Τα μάτια της Εγκουέν άνοιξαν, ατενίζοντας το τίποτα. Για μια στιγμή έμεινε στο στρωματάκι της, αγγίζοντας αφηρημένα το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο κορδόνι στο λαιμό της. Όταν το φορούσε στο χέρι, την κοίταζαν παράξενα. Ήταν πιο εύκολο να ταιριάξει εκεί ως μαθήτρια των Σοφών, αν κανείς δεν τη σκεφτόταν ως Άες Σεντάι. Κάτι που φυσικά δεν ήταν. Ήταν Αποδεχθείσα, αλλά είχε υποκριθεί πως ήταν Άες Σεντάι τόσον καιρό, ώστε μερικές φορές ξεχνούσε ότι δεν ήταν.
Λίγο από το φως του πρωινού μπήκε από το άνοιγμα της πόρτας, μόλις φωτίζοντας το εσωτερικό της σκηνής. Ήταν σαν να μην είχε κοιμηθεί καθόλου κι ένιωθε έναν επαναλαμβανόμενο πόνο στους κροτάφους. Από τη μέρα που η Λανφίαρ παραλίγο θα σκότωνε την ίδια και την Αβιέντα, από τη μέρα που η Αποδιωγμένη κι η Μουαραίν είχαν αλληλοσκοτωθεί, το κεφάλι της πάντα πονούσε μετά από μια επίσκεψη στον Τελ’αράν’ριοντ, αν και ποτέ σε σημείο που να είναι πραγματικό πρόβλημα. Πάντως, παλιά στην πατρίδα η Νυνάβε της είχε μάθει μερικά πράγματα για τα βότανα κι η Εγκουέν είχε καταφέρει να βρει εδώ στην Καιρχίν μερικά από το κατάλληλο είδος. Η ρίζα γλυκοϋπνιού θα της έφερνε υπνηλία —ή ίσως, τόσο κουρασμένη που ήταν, να την κοίμιζε για ώρες— αλλά θα έδιωχνε κάθε ίχνος του πονοκέφαλου.
Σηκώθηκε, ίσιωσε το τσαλακωμένο, ιδρωμένο μισοφόρι της, και προχώρησε πατώντας στα χαλιά που ήταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο για να πάει στο επιπλάκι με το λαβομάνο, ένα σκαλιστό κρυστάλλινο μπωλ που μάλλον κάποτε είχε το παντς από κρασί κάποιου ευγενούς. Έκανε πάντως και για να βάζεις καθαρό νερό μέσα, όπως κι η κανάτα με το γαλάζιο σμάλτο, νερό που δεν τη δρόσισε καθόλου όταν ένιψε το πρόσωπό της. Η ματιά της αντάμωσε τα μάτια της στο καθρεφτάκι με το επίχρυσο πλαίσιο που ήταν στηριγμένο στο σκούρο τοίχο της σκηνής, και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα.
«Εσύ, δηλαδή, τι νόμιζες ότι θα γίνει;» ψιθύρισε. Δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά τα μάγουλά της κοκκίνισαν κι άλλο.
Ήταν μονάχα όνειρο, όχι σαν τον Τελ’αράν’ριοντ, όπου αυτό που σου συνέβαινε ήταν πραγματικό όταν ξυπνούσες. Αλά θυμόταν τα πάντα, λες κι ήταν πραγματικά. Της φάνηκε ότι τα μάγουλά της θα έπεφταν, τόσο πολύ που έκαιγαν. Ήταν απλώς ένα όνειρο, και μάλιστα όνειρο του Γκάγουιν. Δεν είχε δικαίωμα να ονειρεύεται τέτοια πράγματα γι’ αυτήν.
«Δικό του ήταν το φταίξιμο», είπε θυμωμένα στην αντανάκλασή της. «Όχι δικό μου! Εγώ δεν είχα επιλογή!» Το στόμα της έκλεισε σφιχτά, πικρά. Προσπαθούσε να κατηγορήσει έναν άνδρα για τα όνειρά του. Και μιλούσε στον καθρέφτη σαν χαζή.
Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας κι έσκυψε για να κρυφοκοιτάξει έξω. Η χαμηλή σκηνή της ήταν στις παρυφές του στρατοπέδου των Αελιτών. Τα φαιά τείχη της Καιρχίν υψώνονταν δύο μίλια δυτικά πέρα από τους γυμνούς λόφους, χωρίς τίποτε άλλο στο ενδιάμεσο εκτός από το καμένο έδαφος, στο σημείο όπου κάποτε τα Προπύλαια αγκάλιαζαν την πόλη. Κρίνοντας από την ξερή απόχρωση του φωτός, ο ήλιος μόλις είχε ξεμυτίσει πάνω από τον ορίζοντα, όμως οι Αελίτες ήδη είχαν πιάσει τις δουλειές τους ανάμεσα στις σκηνές.
Σήμερα δεν είχε να ξυπνήσει νωρίς. Μετά από μια ολόκληρη νύχτα έξω από το σώμα της —τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν πάλι· μα το Φως, όλη της τη ζωή θα κοκκίνιζε για ένα όνειρο; Φοβόταν πως αυτό ακριβώς θα γινόταν— μπορούσε να κοιμηθεί ως το απόγευμα. Η μυρωδιά του χυλού που μαγειρευόταν δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα βλέφαρά της που βάραιναν.
Ξαναγύρισε εξαντλημένη στις κουβέρτες της και σωριάστηκε, τρίβοντας τους κροτάφους της. Ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε να ετοιμάσει τη ρίζα γλυκοϋπνιού, αλλά σκέφτηκε ότι τόσο κουρασμένη που ήταν, δεν είχε σημασία. Ο μουντός πόνος πάντα έσβηνε μέσα σε μια ώρα· όταν ξυπνούσε, θα είχε χαθεί.
Μ’ όσα είχαν συμβεί, δεν ήταν παράξενο που ο Γκάγουιν κυριαρχούσε στα όνειρά της. Μερικές φορές η Εγκουέν επαναλάμβανε κάποιο δικό του όνειρο, αν και φυσικά όχι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο· στις δικές της εκδοχές, ορισμένα γεγονότα που της έφερναν ντροπή δεν συνέβαιναν ή, τουλάχιστον, τα αντιπαρερχόταν γρήγορα. Ο Γκάγουιν ως επί το πλείστον απήγγελλε ποίηση και της κρατούσε το χέρι ενώ παρακολουθούσαν ανατολές κι ηλιοβασιλέματα. Επίσης, δεν κόμπιαζε όταν την έλεγε ότι του άρεσε. Κι έμοιαζε όμορφος, όσο ήταν και στην πραγματικότητα. Τα υπόλοιπα ήταν δικό της έργο. Τρυφερά φιλιά που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ο Γκάγουιν να γονατίζει, ενώ εκείνη του έπιανε το κεφάλι μέσα στα δύο της χέρια. Μερικά απ’ αυτά δεν έβγαζαν νόημα. Δυο φορές, τη μια πάνω στην άλλη, η Εγκουέν είχε ονειρευτεί ότι τον έπιανε από τους ώμους και προσπαθούσε να τον κάνει να γυρίσει από την άλλη μεριά ενάντια στη θέλησή του. Τη μία, ο Γκάγουιν της είχε απομακρύνει τα χέρια με τη βία· την άλλη, η Εγκουέν με κάποιον τρόπο είχε αποδειχθεί πιο δυνατή από εκείνον. Οι δύο τους έγιναν θαμπά ένα. Μια άλλη φορά, ο Γκάγουιν άρχισε να της κλείνει μια πόρτα κατάμουτρα, κι η Εγκουέν ήξερε ότι αν εκείνη η χαραμάδα του φωτός εξαφανιζόταν, θα ήταν νεκρή.
Τα όνειρα κουτρουβαλούσαν στο κεφάλι της· δεν αφορούσαν όλα στον Γκάγουιν, και συνήθως ήταν εφιαλτικά.
Ο Πέριν ήρθε και στάθηκε εμπρός της, μ’ ένα λύκο ξαπλωμένο στα πόδια του, μ’ ένα γεράκι κι έναν αστούριο στους ώμους του να αγριοκοιτάζονται μεταξύ τους πάνω από το κεφάλι του. Δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται την παρέα του, προσπαθούσε συνεχώς να πετάξει τον πέλεκυ του, ώσπου στο τέλος το έβαλε στα πόδια κι ο πέλεκυς άρχισε να πλέει στον αέρα ακολουθώντας τον. Αλλο ένα όνειρο με τον Πέριν· γυρνούσε την πλάτη σε έναν Μάστορα κι έτρεχε, ολοένα και γρηγορότερα, ενώ η Εγκουέν του φώναζε να επιστρέψει. Ο Ματ μιλούσε με αλλόκοτες λέξεις, που η Εγκουέν λίγο ακόμα και θα τις καταλάβαινε —πίστευε πως ήταν η Παλιά Γλώσσα— και δύο κοράκια ήρθαν και κάθισαν στους ώμους του, χώνοντας τα γαμψώνυχά τους μέσα από το σακάκι στη σάρκα από κάτω. Δεν φαινόταν να τα αντιλαμβάνεται, όπως ακριβώς κι ο Πέριν δεν αντιλαμβανόταν το γεράκι και τον αστούριο, όμως στο πρόσωπό του φάνηκε μια ανυπότακτη έκφραση κι ύστερα βλοσυρή αποδοχή. Σ’ ένα άλλο όνειρο, μια γυναίκα με το πρόσωπο τυλιγμένο σε σκιές τον καλούσε σε έναν μεγάλο κίνδυνο· η Εγκουέν δεν ήξερε τι ήταν αυτός ο κίνδυνος, μόνο ότι ήταν κάτι τερατώδες. Αρκετά όνειρα αφορούσαν στον Ραντ, όχι όλα άσχημα αλλά όλα παράξενα. Η Ηλαίην τον έσπρωχνε με ένα χέρι να πέσει στα γόνατα. Η Ηλαίην, η Μιν κι η Αβιέντα κάθονταν σε βουβό κύκλο ολόγυρά του και καθεμία με τη σειρά της άπλωνε το χέρι και τον άγγιζε. Ο Ραντ περπατούσε με προορισμό ένα βουνό τυλιγμένο στις φλόγες, ενώ κάτι έτριζε κάτω από τις μπότες του. Η Εγκουέν ανασάλεψε και κλαψούρισε· τα πράγματα που έτριζαν ήταν οι σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού, που τις θρυμμάτιζε με κάθε του βήμα. Η Εγκουέν το ήξερε. Δεν χρειαζόταν να τις δει για να το καταλάβει.
