Για κάποιο λόγο, όταν η Κογουίντε ήρθε να την ξυπνήσει στη θαμπάδα πριν από το χάραμα, η Εγκουέν ένιωθε αναζωογονημένη, σε πείσμα των ονείρων της. Αναζωογονημένη κι έτοιμη να δει τι μπορούσε να μάθει στην πόλη. Άφησε ένα μεγάλο χασμουρητό, τανύστηκε, και βρέθηκε όρθια, σιγοτραγουδώντας καθώς έπλενε και ντυνόταν βιαστικά, σχεδόν χωρίς να βουρτσίσει όσο έπρεπε τα μαλλιά της. Θα έφευγε βιαστική από τις σκηνές χωρίς να χασομερήσει για πρόγευμα, όμως την είδε η Σορίλεα, κάτι που έδωσε άδοξο τέλος σ’ αυτή την ιδέα. Προς το καλύτερο, όπως αποδείχθηκε.
«Δεν έπρεπε να φύγεις τόσο γρήγορα από το ατμόλουτρο», της είπε η Άμυς, παίρνοντας από τη Ροντέρα ξερά φρούτα και μια γαβάθα με χυλό. Περίπου δυο ντουζίνες Σοφών είχαν στριμωχτεί στη σκηνή της Άμυς κι η Ροντέρα, η Κογουίντε και κάποιος Ντόιλαν με λευκό μανδύα έτρεχαν να τις εξυπηρετήσουν όλες. «Ο Ρούαρκ είχε πολλά να πει για τις αδελφές σου. Ίσως μπορείς να προσθέσεις κάτι».
Ύστερα από μήνες προσποίησης, η Εγκουέν δεν χρειάστηκε σκέψη για να καταλάβει ότι εννοούσε την πρεσβεία του Πύργου. «Θα σου πω ό,τι μπορώ. Τι είπε;»
Κατ’ αρχάς, ότι υπήρχαν έξι Άες Σεντάι, και δύο απ’ αυτές ήταν Κόκκινες, όχι μία —η Εγκουέν δεν μπορούσε να πιστέψει την υπεροψία της Ελάιντα, ή ίσως την ανοησία της, που τις είχε στείλει— αλλά τουλάχιστον επικεφαλής ήταν μια Γκρίζα. Οι Σοφές, που οι περισσότερες ήταν ξαπλωμένες σχηματίζοντας μεγάλο κύκλο σαν να ήταν ακτίνες ρόδας, ενώ άλλες στέκονταν ή γονάτιζαν στα ενδιάμεσα διαστήματα, έστρεψαν το βλέμμα στην Εγκουέν μόλις τελείωσε ο κατάλογος των ονομάτων.
«Φοβάμαι πως ξέρω μόνο δύο απ’ αυτές», είπε, διαλέγοντας τα λόγια της με προσοχή. «Στο κάτω-κάτω, υπάρχουν πολλές Άες Σεντάι, κι εγώ δεν είμαι πλήρης αδελφή τόσον καιρό ώστε να γνωρίζω πολλές». Είδε τα κεφάλια τους να νεύουν· το δέχονταν. «Η Νεσούνε Μπιχάρα είναι ανοιχτόμυαλη —ακούει όλες τις πλευρές πριν καταλήξει σε συμπεράσματα— αλλά βρίσκει και το παραμικρό τρωτό σημείο των λεγομένων σου. Βλέπει τα πάντα, θυμάται τα πάντα· φτάνει να κοιτάξει μια σελίδα για μια φορά και σου την επαναλαμβάνει λέξη προς λέξη, το ίδιο και μια συζήτηση που άκουσε πριν ένα χρόνο. Μερικές φορές, όμως, μιλάει μόνη της, και λέει τις σκέψεις της δίχως να το αντιλαμβάνεται».
«Ο Ρούαρκ είπε ότι την ενδιέφερε η Βασιλική Βιβλιοθήκη». Η Μπάιρ ανακάτεψε το χυλό της, κοιτώντας την Εγκουέν. «Είπε ότι την άκουσε να μουρμουρίζει κάτι για σφραγίδες». Ένα γοργό μουρμουρητό απλώθηκε σαν κύμα στις υπόλοιπες γυναίκες, που βουβάθηκαν όταν η Σορίλεα ξερόβηξε δυνατά.
Η Εγκουέν έφαγε μια κουταλιά χυλό —είχε μέσα κομμάτια δαμάσκηνου και κάποιου είδους γλυκών μούρων— ενώ το συλλογιζόταν. Αν η Ελάιντα είχε ανακρίνει τη Σιουάν πριν από την εκτέλεσή της, τότε ήξερε ότι τρεις σφραγίδες ήταν σπασμένες. Ο Ραντ είχε κρύψει δύο —η Εγκουέν ευχόταν να ήξερε πού· τον τελευταίο καιρό, ο Ραντ δεν έδειχνε να εμπιστεύεται κανέναν — κι η Νυνάβε κι η Ηλαίην είχαν βρει μία στο Τάντσικο και την είχαν πάει στο Σαλιντάρ, όμως η Ελάιντα δεν είχε τρόπο να γνωρίζει γι’ αυτές. Εκτός, ίσως, αν είχε κατασκόπους στο Σαλιντάρ. Όχι. Αυτές οι εικασίες ήταν για άλλη στιγμή, ήταν άχρηστες τώρα. Η Ελάιντα πρέπει να έψαχνε απεγνωσμένα για τις υπόλοιπες σφραγίδες. Ήταν λογικό να στείλει τη Νεσούνε στη δεύτερη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου μετά από κείνη του Λευκού Πύργου. Κατάπιε μια μπουκιά ξερό δαμάσκηνο και τους το είπε.
«Αυτό ακριβώς είπα χθες το βράδυ», μούγκρισε η Σορίλεα. «Ήρον, Κολίντα, Εντάρα, εσείς οι τρεις πάτε στη Βιβλιοθήκη. Ό,τι μπορεί να βρεθεί, σίγουρα τρεις Σοφές θα μπορέσουν να το βρουν πριν από μια Άες Σεντάι». Τρία κατσουφιασμένα πρόσωπα ήταν η απάντηση· η Βασιλική Βιβλιοθήκη ήταν τεράστια. Από την άλλη μεριά όμως, η Σορίλεα ήταν η Σορίλεα, κι οι γυναίκες τις οποίες είχε αναφέρει μπορεί να αναστέναξαν και να άρχισαν να μουρμουρίζουν, αλλά άφησαν κάτω τις γαβάθες του χυλού κι έφυγαν αμέσως. «Είπες ότι ξέρεις δύο», συνέχισε η Σορίλεα πριν οι άλλες προλάβουν να βγουν από τη σκηνή. «Τη Νεσούνε Μπιχάρα και ποια άλλη;»
«Τη Σαρίνε Νεμντάλ», είπε η Εγκουέν. «Πρέπει να αντιληφθείτε ότι δεν τις ξέρω και τόσο καλά. Η Σαρίνε είναι όπως είναι συνήθως οι Λευκές —αναλύει τα πάντα με τη λογική και μερικές φορές ξαφνιάζεται όταν κάποιος παρακινείται από το πάθος— όμως την πιάνουν τα νευράκια της. Συνήθως τα συγκρατεί καλά, αλλά αν της πατήσεις τον κάλο... τότε θα σου δαγκώσει την μύτη πριν το καταλάβεις. Όμως ακούει αυτά που λες και το παραδέχεται όταν κάνει λάθος, ακόμα κι όταν ξεσπά. Αφού καταλαγιάσει, δηλαδή».
Πήρε άλλη μια κουταλιά μούρα και χυλό και προσπάθησε να περιεργαστεί τις Σοφές χωρίς να δείξει ότι το έκανε· καμία δεν φαινόταν να έχει προσέξει το δισταγμό της. Η φράση που παραλίγο θα έλεγε ήταν, «τότε θα σε στείλει να σφουγγαρίζεις πατώματα». Τις γυναίκες αυτές τις ήξερε μόνο επειδή της έκαναν μαθήματα ως μαθητευόμενη. Η Νεσούνε ήταν μια λυγερή Καντορινή με μάτια σαν πουλί και καταλάβαινε ότι είχες αφαιρεθεί ακόμα κι όταν είχε γυρισμένη την πλάτη· δίδασκε αρκετά μαθήματα τα οποία παρακολουθούσε η Εγκουέν· η Εγκουέν είχε ακούσει μόνο δύο διαλέξεις της Σαρίνε, για τη φύση της πραγματικότητας, αλλά ήταν δύσκολο να ξεχάσεις μια γυναίκα που σου έλεγε με απόλυτη σοβαρότητα ότι η ομορφιά κι η ασχήμια ήταν εξίσου ψευδαίσθηση, ενώ είχε ένα πρόσωπο που έκανε τους άνδρες να γυρίζουν το κεφάλι.
«Ελπίζω να θυμηθείς κι άλλα», είπε η Μπάιρ, γέρνοντας προς το μέρος της Εγκουέν πάνω στον αγκώνα της. «Φαίνεται ότι είσαι η μοναδική πηγή πληροφοριών μας».
