Μαζεύοντας τη ζώνη του σπαθιού του από το θρόνο με μια ροή Αέρα, και το σκήπτρο επίσης, ο Ραντ άνοιξε την πύλη εκεί μπροστά στο βάθρο, μια χαρακιά φωτός που περιστράφηκε, πλάτυνε κι έδειξε την εικόνα μιας άδειας αίθουσας με σκούρα επένδυση, σε περισσότερα από εξακόσια μίλια απόσταση από το Κάεμλυν, στο Παλάτι του Ήλιου, το Βασιλικό Παλάτι της Καιρχίν. Την είχαν προετοιμάσει ώστε να τη χρησιμοποιεί γι’ αυτό το σκοπό, και δεν υπήρχαν έπιπλα παρά μόνο τα σκούρα μπλε πλακάκια του δαπέδου κι οι ξύλινες επενδύσεις στους τοίχους που έλαμπαν από την περιποίηση. Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα, αλλά ήταν κατάφωτο· οκτώ επίχρυσες λάμπες σε υποστηρίγματα έκαιγαν νύχτα-μέρα, με καθρέφτες που μεγέθυναν τις φλόγες που έκαιγαν το λάδι. Κοντοστάθηκε για να ζωστεί το σπαθί του, ενώ η Σούλιν κι ο Ούριεν άνοιγαν την πόρτα του διαδρόμου κι οδηγούσαν μπροστά του τις Κόρες και τις Κόκκινες Ασπίδες που φορούσαν πέπλα.
Σ’ αυτή την περίπτωση, του φαινόταν ότι οι προφυλάξεις τους ήταν αστείες. Ο πλατύς διάδρομος έξω, ο μόνος τρόπος που έφτανε κανείς σ’ αυτή την αίθουσα, ήταν γεμάτη με σχεδόν τριάντα Φαρ Αλντάζαρ Ντιν, Αδελφούς του Αετού, και περίπου δυο ντουζίνες Μαγενούς της Μπερελαίν, οι οποίοι έφεραν θώρακες βαμμένους κόκκινους και βαθιά κράνη με γείσο που έφταναν ως τη ρίζα του σβέρκου τους. Αν υπήρχε κάπου μέρος όπου ο Ραντ ήξερε ότι δεν του χρειάζονταν οι Κόρες, ήταν η Καιρχίν, πιο πολύ ακόμα κι από το Δάκρυ.
Ένας Αδελφός του Αετού άρχισε να τρέχει στο διάδρομο μόλις εμφανίστηκε ο Ραντ, το ίδιο κι ένας Μαγενός, που έσφιγγε αδέξια το δόρυ και το κοντό σπαθί του, καθώς ακολουθούσε τον Αελίτη που ήταν ψηλότερός του. Ένας μικρός στρατός ακολουθούσε τους Φαρ Αλντάζαρ Ντιν, υπηρέτες με διάφορες λιβρέες, ένας Δακρυνός Υπερασπιστής της Πέτρας με στιλβωμένο θώρακα και χρυσόμαυρο σακάκι, ένας Καιρχινός στρατιώτης με ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του, η πανοπλία του οποίου ήταν πιο ταλαιπωρημένη από του Δακρυνού, δύο νεαρές Αελίτισσες με χοντρές σκούρες φούστες και φαρδιές λευκές μπλούζες που στον Ραντ φάνηκε πως ήταν μαθητευόμενες των Σοφών. Η είδηση της άφιξής του θα διαδιδόταν γοργά. Πάντα έτσι γινόταν.
Τουλάχιστον, η Αλάνα ήταν πέρα μακριά. Κι η Βέριν επίσης, αλλά κυρίως η Αλάνα. Εξακολουθούσε να τη νιώθει, ακόμα κι από τόση απόσταση, έχοντας μια αμυδρή εντύπωση ότι βρισκόταν κάπου στα δυτικά. Ήταν σαν την αίσθηση ενός χεριού που απείχε μόλις μια τρίχα από το λαιμό του. Υπήρχε τρόπος να της ξεφύγει; Άρπαξε το σαϊντίν για μια στιγμή, μα δεν συνέβη τίποτα.
Ποτέ δεν ξεφεύγεις από τις παγίδες που στήνεις ο ίδιος. Το μουρμουρητό του Λουζ Θέριν φαινόταν μπερδεμένο. Μια δύναμη μπορείς να τη νικήσεις μόνο με μια ανώτερη δύναμη, κι έτσι ξαναβρίσκεσαι παγιδευμένος. Παγιδευμένος παντοτινά, έτσι ώστε δεν μπορείς να πεθάνεις.
Ο Ραντ ανατρίχιασε. Μερικές φορές η φωνή έμοιαζε να του μιλά. Μακάρι να έβγαζαν νόημα τα λόγια της πού και πού, τότε τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα.
«Σε βλέπω, Καρ’α’κάρν», είπε ένας Αδελφός του Αετού. Τα γκρίζα μάτια του ήταν στο ίδιο ύψος με του Ραντ κι η ουλή που χάραζε τη μύτη του ήταν λευκή στο φόντο του ηλιοκαμένου προσώπου του. «Είμαι ο Κόρμαν του Μοσάαντα Γκόσιεν. Είθε να βρεις σκιά σήμερα».
Ο Ραντ δεν πρόλαβε να του απαντήσει όπως ήταν πρέπον, πριν στριμώξει τον Αελίτη στην άκρη ένας Μαγενός αξιωματικός με ροδαλά μάγουλα. Δεν τον στρίμωξε ακριβώς —παραήταν λεπτός για να σπρώξει έναν άνδρα που ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του και μιάμιση φορά φαρδύτερός του, ειδικά έναν Αελίτη, αν κι ίσως να ήταν αρκετά νέος, ώστε να νομίζει ότι θα μπορούσε να το κάνει— όμως χώθηκε μπροστά στον Ραντ και δίπλα στον Κόρμαν κι έβαλε παραμάσχαλα το πορφυρό κράνος του που είχε ένα λεπτό κόκκινο λοφίο. «Άρχοντα Δράκοντα, είμαι ο Χάβιεν Νουρέλ, Άρχοντας Υπολοχαγός των Φτερωτών Φρουρών» —υπήρχαν φτερά σκαλισμένα στο πλάι του κράνους του— «στην υπηρεσία της Μπερελαίν συρ Πέντραγκ Πεηρόν, της Πρώτης του Μαγιέν, και στην υπηρεσία σου επίσης». Ο Κόρμαν τον λοξοκοίταξε με ευθυμία.
«Σε βλέπω, Χάβιεν Νουρέλ», είπε σοβαρά ο Ραντ και το αγόρι έπαιξε τα μάτια. Το αγόρι; Τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν μικρότερος από τον ίδιο. Αυτό τον ξάφνιασε! «Αν εσύ κι ο Κόρμαν μου δείξετε—» Ξαφνικά κατάλαβε ότι η Αβιέντα είχε εξαφανιστεί. Πάλευε να την αποφύγει, και την πρώτη φορά εδώ και βδομάδες που είχε συμφωνήσει να την πάρει δίπλα του, η γυναίκα είχε γίνει καπνός μόλις ο Ραντ είχε γυρίσει το κεφάλι αλλού! «Πηγαίνετέ με στη Μπερελαίν και τον Ρούαρκ», τους διέταξε συννεφιασμένος. «Αν δεν είναι μαζί, πηγαίνετε με σε όποιον είναι πιο κοντά, και βρείτε τον άλλο». Η Αβιέντα είχε τρέξει στις Σοφές, το δίχως άλλο, για να αναφέρει τι σκάρωνε ο Ραντ. Σίγουρα θα την άφηνε εδώ.
