Ο Ραντ άφησε τη Σούλιν να του κρατήσει το σακάκι για να το φορέσει, για τον απλό λόγο ότι θα έπρεπε να της ξεριζώσει τα χέρια αν ήθελε να το πάρει μόνος του. Ως συνήθως, εκείνη δοκίμασε να του βάλει το ρούχο χωρίς να τη νοιάζει πώς έμπαινε σωστά. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μικρός χορός στο κέντρο της κρεβατοκάμαράς του. Ο Λουζ Θέριν κακάρισε με ένα είδος τρελής αγαλλίασης, μόλις αρκετά δυνατά για να ακουστεί. Τον Σαμαήλ, ω, ναι, μα πρώτα τον Ντεμάντρεντ. Πρώτα απ’ όλα να απαλλαγώ απ’ αυτόν, και ύστερα από τον Σαμαήλ. Ω, ναι. Αν είχε χέρια, θα τα έτριβε χαρωπά. Ο Ραντ τον αγνόησε.
«Δείξε σεβασμό», μουρμούρισε χαμηλόφωνα η Σούλιν. «Δεν έδειξες σεβασμό σε κείνες τις Άες Σεντάι στο Κάεμλυν, και βλέπεις τι έγινε. Οι Σοφές... Άκουσα ότι οι Σοφές λένε πράγματα... Θέλει σέβας, Άρχοντα Δράκοντα», είπε τελικά.
Στο τέλος ο Ραντ κατάφερε να φορέσει σωστά το σακάκι. «Ήρθε η Μιν ή ακόμα;»
«Τη βλέπεις πουθενά; Άρχοντα Δράκοντα». Τινάζοντας φανταστικές κλωστούλες από το κόκκινο μετάξι, η Σούλιν του κούμπωσε τα κουμπιά. Άφησε τα χέρια του να κρεμαστούν στο πλάι, γιατί έτσι θα τελείωνε πιο γρήγορα. «Η Μιν θα έρθει όταν έρθει, αν έρθει. Η Σορίλεα θα τελειώσει μαζί της στις σκηνές όταν τελειώσει». Ξαφνικά τον κοίταξε αυστηρά. «Τι να την κάνεις; Δεν θα θέλεις να σου τσιμπάει τον πισινό μπροστά στις Άες Σεντάι». Αυτό το απόγευμα, δεν είχε υπήρχε κρυμμένο χαμόγελο στην έκφραση της. «Άρχοντα Δράκοντα».
Ο Ραντ μόλις που κρατήθηκε να μη μουτρώσει. Πάνω που όλα πήγαιναν τόσο καλά, τύχαινε αυτό. Η Σορίλεα ήξερε πως ήθελε τη Μιν σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά που δεχόταν κόσμο· δεν έπρεπε να χάσει την ευκαιρία να δει την Κόιρεν και δύο ακόμα απεσταλμένες της Ελάιντα. Η Σορίλεα είχε υποσχεθεί ότι θα του την επέστρεφε. Έκανε μερικά βήματα, όμως η Σούλιν τον ακολούθησε, συνεχίζοντας να τον κουμπώνει. «Σούλιν, θέλω να πας στη σκηνή της Σορίλεα. Βρες τη Μιν και φέρε την εδώ. Χωρίς ερωτήσεις, Σούλιν. Απλώς κάνε το».
Εκείνη κατάφερε να χαμογελάσει και ταυτοχρόνως να τρίξει τα δόντια της, ένα αξιοσημείωτο θέαμα. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας». Με μια εξασκημένη γονυκλισία άπλωσε τα ερυθρόλευκα φουστάνια της και χαμήλωσε το πρόσωπό της σχεδόν ως το πάτωμα.
«Μέχρι πότε;» τη ρώτησε καθώς εκείνη γυρνούσε για να φύγει. Δεν υπήρχε λόγος να εξηγήσει περισσότερο· ο δισταγμός της έδειξε ότι τον είχε καταλάβει.
