτε όλες σας! Έκανα ό,τι μου ζητήσατε! Που να σας κάψει όλες το Φως!»
«Ησύχασε, Αφέντη Λογκαίν». Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε που η φωνή της ήταν τόσο σταθερή. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε, αν και όχι επειδή τον φοβόταν. «Ένα πράγμα σου ορκίζομαι. Ποτέ δεν θα σε βλάψω, ούτε θα αφήσω να σε βλάψουν όσοι με ακολουθούν αν περνάει αυτό από τα χέρια μου, εκτός αν στραφείς εναντίον μας». Η οργή είχε χαθεί από το πρόσωπό του, που τώρα ήταν ανέκφραστο. Την άκουγε; «Όμως η Αίθουσα θα κάνει ό,τι αποφασίσει. Ησύχασες τώρα;» Εκείνος ένευσε κουρασμένα, και η Εγκουέν άφησε τις ροές. Ο Λογκαίν σωριάστηκε στο έδαφος, χωρίς να την κοιτάζει. «Θα σου μιλήσω για την αμνηστία όταν θα έχεις ανακτήσει την ψυχραιμία σου. Ίσως σε μια-δυο μέρες». Εκείνος ένευσε ξανά, απότομα, χωρίς να την κοιτάζει ακόμα.
Καθώς η Εγκουέν έβγαινε έξω στο σούρουπο, οι δύο Πρόμαχοι που στέκονταν φρουροί της υποκλίθηκαν. Τουλάχιστον οι Γκαϊντίν δεν νοιάζονταν αν ήταν δεκαοκτώ χρόνων, μια Αποδεχθείσα που είχε γίνει Άες Σεντάι μόνο και μόνο επειδή είχε ανακηρυχθεί Άμερλιν. Για τους Πρόμαχους, οι Άες Σεντάι ήταν Άες Σεντάι και η Άμερλιν ήταν η Άμερλιν. Πάντως άφησε την ανάσα της να βγει μόνο όταν βρέθηκε σε απόσταση που δεν θα την άκουγαν εκείνοι οι δύο.
Το στρατόπεδο ήταν αρκετά μεγάλο, με σκηνές για εκατοντάδες Άες Σεντάι απλωμένες σ’ ολόκληρο το δάσος, για Αποδεχθείσες και μαθητευόμενες και υπηρέτες, με κάρα και άμαξες και άλογα παντού. Στον αέρα απλωνόταν έντονη η ευωδιά του δείπνου που μαγειρευόταν. Ολόγυρα εκτεινόταν οι φωτιές του στρατού του Γκάρεθ Μπράυν· οι περισσότεροι άνδρες εκεί θα κοιμούνταν στο χώμα, όχι σε σκηνές. Η λεγόμενη Ομάδα του Κόκκινου Χεριού ήταν στρατοπεδευμένη το πολύ δυο μίλια νότια. Ήδη είχαν εξυπηρετήσει το σκέλος του σχεδίου της που τους αφορούσε, όπως το είχαν προτείνει η Σιουάν και η Ληάνε.