Αυτό που θέλεις είναι αυτό που δεν μπορείς να αποκτήσεις. Αυτό που δεν μπορείς να αποκτήσεις είναι αυτό που θέλεις. Ο Λουζ Θέριν γέλασε σαν μανιακός. Αυτό δεν ενοχλούσε τόσο τον Ραντ όσο κάποτε. Όχι τόσο πολύ. Αν έπρεπε να υπομείνει κάτι, μπορούσε να το υπομείνει.
Συζητώντας ποιος ήταν πιο κοντά, ο Κόρμαν κι ο Χάβιεν άφησαν τους άνδρες τους πίσω, αλλά και πάλι η πομπή που σχηματίστηκε ήταν εντυπωσιακή, με όλες τις Κόρες και τις Κόκκινες Ασπίδες που τους ακολουθούσαν από κοντά, γεμίζοντας τον προθάλαμο με τον τετράγωνο θόλο. Ο διάδρομος έδινε μια σκοτεινή, βαριά αίσθηση, παρά τις φωτισμένες λάμπες πάνω σε υποστηρίγματα. Ελάχιστα χρώματα υπήρχαν, με εξαίρεση κάποιες ταπισερί αραιά και που, κι οι Καιρχινοί προσπαθούσαν να τα αναπληρώσουν διευθετώντας τα πάντα με αυστηρότητα, είτε ήταν κεντητά λουλούδια είτε πουλιά, ελάφια ή λεοπαρδάλεις που κυνηγούσαν, ή ευγενείς στη μάχη. Οι Καιρχινοί υπηρέτες που παραμέριζαν για να ανοίξουν δρόμο, φορούσαν λιβρέες, που συνήθως είχαν χρωματιστές ρίγες στα μανικέτια και το θυρεό του οίκου τους κεντημένο στο στήθος· καμιά φορά είχαν το γιακά ή τα μανίκια στα χρώματα του οίκου τους, και σπανίως το σακάκι ή το φόρεμα ήταν ολόκληρο χρωματιστό. Μόνο οι ανώτεροι υπηρέτες έδειχναν περισσότερα χρώματα. Στους Καιρχινούς άρεσε η τάξη κι απεχθάνονταν οτιδήποτε φανταχτερό. Εδώ κι εκεί, σε κάποιες κόγχες, υπήρχε κάποια χρυσή γαβάθα ή κάποιο βάζο των Θαλασσινών, μα ήταν λιτά και δουλεμένα με ευθείες γραμμές που προσπαθούσαν να κρύψουν τις όποιες καμπύλες τους. Όποτε ο διάδρομος άνοιγε σχηματίζοντας εσωτερική αυλή με κιονοστοιχία με τετράγωνες κολόνες, αν υπήρχε κήπος από κάτω οι διάδρομοι του σχημάτιζαν ορθές γωνίες και τα παρτέρια είχαν το ίδιο μέγεθος, ενώ οι θάμνοι και τα δενδρύλλια ήταν κλαδεμένα με ακρίβεια και φυτεμένα σε ίσες αποστάσεις. Αν η ανομβρία κι η ζέστη είχαν αφήσει λουλούδια να ανθίσουν, ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι κι αυτά θα φύτρωναν σε ευθείες γραμμές.
Ο Ραντ ευχήθηκε να έβλεπε η Ντυέλιν αυτές τις γαβάθες και τα βάζα. Οι Σάιντο είχαν πάρει μαζί τους ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν, κουβαλώντας τα σ’ όλο το δρόμο από την Καιρχίν, κι είχαν κάψει ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, αλλά αυτή η συμπεριφορά καταπατούσε το τζι’ε’τόχ. Οι Αελίτες που ακολουθούσαν τον Ραντ κι είχαν σώσει την πόλη είχαν πάρει πράγματα κι αυτοί, αλλά σύμφωνα με τους κανόνες τους· όταν καταλάμβανες ένα μέρος ύστερα από μάχη, επιτρεπόταν να πάρεις το ένα πέμπτο των αγαθών, ούτε ένα κουταλάκι παραπάνω. Ο Μπάελ είχε συμφωνήσει, απρόθυμα, να μην πάρουν ούτε καν αυτό από το Άντορ, αλλά ο Ραντ σκεφτόταν πως μόνο αν είχε κάποιος λίστα θα καταλάβαινε ότι είχαν πάρει κάτι από δω.
Παρ’ όλη τη συζήτηση τους, ο Κόρμαν κι ο Χάβιεν δεν κατάφεραν να βρουν ούτε τον Ρούαρκ ούτε τη Μπερελαίν πριν τους βρουν αυτοί.
Οι δύο ήρθαν να συναντήσουν τον Ραντ μόνοι σε μια γαλαρία, δίχως συνοδεία, κάτι που τον έκανε να νιώσει σαν να ήταν επικεφαλής σε μια παρέλαση. Ο Ρούαρκ, που φορούσε το καντιν’σόρ του, με τις γκρίζες πινελιές στα σκουροκόκκινα μαλλιά του, ορθωνόταν ψηλότερος από την Μπερελαίν, μια χλωμή, πανέμορφη νεαρή με γαλανόλευκο φόρεμα, το ντεκολτέ του οποίου ήταν τόσο βαθύ, ώστε έκανε τον Ραντ να ξεροβήξει όταν εκείνη έκλινε το γόνυ. Με το σούφα τυλιγμένο χαλαρά γύρω από το λαιμό του, ο Ρούαρκ δεν είχε άλλο όπλο παρά μόνο ένα βαρύ Αελίτικο μαχαίρι. Εκείνη φορούσε το Διάδημα της Πρώτης, ένα χρυσό ιπτάμενο γεράκι, πάνω στα στιλπνά μελαχρινά μαλλιά της, που έπεφταν κυματιστά στους γυμνούς ώμους της.
Ίσως καλύτερα που είχε φύγει η Αβιέντα· όταν νόμιζε ότι κάποιες γυναίκες ήταν πολύ προκλητικές μαζί του, μερικές φορές την αντιμετώπιζε με αρκετή σφοδρότητα.
Ο Ραντ ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Λουζ Θέριν σιγοτραγουδούσε. Κάτι τον ενόχλησε σ’ αυτό, μα τι...; Σιγοτραγουδούσε. Σαν άνδρας που θαυμάζει μια όμορφη γυναίκα που δεν τον έβλεπε.
Σταμάτα! φώναξε ο Ραντ μέσα στο μυαλό του. Σταμάτα να κοιτάς από τα μάτια μου. Δεν ήξερε αν ο άλλος τον είχε ακούσει —υπήρχε κανείς εκεί για να τον ακούσει— αλλά το σιγοτραγούδισμα σταμάτησε.
Ο Χάβιεν έπεσε στο γόνατο, όμως η Μπερελαίν του έκανε νόημα να σηκωθεί, σχεδόν αφηρημένα. «Ελπίζω να είναι όλα καλά με τον Άρχοντα Δράκοντα και με το Άντορ». Η φωνή της ήταν τέτοια που έκανε τους άνδρες να την προσέξουν. «Και με τους φίλους σου, τον Ματ Κώθον και τον Πέριν Αϋμπάρα, επίσης».
«Όλα πάνε καλά», της είπε. Πάντα ρωτούσε για τον Ματ και τον Πέριν, όσο συχνά κι αν της έλεγε ότι ο ένας ήταν καθ’ οδόν προς το Δάκρυ κι ότι τον άλλο είχε να τον δει πριν ακόμη φύγει για την Ερημιά. «Κι εσύ;»
Η Μπερελαίν κοίταξε τον Ρούαρκ· ήρθαν στα δεξιά και τα αριστερά του Ραντ και προχώρησαν στο επόμενο τμήμα του διαδρόμου. «Τα αναμενόμενα, Άρχοντα Δράκοντα».
