Η Νυνάβε αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να ξεπλέξει τα μαλλιά της, που ήταν τυλιγμένα με μια τριμμένη πετσέτα με κόκκινες ρίγες, ενώ κοίταζε το φόρεμα και το μισοφόρι της, που ήταν ριγμένα στις καρέκλες κι έσταζαν στα σκουπισμένα σανίδια του πατώματος. Μια άλλη φθαρμένη πετσέτα, με πράσινες κι άσπρες ρίγες, αρκετά μεγαλύτερη, έπαιζε προσωρινά το ρόλο ενός ρούχου. «Τώρα ξέρουμε ότι το σοκ δεν φέρνει αποτέλεσμα», μούγκρισε στην Τέοντριν κι έκανε ένα μορφασμό. Το σαγόνι της πονούσε και το μάγουλό της έτσουζε ακόμα. Η Τέοντριν ήταν χειροδύναμη κι είχε γρήγορα αντανακλαστικά. «Τώρα μπορώ να διαβιβάσω, αλλά για μια στιγμή τότε το σαϊντάρ ήταν το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόμουν». Μια στιγμή πλημμύρας, που η Νυνάβε πάσχιζε να πάρει ανάσα, όταν οι σκέψεις είχαν υποχωρήσει και το ένστικτο είχε αναλάβει τα ηνία.
«Τέλος πάντων, διαβίβασε τώρα για να στεγνώσεις τα ρούχα σου», μουρμούρισε η Τέοντριν.
Αισθάνθηκε καλύτερα το σαγόνι της, καθώς έβλεπε την Τέοντριν να κοιτάζει ένα σπασμένο τρίγωνο κομμάτι του καθρέφτη και να αγγίζει το μάτι της. Η σάρκα έμοιαζε λιγάκι πρησμένη, κι υποψιαζόταν ότι χωρίς Θεραπεία η άλλη γυναίκα θα αποκτούσε μια εντυπωσιακή μελανιά. Ούτε κι η ίδια η Νυνάβε ήταν καμιά αδύναμη γυναίκα. Η μελανιά ήταν το λιγότερο που άξιζε στην Τέοντριν!
Ίσως κι η Ντομανή να σκεφτόταν το ίδιο, επειδή αναστέναξε. «Δεν θα το ξαναδοκιμάσω. Αλλά, είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο, θα σε μάθω να παραδίνεσαι στο σαϊντάρ χωρίς να βγαίνεις εκτός εαυτού από το θυμό σου».
Η Νυνάβε κοίταξε συνοφρυωμένη τα μουσκεμένα ρούχα της και στάθηκε συλλογισμένη για μια στιγμή. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Απαγορευόταν αυστηρά να κάνεις αγγαρείες με τη Δύναμη, κι υπήρχε βάσιμος λόγος. Το σαϊντάρ ήταν μαυλιστικό. Όσο περισσότερο διαβίβαζες, τόσο περισσότερο ήθελες να διαβιβάζεις, κι όσο περισσότερο ήθελες να διαβιβάζεις, τόσο μεγαλύτερο ήταν το ρίσκο ότι τελικά θα αντλούσες πολύ σαϊντάρ και θα σιγανευόσουν ή θα σκοτωνόσουν. Η γλύκα της Αληθινής Πηγής τη γέμισε με ευκολία. Είχε συντελέσει σ’ αυτό ο κουβάς με νερό που είχε πετάξει η Τέοντριν, ενώ όσα είχαν συμβεί το υπόλοιπο πρωινό δεν είχαν βοηθήσει καθόλου. Μια απλή ύφανση Νερού τράβηξε όλη την υγρασία από τα ρούχα της, η οποία έσταξε στο πάτωμα, σχηματίζοντας λιμνούλα μαζί με τα νερά που είχαν μείνει από τον κουβά.
«Δεν ξέρω να παραδίνομαι», είπε. Εκτός από τις περιπτώσεις που δεν είχε νόημα να πολεμήσεις. Μόνο ένας βλάκας θα πολεμούσε όταν δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Δεν μπορούσε να ανασάνει κάτω από το νερό, δεν μπορούσε να πετάξει ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια — και δεν μπορούσε να διαβιβάσει παρά μόνο όταν ήταν θυμωμένη.
Η Τέοντριν, που κοίταζε συνοφρυωμένη τη λιμνούλα, έστρεψε το βλέμμα στη Νυνάβε και στήριξε τις γροθιές στους γοφούς της. «Το ξέρω πολύ καλά», είπε με υπερβολικά ήρεμο τόνο. «Σύμφωνα με όσα μου έχουν μάθει, κανονικά δεν θα έπρεπε να μπορείς να διαβιβάζεις. Μου έμαθαν ότι πρέπει να είσαι ατάραχη για να διαβιβάσεις, ήρεμη και γαλήνια εντός σου, ανοιχτή, απολύτως υποχωρητική». Η λάμψη του σαϊντάρ την αγκάλιασε και ροές Νερού μάζεψαν τη λιμνούλα και τη μετέτρεψαν σε μια μπάλα που στεκόταν παράδοξα στο πάτωμα. «Πρέπει να υποχωρήσεις για να καθοδηγήσεις. Αλλά εσύ, Νυνάβε... όσο σκληρά κι αν προσπαθείς να υποχωρήσεις —σε έχω δει να προσπαθείς— πιάνεσαι με τα νύχια μέχρι τη στιγμή που η οργή σου σε κάνει να το ξεχάσεις». Ροές Αέρα ανύψωσαν την τρεμάμενη μπάλα. Για μια στιγμή φάνηκε στη Νυνάβε ότι η Τέοντριν σκόπευε να της την πετάξει, αλλά η υδάτινη σφαίρα έπλευσε στον αέρα του δωματίου και βγήκε από ένα ανοιχτό παράθυρο. Έπεσε με δυνατό παφλασμό και μια γάτα ούρλιαξε από έκπληξη κι οργή. Ίσως η απαγόρευση δεν ίσχυε όταν έφτανες στο επίπεδο της Τέοντριν.
«Δεν τ’ αφήνουμε έτσι, λέω εγώ;» Η Νυνάβε προσπάθησε να δείξει κεφάτη, αλλά της φάνηκε ότι δεν τα κατάφερε. Ήθελε να διαβιβάζει όποτε της ερχόταν η διάθεση. Αλλά, όπως έλεγε το παλιό ρητό, «αν οι ευχές ήταν φτερά, τα γουρούνια θα πετούσαν». «Να μη χάνουμε άδικα το—»
«Αφησε το», είπε η Τέοντριν, καθώς η Νυνάβε ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει την ύφανση του νερού στα μαλλιά της. «Αφησε το σαϊντάρ κι άσε τα να στεγνώσουν κανονικά. Και βάλε τα ρούχα σου».
Η Νυνάβε στένεψε τα μάτια. «Δεν φαντάζομαι να μου ’χεις ετοιμάσει κι άλλη έκπληξη, ε;»
«Όχι. Προετοίμασε το μυαλό σου. Είσαι ένα μπουμπούκι που νιώθει τη θέρμη της Πηγής, έτοιμο να ανοιχτεί σ’ αυτή τη θέρμη. Το σαϊντάρ είναι το ποτάμι, εσύ η όχθη. Το ποτάμι είναι πιο δυνατό από την όχθη, αλλά η όχθη το περικλείει και το κατευθύνει. Αδειασε το μυαλό σου απ’ όλα εκτός από το μπουμπούκι. Δεν υπάρχει τίποτα στις σκέψεις σου εκτός από το μπουμπούκι. Εσύ είσαι το μπουμπούκι...»
Βάζοντας το μισοφόρι της, η Νυνάβε αναστέναξε, καθώς η φωνή της Τέοντριν συνέχιζε υπνωτιστικά. Ασκήσεις για μαθητευόμενες. Αν ήταν αποτελεσματικές για τη Νυνάβε, θα μπορούσε εδώ και πολύ καιρό να διαβιβάζει όποτε της ερχόταν. Θα έπρεπε να τα σταματήσει όλα αυτά και να δει τι πραγματικά μπορούσε να κάνει, αν παραδείγματος χάριν μπορούσε να πείσει την Ηλαίην να πάει στο Κάεμλυν. Αλλά ήθελε να πετύχει η Τέοντριν, έστω κι αν αυτό συνεπαγόταν δέκα κουβάδες με νερό. Οι Αποδεχθείσες δεν τα παρατούσαν· οι Αποδεχθείσες δεν έδειχναν απείθεια. Μισούσε να της λένε τι δεν μπορούσε να κάνει περισσότερο από το τι έπρεπε να κάνει.
Πέρασαν ώρες, και τώρα οι δυο τους κάθονταν αντικριστά σε ένα τραπέζι που έμοιαζε να προέρχεται από κάποια παρατημένη αγροικία, ώρες με επαναλήψεις ασκήσεων που μάλλον τις έκαναν κι οι μαθητευόμενες την ίδια εκείνη ώρα. Το μπουμπούκι κι η όχθη. Η καλοκαιριάτικη αύρα και το κελαρυστό ρυάκι. Η Νυνάβε προσπάθησε να γίνει σπόρος πικραλίδας που έπλεε στον άνεμο, η γη που έπινε την ανοιξιάτικη βροχή, η ρίζα που χωνόταν στο χώμα. Όλα αυτά δίχως αποτέλεσμα ή, τουλάχιστον, δίχως το αποτέλεσμα που ήθελε η Τέοντριν. Πρότεινε στη Νυνάβε ακόμα και να φανταστεί ότι βρισκόταν στην αγκαλιά ενός εραστή, κάτι που κατέληξε σε καταστροφή, αφού την έκανε να σκεφτεί τον Λαν, και πώς τολμούσε αυτός ο άνθρωπος να εξαφανίζεται έτσι! Αλλά κάθε φορά η σύγχυση της άναβε το θυμό σαν καυτό κάρβουνο σε ξερό χορτάρι και της έφερνε το σαϊντάρ. Η Τέοντριν την έβαζε να το αφήσει και να ξαναρχίσει, μαλακώνοντάς την, γαληνεύοντάς την. Ήταν τρελό το πώς αυτή η γυναίκα έμενε προσηλωμένη σ’ αυτό που ήθελε. Η Νυνάβε σκεφτόταν ότι η Τέοντριν μπορούσε να διδάξει πείσμα ακόμα και σε μουλάρια. Δεν ταραζόταν ποτέ· είχε τελειοποιήσει την τέχνη της γαλήνης. Της Νυνάβε της ερχόταν να αναποδογυρίσει έναν κουβά κρύο νερό στο κεφάλι της άλλης, για να δει αν θα της άρεσε. Αλλά, βέβαια, αν σκεφτόταν τον πόνο που είχε στο σαγόνι της, αυτή η ιδέα μπορεί να μην ήταν τόσο καλή.