Τα όνειρά της τρέφονταν από τους φόβους της και χειροτέρευαν. Οι δύο παράξενες γυναίκες που έβλεπε στον Τελ’αράν’ριοντ την έπιασαν και την έσυραν μπροστά σε ένα τραπέζι με γυναίκες που φορούσαν κουκούλες, κι όταν έβγαλαν τις κουκούλες, όλες οι γυναίκες ήταν η Λίαντριν, η Μαύρη αδελφή που την είχε αιχμαλωτίσει στο Δάκρυ. Μια σκληροπρόσωπη Σωντσανή της έδωσε ένα ασημένιο βραχιόλι κι ένα περιδέραιο που ενώνονταν με ένα ασημένιο λουρί, ένα α’ντάμ. Αυτό την έκανε να κραυγάσει δυνατά. Οι Σωντσάν κάποτε της είχαν φορέσει α’ντάμ. Η Εγκουέν προτιμούσε να πεθάνει παρά να το ξαναπάθει. Ο Ραντ έτρεχε στους δρόμους της Καιρχίν, γελώντας καθώς ανατίναζε κτήρια κι ανθρώπους με κεραυνούς και φωτιά, ενώ άλλοι άνδρες έτρεχαν μαζί του, εκσφενδονίζοντας τη Δύναμη· είχε ανακοινωθεί στην Καιρχίν εκείνη η φρικτή αμνηστία που πρόσφερε, όμως σίγουρα κανένας άνδρας δεν θα επέλεγε να διαβιβάζει. Οι Σοφές την έπιαναν στον Τελ’αράν’ριοντ και την πουλούσαν σαν ζώο στις χώρες πέρα από την Ερημιά του Άελ· αυτό έκαναν στους Καιρχινούς που έβρισκαν στην Ερημιά. Η Εγκουέν στάθηκε έξω από τον εαυτό της, παρατηρώντας το πρόσωπό της να λιώνει, το κρανίο της να ανοίγει, ενώ αμυδρές μορφές την τρυπούσαν με σκληρές βέργες. Την τρυπούσαν. Τρυπούσαν...
Ανακάθισε απότομα με μια κοφτή κραυγούλα, κι είδε την Κογουίντε να κάθεται στα λυγισμένα γόνατά της πλάι στο κρεβάτι, με το κεφάλι σκυμμένο μέσα στην κουκούλα του λευκού μάλλινου χιτώνα της.
«Συγχώρεσέ με, Άες Σεντάι. Ήθελα να σε ξυπνήσω για το πρωινό».
«Αλλά δεν είπαμε να μου ανοίξεις τρύπα στα πλευρά», μουρμούρισε η Εγκουέν, κι αμέσως το μετάνιωσε.
Ενόχληση φάνηκε στα βαθιά γαλανά μάτια της Κογουίντε, που έσβησε αμέσως, κρυμμένη πίσω από το προσωπείο της πειθήνιας υπακοής που φορούσαν οι γκαϊ’σάιν. Έχοντας ορκιστεί να υπακούουν ταπεινά και να μην αγγίξουν όπλο για ένα χρόνο και μια μέρα, οι γκαϊ’σάιν αποδέχονταν οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, είτε ήταν μια βαριά κουβέντα, ένα χτύπημα, πιθανότατα ακόμα κι ένα μαχαίρι στην καρδιά. Παρ’ όλο που για τους Αελίτες το να σκοτώσεις έναν γκαϊ’σάιν ήταν σαν να σκότωνες ένα παιδί. Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία· ο παραβάτης θα σκοτωνόταν από τον ίδιο του τον αδελφό ή την αδελφή. Μα η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι αυτό ήταν απλώς ένα προσωπείο. Οι γκαϊ’σάιν το τηρούσαν με πείσμα, αλλά δεν έπαυαν να είναι Αελίτες, κι η Εγκουέν δεν μπορούσε να φανταστεί λιγότερο πειθήνιο λαό. Ακόμα και για κάποια σαν την Κογουίντε, η οποία είχε αρνηθεί να βγάλει το λευκό όταν είχε περάσει ένας χρόνος και μια μέρα. Η άρνηση της ήταν μια πράξη πεισματικής περηφάνιας κι αψηφισιάς, σαν άνθρωπος που αρνιόταν να υποχωρήσει μπροστά σε δέκα εχθρούς. Να σε τι μπερδέματα έβαζε τους Αελίτες το τζι’ε’τόχ τους.
Αυτός ήταν ένας λόγος που η Εγκουέν προσπαθούσε να προσέχει πώς μιλούσε στους γκαϊ’σάιν, ειδικά σ’ εκείνους που ήταν σαν την Κογουίντε. Δεν είχαν τρόπο να αμυνθούν δίχως να παραβιάσουν όλα τους τα πιστεύω. Από την άλλη μεριά, η Κογουίντε ήταν Κόρη της Λόγχης πριν, και θα γινόταν ξανά, αν την έπειθαν ποτέ να βγάλει αυτό το χιτώνα. Αν άφηνες κατά μέρος τη Δύναμη, μάλλον θα μπορούσε να κάνει την Εγκουέν τ’ αλατιού, ενώ ταυτοχρόνως θα ακόνιζε τη λόγχη της.
«Δεν θέλω πρωινό», της είπε η Εγκουέν. «Μόνο φύγε κι άσε με να κοιμηθώ».
«Δεν θέλεις;» είπε η Άμυς, με τα μενταγιόν και τα βραχιόλια από φίλντισι κι ασήμι και χρυσό να κουδουνίζουν, καθώς έμπαινε στη σκηνή σκύβοντας. Δεν φορούσε δαχτυλίδια —οι Αελίτες ποτέ δεν τα φορούσαν— όμως τα υπόλοιπα στολίδια της έφταναν και περίσσευαν για τρεις γυναίκες. «Νόμιζα ότι τουλάχιστον η όρεξη σου είχε επανέλθει».
Η Μπάιρ κι η Μελαίν την ακολούθησαν, φορτωμένες κι αυτές στολίδια. Οι τρεις τους ήταν από διαφορετικές φατρίες, αλλά, ενώ οι υπόλοιπες Σοφές που είχαν περάσει το Δρακότειχος έμεναν κοντά στις σέπτες τους, αυτές εδώ έστηναν τις σκηνές τους κοντά. Κάθισαν στα λαμπερά μαξιλάρια με τις φούντες στο κάτω μέρος του στρώματός της, σιάζοντας τα σκούρα επώμια που πάντα φορούσαν οι Αελίτισσες. Όσες δεν ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι, δηλαδή. Η Αμυς ήταν ασπρομάλλα σαν τη Μπάιρ, αλλά εκεί που το γέρικο πρόσωπο της Μπάιρ είχε βαθιές ζάρες, η Αμυς έδειχνε παράξενα νεαρή, ίσως εξαιτίας της αντίθεσης μεταξύ μαλλιών και προσώπου. Έλεγε ότι ήταν σχεδόν εξίσου άσπρα όταν ήταν μικρή.
Συνήθως το πρόσταγμα ανήκε στη Μπάιρ ή την Άμυς, αλλά σήμερα μίλησε πρώτη η Μελαίν, με τα ηλιόξανθα μαλλιά και τα πράσινα μάτια. «Αν σταματήσεις να τρως, δεν θα καλυτερέψεις. Σκεφτόμασταν να σου επιτρέψουμε να έρθεις στην επόμενη συνάντηση με τις άλλες Άες Σεντάι —κάθε φορά ρωτούν πότε θα έρθεις—»
«Και κάθε φορά γελοιοποιούνται σαν υδρόβιες που είναι», είπε ξινά η Αμυς. Συνήθως δεν ήταν καυστική, αλλά, όπως φαινόταν, της το προκαλούσαν οι Άες Σεντάι του Σαλιντάρ. Κατά το έθιμο, οι Σοφές τις απέφευγαν, ειδικά οι Σοφές που μπορούσαν να διαβιβάζουν, όπως η Αμυς κι η Μελαίν. Εκτός αυτού, δεν τους άρεσε καθόλου που οι Άες Σεντάι είχαν πάρει τις θέσεις της Νυνάβε και της Ηλαίην στις συναντήσεις. Αυτό δεν άρεσε και στην Εγκουέν. Υποψιαζόταν ότι οι Σοφές ένιωθαν ότι είχαν πείσει εκείνες τις δύο πόσο σοβαρό πράγμα ήταν ο Τελ’αράν’ριοντ. Από τα αποσπάσματα που άκουγε τώρα για τις συναντήσεις τους, οι Άες Σεντάι δεν είχαν πειστεί. Γενικά οι Άες Σεντάι δεν πείθονταν εύκολα.
«Αλλά ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε», συνέχισε γαλήνια η Μελαίν. Ήταν νευρική πριν από τον πρόσφατο γάμο της, τώρα όμως σπανίως έχανε την ψυχραιμία της. «Δεν πρέπει να επιστρέψεις στο όνειρο αν το σώμα σου δεν ξαναβρεί τη δύναμή του».
«Τα μάτια σου είναι κόκκινα», είπε η Μπάιρ με έγνοια στην τραχιά φωνή της, που ταίριαζε με το πρόσωπό της. Όμως, κατά πολλούς τρόπους, ήταν η πιο σκληρή από τις τρεις. «Κοιμήθηκες άσχημα;»
«Πώς να μην κοιμηθεί άσχημα;» ρώτησε γκρινιάρικα η Άμυς. «Τρεις φορές προσπάθησα να κοιτάξω τα όνειρά της χθες το βράδυ, και δεν βρήκα τίποτα. Κανένας δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά αν δεν ονειρεύεται».
Το στόμα της Εγκουέν στέγνωσε αμέσως· η γλώσσα κόλλησε στον ουρανίσκο της. Της είχαν κάνει έλεγχο τη μία φορά που δεν είχε γυρίσει στο κορμί της μέσα σε λίγες ώρες.
Η Μελαίν έσμιξε τα φρύδια. Όχι προς την Εγκουέν αλλά προς την Κογουίντε, η οποία ήταν ακόμα γονατιστή με το κεφάλι σκυμμένο. «Υπάρχει ένας σωρός από άμμο κοντά στη σκηνή μου», είπε, σχεδόν με τον τσουχτερό τόνο που είχε παλιά. «Θα τον ψάξεις κόκκο-κόκκο μέχρι να βρεις έναν κόκκινο κόκκο. Αν δεν είναι αυτός που ζητάω, θα ξαναρχίσεις από την αρχή. Πήγαινε». Η Κογουίντε απλώς έσκυψε, ώσπου το πρόσωπό της άγγιξε τα πολύχρωμα χαλιά, και μετά βγήκε από τη σκηνή με μικρά βηματάκια. Η Μελαίν έστειλε ένα ευχάριστο χαμόγελο στην Εγκουέν. «Σε βλέπω ξαφνιασμένη. Αν δεν κάνει από μόνη της το σωστό, θα την αναγκάσω εγώ να το κάνει. Αφού ισχυρίζεται ότι με υπηρετεί ακόμα, είναι υπό τη δική μου ευθύνη».
Τα μακριά μαλλιά της Μπάιρ ανέμισαν καθώς κουνούσε το κεφάλι της. «Δεν θα πετύχει». Έσιαξε το επώμιό της στους κοκαλιάρικους ώμους της. Η Εγκουέν ίδρωνε φορώντας μόνο το μισοφόρι της, ενώ ο ήλιος ακόμα δεν είχε βγει καλά-καλά, όμως οι Αελίτες ήταν συνηθισμένοι σε πολύ πιο ζεστό καιρό. «Έδειρα την Τζούρικ και την Μπάιρα ώσπου μου πιάστηκε το χέρι, όμως όσες φορές κι αν τους λέω να βγάλουν το λευκό, αυτές ξαναφορούν τους χιτώνες πριν από το ηλιοβασίλεμα».
