Καταπνίγοντας την ενόχλησή του —και τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν— ο Ραντ άπλωσε στο σαϊντίν και βρέθηκε στη γνώριμη πια μάχη για τον έλεγχο και την επιβίωση στο μέσον της αδειανοσύνης. Καθώς διαβίβαζε, το μίασμα αργοκυλούσε μέσα του· ακόμα κι όπως βρισκόταν στο κενό, ο Ραντ το ένιωθε να ποτίζει τα κόκαλά του, ίσως και την ψυχή του. Δεν είχε άλλο τρόπο να περιγράψει τι έκανε παρά λέγοντας ότι δημιουργούσε μια πτυχή στο Σχήμα, του άνοιγε μια τρύπα. Το είχε μάθει μόνος του, κι ο δάσκαλός του δεν ήξερε καλά να εξηγεί τι κρυβόταν ακόμα και πίσω από τα πράγματα που του δίδασκε. Μια λαμπρή κάθετη γραμμή φάνηκε στον αέρα, πλάτυνε γοργά σχηματίζοντας ένα άνοιγμα σαν μεγάλη πόρτα. Για την ακρίβεια φάνηκε να στρίβει, κι η θέα που αποκάλυπτε, ένα ηλιόλουστο ξέφωτο ανάμεσα σε διψασμένα δένδρα, περιστράφηκε κι ακινητοποιήθηκε.
Η Ενάιλα κι δύο άλλες Κόρες ύψωσαν τα πέπλα και χίμηξαν να περάσουν σχεδόν πριν αυτό σταματήσει· πεντ’ έξι άλλες τις ακολούθησαν, μερικές με τα τόξα από κέρας έτοιμα. Ο Ραντ δεν περίμενε ότι θα υπήρχε κάτι από το οποίο έπρεπε να τον προφυλάξουν. Είχε βάλει την άλλη άκρη —αν υπήρχε άλλη άκρη· δεν το καταλάβαινε, αλλά του φαινόταν ότι υπήρχε μόνο ένα άκρο— στο ξέφωτο, επειδή μια πύλη που άνοιγε ήταν κίνδυνος για τους ανθρώπους. Αλλά αν έλεγες στις Κόρες ή στον όποιο Αελίτη, ότι δεν χρειαζόταν να είναι σε επιφυλακή, θα ήταν σαν να έλεγες σε ένα ψάρι ότι δεν χρειαζόταν να κολυμπά.
«Αυτό είναι μια πύλη», είπε στον Τάιμ. «Θα σου δείξω πώς να τις φτιάχνεις, αν δεν το κατάλαβες». Ο άλλος τον κοίταζε. Αν τον παρακολουθούσε με προσοχή, έπρεπε να έχει δει πώς ο Ραντ είχε υφάνει το σαϊντίν· ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει όποιος είχε την ικανότητα να διαβιβάζει.
Ο Τάιμ τον πλησίασε όταν βγήκε στο ξέφωτο, ενώ η Σούλιν κι οι υπόλοιπες Κόρες τον ακολούθησαν. Μερικές έριξαν αποδοκιμαστικές ματιές στο σπαθί που είχε στο πλάι του καθώς τον προσπερνούσαν, και μεταξύ τους άναψε μια ζωηρή συζήτηση με τη χειρομιλία που ήξεραν οι Κόρες. Σίγουρα ένιωθαν απέχθεια. Η Ενάιλα κι η εμπροσθοφυλακή είχαν ήδη εξαπλωθεί επιφυλακτικά ανάμεσα στα μισοξεραμένα δένδρα· τα σακάκια και τα παντελόνια τους, το καντιν’σόρ, τις βοηθούσαν να γίνουν ένα με τις σκιές, ακόμα κι εκείνες που δεν είχαν προσθέσει πράσινο στα γκρίζα και τα καφέ χρώματά του. Με τη Δύναμη μέσα του, ο Ραντ μπορούσε να ξεχωρίσει την κάθε ξερή βελόνα των πεύκων· περισσότερες ήταν οι ξερές από τις χλωρές. Μπορούσε να μυρίσει τον ξινό χυμό των λέδερλιφ. Ο αέρας είχε μια καυτή, ξερή, σκονισμένη οσμή. Εδώ πέρα δεν υπήρχε κίνδυνος.
«Περίμενε, Ραντ αλ’Θόρ», ακούστηκε μια βιαστική γυναικεία φωνή από την άλλη μεριά της πύλης. Η φωνή της Αβιέντα.
Ο Ραντ άφησε αμέσως την ύφανση και το σαϊντίν, κι η πύλη έσβησε όπως είχε εμφανιστεί. Υπήρχαν κίνδυνοι και κίνδυνοι. Ο Τάιμ τον κοίταξε με περιέργεια. Κάποιες Κόρες, άλλες με πέπλο κι άλλες χωρίς, τον κοίταξαν κι αυτές. Αποδοκιμαστικά. Τα δάχτυλα ζωήρεψαν με τη χειρομιλία τους. Είχαν όμως τη σύνεση να μην ανοίξουν το στόμα τους· τους το είχε ξεκαθαρίσει αυτό.
Αγνοώντας τόσο την περιέργεια όσο και την αποδοκιμασία, ο Ραντ προχώρησε ανάμεσα στα δένδρα με τον Τάιμ στο πλευρό του, ενώ τα ξερά φύλλα και τα κλαράκια έτριζαν στον διάβα τους. Οι Κόρες είχαν σχηματίσει έναν μεγάλο κύκλο γύρω τους κι ήταν εντελώς αθόρυβες με τις μαλακές μπότες τους, που είχαν κορδόνια ως το γόνατο. Η στιγμή της αποδοκιμασίας έσβησε μέσα στην άγρυπνη προσοχή τους. Μερικές είχαν ξανακάνει αυτό το ταξίδι με τον Ραντ, πάντα δίχως απρόοπτα, όμως τίποτα δεν θα τις έπειθε ότι τούτα τα δάση δεν ήταν πρόσφορο μέρος για ενέδρα. Πριν από τον Ραντ, η ζωή στην Ερημιά ήταν σχεδόν τρεις χιλιάδες χρόνια επιδρομών, αψιμαχιών, ερίδων και πολέμων, που συνεχίζονταν ακατάπαυστα.
Σίγουρα θα υπήρχαν πράγματα που μπορούσε να μάθει από τον Τάιμ —αν κι όχι όσα νόμιζε ο δεύτερος— αλλά η διδασκαλία θα ήταν αμοιβαία, κι ήταν ώρα να αρχίσει την εκπαίδευση του άλλου. «Ακολουθώντας με, κάποια στιγμή θα βρεθείς αντιμέτωπος με τους Αποδιωγμένους. Ίσως και πριν από την Τελευταία Μάχη. Μάλλον πριν. Δεν σε βλέπω να ξαφνιάζεσαι».
«Έχω ακούσει φήμες. Τελικά δραπέτευσαν».
Άρα το νέο εξαπλωνόταν. Άθελά του χαμογέλασε. Οι Άες Σεντάι δεν θα χαίρονταν καθόλου μ’ αυτό. Ο Ραντ ως ένα σημείο χαιρόταν όταν κάτι τις έκανε να ξινίσουν τα μούτρα τους. «Πρέπει να περιμένεις ότι μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εμφανιστεί οτιδήποτε. Τρόλοκ, Μυρντράαλ, Ντραγκχάρ, Φαιοί, Γκόλαμ...»
Δίστασε, ενώ η παλάμη του με το σημάδι του ερωδιού χάιδευε τη μακριά λαβή του σπαθιού του. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήταν τα Γκόλαμ. Ο Λουζ Θέριν δεν είχε σαλέψει, αλλά ο Ραντ ήξερε ότι αυτό το όνομα είχε έρθει από εκείνον. Κάποιες φορές, θραύσματα και κομμάτια διαπερνούσαν το λεπτό φράγμα που βρισκόταν ανάμεσα στον Ραντ και σ’ εκείνη τη φωνή, και γίνονταν τμήμα των αναμνήσεων του Ραντ, συνήθως δίχως καμία εξήγηση. Το τελευταίο διάστημα συνέβαινε ολοένα και συχνότερα. Τα θραύσματα δεν μπορούσε να τα πολεμήσει, αντίθετα από τη φωνή του άλλου. Ο δισταγμός κράτησε μονάχα μια στιγμή.