Η Τέοντριν Θεράπευσε αυτό τον μικρό πόνο πριν φύγει η Νυνάβε, κάτι που εξαντλούσε τις ικανότητες της σε τούτο το Ταλέντο. Ύστερα από μια στιγμή, η Νυνάβε ανταπέδωσε τη Θεραπεία. Το μάτι της Τέοντριν είχε πάρει λαμπερό μπλαβί χρώμα και δεν άρεσε στη Νυνάβε που δεν θα το άφηνε στην άλλη γυναίκα για να προσέχει τι θα έκανε στο μέλλον, ωστόσο το σωστό ήταν να της το ανταποδώσει, κι οι φωνούλες και το ρίγος της Τέοντριν καθώς τη διέτρεχαν οι ροές του Πνεύματος, του Αέρα και του Νερού ήταν μια κάποια αποζημίωση για τις κραυγούλες της Νυνάβε όταν είχε νιώσει τον κουβά να αδειάζει πάνω της. Φυσικά, κι η ίδια είχε ριγήσει όταν τη Θεράπευε η Τέοντριν, αλλά δεν μπορούσες να τα έχεις όλα.
Έξω, ο ήλιος στεκόταν στα μισά της διαδρομής του προς τον δυτικό ορίζοντα. Πιο κάτω στο δρόμο, μια σειρά από διαδοχικές υποκλίσεις και γονυκλισίες απλώθηκε στο πλήθος και, όταν το ανθρωπομάνι άνοιξε, φάνηκε η Τάρνα Φάιρ να προχωρά σαν βασίλισσα που διέσχιζε χοιροτροφείο, με το επώμιο με τα κόκκινα κρόσσια ριγμένο στα μπράτσα της σαν επιδεικτικό λάβαρο. Η πόζα της ήταν ολοφάνερη ακόμα κι από πενήντα βήματα πιο πέρα, στον τρόπο που όρθωνε το κεφάλι, τον τρόπο που ανασήκωνε τα φουστάνια της για να μην αγγίξουν το χώμα, τον τρόπο του αγνοούσε ακόμα κι αυτούς που τη χαιρετούσαν με αβρότητα καθώς τους προσπερνούσε. Την πρώτη μέρα υπήρχαν λιγότερες αβρότητες και περισσότερα βλέμματα αψηφισιάς, όμως η Άες Σεντάι ήταν Λες Σεντάι, τουλάχιστον για τις αδελφές. Για να γίνει αυτό κατανοητό σε όλους, δύο Αποδεχθείσες, πέντε μαθητευόμενες και σχεδόν μια ντουζίνα υπηρέτες κι υπηρέτριες περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους κουβαλώντας τα σκουπίδια της κουζίνας και τα περιεχόμενα των δοχείων νυκτός στα δάση για να τα θάψουν.
Καθώς η Νυνάβε ξεγλιστρούσε και χανόταν, πριν προλάβει να τη δει η Τάρνα, το στομάχι της γουργούρισε τόσο δυνατά, που ένας άνδρας με ένα καλάθι γογγύλια στην πλάτη τη κοίταξε έκπληκτος. Είχε χάσει το πρωινό της στην απόπειρα της Ηλαίην να διαπεράσει το ξόρκι φύλαξης, το μεσημεριανό για τις ασκήσεις της Τέοντριν. Και δεν είχε ξεμπερδέψει μαζί της σήμερα. Η Τέοντριν της είχε δώσει οδηγίες να μην κοιμηθεί το βράδυ. Ίσως η εξάντληση να πετύχαινε εκεί που είχε αποτύχει το σοκ. Όλοι οι φραγμοί σπάνε, είχε πει η Τέοντριν, με φωνή γεμάτη από αδυσώπητη πεποίθηση, κι εγώ θα σπάσω τον δικό σον. Αρκεί να γίνει μια φορά. Μια φορά να διαβιβάσεις δίχως θυμό, και το σαϊντάρ θα είναι δικό σου.
Προς το παρόν, το μόνο που ήθελε η Νυνάβε ήταν ένα πιάτο φαΐ. Οι βοηθοί των μαγειρείων είχαν πιάσει να καθαρίζουν και κόντευαν να τελειώσουν, αλλά η μυρωδιά του βραστού αρνιού και του ψητού γουρουνόπουλου στα μαγειρεία έκανε τη μύτη της να τρεμουλιάσει. Συμβιβάστηκε με δύο μηλαράκια της συμφοράς, μια γωνιά γιδίσιο τυρί και μια φετούλα ψωμί. Η μέρα δεν έλεγε να καλυτερέψει.
Γυρνώντας στο δωμάτιο, βρήκε την Ηλαίην ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά στο κρεβάτι της. Η νεότερη γυναίκα την κοίταξε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και μετά σήκωσε τα μάτια και συνέχισε να κοιτάζει το σκασμένο ταβάνι. «Σήμερα ήταν η χειρότερη μέρα, Νυνάβε», αναστέναξε. «Η Εσκαράλντε επιμένει να μάθει να φτιάχνει τερ’ανγκριάλ παρ’ όλο που δεν είναι αρκετά δυνατή, κι η Βάριλιν κάτι έκανε —δεν ξέρω τι— κι η πέτρα στην οποία δούλευε έγινε μια μπάλα από... κάτι σαν φωτιά... αν και δεν ήταν ακριβώς φωτιά... μέσα στα χέρια της. Νομίζω ότι θα πέθαινε, αν δεν ήταν η Νταγκντάρε· καμία άλλη εκεί δεν θα μπορούσε να τη Θεραπεύσει, και νομίζω ότι δεν προλαβαίναμε να φέρουμε κάποια. Έπειτα σκεφτόμουν τη Μάριγκαν —αν δεν μπορεί να μάθει πώς να εντοπίζει έναν άνδρα που διαβιβάζει, ίσως μπορούμε να μάθουμε να εντοπίζουμε το αποτέλεσμα της ανδρικής διαβίβασης· αν θυμάμαι καλά, η Μουαραίν είχε υπαινιχθεί ότι αυτό ήταν εφικτό. Έτσι νομίζω — εν πάση περιπτώσει, τη σκεφτόμουν, και κάποιος με άγγιξε στον ώμο, κι εγώ τσίριξα σαν να με είχαν τσιμπήσει με βελόνα. Ήταν ένας φουκαράς αγωγιάτης που ήθελε να με ρωτήσει για κάποια ανόητη φήμη, αλλά τον τρόμαξα κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας».
Πήρε ανάσα επιτέλους κι η Νυνάβε εγκατέλειψε την ιδέα να της πετάξει τα κουκούτσια του μήλου κι όρμησε στη στιγμιαία σιγή. «Πού είναι η Μάριγκαν;»
«Είχε τελειώσει το νοικοκυριό —με το πάσο της μάλιστα— κι έτσι την έστειλα στο δωμάτιό της. Ακόμα φοράω το βραχιόλι. Βλέπεις;» Ανέμισε το χέρι και το ξανάφησε να πέσει στο στρώμα, αλλά το ποτάμι των λέξεων δεν σταμάτησε να κυλά. «Έλεγε και ξανάλεγε με εκείνη τη φριχτή, γκρινιάρικη φωνή της ότι πρέπει να το σκάσουμε και να πάμε στο Κάεμλυν, κι εγώ δεν άντεχα να την ακούω στιγμή πια, μ’ όσα είχαν γίνει. Η τάξη των μαθητευομένων ήταν καταστροφή. Εκείνη η φριχτή γυναίκα, η Κήτλιν —που έχει τη μύτη;— μουρμούριζε συνεχώς ότι στην πατρίδα της δεν θα άφηνε ένα κοριτσόπουλο να της δίνει διαταγές, κι η Φαολάιν ήρθε όλο τουπέ και ζητούσε να μάθει γιατί είχα τη Νίκολα στην τάξη —πού να ξέρω εγώ ότι η Νίκολα της έκανε δουλειές;— και μετά της Ιμπρέλα της ήρθε να δει πόσο μεγάλη φλόγα μπορούσε να φτιάξει και παραλίγο θα έβαζε φωτιά σε ολόκληρη την τάξη, κι η Φαολάιν μου έβαλε τις φωνές μπροστά σε όλο τον κόσμο επειδή άφηνα τις μαθήτριες να κάνουν του κεφαλιού τους, κι η Νίκολα είπε ότι—»
Η Νυνάβε εγκατέλειψε τις προσπάθειές της να παρεμβάλει κι αυτή δυο λόγια —ίσως τελικά έπρεπε να της είχε πετάξει τα κουκούτσια— κι απλώς φώναξε, «Νομίζω ότι η Μογκέντιεν έχει δίκιο!»
Το όνομα έκανε την άλλη γυναίκα να κλείσει το στόμα και να ανακαθίσει κοιτώντας την. Η Νυνάβε άθελά της κοίταξε τριγύρω για να δει μήπως είχε ακουστεί, παρ’ όλο που βρισκόταν στο δικό τους δωμάτιο.
«Τι χαζομάρα ήταν αυτή, Νυνάβε».
