49 Ο Καθρέφτης της Αχλής

Ο Ραντ ρουφούσε μακάρια την πίπα του, φορώντας πουκάμισο και καθισμένος με την πλάτη σε μια από τις λεπτές, λευκές κολόνες που περικύκλωναν τη μικρή οβάλ εσωτερική αυλή, και κοίταζε το νερό που ανάβλυζε από το μαρμάρινο σιντριβάνι και αστραφτοβολούσε σαν πετράδια στο φως του ήλιου. Ήταν πρωί και αυτό το μέρος της αυλής είχε ακόμα μια ευχάριστη σκιά. Ακόμα και ο Λουζ Θέριν ήταν ήσυχος. «Σίγουρα δεν θα το ξανασκεφτείς για το Δάκρυ;»

Ξαπλωμένος στη διπλανή κολόνα, χωρίς σακάκι κι αυτός, ο Πέριν φύσηξε δυο δαχτυλίδια καπνού πριν ξαναβάλει την πίπα στο στόμα, περίτεχνη, όλο σκαλισμένες λυκοκεφαλές. «Κι εκείνο που είδε η Μιν;»

Η απόπειρα του Ραντ να κάνει κι αυτός δαχτυλίδι έμπλεξε μέσα σε ένα εκνευρισμένο μουγκρητό και κατέληξε σε ένα απλό συννεφάκι καπνού. Η Μιν δεν είχε δικαίωμα να το αναφέρει μπροστά στα αυτιά του Πέριν. «Στ’ αλήθεια θέλεις να δεθείς στη ζώνη μου, Πέριν;»

«Το τι θέλω δεν φαίνεται να σημαίνει πολλά από τη στιγμή που πρωτοείδαμε τη Μουαραίν στο Πεδίο του Έμοντ τότε», είπε ξερά ο Πέριν. Αναστέναξε. «Ραντ, είσαι αυτό που είσαι. Αν αποτύχεις, χάνονται τα πάντα». Ξαφνικά έγειρε μπροστά και κοίταξε συνοφρυωμένος μια πλατιά πόρτα πίσω από την κιονοστοιχία στα αριστερά τους.

Μετά από ένα διάστημα ο Ραντ άκουσε βήματα από κείνη την κατεύθυνση, υπερβολικά βαριά για να ’ναι ανθρώπινα. Η πλατιά μορφή που έσκυψε για να διαβεί την πόρτα και να βγει με μεγάλες δρασκελιές στην αυλή ήταν δυο φορές ψηλότερη από την υπηρέτρια που σχεδόν έτρεχε για να προφτάσει τα μακριά πόδια του Ογκιρανού.

«Λόιαλ!» αναφώνησε ο Ραντ ενώ σηκωνόταν όρθιος. Έφτασε μαζί με τον Πέριν στον Ογκιρανό. Το χαμόγελο στο πλατύ στόμα του Λόιαλ σχεδόν χώριζε το πελώριο πρόσωπό του στα δύο, όμως το μακρύ σακάκι του, που έφτανε ως τις γυρισμένες, ψηλές ως το γόνατο μπότες του, είχε ακόμα τη σκόνη του ταξιδιού. Οι μεγάλες τσέπες φούσκωναν από τετράγωνα σχήματα· ποτέ δεν έβρισκες τον Λόιαλ χωρίς βιβλία. «Είσαι καλά, Λόιαλ;»

«Φαίνεσαι κουρασμένος», είπε ο Πέριν, συνοδεύοντας τον Ογκιρανό στο σιντριβάνι. «Κάτσε στο πεζούλι».

Ο Λόιαλ τους άφησε να τον οδηγήσουν, μα τα μακριά, κρεμαστά φρύδια του υψώθηκαν και τα φουντωτά αυτιά τρεμούλιασαν καθώς κοίταζε μπερδεμένος πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Καθισμένος όπως ήταν, έφτανε τον Πέριν που στεκόταν όρθιος. «Αν είμαι καλά; Αν είμαι κουρασμένος;» Η φωνή του ήταν ένα μπουμπουνητό, σαν να σειόταν η γη. «Φυσικά και είμαι καλά. Κι αν είμαι κουρασμένος, είναι επειδή έκανα μεγάλο δρόμο. Πρέπει να πω ότι νιώθω ωραία που ξαναπατώ στα πόδια μου. Πάντα ξέρεις πού σε πάνε τα πόδια σου, με τα άλογα όμως ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Εν πάση περιπτώσει, τα πόδια μου είναι πιο γρήγορα». Ξαφνικά, άφησε ένα βροντώδες γέλιο. «Μου χρωστάς μια χρυσή κορώνα, Πέριν. Δέκα μέρες, είπες. Πάω στοίχημα άλλη μια κορώνα ότι δεν έφτασες εδώ ούτε πέντε μέρες πριν από μένα».

«Θα την πάρεις την κορώνα σου», γέλασε ο Πέριν. Πρόσθεσε προς τον Ραντ, κάνοντας τα αυτιά του Λόιαλ να ριγήσουν από αγανάκτηση, «Ο Γκαούλ τον διέφθειρε. Τώρα παίζει ζάρια και βάζει στοιχήματα σε ιπποδρομίες παρ’ όλο που μετά δυσκολίας ξεχωρίζει το ένα άλογο από το άλλο».

Ο Ραντ χαμογέλασε. Ο Λόιαλ πάντα κοίταζε με αμφιβολία τα άλογα, κάτι διόλου παράξενο μιας και τα πόδια του ήταν μακρύτερα από τα δικά τους. «Σίγουρα είσαι καλά, Λόιαλ;»

«Βρήκες το εγκαταλελειμένο στέντιγκ;» ρώτησε ο Πέριν, με την πίπα στο στόμα.

«Έμεινες αρκετά;»

«Τι φλυαρείτε εσείς οι δύο;» Το αβέβαιο συνοφρύωμα του Λόιαλ έκανε τις άκρες των φρυδιών του να κατέβουν στα μάγουλά του. «Απλώς ήθελα να ξαναδώ ένα στέντιγκ, να το νιώσω. Είμαι έτοιμος για άλλα δέκα χρόνια».

«Η μητέρα σου άλλα λέει», είπε σοβαρά ο Ραντ.

Ο Λόιαλ σηκώθηκε όρθιος πριν ο Ραντ τελειώσει τη φράση του, κοιτώντας ξεσηκωμένος δεξιά κι αριστερά, με τα αυτιά γερμένα πίσω, τρεμάμενα. «Η μητέρα μου; Εδώ; Βρίσκεται εδώ;»

«Όχι, δεν είναι εδώ», είπε ο Πέριν, και τα αυτιά του Λόιαλ χαλάρωσαν από ανακούφιση. «Φαίνεται πως είναι στους Δύο Ποταμούς. Ή τουλάχιστον ήταν πριν ένα μήνα. Ο Ραντ χρησιμοποίησε ένα τρόπο μετακίνησης που ξέρει για να πάρει αυτήν και τον πρεσβύτερο Χάμαν — Τι έγινε;»

Εκεί που ο Λόιαλ έκανε να καθίσει, πάγωσε με τα γόνατα λυγισμένα όταν άκουσε το όνομα του Πρεσβύτερου Χάμαν. Έκλεισε τα μάτια και κάθισε αργά. «Ο Πρεσβύτερος Χάμαν», μουρμούρισε, τρίβοντας το πρόσωπό του με ένα χέρι όλο χοντρά δάχτυλα. «Ο Πρεσβύτερος Χάμαν και η μητέρα μου». Κοίταξε τον Πέριν. Κοίταξε τον Ραντ. Με φωνή χαμηλή, υπερβολικά ανέμελη, ρώτησε, «Ήταν κανείς άλλος μαζί τους;» Δηλαδή, με φωνή χαμηλή για Ογκιρανό· ήταν σαν γιγάντιος μπάμπουρας που βούιζε μέσα σ’ ένα πελώριο βαζάκι.

«Μια νεαρή Ογκιρανή ονόματι Έριθ», του είπε ο Ραντ. «Είσαι—» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει.

Μ’ ένα βογκητό, ο Λόιαλ πετάχτηκε πάλι όρθιος. Από πόρτες και παράθυρα ξεπρόβαλλαν τα κεφάλια των υπηρετών για να δουν τι ήταν αυτός ο τρομερός θόρυβος και εξαφανίστηκαν πάλι όταν είδαν τον Ραντ. Ο Λόιαλ άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε, με αυτιά και φρύδια τόσο χαμηλωμένα που έμοιαζε να λιώνει. «Μελλοντική σύζυγος», μουρμούρισε. «Αποκλείεται να σημαίνει κάτι άλλο, αφού έρχονται η μητέρα μου και ο Πρεσβύτερος Χάμαν. Μελλοντική σύζυγος. Είμαι πολύ νέος για να παντρευτώ!» Ο Ραντ έκρυψε ένα χαμόγελο πίσω από το χέρι του· μπορεί ο Λόιαλ να ήταν νέος για τους Ογκιρανούς, μα στην περίπτωσή του σήμαινε πως είχε περάσει τα ενενήντα. «Θα με μαζέψει πίσω στο Στέντιγκ Σανγκτάι. Ξέρω ότι δεν θα με αφήσει να ταξιδεύω μαζί σας, και ακόμα δεν έχω αρκετές σημειώσεις για το βιβλίο μου. Α, εσύ μπορείς να χαμογελάς, Πέριν. Η Φάιλε κάνει ό,τι της πεις». Τον Πέριν τον έπιασε βήχας με την πίπα ακόμα στο στόμα, ώσπου ο Ραντ τον χτύπησε στην πλάτη. «Με μας είναι διαφορετικά», είπε ο Λόιαλ. «Θεωρείται αγένεια να μην κάνεις αυτό που σου λέει η γυναίκα σου. Μεγάλη αγένεια. Ξέρω ότι θα με αναγκάσει να νοικοκυρευτώ και να καταπιαστώ με κάτι σοβαρό και σεβαστό, όπως το δενδροτραγούδισμα ή το...» Ξαφνικά έσμιξε τα φρύδια και σταμάτησε να βηματίζει. «Την Έριθ, είπες;» Ο Ραντ ένευσε· ο Πέριν είχε ξαναβρεί την ανάσα του, μα αγριοκοίταζε τον Λόιαλ με κάτι σαν κακοπροαίρετη ευθυμία. «Την Έριθ, κόρη της Ίβα, της κόρης της Άλαρ;» Ο Ραντ ένευσε πάλι, και ο Λόιαλ σωριάστηκε πάλι στη θέση του στο πεζούλι του σιντριβανιού. «Μα την ξέρω. Τη θυμάσαι, Ραντ. Τη συναντήσαμε στο Στέντιγκ Τσόφου».

«Αυτό προσπαθώ να σου πω», είπε ο Ραντ υπομονετικά. Με αρκετή ευθυμία κι αυτός. «Ήταν εκείνη που σου είπε ότι είσαι ωραίος. Και σου χάρισε ένα λουλούδι, αν θυμάμαι καλά».

«Μπορεί να το είπε», μουρμούρισε επιφυλακτικά ο Λόιαλ. «Μπορεί να το έκανε· δεν θυμάμαι». Όμως το χέρι του πλανήθηκε σε μια τσέπη του σακακιού γεμάτη βιβλία, όπου ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα οτιδήποτε πως είχε εκεί το λουλούδι, προσεκτικά πατημένο ανάμεσα σε δυο σελίδες. Ο Ογκιρανός ξερόβηξε, μ’ ένα βαθύ μπουμπουνητό. «Η Έριθ είναι πανέμορφη. Ποτέ δεν συνάντησα άλλη τόσο όμορφη. Και πανέξυπνη. Με άκουγε με προσοχή όταν της εξηγούσα τη θεωρία του Σέρντεν —εννοώ τον Σέρντεν, γιο του Κόλομ, του γιου του Ράντλιν· έγραψε πριν από εξακόσια χρόνια— όταν εξηγούσα τη θεωρία του για το πώς οι Οδοί...» Η φωνή του έσβησε σαν να είχε προσέξει μόλις τότε τα χαμογελά τους. «Μα με άκουγε. Με προσοχή. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον».