«Όλα πάνε καλά, Ραντ αλ’Θόρ», είπε ο Ρούαρκ. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αλλά, βέβαια, σχεδόν πάντα έτσι ήταν.
Ο Ραντ ήξερε ότι κι οι δύο καταλάβαιναν γιατί είχε θέσει τη Μπερελαίν επικεφαλής εδώ πέρα. Ήταν ψυχρή λογική. Η Μπερελαίν ήταν η πρώτη μονάρχης που του είχε προσφέρει ελεύθερη συμμαχία, και μπορούσε να την εμπιστεύεται επειδή τον χρειαζόταν, περισσότερο από ποτέ μετά τη συμμαχία τους, για να εμποδίσει το Δάκρυ να απλώσει χέρι στο Μαγιέν. Οι Υψηλοί Άρχοντες πάντα προσπαθούσαν να φέρονται στο Μαγιέν σαν να ήταν επαρχία. Εκτός αυτού, όντας ξένη από ένα μικρό έθνος εκατοντάδες λεύγες στον Νότο, δεν είχε κανένα λόγο να δείξει προτίμηση σε μια φατρία έναντι μιας άλλης στην Καιρχίν, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να καταλάβει την εξουσία, κι ήξερε πώς κυβερνάται μια χώρα. Αψεγάδιαστη λογική. Με δεδομένο το τι ένιωθαν οι Αελίτες για την Καιρχίν και τι ένιωθαν οι Καιρχινοί για τους Αελίτες, αν έθετε επικεφαλής τον Ρούαρκ, το αποτέλεσμα θα ήταν αιματοχυσία, κι η Καιρχίν είχε ήδη δει αρκετό αίμα.
Αυτή η διευθέτηση προς το παρόν φαινόταν να καρποφορεί. Όπως είχε συμβεί με τον Σεμάραντριντ και τον Γουίραμον στο Δάκρυ, οι Καιρχινοί είχαν αποδεχθεί τη Μαγενή για κυβερνήτριά τους, τόσο επειδή δεν ήταν Αελίτισσα, όσο κι επειδή την είχε διορίσει ο Ραντ. Η Μπερελαίν ήξερε τι έκανε, και τουλάχιστον αυτή άκουγε τις συμβουλές που πρόσφερε ο Ρούαρκ, ο οποίος εκπροσωπούσε τους αρχηγούς φατρίας που παρέμεναν στην Καιρχίν. Χωρίς αμφιβολία η Μπερελαίν είχε πάρε-δώσε και με τις Σοφές —οι Σοφές θα σταματούσαν να χώνουν τη μύτη τους, αν κι αυτές δεν το έβλεπαν έτσι, μια μέρα μετά απ’ όταν θα σταματούσαν οι Άες Σεντάι— αλλά ως τώρα δεν τις είχε αναφέρει.
«Κι η Εγκουέν;» είπε ο Ραντ. «Είναι καλύτερα;» ρώτησε.
Η Μπερελαίν σούφρωσε λιγάκι τα χείλη. Δεν συμπαθούσε την Εγκουέν. Από την άλλη μεριά όμως, ούτε η Εγκουέν τη συμπαθούσε. Απ’ όσο ήξερε ο Ραντ, δεν υπήρχε λόγος γι’ αυτό, μα έτσι είχε η κατάσταση.
Ο Ρούαρκ άπλωσε τα χέρια. «Απ’ ό,τι μου λέει η Άμυς». Εκτός από Σοφή, η Άμυς ήταν επίσης γυναίκα του. Μία από τις γυναίκες του· είχε άλλες δύο, κι αυτό ήταν ένα από τα πιο παράξενα έθιμα ανάμεσα στα πολλά που θεωρούσε παράξενα ο Ραντ. «Λέει ότι η Εγκουέν χρειάζεται κι άλλη ανάπαυση, ελαφριά άσκηση, αρκετό φαγητό και καθαρό αέρα. Νομίζω ότι κάνει περιπάτους όταν δροσίζει η μέρα». Η Μπερελαίν του έριξε μια σαρκαστική ματιά· ο ιδρώτας που γυάλιζε ελαφρά στο πρόσωπό της δεν αφαιρούσε τίποτα από την ομορφιά της, αλλά ο Ρούαρκ δεν ίδρωνε καθόλου.
«Θα ήθελα να τη δω. Αν το επιτρέπουν οι Σοφές», πρόσθεσε ο Ραντ. Οι Σοφές φύλαγαν ζηλότυπα τα προνόμιά τους όσο κι οι Άες Σεντάι τις οποίες είχε γνωρίσει, και τα επέβαλλαν στους αρχηγούς σέπτας, τους αρχηγούς φατρίας κι ίσως πάνω απ’ όλα στον Καρ’α’κάρν. «Αλλά πρώτα ας...»
Ένας ήχος ακουγόταν αμυδρός και δυνάμωνε καθώς πλησίαζαν άλλο ένα μέρος όπου ο ένας τοίχος του διαδρόμου έδινε τη θέση του σε κολόνες με κιγκλίδωμα ανάμεσά τους. Η κλαγγή σπαθιών εξάσκησης. Ο Ραντ έριξε μια ματιά εκεί κάτω καθώς περνούσαν. Για την ακρίβεια, σκόπευε να ρίξει απλώς μια ματιά· αυτό που είδε έκανε το στόμα του να κλείσει και τα πόδια του να παγώσουν. Μπροστά στο βλέμμα ενός ευθυτενούς Καιρχινού που φορούσε απλό γκρίζο σακάκι, δώδεκα κάθιδρες γυναίκες μάχονταν σε ζευγάρια· μερικές φορούσαν σχιστό φόρεμα ιππασίας, κάποιες ανδρικά σακάκια και παντελόνια. Οι περισσότερες έπαιρναν αδέξια, αν και με ακρίβεια, την κατάλληλη πόζα ξιφασκίας, ενώ άλλες άλλαζαν στάσεις με κινήσεις όλο χάρη, αλλά κράδαιναν διστακτικά τις λεπίδες, οι οποίες αποτελούνταν από βέργες δεμένες μαζί. Όλες είχαν μια έκφραση βλοσυρής αποφασιστικότητας, αν κι η βλοσυρότητα συνήθως γινόταν πικρό γέλιο, όταν κάποια καταλάβαινε ότι είχε κάνει λάθος. Ο άνδρας με το ευθύ παράστημα χτύπησε παλαμάκια κι οι λαχανιασμένες γυναίκες έγειραν στα σπαθιά εξάσκησης τους, ενώ κάποιες κούνησαν τα μπράτσα τους, προφανώς άμαθες σε κάτι τέτοιο. Από κάποιο σημείο που δεν μπορούσε να δει ο Ραντ ήρθαν υπηρέτες, κάνοντας υποκλίσεις και γονυκλισίες δεξιά κι αριστερά, καθώς πρόσφεραν δίσκους με κανάτες και ποτήρια. Αλλά αν ήταν υπηρέτες, τότε οι λιβρέες τους ήταν παράξενες για την Καιρχίν. Φορούσαν λευκά. Φορέματα ή σακάκια και παντελόνια, όλα λευκά.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε. Ο Ρούαρκ έκανε έναν ήχο που έδειχνε αηδία.