Η δύναμη του Γκάρεθ είχε αυξηθεί τις δεκάξι μέρες που είχαν περάσει μετά την αναχώρησή τους από το Σαλιντάρ. Δύο στρατοί που προέλαυναν αργά προς το βορρά διασχίζοντας την Αλτάρα, προφανώς όχι ιδιαίτερα φιλικοί μεταξύ τους, τραβούσαν την προσοχή. Οι ευγενείς έρχονταν κοπάδι με τους υποτελείς τους για να συμμαχήσουν με τον δυνατότερο από τους δύο στρατούς. Ήταν αλήθεια βέβαια ότι κανείς απ’ αυτούς τους άρχοντες και τις αρχόντισσες δεν θα είχε δώσει τους όρκους που έδιναν αν γνώριζαν ότι δεν θα γινόταν καμία μεγάλη μάχη στις περιοχές τους. Ήταν επίσης αλήθεια ότι αν είχαν την ευχέρεια να διαλέξουν, όλοι θα το έσκαγαν μόλις διαπίστωναν ότι ο στόχος της Εγκουέν ήταν η Ταρ Βάλον και όχι ένας στρατός Δρακορκισμένων. Όμως είχαν δώσει εκείνους τους όρκους, και μάλιστα σε μια Άμερλιν, μπροστά σε Άες Σεντάι που αυτοαποκαλούνταν η Αίθουσα του Θρόνου, μπροστά στα μάτια εκατοντάδων άλλων Άες Σεντάι. Αν καταπατούσες έναν τέτοιο όρκο, κάποια στιγμή θα το μετάνιωνες. Εκτός αυτού, ακόμα κι αν το κεφάλι της Εγκουέν κατέληγε καρφωμένο σε ένα στύλο στο Λευκό Πύργο, κανείς απ’ αυτούς δεν θα πίστευε πως η Ελάιντα θα ξεχνούσε ότι είχαν ορκιστεί. Μπορεί να είχαν παγιδευτεί σε μια συμμαχία, ίσως ακόμα και σε μια σχέση υποτέλειας, όμως θα ήταν πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. Ο μόνος τρόπος για να βγουν απ’ αυτή την παγίδα με το τομάρι τους άθικτο θα ήταν αν φρόντιζαν να φορέσει η Εγκουέν το επιτραχήλιο στην Ταρ Βάλον.
Η Σιουάν και η Ληάνε ήταν ανυπομονούσαν γι’ αυτό. Η Εγκουέν δεν ήξερε τι ένιωθε. Αν υπήρχε τρόπος για να ανατρέψουν την Ελάιντα χωρίς να χυθεί ούτε στάλα αίμα, θα άρπαζε την ευκαιρία. Αλλά δεν πίστευε πως υπήρχε τέτοιος τρόπος.
Αφού η Εγκουέν δείπνησε τρώγοντας κάτι με κρέας γίδας, γογγύλια και κάτι άλλο για το οποίο φρόντισε να μη ρωτήσει, η Εγκουέν αποσύρθηκε στη σκηνή της. Δεν ήταν η μεγαλύτερη στο στρατόπεδο, μα ήταν η μεγαλύτερη που προοριζόταν για ένα άτομο. Εκεί ήταν η Τσέσα που περίμενε για να βοηθήσει την Εγκουέν να ξεντυθεί, φλυαρώντας για την είδηση ότι είχε αποκτήσει μερικά από τα πιο όμορφα λινά που είχε δει ποτέ της από την καμαριέρα κάποιας Αλταρανής αρχόντισσας, ένα λεπτό υλικό που προοριζόταν για τα πιο δροσερά μισοφόρια που μπορούσες να φανταστείς. Συχνά η Εγκουέν άφηνε την Τσέσα να κοιμάται στη σκηνή μαζί της για περά, αν και το πρόχειρο στρώμα από κουβέρτες δεν συγκρινόταν με το κρεβατάκι της Τσέσα. Απόψε την έδιωξε όταν ετοιμάστηκε για να πλαγιάσει. Όταν ήσουν Άμερλιν, απολάμβανες κάποια προνόμια. Όπως το να έχεις μια σκηνή μονάχα για την υπηρέτριά σου. Όπως το να κοιμάσαι μονάχη τις νύχτες που ήταν ανάγκη.
Η Εγκουέν δεν ήταν ακόμα τόσο κουρασμένη που να πέσει για ύπνο, όμως αυτό δεν ήταν δύσκολο. Το να βυθιστεί στον ύπνο ήταν απλό ζήτημα· την είχαν εκπαιδεύσει Αελίτισσες Ονειροβάτισσες. Μπήκε στον Τελ’αράν’ριοντ...