Στο τέλος του απάντησε ήρεμα και σθεναρά, δίχως καθόλου γκρίνια. «Μέχρι η ντροπή μου να είναι ίση με τη δική τους». Τον κοίταξε κατάματα για μια στιγμή, σαν την αλλοτινή Σούλιν, αν και με μακρύτερα μαλλιά, όμως η μάσκα επέστρεψε εξίσου γοργά. «Αν με συγχωρήσει ο Άρχοντας Δράκοντας, πρέπει να τρέξω για να υπακούσω στην προσταγή του». Κι ατό έκανε, σηκώνοντας τα φουστάνια και βγαίνοντας τρεχάτη από το δωμάτιο. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και κούμπωσε μόνος του τα τελευταία κουμπιά.
Στην πραγματικότητα, ένιωθε ωραία. Με εξαίρεση το θέμα της Μιν, φυσικά. Η Σορίλεα του το είχε υποσχεθεί. Η Μιν του το είχε υποσχεθεί. Θα ξεγλιστρούσε από τις αναπόφευκτες ερωτήσεις της Κόιρεν για το αν είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ταρ Βάλον μαζί τους, θα κάθιζε κάτω τη Μιν και θα την... Δεν ήξερε τι θα την έκανε. Μα η Αλάνα ήταν ακόμα πιο κοντά στο ταξίδι της. Θα άκουγε λιγάκι την Κόιρεν και ύστερα θα πήγαινε να εξασκηθεί στο σπαθί για μια ωρίτσα.
Ο Ντεμάντρεντ, γρύλισε ο Λουζ Θέριν. Ήθελε την Ιλυένα! Όπως συνήθως, η σκέψη της Ιλυένα τον έκανε να αποτραβηχτεί, κλαψουρίζοντας και βογκώντας. Ιλυένα! Αχ, Φως μου, Ιλυένα!
Ο Ραντ πήρε το Σκήπτρο του Δράκοντα στον προθάλαμο. Αναρωτήθηκε ποιες θα έφερνε η Κόιρεν, κάθισε στην ψηλή καρέκλα στο βάθρο για να μην αρχίσει να κόβει βόλτες. Όχι για τις Άες Σεντάι. Για τη Μιν. Η Μιν ήξερε ότι τη χρειαζόταν. Το ήξερε καλά.
Τελικά μια πόρτα άνοιξε ίσα για να χωρέσει μια γυναίκα, μα ήταν η Τσιάντ, όχι η Μιν. «Οι Άες Σεντάι είναι εδώ, Καρ’α’κάρν». Είπε μουδιασμένα τον τίτλο, σαν να μην ήταν ακόμα σίγουρη ότι ένας υδρόβιος ήταν ο αρχηγός των αρχηγών, αλλά και χωρίς να ξέρει πώς μπορούσε να τον θεωρήσει γιο μιας Κόρης.
Ο Ραντ ένευσε, κάθισε με στητό το κορμί και κράτησε το Σκήπτρο του Δράκοντα ορθό στο γόνατο του. «Στείλε τις μέσα». Είχε μερικά αυστηρά λόγια να πει της Μιν γι’ αυτό, που αφιέρωνε όλο της το χρόνο στις Σοφές.
Η Κόιρεν μπήκε μέσα με βήμα σαν παχουλός, υπεροπτικός κύκνος, ακολουθούμενη από τη Γκαλίνα και άλλη μια γυναίκα με πρόσωπο των Άες Σεντάι, μαύρα κορακίσια μαλλιά και σκληρό βλέμμα. Όλες σήμερα φορούσαν αποχρώσεις του γκρίζου, κάτι που ο Ραντ υποψιάστηκε πως το είχαν επιλέξει επειδή δεν θα έδειχνε τη σκόνη, προς έκπληξή του, άλλη μια φορά πίσω από τις Άες Σεντάι εμφανίστηκαν υπηρέτριες με ανοιχτόχρωμους μανδύες στην πλάτη, δώδεκα υπηρέτριες που αγκομαχούσαν κάτω από το βάρος δύο σεντουκιών με μπρούτζινα ελάσματα, μεγαλούτσικα. Μερικές νεαρές τον κοίταξαν, μα οι περισσότερες είχαν το κεφάλι σκυμμένο, συγκεντρωμένες στο φορτίο τους ή ίσως από φόβο.