Η Εγκουέν άργησε μια στιγμή να το ξεδιαλύνει. Μα ναι, φυσικά. Η Μπάιρ κι η Άμυς μάλλον είχαν επιχειρήσει να κοιτάξουν τα όνειρα των Άες Σεντάι την προηγούμενη νύχτα, όμως εκείνες είχαν βάλει ξόρκια φύλαξης στα όνειρά τους. Η Εγκουέν λυπόταν που δεν είχε μάθει αυτή τη δεξιότητα πριν φύγει από τον πύργο. «Αν μπορώ. Πού είναι τα δωμάτιά τους στο παλάτι;» Αν ήθελε να πλησιάσει τον Ραντ την επόμενη φορά που θα ερχόταν, καλό θα ήταν να μην έμπαινε κατά λάθος στα δωμάτιά τους. Ειδικά στο δωμάτιο της Νεσούνε. Μπορεί η Σαρίνε να μη θυμόταν μια συγκεκριμένη μαθητευόμενη, όμως η Νεσούνε σίγουρα θα τη θυμόταν. Εκτός αυτού, μπορεί να τη θυμόταν κάποια από τις Άες Σεντάι τις οποίες δεν γνώριζε· η Εγκουέν αλ’Βέρ συζητιόταν πολύ τον καιρό που ήταν στον Πύργο.
«Αρνήθηκαν την προσφορά σκιάς της Μπερελαίν έστω και για μια νύχτα». Η Άμυς έσμιξε τα φρύδια. Μεταξύ των Αελιτών, η προσφορά φιλοξενίας γινόταν πάντα δεκτή· θα ήταν ντροπή να αρνηθεί κανείς, ακόμα και μεταξύ ορκισμένων εχθρών. «Μένουν σε μια γυναίκα που λέγεται Άριλυν, μια αριστοκράτισσα των δενδροφονιάδων. Ο Ρούαρκ πιστεύει ότι η Κόιρεν Σεντάι ήξερε από παλαιότερα αυτή τη γυναίκα».
«Μια κατάσκοπος της Κόιρεν», είπε η Εγκουέν με βεβαιότητα. «Ή του Γκρίζου Άτζα».
Αρκετές Σοφές μουρμούρισαν θυμωμένα μέσα από τα δόντια τους· η Σορίλεα ξεφύσηξε δυνατά με αηθία· η δε Άμυς άφησε ένα βαρύ στεναγμό απογοήτευσης. Κάποιες άλλες είχαν διαφορετική γνώμη. Η Κορέλνα, μια πρασινομάτα με όψη πουλιού κι άφθονο γκρίζο στα ανοιχτοκίτρινα μαλλιά της, κούνησε το κεφάλι με αμφιβολία, ενώ η Τίαλιν, μια λεπτή κοκκινομάλλα με σουβλερή μύτη, κοίταξε την Εγκουέν με απροκάλυπτη δυσπιστία.
Η κατασκοπεία παραβίαζε το τζι’ε’τόχ, αν κι η Εγκουέν ακόμα δεν είχε καταλάβει πώς συμβάδιζε αυτό με το γεγονός ότι οι Ονειροβάτισσες τριγυρνούσαν στα όνειρα των ανθρώπων όποτε τους κάπνιζε. Άδικα θα επισήμαινε ότι οι Άες Σεντάι δεν ακολουθούσαν το τζι’ε’τόχ. Το ήξεραν· απλώς δυσκολεύονταν να το καταλάβουν, είτε για τις Άες Σεντάι είτε για οποιονδήποτε.
Ό,τι και να νόμιζαν, η Εγκουέν θα έβαζε στοίχημα ότι είχε δίκιο. Ο Γκάλντριαν, ο τελευταίος Βασιλιάς της Καιρχίν, είχε σύμβουλο Άες Σεντάι πριν δολοφονηθεί. Η Νιάντε Μόργουυν ήταν σχεδόν αόρατη ακόμα και πριν εξαφανιστεί μετά το θάνατο του Γκάλντριαν, όμως κάτι που είχε μάθει η Εγκουέν ήταν ότι περιστασιακά επισκεπτόταν τα κτήματα της Αρχόντισσας Άριλυν. Η Νιάντε ήταν Γκρίζα.
«Όπως φαίνεται, έβαλαν εκατό φρουρούς κάτω από εκείνη τη στέγη», είπε η Μπάιρ ύστερα από λίγο. Συνέχισε με μειλίχια φωνή. «Λένε ότι η πόλη είναι ακόμα σε αναταραχή, όμως εγώ νομίζω ότι φοβούνται τους Αελίτες». Αρκετά πρόσωπα έδειξαν ενοχλητικό ενδιαφέρον.
«Εκατό!» αναφώνησε η Εγκουέν. «Έφεραν εκατό άνδρες;»
Η Άμυς κούνησε το κεφάλι. «Πάνω από πεντακόσιους. Οι ανιχνευτές του Τίμολαν βρήκαν τους περισσότερους να έχουν στρατοπεδεύσει λιγότερο από μισής μέρας δρόμο βόρεια της πόλης. Ο Ρούαρκ το ανέφερε κι η Κόιρεν Σήλνταιν είπε ότι οι άνδρες ήταν τιμητικό άγημα, αλλά είχαν αφήσει τους περισσότερους έξω από την πόλη για να μη μας ανησυχήσουν».
«Νομίζουν ότι θα συνοδεύσουν τον Καρ’α’κάρν πίσω στην Ταρ Βάλον». Η φωνή της Σορίλεα μπορούσε, θαρρείς, να ραγίσει πέτρα, κι η έκφρασή της ήταν ακόμα πιο σκληρή. Η Εγκουέν δεν είχε κρύψει το περιεχόμενο της επιστολής της Ελάιντα προς τον Ραντ. Οι Σοφές ενοχλούνταν όλο και περισσότερο κάθε φορά που το άκουγαν.
«Ο Ραντ δεν είναι βλάκας για να δεχθεί την πρόταση», είπε η Εγκουέν, όμως δεν είχε το νου της σ’ αυτό που έλεγε. Πεντακόσιοι άνδρες ίσως ήταν τιμητική φρουρά. Ίσως η Ελάιντα πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα περίμενε ο Ραντ, ότι ίσως ακόμα και να ένιωθε κολακευμένος. Αρκετές ιδέες περνούσαν από το μυαλό της, αλλά έπρεπε να δείξει προσοχή. Μια λάθος λέξη ίσως έκανε την Άμυς και τη Μπάιρ —ή, ακόμα χειρότερα, τη Σορίλεα· το να αποφύγεις τη Σορίλεα ήταν σαν να προσπαθούσες να βγεις από κινούμενη άμμο— να της δώσουν διαταγές που δεν θα μπορούσε και να τις υπακούσει και να κάνει ταυτοχρόνως αυτό που μόνο η ίδια μπορούσε να κάνει. Ή τουλάχιστον αυτό που μόνο η ίδια ήταν διατεθειμένη να κάνει. «Φαντάζομαι ότι οι αρχηγοί έχουν το νου τους σ’ αυτούς τους στρατιώτες έξω από την πόλη;» Βρίσκονταν μισή μέρα δρόμο προς τον Βορρά —μια μέρα για την ακρίβεια, εφόσον δεν ήταν Αελίτες— κι επομένως από τόσο μακριά δεν ήταν επικίνδυνοι, αλλά δεν έβλαπτε να δείχνεις προσοχή. Η Άμυς ένευσε· η Σορίλεα κοίταξε την Εγκουέν σαν να είχε ρωτήσει αν το μεσημέρι ο ήλιος ήταν στον ουρανό. Η Εγκουέν ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Ναι». Οι αρχηγοί δεν έκαναν τέτοια λάθη. «Λοιπόν. Να τι προτείνω. Αν πάει στο παλάτι κάποια απ’ αυτές τις Άες Σεντάι, εσείς που μπορείτε να διαβιβάσετε θα πρέπει να την ακολουθήσετε και να φροντίσετε να μην αφήσει πίσω καμία παγίδα». Ένευσαν. Τα δύο τρίτα των γυναικών μέσα στη σκηνή μπορούσαν να χειριστούν το σαϊντάρ, μερικές ελάχιστα όπως η Σορίλεα, άλλες καλά όσο κι η Άμυς, που ήταν αντάξια των πιο δυνατών Άες Σεντάι που είχε συναντήσει η Εγκουέν. Οι δεξιότητές τους διέφεραν από εκείνες των Άες Σεντάι —ήταν λιγότερο ικανές σε μερικά πράγματα, περισσότερο ικανές σε άλλα, αλλά με δυο λόγια ήταν απλώς διαφορετικές— όμως σίγουρα θα αντιλαμβάνονταν κάποιο ανεπιθύμητο δώρο. «Και πρέπει να βεβαιωθούμε ότι είναι μόνο έξι».
Αναγκάστηκε να το εξηγήσει. Είχαν διαβάσει τα βιβλία των υδρόβιων, αλλά ακόμα κι εκείνες που μπορούσαν να διαβιβάσουν δεν γνώριζαν καλά τα τελετουργικά που είχαν αναπτυχθεί για τις Άες Σεντάι οι οποίες αντιμετώπιζαν τους άνδρες που είχαν βρει το σαϊντίν. Στους Αελίτες, ο άνδρας που μάθαινε ότι μπορούσε να διαβιβάζει θεωρούσε τον εαυτό του εκλεκτό και πήγαινε βόρεια στη Μάστιγα για να κυνηγήσει τον Σκοτεινό· κανείς ποτέ δεν επέστρεφε. Ούτε κι η ίδια η Εγκουέν ήξερε τα τελετουργικά πριν πάει στον Πύργο· οι ιστορίες που άκουγε παλιά, σπανίως διέθεταν ομοιότητες με την αλήθεια.
