42 Ο Μαύρος Πύργος

Ο Ραντ κι η Μιν έμειναν να κοιτάζονται, χωρίς να κινούνται, ώσπου στο τέλος εκείνος είπε, «Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου στο αγρόκτημα;»

Εκείνη τινάχτηκε ελαφρά ακούγοντας τον ήχο της φωνής του. «Στο αγρόκτημα;»

«Πιο σωστά, είναι σχολή. Για τους άνδρες που ήρθαν για την αμνηστία».

Η Μιν χλώμιασε. «Όχι, δεν νομίζω... Θα με περιμένει η Μεράνα να της τα πω. Και πρέπει να μεταφέρω τους κανόνες σου το συντομότερο δυνατόν. Μπορεί κάποια να βρεθεί στην Έσω Πόλη και δεν θα ήθελες... Πρέπει να φεύγω».

Ο Ραντ δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δίχως καν να συναντήσει κανέναν από τους μαθητές του, τους φοβόταν, τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν, άνδρες που ήθελαν να διαβιβάζουν. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη θα ήταν κατανοητό, μα ο ίδιος μπορούσε να διαβιβάζει, κι η Μιν δεν δίσταζε να του ανακατεύει τα μαλλιά και να του χώνει αγκωνιές στα πλευρά και να τον βρίζει κατάμουτρα. «Θέλεις συνοδεία για να γυρίσεις στο Στέμμα των Ρόδων; Στ’ αλήθεια κυκλοφορούν πορτοφολάδες, ακόμα και μέρα-μεσημέρι. Δεν είναι πολλοί, αλλά δεν θα ήθελα να πάθεις τίποτα».

Το γέλιο της έδειχνε ίχνη νευρικότητας. Είχε ταραχτεί στ’ αλήθεια με το αγρόκτημά του. «Ήξερα να προφυλάγομαι όταν εσύ ακόμα βοσκούσες πρόβατα, χωριατόπαιδο». Ξαφνικά, βρέθηκε να κρατά ένα μαχαίρι στο κάθε χέρι της· με μια επιδεικτική χειρονομία, τα ξανάχωσε στα μανίκια της, αν κι όχι τόσο επιδέξια όσο τα είχε βγάλει. Με πιο σοβαρό τόνο, του είπε, «Πρέπει να φυλάγεσαι, Ραντ. Αναπαύσου. Δείχνεις κουρασμένος». Αναπάντεχα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, τέντωσε το κεφάλι και του άφησε στα χείλη ένα απαλό φιλί. «Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, βοσκέ». Μ’ ένα ακόμα γέλιο, που αυτό έδειχνε αγαλλίαση, βγήκε από το δωμάτιο.

Μουρμουρίζοντας μόνος του, ο Ραντ ξαναφόρεσε το σακάκι του και πήγε στην κρεβατοκάμαρά του για να φέρει το σπαθί του από τα βάθη της ντουλάπας του, που ήταν ένα σκούρο έπιπλο με σκαλισμένα τριαντάφυλλα, τόσο ψηλό και πλατύ που έφτανε για τα ρούχα τεσσάρων ανδρών. Κακώς έβαζε πονηρές ιδέες στο νου του. Η Μιν απλώς διασκέδαζε. Αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα συνέχιζε να τον κοροϊδεύει για εκείνο που του είχε ξεφύγει.

Στη μια τσέπη του σακακιού έβαλε ένα υφασμάτινο πουγκί μεσαίου μεγέθους, που κουδούνισε όταν το πήρε από κάτω από τις κάλτσες του, που ήταν σε μια ραφιέρα με ενσφηνωμένα λαζούρια· στην άλλη, πάνω από το ανγκριάλ του, έβαλε ένα πολύ μικρότερο από βελούδο. Ο αργυροχόος που είχε φτιάξει τα περιεχόμενα του μεγάλου είχε χαρεί που θα δούλευε για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι είχε προσπαθήσει να αρνηθεί να πληρωθεί, κάνοντάς το μόνο από την τιμή που ένιωθε. Ο χρυσοχόος που είχε κάνει το αντικείμενο στο άλλο πουγκί είχε ζητήσει το τετραπλάσιο απ’ όσο άξιζε κατά τον Μπασίρε η δουλειά, κι είχε χρειαστεί να στέκονται δύο Κόρες από πάνω του μέχρι να τελειώσει.

Ο Ραντ είχε εδώ και καιρό στο νου του αυτό το ταξίδι στο αγρόκτημα. Δεν του άρεσε ο Τάιμ, κι ο Λουζ Θέριν άφριζε όταν ήταν κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να αποφεύγει εκείνο το μέρος. Ειδικά τώρα. Απ’ όσο ήξερε, ο Τάιμ είχε μπορέσει να κρατήσει τους μαθητές του μακριά από την πόλη —τουλάχιστον ο Ραντ δεν είχε ακούσει για κανένα περιστατικό, κι αν είχε γίνει κάτι θα το είχε μάθει— όμως η είδηση για τη Μεράνα και την αντιπροσωπεία κάποια στιγμή θα έφταναν στο αγρόκτημα, με τα κάρα που μετέφεραν προμήθειες, ή με τους καινούριους μαθητές, και, όπως συνέβαινε με τις φήμες, οι εννιά Άες Σεντάι θα γινόταν εννιά Κόκκινες αδελφές ή ενενήντα που κυνηγούσαν άνδρες για να τους ειρηνέψουν. Σαν αποτέλεσμα, μπορεί κάποιοι μαθητές να το έσκαγαν μέσα στη νύχτα, ή να έρχονταν στο Κάεμλυν για να δώσουν το πρώτο πλήγμα, αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση έπρεπε να το σταματήσει πριν εκδηλωθεί.

