Με τον ήλιο μια λεπτή μυτίτσα στον ορίζοντα, η δεύτερη μέρα της Γιορτής των Φώτων είδε τους δρόμους της Καιρχίν να είναι ήδη γεμάτοι από γλεντοκόπους. Στην πραγματικότητα, δεν είχαν αδειάσει τελείως όλη τη νύχτα. Ο εορτασμός είχε κάτι το ξέφρενο, κι ελάχιστοι έδιναν σημασία στον σγουρομάλλη με τη βλοσυρή όψη και τον πέλεκυ στο πλευρό που ίππευε ένα ψηλό ρούσσο άλογο στους ίσιους δρόμους που κατέληγαν στο ποτάμι. Μερικοί κοίταξαν τους συντρόφους του· οι Αελίτες τώρα πια ήταν συνηθισμένο θέαμα, αν και είχαν εγκαταλείψει τους δρόμους όταν είχε αρχίσει η γιορτή, όμως δεν έβλεπες κάθε μέρα έναν Ογκιρανό που ήταν ψηλότερος από άνθρωπο καβάλα σε άλογο, ειδικά έναν Ογκιρανό που κρατούσε πέλεκυ γερμένο στον ώμο του με κοντάρι που είχε μήκος όσο ήταν το ύψος του. Σε σύγκριση με τον Ογκιρανό, ο σγουρομάλλης φαινόταν χαρωπός.
Τα πλοία στον Αλγκουένυα είχαν όλα αναμένα τα φανάρια τους, ακόμα και τα πλοία των Θαλασσινών που πρόσφεραν αφορμή για τόσες φήμες, για το γεγονός ότι βρίσκονταν στην Καιρχίν, για το ότι παρέμεναν αγκυροβολημένα τόσο καιρό σχεδόν δίχως καθόλου επαφή με τη στεριά. Σύμφωνα με τις φήμες που είχε ακούσει ο Πέριν, οι Θαλασσινοί ήταν αποδοκίμαζαν πιο πολύ κι από τους Αελίτες τα όσα συνέβαιναν στην πόλη, κι αυτό κάτι έλεγε, γιατί ο Πέριν νόμιζε πως ο Γκαούλ θα πέθαινε από το σοκ κάθε φορά που έβλεπε έναν άνδρα και μια γυναίκα να φιλιούνται. Δεν έδειχνε να τον ενοχλεί τόσο το αν η γυναίκα φορούσε μπλούζα ή όχι, όσο το γεγονός ότι φιλιούνταν ενώπιον όλων.
Μακριές πέτρινες προβλήτες χώνονταν στο ποτάμι ανάμεσα σε ψηλά πλευρικά τείχη, και σκάφη κάθε λογής ήταν δεμένα εκεί, μεταξύ των οποίων πορθμεία που χωρούσαν από ένα ως πενήντα άλογα, όμως σ’ αυτά ο Πέριν δεν έβλεπε να υπάρχει πάνω από ένας άνθρωπος. Τράβηξε τα γκέμια όταν έφτασε σε ένα πλατύ σκάφος δίχως κατάρτι πλάτους έξι ή επτά απλωσιών, δεμένο σε πέτρινους στύλους. Η ράμπα προς την αποβάθρα ήταν στη θέση της. Ένα χοντρός γκριζομάλλης που δεν φορούσε πουκάμισο καθόταν σε ένα βαρελάκι στο κατάστρωμα, έχοντας στα γόνατα μια γκριζομάλλα γυναίκα με πεντ’ έξι πολύχρωμες κορδέλες στο κάτω μέρος του φορέματος της.
«Θέλουμε να περάσουμε απέναντι», είπε δυνατά ο Πέριν, προσπαθώντας να κοιτάξει μόνο για να δει αν οι δυο είχαν πάρει τα χέρια ο ένας από τον άλλο. Δεν τα είχαν πάρει. Ο Πέριν πέταξε μια Αντορινή κορώνα στο πορθμείο, και ο ήχος του χοντρού, χρυσού νομίσματος που αναπήδησε στο κατάστρωμα έκανε τον άνδρα να γυρίσει το κεφάλι. «Θέλουμε να περάσουμε απέναντι», είπε ο Πέριν, ζυγιάζοντας μια δεύτερη χρυσή κορώνα στην παλάμη του. Μετά από μια στιγμή, πρόσθεσε και τρίτη.
Ο πορθμέας έγλειψε τα χείλη του. «Πρέπει να βρω κωπηλάτες», μουρμούρισε, κοιτάζοντας το χέρι του Πέριν.
Αναστενάζοντας εκείνος έβγαλε άλλα δύο από το πουγκί του· θυμόταν που κάποτε θα γούρλωνε τα μάτια βλέποντας ένα απ’ αυτά τα νομίσματα.
Ο πορθμέας πετάχτηκε όρθιος, ρίχνοντας την αριστοκράτισσα στον πισινό της μ’ ένα γδούπο, και ανηφόρισε τη ράμπα λέγοντας λαχανιασμένα ότι θα ερχόταν σε λίγες στιγμές, Άρχοντά μου, λίγες στιγμούλες. Η γυναίκα έριξε μια επιτιμητική ματιά στον Πέριν και προχώρησε στην αποβάθρα με αξιοπρέπεια, στάση που τη χάλασε λιγάκι το γεγονός ότι έτριβε το πονεμένο σημείο· πριν πάει μακριά, όμως μάζεψε τα φουστάνια της και έτρεξε να βρει μια ομάδα χορευτές που διασκέδαζαν πιο κάτω στην προκυμαία. Ο Πέριν την άκουσε να γελάει.
Χρειάστηκαν παραπάνω από μερικές στιγμές, αλλά όπως φαινόταν η υπόσχεση του χρυσού ήταν αρκετή, γιατί σε λίγη ώρα ο πορθμέας είχε βρει αρκετούς για να επανδρώσουν τα μακριά κουπιά. Ο Πέριν στάθηκε χαϊδεύοντας τη μύτη του ντορή του καθώς το σκάφος έβγαινε στο ποτάμι. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι όνομα θα του έδινε· το ζώο ήταν από το στάβλο του Παλατιού του Ήλιου. Καλά περιποιημένο, με άσπρα τα μπροστινά πόδια, έμοιαζε γερό, αν και δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Γοργοπόδη.
Το ξεχόρδιστο Διποταμίτικο τόξο του ήταν χωμένο στο λουρί της σέλας του από τη μια μεριά, ενώ η γεμάτη φαρέτρα κρεμόταν μπροστά από την ψηλή ράχη της σέλας του, ισορροπώντας ένα μακρύ, στενό, καλοτυλιγμένο δέμα. Το σπαθί του Ραντ. Η Φάιλε είχε πακετάρει η ίδια εκείνο το δέμα και του το είχε δώσει χωρίς λέξη. Είχε πει κάτι, όταν ο Πέριν είχε γυρίσει να φύγει καταλαβαίνοντας ότι άδικα περίμενε φιλί.
«Αν πέσεις», είχε ψιθυρίσει, «θα πάρω εγώ το σπαθί σου».
Ο Πέριν δεν ήξερε αν το είχε μουρμουρίσει για να την ακούσει. Η οσμή της ήταν τέτοιος κυκεώνας που δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Ήξερε ότι έπρεπε να σκέφτεται αυτό που πήγαινε να κάνει, όμως η Φάιλε συνεχώς του ξαναρχόταν στο νου. Κάποια στιγμή ήταν σίγουρος πως θα έλεγε ότι θα ερχόταν μαζί του, και είχε νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αν το είχε πει αυτό η Φάιλε, μάλλον δεν θα μπορούσε να της το αρνηθεί —ούτε αυτό, ούτε τίποτα άλλο, μετά από τον τρόπο που την είχε κυνηγήσει— αλλά τους περίμεναν μπροστά έξι Άες Σεντάι, αίμα και θάνατος. Αν πέθαινε η Φάιλε, ο Πέριν ήξερε ότι θα τρελαινόταν. Το είχε καταλάβει όταν η Μπερελαίν είχε πει ότι θα οδηγούσε τους Μαγενούς Φτερωτούς Φρουρούς της σ’ αυτή την καταδίωξη. Ευτυχώς που η στιγμή είχε περάσει γρήγορα, αν και με κάποια αμηχανία.
«Αν αφήσεις την πόλη που σου έδωσε ως εκπρόσωπό του ο Ραντ αλ’Θόρ», είχε πει ήσυχα ο Ρούαρκ, «πόσες φήμες θα γεννηθούν; Πόσες φήμες αν στείλεις όλες τις λόγχες σου; Τι θα δημιουργηθεί απ’ αυτές τις φήμες;» Έμοιαζε με συμβουλή, μα και δεν έμοιαζε· κάτι στη φωνή του αρχηγού φατρίας υπογράμμιζε τα λόγια του.
Η Μπερελαίν τον κοίταξε, μυρίζοντας πείσμα, με το κεφάλι ψηλά. Η πεισματάρικη οσμή καταλάγιασε σιγά-σιγά, και μονολόγησε χαμηλόφωνα, «Μερικές φορές νομίζουν ότι υπάρχουν υπερβολικά πολλοί άνδρες που μπορούν...» Ο Πέριν μόλις που μπορούσε να το ακούσει. Χαμογελώντας, η Μπερελαίν μίλησε δυνατά, με βασιλικό ύφος. «Συνετή η συμβουλή σου, Ρούαρκ. Νομίζω πως θα την ακολουθήσω».
Το πιο αξιοπερίεργο όμως ήταν ο τρόπος που συνδυάζονταν οι οσμές τους, του Ρούαρκ και της Μπερελαίν. Για τον Πέριν, ήταν σαν αρσενικός λύκος μαζί μ’ ένα λυκάκι που κόντευε να ωριμάσει· ένας ανεκτικός πατέρας που έτρεφε στοργικά συναισθήματα για την κόρη του κι εκείνη γι’ αυτόν, αν και μερικές φορές έπρεπε να της δαγκώσει τη μύτη για να την κάνει να φερθεί σωστά. Το σημαντικό όμως ήταν ότι ο Πέριν έβλεπε τις προθέσεις να χάνονται από το βλέμμα της Φάιλε. Τι έπρεπε να κάνει; Αν ζούσε και την ξανάβλεπε, τι θα έπρεπε να κάνει;
Στην αρχή οι τραχιά ντυμένοι κωπηλάτες, μερικοί εκ των οποίων γυμνόστηθοι, έκαναν κακόγουστα αστεία, καλοσυνάτα όμως, λέγοντας ότι το χρυσάφι δεν άξιζε αυτό που έχαναν. Γελούσαν καθώς βάδιζαν μπρος-πίσω στο κατάστρωμα κουνώντας τα κουπιά, και όλοι ισχυρίζονταν πως είχαν χορέψει ή είχαν φιλήσει αριστοκράτισσα. Ένας κοκαλιάρης με μεγάλο πηγούνι ισχυριζόταν πως είχε μια Δακρυνή αριστοκράτισσα στα γόνατά του πριν απαντήσει στο κάλεσμα του Μάναλ, μα κανείς δεν τον πίστευε· οι Δακρυνοί είχαν ρίξει μια ματιά σ’ αυτό που εκτυλισσόταν και είχαν ορμήξει στους εορτασμούς· οι Δακρυνές είχαν ρίξει μια ματιά και είχαν κλειστεί στα δωμάτια τους με φρουρούς στις πόρτας.
