Ο Σαμαήλ πάτησε επιφυλακτικά τα λουλουδάτα μεταξωτά χαλιά, αφήνοντας την πύλη ανοιχτή για την περίπτωση που χρειαζόταν να υποχωρήσει, ενώ κρατούσε σφιχτά το σαϊντίν. Συνήθως αρνιόταν τις συναντήσεις που δεν γινόταν σε ουδέτερο έδαφος ή σε δικό του, όμως αυτή ήταν η δεύτερη φορά που είχε έρθει εδώ. Ήταν ζήτημα ανάγκης. Ποτέ δεν ήταν άνθρωπος που εμπιστευόταν τους άλλους, κάτι που είχε γίνει ακόμα πιο έντονο από τότε που είχε ακούσει αποσπάσματα απ’ όσα είχαν διαμειφθεί μεταξύ του Ντεμάντρεντ και των τριών γυναικών, κι η Γκρένταλ του είχε πει μόνο όσα υποστήριζαν το δικό της όφελος. Ο Σαμαήλ την καταλάβαινε· είχε και δικά του σχέδια, για τα οποία οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι δεν γνώριζαν τίποτα. Θα υπήρχε μόνο ένας Νή’μπλις, κι αυτό ήταν ένα βραβείο επιθυμητό όσο κι η ίδια η αθανασία.
Στάθηκε σε μια ψηλή εξέδρα με μαρμάρινο στηθαίο σε μια άκρη, όπου υπήρχαν τοποθετημένα τραπέζια και καρέκλες με επίχρυσα στολίσματα και σμιλεμένο φίλντισι, πολλά με αηδιαστικές λεπτομέρειες, τοποθετημένα έτσι, ώστε να δεσπόζουν στη μακριά αίθουσα με τις κιονοστοιχίες, τρία μέτρα πιο κάτω. Δεν υπήρχε σκάλα για να κατέβεις εκεί· ήταν ένας πελώριος, πολυτελής λάκκος για ψυχαγωγικά θεάματα. Το φως του ήλιου αστραφτοβολούσε καθώς χυνόταν από ψηλά παράθυρα με περίπλοκα σχέδια στα πολύχρωμα τζάμια. Η κάψα του ήλιου δεν περνούσε μέσα· ο αέρας ήταν δροσερός, αν και τον ένιωθε μόνο απόμακρα. Η Γκρένταλ, όπως κι ο Σαμαήλ, δεν είχε ανάγκη να το κάνει αυτό, αλλά φυσικά το έκανε. Το παράξενο ήταν που δεν είχε απλώσει το δίχτυ σε ολόκληρο το παλάτι.
Το κάτω τμήμα του θαλάμου είχε κάτι διαφορετικό, όμως ο Σαμαήλ δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Υπήρχαν τρεις μακρόστενες ρηχές πισίνες στο κέντρο της αίθουσας, μ’ ένα σιντριβάνι στην καθεμιά —λείες μορφές, με την κίνηση αποτυπωμένη σε πέτρα— που έστελναν νερό σχεδόν ως τα σκαλισμένα μαρμάρινα λαγόνια της αψιδωτής οροφής από πάνω. Στις πισίνες έπαιζαν άνδρες και γυναίκες που φορούσαν ψιλά κουρελάκια από μετάξι, και μερικοί ακόμα λιγότερα, ενώ άλλοι, φορώντας ελαχίστως περισσότερα, έδιναν παράσταση πλάι στις πισίνες: ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί, χορευτές σε μια ποικιλία χορών και μουσικοί που έπαιζαν φλάουτα και κέρατα, τύμπανα και διάφορα έγχορδα όργανα. Μεγαλόσωμοι και μικρόσωμοι, με επιδερμίδα και μαλλιά και μάτια από τα πιο ανοιχτά ως τα πιο σκούρα, ο καθένας ήταν σωματικά τελειότερος από τον άλλο. Ο σκοπός ήταν η ψυχαγωγία όποιου στεκόταν στην εξέδρα. Ήταν βλακώδες. Σπατάλη χρόνου κι ενέργειας. Χαρακτηριστικό της Γκρένταλ.
Η εξέδρα ήταν άδεια όταν είχε φτάσει ο Σαμαήλ, όμως με το σαϊντίν να τον γεμίζει, μύρισε το γλυκό άρωμα της Γκρένταλ, σαν αεράκι από ανθόσπαρτο κήπο, κι άκουσε τα μαλακά παπούτσια της σχεδόν να ψιθυρίζουν στα χαλιά πριν αυτή μιλήσει από πίσω του. «Μα δεν είναι πανέμορφα τα ζωάκια μου;»
Ήρθε πλάι του στο στηθαίο, κοιτώντας χαμογελαστή την επίδειξη εκεί κάτω. Η λεπτή γαλάζια Ντομανική τουαλέτα κολλούσε στο κορμί της και δεν άφηνε πολλά στη φαντασία. Ως συνήθως, σε κάθε δάχτυλο φορούσε δαχτυλίδι με διαφορετική πέτρα, τέσσερα-πέντε πετραδοστόλιστα βραχιόλια σε κάθε καρπό, ενώ ένας πλατύς γιακάς με πελώρια ζαφείρια σφιχταγκάλιαζε τον ψηλό λαιμό του φορέματος. Ο Σαμαήλ δεν ήξερε απ’ αυτά τα πράγματα, αλλά υποψιαζόταν ότι η Γκρένταλ είχε περάσει πολλές ώρες για να στρώσει εκείνες τις ηλιόξανθες μπούκλες που άγγιζαν τους ώμους της και τις φεγγαρόσταλες που ήταν σπαρμένες ανάμεσά τους· είχαν κάτι το ατημέλητο που υπαινισσόταν αυστηρή προετοιμασία.
Ο Σαμαήλ καμιά φορά απορούσε με την Γκρένταλ. Την είχε συναντήσει μόνο όταν είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον μάταιο αγώνα του και να ακολουθήσει τον Μέγα Άρχοντα, όμως τη γνώριζαν οι πάντες: ήταν όλο δόξα και τιμές, αφοσιωμένη στην ασκητική ζωή, και φρόντιζε τα διαταραγμένα μυαλά που δεν μπορούσαν να βοηθηθούν με τη Θεραπεία. Στην πρώτη εκείνη συνάντηση τους, όταν η Γκρένταλ είχε αποδεχθεί τους πρώτους όρκους του στον Μέγα Άρχοντα, δεν είχε πάνω της το παραμικρό ίχνος εκείνης της όλο αυτοσυγκράτηση φιλανθρωπου, λες κι είχε γίνει εσκεμμένα το αντίθετο της άλλης ζωής της. Επιφανειακά, ήταν δοσμένη με εμμονή στις ηδονές της, κάτι που σχεδόν έκρυβε την επιθυμία της να γκρεμίσει όσους είχαν έστω και την παραμικρή εξουσία. Κι αυτό με τη σειρά του σχεδόν έκρυβε τη δική της δίψα για εξουσία, την οποία σπανιότατα ασκούσε δημοσίως. Η Γκρένταλ ανέκαθεν είχε ταλέντο στο να κρύβει πράγματα, βάζοντάς τα σε κοινή θέα. Ο Σαμαήλ πίστευε ότι την ήξερε καλύτερα απ’ όσο οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι —τον είχε συνοδεύσει στο Σάγιολ Γκουλ, όπου είχε πάει για να δηλώσει υποταγή στον Μέγα Άρχοντα— αλλά και πάλι δεν ήξερε όλες τις πτυχές της. Η Γκρένταλ είχε τόσες αποχρώσεις όσες φολίδες είχαν τα τζέγκαλ, και τις άλλαζε με αστραπιαία ταχύτητα. Τότε εκείνη ήταν η αφέντρα κι αυτός ο μαθητευόμενος, παρά τα επιτεύγματα του ως στρατηγού. Αυτή η κατάσταση είχε αλλάξει.
Ούτε οι λουόμενοι ούτε οι διασκεδαστές σήκωσαν το κεφάλι, αλλά με την εμφάνιση τους έδειξαν περισσότερη ενεργητικότητα, περισσότερη χάρη, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, προσπαθώντας να επιδείξουν καλύτερα τον εαυτό τους· σκοπός της ύπαρξης τους ήταν να την ευχαριστούν. Η Γκρένταλ είχε φροντίσει γι’ αυτό.
Η Αποδιωγμένη έκανε νόημα σε τέσσερις ακροβάτες, έναν μελαχρινό που σήκωνε τρεις λεπτές γυναίκες· οι μπρούντζινες επιδερμίδες τους γυάλιζαν από το λάδι. «Αυτοί, νομίζω, είναι οι αγαπημένοι μου. Ο Ραμσίντ είναι ο αδελφός του Ντομανού βασιλιά. Η γυναίκα που πατά στους ώμους του είναι η σύζυγος του Ραμσίντ· οι άλλες δυο είναι η μικρότερη αδελφή κι η μεγαλύτερη κόρη του βασιλιά. Τι νομίζεις, δεν είναι εκπληκτικό το τι μπορούν να μάθουν οι άνθρωποι όταν έχουν την κατάλληλη ενθάρρυνση; Για συλλογίσου τι ταλέντα χάνονται άδικα». Ήταν μια από τις αγαπημένες της έννοιες. Μια θέση για τον καθένα κι ο καθένας στη θέση του, θέση που θα επιλεγόταν σύμφωνα με τα χαρίσματά του και τις ανάγκες της κοινωνίας. Το ποιες ανάγκες ήταν αυτές έμοιαζε πάντα να εκπορεύεται από τις δικές της επιθυμίες. Όλα αυτά προκαλούσαν ανία στον Σαμαήλ· ακόμα κι αν οι ιδέες της εφαρμόζονταν σ’ αυτό, και πάλι θα στεκόταν εκεί που ήταν τώρα.
Ο ακροβάτης γύρισε αργά για να τον δουν καλά· από κάθε πλευρά του στήριζε μια γυναίκα με τους βραχίονές του τεντωμένους, ενώ αυτές κρέμονταν με ένα χέρι από τη λαβή της άλλης που ήταν στους ώμους του. Η Γκρένταλ είχε ήδη απομακρυνθεί και κοίταζε έναν άνδρα με εξαιρετικά μελαψή επιδερμίδα και μια γυναίκα με σγουρά μαλλιά, που είχαν κι οι δύο εξαιρετική ομορφιά. Το λεπτό ζευγάρι έπαιζε παράξενες μακριές άρπες, με καμπανίσματα που αντηχούσαν στους παλμούς των χορδών με κρυστάλλινους αντίλαλους. «Τα πιο πρόσφατα αποκτήματά μου, από τις χώρες πέρα από την Ερημιά του Άελ. Θα έπρεπε να με ευχαριστούν που τους έσωσα. Η Τσιάπε ήταν Σ’μπόαν, κάτι σαν αυτοκράτειρα, που είχε χηρέψει πρόσφατα, κι ο Σαοφάν θα την παντρευόταν και θα γινόταν Σ’μποτάυ. Επτά χρόνια η Τσιάπε θα είχε την πλήρη εξουσία και μετά θα πέθαινε. Τότε, αυτός θα διάλεγε μια καινούρια Σ’μπόαν και θα ήταν αυτός απόλυτος κυρίαρχος μέχρι τον θάνατό του σε επτά χρόνια. Ακολουθούν αυτόν τον κύκλο εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή». Άφησε ένα γελάκι και κούνησε το κεφάλι με απορία. «Ο Σαοφάν κι η Τσιάπε ισχυρίζονται ότι οι θάνατοι είναι φυσικοί. Η Βούληση του Σχήματος, έτσι το ονομάζουν».