Ήδη στο Κάεμλυν κυκλοφορούσαν υπερβολικά πολλές φήμες για Άες Σεντάι, κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που ήθελε να πάει στο αγρόκτημα. Σύμφωνα με τις διαδόσεις στο δρόμο, η Αλάνα κι η Βέριν κι οι κοπέλες από τους Δύο Ποταμούς είχαν γίνει ο μισός Πύργος, κι υπήρχαν άλλες ιστορίες για Άες Σεντάι που τρύπωναν στην πόλη και γλιστρούσαν από τις πύλες μέσα στη νύχτα. Η ιστορία της Άες Σεντάι που Θεράπευε αδέσποτα γατιά ήταν τόσο διαδεδομένη που σχεδόν την πίστευε κι ο ίδιος, αλλά οι απόπειρες του Μπασίρε να εντοπίσει αυτή τη φήμη ήταν εξίσου δίχως ουσία όσο κι η ιστορία ότι οι γυναίκες που συνόδευαν παντού τον Αναγεννημένο Δράκοντα ήταν στην πραγματικότητα μεταμφιεσμένες Άες Σεντάι.

Ο Ραντ γύρισε ασυναίσθητα και το βλέμμα του έπεσε σ’ έναν τοίχο περιζωμένο με λευκά ανάγλυφα λιοντάρια και ρόδα, ατενίζοντας πέρα απ’ αυτόν. Η Αλάνα δεν ήταν πια στο Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν. Αν δεν ήταν Άες Σεντάι, ο Ραντ θα έλεγε ότι τα νεύρα της ήταν τεντωμένα έτοιμα να σπάσουν. Είχε ξυπνήσει την προηγούμενη νύχτα κι ήταν σίγουρος ότι η Αλάνα σιγόκλαιγε· τόσο δυνατή ήταν εκείνη η αίσθηση. Μερικές φορές ξεχνούσε ότι η Αλάνα ήταν εκεί — μέχρι που συνέβαινε κάτι, όπως το ότι τον είχε ξυπνήσει. Ο Ραντ σκεφτόταν ότι στ’ αλήθεια μπορούσες να συνηθίσεις τα πάντα. Αυτό το πρωινό η Αλάνα ένιωθε επίσης... προσμονή· αυτή έμοιαζε να είναι η σωστή λέξη. Ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα όλο το Κάεμλυν ότι το νήμα της στάθμης μεταξύ των ματιών του και της Αλάνα έφτανε στο Στέμμα των Ρόδων. Θα έβαζε στοίχημα ότι η Βέριν ήταν μαζί της. Δεν ήταν εννιά οι Άες Σεντάι. Ήταν έντεκα.

Ο Λουζ Θέριν μουρμούρισε ανήσυχα. Ήταν ο ήχος ενός ανθρώπου που αναρωτιόταν αν είχε βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Κι ο Ραντ αναρωτιόταν. Έντεκα Άες Σεντάι, κι αν μαζεύονταν δεκατρείς, θα μπορούσαν να τον πιάσουν σαν να ήταν παιδάκι. Αν τους έδινε την ευκαιρία. Ο Λουζ Θέριν γέλασε μαλακά, μ’ ένα βραχνό, δακρυσμένο γέλιο· είχε κυλήσει ξανά.

Για μια στιγμή ο Ραντ σκέφτηκε τη Σομάρα και την Ενάιλα, κι ύστερα άνοιξε πύλη εκεί πάνω από το χαλί με τα γαλάζια και τα χρυσά μοτίβα στην κρεβατοκάμαρά του. Ήταν μουτρωμένες σήμερα, και σίγουρα όλο και κάποια θα άνοιγε το στόμα της πριν την επίσκεψη στο αγρόκτημα· ο Ραντ δεν ήθελε να κοιτάνε φοβισμένα οι μαθητές πάνω από τον ώμο τους μήπως ξεπετιούνταν από πουθενά καμιά εικοσαριά Κόρες. Όλα αυτά ήταν άσχημα για την αυτοπεποίθηση των ανδρών, και για να επιζήσουν χρειάζονταν αυτοπεποίθηση.

Ο Τάιμ σ’ ένα σημείο είχε δίκιο· όταν κρατούσε ένας άνδρας το σαϊντίν, ένιωθε πως ήταν ζωντανός, κι αυτό υπερέβαινε τις οξυμένες αισθήσεις. Παρά το μόλυσμα του Σκοτεινού, παρά την αίσθηση των λιγδερών αποβλήτων που λέκιαζαν τα κόκαλα σου όταν η Δύναμη ήθελε να σε λιώσει εκεί που στεκόσουν, να σε παγώσει για να σπάσεις σε χίλια κομμάτια, όταν ένα στραβοπάτημα ή μια στιγμή αδυναμίας σήμαιναν θάνατο — μα το Φως, ήξερες πως είσαι ζωντανός. Πάντως ο Ραντ έδιωξε την Πηγή μόλις διάβηκε την πύλη, κι όχι μόνο για να απαλλαγεί από το μόλυσμα πριν του έρθει εμετός· του φαινόταν χειρότερο απ’ ό,τι άλλοτε, πιο ρυπαρή, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Ο πραγματικός λόγος που είχε αφήσει τη Δύναμη ήταν ότι δεν τολμούσε να αντικρίσει τον Τάιμ με το σαϊντίν μέσα του και τον Λουζ Θέριν στο κεφάλι του.

Το ξέφωτο ήταν πιο ξερό απ’ όσο θυμόταν, περισσότερα φύλλα έτριζαν κάτω από τις μπότες του, και λιγότερα ήταν στα δένδρα. Μερικά πεύκα ήταν τελείως κίτρινα, κι αρκετά λέδερλιφ ήταν νεκρά, γκρίζα και γυμνά από φύλλα. Αλλά αν το ξέφωτο είχε αλλάξει, το αγρόκτημα είχε γίνει αγνώριστο.