Ο Ραντ παραλίγο θα στράβωνε με αποστροφή το χείλος πριν κρατηθεί. Στ’ αλήθεια πίστευαν πως μπορούσαν να τον εξαγοράσουν.
«Κρίμα που η Πράσινη αδελφή σου δεν είναι σήμερα εδώ», είπε η Γκαλίνα.
Τα μάτια του από τις υπηρέτριες στράφηκαν πάνω της. Και οι τρεις Άες Σεντάι τον κοίταζαν με προσήλωση. Πώς ήταν δυνατόν να ξέρουν για την Αλάνα;
Δεν είχε χρόνο όμως να αναρωτηθεί· σχεδόν την ίδια στιγμή, ένιωσε ένα γαργαλητό στην επιδερμίδα του.
Η οργή φούσκωσε μέσα του, και στον Λουζ Θέριν επίσης. Ο Ραντ άρπαξε το σαϊντίν, σχεδόν μέσα από τα δόντια του Λουζ Θέριν. Λευκοπυρωμένη οργή κόχλασε στις παρυφές του Κενού, και περιφρόνηση επίσης, καθώς κοίταζε άγρια την Κόιρεν και τη Γκαλίνα και την τρίτη, όποια και αν ήταν. Το μαλακό, στρογγυλό πηγούνι της Κόιρεν ήταν σφιγμένο με μια αποφασισμένη έκφραση, ενώ οι δύο άλλες χαμογελούσαν, ανυπόμονα, κάθε άλλο παρά ευχάριστα. Ήταν εξίσου ανόητες με τη Μεράνα και τη φάρα της.
Η ασπίδα που χώθηκε ανάμεσα στον Ραντ και την Αληθινή Πηγή ήταν σαν να έκλεινε ένας υδατοφράχτης· η ροή του σαϊντίν εξαφανίστηκε, αφήνοντας μονάχα τα ρυπαρά υπολείμματα του μολύσματος. Συγκριτικά μ’ αυτό, ο αέρας που φάνηκε να στερεοποιείται ολόγυρα του από τους αστραγάλους ως το κεφάλι του ήταν κάτι ασήμαντο. Αυτή η ασπίδα έκανε τα μάτια του να γουρλώσουν· ήταν αδύνατον. Τρεις γυναίκες δεν μπορούσαν να τον φράξουν από την Πηγή όταν είχε πιάσει το σαϊντίν, εκτός αν ήταν δυνατές όσο η Σέμιραγκ ή η Μεσάνα ή... Άπλωσε προς την Πηγή, βροντοχτύπησε το αόρατο πέτρινο τείχος, δυνατά, δυνατότερα. Ο Λουζ Θέριν γρύλιζε σαν θηρίο, χτυπούσε, έξυνε λυσσασμένα. Ο ένα από τους δύο έπρεπε να φτάσει το σαϊντίν· ο ένας από τους δύο έπρεπε να διαπεράσει αυτό το προστατευτικό στρώμα που το κρατούσαν μόνο τρεις.
Ο φραγμός είχε μπει στη θέση του μόλις πριν μερικές στιγμές όταν μια από τις υπηρέτριες ήρθε πλάι στη Γκαλίνα και ο Ραντ ένιωσε το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό του. Οκτώ μάτια σε τέσσερα αγέραστα πρόσωπα τον περιεργάστηκαν.