Ο Σαμαήλ είχε στυλώσει τα μάτια στους ανθρώπους εκεί κάτω. Η Γκρένταλ φλυαρούσε σαν χαζή, αλλά θα ξεγελιόταν μόνο ένας που ήταν στ’ αλήθεια χαζός. Αυτά που έμοιαζαν να της ξεφεύγουν ανάμεσα στις φλυαρίες της συχνά ήταν βαλμένα προσεχτικά σαν βελόνα κόντζε. Το κλειδί ήταν να καταλάβεις γιατί τα έλεγε και ποιο ήταν το όφελος στο οποίο αποσκοπούσε. Γιατί έτσι ξαφνικά είχε αρπάξει ζωάκια από τόσο μακρινό μέρος; Συνήθως προτιμούσε την ευκολία της. Προσπαθούσε να του στρέψει την προσοχή στις χώρες που υπήρχαν πέρα από την Ερημιά, πείθοντάς τον ότι υπήρχαν συμφέροντά της εκεί; Το πεδίο της μάχης ήταν εδώ. Εδώ θα πρωτάγγιζε ο Μέγας Άρχοντας όταν απελευθερωνόταν. Ο υπόλοιπος κόσμος θα ένιωθε τον απόηχο των καταιγίδων, ίσως ακόμα να τον μάστιζαν καταιγίδες, αλλά εκείνες οι καταιγίδες θα ξεκινούσαν από εδώ.
«Εφόσον τόσα άτομα της οικογένειας του Ντομανού βασιλιά έχουν την έγκρισή σου», της είπε ξερά, «με παραξενεύει που δεν έχεις περισσότερα». Αν ήθελε να του περισπάσει την προσοχή, θα έβρισκε τρόπο να το ξαναβάλει στην κουβέντα. Η Γκρένταλ πίστευε ότι κανένας δεν καταλάβαινε τα τεχνάσματά της.
Μια λυγερόκορμη μελαχρινή εμφανίστηκε δίπλα του, όχι νεαρή αλλά με ένα χλωμό κάλλος και μια κομψότητα που θα διαρκούσαν ολόκληρη τη ζωή της, κρατώντας με τα δύο χέρια ένα κρυστάλλινο ποτήρι με σκούρο κόκκινο κρασί. Αυτός το πήρε, αν και δεν είχε καμία πρόθεση να πιει· οι αρχάριοι κοίταζαν με τόση προσοχή να δουν κάποια μεγάλη επίθεση μέχρι που έτσουζαν τα μάτια τους, κι άφηναν ένα μοναχικό ασασίνο να τους πλησιάσει από πίσω. Οι συμμαχίες, καίτοι προσωρινές, ήταν χρήσιμες, αλλά όσο λιγότεροι Εκλεκτοί επιβίωναν ως τη Μέρα του Γυρισμού, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες θα είχε ένας από τους επιζήσαντες να ανακηρυχθεί Νή’μπλις. Ο Μέγας Άρχοντας πάντα ενθάρρυνε τέτοιους... ανταγωνισμούς· μόνο οι καλύτεροι άξιζαν να τον υπηρετήσουν. Μερικές φορές ο Σαμαήλ σκεφτόταν ότι εκείνος που θα επιλεγόταν για να κυβερνά τον κόσμο αιωνίως, θα ήταν ο τελευταίος Εκλεκτός που θα έμενε ζωντανός.
Η γυναίκα επέστρεψε σε έναν μυώδη νεαρό που κρατούσε έναν δίσκο με άλλο ένα κρυστάλλινο ποτήρι και μια ψηλή ασορτί καράφα. Κι οι δυο φορούσαν διαφανείς λευκούς χιτώνες, και δεν είχαν ρίξει την παραμικρή ματιά στην πύλη που έβγαζε στα διαμερίσματά του στο Ίλιαν. Όταν σέρβιρε την Γκρένταλ, στο πρόσωπο της γυναίκας ζωγραφίστηκε απόλυτη λατρεία. Ποτέ δεν υπήρχε πρόβλημα να μιλήσεις μπροστά στους υπηρέτες και στα ζωάκια της, παρ’ όλο που ανάμεσά τους δεν υπήρχε ούτε ένας Φίλος του Σκότους. Η Γκρένταλ δεν εμπιστευόταν τους Φίλους του Σκότους κι ισχυριζόταν ότι εύκολα μπορούσαν να αλλάξουν γνώμη, όμως η ένταση της Πειθούς που χρησιμοποιούσε σε όσους την υπηρετούσαν προσωπικά, δεν άφηνε περιθώριο μέσα τους για τίποτα άλλο εκτός από θαυμασμό.
«Περίμενα να δω τον βασιλιά να σερβίρει κρασί», συνέχισε ο Σαμαήλ.
«Ξέρεις ότι διαλέγω την αφρόκρεμα. Ο Αλσάλαμ δεν πληροί τις προϋποθέσεις μου». Η Γκρένταλ πήρε το κρασί από τη γυναίκα σχεδόν χωρίς να την κοιτάξει, κι ο Σαμαήλ, όχι για πρώτη φορά, αναρωτήθηκε αν τα ζωάκια ήταν άλλο ένα τέχνασμα, όπως η φλυαρία της. Αν την πίεζε, ίσως μάθαινε κάτι.
«Κάποια στιγμή θα την πατήσεις, Γκρένταλ. Όλο και κάποιος επισκέπτης θα αναγνωρίσει ποια ήταν αυτή που του σέρβιρε κρασί ή του έστρωσε το κρεβάτι, και θα έχει τη σύνεση να κρατήσει το στόμα του κλειστό μέχρι να φύγει. Τι θα κάνεις αν επιτεθεί κανείς στο παλάτι με έναν στρατό για να σώσει σύζυγο ή αδελφή; Τα βέλη δεν είναι αστραπολόγχες, αλλά μπορούν να σε σκοτώσουν».
Εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε, αφήνοντας μια τρίλια κεφιού κι ιλαρότητας, δείχνοντας τόσο ανόητη ώστε να μην έχει καταλάβει την υπαινικτική απειλή. Δείχνοντας ανόητη, για όσους δεν την ήξεραν. «Αχ, Σαμαήλ, γιατί να τους αφήσω να δουν οτιδήποτε εκτός από αυτό που θέλω εγώ να δουν; Δεν στέλνω βέβαια τα ζωάκια μου να τους υπηρετήσουν. Ο υποστηρικτές του Αλσάλαμ κι οι αντίπαλοι του, ακόμα κι οι Δρακορκισμένοι, φεύγουν από δω νομίζοντας ότι υποστηρίζω αυτούς και μόνο αυτούς. Και δεν θέλουν να ενοχλήσουν μια ανήμπορη γυναίκα». Ο Σαμαήλ ένιωσε ένα μικρό γαργάλημα στο δέρμα καθώς η Γκρένταλ διαβίβαζε, και για μια στιγμή η εικόνα της μεταμορφώθηκε. Η επιδερμίδα της έγινε μπρούντζινη αλλά χωρίς λάμψη, τα μαλλιά και τα μάτια πήραν σκούρο, σβησμένο χρώμα· έμοιαζε λιπόσαρκη, ασθενική, μια κάποτε πανέμορφη Ντομανή που έχανε αργά τη μάχη με μια αρρώστια. Εκείνος μόλις που κατάφερε να μη στραβώσει το χείλος του. Αν άγγιζες, θα φαινόταν ότι οι σκληρές γωνίες εκείνου του προσώπου δεν ήταν δικές της —μόνο η πιο επιδέξια χρήση της Ψευδαίσθησης μπορούσε να αντέξει σ’ αυτή τη δοκιμασία— αλλά η Γκρένταλ ήταν επιδειξιομανής. Την επόμενη στιγμή είχε ξαναπάρει τη δική της όψη, μ’ ένα σαρκαστικό χαμογελάκι. «Αν ήξερες πόσο με εμπιστεύονται και με ακούνε».
Ο Σαμαήλ πάντα ένιωθε έκπληξη που η Γκρένταλ προτιμούσε να ζει εκεί, σε ένα παλάτι γνωστό σ’ ολόκληρο το Αραντ Ντόμαν, στο μέσον του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας. Δεν πίστευε φυσικά ότι η Γκρένταλ είχε πει σε άλλους Αποδιωγμένους πού είχε οργανώσει την έδρα της. Το γεγονός ότι του είχε εμπιστευτεί αυτή την πληροφορία τον έκανε επιφυλακτικό. Της άρεσαν οι ανέσεις της και δεν ήθελε να κουράζεται για να τις διατηρεί, όμως αυτό το παλάτι είχε θέα στα Όρη της Ομίχλης, και χρειαζόταν αρκετή δουλειά για να μη την αγγίζει η αναταραχή, για να μη ρωτάει κανείς πού είχε πάει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, μαζί με την οικογένεια και τους υπηρέτες του. Ο Σαμαήλ δεν θα ξαφνιαζόταν αν μάθαινε ότι όλοι οι Ντομανοί που την επισκέπτονταν εκεί, έφευγαν έχοντας την εντύπωση ότι αυτό το μέρος ανήκε στην οικογένειά της από τα χρόνια του Τσακίσματος. Χρησιμοποιούσε τόσο συχνά την Πειθώ σαν σφυρί, που ξεχνούσες ότι μπορούσε να χειριστεί με ιδιαίτερη λεπτότητα και τις πιο αδύναμες μορφές της, και να αλλάζει με τόση διακριτικότητα τις διαδρομές ενός μυαλού που ακόμα κι η πιο λεπτομερής εξέταση ίσως να μην αποκάλυπτε τα ίχνη της. Στην πραγματικότητα, στην Πειθώ μπορεί να ήταν η καλύτερη που είχε υπάρξει ποτέ.
Ο Αποδιωγμένος άφησε την πύλη να εξαφανιστεί, όμως συνέχισε να κρατά το σαϊντίν· αυτά τα κόλπα δεν σε έπιαναν όταν ήσουν βυθισμένος στην Πηγή. Κι, επίσης, η αλήθεια ήταν ότι απολάμβανε τον αγώνα της επιβίωσης, αν και τώρα ήταν κάτι ασυναίσθητο· μόνο οι ισχυρότεροι άξιζαν να επιβιώσουν, κι αποδείκνυε κάθε μέρα την καταλληλότητά του σ’ αυτή τη μάχη. Δεν υπήρχε τρόπος να καταλάβει η Γκρένταλ ότι ο Σαμαήλ ακόμα κρατούσε το σαϊντίν, όμως χαμογέλασε για μια στιγμή στο ποτήρι της σαν να το ήξερε. Δεν του άρεσε να προφασίζονται άλλοι γνώσεις που δεν είχαν, όπως και δεν του άρεσε να έχουν γνώσεις που δεν διέθετε κι ο ίδιος. «Τι έχεις να μου πεις;» ρώτησε, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε.
«Για τον Λουζ Θέριν; Ποτέ δεν δείχνεις ενδιαφέρον για οτιδήποτε άλλο. Τι ζωάκι που θα ήταν αυτός. Θα τον έκανα να είναι το επίκεντρο κάθε έκθεσης. Όχι πως διαθέτει την απαιτούμενη ομορφιά, όπως συνήθως, αλλά το αναπληρώνει όντας αυτός που είναι». Ξαναχαμογέλασε στο ποτήρι της και πρόσθεσε με ένα μουρμουρητό, που αυτός δεν θα το είχε ακούσει αν δεν κρατούσε το σαϊντίν. «Και μ’ αρέσουν οι ψηλοί».
Με δυσκολία απέφυγε να ορθώσει όσο μπορούσε το ανάστημά του. Δεν ήταν κοντός, αλλά τον ενοχλούσε που το ύψος του δεν ήταν αντίστοιχο των ικανοτήτων του. Ο Λουζ Θέριν ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του· το ίδιο κι ο αλ’Θόρ. Υπήρχε πάντα μια αίσθηση ότι ο άνδρας που ήταν ψηλότερος ήταν καλύτερος. Πάλι με δυσκολία, κατάφερε να μην αγγίξει την ουλή που κατηφόριζε διαγωνίως το πρόσωπό του, από κει που άρχιζαν τα μαλλιά ως το τετράγωνο γενάκι του. Του την είχε κάνει ο Λουζ Θέριν· την κρατούσε για υπενθύμιση. Υποψιάστηκε ότι η Γκρένταλ σκοπίμως είχε παρερμηνεύσει την ερώτησή του, για να τον ψαρέψει. «Ο Λουζ Θέριν είναι νεκρός εδώ και καιρό», είπε τραχιά. «Ο Ραντ αλ’Θόρ είναι ένα αγροτόπαιδο που έπιασε την καλή, ένας μεταφορέας τσος που στάθηκε τυχερός».