«Κάποιες Καιρχινές εντυπωσιάστηκαν από τις Κόρες», είπε η Μπερελαίν χαμογελαστά. «Θέλουν να γίνουν Κόρες. Μα του σπαθιού, φαντάζομαι, όχι της Λόγχης». Το κορμί της Σούλιν φάνηκε να τανύζεται από αγανάκτηση, κι ανάμεσα στις Κόρες ξέσπασε συζήτηση με χειρομιλία· από τις χειρονομίες, φαινόταν εξοργισμένες. «Είναι θυγατέρες από σεβαστούς Οίκους», συνέχισε η Μπερελαίν. «Τις άφησα να μείνουν εδώ, επειδή οι γονείς τους δεν το επέτρεπαν. Τώρα υπάρχουν σχεδόν μια ντουζίνα σχολές στην πόλη που διδάσκουν ξιφασκία στις γυναίκες, αλλά πολλές είναι αναγκασμένες να πηγαίνουν κρυφά στο μάθημα. Δεν είναι μόνο οι γυναίκες, φυσικά. Γενικά, οι νεαρότεροι Καιρχινοί δείχνουν πολύ εντυπωσιασμένοι από τους Αελίτες. Υιοθετούν το τζι’ε’τόχ».
«Το διαστρέφουν», μούγκρισε ο Ρούαρκ. «Πολλοί ρωτούν για τους τρόπους μας, και ποιος δεν θα δίδασκε κάποιον που θέλει να μάθει το σωστό; Ακόμα κι έναν δενδροφονιά». Φαινόταν έτοιμος να φτύσει. «Αλλά παίρνουν αυτό που τους λέμε και το αλλάζουν».
«Δεν το αλλάζουν ακριβώς», διαμαρτυρήθηκε η Μπερελαίν. «Θα έλεγα ότι το προσαρμόζουν». Τα φρύδια του Ρούαρκ υψώθηκαν σχεδόν αδιόρατα κι εκείνη αναστέναξε. Το πρόσωπο του Χάβιεν έδειχνε ότι είχε προσβληθεί, βλέποντας να αμφισβητείται η αρχόντισσά του. Ούτε ο Ρούαρκ ούτε η Μπερελαίν το πρόσεξαν· ήταν αφοσιωμένοι στον Ραντ. Ο δε Ραντ είχε την αίσθηση ότι το ζευγάρι έκανε συχνά τον ίδιο καυγά.
«Το αλλάζουν», επανέλαβε αποφασιστικά ο Ρούαρκ. «Αυτές οι ανόητες εκεί κάτω που φοράνε τα λευκά ισχυρίζονται πως είναι γκαϊ’σάιν. Γκαϊ’σάιν!» Οι άλλοι Αελίτες άρχισαν να μουρμουρίζουν· οι Κόρες ξανάπιασαν τη χειρομιλία. Ο Χάβιεν έδειξε να ταράζεται λιγάκι. «Σε ποια μάχη και σε ποια επιδρομή αιχμαλωτίστηκαν; Τι τοχ προκάλεσαν; Επικύρωσες την απαγόρευση που επέβαλα στους τσακωμούς μέσα στην πόλη, Μπερελαίν Πεηρόν, μα αυτοί μονομαχούν όπου νομίζουν ότι είναι απαρατήρητοι, κι ο χαμένος βάζει τα λευκά. Αν ο ένας χτυπήσει τον άλλο κι είναι κι οι δυο οπλισμένοι, εκείνος που χτυπήθηκε ικετεύει τον άλλο να μονομαχήσουν, κι αν ο άλλος του το αρνηθεί, βάζει τα λευκά. Τι έχει να κάνει αυτό με ζητήματα τιμής κι υποχρέωσης; Αλλάζουν τα πάντα, και κάνουν πράγματα που θα έκαναν ακόμα κι έναν Σάραμαν να κοκκινίσει. Πρέπει να μπει ένα τέλος, Ραντ αλ’Θόρ».
Η Μπερελαίν έσφιξε τα χείλη πεισματικά και τα χέρια της σχημάτισαν γροθιές στα φουστάνια της. «Οι νεαροί πάντα καυγαδίζουν». Ο τόνος της ήταν τόσο συγκαταβατικός που μπορεί να ξεχνούσες πως ήταν νεαρή κι η ίδια. «Αλλά από τότε που το άρχισαν αυτό, κανείς τους δεν έχει σκοτωθεί σε μονομαχία. Ούτε ένας. Και μόνο γι’ αυτό, αξίζει να τους αφήσουμε να συνεχίσουν. Εκτός αυτού, τα έβαλα με πατέρες και μητέρες, κάποιοι εκ των οποίων διαθέτουν εξουσία, οι οποίοι ήθελαν να στείλουμε τις κόρες τους στα σπίτια τους. Δεν θα αρνηθώ σ’ αυτές τις νεαρές εκείνο που τους υποσχέθηκα».
«Κράτα τις αν θέλεις», είπε ο Ρούαρκ. «Ας μάθουν το σπαθί, αν θέλουν. Αλλά να σταματήσουν να ισχυρίζονται ότι τηρουν το τζι’ε’τόχ. Να σταματήσουν να φορούν τα λευκά και να ισχυρίζονται ότι είναι γκαϊ’σάιν. Αυτό που κάνουν είναι προσβολή». Τα παγερά γαλανά μάτια του ήταν στυλωμένα στη, Μπερελαίν, όμως τα μεγάλα μαύρα μάτια εκείνης ήταν στραμμένα αταλάντευτα στον Ραντ.
Ο Ραντ δίστασε μονάχα για μια στιγμή. Του φαινόταν ότι καταλάβαινε τι έσπρωχνε τους νεότερους Καιρχινούς στο τζι’ε’τόχ. Έχοντας κατακτηθεί δυο φορές από το Αελ μέσα σε είκοσι-τόσα χρόνια, σίγουρα αναρωτιούνταν μήπως ήταν αυτό το μυστικό. Ή ίσως να πίστευαν ότι οι ήττες έδειχναν την ανωτερότητα των Αελίτικων παραδόσεων. Ολοφάνερα, οι Αελίτες ήταν ενοχλημένοι από αυτή την κοροϊδία των πεποιθήσεων τους, όπως τη θεωρούσαν, όμως η αλήθεια ήταν πως μερικοί από τους τρόπους που ένας Αελίτης γινόταν γκαϊ’σάιν έμοιαζαν εξίσου αλλόκοτοι. Για παράδειγμα, αν μιλούσες σε άνδρα για τον πεθερό του ή σε γυναίκα για την πεθερά της —το δευτεροπατέρα και τη δευτερομητέρα, κατά τους τρόπους των Αελιτών— αυτό το θεωρούσαν εχθρικό και δικαιολογούσε να τραβήξουν όπλο, εκτός αν τους είχαν μνημονεύσει πρώτα εκείνοι. Αντιθέτως, αν το προσβεβλημένο άτομο σε άγγιζε αφότου είχες μιλήσει, υπό το τζι’ε’τόχ ήταν το ίδιο με το να αγγίξεις έναν οπλισμένο εχθρό χωρίς να τον τραυματίσεις. Εκείνοι κέρδιζαν πολύ τζι κι αποκτούσαν πολύ τοχ, αλλά ο αγγιγμένος μπορούσε να ζητήσει να γίνει γκαϊ’σάιν για να μειώσει την τιμή του άλλου και τη δική του υποχρέωση. Κατά το τζι’ε’τόχ, έπρεπε να τιμήσεις τη σύμφωνη με τους τύπους απαίτηση κάποιου να γίνει γκαϊ’σάιν, κι έτσι ένας άνδρας ή μια γυναίκα μπορούσε να καταλήξει γκαϊ’σάιν μόνο και μόνο επειδή είχε αναφέρει κάποιας την πεθερά. Δεν ήταν λιγότερο ανόητο από αυτό που έκαναν οι Καιρχινοί. Στην ουσία, η όλη κατάσταση κατέληγε σε ένα πράγμα. Είχε βάλει υπεύθυνη τη Μπερελαίν· έπρεπε να τη στηρίξει. Τόσο απλό ήταν. «Οι Καιρχινοί σε προσβάλλουν και μόνο που είναι Καιρχινοί, Ρούαρκ. Δώσε τόπο. Ποιος ξέρεις, μπορεί στο τέλος να μάθουν αρκετά και να μη χρειάζεται να τους μισείς πια».