Το αγροτόσπιτο έδειχνε να είναι σε καλύτερη κατάσταση με την καινούρια καλαμοσκεπή του, κι ο στάβλος είχε ξαναφτιαχτεί από την αρχή· ήταν μεγαλύτερος από πριν και δεν έγερνε. Υπήρχαν άλογα σε μια ένα μεγάλο περιφραγμένο λιβάδι πλάι στο στάβλο, κι οι μάντρες των αγελάδων και των προβάτων είχαν μετακινηθεί πιο πέρα. Τώρα ήταν μαντρωμένα και τα γίδια, ενώ οι κότες ήταν σε τακτικά, ίσια κοτέτσια. Το δάσος είχε καθαριστεί. Υπήρχαν πάνω από δώδεκα μακριές λευκές σκηνές σε σειρά πίσω από το στάβλο, και κοντά τους υπήρχαν οι σκελετοί δύο κτηρίων πολύ μεγαλύτερων από το αγροτόσπιτο, όπου μια ομάδα γυναικών καθόταν απ’ έξω κι έραβαν προσέχοντας καμιά εικοσαριά παιδιά να κυλούν στεφάνια και να πετάνε μπάλες και να παίζουν με κούκλες. Η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν οι μαθητές· οι περισσότεροι φορούσαν μαύρα σακάκια με ψηλό κολάρο, κι ελάχιστοι ίδρωναν. Πρέπει να ήταν καμιά εκατοστή, κάθε ηλικίας. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα ότι τα ταξίδια στρατολόγησης του Τάιμ είχαν πάει τόσο καλά. Η αίσθηση του σαϊντίν πλανιόταν στον αέρα. Μερικοί άνδρες εξασκούνταν σε υφάνσεις, βάζοντας φωτιά σε κούτσουρα ή σκορπίζοντας πέτρες ή δένοντας ο ένας τον άλλο με κουλούρες αέρα. Άλλοι διαβίβαζαν για να μεταφέρουν νερό, κρατώντας τους κουβάδες με Αέρα, ή για να σπρώξουν καροτσάκια με κοπριά από το στάβλο, ή για να στοιβάξουν καυσόξυλα. Δεν διαβίβαζαν όλοι. Ο Χάσλιν επέβλεπε μια σειρά άνδρες γυμνούς από τη μέση και πάνω, που εξασκούνταν στις στάσεις ξιφομαχίας με σπαθιά εξάσκησης. Είχε μόνο μια φράντζα λευκά μαλλιά και μια χοντρή κόκκινη μύτη, ίδρωνε περισσότερο από τους μαθητές του, και σίγουρα μέσα του ευχόταν να είχε λίγο κρασί, αλλά τους παρακολουθούσε και τους διόρθωνε με κοφτερό βλέμμα όπως τότε που ήταν Δάσκαλος του Σπαθιού στους Φρουρους της Βασίλισσας. Ο Σήρικ, ένας γκριζομάλλης της σέπτας των Κόκκινων Νερών του Γκόσιεν Άελ που του έλειπε το δεξί χέρι, είχε δυο σειρές μισόγυμνων ανδρών μπροστά στο σκληρό βλέμμα του. Στη μια σειρά, οι άνδρες κλωτσούσαν ψηλά όσο το κεφάλι τους, στριφογύριζαν και κλωτσούσαν, ύστερα στριφογύριζαν και κλωτσούσαν με το άλλο πόδι, κι αυτό το επαναλάμβαναν συνεχώς· στην άλλη σειρά, γρονθοκοπούσαν τον αέρα μπροστά τους όσο ταχύτερα μπορούσαν. Συνολικά, ήταν ολότελα διαφορετικό το θέαμα από την οικτρή, ολιγάριθμη ομάδα που είχε δει ο Ραντ την άλλη φορά.

Ένας άνδρας με μαύρο σακάκι, κοντά μεσήλικας, στάθηκε μπροστά στον Ραντ. Είχε σουβλερή μύτη και το στόμα του στράβωνε περιφρονητικά. «Ποιος είσαι του λόγου σου;» απαίτησε να μάθει με Ταραμπονέζικη προφορά. «Μάλλον ήρθες στον Μαύρο Πύργο για να μάθεις, ε; Έπρεπε να περιμένεις στο Κάεμλυν να σε φέρει η άμαξα. Θα είχες άλλη μια μέρα να χαρείς το ωραίο σακάκι σου».

«Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ», είπε ήσυχα ο Ραντ. Ήσυχα για να μην ξεσπάσει με θυμό. Δεν στοίχιζε τίποτα να είσαι ευγενικός, κι αν αυτός ο βλάκας δεν το καταλάβαινε γρήγορα...

Αντιθέτως, η περιφρόνηση έγινε ακόμα πιο έντονη. «Α, εσύ είσαι, λοιπόν». Κοίταξε αυθάδικα τον Ραντ από την κορφή ως τα νύχια. «Δεν μου φαίνεσαι σπουδαίος. Νομίζω ότι κι εγώ ο ίδιος θα μπορούσα—» Μια ροή Αέρα στερεοποιήθηκε και τον χτύπησε λίγο κάτω από το αυτί, κι αυτός σωριάστηκε κάτω.

«Καμιά φορά χρειάζεται να επιβάλουμε την πειθαρχία με σκληρό τρόπο», είπε ο Τάιμ, που ήρθε και στάθηκε πάνω από τον σωριασμένο άνδρα. Η φωνή του ήταν πρόσχαρη, αλλά τα σκοτεινά, γερτά μάτια του κοίταζαν με φονική διάθεση τον άνδρα που είχε χτυπήσει. «Δεν μπορείς να λες σε κάποιον ότι έχει τη δύναμη να σείσει τον κόσμο και μετά να νομίζεις ότι θα αλαφροπατά». Οι Δράκοντες που απλώνονταν σε σειρές στα μανίκια του μαύρου σακακιού του λαμπύριζαν στο φως· οι χρυσοκέντητοι φυσικά κι έλαμπαν, αλλά τι έκανε τους γαλάζιους να αστράφτουν έτσι; Ξαφνικά, ύψωσε τη φωνή του. «Κίσμαν! Ροσαίντ! Πάρτε από δω τον Τόλβαρ και καταβρέξτε τον να ξυπνήσει. Μη τυχόν και τον Θεραπεύσετε. Ίσως ο πονοκέφαλος του μάθει να μετρά τα λόγια του».

Δύο άνδρες με μαύρα σακάκια, νεότεροι από τον Ραντ, ήρθαν τρέχοντας κι έσκυψαν πάνω από τον Τόλβαρ, κι ύστερα δίστασαν, κοιτώντας τον Τάιμ. Μετά από μια στιγμή, ο Ραντ ένιωσε να τους γεμίζει το σαϊντίν· οι ροές του Αέρα σήκωσαν το νωθρό κορμί του Τόλβαρ, κι οι δυο τους απομακρύνθηκαν τρέχοντας με τον άλλο να αιωρείται ανάμεσά τους.

Έπρεπε να τον είχα σκοτώσει εδώ και καιρό, είπε λαχανιασμένα ο Λουζ Θέριν. Έπρεπε... έπρεπε... Απλώθηκε προς την Πηγή.