Η Γκρένταλ έπαιξε τα βλέφαρα σαν να ’χε ξαφνιαστεί. «Στ’ αλήθεια το πιστεύεις; Σίγουρα υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από την τύχη. Δεν θα είχε φτάσει τόσο γοργά ως εδώ αν διέθετε μόνο τύχη».
Ο Σαμαήλ δεν είχε έρθει να μιλήσουν για τον αλ’Θόρ, αλλά ένιωσε πάγο στη ρίζα της ραχοκοκαλιάς του. Τον ξανάπνιξαν οι σκέψεις που είχε πιέσει τον εαυτό του να αγνοήσει. Ο αλ’Θόρ δεν ήταν ο Λουζ Θέριν, όμως ήταν η αναγεννημένη ψυχή του Λουζ Θέριν, όπως κι ο ίδιος ο Λουζ Θέριν ήταν η αναγέννηση εκείνης της ψυχής. Ο Σαμαήλ δεν ήταν ούτε φιλόσοφος ούτε θεολόγος, όμως ο Ισαμαήλ ήταν και τα δύο κι ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύψει μυστικά κρυμμένα σ’ αυτό το γεγονός. Μπορεί, βεβαίως, ο Ισαμαήλ να είχε πεθάνει τρελός, αλλά κι όταν ακόμα είχε τα λογικά του, τότε που φαινόταν βέβαιο ότι θα κατόρθωναν να οδηγήσουν τον Λουζ Θέριν στην ήττα, ισχυριζόταν ότι ο αγώνας συνεχιζόταν από τη Δημιουργία, ένας αέναος πόλεμος μεταξύ του Μεγάλου Άρχοντα και του Δημιουργού που χρησιμοποιούσαν ανθρώπινα υποκατάστατα. Κι επιπλέον, ορκιζόταν ότι ο Μέγας Άρχοντας σχεδόν θα προτιμούσε να παρασύρει τον Λουζ Θέριν στη Σκιά, παρά να ελευθερωθεί ο ίδιος. Μπορεί ο Ισαμαήλ να ήταν λιγουλάκι τρελός τότε, αλλά είχαν γίνει προσπάθειες να μεταπειστεί ο Λουζ Θέριν. Κι ο Ισαμαήλ έλεγε ότι αυτό είχε συμβεί στο παρελθόν, ότι ο υπέρμαχος του Δημιουργού είχε γίνει πλάσμα της Σκιάς κι είχε ανατραφεί ως υπέρμαχός της.
Αυτοί οι ισχυρισμοί συνεπάγονταν κάποια ανησυχητικά επακόλουθα, επιπτώσεις τις οποίες ο Σαμαήλ δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί, όμως αυτό που κυριαρχούσε στον νου του ήταν το ενδεχόμενο ότι ίσως ο Μέγας Άρχοντας ήθελε να κάνει τον αλ’Θόρ Νή’μπλις. Αυτό δεν θα συνέβαινε έτσι ξαφνικά. Ο αλ’Θόρ θα χρειαζόταν αρωγή. Αρωγή — αυτό θα εξηγούσε την υποτιθέμενη τύχη που είχε ως τώρα. «Μήπως έμαθες πού κρύβει ο αλ’Θόρ τον Ασμόντιαν; Ή κάτι για το πού βρίσκεται η Λανφίαρ; Ή η Μογκέντιεν;» Φυσικά, η Μογκέντιεν πάντα κρυβόταν· η Αράχνη πάντα ξεπρόβαλλε όταν ήσουν σίγουρος πως ήταν πια νεκρή.
«Όσα ξέρεις ξέρω», είπε χαρωπά η Γκρένταλ κι έκανε μια παύση για να πιει μια γουλιά από το ποτήρι της. «Προσωπικά πιστεύω ότι τους σκότωσε ο Λουζ Θέριν. Μη μου ξινίζεις τα μούτρα. Ο αλ’Θόρ, αφού επιμένεις». Η σκέψη δεν φαινόταν να την ταράζει, αλλά βέβαια εκείνη δεν θα βρισκόταν ποτέ σε ανοιχτή σύγκρουση με τον αλ’Θόρ. Δεν ήταν αυτή η μέθοδός της. Αν την ανακάλυπτε ποτέ ο αλ’Θόρ, η Γκρένταλ έτσι απλά θα τα παρατούσε όλα και θα ξεκινούσε από την αρχή κάπου αλλού — ή θα παραδινόταν, προτού εκείνος προλάβαινε να της επιτεθεί και κατόπιν θα τον έπειθε ότι του ήταν απαραίτητη. «Υπάρχουν φήμες στην Καιρχίν ότι η Λανφίαρ πέθανε από το χέρι του Λουζ Θέριν την ίδια μέρα που αυτός σκότωσε τον Ράχβιν».
«Φήμες! Η Λανφίαρ από την πρώτη στιγμή πρόσφερε βοήθεια στον αλ’Θόρ, αν θες τη γνώμη μου. Θα του είχα κόψει το κεφάλι στην Πέτρα του Δακρύου, αλλά κάποιος έστειλε Μυρντράαλ και Τρόλοκ να τον σώσουν! Ήταν δουλειά της Λανφίαρ· είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Τη βαρέθηκα πια. Όταν την ξαναδώ μπροστά μου, θα τη σκοτώσω! Και γιατί άραγε να σκοτώσει ο αλ’Θόρ τον Ασμόντιαν; Θα τον σκότωνα εγώ, αν τον έβρισκα, αλλά αυτός πήγε με το μέρος του αλ’Θόρ. Έχει γίνει δάσκαλός του!»
«Πάντα βρίσκεις δικαιολογίες για τις αποτυχίες σου», ψιθύρισε εκείνη στο ποτήρι της, και πάλι τόσο μαλακά, ώστε δεν θα την είχε ακούσει χωρίς το σαϊντίν. Δυναμώνοντας τη φωνή, συνέχισε λέγοντας, «Διάλεξε ό,τι είδους εξήγηση θέλεις. Μπορεί να έχεις δίκιο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Λουζ Θέριν δείχνει να μας βγάζει έναν-έναν από το παιχνίδι».
Το χέρι του Σαμαήλ τρεμούλιασε από θυμό και θα έχυνε κρασί από το ποτήρι, αν δεν προλάβαινε να το συγκρατήσει. Ο Ραντ αλ’Θόρ δεν ήταν ο Λουζ Θέριν. Ο ίδιος είχε ζήσει περισσότερο από τον σπουδαίο Λουζ Θέριν, παινεύοντάς τον για νίκες που δεν θα μπορούσε να είχε κερδίσει μόνος του, περιμένοντας ότι οι άλλοι θα το πίστευαν. Για ένα πράγμα λυπόταν, που ο Λουζ Θέριν δεν είχε αφήσει πίσω τάφο για να τον φτύνει.
Ανεμίζοντας τα γεμάτα δαχτυλίδια δάχτυλά της στον ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από κάτω, η Γκρένταλ μίλησε αφηρημένα, λες κι η προσοχή της ήταν στραμμένη κυρίως στο σκοπό. «Τόσοι από μας πέθαναν όταν τα έβαλαν μαζί του. Ο Άγκινορ κι ο Μπάλταμελ. Ο Ισαμαήλ, ο Μπε’λάλ κι ο Ράχβιν. Επίσης η Λανφίαρ κι ο Ασμόντιαν, κι ας πιστεύεις εσύ τα δικά σου. Πιθανόν η Μογκέντιεν· μπορεί να έρπει στις σκιές και να περιμένει να πέσουμε εμείς οι άλλοι — είναι ανόητη. Ελπίζω να έχεις ετοιμάσει μέρος να κρυφτείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά θα κυνηγήσει εσένα. Και μάλιστα σύντομα, θα έλεγα. Εγώ δεν θα αντιμετωπίσω στρατό εδώ, όμως ο Λουζ Θέριν συγκεντρώνει μια αρκετά μεγάλη στρατιά εναντίον σου. Το τίμημα που πληρώνεις, όταν όχι μόνο ασκείς την εξουσία, αλλά επίσης δείχνεις ότι την ασκείς».
Είχε όντως προετοιμάσει τρόπους υποχώρησης —ήταν η συνετή κίνηση— αλλά εξοργίστηκε ακούγοντας στη φωνή της τη βεβαιότητα γι’ αυτό. «Κι αν σκοτώσω τον αλ’Θόρ, αυτό δεν θα είναι παραβίαση των εντολών του Μεγάλου Άρχοντα». Δεν το καταλάβαινε, αλλά δεν χρειαζόταν να καταλαβαίνει τον Μέγα Άρχοντα, μόνο να τον υπακούει. «Εξ όσων μου έχεις πει. Αν παρέλειψες κάτι...»
Τα μάτια της Γκρένταλ σκλήρυναν, έγιναν γαλάζιος πάγος. Μπορεί να απέφευγε τις αντιπαραθέσεις, αλλά δεν της άρεσαν οι απειλές. Μετά από μια στιγμή, του χαμογέλασε και πάλι κεφάτα. Ήταν άστατη σαν τον καιρό στο Μ’τζιν. «Ό,τι μου είπε ο Ντεμάντρεντ πως του είπε ο Μέγας Άρχοντας, σου το έχω μεταφέρει, Σαμαήλ. Λέξη προς λέξη. Αμφιβάλλω αν θα τολμούσε ακόμα κι αυτός να πει ψέματα δήθεν εκ μέρους του Μεγάλου Άρχοντα».
«Αλλά δεν μου είπες πολλά για το τι προτίθεται να κάνει», είπε μαλακά ο Σαμαήλ, «είτε αυτός, είτε η Σέμιραγκ ή η Μεσάνα. Ουσιαστικά, δεν είπες τίποτα».
«Σου είπα ό,τι ξέρω». Αναστέναξε ενοχλημένη. Ίσως να έλεγε αλήθεια. Έμοιαζε να λυπάται που δεν ήξερε ούτε κι αυτή. Μαζί της, τα πάντα μπορεί να ήταν παράσταση. «Όσο για τα υπόλοιπα... Ξανασκέψου το, Σαμαήλ. Μηχανορραφούσαμε ο ένας εναντίον του άλλου με την ένταση που πολεμούσαμε τον Λουζ Θέριν, όμως κερδίζαμε προτού μας πετύχει συγκεντρωμένους στο Σάγιολ Γκουλ». Η Γκρένταλ ανατρίχιασε, και για μια στιγμή μια καταβεβλημένη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπό της. Ούτε κι ο Σαμαήλ ήθελε να θυμάται εκείνη τη μέρα, και τα όσα ακολούθησαν, τον ύπνο δίχως όνειρα ενώ ο κόσμος άλλαζε και γινόταν αγνώριστος κι όσα είχε χτίσει χάνονταν. «Τώρα ξυπνήσαμε σε έναν κόσμο που θα έπρεπε να είμαστε τόσο ψηλότερα από τους απλούς θνητούς, ώστε να μοιάζουμε με διαφορετικά είδη — και δες που πεθαίνουμε. Ξέχνα για μια στιγμή ποιος θα ’πρεπε να γίνει Νή’μπλις. Ο αλ’Θόρ —αν πρέπει να τον αποκαλείς μ’ αυτό το όνομα— ο αλ’Θόρ ήταν αδύναμος σαν μωρό όταν ξυπνήσαμε».
«Δεν ήταν έτσι όταν τον βρήκε ο Ισαμαήλ», της απάντησε —φυσικά, ο Ισαμαήλ τον καιρό εκείνο είχε πια τρελαθεί— αλλά αυτή συνέχισε σαν να μην είχε ανοίξει το στόμα του.
«Φερόμαστε σαν να είναι αυτός ο κόσμος που ξέραμε, ενώ τίποτα δεν είναι όπως το ξέραμε. Πεθαίνουμε ένας-ένας, κι ο αλ’Θόρ γίνεται ισχυρότερος. Κράτη και λαοί συγκεντρώνονται κοντά του. Κι εμείς πεθαίνουμε. Η αθανασία είναι δική μου. Δεν θέλω να πεθάνω».