Τα αστεία και τα χάχανα δεν κράτησαν πολύ. Ο Γκαούλ στεκόταν όσο πιο κοντά μπορούσε στο κέντρο του πορθμείου, με το κάπως τρελό βλέμμα του στυλωμένο στην απέναντι όχθη, πατώντας στις μύτες των ποδιών λες και ήταν έτοιμος να πηδήξει. Έφταιγαν όλα αυτά τα νερά, φυσικά, όμως οι κωπηλάτες δεν μπορούσαν να το ξέρουν. Και ο Λόιαλ, στηριγμένος στο μακρύ πέλεκυ που είχε βρει στο Παλάτι του Ήλιου, με την περίτεχνα χαραγμένη κεφαλή, στεκόταν ασάλευτος σαν άγαλμα και το πλατύ πρόσωπό του έμοιαζε σμιλεμένο από γρανίτη. Οι κωπηλάτες έκλεισαν τα στόματά τους και συνέχισαν να δουλεύουν τα κουπιά βάζοντας τα δυνατά τους, σχεδόν χωρίς να τολμούν να κοιτάξουν τους επιβάτες τους. Όταν τελικά το πορθμείο έδεσε στον πέτρινο μόλο στη δυτική όχθη του Αλγκουένυα, ο Πέριν έδωσε στον ιδιοκτήτη του —και τώρα που το καλοσκεφτόταν, έλπιζε να ήταν αυτός ο ιδιοκτήτης— το υπόλοιπο χρυσάφι και επίσης μια χούφτα ασήμι για να τη μοιράσει, για να τους καταπραΰνει από το φόβο που τους είχαν προκαλέσει ο Λόιαλ και ο Γκαούλ. Ο χοντρούλης τα πήρε κάνοντας πίσω μ’ ένα μορφασμό, και υποκλίθηκε τόσο βαθιά, σε πείσμα του όγκου του, που το κεφάλι του σχεδόν άγγιξε τα γόνατά του. Ίσως ο Γκαούλ και ο Λόιαλ δεν ήταν οι μόνοι που είχαν τρομακτικό πρόσωπο.
Πελώρια κτήρια δίχως παράθυρα στέκονταν περικυκλωμένα από ξύλινες σκαλωσιές, με την πέτρα να έχει μαυρίσει και να έχει πέσει σε πολλά μέρη. Οι σιταποθήκες είχαν καεί σε ταραχές πριν καιρό, και οι επισκευές μόλις τώρα άρχιζαν κανονικά, αλλά δεν υπήρχε ψυχή σε κείνους τους δρόμους που ήταν γεμάτοι σιταποθήκες και στάβλους, αποθήκες και μάντρες για άμαξες. Όσοι δούλευαν εδώ, είχαν πάει στην πόλη. Δεν φαινόταν κανείς ως τη στιγμή που δυο άνδρες βγήκαν με άλογα από ένα πλαϊνό δρομάκι.
«Είμαστε έτοιμοι, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε με έξαψη ο Χάβιεν Νουρέλ. Ο ροδομάγουλος νεαρός, που ήταν αρκετά ψηλότερος από τον σύντροφο του, είχε φανταχτερή εμφάνιση με τον κόκκινο θώρακα του και το κράνος του, που είχε ένα λεπτό κόκκινο λοφίο. Μύριζε ενθουσιασμό και νιότη.
«Κι έλεγα, θα έρθει, δεν θα έρθει», μουρμούρισε ο Ντομπραίν. Δεν φορούσε κράνος, αλλά είχε γάντια με ατσάλινη επένδυση στη ράχη και ένα καταχτυπημένο θώρακα που διατηρούσε απομεινάρια από κάποτε περίτεχνα επίχρυσα στολίσματα. Έριξε μια ματιά στο πρόσωπο του Πέριν και πρόσθεσε, «Μα το Φως, δεν εννοούσα να σε προσβάλλω, Άρχοντα Αϋμπάρα».
«Έχουμε μακρύ δρόμο να κάνουμε», είπε ο Πέριν, στρίβοντας το ντορή του. Να τον έβγαζε Πιστό; Τι θα έκανε με τη Φάιλε; Η ανάγκη του Ραντ έβραζε κάτω από το πετσί του. «Τώρα έχουν προβάδισμα τεσσάρων ημερών». Χτύπησε ελαφρά το άλογο με τις φτέρνες του και ο Πιστός ξεκίνησε με σταθερό βήμα. Η καταδίωξη θα ήταν μακρά· δεν έπρεπε να εξαντλήσουν τα άλογα. Ούτε ο Λόιαλ ούτε ο Γκαούλ δυσκολεύονταν να τους προφτάσουν.
Ο πλατύτερος από τους ίσιους δρόμους έγινε ξαφνικά η Οδός της Ταρ Βάλον —η Οδός της Ταρ Βάλον στην Καιρχίν· τέτοιοι δρόμοι υπήρχαν και σε άλλα έθνη— που ήταν μια φαρδιά λωρίδα από σκληρό χώμα που ξετυλιγόταν προς τα δυτικά και τα νότια περνώντας ανάμεσα από δασώδεις λόφους χαμηλότερους από κείνους πάνω στους οποίους είχε θεμελιωθεί η πόλη. Όταν μπήκαν ένα μίλι στο δάσος, τους βρήκαν διακόσιοι Μαγενοί Φτερωτοί Φρουροί και πεντακόσιοι στρατιώτες του Οίκου Τάμποργουιν, όλοι καβάλα στα καλύτερα ζώα που υπήρχαν.
Οι Μαγενοί φορούσαν όλοι κόκκινους θώρακες και κράνη σαν γλάστρες με γείσο που κάλυπταν το σβέρκο, και τα δόρατά τους είχαν κόκκινες κορδέλες. Πολλοί έμοιαζαν εξίσου ενθουσιασμένοι με τον Νουρέλ. Οι Καιρχινοί, κοντύτεροι από τους Μαγενούς, φορούσαν απλούς θώρακες και κράνη σαν καμπάνες κομμένες που αποκάλυπταν τα πρόσωπά τους, ενώ τόσο οι θώρακες όσο και τα κράνη ήταν συχνά βουλιαγμένα και λακουβιασμένα. Τα δόρατά τους ήταν αστόλιστα, παρ’ όλο που εδώ κι εκεί το κον του Ντομπραίν, ένα μικρό σκληρό τετράγωνο ύφασμα σε κοντό ιστό, γαλάζιο με δύο λευκά διαμάντια, ξεχώριζε τους αξιωματικούς ή τους κατώτερους άρχοντες του Οίκου Τάμποργουιν. Κανείς τους όμως δεν φαινόταν ενθουσιασμένος, μόνο ήταν βλοσυροί. Είχαν δει μάχες. Στην Καιρχίν, το ονόμαζαν «βλέπω το λύκο».
Ο Πέριν παραλίγο θα γελούσε όταν το άκουσε αυτό. Δεν ήταν ακόμα ώρα για τους λύκους.
Κατά το μεσημεράκι, μια μικρή ομάδα Αελιτών ήρθαν τρέχοντας από τα δένδρα και κατηφόρισαν την πλαγιά για να φτάσουν στο δρόμο. Δύο Κόρες έτρεχαν στο πλευρό του Ρούαρκ, η Ναντέρα και, όπως κατάλαβε μετά από μια στιγμή ο Πέριν, η Σούλιν. Έδειχνε πολύ διαφορετική με το καντιν’σόρ, με τα άσπρα μαλλιά κομμένα κοντά με εξαίρεση την κοτσίδα στο σβέρκο της. Φαινόταν... φυσική... κάτι που δεν είχε δείξει ποτέ όσο φορούσε την επίσημη στολή υπηρέτριας. Η Άμυς και η Σορίλεα έρχονταν μαζί τους, με τα επώμια ριγμένα στα μπράτσα τους, κουδουνίζοντας από τα μενταγιόν και τα βραχιόλια από χρυσό και φίλντισι, ανασηκώνοντας τα ογκώδη φουστάνια τους στην πλαγιά, αλλά συναγωνιζόμενες σε ταχύτητα την υπόλοιπη ομάδα.
Ο Πέριν ξεπέζεψε για να μιλήσει μαζί τους, μπροστά απ’ όλους τους άλλους. «Πόσους;»ρώτησε.
Ο Ρούαρκ έριξε μια ματιά εκεί που περπατούσαν ο Γκαούλ και ο Λόιαλ πλάι στον Ντομπραίν και τον Νουρέλ, προπορευόμενοι από τη φάλαγγα. Ήταν τόσο μακριά που ακόμα και ο Πέριν μάλλον δεν θα άκουγε τίποτα μέσα στις οπλές που κροτοβολούσαν και τα χαλινάρια που κροτάλιζαν και τις σέλες που έτριζαν, όμως ο Ρούαρκ καλού-κακού χαμήλωσε τη φωνή. «Πέντε χιλιάδες άνδρες από διάφορες κοινωνίες· κάτι παραπάνω από πέντε χιλιάδες. Δεν μπορούσα να φέρω πολλούς. Ακόμα κι έτσι, ο Τίμολαν ήταν καχύποπτος που δεν πήγαινα μαζί του ενάντια στο Σάιντο. Αν γίνει κοινά γνωστό ότι οι Άες Σεντάι κρατούν τον Καρ’α’κάρν, φοβάμαι ότι η μελαγχολία θα μας καταπιεί όλους». Η Ναντέρα και η Σούλιν έβηξαν δυνατά την ίδια στιγμή· οι δύο γυναίκες αγριοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και η Σούλιν τράβηξε το βλέμμα, κοκκινίζοντας. Ο Ρούαρκ τους έριξε μια μόνο ματιά —μύριζε μπουχτισμένος— και μουρμούρισε, «Έχω επίσης κοντά στις χίλιες Κόρες. Αν δεν είχα πατήσει πόδι, θα έτρεχαν όλες τους στο κατόπι μου, ανεμίζοντας δαυλούς και λέγοντας στον κόσμο ότι ο Ραντ αλ’Θόρ κινδυνεύει». Ξαφνικά η φωνή του σκλήρυνε. «Αν βρω καμιά Κόρη να μας ακολουθεί, θα μάθει ότι το εννοώ αυτό που λέω».
Η Σούλιν και η Ναντέρα κοκκίνισαν, ένα χρώμα παράδοξο σε κείνα τα ηλιοψημένα πρόσωπα.
«Εγώ—»άρχισαν να λένε μαζί την ίδια στιγμή. Και πάλι αντάλλαξαν εκείνες τις άγριες ματιές, και πάλι η Σούλιν κοίταξε αλλού, με πρόσωπο ακόμα πιο κόκκινο. Ο Πέριν δεν θυμόταν να κοκκίνιζαν τόσο η Μπάιν και η Τσιάντ, οι μόνες Κόρες τις οποίες είχε γνωρίσει στ’ αλήθεια. «Το υποσχέθηκα», είπε μουδιασμένα η Ναντέρα, «και το υποσχέθηκαν όλες οι Κόρες. Θα γίνει όπως πρόσταξε ο αρχηγός».