Όχι, που να καείς! σκέφτηκε ο Ραντ. Όχι, δεν θα το κάνεις! Είσαι μόνο μια φωνή! Μ’ ένα αλύχτημα που ξεθώριασε, ο Λουζ Θέριν το έσκασε.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Τάιμ τον κοίταζε, μ’ εκείνη τη σχεδόν χαμογελαστή έκφραση. «Τους διδάσκεις Θεραπεία;»

«Πρώτα-πρώτα, τα λίγα που ξέρω. Πριν καν τους διδάξω πώς να μην ιδρώνουν μέχρι θανάτου σ’ αυτόν τον καιρό. Το όπλο χάνει τη χρησιμότητά του αν χαλάσει με το πρώτο χτύπημα. Μέχρι τώρα, ένας σκοτώθηκε επειδή άντλησε πολλή Δύναμη, τρεις πυρπολήθηκαν, αλλά ακόμα κανείς δεν πέθανε από τραύμα σπαθιού». Πρόσδωσε μεγάλη περιφρόνηση στη λέξη «σπαθί».

«Καταλαβαίνω», είπε απλά ο Ραντ. Ένας νεκρός και τρεις πυρπολημένοι. Άραγε ήταν αντίστοιχος ο αριθμός που έχαναν οι Άες Σεντάι στον Πύργο; Εκείνες όμως προχωρούσαν αργά. Είχαν αυτή τη δυνατότητα. «Τι είναι αυτός ο Μαύρος Πύργος που έλεγε; Δεν μ’ αρέσει αυτό που ακούω, Τάιμ». Ο Λουζ Θέριν ακόμα βογκούσε κι αγκομαχούσε σχεδόν άναρθρα.

Ο άνδρας με τη γερακίσια μύτη σήκωσε τους ώμους, κοιτάζοντας το αγρόκτημα και τους μαθητές καμαρωτά σαν να ήταν δικά του. «Ένα όνομα που χρησιμοποιούν οι μαθητές. Δεν μπορούσαμε να το αποκαλούμε συνεχώς “αγρόκτημα”. Δεν το ένιωθαν σωστό· ήθελαν κάτι άλλο. Ο Μαύρος Πύργος για να εξισορροπήσει τον Λευκό Πύργο». Έγειρε το κεφάλι, κοιτάζοντας τον Ραντ σχεδόν λοξά. «Μπορώ να το καταπνίξω, αν θέλεις. Δεν είναι δύσκολο να πάρεις μια λέξη από το στόμα των ανθρώπων».

Ο Ραντ Ήταν εύκολο να τους πάρεις τη λέξη από το στόμα, όχι όμως από το νου. Κάπως έπρεπε να το ονομάσουν. Δεν το είχε σκεφτεί. Γιατί όχι Μαύρο Πύργο; Αν και το όνομα τον έκανε να χαμογελά, τώρα που έβλεπε το αγροτόσπιτο και το σκελετό, που ήταν μεγαλύτερος μεν αλλά ήταν ξύλινος. «Άσ’ το έτσι». Ίσως κι ο Λευκός Πύργος να είχε εξίσου ταπεινές απαρχές. Όχι ότι ο Μαύρος Πύργος θα είχε χρόνο να μεγαλώσει και να συναγωνιστεί τον Λευκό Πύργο. Η σκέψη του έδιωξε το χαμόγελο, κι ο Ραντ κοίταξε λυπημένα τα παιδιά. Έπαιζε κι ο ίδιος σαν κι αυτό, υποκρινόμενος ότι υπήρχε πιθανότητα να φτιάξει κάτι που ίσως διαρκούσε. «Συγκέντρωσε τους μαθητές, Τάιμ. Έχω να τους πω μερικά πράγματα».

Είχε έρθει περιμένοντας ότι θα μαζεύονταν γύρω του και τότε θα έβλεπε πόσοι ήταν, ότι ίσως θα τους μιλούσε από την καρότσα του ξεχαρβαλωμένου κάρου που τώρα δεν φαινόταν πουθενά. Ο Τάιμ όμως είχε μια εξέδρα απ’ όπου έκανε ομιλίες, ένα απλό κομμάτι μαύρης πέτρας καθαρό και γυαλισμένο με τόση επιμέλεια που γυάλιζε στον ήλιο σαν καθρέφτης, με δύο βήματα σκαλισμένα από πίσω. Ήταν τοποθετημένη σε μια ανοιχτή περιοχή πέρα από το αγροτόσπιτο, και το έδαφος ήταν γυμνό, πατημένο και σκληρό ολόγυρα του. Οι γυναίκας και τα παιδιά μαζεύτηκαν σε μια μεριά για να δουν και να ακούσουν.

Από την πέτρα, ο Ραντ είχε την ευκαιρία να δει πόσο μακριά είχαν φτάσει τα ταξίδια στρατολόγησης του Τάιμ. Ο Τζάχαρ Ναρίσμα, στον οποίο ο Τάιμ του είχε επιστήσει την προσοχή, ο νεαρός με το σπίθα, είχε μαύρα μάτια μεγάλα σαν κοριτσιού, χλωμό πρόσωπο όλο πεποίθηση, και μαλλιά χτενισμένα σε δύο μακριές πλεξούδες με ασημένια καμπανάκια στις άκρες τους. Ο Τάιμ είχε πει ότι καταγόταν από το Άραφελ, όμως ο Ραντ είδε έναν άλλο που είχε ξυρισμένο κεφάλι και κότσο στην κορυφή όπως συνήθιζαν στο Σίναρ, και δυο με τα διάφανα πέπλα που φορούσαν συχνά τόσο άνδρες όσο και γυναίκες στο Τάραμπον. Υπήρχαν άνδρες με γερτά μάτια από τη Σαλδαία και κοντούληδες ξανθοί από την Καιρχίν. Ένας ηλικιωμένος είχε λαδωμένο γενάκι, κομμένο να σχηματίζει μύτη, όπως έκαναν οι Δακρυνοί άρχοντες, κάτι που σίγουρα δεν ήταν, όπως έδειχνε το ρυτιδιασμένο, τραχύ πρόσωπό του, ενώ υπήρχαν το λιγότερο τρεις με γενειάδα που άφηνε το πάνω χείλος γυμνό. Ο Ραντ έλπισε να μην είχε προσελκύσει ο Τάιμ την προσοχή του Σαμαήλ στρατολογώντας κόσμο από το Ίλιαν. Περίμενε κυρίως νεότερους άνδρες, όμως τα δροσερά πρόσωπα του Έμπεν και του Φέντγουιν αντισταθμίζονταν από κεφάλια φαλακρά ή γκριζομάλλικα, κι υπήρχαν άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας από τον Ντάμερ. Τώρα που το σκεφτόταν, όμως, δεν υπήρχε λόγος να μην υπάρχουν εξίσου πολλοί παππούδες όσοι κι αγόρια που μπορούσαν να διδαχθούν.