«Ο Ραντ μπορεί να τα βάλει με δύο γυναίκες ταυτοχρόνως», κατέληξε. Το γνώριζε επιβεβαιωμένα. «Ίσως μπορεί να τα βάλει ακόμα και με έξι, αλλά αν υπάρχουν περισσότερες απ’ όσες εμφανίστηκαν, τότε αυτό είναι απόδειξη ότι είπαν ψέματα, έστω και μέσω της αποσιώπησης». Παραλίγο να μορφάσει, βλέποντας το συνοφρυωμένο βλέμμα τους· όταν έλεγες ψέματα, είχες τοχ σ’ αυτόν που τα είχες πει. Αλλά στη δική της περίπτωση ήταν αναγκαίο. Ήταν.
Συνεχίζοντας το πρόγευμά τους, οι Σοφές αποφάσισαν ποιες θα πήγαιναν στο παλάτι σήμερα και ποιους αρχηγούς θα μπορούσαν να εμπιστευτούν για να διαλέξουν άνδρες και Κόρες που θα έβρισκαν τυχόν άλλες Άες Σεντάι. Ίσως κάποιοι δίσταζαν να στραφούν εναντίον των Άες Σεντάι με οποιονδήποτε τρόπο· οι Σοφές δεν το είπαν ξεκάθαρα, αλλά ήταν φανερό απ’ αυτά που έλεγαν, συχνά με ξινό ύφος. Κάποιοι άλλοι ίσως να πίστευαν πως κάθε απειλή κατά του Καρ’α’κάρν, ακόμα κι αν προερχόταν από Άες Σεντάι, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με τη λόγχη. Μερικές Σοφές έμοιαζαν να έχουν καταλήξει κι αυτές στο ίδιο συμπέρασμα. Η Σορίλεα απέρριψε κατηγορηματικά αρκετές έμμεσες προτάσεις που έλεγαν ότι η δυσκολία θα λυνόταν αν οι Άες Σεντάι δεν ήταν πια εκεί. Τελικά, μπόρεσαν να συμφωνήσουν μόνο για τον Ρούαρκ και τη Μαντελαίν του Νταράυν.
«Προσέξτε μόνο μη διαλέξουν κανένα σισβαϊ’αμάν», είπε η Εγκουέν. Αυτοί κατέφευγαν στη λόγχη με το παραμικρό ίχνος απειλής. Η παρατήρηση έκανε αρκετά βλέμματα να γυρίσουν πάνω της, άλλα ανέκφραστα, άλλα με θυμηδία. Οι Σοφές δεν ήταν ανόητες. Μόνο ένα πράγμα την ανησυχούσε. Καμία εκεί δεν είχε πει κάτι που η Εγκουέν είχε συνηθίσει να ακούει κάθε φορά που συζητούσαν για τις Άες Σεντάι: ότι οι Αελίτες κάποτε είχαν σταθεί κατώτεροι των απαιτήσεων των Άες Σεντάι και θα καταστρέφονταν αν το ξανάκαναν.
Πέρα απ’ αυτό το ένα σχόλιο, η Εγκουέν δεν αναμίχθηκε στη συζήτηση και προτίμησε να φάει και δεύτερη γαβάθα με χυλό με ξερό αχλάδι και δαμάσκηνα, κάτι που έκανε τη Σορίλεα να νεύσει επιδοκιμαστικά. Δεν επιδίωκε την επιδοκιμασία της Σορίλεα. Η Εγκουέν πεινούσε, αλλά πάνω απ’ όλα έλπιζε να ξεχνούσαν ότι ήταν κι η ίδια εκεί. Το κόλπο φάνηκε να πετυχαίνει.
Όταν τελείωσε το πρωινό κι η συζήτηση, πήγε στη σκηνή της και γονάτισε λίγο μέσα από την πόρτα, παρακολουθώντας μια μικρή ομάδα Σοφές να οδεύουν προς την πόλη με επικεφαλής την Άμυς. Όταν μπήκαν από την κοντινότερη πύλη, η Εγκουέν ξαναβγήκε. Παντού υπήρχαν Αελίτες, γκαϊ’σάιν κι άλλοι, όμως οι Σοφές ήταν όλες μέσα και κανένας δεν την κοίταξε καθώς κατευθυνόταν προς τα τείχη, χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη. Αν την πρόσεχε κανείς, θα σκεφτόταν ότι έκανε την πρωινή άσκησή της. Ο άνεμος δυνάμωσε, σηκώνοντας κύματα σκόνης και πολυκαιρισμένης στάχτης από τα Προπύλαια, όμως εκείνη διατήρησε το σταθερό ρυθμό της. Απλώς είχε βγει για άσκηση.
Στην πόλη, ο πρώτος άνθρωπος που ρώτησε, μια ξερακιανή που πουλούσε μαραμένα μήλα σε εξωφρενική τιμή σε ένα καρότσι, δεν ήξερε να της πει πώς θα πήγαινε στο παλάτι της Αρχόντισσας Άριλυν, ούτε και μια παχουλή μοδίστρα, που γούρλωσε όταν είδε μια Αελίτισσα, όπως την προσπέρασε, να μπαίνει στο μαγαζί της, ούτε κι ένας φαλακρός μαχαιροποιός, που νόμιζε ότι θα την ενδιέφεραν περισσότερο τα μαχαίρια του. Στο τέλος, ένας στενοπρόσωπος αργυροχόος, ο οποίος κοίταζε καχύποπτα την Εγκουέν όση ώρα βρισκόταν στο μαγαζί του, της είπε αυτό που ήθελε. Προχωρώντας με μεγάλες δρασκελιές μέσα στο πλήθος, η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι της. Καμιά φορά ξεχνούσε πόσο μεγάλη πόλη ήταν στ’ αλήθεια η Καιρχίν, ότι δεν ήξεραν όλοι πού ήταν τα πάντα.
Εν συνεχεία χάθηκε τρεις φορές και χρειάστηκε να ζητήσει οδηγίες άλλες δυο φορές πριν βρεθεί κολλημένη στο πλάι ενός δημόσιου στάβλου να κρυφοκοιτάζει από τη γωνία ένα κοντόχοντρο κτήριο από σκούρα πέτρα στην απέναντι μεριά του δρόμου, γεμάτο στενά παράθυρα και μπαλκόνια όλο γωνίες και βαθμιδωτούς πύργους. Ήταν μικρό για παλάτι, αλλά πελώριο για σπίτι· η Άριλυν ήταν κάπου πάνω από το μέσον της αριστοκρατίας της Καιρχίν, αν θυμόταν καλά η Εγκουέν. Στρατιώτες με πράσινα σακάκια, θώρακες και κράνη φρουρούσαν τα πλατιά μπροστινά σκαλιά, σε κάθε πύλη απ’ όσο μπορούσε να δει, ακόμα και στα μπαλκόνια. Το παράξενο ήταν πως όλοι έδειχναν νεαροί. Πάντως δεν ήταν αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον της. Μέσα σε κείνο το κτήριο υπήρχαν γυναίκες που διαβίβαζαν και για να νιώθει κάτω στο δρόμο τόσο έντονα, σίγουρα δεν χειρίζονταν μικρές ποσότητες σαϊντίν. Ξαφνικά ο όγκος του μειώθηκε, όμως και πάλι ήταν πολύ.
Δάγκωσε το χείλος της. Δεν ήξερε τι έκαναν, αφού δεν έβλεπε τις ροές, αλλά το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτές, έπρεπε να βλέπουν τις ροές για να τις υφάνουν. Έστω κι αν βρίσκονταν σε παράθυρο, οι ροές που θα κατευθύνονταν έξω από το μέγαρο και τις οποίες η Εγκουέν δεν μπορούσε να δει, πρέπει να στόχευαν προς τον Νότο, μακριά από το Παλάτι του Ήλιου, μακριά από τα πάντα.
Μια πύλη άνοιξε ίσα για να περάσουν έξι ρούσσα άλογα που τραβούσαν μια κλειστή μαύρη άμαξα με λακαρισμένο θυρεό στην πόρτα της που έδειχνε δύο ασημένια άστρα σε φόντο από κοκκινοπράσινες ρίγες. Η άμαξα προχώρησε προς το βορρά ανάμεσα στο πλήθος, κι ο ντυμένος με λιβρέα αμαξάς χρησιμοποιούσε το μακρύ μαστίγιο του τόσο για να παρακινεί τα άλογα όσο και για να κάνει τους ανθρώπους να ανοίγουν δρόμο. Πήγαινε κάπου η Αρχόντισσα Άριλυν, ή μήπως ήταν κάποια Άες Σεντάι της αντιπροσωπείας;
Τέλος πάντων, δεν είχε έρθει εδώ για να χαζεύει. Σύρθηκε πίσω έτσι ώστε μόνο ένα μάτι ξεπρόβαλλε από τη γωνία, ίσα για να βλέπει το λαμπρό οίκο, έβγαλε μια μικρή κόκκινη πέτρα από το πουγκί στη ζώνη της, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να διαβιβάζει. Αν κάποια από κείνες τύχαινε να κοιτάζει προς τα εδώ, θα μπορούσε να δει τις ροές, όχι όμως την Εγκουέν. Έπρεπε να το ρισκάρει.