Ο Πέριν δεν ρώτησε τι ήταν η μελαγχολία, όπως επίσης και δεν ρώτησε πώς ο Ρούαρκ είχε διασχίσει με τους Αελίτες τον Αλγκουένυα χωρίς πορθμεία αφού το μόνο που μπορούσε να κόψει τη φόρα ενός Αελίτη ήταν νερό που δεν μπορούσε να το περάσει με δρασκελιά. Θα ήθελε να το μάθει, όμως οι απαντήσεις δεν είχαν σημασία. Έξι χιλιάδες Αελίτες, πεντακόσιοι στρατιώτες του Ντομπραίν, διακόσιοι Φτερωτοί Φρουροί. Εναντίον έξι Άες Σεντάι, με τους Προμάχους τους και καμιά πεντακοσαριά φρουρούς, θα πρέπει να ήταν αρκετοί. Αλλά. Οι Άες Σεντάι κρατούσαν τον Ραντ. Αν έβαζαν μαχαίρι στο λαιμό του, θα τολμούσε κανείς να σηκώσει το χέρι του;
«Υπάρχουν επίσης ενενήντα τέσσερις Σοφές», είπε η Άμυς. «Είναι οι δυνατότερες στη Μία Δύναμη». Αυτό το ξεστόμισε απρόθυμα —ο Πέριν είχε την ιδέα ότι οι Αελίτισσες δεν ήθελαν να παραδέχονται ότι μπορούσαν να διαβιβάζουν— αλλά η φωνή της δυνάμωσε. «Δεν έπρεπε να φέρουμε τόσες πολλές, μα όλες ήθελαν να έρθουν»Η Σορίλεα ξερόβηξε και αυτή τη φορά κοκκίνισε η Άμυς. Ο Πέριν οπωσδήποτε να ρωτήσει τον Γκαούλ. Οι Αελίτες ήταν εντελώς διαφορετικοί απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους που είχε συναντήσει ποτέ του· ίσως να άρχιζαν να κοκκινίζουν καθώς περνούσαν τα χρόνια. «Μας οδηγεί η Σορίλεα», κατέληξε η Άμυς, και η πιο ηλικιωμένη ξεφύσηξε με τρόπο που έδειχνε άκρα ικανοποίηση. Πάντως μύριζε ικανοποιημένη.
Όσο για τον Πέριν, αυτός μόλις είχε σταματήσει να κουνά το κεφάλι. Τα όσα ήξερε για τη Μία Δύναμη χωρούσαν σε μια δαχτυλήθρα αφήνοντας χώρο για ένα χοντρό αντίχειρα, μα είχε δει τι μπορούσαν να κάνουν η Αλάνα και η Βέριν, και είχε δει εκείνη τη φλόγα που είχε φτιάξει η Σορίλεα. Αν ήταν μια από τις δυνατότερες στη Δύναμη μεταξύ των Σοφών, ο Πέριν αναρωτιόταν μήπως οι έξι Άες Σεντάι μπορούσαν να βάλουν κάτω μ’ ευκολία και τις ενενήντα τέσσερις μαζί. Αυτή τη στιγμή όμως δεν θα έδιωχνε από συμμάχους ούτε ποντικάκια των χωραφιών.
«Θα πρέπει να βρίσκονται εβδομήντα με ογδόντα μίλια μπροστά μας», είπε. «Ίσως εκατό, αν δεν λυπούνται τις άμαξές τους. Θα πρέπει να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε». Ενώ ξανανέβαινε στη σέλα του, ο Ρούαρκ και οι Αελίτισσες ήδη έτρεχαν στο λόφο. Ο Πέριν ύψωσε το χέρι και ο Ντομπραίν έκανε νόημα στους έφιππους να προχωρήσουν. Δεν πέρασε από το μυαλό του Πέριν να αναρωτηθεί γιατί άνδρες αρκετά μεγάλοι για να είναι ο πατέρας του και γυναίκες αρκετά μεγάλες για να είναι η μητέρα του, άνδρες και γυναίκες συνηθισμένοι να δίνουν διαταγές, ακολουθούσαν τις δικές του διαταγές.
Αυτό για το οποίο αναρωτιόταν όμως, για το οποίο ανησυχούσε, ήταν πόσο γρήγορα μπορούσαν να κινηθούν. Ήξερε πως οι Αελίτες με το καντιν’σόρ πρόφταιναν τα άλογα, όμως στην αρχή ανησυχούσε για τις Σοφές με τα φουστάνια τους, που μερικές είχαν τα χρόνια της Σορίλεα. Αλλά είτε είχαν φουστάνια είτε όχι, είτε είχαν άσπρα μαλλιά είτε όχι, οι Σοφές προχωρούσαν ταχύτατα σαν τους υπόλοιπους Αελίτες, και πρόφταιναν τα άλογα ενώ μιλούσαν χαμηλόφωνα κατά ομάδες.
Ο δρόμος ξεδιπλωνόταν μπροστά τους άδειος· κανένας δεν ταξίδευε στη Γιορτή των φώτων, και μερικές μέρες νωρίτερα, εκτός αν η δουλειά του ήταν τόσο βιαστική όσο του Πέριν. Ο ήλιος σκαρφάλωσε στον ουρανό και οι λόφοι κόντυναν, και όταν πια έστησαν το στρατόπεδο τους με το σούρουπο, υπολόγισε πως είχαν διανύσει τριάντα πέντε χιλιόμετρα. Ήταν καλή διαδρομή για μια μέρα· εξαίρετη για μια τόσο μεγάλη δύναμη· μιάμιση φορά περισσότερο απ’ όσο θα είχαν κάνει οι Άες Σεντάι εκτός αν ήθελαν να σκοτώσουν τα άλογα που έσερναν τις άμαξές τους. Δεν ανησυχούσε πια αν θα τις πρόφταιναν πριν φτάσουν στην Ταρ Βάλον, μόνο για το τι θα έκανε τότε.
Ξαπλωμένος στις κουβέρτες του με το κεφάλι στη σέλα που είχε μαξιλάρι, ο — χαμογέλασε φεγγάρι που ήταν στο τελευταίο τέταρτο του Αν υπήρχαν έστω και λίγα σύννεφα, η νύχτα δεν θα ήταν τόσο φωτεινή. Ήταν καλή βραδιά για κυνήγι. Καλή βραδιά για λύκους.
Στο μυαλό του σχημάτισε μια εικόνα. Ένα νεαρό ταύρο με κατσαρές τρίχες· περήφανο, με κέρατα που άστραφταν σαν φινιρισμένο μέταλλο στον πρωινό ήλιο. Ο αντίχειράς του χάιδεψε την κόψη του πέλεκυ που κειτόταν πλάι του, με τη μοχθηρή κυρτή λεπίδα του και το μυτερό καρφί του. Τα ατσαλένια κέρατα του Νεαρού Ταύρου· έτσι τον ονόμαζαν οι λύκοι.
Άφησε το μυαλό του να περιπλανηθεί, έστειλε την εικόνα στη νύχτα. Θα υπήρχαν λύκοι, και θα ήξεραν για τον Νεαρό Ταύρο. Η είδηση για έναν άνθρωπο που μπορούσε να μιλά με τους λύκους θα διαδιδόταν στην περιοχή σαν δυνατός άνεμος. Ο Πέριν είχε συναντήσει μόνο δύο τέτοιους. Ο ένας ήταν φίλος, ο άλλος ένας εξαθλιωμένος φουκαράς που δεν μπορούσε να κρατήσει τον ανθρώπινο εαυτό του. Είχε ακούσει αφηγήσεις από τους πρόσφυγες που έρχονταν στους Δύο Ποταμούς. Είχαν παλιές ιστορίες για ανθρώπους που γίνονταν λύκοι, ιστορίες τις οποίες ελάχιστοι πίστευαν στ’ αλήθεια, που τις έλεγαν για να διασκεδάζουν τα παιδιά. Τρεις είχαν ισχυριστεί πως είχαν γνωρίσει ανθρώπους που είχαν γίνει λύκοι και το είχαν σκάσει, και παρ’ όλο που οι λεπτομέρειες του Πέριν του φαίνονταν λάθος, ο ανήσυχος τρόπος με τον οποίο δύο απ’ αυτούς απέφευγαν να κοιτάνε τα κίτρινα μάτια του ήταν μια κάποια επιβεβαίωση. Αυτοί οι δύο, μια γυναίκα από το Τάραμπον και ένας άνδρας από την Πεδιάδα Αλμοθ, δεν έβγαιναν έξω τα βράδια. Κι επίσης όλο του έκαναν δώρο σκόρδα, για κάποιο λόγο, τα οποία ο Πέριν έτρωγε με μεγάλη ευχαρίστηση. Αλλά δεν προσπαθούσε πια να βρει άλλους σαν τον ίδιο.
Ένιωσε τους λύκους και άρχισαν να του έρχονται τα ονόματά τους. Ο Δύο Φεγγάρια και η Πυρκαγιά και ο Γέρικο Ελάφι και δεκάδες άλλες πλημμύρισαν το κεφάλι του. Δεν ήταν ακριβώς έτσι τα ονόματα, αλλά εικόνες και αισθήσεις. Ο Νεαρός Ταύρος ήταν πολύ απλή εικόνα για να είναι όνομα λύκου. Τα Δύο Φεγγάρια ήταν στην πραγματικότητα μια λιμνούλα κάτω από πέπλο της νύχτας, ακυμάτιστη σαν πάγος, ακριβώς τη στιγμή πριν φυσήξει η αύρα, με μια υποψία φθινόπωρου στον αέρα, με ένα φεγγάρι να κρέμεται στον ουρανό και ένα άλλο να καθρεφτίζεται τέλεια στα νερά, τόσο που ήταν δύσκολο να πεις ποιο ήταν το πραγματικό. Κι αυτή ήταν μια απλή περιγραφή.
Για λίγη ώρα απλώς αντάλλασσαν ονόματα και σκηνές. Ύστερα ο Πέριν σκέφτηκε, Αναζητώ ανθρώπους που είναι μπροστά μου. Άες Σεντάι και άνδρες, με άλογα και άμαξες. Φυσικά, δεν ήταν ακριβώς αυτό που σκέφτηκε, όπως και τα Δύο Φεγγάρια δεν ήταν δύο φεγγάρια. Οι άνθρωποι ήταν «δίποδα»και τα άλογα «τετράποδα με σκληρά πόδια». Οι Άες Σεντάι ήταν «θηλυκά δίποδα που αγγίζουν τον άνεμο που κινεί τον ήλιο και καλούν τη φωτιά». Στους λύκους δεν άρεσε η φωτιά, και ήταν ακόμα πιο επιφυλακτικοί με τις Άες Σεντάι απ’ όσο με τους άλλους ανθρώπους· το θεωρούσαν εκπληκτικό που ο Πέριν δεν μπορούσε να καταλάβει ποιες ήταν Άες Σεντάι. Θεωρούσαν την ικανότητα δεδομένη, όπως κι αυτός το ότι μπορούσε να ξεχωρίσει ένα λευκό άλογο μέσα σε ένα κοπάδι μαύρων, κάτι που δεν άξιζε να το αναφέρει, κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει καθαρά.