Δεν ήξερε να βγάζει λόγους, αλλά είχε αφιερώσει πολλή σκέψη σ’ αυτό που ήθελε να πει. Όχι στο πρώτο σκέλος, όμως αυτό θα τελείωνε πιο γρήγορα, με λίγη τύχη. «Μάλλον θα έχετε ακούσει ιστορίες για το ότι ο Πύργος... ο Λευκός Πύργος... έχει διαιρεθεί. Είναι αλήθεια. Υπάρχουν κάποιες εξεγερθείσες Άες Σεντάι που ίσως αποφασίσουν να με ακολουθήσουν, κι έχουν στείλει αντιπροσωπεία. Εννιά Άες Σεντάι, που τώρα βρίσκονται στο Κάεμλυν και περιμένουν πότε θα τους κάνω την τιμή να τις δεχθώ. Όταν λοιπόν ακούτε για Άες Σεντάι στο Κάεμλυν, μην πιστεύετε φήμες. Ξέρετε για ποιο λόγο βρίσκονται εδώ, και γελάστε κατάμουτρα σε όποιον σας μεταφέρει τη φήμη».

Καμία αντίδραση. Απλώς στέκονταν και τον κοίταζαν, σχεδόν χωρίς να βλεφαρίζουν. Ο Τάιμ είχε μια άκρως σαρκαστική έκφραση. Αγγίζοντας το μεγάλο πουγκί που είχε στην τσέπη, ο Ραντ συνέχισε με το σκέλος για το οποίο είχε μοχθήσει.

«Χρειάζεστε ένα όνομα. Στην Παλιά Γλώσσα, Άες Σεντάι σημαίνει Υπηρέτες Όλων, ή κάτι παρόμοιο. Η Παλιά Γλώσσα δεν μεταφράζεται εύκολα». Ο ίδιος προσωπικά ήξερε λίγες μόνο λέξεις, λίγες από τον Ασμόντιαν, κάποιες από τη Μουαραίν, λίγες που του είχαν μείνει από τον Λουζ Θέριν. Ο Μπασίρε όμως του είχε δώσει αυτό που ήθελε. «Μια άλλη λέξη στην Παλιά Γλώσσα είναι άσα’μαν. Σημαίνει κηδεμόνας, ή κηδεμόνες. Ή υπερασπιστές, μπορεί και κανά-δυο πράγματα ακόμα· όπως είπα, η Παλιά Γλώσσα είναι πολύμορφη. Κηδεμόνας όμως νομίζω είναι το καλύτερο. Δεν αποκαλούσαν άσα’μαν κάποιον που υπερασπιζόταν έναν άδικο σκοπό, και ποτέ κάποιον που ήταν από τη μεριά του κακού. Ο άσα’μαν ήταν ο άνθρωπος που υπερασπιζόταν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη και το σωστό για όλους. Ένας κηδεμόνας που δεν κατέθετε τα όπλα ακόμα κι όταν είχε χαθεί κάθε ελπίδα». Μα το Φως, η ελπίδα θα χανόταν όταν ερχόταν η Τάρμον Γκάι’ντον, αν όχι νωρίτερα. «Αυτό ήρθατε να γίνετε. Όταν ολοκληρώσετε την εκπαίδευσή σας, θα είστε Άσα’μαν».

Τα μουρμουρητά ήχησαν σαν θρόισμα φύλλων στην αύρα, καθώς οι μαθητές επαναλάμβαναν το όνομα, όμως έσβησαν γρήγορα. Πρόσωπα όλο προσοχή τον κοίταξαν· είδε να τεντώνουν τα αυτιά τους για τα επόμενα λόγια του. Τουλάχιστον έτσι ήταν καλύτερα από πριν. Το υφασμάτινο πουγκί κουδούνισε ελαφρά καθώς το έβγαζε από την τσέπη του σακακιού του.

«Οι Άες Σεντάι αρχίζουν από μαθητευόμενες, ύστερα γίνονται Αποδεχθείσες, και τελικά πλήρεις Άες Σεντάι. Θα έχετε κι εσείς διαβαθμίσεις, αλλά όχι σαν τις δικές τους. Ανάμεσά μας, δεν θα διώχνουμε και δεν θα πετάμε έξω κανέναν». Να έδιωχνε κάποιον; Μα το Φως, αν κάποιος μπορούσε να διαβιβάζει έστω κι ελάχιστα, ο Ραντ θα έκανε το παν για να τον κρατήσει, εκτός του να τον έδενε χειροπόδαρα. «Όταν πρωτοέρχεται κάποιος στον Μαύρο Πύργο...» Δεν του άρεσε αυτό το όνομα. «...θα λέγεται στρατιώτης, επειδή στρατιώτης γίνεται όταν έρχεται σε μας, κι αυτό γίνατε όλοι σας, στρατιώτης που θα πολεμά τη Σκιά, κι όχι μόνο τη Σκιά αλλά κι όποιον αντιστέκεται στη δικαιοσύνη ή καταπιέζει τους αδύναμους. Όταν ένας στρατιώτης φτάνει σ’ ένα συγκεκριμένο στάδιο των ικανοτήτων του, θα λέγεται Αφοσιωμένος, και θα φορά αυτό». Έβγαλε από το πουγκί ένα από τα σήματα που είχε κατασκευάσει ο αργυροχόος, ένα μικρό λαμπερό ασημένιο σπαθί, τέλεια φτιαγμένο με μακριά λαβή και λοξά κιγιόν κι ελαφρώς κυρτή λεπίδα. «Τάιμ».