«Κι όχι μόνο στον Βορρά, κοντά στη Μάστιγα. Αλλά κι εδώ και παντού. Χρησιμοποιούν τις Οδούς». Αυτές ήταν κάτι ακόμα που έπρεπε να φροντίσει. Αλλά πώς; Αρχικά οι Οδοί είχαν κατασκευαστεί με το σαϊντίν, αλλά τώρα ήταν σκοτεινές, μιασμένες όπως και το σαϊντίν. Οι Σκιογέννητοι δεν μπορούσαν να αποφύγουν όλους τους κινδύνους των Οδών που σκότωναν ανθρώπους ή τους επιφύλασσαν χειρότερη κατάληξη, αλλά ακόμη κατόρθωναν να τις χρησιμοποιούν· παρ’ όλο που οι Οδοί δεν ήταν τόσο γρήγορος τρόπος μετακίνησης όσο το Ταξίδεμα ή έστω η Ολίσθηση, μέσω αυτών μπορούσαν να διανύσουν εκατοντάδες μίλια μέσα σε μία μέρα. Ήταν ένα πρόβλημα που θα το άφηνε για μετά. Ήταν πολλά τα προβλήματα που άφηνε για μετά. Ήταν πολλά και τα προβλήματα στο τώρα. Εκνευρισμένος, σπάθισε ένα λέδερλιφ με το Σκήπτρο του Δράκοντα· φαρδιά, σκληρά φύλλα έπεσαν κομματιασμένα, ξερά τα περισσότερα. «Ό,τι άκουσες ποτέ σου σε θρύλο, να το περιμένεις. Ακόμα και τα Σκοτεινόσκυλα, που και να είναι η Τρελή Ορδή, τουλάχιστον δεν είναι ελεύθερος ο Σκοτεινός για να έρχεται καβάλα στο κατόπι τους. Και μόνα τους, πάντως, είναι επικίνδυνα. Μερικά πλάσματα μπορείς να τα σκοτώσεις όπως λένε οι θρύλοι, μερικά, όμως, πεθαίνονυν μόνο με μοιροφωτιά, απ’ όσο ξέρω. Ξέρεις τη μοιροφωτιά; Αν όχι, είναι κάτι που δεν θα σου διδάξω. Αν την ξέρεις, να τη χρησιμοποιήσεις μόνο εναντίον Σκιογέννητων. Και μη τη διδάξεις σε κανέναν.
«Η βάση για μερικές από τις φήμες που άκουσες ίσως να είναι... δεν ξέρω πώς αλλιώς να τα αποκαλέσω εκτός από “φυσαλίδες του κακού”. Σκέψου τις σαν τις φυσαλίδες που βγαίνουν καμιά φορά από τους βάλτους, μόνο που αυτές εδώ εκπορεύονται από τον Σκοτεινό, καθώς οι σφραγίδες εξασθενούν, κι αντί για οσμή σαπίλας, είναι γεμάτες από... κακό. Αιωρούνται στο Σχήμα μέχρι που σκάνε, κι όταν σκάσουν, τα πάντα μπορεί να συμβούν. Τα πάντα. Το ίδιο σου το είδωλο μπορεί να πηδήξει από τον καθρέφτη για να σε σκοτώσει. Πίστεψε με».
Ο Τάιμ δεν έδειχνε αν το κήρυγμα αυτό του είχε φέρει απόγνωση. Είπε μόνο, «Έχω πάει στη Μάστιγα. Έχω ξανασκοτώσει Τρόλοκ, και Μυρντράαλ». Παραμέρισε ένα χαμηλό κλαρί και το κράτησε για να περάσει ο Ραντ. «Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτή τη μοιροφωτιά που λες, αλλά αν με κυνηγήσει κανένα Σκοτεινόσκυλο, θα βρω τρόπο να το σκοτώσω».
«Ωραία». Αυτό απευθυνόταν τόσο στην άγνοια του Τάιμ όσο και στην αυτοπεποίθησή του. Ο Ραντ δεν θα λυπόταν καθόλου αν η γνώση της μοιροφωτιάς εξαφανιζόταν οριστικά από τον κόσμο. «Με λίγη τύχη, δεν θα βρεις τίποτα τέτοιο εδώ, αλλά ποτέ δεν ξέρεις».
Το δάσος απότομα έδωσε τη θέση του στον αυλόγυρο της αγροικίας, που ήταν ένα πλατύ σπίτι με βοηθητικούς χώρους, άλλον ένα όροφο από πάνω με καλαμωτή σκεπή, καμινάδα απ’ όπου έβγαινε καπνός, κι ένα μεγάλο αχυρώνα που έγερνε. Εδώ δεν είχε περισσότερη δροσιά από την πόλη που ήταν λίγα μίλια παραπέρα, κι ο ήλιος ήταν εξίσου πυρωμένος. Κότες σκάλιζαν το χώμα, δύο γκριζοκαφέ αγελάδες μασουλούσαν χόρτο σε μια μάντρα με κάγκελα, ένα κοπάδι δεμένα μαύρα κατσίκια έτρωγαν τα φύλλα στους θάμνους που ήταν κοντά τους, κι ένα κάρο με ψηλές ρόδες στεκόταν στη σκιά του αχυρώνα, όμως το μέρος δεν έμοιαζε με αγρόκτημα. Δεν φαίνονταν χωράφια πουθενά· γύρω από την αυλή εκτεινόταν το δάσος με μόνο άνοιγμα τον όλο στροφές χωματόδρομο που τραβούσε προς τον Βορρά και χρησίμευε για τις σπάνιες επισκέψεις στην πόλη. Κι οι άνθρωποι ήταν πλήθος.
Τέσσερις γυναίκες, όλες μεσήλικες εκτός από μία, κρεμούσαν την μπουγάδα σε δύο σχοινιά, και μια ντουζίνα παιδιά, το μεγαλύτερο εννέα ή δέκα χρονών, έπαιζαν ανάμεσα στις κότες. Υπήρχαν κι άνδρες, επίσης, οι περισσότεροι από τους οποίους έκαναν διάφορες δουλειές. Ήταν είκοσι επτά, αν και κάποιοι παραήταν νέοι για να τους πεις άνδρες. Ο Έμπεν Χόπγουιλ, ο κοκαλιάρης που ανέβαζε ένα κουβά νερό από το πηγάδι, ισχυριζόταν πως ήταν είκοσι χρόνων, αλλά σίγουρα ήταν τέσσερα-πέντε χρόνια μικρότερος. Η μύτη και τα αυτιά του ήταν πελώρια. Ο Φέντγουιν Μορ, ένας από τους τρεις άνδρες που ιδρωκοπούσαν στη στέγη, αλλάζοντας τα πολυκαιρισμένα καλάμια, ήταν πιο γεροδεμένος κι είχε λιγότερες φακίδες, αλλά ούτε κι αυτός ήταν μεγαλύτερος. Οι μισοί και περισσότεροι άνδρες ήταν μόνο τρία ή τέσσερα χρόνια μεγαλύτεροι απ’ αυτούς τους δύο. Ο Ραντ μερικούς απ’ αυτούς παραλίγο θα τους είχε στείλει στα σπίτια τους, τουλάχιστον τον Έμπεν και τον Φέντγουιν, αλλά ο Λευκός Πύργος έπαιρνε μαθητευόμενους της ηλικίας τους, μερικές φορές ακόμα μικρότερους. Μερικά κεφάλια είχαν γκρίζο ανάμεσα στα μελαχρινά μαλλιά, κι ο Ντάμερ Φλιν, με το πρόσωπο όλο ρυτίδες, που ήταν μπροστά στον αχυρώνα κι αφαιρούσε τον φλοιό μερικών κλαδιών για να δείξει στους νεαρούς πώς να κουμαντάρουν το σπαθί, κούτσαινε και του έμενε μονάχα μια στενή λουρίδα άσπρων μαλλιών. Ο Ντάμερ ανήκε στους Φρουρούς της Βασίλισσας, μέχρι που είχε δεχθεί μια Μουραντιανή λόγχη στο μηρό του. Δεν ήταν ξιφομάχος, αλλά φαινόταν ικανός να δείξει στους άλλους πώς να μη καρφώσουν κατά λάθος τα ίδια τους τα πόδια. Οι περισσότεροι ήταν Αντορίτες, υπήρχαν κάτι λίγοι Καιρχινοί. Ακόμα κανένας δεν είχε έρθει από το Δάκρυ, αν κι η αμνηστία είχε εξαγγελθεί κι εκεί· ήθελε χρόνο για να ταξιδέψεις τόσο δρόμο.