Η Νυνάβε δεν ήξερε αν μιλούσε για την πρότασή της ή για το ότι είχε πει δυνατά το όνομα της Μογκέντιεν, και δεν σκόπευε να ρωτήσει. Κάθισε στο κρεβάτι της απέναντι από την Ηλαίην κι ίσιωσε τα φουστάνια της. «Όχι. Πλησιάζει η μέρα που ο Τζάριλ κι ο Σιβ θα ξεφουρνίσουν ότι η Μάριγκαν δεν είναι η μητέρα τους, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. Είσαι έτοιμη για τις ερωτήσεις που θα προκύψουν; Εγώ όχι. Πλησιάζει η μέρα που κάποια Άες Σεντάι θα αρχίσει να ψάχνει το πώς μπορώ να ανακαλύπτω πράγματα δίχως να είμαι έξαλλη από την αυγή ως το σούρουπο. Το αναφέρουν οι μισές Άες Σεντάι που συναντώ στο δρόμο μου, κι η Νταγκντάρα τώρα τελευταία με κοιτάζει παράξενα. Πέρα απ’ αυτό, εδώ δεν κάνουν τίποτα, μόνο κάθονται. Εκτός αν αποφασίσουν να επιστρέψουν στον Πύργο. Τρύπωσα κι άκουσα την Τάρνα να μιλά με τη Σέριαμ—»
«Τι έκανες, λέει;»
«Τρύπωσα κι έστησα αυτί», είπε χωρίς ένταση η Νυνάβε. «Το μήνυμα που στέλνουν στην Ελάιντα είναι ότι χρειάζονται κι άλλο χρόνο για να το σκεφτούν. Αυτό σημαίνει ότι, αν μη τι άλλο, δεν απορρίπτουν την ιδέα να ξεχάσουν τα περί Κόκκινου Άτζα και Λογκαίν. Δεν ξέρω πώς μπορούν να το κάνουν αυτό, όμως σίγουρα το σκέφτονται. Αν μείνουμε καιρό ακόμα εδώ, ίσως καταλήξουμε να μας παραδώσουν στην Ελάιντα για δωράκι. Τουλάχιστον, αν φύγουμε τώρα, θα μπορέσουμε να πούμε στον Ραντ να μη βασίζεται στην υποστήριξη καμίας Άες Σεντάι. Μπορούμε να του πούμε να μην εμπιστεύεται καμία Άες Σεντάι».
Μ’ ένα χαριτωμένο κατσούφιασμα, η Ηλαίην δίπλωσε τα πόδια κάτω από το κορμί της. «Αφού το συλλογίζονται ακόμα, σημαίνει ότι δεν έχουν αποφασίσει. Νομίζω ότι πρέπει να μείνουμε. Ίσως μπορέσουμε να τις βοηθήσουμε να πάρουν τη σωστή απόφαση. Πέρα απ’ αυτό, αν φύγουμε δεν θα μπορέσεις να σπάσεις το φραγμό σου, εκτός αν θες να πείσεις την Τέοντριν να έρθει μαζί μας».
Η Νυνάβε το αγνόησε αυτό. Σιγά τη δουλειά που είχε κάνει ως τώρα η Τέοντριν. Κουβάδες με νερό. Μια άυπνη νύχτα. Τι θα ακολουθούσε; Η Τέοντριν το είχε πει σχεδόν καθαρά όχι θα δοκίμαζε τα πάντα μέχρι να βρει τι θα έφερνε αποτέλεσμα. «Τα πάντα» ήταν κάτι που δεν πολυάρεσε στη Νυνάβε όπως το σκεφτόταν. «Να τις βοηθήσουμε να αποφασίσουν; Δεν μας ακούνε. Ούτε κι η Σιουάν μας ακούει, που μπορεί να μας έχει στριμωγμένες, αλλά την κρατάμε κι εμείς».
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να μείνουμε. Τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσει η Αίθουσα. Μετά, αν έρθουν τα χειρότερα, τουλάχιστον θα μπορούμε να το πούμε στον Ραντ με σιγουριά κι όχι με αμφιβολίες».
«Μα πώς θα το βρούμε; Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στο ότι θα πετύχουμε και δεύτερη φορά το ίδιο παράθυρο. Αν περιμένουμε ώσπου να το ανακοινώσουν, ίσως βρεθούμε υπό φρούρηση. Τουλάχιστον εγώ. Όλες οι Άες Σεντάι ξέρουν ότι είμαστε από το Πεδίο του Έμοντ, τόσο εγώ όσο κι ο Ραντ».
«Η Σιουάν θα μας πει πριν ανακοινώσουν οτιδήποτε», είπε γαλήνια η Ηλαίην. «Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις ότι αυτή κι η Ληάνε θα γυρίσουν στην Ελάιντα με σκυμμένο το κεφάλι;»
Ήταν κι αυτό. Η Ελάιντα θα τις αποκεφάλιζε πριν καν κλίνουν το γόνυ. «Αλλά έτσι μένει το ζήτημα του Τζάριλ και του Σιβ».
«Κάτι θα σκεφτούμε. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι τα πρώτα προσφυγόπουλα που τα φρόντιζε κάποια που δεν είναι συγγενής». Η Ηλαίην μάλλον πίστευε πως το στολισμένο με λακκάκια χαμόγελό της ήταν καθησυχαστικό. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνουμε υπομονή. Αν μη τι άλλο, θα ’πρεπε να περιμένουμε τον Θομ να επιστρέψει από την Αμαδισία. Δεν μπορώ να τον αφήσω πίσω».
Η Νυνάβε σήκωσε τα χέρια. Αν η εικόνα καθρέφτιζε το χαρακτήρα, τότε η Ηλαίην θα έπρεπε να μοιάζει με μουλάρι σμιλεμένο σε πέτρα. Η κοπέλα είχε κάνει τον Θομ Μέριλιν υποκατάστατο του πατέρα της που είχε πεθάνει όταν ήταν μικρή. Μερικές φορές, επίσης, φαινόταν να νομίζει ότι ο Θομ δεν μπορούσε να βρει μόνος του ούτε την τραπεζαρία, αν δεν τον κρατούσε από το χεράκι.
Η μόνη προειδοποίηση που είχε η Νυνάβε ήταν η αίσθηση ότι κάπου κοντά κάποια αγκάλιαζε το σαϊντάρ, κι ύστερα η πόρτα άνοιξε με μια ροή Αέρα και στο δωμάτιο μπήκε η Τάρνα Φάιρ. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην πετάχτηκαν όρθιες. Δεν έπαυε να είναι μια Άες Σεντάι, και μερικές από εκείνες που έθαβαν τα σκουπίδια είχαν αναλάβει την αγγαρεία αποκλειστικά εξαιτίας της.
Η κιτρινόξανθη Κόκκινη αδελφή τις κοίταξε εξονυχιστικά, με πρόσωπο σαν αλαζονική μαρμάρινη προτομή. «Έτσι, λοιπόν. Η Βασίλισσα του Άντορ κι η σακάτισσα αδέσποτη».
«Όχι ακόμη, Άες Σεντάι», αποκρίθηκε η Ηλαίην με ψυχρή ευγένεια. «Μόνο όταν στεφθώ στη Μεγάλη Αίθουσα. Και μόνο αν η μητέρα μου είναι νεκρή», πρόσθεσε.
Το χαμόγελο της Τάρνα ήταν πιο κρύο κι από χιονοθύελλα. «Φυσικά. Προσπάθησαν να σε κρύψουν, όμως οι φήμες κυκλοφορούν». Η ματιά της άγγιξε τα στενά κρεβάτια και το ετοιμόρροπο σκαμνάκι, τα ρούχα στα ξύλινα κρεμαστάρια και τον ραγισμένο γύψο. «Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να έχετε καλύτερα καταλύματα, δεδομένων των θαυμαστών πραγμάτων που κατορθώσατε. Αν ήσασταν στον Λευκό Πύργο όπου ανήκετε, δεν θα ξαφνιαζόμουν αν τώρα είχατε εξεταστεί ήδη για να φορέσετε το επώμιο».
«Ευχαριστώ», είπε η Νυνάβε, για να δείξει πως κι αυτή δεν υστερούσε σε ευγένεια σε σχέση με την Ηλαίην. Η Τάρνα την κοίταξε. Τα γαλανά μάτια έκαναν το υπόλοιπο πρόσωπό της να φαντάζει ζεστό. «Άες Σεντάι», πρόσθεσε βιαστικά η Νυνάβε.
Η Τάρνα ξανακοίταξε την Ηλαίην. «Η Έδρα της Άμερλιν έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της για σένα και για το Άντορ. Δεν θα πίστευες τι έρευνες έχει κάνει για σένα. Ξέρω ότι θα χαιρόταν ιδιαιτέρως, αν επέστρεφες μαζί μου στην Ταρ Βάλον».
«Η θέση μου είναι εδώ, Άες Σεντάι». Η φωνή της Ηλαίην ήταν ακόμα ευχάριστη, αλλά ύψωσε το σαγόνι με τρόπο που ανταγωνιζόταν την αλαζονεία της Τάρνα. «Θα επιστρέψω στον Πύργο όταν επιστρέψουν κι οι άλλες».
«Καταλαβαίνω», είπε ανέκφραστα η Κόκκινη. «Πολύ καλά. Άφησε μας τώρα. Θέλω να μιλήσω κατ’ ιδίαν με την αδέσποτη».
Η Νυνάβε κι η Ηλαίην κοιτάχτηκαν, όμως η Ηλαίην δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά μόνο να κλίνει το γόνυ και να φύγει.
Όταν έκλεισε η πόρτα, μια εκπληκτική αλλαγή φάνηκε στην Τάρνα. Κάθισε στο κρεβάτι της Ηλαίην κι ανέβασε τα πόδια, σταυρώνοντας τα στους αστραγάλους, γέρνοντας πίσω στο ραγισμένο προσκεφάλι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στομάχι. Το πρόσωπό της πήρε μια ζεστή έκφραση και μάλιστα χαμογέλασε. «Δείχνεις ανήσυχη. Μην ανησυχείς. Δεν θα σε δαγκώσω».
Η Νυνάβε ίσως την πίστευε αν τα μάτια της δεν είχαν παραμείνει ίδια. Το χαμόγελο δεν είχε φτάσει ως εκεί· αντιθέτως, φαίνονταν δέκα φορές σκληρότερα, εκατό φορές ψυχρότερα. Ο συνδυασμός της έφερε ανατριχίλα. «Δεν είμαι ανήσυχη», είπε μουδιασμένα, στυλώνοντας τα πόδια στο πάτωμα για να μην τα σέρνει νευρικά.
