2 Μια Καινούρια Άφιξη

Ο Μάζριμ Τάιμ. Πριν από τον Ραντ, κι άλλοι άνδρες μέσα στους αιώνες είχαν ισχυριστεί ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Τα τελευταία χρόνια πριν από τον Ραντ ήταν σαν να είχε πέσει πανούκλα από ψεύτικους Δράκοντες, μερικοί εκ των οποίων μπορούσαν όντως να διαβιβάσουν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μάζριμ Τάιμ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει στρατό κι είχε σπείρει την καταστροφή στη Σαλδαία προτού τον αιχμαλωτίσουν. Η έκφραση του Μπασίρε δεν άλλαξε, όμως το χέρι του άσπρισε στη λαβή του σπαθιού του, κι ο Τούμαντ τον κοίταζε περιμένοντας διαταγές. Ο Τάιμ είχε δραπετεύσει καθ’ οδόν προς την Ταρ Βάλον, όπου τον πήγαιναν για να τον ειρηνέψουν, κι αυτός ήταν αρχικά ο λόγος που ο Μπασίρε είχε έρθει στο Άντορ. Τόσο πολύ φοβόταν και μισούσε η Σαλδαία τον Μάζριμ Τάιμ· η Βασίλισσα Τενόμπια είχε στείλει τον Μπασίρε συνοδεία στρατού για να τον κυνηγήσει όπου κι αν πήγαινε, όσο καιρό κι αν χρειαζόταν, για να εξασφαλίσει ότι ο Τάιμ δεν θα ενοχλούσε ποτέ ξανά τη Σαλδαία. Οι Κόρες απλώς στέκονταν γαλήνιες, όμως εκείνο το όνομα εξαπλώθηκε στους Αντορίτες σαν φωτιά σε ξερόκλαδα. Εκεί που βοηθούσαν την Αρυμίλα να σηκωθεί, τα μάτια της αναποδογύρισαν πάλι και θα ξανασωριαζόταν κάτω, αν η Κάριντ δεν την ακουμπούσε μαλακά στο πλακόστρωτο. Ο Έλεγκαρ οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας ανάμεσα στις κολόνες κι έσκυψε, κάνοντας εμετό. Οι άλλοι άφησαν επιφωνήματα, πανικοβλήθηκαν, έκρυψαν τα στόματά τους με μαντίλια, έσφιξαν τις λαβές των σπαθιών τους. Ακόμα κι η Κάριντ, που τη διέκρινε ψυχραιμία, έγλειψε τα χείλη της νευρικά.

Ο Ραντ τράβηξε το χέρι του από την τσέπη του σακακιού του. «Η αμνηστία», είπε, και οι δύο Σαλδαίοι τον κοίταξαν ανέκφραστα.

«Κι αν δεν ήρθε για την αμνηστία που κήρυξες;» είπε ύστερα από μια παύση ο Μπασίρε. «Αν ακόμα ισχυρίζεται πως είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας;» Οι Αντορίτες ανασάλεψαν· κανείς δεν ήθελε να είναι παρών σε μονομαχία όπου ίσως χρησιμοποιείτο η Μία Δύναμη.

«Αν το πιστεύει», είπε αποφασιστικά ο Ραντ, «θα του επισημάνω το λάθος του». Είχε στην τσέπη του έναν σπανιότατο τύπο ανγκριάλ, φτιαγμένο για άνδρες, ένα είδωλο που παρίστανε ένα χοντρό ανθρωπάκο με σπαθί. Όσο δυνατός κι αν ήταν ο Τάιμ, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό. «Αλλά αν έχει έρθει για την αμνηστία, ισχύει και γι’ αυτόν, όπως για κάθε άλλον». Ό,τι κι αν είχε κάνει ο Τάιμ στη Σαλδαία, ο Ραντ δεν μπορούσε να διώξει έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει, που δεν θα χρειαζόταν να ξεκινήσει το μάθημα από το μηδέν. Ο Ραντ χρειαζόταν έναν τέτοιο άνθρωπο. Δεν μπορούσε να διώξει κανέναν εκτός από τους Αποδιωγμένους, εκτός αν αναγκαζόταν. Ο Ντεμάντρεντ κι ο Σαμαήλ, η Σέμιραγκ κι η Μεσάνα, ο Ασμόντιαν και... Ο Ραντ έδιωξε τον Λουζ Θέριν· δεν χρειαζόταν περισπασμούς.

Ο Μπασίρε έκανε άλλη μια παύση πριν μιλήσει, τελικά όμως ένευσε κι άφησε το σπαθί του. «Η αμνηστία φυσικά ισχύει. Αλλά άκου αυτό που θα σου πω, αλ’Θόρ. Αν ο Τάιμ ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του στη Σαλδαία, δεν θα φύγει ζωντανός. Ο κόσμος θυμάται καλά. Καμία διαταγή που θα έδινα εγώ —ή η ίδια η Τενόμπια— δεν θα το απέτρεπε».

«Δεν θα τον αφήσω να έρθει στη Σαλδαία». Ή ο Τάιμ είχε έρθει εδώ για να του παραδοθεί, αλλιώς θα χρειαζόταν να τον σκοτώσει. Ο Ραντ άγγιξε ασυναίσθητα την τσέπη του, ψαύοντας τον χοντρό ανθρωπάκο πάνω από το ύφασμα. «Ας έρθει εδώ».

Ο Τούμαντ κοίταξε τον Μπασίρε, και το κοφτό νεύμα του δεύτερου τού απάντησε τόσο γοργά, ώστε θα ’λεγε κανείς ότι ο Τούμαντ αποκρινόταν σε μια προφορική διαταγή. Ο Ραντ εκνευρίστηκε για μια στιγμή, μα δεν μίλησε, κι ο Τούμαντ έφυγε βιαστικά με το παράξενο βήμα του. Ο Μπασίρε σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και στάθηκε με το γόνατο λυγισμένο, σαν πορτραίτο ανέμελου ανθρώπου. Τα μαύρα γερτά μάτια, κολλημένα στο σημείο που είχε πάει ο Τούμαντ, το μετέτρεπαν σε πορτραίτο ανθρώπου που περιμένει να σκοτώσει.

Οι Αντορίτες άρχισαν πάλι να σέρνουν τα πόδια τους· διστακτικά βηματάκια που απομακρύνονταν κι ύστερα ξανάρχονταν. Η ανάσα που τα συνόδευε έδειχνε κάποιον που είχε τρέξει πολλά μίλια.

«Μπορείτε να πηγαίνετε», τους είπε ο Ραντ.

«Εγώ, πάντως, σκοπεύω να σταθώ στο πλευρό σου», άρχισε να λέει ο Λιρ τη στιγμή που η Νάεαν έλεγε κοφτά, «Δεν θα το βάλω στα πόδια μπροστά σε έναν—»

Ο Ραντ διέκοψε και τους δύο. «Πηγαίνετε!»