Ο Ντάμερ, φυσικά, ήταν ο πρώτος που πρόσεξε τις Κόρες· πέταξε κάτω το κλαρί του κι έστρεψε την προσοχή των μαθητών του στον Ραντ. Ύστερα ο Έμπεν άφησε τον κουβά να πέσει με μια κραυγή και το νερό να τον πιτσιλίσει από πάνω ως κάτω, κι όλοι άρχισαν να τρέχουν φωνάζοντας στο σπίτι για να συγκεντρωθούν με ταραχή γύρω από τον Ντάμερ. Δύο ακόμα γυναίκες εμφανίστηκαν από μέσα, φορώντας ποδιές, με τα πρόσωπα κατακόκκινα από τις φωτιές της κουζίνας, και βοήθησαν τους άλλους να μαζέψουν τα παιδιά πίσω από τους άνδρες.
«Να τους», είπε ο Ραντ στον Τάιμ. «Σου έχει μείνει σχεδόν μισή μέρα. Πόσους μπορείς να δοκιμάσεις; Θέλω να ξέρω το συντομότερο δυνατόν ποιοι μπορούν να μάθουν».
«Τους περιμάζεψες από τα κατακάθια...» άρχισε να λέει περιφρονητικά ο Τάιμ και μετά κοντοστάθηκε στη μέση της αυλής, κοιτάζοντας τον Ραντ. Οι κότες σκάλιζαν το χώμα γύρω από τα πόδια του. «Δεν έχεις δοκιμάσει κανέναν τους; Γιατί, για όνομα του...; Δεν μπορείς, ε; Μπορείς να Ταξιδέψεις, αλλά δεν ξέρεις πώς να δοκιμάζεις το ταλέντο κάποιου».
«Μερικοί δεν θέλουν να διαβιβάσουν». Ο Ραντ άφησε τη λαβή του σπαθιού που έσφιγγε. Δεν του άρεσε να παραδέχεται σ’ αυτόν τον άνθρωπο τα κενά των γνώσεών του. «Μερικοί σκέφτηκαν μόνο ότι είχαν μια ευκαιρία για δόξες ή πλούτο ή εξουσία. Αλλά εγώ θέλω να κρατήσω όποιον μπορεί να μάθει, κι ας έχει ό,τι λόγους θέλει».
Οι μαθητές —οι άνδρες που θα γίνονταν μαθητές— παρακολουθούσαν τον Ραντ και τον Τάιμ από τον αχυρώνα επιδεικνύοντας σχετική ηρεμία. Στο κάτω-κάτω, όλοι είχαν έρθει στο Κάεμλυν για να διδαχθούν από τον Αναγεννημένο Δράκοντα ή έτσι νόμιζαν. Αυτό που τραβούσε, μαγεύοντας αλλά και φοβίζοντας τα βλέμματά τους, ήταν οι Κόρες που είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω από τον αυλόγυρο κι εισέβαλλαν στο σπίτι και στον αχυρώνα. Οι γυναίκες αγκάλιαζαν τα παιδιά στα φουστάνια τους, με τα μάτια στυλωμένα στον Ραντ και στον Τάιμ, άλλες κοιτάζοντάς τους ανέκφραστα κι άλλες δαγκώνοντας τα χείλη με αγωνία.
«Έλα», είπε ο Ραντ. «Ήρθε η στιγμή να συναντήσεις τους μαθητές σου».
Ο Τάιμ έμεινε ακίνητος. «Στ’ αλήθεια αυτό είναι το μόνο που θέλεις από μένα; Να προσπαθήσω να διδάξω αυτά τα θλιβερά υποκείμενα; Αν μπορεί κανείς να τα διδάξει. Πόσους νομίζεις ότι θα βρεις σε μια χούφτα ανθρώπους που μπήκαν στην ταλαιπωρία να έρθουν εδώ;»
«Είναι σημαντικό, Τάιμ· θα το έκανα εγώ προσωπικά, αν μπορούσα κι αν είχα χρόνο». Όπως πάντα ο χρόνος ήταν το κλειδί, και ποτέ δεν ήταν αρκετός. Το είχε ήδη παραδεχθεί, όσο δύσκολο κι αν του είχε φανεί. Συνειδητοποίησε ότι δεν συμπαθούσε και πολύ τον Τάιμ, αλλά δεν χρειαζόταν να τον συμπαθήσει. Ο Ραντ δεν στάθηκε να τον περιμένει, κι ο άλλος τον πρόφτασε με μερικές μεγάλες δρασκελιές. «Μίλησες για εμπιστοσύνη. Σου εμπιστεύομαι τη διδασκαλία τους». Μην εμπιστεύεσαι! είπε λαχανιασμένος ο Λουζ Θέριν από τα βάθη. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι! Η εμπιστοσύνη είναι θάνατος! «Δοκίμασε τους κι άρχισε να τους διδάσκεις μόλις ξέρεις ποιοι μπορούν να μάθουν».
«Όπως επιθυμεί ο Άρχοντας Δράκοντας», μουρμούρισε ξερά ο Τάιμ, καθώς έφταναν την ομάδα που τους περίμενε. Εκεί τους υποδέχθηκαν με υποκλίσεις και γονυκλισίες διόλου επιδέξιες.
«Αυτός είναι ο Μάζριμ Τάιμ», είπε ο Ραντ. Οι άλλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα, φυσικά. Μερικοί νεαροί τούς κοίταζαν σαν να νόμιζαν ότι ο Ραντ κι ο Τάιμ είχαν έρθει εδώ για να πολεμήσουν· μερικοί έδειχναν ότι ανυπομονούσαν να το δουν. «Συστηθείτε του. Αρχίζοντας από σήμερα, θα σας κάνει μαθήματα». Ο Τάιμ κοίταξε τον Ραντ με σφιγμένα τα χείλη, καθώς οι μαθητές μαζεύονταν αργά γύρω του κι άρχιζαν να του λένε τα ονόματά τους.
Στην πραγματικότητα, οι αντιδράσεις των ανδρών ποίκιλλαν. Ο Φέντγουιν βγήκε πρόθυμα μπροστά, πλάι στον Ντάμερ, ενώ ο Έμπεν έμεινε πίσω, με το πρόσωπο κατάχλωμο. Οι υπόλοιποι ήταν κάπου στο ενδιάμεσο, άλλοι διστακτικοί, άλλοι αβέβαιοι, όμως στο τέλος μίλησαν κι αυτοί. Η ανακοίνωση του Ραντ σήμαινε ότι είχαν τελειώσει οι βδομάδες που περίμεναν μερικοί, ίσως τα χρόνια που ονειρεύονταν. Σήμερα άρχιζε η πραγματικότητα κι η πραγματικότητα σήμαινε διαβίβαση, μ’ ό,τι συνεπαγόταν αυτό για έναν άνδρα.
Ένας στιβαρός άνδρας με μαύρα μάτια, έξι ή επτά χρόνια μεγαλύτερος του Ραντ, αγνόησε τον Τάιμ και ξέκοψε από τους άλλους. Ο Τζουρ Γκρέηντυ, φορώντας κακοραμμένο σακάκι αγρότη, σάλεψε τα πόδια του μπροστά στον Ραντ κι έστριψε έναν σκούφο στα χοντρά χέρια του. Κοίταζε τον σκούφο ή το χώμα κάτω από τις φθαρμένες μπότες του, κι έριχνε μόνο αραιές ματιές στον Ραντ. «Ε... Άρχοντα Δράκοντα, σκεφτόμουν... να... ο μπαμπάς μου φροντίζει ένα χωραφάκι που έχω, είναι καλή γη, αν δεν στερέψει το ποτάμι... μπορεί να βγάλει σοδειά αν βρέξει, και... και...» Έκανε το σκούφο μια μπάλα στα χέρια του και μετά τον ξαναΐσιωσε με προσοχή. «Σκεφτόμουν να γυρίσω σπίτι».
Οι γυναίκες δεν είχαν μαζευτεί γύρω από τον Τάιμ. Είχαν σχηματίσει μια βουβή παράταξη ανήσυχων ματιών, σφιχταγκάλιαζαν τα παιδιά και παρακολουθούσαν. Η νεότερη, μια παχουλή με ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά, που είχε ένα τετράχρονο αγόρι να παίζει με τα δάχτυλά της, ήταν η Σόρα Γκρέηντυ. Αυτές οι γυναίκες είχαν ακολουθήσει εδώ τους άνδρες τους, όμως ο Ραντ υποψιαζόταν ότι τα μισά ανδρόγυνα που το συζητούσαν, κατέληγαν στην απόφαση να φύγουν. Πέντε άνδρες είχαν ήδη φύγει, και παρ’ όλο που κανείς δεν είχε χρησιμοποιήσει γάμο σαν εξήγηση, κι οι πέντε ήταν παντρεμένοι. Ποια γυναίκα θα ένιωθε άνετα βλέποντας τον άνδρα της να μαθαίνει να διαβιβάζει; Θα ήταν σαν να τον έβλεπε να αυτοκτονεί.