«Α. Προσβλήθηκες, ε; Γιατί; Επειδή σε αποκάλεσα “αδέσποτη”; Ξέρεις, κι εγώ αδέσποτη είμαι. Η ίδια η Γκαλίνα Κάσμπαν έσπασε το φραγμό μου. Ήξερε το Άτζα μου πολύ καιρό πριν το καταλάβω η ίδια, κι έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον σε μένα. Πάντα έτσι κάνει σε εκείνες για τις οποίες πιστεύει ότι θα επιλέξουν το Κόκκινο». Κούνησε το κεφάλι, γελώντας, με μάτια σαν παγωμένα μαχαίρια. «Πέρασα ώρες ουρλιάζοντας και κλαίγοντας πριν μπορέσω να βρω το σαϊντάρ χωρίς να έχω τα μάτια κλεισμένα· δεν μπορείς να υφάνεις αν δεν βλέπεις τις ροές. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, η Τέοντριν χρησιμοποιεί πιο ήπιες μεθόδους μαζί σου».
Η Νυνάβε έσυρε τα πόδια άθελά της. Αποκλείεται να δοκίμαζε τέτοιο πράγμα η Τέοντριν. Αποκλείεται. Ίσιωσε τα γόνατα αλλά αυτό δεν έκανε κάτι για την ταραχή που ένιωθε στο στομάχι της. Δεν έπρεπε να προσβληθεί λοιπόν, ε; Έπρεπε να ξεχάσει και το «σακάτισσα»; «Περί τίνος ήθελες να μου μιλήσεις, Άες Σεντάι;»
«Η Άμερλιν θέλει να βεβαιωθεί ότι η Ηλαίην είναι σώα κι αβλαβής, όμως από πολλές πλευρές είσαι εξίσου σημαντική. Ίσως περισσότερο. Αυτά που έχεις στο μυαλό σου για τον Ραντ αλ’Θόρ ίσως είναι ανεκτίμητης αξίας. Όπως κι αυτά που ξέρει η Εγκουέν αλ’Βέρ. Ξέρεις πού είναι αυτή;»
Η Νυνάβε θέλησε να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό της, αλλά άφησε τα χέρια της κατεβασμένα στο πλάι όπως ήταν. «Έχω καιρό να τη δω, Άες Σεντάι». Μήνες είχε να τη δει, από την τελευταία φορά που είχαν ανταμώσει στον Τελ’αράν’ριοντ. «Μήπως θα μπορούσα να ρωτήσω τι...» Κανένας στο Σαλιντάρ δεν αποκαλούσε Άμερλιν την Ελάιντα, όμως η Νυνάβε θεωρητικά έπρεπε να της δείχνει σεβασμό. «...τι σκοπεύει να κάνει η Άμερλιν για τον Ραντ;»
«Τι σκοπεύει, παιδί μου; Ο άνθρωπος είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η Άμερλιν το ξέρει και σκοπεύει να του αποδώσει τις τιμές που του αξίζουν». Μια υποψία έντασης φάνηκε στη φωνή της Τάρνα. «Σκέψου, παιδί μου. Αυτές εδώ θα επιστρέψουν στο ποίμνιο όταν αντιληφθούν καλά τι πάνε να κάνουν, όμως ίσως κάθε μέρα να είναι πολύτιμη. Τρεις χιλιάδες χρόνια ο Λευκός Πύργος καθοδηγούσε τους μονάρχες· θα υπήρχαν περισσότεροι πόλεμοι κι άλλα δεινά χωρίς τον Πύργο. Ο κόσμος θα βρεθεί στο κατώφλι του ολέθρου, αν ο αλ’Θόρ στερηθεί αυτή την καθοδήγηση. Αλλά δεν μπορείς να καθοδηγήσεις αυτό που ξέρεις, όπως δεν θα μπορούσα να διαβιβάσω με τα μάτια κλεισμένα. Το καλύτερο γι’ αυτόν είναι να επιστρέψεις μαζί μου και να προσφέρεις τώρα στην Άμερλιν ό,τι γνωρίζεις γι’ αυτόν, όχι βδομάδες και μήνες μετά. Αυτό είναι καλύτερο και για σένα επίσης. Εδώ δεν θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις Άες Σεντάι. Η Ράβδος των Όρκων βρίσκεται στον Πύργο. Η δοκιμασία μπορεί να γίνει μόνο στον Πύργο».
Τα μάτια της Νυνάβε έτσουζαν από τον ιδρώτα, αυτή όμως αρνιόταν να βλεφαρίσει. Μήπως η Τάρνα νόμιζε ότι η Νυνάβε θα δεχόταν δωροδοκία; «Η αλήθεια είναι ότι δεν πέρασα μεγάλο διάστημα μαζί του. Εγώ ζούσα στο χωριό, βλέπεις, ενώ εκείνος σε μια φάρμα κατά το Δυτικό Δάσος. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα αγόρι που ποτέ δεν άκουγε τη φωνή της λογικής. Έπρεπε να τον πιέσεις για να κάνει κάτι, ή να τον αναγκάσεις. Φυσικά, όλα αυτά όταν ήταν μικρό παιδί. Που να ξέρω αν έχει αλλάξει. Οι περισσότεροι άνδρες είναι απλώς αγοράκια που ψήλωσαν, όμως αυτός μπορεί και να άλλαξε».
Η Τάρνα έμεινε για μια μεγάλη στιγμή να την κοιτάζει. Μια ατέλειωτη στιγμή, με κείνο το παγερό βλέμμα. «Λοιπόν», είπε τελικά, και βρέθηκε με χάρη όρθια, τόσο γοργά που η Νυνάβε σχεδόν οπισθοχώρησε, αν και δεν υπήρχε χώρος στο δωματιάκι για κάτι τέτοιο. Το ανησυχητικό χαμόγελο έμεινε χαραγμένο στο πρόσωπό της. «Τι παράξενη ομάδα που συγκεντρώθηκε εδώ. Δεν τις έχω δει, αλλά εξ όσων γνωρίζω η Σιουάν Σάντσε κι η Ληάνε Σάριφ τιμούν με την παρουσία τους το Σαλιντάρ. Η συνετή γυναίκα δεν θα συγχρωτιζόταν με τέτοιο κόσμο. Κι ίσως με κάποιους άλλους παράξενους ανθρώπους, ε; Θα ήταν πολύ καλύτερο για σένα αν ερχόσουν μαζί μου. Φεύγω το πρωί. Πες μου απόψε αν πρέπει να περιμένω ότι θα σε συναντήσω στο δρόμο».
«Φοβάμαι πως δεν—»
«Σκέψου το, παιδί μου. Θα μπορούσε να είναι η σημαντικότερη απόφαση που θα πάρεις ποτέ. Σκέψου το καλά». Το προσωπείο της φιλικότητας εξαφανίστηκε κι η Τάρνα βγήκε με αγέρωχο βήμα από το δωμάτιο.
Τα γόνατα της Νυνάβε λύγισαν και την έριξαν στο κρεβάτι. Η γυναίκα αυτή είχε ξυπνήσει τόσο μεγάλο πλήθος συναισθημάτων μέσα της, που η Νυνάβε δεν μπορούσε να τα ξεδιαλύνει. Η ανησυχία κι ο θυμός κονταροχτυπιούνταν με την αγαλλίαση. Ευχήθηκε οι Κόκκινες να είχαν τρόπο να επικοινωνήσουν με τις Άες Σεντάι του Πύργου που αναζητούσαν τον Ραντ. Μακάρι να ήταν μια μύγα στον τοίχο, όταν εκείνες θα προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν την εκτίμηση του Ραντ που τους είχε προσφέρει. Η Τάρνα είχε δοκιμάσει να τη δωροδοκήσει. Είχε δοκιμάσει να την εκφοβίσει. Σ’ αυτό τα είχε καταφέρει αρκετά καλά. Η Κόκκινη αδελφή ήταν τόσο σίγουρη ότι οι Άες Σεντάι εδώ θα γονάτιζαν μπροστά στην Ελάιντα· ήταν προδιαγεγραμμένη απόφαση κι υπήρχε αμφιβολία μόνο για το χρόνο. Μήπως, επίσης, είχε αφήσει κάποιον υπαινιγμό για τον Λογκαίν; Η Νυνάβε υποψιαζόταν ότι η Τάρνα ήξερε περισσότερα για το Σαλιντάρ απ’ ό,τι υποψιάζονταν η Αίθουσα κι η Σέριαμ. Ίσως η Ελάιντα να είχε όντως υποστηρικτές εδώ.
Η Νυνάβε περίμενε με κάθε στιγμή να επιστρέψει η Ηλαίην, κι όταν είχε περάσει μισή ώρα χωρίς να έρθει, βγήκε να την κυνηγήσει, πρώτα τριγυρνώντας στους χωματόδρομους κι ύστερα σιγοτρέχοντας, άλλοτε ανεβαίνοντας στους ρυμούς ενός κάρου κι άλλοτε σκαρφαλώνοντας σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι ή σε καμιά πέτρινη βεράντα για να κοιτάξει πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Ο ήλιος κόντευε να αγγίξει τις κορυφές των δένδρων, όταν η Νυνάβε επέστρεψε στο δωμάτιο μονολογώντας μουρμουριστά. Και βρήκε την Ηλαίην, που ήταν φανερό ότι μόλις είχε φτάσει.
«Πού ήσουν; Νόμιζα ότι η Τάρνα σε κρατούσε κάπου δεμένη!»
«Πήρα κάτι από τη Σιουάν». Η Ηλαίην άνοιξε το χέρι. Στην παλάμη είχε δύο συστρεμμένα πέτρινα δαχτυλίδια.
«Είναι αληθινό κάποιο από τα δύο; Είναι καλή ιδέα που τα πήρες, αλλά έπρεπε να προσπαθήσεις να βρεις το αληθινό».
«Δεν άλλαξα καθόλου γνώμη, Νυνάβε. Ακόμα νομίζω ότι πρέπει να μείνουμε».
«Η Τάρνα—»
«Επιβεβαίωσε τη γνώμη μου. Αν φύγουμε, η Σέριαμ κι η Αίθουσα σίγουρα θα διαλέξουν τον Πύργο ενωμένο κι όχι τον Ραντ. Το ξέρω». Ακούμπησε τους ώμους της Νυνάβε, κι η Νυνάβε την άφησε να την καθίσει στο κρεβάτι. Η Ηλαίην κάθισε στο άλλο κρεβάτι απέναντί της κι έγειρε μπροστά με ένταση. «Θυμάσαι τι μου είπες, πώς χρησιμοποιούμε την ανάγκη για να βρούμε κάτι στον Τελ’αράν’ριοντ, Να τι χρειαζόμαστε, έναν τρόπο να πείσουμε την Αίθουσα να μην πάει με το μέρος της Ελάιντα».