Ήθελαν να του δείξουν ότι ήταν άφοβοι, έστω κι αν ήταν έτοιμοι να τα κάνουν πάνω τους· ήθελαν να το βάλουν στα πόδια, εγκαταλείποντας την ελάχιστη αξιοπρέπεια που δεν είχαν θυσιάσει ακόμη για τον Ραντ. Η επιλογή ήταν απλή. Ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, για να έχουν την εύνοιά του έπρεπε να τον υπακούουν, και σ’ αυτή την περίπτωση υπακοή σήμαινε ότι θα έκαναν αυτό που πραγματικά ήθελαν να κάνουν. Ακολούθησε βροχή από επιτηδευμένες υποκλίσεις και βαθιές γονυκλισίες, βιαστικά μουρμουρητά, καθώς έλεγαν «Με την άδειά σου, Άρχοντα Δράκοντα» κι «Όπως διατάξεις, Άρχοντα Δράκοντα», και μετά έφυγαν... όχι τρέχοντας κακήν κακώς, αλλά όσο πιο γοργά μπορούσαν να βαδίσουν χωρίς να δείξουν ότι βιάζονταν. Στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε ακολουθήσει ο Τούμαντ· σίγουρα δεν ήθελαν να ρισκάρουν κάποια τυχαία συνάντηση με τον Μάζριμ Τάιμ καθώς θα ερχόταν.

Η αναμονή τράβηξε αρκετά μέσα στο λιοπύρι —χρειαζόταν αρκετή ώρα για να φέρεις άνθρωπο από τις πύλες του παλατιού μέσα από εκείνους τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους— αλλά, όταν εξαφανίστηκαν οι Αντορίτες, επικράτησε ακινησία. Ο Μπασίρε είχε το βλέμμα στυλωμένο στο σημείο που θα εμφανιζόταν ο Τάιμ. Οι Κόρες παρακολουθούσαν τα πάντα, όμως πάντα έτσι έκαναν, κι αν έδειχναν έτοιμες να ξαναφορέσουν αυτοστιγμεί τα πέπλα, πάντα έτσι έδειχναν. Αν εξαιρούσες τα μάτια, έμοιαζαν με αγάλματα.

Τελικά ο ήχος από μπότες αντήχησε στην αυλή. Ο Ραντ παραλίγο να απλώσει στο σαϊντίν, αλλά μετά συγκρατήθηκε. Ο άλλος, μόλις έμπαινε στην αυλή, θα καταλάβαινε ότι ο Ραντ κρατούσε τη Δύναμη. Δεν μπορούσε να δείξει ότι φοβόταν τον Τάιμ.

Πρώτος βγήκε στον ήλιο ο Τούμαντ, ύστερα ένας μελαχρινός άνδρας, όχι ιδιαίτερα ψηλός, που το μελαψό πρόσωπο και τα γερτά μάτια, η γαμψή μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά φώναζαν ότι ήταν Σαλδαίος, παρ’ όλο που ήταν καλοξυρισμένος και ντυμένος σαν Αντορίτης έμπορος που κάποτε ευημερούσε, μα τώρα τον είχαν βρει δύσκολοι καιροί. Το θαλασσί σακάκι του ήταν φτιαγμένο από καλό μαλλί με λεπτομέρειες από πιο σκούρο βελούδο, όμως τα μανίκια είχαν τριφτεί από τη χρήση, το παντελόνι σακούλιαζε στα γόνατα, και το σκασμένο δέρμα στις μπότες του ήταν γεμάτο σκόνη. Πάντως προχωρούσε καμαρωτός, κι αυτό δεν ήταν διόλου εύκολο, μιας κι είχε πίσω του τέσσερις άνδρες του Μπασίρε, με τις λεπίδες γυμνές και τις αιχμές τους σε απόσταση λίγων πόντων από τα πλευρά του. Δεν έδειχνε να επηρεάζεται από τη ζέστη. Οι Κόρες ακολουθούσαν με τα μάτια την διαδρομή του.

Ο Ραντ περιεργάστηκε τον Τάιμ, καθώς αυτός κι ο συνοδός του προχωρούσαν στην αυλή. Ήταν τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Ραντ· κάπου στα τριάντα πέντε, λοιπόν, ή λίγο παραπάνω. Ελάχιστα ήταν γνωστά κι ακόμα λιγότερα είχαν καταγραφεί για τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν —οι αξιοπρεπείς άνθρωποι συνήθως απέφευγαν αυτό το θέμα— αλλά ο Ραντ είχε μάθει ό,τι μπορούσε. Σχετικά λίγοι ήταν οι άνδρες που στην ουσία επιδίωκαν να διαβιβάσουν· άλλη μία από τις δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει ο Ραντ. Μετά το Τσάκισμα, οι άνδρες που διαβίβαζαν είχαν την ικανότητα εκ γενετής, έτοιμη να εμφανιστεί όταν ωρίμαζαν. Μερικοί είχαν καταφέρει να αποφύγουν την τρέλα πολλά χρόνια, πριν οι Άες Σεντάι τους βρουν και τους ειρηνέψουν· άλλοι ήταν ήδη αθεράπευτα τρελοί, όταν τους έβρισκαν, και μερικές φορές η τρέλα εμφανιζόταν σε λιγότερο από έναν χρόνο αφότου άγγιζαν το σαϊντίν. Ο Ραντ διατηρούσε τα λογικά του σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι στιγμής. Μπροστά του, όμως, είχε έναν άνδρα που το είχε κατορθώσει για δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Αυτό και μόνο είχε κάποια αξία.

Κοντοστάθηκαν μερικά βήματα πριν τον φτάσουν, με μια χειρονομία του Τούμαντ. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του, αλλά πριν μιλήσει, ο Λουζ Θέριν ξέσπασε με φρενίτιδα μέσα στο μυαλό του. Ο Σαμαήλ κι ο Ντεμάντρεντ με μισούσαν, παρά τις τιμές που τους πρόσφερα. Όσο περισσότερες οι τιμές, τόσο χειρότερο το μίσος, ώσπου στο τέλος πούλησαν την ψυχή τους κι άλλαξαν στρατόπεδο. Ειδικά ο Ντεμάντρεντ. Κακώς δεν τον σκότωσα! Έπρεπε να τους σκότωνα όλους! Να είχα κάνει τη γη κάρβουνο για να τους σκοτώσω όλους! Να είχα κάνει τη γη κάρβουνο!

Με το πρόσωπο παγωμένο, ο Ραντ πάλεψε για τα ηνία του μυαλού του. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! Ο Ραντ αλ’Θόρ! Δεν γνώρισα ποτέ ούτε τον Σαμαήλ, ούτε τον Ντεμάντρεντ, ούτε κανέναν τους! Που να με κάψει το Φως, είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! Σαν αμυδρή ηχώ, άλλη μια σκέψη τού ήρθε από κάπου αλλού. Το Φως να με κάψει. Έμοιαζε με ικεσία. Κι ύστερα ο Λουζ Θέριν χάθηκε, έχοντας εκδιωχθεί πάλι στις σκιές όπου ζούσε.

Ο Μπασίρε εκμεταλλεύτηκε τη σιωπή. «Ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Μάζριμ Τάιμ;» Η φωνή του έδειχνε αμφιβολία κι ο Ραντ τον κοίταξε μπερδεμένος. Ήταν, άραγε, αυτός ο Τάιμ ή δεν ήταν; Μόνο ένας τρελός θα έλεγε ότι αυτό ήταν το όνομά του, αν δεν ήταν το δικό του.