«Αν σε φοβίζει, τότε σκότωσε τον». Πριν καν βγουν τα λόγια από το στόμα του, ένιωσε ότι θα τα κατάπινε αν μπορούσε.
Το πρόσωπο της Γκρένταλ στράβωσε από μια έκφραση δυσπιστίας και περιφρόνησης. «Σαμαήλ, υπηρετώ κι υπακούω τον Μέγα Άρχοντα».
«Όπως κι εγώ. Πιστά».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που καταδέχεσαι να γονατίσεις μπροστά στον Αφέντη μας». Η φωνή της ήταν παγερή σαν το χαμόγελό της, και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Λέω απλώς ότι ο Λουζ Θέριν είναι τώρα εξίσου επικίνδυνος όσο ήταν στην εποχή μας. Αν φοβάμαι; Ναι, φοβάμαι. Θέλω να ζήσω για πάντα, όχι να έχω τη μοίρα του Ράχβιν!»
«Τσαγκ!» Η χυδαία βλαστήμια τουλάχιστον την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια και να τον κοιτάξει πραγματικά. «Ο αλ’Θόρ — ο αλ’Θόρ, Γκρένταλ! Είναι ένα ανίδεο αγοράκι, ό,τι κι αν καταφέρει να του μάθει ο Ασμόντιαν! Ένας πρωτόγονος αγροίκος, που ακόμα πιστεύει ότι είναι αδύνατα τα εννιά δέκατα όσων εμείς θεωρούμε δεδομένα! Ο αλ’Θόρ έκανε μερικούς άρχοντες να του υποκλιθούν και νομίζει ότι κατέκτησε μια χώρα. Δεν έχει τη θέληση να σφίξει τη γροθιά και να την κατακτήσει πραγματικά. Μόνο οι Αελίτες — Μπάτζαντ ντρόβτζα! Ποιος να το πίστευε πως θα άλλαζαν τόσο;» —έπρεπε να συγκρατηθεί· ποτέ δεν έβριζε έτσι· ήταν μια αδυναμία— «Μόνο αυτοί τον ακολουθούν στ’ αλήθεια, και πάλι όχι όλοι τους. Κρέμεται από μια κλωστή και θα πέσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
«Θα πέσει όμως; Τι γίνεται αν ο αλ’Θόρ είναι στ’ αλήθεια ο...;» Η Γκρένταλ σταμάτησε, σήκωσε το ποτήρι τόσο γοργά που χύθηκε κρασί στο χέρι της, κι ήπιε, αφήνοντάς το σχεδόν άδειο. Η κομψή γυναίκα που την είχε σερβίρει ήρθε τρέχοντας με την κρυστάλλινη καράφα. Η Γκρένταλ άπλωσε το χέρι με το ποτήρι για να της το ξαναγεμίσει και συνέχισε να μιλά ξέπνοα. «Πόσοι από μας θα πεθάνουν πριν τελειώσουν όλα; Πρέπει να σταθούμε ενωμένοι όπως ποτέ άλλοτε».
Δεν ήταν αυτό που σκόπευε να πει αρχικά. Ο Σαμαήλ αγνόησε άλλη μια φορά τον πάγο που αγκάλιαζε τη ραχοκοκαλιά του. Ο αλ’Θόρ δεν θα γινόταν Νή’μπλις. Αποκλείεται να γινόταν αυτό! Ώστε έτσι, η Γκρένταλ ήθελε να σταθούν ενωμένοι, ε; «Τότε συνδέσου μαζί μου. Συνδεμένοι οι δυο μας, θα είμαστε ανώτεροι του αλ’Θόρ. Ας γίνει αυτό η αρχή της καινούριας συνεργασίας μας». Η ουλή του τεντώθηκε, καθώς χαμογελούσε απέναντι στο πρόσωπό της που ξαφνικά είχε μείνει ανέκφραστο. Η σύνδεση έπρεπε να αρχίσει απ’ αυτήν, όμως μιας κι ήταν μόνο οι δυο τους, η Γκρένταλ θα έπρεπε να του δώσει τον έλεγχο και να τον εμπιστευτεί για να κρίνει αυτός πότε θα τελείωνε. «Έτσι, λοιπόν. Όπως φαίνεται, θα συνεχίσουμε όπως πριν». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα δεν είχε τεθεί καν· η εμπιστοσύνη δεν ήταν μέσα στη φύση τους. «Τι άλλο έχεις να μου πεις;» Αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει εδώ, κι όχι για να την ακούσει να φλυαρεί για τον Ραντ αλ’Θόρ. Τον αλ’Θόρ θα τον αντιμετώπιζε αυτός. Αμεσα ή έμμεσα.
Εκείνη τον κοίταξε, ανακτώντας την ψυχραιμία της, με μάτια που αστραφτοβολούσαν από έχθρα. Στο τέλος, του είπε, «Λίγα πράγματα». Δεν θα ξεχνούσε ότι την είχε δει να χάνει την αυτοκυριαρχία της. Ο θυμός δεν φάνηκε καθόλου στη φωνή της· ο τόνος της ήταν ήρεμος, θα ’λεγες ακόμα κι ανέμελος. «Η Σέμιραγκ δεν ήρθε στην τελευταία συνάντησή μας· δεν ξέρω γιατί και δεν νομίζω να ξέρουν η Μεσάνα ή ο Ντεμάντρεντ. Ειδικά η Μεσάνα έδειξε ενόχληση, αν και προσπάθησε να το κρύψει. Πιστεύει ότι ο Λουζ Θέριν σύντομα θα πέσει στα χέρια μας, αλλά, βέβαια, κάθε φορά επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα. Ήταν σίγουρη ότι ο Μπε’λάλ θα τον σκότωνε ή θα τον αιχμαλώτιζε στο Δάκρυ· καμάρωνε για εκείνη την παγίδα. Ο Ντεμάντρεντ θέλει να προσέχεις».
«Δηλαδή ο Ντεμάντρεντ ξέρει ότι εμείς οι δύο συναντιόμαστε», είπε ανέκφραστα ο Σαμαήλ. Κακώς περίμενε ότι θα άκουγε κάτι σημαντικό από τα χείλη της.
«Βεβαίως και ξέρει. Δεν ξέρει πόσα σου λέω, αλλά ότι κάτι σου λέω. Προσπαθώ να μας ενώσω, Σαμαήλ, προτού να είναι πολύ—»
Εκείνος την διέκοψε απότομα. «Θα παραδώσεις ένα μήνυμα στον Ντεμάντρεντ εκ μέρους μου. Θα του πεις ότι ξέρω τι σκαρώνει». Τα συμβάντα στον Νότο είχαν τη σφραγίδα του Ντεμάντρεντ. Ανέκαθεν του άρεσε να χρησιμοποιεί ενδιάμεσους. «Πες εκείνου να προσέχει. Δεν θέλω να αναμιχθούν στα σχέδιά μου είτε αυτός είτε οι φίλοι του». Ίσως θα μπορούσε να στρέψει εκεί την προσοχή του αλ’Θόρ· μάλλον αυτό θα σήμαινε το τέλος του Ντεμάντρεντ. Αν δεν πετύχαιναν τα άλλα μέσα. «Όσο δεν με πλησιάζουν οι λακέδες του, ας κάνουν ό,τι θέλει, αλλά εμένα να με αποφεύγουν γιατί θα ζητήσω τον λόγο απ’ αυτόν». Ο αγώνας ήταν μακρύς μετά το άνοιγμα του Πηγαδιού στη φυλακή του Μεγάλου Άρχοντα, και είχαν περάσει πολλά χρόνια για να συγκεντρώσει αρκετή δύναμη και να κάνει ανοιχτά τις κινήσεις του. Αυτή τη φορά, όταν θα έσπαζε η τελευταία σφραγίδα, θα παρουσίαζε στον Μέγα Άρχοντα έθνη έτοιμα να τον ακολουθήσουν. Τι σημασία είχε που δεν ήξεραν ποιον ακολουθούσαν; Ο Σαμαήλ δεν θα αποτύχαινε σαν τον Μπε’λάλ και τον Ράχβιν. Ο Μέγας Άρχοντας θα έβλεπε ποιος τον υπηρετούσε καλύτερα. «Να του το πεις!»
«Αφού το θέλεις», είπε εκείνη, κάνοντας μια γκριμάτσα που έδειχνε απροθυμία. Μετά από μια στιγμή, στο πρόσωπό της ξαναφάνηκε εκείνο το τεμπέλικο χαμόγελο. Ήταν άστατη. «Αυτές οι απειλές με κουράζουν. Έλα. Άκου τη μουσική και γαλήνεψε». Έκανε να της πει ότι όπως εκείνη ήξερε καλά, δεν τον ενδιέφερε η μουσική, όμως αυτή είχε γυρίσει προς το μαρμάρινο στηθαίο. «Να τους. Άκου».
Το μελαψό ζευγάρι είχε πλησιάσει τη βάση της εξέδρας μαζί μ’ εκείνες τις αλλόκοτες άρπες. Ο Σαμαήλ υπέθεσε ότι τα καμπανίσματα πρόσθεταν κάτι στο παίξιμό τους· δεν ήξερε όμως τι. Οι δύο κοίταξαν με λαμπερή, ευλαβική έκφραση την Γκρένταλ, όταν την είδαν να τους παρακολουθεί.
Παρ’ όλο που τον είχε συμβουλεύσει να τους ακούσει, η Γκρένταλ συνέχισε να μιλάει. «Προέρχονται από ένα παράξενο μέρος. Οι γυναίκες που διαβιβάζουν είναι αναγκασμένες να παντρεύονται τους γιους των γυναικών που διαβιβάζουν, κι όσοι έχουν τέτοια καταγωγή, σημαδεύονται με τατουάζ στο πρόσωπο από τη γέννα. Τα άτομα που έχουν το σημάδι απαγορεύεται να παντρευτούν άλλα που δεν το έχουν, και τα παιδιά από τέτοια ζευγαρώματα σκοτώνονται. Ούτως ή άλλως, οι άνδρες που έχουν το τατουάζ σκοτώνονται στα είκοσι ένα χρόνια τους, ενώ ως τότε τους έχουν έγκλειστους και δεν τους μαθαίνουν ούτε καν ανάγνωση».
Η Γκρένταλ είχε λοιπόν επιστρέψει σε αυτό το θέμα. Σίγουρα τον θεωρούσε αφελή. Αποφάσισε να της πετάξει κι αυτός μια μπηχτή. «Τους δεσμεύουν όπως τους εγκληματίες;»
Στο πρόσωπό της φάνηκε φευγαλέα μια έκπληκτη έκφραση, την οποία έπνιξε αμέσως. Ήταν φανερό ότι δεν είχε κάνει το συσχετισμό· δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Ελάχιστοι άνθρωποι στην εποχή τους διέπρατταν έστω κι ένα βίαιο έγκλημα, πόσο μάλλον περισσότερα. Τουλάχιστον, έτσι ήταν πριν το Πηγάδι. Δεν παραδέχτηκε την άγνοιά της, βεβαίως. Κάποιες φορές ήταν προτιμότερο να κρύβεις ότι αγνοούσες κάτι, όμως αυτή την τακτική η Γκρένταλ την έφτανε στα άκρα. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Σαμαήλ είχε κάνει αυτό το σχόλιο· ήξερε ότι θα την ενοχλούσε, κι αυτό της άξιζε για τις άχρηστες πληροφορίες που του έδινε.
«Όχι», του είπε, δήθεν ότι είχε καταλάβει. «Οι Αγιάντ, όπως αποκαλούνται, ζουν σε μικρές δικές τους πόλεις, αποφεύγουν τους υπόλοιπους κι υποτίθεται πως δεν διαβιβάζουν ποτέ δίχως άδεια ή διαταγή από τη Σ’μπόαν ή τον Σ’μποτάυ. Στην πραγματικότητα αυτοί έχουν την πραγματική δύναμη, κι είναι ο λόγος που οι Σ’μπόαν κι οι Σ’μποτάυ ζουν μόνο επτά χρόνια». Ένα γάργαρο γέλιο ανέβλυσε από μέσα της για μια στιγμή. Η ίδια προσωπικά ανέκαθεν ήθελε να είναι η δύναμη πίσω από το θρόνο. «Ναι, πρόκειται για συναρπαστική χώρα. Είναι μακριά από το κέντρο και θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μπορέσει να αξιοποιηθεί, φυσικά». Έκανε μια μικρή, απορριπτική χειρονομία, ανεμίζοντας τα στολισμένα δάχτυλα της. «Μετά τη Μέρα του Γυρισμού, θα έχουμε αρκετό καιρό στη διάθεσή μας για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτούς».