«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», είπε ο Ραντ, χωρίς να γίνει πιο συγκεκριμένος. Η αναφορά των Οδών έβαλε το μυαλό του σε σκέψεις. Οι περισσότερες Πύλες ήταν κοντά σε στέντιγκ, και αν πίστευες τη μητέρα του Λόιαλ και τον Πρεσβύτερο Χάμαν, τα στέντιγκ ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Λόιαλ. Φυσικά, ο Ραντ δεν μπορούσε να πάει τον Λόιαλ πιο κοντά από τα σύνορά τους· δεν μπορούσες να διαβιβάσεις εντός των στέντιγκ, όπως και δεν μπορούσες από έξω να στείλεις τη Δύναμη μέσα τους. «Άκουσέ με, Λόιαλ. Θέλω να μπουν σκοποί σε όλες τις Πύλες, και χρειάζομαι κάποιον που να μπορεί να τα βρει αλλά και να μιλήσει στους Πρεσβύτερους και να πάρει την άδειά τους».

«Φως μου», μούγκρισε αηδιασμένος ο Πέριν. Χτύπησε την πίπα του για να την αδειάσει και πάτησε τα αποκαΐδια στις πλάκες της αυλής με το τακούνι της μπότας του. «Φως μου! Στέλνεις τον Ματ να τα βάλει με Άες Σεντάι, εμένα θες να με πετάξεις στη μέσον ενός πολέμου με τον Σαμαήλ, με τις λίγες εκατοντάδες άνδρες των Δύο Ποταμών που έχω μαζί μου, που μερικούς απ’ αυτούς τους ξέρεις προσωπικά, και τώρα θέλεις να στείλεις αλλού τον Λόιαλ τη στιγμή που μόλις έφτασε. Που να καείς, Ραντ, κοίταξέ τον! Σε χρειάζεται. Υπάρχει κανείς τον οποίον δεν θα εκμεταλλευτείς; Μπορεί να θέλεις την Φάιλε να πάει να κυνηγήσει τη Μογκέντιεν ή τη Σέμιραγκ. Φως μου!»

Μέσα στον Ραντ ανέβλυσε ο θυμός, μια θύελλα που τον έκανε να τρεμουλιάσει. Εκείνα τα κίτρινα μάτια τον κοίταζαν βλοσυρά, μα αυτός αντιγύρισε το βλέμμα σαν κεραυνός. «Θα χρησιμοποιήσω όποιον πρέπει. Το είπες και μόνος σου· είμαι αυτό που είμαι. Και χρησιμοποιώ και τον εαυτό μου, Πέριν, επειδή πρέπει. Με τον ίδιο τρόπο θα εκμεταλλευτώ όποιον άλλο πρέπει. Δεν έχουμε πια επιλογές. Ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος!»

«Ραντ, Πέριν», μουρμούρισε ανήσυχα ο Λόιαλ. «Ησυχάστε, γαληνέψτε. Μην τσακώνεστε. Εσείς οι δυο δεν πρέπει να τσακώνεστε». Ένα χέρι μεγάλο σαν χοιρομέρι τους χάιδεψε αδέξια στον ώμο. «Θα έπρεπε και οι δύο να αναπαυθείτε σε ένα στέντιγκ. Τα στέντιγκ σε καταπραΰνουν, σε γαληνεύουν».

Ο Ραντ κοίταξε τον Πέριν που τον κοίταζε. Ακόμα μαινόταν μέσα του ο θυμός, αστραπές σε μια θύελλα που δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν ξεσπούσαν και μπουμπούνιζαν, κάπου στο βάθος. «Συγγνώμη», μουρμούρισε, μιλώντας και στους δύο.

Ο Πέριν έκανε μια αόριστη χειρονομία, ίσως εννοώντας ότι δεν χρειαζόταν να απολογηθεί, ίσως δεχόμενος την απολογία του, αλλά δεν ζήτησε κι εκείνος συγγνώμη. Αντίθετα, το κεφάλι του στράφηκε πάλι γοργά προς τις κιονοστοιχίες, στην πόρτα απ’ όπου είχε έρθει ο Λόιαλ. Πάλι πέρασε ένα διάστημα πριν ο Ραντ ακούσει βήματα.

Η Μιν χίμηξε στην αυλή τρέχοντας με φούρια. Αγνοώντας τον Λόιαλ και τον Πέριν, άρπαξε τον Ραντ από τα μπράτσα. «Έρχονται», του είπε λαχανιασμένα. «Αυτή τη στιγμή είναι στο δρόμο».

«Ήρεμα, Μιν», είπε ο Ραντ. «Ησύχασε. Είχα αρχίσει να νομίζω ότι όλες είχαν ξαπλώσει στα κρεβατάκια τους σαν την — πώς είπες το όνομά της; Ντεμίρα;» Η αλήθεια ήταν ότι ένιωθε μεγάλη ανακούφιση, αν και τα μπουμπουνητά και το βραχνό γέλιο του Λουζ Θέριν δυνάμωσαν με την αναφορά των Άες Σεντάι. Επί τρεις μέρες η Μεράνα ερχόταν μαζί με δύο αδελφές κάθε απόγευμα με ακρίβεια άριστα φτιαγμένου ρολογιού, όμως οι επισκέψεις ξαφνικά είχαν σταματήσει πριν πέντε μέρες δίχως την παραμικρή εξήγηση. Η Μιν δεν είχε ιδέα γιατί. Ο Ραντ ανησυχούσε μήπως είχαν προσβληθεί τόσο πολύ από τους κανόνες του που θα έφευγαν.

Αλλά η Μιν τον κοίταζε με ταραχή. Ο Ραντ την είδε να τρέμει. «Άκουσε με! Είναι επτά, όχι τρεις, και δεν με έστειλαν να σου ζητήσω την άδεια ή να σε ενημερώσω ή κάτι τέτοιο. Ξέφυγα απ’ αυτές και ήρθα καλπάζοντας σ’ όλο το δρόμο με τη Γουάιλντροουζ. Σκοπεύουν να μπουν στο Παλάτι πριν το καταλάβεις ότι ήρθαν. Άκουσα τη Μεράνα να μιλά με τη Ντεμίρα, δεν ήξεραν ότι ήμουν κοντά. Σκοπεύουν να φτάσουν στην Μεγάλη Αίθουσα πριν από σένα, για να αναγκαστείς εσύ να πας σ’ αυτές».

«Τι νομίζεις, αυτή ήταν η θέασή σου;» τη ρώτησε γαλήνια. Η Μιν είχε πει ότι γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάσουν ίσως του έκαναν μεγάλη ζημιά. Επτά! ψιθύρισε βραχνά ο Λουζ Θέριν. Όχι! Όχι! Όχι! Ο Ραντ τον αγνόησε· δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.

«Δεν ξέρω», είπε η Μιν με αγωνία στη φωνή της. Ο Ραντ κατάλαβε ότι η λάμψη στα μαύρα μάτια της οφειλόταν στα δάκρυά της που συγκρατούσε. «Νομίζεις ότι δεν θα σου έλεγα αν το ήξερα; Το μόνο που ξέρω είναι ότι έρχονται και—»

«Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι», τη διέκοψε με σιγουριά. Για να ’ναι η Μιν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, σίγουρα οι Άες Σεντάι την είχαν τρομάξει. Επτά, βόγκηξε ο Λουζ Θέριν. Δεν μπορώ να τα βάλω με επτά μαζί. Με επτά, όχι. Ο Ραντ σκέφτηκε το τερ’ανγκριάλ με τον χοντρό ανθρωπάκο, και η φωνή καταλάγιασε και έγινε ένα μουρμουρητό· όμως ακόμα φαινόταν ταραγμένη. Πάλι καλά που δεν ήταν η Αλάνα μια από τις επτά· ο Ραντ την ένιωθε σε απόσταση, ακίνητη, ή τουλάχιστον χωρίς να πλησιάζει προς το μέρος του. Δεν ήξερε αν τολμούσε να βρεθεί πάλι μαζί της πρόσωπο με πρόσωπο. «Κι επίσης δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Τζαλάνι;»

Η Κόρη με τα αφράτα μάγουλα ξεπήδησε από μια κολόνα τόσο ξαφνικά που τα αυτιά του Λόιαλ πετάχτηκαν ψηλά. Η Μιν φάνηκε να προσέχει για πρώτη φορά τον Ογκιρανό, όπως και τον Πέριν· ξαφνιάστηκε.

«Τζαλάνι», είπε ο Ραντ, «πες στη Ναντέρα ότι θα πάω στη Μεγάλη Αίθουσα, όπου σε λίγο περιμένω τις Άες Σεντάι».

Εκείνη προσπάθησε να κρατήσει την ήρεμη έκφρασή της, όμως η αρχή ενός ικανοποιημένου χαμόγελου έκανε τα μάγουλα της να φανούν ακόμα πιο παχουλά. «Η Μπεράλνα πήγε κιόλας να ειδοποιήσει τη Ναντέρα, Καρ’α’κάρν». Τα αυτιά του Λόιαλ συσπάστηκαν από έκπληξη ακούγοντας τον τίτλο.

«Τότε μπορείς να πεις τη Σούλιν να πάρει το σακάκι μου και με συναντήσει στα αποδυτήρια πίσω από τη Μεγάλη Αίθουσα; Και το Σκήπτρο του Δράκοντα».

Το χαμόγελο της Τζαλάνι πλάτυνε κι άλλο. «Η Σούλιν ήδη έφυγε τρέχοντας σαν γκριζομύτης λαγός που κάθισε σε αγκαθωτό σεγκάντε».

«Σ’ αυτή την περίπτωση», είπε ο Ραντ, «φέρει το άλογο μου στη Μεγάλη Αίθουσα». Η νεαρή Κόρη έμεινε χάσκοντας, ειδικά όταν ο Πέριν και ο Λόιαλ διπλώθηκαν στα δύο από τα γέλια.

Η γροθιά της Μιν στα παΐδια του Ραντ τον έκανε να μουγκρίσει. «Δεν είναι ώρα για γέλια, χοντροκέφαλε βοσκέ! Η Μέριλιλ και οι άλλες έβαζαν τα επώμιά τους λες και φορούσαν αρματωσιά. Άκουσέ με τώρα. Θα στέκομαι σε μια μεριά, πίσω από τις κολόνες, έτσι που εσύ να με βλέπεις αλλά αυτές όχι, κι αν δω κάτι, θα σου κάνω σινιάλο».

«Θα μείνεις εδώ με τον Λόιαλ και τον Πέριν», της είπε. «Δεν ξέρω τι είδους σινιάλο θα έκανες που να μπορώ να το καταλάβω, και αν σε δουν, τότε θα καταλάβουν ότι με προειδοποίησες». Εκείνη τον κοίταξε με τις γροθιές στους γοφούς, ρίχνοντάς του ένα άγριο βλέμμα μέσα από τις βλεφαρίδες της, μουτρωμένα και πεισματικά. «Μιν;»

Προς έκπληξή του, αυτή αναστέναξε και είπε, «Μάλιστα, Ραντ», με άκρα ταπεινότητα. Αυτή η συμπεριφορά εκ μέρους της του γέννησε υποψίες, όπως και αν προερχόταν από την Ηλαίην ή την Αβιέντα, αλλά δεν προλάβαινε να το ψάξει αν ήθελε να βρεθεί στη Μεγάλη Αίθουσα πριν τη Μεράνα. Ένευσε και ευχήθηκε το πρόσωπό του να μην πρόδιδε την αβεβαιότητα που ένιωθε.

Ενώ αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να είχε ζητήσει από τον Πέριν και τον Λόιαλ να την κρατήσουν εκεί —η Μιν θα το λάτρευε αυτό— προχωρούσε βιαστικά προς τα αποδυτήρια πίσω από τη Μεγάλη Αίθουσα με τη Τζαλάνι κατά πόδας να μουρμουρίζει μήπως ήταν αστείο εκείνο που είχε πει για το άλογο. Η Σούλιν ήταν ήδη εκεί με ένα χρυσοκέντητο κόκκινο σακάκι και το Σκήπτρο του Δράκοντα· γρύλισε επιδοκιμαστικά για την αιχμή του, αν και αναμφιβόλως θα το έβρισκε πιο πρέπον αν έλειπαν η πρασινόλευκη φούντα και τα σμιλεύματα και αν είχε κοντάρι στο σωστό μήκος. Ο Ραντ ψηλάφισε για να δει αν το ανγκριάλ ήταν στην τσέπη. Ήταν πράγματι εκεί, και η ανάσα του έγινε πιο ήρεμη, αν και ο Λουζ Θέριν ακόμα λαχάνιαζε από αγωνία.