Ο Τάιμ πλησίασε μουδιασμένα την εξέδρα κι ο Ραντ έσκυψε για να καρφιτσώσει το ασημένιο σπαθί στο ψηλό κολάρο του σακακιού του. Έμοιαζε να αστράφτει ακόμα πιο δυνατά στο κατάμαυρο μάλλινο ύφασμα. Το πρόσωπο του Τάιμ ήταν ανέκφραστο σαν την πέτρα κάτω από τις μπότες του Ραντ. Ο Ραντ του έδωσε το πουγκί, ψιθυρίζοντας, «Δώσε τα αυτά σε όποιους νομίζεις πως είναι έτοιμοι. Αρκεί να είσαι σίγουρος ότι είναι έτοιμοι».

Ίσιωσε το κορμί, ευχήθηκε να έφταναν· δεν περίμενε τόσους πολλούς. «Οι Αφοσιωμένοι που θα αναπτύσσουν αρκετά τις ικανότητές τους, θα αποκαλούνται Άσα’μαν και θα φοράνε αυτό». Έβγαλε το μικρό βελούδινο πουγκί και σήκωσε ψηλά τα περιεχόμενά του. Το φως του ήλιου αστραφτοβόλησε στο περίτεχνα δουλεμένο χρυσάφι και το βαθυκόκκινο φινίρισμα. Μια φιδίσια μορφή ολόιδια με εκείνη στο λάβαρο του Δράκοντα. Την έβαλε κι αυτήν στο κολάρο του Τάιμ, από την άλλη μεριά, έτσι ώστε το σπαθί κι ο Δράκοντας να λάμπουν πλάι στο λαιμό του. «Υποθέτω ότι εγώ ήμουν ο πρώτος Ασα’μαν», είπε ο Ραντ στους μαθητές, «Αλλά ο Μάζριμ Τάιμ είναι ο δεύτερος». Πλάι στο πρόσωπο του Τάιμ, η πέτρα θα φάνταζε μαλακιά· τι είχε πάθει αυτός ο άνθρωπος; «Ελπίζω τελικά να γίνετε όλοι σας Άσα’μαν, όμως είτε γίνετε είτε όχι, να θυμάστε πως είμαστε όλοι στρατιώτες. Θα βρούμε πολλές μάχες στο δρόμο μας, ίσως όχι πάντα εκείνες που περιμένουμε, και στο τέλος θα είναι η Τελευταία Μάχη. Το Φως να δώσει να είναι η τελευταία. Αν το Φως μας φωτίσει, θα νικήσουμε. Θα νικήσουμε επειδή πρέπει να νικήσουμε».

Κανονικά θα έπρεπε να ακουστούν κάποιες ζητωκραυγές όταν σταμάτησε. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του ρήτορα που έκανε τους ανθρώπους να χοροπηδούν και φωνάζουν, όμως αυτοί οι άνδρες ήξεραν το λόγο που βρίσκονταν εδώ. Λέγοντάς τους ότι θα νικούσαν έπρεπε να έχει προκαλέσει κάποια αντίδραση, όσο υποτονική κι αν θα ήταν. Του είχε απαντήσει μονάχα η σιωπή.

Ο Ραντ πήδηξε κάτω από την πέτρινη εξέδρα κι ο Τάιμ διέταξε, «Επιστρέψτε στα μαθήματα και τις δουλειές σας». Οι μαθητές —οι στρατιώτες— τράβηξαν το δρόμο τους σχεδόν εξίσου σιωπηλά όσο στέκονταν, μ’ ελάχιστα μουρμουρητά και χαμηλόφωνες κουβέντες. Ο Τάιμ έδειξε το αγροτόσπιτο. Τόσο σφιχτά κρατούσε το πουγκί με τα σπαθιά-καρφίτσες που ήταν θαύμα που δεν τον τρυπούσε κανένα μέσα από το πανί. «Θα είχε χρόνο ο Άρχοντας Δράκοντάς μου για ένα ποτήρι κρασί;»

Ο Ραντ ένευσε· ήθελε να μπουν στην ουσία πριν επιστρέψει στο παλάτι.

Το μπροστινό δωμάτιο του αγροτόσπιτου ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς, ένα γυμνό δάπεδο σκουπισμένο στην εντέλεια, αταίριαστες μαύρες καρέκλες με οριζόντια πηχάκια στη ράχη μπροστά σε τζάκι από κόκκινα τούβλα τόσο καθαρό που δεν θα πίστευες ότι είχε ανάψει ποτέ φωτιά εκεί. Ένα μικρό τραπεζάκι ήταν καλυμμένο με ένα λευκό ύφασμα με κεντημένα λουλούδια στην άκρη. Η Σόρα Γκρέηντυ μπήκε βουβά κι άφησε ένα ξύλινο δίσκο στο τραπεζάκι, που είχε μια ανοιχτογάλανη καράφα κρασί και δύο ποτήρια με λευκό φινίρισμα. Ο Ραντ πίστευε πως μετά από τόσον καιρό το βλέμμα της δεν θα τον πονούσε, όμως η κατηγορία στα μάτια της τον έκανε να χαρεί όταν εκείνη έφυγε. Μετά, συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα ίδρωνε. Ο Τάιμ πέταξε το πουγκί στο δίσκο κι άδειασε μονορούφι το ποτήρι του.

«Δεν διδάσκεις στις γυναίκες το κόλπο για να μην ιδρώνουν;» ρώτησε ο Ραντ. «Είναι άσπλαχνο να τις αφήνεις να ιδρώνουν ενώ οι άνδρες τους όχι».

«Οι περισσότερες δεν θέλουν να ασχοληθούν καθόλου», είπε απότομα ο Τάιμ. «Οι σύζυγοι τους κι οι αγαπητικοί τους προσπαθούν να τους το διδάξουν, όμως οι περισσότερες αρνιούνται ακόμα και να ακούσουν. Βλέπεις, μπορεί να έχει σχέση με το σαϊντίν».