Ο αιχμάλωτος στράβωσε το στόμα, στα πρόθυρα ενός χαμόγελου ίσως, κι έτριψε το πηγούνι του. «Ξυρίστηκα, Μπασίρε». Η φωνή του πρόδιδε χλευασμό. «Κάνει ζέστη τόσο χαμηλά στο Νότο, μη μου πεις ότι δεν το πρόσεξες; Πιο πολλή ζέστη από το κανονικό, ακόμα κι εδώ. Μου ζητάς αποδείξεις; Μήπως να διαβιβάσω για να σε πείσω;» Τα μαύρα μάτια του πετάχτηκαν μια στιγμή στον Ραντ κι ύστερα στράφηκαν ξανά στον Μπασίρε, το πρόσωπο του οποίου συννέφιαζε ολοένα και περισσότερο. «Ίσως δεν θα έπρεπε να διαβιβάσω αυτή τη στιγμή. Σε θυμάμαι. Σε νικούσα στο Ιρίντζαβαρ, ώσπου φάνηκαν εκείνα τα οράματα στον ουρανό. Αυτό, όμως, το ξέρουν όλοι. Τι είναι αυτό που το αγνοούν οι υπόλοιποι και το γνωρίζετε μόνο εσύ κι ο Μάζριμ Τάιμ;» Προσηλωμένος στον Μπασίρε, έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται τους φρουρούς του, ούτε τα σπαθιά τους που περίμεναν κοντά στα πλευρά του. «Άκουσα ότι κράτησες κρυφό αυτό που έπαθαν ο Μουσάρ, ο Χατσάρι κι οι γυναίκες τους». Η λοιδορία είχε χαθεί· τώρα απλώς εξιστορούσε τι είχε συμβεί. «Κακώς προσπάθησαν να με σκοτώσουν κάτω από τη σημαία των διαπραγματεύσεων. Να ελπίζω πως τους βρήκες καλές θέσεις ως υπηρέτες; Το μόνο που θέλουν να κάνουν τώρα είναι να υπηρετούν και να υπακούουν· αλλιώς, δεν θα είναι ευτυχισμένοι. Μπορούσα να τους σκοτώσω. Κι οι τέσσερις έβγαλαν μαχαίρια».

«Τάιμ», μούγκρισε ο Μπασίρε, με το χέρι να χιμά στη λαβή του σπαθιού του, «είσαι...!»

Ο Ραντ μπήκε μπροστά του, αρπάζοντάς τον από τον καρπό, ενώ η λεπίδα του ήταν μισοτραβηγμένη. Οι λεπίδες των φρουρών, όπως και του Τούμαντ, σίγουρα άγγιζαν σάρκα, έτσι όπως τρυπούσαν το σακάκι του, όμως ο Τάιμ ούτε που μόρφασε. «Ήρθες να δεις εμένα», απαίτησε να μάθει ο Ραντ, «ή να περιγελάσεις τον Άρχοντα Μπασίρε; Αν το ξανακάνεις, θα τον αφήσω να σε σκοτώσει. Η αμνηστία που κήρυξα αφορά μόνο σε ό,τι έχεις ήδη διαπράξει, όμως δεν σου επιτρέπει να κομπάζεις για τα εγκλήματά σου».

Ο Τάιμ περιεργάστηκε για λίγο τον Ραντ πριν μιλήσει. Παρά τη ζέστη, ο άνθρωπος δεν ίδρωνε σχεδόν καθόλου. «Να δω εσένα. Εσύ ήσουν στο όραμα στον ουρανό. Λένε ότι πολεμούσες με τον ίδιο τον Σκοτεινό».

«Όχι με τον Σκοτεινό», είπε ο Ραντ. Ο Μπασίρε δεν τον πολεμούσε, όμως ο Ραντ ένιωθε την ένταση στο μπράτσο του άλλου. Αν τον άφηνε, η λεπίδα θα έβγαινε αμέσως από το θηκάρι και θα διαπερνούσε τον Τάιμ. Εκτός αν ο Ραντ χρησιμοποιούσε τη Δύναμη. Ή αν την χρησιμοποιούσε ο Τάιμ. Αυτό έπρεπε να αποφευχθεί, αν ήταν εφικτό. Ο Ραντ συνέχισε να σφίγγει τον καρπό του Μπασίρε. «Αυτοαποκαλείτο Μπα’άλζαμον, νομίζω όμως ότι ήταν ο Ισαμαήλ. Τον σκότωσα μετά, στην Πέτρα του Δακρύου».

«Άκουσα ότι σκότωσες αρκετούς Αποδιωγμένους. Μήπως πρέπει να σε αποκαλώ Άρχοντα Δράκοντά μου; Άκουσα αυτούς εδώ να χρησιμοποιούν τον τίτλο. Σκοπεύεις να σκοτώσεις όλους τους Αποδιωγμένους;»

«Ξέρεις άλλον τρόπο για να τους αντιμετωπίσει κανείς;» ρώτησε ο Ραντ. «Ή θα πεθάνουν αυτοί ή ο κόσμος. Εκτός αν νομίζεις ότι θα πειστούν να απαρνηθούν τη Σκιά, όπως απαρνήθηκαν το Φως». Η κατάσταση καταντούσε γελοία. Στεκόταν εκεί κι είχε πιάσει συζήτηση με έναν άνθρωπο που είχε πέντε αιχμές σπαθιού να τρυπούν την επιδερμίδα πάνω από το σακάκι του, ενώ ο ίδιος συγκρατούσε έναν άλλο που ήθελε με μια έκτη λεπίδα να του τρυπήσει την καρδιά. Καλά που οι άνδρες του Μπασίρε ήταν πειθαρχημένοι και δεν θα έκαναν τίποτα παραπάνω χωρίς την άδεια του στρατηγού τους. Κι ευτυχώς που ο Μπασίρε δεν τους την έδινε. Ο Ραντ, θαυμάζοντας την αταραξία του Τάιμ, συνέχισε να μιλά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να δείχνει τη σπουδή του.