Στο μυαλό του ο νυχτερινός ουρανός έμοιαζε να στροβιλίζεται και ξαφνικά να τυλίγει ένα στρατόπεδο με άμαξες και σκηνές και φωτιές. Κάτι δεν φαινόταν σωστό —οι λύκοι δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα, κι έτσι οι άμαξες και οι σκιές φαίνονταν ασαφείς· οι φωτιές έδειχναν να βρυχώνται απειλητικά· τα άλογα έδειχναν νόστιμα— και είχε περάσει από λύκο σε λύκο για να τον φτάσει. Το στρατόπεδο ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο περίμενε ο Πέριν, όμως η Πυρκαγιά δεν είχε καμία αμφιβολία. Η αγέλη της εκείνη τη στιγμή προσπερνούσε από μακριά εκείνα τα «δίποδα θηλυκά που αγγίζουν τον άνεμο που κινεί τον ήλιο και καλούν τη φωτιά». Ο Πέριν προσπάθησε να ρωτήσει πόσες ήταν, όμως οι λύκοι δεν είχαν αντίληψη των αριθμών· έλεγαν πόσα πράγματα υπήρχαν δείχνοντας πόσα είχαν δει, και από τη στιγμή που η Πυρκαγιά με την αγέλη της είχαν νιώσει τις Άες Σεντάι, δεν είχαν σκοπό να πλησιάσουν κοντύτερα.
Η ερώτηση Πόσο μακριά; έλαβε μια καλύτερη απάντηση, που πάλι πέρασε από λύκο σε λύκο, αν και έπρεπε να την ξεδιαλύνει. Η Πυρκαγιά είπε ότι μπορούσε να πάει στο λόφο όπου ένας ξινισμένος αρσενικός ονόματι Μισή Ουρά με το κοπάδι του τρέφονταν από ένα ελάφι ενώ το φεγγάρι προχωρούσε τόσο πέρα στον ουρανό, σε τέτοια γωνία. Ο Μισή Ουρά μπορούσε να φτάσει στον Μύτη Λαγού —έναν νεαρό και πολύ ορμητικό αρσενικό, όπως φαινόταν— ενώ το φεγγάρι είχε προχωρήσει τόσο, με μια τόση γωνία. Κι αυτό είχε συνεχιστεί έτσι μέχρι που είχε φτάσει στον Δύο Φεγγάρια. Ο Δύο Φεγγάρια τηρούσε σεβάσμια σιγή, κατάλληλη για έναν γέρο αρσενικό με σχεδόν ολόασπρη τη μουσούδα του· αυτός και η αγέλη του απείχαν το πολύ ένα μίλι από τον Πέριν, και θα ήταν προσβλητικό αν σκεφτόταν ότι ο Πέριν δεν ήξερε πού βρίσκονταν.
Αναλύοντάς το όσο καλύτερα μπορούσε, ο Πέριν εκτίμησε μια απόσταση εξήντα ή εβδομήντα μιλίων. Αύριο θα μπορούσε να καταλάβει πόσο γοργά πλησίαζαν.
Γιατί; Ήταν η ερώτηση του Μισή Ουρά, που την είχαν περάσει σημαδεμένη με την οσμή του.
Ο Πέριν δίστασε πριν απαντήσει. Το έτρεμε αυτό. Ένιωθε τους λύκους όπως ένιωθε τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών. Παγίδευσαν τον Σκιοφονιά, σκέφτηκε στο τέλος. Έτσι αποκαλούσαν οι λύκοι τον Ραντ, αλλά δεν είχε ιδέα αν θεωρούσαν τον Ραντ σημαντικό.
Το σοκ που απλώθηκε στο νου του ήταν αρκετή απάντηση, όμως ουρλιαχτά σηκώθηκαν μέσα στη νύχτα, κοντινά και μακρινά, ουρλιαχτά γεμάτα θυμό και φόβο. Στο στρατόπεδο τα άλογα χρεμέτισαν φοβισμένα, χτυπώντας το χώμα με τις οπλές τους καθώς τινάζονταν στα σχοινιά που τα έδεναν στους πασσάλους. Οι άνδρες έσπευσαν να τα ηρεμήσουν, ενώ άλλοι κοίταξαν στο σκοτάδι λες και περίμεναν μια τεράστια αγέλη να επιτεθεί στα άλογά τους.
Ερχόμαστε, αποκρίθηκε τελικά ο Μισή Ουρά. Μόνο αυτό, και ύστερα απάντησαν άλλοι, αγέλες με τις οποίες είχε μιλήσει ο Πέριν και άλλες που αφουγκράζονταν σιωπηλές το δίποδο που μιλούσε όπως μιλούσαν οι λύκοι. Ερχόμαστε. Τίποτα άλλο.
Ο Πέριν γύρισε από την άλλη και αποκοιμήθηκε, και ονειρεύτηκε ότι ήταν λύκος που έτρεχε σε λόφους δίχως τέλος. Το επόμενο πρωί δεν υπήρχε ίχνος από τους λύκους —ακόμα και οι Αελίτες δεν ανέφεραν να είχαν δει κανέναν— όμως ο Πέριν τους ένιωθε, αρκετές εκατοντάδες, ενώ έρχονταν κι άλλοι.
Η περιοχή ίσιωσε σχηματίζοντας κυματιστές πεδιάδες στο επόμενο τετραήμερο, όπου ακόμα και τα πιο μεγάλη υψώματα δεν έμοιαζαν να αξίζουν το όνομα λόφος σε σύγκριση με εκείνους που περιτριγύριζαν τον Πέριν και τους άλλους πιο πριν κοντά στον Αλγκουένυα. Το δάσος αραίωσε και μετατράπηκε σε λιβάδι, ξερό, καμένο, με σύδενδρα σε ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους. Τα ποτάμια και τα ρυάκια που διέσχιζαν μετά βίας έβρεχαν τις οπλές των αλόγων, και βάθαιναν λιγάκι μόνο στένευαν ανάμεσα σε ακροποταμιές από βράχους και λάσπη ψημένη από τον ήλιο. Κάθε νύχτα οι λύκοι έλεγαν στον Πέριν ό,τι μπορούσαν για τις Άες Σεντάι μπροστά, δηλαδή όχι πολλά. Η αγέλη της Πυρκαγιάς τις ακολουθούσε, όμως από αρκετή απόσταση. Ένα πράγμα ήταν σαφές. Ο Πέριν κάλυπτε κάθε μέρα όσο έδαφος είχε καλύψει και την πρώτη, και κάθε μέρα μείωνε άλλα δέκα μίλια την απόσταση που τους χώριζε από τις προπορευόμενες Άες Σεντάι. Όταν όμως τις πρόφταινε, τότε τι;
Πριν ασχοληθεί με τους λύκους κάθε νύχτα, ο Πέριν καθόταν και μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Λόιαλ, ενώ κάπνιζαν συντροφικά τις πίπες τους. Για εκείνο ακριβώς το «τότε τι»ήθελε να μιλήσει. Ο Ντομπραίν πίστευε πως έπρεπε να εφορμήσουν και να πεθάνουν κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Ο Ρούαρκ είπε απλώς ότι έπρεπε να περιμένουν και να δουν πώς θα έλαμπε ο ήλιος αύριο, και ότι όλοι οι άνδρες έπρεπε να ξυπνήσουν από το όνειρο, κάτι που δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχε πει ο Ντομπραίν. Όσο για τον Λόιαλ, μπορεί να ήταν ένας νεαρός Ογκιρανός, αλλά δεν έπαυε να είναι ενενήντα-κάτι χρόνων· ο Πέριν υποψιαζόταν πως ο Λόιαλ είχε διαβάσει περισσότερα βιβλία απ’ όσα είχε δει ο ίδιος, και συχνά ανέφερε απροσδόκητα πράγματα για τις Άες Σεντάι.
«Υπάρχουν αρκετά βιβλία για το πώς οι Άες Σεντάι αντιμετωπίζουν τους άνδρες που μπορούν να διαβιβάζουν». Ο Λόιαλ έσμιξε τα φρύδια με την πίπα στο στόμα· το σώμα της είχε σκαλισμένα φύλλα και ήταν μεγάλο σαν τις δυο γροθιές του Πέριν μαζί. «Η Ελόρα, κόρη Άμαρ, της κόρης της Κούρα, έγραψε το Άνδρες της Φωτιάς και Γυναίκες τον Αέρα στις πρώτες μέρες της βασιλείας του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Και ο Λένταρ, γιος του Σάντιν, του γιου του Κόιμαλ, έγραψε το Μια Μελέτη των Ανδρών, των Γυναικών και της Μίας Δύναμης Μεταξύ των Ανθρώπων μόλις πριν από τριακόσια χρόνια. Αυτά τα δύο είναι νομίζω τα καλύτερα. Ειδικά της Ελόρα· έγραψε στο στυλ του... Όχι. Θα είμαι σύντομος». Ο Πέριν αμφέβαλλε γι’ αυτό· η λακωνικότητα σπανίως συγκαταλεγόταν στις αρετές του Λόιαλ όταν μιλούσε για βιβλία. Ο Ογκιρανός ξερόβηξε. «Σύμφωνα με το νόμο του πύργο, ο άνδρας πρέπει να μεταφερθεί στον Πύργο για να δικαστεί πριν ειρηνευτεί». Για μια στιγμή τα αυτιά του Λόιαλ σπαρτάρισαν με δύναμη, και τα μακριά φρύδια του χαμήλωσαν βλοσυρά, όμως χτύπησε φιλικά τον ώμο του Πέριν για παρηγοριά. «Δεν νομίζω να θέλουν να το κάνουν αυτό, Πέριν. Άκουσα ότι θα τον τιμήσουν, και είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό το ξέρουν».
«Να τον τιμήσουν;»είπε χαμηλόφωνα ο Πέριν. «Μπορεί να τον κοιμίζουν στα μετάξια, όμως ο αιχμάλωτος δεν παύει να είναι αιχμάλωτος».