Η λεία πέτρα ήταν αυτό ακριβώς που έδειχνε, ένα βοτσαλάκι που το είχε λειάνει το ποταμάκι, όμως η Εγκουέν είχε μάθει το τέχνασμα από τη Μουαραίν, κι η Μουαραίν χρησιμοποιούσε μια πέτρα για να εστιάσει την προσοχή της —έναν πολύτιμο λίθο, για την ακρίβεια, μα αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία— κι έτσι η Εγκουέν έκανε το ίδιο. Ύφανε κυρίως Αέρα με μια δόση Φωτιάς, με τον κατάλληλο τρόπο. Αυτό σου επέτρεπε να κρυφακούς. Οι Σοφές θα το έλεγαν κατασκοπεία. Την Εγκουέν δεν την ένοιαζε πώς το έλεγε, αρκεί να μάθαινε κάτι για τους σκοπούς των Άες Σεντάι του Πύργου.
Η ύφανσή της άγγιξε προσεκτικά το άνοιγμα ενός παράθυρου, ύστερα ενός άλλου, ύστερα τρίτου. Σιωπή. Και μετά...
«...του λέω, λοιπόν», είπε μια γυναικεία φωνή στο αυτί της, «αν θέλεις τα κρεβάτια σου στρωμένα, πάψε να γαργαλάς το πηγούνι μου, Άλγουιν Ράελ».
Μια άλλη γυναίκα χαχάνισε. «Α, σιγά μην είπες τέτοιο πράγμα».
Η Εγκουέν έκανε μια γκριμάτσα. Καμαριέρες.
Μια εύσωμη γυναίκα με ένα καλάθι γεμάτο ψωμιά στον ώμο κοίταξε μπερδεμένη την Εγκουέν. Διόλου παράξενο, διότι άκουγε δύο γυναικείες φωνές τη στιγμή που εκεί στεκόταν μόνη της η Εγκουέν με τα χείλη ασάλευτα. Η Εγκουέν το έλυσε με τον πιο γρήγορο τρόπο που ήξερε. Κοίταξε τη γυναίκα με τόση αγριάδα, ώστε η άλλη έσκουξε και παραλίγο θα της έπεφτε το καλάθι καθώς χανόταν στο πλήθος.
Η Εγκουέν μείωσε απρόθυμα την δύναμη της ύφανσής της· δεν θα άκουγε πολύ καλά, τουλάχιστον, όμως, δεν θα προσέλκυε θεατές. Ακόμα κι έτσι, αρκετοί άνθρωποι την κοίταζαν, βλέποντας μια Αελίτισσα να έχει κολλήσει στον τοίχο, αν κι απλώς κοντοστέκονταν για μια στιγμή πριν συνεχίσουν το δρόμο τους· κανείς δεν ήθελε να μπλέξει με Αελίτες. Η Εγκουέν τους έδιωξε από το μυαλό της. Μετακίνησε την ύφανση παράθυρο το παράθυρο, με τον ιδρώτα να στάζει ποτάμι, κι όχι μόνο εξαιτίας της κάψας που δυνάμωνε. Αν έστω και μία Άες Σεντάι έβλεπε τις ροές, ακόμα κι αν δεν καταλάβαινε τι ήταν, θα ήξερε ότι κάποια διαβίβαζε προς το μέρος τους. Θα υποψιαζόταν το λόγο. Η Εγκουέν έκανε πίσω, αφήνοντας μόνο το μισό μάτι της να φαίνεται.
Σιωπή. Σιωπή. Κάποιο θρόισμα. Κάποιος που μετακινούνταν; Μαλακά παπούτσια σε χαλί; Αλλά δεν ακουγόταν η παραμικρή λέξη. Σιωπή. Ένας άνδρας που μουρμούριζε, προφανώς αδειάζοντας δοχεία νυκτός, κάτι για το οποίο δεν χαιρόταν καθόλου· με τα αυτιά να καίνε, η Εγκουέν προχώρησε βιαστικά. Σιωπή. Σιωπή. Σιωπή.
«...στ’ αλήθεια το θεωρείς αναγκαίο;» Ακόμα και ψιθυριστή όπως ηχούσε, η φωνή αυτής της γυναίκας ήταν βαθιά, σίγουρη.
«Πρέπει να είμαστε έτοιμες για παν ενδεχόμενο, Κόιρεν», αποκρίθηκε μια άλλη γυναίκα με φωνή σκληρή κι επιτακτική. «Άκουσα μια ενδιαφέρουσα φήμη—» Μια πόρτα έκλεισε, διακόπτοντας τη συνέχεια.
Η Εγκουέν ζάρωσε στον πέτρινο τοίχο του στάβλου. Της ερχόταν να τσιρίξει από αγανάκτηση. Η μια ήταν η Γκρίζα αδελφή που ήταν επικεφαλής, κι η άλλη πρέπει να ήταν Σεντάι, αλλιώς δεν θα είχε μιλήσει έτσι στην Κόιρεν, που ήταν Άες. Ήταν οι ιδανικές για να πουν αυτό που ήθελε να μάθει η Εγκουέν, και να που είχαν φύγει. Ποια ήταν η ενδιαφέρουσα φήμη; Τι ενδεχόμενα; Τι προετοιμασίες σκόπευαν να κάνουν; Η διαβίβαση μέσα στο μέγαρο άλλαξε πάλι, αυξήθηκε. Τι σκάρωναν; Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και ξανάρχισε με επιμονή.
Καθώς ο ήλιος ανηφόριζε στον ουρανό, άκουσε πολλές φωνές, συνήθως άγνωστες, και πολλά κουτσομπολιά και φλυαρίες των υπηρετών. Κάποια ονόματι Κέρι θα έκανε κι άλλο μωρό· στις Άες Σεντάι με το μεσημεριανό γεύμα έπρεπε να προσφερθεί κρασί από το Αρίντριμ, όπου κι αν ήταν αυτό το μέρος. Το πιο ενδιαφέρον νέο ήταν ότι σ’ εκείνη την άμαξα βρισκόταν όντως η Άριλυν, η οποία πήγαινε να συναντήσει τον σύζυγό της στην εξοχή. Τι ασήμαντη πληροφορία. Είχε χαραμίσει ολόκληρο το πρωινό της.
Η πύλη του μεγάλου άνοιξε διάπλατα κι οι υπηρέτες με τις λιβρέες υποκλίθηκαν. Οι στρατιώτες δεν κοκάλωσαν, αλλά έδειξαν πιο ζωηροί. Η Νεσούνε Μπιχάρα βγήκε περπατώντας, ακολουθούμενη από έναν ψηλό νεαρό με σκληρό παρουσιαστικό.
Η Εγκουέν έλυσε βιαστικά την ύφανσή της, άφησε το σαϊντάρ, και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει· δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πανικοβληθεί. Η Νεσούνε κι ο Πρόμαχος της διαβουλεύθηκαν· ύστερα η μελαχρινή Καφέ αδελφή κοίταξε το δρόμο, πρώτα προς τη μία κατεύθυνση και μετά προς την άλλη. Σίγουρα έψαχνε κάτι.
Η Εγκουέν σκέφτηκε πως ίσως ήταν καλή ιδέα να πανικοβληθεί. Οπισθοχώρησε αργά γι να μην τραβήξει πάνω της το κοφτερό βλέμμα της Νεσούνε, στριφογύρισε μόλις χάθηκε πίσω από τη γωνία όπου δεν την έβλεπε η άλλη, μάζεψε τα φουστάνια της και το έβαλε στα πόδια, μπαίνοντας σαν ταύρος μέσα στο πλήθος. Η τρεχάλα της κράτησε μόνο για τρεις δρασκελιές. Ύστερα έπεσε σε έναν πέτρινο τοίχο, αναπήδησε, και σωριάστηκε στο δρόμο τόσο απότομα που αναπήδησε ξανά στις καυτές πλάκες του οδοστρώματος.
Σήκωσε το βλέμμα ζαλισμένη, ενώ με κάθε στιγμή η ζαλάδα χειροτέρευε. Ο πέτρινος τοίχος ήταν ο Γκάγουιν, που την κοίταζε, μοιάζοντας αποσβολωμένος όσο εκείνη. Τα μάτια του ήταν καταγάλανα. Και τι κοκκινόχρυσες μπούκλες ήταν αυτές. Της ήρθε να τις τυλίξει ξανά στα δάχτυλά της. Ένιωσε το πρόσωπό της να γίνεται κατακόκκινο. Ποτέ δεν έκανες τέτοιο πράγμα, σκέφτηκε πεισματικά. Ήταν μόνο ένα όνειρο!
«Σε χτύπησα;» ρώτησε εκείνος ανήσυχα, κι έκανε να γονατίσει δίπλα της.