Κάποιοι θα έλεγαν ότι αυτό το μέρος δεν ήταν για οικογένειες, αλλά πιθανότατα οι ίδιοι άνθρωποι θα έλεγαν ότι κι αυτοί οι άνδρες κακώς ήταν εδώ. Κατά τη γνώμη του Ραντ, οι Άες Σεντάι είχαν κάνει λάθος που είχαν απομονωθεί από τον κόσμο. Ελάχιστοι άνθρωποι έμπαιναν στον Λευκό Πύργο· οι Άες Σεντάι, οι γυναίκες που ήθελαν να γίνουν Άες Σεντάι, και το βοηθητικό προσωπικό· μόνο κάποιες ελάχιστες που ζητούσαν βοήθεια, κι αυτές μόνο όταν τα πράγματα έφταναν στο απροχώρητο. Όταν οι Άες Σεντάι έβγαιναν από τον Λευκό Πύργο, οι περισσότερες κρατούσαν απόσταση από τους άλλους ανθρώπους, και κάποιες δεν έβγαιναν ποτέ. Για τις Άες Σεντάι, οι άνθρωποι ήταν πιόνια σε ένα παιχνίδι κι ο κόσμος ο άβακας όπου έπαιζαν, όχι ένα μέρος στο οποίο ζούσαν. Γι’ αυτές, μόνο ο Λευκός Πύργος ήταν πραγματικός. Κανένας δεν μπορούσε να ξεχάσει τον κόσμο και τους φυσιολογικούς ανθρώπους όταν είχε μπροστά του την οικογένειά του.
Έπρεπε όλα αυτά να κρατήσουν ως την Τάρμον Γκάι’ντον —Πόσο ακόμα; Ένα χρόνο; Δύο;— αλλά το ερώτημα ήταν αν θα κρατούσαν έστω και τόσο. Αλλά θα βρισκόταν τρόπος. Ο Ραντ θα έβρισκε τρόπο. Οι οικογένειες θύμιζαν στους άνδρες για τι πολεμούσαν.
Το βλέμμα της Σόρα ήταν στυλωμένο στον Ραντ.
«Φύγε, αν το θέλεις», είπε στον Τζουρ. «Μπορείς να φύγεις οποιαδήποτε στιγμή, πριν αρχίσεις να μαθαίνεις πώς να διαβιβάζεις. Όταν κάνεις αυτό το βήμα, θα είσαι σαν στρατιώτης. Τζουρ, ξέρεις ότι χρειαζόμαστε όσους στρατιώτες μπορούμε να βρούμε πριν από την Τελευταία Μάχη. Η Σκιά θα έχει καινούριους Άρχοντες του Δέους έτοιμους να διαβιβάσουν· να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό. Αλλά η απόφαση είναι στο χέρι σου. Ίσως μπορέσεις να καθίσεις στη φάρμα σου και να ξεφύγεις απ’ όλα αυτά. Θα πρέπει να υπάρχουν μερικά μέρη στον κόσμο τα οποία θα σωθούν από αυτό που έρχεται. Το ελπίζω. Εν πάση περιπτώσει, οι υπόλοιποι θα βάλουμε τα δυνατά μας για να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα. Τουλάχιστον, όμως, πες το όνομά σου στον Τάιμ. θα ήταν κρίμα να φύγεις χωρίς να ξέρεις αν θα μπορούσες να το διδαχθείς». Ο Ραντ γύρισε την πλάτη στο μπερδεμένο βλέμμα του Τζουρ, αποφεύγοντας τα μάτια της Σόρα. Και μετά κατακρίνεις τις Άες Σεντάι, επειδή χειραγωγούν τους ανθρώπους, σκέφτηκε πικρά. Έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει.
Ο Τάιμ ακόμα μάζευε τα ονόματα του ασύντακτου πλήθους κι έριχνε αγριεμένες ματιές στον Ραντ. Η υπομονή του φάνηκε να εξαντλείται απότομα. «Φτάνει πια· ας αφήσουμε τα ονόματα για αργότερα, για όσους από σας θα είστε ακόμα εδώ αύριο. Ποιος είναι ο πρώτος που θα δοκιμαστεί;» Τα στόματά τους πάγωσαν ακαριαία. Κάποιοι δεν βλεφάριζαν καν, καθώς τον κοίταζαν. Ο Τάιμ έδειξε με το δάχτυλο τον Ντάμερ. «Ας ξεμπερδέψω με σένα. Για έλα εδώ». Ο Ντάμερ δεν σάλεψε, παρά μόνο όταν ο Τάιμ τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έσυρε μερικά βήματα παραπέρα από τους υπόλοιπους.
Κοιτώντας τους, ήρθε κι ο Ραντ πιο κοντά.
«Όσο περισσότερη δύναμη χρησιμοποιείται», είπε ο Τάιμ στον Ντάμερ, «τόσο ευκολότερο είναι να εντοπίσεις την αντήχηση. Από την άλλη μεριά, αν η αντήχηση είναι υπερβολικά έντονη, ίσως φέρει ανεπιθύμητα αποτελέσματα στο μυαλό σου, ίσως ακόμα και θάνατο, γι’ αυτό, λοιπόν, θα ξεκινήσω από χαμηλά». Ο Ντάμερ έπαιξε τα μάτια· προφανώς δεν καταλάβαινε λέξη σχεδόν, εκτός ίσως από εκείνο που έλεγε περί ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων και θανάτου. Ο Ραντ, όμως, ήξερε ότι αυτός ήταν ο αποδέκτης της εξήγησης· ο Τάιμ κάλυπτε την άγνοιά του.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μια φλογίτσα, ύψους ενός πόντου, που χόρευε στον αέρα σε ίση απόσταση από τους τρεις άνδρες. Ο Ραντ ένιωθε τη Δύναμη μέσα στον Τάιμ, αν και σε μικρή ποσότητα, κι έβλεπε τη λεπτή ροή Αέρα που ύφαινε εκείνος. Η φλόγα έφερε έκπληξη κι ανακούφιση στον Ραντ· έκπληξη, επειδή ήταν απόδειξη ότι ο Τάιμ μπορούσε πραγματικά να διαβιβάσει. Οι πρώτες αμφιβολίες του Μπασίρε πρέπει να είχαν κολλήσει στο μυαλό του.
«Συγκεντρώσου στη φλόγα», είπε ο Τάιμ. «Είσαι η φλόγα· ο κόσμος είναι η φλόγα· δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τη φλόγα».
«Νιώθω μονάχα έναν πόνο ανάμεσα στα μάτια», μουρμούρισε ο Ντάμερ, σκουπίζοντας ιδρώτα από το μέτωπο με τη ράχη του τραχιού, ροζιασμένου χεριού του.
Ο Τάιμ έμοιαζε προσηλωμένος, αλλά ο Ραντ δεν ήξερε σε τι· έμοιαζε να στήνει αυτί. Είχε μιλήσει για αντήχηση. Ο Ραντ εστίασε, αφουγκράστηκε, προσπάθησε να νιώσει — κάτι.
Τα λεπτά κυλούσαν, χωρίς κανείς να σαλεύει ούτε έναν μυ. Πέντε, έξι, επτά βραδύτατα λεπτά, ενώ ο Ντάμερ σχεδόν δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια. Ο ηλικιωμένος βαριανάσαινε κι ίδρωνε τόσο πολύ, που ήταν σαν κάποιος να του είχε αδειάσει ένα κουβά νερό στο κεφάλι. Δέκα λεπτά.
Ξαφνικά, ο Ραντ την ένιωσε. Την αντήχηση. Ήταν ένα μικρό πραγματάκι, μια μικρούλικη ηχώ της απειροελάχιστης ροής της Δύναμης που παλλόταν μέσα στον Τάιμ, αλλά φαινόταν να προέρχεται από τον Ντάμερ. Αυτό πρέπει να εννοούσε ο Τάιμ, όμως ο Τάιμ δεν σάλευε. Ίσως να υπήρχε κάτι άλλο, ή ίσως να μην ήταν αυτό που σκεφτόταν ο Ραντ.