«Πώς; Τι; Αν δεν αρκεί ο Λογκαίν...»
«Θα το καταλάβουμε όταν το βρούμε», είπε σταθερά η Ηλαίην.
Η Νυνάβε έπαιξε αφηρημένη με την πλεξούδα της που ήταν χοντρή σαν τον καρπό της. «Θα συμφωνήσεις να πάμε αν δεν βρούμε τίποτα; Δεν μου αρέσει η σκέψη ότι θα καθόμαστε εδώ μέχρι να αποφασίσουν να μας θέσουν υπό φρούρηση».
«Θα συμφωνήσω να πάμε, υπό τον όρο ότι κι εσύ θα συμφωνήσεις να μείνουμε αν βρούμε κάτι χρήσιμο. Νυνάβε, μπορεί να θέλω να τον δω, αλλά εδώ μπορούμε να κάνουμε περισσότερο καλό».
Η Νυνάβε δίστασε πριν μουρμουρίσει τελικά, «Σύμφωνες». Της φαινόταν ασφαλές. Δεν είχαν ιδέα τι έψαχναν, κι έτσι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έβρισκαν οτιδήποτε.
Αν η μέρα νωρίτερα έμοιαζε να περνά αργά, τώρα φαινόταν να σέρνεται. Μπήκαν στην ουρά σε ένα από τα μαγειρεία για να πάρουν φέτες χοιρομέρι, γογγύλια και μπιζέλια. Ο ήλιος έμοιαζε να αναπαύεται για ώρες πάνω από τις κορυφές των δένδρων. Οι περισσότεροι στο Σαλιντάρ έπεφταν για ύπνο κρίνοντας από τον ήλιο, όμως μερικά φώτα εμφανίστηκαν στα παράθυρα, ειδικά στα μεγάλα κτήρια. Απόψε η Αίθουσα δεξιωνόταν την Τάρνα. Από το πρώην πανδοχείο ακούγονταν πού και πού μελωδίες από άρπα· οι Άες Σεντάι είχαν βρει μεταξύ των στρατιωτών κάποιον που σκάμπαζε από άρπα, τον είχαν βάλει να ξυριστεί και του είχαν φορέσει κάτι σαν λιβρέα. Οι άνθρωποι που προσπερνούσαν το πανδοχείο έριχναν γοργές ματιές και μετά συνέχιζαν βιαστικά ή το αγνοούσαν τόσο απόλυτα, που έμοιαζαν να τρέμουν από την προσπάθεια. Γι’ άλλη μια φορά, ο Γκάρεθ Μπράυν ήταν η εξαίρεση. Έτρωγε το φαγητό του καθισμένος σε ένα ξύλινο κουτί στη μέση του δρόμου· όποια μέλη της Αίθουσας κοίταζαν από τα παράθυρα, σίγουρα θα τον έβλεπαν. Αργά, μα τόσο αργά, ο ήλιος έγειρε πίσω από τα δένδρα. Το σκοτάδι έπεσε απότομα, ουσιαστικά δίχως σούρουπο, κι οι δρόμοι άδειασαν. Ο αρπιστής ξανάπιασε το σκοπό του. Ο Γκάρεθ Μπράυν ακόμα καθόταν στο κουτί του, στην άκρη μιας λιμνούλας φωτός από το επίσημο δείπνο της Αίθουσας. Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι· δεν ήξερε αν ο άνθρωπος ήταν αξιοθαύμαστος ή βλάκας. Υποψιαζόταν ότι ήταν λίγο κι από τα δύο.
Όταν βρέθηκε στο κρεβάτι της με το πιτσιλωτό πέτρινο τερ’ανγκριάλ στο κορδόνι γύρω από το λαιμό της με το βαρύ δαχτυλίδι-σφραγίδα του Λαν κι έσβησε το κερί, μόνο τότε θυμήθηκε τις οδηγίες της Τέοντριν. Ήταν πολύ αργά τώρα. Ούτως ή άλλως, η Τέοντριν δεν θα ήξερε αν η Νυνάβε κοιμόταν ή όχι. Μα πού ήταν αυτός ο Λαν;
Η ανάσα της Ηλαίην έγινε πιο αργή, η Νυνάβε ζάρωσε στο μαξιλαράκι της με ένα ελαφρύ αναστεναγμό, και...
...στεκόταν στο κάτω μέρος του κρεβατιού της, κοιτώντας μια ομιχλώδη Ηλαίην στο όχι ακριβώς φως της νύχτας του Τελ’αράν’ριοντ. Εδώ δεν ήταν κανείς για να τις δει. Μπορεί να τριγυρνούσαν η Σέριαμ ή κάποια άλλη του κύκλου της, μπορεί η Σιουάν ή η Ληάνε. Η αλήθεια ήταν ότι οι δύο τους είχαν δικαίωμα να επισκέπτονται τον Κόσμο των Ονείρων, αλλά στη αποψινή αναζήτηση δεν ήθελαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Απ’ ό,τι φαινόταν, η Ηλαίην θεωρούσε ότι είχαν βγει για κυνήγι· συνειδητά ή όχι, είχε ντυθεί σαν τη Μπιργκίτε, με πράσινο σακάκι και λευκό παντελόνι. Κοίταξε το ασημένιο τόξο στο χέρι της, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, και το τόξο εξαφανίστηκε μαζί με τη φαρέτρα.
Η Νυνάβε κοίταξε τα δικά της ρούχα κι αναστέναξε. Μια γαλάζια μεταξωτή τουαλέτα, κεντημένη με χρυσά λουλούδια στο χαμηλό ντεκολτέ και με πλεγμένες γραμμές που κατηφόριζαν τη μακριά φούστα. Ένιωσε στα πόδια της βελούδινα παπούτσια χορού. Δεν είχε σημασία τι φορούσες στον Τελ’αράν’ριοντ, αλλά τι την είχε πιάσει να τα διαλέξει; «Αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να μην πετύχουμε», είπε, αλλάζοντας και βάζοντας καλά, απλά, μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών και γερά παπούτσια. Η Ηλαίην δεν είχε δικαίωμα να χαμογελά έτσι. Ασημένιο τόξο. Χα! «Υποτίθεται πως πρέπει να έχουμε κάποια ιδέα τι ζητάμε, να έχουμε κάτι γι’ αυτό».
«Δεν γίνεται αλλιώς, Νυνάβε. Σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, οι Σοφές είπαν ότι το κλειδί είναι η ανάγκη, όσο πιο μεγάλη ανάγκη τόσο το καλύτερο, και χρειαζόμαστε κάτι, αλλιώς η βοήθεια που υποσχεθήκαμε στον Ραντ θα εξαφανιστεί και θα μείνει μόνο αυτή που είναι διατεθειμένη να του δώσει η Ελάιντα. Δεν θα το αφήσω έτσι, Νυνάβε, δεν θα το αφήσω».
«Κάνε κράτει. Ούτε κι εγώ θα το αφήσω, αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Αφού το αρχίσαμε, ας προχωρήσουμε». Η Νυνάβε έδωσε τα χέρια στην Ηλαίην κι έκλεισε τα μάτια. Ανάγκη. Ευχόταν κάποιο μέρος του εαυτού της να είχε κάποια ιδέα για το τι χρειάζονταν. Μπορεί να μην συνέβαινε τίποτα. Ανάγκη. Ξαφνικά, τα πάντα φάνηκαν να γλιστρούν ολόγυρα της· ένιωσε τον Τελ’αράν’ριοντ να γέρνει και να στρίβει.
Ευθύς αμέσως άνοιξε τα μάτια. Κάθε βήμα που έκανες χρησιμοποιώντας ανάγκη, το έκανες εξ ανάγκης στα τυφλά, και μπορεί να σε έφερνε κοντύτερα σ’ αυτό που αναζητούσες, αλλά μπορεί να σε έριχνε σε ένα λάκκο με οχιές ή ίσως να σου δάγκωνε το πόδι κάποιο λιοντάρι που το είχες ενοχλήσει εκεί που κυνηγούσε τη λεία του.
Δεν υπήρχαν λιοντάρια, αλλά αυτό που υπήρχε ήταν ανησυχητικό. Ήταν ένα ολόλαμπρο μεσημέρι, αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε· εδώ ο χρόνος κυλούσε αλλιώτικα. Οι δυο τους κρατιόνταν από τα χέρια σε ένα δρόμο με καλντερίμι, με κτήρια από τούβλο και πέτρα τριγύρω τους. Πλουμιστές κορνίζες και περιζώματα διακοσμούσαν τόσο τα σπίτια όσο και τα μαγαζιά. Περίτεχνοι τρούλοι στόλιζαν τις στέγες, και γέφυρες πέτρινες και ξύλινες διέγραφαν τόξα πάνω από τους δρόμους, μερικές φορές σε ύψος δύο ή τριών ορόφων. Στις γωνιές του δρόμου ήταν μαζεμένοι σωροί από σκουπίδια, παλιά ρούχα και σπασμένα έπιπλα, ενώ τα ποντίκια έτρεχαν κατά δεκάδες, μερικές φορές σταματώντας για να μουρμουρίσουν δίχως φόβο προκλήσεις προς τις δυο τους. Άνθρωποι που ονειρεύονταν στα πρόθυρα του Τελ’αράν’ριοντ τρεμόπαιζαν καθώς εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν. Ένας άνδρας έπεσε τσιρίζοντας από μια γέφυρα και χάθηκε πριν φτάσει στο καλντερίμι. Μια γυναίκα που ούρλιαζε φορώντας σχισμένο φόρεμα, έτρεξε δέκα βήματα προς το μέρος τους και μετά έσβησε απότομα κι αυτή. Στους δρόμους αντιλαλούσαν κραυγές και φωνές που κόβονταν απότομα, και μερικές φορές τραχιά γέλια με μανιακό τόνο.
«Δεν μ’ αρέσει αυτό», είπε ανήσυχα η Ηλαίην.