...και βρέθηκε να στέκεται στο δωμάτιο που ήταν το γραφείο της στον Μικρό Πύργο για τόσο λίγο διάστημα. Το τραπέζι και οι καρέκλες φυσικά παρέμεναν. Τα έπιπλα δεν τα έπαιρνες μαζί σου όταν ξεκινούσες μ’ ένα στρατό. Όλα τα μέρη είχαν μια άδεια αίσθηση στον Κόσμο των Ονείρων, όμως πολύ περισσότερο εκείνα που ήταν πραγματικά άδεια. Ήδη ο Μικρός Πύργος ήταν σαν... κούφιος.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε ριγμένο στο σβέρκο το επιτραχήλιο της Άμερλιν. Μόλις που πρόλαβε να το εξαφανίσει. Μια στιγμή αργότερα, εμφανίστηκαν η Νυνάβε και η Ηλαίην, η Νυνάβε με στέρεη όψη σαν την ίδια, η Εγκουέν ομιχλώδης. Η Σιουάν ήταν απρόθυμη να δώσει το αρχικό τερ’ανγκριάλ δαχτυλίδι· είχε χρειαστεί σαφής εντολή. Η Ηλαίην φορούσε ένα πράσινο φόρεμα με δαντέλα που ξεχείλιζε στους καρπούς τη και διέγραφε ένα στενό αλλά εξαιρετικά βαθύ ντεκολτέ που αποκάλυπτε ένα μαχαίρι κρεμασμένο από ένα σφιχτό χρυσό μενταγιόν, με τη λαβή φωλιασμένη ανάμεσα στα στήθη της γεμάτο μαργαριτάρια και φλογοστάλες. Η Ηλαίην πάντα υιοθετούσε την τοπική μόδα αμέσως όπου κι αν πήγαινε. Η Νυνάβε, όπως ήταν αναμενόμενο, φορούσε γερά μάλλινα Διποταμίτικα ρούχα, σκούρα και απλά.
«Επιτυχία;» ρώτησε όλο ελπίδα η Εγκουέν.
«Όχι ακόμα, μα θα έρθει». Η Ηλαίην φαινόταν τόσο αισιόδοξη που η Εγκουέν παραλίγο θα έμενε να τη χαζεύει· η ίδια έπρεπε να προσπαθήσει σκληρά για να δείξει το ίδιο.
«Είμαι σίγουρη πως δεν θα αργήσουμε», είπε η Νυνάβε, με ακόμα πιο θετικό τόνο. Σίγουρα βρίσκονταν σε αδιέξοδο.
Η Εγκουέν αναστέναξε. «Ίσως θα έπρεπε να ξανάρθετε κοντά μου. Είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε τη γαβάθα σε μερικές μέρες ακόμα, μα εγώ δεν μπορώ να μη σκέφτομαι όλες αυτές τις ιστορίες». Οι δυο τους ήξεραν να φυλάγονται. Η Εγκουέν το γνώριζε, και θα ήταν ωραία επιγραφή για τα μνήματά τους. Η Σιουάν είχε πει πως καμία από τις ιστορίες που της είχα πει δεν ήταν υπερβολική.
«Α, όχι, Εγκουέν», διαμαρτυρήθηκε η Νυνάβε. «Η γαβάθα είναι πολύ σημαντική. Το ξέρεις. Όλοι θα γίνουν ψητοί αν δεν τη βρούμε».
«Εκτός αυτού», πρόσθεσε η Ηλαίην, «πού νομίζεις ότι θα μπλέξουμε; Κάθε βράδυ κοιμόμαστε στο Παλάτι Τάρασιν, σε περίπτωση που το λησμόνησες, και η Τάυλιν μπορεί να μη μας φιλά για καληνύχτα αλλά είναι εκεί για να μιλάμε». Το φόρεμά της ήταν διαφορετικό· το κόψιμο ήταν ίδιο αλλά το υλικό ήταν τραχύ και φθαρμένο. Η Νυνάβε φορούσε ένα ολόιδιο σχεδόν, μόνο που το μαχαίρι της είχε το πολύ εννιά ή δέκα γυάλινες χάντρες στη λαβή του. Κάθε άλλο παρά ρούχα για παλάτι. Το χειρότερο ήταν ότι προσπαθούσε να πάρει αθώο ύφος. Η Νυνάβε δεν είχε εξασκηθεί σ’ αυτό.