Ένα-δυο λεπτά πέρασαν, και τελικά ο Τάιμ ένευσε κι άφησε τη φλόγα και το σαϊντίν να χαθούν. «Μπορείς να μάθεις... Ντάμερ, έτσι δεν σε είπαμε;» Φαινόταν έκπληκτος, σίγουρα δεν πίστευε ότι ο πρώτος κιόλας άνδρας θα περνούσε τη δοκιμασία, και μάλιστα ένας φαλακρός ηλικιωμένος. Ο Ντάμερ χαμογέλασε αδύναμα· έλεγες ότι του ερχόταν εμετός. «Δηλαδή να μην ξαφνιαστώ, αν περάσουν όλοι αυτοί οι χαζούλιακες», μουρμούρισε ο άνδρας με τη γαμψή μύτη, ρίχνοντας μια ματιά στον Ραντ. «Έχεις την τύχη δέκα ανδρών».
Οι μπότες σύρθηκαν στο χώμα εκεί που στέκονταν οι άλλοι «χαζούλιακες». Αναμφιβόλως κάποιοι θα έλπιζαν να αποτύχουν. Δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω τώρα, αλλά αν αποτύγχαναν, θα μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ξέροντας ότι είχαν προσπαθήσει, χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αν περνούσαν.
Ο Ραντ ένιωσε κι ο ίδιος κάποια έκπληξη. Δεν είχε υπάρξει κάτι άλλο εκτός από κείνη την ηχώ, και την είχε νιώσει πριν από τον Τάιμ, πριν από τον άνθρωπο που ήξερε τι έψαχνε.
«Εν καιρώ θα δούμε πόσο δυνατός είσαι», είπε ο Τάιμ καθώς ο Ντάμερ ξαναγυρνούσε ανάμεσα στους άλλους. Εκείνοι άφησαν λίγη απόσταση γύρω του και κανείς δεν τον κοίταξε στα μάτια. «Ίσως να αποδειχθείς τόσο δυνατός όσο κι εγώ, ή ο Άρχοντας Δράκοντας από δω». Το κενό γύρω από τον Ντάμερ πλάτυνε λιγάκι. «Μόνο ο χρόνος θα δείξει. Πρόσεχε τώρα που θα δοκιμάζω τους άλλους. Αν είσαι έξυπνος, θα πιάσεις τι κάνω μέχρι να δοκιμάσω τέσσερις-πέντε ακόμα». Μια ματιά στον Ραντ άφησε να εννοηθεί ότι εννοούσε αυτόν. «Λοιπόν, ποιον θα δοκιμάσω τώρα;» Κανείς δεν σάλεψε. Ο Σαλδαίος χάιδεψε το πηγούνι του. «Εσένα». Έδειξε έναν νωθρό τύπο που είχε πατήσει τα τριάντα για τα καλά, έναν μελαχρινό υφαντή ονόματι Κέλυ Χάλντιν. Στη σειρά που σχημάτιζαν οι γυναίκες, η σύζυγος του Κέλυ βόγκηξε.
Οι είκοσι έξι ακόμα δοκιμές θα έτρωγαν το υπόλοιπο της μέρας, ίσως και περισσότερο. Παρά τον καύσωνα, οι μέρες μίκραιναν σαν να ερχόταν πραγματικά ο χειμώνας, και μια αποτυχημένη δοκιμή θα χρειαζόταν μερικά λεπτά περισσότερα από μια πετυχημένη, για να βεβαιωθούν. Τον περίμενε ο Μπασίρε, είχε να επισκεφθεί τον Γουίραμον, και...
«Συνέχισε εδώ πέρα», είπε ο Ραντ στον Τάιμ. «Θα επιστρέψω αύριο για να δω πώς τα πήγες. Μην ξεχνάς την εμπιστοσύνη που σου δείχνω». Μη τον εμπιστεύεσαι, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Η φωνή φαινόταν να έρχεται από μια μορφή που χοροπηδούσε στις σκιές του κεφαλιού του Ραντ. Μη τον εμπιστεύεσαι. Η εμπιστοσύνη είναι θάνατος. Σκότωσέ τον. Σκότωσέ τους όλους. Αχ, να πέθαινα και να γλίτωνα, να γλίτωνα απ’ όλα, να κοιμόμουν δίχως όνειρα, όνειρα με την Ιλυένα, συγχώρεσέ με, Ιλυένα, δεν υπάρχει συγχώρεση, μόνο θάνατος, μου αξίζει να πεθάνω... Ο Ραντ γύρισε αλλού προτού η εσωτερική πάλη εμφανιστεί στο πρόσωπό του. «Αύριο. Αν μπορέσω».
Ο Τάιμ τον πρόφτασε, πριν ο Ραντ κι οι Κόρες φτάσουν στα μισά της απόστασης ως τα δένδρα. «Αν μείνεις λίγο ακόμα, θα μάθεις τη δοκιμασία». Η φωνή του έδειχνε αγανάκτηση. «Αν βρω στ’ αλήθεια άλλους τέσσερις-πέντε, κάτι που δεν θα με ξαφνιάσει. Έχεις την τύχη του Σκοτεινού. Υποθέτω ότι θέλεις να μάθεις. Εκτός αν σκοπεύεις να τα φορτώσεις όλα πάνω μου. Σε προειδοποιώ ότι τα μαθήματα θα προχωρήσουν αργά. Όσο κι αν τον πιέσω, ο Ντάμερ θέλει ακόμα μέρες, βδομάδες, μέχρι να μάθει να αισθάνεται το σαϊντίν, πόσο μάλλον να το πιάνει. Μόνο να το πιάνει, όχι να διαβιβάζει έστω και μια σπίθα».
«Έχω ήδη καταλάβει τη δοκιμασία», αποκρίθηκε ο Ραντ. «Δεν ήταν δύσκολο. Κι αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω, να τα φορτώσω όλα πάνω σου, μέχρι να βρεις κι άλλους και να τους διδάξεις αρκετά ώστε να σε βοηθήσουν να ψάξεις. Μην ξεχάσεις αυτό που σου είπα, Τάιμ. Δίδαξέ τους γρήγορα». Αυτό έκρυβε κινδύνους. Όταν μάθαινες να διαβιβάζεις το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής, μάθαινες να αγκαλιάζεις, έτσι είχαν πει στον Ραντ, μάθαινες να υποτάσσεσαι σε κάτι που θα σε υπάκουγε όταν του παραδινόσουν. Καθοδηγούσες μια πελώρια δύναμη, που θα σε έβλαπτε μόνο αν τη χρησιμοποιούσες λάθος. Η Ηλαίην κι η Εγκουέν το έβρισκαν φυσιολογικό· για τον Ραντ, ήταν σχεδόν απίστευτο. Το να διαβιβάζεις το αρσενικό μισό ήταν συνεχής πόλεμος για τον έλεγχο και την επιβίωση. Αν προχωρούσες πιο μακριά και πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε, θα ήσουν σαν αγόρι που το είχαν πετάξει γυμνό σε άγρια μάχη με πάνοπλους αντιπάλους. Ακόμα κι όταν το μάθαινες, το σαϊντίν μπορούσε να σε καταστρέψει, να σε σκοτώσει, να σου σβήσει το μυαλό ή απλώς να σου κάψει την ικανότητα να διαβιβάζεις. Την τιμωρία που επέβαλλαν οι Άες Σεντάι στους άνδρες που ήξεραν να διαβιβάζουν, μπορούσες να την προκαλέσεις ο ίδιος στον εαυτό σου με μια στιγμή απροσεξίας, αν αφηνόσουν αφύλαχτος έστω και για μια στιγμή. Κάποιοι βέβαια από τους άνδρες μπροστά στον αχυρώνα θα ήταν πρόθυμοι να υποστούν αυτή την τιμωρία εκείνη τη στιγμή. Η φεγγαροπρόσωιτη σύζυγος του Κέλυ Χάλντιν τον είχε πιάσει από τα πέτα και του μιλούσε βιαστικά. Ο Κέλυ κουνούσε αβέβαια το κεφάλι κι οι άλλοι παντρεμένοι κοίταζαν ανήσυχα τις γυναίκες τους. Μα επρόκειτο για πόλεμο, κι οι πόλεμοι είχαν απώλειες, ακόμα και για τους παντρεμένους. Μα το Φως, ο Ραντ γινόταν τόσο αναίσθητος πια. Έστριψε λιγάκι για να μη δει τα μάτια της Σόρα Γκρέηντυ. «Πήγαινε τους στο χείλος του γκρεμού», είπε στον Τάιμ. «Δίδαξέ τους όσο περισσότερα μπορούν να μάθουν όσο πιο γρήγορα μπορούν να τα μάθουν».