«Είναι μεγάλο κρίμα που καταλήξαμε εδώ». Με το γαλήνιο, μελωδικό τόνο της η Κόιρεν έμοιαζε να απευθύνεται σε μια σύναξη κι όχι σ’ έναν άνδρα. «Εγώ ήθελα πολύ να έρθεις στην Ταρ Βάλον από δική σου βούληση, μα έγινε φανερό ότι απλώς χρονοτριβούσες. Υποθέτω πως έχεις έρθει σε επαφή με τις καημένες που διέφυγαν όταν σιγανεύτηκε η Σάντσε. Στ’ αλήθεια πίστευες πως μπορούσαν να σου προσφέρουν κάτι; Ενάντια στον Λευκό Πύργο, ας πούμε;» Τα έλεγε λες και ήταν απογοητευμένη απ’ αυτόν.
Ο Ραντ μπορούσε να κουνήσει μόνο τα μάτια του· στράφηκαν προς τις υπηρέτριες, που είχαν καταπιαστεί με ένα σεντούκι. Το σεντούκι ήταν ανοιχτό και από μέσα έβγαζαν ένα ρηχό δίσκο. Μερικά από κείνα τα πρόσωπα έδειχναν νεαρά, όμως τα άλλα... Ήταν σίγουρος πως ήταν όλες τους Άες Σεντάι, και οι πέντε νεότερες ήταν τόσο καινούριες που ακόμα δεν είχαν πάρει την αγέραστη όψη· πέντε για να τον κοιτάξουν και να αποκοιμίσουν τις υποψίες του ενώ οι άλλες έκρυβαν τα πρόσωπά τους. Δεκαπέντε Άες Σεντάι. Δεκατρείς για να συνδεθούν και να υφάνουν μια ασπίδα την οποία δεν μπορούσε να σπάσει κανένας άνδρας, και δύο για να τον δεσμεύσουν. Δεκατρείς για να... Ο Λουζ Θέριν το έσκασε ουρλιάζοντας.
Η Γκαλίνα πήρε το Σκήπτρο του Δράκοντα από το χέρι του Ραντ, κουνώντας το κεφάλι καθώς το έβλεπε. «Εγώ είμαι υπεύθυνη τώρα, Κόιρεν». Ούτε που κοίταξε τον Ραντ· λες και ήταν κομμάτι της καρέκλας. «Συμφωνήσαμε ότι αν καταλήγαμε σ’ αυτό θα αναλάμβανε το Κόκκινο Άτζα». Έδωσε το Σκήπτρο του Δράκοντα στην άλλη μελαχρινή με τα γκρίζα ρούχα και είπε, «Βάλε το κάπου, Κατερίνε. Ίσως να είναι ένα διασκεδαστικό σουβενίρ για την Άμερλιν».
Το Κόκκινο Άτζα. Ο ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του Ραντ.
Μακάρι να έμπαιναν αυτή τη στιγμή οι Κόρες που περίμεναν έξω, οι Σοφές, η Σούλιν, κάποια που θα μπορούσε να τσιρίξει, να ξεσηκώσει το Παλάτι. Δεκατρείς Άες Σεντάι, με το Κόκκινο Άτζα επικεφαλής. Αν μπορούσε να ανοίξει το στόμα, θα αλυχτούσε.
Η Μπάιν σήκωσε έκπληκτη το κεφάλι όταν άνοιξαν οι πόρτες —ο Ραντ αλ’Θόρ είχε δεχθεί τις Άες Σεντάι ελάχιστη ώρα πριν— και αυτόματα απέστρεψε το βλέμμα όταν είδε τις υπηρέτριες να βγάζουν έξω τα σεντούκια. Μια από τις μελαχρινές Άες Σεντάι στάθηκε αγέρωχα μπροστά της, και η Μπάιν ορθώθηκε βιαστικά από κει που ζάρωνε δίπλα στην πόρτα. Δεν ήξερε τι γνώμη είχε για τις ιστορίες που της έλεγαν οι άλλες Κόρες στο Κάεμλυν, τα πράγματα που κάποτε γνώριζαν μονάχα οι αρχηγοί και οι Σοφές, όμως τα μαύρα μάτια αυτής της γυναίκας έμοιαζαν να ξέρουν τα πάντα για το πώς το Άελ είχε αποτύχει πριν τόσον καιρό. Τα μάτια αιχμαλώτισαν το βλέμμα της Μπάιν και η Κόρη μόνο αόριστα είχε επίγνωση της άλλης μελαχρινής Άες Σεντάι που αντιμετώπιζε την Τσιάντ, και της αυτάρεσκης Άες Σεντάι που οδηγούσε τις γυναίκες στο διάδρομο μαζί με τα σεντούκια. Η Μπάιν αναρωτήθηκε αν η Άες Σεντάι μπροστά της σκόπευε να τη σκοτώσει για την αποτυχία των Αελιτών. Αν είχε αυτό το σκοπό σίγουρα θα το είχε ήδη κάνει —αποκλείεται να μην ήξερε— μα τα σκούρα μάτια αυτής της γυναίκας λαμπύριζαν με μια σκληράδα που σίγουρα προοιωνιζόταν το θάνατο. Η Μπάιν δεν φοβόταν να πεθάνει· έλπιζε μόνο να προλάβαινε να σηκώσει το πέπλο της πρώτα.