«Όποια κι αν είναι τα εγκλήματα σου, Τάιμ, ωχριούν σε σύγκριση με αυτά έχουν κάνει οι Αποδιωγμένοι. Σου έχει τύχει ποτέ να βασανίσεις μια ολόκληρη πόλη, να βάλεις χιλιάδες ανθρώπους να σκοτώσουν αργά ο ένας τον άλλο, να σκοτώσουν τους αγαπημένους τους; Η Σέμιραγκ το έκανε, με μοναδικό λόγο το ότι μπορούσε να το κάνει, για να αποδείξει ότι μπορούσε να το κάνει, απλά και μόνο για τη χαρά που της έδινε αυτό. Μήπως δολοφόνησες ποτέ παιδιά; Η Γκρένταλ το έκανε. Το ονόμαζε καλοσύνη, δήθεν για να μην υποφέρουν, όταν θα υποδούλωνε και θα έπαιρνε τους γονείς τους». Ευχήθηκε οι υπόλοιποι Σαλδαίοι να άκουγαν έστω και με τη μισή προσοχή που έδειχνε ο Τάιμ· είχε σκύψει λίγο πιο μπροστά και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. «Έχεις δώσει ποτέ ανθρώπους για να τους φάνε οι Τρόλοκ; Όλοι οι Αποδιωγμένοι το έκαναν —οι αιχμάλωτοι που δεν τάσσονταν με το μέρος τους, παραδίνονταν στους Τρόλοκ ή δολοφονούνταν επιτόπου— όμως ο Ντεμάντρεντ είχε καταλάβει δύο πόλεις, επειδή νόμιζε ότι οι κάτοικοί τους τον είχαν αδικήσει, πριν πάει με το μέρος της Σκιάς, κι όλοι εκεί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατέληξαν στις κοιλιές των Τρόλοκ. Η Μεσάνα είχε ιδρύσει σχολεία στην περιοχή που ήλεγχε, σχολεία όπου τα παιδιά κι οι νεαροί διδάσκονταν το μεγαλείο του Σκοτεινού, διδάσκονταν να σκοτώνουν τους φίλους τους που δεν μάθαιναν καλά και γρήγορα το μάθημα. Θα μπορούσα να πω κι άλλα. Θα μπορούσα ν’ αρχίσω από την κορυφή της λίστας και να πάρω τα δεκατρία ονόματα με τη σειρά, προσθέτοντας εκατό εγκλήματα στο καθένα. Ό,τι κι αν έχεις κάνει, δεν συγκρίνεται μ’ αυτά. Και τώρα ήρθες να δεχθείς την αμνηστία, να περπατήσεις στο Φως και να υποταχθείς σε μένα, να πολεμήσεις τον Σκοτεινό μ’ όλες σου τις δυνάμεις. Οι Αποδιωγμένοι παραπαίουν· θα τους κυνηγήσω, θα τους σβήσω από το πρόσωπο της γης. Κι εσύ θα με βοηθήσεις. Γι’ αυτό τον λόγο, έχεις δικαίως κερδίσει την αμνηστία. Στ’ αλήθεια σου το λέω, θα την κερδίσεις άλλες εκατό φορές μέχρι να έρθει η Τελευταία Μάχη».

Στο τέλος, ένιωσε το χέρι του Μπασίρε να χαλαρώνει, ένιωσε το σπαθί του άλλου να μπαίνει στο θηκάρι. Ο Ραντ μόλις που κατάφερε να μην αφήσει έναν στεναγμό ανακούφισης. «Δεν βλέπω πια λόγο να τον φρουρείτε με τόσο ζήλο. Κατεβάστε τα σπαθιά σας».

Ο Τούμαντ κι οι άλλοι άρχισαν να θηκαρώνουν αργά τα σπαθιά τους. Αργά, αλλά τα θηκάρωναν. Τότε άνοιξε το στόμα του ο Τάιμ.

«Να δηλώσω υποταγή; Σκεφτόμουν μια μεταξύ μας συμφωνία». Οι άλλοι Σαλδαίοι ετοιμάστηκαν· ο Μπασίρε βρισκόταν ακόμα πίσω από τον Ραντ, όμως ο Ραντ ένιωσε την έντασή του. Οι Κόρες δεν σάλεψαν ούτε έναν μυ, όμως το χέρι της Τζαλάνι έκανε μια νευρική κίνηση προς το πέπλο της. Ο Τάιμ έγειρε το κεφάλι, χωρίς να αντιλαμβάνεται κάτι. «Θα ήμουν ο κατώτερος συνεταίρος, φυσικά, αλλά είχα περισσότερα χρόνια στη διάθεση μου να μελετήσω τη Δύναμη. Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσα να σου διδάξω».

Ο Ραντ πλημμύρισε από οργή κι όλα φάνηκαν κόκκινα μπροστά στα μάτια του. Είχε μιλήσει για πράγματα τα οποία δεν μπορούσε να γνωρίζει, έχοντας σίγουρα δώσει το έναυσμα για άφθονες φήμες που να τον συνδέουν με τους Αποδιωγμένους, μόνο και μόνο για να κάνει τις πράξεις αυτού του ανθρώπου μπροστά του να φανούν συγκριτικά λιγότερο επαχθείς, κι εκείνος είχε το θράσος να μιλά για συμφωνίες; Ο Λουζ Θέριν λυσσομανούσε μέσα στο μυαλό του. Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον τώρα! Σκότωσέ τον! Αυτή τη φορά, ο Ραντ δεν έπνιξε τη φωνή. «Δεν κάνω συμφωνίες!» μούγκρισε. «Δεν έχω συνεταίρους! Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, Τάιμ. Εγώ! Αν έχεις γνώσεις που θα θεωρήσω χρήσιμες, τις θέλω, όμως θα πηγαίνεις όπου σου λέω και θα κάνεις ό,τι σου λέω κι όταν σου το λέω».

Δίχως παύση, ο Τάιμ έπεσε στο ένα γόνατο. «Υποτάσσομαι στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Θα υπηρετώ και θα υπακούω». Οι άκρες του στόματός του τρεμούλιασαν ξανά, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο, καθώς σηκωνόταν. Ο Τούμαντ έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα.

«Τόσο γρήγορα;» είπε μαλακά ο Ραντ. Η οργή δεν είχε χαθεί· ήταν ακόμα εκεί, πυρωμένη. Αν ο Ραντ άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο, δεν ήξερε τι θα έκανε. Ο Λουζ Θέριν παραληρούσε ακόμα στις σκιές του μυαλού του. Σκότωσέ τον! Πρέπει να τον σκοτώσεις! Ο Ραντ παραμέρισε τον Λουζ Θέριν, αφήνοντας ένα μουρμουρητό που μετά βίας ακουγόταν. Ίσως δεν έπρεπε να τον ξαφνιάζουν αυτά· συνέβαιναν παράξενα πράγματα κοντά στους τα’βίρεν, ειδικά σε έναν που ήταν ισχυρός όσο ο Ραντ. Το ότι κάποιος άλλαζε γνώμη μέσα σε μια στιγμή, παρ’ όλο που η πορεία της ζωής του ήταν χαραγμένη στην πέτρα, δεν θα έπρεπε να τον εκπλήσσει. Μα τον είχαν καταλάβει ο θυμός και μια δυνατή υποψία. «Αυτοονομάστηκες Αναγεννημένος Δράκοντας, έδωσες μάχες σ’ ολόκληρη τη Σαλδαία, σε αιχμαλώτισαν μόνο και μόνο επειδή σε είχαν ρίξει αναίσθητο, και τα παρατάς τόσο γρήγορα; Γιατί;»

Ο Τάιμ σήκωσε τους ώμους. «Τι επιλογές έχω; Να περιπλανιέμαι στον κόσμο μονάχος, άφιλος, κυνηγημένος, ενώ εσύ θα γνωρίζεις τη δόξα; Κι όλα αυτά αν δεν καταφέρουν να με σκοτώσουν ο Μπασίρε ή οι Αελίτισσές σου πριν φύγω από την πόλη. Αλλά και να μη με σκοτώσουν, θα έρθει κάποια στιγμή που θα με στριμώξουν οι Άες Σεντάι· αμφιβάλλω αν ο Πύργος θέλει να ξεχάσει τον Μάζριμ Τάιμ. Διαφορετικά, θα μπορούσα να σε ακολουθήσω και να έχω κι εγώ μοιράδι σ’ αυτή τη δόξα». Για πρώτη φορά κοίταξε τριγύρω, τους φυλακές του, τις Κόρες, και κούνησε το κεφάλι σαν να του φαινόταν απίστευτο. «Θα μπορούσα να είμαι εγώ ο εκλεκτός. Πώς να είμαι σίγουρος ότι δεν είναι έτσι; Μπορώ να διαβιβάσω· είμαι δυνατός. Πώς θα φαινόταν ότι δεν είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Αρκούσε να εκπληρώσω έστω και μία από τις Προφητείες».