Στο βάθος, ένας μεγάλος πύργος σε χρώμα άσπρο σαν κόκαλο ορθωνόταν πάνω από την πόλη, ξεπερνώντας κατά πολύ τους υπόλοιπους, πολλοί από τους οποίους ενώνονταν με γέφυρες, που έκαναν αυτή στην οποία ήταν τώρα να φαντάζει χαμηλή. Βρίσκονταν στην Ταρ Βάλον, στο σημείο όπου η Νυνάβε την άλλη φορά είχε δει φευγαλέα τη Ληάνε. Η Ληάνε είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό για το λόγο που την είχε φέρει εκεί· έτσι τόνιζε το δέος και το θρύλο που ήθελε τις Άες Σεντάι μυστηριώδεις, είχε ισχυριστεί μ’ ένα χαμόγελο.
«Δεν έχει σημασία», είπε πεισμωμένα η Νυνάβε. «Καμία στην Ταρ Βάλον δεν ξέρει τον Κόσμο των Ονείρων. Δεν θα βρούμε καμία». Ένιωσε να την πιάνει αναγούλα βλέποντας έναν καταματωμένο άνδρα να εμφανίζεται από το πουθενά, παραπατώντας καθώς τις πλησίαζε. Δεν είχε χέρια, μόνο κολοβώματα που ξερνούσαν αίμα.
«Δεν εννοούσα αυτό», μουρμούρισε η Ηλαίην.
«Ας συνεχίσουμε». Η Νυνάβε έκλεισε τα μάτια. Ανάγκη.
Αλλαγή.
Βρίσκονταν στον Πύργο, σε έναν καμπυλωτό διάδρομο με ταπισερί. Μια παχουλή κοπέλα με ρούχα μαθητευόμενης εμφανίστηκε ούτε τρία βήματα πιο πέρα, με μεγάλα μάτια που γούρλωσαν όταν τις είδε. «Σας παρακαλώ», κλαψούρισε. «Σας παρακαλώ;» Κι εξαφανίστηκε.
Ξαφνικά, η Ηλαίην είπε με μια κοφτή κραυγούλα, «Εγκουέν!»
Η Νυνάβε στριφογύρισε αλλά το πέρασμα ήταν άδειο.
«Την είδα», επέμεινε η Ηλαίην. «Είμαι σίγουρη ότι την είδα».
«Φαντάζομαι ότι μπορεί να αγγίξει τον Τελ’αράν’ριοντ μέσα σ’ ένα συνηθισμένο όνειρο, όπως όλος ο κόσμος», της είπε η Νυνάβε. «Ας συνεχίσουμε μ’ αυτό που ήρθαμε να κάνουμε». Η ανησυχία που ένιωθε δυνάμωνε. Έδωσαν πάλι τα χέρια. Ανάγκη.
Αλλαγή.
Δεν ήταν συνηθισμένη αποθήκη. Τα ράφια κάλυπταν τους τοίχους και σχημάτιζαν δύο κοντές σειρές στο πάτωμα, γεμάτα τακτικά βαλμένα κουτιά διαφόρων μεγεθών και σχημάτων· μερικά κουτιά ήταν από ξύλο, κάποια σκαλισμένα, άλλα στιλβωμένα, με αντικείμενα τυλιγμένα με πανιά, αγαλματάκια και φιγούρες κι αλλόκοτες μορφές που έμοιαζαν φτιαγμένες από μέταλλο ή γυαλί, κρύσταλλο ή πέτρα ή φινιρισμένη πορσελάνη. Η Νυνάβε δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να καταλάβει ότι πρέπει να ήταν αντικείμενα της Μίας Δύναμης, τερ’ανγκριάλ το πιθανότερο, ίσως επίσης μερικά ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ. Μια τέτοια πολυποίκιλη συλλογή, αποθηκευμένη με τόση φροντίδα, δεν μπορεί να ήταν κάτι άλλο εκεί στον πύργο.
«Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να συνεχίσουμε κι άλλο εδώ», είπε πτοημένη η Ηλαίην. «Δεν ξέρω πώς μπορούμε να πάρουμε κάτι από δω».
Η Νυνάβε τράβηξε κοφτά την πλεξούδα της. Αν όντως υπήρχε εδώ κάτι που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν —πρέπει να υπήρχε, εκτός αν είχαν πει ψέματα οι Σοφές— τότε πρέπει να υπήρχε τρόπος να το προσεγγίσουν και στον ξυπνητό κόσμο. Τα ανγκριάλ και τα άλλα του είδους τους συνήθως δεν ήταν καλοφυλαγμένα· συνήθως, τότε που η Νυνάβε ήταν στον Πύργο, υπήρχε μόνο μια κλειδωνιά και μια μαθητευόμενη. Η πόρτα εδώ ήταν φτιαγμένη από γερά σανίδια με μια βαριά μαύρη σιδερένια κλειδαριά. Σίγουρα ήταν κλειδωμένη, όμως η Νυνάβε τη σκέφτηκε ξεκλείδωτη και την έσπρωξε.
Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε μια αίθουσα για τους φρουρούς. Υπήρχαν στενά κρεβάτια το ένα πάνω στον άλλο, κολλημένα στον έναν τοίχο, κι αλαβάρδες σε οπλοβαστούς σε έναν άλλο. Πέρα από ένα βαρύ, χτυπημένο τραπεζάκι με σκαμνιά ολόγυρά του, υπήρχε άλλη μια πόρτα, ενισχυμένη με σιδερένια ελάσματα, με ένα μικρό παραθυράκι με πλέγμα.
Στρίβοντας προς την Ηλαίην, κατάλαβε ξαφνικά ότι η πόρτα ήταν πάλι κλειστή. «Αν δεν βρούμε εδώ αυτό που θέλουμε, ίσως το βρούμε κάπου αλλού. Εννοώ ότι ίσως το κάνει κάποιος άλλος. Τουλάχιστον, τώρα βρήκαμε μια άκρη. Νομίζω ότι αυτά είναι τερ’ανγκριάλ τα οποία ακόμα κανείς δεν έχει βρει πώς χρησιμοποιούνται. Είναι ο μόνος λόγος που φρουρούνται έτσι. Ίσως είναι επικίνδυνο ακόμα και να διαβιβάσει κανείς κοντά τους».
Η Ηλαίην την κοίταξε με δυσαρέσκεια. «Μα αν ξαναδοκιμάσουμε, δεν θα μας ξαναφέρει εδώ; Εκτός... Εκτός αν οι Σοφές σου είπαν πώς να αποκλείεις ένα μέρος από την έρευνα».
Δεν της είχαν πει κάτι τέτοιο —δεν ήταν και πολύ πρόθυμες να της πουν οτιδήποτε— αλλά σε ένα μέρος όπου μπορούσες να ανοίξεις μια κλειδαριά με το να σκεφτείς ότι ήταν ανοιχτή, ίσως τα πάντα ήταν δυνατά. «Αυτό ακριβώς θα κάνουμε. Θα βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι αυτό που θέλουμε δεν βρίσκεται στην Ταρ Βάλον». Κοίταξε συνοφρυωμένη τα ράφια και πρόσθεσε, «Και πάω στοίχημα ότι είναι ένα τερ’ανγκριάλ που κανείς δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει». Αν και δεν μπορούσε να φανταστεί πώς άραγε αυτό θα έπειθε την Αίθουσα να υποστηρίξει τον Ραντ.
«Χρειαζόμαστε ένα τερ’ανγκριάλ το οποίο δεν βρίσκεται στην Ταρ Βάλον», είπε η Ηλαίην σαν να έπειθε τον εαυτό της. «Πολύ καλά. Συνεχίζουμε».
Άπλωσε τα χέρια κι έπειτα από μια στιγμή η Νυνάβε τα έπιασε. Η Νυνάβε δεν ήξερε πώς είχε καταλήξει να είναι αυτή που επέμενε να συνεχίσουν. Ήθελε να φύγουν από το Σαλιντάρ, όχι να βρει λόγο για να μείνουν. Αλλά αν αυτός ήταν ο τρόπος για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Άες Σεντάι του Σαλιντάρ για τον Ραντ...
Ανάγκη. Ένα τερ’ανγκριάλ. Όχι στην Ταρ Βάλον. Ανάγκη.
Αλλαγή.
Δεν ήξεραν πού ήταν, αλλά η πόλη με το αυγινό φως σίγουρα δεν ήταν η Ταρ Βάλον. Είκοσι βήματα παραπέρα, ο πλατύς πλακοστρωμένος δρόμος έβγαζε σε μια πλατιά πέτρινη γέφυρα, η οποία είχε αγάλματα και στις δύο άκρες και σχημάτιζε αψίδα πάνω από ένα κανάλι με όχθες από πελεκημένες πέτρες. Πενήντα βήματα προς την αντίθετη μεριά υπήρχε άλλη μια γέφυρα. Παντού ορθώνονταν λεπτοί πύργοι με μπαλκόνια ολόγυρα, σαν δόρατα που είχαν τρυπήσει στρογγυλές φέτες ολοστόλιστων ζαχαρωτών. Όλα τα κτήρια ήταν κάτασπρα, ενώ οι πόρτες και τα παράθυρα είχαν μεγάλες, μυτερές καμάρες, μερικές φορές διπλές ή και τριπλές. Στα πιο επιβλητικά κτήρια, τα μεγάλα μπαλκόνια με τα λευκοβαμμένα κάγκελα από σφυρήλατο σίδερο και τα περίτεχνα διαχωριστικά από το ίδιο υλικό που έκρυβαν τους κατοίκους, κοίταζαν από ψηλά τους δρόμους και τα κανάλια, ενώ λευκοί θόλοι με πορφυρές ή χρυσές πλατιές ρίγες υψώνονταν και κατέληγαν σε μυτερές κορυφές σαν τους πύργους.
Ανάγκη. Αλλαγή.
Θα μπορούσε να ήταν διαφορετική πόλη. Ο δρόμος ήταν στενός, αλλού πλακοστρωμένος και αλλού όχι, και τον στρίμωχναν και από τις δύο πλευρές κτήρια τετραώροφα και πενταόροφα, που ο λευκός γύψος τους σε αρκετά σημεία ξεφλούδιζε και γύμνωνε τα τούβλα από πίσω. Δεν υπήρχαν μπαλκόνια εδώ. Βούιζαν μύγες, και με τις σκιές που έπεφταν χαμηλά στο έδαφος ήταν δύσκολο να πεις αν ήταν ακόμα ξημέρωμα.