Πράγματι, η Γκρένταλ ήθελε να πιστέψει ο Σαμαήλ ότι εκείνη είχε κάποιο συμφέρον σ’ αυτή τη χώρα. Αν αυτό αλήθευε, δεν θα του το είχε αναφέρει. Αυτός άφησε το ανέγγιχτο ποτήρι του στο δίσκο, που ο μυώδης σερβιτόρος είχε απλώσει πριν καν το χέρι του τελειώσει την κίνησή του. Η Γκρένταλ εκπαίδευε καλά τους υπηρέτες της. «Είμαι σίγουρος ότι η μουσική τους είναι μαγευτική...» αν σε ενδιέφεραν αυτά τα πράγματα, «αλλά έχω να ασχοληθώ με κάποιες προετοιμασίες».
Η Γκρένταλ άγγιξε το μπράτσο του. «Προσεκτικά, ελπίζω; Ο Μέγας Άρχοντας δεν θα χαρεί αν βάλεις εμπόδια στα σχέδιά του».
Ο Σαμαήλ έσφιξε τα χείλη. «Έχω κάνει τα πάντα, μόνο που δεν παραδόθηκα στον αλ’Θόρ για να τον πείσω ότι δεν αποτελώ απειλή, όμως ο άνθρωπος έχει μανία μαζί μου».
«Θα μπορούσες να εγκαταλείψεις το Ίλιαν, να ξαναρχίσεις αλλού».
«Όχι!» Ποτέ δεν το είχε βάλει στα πόδια μπροστά στον Λουζ Θέριν, και δεν θα το έβαζε στα πόδια μπροστά σ’ αυτόν τον γελοίο επαρχιώτη. Ο Μέγας Άρχοντας σίγουρα δεν σκόπευε να βάλει έναν τέτοιο σε ανώτερη θέση από τους Εκλεκτούς. Σε ανώτερη θέση από τον Σαμαήλ! «Μου είπες όλα όσα πρόσταξε ο Μέγας Άρχοντας;»
«Δεν μ’ αρέσει να λέω και να ξαναλέω τα ίδια πράγματα, Σαμαήλ». Η φωνή της είχε μια δόση αγανάκτησης, τα μάτια της μια υποψία θυμού. «Αν δεν με πίστεψες την πρώτη φορά, δεν θα με πιστέψεις ούτε και τώρα».
Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει ακόμα μια στιγμή και μετά ένευσε κοφτά. Πιθανότατα εδώ του είχε πει την αλήθεια· αν έλεγες ένα ψέμα που αφορούσε στον Μέγα Άρχοντα, μπορεί να στρεφόταν σε βάρος σου και να γινόταν θανατηφόρο. «Δεν βλέπω λόγο να ξανασυναντηθούμε παρά μόνο όταν θα έχεις να μου πεις κάτι άλλο εκτός του αν ήταν εκεί ή όχι η Σέμιραγκ». Έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά στους αρπιστές, που σίγουρα αρκούσε για να πειστεί η Γκρένταλ ότι είχε πετύχει στην απόπειρα παραπλάνησής του· το βλέμμα του πλανήθηκε αποδοκιμαστικά στους ανθρώπους που πλατσούριζαν στις πισίνες, τους ακροβάτες και τους υπόλοιπους, ώστε να μη φανεί υπερβολική η ματιά. Αυτός ο σπαταλημένος κόπος, αυτή η επίδειξη σάρκας, πραγματικά τον αηδίαζε. «Την άλλη φορά, έλα στο Ίλιαν».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους σαν να ήταν αυτό κάτι ασήμαντο, όμως τα χείλη της σάλεψαν λιγάκι κι η ενισχυμένη με το σαϊντίν ακοή του έπιασε τη φράση «Αν είσαι ακόμα εκεί» στον αέρα.
Με παγερή έκφραση, ο Σαμαήλ άνοιξε πύλη προς το Ίλιαν. Ο μυώδης νεαρός δεν πρόλαβε να παραμερίσει· δεν πρόφτασε ούτε να ουρλιάξει, πριν κοπεί ολόκληρο το σώμα του στη μέση, κι αυτός κι ο δίσκος κι η κρυστάλλινη καράφα. Σε σύγκριση με την κόψη μιας πύλης, ακόμα κι ένα ξυράφι θα έμοιαζε στομωμένο. Η Γκρένταλ σούφρωσε ενοχλημένη τα χείλη για την απώλεια ενός από τα ζωάκια της.
«Αν θέλεις να ζήσουμε», της είπε ο Σαμαήλ, «μάθε με ποιον τρόπο σκοπεύουν να εκτελέσουν τις διαταγές του Μεγάλου Άρχοντα ο Ντεμάντρεντ κι οι άλλοι». Πέρασε από την πύλη, χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από το πρόσωπό της.
Η Γκρένταλ διατήρησε την εκνευρισμένη έκφραση της μέχρι που η πύλη έκλεισε πίσω από τον Σαμαήλ και μετά χαλάρωσε την αυτοκυριαρχία της και χτύπησε απαλά τα νύχια στο μαρμάρινο στηθαίο. Με τα χρυσά μαλλιά του, ο Σαμαήλ θα μπορούσε να είναι αρκετά όμορφος για να σταθεί ανάμεσα στα ζωάκια της, αν άφηνε τη Σέμιραγκ να αφαιρέσει το καμένο αυλάκι που χάραζε λοξά το πρόσωπό του· ήταν η μόνη που απέμενε με τη δεξιοτεχνία να κάνει κάτι που κάποτε ήταν απλούστατο. Το πραγματικό ερώτημα ήταν αν η προσπάθειά της είχε καρποφορήσει.
Ο Σαοφάν κι η Τσιάπε έπαιζαν την παράξενη ατονική μουσική τους, γεμάτη πολύπλοκες αρμονίες κι αλλόκοτες αντηχήσεις, πανέμορφη· τα πρόσωπά τους έλαμπαν από ενθουσιασμό για την πιθανότητα να της προσφέρουν χαρά. Η Γκρένταλ ένευσε και σχεδόν ένιωσε την αγαλλίαση τους. Ήταν πιο ευτυχισμένοι τώρα, παρά αν τους είχε αφήσει στην ησυχία τους. Είχε κάνει τόσο κόπο για να τους φέρει εδώ, αποκλειστικά γι’ αυτά τα λίγα λεπτά με τον Σαμαήλ. Φυσικά, θα μπορούσε να είχε κάνει το ίδιο πράγμα με μεγαλύτερη ευκολία —δεν θα πείραζε αν στη θέση τους ήταν οποιοιδήποτε άλλοι από τη χώρα τους— αλλά είχε τις απαιτήσεις της, ακόμα κι όταν ετοίμαζε ένα στιγμιαίο αντιπερισπασμό. Πριν από πολύ καιρό, είχε επιλέξει να αναζητά κάθε ηδονή και να μην αρνείται στον εαυτό της καμία που να μην απειλεί τη θέση της μπροστά στον Μέγα Άρχοντα.
Το βλέμμα της έπεσε στα σκουπίδια που λέρωναν το χαλί της κι η μύτη της στράβωσε από ενόχληση. Ίσως να το έσωζε, την ενοχλούσε όμως το γεγονός ότι θα έπρεπε να αφαιρέσει μόνη της το αίμα. Έδωσε γοργές διαταγές κι ο Οσάνα έτρεξε να φροντίσει την απομάκρυνση του χαλιού. Και να πετάξει τα απομεινάρια του Ράσαν.
Ο Σαμαήλ ήταν ολοφάνερα ηλίθιος. Όχι, δεν ήταν ηλίθιος. Ήταν θανάσιμος εχθρός όταν είχε κάτι άμεσο να πολεμήσει, κάτι που μπορούσε να δει καθαρά, αλλά ήταν σχεδόν τυφλός όταν η κατάσταση απαιτούσε πανουργία. Πιθανότατα, πίστευε ότι με το στρατήγημά της ήθελε να αποκρύψει τι σκάρωναν η ίδια κι οι υπόλοιποι. Το μόνο που δεν θα σκεφτόταν ποτέ του ήταν ότι η Γκρένταλ ήξερε κάθε γωνιά του μυαλού του, κάθε στροφή των σκέψεων του. Στο κάτω-κάτω, είχε περάσει σχεδόν τετρακόσια χρόνια μελετώντας πώς δούλευαν μυαλά πολύ πιο δαιδαλώδη από το δικό του. Ήταν διάφανος. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, ήταν απελπισμένος. Παγιδευμένος σε ένα κουτί που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, ένα κουτί που θα το υπερασπιζόταν μέχρι θανάτου αντί να το εγκαταλείψει, ένα κουτί στο οποίο πιθανότατα θα πέθαινε.
Ήπιε μια γουλιά κρασί και στο μέτωπό της σχηματίστηκαν μερικές μικρές ρυτίδες. Πιθανότατα, είχε ήδη πετύχει τον στόχο της γι’ αυτόν, αν και περίμενε ότι θα χρειαζόταν τέσσερις ή πέντε επισκέψεις. Θα έπρεπε να βρει λόγο να τον επισκεφθεί στο Ίλιαν· ήταν καλύτερο να παρακολουθείς τον ασθενή, ακόμα κι όταν φαινόταν ότι η εξέλιξη ήταν η επιδιωκόμενη.
Το αγόρι, είτε ήταν ένα απλό αγροτόπαιδο είτε ο Λουζ Θέριν αυτοπροσώπως, που είχε ξαναγυρίσει —δεν μπορούσε να αποφασίσει τι από τα δύο συνέβαινε— είχε αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο. Η Γκρένταλ υπηρετούσε τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους, αλλά δεν ήθελε να πεθάνει, ούτε καν για χάρη του. Θα ζούσε για πάντα. Φυσικά, δεν παράκουγες ακόμα και την πιο μικρή επιθυμία του Μεγάλου Άρχοντα, παρά μόνο αν ήθελες να περάσει μια αιωνιότητα πεθαίνοντας κι άλλη μια αιωνιότητα ευχόμενος να είχες τη μικρότερη αγωνία του μακριού θανάτου. Πάντως, ο Ραντ αλ’Θόρ έπρεπε να βγει από τη μέση, όμως η ευθύνη θα έπεφτε στον Σαμαήλ. Αν συνειδητοποιούσε ότι η Γκρένταλ τον είχε στρέψει ενάντια στον Ραντ αλ’Θόρ σαν ντόρνατ έτοιμο για κυνήγι, μέσα της θα ξαφνιαζόταν. Όχι, δεν ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε την πανουργία.
Όμως ήταν κάθε άλλο παρά ανόητος. Η Γκρένταλ σκέφτηκε ότι θα είχε ενδιαφέρον να ανακάλυπτε το πώς ο Σαμαήλ είχε μάθει για τη δέσμευση. Η ίδια προσωπικά δεν θα το ήξερε αν η Μεσάνα δεν το είχε αφήσει να της ξεφύγει, κάτι σπάνιο γι’ αυτήν, καθώς ξεσπούσε τα νεύρα της στην απούσα Σέμιραγκ· η οργή της ήταν τόσο δυνατή, ώστε δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσα είχε αποκαλύψει. Αραγε πόσο καιρό ήταν κρυμμένη η Μεσάνα στον Λευκό Πύργο; Το γεγονός και μόνο ότι ήταν εκεί πέρα έδινε λαβή για ενδιαφέρουσες σκέψεις. Αν η Γκρένταλ έβρισκε τρόπο να ανακαλύψει τι στάση κρατούσαν ο Ντεμάντρεντ κι η Σέμιραγκ, ίσως κατόρθωνε να συμπεράνει τι σκόπευαν να κάνουν. Αλλά δεν της το είχαν εκμυστηρευτεί. Σιγά μη της το έλεγαν. Αυτοί οι τρεις συνεργάζονταν πριν ακόμα αρχίσει ο Πόλεμος της Δύναμης. Επιφανειακά τουλάχιστον. Η Γκρένταλ ήταν σίγουρη ότι συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλου με τη ζέση που επεδείκνυαν κι οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι, αλλά είτε υπέσκαπτε η Μεσάνα τη Σέμιραγκ, είτε η Σέμιραγκ τον Ντεμάντρεντ, η Γκρένταλ δεν είχε καταφέρει να βρει ένα σχίσμα μεταξύ τους που να το κάνει χάσμα.