«Να γεννηθείς, ας πούμε, στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα;» είπε ψυχρά ο Ραντ. «Ήταν η πρώτη Προφητεία που έπρεπε να εκπληρωθεί».

Το στόμα του Τάιμ στράβωσε ξανά. Δεν ήταν χαμόγελο· δεν έφτανε στα μάτια του. «Οι νικητές γράφουν την ιστορία. Αν είχα αλώσει την Πέτρα του Δακρύου, η ιστορία θα έλεγε ότι γεννήθηκα στο Όρος του Δράκοντα, από μια γυναίκα που δεν την είχε αγγίξει ποτέ άνδρας, κι ότι τα ουράνια είχαν λάμψει για να κηρύξουν τον ερχομό μου. Αυτά που λένε και για σένα τώρα. Αλλά εσύ κατέλαβες την Πέτρα με τους Αελίτες σου, κι ο κόσμος σε χαιρετίζει ως Αναγεννημένο Δράκοντα. Ξέρω ότι δεν ωφελεί να αντιταχθώ σ’ αυτό· εσύ είσαι ο εκλεκτός. Ε λοιπόν, αφού δεν πήρα ολόκληρο το καρβέλι, θα βολευτώ με ό,τι ξεροκόμματο μού τύχει».

«Μπορεί να βρεις τιμές, Τάιμ, μπορεί και όχι. Αν αρχίσει να σε τρώει αυτό, σκέψου τι έπαθαν οι άλλοι που έκαναν ό,τι έκανες. Τον Λογκαίν τον αιχμαλώτισαν και τον ειρήνεψαν· οι φήμες λένε ότι πέθανε στον Πύργο. Ένας ανώνυμος αποκεφαλίστηκε στο Χάντον Μιρκ από τους Δακρυνούς. Ένας άλλος κάηκε από τους Μουραντιανούς. Τον έκαψαν ζωντανό, Τάιμ! Το ίδιο, επίσης, έκαναν οι Ιλιανοί στον Γκόριν Ρόγκαντ πριν από τέσσερα χρόνια».

«Δεν θα ήθελα να έχω τέτοια μοίρα», είπε ήρεμα ο Τάιμ.

«Τότε ξέχνα τις τιμές και θυμήσου την Τελευταία Μάχη. Ό,τι κάνω, έχει ως σκοπό την Τάρμον Γκάι’ντον. Ό,τι σου λέω να κάνεις, αυτήν έχει σκοπό. Θα είναι και δικός σου σκοπός!»

«Φυσικά». Ο Τάιμ άπλωσε τα χέρια. «Εσύ είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν αμφιβάλλω· το αναγνωρίζω δημοσίως. Προχωρούμε προς την Τάρμον Γκάι’ντον. Που οι Προφητείες λένε ότι θα την κερδίσεις. Κι οι ιστορίες θα καταγράψουν ότι ο Μάζριμ Τάιμ στεκόταν εκ δεξιών σου».

«Ίσως», του είπε κοφτά ο Ραντ. Είχε ζήσει πολλές προφητείες και δεν πίστευε ότι σήμαιναν ακριβώς αυτό που έλεγαν. Ούτε ότι εξασφάλιζαν κάτι. Κατά τη γνώμη του, η προφητεία έθετε τους όρους που έπρεπε να υπάρξουν για να συμβεί κάτι· όταν εμφανίζονταν όμως οι όροι, αυτό δεν σήμαινε ότι το κάτι θα συνέβαινε οπωσδήποτε, αλλά απλώς ότι θα μπορούσε να συμβεί. Κάποιοι από τους όρους που ανέφεραν οι Προφητείες του Δράκοντα, ουσιαστικά υπονοούσαν ότι ο Ραντ έπρεπε να πεθάνει για να υπάρξει η πιθανότητα της νίκης. Αυτές οι σκέψεις δεν έκαναν καθόλου καλό στα νεύρα του. «Το Φως να δώσει να μην έρθει νωρίς αυτή η ευκαιρία. Λοιπόν, τι γνώσεις έχεις που χρειάζομαι; Μπορείς να διδάξεις άνδρες να διαβιβάζουν; Υπάρχει δοκιμή που μπορείς να κάνεις σε έναν άνδρα για να καταλάβεις αν μπορεί να διδαχθεί;» Σε αντίθεση με τις γυναίκες, ο άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει δεν ένιωθε την ίδια ικανότητα σε έναν άλλο που τη διέθετε. Υπήρχαν πολλές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στη Μία Δύναμη, όπως και σε κάθε τι άλλο· μερικές φορές, η διαφορά ήταν απειροελάχιστη, κάποιες φορές ήταν η διαφορά μεταξύ πέτρας και μεταξιού.

«Η αμνηστία που κήρυξες; Στ’ αλήθεια εμφανίστηκαν κάποιοι για να μάθουν πώς να είναι σαν εμένα κι εσένα;»

Ο Μπασίρε κοίταξε τον Τάιμ περιφρονητικά, με τα χέρια σταυρωμένα και πατώντας με τα πόδια ανοιχτά, όμως ο Τούμαντ κι οι φρουροί σάλεψαν ανήσυχα. Οι Κόρες όχι. Ο Ραντ δεν ήξερε τι γνώμη είχαν οι Κόρες για τους δεκάδες άνδρες που είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμά του· δεν έδειχναν το παραμικρό. Οι Σαλδαίοι ακόμα είχαν έντονη την ανάμνηση του Τάιμ ως ψεύτικου Δράκοντα, κι ελάχιστοι μπορούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους.

«Απάντησέ μου ευθέως, Τάιμ. Αν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλω, πες το. Αν όχι...» Ήταν λόγια που πήγαζαν από τον θυμό του. Δεν μπορούσε να διώξει αυτόν τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να συγκρούεται μαζί του κάθε μέρα. Ο Τάιμ, όμως, φαινόταν να πιστεύει ότι ο Ραντ μπορούσε.

«Μπορώ να κάνω και τα δύο», είπε γοργά. «Βρήκα πέντε άνδρες μέσα σε τόσα χρόνια —όχι ότι έψαχνα κιόλας— αλλά μόνο ένας είχε το κουράγιο να προχωρήσει πέρα από τη δοκιμή». Δίστασε και μετά πρόσθεσε, «Τρελάθηκε δύο χρόνια αργότερα. Αναγκάστηκα να τον σκοτώσω πριν με σκοτώσει».

Δύο χρόνια. «Εσύ το άντεξες πολύ περισσότερο. Πώς;»

«Ανησυχείς;» ρώτησε μαλακά ο Τάιμ και μετά σήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Δεν ξέρω πώς· απλώς άντεξα. Είμαι λογικός όσο...» Το βλέμμα του πετάχτηκε στον Μπασίρε, αγνοώντας την παγωμένη ματιά του. «...όσο ο Άρχοντας Μπασίρε».