Το στόμα του Τάιμ σφίχτηκε λιγάκι όταν ο Ραντ άρχισε να μιλά. «Όσα μπορούν να μάθουν», είπε ουδέτερα. «Αλλά τι; Θα έλεγα, εκείνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα».
«Όπλα», συμφώνησε ο Ραντ. Έπρεπε να γίνουν όπλα, όλοι τους, μαζί κι ο ίδιος. Άραγε θα επέτρεπαν τα όπλα στον εαυτό τους να έχει οικογένεια; Θα του επέτρεπαν να αγαπήσει; Από που είχε ξεφυτρώσει τώρα αυτό; «Ό,τι μπορούν να μάθουν, αλλά αυτό πάνω απ’ όλα». Ήταν τόσο λίγοι. Είκοσι επτά, κι αν υπήρχε έστω κι ένας εκτός του Ντάμερ που μπορούσε να διαβιβάσει, ο Ραντ θα χαιρόταν για το γεγονός ότι ήταν τα’βίρεν που του είχε φέρει αυτόν τον άνθρωπο. Οι Άες Σεντάι συλλάμβαναν κι ειρήνευαν μόνο τους άνδρες που διαβίβαζαν, αλλά ασκούσαν αυτό το έργο με μεγάλη επιδεξιότητα τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια. Μερικές από αυτές πίστευαν ότι είχαν πετύχει κάτι που δεν ήταν αρχικά σκοπός τους, να εξαλείψουν με διαδοχικές γενιές από την ανθρωπότητα την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Λευκός Πύργος είχε κατασκευαστεί για να στεγάζει μονίμως τρεις χιλιάδες Άες Σεντάι, και πολύ περισσότερες, αν χρειαζόταν να κληθούν στο σύνολο τους, με δωμάτια για εκατοντάδες εκπαιδευόμενα κοριτσόπουλα, αλλά πριν από το σχίσμα υπήρχαν μόνο περίπου σαράντα μαθητευόμενες στον Πύργο κι ούτε πενήντα Αποδεχθείσες. «Χρειάζομαι περισσότερους, Τάιμ. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρες μου περισσότερους. Πριν από οτιδήποτε άλλο, δίδαξέ τους να κάνουν τη δοκιμασία».
«Θέλεις να παραβγείς με τις Άες Σεντάι, λοιπόν;» Ο Τάιμ δεν έδειχνε να ενοχλείται, παρ’ όλο που αυτό ήταν το σχέδιο του Ραντ. Τα μαύρα, γερτά μάτια του τον κοίταζαν αταλάντευτα.
«Πόσες Άες Σεντάι υπάρχουν συνολικά; Χίλιες;»
«Όχι τόσες πολλές, νομίζω», είπε επιφυλακτικά ο Τάιμ.
Αφαιρούσαν από την ανθρωπότητα ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό. Που να καίγονταν γι’ αυτό, έστω κι αν είχαν λόγο που το έκαναν. «Ούτως ή άλλως δεν θα μας λείψουν οι εχθροί». Μόνο από εχθρούς δεν είχε έλλειψη. Ήταν ο Σκοτεινός κι οι Αποδιωγμένοι, οι Σκιογέννητοι κι οι Σκοτεινόφιλοι. Σίγουρα οι Λευκομανδίτες και πιθανότατα οι Άες Σεντάι, κάποιες απ’ αυτές, εκείνες που ήταν του Μαύρου Άτζα κι εκείνες που ήθελαν να τον κάνουν υποχείριό τους. Αυτές τις τελευταίες τις θεωρούσε εχθρούς του, παρ’ όλο που οι ίδιες δεν έβλεπαν έτσι τον εαυτό τους. Σίγουρα θα υπήρχαν Άρχοντες του Δέους, ακριβώς όπως είχε πει. Κι άλλοι εκτός αυτών. Τόσοι εχθροί που μπορούσαν να γκρεμίσουν τα σχέδιά τους, να γκρεμίσουν τα πάντα. Το χέρι του έσφιξε το σκαλισμένο κοντάρι του Σκήπτρου του Δράκοντα. Ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους εχθρούς του ήταν ο χρόνος· ήταν ο εχθρός τον οποίο θα νικούσε πιο δύσκολα. «Θα τους νικήσω, Τάιμ. Όλους. Νομίζουν ότι μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα. Όλο καταστρέφουν, ποτέ δεν χτίζουν! Θα χτίσω κάτι, θα αφήσω κάτι πίσω μου. Ό,τι και να συμβεί, αυτό θα το κάνω! Θα νικήσω τον Σκοτεινό. Και θα εξαγνίσω το σαϊντίν, ώστε οι άνδρες να μη φοβούνται μήπως τρελαθούν, κι ο κόσμος να μη φοβάται τους άνδρες που διαβιβάζουν. Θα...»
Η πρασινόλευκη φούντα ανέμισε, καθώς τίναζε θυμωμένα τη λόγχη. Ήταν αδύνατον. Η κάψα κι η σκόνη τον χλεύαζαν. Κάποια απ’ αυτά έπρεπε να γίνουν, μα ήταν αδύνατον. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα νικούσαν και θα πέθαιναν προτού τους καταλάβει η τρέλα, κι ο Ραντ δεν έβλεπε τρόπο να κάνει έστω κι αυτό. Το περισσότερο που μπορούσε ήταν να συνεχίσει να προσπαθεί. Μα θα πρέπει να υπήρχε τρόπος. Αν υπήρχε δικαιοσύνη στον κόσμο, τότε θα έπρεπε να υπάρχει τρόπος.
«Προσπαθείς να εξαγνίσεις το σαϊντίν», είπε μαλακά ο Τάιμ. «Νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε περισσότερη δύναμη απ’ όση φαντάζεσαι». Μισόκλεισε τα μάτια συλλογισμένος. «Έχω ακούσει για κάποια αντικείμενα που λέγονται σα’ανγκριάλ. Έχεις κάποιο που πιστεύεις ότι θα σε—»
«Μη σε νοιάζει τι έχω και τι δεν έχω», τον αποπήρε ο Ραντ. «Εσύ θα διδάξεις όποιον μπορεί να μάθει, Τάιμ. Και μετά βρες κι άλλους και δίδαξέ τους κι αυτούς. Ο Σκοτεινός δεν θα καθίσει να περιμένει εμάς. Φως μου! Δεν έχουμε χρόνο, Τάιμ, πρέπει να προχωρήσουμε. Πρέπει!»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ. Μόνο μην περιμένεις ότι ο Ντάμερ θα μπορεί να γκρεμίσει τείχη από αύριο κιόλας».
Ο Ραντ κοντοστάθηκε. «Τάιμ; Έχε τον νου σου μήπως κάποιος μαθαίνει υπερβολικά γρήγορα. Θέλω να το μάθω αμέσως. Ίσως κάποιος Αποδιωγμένος επιχειρήσει να αναμιχθεί με τους μαθητές».
«Κάποιος Αποδιωγμένος!» Το είπε σχεδόν ψιθυριστά. Για δεύτερη φορά ο Τάιμ έδειξε ταραχή, κι αυτή τη φορά ήταν βαθιά συγκλονισμένος. «Γιατί θα ήθελε να—;»
«Πόσο δυνατός είσαι;» τον διέκοψε ο Ραντ. «Πιάσε το σαϊντίν. Κάν’ το. Όσο περισσότερο μπορείς να κρατήσεις».
Για μια στιγμή ο Τάιμ έμεινε να τον κοιτάζει, ανέκφραστος, κι έπειτα τον πλημμύρισε η Δύναμη. Δεν υπήρχε η λάμψη που έβλεπαν οι γυναίκες να τις περιβάλλει, μόνο μια αίσθηση έντασης κι απειλής, όμως ο Ραντ την ένιωθε καθαρά και την έκρινε. Ο Τάιμ κρατούσε τόσο σαϊντίν, που ήταν αρκετό για να καταστρέψει το αγρόκτημα και να σκοτώσει όσους ήταν εκεί μέσα σε δευτερόλεπτα, που ήταν αρκετό για να ρημάξει ό,τι φαινόταν ολόγυρα. Σχεδόν αντιστοιχούσε στην ποσότητα του σαϊντίν που μπορούσε να κρατήσει ο Ραντ χωρίς βοήθεια. Ίσως, όμως, ο Τάιμ να συγκρατούσε τον εαυτό του. Δεν φαινόταν να ζορίζεται κι ίσως δεν ήθελε να του δείξει την πλήρη δύναμή του· δεν μπορούσε να ξέρει πώς άραγε θα αντιδρούσε ο Ραντ.