Αντάλλαξαν μια ματιά. Φαινόταν απίθανο να έβρισκαν τερ’ανγκριάλ σε αυτό το μέρος, αλλά μιας κι είχαν φτάσει ως εδώ, δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Ανάγκη.
Αλλαγή.
Η Νυνάβε φτερνίστηκε πριν μπορέσει να ανοίξει τα μάτια, και ξαναφτερνίστηκε μόλις τα άνοιξε. Με κάθε κίνηση των ποδιών της τίναζε ένα σύννεφο σκόνη. Η αποθήκη αυτή δεν ήταν σαν την άλλη στον Πύργο. Το δωματιάκι ήταν γεμάτο κιβώτια, κασόνια και βαρέλια, στοιβαγμένα όπως-όπως το ένα πάνω στο άλλο, σχεδόν χωρίς να αφήνουν διάδρομο για να περνάς ανάμεσά τους, κι ένα πυκνό στρώμα σκόνης σκέπαζε τα πάντα. Η Νυνάβε φτερνίστηκε τόσο δυνατά που της φάνηκε ότι θα της έπεφταν τα παπούτσια — κι η σκόνη εξαφανίστηκε. Κι ο τελευταίος κόκκος. Η Ηλαίην είχε ένα αυτάρεσκο χαμογελάκι. Η Νυνάβε δεν είπε τίποτα, μόνο έβαλε καλά στο νου της το δωμάτιο δίχως τη σκόνη. Κακώς που δεν το είχε σκεφτεί.
Κοίταξε αυτόν τον χαμό κι αναστέναζε. Το δωμάτιο δεν ήταν μεγαλύτερο από εκείνο στο οποίο τα σώματά τους κείτονταν κοιμισμένα στο Σαλιντάρ, αλλά για να ψάξουν εκεί... «Θα μας πάρει βδομάδες».
«Μπορούμε να ξαναδοκιμάσουμε. Ίσως, τουλάχιστον, να μας δείξει ποια πράγματα να ψάξουμε». Η φωνή της Ηλαίην είχε την ίδια αμφιβολία που ένιωθε μέσα της η Νυνάβε.
Πάντως δεν ήταν κακή ιδέα. Η Νυνάβε έκλεισε τα μάτια κι άλλη μια φορά ήρθε η αλλαγή.
Όταν τα ξανάνοιξε, στεκόταν στο τέλος του διαδρόμου, με την πλάτη προς την πόρτα, κοιτάζοντας ένα τετράγωνο ξύλινο σεντούκι που την έφτανε λίγο πιο ψηλά από τη μέση. Τα σιδερένια ελάσματα ήταν όλο σκουριά, και το σεντούκι φαινόταν καταχτυπημένο. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να φανταστεί πιο απίθανη κρυψώνα για κάτι χρήσιμο, ειδικά για ένα τερ’ανγκριάλ. Όμως η Ηλαίην στεκόταν δίπλα της, κοιτάζοντας το ίδιο σεντούκι.
Η Νυνάβε ακούμπησε το καπάκι —οι μεντεσέδες θα άνοιγαν χωρίς πρόβλημα— και το άνοιξε. Δεν ακούστηκε το παραμικρό τρίξιμο. Μέσα υπήρχαν δύο σκουριασμένα σπαθιά κι ένας καφέ θώρακας στην ίδια κατάσταση με μια τρύπα από τη σκουριά, πάνω σε ένα σωρό από δεματάκια τυλιγμένα σε πανιά και πράγματα που έμοιαζαν να είναι απομεινάρια από την ντουλάπα γκαρνταρόμπας και μια-δυο παλιές κουζίνες κάποιου.
Η Ηλαίην άγγιξε με το δάχτυλο μια σπασμένη τσαγιέρα. «Όχι βδομάδες, αλλά θα φάμε όλη τη νύχτα».
«Αλλη μια φορά;» πρότεινε η Νυνάβε. «Κακό δεν κάνει». Η Ηλαίην σήκωσε τους ώμους. Τα μάτια έκλεισαν. Ανάγκη.
Η Νυνάβε άπλωσε το χέρι κι άγγιξε κάτι σκληρό και στρογγυλωπό, τυλιγμένο σε χαρτί που διαλυόταν. Όταν άνοιξε τα μάτια, το χέρι της Ηλαίην ήταν δίπλα στο δικό της. Στα χείλη της νεαρής είχε χαραχτεί ένα ενοχλητικά φωτεινό χαμόγελο.
Δυσκολεύτηκαν να βγάλουν το αντικείμενο. Δεν ήταν μικρό, και χρειάστηκε να μετακινήσουν φθαρμένα σακάκια και βαθουλωμένα κατσαρολικά και κιβώτια που διαλύονταν και φανέρωναν ειδώλια και σμιλεμένα ζώα και λογής-λογής σκουπίδια. Όταν το έβγαλαν, το κράτησαν μαζί· ήταν ένας πλατύς, κάπως επίπεδος δίσκος, τυλιγμένος σε σαπισμένο πανί. Βγάζοντας το πανί, είδαν ότι ήταν μια ρηχή γαβάθα από χοντρό κρύσταλλο· η διάμετρος ήταν πάνω από εξήντα εκατοστά και στο εσωτερικό είχε βαθιά χαραγμένες εικόνες που έμοιαζαν με σύννεφα που στροβιλίζονταν.
«Νυνάβε», έκανε αργά η Ηλαίην, «νομίζω ότι αυτό είναι...»
Η Νυνάβε τινάχτηκε και παραλίγο θα άφηνε από τα χέρια τη γαβάθα, καθώς αυτή έπαιρνε ένα ανοιχτό θαλασσί χρώμα και τα σμιλεμένα σύννεφα σάλευαν αργά. Μετά από μια στιγμή, το κρύσταλλο ήταν πάλι διαυγές και τα σμιλεμένα σύννεφα ακίνητα. Αλλά ήταν σίγουρη ότι τα σύννεφα δεν ήταν ίδια με πριν.
«Αυτό είναι», αναφώνησε η Ηλαίην. «Είναι τερ’ανγκριάλ. Και πάω στοίχημα ό,τι θες πως έχει κάποια σχέση με τον καιρό. Αλλά δεν είμαι αρκετά δυνατή για να το κάνω να λειτουργήσει μόνη μου».
Η Νυνάβε ξεροκατάπιε και πάσχισε να σιγάσει το βροντοχτύπημα της καρδιάς της. «Μη το κάνεις αυτό! Μα δεν καταλαβαίνεις ότι μπορεί να σιγανευτείς παίζοντας με ένα τερ’ανγκριάλ που δεν γνωρίζεις καν το σκοπό του;»
Η ανόητη κοπέλα είχε το θράσος να της ρίξει μια έκπληκτη ματιά. «Αυτό ακριβώς ήρθαμε να βρούμε, Νυνάβε. Νομίζεις ότι υπάρχει κανείς που ξέρει περισσότερα από μένα για τα τερ’ανγκριάλ;»
Η Νυνάβε ξεφύσηξε. Μπορεί να είχε δίκιο η Ηλαίην, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να την προειδοποιήσει. «Δεν λέω ότι δεν είναι θαυμάσιο αν αυτό το πράγμα μπορεί να κάνει κάτι για τον καιρό —είναι, βέβαια— αλλά δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να κάνει αυτό που χρειαζόμαστε. Δεν θα κάνει την Αίθουσα να πάρει θέση ούτε υπέρ ούτε κατά του Ραντ».
«Αυτό που χρειάζεσαι δεν είναι πάντα αυτό που θέλεις», παρέθεσε η Ηλαίην. «Αυτό έλεγε η Λίνι όταν δεν με άφηνε να πάω ιππασία ή να σκαρφαλώσω δένδρα, αλλά ίσως να ισχύει κι εδώ».
Η Νυνάβε ξεφύσησε ξανά. Ίσως να ίσχυε, όμως αυτή τη στιγμή ήθελε αυτό που ήθελε. Ήταν πολύ αυτό που ζητούσε;
Η γαβάθα έσβησε από τα χέρια τους και τώρα ήταν η σειρά της Ηλαίην για να τιναχτεί, μουρμουρίζοντας ότι ποτέ δεν θα το συνήθιζε αυτό. Και το σεντούκι επίσης ήταν κλειστό.
«Νυνάβε, όταν διαβίβασα μέσα στη γαβάθα, ένιωσα... Νυνάβε, δεν είναι αυτό το μόνο τερ’ανγκριάλ σ’ αυτό το δωμάτιο. Νομίζω επίσης ότι υπάρχουν κι ανγκριάλ, ίσως ακόμα και σα’ανγκριάλ».
«Εδώ;» έκανε δύσπιστα η Νυνάβε, κοιτώντας ολόγυρα στο παραμελημένο δωματιάκι. Αλλά αν υπήρχε ένα, γιατί όχι δύο; Ή δέκα ή εκατό; «Φως μου, μην ξαναδιαβιβάσεις! Σκέψου αν κάνεις κάτι να λειτουργήσει κατά λάθος! Μπορεί να σιγανευτείς—»
«Ξέρω τι κάνω, Νυνάβε. Στ’ αλήθεια, ξέρω. Το επόμενο που έχουμε να κάνουμε τώρα οι δυο μας, είναι να βρούμε πού ακριβώς είμαστε».
Η δουλειά ήταν δύσκολη, όπως αποδείχθηκε. Μολονότι οι μεντεσέδες έμοιαζαν να είναι συμπαγείς μάζες σκουριάς, η πόρτα δεν ήταν εμπόδιο, εδώ στον Τελ’αράν’ριοντ. Τα προβλήματα άρχιζαν μετά. Ο σκοτεινός, στενός διάδρομος απ’ έξω είχε μόνο ένα παραθυράκι στην άκρη του, το οποίο έδειχνε μόνο έναν άσπρο τοίχο, όπου ο γύψος ξεφλούδιζε, απέναντι στο δρόμο. Κατέβηκαν μερικές στενές σκάλες αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Ο δρόμος απ’ έξω έμοιαζε με τον πρώτο που είχαν δει σ’ αυτή τη συνοικία της πόλης, όπου κι αν ήταν αυτή, κι όλα τα κτήρια ήταν σχεδόν ολόιδια μεταξύ τους. Τα μαγαζάκια του δρόμου δεν είχαν ταμπέλες, και το μόνο που έδειχνε τα πανδοχεία που υπήρχαν ήταν οι γαλάζιες πόρτες τους. Το κόκκινο χρώμα έμοιαζε να σημαίνει τα καπηλειά.