«Είναι αποτρόπαιο», μουρμούρισε η Άμυς. «Από τότε που μπήκαμε στις υδατοχώρες, το ένα τέταρτο αυτών που εξέτισαν την ποινή τους αρνούνται να επιστρέψουν στις σέπτες τους. Διαστρεβλώνουν το τζι’ε’τόχ πέρα από το νόημά του».
Ο Ραντ έφταιγε γι’ αυτό. Είχε αποκαλύψει σε όλους εκείνο που μόνο οι αρχηγοί φατριών και οι Σοφές γνώριζαν ως τότε, ότι κάποτε όλοι οι Αελίτες είχαν αρνηθεί να αγγίξουν όπλα και να ασκήσουν βία. Τώρα κάποιοι πίστευαν πως όλοι οι Αελίτες κανονικά έπρεπε να είναι γκαϊ’σάιν. Για τον ίδιο λόγο άλλοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν τον Ραντ ως Καρ’α’κάρν, και κάποιοι λίγοι καθημερινά πήγαιναν με το μέρος των Σάιντο στα βουνά του Βορρά. Κάποιοι απλώς έριχναν κάτω τα όπλα κι εξαφανίζονταν· κανείς δεν ήξερε τι είχαν γίνει. Τους καταλάμβανε η μελαγχολία, έτσι το ονόμαζαν οι Αελίτες. Για την Εγκουέν, το πιο παράξενο ήταν που κανείς Αελίτης δεν κατηγορούσε τον Ραντ, εκτός από τους Σάιντο. Η Προφητεία του Ρουίντιαν έλεγε ότι ο Καρ’α’κάρν θα τους γυρνούσε πίσω και θα τους κατέστρεφε. Πίσω πού, αυτό δεν το ήξερε κανείς με σιγουριά, αλλά το ότι θα τους κατέστρεφε, με κάποιον τρόπο αυτό το δέχονταν με την ίδια γαλήνη που η Κογουίντε είχε αρχίσει μια αγγαρεία δίχως νόημα.
Εκείνη τη στιγμή, η Εγκουέν δεν θα έδινε δεκάρα ακόμα κι αν όλοι οι Αελίτες στην Καιρχίν φορούσαν λευκούς χιτώνες. Αν αυτές οι Σοφές υποψιάζονταν τι έκανε... Θα έψαχνε πρόθυμα εκατό σωρούς από άμμο, αλλά μάλλον δεν θα ήταν τόσο τυχερή. Η τιμωρία της θα ήταν πολύ χειρότερη. Κάποτε η Αμυς της είχε πει ότι αν δεν έκανε ό,τι ακριβώς της έλεγαν —ο Κόσμος των Ονείρων ήταν πολύ επικίνδυνος, χωρίς αυτή την υπόσχεση— δεν θα της έκανε πια μαθήματα. Σίγουρα κι οι άλλες θα συμφωνούσαν· αυτή την τιμωρία φοβόταν η Εγκουέν. Προτιμότερο θα ήταν να σκάβει χίλιους σωρούς από άμμο κάτω από τον καυτό ήλιο.
«Μην ταράζεσαι», χασκογέλασε η Μπάιρ. «Η Αμυς δεν είναι θυμωμένη με όλους τους υδρόβιους, και σίγουρα όχι με σένα, που έχεις γίνει σαν κόρη των σκηνών μας. Είναι θυμωμένη με την αδελφή σου, την Άες Σεντάι. Εκείνη που ονομάζεται Καρλίνυα υπαινίχθηκε ότι σε κρατάμε ενάντια στη θέλησή σου».
«Υπαινίχθηκε;» Τα ανοιχτόχρωμα φρύδια της Άμυς ανηφόρισαν, φτάνοντας σχεδόν ως τα μαλλιά της. «Το είπε ωμά!»
«Κι έμαθε να βάζει χαλινάρι στη γλώσσα της». Η Μπάιρ γέλασε, ενώ λικνιζόταν στο πορφυρό μαξιλάρι της. «Πάω στοίχημα ότι το έμαθε. Όταν φύγαμε και τις αφήσαμε, φώναζε και πάσχιζε να βγάλει τους πορφυρούς φουσκωτούς από το φόρεμά της. Ο πορφυρός φουσκωτός», εκμυστηρεύτηκε στην Εγκουέν, «μοιάζει με κόκκινη οχιά, αν τα μάτια σου είναι χαλασμένα σαν των υδρόβιων, όμως δεν είναι δηλητηριώδης. Αλλά σπαρταρά όταν τον φυλακίζεις».
Η Άμυς ξεφύσησε. «Θα είχαν χαθεί αν τους είχε σκεφτεί να έχουν χαθεί. Αυτή η γυναίκα δεν μαθαίνει. Οι Άες Σεντάι που υπηρετούσαμε την Εποχή των Θρύλων δεν ήταν τόσο ανόητες». Αλλά φαινόταν κατευνασμένη.
Η Μελαίν χαχάνιζε χωρίς να το κρύβει κι η Εγκουέν παρασύρθηκε κι άρχισε να χαχανίζει κι αυτή. Το χιούμορ των Αελιτών ήταν κατά ένα μέρος πέρα από κάθε εξήγηση αλλά αυτό όχι. Είχε συναντήσει μόνο τρεις φορές την Καρλίνυα, όμως η εικόνα αυτής της άκαμπτης, παγερής, σοβαροφανούς γυναίκας να χοροπηδά προσπαθώντας να βγάλει τα φίδια από το φόρεμά της — μόλις που κατάφερε να μη γελάσει τρανταχτά.
«Τουλάχιστον έχεις κέφια», είπε η Μελαίν. «Δεν σου ξανάρθε ο πονοκέφαλος;»
«Το κεφάλι μου είναι μια χαρά», είπε ψέματα η Εγκουέν, κι η Μπάιρ ένευσε.
«Ωραία. Ανησυχούσαμε επειδή ήταν τόσο επίμονος. Αν συνεχίσεις την αποχή από το όνειρο για ένα διάστημα ακόμα, θα σου περάσει οριστικά. Μην φοβάσαι ότι θα σου προκαλέσει κάποια ζημιά· το σώμα χρησιμοποιεί τον πόνο για να μας πει να αναπαυθούμε».
Η Εγκουέν παραλίγο θα ξανάβαζε τα γέλια, αν κι όχι λόγω αίσθησης χιούμορ. Οι Αελίτες μπορούσαν να αγνοήσουν ανοιχτές πληγές και σπασμένα κόκαλα όταν είχαν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν εκείνη τη στιγμή. «Πόσο ακόμα πρέπει να αποφεύγω το όνειρο;» ρώτησε. Μισούσε το να τους λέει ψέματα, αλλά μισούσε ακόμα περισσότερο την απραξία. Οι πρώτες δέκα μέρες από τότε που την είχε χτυπήσει η Λανφίαρ, ό,τι κι αν ήταν αυτό που της είχε κάνει, ήταν μια άσχημη περίοδος· δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί χωρίς να νιώσει το κεφάλι της να σπάει από τον πόνο. Όταν μπόρεσε, αυτό το οποίο η μητέρα της ονόμαζε «η φαγούρα που πιάνει το άπραγο χέρι» την είχε ωθήσει να μπει στον Τελ’αράν’ριοντ πίσω από την πλάτη των Σοφών. Όταν αναπαυόσουν, δεν μάθαινες τίποτα. «Στην επόμενη συνάντηση, είπατε;»
«Ίσως», αποκρίθηκε η Μελαίν, σηκώνοντας τους ώμους. «Θα δούμε. Αλλά πρέπει να φας. Αν έχεις χάσει την όρεξη σου, κάτι πάει στραβά που δεν το ξέρουμε».
«Α, μα μπορώ να φάω». Ο χυλός που μαγείρευαν απ’ έξω μύριζε ωραία. «Πρέπει να με είχε πιάσει τεμπελιά». Το να σηκωθεί χωρίς να μορφάσει ήταν δύσκολο· το κεφάλι της δεν ήθελε ακόμα να μετακινηθεί. «Σκέφτηκα κι άλλες ερωτήσεις χθες το βράδυ».
Η Μελαίν σήκωσε ψηλά το βλέμμα με ευθυμία. «Από τότε που χτυπήθηκες, κάνεις πέντε ερωτήσεις για κάθε μια που έκανες πριν».
Επειδή προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τα πράγματα μόνη της. Δεν μπορούσε να το αποκαλύψει, φυσικά, κι έτσι έβγαλε ένα καθαρό μισοφόρι από ένα μικρό σεντούκι ανάμεσα στα άλλα που ήταν στη σειρά πλάι στον τοίχο της σκηνής και το φόρεσε βγάζοντας το ιδρωμένο.
«Οι ερωτήσεις είναι καλό πράγμα», είπε η Μπάιρ. «Ρώτα».
Η Εγκουέν διάλεξε τα λόγια της με προσοχή. Και συνέχισε να ντύνεται, ανέμελα, βάζοντας την ίδια λευκή μπλούζα από αλγκόντ και τη χοντρή μάλλινη φούστα που φορούσαν οι Σοφές. «Είναι δυνατόν να παρασυρθείς στο όνειρο κάποιου παρά τη θέλησή σου;»
«Φυσικά όχι», είπε η Άμυς, «εκτός αν το αγγίξεις αδέξια».
Αλλά μόλις σταμάτησε να μιλά, η Μπάιρ είπε, «Εκτός αν υπάρχουν δυνατά συναισθήματα. Αν παρακολουθήσεις το όνειρο κάποιου που σε αγαπά ή σε μισεί, ίσως να σε παρασύρει μέσα. Αν τον αγαπάς ή τον μισείς εσύ. Αυτό το τελευταίο είναι ο λόγος που δεν προσπαθούμε να δούμε τα όνειρα της Σεβάνα, ή, έστω, να μιλήσουμε με τις Σοφές των Σάιντο στα όνειρά τους». Η Εγκουέν ακόμα ξαφνιαζόταν που αυτές οι γυναίκες κι οι άλλες Σοφές επισκέπτονταν και μιλούσαν με τις Σοφές των Σάιντο. Οι Σοφές υποτίθεται πως ήταν υπεράνω μαχών κι ερίδων, αλλά η Εγκουέν θα πίστευε ότι αυτό δεν ίσχυε πια για το Σάιντο που αντιμαχόταν τον Καρ’α’κάρν κι είχε ορκιστεί να τον σκοτώσει. «Το να βγεις από το όνειρο κάποιου που σε μισεί ή σε αγαπά», κατέληξε η Μπάιρ, «είναι σαν να προσπαθείς να βγεις από έναν βαθύ λάκκο με απόκρημνες πλευρές».
«Έτσι είναι». Η Άμυς ξαφνικά φάνηκε να ανακτά το χιούμορ της· λοξοκοίταξε τη Μελαίν. «Γι’ αυτό καμία ονειροβάτισσα ποτέ δεν κάνει το σφάλμα να δει τα όνειρα του άνδρα της». Η Μελαίν κοίταξε ευθεία μπροστά και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Ή, τουλάχιστον, δεν το κάνει δεύτερη φορά», πρόσθεσε η Αμυς.