Η αίσθηση του σαϊντίν χάθηκε από τον Τάιμ και μόνο τότε ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι κι ο ίδιος ήταν γεμάτος από το αρσενικό μισό της Πηγής, μια μανιασμένη πλημμύρα, κάθε νήμα που μπορούσε να τραβήξει με το ανγκριάλ στην τσέπη του. Σκότωσέ τον, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Σκότωσέ τον τώρα! Το σοκ κατέλαβε για μια στιγμή τον Ραντ· η αδειανοσύνη που τον περιέβαλλε τρεμούλιασε, το σαϊντίν κόχλασε κι απλώθηκε, κι ο Ραντ μόλις που πρόλαβε να αφήσει τη Δύναμη πριν συντρίψει μαζί το Κενό και τον ίδιο. Είχε πιάσει ο ίδιος την Πηγή ή μήπως το είχε κάνει ο Λουζ Θέριν; Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον!
Μανιασμένος, ο Ραντ ούρλιαξε μέσα στο μυαλό του, Σκάσε! Προς έκπληξή του, η άλλη φωνή εξαφανίστηκε.
Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και τον σκούπισε με το χέρι του που απειλούσε να το πιάσει τρέμουλο. Αυτός ο ίδιος είχε πιάσει την Πηγή· σίγουρα αυτό είχε γίνει. Αποκλείεται να το είχε κάνει η φωνή ενός νεκρού. Υποσυνείδητα, δεν ήθελε να εμπιστευτεί τον Τάιμ να κρατά τόσο σαϊντίν, ενώ ο ίδιος θα στεκόταν ανήμπορος. Αυτό ήταν.
«Μόνο πρόσεχε μήπως υπάρχει κάποιος που μαθαίνει πιο γρήγορα από το κανονικό», μουρμούρισε. Ίσως είχε πει στον Τάιμ περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, όμως οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να ξέρουν τι αντιμετώπιζαν. Όσα χρειάζονταν να ξέρουν, όχι περισσότερα. Δεν θα άφηνε ούτε τον Τάιμ ούτε κανέναν άλλο να ανακαλύψουν από πού είχε μάθει πολλά απ’ όσα ήξερε. Αν ανακάλυπταν ότι κάποτε είχε αιχμαλωτίσει έναν Αποδιωγμένο και τον είχε αφήσει να δραπετεύσει... Οι φήμες θα παρέλειπαν το ότι τον είχε αιχμάλωτο, αν αυτό διέρρεε. Οι Λευκομανδίτες ισχυρίζονταν ότι ο Ραντ ήταν ψεύτικος Δράκοντας, πιθανότατα και Σκοτεινόφιλος· το ίδιο έλεγαν για όσους άγγιζαν τη Μία Δύναμη. Αν ο κόσμος μάθαινε για τον Ασμόντιαν, μπορεί να το πίστευαν κι άλλοι πολλοί. Δεν είχε σημασία που ο Ραντ χρειαζόταν έναν άνδρα για να του διδάξει το σαϊντίν. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να μάθει από μια γυναίκα, όπως εκείνες δεν μπορούσαν να δουν τις υφάνσεις του κι αυτός τις δικές τους. Οι άνδρες εύκολα πιστεύουν το χειρότερο, κι οι γυναίκες πιστεύουν ότι κρύβει κάτι ακόμα πιο σκοτεινό· έτσι έλεγε μια παλιά παροιμία των Δύο Ποταμών. Θα αναλάμβανε ο ίδιος τον Ασμόντιαν, αν ξαναεμφανιζόταν ποτέ. «Μόνο να έχεις τον νου σου. Διακριτικά».
«Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας». Ο Τάιμ έφτασε στο σημείο να κάνει μια μικρή υπόκλιση προτού αρχίσει να περπατά στην αυλή.
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι οι Κόρες τον κοίταζαν: η Ενάιλα κι η Σομάρα, η Σούλιν κι η Τζαλάνι κι οι άλλες, με ανησυχία στα μάτια. Αποδέχονταν σχεδόν όλα όσα έκανε, όλα τα πράγματα που τον τάραζαν όταν τα έκανε, τα πράγματα που απ’ όλους μόνο οι Αελίτες τα δέχονταν ατάραχα· ξεσηκώνονταν μόνο με κάποια πράγματα που αυτός δεν μπορούσε να τα καταλάβει. Τον αποδέχονταν και νοιάζονταν γι’ αυτόν.
«Δεν πρέπει να κουράζεσαι», είπε ήσυχα η Σομάρα. Ο Ραντ την κοίταξε, και τα μάγουλα της ξανθής γυναίκας κοκκίνισαν. Μπορεί θεωρητικά να μη βρίσκονταν σε δημόσιο μέρος —ο Τάιμ ήταν μακριά και μάλλον δεν άκουγε— αλλά το σχόλιό της ξεπερνούσε τα όρια.
Η Ενάιλα όμως έβγαλε ένα σούφα από τη ζώνη της και του το έδωσε. «Ο πολύς ήλιος σού κάνει κακό», είπε χαμηλόφωνα.
Μια άλλη μουρμούρισε, «Χρειάζεται μια σύζυγο να τον περιποιείται». Δεν κατάλαβε ποια το είχε πει· ακόμα κι η Σομάρα κι η Ενάιλα τέτοια πράγματα τα έλεγαν μόνο πίσω από την πλάτη του. Ήξερε όμως ποια εννοούσαν. Την Αβιέντα. Ποια καλύτερη να παντρευτεί τον γιο μιας Κόρης, παρά μια Κόρη που είχε εγκαταλείψει τη λόγχη για να γίνει Σοφή;
Έπνιξε ένα ζέσπασμα θυμού, τύλιξε το σούφα στο κεφάλι του και χάρηκε που το είχε. Ο ήλιος πράγματι έκαιγε και το γκριζοκαφέ ύφασμα έδιωχνε αρκετή ζέστη. Ο ιδρώτας του το πότισε αμέσως. Μήπως ο Τάιμ ήξερε κάτι αντίστοιχο με το τέχνασμα των Άες Σεντάι που δεν επέτρεπε στη ζέστη και το κρύο να τις επηρεάσουν; Η Σαλδαία βρισκόταν ψηλά στον Βορρά, όμως ο Τάιμ δεν φαινόταν να ιδρώνει ούτε όσο οι Αελίτες. Παρά την ευγνωμοσύνη που ένιωθε, ο Ραντ είπε, «Το κακό είναι που στέκομαι εδώ και χασομερώ».
«Χασομερά;» είπε η νεαρή Τζαλάνι με επιτηδευμένα αθώα φωνή, ξανατυλίγοντας το σούφα της και φανερώνοντας για μια στιγμή μαλλιά κόκκινα σχεδόν όσο και της Ενάιλα. «Πώς είναι δυνατόν να χασομερά ο Καρ’α’κάρν, Την τελευταία φορά που ίδρωσα όσο αυτός, ήταν επειδή έτρεχα από το χάραμα ως το ηλιοβασίλεμα».
Οι άλλες Κόρες έβαλαν τα γέλια ή χαμογέλασαν πλατιά· η κοκκινομάλλα Μάιρα, που ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη του Ραντ, χτύπησε με το χέρι τον μηρό της, ενώ η χρυσομάλλα Ντεσόρα έκρυψε το χαμόγελο με το χέρι της, όπως πάντα. Η Λία με το σημαδεμένο πρόσωπο χοροπήδησε στις μύτες των ποδιών της, ενώ η Σούλιν σχεδόν διπλώθηκε στα δύο. Το Αελίτικο χιούμορ ήταν παράξενο. Στα παραμύθια, ποτέ δεν έκαναν αστεία εις βάρος των ηρώων, ούτε και παράξενα αστεία σαν αυτό, κι ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι το ίδιο ίσχυε για τους βασιλιάδες. Ένα μέρος του προβλήματος ήταν το ότι οι Αελίτες αρχηγοί, ακόμα κι ο Καρ’α’κάρν, δεν ήταν βασιλιάδες· μπορεί να είχαν ανάλογη εξουσία σε πολλά θέματα, όμως κάθε Αελίτης μπορούσε να πλησιάσει έναν αρχηγό και να του πει απερίφραστα τη γνώμη του. Η ρίζα του προβλήματος, όμως, ήταν κάτι άλλο.