Όταν ο Ραντ άφησε τα αποδυτήρια με τα λιοντάρια στις ταπισερί και βγήκε βιαστικά στη Μεγάλη Αίθουσα, ανακάλυψε πως όλοι ήταν γοργοί όσο η Σούλιν. Ο Μπάελ ορθωνόταν πανύψηλος σε μια πλευρά του βάθρου με τα χέρια σταυρωμένα, και η Μελαίν στην άλλη, σιάζοντας γαλήνια το σκούρο επώμιο της. Περίπου εκατό Κόρες ήταν παραταγμένες σε σειρές ως την είσοδο, πεσμένες στο ένα γόνατο, κάτω από το προσεκτικό βλέμμα της Ναντέρα, κρατώντας λόγχες και στρογγυλές ασπιδούλες, τόξα από κέρατο σε θήκες στην πλάτη και γεμάτες φαρέτρες στους γοφούς. Μόνο τα μάτια τους φαίνονταν πάνω από τα μαύρα πέπλα. Η Τζαλάνι έτρεξε να μπει σε μια σειρά. Πίσω τους ανάμεσα στις χοντρές κολόνες ήταν ένα πλήθος Αελίτες, άνδρες και Κόρες, μολονότι αυτοί δεν φαίνονταν οπλισμένοι, με εξαίρεση τα μαχαίρια τους με τη βαριά λεπίδα. Υπήρχαν όμως κάποια βλοσυρά πρόσωπα. Αποκλείεται να απολάμβαναν όλοι την ιδέα της αναμέτρησης με Άες Σεντάι, αλλά όχι από το φόβο της Δύναμης. Ό,τι και να έλεγαν τώρα η Μελαίν και οι άλλες Σοφές για τις Άες Σεντάι, οι περισσότεροι Αελίτες είχαν βαθιά ριζωμένη στο μυαλό την αρχαία αποτυχία του Άελ να υπηρετήσει σωστά τις Άες Σεντάι.

Φυσικά δεν ήταν εκεί ο Μπασίρε —βρισκόταν σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης μαζί με τη γυναίκα του— αλλά ούτε και οι Αντορινοί ευγενείς που είχαν μαζευτεί κοπάδι στο Παλάτι. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι η Νάεαν και η Ελένια και ο Λιρ και όλος αυτός ο συρφετός είχε μάθει γι’ αυτή τη συγκέντρωση από την πρώτη στιγμή. Δεν έχαναν ποτέ ακρόαση ενώπιον του θρόνου παρά μόνο όταν τους έδιωχνε ο Ραντ. Η απουσία τους δεν μπορούσε παρά να σημαίνει ότι πηγαίνοντας προς τη Μεγάλη Αίθουσα, είχαν μάθει και το λόγο, κι αυτό σήμαινε πως οι Άες Σεντάι ήταν ήδη στο Παλάτι.

Και πράγματι, ο Ραντ δεν είχε προλάβει καλά-καλά να καθίσει στο Θρόνο του Δράκοντα με το Σκήπτρο του Δράκοντα στο γόνατο, όταν η Κυρά Χάρφορ μπήκε στη Μεγάλη Αίθουσα αναστατωμένη, κάτι ασυνήθιστο γι’ αυτήν. Κοιτώντας τόσο αυτόν όσο και όλους τους Αελίτες με ίση έκπληξη, είπε, «Έστειλα παντού υπηρέτες να σε βρούνε. Ήρθαν Άες Σεντάι—» Μόνο μέχρι εκεί έφτασε πριν εμφανιστούν οι Άες Σεντάι στην πλατιά είσοδο.

Ο Ραντ ένιωσε τον Λουζ Θέριν να απλώνει προς το σαϊντίν, αγγίζοντας το ανγκριάλ, όμως το έπιασε ο ίδιος ο Ραντ, κρατώντας το λυσσασμένο χείμαρρο της φωτιάς και του πάγου, της ρυπαρότητας και της γλύκας, όσο γερά κρατούσε και το απομεινάρι της Σωντσανής λόγχης.

Επτά, μουρμούρισε ζοφερά ο Λουζ Θέριν. Είπα τρεις, και έρχονται επτά. Πρέπει να φυλάγομαι. Ναι. Να φυλάγομαι.

Εγώ είπα τρεις, αντιγύρισε ο Ραντ στη φωνή. Εγώ! Ο Ραντ αλ’Θόρ! Ο Λουζ Θέριν σιώπησε, όμως το μακρινό μουρμουρητό ξανάρχισε.

Κοιτώντας μια τον Ραντ και μια τις επτά γυναίκες με τα κροσσωτά επώμιά τους, η Κυρά Χάρφορ αποφάσισε ότι εδώ δεν ήταν μέρος γι’ αυτήν. Η πρώτη γονυκλισία της απευθύνθηκε στις Άες Σεντάι, η δεύτερη στον Ραντ, και προχώρησε με πιστευτή ηρεμία σε μια άκρη της πόρτας. Όταν οι Άες Σεντάι πέρασαν μέσα, σχηματίζοντας μια γραμμή μπροστά του η μια δίπλα στην άλλη, η Κυρά Χάρφορ ξεγλίστρησε πίσω τους με μια μικρή μόνο δόση βιασύνης.

Σε κάθε μια από τις τρεις επισκέψεις της η Μεράνα είχε φέρει διαφορετικές Άες Σεντάι, και ο Ραντ τις αναγνώριζε όλες εκτός από μία· από τη Φήλντριν Χαρέλα στα δεξιά, με μυριάδες λεπτές κοτσιδούλες δουλεμένες με χρωματιστές χάντρες, ως τη σωματώδη Βαλίντε Ναθένος στα δεξιά με το λευκό κροσσωτό επώμιο της και το λευκό φόρεμα. Όλες είχαν βάλει τα χρώματα του Άτζα τους. Ήξερε ποια πρέπει να ήταν εκείνη την οποία δεν γνώριζε. Η καφέρυθρη επιδερμίδα της σήμαινε ότι η όλο χάρη και ομορφιά γυναίκα με το αστραφτερό σκουροκαφέ μεταξωτό φόρεμα ήταν η Ντεμίρα Έριφ, η Καφέ αδελφή για την οποία η Μιν είχε αναφέρει πως είχε κρεβατωθεί. Αλλά να που στεκόταν στο κέντρο της σειράς, ένα βήμα μπροστά από τις υπόλοιπες, ενώ η Μεράνα στεκόταν ανάμεσα στη Φήλντριν και την παχουλή, στρογγυλοπρόσωπη Ραφέλα Κίνταλ, η οποία έδειχνε ακόμα πιο σοβαρή σήμερα απ’ όσο την άλλη φορά που την είχε δει μαζί με τη Μεράνα πριν έξι μέρες. Όλες είχαν πολύ σοβαρό ύφος.

Για μια στιγμή κοντοστάθηκαν, κοιτώντας τον απαθώς, αγνοώντας τους Αελίτες, και ύστερα προχώρησαν μπροστά, πρώτα η Ντεμίρα, ύστερα η Σήνιντ και η Ραφέλα, μετά η Μεράνα και η Μασούρι, σχηματίζοντας μια αιχμή βέλους που σημάδευε τον Ραντ. Ο Ραντ δεν χρειάστηκε το αμυδρό γαργάλημα στο δέρμα του για να καταλάβει ότι είχαν αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Με κάθε βήμα, κάθε γυναίκα φαινόταν πολύ ψηλότερη απ’ όσο πριν.

Νομίζουν ότι θα εντυπωσιαστώ με τον Καθρέφτη της Αχλής; Το απορημένο γέλιο του Λουζ Θέριν έσβησε μέσα σε τρελά πνιχτά γέλια. Ο Ραντ δεν χρειαζόταν την εξήγησή του· είχε δει κάποτε τη Μουαραίν να κάνει κάτι ανάλογο. Κι ο Ασμόντιαν επίσης το ονόμαζε Καθρέφτη της Αχλής, κι επίσης Ψευδαίσθηση.

Η Μελαίν κούνησε ενοχλημένη το επώμιο της και ξεφύσηξε δυνατά, όμως ο Μπάιν ξαφνικά πήρε έκφραση σαν να αντιμετώπιζε ολομόναχος μια επέλαση εκατοντάδων. Θα στεκόταν να την αντιμετωπίσει, αλλά δεν περίμενε να είναι η έκβαση ευχάριστη. Και μερικές Κόρες επίσης κουνήθηκαν ώσπου η Ναντέρα τις αγριοκοίταξε πάνω από το πέπλο της, κάτι που δεν σταμάτησε το μαλακό ήχο των ποδιών που ανασάλευαν από τους Αελίτες ανάμεσα στις κολόνες.

Η Ντεμίρα Έριφ άρχισε να μιλά, και ήταν ολοφάνερο ότι για κι εδώ χρησιμοποιούσε τη διαβίβαση. Δεν φώναξε, όμως η φωνή της γέμισε τη Μεγάλη Αίθουσα, μοιάζοντας να έρχεται από παντού. «Υπό τις συνθήκες αυτές, αποφασίστηκε να μιλήσω για όλες. Δεν έχουμε κακό σκοπό για σένα σήμερα, όμως τους περιορισμοί που αποδεχτήκαμε πριν, ούτως ώστε να νιώθεις ασφαλής, τώρα πρέπει να τους απορρίψουμε. Προφανώς δεν έμαθες ποτέ να δείχνεις το σεβασμό που δικαιούνται οι Άες Σεντάι. Πρέπει να τον μάθεις τώρα. Επομένως θα ερχόμαστε και θα φεύγουμε όποτε θέλουμε, και από δική μας επιλογή στο μέλλον θα σε πληροφορούμε όταν θα θέλουμε να σου μιλήσουμε. Οι Αελίτες ανιχνευτές σου γύρω από πανδοχείο μας πρέπει να απομακρυνθούν, κι από δω και πέρα ούτε θα μας παρατηρεί, ούτε θα μας ακολουθεί κανείς. Κάθε μελλοντική προσβολή σε βάρος της αξιοπρέπειάς μας θα τιμωρηθεί, αν και αυτοί τους οποίους θα τιμωρήσουμε είναι σαν παιδιά και υπεύθυνος για τον πόνο τους θα είσαι εσύ. Έτσι πρέπει να γίνει. Έτσι θα γίνει. Μάθε ότι είμαστε Άες Σεντάι».

Τη στιγμή που εκείνη η μακριά αιχμή βέλους σταματούσε μπροστά στο θρόνο, ο Ραντ πρόσεξε τη Μελαίν να τον κοιτάζει, σμίγοντας τα φρύδι, δίχως αμφιβολία με την απορία αν τον είχαν εντυπωσιάσει. Αν δεν είχε κάποια ιδέα γι’ αυτό που συνέβαινε, θα είχε εντυπωσιαστεί· ίσως μάλιστα και να είχε όντως εντυπωσιαστεί. Οι επτά Άες Σεντάι στέκονταν δυο φορές ψηλότερος από τον Λόιαλ, ίσως και περισσότερο, με τα κεφάλια σχεδόν στα μισά του ύψους της θολωτής οροφής με τα παράθυρα από χρωματιστό γυαλί. Η Ντεμίρα χαμήλωνε το βλέμμα της πάνω του, ψυχρή και απαθής, σαν να σκεφτόταν να τον σηκώσει στον αέρα με το ένα χέρι, κάτι που ήταν αρκετά μεγάλη για να το κάνει.

Ο Ραντ έγειρε πίσω ανέμελα, και το στόμα του σφίχτηκε όταν κατάλαβε ότι χρειάστηκε κόπος γι’ αυτό, έστω και όχι μεγάλος. Ο Λουζ Θέριν μιλούσε ακατάπαυστα και ούρλιαζε, όμως στο βάθος, κάτι για το ότι δεν έπρεπε να περιμένει, ότι έπρεπε να χτυπήσει τώρα. Η Ντεμίρα είχε τονίσει ορισμένες λέξεις, υπονοώντας ότι ο Ραντ έπρεπε να αντιληφθεί τη σημασία τους. Υπό ποιες συνθήκες; Ως τώρα δέχονταν τους περιορισμούς του· γιατί ξαφνικά διαφαινόταν έλλειψη σεβασμού; Γιατί ενώ πριν ήθελαν να νιώθει ασφαλής; τώρα είχαν αποφασίσει ξαφνικά να τον απειλήσουν, «Οι απεσταλμένες του Πύργου στην Καιρχίν δέχονται τους ίδιους περιορισμούς με σας και δεν φαίνονται προσβεβλημένες». Όχι πολύ. «Αντί για αόριστες απειλές, προσφέρουν δώρα».

«Αυτές δεν είναι σαν και μας. Δεν βρίσκονται εδώ. Εμείς δεν θέλουμε να σε εξαγοράσουμε».

