Ο άνδρας σταμάτησε ίσα-ίσια για να ακουμπήσει το χέρι του στην πόρτα της σέντιας της, και ξανάφυγε αμέσως μόλις η Φάλιον πήρε το σημείωμα από τα δάχτυλά του. Μόλις έδωσε σήμα με τα δάχτυλά της, οι δύο βαστάζοι ξεκίνησαν σχεδόν πριν ο άλλος με τη λιβρέα του Παλατιού Τάρασιν χαθεί στο πλήθος της πλατείας.
Στο τετράγωνο χαρτάκι υπήρχε μόνο μια λέξη. Έφυγαν. Το τσαλάκωσε στη γροθιά της. Με κάποιον τρόπο είχαν ξεγλιστρήσει και είχαν βγει έξω χωρίς να τις δουν οι άνθρωποι της μέσα. Η άκαρπη πολύμηνη έρευνα την είχε πείσει ότι δεν υπήρχε καμιά κρύπτη με ανγκριάλ, κι ας πίστευε ό,τι ήθελε η Μογκέντιεν. Είχε σκεφτεί ακόμα και να ανακρίνει μια-δυο Σοφές· ίσως κάποια ήξερε πού βρισκόταν, αν υπήρχε. Και ίσως τα άλογα πετούσαν. Το μόνο που την κρατούσε εδώ σ’ αυτή τη θλιβερή πόλη ήταν το απλό γεγονός ότι όταν μια Εκλεκτή έδινε διαταγή, την υπάκουγες μέχρι να την αλλάξει. Οτιδήποτε άλλο ήταν ο σύντομος δρόμος για ένα οδυνηρό θάνατο. Αλλά όμως για να είναι εδώ η Ηλαίην και η Νυνάβε... Είχαν καταστρέψει τα πάντα στο Τάντσικο. Ασχέτως του αν ήταν ή όχι πλήρεις αδελφές —όσο αδύνατο κι αν φαινόταν αυτό— η Φάλιον δεν μπορούσε να θεωρήσει την παρουσία τους συμπτωματική. Ίσως να υπήρχε μια κρύπτη. Για πρώτη φορά, χάρηκε που η Μογκέντιεν την είχε αγνοήσει παντελώς μετά τη στιγμή που της είχε δώσει τις διαταγές της πριν τόσους μήνες στην Αμαδισία. Αυτό που τότε έμοιαζε με εγκατάλειψη ίσως τώρα να ήταν μια ευκαιρία για να αναδεχθεί στο βλέμμα της Εκλεκτής. Αυτές οι δύο ίσως την οδηγούσαν στην κρύπτη, κι αν όχι, αν δεν υπήρχε κρύπτη... Η Μογκέντιεν έδειχνε να έχει κάποιο ενδιαφέρον για τις δυο τους προσωπικά. Αν τις παρέδιδε στα χέρια της, αυτό σχεδόν σίγουρα θα ήταν καλύτερο από ένα ανύπαρκτο ανγκριάλ.
Έγειρε πίσω και άφησε το λίκνισμα της πολυθρόνας να τη νανουρίσει. Μισούσε αυτή την πόλη —είχε έρθει εδώ ως φυγάδας, τότε που ήταν μαθητευόμενη— αλλά ίσως αυτή η επίσκεψη να είχε ευχάριστο τέλος.
Καθισμένος στο γραφείο του, ο Χέριντ κοίταζε την πίπα του και αναρωτιόταν αν είχε κάτι να την ανάψει όταν το γκόλαμ πέρασε κάτω από την πόρτα. Φυσικά, ακόμα κι αν ο Φελ είχε το νου του, δεν θα το πίστευε, και από τη στιγμή που το γκόλαμ είχε μπει στο δωμάτιο, ελάχιστοι άνθρωποι θα είχαν κάποια ελπίδα.
Όταν η Ίντριεν ήρθε στο γραφείο του Φελ αργότερα, κοίταξε αυτά που ήταν απρόσεχτα στοιβαγμένα στο πάτωμα πλάι στο τραπέζι. Έκανε μια στιγμή για να καταλάβει τι ήταν, κι όταν το κατάλαβε, λιποθύμησε πριν προλάβει να τσιρίξει. Όσες φορές κι αν είχε ακούσει για κάποιον που τον είχαν διαμελίσει, δεν το είχε δει άλλοτε.