Ο Ραντ κοίταξε το σκούρο κρασί στο ποτήρι του. Έπρεπε να προσέχει εδώ. Δεν έπρεπε να ξεσπάσει με αφορμή μικροενοχλήσεις. «Χαίρομαι που πάει τόσο καλά η στρατολόγηση. Είπες ότι θα έφτανες σε ισοδύναμη θέση με τον Πύργο... τον Λευκό Πύργο...» Λευκός Πύργος, Μαύρος Πύργος. Πώς θα το παρουσίαζαν άραγε στα παραμύθια; Αν γράφονταν ποτέ. «...σε λιγότερο από ένα χρόνο, κι αν συνεχίσεις μ’ αυτό το ρυθμό, θα πετύχεις. Δεν καταλαβαίνω πώς βρίσκεις τόσους πολλούς».

«Αν χτενίσεις καλά την άμμο», είπε παγωμένα ο Ραντ, «κάποια στιγμή θα βρεις ψήγματα χρυσού. Αυτό τώρα το αφήνω στα χέρια άλλων, με εξαίρεση κανένα ταξιδάκι πού και πού. Είναι ο Ντάμερ, ο Γκρέηντυ, καμιά δωδεκαριά άνδρες τους οποίους μπορώ να εμπιστευτώ να μείνουν μόνοι για μια μέρα· είναι σε ηλικία που δεν θα κάνουν βλακείες, κι υπάρχουν αρκετοί νεαροί με τη δύναμη, έστω κι οριακά, να ανοίξουν πύλη, για να συνοδεύσουν τους μεγαλύτερους που δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Θα έχεις τους χίλιους άνδρες που είπαμε πριν κλείσει χρόνος. Τι γίνεται με κείνους που στέλνω στο Κάεμλυν. Τους έχεις μετατρέψει σε στρατό, ή ακόμα όχι; Έχεις εκεί χίλιους άνδρες και περισσότερους».

«Αυτό το αφήνω στον Μπασίρε», είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ. Το στόμα του Τάιμ στράβωσε με χλευασμό, κι ο Ραντ ακούμπησε κάτω το ποτήρι του πριν το σπάσει στη χούφτα του. Απ’ όσο ήξερε, ο Μπασίρε τους εκπαίδευε όσο μπορούσε, σε ένα στρατόπεδο κάπου στα δυτικά της πόλης· έκανε ό,τι μπορούσε, δεδομένου ότι αυτοί οι άνδρες, όπως το είχε θέσει ο Σαλδαίος, ήταν ένα ελεεινό συνονθύλευμα από πάμφτωχους αγρότες, μαθητευόμενους που το είχαν σκάσει, αποτυχημένους τεχνίτες, οι οποίοι δεν είχαν πιάσει ποτέ τους σπαθί, δεν είχαν καβαλήσει ποτέ άλογο με σέλα, και δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ πάνω από πέντε μίλια από τον τόπο που είχαν γεννηθεί. Ο Ραντ είχε πολλά στο κεφάλι του και δεν τον απασχολούσαν αυτοί· είχε πει στον Μπασίρε να τους κάνει ό,τι ήθελε και να μην τον ενοχλήσει εκτός αν εξεγείρονταν.

Κοιτώντας τον Τάιμ, ο οποίος ολοφάνερα πάσχιζε να κρύψει την περιφρόνησή του, έβαλε τα χέρια στην πλάτη του, όπου τα έσφιξε γροθιές. Ο Λουζ Θέριν μπουμπούνισε στο βάθος, σε αντίλαλο του θυμού του. «Τι σε έπιασε; μπορείς να μου πεις; Κάτι σε τρώει από τη στιγμή που σου φόρεσα τα σήματα. Έχει σχέση μ’ αυτά; Αν ναι, δεν καταλαβαίνω. Αυτοί οι άνδρες θα έχουν καλύτερη γνώμη για τα σήματά τους βλέποντας ότι εσύ έλαβες το δικό σου κατευθείαν από τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα έχουν καλύτερη γνώμη για σένα. Ίσως δεν θα χρειάζεται να επιβάλεις πειθαρχία χτυπώντας τους στο κεφάλι. Τι έχεις να πεις;» Καλά είχε ξεκινήσει, με γαλήνιο τόνο αν κι όχι ακριβώς ήπιο —δεν ήθελε να μιλήσει ήπια— αλλά όσο προχωρούσε, η φωνή του γινόταν πιο αποφασισμένη και πιο δυνατή. Όχι σαν να κραύγαζε, όμως η τελευταία ερώτηση είχε ακουστεί σαν καμτσικιά.

Μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση κατέλαβε τον άλλο άνδρα. Φάνηκε ολοκάθαρα να τρέμει —από οργή, όχι από φόβο, κατά τη γνώμη του Ραντ— αλλά όταν το τρέμουλο σταμάτησε, είχε ξαναβρεί τον προηγούμενο εαυτό του. Δεν ήταν φιλικό, κι είχε ένα ίχνος κοροϊδίας, όμως ήταν άνετος κι είχε την αυτοκυριαρχία του. «Αφού θέλεις να ξέρεις, αυτό που με ανησυχεί είναι οι Άες Σεντάι, κι εσύ. Εννιά Άες Σεντάι που ήρθαν στο Κάεμλυν, συν δύο, μας κάνουν έντεκα. Ίσως να υπάρχουν ακόμα μια-δυο. Δεν μπόρεσα να τις βρω ακόμα, όμως—»

«Σου είπα να μην πλησιάσεις την πόλη», είπε ρητά ο Ραντ.

«Βρήκα μερικούς να κάνουν ερωτήσεις στη θέση μου». Ο Τάιμ μιλούσε μ’ ένα ξερό τόνο. «Δεν πλησίασα εκεί από τότε που σε έσωσα από τον Φαιό».

Ο Ραντ το άφησε ασχολίαστο. Σχεδόν. Παραλίγο. Η φωνή στο κεφάλι του ήταν τόσο χαμηλή που δεν την καταλάβαινε, αλλά πάλι του αποσπούσε την προσοχή. «Πιο εύκολα θα πιάσουν καπνό με τα χέρια παρά φήμες στο δρόμο». Το είπε μ’ όλη την περιφρόνηση που ένιωθε —ο Τάιμ τον είχε σώσει— κι ο άλλος τινάχτηκε. Εξωτερικά έδειχνε ακόμα άνετος, όμως τα μάτια του έμοιαζαν με σκοτεινά πετράδια.