Αυτή σηκώθηκε αμέσως, ξεσκονίζοντας βιαστικά τα ρούχα της· αν μπορούσε να βγει αληθινή μια ευχή της εκεί επιτόπου, θα ζητούσε να μην ξανακοκκίνιζε ποτέ πια. Ήδη είχαν συγκεντρώσει θεατές σε κύκλο γύρω τους. Τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε παρακάτω στο δρόμο, προς την κατεύθυνση που είχε ξεκινήσει. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της κι είδε μόνο το συνωθούμενο πλήθος. Ακόμα κι αν η Νεσούνε ερχόταν σε κείνη ακριβώς τη γωνία, δεν θα έβλεπε τίποτα. Πάντως, η Εγκουέν δεν βράδυνε το βήμα της· το πλήθος παραμέριζε γύρω από μια Αελίτισσα κι έναν άνδρα τόσο ψηλό που θα μπορούσε να ήταν Αελίτης, παρ’ όλο που ήταν ζωσμένος με σπαθί. Οι κινήσεις του έδειχναν ότι ήξερε πώς να το χρησιμοποιήσει· κινούνταν σαν Πρόμαχος.
Ύστερα από καμιά δεκαριά βήματα, η Εγκουέν ξετύλιξε απρόθυμα το μπράτσο της από το δικό του. Εκείνος της έπιασε το χέρι πριν γλιστρήσει από πάνω του κι αυτή τον άφησε να το κρατά καθώς περπατούσαν. «Φαντάζομαι», της είπε στοχαστικά μετά από λίγο, «πως πρέπει να μη δώσω σημασία στο ότι είσαι ντυμένη σαν Αελίτισσα. Την τελευταία φορά που άκουσα νέα σου, ήσουν στο Ίλιαν. Και φαντάζομαι δεν πρέπει να σχολιάσω το ότι τρέχεις να φύγεις από ένα παλάτι όπου μένουν έξι Άες Σεντάι. Παράξενη συμπεριφορά για μια Αποδεχθείσα».
«Ποτέ δεν ήμουν στο Ιλιαν», είπε εκείνη, κοιτώντας βιαστικά γύρω της για να δει μήπως υπήρχαν εκεί κοντά Αελίτες που θα τους άκουγαν. Αρκετοί κοίταξαν προς το μέρος τους, μα κανείς δεν ήταν τόσο κοντά ώστε να τους ακούει. Ξαφνικά συνειδητοποίησε απότομα αυτό που της είχε πει. «Είσαι μαζί τους. Με τις Άες Σεντάι του Πύργου». Μα το Φως, ήταν ανόητη που δεν το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει.
Το πρόσωπό του μαλάκωσε· είχε δείξει τόσο σκληρό για μια στιγμή. «Διοικώ την τιμητική φρουρά που έφεραν οι Άες Σεντάι για να συνοδεύσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα στην Ταρ Βάλον». Η φωνή του ήταν ένα παράξενο μίγμα από σαρκασμό και θυμό και κούραση. «Τουλάχιστον αν επιλέξει να έρθει. Κι αν ήταν εδώ. Απ’ ό,τι ακούω... εμφανίζεται κι εξαφανίζεται. Η Κόιρεν είναι πολύ εκνευρισμένη».
Η Εγκουέν είχε έναν κόμπο στο λαιμό. «Πρέπει... πρέπει να σου ζητήσω μια χάρη, Γκάγουιν».
«Ό,τι θέλεις, εκτός από τούτο», είπε εκείνος απλά. «Δεν θα βλάψω την Ηλαίην και το Άντορ, και δεν θα γίνω Δρακορκισμένος. Ό,τι άλλο μπορώ να κάνω, το έχεις».
Τα κεφάλια των περαστικών στράφηκαν προς το μέρος τους. Κάθε αναφορά των Δρακορκισμένων τραβούσε την προσοχή. Τέσσερις σκληροπρόσωποι άνδρες με καμτσίκια κουλουριασμένα στους ώμους τους αγριοκοίταξαν τον Γκάγουιν κι έσπασαν τα δάχτυλά τους όπως έκαναν μερικές φορές οι άνδρες πριν από καυγά. Ο Γκάγουιν απλώς τους κοίταξε. Δεν ήταν τίποτα κοντοπίθαροι, μα η εριστικότητά τους έσβησε μπροστά στο βλέμμα του. Δύο χτύπησαν το μέτωπό τους με τις αρθρώσεις των δαχτύλων τους πριν γίνουν ένα με την ανθρωποθάλασσα. Αλλά ήταν ακόμα πολλοί που κοίταζαν, πολλοί που έκαναν δήθεν ότι δεν είχαν στήσει αυτί. Έτσι ντυμένη που ήταν, τραβούσε τα βλέμματα ακόμα κι αν δεν έλεγε λέξη. Αν πρόσθετες κι έναν άνδρα με χρυσοκόκκινα μαλλιά, με μπόι πάνω από ένα βήμα, ο οποίος έμοιαζε με Πρόμαχο, ο συνδυασμός ήταν αναπόφευκτο να κινήσει την προσοχή.
«Πρέπει να σου μιλήσω κατ’ ιδίαν», του είπε. Αν κάποια γυναίκα δέσμευσε τον Γκάγουιν για Πρόμαχο της, εγώ θα... Το παράξενο ήταν ότι δεν ένιωθε ιδιαίτερη ενόχληση μ’ αυτή τη σκέψη.
Δίχως λέξη, την πήγε σε ένα διπλανό πανδοχείο, τον Ψηλό, όπου πέταξε μια χρυσή κορώνα στον στρογγυλόσωμο πανδοχέα κι αυτός τους έκλινε το γόνυ σχεδόν ευλαβικά και τους πρόσφερε μια ιδιωτική τραπεζαρία με σκούρη ξύλινη επένδυση στους τοίχους, καλογυαλισμένο τραπέζι και καρέκλες, και ξερά άνθη σε ένα γαλάζιο βάζο στο τζάκι. Ο Γκάγουιν έκλεισε την πόρτα και τους έπιασε μια ξαφνική αμηχανία καθώς αντικρίζονταν μόνοι τους. Μα το Φως, ήταν εξαίσιος, σχεδόν όσο κι ο Γκάλαντ, κι ο τρόπος που γυρνούσαν τα κατσαρά μαλλιά του στα αυτιά του...
Ο Γκάγουιν ξερόβηξε. «Η ζέστη χειροτερεύει μέρα με τη μέρα». Έβγαλε ένα μαντίλι, σκούπισε το πρόσωπό του κι ύστερα της το πρόσφερε. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ήταν μεταχειρισμένο και ξερόβηξε πάλι. «Έχω κι άλλο, νομίζω».
Εκείνη έβγαλε το δικό της όσο εκείνος έψαχνε τις τσέπες του. «Γκάγουιν, πώς μπορείς να υπηρετείς την Ελάιντα ύστερα απ’ αυτό που έκανε;»
«Τα Παλικαράκια υπηρετούν τον Πύργο», αποκρίθηκε εκείνος ενοχλημένος, όμως κούνησε το κεφάλι ανήσυχα, «Τον υπηρετούμε όσο... Η Σιουάν Σάντσε...» Για μια στιγμή, το βλέμμα του έγινε πάγος. Μόνο για μια στιγμή. «Εγκουέν, η μητέρα μου έλεγε συχνά, “Ακόμα κι η βασίλισσα πρέπει να υπακούει τους νόμους που θεσπίζει, αλλιώς δεν υπάρχει νόμος”». Κούνησε θυμωμένος το κεφάλι του. «Κακώς ξαφνιάστηκα που σε βρήκα εδώ. Έπρεπε να ξέρω ότι θα είσαι όπου είναι ο αλ’Θόρ».
«Γιατί τον μισείς;» Το μίσος στη φωνή του ήταν ολοφάνερο. «Γκάγουιν, είναι πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Σίγουρα άκουσες τι συνέβη στο Δάκρυ. Ο—»
«Δεν με νοιάζει αν είναι ακόμα κι η ενσάρκωση του Δημιουργού», είπε εκείνος τραχιά. «Ο αλ’Θόρ σκότωσε τη μητέρα μου!»
Τα μάτια της Εγκουέν γούρλωσαν. «Όχι, Γκάγουιν! Όχι, δεν τη σκότωσε!»
«Ορκίζεσαι; Ήσουν εκεί όταν πέθανε; Όλος ο κόσμος το λέει. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας πόρθησε το Κάεμλυν και σκότωσε τη Μοργκέις. Να δεις που αυτός σκότωσε και την Ηλαίην. Δεν μπορώ να βρω νέα της από πουθενά». Ο θυμός του στέρεψε. Καμπούριασε όπως στεκόταν, το κεφάλι του έγειρε μπροστά, με τις γροθιές σφιγμένες και τα μάτια κλειστά. «Δεν μπορώ να βρω τίποτα», ψιθύρισε.
«Η Ηλαίην είναι σώα κι ασφαλής», είπε η Εγκουέν και ξαφνιάστηκε όταν αντιλήφθηκε ότι είχε σταθεί ακριβώς μπροστά του. Σήκωσε το χέρι και ξαφνιάστηκε πάλι όταν έπλεξε τα δάχτυλά της στις μπούκλες του, όπως ακριβώς θυμόταν. Τράβηξε το χέρι της σαν να είχε καεί. Ήταν σίγουρη ότι το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο, μόνο που... Είχαν κοκκινίσει και τα μάγουλα του Γκάγουιν. Φυσικά. Το θυμόταν κι αυτός, μόνο που το θεωρούσε δικό του όνειρο. Αυτό κανονικά θα έπρεπε να κάνει το πρόσωπό της να πάρει φωτιά, αλλά έκανε το αντίθετο. Το κοκκίνισμα του Γκάγουιν τη βοήθησε να συγκρατήσει τη νευρικότητά της, της ήρθε μάλιστα να χαμογελάσει. «Η Ηλαίην είναι γερή, Γκάγουιν. Αυτό το ορκίζομαι».