Τον έτσουξε η περιφρόνηση στη φωνή της Ντεμίρα. Τα δάχτυλα του Ραντ πονούσε έτσι που έσφιγγε το Σκήπτρο του Δράκοντα. Ο θυμός του επαναλαμβανόταν στον Λουζ Θέριν, και ξαφνικά κατάλαβε ότι ο άλλος πάλι πάσχιζε να φτάσει την Πηγή.

Που να καείς! σκέφτηκε ο Ραντ. Ήθελε να τις θωρακίσει, όμως ο Λουζ Θέριν μίλησε, λαχανιάζοντας, σχεδόν πανικόβλητος.

Δεν είμαι αρκετά δυνατός. Ακόμα και με το ανγκριάλ, ίσως δεν είμαι αρκετά δυνατός για να κρατήσω επτά. Βλάκα! Άργησες πολύ! Είναι πολύ επικίνδυνο!

Χρειαζόταν πολλή δύναμη για να θωρακίσεις κάποια. Με το ανγκριάλ ο Ραντ ήταν σίγουρος πως μπορούσε να κάνει επτά ασπίδες, ακόμα και τώρα που οι Άες Σεντάι είχαν ήδη αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά αν μια απ’ αυτές κατάφερνε να σπάσει την ασπίδα της... Ή περισσότερες από μία. Ήθελε να τις εντυπωσιάσει με τη δύναμή του, όχι να τους δώσει την ευκαιρία να την νικήσουν. Υφαίνοντας Πνεύμα, Φωτιά και Γη με τον κατάλληλο τρόπο, χτύπησε, σχεδόν σαν να σκόπευε να τις θωρακίσει.

Ο Καθρέφτης της Αχλής έγινε θρύψαλα. Ξαφνικά φάνηκαν επτά φυσιολογικές γυναίκες να στέκονται μπροστά του με αποσβολωμένα πρόσωπα. Όμως το σοκ χάθηκε την ίδια στιγμή πίσω από τη γαλήνια έκφραση των Άες Σεντάι.

«Άκουσες τις αξιώσεις μας», είπε η Ντεμίρα με φυσιολογική φωνή, προστακτικά όμως, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Περιμένουμε να ανταποκριθείς».

Ο Ραντ άθελά του έμεινε να τις κοιτάζει. Τι έπρεπε να κάνει για να δείξει ότι δεν θα υπέκυπτε; Το σαϊντίν λυσσομανούσε μέσα του, μια κοχλάζουσα οργή. Δεν τολμούσε να το απελευθερώσει. Ο Λουζ Θέριν τώρα ούρλιαζε με μανία, προσπαθώντας να αρπάξει την Πηγή από τη λαβή του. Ο Ραντ μετά βίας την κρατούσε. Με το επιπλέον ύψος που του πρόσφερε το βάθρο, ορθώθηκε από πάνω τους. Τα επτά ατάραχα πρόσωπα των Άες Σεντάι τον κοίταξαν. «Οι περιορισμοί ισχύουν ως έχουν», είπε ήρεμα. «Και έχω άλλη μια απαίτηση. Από δω και μετά περιμένω το σεβασμό που μου οφείλετε. Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Τώρα μπορείτε να πηγαίνετε. Η ακρόαση τελείωσε».

Αυτές έμειναν εκεί για διάστημα όσο δέκα χτύποι της καρδιάς, χωρίς καν να βλεφαρίζουν, λες και ήθελαν να δείξουν ότι δεν θα έκαναν ούτε ένα βήμα με τα μαλακά παπούτσια τους κατόπιν διαταγής του. Ύστερα η Ντεμίρα γύρισε χωρίς καν να νεύσει. Καθώς περνούσε δίπλα από τη Σήνιντ και τη Ραφέλα, εκείνες ήρθαν από πίσω της, όπως και οι άλλες με τη σειρά τους, προχωρώντας με αιθέριο βήμα, δίχως βιασύνη, πάνω στα ερυθρόλευκα πλακάκια, ώσπου βγήκαν από τη Μεγάλη Αίθουσα.

Ο Ραντ κατέβηκε από το βάθρο καθώς εκείνες χάνονταν στο διάδρομο.

«Ο Καρ’α’κάρν τις χειρίστηκε καλά», είπε η Μελαίν, αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί σε κάθε γωνιά. «Πρέπει να τις πιάσεις από το σβέρκο και να τις διδάξεις την τιμή, έστω και αν κλαίνε». Ο Μπάελ δεν κατάφερε να κρύψει τη δυσφορία του, που άκουγε να μιλάνε έτσι για Άες Σεντάι.

«Μήπως αυτός ο τρόπος κάνει και για τις Σοφές επίσης;» ρώτησε ο Ραντ, μ’ ένα χαμόγελο.

Η Μελαίν χαμήλωσε τη φωνή, σιάζοντας με έμφαση το επώμιο της. «Μη γίνεσαι τελείως βλάκας, Ραντ αλ’Θόρ».

Ο Μπάελ χαχάνισε, αν και η γυναίκα του τον αγριοκοίταξε. Τουλάχιστον τον είχε καταφέρει να γελάσει. Ο Ραντ δεν ένιωθε όμως το χιούμορ αυτού του αστείου, κι όχι μόνο επειδή τον απομόνωνε το Κενό. Σχεδόν ευχόταν να είχε αφήσει τη Μιν να έρθει. Εδώ παίζονταν πολλά τα οποία δεν καταλάβαινε, και φοβόταν ότι μερικά δεν τα αντιλαμβανόταν καν. Τι στ’ αλήθεια γύρευαν οι Άες Σεντάι;


Κλείνοντας τη μικρή πόρτα των αποδυτηρίων, η Μιν έγειρε σε μια σκούρα επένδυση του τοίχου όπου ήταν σκαλισμένο ένα λιοντάρι, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Φάιλε είχε έρθει για τον Πέριν, και παρ’ όλο που ο Λόιαλ είχε διαμαρτυρηθεί λέγοντας ότι ο Ραντ την ήθελε να μη φύγει από κει, είχε υποχωρήσει μπροστά στην απλή αλήθεια ότι ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να την κάνει να μείνει οπουδήποτε. Φυσικά, αν ο Λόιαλ είχε κάποια ιδέα για τις προθέσεις τις, ίσως να την έβαζε παραμάσχαλα —με τρυφερότητα, φυσικά— και να την κρατούσε εκεί στην αυλή διαβάζοντάς της.

Το θέμα ήταν ότι παρ’ όλο που είχε ακούσει τα πάντα, δεν είχε δει πολλά, εκτός του ότι οι Άες Σεντάι είχαν υψωθεί πάνω από το θρόνο και το βάθρο. Πρέπει να διαβίβαζαν, κα·τι που συνήθως σκοτείνιαζε τις θεάσεις και τις αύρες, αλλά είχε αποσβολωθεί τόσο που δεν είχε προσέξει αν υπήρχε εκεί κάτι να δει. Όταν συνήρθε, οι Άες Σεντάι δεν ορθώνονταν πια πανύψηλες, και η φωνή της Ντεμίρα δεν μπουμπούνιζε από κάθε γωνιά.

Μασώντας το κάτω χείλος της, οι σκέψεις της έτρεχαν. Όπως το έβλεπε, υπήρχαν δύο προβλήματα. Πρώτον, ο Ραντ και η απαίτησή του για σεβασμό, ό,τι κι αν εννοούσε μ’ αυτό. Αν ο Ραντ περίμενε ότι η Μεράνα θα του έκανε βαθιούς τεμενάδες, ήταν γελασμένος, και στο μεταξύ τις είχε κάνει να πάρουν αμυντική στάση. Η Μιν πίστευε ότι υπήρχε τρόπος να το διορθώσει αυτό, αρκεί να τον έβρισκε. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν οι Άες Σεντάι. Ο Ραντ πίστευε πως όλα αυτά ήταν παιδιακίσια καμώματα και θα έδινε τέλος αν πατούσε πόδι. Η Μιν δεν ήξερε αν οι Άες Σεντάι έκαναν παιδιακίσια καμώματα, μα ακόμα κι αν ήταν έτσι, πίστευε πως επρόκειτο για κάτι σοβαρότερο. Το μόνο μέρος όμως όπου θα το μάθαινε ήταν το Στέμμα των Ρόδων.

Πήρε τη Γουάιλντροουζ από το στάβλο της μπροστινής αυλής, έφτασε καλπάζοντας με την καφέ φοράδα στο πανδοχείο και την παρέδωσε σε ένα σταβλίτη με μεγάλα αυτιά, ζητώντας του να τρίψει καλά το άλογο και να του φέρει λίγη φορβή. Είχε πάει επίσης καλπάζοντας στο Παλάτι, και της Γουάιλντροουζ της άξιζε μια ανταμοιβή που την είχε βοηθήσει να υποσκάψει τα σχέδια της Μεράνα και των άλλων. Κρίνοντας από την παγερή οργή στη φωνή του Ραντ, δεν ήξερε τι θα είχε συμβεί αν είχε μάθει στα ξαφνικά ότι επτά Άες Σεντάι τον περίμεναν στη Μεγάλη Αίθουσα.

Η κοινή αίθουσα του Στέμματος των Ρόδων έμοιαζε ίδια όπως ήταν και πριν που είχε βγει κρυφά από την πόρτα των μαγειρείων. Οι Πρόμαχοι κάθονταν στα τραπέζια, μερικοί παίζοντας ντόμινο ή λίθους, μερικοί ρίχνοντας τα ζάρια. Σήκωσαν το βλέμμα σχεδόν σαν ένας όταν μπήκε η Μιν, και, αναγνωρίζοντάς την, ξαναγύρισαν στις ασχολίες τους. Η Κυρά Σίντσονιν στεκόταν μπροστά στην πόρτα του κελαριού με τα κρασιά —στο Στέμμα των Ρόδων δεν είχες βαρέλια με μπύρα και κρασί απλωμένα στον τοίχο της κοινής αίθουσας— με τα χέρια σταυρωμένα και μια ξινή έκφραση στο πρόσωπο. Οι Πρόμαχοι ήταν οι μόνοι στα τραπέζια, και κατά κανόνα οι Πρόμαχοι έπιναν λίγο και σπανίως. Υπήρχαν κασσιτέρινες κούπες και ποτήρια στα τραπέζια, μα η Μιν δεν είδε να τα αγγίζει κανείς. Είδε όμως κάποιον που ίσως μπορούσε να της πει μερικά πράγματα.

Ο Μαχίρο Σουκόζα καθόταν σ’ ένα τραπέζι μόνος του και έπαιζε με παζλ της ταβέρνας, ενώ τα δύο σπαθιά που συνήθως φορούσε στην πλάτη ήταν στηριγμένα στον τοίχο έτσι ώστε να μπορεί να τα πιάσει με ευκολία. Με γκρίζους κροτάφους και μύτη αριστοκρατική, ο Μαχίρο ήταν χαριτωμένος μ’ ένα τραχύ τρόπο, αν και βέβαια μόνο μια ερωτευμένη γυναίκα θα τον έλεγε όμορφο. Κάποτε ήταν άρχοντας στο Κάντορ. Είχε επισκεφθεί τις αυλές σχεδόν όλων των χωρών, ταξιδεύοντας μαζί με μια μικρή βιβλιοθήκη, και κέρδιζε ή έχανε στο τζόγο πάντα μ’ ένα αβίαστο χαμόγελο. Απήγγειλε ποίηση και έπαιζε άρπα και χόρευε υπέροχα. Με δυο λόγο, αν εξαιρούσες το ότι ήταν Πρόμαχος της Ραφέλα, ήταν ακριβώς το είδος των ανδρών που της άρεσαν πριν συναντήσει τον Ραντ. Και που της άρεσαν ακόμα, όταν δεν την αποσπούσαν οι σκέψεις της για τον Ραντ. Καλώς ή κακώς, ο Μαχίρο την έβλεπε με τρόπο που κατά τη γνώμη της Μιν ήταν αλλόκοτος για τα δεδομένα του Κάντορ, κάτι σαν μικρότερη αδελφή που καμιά φορά χρειαζόταν να μιλήσει σε κάποιον και ήθελε μερικές συμβουλές για να μη σπάσει το λαιμό της ανοίγοντας τα φτερά της. Της είπε ότι είχε όμορφα πόδια, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να τα αγγίξει, και θα έσπαζε στο ξύλο έναν άνδρα που θα σκεφτόταν να το κάνει δίχως την άδειά της.