«Είμαι σίγουρος πως τον περιποιούνται, Πέριν. Είμαι σίγουρος». Ο Ογκιρανός δεν φαινόταν σίγουρος, και ο αναστεναγμός του ήταν σαν αεράκι που έφερνε ρίγος. «Επίσης, είναι ασφαλής μέχρι να φτάσουν στην Ταρ Βάλον. Η Ελόρα και ο Λένταρ —και επίσης αρκετοί άλλοι συγγραφείς— συμφωνούν ότι απαιτούνται δεκατρείς Άες Σεντάι για να ειρηνέψουν έναν άνδρα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς τον έπιασαν». Το πελώριο κεφάλι κουνήθηκε πέρα-δώθε με απροκάλυπτη απορία. «Πέριν, τόσο η Ελόρα όσο και Λένταρ λένε ότι όταν οι Άες Σεντάι βρίσκουν έναν άνδρα με μεγάλη δύναμη, πάντα συγκεντρώνουν δεκατρείς αδελφές για να τον συλλάβουν. Παραθέτουν βέβαια ιστορίες όπου ήταν τέσσερις ή πέντε, και αμφότεροι αναφέρουν την Καράιγκαν —έφερε έναν άνδρα στον Πύργο με ταξίδι δύο χιλιάδων μιλίων μόνη της αφού πρώτα εκείνος είχε σκοτώσει και τους δύο Προμάχους της— αλλά... Πέριν, έγραψαν για τον Γιούριαν Στόουνμποου και τον Γκουαίρ Αμαλάσαν. Επίσης για τον Ραολίν Ντάρκσμπεην και Ντάβιαν, όμως οι δύο πρώτοι είναι που με βάζουν σε ανησυχία». Ήταν τέσσερις εκ των ισχυρότερων ανδρών που είχαν αποκαλέσει τον εαυτό τους Αναγεννημένο Δράκοντα πριν τόσο καιρό, πριν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. «Έξι Άες Σεντάι προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν τον Στόουνμποου, κι αυτός σκότωσε τρεις και αιχμαλώτισε τις υπόλοιπες. Έξι προσπάθησαν να πιάσουν τον Αμαλάσαν· αυτός σκότωσε μία και σιγάνεψε δύο ακόμα. Σίγουρα ο Ραντ είναι ισχυρός όσο ο Στόουνμποου και ο Αμαλάσαν. Είναι στ’ αλήθεια μόνο έξι Άες Σεντάι μπροστά μας; Αυτό θα εξηγούσε πολλά».
Ίσως να ήταν έτσι, μα αυτό κάθε άλλο παρά βοηθούσε. Δεκατρείς Άες Σεντάι θα μπορούσαν να νικήσουν όποια επίθεση μπορούσε να εξαπολύσει εναντίον τους ο Πέριν, από μόνες τους, δίχως τους φρουρούς και τους Προμάχους τους. Δεκατρείς Άες Σεντάι θα μπορούσαν να απειλήσουν να σκοτώσουν τον Ραντ αν επιτιθόταν ο Πέριν. Αποκλείεται να το έκαναν —ήξεραν πως ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· ήξεραν ότι έπρεπε να είναι στην Τελευταία Μάχη— αλλά μπορούσε ο Πέριν να το ρισκάρει; Ποιος ήξερε τι λόγους είχαν οι Άες Σεντάι για τις πράξεις τους; Ο Πέριν δεν είχε καταφέρει να εμπιστευτεί ούτε ακόμα και τις Άες Σεντάι που είχαν προσπαθήσει να δείξουν φιλικότητα. Πάντα φύλαγαν τα μυστικά τους, και πώς μπορούσε ένας άνδρας να είναι σίγουρος όταν τις ένιωθε να ενεργούν πίσω από την πλάτη του, όσο κι αν του χαμογελούσαν καταπρόσωπο. Ποιος μπορούσε να ει τι θα έκαναν οι Άες Σεντάι;
Στην πραγματικότητα, ο Λόιαλ δεν ήξερε πολλά που θα τους βοηθούσαν όταν ερχόταν εκείνη η μέρα, κι εκτός αυτούς τον ενδιέφερε περισσότερο να μιλά για την Έριθ. Ο Πέριν ήξερε ότι ο Ογκιρανός είχε αφήσει δύο γράμματα στη Φάιλε, που το ένα απευθυνόταν στη μητέρα του και το άλλο στην Έριθ, για να τα παραδώσει εκείνη όποτε θα μπορούσε, σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι απευκταίο. Κάτι για το οποίο ο Λόιαλ είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να την πείσει ότι δεν θα συνέβαινε· πάντα ανησυχούσε μήπως έβαζε τους άλλους σε ανησυχία. Ο Πέριν είχε αφήσει κι ένα δικό του γράμμα για τη Φάιλε· το είχε πάρει η Άμυς για να το αφήσει στις Σοφές του Αελίτικου στρατοπέδου.
«Είναι τόσο όμορφη», μουρμούρισε ο Λόιαλ, ατενίζοντας τη νύχτα σαν να έβλεπε εκείνη. «Το πρόσωπό της είναι τόσο λεπτεπίλεπτο, αλλά και ταυτοχρόνως δυνατό. Όταν κοιτάζω τα μάτια της, μου φαίνεται ότι δεν θα μπορούσα να δω τίποτα άλλο. Και τα αυτιά της!» Ξαφνικά τα αυτιά του τρεμούλιασαν σφοδρά και παραλίγο θα πνιγόταν με την πίπα του. «Σε παρακαλώ», είπε με μια κοφτή ανάσα, «ξέχνα ότι ανέφερα... δεν έπρεπε να μιλήσω για... Ξέρεις ότι δεν είμαι χυδαίος, Πέριν».
«Το ξέχασα ήδη», είπε αδύναμα ο Πέριν. Τα αυτιά της;
Ο Λόιαλ ήθελε να μάθει πώς ήταν να είσαι παντρεμένος. Όχι ότι σκόπευε να την παντρευτεί ακόμα, έσπευσε να προσθέσει· ήταν πολύ νέος, και έπρεπε να τελειώσει το βιβλίο του, και δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί σε μια ζωή όπου δεν θα έφευγε ποτέ από το στέντιγκ παρά μόνο για να επισκεφθεί κάποιο άλλο, κάτι για το οποίο θα επέμενε κάθε σύζυγος. Απλώς ήταν περίεργος. Τίποτα παραπάνω.
Έτσι ο Πέριν μίλησε για τη ζωή του με τη Φάιλε, για το πώς είχε πάει αλλού τις ρίζες του χωρίς να το καταλάβει. Κάποτε το σπίτι του ήταν οι Δύο Ποταμοί· τώρα, το σπίτι του ήταν όπου ήταν η Φάιλε. Η παρουσία της λάμπρυνε κάθε δωμάτιο, και στο χαμόγελό της τα προβλήματα χάνονταν. Φυσικά, δεν μπορούσε να πει πώς η Φάιλε έκανε το αίμα του να βράζει, το ότι κοιτώντας την η καρδιά του βροντοχτυπούσε —μπορεί να μην ήταν πρέπον— και σίγουρα δεν σκόπευε να αναφέρει σε τι βάσανο τον είχε βάλει τώρα. Τι θα έκανε; Ήταν έτοιμος να πέσει στα γόνατα, αλλά ο σπόρος ενός πείσματος μέσα του απαιτούσε να πει πρώτα η Φάιλε εκείνη τη μία λέξη. Μακάρι να έλεγε η Φάιλε ότι ήθελε να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως ήταν πριν.
«Τι λες για τη ζήλια της;»ρώτησε ο Λόιαλ, και ήταν πια σειρά του Πέριν να πνιγεί. «Όλες οι παντρεμένες γυναίκες έτσι είναι;»
«Ζήλια;»είπε με σιγουριά ο Πέριν. «Η Φάιλε δεν ζηλεύει. Πώς σου μπήκε αυτή η ιδέα; Η Φάιλε είναι τέλεια».
«Φυσικά και είναι», είπε άτονα ο Λόιαλ, κοιτώντας την πίπα του. «Έχεις καθόλου ταμπάκ των Δύο Ποταμών; Αυτό είναι το τελευταίο μου και μετά έχω μόνο εκείνα τα ξινά Καιρχινά φύλλα».
Αν ήταν όλο έτσι, το ταξίδι θα ήταν κατά έναν τρόπο ειρηνικό, όσο ειρηνική μπορούσε να είναι μια καταδίωξη. Η γη ξεδιπλωνόταν μπροστά τους χωρίς να βλέπουν ψυχή. Ο ήλιος είχε ένα χρώμα λιωμένου χρυσαφιού και έκανε το μέρος καμίνι, ενώ συχνά υπήρχαν γεράκια που έκοβαν βόλτες στον ανέφελο γαλανό ουρανό. Οι λύκοι, που δεν ήθελαν να έρχονται άνθρωποι στα μέρη τους, έδιωχναν τα ελάφια προς το δρόμο σε τέτοιους αριθμούς που είχαν περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν μια τέτοια μεγάλη ομάδα, και δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ένα καημένο περήφανο αρσενικό ελάφι με τις ελαφίνες του, με δόρατα να ξεπροβάλλουν από τα κορμιά τους καθώς κείτονταν σε πλήρη θέα από το δρόμο καθώς περνούσε η φάλαγγα. Αλλά υπήρχε ένα παλιό ρητό που έλεγε, «Ο μόνος άνθρωπος που είναι τελείως γαλήνιος είναι ο άνθρωπος που δεν έχει αφαλό».
Οι Καιρχινοί φυσικά δεν ένιωθαν άνετα με τους Αελίτες, και συχνά τους κοίταζαν με συνοφρυωμένη έκφραση ή απροκάλυπτα χλευαστικά. Αρκετές φορές ο Ντομπραίν μουρμούριζε πως τους περνούσαν δώδεκα προς έναν. Σεβόταν τις ικανότητές τους στη μάχη, αλλά με τον τρόπο που σεβόσουν τις επικίνδυνες ιδιότητες ενός κοπαδιού λυσσασμένων λύκων. Οι Αελίτες ούτε αγριοκοίταζαν, ούτε έριχναν χλευαστικές ματιές· απλώς έδειχναν καθαρά ότι οι Καιρχινοί ήταν ανάξιοι προσοχής, Ο Πέριν δεν θα ξαφνιαζόταν αν έβλεπε έναν Αελίτη να προσπαθεί να περάσει μέσα από έναν Καιρχινό, αρνούμενος να αναγνωρίσει την ύπαρξή του. Ο Ρούαρκ έλεγε ότι δεν θα ξεσπούσαν μπελάδες, αρκεί να μην τους άρχιζαν οι δενδροφονιάδες. Ο Ντομπραίν έλεγε πως δεν θα ξεσπούσαν μπελάδες, αρκεί οι βάρβαροι να μην μπλέκονταν στα πόδια του. Ο Πέριν παρακαλούσε να μην άρχιζαν να σφάζονται μεταξύ τους πριν καν δουν τις Άες Σεντάι που είχαν πιάσει τον Ραντ.
Έλπιζε ότι οι Μαγενοί θα αποτελούσαν μια γέφυρα ανάμεσα στους άλλους, αν και μερικές φορές το μετάνιωνε. Οι άνδρες με τους κόκκινους θώρακες τα πήγαιναν μια χαρά με τους κοντύτερους άνδρες με τη λιτή αρματωσιά —ποτέ δεν είχε γίνει πόλεμος μεταξύ Μαγέν και Καιρχίν— και οι Μαγενοί επίσης τα έβρισκαν με τους Αελίτες, με εξαίρεση τον Πόλεμο των Αελιτών, οι Μαγενοί δεν είχαν πολεμήσει ποτέ το Άελ. Ο Ντομπραίν ήταν αρκετά φιλικός με τον Νουρέλ και συχνά μοιράζονταν το δείπνο τους, και ο Νουρέλ είχε συνηθίσει να καπνίζει πίπα με διάφορους Αελίτες. Ειδικά τον Γκαούλ. Από κει είχε αρχίσει ο Πέριν να το μετανιώνει.