Η Εγκουέν το άφησε να περάσει. Η γαβάθα ήταν όντως σημαντική, μπορούσαν να φυλάγονται, και ήξερε πολύ καλά ότι δεν έψαχναν στο Παλάτι Τάρασιν. Ή μάλλον, παραλίγο θα το άφηνε να περάσει. «Βάλατε τον Ματ να βοηθήσει, σωστά;»
«Τον—» Ξαφνικά η Ηλαίην κατάλαβε τι φόρεμα είχε και τινάχτηκε. Για κάποιο λόγο όμως αυτό που φάνηκε κυρίως να την ξαφνιάζει ήταν το μικρό μαχαίρι. Γούρλωσε τα μάτια, άρπαξε τη λαβή, μια μάζα από μεγάλες κόκκινες και άσπρες γυάλινες χάντρες, και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Μια στιγμή μετά, φορούσε Αντορινή τουαλέτα από πράσινο μετάξι με ψηλό γιακά.
Το αστείο ήταν ότι και η Νυνάβε κατάλαβε τι φορούσε η ίδια μια στιγμή μετά την Ηλαίην, και αντέδρασε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ακριβώς. Μόνο που, αν η Ηλαίην κοκκίνισε σαν ένα ηλιοβασίλεμα, η Νυνάβε κοκκίνισε σαν δύο. Πριν καν αλλάξει η Ηλαίην, είχε ξαναβρεθεί να φορά τα μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών.
Η Ηλαίην ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της και είπε απαλά, «Ο Ματ είναι χρήσιμος, πιστεύω, μα δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να μπλέκεται στα πόδια μας, Εγκουέν. Τον ξέρεις πώς είναι. Να είσαι σίγουρη όμως ότι αν κάνουμε κάτι επικίνδυνο, θα τον βάλουμε τριγύρω μας μαζί με τους στρατιώτες του». Η Νυνάβε έμεινε σιωπηλή, με μια ξινή έκφραση. Ίσως θυμόταν την απειλή του Ματ.
«Νυνάβε, δεν πιστεύω να τον κακομεταχειρίζεσαι, ε;»
Η Ηλαίην γέλασε. «Εγκουέν, δεν τον κακομεταχειρίζεται καθόλου».
«Είναι η απλή αλήθεια», πρόσθεσε βιαστικά η Νυνάβε. «Δεν τον αποπήρα ούτε στιγμή από τότε που φτάσαμε στο Έμπου Νταρ».
Η Εγκουέν ένευσε με αμφιβολία. Μπορούσε να το ξεδιαλύνει αυτό, αλλά θα χρειαζόταν... Χαμήλωσε το βλέμμα για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξαναεμφανιστεί το επιτραχήλιο, και είδε μόνο ένα τρεμοπαίξιμο το οποίο δεν θα αναγνώριζε ούτε και η ίδια.
«Εγκουέν», είπε η Ηλαίην, «μπόρεσες πια να μιλήσεις με τις Ονειροβάτισσες;»
«Ναι», είπε η Νυνάβε. «Ξέρουν το πρόβλημα;»
«Μίλησα». Η Εγκουέν αναστέναξε. «Η αλήθεια είναι ότι δεν το ξέρουν».
Ήταν μια παράδοξη συνάντηση, μόλις πριν μερικές μέρες, που άρχισε με την Εγκουέν να βρίσκει τα όνειρα της Μπάιρ. Η Μπάιρ και η Μελαίν την είχαν συναντήσει στην Πέτρα του Δακρύου· η Άμυς είχε πει ότι δεν θα δίδασκε άλλο πια την Εγκουέν, και δεν είχε έρθει. Στην αρχή η Εγκουέν ένιωθε αμηχανία. Δεν της ερχόταν να πει ότι ήταν Άες Σεντάι, πόσο μάλλον Άμερλιν, καθώς φοβόταν ότι θα το περνούσαν κι αυτό για ψέμα. Δεν είχε δυσκολία με την εμφάνιση του επιτραχήλιου εκεί. Και έπειτα είχε τοχ προς τη Μελαίν. Το ανέφερε, ενώ στο μεταξύ σκεφτόταν πόσα μίλια θα έπρεπε να περάσει στη σέλα την επόμενη μέρα, όμως η Μελαίν τόσο πολύ χαιρόταν που θα είχε θυγατέρες —είχε καταχαρεί με τη θέαση της Μιν— που όχι μόνο ανακοίνωσε αμέσως ότι η Εγκουέν δεν είχε τοχ προς αυτήν, αλλά και επίσης ένα από τα κορίτσια θα το ονόμαζε Εγκουέν. Ήταν μια μικρή χαρά σε μια νύχτα άκαρπη και εκνευριστική.