Ο καβαλάρης έστριψε το άλογό του στην κορυφή του λόφου για να ρίξει μια τελευταία ματιά στο Έμπου Νταρ, που άστραφτε λευκό στον ήλιο. Ωραία πόλη για πλιάτσικο, και απ’ ό,τι είχε ακούσει για τους ντόπιους, θα πρόβαλλαν αντίσταση, έτσι το Αίμα θα επέτρεπε να πάρεις πλιάτσικο. Θα πρόβαλλαν αντίσταση, όμως αυτός έλπιζε πως οι άλλοι πληροφοριοδότες θα έφερναν αναφορές περί διχασμού, όπως είχε δει κι ο ίδιος. Η αντίσταση δεν θα κρατούσε πολύ, σ’ αυτό το μέρος που η λεγόμενη βασίλισσα κυβερνούσε μια μικρή άκρη γης, κι έτσι ο συνδυασμός πρόσφερε τις καλύτερες πιθανότητες. Έστριψε το άλογο του και κατευθύνθηκε προς τα δυτικά. Ποιος να το ήξερε; Ίσως το σχόλιο εκείνου του ανθρώπου ήταν ένας οιωνός. Ίσως ο Γυρισμός να συνέβαινε γρήγορα, και μαζί του να ερχόταν η Κόρη των Εννιά Φεγγαριών. Σίγουρα αυτό θα ήταν ο πιο λαμπρός οιωνός της νίκης.
Ξαπλωμένη ανάσκελα μέσα στη νύχτα, η Μογκέντιεν κοίταζε τη στέγη της μικρής σκηνής που της είχαν επιτρέψει να έχει σαν μια υπηρέτρια της Άμερλιν. Πού και πού τα δόντια της έτριζαν, όμως μόλις το καταλάβαινε, σταματούσε πάλι, έχοντας έντονη την επίγνωση του α’ντάμ που έσφιγγε το λαιμό της. Η Εγκουέν αλ’Βέρ ήταν πιο σκληρή από την Ηλαίην και τη Νυνάβε· ανεχόταν λιγότερα και απαιτούσε περισσότερα. Κι όταν περνούσε το βραχιόλι στη Σιουάν ή τη Ληάνε, ειδικά τη Σιουάν... Η Μογκέντιεν ρίγησε. Έτσι θα ήταν αν η Μπιργκίτε μπορούσε να φορέσει το βραχιόλι.
Η πόρτα της σκηνής παραμέρισε και μπήκε όσο φεγγαρόφωτο χρειαζόταν για να διακρίνει μια γυναίκα που έμπαινε μέσα.
«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε τραχιά η Μογκέντιεν. Όταν έστελναν κάποια να τη βρει τη νύχτα, πάντα εκείνη κρατούσε φανάρι.
«Λέγε με Άραν’γκαρ, Μογκέντιεν», είπε μια γελαστή φωνή, κι ένα φωτάκι έλαμψε μέσα στη σκηνή.
Το όνομά της έκανε τη γλώσσα της Μογκέντιεν να στεγνώσει· εδώ αυτό το όνομα σήμαινε θάνατο. Πάλεψε να μιλήσει, να πει ότι το όνομά της ήταν Μάριγκαν, όταν ξαφνικά πρόσεξε καλά το φως. Ήταν μια μικρή λευκή μπάλα που θαμπόλαμπε, αιωρούμενη στον αέρα κοντά στο κεφάλι της. Με το α’ντάμ πάνω της, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σαϊντάρ χωρίς να ζητήσει άδεια, αλλά το ένιωθε όταν διαβίβαζαν, έβλεπε τις ροές να υφαίνονται. Αυτή τη φορά δεν ένιωθε τίποτα, δεν έβλεπε τίποτα. Απλώς μια μικρούλικη σφαίρα από καθάριο φως.
Κοίταξε τη γυναίκα που είχε πει πως λεγόταν Άραν’γκαρ και τώρα την αναγνώρισε. Ήταν η Χάλιμα, σκέφτηκε· πίστευε πως ήταν η γραμματέας κάποιας Καθήμενης. Πάντως ήταν γυναίκα, έστω και κάποια που έμοιαζε να έχει σχεδιαστεί από άνδρα. Μια γυναίκα. Μα αυτή η σφαίρα φωτός πρέπει να ήταν σαϊντίν! «Ποια είσαι;» Η φωνή της τρεμούλιασε ελαφρά, και ξαφνιάστηκε που κρατούσε έστω και τόσο την αυτοκυριαρχία της.