Ο Ρούαρκ μούγκρισε ξινά κι η Μπερελαίν χαμογέλασε. Προς έκπληξη του Ραντ, έμοιαζε έτοιμη να βγάλει τη γλώσσα της στον Αελίτη. Μπα, η φαντασία του θα ήταν. Ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερη του, όμως κυβερνούσε το Μαγιέν όταν αυτός ακόμα έβοσκε πρόβατα στους Δύο Ποταμούς.
Ο Ραντ ξανάστειλε τον Κόρμαν και τον Χάβιεν στη φρουρά τους και συνέχισε να προχωρά, με τον Ρούαρκ και την Μπερελαίν να τον πλαισιώνουν και τους υπόλοιπους να ακολουθούν από κοντά. Μια παρέλαση. Το μόνο που έλειπε ήταν τα ταμπούρλα κι οι τρομπέτες.
Η κλαγγή των σπαθιών εξάσκησης ξανάρχισε πίσω του. Άλλη μια αλλαγή, έστω και μικρή. Ακόμα κι η Μουαραίν, που μελετούσε τόσο καιρό τις Προφητείες του Δράκοντα, δεν ήξερε αν το γεγονός ότι ο Ραντ θα Τσάκιζε τον Κόσμο ξανά σήμαινε ότι θα έφερνε μια νέα Εποχή, μα το σίγουρο ήταν ότι έφερνε αλλαγές, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Του φαινόταν πως όσες αλλαγές έφερνε σκοπίμως, άλλες τόσες τις έκανε κατά λάθος.
Όταν έφτασαν στην πόρτα του γραφείου που μοιράζονταν η Μπερελαίν κι ο Ρούαρκ —ανατέλλοντες ήλιοι στόλιζαν τα μακριά φύλλα του σκούρου στιλβωμένου ξύλου, κάτι που έδειχνε ότι κάποτε το χρησιμοποιούσε κάποιος μονάρχης— ο Ραντ κοντοστάθηκα και γύρισε προς τη Σούλιν και τον Ούριεν. Αν δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί τόσους φρουρούς εδώ, δεν θα μπορούσε να τους ξεφορτωθεί πουθενά. «Θα επιστρέψω στο Κάεμλυν περίπου μια ώρα μετά την ανατολή αύριο. Ως τότε, επισκεφθείτε τις σκηνές, δείτε τους φίλους σας και προσπαθήστε να μην αρχίσετε τίποτα βεντέτες. Αν επιμένετε, δυο μπορούν να μείνουν και να με προστατεύουν από τα ποντίκια· δεν νομίζω να μου χιμήξει κάτι μεγαλύτερο εδώ».
Ο Ούριεν άφησε ένα χαμογελάκι κι ένευσε, αν κι έκανε νόημα περίπου στο ύψος ενός Καιρχινού και μουρμούρισε, «Εδώ έχει μεγάλα ποντίκια».
Για μια στιγμή, του Ραντ του φάνηκε ότι η Σούλιν θα έφερνε αντίρρηση. Το ανέκφραστο βλέμμα της κράτησε μονάχα μια στιγμή και μετά ένευσε. Ακόμα, όμως, κρατούσε το στόμα της κλειστό. Σίγουρα θα τον περιλάβαινε όταν θα υπήρχαν μόνο Κόρες για να τα ακούσουν.
Το γραφείο ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο και φιλοξενούσε πολλές αντιθέσεις, ακόμα και με τη δεύτερη ματιά που του έριξε. Στο ψηλό ταβάνι με τα γύψινα διακοσμητικά, οι ευθείες γραμμές κι οι οξείες γωνίες σχημάτιζαν περίπλοκα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως επίσης και τριγύρω στους τοίχους αλλά και σε ένα πλατύ τζάκι με πρόσοψη από σκούρο μπλε μάρμαρο. Στη μέση του δωματίου ήταν ένα βαρύ τραπέζι, ξέχειλο από χαρτιά και χάρτες, το οποίο αποτελούσε κάποιο είδος συνόρων. Στα δύο ψηλά στενά παράθυρα από τη μια μεριά του τζακιού υπήρχαν πήλινα αγγεία πάνω σε σκαμνάκια, γεμάτα μικρά φυτά με μερικά μικρούλικα ερυθρόλευκα μπουμπούκια. Από την άλλη μεριά του τραπεζιού ήταν ένα μακρύ παραπέτασμα στον τοίχο, το οποίο έδειχνε πλοία στο πέλαγος κι άνδρες να τραβάνε δίχτυα γεμάτα λαδόψαρα, την πηγή πλούτου του Μαγιέν. Ένα στεφάνι κεντήματος, με βελόνα και κόκκινη κλωστή να κρέμεται από ένα μισοτελειωμένο εργόχειρο, βρισκόταν σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη που ήταν αρκετά φαρδιά για να κουλουριαστεί μέσα της η Μπερελαίν αν ήθελε. Υπήρχε ένα μόνο χαλί στο πάτωμα, με λουλουδάτα μοτίβα σε χρυσά και κόκκινα και γαλάζια χρώματα, κι ένα τραπεζάκι πλάι στην καρέκλα είχε μια ασημένια καράφα κρασιού και ποτήρια σε ασημένιο δίσκο, όπως επίσης κι έναν λεπτό τόμο με κόκκινο δέσιμο, όπου ένα κομμάτι δέρμα με χρυσά στολίσματα έδειχνε ως πού είχε φτάσει η Μπερελαίν.
Το πάτωμα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού είχε στρώσεις φωτεινών πολύχρωμων χαλιών, όπου ήταν σκορπισμένα κόκκινα και γαλάζια και πράσινα μαξιλαράκια με κρόσσια. Μια θήκη ταμπάκ, μια πίπα με κοντό επιστόμιο και μια λαβίδα ήταν ακουμπισμένα πλάι σε μια σκεπασμένη μπρούντζινη γαβάθα πάνω σε ένα μικρό σεντούκι με μπρούντζινα ελάσματα· σε ένα κάπως μεγαλύτερο σεντούκι, με ενίσχυση από σίδηρο, υπήρχε ένα φιλντισένιο αγαλματάκι ενός κοκαλιάρικου ζώου, για το οποίο ο Ραντ αμφέβαλλε αν υπήρχε στ’ αλήθεια. Δυο ντουζίνες βιβλία όλων των μεγεθών —από τόσο μικρά που χωρούσαν σε τσέπη σακακιού ως τόσο μεγάλα, που ακόμα κι ο Ρούαρκ θα χρειαζόταν και τα δύο χέρια για να τα σηκώσει— σχημάτιζαν μια ευθυγραμμισμένη σειρά στο πάτωμα μπροστά στον τοίχο. Οι Αελίτες έφτιαχναν στην Ερημιά ό,τι χρειάζονταν εκτός από βιβλία· κάποιοι πραματευτές είχαν κάνει περιουσία από τους Αελίτες κουβαλώντας μονάχα βιβλία.
«Τώρα», είπε ο Ραντ όταν η πόρτα έκλεισε, αφήνοντάς τον μόνο με τον Ρούαρκ και τη Μπερελαίν, «πώς είναι στ’ αλήθεια τα πράγματα;»
«Όπως είπα», αποκρίθηκε η Μπερελαίν. «Τα αναμενόμενα. Ξαναλένε για την Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ και τον Τόραμ Ριάτιν στους δρόμους, μα οι περισσότεροι έχουν κουραστεί από τον πόλεμο προς το παρόν».