Παρ’ όλο που τον είχαν μεγαλώσει στους Δύο Ποταμούς ο Ταμ αλ’Θόρ κι η σύζυγός του, η Κάρι, η οποία είχε πεθάνει όταν ο Ραντ ήταν πέντε χρόνων, η πραγματική μητέρα του Ραντ ήταν μια Κόρη της Λόγχης που είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του, στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα. Δεν ήταν Αελίτισσα, παρ’ όλο που ο πατέρας του ήταν Αελίτης, αλλά ήταν ακόμα Κόρη. Τώρα, στην περίπτωσή του ίσχυαν Αελίτικα έθιμα ισχυρότερα από νόμους. Όχι απλώς ίσχυαν, αλλά τον παγίδευαν. Μια Κόρη δεν μπορούσε να παντρευτεί όσο ακόμα έφερε τη λόγχη, κι αν δεν εγκατέλειπε τη λόγχη, τότε το παιδί της οι Σοφές το έδιναν σε κάποια άλλη γυναίκα, με τρόπο που η Κόρη να μη μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Τα παιδιά που έφερναν στον κόσμο οι Κόρες θεωρούνταν καλότυχα, τόσο τα ίδια όσο κι αυτοί που τα μεγάλωναν, αν και μόνο η γυναίκα που μεγάλωνε ένα τέτοιο παιδί κι ο σύζυγός της ήξεραν ότι δεν ήταν δικό τους. Εκτός αυτού όμως, η Αελίτικη Προφητεία του Ρουίντιαν έλεγε ότι ο Καρ’α’κάρν θα ήταν ένα τέτοιο παιδί, που θα το είχαν μεγαλώσει υδρόβιοι. Για τις Κόρες, ο Ραντ αντιπροσώπευε όλα αυτά τα παιδιά που είχαν ξαναγυρίσει, πρώτη φορά που ήταν γνωστό σε όλους για κάποιον ότι ήταν παιδί Κόρης.
Οι περισσότερες, είτε ήταν μεγαλύτερες από τη Σούλιν είτε νέες όσο η Τζαλάνι, τον είχαν καλοδεχθεί σαν αδελφό χαμένο από καιρό. Δημοσίως του έδειχναν τον ίδιο σεβασμό που έδειχναν και στους αρχηγούς, όσο λίγος και αν ήταν αυτός κάποιες φορές, μολονότι το αν ήταν μεγαλύτερος ή μικρότερος αδελφός δεν έμοιαζε να έχει σχέση με την ηλικία της γυναίκας. Χαιρόταν που ελάχιστες τού φέρονταν όπως η Ενάιλα κι η Σομάρα· είτε ήταν μόνος είτε όχι, ήταν ενοχλητικό να έχεις μια γυναίκα συνομήλική σου να σε αντιμετωπίζει σαν να είσαι γιος της.
«Τότε πρέπει να πάμε κάπου που δεν θα ιδρώνω», είπε, και χαμογέλασε. Τους το χρωστούσε. Κάποιες είχαν ήδη πεθάνει γι’ αυτόν και θα πέθαιναν κι άλλες μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του. Οι Κόρες έκρυψαν γοργά την ιλαρότητά τους, έτοιμες να πάνε όπου έλεγε ο Καρ’α’κάρν, έτοιμες να τον υπερασπιστούν.
Το ερώτημα ήταν πού θα πήγαινε τώρα; Ο Μπασίρε περίμενε για την επιμελημένα άνευ ιδιαίτερης σημασίας επίσκεψη του, αλλά αν το είχε μυριστεί η Αβιέντα, ίσως να ήταν μαζί με τον Μπασίρε. Ο Ραντ την απέφευγε όσο μπορούσε, κι απέφευγε ακόμα πιο πολύ να μείνει μόνος μαζί της. Επειδή ήθελε να μείνει μόνος μαζί της. Προς το παρόν, αυτό είχε καταφέρει να το κρύψει από τις Κόρες· αν το υποψιάζονταν, θα του έκαναν τον βίο αβίωτο. Ένα ήταν σίγουρο: έπρεπε να μένει μακριά της. Ο θάνατος τον συνόδευε σαν μεταδοτική ασθένεια· ο Ραντ ήταν στόχος κι οι άνθρωποι κοντά του πέθαιναν. Είχε κάνει την καρδιά του πέτρα κι άφηνε τις Κόρες να πεθαίνουν —που να τον έκαιγε το Φως παντοτινά γι’ αυτή την υπόσχεση!— αλλά η Αβιέντα είχε εγκαταλείψει τη λόγχη και μελετούσε με τις Σοφές. Ο Ραντ δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε γι’ αυτήν, αλλά ήξερε ότι αν η Αβιέντα πέθαινε εξαιτίας του, τότε θα πέθαινε και κάτι μέσα του. Ήταν τυχερός που δεν τον έβλεπε συναισθηματικά. Έμενε κοντά του μόνο επειδή οι Σοφές την είχαν βάλει να τον παρακολουθεί, κι επίσης επειδή τον παρακολουθούσε εκ μέρους της Ηλαίην. Όμως αυτοί οι λόγοι δεν έκαναν την κατάσταση ευκολότερη για τον Ραντ· συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Η απόφαση ήταν εύκολη. Για να αποφύγει ο Ραντ την Αβιέντα, ο Μπασίρε θα υποχρεωνόταν να τον περιμένει κι άλλο, κι η επίσκεψη στον Γουίραμον, που ήταν κανονισμένη να αρχίσει από το παλάτι δήθεν κρυφά, θα γινόταν τώρα. Ήταν ανόητο να παίρνεις αποφάσεις με τέτοιους λόγους, όμως τι μπορούσε να κάνει ένας άνδρας όταν μια γυναίκα αρνιόταν να δει την κατάσταση λογικά; Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Εκείνοι που έπρεπε να μάθουν για την επίσκεψη, θα τη μάθαιναν ούτως ή άλλως, κι ίσως να πίστευαν ευκολότερα αυτό που έπρεπε να πιστέψουν επειδή η επίσκεψη είχε γίνει πραγματικά κρυφά. Ίσως η άλλη επίσκεψη, στον Μπασίρε και ατούς Σαλδαίους, να φαινόταν ακόμα πιο ασήμαντη, επειδή θα την άφηνε για αργότερα το απόγευμα. Ναι. Σχέδια μέσα σε σχέδια, αντάξια ενός Καιρχινού που έπαιζε το Παιχνίδι των Οίκων.
Έπιασε το σαϊντίν κι άνοιξε μια πύλη, κι η χαρακιά του φωτός πλάτυνε κι έδειξε το εσωτερικό μιας σκηνής με πράσινες ρίγες, που ήταν άδεια αν εξαιρούσες τα πολύχρωμα υφαντά χαλιά, τα οποία ήταν διακοσμημένα με τα Δακρυνά δαιδαλώδη μοτίβα. Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει στημένη ενέδρα σε κείνη τη σκηνή, όμως η Ενάιλα, η Μάιρα και μερικές άλλες έβαλαν τα πέπλα και χίμηξαν από την πύλη. Ο Ραντ κοντοστάθηκε για να κοιτάξει πίσω του.
Ο Κέλυ Χάλντιν όδευε προς την αγροικία με το κεφάλι σκυμμένο, ενώ η γυναίκα του πρόσεχε τα δύο παιδιά τους που ήταν στο πλευρό του. Άπλωνε και ξανάπλωνε το χέρι για να τον χτυπήσει παρηγορητικά, όμως ο Ραντ ακόμα από την άλλη μεριά της αυλής έβλεπε το πρόσωπό της που έλαμπε. Προφανώς ο Κέλυ είχε αποτύχει. Ο Τάιμ στεκόταν αντικριστά στον Τζουρ Γκρέηντυ κι οι δύο κοίταζαν τη μικρούλικη φλόγα που τρεμόπαιζε ανάμεσά τους. Η Σόρα Γκρέηντυ, που είχε τον γιο της αγκαλιασμένο στο στήθος της, δεν κοίταζε τον άνδρα της. Το βλέμμα της ήταν ακόμα καρφωμένο στον Ραντ. «Το βλέμμα της γυναίκας κόβει πιο πολύ κι από μαχαίρι», έλεγε μια άλλη παροιμία των Δύο Ποταμών.
Ο Ραντ πέρασε από την πύλη, στάθηκε να περάσουν κι οι άλλες Κόρες, κι άφησε την Πηγή. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.