«Πού είναι;» Η φωνή του έδειχνε ταραχή. «Πού ήταν; Η θέση της είναι στο Κάεμλυν. Όχι στο Κάεμλυν —όχι όσο υπάρχει πιθανότητα να είναι εκεί ο αλ’Θόρ— αλλά στο Άντορ. Πού βρίσκεται, Εγκουέν;»
«Δεν... δεν μπορώ να σου πω. Δεν μπορώ, Γκάγουιν».
Εκείνος την περιεργάστηκε, με ανέκφραστο πρόσωπο, και μετά αναστέναξε. «Κάθε φορά που σε βλέπω, γίνεσαι όλο και πιο πολύ Άες Σεντάι». Το γέλιο του ήχησε βεβιασμένο. «Ξέρεις ότι σκεφτόμουν πως ήμουν ο Πρόμαχος σου; Τι ανόητο, ε;»
«Θα γίνεις ο Πρόμαχός μου». Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι τα λόγια είχαν βγει από το στόμα της παρά μόνο όταν τα ξεστόμισε, αλλά όταν το είπε, κατάλαβε ότι ήταν αλήθεια. Εκείνο το όνειρο. Ο Γκάγουιν που γονάτιζε για να κρατήσει εκείνη, με τα χέρια της το κεφάλι του. Μπορεί να σήμαινε εκατό πράγματα ή τίποτα, όμως η Εγκουέν ήξερε.
Εκείνος της χαμογέλασε πλατιά. Ο βλάκας νόμιζε ότι η Εγκουέν αστειευόταν! «Εγώ αποκλείεται. Ο Γκάλαντ, νομίζω. Αν και θα πρέπει να τσακωθείς με τις άλλες Άες Σεντάι. Με Άες Σεντάι, υπηρέτριες, βασίλισσες, καμαριέρες, εμπόρισσες, αγρότισσες... Είδα πώς τον κοιτάζουν όλες. Μην πεις ότι δεν τον θεωρείς—»
Έβαλε το χέρι της πάνω στο στόμα του, που ήταν ο πιο απλός τρόπος για να δώσει τέλος σ’ αυτές τις βλακείες. «Δεν αγαπώ τον Γκάλαντ. Αγαπώ εσένα».
Ο άλλος προσπάθησε να το πάρει στ’ αστεία, χαμογελώντας πίσω από τα δάχτυλά της. «Δεν μπορώ να γίνω Πρόμαχος. Θα είμαι ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού της Ηλαίην».
«Αν η Βασίλισσα του Άντορ μπορεί να είναι Άες Σεντάι, τότε ο Πρίγκιπας μπορεί να είναι Πρόμαχος. Κι εσύ θα είσαι ο δικός μου Πρόμαχος. Βάλε το καλά στο χοντροκέφαλό σου· μιλάω σοβαρά. Και σ’ αγαπώ». Εκείνος την κοίταξε. Τουλάχιστον δεν χαμογελούσε πια. Αλλά δεν είπε τίποτα, απλώς την κοίταζε. Εκείνη τράβηξε το χέρι της. «Λοιπόν; Δεν έχεις τίποτα να πεις;»
«Όταν εύχεσαι τόσον καιρό να ακούσεις κάτι», της είπε αργά, «και μετά το ακούσεις, ξαφνικά, απροειδοποίητα, είσαι σαν να χτυπά κεραυνός και να πέφτει βροχή στο διψασμένο χώμα την ίδια στιγμή. Είσαι αποσβολωμένος, αλλά θέλεις να το ξανακούσεις».
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», του είπε, χαμογελώντας. «Λοιπόν;»
Αντί για απάντηση, τη σήκωσε ψηλά και τη φίλησε. Ήταν όμορφο όσο και στα όνειρα. Ήταν καλύτερο. Ήταν... Όταν τελικά την άφησε κάτω, εκείνη έμεινε στην αγκαλιά του· της είχαν κοπεί τα γόνατα. «Αρχόντισσά μου, Αελίτισσα Εγκουέν Άες Σεντάι», της είπε, «σ’ αγαπώ κι ανυπομονώ να με δεσμεύσεις». Αφήνοντας κατά μέρος την προσποιητή επισημότητα, πρόσθεσε με πιο μαλακό τόνο, «Σ’ αγαπώ, Εγκουέν αλ’Βέρ. Είπες ότι θέλεις μια χάρη. Τι χάρη; Το φεγγάρι περιδέραιο; Θα βάλω αμέσως έναν χρυσοχόο να πιάσει δουλειά. Άστρα να φορέσεις στα μαλλιά σου; Θα—»
«Μην πεις στην Κόιρεν και τις άλλες ότι είμαι εδώ. Μη με αναφέρεις καν».
Περίμενε ότι ο Γκάγουιν θα δίσταζε, μα εκείνος απλώς είπε, «Δεν θα το μάθουν από μένα. Ούτε κι από κανέναν άλλο, αν περνά από το χέρι μου». Έκανε μια παύση και μετά την έπιασε από τους ώμους. «Εγκουέν, δεν θα ρωτήσω τι γυρεύεις εδώ. Μη μιλάς, άκουσέ με. Ξέρω ότι η Σιουάν σε έμπλεξε στις πλεκτάνες της, και καταλαβαίνω ότι οφείλεις αφοσίωση σε έναν άνθρωπο που είναι από το χωριό σου. Δεν έχουν σημασία αυτά. Θα έπρεπε να είσαι στο Λευκό Πύργο και να σπουδάζεις· θυμάμαι που έλεγαν ότι θα γινόσουν μια ισχυρή Άες Σεντάι κάποια μέρα. Έχεις κανένα σχέδιο για να επιστρέψεις χωρίς... τιμωρία;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι αμίλητη, κι αυτός συνέχισε με φούρια. «Ίσως μπορέσω να σκεφτώ κάτι, αν δεν βρεις κάτι πρώτη. Ξέρω ότι δεν είχες άλλη επιλογή από το να υπακούσεις στη Σιουάν, αλλά αμφιβάλλω αν η Ελάιντα το δεχθεί αυτό σαν δικαιολογία· αν πεις έστω και το όνομα της Σιουάν Σάντσε μπροστά της, θα το μετανιώσεις. Θα βρω τρόπο, κάπως. Το ορκίζομαι. Υποσχέσου μου όμως ότι ως τότε δεν θα κάνεις κάποια... ανοησία». Το χέρι του την έσφιξε για μια στιγμή, αρκετά για να την πονέσει. «Μόνο υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις».
Μα το Φως, η Εγκουέν ήταν σε δύσκολη θέση. Δεν μπορούσε να του πει ότι δεν είχε την πρόθεση να επιστρέψει στον Πύργο όσο καθόταν η Ελάιντα στην Έδρα της Άμερλιν. Όσο για την «ανοησία», αυτό αφορούσε ό,τι είχε σχέση με τον Ραντ. Φαινόταν τόσο ανήσυχος. Γι’ αυτήν. «Θα προσέχω, Γκάγουιν. Το υπόσχομαι». Θα προσέχω όσο μπορώ, διόρθωσε μέσα της· ήταν μια μικρή αλλαγή, όμως έκανε πιο δύσκολο αυτό που είχε να του πει τώρα. «Έχω και δεύτερη χάρη να ζητήσω. Ο Ραντ δεν σκότωσε τη μητέρα σου». Πώς, άραγε, μπορούσε να το διατυπώσει ώστε να τον δυσκολέψει όσο το δυνατόν λιγότερο; Είτε του ήταν δύσκολο είτε όχι, έπρεπε να του το πει. «Υποσχέσου μου ότι δεν θα σηκώσεις χέρι ενάντια στον Ραντ μέχρι να σου αποδείξω ότι δεν το έκανε».
«Ορκίζομαι». Και πάλι δεν δίστασε καθόλου, όμως η φωνή του ήταν τραχιά και τα χέρια του την ξανάσφιξαν για μια στιγμή, πιο δυνατά απ’ όσο πριν. Εκείνη δεν μόρφασε· ο μικρός πόνος ήταν σαν πληρωμή για τον πόνο που του προκαλούσε.
«Έτσι πρέπει να γίνει, Γκάγουιν. Δεν το έκανε, μα θα χρειαστεί καιρός για να το αποδείξω». Πώς στο Φως μπορούσε να το αποδείξει; Ο λόγος του Ραντ δεν ήταν αρκετός. Τι μπέρδεμα που ήταν όλα αυτά. Έπρεπε να συγκεντρώνει την προσοχή της σε ένα πράγμα τη φορά. Τι σκάρωναν αυτές οι Άες Σεντάι;
Ο Γκάγουιν την ξάφνιασε καθώς έπαιρνε μια βραχνή ανάσα. «Θα εγκαταλείψω τα πάντα, θα προδώσω τα πάντα για σένα. Έλα να φύγουμε μαζί, Εγκουέν. Να τα αφήσουμε όλα πίσω μας. Έχω ένα μικρό κτήμα βόρεια της Ασπρογέφυρας, με αμπελώνα και χωριό, τόσο βαθιά στην εξοχή που ο ήλιος ανατέλλει δυο μέρες αργότερα. Ο κόσμος δεν θα μας αγγίζει εκεί. Μπορούμε να παντρευτούμε καθώς θα ταξιδεύουμε. Δεν ξέρω πόσος χρόνος μάς μένει —ο αλ’Θόρ· η Τάρμον Γκάι’ντον— αλλά θα τον περάσουμε μαζί».