Συναρμολογώντας επιδέξια τα σιδερένια κομμάτια, έβαλε το παζλ στη στοίβα με εκείνα που είχε ήδη παίξει και πήρε ακόμα ένα από μια άλλη στοίβα καθώς η Μιν καθόταν αντίκρυ του. «Λοιπόν, λαχανάκι μου», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, «γύρισες με το σβέρκο γερό, χωρίς να σ’ έχουν απαγάγει και χωρίς να έχεις παντρευτεί». Κάποια μέρα θα τον ρωτούσε τι σήμαινε αυτό· πάντα το έλεγε.

«Μαχίρο, έγινε τίποτα μετά απ’ όταν έφυγα;»

«Εννοείς, εκτός από τις αδελφές που επέστρεψαν από το Παλάτι μοιάζοντας σαν θύελλα στα βουνά». Ως συνήθως, το παζλ αποσυναρμολογήθηκε στα χέρια του σαν να είχε διαβιβάσει.

«Τι τις τάραξε;»

«Ο αλ’Θόρ, υποθέτω». Ξανασυναρμολόγησε το παζλ με ίδια ευκολία και το έβαλε μαζί με τα τελειωμένα· το ίδιο έκανε αμέσως και με ένα από την άλλη στοίβα. «Αυτό το δούλεψα χρόνια πριν», της εκμυστηρεύτηκε.

«Μα πώς, Μαχίρο; Τι συνέβη;»

Τα σκούρα μάτια του την περιεργάστηκαν· τα μάτια μιας λεοπάρδαλης θα θύμιζαν του Μαχίρο, αν ήταν σχεδόν κατάμαυρα. «Μιν, το κουτάβι που χώνει τη μύτη του σε λάθος φωλιά ίσως τη χάσει».

Η Μιν μόρφασε. Τι σωστό που ήταν αυτό. Τι χαζά πράγματα έκανε μια γυναίκα επειδή ήταν ερωτευμένη. «Αυτό θέλω να αποφύγω, Μαχίρο. Ο μόνος λόγος που είμαι εδώ είναι για να μεταφέρω μηνύματα μεταξύ της Μεράνα και του Παλατιού, μα πηγαίνω εκεί χωρίς να έχω ιδέα σε τι μπλέκω. Δεν ξέρω γιατί οι αδελφές σταμάτησαν να τον συναντούν κάθε μέρα, γιατί ξανάρχισαν, γιατί σήμερα πήγε ολόκληρο κοπάδι αντί μόνο για τρεις. Η Μεράνα δεν πρόκειται να το πει. Δεν μου λέει τίποτα παρά μόνο πήγαινε εκεί, κάνε αυτό. Μόνο μια νύξη, Μαχίρο; Σε παρακαλώ;»

Εκείνος εξέτασε το παζλ, αλλά όμως η Μιν ήξερε πως σκεφτόταν, επειδή τα μπλεγμένα κομμάτια μετακινούνταν στα μακριά δάχτυλά του μα δεν έβγαινε τίποτα.

Μια κίνηση στο πίσω μέρος της κοινής αίθουσας τράβηξε την προσοχή της και μισογύρισε το κεφάλι, πριν μαρμαρώσει. Δύο Άες Σεντάι έβγαιναν από τα μπάνια, κρίνοντας από τη φρέσκια όψη τους. Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που είχε δει αυτές τις δύο, πριν τις στείλουν σε ταξίδι από το Σαλιντάρ επειδή η Σέριαμ είχε την αίσθηση ότι ο Ραντ ήταν κάπου στην Ερημιά του Άελ. Προς τα κει είχαν κατευθυνθεί η Μπέρα Χάρκιν και η Κιρούνα Νάτσιμαν: προς την Ερημιά, όχι το Κάεμλυν.

Αν εξαιρούσες το αγέραστο πρόσωπο της, η Μπέρα έμοιαζε με αγρότισσα, με καστανά μαλλιά κομμένα κοντά γύρω από ένα τετράγωνο πρόσωπο, όμως τώρα αυτό το πρόσωπο είχε μια βλοσυρή, αποφασισμένη έκφραση. Η Κιρούνα, κομψή και μεγαλοπρεπής, έμοιαζε μ’ αυτό ακριβώς που ήταν, αδελφή του Βασιλιά του Άραφελ και γυναίκα με δική της εξουσία. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της άστραφταν λες και ετοιμαζόταν να παραγγείλει εκτέλεση και να την απολαύσει. Θεάσεις και αύρες τρεμόπαιζαν ολόγυρά τους όπως συνέβαινε πάντα γύρω από τις Άες Σεντάι και τους Προμάχους. Μια απ’ αυτές τράβηξε το βλέμμα της Μιν όταν άστραψε γύρω και από τις δύο γυναίκες την ίδια στιγμή, καφεκίτρινη και μωβ βαθύ. Τα χρώματα δεν σήμαιναν τίποτα μα η αύρα έκοψε την ανάσα της Μιν.

Το τραπέζι δεν απείχε πολύ από την αρχή της σκάλας, όμως οι δύο γυναίκες δεν έριξαν ούτε μια ματιά στη Μιν καθώς έστριβαν για να την ανεβούν. Δεν την είχαν κοιτάξει πάνω από δυο φορές στο Σαλιντάρ, και τώρα ήταν απορροφημένες στη συζήτηση τους.

«Η Αλάνα έπρεπε να τον έχει δαμάσει εδώ και πολύ καιρό». Η φωνή της Κιρούνα ήταν χαμηλή, μα γεμάτη σχεδόν απροκάλυπτο θυμό. «Εγώ θα το είχα κάνει. Όταν φτάσει, θα της το πω, και ας πάνε στο Σκοτεινό οι τυπικότητες».

«Θα έπρεπε να τον δέσουμε στο λουρί», συμφώνησε με ανέκφραστο τόνο η Μπέρα, «πριν προλάβει να βλάψει το Άντορ». Ήταν Αντορινή. «Το συντομότερο, θα έλεγα».

Καθώς οι δύο ανέβαιναν τη σκάλα, η Μιν κατάλαβε ότι ο Μαχίρο την κοίταζε. «Πώς βρέθηκαν εδώ;» τον ρώτησε, και ξαφνιάστηκε που η φωνή της έμοιαζε εντελώς φυσιολογική. Με την Κιρούνα και τη Μπέρα ήταν δεκατρείς. Δεκατρείς Άες Σεντάι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υπήρχε κι εκείνη η αύρα.

«Ακολούθησαν τα νέα για τον αλ’Θόρ. Ήταν στα μισά του δρόμου για την Καιρχίν όταν άκουσαν πως ήταν εδώ. Εγώ στη θέση σου δεν θα τις πολυζύγωνα, Μιν. Οι Γκαϊντίν τους μου λένε ότι και οι δύο έχουν τα μπουρίνια τους». Η Κιρούνα είχε τέσσερις Πρόμαχους, και η Μπέρα τρεις.

Η Μιν κατάφερε να χαμογελάσει. Ήθελε να το σκάσει τρέχοντας από το πανδοχείο, μα κάτι τέτοιο θα γεννούσε υποψίες, ειδικά στον Μαχίρο. «Καλή συμβουλή. Λέγαμε θα κάνεις μια νύξη;»

Εκείνος δίστασε μια στιγμή ακόμα και ύστερα άφησε κάτω το παζλ. «Δεν θα πω τι είναι και τι δεν είναι, μα μια λέξη στα κατάλληλα αυτιά... Ίσως πρέπει να περιμένεις ότι θα βρεις τον αλ’Θόρ ταραγμένο. Ίσως θα έπρεπε να ζητήσεις από κάποιον άλλο να παραδίνει τα μηνύματα, ίσως κάποιον από μας». Εννοούσε τους Προμάχους «Ίσως οι αδελφές αποφάσισαν να κάνουν ένα μικρό μάθημα ταπεινότητας στον αλ’Θόρ. Και μου φαίνεται, λαχανάκι μου, πως είπα πιο πολλά απ’ όσα έπρεπε. Θα το σκεφτείς;»

Η Μιν δεν ήξερε αν το «μικρό μάθημα» ήταν αυτό που είχε συμβεί στο Παλάτι ή αν ήταν κάτι που έμελλε να έρθει, όμως όλα ταίριαζαν. Κι εκείνη η αύρα. «Κι αυτό μου φαίνεται καλή συμβουλή. Μαχίρο, αν έρθει να με βρει η Μεράνα για να μεταφέρω ένα μήνυμα, θα της πεις ότι τις επόμενες μέρες θα χαζεύω τα αξιοθέατα της Έσω Πόλης;»

«Μακρύ ταξίδι», γέλασε εκείνος πνιχτά, περιγελώντας την καλοσυνάτα. «Άμα δεν προσέχεις, να δεις που θα βρεις σύζυγο να απαγάγεις».

Ο ιπποκόμος με τα μεγάλα αυτιά την κοίταξε παράξενα όταν η Μιν απαίτησε να ξεσηκώσει τη Γουάιλντροουζ από το παχνί της και να την ξανασελώσει. Βγήκε με κανονικό βήμα από το στάβλο, όμως μόλις η πρώτη στροφή την έκρυψε από το Στέμμα των Ρόδων, η Μιν χτύπησε τη φοράδα με τις φτέρνες και οι περαστικοί άνοιγαν δρόμο πανικόβλητοι καθώς κάλπαζε προς το Παλάτι μ’ όλη την ταχύτητα της Γουάιλντροουζ.


«Δεκατρείς», είπε χωρίς καμία έκφραση ο Ραντ· και μόνο που το είπε ήταν αρκετό για να προσπαθήσει ο Λουζ Θέριν να του πάρει ξανά τον έλεγχο του σαϊντίν. Ήταν ένας αγώνας δίχως λόγια με ένα θηρίο που γρύλιζε. Όταν η Μιν πρωτοείπε ότι υπήρχαν δεκατρείς Άες Σεντάι στο Κάεμλυν, ο Ραντ μόλις που είχε προλάβει να αρπάξει τη Δύναμη πριν από τον Λουζ Θέριν. Στο πρόσωπο του Ραντ κυλούσε ιδρώτας· σκούροι λεκέδες είχαν απλωθεί στο σακάκι του. Είχε περιθώριο για να συγκεντρωθεί μόνο σε ένα πράγμα: να κρατήσει το σαϊντάρ μακριά από τον Λουζ Θέριν. Ένας μυς στο μάγουλό του τρεμούλιαζε από την ένταση. Το δεξί το χέρι έτρεμε.

Η Μιν σταμάτησε να βηματίζει στο χαλί του καθιστικού του και χοροπήδησε στις μύτες των ποδιών της. «Ραντ, δεν είναι μόνο αυτό», είπε με αγωνία. «Είναι η αύρα. Αίμα, θάνατος, η Μία Δύναμη, αυτές οι δύο γυναίκες κι εσύ, στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή». Τα μάτια της άστραφταν πάλι, μα αυτή τη φορά στα μάγουλά της κυλούσαν βουβά δάκρυα. «Η Κιρούνα και η Μπέρα δεν σε συμπαθούν, καθόλου μα καθόλου! Θυμάσαι τι είδα γύρω σου; Γυναίκες που μπορούν και διαβιβάζουν, να σου κάνουν κακό. Το δείχνουν οι αύρες, και οι δεκατρείς Άες Σεντάι, και τα πάντα, Ραντ. Αυτό παραπάει!»

Ανέκαθεν έλεγε ότι οι θεάσεις της πάντα έβγαιναν αληθινές, αν και δεν ήξερε αν αυτό θα γινόταν σε μια μέρα ή σ’ ένα χρόνο ή σε δέκα· ο Ραντ σκέφτηκε ότι αν έμενε στο Κάεμλυν, αυτή η συγκεκριμένη ίσως έβγαινε αληθινή την ίδια μέρα. Μπορεί να άκουγε μονάχα ένα γρυλλητό στο κεφάλι, αλλά ήξερε ότι ο Λουζ Θέριν ήθελε να επιτεθεί στη Μεράνα και τις άλλες πριν του ορμήξουν εκείνες. Επίσης η ιδέα φάνταζε ενοχλητικά θελκτική και στον Ραντ. Μπορεί να ήταν απλώς κατά τύχη, μπορεί ο τρόπος που στρέβλωνε ως τα’βίρεν τις πιθανότητες να λειτουργούσε εναντίον του, μα το γεγονός παρέμενε. Η Μεράνα είχε αποφασίσει να τον προκαλέσει την ίδια μέρα που ο αριθμός των Άες Σεντάι είχε φτάσει το δεκατρία.

Σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρά του ίσα για να πιάσει το σπαθί του από το πίσω μέρος της ντουλάπας του και να στερεώσει την αγκράφα με το σχήμα του Δράκοντα. «Θα έρθεις μαζί μου, Μιν», της είπε καθώς άρπαζε το Σκήπτρο του Δράκοντα και προχωρούσε προς την πόρτα.

«Να έρθω πού;» απαίτησε να μάθει εκείνη, σκουπίζοντας τα μάγουλά της με ένα μαντίλι, μα τον ακολούθησε, ενώ ο Ραντ είχε ήδη βρεθεί στον προθάλαμο. Η Τζαλάνι πετάχτηκε όρθια, ελάχιστα πιο γρήγορα από την Μπεράλνα, μια κοκαλιάρα κοκκινομάλλα με γαλανά μάτια και αρπακτικό χαμόγελο.

Μιας και γύρω ήταν μόνο Κόρες, η Μπεράλνα τον κοίταξε σαν να αναρωτιόταν αν έπρεπε να του κάνει τη μεγάλη χάρη να υπακούσει στα λόγια του, μα αυτός της έριξε μια άγρια ματιά. Το Κενό έκανε τη φωνή του απόμακρη και ψυχρή. Ο Λουζ Θέριν είχε καταλαγιάσει και άφηνε μόνο πνιχτά κλαψουρίσματα, μα ο Ραντ δεν τολμούσε να επαναπαυθεί. Τουλάχιστον όχι στο Κάεμλυν, ή οπουδήποτε κοντά στο Κάεμλυν. «Μπεράλνα, βρες τη Ναντέρα και πες της να με συναντήσει στα δωμάτια του Πέριν με όσες Κόρες θέλει να φέρει». Δεν μπορούσε να αφήσει πίσω τον Πέριν, κι αυτό όχι εξαιτίας κάποιας θέασης· όταν η Μεράνα ανακάλυπτε ότι ο Ραντ είχε φύγει, ίσως κάποια απ’ αυτές να δέσμευε τον Πέριν όπως είχε κάνει η Αλάνα με τον Ραντ. «Ίσως να μην ξαναγυρίσω εδώ. Αν δει κανείς τον Πέριν ή τη Φάιλε ή τον Λόιαλ, να τους πει να έρθουν να με συναντήσουν κι αυτοί. Τζαλάνι, βρες την Κυρά Χάρφορ. Πες της ότι χρειάζομαι πένα και μελάνι και χαρτί». Είχε γράμματα να γράψει πριν φύγει. Με το χέρι να τρεμουλιάζει πάλι, πρόσθεσε, «Πολύ χαρτί. Τι κάθεσαι; Άντε! Άντε!» Εκείνες κοιτάχτηκαν και άρχισαν να τρέχουν. Ο Ραντ κατευθύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, με τη Μιν σχεδόν να τρέχει για να τον προφτάσει.

«Ραντ, πού πάμε;»

«Στην Καιρχίν». Με το Κενό ολόγυρά του, τα λόγια του ήταν ψυχρά σαν χαστούκι. «Δείξε μου εμπιστοσύνη, Μιν. Δεν θα σου κάνω κακό. Προτιμώ να κόψω το χέρι μου παρά να σου κάνω κακό». Εκείνη έμεινε σιωπηλή, και στο τέλος ο Ραντ χαμήλωσε το βλέμμα και την είδε να τον κοιτάζει με μια περίεργη έκφραση.

«Χαίρομαι που το ακούω, βοσκέ». Η φωνή της εξίσου περίεργη με την έκφρασή της. Η σκέψη δεκατριών Άες Σεντάι που έρχονταν γι’ αυτόν πρέπει να την είχε τρομάξει, κάτι καθόλου παράξενο.

«Μιν, αν στο τέλος χρειαστεί να αναμετρηθώ μαζί τους, σου υπόσχομαι ότι θα βρω τρόπο να σε απομακρύνω από τον κίνδυνο». Πώς μπορούσε ένας άνδρας να αντιμετωπίσει δεκατρείς; Η σκέψη έκανε τον Λουζ Θέριν να φουσκώσει πάλι, ουρλιάζοντας.

Προς έκπληξη του, η Μιν ανέμισε επιδεικτικά τα μαχαίρια καθώς τα έβγαζε από τα μανίκια του σακακιού της και άνοιξε το στόμα, μα ύστερα τα ξανάκρυψε εξίσου επιδέξια —πρέπει να είχε κάνει εξάσκηση— πριν μιλήσει. «Μπορείς να με σύρεις από τη μύτη στην Καιρχίν ή όπου αλλού θέλεις, βοσκέ, αλλά θα τα βρεις σκούρα αν θελήσεις να με διώξεις». Για κάποιο λόγο, ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν αυτό που σκόπευε η Μιν να πει αρχικά.

Όταν έφτασαν στα δωμάτια του Πέριν, ο Ραντ αντίκρισε μια ασυνήθιστη συγκέντρωση. Στη μια άκρη του καθιστικού ήταν ο Πέριν και ο Λόιαλ, φορώντας πουκάμισα, σταυροπόδι κατάχαμα στο γαλάζιο χαλί, καπνίζοντας πίπα παρέα με τον Γκαούλ, ένα Πέτρινο Σκυλί που ο Ραντ τον θυμόταν από την πτώση της Πέτρας. Στην άλλη μεριά του δωματίου καθόταν η Φάιλε, κατάχαμα κι αυτή, μαζί με τη Μπάιν και την Τσιάντ που ήταν κι αυτές στην Πέτρα. Στο άλλο δωμάτιο, μέσα από την ανοιχτή πόρτα, ο Ραντ είδε τη Σούλιν να αλλάζει τα λινά σεντόνια, τινάζοντάς τα με δύναμη λες και προτιμούσε να τα κάνει κομματάκια. Όλοι σήκωσαν το βλέμμα όταν μπήκαν μέσα ο Ραντ και η Μιν, και η Σούλιν ήρθε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

Επικράτησε ένταση όταν τους εξήγησε για τις δεκατρείς Άες Σεντάι και το τι είχε κρυφακούσει η Μιν. Δεν είπε όμως για τις θεάσεις· κάποιοι στο δωμάτιο ήξεραν, κάποιοι ίσως το αγνοούσαν, και ο Ραντ δεν θα το αποκάλυπτε αν δεν το έλεγε πρώτη η Μιν. Κάτι που εκείνη δεν έκανε. Και δεν θα έλεγε για τον Λουζ Θέριν, φυσικά· όχι ότι φοβόταν τι μπορούσε να του συμβεί σε μια πόλη με δεκατρείς Άες Σεντάι, ακόμα κι αν αυτές κάθονταν άπραγες. Αν ήθελαν, ας νόμιζαν ότι τον είχε πιάσει πανικός· μπορεί να ήταν κι έτσι. Ο Λουζ Θέριν είχε σιωπήσει, μα ο Ραντ τον ένιωθε σαν ένα καυτό βλέμμα που τον παρακολουθούσε μέσα στη νύχτα. Ο θυμός και ο φόβος, ίσως επίσης και ο πανικός, σέρνονταν έξω από το Κενό σαν μεγάλες αράχνες.

Ο Πέριν και η Φάιλε άρχισαν αμέσως να μαζεύουν βιαστικά τα πράγματά τους, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ χειρομίλησαν μεταξύ τους πριν αναγγείλουν πως σκόπευαν να συνοδεύσουν τη Φάιλε, ενώ ακούγοντάς το αυτό ο Γκαούλ ανακοίνωση πως θα συνόδευε τον Πέριν. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε τι έτρεχε εκεί, παρά μόνο ότι αφορούσε τον Γκαούλ που φρόντιζε να μην κοιτάξει την Μπάιν και την Τσιάντ, ενώ εκείνες δεν κοίταζαν τον Γκαούλ. Ο Λόιαλ βγήκε από το δωμάτιο βιαστικά, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του ότι η Καιρχίν δεν ήταν μακρύτερα από τους Δύο Ποταμούς όσο ήταν το Κάεμλυν, και ότι η μητέρα του ήταν διάσημη πεζοπόρος. Όταν ξαναγύρισε, είχε ένα μισοέτοιμο δεματάκι κάτω από το ένα μπράτσο και μια πελώρια σέλα στον ώμο, με τα πουκάμισά του να μισοκρέμονται. Ο Λόιαλ ήταν έτοιμος να φύγει την ίδια στιγμή. Εξαφανίστηκε και η Σούλιν, που ξανάρθε με ένα μπόγο στα χέρια που έμοιαζε να αποτελείται από ερυθρόλευκα φορέματα. Με μια αταίριαστη γι’ αυτήν έκφραση ηπιότητας χαραγμένη στο πρόσωπό της, μούγκρισε στον Ραντ ότι είχε διαταγές να υπηρετεί και τον Ραντ και τον Πέριν και τη Φάιλε, και ότι μόνο μια σαύρα που την είχε τρελάνει ο ήλιος θα πίστευε ότι αυτό μπορούσε να γ·νιει από το Κάεμλυν τη στιγμή που όλοι τους θα βρίσκονταν στην Καιρχίν. Πρόσθεσε μάλιστα κι ένα «Άρχοντα Δράκοντά μου» που ήχησε σαν βρισιά, και επίσης μια γονυκλισία, που, πράγμα καταπληκτικό, την εκτέλεσε δίχως κανένα παραπάτημα. Αυτό φάνηκε να καταπλήσσει και την ίδια.

Η Ναντέρα έφτασε σχεδόν την ίδια στιγμή με την Κυρά Χάρφορ, η οποία κουβαλούσε ένα κιβωτιάκι με σύνεργα γραφής, όπου υπήρχαν αρκετές πένες με ατσάλινη μύτη, και χαρτί και μελάνι και βουλοκέρι που έφταναν για πενήντα γράμματα. Κάτι που αποδείχθηκε χρήσιμο.

Ο Πέριν ήθελε να στείλει μήνυμα στον Ντάνιλ Λιούιν λέγοντάς του να ακολουθήσει τους υπόλοιπους άνδρες των Δύο Ποταμών —δεν σκόπευε να τους αφήσει έρμαιο των Άες Σεντάι— και απέφυγε να πει στον Ντάνιλ να φέρει τη Μποντ και τις άλλες κοπέλες από το Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν μόνο όταν ο Ραντ και η Φάιλε του επισήμαναν ότι, πρώτον, οι Άες Σεντάι δεν θα τις άφηναν να φύγουν, και, δεύτερον, πιθανότατα εκείνες δεν θα ήθελαν να έρθουν. Ο Πέριν και η Φάιλε είχαν πάει μερικές φορές στο πανδοχείο· ακόμα κι αυτός αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι οι κοπέλες ανυπομονούσαν να πάνε και να γίνουν Άες Σεντάι.

Η Φάιλε προσωπικά είχε δυο βιαστικά γράμματα να γράψει, στη μητέρα και στον πατέρα τη, για να μην ανησυχήσουν, όπως είπε. Ο Ραντ δεν ήξερε ποιο γράμμα ήταν για ποιον γονιό της, μα ήταν διαφορετικά στον τόνο τους· το πρώτο η Φάιλε το ξεκίνησε πεντ’ έξι φορές, το έσκιζε, έσμιγε τα φρύδια με κάθε λέξη, ενώ το άλλο το έγραψε όλο χαμόγελα και πνιχτά γελάκια. Αυτό του φάνηκε πως απευθυνόταν στη μητέρα της. Η Μιν έγραψε σε έναν φίλο της ονόματι Μαχίρο στο Στέμμα των Ρόδων, και για κάποιο λόγο φρόντισε να πληροφορήσει τον Ραντ πως ο Μαχίρο ήταν ηλικιωμένος, αν και κοκκίνισε λέγοντας το. Ακόμα και ο Λόιαλ έπιασε πένα και χαρτί με κάποιο δισταγμό. Τη δική του πένα· οι ανθρώπινες θα χάνονταν μέσα στα πελώρια χέρια του. Σφραγίζοντας το σημείωμά του, το παρέδωσε στην Κυρά Χάρφορ ζητώντας της με σεβασμό να το παραδώσει προσωπικά αν προέκυπτε η αφορμή. Ο σαν χοντρό λουκάνικο αντίχειράς του σκέπαζε σχεδόν ολόκληρο το όνομα του παραλήπτη, τόσο με ανθρώπινη όσο και Ογκιρανή γραφή, όμως ο Ραντ, με τη Μία Δύναμη να του οξύνει το βλέμμα, πρόσεξε το όνομα «Έριθ». Πάντως ο Λόιαλ δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι θα ήθελε να μείνει να το παραδώσει αυτοπροσώπως.