Του Ραντ, όμως, ξαφνικά του γεννήθηκε μια απορία. Οι μισές Κόρες είχαν ξαναρχίσει να κοιτάζουν την υπόλοιπη αυλή· δεν προσηλώνονταν τόσο πολύ σε μια πιθανή απειλή ώστε να αγνοήσουν τυχόν άλλες. Η πιθανή απειλή ήταν ο Τάιμ, κι οι άλλες μισές Κόρες είχαν ακόμα τα βλέμματα στυλωμένα σ’ αυτόν και στον Ραντ για κάποιο σημάδι ότι η απειλή ήταν πραγματική. Όποιος άνδρας και αν ήταν εκεί, δεν θα μπορούσε να μη τις αντιληφθεί, τον ξαφνικό θάνατο στα μάτια τους, στα χέρια τους. Ακόμα κι ο Ραντ τις αντιλαμβανόταν, κι ήθελαν το καλό του. Όσο για τον Τούμαντ και τους άλλους φρουρούς, εκείνοι ακόμα έσφιγγαν τα σπαθιά τους κι ήταν έτοιμοι να ξιφουλκήσουν ξανά. Αν οι άνδρες του Μπασίρε κι οι Αελίτισσες αποφάσιζαν να σκοτώσουν τον Τάιμ, τότε αυτός θα δυσκολευόταν να ξεφύγει από την αυλή, όσο κι αν διαβίβαζε, εκτός αν τον βοηθούσε ο Ραντ. Όμως ο Ραντ έδειχνε να αδιαφορεί για τους στρατιώτες και τις Κόρες, όπως ακριβώς αδιαφορούσε για τις κιονοστοιχίες ή το πλακόστρωτο κάτω από τις μπότες του. Άραγε ήταν γενναιότητα, πραγματική ή προσποιητή, ή μήπως ήταν κάτι αλλιώτικο; Κάποιο είδος τρέλας;

Ύστερα από μια στιγμή σιωπής, ο Τάιμ ξαναμίλησε. «Ακόμη δεν με εμπιστεύεσαι. Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό... ακόμη. Θα με εμπιστευτείς με τον καιρό. Ως αναγνώριση αυτής της μελλοντικής εμπιστοσύνης, σου έφερα ένα δώρο». Από το τριμμένο σακάκι του έβγαλε ένα δεματάκι κουκουλωμένο με κουρέλια, λίγο μεγαλύτερο από δύο ενωμένες ανδρικές γροθιές.

Ο Ραντ το πήρε, σμίγοντας τα φρύδια, κι η ανάσα του κόπηκε όταν ψηλάφησε το σκληρό αντικείμενο που είχε μέσα. Ξετύλιξε τα πολύχρωμα παλιόπανα, αποκαλύπτοντας έναν δίσκο μεγάλο όσο η παλάμη του, έναν δίσκο που ήταν όμοιος μ’ εκείνον που υπήρχε στο πορφυρό λάβαρο πάνω από το παλάτι, μισός λευκός, μισός μαύρος, το πανάρχαιο σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου. Διέτρεξε με τα δάχτυλά του τα ζευγαρωμένα δάκρυα.

Μόνο επτά τέτοια είχαν κατασκευαστεί, από κουεντιγιάρ. Ήταν οι σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού, οι σφραγίδες που κρατούσαν τον Σκοτεινό μακριά από τον κόσμο. Ο Ραντ είχε άλλες δύο, καλά κρυμμένες. Καλά φυλαγμένες. Τίποτα δεν μπορούσε να σπάσει το κουεντιγιάρ, ακόμα κι η Μία Δύναμη —το χείλος μιας λεπτεπίλεπτης κούπας, που ήταν φτιαγμένη από καρδιόπετρα, μπορούσε να χαράξει ατσάλι ή διαμάντι— όμως οι τρεις από τις επτά είχαν σπάσει. Τις είχε δει, θρύψαλα. Κι είχε δει τη Μουαραίν να κόβει μια λεπτή φλούδα από την άκρη μιας σφραγίδας. Οι σφραγίδες εξασθενούσαν, και μόνο το Φως ήξερε το γιατί και το πώς. Ο δίσκος στα χέρια του είχε τη σκληρή, λεία αίσθηση του κουεντιγιάρ, σαν ένα μίγμα από άριστη πορσελάνη και στιλβωμένο ατσάλι — αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι θα έσπαζε αν την άφηνε να πέσει στις πλάκες κάτω από τα πόδια του.

Τρεις είχαν σπάσει. Τρεις ήταν στην κατοχή του. Πού ήταν η έβδομη; Μόνο τέσσερις σφραγίδες έστεκαν ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στον Σκοτεινό. Τέσσερις, αν η τελευταία ήταν ακόμα άθικτη. Μόνο τέσσερις, που στέκονταν ανάμεσα στην ανθρωπότητα και την Τελευταία Μάχη. Πόσο καλά έκαναν τη δουλειά τους, έξι εξασθενημένες που ήταν;

Η φωνή του Λουζ Θέριν ήρθε σαν κεραυνός. Σπάσε την σπάσε τις όλες πρέπει να τις σπάσει πρέπει πρέπει πρέπει να τις σπάσει όλες σπάσε τις και χτύπα πρέπει να χτυπήσεις γοργά πρέπει να χτυπήσεις τώρα σπάτε την σπάσε την...

Ο Ραντ τρεμούλιασε από την ένταση καθώς καταπολεμούσε εκείνη τη φωνή, διώχνοντας μια ομίχλη που κολλούσε πάνω του σαν ιστός αράχνης. Οι μύες του πονούσαν σαν να πάλευε με άνθρωπο που είχε σάρκα και οστά, με κάποιον γίγαντα. Χούφτα τη χούφτα, ξανάχωσε την ομίχλη, που ήταν ο Λουζ Θέριν, στις πιο βαθιές σχισμάδες, στις πιο βαθιές σκιές, που μπορούσε να βρει στο μυαλό του.

Ξαφνικά, άκουσε τα λόγια που μουρμούριζε ο ίδιος βραχνά. «Πρέπει να τη σπάσεις τώρα σπάσε τις όλες σπάσε την σπάσε την σπάσε την». Ξαφνικά, κατάλαβε ότι είχε υψώσει τα χέρια πάνω από το κεφάλι, κρατώντας τη σφραγίδα, έτοιμος να τη σπάσει στο λευκό πλακόστρωτο. Το μόνο που τον εμπόδιζε ήταν ο Μπασίρε, που στεκόταν στις μύτες των ποδιών του, με τα χέρια υψωμένα να σφίγγουν τα μπράτσα του Ραντ.

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει», είπε ψύχραιμα ο Μπασίρε, «αλλά νομίζω ότι θα ’πρεπε να περιμένεις λίγο πριν αποφασίσεις να το σπάσεις. Ε;» Ο Τούμαντ κι οι άλλοι δεν παρακολουθούσαν πια τον Τάιμ· κοίταζαν χάσκοντας με γουρλωμένα μάτια τον Ραντ. Ακόμα κι οι Κόρες είχαν στρέψει πάνω του τα μάτια τους, με βλέμμα όλο έγνοια. Η Σούλιν έκανε ένα βήμα προς τους άνδρες και το χέρι της Τζαλάνι ήταν απλωμένο προς τον Ραντ σαν να μην αντιλαμβανόταν η ίδια την κίνησή της.