«Αυτό που λένε», συνέχισε, «είναι ότι δεν άκουσαν ποτέ για κάποια να προσπαθεί να βρει κάτι χρησιμοποιώντας την ανάγκη αφού το είχε ήδη βρει. Η Μπάιν σκέφτηκε πως ήταν σαν να προσπαθείς να φας το ίδιο... μήλο δυο φορές». Το ίδιο μοται, είχε πει η Μπάιρ· το μοτάι ήταν ένα είδος σκουληκιού που έβρισκες στην Ερημιά. Ήταν γλυκό και τραγανό — ώσπου η Εγκουέν είχε μάθει τι έτρωγε.
«Εννοείς ότι δεν μπορούμε να ξαναπάμε στην αποθήκη;» Η Ηλαίην αναστέναξε. «Έλπιζα μήπως κάναμε κάτι λάθος. Ε, τέλος πάντων. Όπως και να ’χει θα το βρούμε». Δίστασε, και το φόρεμά της άλλαξε πάλι, αν και δεν το πρόσεξε. Ήταν ακόμα Αντορινό, αλλά με τα Άσπρα Λιοντάρια του Άντορ να ανηφορίζουν τα μανίκια και να προελαύνουν στο μπούστο. Φόρεμα βασίλισσας, ακόμα και χωρίς το Στέμμα του Ρόδου πάνω στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της. Όμως ένα φόρεμα βασίλισσας με υπερβολικά στενό το μπούστο, που έδειχνε ίσως περισσότερο ντεκολτέ απ’ όσο θα συνήθιζε μια Αντορινή βασίλισσα. «Εγκουέν, είπαν τίποτα για τον Ραντ;»
«Είναι στην Καιρχίν και κάνει βόλτες στο Παλάτι του Ήλιου, απ’ ό,τι φαίνεται». Η Εγκουέν κατάφερε να μη μορφάσει. Ούτε η Μπάιρ ούτε η Μελαίν είχαν πει πολλά, όμως η Μελαίν κάτι είχε μουρμουρίσει σκοτεινά για τις Άες Σεντάι ενώ η Μπάιρ είχε πει ότι έπρεπε όλες να τις δέρνουν σε τακτικά διαστήματα· ό,τι κι αν είχε πει η Σορίλεα, ένα απλό χέρι ξύλο κανονικά έπρεπε να είναι αρκετό. Η Εγκουέν πολύ φοβόταν ότι η Μεράνα είχε καταφέρει να κάνει κάποια μεγάλη γκάφα. Πάλι καλά που ο Ραντ κρατούσε τις απεσταλμένες της Ελάιντα σε απόσταση· η Εγκουέν πίστευε ότι ο Ραντ δεν ήξερε να τις χειριστεί τόσο καλά όσο νόμιζε ότι ήξερε. «Είναι μαζί του ο Πέριν. Και η γυναίκα του Πέριν! Παντρεύτηκε τη Φάιλε!» Αυτό προκάλεσε επιφωνήματα· η Νυνάβε είπε ότι η Φάιλε παραήταν καλή γι’ αυτόν, όμως το είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο· η Ηλαίην ευχήθηκε να ευτυχήσουν, όμως για κάποιο λόγο φαινόταν να αμφιβάλει. «Είναι εκεί και ο Λόιαλ επίσης. Και η Μιν. Μόνο ο Ματ λείπει κι εμείς οι τρεις».