«Κι αν συμμαχήσουν με τις Κόκκινες Άες Σεντάι;» Η φωνή του ήταν ψυχρή, έκρυβε θυμηδία, όμως τα μάτια του έλαμπαν. «Υπάρχουν Κόκκινες αδελφές στην εξοχή. Αρκετές ομάδες, που έφτασαν τις τελευταίες μέρες. Προσπαθούν να σταματήσουν τους άνδρες που έρχονται εδώ».

Θα τον σκοτώσω, φώναξε ο Λουζ Θέριν, κι ο Ραντ τον ένιωσε να πλησιάζει το σαϊντίν.

Φύγε, του είπε σταθερά. Ο άλλος συνέχισε να το πλησιάζει, όπως συνέχισε κι η φωνή.

Θα σκοτώσω πρώτα αυτόν κι ύστερα εκείνες. Σίγουρα τον υπηρετούν. Είναι φανερό: αυτόν υπηρετούν.

Φύγε, του φώναξε σιωπηλά ο Ραντ. Δεν είσαι τίποτα παρά μια φωνή! Που εκτεινόταν προς την Πηγή.

Αχ, Φως μου, τους σκότωσα όλους. Όλους όσους αγαπούσα. Αν τον σκοτώσω, όλα θα πάνε καλά. Θα το ξεπληρώσω, αν επιτέλους τον σκοτώσω. Όχι, τίποτα δεν μπορεί να το ξεπληρώσει αυτό, αλλά πρέπει να τον σκοτώσω. Να τους σκοτώσω όλους. Πρέπει. Πρέπει.

Όχι! ούρλιαξε ο Ραντ μέσα στο κεφάλι του. Είσαι νεκρός, Λουζ Θέριν. Εγώ είμαι ζωντανός, που να καείς, κι εσύ νεκρός! Είσαι νεκρός!

Ξαφνικά κατάλαβε ότι έγερνε πάνω στο τραπέζι, στηριγμένος στα γόνατά του που έτρεμαν. Και μουρμούριζε, «Είσαι νεκρός! Εγώ είμαι ζωντανός, κι εσύ νεκρός!» Αλλά δεν είχε αδράξει το σαϊντίν. Ούτε κι ο Λουζ Θέριν. Τρέμοντας, κοίταξε τον Τάιμ και ξαφνιάστηκε βλέποντας την έγνοια που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.

«Πρέπει να κρατηθείς», είπε μαλακά ο Τάιμ. «Αν μπορείς, πρέπει να κρατήσεις τα λογικά σου. Αν αποτύχεις, το τίμημα θα είναι μεγάλο».

«Δεν θα αποτύχω», είπε ο Ραντ, ενώ ξανασηκωνόταν με κόπο. Ο Λουζ Θέριν είχε βουβαθεί. Στο κεφάλι του έμοιαζε να είναι μόνο ο εαυτός του. Κι η αίσθηση της Αλάνα, φυσικά. «Έχουν πιάσει κανέναν αυτές οι Κόκκινες;»

«Όχι, απ’ όσο άκουσα». Ο Τάιμ τον παρακολουθούσε με περιέργεια, σαν να περίμενε άλλο ένα ξέσπασμα. «Οι περισσότεροι μαθητές τώρα έρχονται από τις πύλες, και με τόσον κόσμο που γεμίζει τους δρόμους, δεν είναι εύκολο να πεις αν ένας άνδρας κατευθύνεται προς τα δω, παρά μόνο αν το ξεφουρνίσει ο ίδιος». Κοντοστάθηκε. «Ούτως ή άλλως, θα μπορούσαμε εύκολα να ξεμπερδέψουμε μαζί του».

«Όχι». Είχε χαθεί στ’ αλήθεια ο Λουζ Θέριν; Ευχόταν να ήταν έτσι, κι ήξερε ότι θα ήταν βλάκας αν το πίστευε. «Αν αρχίσουν να συλλαμβάνουν άνδρες, τότε θα πρέπει να κάνω κάτι, αλλά όπως έχει η κατάσταση, δεν αποτελούν απειλή εκεί στην ύπαιθρο. Και, πίστεψέ με, καμία απ’ αυτές που στέλνει η Ελάιντα δεν υπάρχει πιθανότητα να πάει μαζί με τις Άες Σεντάι στην πόλη. Η κάθε μια από τις ομάδες θα προτιμούσε να συμμαχήσει με σένα παρά με την άλλη».

«Τι θα γίνει μ’ αυτές που δεν είναι στην ύπαιθρο; Αυτές τις έντεκα; Με μερικά ατυχήματα, ο αριθμός τους θα γινόταν μικρότερος κι ασφαλέστερος. Αν δεν θέλεις να λερώσεις τα χέρια σου, θα ήμουν πρόθυμος να—»

«Όχι! Πόσες φορές πρέπει να το πω, όχι! Αν νιώσω άνδρα να διαβιβάζει στο Κάεμλυν, θα έρθω να σε βρω, Τάιμ. Το ορκίζομαι. Και μην νομίζεις ότι μπορείς να μείνεις σε απόσταση από το παλάτι που να μην το νιώσω κι άρα να είσαι ασφαλής. Αν ξαφνικά πέσει νεκρή δίχως λόγο μια απ’ αυτές τις Άες Σεντάι, θα ξέρω ποιον να κατηγορήσω. Πρόσεχε τα λόγια μου!»

«Είναι πολύ γενικοί αυτοί οι περιορισμοί», είπε ξερά ο Τάιμ. «Αν ο Σαμαήλ ή ο Ντεμάντρεντ αποφασίσουν να σε πειράξουν αφήνοντας μερικές Άες Σεντάι νεκρές στο κατώφλι σου, θα μου ανοίξεις τις φλέβες;»

«Δεν το έκαναν ως τώρα, και να ελπίζεις να μην αρχίσουν. Πρόσεχε τα λόγια μου, είπα».

«Ακούω κι υπακούω τον Άρχοντα Δράκοντα, φυσικά». Ο άνδρας με τη γερακίσια μύτη έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Αλλά επιμένω ότι το έντεκα είναι επικίνδυνος αριθμός».

Ο Ραντ άθελά του γέλασε. «Τάιμ, θα τις μάθω να χορεύουν με το φλάουτο μου». Μα το Φως, πόσον καιρό είχε να παίξει το φλάουτο του; Πού ήταν το φλάουτο του; Άκουσε αμυδρά τον Λουζ Θέριν να χασκογελά.

Загрузка...