«Λένε ότι δέκα χιλιάδες Αντορινοί στρατιώτες πήγαν με το μέρος τους». Ο Ρούαρκ άρχισε να γεμίζει την πίπα, πατώντας το ταμπάκ με τον αντίχειρα. «Οι φήμες πάντα πολλαπλασιάζουν επί δέκα, αν όχι επί είκοσι, μα και πάλι είναι ανησυχητικό αν είναι αλήθεια. Οι ανιχνευτές λένε ότι οι αριθμοί τους δεν είναι μεγάλοι, μα αν τους αφήσουμε να αυξηθούν θα γίνουν κάτι παραπάνω από ενόχληση. Η κιτρινόμυγα είναι τόσο μικρή που σχεδόν δεν τη βλέπεις, αλλά αν βάλει το αυγό της στο δέρμα σου, θα χάσεις το χέρι ή το πόδι μέχρι να εκκολαφθεί — αν δεν σε σκοτώσει».
Ο Ραντ γρύλισε, χωρίς να δείξει αν συμφωνούσε ή όχι. Η εξέγερση του Ντάρλιν στο Δάκρυ δεν ήταν η μόνη την οποία είχε χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Ο Οίκος Ριάτιν κι ο Οίκος Ντέημοντρεντ, οι δύο τελευταίοι που είχαν το Θρόνο του Ήλιου, ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι πριν κάνει ο Ραντ την εμφάνισή του, και πιθανότατα θα ξαναγίνονταν αντίπαλοι αν χανόταν. Τώρα όμως είχαν παραμερίσει τις αντιπαλότητες —τουλάχιστον επιφανειακά· το τι έκαναν οι Καιρχινοί από πίσω ήταν άλλο πράγμα— και σαν τον Ντάρλιν, σκόπευαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε κάποιο σημείο το οποίο θεωρούσαν ασφαλές ο Τόραμ κι η Κάραλαϊν. Στην περίπτωση τους, αυτό ήταν οι πρόποδες των λόφων της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου, όσο πιο μακριά από την πόλη μπορούσαν να βρεθούν, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν τη χώρα. Είχαν μαζέψει το ίδιο ετερόκλητο πλήθος με τον Ντάρλιν· ευγενείς, κυρίως μεσαίους· εκτοπισμένους χωρικούς, μερικούς μισθοφόρους, ίσως και μερικούς πρώην ληστές της υπαίθρου. Ίσως να είχε βάλει κι εκεί το χέρι του ο Νάιαλ, όπως είχε κάνει με τον Ντάρλιν.
Αυτοί οι λόφοι δεν ήταν δυσπρόσιτοι, όπως το Χάντον Μιρκ, όμως ο Ραντ ακόμα δεν έκανε καμία κίνηση· είχε πάρα πολλούς εχθρούς σε πάρα πολλά μέρη. Αν κοντοστεκόταν για να λιώσει εδώ την κιτρινόμυγα που έλεγε ο Ρούαρκ, ίσως έβρισκε αλλού μια λεοπάρδαλη στα νώτα του. Είχε κατά νου να ξεμπερδέψει πρώτα με τη λεοπάρδαλη. Μακάρι μόνο να ήξερε πού ήταν οι άλλες λεοπαρδάλεις.
«Τι γίνεται με το Σάιντο;» ρώτησε, ακουμπώντας το Σκήπτρο του Δράκοντα σε έναν μισοξετυλιγμένο χάρτη. Έδειχνε τα βορινά της Καιρχίν και τα όρη που λέγονταν Εγχειρίδιο του Δράκοντα. Μπορεί οι Σάιντο να μην ήταν τόσο μεγάλη λεοπάρδαλη όσο ο Σαμαήλ, αλλά ήταν κάπως μεγαλύτεροι από τον Υψηλό Άρχοντα Ντάρλιν και την Αρχόντισσα Κάραλαϊν. Η Μπερελαίν του πρόσφερε ένα ποτήρι κρασί κι αυτός την ευχαρίστησε. «Είπαν τίποτα οι Σοφές για τις προθέσεις της Σεβάνα;»
Κατά τη γνώμη του θα μπορούσαν τουλάχιστον μια-δυο απ’ αυτές να ρίξουν μια ματιά τριγύρω όταν η Σεβάνα θα ανέβαινε στο Εγχειρίδιο του Δράκοντα. Θα έβαζε στοίχημα ότι οι Σοφές των Σάιντο αυτό έκαναν όταν κατέβαιναν κάτω από τον ποταμό Γκάελιν. Φυσικά, δεν είπε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μπορεί οι Σάιντο να είχαν εγκαταλείψει το τζι’ε’τόχ, όμως ο Ρούαρκ έβλεπε την κατασκοπεία με τον παραδοσιακό τρόπο των Αελιτών. Οι απόψεις των Σοφών ήταν άλλο πράγμα, αν και θα ήταν δύσκολο να ξεκαθαρίσεις ποιες ακριβώς ήταν αυτές.
«Λένε ότι οι Σάιντο κατασκευάζουν φρούρια». Ο Ρούαρκ κοντοστάθηκε και με μια λαβίδα έφερε στην πίπα του ένα αναμμένο κάρβουνο από τη γεμάτη άμμο μπρούντζινη γαβάθα. Όταν τη ρούφηξε και την άναψε, συνέχισε να μιλά. «Νομίζουν ότι οι Σάιντο δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν ποτέ στην Τρίπτυχη Γη. Το ίδιο κι εγώ».
Ο Ραντ έτριψε τα μαλλιά του με το ελεύθερο χέρι του. Η Κάραλαϊν κι ο Τόραμ ήταν μια πληγή που σάπιζε, κι οι Σάιντο είχαν στρογγυλοκαθίσει στην από δω μεριά του Δρακότειχους. Το μίγμα ήταν πιο επικίνδυνο από τον Ντάρλιν. Και το αθέατο δάχτυλο της Αλάνα έμοιαζε έτοιμο να τον αγγίξει. «Άλλα καλά νέα;»
«Δίνονται μάχες στη Σαμάρα», είπε ο Ρούαρκ με την πίπα στο στόμα.
«Πού;» ρώτησε ο Ραντ.
«Στη Σαμάρα. Ή στο Σάρα. Δίνουν πολλά ονόματα στη γη τους. Κο’ντάνσιν, Τομάκα, Κιγκάλι, κι άλλα. Μπορεί όλα να είναι αληθινά, ή ίσως κανένα. Λένε ψέματα χωρίς δεύτερη σκέψη αυτοί οι άνθρωποι. Πρέπει να ξεδιπλώσεις κάθε τόπι ύφασμα που θα αγοράσεις, αλλιώς θα δεις ότι μόνο το απ’ έξω είναι μετάξι. Κι αν την άλλη φορά που πας για εμπόριο τύχει να βρεις τον άνθρωπο που είχε συναλλαγεί μαζί σου, θα αρνηθεί ότι σε έχει ξαναδεί, ή ότι είχε ξανάρθει για εμπόριο. Αν πιέσεις το ζήτημα, οι άλλοι θα τον σκοτώσουν για να σε εξευμενίσουν και μετά θα πουν ότι μόνο εκείνος πουλούσε μετάξι και θα πάνε να σου πλασάρουν νερό για κρασί».