Η Ηλαίην δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Εγκουέν, μπορείς να μεταφέρεις ένα μήνυμα στις Σοφές για τη Μιν; Πες της...» Κοντοστάθηκε, μασώντας σκεφτικά το χείλος της. «Πες της ότι ελπίζω να συμπαθήσει την Αβιέντα όσο συμπαθεί εμένα. Ξέρω ότι ακούγεται παράξενο», γέλασε. «Είναι ένα προσωπικό θέμα μας». Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην όσο παράξενα την κοίταζε και η Εγκουέν.
«Φυσικά, θα το μεταφέρω. Αλλά θα κάνω καιρό να ξανασυζητήσω μαζί τους». Δεν υπήρχε λόγος, αφού ήταν τόσο εχέμυθες στο θέμα του Ραντ. Και τόσο εχθρικές απέναντι στις Άες Σεντάι.
«Α, δεν πειράζει», είπε γοργά η Ηλαίην. «Δεν είναι τίποτα σημαντικό. Λοιπόν, αφού δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ανάγκη, τότε πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα πόδια μας, και στο Έμπου Νταρ τα δικά μου πονάνε. Αν δεν σας πειράζει, λέω να επιστρέψω στο κορμί μου και να ρίξω λίγο πραγματικό ύπνο».
«Πήγαινε εσύ», είπε η Νυνάβε. «Δεν θ’ αργήσω». Όταν εξαφανίστηκε η Ηλαίην, στράφηκε στην Εγκουέν. Το φόρεμά της είχε αλλάξει, και η Εγκουέν σκέφτηκε ότι ήξερε πολύ καλά γιατί. Ήταν ένα φόρεμα με απαλό γαλάζιο χρώμα, με βαθύ λαιμό. Είχε λουλούδια στα μαλλιά της και κορδέλες στην πλεξούδα της, όπως θα ήταν αν παντρευόταν στην πατρίδα της. Η καρδιά της Εγκουέν τη συμπόνεσε. «Έμαθες τίποτα για τον Λαν;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Νυνάβε.
«Όχι, Νυνάβε, τίποτα. Λυπάμαι πολύ. Μακάρι να σου είχα πιο ευχάριστο νέο. Ξέρω ότι είναι ακόμα ζωντανός, Νυνάβε. Και ξέρω ότι σε αγαπά όσο τον αγαπάς κι εσύ».
«Φυσικά και είναι ζωντανός», είπε σθεναρά η Νυνάβε. «Δεν ακούω τίποτα άλλο. Θα τον κάνω δικό μου. Είναι δικός μου, και δεν θέλω να έχει σκοτωθεί».
Όταν η Εγκουέν έκανε τον εαυτό της να ξυπνήσει, η Σιουάν καθόταν πίσω από το κρεβάτι της, μια αμυδρή μορφή στο σκοτάδι. «Έγινε;» ρώτησε η Εγκουέν.
Η λάμψη περιέβαλε τη Σιουάν καθώς ύφαινε γύρω από τις δυο τους ένα μικρό ξόρκι φύλαξης κατά των ωτακουστών. «Από τις έξι αδελφές στη βάρδια που αρχίζει τα μεσάνυχτα, μόνο τρεις έχουν Προμάχους, και αυτοί οι Γκαϊντίν θα φρουρούν απ’ έξω. Θα τους φέρουν τσάι μέντας, με κάτι επιπλέον το οποίο δεν πρέπει να γευτούν».
Η Εγκουέν έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. «Κάνω το σωστό;»
«Εμένα ρωτάς;» Η Σιουάν παραλίγο θα πνιγόταν. «Έκανα ό,τι με πρόσταξες, Μητέρα. Εγώ θα προτιμούσα να πέσω σε κοπάδι καρφόψαρα την ώρα που τρώνε, παρά να βοηθήσω αυτόν τον άνδρα να δραπετεύσει».