Η Μπάιρ χαμογέλασε πλατιά, κάτι που έκανε τις ρυτίδες του προσώπου της να βαθύνουν, κι απέφυγε επιτηδευμένα να κοιτάξει τη Μελαίν. «Είναι ένα σοκ, ειδικά αν είναι θυμωμένος μαζί σου. Αν, για να διαλέξω ένα παράδειγμα έτσι τυχαία, το τζι’ε’τόχ τον πάρει από κοντά σου, κι εσύ, σαν χαζό παιδάκι, είσαι τόσο ανόητη ώστε να του πεις ότι, αν σε αγαπούσε, δεν θα πήγαινε».
«Τώρα ξεφεύγουμε πολύ από την ερώτησή της», είπε μουδιασμένα η Μελαίν με πρόσωπο κατακόκκινο. Η Μπάιρ κακάρισε δυνατά.
Η Εγκουέν έπνιξε την περιέργειά της, και το γέλιο της. Διατήρησε αδιάφορο τόνο. «Κι αν δεν προσπαθήσεις να κοιτάξεις;» Η Μελαίν της χάρισε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης κι η Εγκουέν ένιωσε μια σουβλιά από τις τύψεις. Αλλά δεν ήταν τόσο δυνατές ώστε να μη ρωτήσει αργότερα προκειμένου να μάθει ολόκληρη την ιστορία. Αν κάτι έκανε τη Μελαίν να κοκκινίσει έτσι, σίγουρα θα ήταν ξεκαρδιστικό.
«Έχω ακούσει για κάτι τέτοιο», είπε η Μπάιρ, «όταν ήμουν μικρή κι είχα μόλις αρχίσει να μαθαίνω. Με εκπαίδευε η Μόρα, η Σοφή του Φρούριου Κολράντα, κι είχε πει ότι, αν το συναίσθημα ήταν πολύ δυνατό, η αγάπη ή το μίσος τόσο δυνατό που δεν άφηνε χώρο για τίποτα άλλο, τότε μπορούσες να παρασυρθείς απλώς και μόνο αν αντιλαμβανόσουν το όνειρο του άλλου».
«Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα», είπε η Μελαίν. Η Άμυς απλώς απέκτησε μια έκφραση αμφιβολίας.
«Ούτε κι εγώ το έχω ακούσει από άλλη εκτός από τη Μόρα», τους είπε η Μπάιρ, «αλλά ήταν εξαιρετική γυναίκα. Λένε ότι πλησίαζε το τριακοσιοστό έτος της ηλικίας της όταν πέθανε από δάγκωμα αιματόφιδου, αλλά έμοιαζε νεαρή σαν και σας. Εγώ ήμουν κοριτσόπουλο τότε, μα τη θυμάμαι καλά. Ήξερε πολλά πράγματα και μπορούσε να διαβιβάσει με μεγάλη δύναμη. Έρχονταν Σοφές από όλες τις φατρίες για να μάθουν απ’ αυτήν. Νομίζω ότι τόσο μεγάλη αγάπη και τόσο μεγάλο μίσος είναι κάτι σπάνιο, αλλά είπε ότι της συνέβη δύο φορές, τη μια με τον πρώτο άνδρα που παντρεύτηκε, την άλλη με την αντίζηλό της για την προσοχή του τρίτου άνδρα της».
«Τριακοσίων ετών;» αναφώνησε η Εγκουέν, έχοντας μισοδέσει τα κορδόνια της μαλακής μπότας της που έφτανε ως το γόνατο. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι αποκλείεται να ζούσαν τόσο.
«Είπα τι λέγεται», απάντησε η Μπάιρ, χαμογελώντας. «Μερικές γυναίκες γερνούν πιο αργά από τις άλλες, όπως η Άμυς εδώ, κι όταν αυτό συμβαίνει σε μια γυναίκα σαν τη Μόρα, δίνει λαβή για ιστορίες. Κάποια άλλη μέρα θα σου πω την ιστορία τού πώς η Μόρα μετακίνησε ένα βουνό. Σύμφωνα τις φήμες, δηλαδή».
«Κάποια άλλη μέρα;» είπε η Μελαίν, με υπερβολική ευγένεια. Ήταν φανερό ότι ακόμα την ενοχλούσε αυτό που είχε γίνει στο όνειρο της Μπάελ, κι επίσης που το γνώριζαν κι οι άλλες. «Άκουσα όλες τις ιστορίες της Μόρα όταν ήμουν παιδί· τις έμαθα απ’ έξω, νομίζω. Αν η Εγκουέν καταφέρει να ντυθεί επιτέλους, πρέπει να την πάμε να φάει». Κρίνοντας από τη λάμψη στα πράσινα μάτια της, θα μετρούσε τις μπουκιές της Εγκουέν μία-μία· οι υποψίες για την υγεία της δεν είχαν καταλαγιάσει. «Και να απαντήσουμε στις υπόλοιπες ερωτήσεις της».
Η Εγκουέν έψαξε τρομαγμένη να βρει κάποια ερώτηση ακόμα. Συνήθως είχε αρκετές, αλλά τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας την είχαν αφήσει με μία και μόνη. Αν σταματούσε, έχοντας κάνει μόνο αυτή την ερώτηση, οι άλλες θα αναρωτιούνταν μήπως ο λόγος ήταν ότι το είχε σκάσει για να κατασκοπεύσει το όνειρο κάποιου. Άλλη μια ερώτηση. Όχι για τα παράξενα όνειρα που έβλεπε η ίδια. Κάποια απ’ αυτά τα όνειρα ίσως είχαν νόημα, αρκεί να το ανακάλυπτε. Η Ανάγια ισχυριζόταν ότι η Εγκουέν ήταν Ονειρεύτρια, ικανή να προβλέπει την πορεία μελλοντικών γεγονότων, κι αυτές οι γυναίκες πίστευαν το ίδιο, όμως έλεγαν ότι έπρεπε να το μάθει εκ των έσω. Εκτός αυτού, δεν ήξερε αν ήθελε να συζητήσει με οποιονδήποτε τα όνειρά της. Αυτές οι γυναίκες ήδη ήξεραν για το τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό της περισσότερα απ’ όσα ήθελε να ξέρουν. «Α... τι γίνεται με τις Ονειροβάτισσες που δεν είναι Σοφές; Θέλω να πω, βλέπετε καμιά φορά άλλες γυναίκες στον Τελ’αράν’ριοντ,»
«Μερικές φορές», είπε η Άμυς, «μα όχι συχνά. Αν μια γυναίκα δεν έχει έναν οδηγό να τη διδάξει, ίσως να μην συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται για ένα ασυνήθιστα ζωντανό όνειρο».
«Και φυσικά», είπε η Άμυς, «εφόσον δεν το γνωρίζει, ίσως το όνειρο τη σκοτώσει πριν αυτή προλάβει να μάθει...»
Η Εγκουέν χαλάρωσε, έχοντας αποφύγει το επικίνδυνο θέμα. Είχε πάρει περισσότερες απαντήσεις απ’ όσες έλπιζε. Ήδη ήξερε ότι αγαπούσε τον Γκάγουιν -Σίγουρα το ήξερες; ψιθύρισε μια φωνή. Ήσουν πρόθυμη να το παραδεχτείς;— και τα όνειρά του έδειχναν καθαρά ότι την αγαπούσε. Αν και φυσικά, αφού οι άνδρες μπορούσαν να πουν ξυπνητοί πράγματα τα οποία δεν εννοούσαν, ίσως μπορούσαν να τα ονειρευτούν κιόλας. Αλλά να το επιβεβαιώνουν κι οι Σοφές, ότι ο Γκάγουιν την αγαπούσε τόσο δυνατά που μπορούσε να υπερβεί το...
Όχι. Αυτό θα την απασχολούσε αργότερα. Δεν ήξερε καν πού στον κόσμο βρισκόταν ο Γκάγουιν. Το σημαντικό τώρα ήταν ότι γνώριζε τον κίνδυνο. Την επόμενη φορά θα μπορούσε να αναγνωρίσει τα όνειρά του και να τα αποφύγει. Αν στ’ αλήθεια θέλεις να τα αποφύγεις, ψιθύρισε η φωνούλα. Ευχήθηκε να περνούσαν οι Σοφές το κοκκίνισμα στα μάγουλά της για το ροδαλό χρώμα της υγείας. Ευχήθηκε να ήξερε τι σήμαιναν τα όνειρά της. Αν σήμαιναν κάτι.
Η Ηλαίην, μ’ ένα χασμουρητό, ανέβηκε σ’ ένα πέτρινο πεζούλι για να δει πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Δεν υπήρχαν στρατιώτες στο Σαλιντάρ σήμερα, όμως οι άνθρωποι είχαν γεμίσει τους δρόμους και κρέμονταν από τα παράθυρα, περιμένοντας με βουβή προσμονή, μ’ όλα τα βλέμματα στραμμένα στον Μικρό Πύργο. Οι μόνοι ήχοι ήταν το σύρσιμο των ποδιών και κανένα βήξιμο από τη σκόνη που σηκωνόταν. Παρά την πρωινή κάψα, οι άνθρωποι ήταν σχεδόν ακίνητοι, ανεμίζοντας κάποια βεντάλια ή καπέλο για να κάνουν λίγο αέρα.
Η Ληάνε στεκόταν στο άνοιγμα ανάμεσα σε δύο σπίτια με καλαμένιες στέγες, στο μπράτσο ενός ψηλού, σκληροπρόσωπου άνδρα, τον οποίο η Ηλαίην δεν είχε ξαναδεί. Σχεδόν είχε κολλήσει στο μπράτσο του. Σίγουρα ήταν κάποιος από τους πράκτορες της Ληάνε. Οι περισσότεροι πληροφοριοδότες των Άες Σεντάι ήταν γυναίκες, αλλά στη Ληάνε έμοιαζαν να είναι όλοι άνδρες. Δεν τους πολυφανέρωνε, όμως η Ηλαίην την είχε προσέξει μια-δυο φορές να χαϊδεύει ένα άγνωστο μάγουλο και να χαμογελά σε δυο άγνωστα της μάτια. Δεν είχε ιδέα πώς το κατάφερνε αυτό η Ληάνε. Η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι αν δοκίμαζε κι η ίδια αυτά τα Ντομανικά κόλπα σε κάποιον, αυτός θα πίστευε ότι του είχε υποσχεθεί πολύ περισσότερα απ’ όσα σκόπευε· όμως αυτοί οι άνδρες δέχονταν το χάδι και το χαμόγελο της Ληάνε κι έφευγαν χαρούμενοι σαν να είχαν κερδίσει ένα σεντούκι γεμάτο χρυσάφι.