«Φαίνεται πως ο νεαρός Αφέντης αλ’Θόρ έχει συνηθίσει να πηγαινοέρχεται στην Καιρχίν όποτε του καπνίσει», της είπε η Άες Σεντάι με φωνή σαν πέτρα. «Εμείς δεν έχουμε συνηθίσει να φεύγει κανείς από μπροστά μας με τόση αγένεια. Αν επιστρέψει στο Παλάτι τις επόμενες μέρες, θα επιστρέψουμε κι εμείς. Αν όχι... Η υπομονή μας δεν είναι αστείρευτη». Έφυγε με αιθέριες κινήσεις, μαζί με την άλλη, ακολουθώντας τις γυναίκες με τα σεντούκια.
Η Μπάιν αντάλλαξε γοργές ματιές με την Τσιάντ και μπήκαν βιαστικά στα δώματα του Ραντ αλ’Θόρ.
«Τι εννοείς ότι έφυγε;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν. Τα αυτιά του Λόιαλ στράφηκαν προς το μέρος του, μα ο Ογκιρανός κράτησε εξίσου προσηλωμένα το βλέμμα στον άβακα με τους λίθους όσο και η Φάιλε. Μύριζε... Ο Πέριν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα στον κυκεώνα των οσμών που ανέδιδε· μ’ αυτό τον κυκεώνα του ερχόταν να δαγκώσει τα χέρια του.
Η Ναντέρα απλώς σήκωσε τους ώμους. «Το κάνει αυτό καμιά φορά». Φαινόταν αρκετά ήρεμη, με τα χέρια σταυρωμένα και το πρόσωπο απαθές, όμως μύριζε ενοχλημένη, μια οσμή σαν μικρούλικα αγκαθάκια. «Το σκάει κρυφά χωρίς να έχει καν τις Κόρες να του φυλάγουν τα νώτα, ακόμα και μισή μέρα κάποιες φορές. Νομίζει πως δεν το ξέρουμε. Αναρωτιόμουν μήπως ήξερες πού πήγε». Κάτι στη φωνή της έκανε τον Πέριν να σκεφτεί πως αν το μάθαινε, σκόπευε να τον ακολουθήσει.
«Όχι», αναστέναξε. «Δεν έχω ιδέα».
«Το νου σου στο παιχνίδι, Λόιαλ», μουρμούρισε η Φάιλε. «Αποκλείεται να ήθελες να βάλεις λίθο εκεί»
Ο Πέριν αναστέναξε ξανά. Σήμερα είχε αποφασίσει να μείνει, κάθε στιγμή, στο πλευρό της Φάιλε. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να του μιλήσει, κι εκτός αυτού η Μπερελαίν σίγουρα θα τον άφηνε ήσυχο αν ήταν με τη γυναίκα του. Η Μπερελαίν πράγματι τον είχε αφήσει ήσυχο, αλλά μόλις η Φάιλε είχε καταλάβει ότι δεν σκόπευε να πάει για κυνήγι, είχε στριμώξει τον Λόιαλ πριν αυτός προλάβει να πάει στη Βιβλιοθήκη και από κείνη τη στιγμή είχαν παίξει άπειρες παρτίδες λίθους. Ουσιαστικά μέσα στη σιωπή. Ο Πέριν ευχήθηκε να ήταν όπου ήταν ο Ραντ.
Ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, ο Ραντ κοίταζε από πάνω του τα χοντρά δοκάρια στο ταβάνι του υπογείου, χωρίς στην πραγματικότητα να τα βλέπει. Το κρεβάτι δεν ήταν μεγάλο, μα είχε δύο πουπουλένια στρώματα και μαξιλάρια από φτερά χήνας και καλά λινά στρωσίδια. Υπήρχε επίσης μια γερή καρέκλα και ένα τραπεζάκι, χωρίς στολίδια μα καλοφτιαγμένα. Οι μύες του ακόμα πονούσαν μετά τη μεταφορά του εδώ μέσα σε ένα από τα σεντούκια. Η Δύναμη τον είχε κάνει να διπλώσει με ευκολία, με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα· μετά είχαν αρκέσει απλά κορδόνια για να τον μετατρέψουν σε δέμα.
Ο ήχος από μέταλλο που τριβόταν σε μέταλλο τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι. Η Γκαλίνα είχε χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί για να ξεκλειδώσει ένα πορτάκι στο σιδερένιο κλουβί που περιέβαλλε το κρεβάτι και το τραπέζι και την καρέκλα. Μια γκριζομάλλα γυναίκα με μαραμένο πρόσωπο έχωσε τα χέρια στο κλουβί ίσα για να αφήσει στο τραπέζι ένα δίσκο σκεπασμένο μ’ ένα πανί, και μετά σχεδόν πήδηξε προς τα πίσω.
«Σκοπεύω να σε παραδώσω στον Πύργο σχετικά υγιή», είπε ψυχρά η Γκαλίνα καθώς ξανακλείδωνε το πορτάκι. «Φάε, αλλιώς θα σε ταΐσουμε».
Ο Ραντ έστρεψε πάλι το βλέμμα στα δοκάρια. Έξι Άες Σεντάι κάθονταν σε καρέκλες γύρω από το κλουβί, διατηρώντας την ασπίδα πάνω του. Αυτός κρατούσε το Κενό, σε περίπτωση που σταματούσαν κατά λάθος, όμως δεν χιμούσε στο φράγμα. Όταν στην αρχή τον είχαν πετάξει στο κλουβί, αυτό είχε κάνει· μερικές είχαν γελάσει, οι ελάχιστες που είχαν δώσει σημασία. Τώρα αντιθέτως άπλωνε προσεκτικά προς τη μανία του σαϊντίν, μια θύελλα φωτιάς και πάγου που ακόμα ήταν χαμένη λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού του. Άπλωσε, και ένιωσε το αόρατο τείχος να τον αποκόπτει από την Πηγή, γλιστρώντας πάνω του σαν να προσπαθούσε να βρει μια άκρη. Αυτό που βρήκε ήταν ένα μέρος που ο τοίχος έμοιαζε να μετατρέπεται σε έξι σημεία· τον σταματούσαν εξίσου αποτελεσματικά, μα ήταν έξι, όχι ένα, και ήταν σίγουρα σημεία.