«Μιλούσα με τον Γκαούλ», είπε ο Νουρέλ με εκτίμηση. Ήταν η τέταρτη μέρα της διαδρομής, και είχε έρθει από τους Μαγενούς για να μπει πλάι στον Πέριν στην κεφαλή της φάλαγγας. Ο Πέριν άκουγε με μισό αυτί· η Πυρκαγιά είχε αφήσει ένα από τους αρσενικούς της αγέλης της να πλησιάσει τις Άες Σεντάι όταν είχαν ξεκινήσει το ίδιο πρωί, κι εκείνος δεν είχε δει τον Ραντ. Όλοι οι λύκοι ήξεραν την όψη του Σκιοφονιά, απ’ ό,τι φαινόταν. Πάντως, παρά την ασάφεια των όσων είχε δει ο Πρωινά Σύννεφα, όλες οι άμαξες εκτός από μία έμοιαζαν να έχουν ένα μουσαμαδένιο σκέπασμα πάνω σε στεφάνια. Ο Ραντ ήταν μάλλον σε μια από τις άλλες, και πολύ πιο άνετα στη σκιά απ’ όσο ήταν ο Πέριν εδώ με τον ιδρώτα να κυλά στο λαιμό του. «Μου έλεγε για τη Μάχη του Πεδίου του Έμοντ», συνέχισε ο Νουρέλ, «και για την Εκστρατεία των Δύο Ποταμών που έκανες. Άρχοντα Αϋμπάρα, θα ήταν τιμή μου να ακούσω για τις μάχες σου από το στόμα σου».
Ξαφνικά ο Πέριν ανακάθισε στη σέλα του, κοιτάζοντας το αγόρι. Όχι, δεν ήταν αγόρι, παρά τα ροδαλά μάγουλα και το αθώο πρόσωπο. Ο Νουρέλ ήταν σίγουρα συνομήλικος του. Μα η οσμή αυτού του άνδρα, φωτεινή και λιγάκι τρεμουλιαστή... Ο Πέριν παραλίγο θα βογκούσε. Έτσι μύριζαν τα νεαρά παλικάρια στην πατρίδα, αλλά να τον λατρεύει ένας άνδρας της ηλικίας του δύσκολα το άντεχε.
Όμως, αν ήταν αυτό το χειρότερο, δεν θα τον πείραζε. Το περίμενε πως οι Αελίτες και οι Καιρχινοί δεν θα αλληλοσυμπαθιόνταν. Έπρεπε να περιμένει ότι ένας νεαρός που δεν είχε δει ποτέ μάχη να κοιτάζει με σεβασμό έναν που είχε πολεμήσει Τρόλοκ. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν τα πράγματα που δεν μπορούσε να είχε προβλέψει. Το απρόβλεπτο μπορεί να σου δάγκωνε το πόδι τη στιγμή που δεν το περίμενες και δεν είχες περιθώριο να αποσπαστεί η προσοχή σου.
Με εξαίρεση τον Γκαούλ και τον Ρούαρκ, όλοι οι Αελίτες φορούσαν μια λωρίδα από πορφυρό ύφασμα δεμένη στους κροτάφους τους, με τον ασπρόμαυρο δίσκο πάνω από τα φρύδια τους. Ο Πέριν τους είχε δει στην Καιρχίν, και στο Κάεμλυν, όμως τώρα, όταν ρώτησε τον Γκαούλ και μετά τον Ρούαρκ αν αυτό έδειχνε πως ήταν οι σισβαϊ’αμάν για τους όποιους είχε πει ο Ρούαρκ, και οι δύο άνδρες έκανα πως δεν καταλάβαιναν, λες και δεν έβλεπαν κόκκινους κεφαλόδεσμους σε πέντε χιλιάδες άνδρες. Ο Πέριν ρώτησε ακόμα και τον άνδρα που έμοιαζε να είναι επικεφαλής υπό τον Ρούαρκ, τον Ούριεν, ένας της σέπτας των Δύο Οβελίσκων του Ρέυν Άελ τον οποίο ο Πέριν είχε ανταμώσει πριν πολύ καιρό, μα ούτε ο Ούριεν φαινόταν να καταλαβαίνει. Εν πάση περιπτώσει, ο Ρούαρκ είχε πει ότι μπορούσε να φέρει μόνο σισβαϊ’αμάν, κι έτσι τους σκεφτόταν ο Πέριν, ακόμα κι αν δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό.
Αυτό που ήξερε ήταν ότι ίσως υπήρχε πρόβλημα ανάμεσα στους σισβαϊ’αμάν και τις Κόρες. Όταν κάποιοι απ’ αυτούς τους άνδρες κοίταζαν τις Κόρες, ο Πέριν έπιανε μια αμυδρή οσμή ζήλιας. Όταν κάποιες Κόρες κοίταζαν τους σισβαϊ’αμάν, η οσμή τους τον έκανε να σκέφτεται λύκο που τριγυρνούσε πάνω από το κουφάρι ενός ελαφιού και δεν σκόπευε να αφήσει άλλον της αγέλης να δοκιμάσει, ακόμα κι αν πέθαινε στραβοκαταπίνοντάς το με λαιμαργία. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, μα η μυρωδιά υπήρχε και ήταν έντονη.
Αλλά αυτό ήταν πρόβλημα «ίσως», για το μέλλον. Άλλα πράγματα ήταν πιο βέβαια. Τις δύο πρώτες μέρες μετά την αναχώρησή τους, η Σούλιν και η Ναντέρα έβγαιναν και οι δύο μπροστά όποτε ο Ρούαρκ έλεγε κάτι που αφορούσε τις Κόρες· κάθε φορά η Σούλιν έκανε πίσω, κοκκινίζοντας, μα ξαναέβγαινε μπρος την επόμενη φορά και κάθε φορά. Το δεύτερο βραδάκι, όταν έστηναν το στρατόπεδο, προσπάθησαν να σκοτώσουν η μια την άλλη με γυμνά τα χέρια.
Ή τουλάχιστον έτσι το είδε ο Πέριν, καθώς οι δύο γυναίκες κλωτσούσαν η μια την άλλη, χτυπιόνταν με γροθιές, πετούσαν η μια την άλλη στο χώμα, λύγιζαν χέρια τόσο πολύ που ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι θα έσπαζαν κόκαλα — ώσπου εκείνη που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση κατάφερνε να απελευθερωθεί με ένα στροβίλισμα ή ένα χτύπημα. Ο Ρούαρκ τον σταμάτησε όταν έκανε να παρέμβει, και έδειξε ξαφνιασμένος που ήθελε να κάνει τέτοιο πράγμα. Πολλοί Καιρχινοί και Μαγενοί συγκεντρώθηκαν γύρω για να βάλουν στοιχήματα, όμως οι Αελίτες ούτε που κοίταξαν τον τσακωμό, ούτε καν οι Σοφές.
Στο τέλος η Σούλιν έβαλε τη Ναντέρα μπρούμυτα διπλώνοντάς της το μπράτσο στην πλάτη με τρόπο οδυνηρό· αρπάζοντας τα μαλλιά της Ναντέρα, της βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα ώσπου εκείνη έμεινε λιπόθυμη. Για αρκετή ώρα η μεγαλύτερη γυναίκα στεκόταν και κοίταζε εκείνη την οποία είχε νικήσει. Ύστερα η Σούλιν σήκωσε την αναίσθητη Ναντέρα στους ώμους της και απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας.
Ο Πέριν υπέθεσε ότι από κει και μετά θα μιλούσε η Σούλιν, αλλά δεν ήταν αυτό που έγινε. Ήταν πάντα εκεί, όμως η καταμωλωπισμένη Ναντέρα απαντούσε στις ερωτήσεις του Ρούαρκ και εκτελούσε τις εντολές του ενώ η εξίσου καταμωλωπισμένη Σούλιν έμεινε βουβή, και όποτε η Ναντέρα ζητούσε από τη Σούλιν να κάνει κάτι, το έκανε δίχως δισταγμό. Ο Πέριν έξυνε το κεφάλι του και αναρωτιόταν αν είχε πράγματι δει τη μάχη όπως θυμόταν.
Οι Σοφές πάντα περπατούσαν στην άκρη του δρόμου σε ομάδες που ποίκιλλαν σε μέγεθος και έμοιαζαν να αλλάζουν διαρκώς μέλη. Στο τέλος της πρώτης μέρας, ο Πέριν συνειδητοποίησε πως όλο αυτό το πήγαινε-έλα επικεντρωνόταν σε δύο γυναίκες, τη Σούλιν και την Άμυς. Στο τέλος της δεύτερης μέρας, ήταν σίγουρος πως αυτές οι δύο συνηγορούσαν υπέρ δύο πολύ διαφορετικών απόψεων· υπήρχαν πολλές άγριες ματιές και πολύ σμίξιμο των φρυδιών. Η Άμυς άρχισε να υποχωρεί λιγότερες φορές, και κοκκίνιζε πολύ λιγότερο. Μερικές φορές ο Ρούαρκ μύριζε ανυπόμονος όταν κοίταζε τη γυναίκα του, όμως αυτό ήταν το μόνο σημάδι που έλεγε ότι έβλεπε κάτι. Όταν στρατοπέδευσαν για τρίτη φορά μακριά από την πόλη, ο Πέριν περίμενε ότι θα έβλεπε τον καυγά της Σούλιν με τη Ναντέρα να επαναλαμβάνεται μεταξύ των Σοφών.
Αντιθέτως, οι δύο γυναίκες πήραν ένα ασκί νερό και απομακρύνθηκαν λιγάκι, σε ένα σημείο όπου κάθισαν μόνες στο χώμα και έβγαλαν τα διπλωμένα μαντίλια που έδεναν τα μαλλιά τους. Τις παρακολούθησε μέσα στο φεγγαρόλουστο σκοτάδι, μένοντας σε αρκετή απόσταση ώστε να μην κρυφακούσει ούτε καν κατά λάθος, ώσπου τέλος έφυγε για το κρεβάτι του, όμως εκείνες απλώς έπιναν ποτήρια νερό και μιλούσαν. Το άλλο πρωί οι υπόλοιπες Άες Σεντάι ακόμα πήγαιναν από ομάδα σε ομάδα, όμως πριν κάνει τρία μίλια η μακριά φάλαγγα, ο Πέριν κατάλαβε πως όλες τώρα επικεντρώνονταν στη Σορίλεα. Πού και πού η Σορίλεα και η Άμυς πήγαιναν στην άκρη του δρόμου μόνες για να συζητήσουν, όμως οι άγριες ματιές είχαν τελειώσει. Αν ήταν λύκοι, ο Πέριν θα θεωρούσε πως κάποιος είχε προκαλέσει τον αρχηγό της αγέλης και είχε ηττηθεί, όμως, όπως έδειχναν οι μυρωδιές τους, η Σορίλεα αποδεχόταν την Άμυς σχεδόν σαν ίση της τώρα, κάτι που δεν γινόταν στους λύκους.
Την έβδομη μέρα που είχαν φύγει από την Καιρχίν, προχωρώντας κάτω από τον καυτό πρωινό ήλιο, ο Πέριν ανησυχούσε για το τι είδους έκπληξη του επιφύλασσαν μετά οι Αελίτες, ανησυχούσε μήπως οι Αελίτες και οι Καιρχινοί πιάνονταν στα χέρια, και επίσης τι θα έκανε όταν πρόφταινε τις Άες Σεντάι σε τρεις ή τέσσερις μέρες ακόμα.