Η Ηλαίην πρόσεξε τη Μπιργκίτε σε άλλο σημείο του πλήθους, η οποία πολύ σοφά σήμερα την απέφευγε. Έτσι για αλλαγή, εκείνη η απαίσια η Αράινα δεν φαινόταν πουθενά. Η νύχτα ήταν κάτι παραπάνω από εξοντωτική, κι η Ηλαίην είχε πέσει να πλαγιάσει μόνο όταν ο ουρανός είχε ήδη αρχίσει να φωτίζεται με μια σταχτιά απόχρωση. Η αλήθεια ήταν ότι δεν θα είχε πάει να κοιμηθεί, αν η Μπιργκίτε δεν είχε πει στην Ασμανάιλε ότι η Ηλαίην της φαινόταν κατάκοπη. Αυτό, όμως, δεν είχε να κάνει με το τι έδειχνε· ο δεσμός με έναν Πρόμαχο ήταν αμφίδρομος. Ε, λοιπόν, τι κι αν ήταν λιγάκι κουρασμένη; Είχε κάνει πολλές δουλειές, κι ακόμα μπορούσε να διαβιβάσει με περισσότερη δύναμη από τις μισές Άες Σεντάι του Σαλιντάρ. Ο δεσμός τής έλεγε πως η Μπιργκίτε ακόμα δεν είχε κοιμηθεί! Είχαν στείλει την Ηλαίην στο κρεβάτι σαν μαθητευόμενη, ενώ η Μπιργκίτε όλη νύχτα μετέφερε τραυματισμένους και καθάριζε τα χαλάσματα!
Έριξε μια ματιά κι είδε ότι η Ληάνε τώρα ήταν μόνη και στριμωχνόταν στο πλήθος, ώστε να βρει ένα καλό σημείο για να βλέπει. Ο ψηλός δεν φαινόταν πουθενά.
Η Νυνάβε, που χασμουριόταν με τα μάτια κουρασμένα, ανέβηκε πλάι στην Ηλαίην, αγριοκοιτάζοντας έναν ξυλοκόπο με δερμάτινο γιλέκο, ο οποίος παραλίγο θα προλάβαινε τη θέση. Αυτός, μουρμουρίζοντας μόνος του, ξαναχώθηκε στο πλήθος. Η Ηλαίην ευχήθηκε να μην το έκανε αυτό η Νυνάβε. Το χασμουρητό, όχι το άγριο βλέμμα. Και το δικό της σαγόνι έτριξε ανοίγοντας πλατιά πριν προλάβει να το σταματήσει. Η Μπιργκίτε είχε κάποια δικαιολογία —κάποια, ίσως· μια μικρή δικαιολογία— αλλά η Νυνάβε καμία. Η Τέοντριν σίγουρα δεν περίμενε απ’ αυτήν να μείνει ξύπνια μετά από τη χθεσινή νύχτα, κι η Ηλαίην είχε ακούσει την Ανάγια να λέει στη Νυνάβε να πάει στο κρεβάτι, όμως όταν είχε μπει στο δωμάτιο η Ηλαίην η Νυνάβε ήταν ακόμα εκεί, ισορροπώντας στο σκαμνί παρά το στραβό τώρα πια πόδι του, με το κεφάλι να γέρνει κάθε δύο λεπτά, μουρμουρίζοντας ότι θα της έδειχνε της Τέοντριν, ότι θα έδειχνε σε όλους.
Το βραχιόλι του α’ντάμ μετέφερε φόβο στην Ηλαίην, φυσικά, αλλά και κάτι που μπορεί να ήταν ευθυμία. Η Μογκέντιεν είχε περάσει τη νύχτα κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι της, απείραχτη, και, επειδή ήταν καλά κρυμμένη, χωρίς να μαζέψει ούτε σκουπιδάκι. Μάλιστα, είχε κοιμηθεί του καλού καιρού από τη στιγμή που είχαν καταλαγιάσει οι πρώτες φασαρίες. Απ’ ό,τι φαινόταν, το παλιό γνωμικό για την τύχη του Σκοτεινού καμιά φορά έβγαινε αληθινό.
Η Νυνάβε χασμουρήθηκε γι’ άλλη μια φορά κι η Ηλαίην τράβηξε απότομα το βλέμμα αλλού. Ακόμα κι έτσι, αναγκάστηκε να χώσει τη γροθιά στο στόμα της, προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα να μη τη μιμηθεί. Το σύρσιμο των ποδιών και τα βηξίματα τώρα φανέρωναν ανυπομονησία.
Οι Καθήμενες ήταν ακόμα στον Μικρό Πύργο μαζί με την Τάρνα, αλλά το μουνούχι της Κόκκινης, σκούρο με βούλες, ήδη στεκόταν στο δρόμο μπροστά στο πρώην πανδοχείο, και δώδεκα Πρόμαχοι κρατούσαν τα γκέμια των αλόγων τους, ενώ οι μανδύες τους που άλλαζαν χρώμα ζάλιζαν το βλέμμα· ήταν η τιμητική συνοδεία για τα πρώτα μίλια του ταξιδιού της επιστροφής της Τάρνα στην Ταρ Βάλον. Το πλήθος περίμενε για κάτι περισσότερο από την αναχώρηση της απεσταλμένης του Πύργου, αν κι οι περισσότεροι έδειχναν να μοιράζονται την εξάντληση που ένιωθε η Ηλαίην.
«Λες κι είναι... λες και...» Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κρύβοντάς το με το χέρι της.
«Ω, μα το αίμα και τις στάχτες», μουρμούρισε η Ηλαίην, ή τουλάχιστον προσπάθησε. Μετά το «ω», όλα βγήκαν σαν πνιγμένο κρώξιμο γύρω από τη γροθιά που έχωσε στο στόμα της. Η Λίνι έλεγε ότι τέτοια σχόλια ήταν σημάδι ενός αργού μυαλού κι ενός στομωμένου πνεύματος —ενώ μετά σου έπλενε το στόμα— αλλά μερικές φορές τίποτα άλλο δεν μπορούσε να συνοψίσει τα συναισθήματά σου με τόσο λίγες λέξεις. Θα συνέχιζε και μ’ άλλα, μα δεν βρήκε την ευκαιρία.
«Γιατί δεν της δίνουν κι άγημα, εδώ που φτάσαμε;» μούγκρισε η Νυνάβε. «Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνουν τόση φασαρία γι’ αυτήν». Και χασμουρήθηκε. Πάλι!
«Επειδή είναι Άες Σεντάι, αγουροξυπνημένη», είπε η Σιουάν, φτάνοντας δίπλα τους. «Δύο αγουροξυπνημένες», πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά στην Ηλαίην. «Θα πιάσεις σαρδέλες αν ξανανοίξεις έτσι το στόμα σου». Η Ηλαίην έκλεισε σφιχτά το στόμα και την κοίταξε με το πιο παγερό βλέμμα της. Ως συνήθως, το βλέμμα γλίστρησε από πάνω της σαν βροχή από στέγη με βερνικωμένα τούβλα. «Η Τάρνα είναι Άες Σεντάι, κορίτσια», συνέχισε η Σιουάν, κοιτώντας τα άλογα που περίμεναν. Ή ίσως αυτό που είχε προσελκύσει το βλέμμα της να ήταν το καθαρό κάρο που είχαν φέρει μπροστά στο πέτρινο κτήριο. «Οι Άες Σεντάι είναι Άες Σεντάι, κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα». Η Σιουάν δεν πρόσεξε το βλέμμα που της έριξε η Νυνάβε.
Η Ηλαίην χάρηκε που η Νυνάβε κράτησε το στόμα της κλειστό· η προφανής απάντηση θα έτσουζε. «Πόσες ήταν οι απώλειες της νύχτας;»
Η Σιουάν απάντησε χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από το σημείο όπου θα εμφανιζόταν η Τάρνα. «Επτά νεκροί, εδώ στο χωριό. Κοντά στους εκατό στα στρατόπεδα των στρατιωτών. Υπήρχαν τόσα σπαθιά και πελέκεις και τα λοιπά που κείτονταν τριγύρω, και δεν υπήρχε καμία αδελφή να διαβιβάσει και να τα σταματήσει. Υπάρχουν αδελφές εκεί πέρα τώρα, που Θεραπεύουν».
«Ο Άρχοντας Γκάρεθ;» ρώτησε η Ηλαίην, με κάποια αγωνία. Ο άνθρωπος μπορεί τώρα να της φερόταν ψυχρά, αλλά κάποτε είχε έτοιμο το χαμόγελο για ένα παιδί και μια τσέπη που είχε πάντα καραμέλες.
Η Σιουάν ξεφύσησε τόσο δυνατά που μερικοί γύρισαν να την κοιτάξουν. «Α, αυτός», μουρμούρισε. «Και λιονταρόψαρο να τον δάγκωνε, θα έσπαζε τα δόντια του».
«Πολύ ευδιάθετη σε βρίσκω σήμερα», είπε η Νυνάβε. «Μήπως έμαθες τελικά ποιο θα είναι το μήνυμα του Πύργου; Σου ζήτησε ο Γκάρεθ Μπράυν να τον παντρευτείς; Πέθανε κανείς και σου άφησε—;»
Η Ηλαίην προσπάθησε να μην κοιτάζει τη Νυνάβε· ακόμα κι ο ήχος του χασμουρητού έκανε το στόμα της να ανοίξει.
Η Σιουάν κοίταξε ήρεμα τη Νυνάβε, αλλά αυτή τη φορά η άλλη της το ανταπέδωσε εξίσου ατάραχα, αν και με τα μάτια κουρασμένα.
«Αν έχεις μάθει κάτι», παρενέβη η Ηλαίην πριν εκείνες οι δύο αρχίσουν τις αγριεμένες ματιές, «πες το μας».
«Πράγματι, μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως είναι Άες Σεντάι τη στιγμή που δεν είναι», μουρμούρισε η Σιουάν με τόνο σαν να εξέφραζε μια σκέψη που περνούσε αδιάφορα από το νου της, «βρίσκεται σε πολύ άσχημη θέση, αλλά αν επίσης έχει ισχυριστεί πως ανήκει σε ένα συγκεκριμένο Άτζα, αυτό το Άτζα έχει πρώτο από τα άλλα το δικαίωμα να τη δεχτεί για μέλος του. Μήπως έτυχε να σας πει ποτέ η Μυρέλ για μια γυναίκα την οποία έπιασε να λέει ότι ήταν Πράσινη; Ρωτήστε την κάποια φορά που θα έχει μια-δυο ώρες ελεύθερες. Τόσο θέλει για να πεις αυτή την ιστορία. Η Μυρέλ της έδωσε ένα καλό μάθημα, τόσο που σίγουρα η ανόητη κοπέλα παρακαλά να την είχαν σιγανέψει και να της είχαν κόψει το κεφάλι».
Για κάποιο λόγο, αυτή η απειλή στάθηκε αναποτελεσματική, όπως το άγριο βλέμμα πριν στη Νυνάβε, χωρίς να προκαλέσει ούτε καν ένα τρέμουλο. Ίσως να ήταν κι οι δύο πολύ κουρασμένες. «Πες μου τι ξέρεις», είπε η Ηλαίην με χαμηλή φωνή, «αλλιώς την επόμενη φορά που θα βρεθούμε μόνες, θα σε μάθω τι στάση πρέπει να κρατάς, κι αν θέλεις μετά τρέξε στη Σέριαμ να κλαφτείς». Τα μάτια της Σιουάν στένεψαν και ξαφνικά η Ηλαίην άφησε μια ψιλή κραυγούλα κι έφερε το χέρι στο γοφό της.
Η Σιουάν μάζεψε εντελώς απροκάλυπτα το χέρι με το οποίο την είχε τσιμπήσει. «Δεν μ’ αρέσουν οι απειλές, μικρή μου. Ξέρεις κι εσύ πολύ καλά τι είπε η Ελάιντα· το είδες πριν από οποιαδήποτε άλλη εδώ».