Τα γράμματα του Ραντ ήταν εξίσου δύσκολα με εκείνο της Φάιλε, αλλά για διαφορετικούς λόφους. Ο ιδρώτας που στάλαζε από το πρόσωπό του έκανε το μελάνι να τρέχει, και το χέρι του έτρεμε τόσο που χρειάστηκε να ξαναρχίσει μερικές φορές επειδή είχε γεμίσει το χαρτί μελανάδες. Ήξερε όμως τι ακριβώς ήθελε να πει. Στον Τάιμ, μια προειδοποίηση για δεκατρείς Άες Σεντάι και μια επανάληψη των διαταγών του να μην τις πλησιάσει. Στη Μεράνα, μια προειδοποίηση διαφορετικού είδους, και ένα είδος πρόσκλησης· δεν υπήρχε λόγος να της κρυφτεί· η Αλάνα τελικά θα τον έβρισκε οπουδήποτε στον κόσμο κι αν πήγαινε. Έπρεπε όμως να γίνει με τους δικούς του όρους, αν μπορούσε να το καταφέρει.

Όταν τελικά τα σφράγισε —η ύπαρξη της σφραγίδας από πρασινόπετρα με σκαλισμένο τον Δράκοντα, τον έκανε να κοιτάξει αυστηρά την Κυρά Χάρφορ η οποία του αντιγύρισε μια εντελώς ανέκφραστη ματιά— στράφηκε προς τη Ναντέρα. «Έχεις έξω τις είκοσι Κόρες σου;»

Η Ναντέρα ύψωσε τα φρύδια. «Είκοσι; Το μήνυμά σου έλεγε να φέρω όσες θέλω, και ότι ίσως δεν θα ξαναγυρνούσες. Έχω πεντακόσιες, και θα έρχονταν κι άλλες αν δεν τους το ξέκοβα».

Ο Ραντ απλώς ένευσε. Στο κεφάλι του υπήρχε σιωπή με εξαίρεση τις δικές του σκέψεις, μα μπορούσε να νιώσει τον Λουζ Θέριν, μέσα στο Κενό μαζί του, που περίμενε σαν σφιγμένο ελατήριο. Όταν πέρασαν όλοι από την πύλη στο θάλαμο της Καιρχίν και ο Ραντ άφησε την τρύπα να κλείσει, περιορίζοντας την αίσθηση της Αλάνα που είχε σε μια αόριστη εντύπωση παρουσίας στα δυτικά, μόνο τότε φάνηκε να χάνεται ο Λουζ Θέριν. Λες και ο άνθρωπος είχε αποκοιμηθεί, κουρασμένος από τον αγώνα του με τον Ραντ. Στο τέλος ο Ραντ άφησε στην άκρη το σαϊντίν και τότε μόνο συνειδηποίησε πως ήταν κατάκοπος από αυτή την πάλη. Χρειάστηκε να τον κουβαλήσει ο Λόιαλ στα δωμάτιά του στο Παλάτι του Ήλιου.

Η Μεράνα καθόταν ήρεμα στο παράθυρο του καθιστικού, με την πλάτη στη θέα του δρόμου και το γράμμα του Ραντ αλ’Θόρ στα γόνατά της. Είχε αποστηθίσει τα περιεχόμενά του.

Μεράνα, έτσι ξεκινούσε. Όχι Μεράνα Άες Σεντάι, ούτε καν Μεράνα Σεντάι.

Μεράνα.

Ένας φίλος μου είχε πει κάποτε πως στα περισσότερα παιχνίδια με ζάρια, ο αριθμός δεκατρία θεωρείται σχεδόν εξίσου γρουσούζικος με το να φέρεις στη ζαριά σου τα Μάτια του Σκοτεινού. Κι εγώ επίσης πιστεύω πως το δεκατρία είναι γρουσούζικος αριθμός. Πάω στην Καιρχίν. Μπορείς να με ακολουθήσεις με πέντε άλλες αδελφές το πολύ. Έτσι θα είστε σε κοινή μοίρα με τις απεσταλμένες από το Λευκό Πύργο. Θα δυσαρεστηθώ να προσπαθήσεις να φέρεις περισσότερες. Μην με πιέσεις ξανά. Δεν μου έχει μείνει πολλή εμπιστοσύνη.

Ραντ αλ’Θόρ

Ο Αναγεννημένος Δράκοντας

Στο τέλος, είχε πατήσει την πένα τόσο δυνατά που παραλίγο θα έσχιζε το χαρτί· οι δύο τελευταίες γραμμές έμοιαζαν γραμμένες με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα από τις υπόλοιπες.

Η Μεράνα καθόταν χωρίς την παραμικρή κίνηση και φασαρία. Δεν ήταν μόνη της. Τα υπόλοιπα μέλη της πρεσβείας, αν μπορούσες να την πεις έτσι, καθόταν σε καρέκλες κοντά στους τοίχους, καθεμιά με τον τρόπο της. Το εκνευριστικό ήταν ότι μόνο η Μπερενίτσια καθόταν μαζεμένα σαν τη Μεράνα, με τα παχουλά χεράκια σταυρωμένα στα γόνατά της, το κεφάλι γερμένο λιγάκι, και τα σοβαρά μάτια να παρατηρούν· δεν έλεγε λέξη παρά μόνο όταν της μιλούσες. Η Φήλντριν καθόταν καμαρωτά και μιλούσε όποτε της κάπνιζε, το ίδιο επίσης η Μασούρι και η Ραφέλα. Αλλά και η Σήνιντ φαινόταν ανυπόμονη, έτσι όπως καθόταν μπροστά-μπροστά στην καρέκλα και συχνά χαμογελούσε με αποφασιστικότητα. Οι υπόλοιπες ήταν περισσότερο σαν τη Βαλίντε, σχεδόν ατάραχες. Όλες ήταν εκεί εκτός από τη Βέριν και την Αλάνα, και είχαν αποσταλεί Γκαϊντίν για να τις βρουν. Η Κιρούνα και η Μπέρα, που στέκονταν στο κέντρο του δωματίου, ήταν εξόφθαλμα εκεί.

«Με αηδιάζει το ότι θα έστελνε κανείς τέτοια επιστολή σε μια Άες Σεντάι». Η Κιρούνα δεν μίλησε με βροντώδη φωνή· ο τόνος της ήταν γαλήνιος και συγκρατημένος και σθεναρός, όλα αυτά μαζί. Μα τα μαύρα μάτια της πετούσαν αστραπές. «Ντεμίρα, μπορεί ο πληροφοριοδότης σου να επιβεβαιώσει ότι ο αλ’Θόρ έχει πάει στην Καιρχίν;»

«Ταξίδεμα», μουρμούρισε η Μπέρα δύσπιστα. «Για σκέψου τι πήγε και ξαναανακάλυψε».

Οι πολύχρωμες χάντρες στα μαλλιά της Φήλντριν άφησαν ξερούς κρότους καθώς ένευε. «Δεν μπορούμε να σκεφτούμε τι άλλο θα μπορούσε να ήταν. Θα πρέπει να μην ξεχνάμε πως ίσως είναι ισχυρότερος ακόμα και από τον Λογκαίν ή τον Μάζριμ Τάιμ, σωστά;»

«Δεν μπορεί να γίνει τίποτα με τον Τάιμ;» Το στρογγυλό πρόσωπο της Ραφέλα, που συνήθως ήταν γλυκό και ευχάριστο, τώρα ήταν αυστηρό και η συνήθως μειλίχια φωνή της ήταν ανέκφραστη. «Υπάρχουν το λιγότερο εκατό άνδρες που μπορούν να διαβιβάσουν —εκατό!— σε απόσταση ούτε είκοσι μιλίων από δω που καθόμαστε». Η Κάιρεν ένευσε με αποφασισμένο ύφος μα δεν μίλησε.

«Πρέπει να περιμένουν», είπε σταθερά η Κιρούνα. «Μα το Φως και την τιμή, δεν ξέρω πόσες αδελφές θα χρειαστούν για να αντιμετωπίσουν τόσους πολλούς. Το σημαντικό είναι ο αλ’Θόρ, τον οποίο μπορούμε να χειριστούμε. Ντεμίρα;»

Η Ντεμίρα φυσικά περίμενε πρώτα να τελειώσουν οι άλλες. Με μια ελαφρά κλίση της κεφαλής, είπε, «Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε, όπως φαίνεται μαζί μ’ ένα μεγάλο αριθμό Αελιτών, και πιθανότατα είναι μαζί και ο Πέριν Αϋμπάρα».

Η Βέριν είχε μπει στο δωμάτιο όταν άρχισε να μιλάει η Ντεμίρα, και πρόσθεσε, «Δεν υπάρχει αμφιβολία για τον Πέριν. Έστειλα τον Τόμας να δει το στρατόπεδο των ανδρών από τους Δύο Ποταμούς. Όπως φαίνεται, έστειλαν δυο άνδρες στο Παλάτι για να πάρουν τα άλογα του Πέριν και της γυναίκας του. Οι υπόλοιποι έχουν αφήσει τις άμαξες και τους υπηρέτες και ήδη προχωρούν ανατολικά καλπάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούν. Πίσω από τη λυκοκεφαλή του Πέριν και τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν». Ένα αμυδρό χαμόγελο έκανε τα χείλη της να κυρτώσουν, σαν να το έβρισκε διασκεδαστικό. Η Κάιρεν προφανώς είχε αντίθετη γνώμη· άφησε μια κοφτή κραυγούλα και μετά έσφιξε το στόμα, με τα χείλη να σχηματίζουν μια ίσια γραμμή.

Ούτε και η Μεράνα το έβρισκε διασκεδαστικό, μα ήταν αμελητέο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα. Ήταν μια αμυδρή οσμή από κάτι σάπιο τη στιγμή που ήδη καθόσουν σε ένα σκουπιδότοπο· ένα σκυλί που σου γάβγιζε τη στιγμή που οι λύκοι σε είχαν πιάσει από τα φουστάνια. Και να σκεφτεί κανείς ότι ανησυχούσε για τη Βέριν, ότι είχε παλέψει τόσο γι’ αυτήν. Στην πραγματικότητα, η Βέριν δεν είχε μεγάλη ανάμιξη στα σχέδιά της, παρά μόνο για να καθοδηγήσει τη Ντεμίρα ώστε να προτείνει τη σημερινή ατυχή αντιπαράθεση. Είχε γίνει με μεγάλη επιδεξιότητα· η Μεράνα δεν πίστευε ότι θα το πρόσεχε οποιαδήποτε άλλη εκτός από μια Γκρίζα. Όμως και η ίδια προσωπικά είχε συμφωνήσει μ’ αυτό. Το ότι είχαν αψηφήσει —ή είχαν προσπαθήσει να αψηφήσουν— τον αλ’Θόρ ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν. Στην αρχή ανησυχούσε για τη Βέριν, και να που τώρα είχαν εμφανιστεί η Κιρούνα και η Μπέρα, που δεν δεσμεύονταν με κανένα τρόπο από τις δικές της αρμοδιότητες και που ήταν εξίσου δυνατές με τη Μασούρι και τη Φήλντριν και τη Ραφέλα, ή ακόμα δυνατότερες.

«Να ένα σάπιο γογγύλι στη σούπα», μουρμούρισε ζοφερά η Μπέρα. Η Κάιρεν και μερικές άλλες ένευσαν πως συμφωνούσαν.

«Μικρό γογγύλι», της είπε η Κιρούνα ξερά. Σχεδόν όλες ένευσαν, εκτός από τη Μεράνα και τη Βέριν. Η Μεράνα απλώς αναστέναξε μαλακά· η Βέριν κοίταζε την Κιρούνα με βλέμμα σαν πουλιού όπως ήταν το συνηθισμένο τη, με το κεφάλι γερμένο. «Γιατί αργεί η Αλάνα;» ρώτησε απαιτητικά η Κιρούνα γενικά την ομήγυρη. «Δεν θέλω να τα λέω δυο φορές».