«Θα τον ειρηνέψουν, Σιουάν». Η Εγκουέν τα είχε ξαναπεί αυτά μαζί της, αλλά έπρεπε να τα ξαναπούν άλλη μια φορά για την ίδια, για να πειστεί ότι δεν έκανε λάθος. «Ακόμα και η Σέριαμ δεν ακούει πια την Καρλίνυα, ενώ η Λελαίν και η Ρομάντα πιέζουν να γίνει. Ή θα το κάνουμε, ή θα γίνει αυτό που υπαινισσόταν η Ντελάνα. Δεν θα επιτρέψω να δολοφονηθεί κανείς! Αν δεν μπορούμε να δικάσουμε έναν άνδρα και να τον εκτελέσουμε, τότε δεν έχουμε δικαίωμα να κανονίσουμε να πεθάνει. Δεν θα τον αφήσω να δολοφονηθεί, και δεν θα επιτρέψω να ειρηνευτεί. Αν η Μεράνα έχει όντως ενοχλήσει τον Ραντ με κάποιον τρόπο, τότε θα είναι σαν να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά. Μακάρι να ήμουν σίγουρη ότι θα πάει με το μέρος του Ραντ αντί να το σκάσει το Φως ξέρει πού και να κάνει το Φως ξέρει τι. Τουλάχιστον αν πάει στον Ραντ θα υπάρχει κάποιος τρόπος να ελέγξουμε τι κάνει» Άκουσε τη Σιουάν να ανασαλεύει στο σκοτάδι.
«Πάντα πίστευα ότι το επιτραχήλιο ζύγιζε όσο τρεις σωματώδεις άνδρες», είπε ήσυχα η Σιουάν. «Η Άμερλιν δεν έχει πολλές εύκολες αποφάσεις να πάρει, και λιγότερες είναι εκείνες για τις οποίες είναι σίγουρη. Κάνεις ό,τι πρέπει και πληρώνεις το αντίτιμο αν έχεις λάθος. Καμιά φορά κι αν έχεις δίκιο».
Η Εγκουέν γέλασε μαλακά. «Μου φαίνεται ότι το έχω ξανακούσει αυτό». Μετά από λίγο, το κέφι της έσβησε. «Φρόντισε να μην κάνει κακό σε κανέναν όπως θα φεύγει, Σιουάν».
«Στους ορισμούς σου, Μητέρα».
«Αυτό είναι τρομερό», μουρμούρισε η Νισάο. «Αν γίνει γνωστό, η κατακραυγή θα είναι αρκετή για να σε στείλει στην εξορία, Μυρέλ. Κι εμένα μαζί σου. Πριν τετρακόσια χρόνια, ίσως να ήταν καθημερινό πράγμα, όμως σήμερα κανείς δεν το βλέπει έτσι. Κάποιοι θα το ονόμαζαν έγκλημα».
Η Μυρέλ χαιρόταν που το φεγγάρι είχε ήδη βασιλέψει. Έκρυβε τη γκριμάτσα της. Μπορούσε να αναλάβει η ίδια τη Θεραπεία, όμως η Νισάο μελετούσε πώς να αντιμετωπίζει τις ασθένειες του μυαλού, πράγματα τα οποία η Δύναμη δεν μπορούσε να αγγίξει. Η Μυρέλ δεν ήξερε αν αυτό θεωρούνταν ασθένεια, όμως θα δοκίμαζε κάθε εργαλείο που ίσως έφερνε αποτελέσματα. Ας έλεγε ότι ήθελε η Νισάο· η Μυρέλ ήξερε ότι θα προτιμούσε να κόψει το χέρι της παρά να χάσει αυτή την ευκαιρία να προχωρήσει κι άλλο τις μελέτες της.