«Γυρίστε πίσω· όλα συγχωρούνται;» είπε η Νυνάβε χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της.
«Πάνω κάτω. Κάτι σαχλαμάρες για τον Πύργο, που πρέπει τώρα περισσότερο από ποτέ να είναι ενωμένος, και κάτι πονηρά ότι καμία δεν πρέπει να φοβάται, εκτός από κείνες που “υπηρέτησαν την πραγματική εξέγερση”. Το Φως μόνο ξέρει τι σημαίνει αυτό. Εγώ πάντως όχι».
«Γιατί το κρατάνε μυστικό;» απαίτησε να μάθει η Ηλαίην. «Δεν μπορεί να πιστεύουν ότι θα βρεθούν κάποιες που να γυρίσουν στην Ελάιντα. Αρκεί να φανερώσουν τον Λογκαίν». Η Σιουάν δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταξε συνοφρυωμένη τους Πρόμαχους που περίμεναν.
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί ζητούν επιπλέον χρόνο», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Ξέρουν τι πρέπει να κάνουν». Η Σιουάν έμεινε αμίλητη, όμως η Νυνάβε σήκωσε αργά τα φρύδια. «Δεν ήξερες την απάντησή τους».
«Την ξέρω τώρα». Η Σιουάν πρόφερε κοφτά τις λέξεις κι είπε κάτι μέσα από τα δόντια της για «ανόητες που τρέμουν τα γόνατά τους». Η Ηλαίην μέσα της συμφώνησε.
Ξαφνικά άνοιξε η εξώπορτα του κτηρίου που κάποτε ήταν πανδοχείο. Έξι Καθήμενες βγήκαν έξω με τα επώμιά τους, μια από κάθε Άτζα, και μετά η Τάρνα, ακολουθούμενη από τις υπόλοιπες. Αν ο κόσμος που περίμενε πίστευε ότι θα έβλεπε κάποια τελετή, τον περίμενε μεγάλη απογοήτευση. Καθώς ανέβαινε στη σέλα, η Τάρνα κοίταξε τις Καθήμενες, έριξε μια ματιά στο πλήθος με ανέκφραστο πρόσωπο, και μετά χτύπησε με τις φτέρνες το άλογο για να ξεκινήσει αργά. Μαζί της κινήθηκε η συνοδεία των Προμάχων που την περικύκλωναν. Ένα ανήσυχο βουητό, σαν τον ήχο ενοχλημένου μελισσιού, υψώθηκε από τους θεατές καθώς παραμέριζαν.
Το μουρμουρητό κράτησε ώσπου η Τάρνα χάθηκε από τα μάτια τους, βγαίνοντας από το χωριό, κι η Ρομάντα ανέβηκε στο κάρο, σιάζοντας επιδέξια το επώμιό της με τα κίτρινα κρόσσια. Έπεσε βαριά σιωπή. Κατά παράδοση, οι πρεσβύτερες Καθήμενες έκαναν τις διακηρύξεις τους από την Αίθουσα. Η Ρομάντα, φυσικά, δεν περπατούσε σαν ηλικιωμένη γυναίκα, και το πρόσωπό της ήταν αγέραστο όπως των άλλων αδελφών, αλλά οι πινελιές των γκρίζων μαλλιών έδειχναν ότι ήταν μεγάλη στα χρόνια ακόμα και για Άες Σεντάι, κι ο κότσος που ήταν μαζεμένος στη ρίζα του σβέρκου της ήταν ανοιχτόγκριζος χωρίς κανένα ίχνος πιο σκούρων μαλλιών. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσων χρόνων ήταν, όμως το να ρωτήσεις την ηλικία μιας Άες Σεντάι αποτελούσε τη μέγιστη αγένεια.
Η Ρομάντα ύφανε απλές ροές Αέρα για να ακουστεί καθαρά η ψηλή σοπράνο φωνή της· τα λόγια της έφτασαν στην Ηλαίην σαν να ήταν οι δυο τους πρόσωπο με πρόσωπο. «Πολλοί από σας αγωνιάτε τις τελευταίες μέρες, μα δεν χρειάζεται. Αν δεν είχε έρθει σε μας η Τάρνα Σεντάι, τότε θα είχαμε στείλει εμείς απεσταλμένες στον Λευκό Πύργο. Στο κάτω-κάτω, δεν μπορεί κανείς να πει ότι κρυβόμαστε εδώ». Κοντοστάθηκε, λες κι ήθελε να δώσει στο πλήθος χρόνο να γελάσει, όμως οι άνθρωποι απλώς έμειναν να την κοιτάζουν κι η Ρομάντα έσιαξε το επώμιό της. «Ο σκοπός μας εδώ δεν έχει αλλάξει. Θέλουμε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, να κάνουμε το σωστό...»
«Σωστό για ποιον;» μουρμούρισε η Νυνάβε.
«...κι ούτε θα καμφθούμε, ούτε θα υποχωρήσουμε. Πηγαίνετε στις δουλειές που έχετε να κάνετε, βέβαιοι ότι θα παραμείνετε ασφαλείς στα χέρια μας, τώρα και μετά τη βέβαιη επιστροφή στις πρέπουσες θέσεις μας στον Λευκό Πύργο. Το Φως να σας φωτίζει όλους. Το Φως να μας φωτίζει όλους».
Πάλι υψώθηκε μουρμουρητό, και το πλήθος άρχισε να κινείται αργά καθώς η Ρομάντα κατέβαινε στο έδαφος. Το πρόσωπο της Σιουάν έμοιαζε σκαλισμένο σε πέτρα· τα χείλη της ήταν σφιγμένα, κάτασπρα. Η Ηλαίην ήθελε να κάνει ερωτήσεις, όμως η Νυνάβε πήδηξε από το πεζούλι και ξεκίνησε προς το διώροφο κτήριο σπρώχνοντας τον κόσμο. Η Ηλαίην την ακολούθησε γοργά. Την περασμένη νύχτα η Νυνάβε ήταν έτοιμη να αποκαλύψει χωρίς δεύτερη σκέψη όσα είχαν μάθει· έπρεπε να τα παρουσιάσουν με προσοχή, για να μεταπείσουν την Αίθουσα. Και σίγουρα έπρεπε να τη μεταπείσουν. Η διακήρυξη της Ρομάντα ήταν ένα μάτσο αοριστίες. Η Σιουάν είχε ταραχτεί ακούγοντάς την.
Ενώ σκουντούσε δύο γεροδεμένα παλικάρια που αγριοκοίταζαν την πλάτη της Νυνάβε —είχε πατήσει τα πόδια τους για να περάσει— η Ηλαίην έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της κι είδε τη Σιουάν να κοιτάζει την ίδια και τη Νυνάβε. Μόνο για μια στιγμή· μόλις η Σιουάν κατάλαβε ότι η Ηλαίην την είχε δει, προσποιήθηκε ότι βρήκε κάποιον στο πλήθος και πήδηξε κάτω σαν να πήγαινε κοντά του. Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε και προχώρησε βιαστικά. Ήταν ταραγμένη ή Σιουάν ή δεν ήταν; Πόσο μέρος του εκνευρισμού και της άγνοιάς της ήταν απλώς υποκριτικό; Η ιδέα της Νυνάβε να το σκάσουν για το Κάεμλυν —η Ηλαίην δεν ήξερε αν η άλλη το πίστευε ακόμα— ήταν κάτι χειρότερο από ανοησία, αλλά η ίδια προσωπικά ανυπομονούσε να πάνε στο Έμπου Νταρ, να κάνουν κάτι πραγματικά ωφέλιμο. Όλα αυτά τα μυστικά κι οι υποψίες ήταν σαν μια φαγούρα που δεν μπορούσε να ανακουφίσει. Μακάρι να μην έκανε καμιά γκάφα η Νυνάβε.
Η Ηλαίην πρόφτασε τη Νυνάβε τη στιγμή που εκείνη πρόφταινε τη Σέριαμ, κοντά στο κάρο απ’ όπου είχε μιλήσει η Ρομάντα. Εκεί ήταν επίσης η Μόρβριν κι η Καρλίνυα, φορώντας κι οι τρεις τα επώμιά τους. Όλες οι Άες Σεντάι φορούσαν επώμιο αυτό το πρωί. Τα κοντά μαλλιά της Καρλίνυα, που ήταν χτενισμένα ώστε να σχηματίζουν ένα σκουφάκι από μελαχρινές μπούκλες, ήταν το μόνο δείγμα της καταστροφής που παραλίγο θα πάθαιναν στον Τελ’αράν’ριοντ.
«Πρέπει να σου μιλήσουμε μόνες», είπε στη Σέριαμ η Νυνάβε. «Κατ’ ιδίαν».
Η Ηλαίην αναστέναξε. Δεν ήταν η καλύτερη αρχή, μα δεν ήταν κι η χειρότερη.
Η Σέριαμ τις περιεργάστηκε για μια στιγμή και μετά έριξε μια ματιά στη Μόρβριν και την Καρλίνυα κι είπε, «Πολύ καλά. Μέσα».
Όταν γύρισαν, η Ρομάντα ήταν ανάμεσα στις ίδιες και την πόρτα, μια στιβαρή, εμφανίσιμη γυναίκα με μαύρα μάτια, φορώντας το επώμιο με τα κίτρινα κρόσσια που ήταν όλο κεντημένο με λουλούδια, κλήματα και τη Φλόγα της Ταρ Βάλον ψηλά ανάμεσα στους ώμους. Αγνόησε τη Νυνάβε και χαμογέλασε ζεστά στην Ηλαίην, με ένα χαμόγελο από κείνα που η Ηλαίην είχε μάθει να περιμένει και να φοβάται από τις Άες Σεντάι. Το πρόσωπο, όμως, που έστρεψε στη Σέριαμ και την Καρλίνυα και τη Μόρβριν ήταν πολύ διαφορετικό. Τις κοίταξε ανέκφραστα, με το κεφάλι ψηλά, ώσπου εκείνες έκλιναν ελαφρά το γόνυ και μουρμούρισαν, «Με την άδειά σου, Αδελφή». Μόνο τότε παραμέρισε, αλλά ξεφυσώντας δυνατά.
Οι απλοί άνθρωποι δεν το πρόσεχαν, φυσικά, όμως η Ηλαίην είχε πιάσει εδώ κι εκεί κουβέντες μεταξύ των Άες Σεντάι για τη Σέριαμ και το μικρό συμβούλιό της. Μερικές πίστευαν ότι το συμβούλιο ασχολείτο μόνο με την καθημερινή διαχείριση του Σαλιντάρ, αφήνοντας την Αίθουσα ελεύθερη για τα σημαντικότερα θέματα. Κάποιες ήξεραν ότι το συμβούλιο ασκούσε επιρροή στην Αίθουσα, αν και το μέγεθος αυτής της επιρροής άλλαζε ανάλογα με το ποια μιλούσε. Η Ρομάντα πίστευε ότι είχαν υπερβολική· και το χειρότερο ήταν ότι μεταξύ τους υπήρχαν δύο Γαλάζιες και καμία Κίτρινη. Η Ηλαίην ένιωσε το βλέμμα της καθώς ακολουθούσε τις άλλες που προχωρούσαν στην πόρτα.