Η Μεράνα σκεφτόταν πως το είχε προκαλέσει η ίδια, επιζητώντας την έγκριση της Βέριν. Εξακολουθούσε να είναι η επικεφαλής της αντιπροσωπείας, κι όλες ακολουθούσαν τις εντολές της, ακόμα και η Μασούρι και η Ραφέλα και η Φήλντριν. Όμως ήξεραν. Δεν ήταν σίγουρη αν η Κιρούνα ή η Μπέρα είχαν αναλάβει τα ηνία —δεν είχε σημασία το ότι η μία είχε γεννηθεί σε φάρμα και η άλλη σε παλάτι· αυτά δεν έπαιζαν ρόλο στις Άες Σεντάι— αλλά το ένα πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρη η Μεράνα ήταν ότι η πρεσβεία διαλυόταν ολόγυρά της. Τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν όταν ο Πύργος ήταν ολόκληρος, όταν η πρέσβειρα είχε την πλήρη εξουσία του Πύργου και της Έδρας της Άμερλιν στο πλευρό της, και δεν είχε σημασία αν είχε χρειαστεί τριάντα χρόνια να φορέσει το επώμιο και μπορούσε να διαβιβάσει ελάχιστα. Τώρα όλες εκεί ήταν μια συνάθροιση από Άες Σεντάι που έπαιρναν τις θέσεις τους χωρίς να το πολυσκεφτούν.

Σαν να την είχε προσκαλέσει η αναφορά του ονόματός της, η Αλάνα εμφανίστηκε πάνω που η Μπέρα άνοιγε το στόμα της. Η Μπέρα και η Κιρούνα έπεσαν μαζί πάνω της. «Ο αλ’Θόρ ισχυρίζεται πως έχει πάει στην Καιρχίν», είπε ευθέως η Μπέρα. «Μπορείς να το αποσαφηνίσεις;»

Η Αλάνα τις κοίταξε περήφανα, με μια επικίνδυνη λάμψη στο μαύρα μάτια της. Στο κάτω-κάτω, μιλούσαν για τον Πρόμαχο της. «Είναι κάπου στα ανατολικά. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Θα μπορούσε να βρίσκεται στην Καιρχίν».

«Αφού χρειάστηκε να δεσμεύσεις έναν άνδρα χωρίς να του το ζητήσεις», απαίτησε η Κιρούνα με την προστακτική φωνή της, «γιατί, μα το πανάγιο Φως, δεν χρησιμοποίησες το δεσμό για να τον υποτάξεις στη θέλησή σου; Σε σύγκριση με το άλλο, αυτό είναι σαν να του μπατσίζεις το χεράκι».

Η Αλάνα ακόμα δεν είχε τον πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων της. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, εν μέρει από θυμό, όπως έδειξαν τα μάτια της που άστραψαν, και σίγουρα εν μέρει από ντροπή. «Καμία δεν στο ’πε;» ρώτησε, υπερβολικά κεφάτα. «Μάλλον δεν θέλει καμία να το σκέφτεται. Εγώ πάντως όχι». Η Φήλντριν και η Σήνιντ κοίταξαν το πάτωμα, και δεν ήταν οι μόνες. «Προσπάθησα να τον εξαναγκάσω μερικές στιγμές αφού τον δέσμευσα», συνέχισε η Αλάνα, σαν να μην είχε προσέξει τίποτα. Δοκίμασες ποτέ να ξεριζώσεις βελανιδιά με τα γυμνά σου χέρια, Κιρούνα; Σχεδόν το ίδιο ήταν».

Η μόνη αντίδραση της Κιρούνα ήταν ένα μικρό πλάτεμα των ματιών και μια αργή, βαθιά ανάσα. Η Μπέρα μουρμούρισε, «Αυτό είναι αδύνατον. Αδύνατον».

Η Αλάνα έγειρε το κεφάλι πίσω και γέλασε. Είχε τα χέρια στους γοφούς κι αυτό έκανε το γέλιο να φανεί περιφρονητικό, κάτι που έκανε τη Μπέρα να σφίξει το στόμα και έφερε μια ψυχρή λάμψη στα μάτια της Κιρούνα. Η Βέριν τις κάρφωσε με το βλέμμα, κάτι που έκανε τη Μεράνα να σκεφτεί με μια δυσάρεστη αίσθηση έναν κορυδαλλό που κοίταζε σκουλήκια. Με κάποιον τρόπο η Βέριν μπορούσε να δείχνει σεβασμό χωρίς να νιώθει σεβασμό, αν και η Μεράνα δεν καταλάβαινε πώς το έκανε.

«Καμία άλλη ποτέ δεν δέσμευσε έναν άνδρα που μπορεί να διαβιβάζει», είπε η Αλάνα όταν καταλάγιασε η έκρηξη ευθυμίας. «Ίσως αυτό να έχει κάποια σχέση».

«Ας πούμε ότι είναι έτσι», είπε σθεναρά η Μπέρα. Το βλέμμα της ήταν εξίσου σθεναρό. «Ας πούμε ότι είναι έτσι. Και πάλι μπορείς να τον εντοπίσεις».

«Ναι», είπε η Κιρούνα. «Αλάνα, θα έρθεις μαζί μας». Η Αλάνα ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να ερχόταν στα συγκαλά της. Έκλινε το κεφάλι υποτακτικά.

Η Μεράνα αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα. Αν ήθελε να κρατήσει την αντιπροσωπεία ενωμένη, αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Σηκώθηκε, διπλώνοντας το γράμμα του αλ’Θόρ για να κάνει κάτι με τα χέρια της. «Όταν έφερα αυτή την πρεσβεία στο Κάεμλυν», άρχισε να λέει, για να υπενθυμίσει ότι ήταν η επικεφαλής τους, και δόξα στο Φως που η φωνή της ήταν σταθερή, «μου έδωσαν μεγάλη ευχέρεια κινήσεων, αλλά όμως φαινόταν προφανές το τι έπρεπε να γίνει, και μαζί», είπε, για να υπενθυμίσει πως ήταν όλες μια αντιπροσωπεία, «ξεκινήσαμε περιμένοντας ότι είχαμε αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Έπρεπε να πείσουμε τον αλ’Θόρ να φύγει από το Κάεμλυν ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε την Ηλαίην και να τη δούμε να στέφεται, κάνοντας το Άντορ σίγουρο σύμμαχο μας. Σιγά-σιγά θα κάναμε τον αλ’Θόρ να μας πιστέψει ότι δεν θα του κάναμε κακό. Και θα τον κάναμε να δείξει τον προσήκοντα σεβασμό. Δυο-τρεις από μας, προσεκτικά επιλεγμένες, θα παίρναμε τη θέση της Μουαραίν, συμβουλεύοντάς τον και καθοδηγώντας του. Συμπεριλαμβανομένης και της Αλάνα, φυσικά».

«Πού ξέρεις ότι δεν σκότωσε τη Μουαραίν», τη διέκοψε η Μπέρα, «όπως λέγεται ότι σκότωσε και τη Μοργκέις;»

«Ακούσαμε κάθε λογής φήμες σχετικά με το θάνατο της», πρόσθεσε η Κιρούνα. «Μερικές λένε ότι πέθανε πολεμώντας τη Λανφίαρ. Οι περισσότερες αναφέρουν ότι ήταν μόνη με τον αλ’Θόρ όταν πέθανε».

Με αρκετό κόπο, η Μεράνα κατάφερε να μην απαντήσει. Αν επέτρεπε στα ένστικτά της να πουν έστω μια λέξη, θα παράσερναν τα πάντα. «Όλα ήταν υπό έλεγχο», συνέχισε, «όταν φτάσατε οι δυο σας. Ξέρω ότι έγινε κατά τύχη, και ξέρω ότι απλώς ακολουθούσατε τις εντολές σας να τον βρείτε, αλλά όμως ανεβάσατε τον αριθμό μας σε δεκατρείς. Ποιος άνθρωπος του είδους του αλ’Θόρ δεν θα το έσκαγε αμέσως ακούγοντας ότι είχαν μαζευτεί δεκατρείς Άες Σεντάι μαζί; Το αδήριτο γεγονός είναι πως η όποια ζημιά στα σχέδιά μας οφείλεται σε σένα, Κιρούνα, και σε σένα, Μπέρα». Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να περιμένει. Αν είχε καταφέρει να αποκτήσει ηθικά το προβάδισμα...

«Τελείωσες;» είπε ψυχρά η Μπέρα.

Η Κιρούνα ήταν ακόμα πιο ωμή. Γύρισε στις άλλες. «Φήλντριν, θα έρθεις μαζί μας στην Καιρχίν, αν θέλεις. Κι εσείς επίσης, Μασούρι, Ραφέλα».

Τη Μεράνα την έπιασε ρίγος και το διπλωμένο γράμμα τσαλακώθηκε στη γροθιά της. «Δεν το καταλαβαίνετε;» φώναξε. «Μιλάτε λες και μπορείτε να συνεχίσετε σαν πριν, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Στην Καιρχίν υπάρχει μια αντιπροσωπεία της Ελάιντα, από το Λευκό Πύργο. Σίγουρα έτσι το βλέπει ο αλ’Θόρ. Τον χρειαζόμαστε περισσότερο απ’ όσο μας χρειάζεται, και φοβάμαι πως το ξέρει!»

Για μια στιγμή, σοκ ζωγραφίστηκε σ’ όλα τα πρόσωπα, εκτός από της Βέριν. Η Βέριν απλώς ένευσε σκεπτικά, αφήνοντας ένα μυστικοπαθές χαμόγελο. Για μια στιγμή, όλα τα άλλα πρόσωπα είχαν γουρλωμένα μάτια και ήταν αποσβολωμένα. Τα λόγια έμοιαζαν να αντηχούν στον αέρα. Τον χρειαζόμαστε περισσότερο απ’ όσο μας χρειάζεται. Δεν χρειάζονταν τους Τρεις Όρκους για να καταλάβουν πως αυτή ήταν η αλήθεια.

Ύστερα η Μπέρα είπε με σταθερό τόνο, «Κάθισε κάτω, Μεράνα, και ησύχασε». Η Μεράνα βρέθηκε να κάθεται πριν καλά-καλά το καταλάβει· ακόμα έτρεμε, ακόμα ήθελε να φωνάξει, μα καθόταν με τα χέρια σφιγμένα γύρω από την επιστολή του αλ’Θόρ.

Η Κιρούνα της γύρισε εσκεμμένα την πλάτη. «Σήνιντ, θα έρθεις, φυσικά. Δυο επιπλέον Γκαϊντίν είναι πάντα χρήσιμοι. Και εσύ Βέριν, νομίζω». Η Βέριν ένευσε σαν να ήταν παράκληση. «Ντεμίρα», συνέχισε η Κιρούνα, «ξέρω ότι έχεις λόγο να είσαι δυσαρεστημένη μαζί του, μα δεν θέλουμε να τον πανικοβάλλουμε πάλι, και κάποια πρέπει να οδηγήσει στο Σαλιντάρ αυτά τα ασυνήθιστα κορίτσια των Δύο Ποταμών. Εσύ, η Βαλίντε, η Κάιρεν και η Μπερενίτσια πρέπει να βοηθήσετε σ’ αυτό τη Μεράνα».

Οι άλλες τέσσερις που αναφέρθηκαν συμφώνησαν μουρμουριστά χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, η Μεράνα όμως ένιωσε να παγώνει. Η αποστολή δεν διαλυόταν, είχε γίνει χίλια κομμάτια.

«Εγώ...» Η φωνή της ξεψύχησε όταν την κοίταξαν η Μπέρα και η Κιρούνα. Και επίσης η Μασούρι και η Φήλντριν και η Ραφέλα. Είχε γίνει χίλια κομμάτια, μαζί και η εξουσία της. «Ίσως χρειαστείτε μια Γκρίζα», είπε αχνά. «Σίγουρα θα γίνουν διαπραγματεύσεις, και...» Πάλι έχασε τα λόγια της. Αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ όταν ήταν ολόκληρος.

«Πολύ καλά», είπε τελικά η Μπέρα, με τόνο που χρειάστηκε όλος ο αυτοέλεγχος της Μεράνα για να μην γίνουν κατακόκκινα τα μάγουλά της από ντροπή.

«Ντεμίρα, θα πας εσύ τα κορίτσια στο Σαλιντάρ», είπε η Κιρούνα.

Η Μεράνα έμεινε εντελώς ακίνητη. Προσευχόταν να είχε πια διαλέξει Άμερλιν η Αίθουσα. Κάποια πολύ δυνατή, και στη Δύναμη και στην καρδιά της. Θα χρειαζόταν μια καινούρια Ντηάνε, μια καινούρια Ρασίμα για να τις ξανακάνει αυτό που ήταν κάποτε. Προσευχήθηκε να τις οδηγούσε η Αλάνα στον αλ’Θόρ πριν αυτός αποφάσιζε να αναγνωρίσει την Ελάιντα. Τότε δεν θα τις έσωζε ούτε μια καινούρια Ρασίμα.

Загрузка...