Τον ένιωθε εκεί έξω στη νύχτα να ζυγώνει. Ήταν μακριά από τις σκηνές, αρκετά πέρα από τους στρατιώτες, με μόνο αραιά δένδρα γύρω τους. Τον είχε νιώσει από τη στιγμή που είχε περάσει σ’ αυτήν ο δεσμός της, το έγκλημα για το οποίο αγωνιούσε η Νισάο. Ο δεσμός ενός Πρόμαχου θα περνούσε από τη μια Άες Σεντάι στην άλλη δίχως τη συναίνεσή του. Η Νισάο σ’ ένα πράγμα είχε δίκιο· έπρεπε να το κρατήσουν μυστικό όσο μπορούσαν. Η Μυρέλ ένιωθε τις πληγές του, μερικές σχεδόν γιατρεμένες, άλλες πρόσφατες. Μερικές ήταν μολυσμένες. Ο άνδρας αυτός δεν θα λοξοδρομούσε για να βρε μάχη. Έπρεπε να έρθει κοντά της, αναπότρεπτα σαν μια πέτρα που κατηφόριζε τη βουνοπλαγιά προς την κοιλάδα. Κι επίσης δεν θα λοξοδρομούσε για να αποφύγει μια μάχη. Η Μυρέλ είχε νιώσει το ταξίδι του στην απόσταση και στο αίμα· το αίμα του. Καθώς διέσχιζε την Καιρχίν και το Άντορ, το Μουράντυ και τώρα την Αλτάρα, περνώντας από περιοχές γεμάτες αντάρτες και άτακτους, ληστές και Δρακορκισμένους, προσηλωμένος πάνω της σαν βέλος που χιμούσε προς το στόχο, ανοίγοντας δρόμο μέσα από κάθε οπλισμένο άνδρα που στεκόταν εμπόδιό του. Ακόμα κι αυτός δεν θα το κατάφερνε αυτό απείραχτος. Η Μυρέλ κατέγραφε τις πληγές του στο μυαλό της και απορούσε που ήταν ακόμα ζωντανός.
Πρώτα άκουσε τον ήχο από οπλές αλόγου, που προχωρούσε με σταθερό βηματισμό, και μότο τότε ξεχώρισε το ψηλό μαύρο πολεμικό άτι μέσα στη νύχτα. Η νύχτα επίσης έμοιαζε να είναι ο καβαλάρης του αλόγου. Πρέπει να φορούσε το μανδύα του. Το άλογο σταμάτησε πενήντα βήματα μακριά της.
«Κακώς έστειλες τον Νούχελ και τον Κρόι να με βρουν», φώναξε ο αθέατος αναβάτης με τραχιά φωνή. Άβαρ, δεν βγαίνεις κι εσύ από κείνο το δέντρο που είσαι πίσω;». Προς τα δεξιά, η νύχτα φάνηκε να σαλεύει· κι ο Άβαρ φορούσε το μανδύα του, και δεν περίμενε πως θα φαινόταν.
«Τι τρέλα είναι αυτή», μουρμούρισε η Νισάο.
«Ήσυχα», σφύριξε η Μυρέλ. Φώναξε υψώνοντας τη φωνή της, «Έλα κοντά μου». Το άλογο δεν σάλεψε. Το κυνηγόσκυλο που θρηνούσε τη νεκρή κυρά του δεν ερχόταν πρόθυμα σε μια καινούρια αφέντρα. Η Μυρέλ ύφανε ντελικάτα Πνεύμα και άγγιξε το κομμάτι του που περιείχε το δεσμό της· έπρεπε να το κάνει ντελικάτα, αλλιώς εκείνος θα το αντιλαμβανόταν, και μόνο ο Δημιουργός ήξερε τι έκρηξη ίσως ξεσπούσε τότε. «Έλα κοντά μου».
Αυτή τη φορά το άλογο προχώρησε, κι ο άνδρας ξεπέζεψε για να δρασκελίσει τα τελευταία βήματα, ένας ψηλός άνδρας, με το πρόσωπό του να φαντάζει σμιλεμένο από πέτρα έτσι που ήταν με τις σκιές του φεγγαριού. Κι ύστερα στάθηκε μπροστά της, ορθώθηκε από πάνω της, και καθώς εκείνη σήκωνε το βλέμμα στα παγερά γαλάζια μάτια του Λαν Μαντράγκοραν, είδε το θάνατο. Το Φως να με βοηθήσει, σκέφτηκε. Πώς θα κατάφερνε να τον κρατήσει ζωντανό όσο έπρεπε;