Ο ήχος από μπότες σήμαινε ότι κάποιος είχε έρθει, αλλά δεν ήταν οι άνδρες που θα άλλαζαν το χαλί και θα έπαιρναν τον Ράσαν. Ήταν ο Έμπραμ, ένας ψηλός, καλοσχηματισμένος νεαρός Ντομανός, που φορούσε στενό κόκκινο παντελόνι και φαρδύ λευκό πουκάμισο· θα αποτελούσε καλή προσθήκη στη συλλογή με τα ζωάκια της, αν δεν ήταν απλώς ο γιος ενός εμπόρου. Είχε στυλώσει τα μάτια πάνω της καθώς γονάτιζε, μαύρα κι αστραφτερά. «Έχει έρθει ο Άρχοντας Ιτουράλντε, Μεγάλη Κυρά».
Η Γκρένταλ άφησε το ποτήρι σε ένα τραπέζι, το οποίο εκ πρώτης όψεως έμοιαζε να είναι στολισμένο με χορευτές σμιλεμένους σε φίλντισι. «Τότε θα μιλήσει με την Αρχόντισσα Μπασίν».
Ο Έμπραμ σηκώθηκε με μια άνετη κίνηση και πρόσφερε το μπράτσο του στην ασθενική Ντομανή που έβλεπε τώρα μπροστά του. Ήξερε ποια κρυβόταν πίσω από το υφαντό από Ψευδαίσθηση, αλλά έστω κι έτσι, η ευλάβεια στο πρόσωπό του καταλάγιασε λιγάκι· η Αποδιωγμένη ήξερε ότι ο Έμπραμ λάτρευε την Γκρένταλ, όχι την Μπασίν. Προς το παρόν, δεν την ένοιαζε. Τουλάχιστον είχε στρέψει τον Σαμαήλ εναντίον του Ραντ αλ’Θόρ, κι ίσως τον είχε κάνει να δράσει. Όσο για τον Ντεμάντρεντ, τη Σέμιραγκ και τη Μεσάνα... Μόνο η ίδια ήξερε ότι είχε ταξιδέψει στο Σάγιολ Γκουλ κι είχε κατέβει στη λίμνη της φωτιάς. Μόνο η ίδια ήξερε ότι ο Μέγας Άρχοντας σχεδόν της είχε υποσχεθεί να την ονομάσει Νή’μπλις, μια υπόσχεση που σίγουρα θα γινόταν αληθινή, αν έβγαινε από τη μέση ο αλ’Θόρ. Θα ήταν ο πιο υπάκουος υπηρέτης του Μεγάλου Άρχοντα. Θα έσπερνε χάος μέχρι που ο θερισμός θα έκανε τα πνευμόνια του Ντεμάντρεντ να εκραγούν.
Η Σέμιραγκ άφησε την πόρτα με τα σιδερένια ελάσματα να κλείσει πίσω της. Ένας λαμπτήρας, από κείνους που είχαν περισυλλεγεί μόνο ο Μέγας Άρχοντας ήξερε από πού, τρεμόπαιζε αδύναμα, αλλά και πάλι παρείχε καλύτερο φως από τα κεριά και τα φανάρια με λάδι που αναγκαζόταν να δέχεται αυτόν τον καιρό. Εκτός από το φως, το μέρος είχε την εκφοβιστική όψη φυλακής, με τραχείς πέτρινους τοίχους και γυμνό πάτωμα με ένα μικρό, κακοφτιαγμένο τραπέζι σε μια γωνία. Δεν ήταν δική της ιδέα· αυτή θα τα είχε φτιάξει όλα από πάλλευκο, αστραφτερό κιούραν, λείο κι αποστειρωμένο. Αυτό το μέρος είχε ετοιμαστεί προτού συνειδητοποιήσει ότι το χρειαζόταν. Μια γυναίκα με ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά, ντυμένη στα μετάξια, κρεμόταν από το τίποτα με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά στο μέσον του δωματίου, κοιτώντας την προκλητικά. Μια Άες Σεντάι. Η Σέμιραγκ μισούσε τις Άες Σεντάι.
«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε απαιτητικά η ασθενής. «Μια Σκοτεινόφιλη; Μια Μαύρη αδελφή;»
Αγνοώντας αυτόν τον θόρυβο, η Σέμιραγκ έλεγξε γοργά το προστατευτικό στρώμα ανάμεσα στη γυναίκα και στο σαϊντάρ. Αν είχε αποτύχει, η Σέμιραγκ θα μπορούσε να κουκουλώσει πάλι αυτό το ελεεινό υποκείμενο χωρίς κόπο —το γεγονός ότι είχε αφήσει το δεμένο στρώμα χωρίς να το επιβλέπει έλεγε πολλά για την αδυναμία της γυναίκας— αλλά είχε γίνει δεύτερη φύση της να δίνει προσοχή και να κάνει τα πάντα με την πρέπουσα τάξη. Τώρα ήταν η σειρά των ρούχων της γυναίκας. Εκείνοι που φορούσαν ρούχα ένιωθαν ασφαλέστεροι από όσους δεν φορούσαν. Χειρίστηκε με λεπτότητα τη Φωτιά και τον Άνεμο, έκοψε το φόρεμα και το μισοφόρι κι ό,τι άλλο υπήρχε, μέχρι και τα παπούτσια της ασθενούς. Τα μάζεψε όλα μπροστά στη γυναίκα, σχηματίζοντας ένα συμμαζεμένο δεματάκι, και διαβίβασε ξανά, Φωτιά κι Αέρα, και μια ψιλή σκόνη έπεσε σαν βροχή στο πέτρινο πάτωμα.
Τα γαλανά μάτια της γυναίκας γούρλωσαν. Η Σέμιραγκ αμφέβαλλε αν μπορούσε να επαναλάβει αυτές τις απλές πράξεις, ακόμα κι αν είχε καταφέρει να τις παρακολουθήσει.
«Ποια είσαι;» Αυτή τη φορά η απαίτηση είχε κάποια ένταση. Ίσως ήταν φόβος. Πάντα ήταν καλό όταν ο φόβος άρχιζε από νωρίς.
Η Σέμιραγκ εντόπισε με ακρίβεια τα κέντρα στο μυαλό της γυναίκας που λάμβαναν τα μηνύματα πόνου από το κορμί, και με άκρα επιμέλεια άρχισε να τα διεγείρει με Πνεύμα και Φωτιά. Μόνο λίγο στην αρχή, δυναμώνοντας αργά. Αν το έκανε πολύ δυνατά από την αρχή, η γυναίκα ίσως πέθαινε μέσα σε λίγες στιγμές, αλλά ήταν εντυπωσιακό το πόσο μπορούσε να αντέξει ο οργανισμός, αν τον τροφοδοτούσε με ποσότητες που αυξάνονταν ανεπαίσθητα. Ήταν δύσκολο να δουλεύεις σε κάτι που δεν μπορούσες να το δεις, ακόμα κι από τόσο κοντά, αλλά η Σέμιραγκ ανήκε στους μεγάλους ειδήμονες του ανθρώπινου σώματος.
Η ασθενής με τα απλωμένα μέλη κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να αποτινάξει τον πόνο, και μετά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον διώξει και κάρφωσε το βλέμμα στη Σέμιραγκ. Η Σέμιραγκ απλώς την κοίταξε και συνέχισε να διατηρεί το δίχτυ. Ακόμα και τώρα πού έπρεπε να γίνει η δουλειά βιαστικά, μπορούσε να δείξει υπομονή.
Πόσο μισούσε τις περιβόητες Άες Σεντάι. Ήταν κάποτε μία απ’ αυτές, μια αληθινή Άες Σεντάι, όχι μια αμαθής ανόητη σαν αυτή την ελαφρόμυαλη που τώρα κρεμόταν μπροστά της. Ήταν γνωστή, ήταν διάσημη, την πήγαιναν στα πέρατα του κόσμου για την ικανότητά της να γιατρεύει κάθε τραύμα, να φέρνει πίσω τους ανθρώπους από τα πρόθυρα του θανάτου, όταν όλοι οι άλλοι έλεγαν πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτα πια. Και μια αντιπροσωπεία από την Αίθουσα των Υπηρετών της είχε προσφέρει μια επιλογή που δεν ήταν πραγματική επιλογή: ή θα τη δέσμευαν, ώστε να μην ξανανιώσει ποτέ πια τις απολαύσεις της — μια δέσμευση με την οποία θα έβλεπε το τέλος της ζωής της να πλησιάζει· ή αλλιώς θα την απέκοπταν από την Αληθινή Πηγή και θα την καθαιρούσαν από Άες Σεντάι. Περίμεναν ότι θα δεχόταν τη δέσμευση· ήταν το λογικό, το σωστό που μπορούσες να κάνεις, και οι άνδρες και οι γυναίκες της αντιπροσωπείας ήταν λογικοί, σωστοί άνθρωποι. Δεν περίμεναν ότι θα δραπέτευε. Η Σέμιραγκ ήταν από τους πρώτους που είχαν πάει στο Σάγιολ Γκουλ.
Χοντρές σταγόνες ιδρώτα γέμιζαν το χλωμό πρόσωπο της ασθενούς. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο και τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν καθώς ρουφούσε αέρα. Πού και πού, άφηνε ένα αδύναμο μουγκρητό. Υπομονή. Δεν θα αργούσε.
Έφταιγε η ζήλια, η ζήλια εκείνων που δεν μπορούσαν να κάνουν αυτά που μπορούσε να κάνει η Σέμιραγκ. Από κείνους που είχε φέρει πίσω από το κατώφλι του θανάτου, μήπως είχε πει κανείς τους ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποφέρει το λίγο επιπλέον πόνο που ήθελε η Σέμιραγκ; Κι όσο για τους άλλους; Υπήρχαν πάντα εκείνοι που τους άξιζε να υποφέρουν. Τι πείραζε που το απολάμβανε όταν τους τιμωρούσε όπως τους άξιζε; Ήταν η Αίθουσα με την υποκριτική γκρίνια περί νόμων και δικαιωμάτων. Της άξιζε να έχει το δικαίωμα να κάνει αυτά που έκανε, το είχε κερδίσει αυτό το δικαίωμα. Ήταν πιο πολύτιμη για τον κόσμο απ’ όλους μαζί εκείνους που την είχαν διασκεδάσει με τα ουρλιαχτά τους. Και μέσα στη ζήλια και τη μικρότητά της, η Αίθουσα είχε προσπαθήσει να την γκρεμίσει από τη θέση της!
Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν πέσει στα χέρια της όσο κρατούσε ο πόλεμος. Όταν είχε χρόνο, μπορούσε να λυγίσει και τον δυνατότερο άνδρα, και την πιο υπερήφανη γυναίκα, μπορούσε να τους πλάσει ακριβώς όπως ήθελε. Μπορεί η διαδικασία να καθυστερούσε περισσότερο από την Πειθώ, αλλά ήταν απείρως απολαυστικότερη, και πίστευε ότι ακόμα κι η Γκρένταλ δεν μπορούσε να αντιστρέψει αυτό που έκανε η Σέμιραγκ. Η Πειθώ μπορούσε να αντιστραφεί. Αλλά οι δικοί της ασθενείς... Γονατιστοί την ικέτευαν να δώσουν την ψυχή τους στη Σκιά, κι υπηρετούσαν πειθήνια ως το θάνατο τους. Κάθε φορά ο Ντεμάντρεντ κόμπαζε για το πόσο μεγάλη επιτυχία ήταν που άλλος ένας Σύμβουλος της Αίθουσας είχε δηλώσει δημοσίως υποταγή στον Μέγα Άρχοντα, αλλά γι’ αυτήν το καλύτερο ήταν που το πρόσωπό τους χλώμιαζε όταν την αντίκριζαν, ακόμα και χρόνια αργότερα, ο τρόπος που έσπευδαν να τη διαβεβαιώσουν ότι παρέμεναν πιστό της δημιούργημα.