Η Νυνάβε προχώρησε προσπαθώντας να βρει κάποιο χαρακτηριστικό κτίσμα, κάτι που να μαρτυρεί την τοποθεσία τους. Κάτι που να λέει ποια πόλη ήταν αυτή. Κάθε δρομάκι που έβρισκε έμοιαζε με τα προηγούμενα, όμως δεν άργησε να βρει μια γέφυρα, από πέτρα δίχως διακοσμητικά, η οποία δεν είχε αγάλματα. Το κέντρο της καμάρας της έδειχνε μόνο το κανάλι που αντάμωνε άλλα κανάλια και προς τις δύο κατευθύνσεις, κι άλλες γέφυρες, κι άλλα κτήρια με λευκό γύψο που ξεφλούδιζε.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη της. «Ηλαίην». Σιωπή, με εξαίρεση τον αντίλαλο της φωνής της. «Ηλαίην; Ηλαίην!»
Η χρυσομάλλα εμφανίστηκε πίσω από μια γωνία κοντά στη βάση της γέφυρας. «Να’ σαι», είπε η Ηλαίην. «Τα λαγούμια των κουνελιών μοιάζουν καλά οργανωμένα σε σύγκριση με αυτό το μέρος. Μια στιγμή έστριψα το κεφάλι κι είχες χαθεί. Βρήκες τίποτα;»
«Τίποτα». Η Νυνάβε ξανάριξε μια ματιά στο κανάλι πριν πλησιάσει την Ηλαίην. «Απολύτως τίποτα το χρήσιμο».
«Τουλάχιστον μπορούμε να είμαστε βέβαιες για το πού βρισκόμαστε. Είναι το Έμπου Νταρ. Αυτό πρέπει να είναι». Το κοντό σακάκι και το φαρδύ παντελόνι της Ηλαίην μεταμορφώθηκαν σε πράσινη μεταξωτή εσθήτα με δαντέλες που χύνονταν στα χέρια της, ψηλό περίτεχνα κεντημένο κολάρο και στενό ντεκολτέ, βαθύ ώστε να αποκαλύπτει μεγάλο μέρος του στήθους της. «Δεν μπορώ να φανταστώ άλλη πόλη με τόσα κανάλια εκτός από το Ίλιαν, και σίγουρα δεν είναι το Ίλιαν».
«Ελπίζω να μην είναι», είπε ξεψυχισμένα η Νυνάβε. Δεν της είχε περάσει ποτέ από το νου ότι μια τυχαία έρευνα μπορεί να τις έφερνε στο λημέρι του Σαμαήλ. Κατάλαβε ότι το φόρεμά της είχε αλλάξει κι είχε γίνει ένα βαθύ μπλε μεταξωτό φόρεμα ταξιδίου, με ένα ασορτί λινό πανωφόρι για τη σκόνη. Εξαφάνισε το πανωφόρι, αλλά κράτησε τα υπόλοιπα.
«Θα σου άρεσε το Έμπου Νταρ, Νυνάβε. Οι Συνετές του Έμπου Νταρ ξέρουν περισσότερα απ’ όλους για τα βότανα. Μπορούν να θεραπεύσουν τα πάντα. Είναι αναγκασμένες, επειδή οι Εμπουνταρινοί μονομαχούν για ένα φτέρνισμα, είτε ευγενείς είτε λαϊκοί, είτε άνδρες είτε γυναίκες». Η Ηλαίην χαχάνισε. «Ο Θομ λέει ότι κάποτε υπήρχαν λεοπαρδάλεις εδώ, αλλά έφυγαν επειδή κατά τη γνώμη τους το Έμπου Νταρ ήταν άγριο μέρος».
«Ωραία και καλά όλα αυτά», της είπε η Νυνάβε, «αλλά εμένα δεν με νοιάζει αν αλληλοσκοτώνονται. Ηλαίην, δεν θα μπορούσα να γυρίσω σε κείνο το δωμάτιο από το σημείο που βρισκόμαστε, ακόμα κι αν μου υποσχόσουν ότι εκεί θα με περίμενε το επώμιο. Αν υπήρχε τρόπος να κάνουμε ένα χάρτη...» Έκανε μια γκριμάτσα. Ήταν σαν να ζητούσε φτερά στον ξυπνητό κόσμο. Αν μπορούσαν να βγάλουν ένα χάρτη από τον Τελ’αράν’ριοντ, θα έβγαζαν και τη γαβάθα.
«Τότε δεν μένει παρά να έρθουμε στο Έμπου Νταρ και να ψάξουμε», είπε με σταθερή φωνή η Ηλαίην. «Στον πραγματικό κόσμο. Τουλάχιστον ξέρουμε σε ποιο μέρος της πόλης να ψάξουμε».
Η Νυνάβε αναθάρρεψε. Το Έμπου Νταρ ήταν μόνο λίγες εκατοντάδες μίλια κάτω από το Σαλιντάρ στον Έλνταρ. «Καλή ιδέα μού φαίνεται. Έτσι θα ξεφύγουμε πριν γκρεμιστούν τα πάντα γύρω μας».
«Έλα τώρα, Νυνάβε. Αυτό είναι ακόμα το πιο σημαντικό για σένα;»
«Είναι κάτι σημαντικό. Σκέφτεσαι τίποτα άλλο που μπορούμε να κάνουμε εδώ;» Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Τότε ας γυρίσουμε. Θα ήθελα λίγο πραγματικό ύπνο απόψε». Δεν μπορούσες να πεις πόσος χρόνος είχε περάσει στον ξυπνητό κόσμο όσο ήσουν στο Τελ’αράν’ριοντ· μερικές φορές, μια ώρα εκεί ήταν μια ώρα εδώ, μερικές φορές μια μέρα, ή περισσότερο. Ευτυχώς που δεν συνέβαινε το αντίθετο, απ’ όσο φαινόταν, τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό, αλλιώς υπήρχε το ενδεχόμενο να λιμοκτονήσεις στον ύπνο σου.
Η Νυνάβε βγήκε από το όνειρο...
...και τα μάτια της άνοιξαν πλατιά, κοιτώντας το μαξιλάρι της, που ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα σαν την ίδια. Ούτε πνοή αέρα δεν φυσούσε από το ανοιχτό παράθυρο. Η σιωπή είχε αγκαλιάσει το Σαλιντάρ κι ο δυνατότερος ήχος ήταν τα ψιλά κρωξίματα των ερωδιών της νύχτας. Ανακάθισε, έλυσε το κορδόνι γύρω από το λαιμό της κι έβγαλε το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι, σταματώντας μια στιγμή για να αγγίξει το χοντρό χρυσό δαχτυλίδι του Λαν. Η Ηλαίην σάλεψε και μετά ανακάθισε μ’ ένα χασμουρητό και διαβίβασε για να ανάψει ένα μισολιωμένο κεράκι.
«Λες να βοηθήσει αυτό;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Νυνάβε.
«Δεν ξέρω». Η Ηλαίην κοντοστάθηκε κι έπνιξε ένα χασμουρητό με το χέρι της. Πώς μπορούσε, άραγε, αυτή η γυναίκα να δείχνει όμορφη όταν χασμουριόταν, με τα μαλλιά ανακατωμένα και μια κόκκινη αυλακιά από το μαξιλάρι να σημαδεύει το μάγουλό της; Να ένα μυστικό που έπρεπε να ερευνήσουν οι Λες Σεντάι. «Αυτό που ξέρω είναι ότι η γαβάθα ίσως μπορεί να κάνει κάτι για τον καιρό. Ξέρω ότι αυτή η κρύπτη των τερ’ανγκριάλ και των ανγκριάλ πρέπει να βρεθεί στα σωστά χέρια. Είναι καθήκον μας να τα παραδώσουμε στην Αίθουσα. Ή τουλάχιστον στη Σέριαμ. Ξέρω ότι αν αυτό δεν τις κάνει να προσφέρουν υποστήριξη στον Ραντ, τότε θα συνεχίσω να ψάχνω μέχρι να βρω κάτι που να τις πείσει. Και ξέρω ότι θέλω να κοιμηθώ. Μήπως μπορούμε να τα πούμε το πρωί;» Δίχως να περιμένει απάντηση, έσβησε το κερί, κουλουριάστηκε ξανά κι άρχισε να ανασαίνει με τις βαθιές, αργές ανάσες του ύπνου μόλις το κεφάλι της άγγιξε το μαξιλάρι.
Η Νυνάβε τανύστηκε πάλι, ατενίζοντας το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι. Τουλάχιστον, σύντομα θα έπαιρναν το δρόμο για το Έμπου Νταρ. Ίσως αύριο. Σε μια-δυο μέρες, το πολύ, μέχρι να προετοιμαστούν για το ταξίδι και να σταματήσουν κάποιο περαστικό ποταμόπλοιο. Τουλάχιστον...
Ξαφνικά, θυμήθηκε την Τέοντριν. Αν χρειάζονταν δύο μέρες για να ετοιμαστούν, οι Τέοντριν θα ήθελε να κάνουν δυο συνεδρίες, αυτό ήταν βέβαιο. Και περίμενε ότι η Νυνάβε απόψε δεν θα κοιμόταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να το μάθει, αλλά...
Βαριαναστέναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Δεν είχε πολύ χώρο για να κάνει βόλτες, αλλά τον χρησιμοποίησε όλο, και κάθε στιγμή θύμωνε ολοένα και περισσότερο. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά. Είχε πει ότι δεν ήξερε να παραδίνεται, αλλά ίσως είχε μάθει να το βάζει στα πόδια. Θα ήταν υπέροχο να διαβιβάζει όποτε ήθελε. Ούτε καν πρόσεξε τα δάκρυα που άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της.