«Γιατί είναι καλά τα νέα για μάχες στη Σαμάρα;» ρώτησε μαλακά ο Ραντ. Δεν πολυήθελε να ακούσει την απάντηση. Η Μπερελαίν είχε στήσει αυτί με ενδιαφέρον· κανείς εκτός από τους Αελίτες και τους Θαλασσινούς δεν ήξεραν πολλά για τις κλειστές χώρες πέρα από την Ερημιά, μόνο ότι από κει έρχονταν φίλντισι και μετάξι. Αυτό, και τις ιστορίες στο Τα Ταξίδια του Τζάιν του Πεζοπόρου, που μάλλον παραήταν ευφάνταστες για να είναι αληθινές. Αν κι ο Ραντ, τώρα που το σκεφτόταν, πράγματι θυμόταν ότι έλεγαν για τα ψέματα, όπως και για τα διαφορετικά ονόματα, μόνο που τα παραδείγματα που ανέφερε ο Πεζοπόρος δεν ταίριαζαν τα ονόματα που είχε πει ο Ρούαρκ, απ’ ό,τι μπορούσε να θυμηθεί.
«Ποτέ δεν πολεμούν στο Σάρα, Ραντ αλ’Θόρ. Λέγεται οι Πόλεμοι των Τρόλοκ άγγιξαν κι εκείνο το μέρος—» Οι Τρόλοκ είχαν μπει και στην Ερημιά του Άελ· από τότε, το όνομα που έδιναν οι Τρόλοκ στην Ερημιά του Άελ ήταν Γη Θανάτου «-αλλά αν συνέβη καμία μάχη έκτοτε, το γεγονός δεν ακούστηκε στα εμπορικά φρούρια. Για τα πράγματα που συμβαίνουν έξω από τα τείχη των φρουρίων, ελάχιστα ακούγονται μέσα. Λένε ότι η χώρα τους ανέκαθεν ήταν μία κι ενωμένη, όχι πολλές όπως εδώ, κι ανέκαθεν επικρατούσε ειρήνη. Όταν βγήκες από το Ρουίντιαν ως Καρ’α’κάρν, η είδηση για σένα και τον τίτλο σου διαδόθηκε μεταξύ των υδρόβιων εδώ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Το νέο ταξίδεψε ως τα εμπορικά φρούρια στη Μεγάλη Χαρακιά και στους Γκρεμούς της Αυγής». Το βλέμμα του Ρούαρκ ήταν γαλήνιο και σταθερό· τίποτα απ’ αυτά δεν τον τάραζε. «Τώρα ήρθαν άλλα νέα μέσω της Τρίπτυχης Γης. Στο Σάρα πολεμούν, κι οι Σαρανοί στα εμπορικά φρούρια ρωτάνε πότε ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα Τσακίσει τον Κόσμο».
Ξαφνικά το κρασί του φάνηκε ξινό. Άλλο ένα μέρος σαν το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, που έπεφτε στο διχασμό μόνο και μόνο επειδή είχε ακούσει γι’ αυτόν. Ως πού εκτείνονταν τα κύματα γύρω του; Υπήρχαν, άραγε, εξαιτίας του πόλεμοι για τους οποίους δεν θα μάθαινε ποτέ, σε χώρες τις οποίες δεν θα γνώριζε ποτέ;
Ο θάνατος πατά στους ώμους μου, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Ο θάνατος περπατά στα αχνάρια μου. Είμαι ο θάνατος.
Ανατριχιάζοντας, ο Ραντ άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Πόσα πράγματα απαιτούσαν οι Προφητείες με εκείνα τα προκλητικά υπονοούμενα και τους μεγαλοπρεπείς ελλειπτικούς στίχους; Μήπως έπρεπε να προσθέσει και το Σάρα, ή όπως τέλος πάντων ήταν το πραγματικό του όνομα, πλάι στην Καιρχίν και τις άλλες χώρες; Ολόκληρο τον κόσμο; Πώς, τη στιγμή που δεν μπορούσε καν να έχει εντελώς υπό τον έλεγχό του το Δάκρυ ή την Καιρχίν; Όλα αυτά θα χρειάζονταν χρόνο περισσότερο από τη ζωή ενός ανθρώπου. Το Άντορ. Αν ο προορισμός του ήταν να διαλύσει όλες τις χώρες, να ρημάξει ολόκληρο τον κόσμο, θα κρατούσε το Άντορ σώο για την Ηλαίην. Θα έβρισκε τρόπο.
«Το Σάρα, όπως κι αν λέγεται τέλος πάντων, είναι μακριά από δω. Προχωράμε βήμα-βήμα, και το πρώτο βήμα είναι ο Σαμαήλ».
«Ο Σαμαήλ», συμφώνησε ο Ρούαρκ. Η Μπερελαίν ρίγησε κι άδειασε μονορούφι το ποτήρι της.
Μίλησαν για λίγο για τους Αελίτες που ακόμα μετακινούνταν προς τον Νότο. Ο Ραντ ήθελε το σφυρί που ετοιμαζόταν στο Δάκρυ να είναι ολοφάνερα αρκετά μεγάλο για να διαλύσει ό,τι μπορούσε να του αντιτάξει ο Σαμαήλ. Για τον Ρούαρκ, αυτό ήταν αρκετό· η Μπερελαίν, όμως, διαμαρτυρόταν ότι χρειάζονταν να διατηρήσουν κι άλλες δυνάμεις στην Καιρχίν. Ως τη στιγμή που ο Ρούαρκ της είπε να σταματήσει. Εκείνη μουρμούρισε κάτι για τον Αελίτη, ότι ήταν ξεροκέφαλος και δεν θα του έβγαινε σε καλό, όμως άρχισε να λέει για τις προσπάθειες να μετοικήσουν οι αγρότες της χώρας. Κατά τη γνώμη της, την επόμενη χρονιά δεν θα χρειάζονταν τα φορτία σιτηρών του Δακρύου. Αρκεί να σταματούσε κάποτε η ανομβρία. Αν όχι, τότε το Δάκρυ δεν είχε αρκετά σιτηρά ούτε για τις δικές του ανάγκες, πόσο μάλλον για άλλους. Είχαν ξαναρχίσει να διεξάγονται εμπορικές συναλλαγές. Οι έμποροι έρχονταν από το Άντορ και το Δάκρυ και το Μουράντυ, κατέβαιναν από τις Μεθόριες. Μάλιστα, ένα πλοίο των Θαλασσινών είχε αγκυροβολήσει στο ποτάμι το ίδιο πρωί, κάτι που η Μπερελαίν θεωρούσε παράξενο, μιας κι ήταν τόσο μακριά από τη θάλασσα, μα ήταν ευπρόσδεκτο.
Το πρόσωπο της Μπερελαίν ήταν φλογισμένο κι ο τόνος της ζωηρός, καθώς τριγυρνούσε γύρω από το τραπέζι για να πάρει το τάδε ή το δείνα έγγραφο, συζητώντας τι χρειαζόταν να αγοράσει η Καιρχίν και τι χρήματα είχε για να αγοράσει, τι έπρεπε να πουλήσει τώρα και τι θα έπρεπε να πουλήσει σε έξι μήνες, σε ένα χρόνο. Ανάλογα με τον καιρό, φυσικά. Αυτό το αντιπαρερχόταν σαν να μην είχε σημασία, αν κι έριχνε ήρεμες ματιές στον Ραντ οι οποίες έλεγαν ότι αυτός ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας κι αν υπήρχε τρόπος να σταματήσει τη ζέστη, έπρεπε να τον βρει. Ο Ραντ την είχε δει μαυλιστική και πανέμορφη, την είχε δει να δείχνει φόβο, αψηφισιά, παρασυρμένη από την αλαζονεία της, αλλά ποτέ έτσι. Έμοιαζε εντελώς διαφορετική γυναίκα. Ο Ρούαρκ, που καθόταν σε ένα μαξιλαράκι και ρουφούσε την πίπα του, φαινόταν να το διασκεδάζει καθώς την παρακολουθούσε.