Η Σέριαμ τις οδήγησε σε μια ιδιωτική αίθουσα δίπλα στην πρώην κοινή αίθουσα, που είχε ένα τραπέζι γεμάτο χαρτιά και ξύλινη επένδυση, καταφαγωμένη από σκαθάρια. Σήκωσε τα φρύδια της όταν η Νυνάβε της ζήτησε να προφυλαχτούν για να μην κρυφακούσει καμία, αλλά χωρίς σχόλιο ύφανε το ξόρκι στο εσωτερικό του δωματίου. Η Νυνάβε θυμήθηκε την εξόρμηση της Νυνάβε και κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι και τα δύο παράθυρα ήταν καλά κλεισμένα.
«Δεν περιμένω τίποτα λιγότερο από την είδηση ότι ο Ραντ αλ’Θόρ έρχεται εδώ», είπε ξερά η Μόρβριν. Οι άλλες δύο Άες Σεντάι αντάλλαξαν μια ματιά. Η Ηλαίην συγκράτησε την αγανάκτηση της· στ’ αλήθεια πίστευαν ότι αυτή κι η Νυνάβε έκρυβαν μυστικά για τον Ραντ. Αμάν πια αυτά τα μυστικά τους!
«Όχι αυτό», είπε η Νυνάβε, «αλλά κάτι εξίσου σημαντικό, με διαφορετικό τρόπο». Κι αφηγήθηκε την ιστορία του ταξιδιού στο Έμπου Νταρ και την ανακάλυψη της τερ’ανγκριάλ γαβάθας. Όχι με τη σωστή σειρά, και παραλείποντας την αναφορά στον Πύργο, μα τα βασικά σημεία ήταν εκεί.
«Είστε σίγουρες ότι αυτή η γαβάθα είναι ένα τερ’ανγκριάλ;» ρώτησε η Σέριαμ όταν τελείωσε η Νυνάβε. «Μπορεί να επηρεάσει τον καιρό;»
«Μάλιστα, Άες Σεντάι», απάντησε απλά η Ηλαίην. Όσο πιο απλά τόσο πιο καλά, για αρχή. Η Μόρβριν γρύλισε· αυτή η γυναίκα αμφέβαλλε για τα πάντα.
Η Σέριαμ ένευσε, ισιώνοντας το επώμιό της. «Τότε τα πήγατε καλά. Θα στείλουμε γράμμα στη Μέριλιλ». Η Μέριλιλ Κήντεβιν ήταν η Γκρίζα αδελφή που είχαν στείλει να πείσει τη βασίλισσα του Έμπου Νταρ να υποστηρίξει το Σαλιντάρ. «Θα χρειαστεί να πείτε όλες τις λεπτομέρειες».
«Δεν θα το βρει ποτέ», ξέσπασε η Νυνάβε πριν προλάβει η Ηλαίην να ανοίξει το στόμα της. «Η Ηλαίην κι εγώ μπορούμε». Τα βλέμματα των Άες Σεντάι ψυχράνθηκαν.
«Μάλλον θα είναι αδύνατο γι’ αυτήν», είπε βιαστικά η Ηλαίην. «Είδαμε πού είναι η γαβάθα και θα είναι δύσκολο ακόμα και για μας. Τουλάχιστον, όμως, ξέρουμε τι είδαμε. Δεν θα είναι το ίδιο αν το περιγράψουμε σε ένα γράμμα».
«Το Έμπου Νταρ δεν είναι μέρος για Αποδεχθείσες», είπε παγωμένα η Καρλίνυα.
Ο τόνος της Μόρβριν ήταν κάπως πιο ευγενικός, αν και πάλι απότομος. «Όλες πρέπει να κάνουμε ό,τι κάνουμε καλύτερα, παιδί μου. Νομίζεις ότι η Εντεσίνα κι η Αφάρα κι η Γκούισιν ήθελαν να πάνε στο Τάραμπον; Τι μπορούν να κάνουν για να φέρουν την τάξη σε μια ανάστατη χώρα; Μα πρέπει να προσπαθήσουμε, κι έτσι πήγαν. Η Κιρούνα κι η Μπέρα μάλλον πρέπει να είναι στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου τώρα που μιλάμε, κατευθυνόμενες στην Ερημιά του Άελ για να ψάξουν για τον Ραντ αλ’Θόρ, επειδή, όταν τις στέλναμε, νομίζαμε —απλώς νομίζαμε— ότι μπορεί ο αλ’Θόρ να ήταν εκεί. Το ότι είχαμε δίκιο δεν σημαίνει ότι το ταξίδι τους δεν ήταν μάταιο, τώρα που εκείνος έφυγε από την Ερημιά του Άελ. Κάνουμε όλες αυτό που μπορούμε, αυτό που πρέπει. Εσείς οι δύο είστε Αποδεχθείσες. Οι Αποδεχθείσες δεν σηκώνονται να τρέχουν ούτε στο Έμπου Νταρ ούτε πουθενά αλλού. Αυτό που μπορείτε και πρέπει να κάνετε εσείς οι δύο είναι να μείνετε εδώ και να μελετήσετε. Ακόμα κι αν ήσασταν πλήρεις αδελφές, πάλι θα σας κρατούσα εδώ. Εδώ κι εκατό χρόνια, καμία δεν έχει κάνει τις ανακαλύψεις που κάνατε εσείς, σε τέτοιο ποσοστό».
Η Νυνάβε, πιστή στον εαυτό της, δεν άκουσε αυτά που δεν ήθελε να ακούσει κι έστρεψε την προσοχή της στην Καρλίνυα. «Τα πήγαμε μια χαρά μόνες μας, ευχαριστώ πολύ. Αμφιβάλλω αν το Έμπου Νταρ θα είναι χειρότερο από το Τάντσικο».
Η Νυνάβε δεν συνειδητοποιούσε ότι έσφιγγε με δύναμη την πλεξούδα της, σκέφτηκε η Ηλαίην. Αραγε, δεν θα μάθαινε ποτέ ότι καμιά φορά η απλή ευγένεια βοηθούσε να κερδίσεις κάτι που θα έχανες στα σίγουρα με την ειλικρίνεια; «Καταλαβαίνω την έγνοια σας, Άες Σεντάι», είπε η Ηλαίην, «όμως, έστω κι αν φανεί αλαζονικό, η αλήθεια είναι ότι έχω περισσότερα προσόντα από κάθε άλλη στο Σαλιντάρ για να εντοπίσω ένα τερ’ανγκριάλ. Επίσης, η Νυνάβε κι εγώ ξέρουμε καλύτερα πού να ψάξουμε απ’ όσο θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε σε χαρτί. Αν μας στείλεις στη Μέριλιλ Σεντάι, είμαι βέβαιη ότι υπό την καθοδήγησή της θα το βρούμε πολύ γρήγορα. Μερικές μέρες για να φτάσουμε στο Έμπου Νταρ με ποταμόπλοια και μερικές μέρες για να επιστρέψουμε, και μερικές μέρες με την επίβλεψη της Μέριλιλ Σεντάι στο Έμπου Νταρ». Δυσκολεύτηκε να μην πάρει βαθιά ανάσα. «Στο μεταξύ, μπορείτε να στείλετε μήνυμα σε κάποιον πληροφοριοδότη της Σιουάν στο Κάεμλυν, ώστε να είναι εκεί όταν θα φτάσουν η Μεράνα Σεντάι κι η αντιπροσωπεία».
«Γιατί στο Φως να κάνουμε τέτοιο πράγμα;» μπουμπούνισε η Μόρβριν.
«Νόμιζα ότι σου το είχε πει η Νυνάβε, Άες Σεντάι. Δεν είμαι βέβαιη, αλλά πιστεύω ότι για να λειτουργήσει η γαβάθα χρειάζεται να διαβιβάσει επίσης κι ένας άνδρας».
Αυτό βέβαια προκάλεσε σούσουρο. Η Καρλίνυα άφησε μια κοφτή κραυγή κι η Μόρβριν άρχισε να μονολογεί μουρμουριστά, ενώ η Σέριαμ έφτασε στο σημείο να μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο. Κι η Νυνάβε είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, αλλά μόνο για μια στιγμή· η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι το είχε κρύψει πριν το προσέξουν οι άλλες. Ήταν αποσβολωμένες και δεν είχαν ισχυρή αντίληψη. Το θέμα ήταν πως αυτό που είχε πει ήταν ένα σκέτο ψέμα. Το κλειδί ήταν η απλότητά του. Οι πιο λαμπροί άθλοι στην Εποχή των Θρύλων υποτίθεται πως είχαν γίνει από άνδρες και γυναίκες που διαβίβαζαν μαζί, μάλλον συνδεμένοι. Ήταν πολύ πιθανό πως υπήρχαν όντως τερ’ανγκριάλ που, για να λειτουργήσουν, χρειαζόταν να διαβιβάσει ένας άνδρας. Εν πάση περιπτώσει, αν δεν μπορούσε αυτή να χειριστεί τη γαβάθα μόνη της, τότε σίγουρα δεν θα μπορούσε και καμία άλλη στο Σαλιντάρ. Με εξαίρεση τη Νυνάβε, ίσως. Αν γι’ αυτή τη δουλειά χρειαζόταν ο Ραντ, τότε δεν μπορούσαν να αφήσουν την ευκαιρία να κάνουν κάτι για τον καιρό· όταν πια θα «ανακάλυπτε» ότι τη γαβάθα μπορούσε να τη χειριστεί ένας κύκλος γυναικών, οι Άες Σεντάι θα είχαν προχωρήσει στη συνεργασία με τον Ραντ και δεν θα μπορούσαν να κάνουν πίσω.