Πόσο καιρό βρισκόταν εκεί; Μια γκρίζα καταχνιά είχε απλωθεί πάνω του, πνίγοντας το χρόνο, πνίγοντας τον μέσα σ’ ένα λήθαργο. Ήταν εδώ αρκετή ώρα για να νιώθει πεινασμένος, αλλά το Κενό έκανε αυτή την αίσθηση απόμακρη, και ακόμα και η μυρωδιά της καυτής σούπας και του ζεστού ψωμιού από τον σκεπασμένο δίσκο δεν του κινούσαν το ενδιαφέρον. Για να σηκωθεί, ένιωθε ότι παραήταν μεγάλος ο κόπος. Μέχρι τώρα, δώδεκα Άες Σεντάι είχαν κάνει βάρδιες γύρω από το κλουβί, και όλα τα πρόσωπά τους του ήταν άγνωστα πριν εμφανιστούν στο υπόγειο. Πόσες βρισκόταν εκεί στο σπίτι; Δεν είχε ιδέα πόσο μακριά τον είχαν μεταφέρει σε κείνο το σεντούκι· στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής τρανταζόταν μέσα σε άμαξα ή κάρο. Γιατί είχε ξεχάσει τη συμβουλή της Μουαραίν; Μην εμπιστεύεσαι Άες Σεντάι, ούτε στο ελάχιστο, ούτε στο παραμικρό. Τις έξι Άες Σεντάι που διαβίβαζαν αρκετό σαϊντάρ για να κρατήσουν εκείνη την ασπίδα έπρεπε να τις νιώθει απ’ έξω κάθε γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει. Αρκεί να περνούσε το δρόμο απ’ έξω η Άμυς ή η Μπάιρ ή κάποια άλλη και να αναρωτηθεί. Σίγουρα τους είχε περάσει από το νου ότι είχε εξαφανιστεί πάνω που η Κόιρεν έφευγε από το Παλάτι. Αν υπήρχε δρόμος απ’ έξω. Αρκεί να περνούσε...
Άγγιξε πάλι την ασπίδα, μαλακά, για να μην το νιώσουν. Έξι σημεία. Έξι μαλακά σημεία, με κάποιον τρόπο. Δεν μπορεί, κάτι σήμαινε αυτό. Ευχήθηκε να ξαναμιλούσε ο Λουζ Θέριν, όμως ο μόνος ήχος στο κεφάλι του ήταν οι σκέψεις του που γλιστρούσαν προς το Κενό. Έξι σημεία.
Προχωρώντας βιαστικά στο σουρουπωμένο δρόμο πλάι στο μεγάλο πέτρινο σπίτι όπου βρίσκονταν οι Άες Σεντάι, η Σορίλεα μόλις που μπορούσε να τις νιώσει να διαβιβάζουν ακόμα εκεί μέσα. Μόλις που το ένιωθε επειδή μόλις που μπορούσε να διαβιβάσει, μα δεν ήταν αυτός ο λόγος που δεν είχε δώσει σημασία. Διαβίβαζαν μέρα και νύχτα εκεί μέσα από την άφιξή τους, και καμία από τις Σοφές δεν έκανε πια τον κόπο να αναρωτιέται. Η Σορίλεα είχε τώρα πιο σημαντικά πράγματα να την απασχολούν. Στο παλάτι των δενδροφονιάδων, οι Κόρες είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τον Ραντ αλ’Θόρ, και μουρμούριζαν ότι ο Καρ’α’κάρν θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις αυτή τη φορά όταν επέστρεφε. Η Σορίλεα είχε ζήσει πολύ περισσότερο από αυτές τις Κόρες, περισσότερο από κάθε άλλη Σοφή, είτε αδύνατη στη Δύναμη είτε όχι, και ένιωθε ταραχή. Όπως οι περισσότεροι άνδρες, ο Ραντ αλ’Θόρ έφευγε όποτε ήθελε, για όπου ήθελε —οι άνδρες σ’ αυτό έμοιαζαν με τις γάτες— μα αυτή τη φορά, την ίδια στιγμή που αυτός το έσκαγε, η Μιν είχε εξαφανιστεί κάπου ανάμεσα στις σκηνές και το παλάτι. Της Σορίλεα δεν της άρεσαν οι συμπτώσεις, όσο πολλές κι αν ήταν οι συμπτώσεις που τριγύριζαν τον Καρ’α’κάρν. Τυλίχτηκε στο επώμιο της καθώς ένιωθε ένα άξαφνο ρίγος στα κόκαλά της, και συνέχισε με βιάση προς τις σκηνές.