«...αυτή η σχολή σου μπορεί να βγάλει κάτι καλό», είπε η Μπερελαίν, σμίγοντας τα φρύδια καθώς κοίταζε ένα μακρύ φύλλο γεμάτο μικρούς, καλογραμμένους χαρακτήρες, «αν σταματήσουν να σκέφτονται καινούρια πράγματα και κάτσουν να φτιάξουν αυτά που έχουν ήδη σκεφτεί». Χτύπησε τα χείλη της με ένα δάχτυλο, κοιτώντας συλλογισμένα το τίποτα. «Είπες να τους δίνω όσο χρυσάφι ζητούν, αλλά αν μου επέτρεπες να τους το δίνω μόνο όταν θα έχουν έτοιμο το—»
Η Τζαλάνι έχωσε το παχουλό προσωπάκι της από το άνοιγμα της πόρτας —το να χτυπάς την πόρτα ήταν κάτι που οι Αελίτες δεν καταλάβαιναν— κι είπε, «Ο Μάνγκιν ήρθε για να μιλήσει με τον Ρούαρκ κι εσένα, Ραντ αλ’Θόρ».
«Πες του ότι μετά χαράς θα μιλήσω μαζί του αργότερα—» Μόνο αυτό πρόλαβε να πει ο Ραντ πριν τον διακόψει ήσυχα ο Ρούαρκ.
«Καλά θα κάνεις να του μιλήσεις τώρα, Ραντ αλ’Θόρ». Το πρόσωπο του αρχηγού φατρίας είχε σοβαρέψει· η Μπερελαίν είχε αφήσει το μακρύ χαρτί στο τραπέζι κι ατένιζε το πάτωμα.
«Πολύ καλά», είπε αργά ο Ραντ.
Το κεφάλι της Τζαλάνι χάθηκε και μπήκε μέσα ο Μάνγκιν. Ήταν ψηλότερος από τον Ραντ, ένας από κείνους που είχαν περάσει το Δρακότειχους ψάχνοντας Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, ένας από τη μια χούφτα Αελίτες που είχαν καταλάβει την Πέτρα του Δακρύου. «Πριν από έξι μέρες σκότωσα κάποιον», άρχισε χωρίς εισαγωγικά, «έναν δενδροφονιά, και τώρα θέλω να μάθω αν σου έχω τοχ, Ραντ αλ’Θόρ».
«Σε μένα;» είπε ο Ραντ. «Μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, Μάνγκιν· μα το Φως, το ξέρεις καλύτερα—» Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, κοιτάζοντας τα γκρίζα μάτια που ήταν σοβαρά μα δίχως φόβο. Ίσως έδειχναν περιέργεια. Η έκφραση του Ρούαρκ δεν του έλεγε τίποτα· η Μπερελαίν ακόμα δεν έλεγε να τον κοιτάξει κατάματα. «Σου επιτέθηκε, έτσι δεν έγινε;»
Ο Μάνγκιν κούνησε το κεφάλι. «Είδα ότι του άξιζε να πεθάνει, κι έτσι τον σκότωσα». Το είπε απλά κι αδιάφορα· είδε ότι η αποχέτευση ήθελε καθάρισμα, κι έτσι την είχε καθαρίσει. «Αλλά είπες ότι δεν μπορούμε να σκοτώνουμε τους δενδροφονιάδες παρά μόνο στη μάχη ή αν μας επιτεθούν. Τώρα έχω τοχ σε σένα;»
Ο Ραντ θυμήθηκε αυτό που είχε πει... αυτόν Θα τον κρεμάσω. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. «Γιατί του άξιζε να πεθάνει;»
«Φορούσε κάτι που δεν είχε δικαίωμα να φορά», αποκρίθηκε ο Μάνγκιν.
«Τι φορούσε; Τι ήταν αυτό που φορούσε, Μάνγκιν;»
Ο Ρούαρκ απάντησε, αγγίζοντας τον αριστερό πήχυ του. «Αυτό». Εννοούσε τον Δράκοντα που ήταν κουλουριασμένος γύρω από το χέρι του. Οι αρχηγοί φατρίας δεν τους επεδείκνυαν συχνά, δεν μιλούσαν καν γι’ αυτούς· σχεδόν τα πάντα γι’ αυτά τα σημάδια τα τύλιγε ένα μυστήριο, κι οι αρχηγοί το άφηναν έτσι. «Ήταν κάτι φτιαγμένο με βελόνες και μελάνια, φυσικά». Ένα τατουάζ.
«Προσποιόταν τον αρχηγό φατρίας;» Ο Ραντ κατάλαβε ότι έψαχνε δικαιολογία... αυτόν θα τον κρεμάσω. Ο Μάνγκιν ήταν από τους πρώτους που τον είχαν ακολουθήσει.
«Όχι», είπε ο Μάνγκιν. «Έπινε κι έδειχνε αυτό που δεν έπρεπε να έχει. Το βλέπω στα μάτια σου, Ραντ αλ’Θόρ». Ξαφνικά χαμογέλασε. «Είναι γρίφος. Είχα δίκιο που τον σκότωσα, μα τώρα έχω τοχ σε σένα».
«Έκανες λάθος που τον σκότωσες. Ξέρεις πώς τιμωρείται ο φόνος».
«Με μια θηλιά στο λαιμό, όπως κάνουν οι υδρόβιοι». Ο Μάνγκιν ένευσε σκεφτικός. «Πες μου πού και πότε. Θα είμαι εκεί. Είθε να βρεις νερό και σκιά σήμερα, Ραντ αλ’Θόρ».
«Είθε να βρεις νερό και σκιά, Μάνγκιν», του είπε λυπημένα ο Ραντ.
«Φαντάζομαι», είπε η Μπερελαίν, όταν έκλεισε η πόρτα πίσω από τον Μάνγκιν, «ότι πραγματικά θα πάει στη εκτέλεση του με δική του βούληση, Α, μη με κοιτάζεις έτσι, Ρούαρκ. Δεν ήθελα να θίξω ούτε αυτόν ούτε την τιμή των Αελιτών».
«Έξι μέρες», μούγκρισε ο Ραντ, ενώ στρεφόταν σ’ εκείνη. «Ήξερες γιατί ήταν εδώ, το ξέρατε κι οι δυο. Πριν από έξι μέρες, και το αφήσατε σε μένα. Το έγκλημα είναι έγκλημα, Μπερελαίν».
Εκείνη όρθωσε μεγαλοπρεπώς το ανάστημά της, μα ο τόνος της ήταν αμυντικός. «Δεν έχω συνηθίσει να έρχονται και να μου λένε ότι μόλις διέπραξαν φόνο. Το καμένο το τζι’ε’τόχ τους. Οι καμένοι οι Αελίτες κι η καμένη η τιμή τους». Οι βλαστήμιες φαίνονταν παράξενες, έτσι όπως έβγαιναν από το στόμα της.
«Δεν έχεις λόγο να θυμώνεις μαζί της, Ραντ αλ’Θόρ», παρενέβη ο Ρούαρκ. «Το τοχ του Μάνγκιν είναι σε σένα, όχι σ’ αυτήν. Ούτε σε μένα».
«Το τοχ του είναι στον άνθρωπο που δολοφόνησε», είπε παγερά ο Ραντ. Ο Ρούαρκ έδειξε σοκαρισμένος. «Την επόμενη φορά που θα γίνει έγκλημα, μην περιμένεις εμένα. Να ακολουθήσεις το νόμο!» Μ’ αυτόν τον τρόπο ίσως δεν χρειαζόταν να επιβάλει ξανά ποινή σε κάποιον άνθρωπο τον οποίο γνώριζε και συμπαθούσε. Θα το έκανε, αν χρειαζόταν. Το ήξερε, κι ένιωθε θλίψη. Τι είδους άνθρωπος είχε γίνει;
Ο τροχός της ζωής ενός ανθρώπου, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Δεν υπάρχει έλεος. Δεν υπάρχει οίκτος.