«Όχι». Ο Ραντ ξεροκατάπιε· ο λαιμός του πονούσε. «Μάλλον δεν θα έπρεπε». Ο Μπασίρε οπισθοχώρησε αργά κι ο Ραντ χαμήλωσε τη σφραγίδα εξίσου αργά. Μπορεί ο Ραντ να θεωρούσε τον Μπασίρε ατρόμητο, όμως τώρα είχε αποδείξεις για το αντίθετο. Το σοκ ήταν ανάγλυφο στο πρόσωπο του Σαλδαίου. «Ξέρεις τι είναι αυτό, Τάιμ;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. «Σίγουρα ξέρεις, αλλιώς δεν θα μου το έφερνες. Πού τη βρήκες; Έχεις κι άλλη; Ξέρεις πού υπάρχει άλλη;»

«Όχι», είπε ο Τάιμ, με τρεμάμενη φωνή. Όχι ακριβώς από φόβο· μάλλον σαν άνθρωπος που είχε νιώσει ένα χάσμα να ανοίγει αναπάντεχα κάτω από τα πόδια του και με κάποιον τρόπο είχε ξαναβρεθεί σε στέρεο έδαφος. «Αυτή είναι μόνη που... Άκουσα κάθε λογής φήμες από τότε που δραπέτευσα από τις Άες Σεντάι. Τέρατα ξεπροβάλλουν από το πουθενά. Παράξενα θηρία. Άνδρες που μιλούν σε ζώα και τα ζώα τους απαντούν. Άες Σεντάι που τρελαίνονται, όπως υποτίθεται ότι γίνεται μ’ εμάς. Ολόκληρα χωριά που τα ζώνει η παράκρουση και χωρικοί που αλληλοσκοτώνονται. Ίσως κάποιες να είναι αληθινές. Τα μισά απ’ όσα ξέρω ότι συμβαίνουν στ’ αλήθεια, είναι εξίσου τρελά. Άκουσα ότι μερικές σφραγίδες έχουν σπάσει. Αυτήν εδώ μπορείς να τη σπάσεις μ’ ένα σφυρί».

Ο Μπασίρε συνοφρυώθηκε, κοίταξε τη σφραγίδα στα χέρια του Ραντ, και μετά άφησε μια κοφτή κραυγή. Είχε καταλάβει.

«Πού τη βρήκες;» επανέλαβε ο Ραντ. Αν έβρισκε την τελευταία... Τι θα έκανε τότε; Ο Λουζ Θέριν ανασάλεψε, όμως ο Ραντ έκλεισε τ’ αυτιά του.

«Στο τελευταίο μέρος που θα περίμενε κανείς», αποκρίθηκε ο Τάιμ, «το οποίο υποθέτω ότι είναι το πρώτο όπου θα έπρεπε να ψάξεις για τις υπόλοιπες. Ένα μισογκρεμισμένο αγρόκτημα στη Σαλδαία. Σταμάτησα για νερό, και μου την έδωσε ο αγρότης. Ήταν γέρος, δεν είχε ούτε παιδιά ούτε εγγόνια για να τους την αφήσει, και νόμιζε πως ήμουν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ισχυριζόταν ότι η οικογένειά του τη φυλούσε για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια. Ισχυριζόταν ότι ήταν βασιλιάδες και βασίλισσες στους Πολέμους των Τρόλοκ, ευγενείς υπό τον Αρτουρ τον Γερακόφτερο. Μπορεί η ιστορία του να ήταν αληθινή. Δεν ήταν πιο απίστευτη από το γεγονός ότι βρήκα αυτή τη σφραγίδα σε μια παράγκα λίγες μέρες με τ’ άλογο πέρα από τη Μεθόριο της Μάστιγας».

Ο Ραντ ένευσε κι έπειτα έσκυψε και μάζεψε τα κουρελόπανα. Είχε συνηθίσει να συμβαίνουν γύρω του απίθανα πράγματα· κάποιες φορές, θα συνέβαιναν κι αλλού. Ξανατύλιξε βιαστικά τη σφραγίδα και την έδωσε στον Μπασίρε. «Φύλαξε την προσεκτικά». Σπάσε την! Έπνιξε με δύναμη τη φωνή. «Δεν πρέπει να πάθει τίποτα».

Ο Μπασίρε πήρε ευλαβικά το δεματάκι και με τα δύο χέρια. Ο Ραντ δεν ήξερε αν ο άνθρωπος υποκλινόταν στον ίδιο ή στη σφραγίδα. «Για δέκα ώρες ή για δέκα χρόνια, θα είναι ασφαλής μέχρι να τη ζητήσεις».

Για μια στιγμή, ο Ραντ τον κοίταξε εξεταστικά. «Όλοι περίμένουν να τρελαθώ, το φοβούνται, εσύ όμως όχι. Σίγουρα θα σκέφτηκες πριν από λίγο πως μου είχε στρίψει, αλλά δεν με φοβήθηκες ούτε τότε».

Ο Μπασίρε σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε μέσα από τη μουστάκα του, που είχε αρχίσει να γκριζάρει. «Όταν πρωτοκοιμήθηκα στη σέλα, Στρατάρχης ήταν ο Μουάντ Τσιάντε. Ο άνθρωπος ήταν τρελός για δέσιμο. Δυο φορές τη μέρα έψαχνε τον υπηρέτη του μήπως είχε δηλητήριο, κι έπινε μόνο ξίδι και νερό, που ισχυριζόταν ότι ήταν προστασία από το φαρμάκι που του έδινε ο υπηρέτης του, όμως όσο καιρό τον ήξερα, έτρωγε ό,τι του μαγείρευε εκείνος. Μια φορά είχε βάλει να κόψουν ένα δασάκι βελανιδιές επειδή τον κοίταζαν. Και μετά επέμενε να τους κάνουμε μια σωστή κηδεία· έκανε ο ίδιος τον επικήδειο. Έχεις ιδέα πόσος χρόνος χρειάζεται μέχρι να σκάψεις τάφους για είκοσι τρεις βελανιδιές;»

«Γιατί δεν έκανε κάποιος κάτι; Η οικογένειά του;»

«Όσοι δεν ήταν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση μ’ αυτόν, φοβούνταν να τον λοξοκοιτάξουν. Ούτως ή άλλως, ο πατέρας της Τενόμπια δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να πειράξει τον Τσιάντε. Μπορεί να ήταν παλαβός, αλλά ήταν ο καλύτερος στρατηγός που είδα ποτέ μου. Δεν έχασε ποτέ του μάχη. Ούτε καν κόντεψε ποτέ να χάσει μάχη».

Ο Ραντ γέλασε. «Άρα με ακολουθείς, επειδή νομίζεις ότι θα είμαι καλύτερος στρατηγός από τον Σκοτεινό;»

«Σε ακολουθώ, επειδή είσαι αυτός που είσαι», είπε ήρεμα ο Μπασίρε. «Ο κόσμος πρέπει να σε ακολουθήσει, αλλιώς όσοι επιζήσουν θα παρακαλούν να είχαν σκοτωθεί».