Όλα αυτά έσβησαν μ’ ένα μήνυμα από τον Μισή Ουρά. Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα ανδρών —ίσως και γυναικών· οι λύκοι μερικές φορές δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν άνδρες από γυναίκες— μόλις λίγα μίλια προς τα δυτικά, που κάλπαζαν γοργά προς την ίδια κατεύθυνση που πήγαινε ο Πέριν. Αυτό που ταρακούνησε τον Πέριν ήταν η όχι ιδιαίτερα καθαρή εικόνα των δύο λάβαρων που ακολουθούσαν.
Γρήγορα τον περικύκλωναν οι άλλοι, ο Ντομπραίν και ο Νουρέλ, ο Ρούαρκ και ο Ούριεν, η Ναντέρα και η Σούλιν, η Σούλιν και η Άμυς. «Συνεχίστε», στρίβοντας τον Πιστό προς τα δυτικά. «Ίσως έχουμε λίγους φίλους που θα έρθουν μαζί μας, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε χρόνο».
Συνέχισαν το δρόμο τους καθώς έφευγε, αλλά δεν τον άφησαν να πάει μόνος. Πριν κάνει εκατό απλωσιές, τον ακολουθούσαν δώδεκα Φτερωτοί Φρουροί και άλλοι τόσοι Καιρχινοί, είκοσι τουλάχιστον Κόρες με επικεφαλής τη Σούλιν και ίσο αριθμό σισβαϊ’αμάν πίσω από έναν γκριζομάλλη με πράσινα μάτια και πρόσωπο τόσο σκληρό που μπορούσες πάνω του να σπάσεις πέτρες. Ο Πέριν απλώς ξαφνιάστηκε που δεν υπήρχαν ανάμεσά τους και μια-δυο Σοφές.
«Φίλοι», μουρμούρισε η Σούλιν μονολογώντας, τρέχοντας πλάι στον αναβολέα του. «Φίλοι που εμφανίζονται ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση, κι αυτός απλώς ξέρει πού είναι». Σήκωσε το βλέμμα πάνω του και μίλησε πιο δυνατά. «Δεν θα ήθελα να σε δω να σκοντάψεις σ’ ένα μαξιλάρι και να σπάσεις πάλι τη μύτη σου».
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι και αναρωτήθηκε τι άλλα όπλα της είχε δώσει όσο εκείνη ήταν μασκαρεμένη σαν υπηρέτρια. Οι Αελίτες ήταν παράξενοι.
Κάτω από τον ήλιο προχώρησε σχεδόν μια ώρα δρόμο, με οδηγό τους λύκους, με τη σιγουριά βέλους που κατευθύνεται προς το στόχο του, και όταν πέρασε ένα χαμηλό ύψωμα, δεν ξαφνιάστηκε απ’ αυτό που είδε περίπου δύο μίλια μπροστά του, καβαλάρηδες σε μια μακριά φάλαγγα ανά δύο, άνδρες από τους Δύο Ποταμούς με το λάβαρο του της Κόκκινης Λυκοκεφαλής μπροστά να κυματίζει στο απαλό αεράκι. Αυτό που τον ξάφνιασε ήταν που στ’ αλήθεια υπήρχαν γυναίκες μαζί τους —εννιά, όπως μέτρησε— και κάποιοι άνδρες που ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν Διποταμίτες. Αυτό που έκανε το στόμα του να σφιχτεί ήταν το δεύτερο λάβαρο. Ο Κόκκινος Αετός της Μανέθερεν. Δεν ήξερε πόσες φορές τους είχε πει να μην το πάρουν αυτό έξω από τους Δύο Ποταμούς· ένα από τα λίγα πράγματα που δεν είχε μπορέσει να σταματήσει πίσω στην πατρίδα με μια απλή νύξη ήταν η ανάρτηση αυτής της σημαίας. Πάντως το ατελές μήνυμα των λύκων για τα λάβαρα τον είχαν προετοιμάσει.
Εκείνοι τον είδαν γρήγορα, αυτόν και τους συντρόφους του, φυσικά. Είχε άνδρες με κοφτερό βλέμμα εκείνη η ομάδα. Τράβηξαν τα γκέμια, περιμένοντας, και μερικοί κατέβασαν τα τόξα που είχαν στις πλάτες, τα μεγάλα τόξα των Δύο Ποταμών που μπορούσαν να σκοτώσουν άνδρα στα τριακόσια βήματα και παραπάνω.
«Μην μπει κανείς μπροστά μου», είπε ο Πέριν. «Δεν θα ρίξουν αν με αναγνωρίσουν».
«Φαίνεται ότι τα κίτρινα μάτια βλέπουν μακριά», είπε ανέκφραστα η Σούλιν. Μερικοί από τους άλλους τον κοίταζαν παράξενα.
«Απλώς μείνετε πίσω μου», αναστέναξε ο Πέριν.
Καθώς πλησίαζε κοντά τους, επικεφαλής της παράξενης παράταξής του, τα τόξα που είχαν υψωθεί χαμήλωσαν και τα βέλη τραβήχτηκαν από τις χορδές. Είδε με χαρά πως είχαν τον Γοργοπόδη, και, με λιγότερη χαρά, τη Σουώλοου. Η Φάιλε δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ αν άφηνε να πάθει κάτι η μαύρη φοράδα της. Θα ήταν ωραία να ξανανέβαινε στο γκρίζο άτι του, ίσως όμως μπορούσε να κρατήσει και τον Πιστό· ένας άρχοντας μπορούσε να έχει δύο άλογα. Ακόμα κι ένας άρχοντας που ίσως να μην είχε περισσότερες από τέσσερις μέρες ζωής.
Ο Ντάνιλ ξεχώρισε από τη φάλαγγα των Δύο Ποταμών, σιάζοντας τα χοντρά μουστάκια του, όπως και ο Άραμ, και οι γυναίκες ήρθαν μαζί τους. Ο Πέριν αναγνώρισε τα αγέραστα πρόσωπα των Άες Σεντάι πριν καν διακρίνει τη Βέριν και την Αλάνα, που έρχονταν με τα άλογά τους τελευταίες από τις γυναίκες. Δεν ήξερε τις άλλες, μα ήταν βέβαιος ποιες ήταν, και όχι το λόγο που ήταν εδώ. Εννιά. Εννιά Άες Σεντάι θα ήταν πιο χρήσιμες σε τρεις τέσσερις μέρες τώρα, αλλά μέχρι ποιου σημείου μπορούσε να τις εμπιστευτεί; Ήταν εννιά, και ο Ραντ του είχε πει πως μόνο έξι επιτρεπόταν να τον ακολουθήσουν. Αναρωτήθηκε ποια ήταν η Μεράνα, η αρχηγός τους.
Μια Άες Σεντάι με τετράγωνο πρόσωπο που έμοιαζε με αγρότισσα πίσω από τα αγέραστα χαρακτηριστικά της μίλησε πριν προλάβει να μιλήσει ο Ντάνιλ. Το άλογο της ήταν μια καφέ φοράδα. «Εσύ είσαι λοιπόν ο Πέριν Αϋμπάρα. Ο Άρχοντας Πέριν, θα έπρεπε να πω. Ακούσαμε πολλά για σένα».
«Τι έκπληξη που σε συναντούμε εδώ», είπε ψυχρά μια αλαζονική αν και όμορφη γυναίκα, «με τέτοια παράδοξη συντροφιά». Ίππευε ένα σκούρο μουνούχι με άγριο βλέμμα· ο Πέριν θα έβαζε στοίχημα ότι το ζώο ήταν ένα εκπαιδευμένο πολεμικό άτι. «Ήμασταν σίγουρες ότι θα ήσουν ακόμα πολύ μπροστά μας».
Αγνοώντας τις, ο Πέριν κοίταξε τον Ντάνιλ. «Όχι πως είμαι δυσαρεστημένος, μα πώς βρεθήκατε εδώ;»
Ο Ντάνιλ κοίταξε τις Άες Σεντάι και χάιδεψε άγρια τα μουστάκια του. «Ξεκινήσαμε όπως είπες, Άρχοντα Πέριν, και όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Θέλω να πω, αφήσαμε και τις άμαξες και τα πάντα, αφού φαινόταν ότι υπήρχε λόγος να φύγεις τόσο γρήγορα. Ύστερα μας πρόφτασαν η Κιρούνα Σεντάι και η Μπέρα Σεντάι και οι άλλες, και είπαν ότι η Αλάνα μπορούσε να βρει τον Ραντ —τον Άρχοντα Δράκοντα, θέλω να πω— και αφού πήγες μαζί του, ήμουν σίγουρος πως θα ήσουν όπου ήταν κι αυτός, και δεν είχες τρόπο να μας πεις ότι είχες φύγει από την Καιρχίν, και...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τέλος πάντων, φαίνεται πως είχαν δίκιο, ε, Άρχοντα Πέριν;»
Ο Πέριν έσμιξε τα φρύδια, ενώ αναρωτιόταν πώς θα τον έβρισκε η Αλάνα. Αλλά σίγουρα μπορούσε να τον βρει, ειδάλλως ο Ντάνιλ και οι άλλοι δεν θα ήταν εδώ. Η Αλάνα και η Βέριν περίμεναν ακόμα πίσω, μαζί με μια λεπτή γυναίκα με ανοιχτοκάστανα μάτια που αναστέναζε συχνά.
«Είμαι η Μπέρα Χάρκιν», είπε η γυναίκα με το τετράγωνο πρόσωπο, «και αυτή είναι η Κιρούνα Νάτσιμαν». Έδειξε την υπερόπτρια σύντροφο της. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι άλλες δεν χρειάζονταν ακόμα συστάσεις. «Θα μας πεις γιατί είσαι εδώ ενώ ο νεαρός αλ’Θόρ —ο Άρχοντα Δράκοντα— είναι αρκετές μέρες προς το νότο;»
Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη σκέψη. Αν αυτές οι εννιά σκόπευαν να ενωθούν με τις Άες Σεντάι μπροστά, δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να τις σταματήσει. Εννιά Άες Σεντάι στο πλευρό του, όμως... «Τον κρατούν αιχμάλωτο. Μια Άες Σεντάι ονόματι Κόιρεν και τουλάχιστον πέντε άλλες τον πηγαίνουν στην Ταρ Βάλον. Τουλάχιστον, αυτό σκοπεύουν να κάνουν. Εγώ σκοπεύω να τις σταματήσω». Αυτό προκάλεσε μεγάλο σοκ· ο Ντάνιλ γούρλωσε τα μάτια και οι Άες Σεντάι άρχισαν να μιλούν όλες μαζί. Ο Άραμ ήταν ο μόνος που έδειχνε να μένει ανεπηρέαστος, αλλά βέβαια δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε άλλο πέρα από τον Πέριν και το σπαθί του. Οι οσμές από τις Άες Σεντάι έδειχναν οργή και φόβο παρά τα γαλήνια πρόσωπά τους.
«Πρέπει να τις σταματήσουμε, Μπέρα», είπε μια γυναίκα που είχε τα μαλλιά της χτενισμένα σε Ταραμπονέζικες πλεξούδες με χάντρες, ενώ μια ασπριδερή Καιρχινή με μια κοκαλιάρικη ρούσσα φοράδα έλεγε, «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην Ελάιντα να τον πάρει, Μπέρα».