Η γυναίκα που κρεμόταν στον αέρα άφησε τον πρώτο της λυγμό να βγει τραχύς κι αμέσως τον έπνιξε. Η Σέμιραγκ περίμενε καρτερικά. Ίσως εδώ να χρειαζόταν βιασύνη, αλλά η υπερβολική βιασύνη θα τα χαλούσε όλα. Ακούστηκαν κι άλλοι λυγμοί παρά τις προσπάθειες της γυναίκας να τους συγκρατήσει· δυνάμωσαν, δυνάμωσαν κι άλλο, ώσπου έγιναν αλύχτημα. Η Σέμιραγκ περίμενε. Το δέρμα της γυναίκα γυάλιζε από λιγδερό ιδρώτα· το κεφάλι της τιναζόταν δεξιά-αριστερά, τα μαλλιά της πετάγονταν και το κορμί της σειόταν ανήμπορο στα αθέατα δεσμά της με σπασμωδικό τρέμουλο. Τα βαθιά, εκκωφαντικά ουρλιαχτά συνεχίστηκαν ώσπου της κόπηκε η ανάσα και ξανάρχισαν μόλις ξαναγέμισε τα πνευμόνια της. Τα γουρλωμένα γαλάζια μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα· ήταν θολωμένα. Τώρα ήταν η στιγμή της αρχής.
Η Σέμιραγκ σταμάτησε απότομα τις ροές του σαϊντάρ, αλλά πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να καταλαγιάσουν τα ουρλιαχτά και να γίνουν λαχάνιασμα. «Ποιο είναι το όνομά σου;» ρώτησε μαλακά. Η ερώτηση δεν είχε σημασία, αρκεί η γυναίκα να ήξερε την απάντηση. Θα μπορούσε να είχε ρωτήσει, «Με αψηφάς ακόμη;» —συχνά ήταν ευχάριστο να συνεχίζει μ’ αυτή την ερώτηση ώσπου να την ικετεύουν για να αποδείξουν ότι δεν την αψηφούσαν— αλλά αυτή τη φορά όλες οι ερωτήσεις έπρεπε να έχουν σημασία.
Αθέλητα ρίγη διέτρεχαν το κορμί της κρεμάμενης γυναίκας. Ρίχνοντας στη Σέμιραγκ μια επιφυλακτική ματιά με στενεμένα μάτια, έγλειψε τα χείλη, έβηξε, και στο τέλος μουρμούρισε βραχνά, «Καμπριάνα Μερκάντες».
Η Σέμιραγκ χαμογέλασε. «Κάνεις καλά που μου λες την αλήθεια». Στο μυαλό υπήρχαν κέντρα πόνου και κέντρα ευχαρίστησης. Διήγειρε ένα από τα τελευταία, μόνο για λίγες στιγμές αλλά με μεγάλη δύναμη, καθώς την πλησίαζε. Το σοκ έκανε την Καμπριάνα να ανοίξει διάπλατα τα μάτια· άφησε μια κοφτή κραυγούλα και τινάχτηκε. Η Σέμιραγκ έβγαλε ένα μαντίλι από το μανίκι της, σήκωσε το απορημένο πρόσωπο της γυναίκας και σφούγγισε τρυφερά τον ιδρώτα. «Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα, Καμπριάνα», είπε με ζεστή φωνή. «Προσπάθησε να μη το κάνεις ακόμα πιο δύσκολο». Με μια απαλή κίνηση τράβηξε τα υγρά μαλλιά της γυναίκας από το πρόσωπό της. «Θα ήθελες να πιεις κάτι;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, διαβίβασε· ένα χτυπημένο μεταλλικό φλασκί ήρθε αιωρούμενο από το τραπεζάκι της γωνίας στο χέρι της. Η Άες Σεντάι δεν τράβηξε το βλέμμα από τα μάτια της Σέμιραγκ, αλλά ήπιε διψασμένα. Ύστερα από μερικές γουλιές, η Σέμιραγκ πήρε το φλασκί και το ξανάβαλε στο τραπέζι. «Τώρα είναι πιο ωραία, ε; Θυμήσου, μην κάνεις τα πράγματα πιο δύσκολα για σένα». Καθώς έστριβε για να απομακρυνθεί, η γυναίκα ξαναμίλησε, με βραχνή φωνή.
«Φτύνω στο γάλα της μάνας σου, Σκοτεινόφιλη! Μ’ ακούς; Να...»
Η Σέμιραγκ σταμάτησε να ακούει. Οποιαδήποτε άλλη φορά, θα ένιωθε ένα κύμα ευχαρίστησης επειδή η μαχητικότητα της ασθενούς δεν είχε ξεριζωθεί ακόμα. Η μεγαλύτερη αγαλλίαση ήταν όταν κουτσούρευε λίγο-λίγο τη μαχητικότητα και την αξιοπρέπεια των άλλων και τους παρακολουθούσε να συνειδητοποιούν τελικά ότι τα χάνουν, παλεύοντας μάταια να κρατήσουν το λίγο που τους είχε απομείνει. Τώρα δεν προλάβαινε να το κάνει έτσι. Έστησε για άλλη μια φορά με προσοχή τον ιστό στα κέντρα πόνου του μυαλού της Καμπριάνα και τον έδεσε. Συνήθως της άρεσε να έχει προσωπικά τον έλεγχο, όμως τώρα έπρεπε να βιαστεί. Ενεργοποίησε το δίχτυ, διαβίβασε για να σβήσει τα φώτα κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Το σκοτάδι θα έπαιζε κι αυτό τον ρόλο του. Θα ήταν μόνη, στο σκοτάδι, με τον πόνο.
Άθελά της, η Σέμιραγκ άφησε έναν ενοχλημένο ήχο. Δεν υπήρχε φινέτσα μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν της άρεσε όταν έπρεπε να βιαστεί. Κι από πάνω, αναγκαζόταν να φύγει από την ασθενή της· η κοπέλα είχε θέληση και πείσμα· οι συνθήκες ήταν δύσκολες.
Ο διάδρομος ήταν σχεδόν εξίσου άθλιος με το δωμάτιο, μια πλατιά στοά γεμάτη σκιές μέσα στην πέτρα, με διασταυρούμενους διαδρόμους να καταλήγουν σε ένα μισοσκόταδο, τους οποίους δεν είχε καμία διάθεση να εξερευνήσει. Μόνο δύο πόρτες φαίνονταν εκεί, η μια που οδηγούσε στα τωρινά καταλύματά της. Αυτά τα δωμάτια θα ήταν αρκετά άνετα αν αναγκαζόταν να μείνει, όμως δεν τα πλησίασε. Μπροστά σ’ εκείνη την πόρτα στεκόταν ο Σεϊντάρ Χαράν, μαυροντυμένος, κουκουλωμένος σε μια σκοτεινιά σαν καπνό, τόσο ασάλευτος που ήταν ένα σοκ όταν της μίλησε, με ήχο σαν να άλεθε κάποιος σκόνη από κόκαλα.
«Τι έμαθες;»
Η πρόσκληση στο Σάγιολ Γκουλ είχε καταλήξει σε μια προειδοποίηση από τον Μέγα Άρχοντα. ΟΤΑΝ ΥΠΑΚΟΥΣ ΤΟΝ ΣΕΪΝΤΑΡ ΧΑΡΑΝ, ΥΠΑΚΟΥΣ ΕΜΕΝΑ. ΟΤΑΝ ΠΑΡΑΚΟΥΣ ΤΟΝ ΣΕΪΝΤΑΡ ΧΑΡΑΝ... Όσο κι αν την έτσουζε η προειδοποίηση, δεν χρειαζόταν δεύτερη. «Το όνομά της. Καμπριάνα Μεκάντες. Δεν γινόταν να μάθω τίποτα παραπάνω τόσο σύντομα».
Ο Μυρντράαλ γλίστρησε στο διάδρομο με τον τρόπο εκείνο που έκανε τα μάτια να πονούν, ενώ ο εβένινος μανδύας του κρεμόταν, αψηφώντας την κίνηση. Τη μια στιγμή ήταν ένα άγαλμα δέκα βήματα πιο πέρα, την άλλη ορθωνόταν από πάνω της, κι έτσι η Σέμιραγκ ήταν αναγκασμένη ή να οπισθοχωρήσει ή να λυγίσει τον λαιμό, για να κοιτάξει ψηλά εκείνο το νεκρικά χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπο. Της ήταν αδιανόητο να οπισθοχωρήσει. «Θα την ανακρίνεις εξονυχιστικά, Σέμιραγκ. Θα σου τα πει όλα, δίχως καθυστέρηση, και θα μου πεις και το παραμικρό απ’ όσα θα μάθεις».
«Έτσι υποσχέθηκα στον Μέγα Άρχοντα», του είπε αυτή παγερά.
Τα δίχως αίμα χείλη του Σεϊντάρ Χαράν στράβωσαν, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. Αυτή ήταν η μόνη απάντησή του. Γυρίζοντας επιτόπου, απομακρύνθηκε ανάμεσα στις σκιές — και ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Μακάρι να ήξερε πώς το έκαναν αυτό. Δεν είχε σχέση με τη Δύναμη, αλλά στις παρυφές τις σκιάς, εκεί που το φως γινόταν σκοτάδι, ένας Μυρντράαλ μπορούσε ξαφνικά να βρεθεί αλλού, σε μια άλλη σκιά πολύ μακριά. Πριν από πολύ καιρό ο Άγκινορ είχε δοκιμάσει μέχρι θανάτου πάνω από εκατό Μυρντράαλ, σε μια μάταια προσπάθεια να μάθει πώς γινόταν. Δεν το ήξεραν ούτε οι ίδιοι οι Μυρντράαλ· η ίδια, προσωπικά, το είχε αποδείξει.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι πίεζε με τα χέρια το στομάχι της, που έμοιαζε να έχει μέσα μια μπάλα από πάγο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχε νιώσει φόβο κάπου αλλού εκτός απ’ όταν βρισκόταν ενώπιον του Μεγάλου Άρχοντα στο Χάσμα του Χαμού. Ο πάγος άρχισε να λιώνει καθώς πλησίαζε την άλλη πόρτα της φυλακής. Αργότερα, θα ανέλυε αποστασιοποιημένα αυτό το συναίσθημα· ο Σεϊντάρ Χαράν μπορεί να ήταν διαφορετικός από κάθε άλλο Μυρντράαλ που είχε δει ποτέ της, αλλά δεν έπαυε να είναι Μυρντράαλ.
Ο δεύτερος ασθενής της, που κρεμόταν όπως κι ο πρώτος στον αέρα, ήταν ένας στιβαρός άνδρας με τετράγωνο πρόσωπο, πράσινο σακάκι και παντελόνι, που ήταν ό,τι έπρεπε για να κρύβεσαι σε δάσος. Εδώ οι μισοί λαμπτήρες τρεμόπαιζαν, έτοιμοι να σβήσουν —ήταν θαύμα που κάποιοι είχαν αντέξει τόσο καιρό— αλλά ο Πρόμαχος της Καμπριάνα ήταν κάτι ασήμαντο. Αυτό που χρειαζόταν, όποιος κι αν ήταν ο σκοπός, βρισκόταν στο μυαλό της Άες Σεντάι, όμως, όπως φαινόταν, οι Μυρντράαλ είχαν διαταχθεί να συλλάβουν μια Άες Σεντάι και στον νου τους για κάποιο λόγο οι Άες Σεντάι κι οι Πρόμαχοι ήταν κάτι αξεχώριστο. Ουσιαστικά, έτσι ήταν. Η Σέμιραγκ δεν είχε άλλοτε την ευκαιρία να δαμάσει έναν απ’ αυτούς τους θρυλικούς πολεμιστές.