Εκείνη τον κοίταξε κατάπληκτη. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι είχε πει φωναχτά την τελευταία σκέψη της —τι σκάρωναν οι Άες Σεντάι;— και μια λέξη κλειδί —η λέξη προδοσία— πήρε νόημα. Ο Γκάγουιν νόμιζε ότι η Εγκουέν τον ήθελε για να κατασκοπεύει τις Άες Σεντάι. Και θα το έκανε γι’ αυτήν. Παρ’ όλο που θα έψαχνε απεγνωσμένα τρόπο να μην το κάνει, θα το έκανε, αν του το ζητούσε. Της είχε υποσχεθεί τα πάντα, κι εννοούσε τα πάντα, όποιο κι αν ήταν το κόστος για τον εαυτό του. Η Εγκουέν έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της· στην πραγματικότητα, απευθυνόταν στον Γκάγουιν, αλλά μια τέτοια υπόσχεση δεν μπορούσε να την πει δυνατά. Αν του ξέφευγε κάτι που μπορούσε αυτή να το χρησιμοποιήσει, θα το χρησιμοποιούσε —έπρεπε— αλλά δεν θα ρωτούσε, ούτε για το πιο ελάχιστο. Όποιο κι αν ήταν το κόστος. Η Σαρίνε Νεμντάλ δεν θα καταλάβαινε, αλλά η Εγκουέν μόνο έτσι θα ανταποκρινόταν σ’ αυτό που της είχε προσφέρει εκείνος.
«Δεν μπορώ», του είπε απαλά. «Δεν θα καταλάβεις ποτέ πόσο θέλω να έρθω, αλλά δεν μπορώ». Γέλασε ξαφνικά, νιώθοντας δάκρυα στα μάτια της. «Όσο για σένα. Μιλάς για προδοσία; Γκάγουιν Τράκαντ, αυτή η λέξη σου ταιριάζει όσο το σκοτάδι ταιριάζει στον ήλιο». Καλές ήταν οι ανείπωτες υποσχέσεις, αλλά δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι. Θα χρησιμοποιούσε ό,τι θα της έδινε ο ίδιος, θα το χρησιμοποιούσε εναντίον αυτών που εκείνος πίστευε. Κάτι έπρεπε να του προσφέρει. «Κοιμάμαι στις σκηνές, μα κάθε πρωί περπατώ στην πόλη. Μπαίνω από την Πύλη του Δρακοτείχους, λίγο μετά την ανατολή».
Εκείνος φυσικά το κατάλαβε. Την προσφορά πίστης στο λόγο του, το ότι άφηνε την ελευθερία της στη διάθεσή του. Την έπιασε από τα χέρια, τα γύρισε για να φιλήσει τρυφερά τις παλάμες της. «Μου έδωσες να κρατήσω κάτι πολύτιμο. Αν πηγαίνω στην Πύλη του Δρακοτείχους κάθε πρωί, σίγουρα θα βρεθεί κάποιος να το προσέξει, κι ίσως να μην μπορώ να έρχομαι κάθε πρωί, αλλά μην ξαφνιαστείς αν τις περισσότερες μέρες θα με βρίσκεις στο πλευρό σου λίγο αφότου θα έχεις μπει στην πόλη».
Όταν τελικά η Εγκουέν βγήκε έξω, ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά κι ήταν η πιο καυτή στιγμή του απογεύματος, κάτι που έκανε τα πλήθη να αραιώσουν λιγάκι· μπορεί τα φιλιά του Γκάγουιν να μην ήταν η άσκηση που εννοούσαν γι’ αυτήν οι Σοφές, όμως η καρδιά της χτυπούσε γοργά σαν να είχε κάνει δρόμο τρέχοντας.
Διώχνοντάς τον από το νου της —ή μάλλον βάζοντάς τον κάπου στο βάθος με μεγάλο κόπο· δεν είχε τη δύναμη να τον διώξει— ξαναγύρισε στη σκοπιά της πλάι στο στάβλο. Κάποια ακόμα διαβιβίβαζε μέσα στο μέγαρο· κι όχι μόνο μία, εκτός αν ήταν μία που ύφαινε κάτι μεγάλο· η αίσθηση ήταν πιο αδύνατη απ’ όσο νωρίτερα αλλά όχι πολύ. Μια γυναίκα έμπαινε εκείνη τη στιγμή στον οίκο, μια μελαχρινή, την οποία η Εγκουέν δεν αναγνώρισε, αν και το αγέραστο του σκληρού προσώπου της έδειχνε καθαρά τι ήταν. Δεν προσπάθησε να κρυφακούσει πάλι και δεν έμεινε πολύ —αφού μπαινόβγαιναν, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να τη δουν και να την αναγνωρίσουν, παρά τα ρούχα της — αλλά καθώς έφευγε βιαστικά, μια σκέψη τριγυρνούσε επίμονα στο μυαλό της. Τι σκάρωναν;
«Σκοπεύουμε να του προσφέρουμε συνοδεία για την Ταρ Βάλον», είπε η Κατερίνε Αλρούντιν, ανασαλεύοντας ελαφρά. Δεν ήξερε αν οι Καιρχινές καρέκλες ήταν τόσο άβολες όσο έδειχναν ή αν απλώς πίστευε ότι ήταν άβολες επειδή έτσι έδειχναν. «Όταν φύγει από την Καιρχίν για την Ταρ Βάλον, θα υπάρξει... κενό εδώ».
Καθισμένη αγέλαστη σε μια χρυσοποίκιλτη καρέκλα απέναντι της, η Αρχόντισσα Κολαβήρ έγειρε λιγάκι προς τα μπρος. «Μου κινείς το ενδιαφέρον, Κατερίνε Σεντάι. Αφήστε μας», είπε απότομα στους υπηρέτες.
Η Κατερίνε χαμογέλασε.
«Σκοπεύουμε να του προσφέρουμε συνοδεία για την Ταρ Βάλον», είπε η Νεσούνε διαλέγοντας τα λόγια της με προσοχή, όμως διαισθάνθηκε μια αμυδρή ενόχληση. Παρά την ήρεμη έκφρασή του, ο Δακρυνός σάλευε διαρκώς τα πόδια του, νιώθοντας ταραχή μπροστά στην παρουσία μιας Άες Σεντάι, φοβούμενος ίσως ότι θα διαβίβαζε. Μόνο οι Αμαδισιανοί ήταν χειρότεροι. «Από τη στιγμή που θα αναχωρήσει για την Ταρ Βάλον, θα υπάρχει ανάγκη για εξουσία στην Καιρχίν».
Ο Υψηλός Άρχοντας Μάιλαν έγλειψε τα χείλη του. «Γιατί μου το λες αυτό;»
Το χαμόγελο της Νεσούνε μπορεί να σήμαινε οτιδήποτε.
Όταν η Σαρίνε μπήκε στο καθιστικό, μόνο η Κόιρεν κι η Έριαν ήταν εκεί κι έπιναν τσάι. Και φυσικά ένας υπηρέτης που περίμενε να βάλει κι άλλο τσάι. Η Σαρίνε του έκανε νόημα να βγει έξω. «Η Μπερελαίν ίσως σταθεί εμπόδιο», είπε όταν έκλεισε η πόρτα. «Δεν ξέρω αν στην περίπτωσή της θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα το μήλο ή το μαστίγιο. Νομίζω πως έχω κανονίσει να δω τον Άρακομ, αλλά νομίζω θα χρειαστώ κι άλλο χρόνο με την Μπερελαίν».
«Είτε μήλο είτε μαστίγιο», είπε η Έριαν με τεταμένη φωνή. «Ό,τι χρειαστεί». Το πρόσωπό της έμοιαζε με χλωμό μάρμαρο ανάμεσα σε δύο φτερούγες κορακιού. Η μυστική μανία της ήταν η ποίηση, αν και δεν θα αποκάλυπτε ποτέ και σε κανέναν ότι την ενδιέφερε κάτι τόσο... συναισθηματικό. Θα πέθαινε από ντροπή, αν ο Βιτάλιεν, ο Πρόμαχός της, ανακάλυπτε ποτέ ότι είχε γράψει ποιήματα στα οποία τον σύγκρινε με λεοπάρδαλη, αλλά και με άλλα ζώα όλο κίνδυνο, δύναμη και χάρη.
«Συγκεντρώσου, Έριαν». Όπως συνήθως, η Κόιρεν μιλούσε λες κι έβγαζε λόγο. «Αυτό που την ενοχλεί, Σαρίνε, είναι μια φήμη που άκουσε η Γκαλίνα, μια φήμη που λέει ότι μια Πράσινη αδελφή βρισκόταν στο Δάκρυ μαζί με τον νεαρό Ραντ αλ’Θόρ κι είναι τώρα εδώ στην Καιρχίν». Πάντα τον αποκαλούσε «νεαρό Ραντ αλ’Θόρ», σαν να υπενθύμιζε σ’ όσους την άκουγαν πως ήταν νεαρός κι επομένως άπειρος.