«Ωραία και καλά όλα αυτά», είπε τελικά η Σέριαμ, «αλλά δεν αλλάζουν το γεγονός ότι είστε Αποδεχθείσες. Θα στείλουμε επιστολή στη Μέριλιλ. Έχουμε συζητήσει για τις δυο σας—»
«Συζητήσατε», ξέσπασε η Νυνάβε. «Μόνο αυτό κάνετε, κι εσείς κι η Αίθουσα. Συζητάτε! Η Ηλαίην κι εγώ μπορούμε να βρούμε αυτό το τερ’ανγκριάλ, όμως εσείς θα προτιμούσατε να συνεχίσετε τη φλυαρία σαν χήνες που γεννάνε αυγά». Τα λόγια ξεχύθηκαν βιαστικά από μέσα της, το ένα πάνω στο άλλο. Έσφιγγε τόσο δυνατά την πλεξούδα της, ώστε η Ηλαίην περίμενε πως σε λίγο θα της έμενε στο χέρι. «Κάθεστε εδώ κι ελπίζετε ότι ο Θομ κι ο Τζούιλιν κι οι άλλοι θα επιστρέψουν και θα σας πουν ότι οι Λευκομανδίτες δεν θα πέσουν πάνω μας σαν θύελλα —ενώ μπορεί να γυρίσουν με τους Λευκομανδίτες να τους έχουν πάρει στο κατόπι. Κάθεστε και σκαλίζετε το πρόβλημα της Ελάιντα αντί να κάνετε αυτό που είπατε ότι θα κάνατε, ενώ ακόμα το σκέφτεστε για τον Ραντ. Μήπως ξέρετε πια τι στάση θα κρατήσετε απέναντι του; Το ξέρετε ή όχι τη στιγμή που η αντιπροσωπεία σας κατευθύνεται προς το Κάεμλυν; Ξέρετε γιατί κάθεστε και συζητάτε; Εγώ ξέρω! Φοβάστε. Φοβάστε το ότι ο Πύργος διαιρέθηκε, φοβάστε τον Ραντ, τους Αποδιωγμένους, το Μαύρο Άτζα. Χθες το βράδυ της Ανάγια της ξέφυγε ότι έχετε έτοιμο σχέδιο σε περίπτωση που επιτεθεί κάποιος Αποδιωγμένος. Βάλατε τόσους κύκλους να συνδεθούν, ακριβώς πάνω στη φυσαλίδα του κακού —πιστεύετε πια ότι αυτό ήταν;— μα ήταν άσχημα οργανωμένοι κι οι περισσότεροι είχαν περισσότερες μαθητευόμενες παρά Άες Σεντάι. Επειδή λίγες μόνο Άες Σεντάι το ήξεραν εκ των προτέρων. Νομίζετε ότι το Μαύρο Άτζα είναι εδώ στο Σαλιντάρ. Φοβόσασταν ότι το σχέδιό σας ίσως μαθευόταν από τον Σαμαήλ ή από κάποιον από τους υπόλοιπους. Δεν εμπιστεύεστε η μία την άλλη. Δεν εμπιστεύεστε κανέναν! Γι’ αυτό δεν μας στέλνετε στο Έμπου Νταρ; Νομίζετε ότι εμείς είμαστε του Μαύρου Άτζα, ή ότι θα το σκάσουμε για να πάμε στον Ραντ, ή... ή...!» Η φωνή της έσβησε μέσα σε άναρθρους ήχους αγανάκτησης με την ανάσα της λαχανιασμένη. Από τη στιγμή που είχε αρχίσει να τους τα ψάλλει, δεν είχε πάρει σχεδόν καθόλου ανάσα. Το πρώτο ένστικτο της Ηλαίην ήταν να μπαλώσει την κατάσταση με κάποιον τρόπο, αν και δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς θα το έκανε. Θα ’ταν σαν να προσπαθούσε να μπαλώσει ένα σφουγγάρι. Οι Άες Σεντάι όμως την έκαναν να ξεχάσει την ανησυχία της μήπως η Νυνάβε τα είχε χαλάσει όλα. Τα ανέκφραστα πρόσωπα, τα μάτια που έδειχναν ικανά να κοιτάξουν μέσα από πέτρα, κανονικά δεν έπρεπε να αποκαλύπτουν τίποτα. Γι’ αυτήν, όμως, αποκάλυπταν κάτι. Δεν υπήρχε ο ψυχρός φόβος που θα έπρεπε να νιώθουν για κάποια που είχε κάνει την ανοησία να ξεσπάσει εναντίον των Άες Σεντάι. Συγκάλυπταν κάτι και το μόνο που είχαν να κρύψουν ήταν η αλήθεια, μια αλήθεια που δεν ήθελαν να την παραδεχτούν ούτε στον εαυτό τους. Φοβούνταν.
«Τελείωσες;» ρώτησε η Καρλίνυα, με φωνή που θα μπορούσε να παγώσει τον ήλιο στο διάβα του.
Η Ηλαίην φτερνίστηκε, χτυπώντας το κεφάλι της στο τοίχωμα της αναποδογυρισμένης χύτρας. Η μυρωδιά της καμένης σούπας της γέμιζε τη μύτη. Ο πρωινός ήλιος ζέσταινε το σκοτεινό εσωτερικό της μεγάλης κατσαρόλας και την έκανε να μοιάζει σαν να ήταν ακόμα στη φωτιά· ο ιδρώτας έσταζε από πάνω της. Οχι, δεν έσταζε, κυλούσε. Έριξε κάτω την τραχιά ελαφρόπετρα, βγήκε προς τα πίσω γονατιστή, κι αγριοκοίταξε τη γυναίκα δίπλα της. Ή μάλλον τη μισή γυναίκα που ξεπρόβαλλε από μια κάπως μικρότερη κατσαρόλα που ήταν γερμένη στο πλάι. Χτύπησε σκληρά με το δάχτυλο το γοφό της Νυνάβε και χαμογέλασε βλοσυρά όταν το χτύπημα έκανε να ακουστεί το χτύπημα ενός κεφαλιού στο σίδερο και μια κραυγούλα. Η Νυνάβε οπισθοχώρησε με μια απειλητική ματιά, η οποία δεν απάλυνε καθόλου το χασμουρητό που έκρυψε με το λερωμένο χέρι της. Η Ηλαίην δεν της άφησε την ευκαιρία να μιλήσει.
«Ήταν ανάγκη να ξεσπάσεις, ε; Δεν μπορούσες να κρατήσεις τα νεύρα σου πέντε λεπτά. Τα είχαμε όλα μπροστά μας και πήγες και μας έβαλες τρικλοποδιά».
«Ούτως ή άλλως, δεν θα μας άφηναν να πάμε στο Έμπου Νταρ», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Και δεν μας έβαλα μόνο εγώ τρικλοποδιά». Σήκωσε αυταρχικά το πηγούνι με γελοίο τρόπο κι αναγκάστηκε να κοιτάξει λοξά για να δει την Ηλαίην. «“Οι Άες Σεντάι ορίζουν το φόβο τους”», είπε με τόνο λες και μάλωνε έναν μεθυσμένο ακαμάτη που είχε πέσει στο άλογό της, «“δεν τον αφήνουν να τις ορίζει. Ηγηθείτε και θα σας ακολουθήσουμε μετά χαράς, αλλά πρέπει να ηγηθείτε, όχι να ζαρώνετε και να ελπίζετε ότι κάτι θα διώξει τα προβλήματά σας”».
Τα μάγουλα της Ηλαίην κοκκίνισαν. Δεν είχε τέτοιο ύφος όταν τα έλεγε. Και σίγουρα δεν ήταν τέτοιος ο τόνος της. «Τέλος πάντων, ίσως κι οι δύο να αφήσαμε την κοινή λογική κατά μέρος, αλλά—» Σταμάτησε να μιλά όταν άκουσε ένα βήμα.
«Μπα, τα αγαπημένα τέκνα των Άες Σεντάι αποφάσισαν να κάνουν ένα διαλειμματάκι, ε;» Το χαμόγελο της Φαολάιν ήταν όσο στερημένο από φιλικότητα μπορούσε να είναι ένα χαμόγελο. «Δεν ήρθα εδώ επειδή το διασκεδάζω, ξέρετε. Ήθελα να περάσω τη μέρα δουλεύοντας σε κάτι δικό μου, κάτι που δεν είναι πολύ κατώτερο από αυτά που έχετε κάνει εσείς, τα χρυσά παιδιά. Αντί γι’ αυτό, είμαι αναγκασμένη να παρακολουθώ Αποδεχθείσες να καθαρίζουν κατσαρολικά για τις αμαρτίες τους. Και σας παρακολουθώ μη τυχόν και το σκάσετε σαν κάτι θλιβερές μαθητευόμενες, όπως θα έπρεπε να είστε. Ξαναπιάστε δουλειά τώρα. Δεν μπορώ να φύγω, αν δεν τελειώσετε, και δεν θέλω να φάω όλη τη μέρα μου εδώ».
Η μελαψή γυναίκα με τα κατσαρά μαλλιά ήταν σαν την Τέοντριν, κάτι παραπάνω από Αποδεχθείσα, μα κατώτερη από Άες Σεντάι. Όπως θα ήταν η Ηλαίην κι η Νυνάβε, αν η Νυνάβε δεν είχε φερθεί σαν γάτα που της είχαν πατήσει την ουρά. Αν δεν είχαν φερθεί έτσι κι οι δύο, διόρθωσε νοερά η Ηλαίην. Τους το είχε πει σχεδόν καθαρά η Σέριαμ, ενώ τους έλεγε πόσο καιρό θα περνούσαν τις «ελεύθερες ώρες» τους στην κουζίνα, κάνοντας τις πιο βρώμικες δουλειές που θα έβρισκαν οι μαγείρισσες. Αλλά έπρεπε να ξεχάσουν το Έμπου Νταρ· κι αυτό επίσης το είχε αποσαφηνίσει. Θα έστελναν γράμμα στη Μέριλιλ ως το μεσημέρι, και μπορεί να το είχαν ήδη στείλει.
«Λυπάμαι», είπε η Νυνάβε, κι η Ηλαίην την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Η συγγνώμη της Νυνάβε ήταν σπάνια σαν χιόνι το κατακαλόκαιρο.
«Κι εγώ λυπάμαι, Νυνάβε».
«Ναι, λυπάστε», είπε η Φαολάιν. «Είστε όλο θλίψη. Άντε στη δουλειά τώρα! Πριν βρω λόγο και σας στείλω στην Τιάνα όταν ξεμπερδέψετε από δω».
Ρίχνοντας ένα πικρό βλέμμα στη Νυνάβε, η Ηλαίην ξανασύρθηκε στη χύτρα κι επιτέθηκε στην καρβουνιασμένη σούπα με την ελαφρόπετρα σαν να χιμούσε στη Φαολάιν. Τριμμένη πέτρα και κομματάκι από τα καμένα λαχανικά πετάχτηκαν στον αέρα. Όχι, όχι στη Φαολάιν. Στις Άες Σεντάι, που κάθονταν ενώ έπρεπε να δραστηριοποιηθούν. Θα πήγαινε στο Έμπου Νταρ, θα έβρισκε το τερ’ανγκριάλ, και θα το χρησιμοποιούσε για να φέρει τη Σέριαμ και τις υπόλοιπες με το μέρος του Ραντ. Γονατιστές! Το φτέρνισμα της παραλίγο θα τίναζε τα παπούτσια από τα πόδια της.
Η Σέριαμ γύρισε από κει που παρακολουθούσε τις νεαρές μέσα από μια χαραμάδα του φράχτη κι άρχισε να ανεβαίνει το στενάκι με την ασθενική σοδειά των μαραμένων αγριόχορτων και του ξερού γρασιδιού. «Μετανιώνω γι’ αυτό». Συλλογίστηκε τα λόγια της Νυνάβε και τον τόνο της —και της Ηλαίην, αυτού του ταλαιπωρημένου παιδιού!— και πρόσθεσε, «Μέχρι ενός σημείου».
Η Καρλίνυα την κοίταξε χλευαστικά. Ήταν καλή σ’ αυτό. «Θέλεις να πεις σε μια Αποδεχθείσα κάτι που ξέρουν λιγότερες από είκοσι τέσσερις Άες Σεντάι;» Το στόμα της έκλεισε απότομα όταν η Σέριαμ της έριξε μια κοφτή ματιά.
«Υπάρχουν αυτιά ακόμα κι εκεί που δεν το περιμένουμε», είπε μαλακά η Σέριαμ.
«Για ένα πράγμα έχουν δίκιο αυτές οι κοπέλες», είπε η Μόρβριν. «Μου κόβονται τα γόνατα με τον αλ’Θόρ. Τι επιλογές μάς έμειναν μαζί του;»
Η Σέριαμ αναρωτιόταν μήπως εδώ και καιρό δεν είχαν επιλογές. Συνέχισαν να προχωρούν σιωπηλές.