Ο Ραντ ένευσε αργά. Οι Προφητείες έλεγαν ότι θα κατέλυε έθνη και θα τα ένωνε. Όχι ότι ήθελε να το κάνει, όμως οι Προφητείες ήταν ο μόνος οδηγός που είχε για να μάθει πώς να δώσει την Τελευταία Μάχη, πώς να την κερδίσει. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, του φαινόταν ότι τα έθνη ήταν αναγκαίο να ενωθούν. Η Τελευταία Μάχη δεν θα ήταν απλώς ο Ραντ εναντίον του Σκοτεινού. Δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο· μπορεί να τρελαινόταν, όμως ακόμα δεν είχε χάσει εντελώς τα λογικά του, ώστε να πιστεύει ότι ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Η ανθρωπότητα θα τα έβαζε με τους Τρόλοκ και τους Μυρντράαλ, και τους κάθε λογής Σκιογέννητους που θα ξερνούσε η Μάστιγα, και τους Σκοτεινόφιλους που θα έβγαιναν από τις τρύπες τους. Θα υπήρχαν κι άλλοι κίνδυνοι στον δρόμο για την Τάρμον Γκάι’ντον, κι αν ο κόσμος δεν ήταν ενωμένος... Θα κάνεις αυτό που πρέπει να γίνει. Δεν ήξερε αν το είχε πει ο ίδιος ή ο Λουζ Θέριν, όμως, εξ όσων αντιλαμβανόταν, αυτή ήταν η αλήθεια.

Προχωρώντας γοργά προς την πλησιέστερη κιονοστοιχία, μίλησε πάνω από τον ώμο του στον Μπασίρε. «Θα πάρω τον Τάιμ στο αγρόκτημα. Θέλεις να έρθεις;»

«Στο αγρόκτημα;» είπε ο Τάιμ.

Ο Μπασίρε κούνησε το κεφάλι. «Όχι, ευχαριστώ», είπε ξερά. Μπορεί να μην έδειχνε νευρικότητα, όμως το θέαμα του Ραντ και του Τάιμ μαζί άγγιζε τα όρια της αντοχής του· απέφευγε το αγρόκτημα. «Οι άνδρες μου γίνονται μαλθακοί αστυνομεύοντας τους δρόμους. Λέω να τους βάλω να καβαλήσουν τα άλογα και να κάνουμε σωστή δουλειά για λίγες ώρες. Ήταν να τους επιθεωρήσεις το απόγευμα. Έχει αλλάξει αυτό;»

«Ποιο αγρόκτημα;» είπε ο Τάιμ.

Ο Ραντ αναστέναξε, νιώθοντας μια ξαφνική κούραση. «Όχι, δεν έχει αλλάξει. Θα έρθω, αν μπορέσω». Έπρεπε να γίνει, γιατί ήταν σημαντικό, μολονότι οι μόνοι που το ήξεραν ήταν ο Μπασίρε κι ο Ματ· όλοι οι άλλοι ας νόμιζαν ότι ήταν κάτι ασήμαντο, μια άχρηστη τυπικότητα για κάποιον που μάθαινε να απολαμβάνει τις επισημότητες της θέσης του, ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας πήγαινε για να τον ζητωκραυγάσουν οι στρατιώτες του. Είχε να κάνει άλλη μια επίσκεψη σήμερα, για την οποία όλοι θα πίστευαν πως προσπαθούσε να κρατήσει μυστική. Μπορεί να έμενε μυστική από τους περισσότερους, όμως ο Ραντ ήταν σίγουρος πως το νέο θα έφτανε στα αυτιά που ο ίδιος ήθελε να φτάσει.

Πήρε το σπαθί του, το οποίο είχε στηρίξει σε μια στενή κολόνα, και το ζώστηκε πάνω από το ανοιχτό σακάκι του. Η ζώνη ήταν από σκούρο πετσί κάπρου χωρίς στολίδια, σαν το θηκάρι και τη μακριά λαβή· η πόρπη ήταν περίτεχνη κι έδειχνε έναν καλοδουλεμένο δράκοντα σε σκαλισμένο ατσάλι με καρφωμένο χρυσό. Έπρεπε να ξεφορτωθεί εκείνη την πόρπη, να βρει κάτι απέριττο. Όμως δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος. Ήταν δώρο της Αβιέντα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να την ξεφορτωθεί. Αυτός ο κύκλος πάντα τον παγίδευε.

Τον περίμενε και κάτι άλλο εκεί, μια λόγχη με πρασινόλευκη φούντα κάτω από την κοφτερή αιχμή. Τη ζύγιασε, καθώς στρεφόταν προς την αυλή. Μια Κόρη είχε σμιλέψει Δράκοντες στο κοντό σώμα της λόγχης. Κάποιοι ήδη την αποκαλούσαν Σκήπτρο του Δράκοντα, ειδικά η Ελένια και το συνάφι της. Ο Ραντ δεν την αποχωριζόταν, για να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι ίσως είχε περισσότερους εχθρούς απ’ όσους μπορούσε να δει.

«Σε ποιο αγρόκτημα αναφέρεσαι;» Η φωνή του Τάιμ έγινε τραχιά. «Πού με πας;»

Ο Ραντ έμεινε να μελετά τον άλλο γι’ αρκετή ώρα. Δεν του άρεσε ο Τάιμ. Η συμπεριφορά του είχε κάτι που δεν σε άφηνε να τον συμπαθήσεις. Ή ίσως να ήταν κάτι μέσα στον Ραντ. Εδώ και πολύ καιρό, ο Ραντ ήταν ο μόνος άνδρας που μπορούσε να διαβιβάσει χωρίς να αγωνιά για τις Άες Σεντάι. Ή, τουλάχιστον, του φαινόταν ότι ήταν πολύς ο καιρός, και, τουλάχιστον, οι Άες Σεντάι δεν θα επιχειρούσαν να τον ειρηνέψουν τώρα που ήξεραν ποιος ήταν. Μήπως ήταν τόσο απλό; Μήπως ένιωθε ζήλια, επειδή δεν ήταν πια μοναδικός; Δεν το πίστευε. Θα καλοδεχόταν και θα ήθελε κι άλλους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν και τριγυρνούσαν ανενόχλητοι στον κόσμο. Θα έπαυε επιτέλους να είναι κάτι το αξιοπερίεργο. Αλλά όχι, δεν θα έφτανε σ’ αυτό το σημείο, πριν από την Τάρμον Γκάι’ντον. Ήταν μοναδικός· ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, δεν συμπαθούσε τον Τάιμ.

Σκότωσέ τον! ούρλιαξε ο Λουζ Θέριν. Ο Ραντ έδιωξε τη φωνή. Δεν χρειαζόταν να συμπαθήσει τον Τάιμ, απλώς να τον χρησιμοποιήσει.

«Σε πηγαίνω εκεί όπου μπορείς να με υπηρετήσεις», είπε παγωμένα. Ο Τάιμ δεν άλλαξε έκφραση, ούτε συνοφρυώθηκε· απλώς παρακολουθούσε και περίμενε, ενώ οι γωνίες των χειλιών του ξανασχημάτισαν, για μία και μόνο στιγμή, εκείνο το μισοχαμόγελο.

Загрузка...