Η γυναίκα της χαμογέλασε —το χαμόγελο έδειχνε ότι έβρισκε κάτι διασκεδαστικό— ενώ καθόταν πλάι στο πρόχειρο κρεβάτι. «Σου είπα, Μογκέντιεν. Το όνομά μου είναι Άραν’γκαρ. Θα το μάθεις αυτό το όνομα στο μέλλον, αν είσαι τυχερή. Τώρα άκουσέ με προσεκτικά και μην κάνεις άλλες ερωτήσεις. Θα σου πω ό,τι χρειάζεται να ξέρεις. Σε μια στιγμή, θα βγάλω το ωραίο το κολιεδάκι σου. Όταν το κάνω, θα εξαφανιστείς ταχύτατα και αθόρυβα σαν τον Λογκαίν. Αν δεν το κάνεις, θα πεθάνεις εδώ. Κι αυτό θα είναι κρίμα, επειδή έχεις προσκληθεί στο Σάγιολ Γκουλ για απόψε».
Η Μογκέντιεν έγλειψε τα χείλη. Είχε προσκληθεί στο Σάγιολ Γκουλ. Αυτό σήμαινε μια αιωνιότητα στο Χάσμα του Χαμού, ή αθανασία για να κυβερνήσει τον κόσμο, ή οτιδήποτε στο ενδιάμεσο. Ήταν μικρή η πιθανότητα να ονομαζόταν Νή’μπλις, αφού ο Μέγας Άρχοντας ήξερε πώς είχε περάσει τους τελευταίους μήνες της και είχε στείλει κάποιον να την ελευθερώσει. Ήταν όμως μια πρόσκληση στην οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί. Και τουλάχιστον σήμαινε το τέλος του α’ντάμ, επιτέλους. «Ναι. Βγάλε το. Θα φύγω αμέσως». Δεν υπήρχε λόγος να χρονοτριβεί· ήταν δυνατότερη από κάθε γυναίκα του στρατοπέδου, μα δεν ήθελε να δώσει σε έναν κύκλο δεκατριών την ευκαιρία να μετρηθούν μαζί της.
«Καλά το σκέφτηκα ότι θα καταλάβεις», είπε η Χάλιμα —ή η Άραν’γκαρ— μ’ ένα βαθύ, πνιχτό γελάκι. Άγγιξε το περιδέραιο, μ’ ένα μικρό μορφασμό, και η Μογκέντιεν πάλι απόρησε με μια γυναίκα που φαινόταν να διαβιβάζει το σαϊντίν και πονούσε, ελαφρά έστω, αγγίζοντας κάτι που έπρεπε να πονά μόνο έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Το περιδέραιο βγήκε, και η γυναίκα το έριξε βιαστικά στο πουγκί της. «Φύγε, Μογκέντιεν. Φύγε τώρα».
Όταν η Εγκουέν έφτασε στη σκηνή και έχωσε το κεφάλι της μέσα μαζί με το φανάρι της, βρήκε μόνο αναστατωμένα στρωσίδια. Βγήκε αργά. «Μητέρα», είπε με φροντίδα η Τσέσα πίσω της, «δεν πρέπει να είσαι έξω βραδιάτικα. Ο αέρας της νύχτας είναι κακός αέρας. Αν ήθελες τη Μάριγκαν, μπορούσα να τη φέρω εγώ».
Η Εγκουέν κοίταξε τριγύρω. Είχε νιώσει το περιδέραιο να βγαίνει, και είχε νιώσει το φευγαλέο πόνο που σήμαινε ότι ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει είχε αγγίξει τη σύνδεση. Ο περισσότερος κόσμος κοιμόταν, όμως κάποιοι κάθονταν ακόμα έξω από τις σκηνές γύρω από μικρές φωτιές, και κάποιοι δεν ήταν πολύ μακριά. Ίσως μπορούσε να βρει ποιος άνδρας είχε έρθει στη σκηνή της «Μάριγκαν».
«Τσέσα, νομίζω ότι το έσκασε», είπε. Το θυμωμένο μουρμουρητό της Τσέσα για γυναίκες που εγκατέλειπαν την κυρά τους την ακολούθησε ως τη σκηνή της. Δεν μπορεί να ήταν ο Λογκαίν, ε; Δεν θα γυρνούσε πίσω, δεν μπορεί να το ήξερε. Ή μήπως αυτό είχε γίνει;
Ο Ντεμάντρεντ γονάτισε στο Χάσμα του Χαμού, κι αυτή τη φορά δεν τον ένοιαζε που ο Σεϊντάρ Χαράν κοίταζε το τρέμουλό του με ανόφθαλμο, απαθές βλέμμα. «Καλά δεν τα κατάφερα, Μέγα Άρχοντα;»
Το γέλιο του Μεγάλου Άρχοντα πλημμύρισε το κεφάλι του Ντεμάντρεντ.