«Έξι;» είπε η γυναίκα με τα ανοιχτοκάστανα μάτια, χωρίς να το πιστεύει. «Έξι δεν θα μπορούσαν να τον καταβάλουν. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Σας είπα ότι ήταν τραυματισμένος», είπε σχεδόν κλαίγοντας η Αλάνα. Ο Πέριν ήξερε την οσμή της αρκετά καλά για να την ξεχωρίζει· μύριζε πόνο. «Σας το είπα». Η Βέριν δεν άνοιξε το στόμα της, αλλά μύριζε έξαλλη — και φοβισμένη.
Η Κιρούνα έριξε μια σκοτεινή, περιφρονητική ματιά στην ομάδα του Πέριν. «Μ’ αυτούς σκοπεύεις να σταματήσεις τις Άες Σεντάι, νεαρέ; Η Βέριν δεν είπε ότι είσαι ανόητος».
«Έχω μερικούς ακόμα πιο κάτω στην Οδό της Ταρ Βάλον», είπε αυτός ξερά.
«Τότε μπορείς να τους φέρεις μαζί μας», του είπε η Κιρούνα, λες και έκανε καμιά παραχώρηση. «Δεν πειράζει αυτό, ε, Μπέρα;» Η Μπέρα ένευσε.
Ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί τον εκνεύριζε τόσο πολύ η στάση της Κιρούνα, όμως δεν ήταν τώρα η ώρα για να το ξεδιαλύνει. «Έχω επίσης τριακόσιους Διποταμίτες τοξότες που σκοπεύω να τους πάρω στο δρόμο μαζί μου». Πώς μπορούσε να ξέρει η Αλάνα ότι ο Ραντ είχε πληγωθεί; «Εσείς οι Άες Σεντάι είστε ευπρόσδεκτες να έρθετε μαζί μας».
Αυτό δεν τους άρεσε καθόλου. Πήγαν καμιά δεκαριά βήματα στην άκρη να το συζητήσουν —ακόμα και τα αυτιά του δεν άκουγαν τίποτα· πρέπει με κάποιον τρόπο να χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη— και για ένα διάστημα ο Πέριν πίστεψε πως θα προχωρούσαν μόνες τους.
Στο τέλος ήρθαν μαζί τους, όμως η Μπέρα και η Κιρούνα ήρθαν με τα άλογά τους δεξιά κι αριστερά του μέχρι να φτάσουν στο δρόμο, και του έλεγαν καθεμιά με τη σειρά της πόσο επικίνδυνη και ευαίσθητη ήταν η κατάσταση, και ότι δεν έπρεπε να κάνει τίποτα που να θέσει τον νεαρό αλ’Θόρ σε κίνδυνο. Τουλάχιστον η Μπέρα θυμόταν πού και πού να αποκαλέσει τον Ραντ Αναγεννημένο Δράκοντα. Κάτι που ξεκαθάρισαν ήταν ότι ο Πέριν δεν θα έκανε βήμα χωρίς να ζητήσει την άδεια τους πρώτα. Η Μπέρα άρχισε να ενοχλείται που ο Πέριν δεν επαναλάμβανε τα λόγια της για να βεβαιωθεί ότι τα είχε καταλάβει· η Κιρούνα της έλεγε να θεωρήσει ότι τα είχε πει. Ο Πέριν άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε κάνει λάθος αφήνοντάς τις να έρθουν μαζί του.
Αν οι Άες Σεντάι εντυπωσιάστηκαν από τη συνάθροιση των Αελιτών και των Μαγενών και των Καιρχινών που προχωρούσαν στο δρόμο, δεν το έδειξαν είτε με το βλέμμα είτε με τα λόγια. Πρόσθεσαν το κατιτίς τους όμως στο γενικό αναβρασμό. Οι Μαγενοί και οι Καιρχινοί έδειχναν αναθαρρυμένοι από την εμφάνιση εννιά Άες Σεντάι και δεκάξι Προμάχων, και μόνο που δεν υποκλίνονταν αγγίζοντας το μέτωπο με τις αρθρώσεις των δαχτύλων όποτε τους πλησίαζε μια από αυτές τις γυναίκες. Οι Κόρες και οι σισβαϊ’αμάν, από την άλλη μεριά, άλλοτε τις κοίταζαν δυσοίωνα, κι άλλοτε μ’ ένα ύφος σαν να περίμεναν πως οι Άες Σεντάι θα τους έλιωναν κάτω από τις φτέρνες τους. Οι Σοφές διατηρούσαν την ατάραχη έκφρασή τους σαν τις Άες Σεντάι, όμως ο Πέριν μύριζε να έρχονται απ’ αυτές κύματα καθαρής οργής. Με εξαίρεση μια Καφέ ονόματι Μασούρι, στην αρχή οι Άες Σεντάι αγνοούσαν εντελώς τις Σοφές, αλλά αφού η Μασούρι είχε δεχθεί τουλάχιστον είκοσι αρνήσεις τις επόμενες μέρες —ήταν επίμονη, όμως οι Σοφές απέφευγαν τις Άες Σεντάι με τόση επιδεξιότητα που ο Πέριν πίστεψε πως το έκαναν με το ένστικτο— από κει και έπειτα η Μπέρα και η Κιρούνα και οι άλλες άρχισαν να κοιτάζουν συνεχώς τις Σοφές και να μιλάνε μεταξύ τους πίσω από κάποιο αόρατο φράγμα το οποίο εμπόδιζε τον Πέριν να ακούει τι έλεγαν.
Θα κρυφάκουγε αν μπορούσε· δεν έκρυβαν μόνο λόγια για τις Αελίτισσες. Κατ’ αρχάς, η Αλάνα αρνιόταν να του πει πώς ήξερε πού ήταν ο Ραντ — «Υπάρχουν γνώσεις που θα έκαιγαν κάθε μυαλό εκτός από μιας Άες Σεντάι», τον είχε πει, ψυχρή και μυστηριώδης, όμως μύριζε αγωνία και πόνο— και δεν παραδεχόταν καν ότι είχε πει πως ήταν πληγωμένος με κάποιον τρόπο. Η Βέριν σχεδόν δεν του έλεγε κουβέντα, απλώς παρακολουθούσε τα πάντα με τα σκοτεινά μάτια της που ήταν σαν πουλιού και με ένα μικρό μυστικό χαμόγελο, όμως ανέδιδε κύματα σύγχυσης και θυμού. Κρίνοντας από τις οσμές, θα έλεγε ότι αρχηγός ήταν η Μπέρα ή η Κιρούνα· ήταν η Μπέρα, κατά τη γνώμη του, αν και η διαφορά ήταν μικρή και μερικές φορές έμοιαζε να γέρνει προς την άλλη μεριά για λίγο. Ήταν δύσκολο να πει, αν και ή η μια ή η άλλη έρχονταν πλάι του για μια ολόκληρη ώρα κάθε μέρα, επαναλαμβάνοντας εκδοχές των αρχικών «συμβουλών»τους και γενικά υποθέτοντας πως αυτές ήταν επικεφαλής. Ο Νουρέλ έμοιαζε να το πιστεύει αυτό, δεχόμενος τις διαταγές τους χωρίς ούτε μια ματιά στον Πέριν, και ο Ντομπραίν μετά βίας του έριχνε ένα βλέμμα πρώτα. Μιάμιση μέρα ο Πέριν υπέθετα ότι η Μεράνα είχε παραμείνει στο Κάεμλυν, και ένιωσε σοκ όταν άκουσε να απευθύνονται μ’ αυτό το όνομα στη λεπτή γυναίκα με τα ανοιχτοκάστανα μάτια. Ο Ραντ είχε πει ότι αυτή ήταν η επικεφαλής της πρεσβείας από το Σαλιντάρ, αλλά παρ’ όλο που οι Άες Σεντάι επιφανειακά έμοιαζαν ίσες, ο Πέριν την είχε χαρακτηρίσει κατώτερο λύκο στην αγέλη· η οσμή της έδειχνε μια ζαλισμένη καρτερικότητα και μια ανησυχία. Δεν ήταν παράξενο βέβαια το ότι οι Άες Σεντάι έκρυβαν μυστικά, αλλά ο Πέριν ήθελε να σώσει τον Ραντ από την Κόιρεν και τις άλλες εκεί μπροστά και θα του άρεσε να είχε έστω και μια ιδέα για το αν μετά θα έπρεπε να τον σώσει από την Κιρούνα και τις φίλες της.
Τουλάχιστον ήταν καλό που είχε ξαναβρεί τον Ντάνιλ και τους άλλους, έστω κι αν μπροστά στις Άες Σεντάι ήταν σχεδόν στην ίδια θλιβερή κατάσταση με τους Μαγενούς και τους Καιρχινούς. Οι Διποταμίτες τόσο πολύ είχαν χαρεί βλέποντάς τον, που δεν είχαν γογγύξει πολύ όταν τους είχε πει να βάλουν κατά μέρος τον Κόκκινο Αετό· θα τον ξανάβγαζαν, ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως ο ξάδελφος του Ντάνιλ, ο Μπαν, που ήταν φτυστός ο Ντάνιλ, με εξαίρεση μια σουβλερή μύτη και ένα μακρύ λεπτό μουστάκι στο στυλ των Ντομανών, δίπλωσε το λάβαρο προσεκτικά και το έβαλε στα σακίδια της σέλας του. Δεν συνέχισαν στερημένοι από λάβαρα, φυσικά. Κατ’ αρχάς, υπήρχε η δική του Κόκκινη Λυκοκεφαλή. Ίσως να αγνοούσαν τα λόγια του αν τους έλεγε να το μαζέψουν κι αυτό, και για κάποιο λόγο το ψυχρό, αποδοκιμαστικό βλέμμα της Κιρούνα τον έκανε να θέλει να το επιδεικνύει. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ο Ντομπραίν και ο Νουρέλ έβγαλαν κι αυτοί λάβαρα, εφόσον άλλοι ήδη επεδείκνυαν το δικό τους. Όχι τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν ή το Χρυσό Γεράκι του Μαγιέν. Ο καθένας είχε φέρει τις δυο σημαίες του Ραντ, τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κοκκινόχρυσο σε λευκό φόντο, και τον ασπρόμαυρο δίσκο σε πορφυρό φόντο. Οι Αελίτες δεν έδιναν σημασία, και οι Άες Σεντάι πήραν ψυχρή στάση, όμως ήταν ταιριαστά εμβλήματα για την πορεία τους.
Τη δέκατη μέρα, με τον ήλιο σχεδόν να μεσουρανεί, ο Πέριν ένιωθε μια βαρυθυμιά παρά τα λάβαρα και του Διποταμίτες και τον Γοργοπόδη που καβαλούσε. Θα πρόφταιναν τις άμαξες των Άες Σεντάι λίγο μετά το μεσημέρι, αλλά ακόμα δεν ήξερε τι να κάνει μετά απ’ αυτό. Τότε ήρθε το μήνυμα από τους λύκους. Έλα τώρα. Πολλά δίποδα. Πολλά, πολλά, πολλά! Έλα τώρα!