«Η Μουαραίν κι επίσης μια Πράσινη», είπε στοχαστικά η Σαρίνε. Αυτό πράγματι αποτελούσε πρόβλημα. Η Ελάιντα επέμενε ότι η Μουαραίν κι η Σιουάν είχαν δράσει μόνες τους, όταν είχαν αφήσει τον Ραντ να τριγυρνά χωρίς καθοδήγηση, αλλά αν υπήρχε έστω και μία Άες Σεντάι ακόμα, ίσως σήμαινε ότι υπήρχαν κι άλλες, κι αυτό ήταν ένα νήμα που ίσως έβγαζε σε κάποιες, ίσως πολλές, από εκείνες που είχαν διαφύγει από τον Πύργο όταν είχε καθαιρεθεί η Σιουάν. «Πάντως, πρόκειται μόνο περί φήμης».
«Ίσως όχι», είπε η Γκαλίνα καθώς έμπαινε στην αίθουσα. «Δεν ακούσατε; Κάποια διαβίβασε εναντίον μας σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά πιστεύω ότι μπορούμε να φανταστούμε χωρίς να κάνουμε λάθος».
Οι χάντρες που ήταν πλεγμένες στα μικρούλικα μελαχρινά κοτσιδάκια της Σαρίνε άφησαν ξερούς κρότους καθώς κουνούσε το κεφάλι της. «Δεν είναι απόδειξη ότι υπάρχει μια Πράσινη, Γκαλίνα. Δεν είναι καν απόδειξη ότι υπάρχει κάποια Άες Σεντάι. Άκουσα ιστορίες που έλεγαν ότι μερικές Αελίτισσες μπορούν να διαβιβάζουν, εκείνες οι Σοφές. Ίσως να είναι καμιά φουκαριάρα που την έδιωξαν από τον Πύργο όταν απέτυχε στη δοκιμασία των Αποδεχθεισών».
Η Γκαλίνα χαμογέλασε, μια λάμψη από δόντια σε μια σκοτεινή έκφραση αυστηρότητας. «Νομίζω αποδεικνύει ότι είναι εδώ η Μουαραίν. Άκουσα ότι έχει ένα κόλπο για να κρυφακούει, και δεν πιστεύω αυτή την τόσο βολική ιστορία ότι είναι νεκρή, χωρίς να υπάρχει πτώμα και χωρίς να μπορεί κανείς να πει λεπτομέρειες».
Αυτό ενοχλούσε και τη Σαρίνε επίσης. Εν μέρει, επειδή συμπαθούσε τη Μουαραίν —ήταν φίλες όντας μαθητευόμενες κι Αποδεχθείσες, αν κι η Μουαραίν ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή της, κι αυτή η φιλία είχε συνεχιστεί και στις λίγες συναντήσεις τους με το πέρασμα του χρόνου έκτοτε— κι εν μέρει, επειδή ήταν υπερβολικά αόριστο και βολικό το να πεθάνει η Μουαραίν —για την ακρίβεια, να εξαφανιστεί— τη στιγμή που εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον της. Η Μουαραίν ίσως ήταν ικανή να προσποιηθεί το θάνατό της υπό αυτές τις συνθήκες. «Πιστεύεις λοιπόν ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε τόσο τη Μουαραίν, όσο και μια Πράσινη αδελφή το όνομα της οποίας δεν γνωρίζουμε; Αυτά δεν παύουν να είναι εικασίες, Γκαλίνα».
Το χαμόγελο της Γκαλίνα δεν άλλαξε, όμως τα μάτια της άστραψαν. Ήταν ξεροκέφαλη και δεν άκουγε τη φωνή της λογικής —πίστευε ό,τι πίστευε ό,τι κι αν έλεγαν οι ενδείξεις— αλλά όμως η Σαρίνε πάντα πίστευε ότι υπήρχε μια μεγάλη πυρά που λυσσομανούσε στα βάθη της Γκαλίνα. «Αυτό που πιστεύω», είπε η Γκαλίνα, «είναι ότι η Μουαραίν είναι η λεγόμενη Πράσινη. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να διαφύγει τη σύλληψη από το να πεθάνει και να επανεμφανιστεί σαν κάποια άλλη, άλλου Άτζα; Άκουσα, μάλιστα, ότι αυτή η Πράσινη είναι κοντή· όλες ξέρουμε ότι η Μουαραίν είναι κάθε άλλο παρά ψηλή». Η Έριαν ανακάθισε με την πλάτη ίσια και παγερό ύφος, ενώ τα καστανά μάτια της ήταν κάρβουνα αναμμένα από την οργή. «Όταν πιάσουμε στα χέρια μας αυτή την Πράσινη», της είπε η Γκαλίνα, «προτείνω να την αφήσουμε στη δική σου ευθύνη για το ταξίδι πίσω στον Πύργο». Η Έριαν ένευσε κοφτά, όμως οι φλόγες των ματιών της δεν έσβησαν.
Η Σαρίνε είχε μείνει αποσβολωμένη. Η Μουαραίν; Να ισχυριστεί ότι ανήκε σε άλλο Άτζα από το δικό της; Αποκλείεται. Η Σαρίνε δεν είχε παντρευτεί ποτέ —δεν ήταν λογικό να πιστεύεις ότι δύο άνθρωποι θα έμεναν συμβατοί για μια ολόκληρη ζωή— αλλά το μόνο πράγμα με το οποίο θα μπορούσε να συγκρίνει κάτι τέτοιο ήταν το να κοιμηθείς με τον σύζυγο μιας άλλης γυναίκας. Αυτό όμως που την είχε αφήσει αποσβολωμένη ήταν η κατηγορία, όχι η πιθανότητα να ήταν αληθινή. Ήταν έτοιμη να επισημάνει ότι υπήρχαν πολλές κοντές γυναίκες στον κόσμο, και ότι το «κοντές» ήταν σχετικό, όταν η Κόιρεν μίλησε με την ηχηρή φωνή της.
«Σαρίνε, είναι πάλι η σειρά σου. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένες, ό,τι κι αν συμβεί».
«Δεν μου αρέσει», είπε σταθερά η Έριαν. «Είναι σαν να προετοιμαζόμαστε για την αποτυχία».
«Είναι λογικό», της είπε η Σαρίνε. «Διαιρώντας το χρόνο στα ελάχιστα δυνατά διαστήματά του, είναι αδύνατο να πεις με πραγματική βεβαιότητα τι θα συμβεί μεταξύ δύο διαστημάτων. Εφόσον το να κυνηγήσουμε τον αλ’Θόρ στο Κάεμλυν ίσως σημαίνει ότι θα φτάσουμε εκεί μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ότι έχει έρθει εδώ, θα παραμείνουμε εδώ με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι τελικά θα ξαναγυρίσει, αν κι αυτό θα μπορούσε να συμβεί αύριο ή σε ένα μήνα. Ένα μεμονωμένο συμβάν σε οποιαδήποτε ώρα αυτής της αναμονής ή ένας συνδυασμός συμβάντων ίσως μας στερήσει κάθε εναλλακτική λύση. Επομένως, η προετοιμασία είναι λογική».
«Ωραία το εξήγησες», είπε ξερά η Έριαν. Δεν διέθετε κοινή λογική· μερικές φορές η Σαρίνε σκεφτόταν ότι αυτό ίσχυε πάντα για τις ωραίες γυναίκες, αν και κατά τη γνώμη της δεν υπήρχε τέτοια σχέση.
«Έχουμε όσο χρόνο χρειαζόμαστε», ανακοίνωσε η Κόιρεν. Όταν δεν έβγαζε λόγους, έκανε ανακοινώσεις. «Η Μπελντάινε έφτασε σήμερα κι έκλεισε δωμάτιο κοντά στο ποτάμι, αλλά τη Μάγιαμ την περιμένουμε σε δύο μέρες. Πρέπει να προσέχουμε, κι αυτό σημαίνει ότι έχουμε χρόνο».
«Και πάλι δεν μ’ αρέσει να προετοιμάζομαι για την αποτυχία», μουρμούρισε η Έριαν, σκυμμένη στο φλιτζάνι της.
«Δεν θα μου κακοφανεί», είπε η Γκαλίνα, «αν βρούμε λίγο χρόνο για να οδηγήσουμε τη Μουαραίν στα χέρια της δικαιοσύνης. Τόσον καιρό περιμέναμε· δεν υπάρχει μεγάλη βιασύνη για τον αλ’Θόρ».
Η Σαρίνε αναστέναξε. Αυτά που έκαναν τα έκαναν πολύ καλά, όμως αυτή δεν τις καταλάβαινε· δεν υπήρχε ούτε ίχνος λογικής μέσα τους.
Ανέβηκε στα δωμάτιά της πάνω, κάθισε μπροστά στο τζάκι κι άρχισε να διαβιβάζει. Μήπως αυτός ο Ραντ αλ’Θόρ είχε όντως ανακαλύψει εκ νέου πώς να Ταξιδεύει; Ήταν αδύνατο να το πιστέψεις, μα ήταν η μόνη εξήγηση. Τι είδους άνθρωπος ήταν; Η Σαρίνε θα το ανακάλυπτε αυτό όταν τον γνώριζε, όχι νωρίτερα. Γεμάτη σαϊντάρ, σχεδόν στο σημείο που η γλύκα γινόταν πόνος, άρχισε να κάνει τις ασκήσεις των μαθητευομένων. Βοηθούσαν κάπως. Ήταν λογικό να προετοιμάζεσαι.