Τα μαύρα μάτια του έμοιαζαν με λόγχες που σημάδευαν το κεφάλι της, καθώς του έβγαζε τα ρούχα και τις μπότες και τα κατέστρεφε, όπως είχε κάνει με την Καμπριάνα. Ήταν δασύτριχος, ένα βουνό από μεγάλους, σκληρούς μυς κι ουλές. Το πρόσωπό του δεν έκανε τον παραμικρό μορφασμό ταραχής. Δεν άνοιξε το στόμα του. Την προκαλούσε με διαφορετικό τρόπο από αυτόν της γυναίκας. Εκείνη ήταν τολμηρή, απροκάλυπτη, αυτός αρνιόταν ήρεμα να λυγίσει. Ίσως θα ήταν δυσκολότερο να τον υποτάξει απ’ όσο την αφέντρα του. Κανονικά, αυτό θα ήταν πιο ενδιαφέρον.
Η Σέμιραγκ κοντοστάθηκε και τον περιεργάστηκε. Υπήρχε κάτι... Ένα τέντωμα των μυών γύρω από το στόμα και τα μάτια. Σαν να πολεμούσε ήδη τον πόνο. Μα φυσικά. Ήταν ο αλλόκοτος δεσμός μεταξύ Άες Σεντάι και Πρόμαχου. Ήταν παράξενο που αυτοί οι πρωτόγονοι είχαν επινοήσει κάτι που δεν καταλάβαιναν οι Εκλεκτοί, αλλά να που το είχαν κάνει. Από τα λίγα που ήξερε η Σέμιραγκ, αυτός ο άνδρας μάλλον ένιωθε ένα μέρος όσων συνέβαιναν στην άλλη ασθενή. Υπό άλλες συνθήκες, αυτό θα πρόσφερε ορισμένες ενδιαφέρουσες δυνατότητες. Τώρα, σήμαινε ότι ο άνδρας νόμιζε πως ήξερε τι τον περίμενε.
«Η ιδιοκτήτριά σου δεν σε προσέχει καλά», του είπε. «Αν δεν ήταν μια απλή βάρβαρη, δεν θα υπήρχε λόγος να είσαι σημαδεμένος με τόσες ουλές». Η έκφραση του άλλαξε ελάχιστα. Τώρα εμφανίστηκε μια υποψία περιφρόνησης. «Για να δούμε».
Αυτή τη φορά έστησε το δίχτυ στα κέντρα ευχαρίστησης κι άρχισε να τα διεγείρει αργά. Ήταν έξυπνος άνθρωπος. Έσμιξε τα φρύδια, κούνησε το κεφάλι, κι ύστερα τα μάτια του στένεψαν, στυλωμένα πάνω της σαν κομμάτια μαύρου πάγου. Ο άνδρας ήξερε ότι δεν έπρεπε να νιώθει αυτή την αγαλλίαση που δυνάμωνε, και παρ’ όλο που δεν μπορούσε να δει το δίχτυ της, ήξερε ότι ήταν δικό της έργο· προσπάθησε, λοιπόν, να το καταπολεμήσει. Η Σέμιραγκ σχεδόν χαμογέλασε. Σίγουρα του φαινόταν πιο εύκολο να καταπολεμήσεις την ευχαρίστηση παρά τον πόνο. Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, είχε τσακίσει ασθενείς χωρίς να χρειαστεί τίποτα παραπάνω. Κατ’ αρχάς, ήταν κάτι που δεν το απολάμβανε η ίδια, κι έπειτα οι ασθενείς δεν μπορούσαν να σκεφτούν με διαύγεια κι απλώς ζητούσαν κι άλλο από αυτό που άνθιζε στο κεφάλι τους, αλλά ήταν ένας γρήγορος τρόπος και έκαναν τα πάντα για να το ξανανιώσουν. Το ότι δεν μπορούσαν να σκεφτούν καθαρά ήταν ο λόγος που δεν το είχε χρησιμοποιήσει στην άλλη ασθενή· από εκείνη ζητούσε απαντήσεις. Αυτός εδώ σύντομα θα μάθαινε τη διαφορά.
Διαφορά, Αγγιξε συλλογισμένη τα χείλη με το δάχτυλό της. Γιατί, άραγε, ο Σεϊντάρ Χαράν ήταν διαφορετικός από κάθε άλλον Μυρντράαλ; Δεν της άρεσε να ανακαλύπτει παραδοξότητες πάνω στη στιγμή που όλα έμοιαζαν να εκτυλίσσονται ευνοϊκά, κι ένας Μυρντράαλ σε ανώτερη θέση από τους Εκλεκτούς, ακόμα και προσωρινά, ήταν κάτι παραπάνω από απλή παραδοξότητα. Ο αλ’Θόρ ήταν τυφλωμένος, με την προσοχή του εξ ολοκλήρου στραμμένη στον Σαμαήλ, κι η Γκρένταλ έλεγε στον Σαμαήλ όσα χρειαζόταν για να μη τα καταστρέψει όλα με την υπερηφάνειά του. Βεβαίως, η Γκρένταλ κι ο Σαμαήλ μηχανορραφούσαν για να βρεθούν σε πλεονεκτικό σημείο, είτε μαζί είτε χωριστά. Ο Σαμαήλ ήταν ένα ανεξέλεγκτο σοφάρ με στραβές πτέρυγες ελέγχου κι η Γκρένταλ ήταν σχεδόν εξίσου απρόβλεπτη. Δεν είχαν μάθει ποτέ ότι η εξουσία πηγάζει μόνο από τον Μέγα Άρχοντα, ο οποίος τη μοίραζε κατά το δοκούν, για δικούς του λόγους. Ανάλογα με τα καπρίτσια του· αυτή τη σκέψη μπορούσε να την κάνει στην ασφάλεια του μυαλού της.
Περισσότερη ανησυχία ενέπνεαν οι εξαφανισμένοι Εκλεκτοί. Ο Ντεμάντρεντ επέμενε πως πρέπει να ήταν νεκροί, αλλά η Σέμιραγκ κι η Μεσάνα δεν ήταν τόσο σίγουρες. Η Λανφίαρ. Αν ο κόσμος ήταν δίκαιος, η Λανφίαρ θα έπεφτε στα χέρια της. Η γυναίκα ήταν πάντα εκεί που δεν το περίμενες, πάντα φερόταν σαν να είχε το δικαίωμα να χώνει τη μύτη της στα σχέδια των άλλων, και πάντα το έσκαγε για να γλιτώσει αν η ανάμιξή της έφερνε αποτυχία. Η Μογκέντιεν. Πάντα καραδοκούσε αθέατη, αλλά ποτέ δεν είχε χαθεί τόσον καιρό χωρίς έστω μια εμφάνιση, έστω και μόνο για να θυμίσει στους υπόλοιπους ότι ήταν κι εκείνη Εκλεκτή. Ο Ασμόντιαν. Ένας προδότης, καταδικασμένος, λοιπόν, ο οποίος όμως είχε στ’ αλήθεια εξαφανιστεί. Η ύπαρξη του Σεϊντάρ Χαράν κι οι διαταγές που είχε λάβει η Σέμιραγκ σε συνδυασμό τής θύμιζαν ότι ο Μέγας Άρχοντας δούλευε με τους δικούς του τρόπους για τους δικούς του στόχους.
Οι Εκλεκτοί δεν ήταν παρά πιόνια στη σκακιέρα· μπορεί να ήταν Σύμβουλοι κι Οβελίσκοι, αλλά δεν έπαυαν να είναι πιόνια. Αφού ο Μέγας Άρχοντας την είχε φέρει εδώ μυστικά, δεν θα μπορούσε να είχε φέρει και τη Μογκέντιεν ή τη Λανφίαρ, ή ακόμα και τον Ασμόντιαν; Δεν θα μπορούσε ο Σεϊντάρ Χαράν να σταλεί μεταφέροντας κρυφές διαταγές στη Γκρένταλ ή τον Σαμαήλ; Ή ακόμα και στον Ντεμάντρεντ ή τη Μεσάνα; Η ασταθές συμμαχία τους —αν δεν ήταν υπερβολικός ο όρος— είχε κρατήσει πολύ καιρό, αλλά κανείς από τους δύο δεν θα της έλεγε αν είχε λάβει μυστικές διαταγές από τον Μέγα Άρχοντα, όπως κι αυτή δεν θα τους αποκάλυπτε ποτέ τις εντολές που την είχαν φέρει εδώ, ή τις άλλες που την είχαν κάνει να στείλει Μυρντράαλ και Τρόλοκ στην Πέτρα του Δακρύου για να πολεμήσουν με εκείνους που είχε στείλει ο Σαμαήλ.
Αν ο Μέγας Άρχοντας σκόπευε να κάνει τον αλ’Θόρ Νή’μπλις, η Σέμιραγκ θα γονάτιζε μπροστά του — και θα περίμενε ένα στραβοπάτημά του για να πέσει στα χέρια της. Η αθανασία σήμαινε ότι είχες άπειρο χρόνο για να περιμένεις. Στο μεταξύ, δεν θα της έλειπαν ποτέ άλλοι ασθενείς για την ψυχαγωγία της. Αυτό που την ενοχλούσε ήταν ο Σεϊντάρ Χαράν. Η Σέμιραγκ ήταν πάντα μέτρια παίκτρια στο τσέραν, αλλά ο Σεϊντάρ Χαράν ήταν ένα καινούριο παιχνίδι στη σκακιέρα, με άγνωστη δύναμη και σκοπό. Κι ένας τολμηρός τρόπος για να αιχμαλωτίσεις τον Υψηλό Σύμβουλο του αντιπάλου σου και να τον φέρεις στη δική σου πλευρά, ήταν να θυσιάσεις τους Οβελίσκους σου με μια ψεύτικη επίθεση. Θα γονάτιζε αν χρειαζόταν, για όσο διάστημα χρειαζόταν, αλλά δεν θα θυσίαζε τον εαυτό της.
Μια παράξενη αίσθηση στο δίχτυ την έβγαλε από τις σκέψεις της. Έριξε μια ματιά στον ασθενή και πλατάγισε τη γλώσσα με αγανάκτηση. Το κεφάλι του κρεμόταν στο πλάι, το πηγούνι του ήταν σκούρο από το αίμα μιας κι είχε δαγκώσει τη γλώσσα του, τα μάτια ήταν ορθάνοιχτα κι είχαν πάρει μια θαμπάδα. Η Σέμιραγκ είχε φανεί απρόσεχτη κι είχε αφήσει τη διέγερση να αυξηθεί πιο γρήγορα και πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε. Ενοχλημένη μέσα της αλλά χωρίς να το δείχνει, έπαψε να διαβιβάζει. Άδικα θα πάσχιζε να διεγείρει το μυαλό ενός πτώματος.
Τότε της ήρθε μια ξαφνική σκέψη. Αν ο Πρόμαχος ένιωθε αυτό που ένιωθε η Άες Σεντάι, μήπως το ίδιο ίσχυε κι αντιστρόφως; Κοιτώντας τις ουλές που στόλιζαν το σώμα του άνδρα, η Σέμιραγκ ήταν σίγουρη πως αυτό ήταν αδύνατο· ακόμα κι αυτοί οι απλοϊκοί ανόητοι θα τροποποιούσαν τον δεσμό, αν σήμαινε ότι θα μοιράζονταν αυτή την αίσθηση. Πάντως, παράτησε το πτώμα και βγήκε στο διάδρομο με κάποια βιασύνη.
Οι κραυγές που άκουσε πριν ανοίξει την πόρτα με τα σιδερένια ελάσματα που οδηγούσε στο σκοτάδι, την έκαναν να πάρει μια βαθιά ανάσα από την ανακούφιση. Αν είχε σκοτώσει τη γυναίκα προτού μάθει όλα όσα ήξερε, τότε η Σέμιραγκ θα έμενε εδώ για να περιμένει την επόμενη Άες Σεντάι που θα συλλαμβανόταν. Μπορεί και περισσότερο.
Ελάχιστες κατανοητές λέξεις υπήρχαν ανάμεσα στα ουρλιαχτά που έγδερναν το λαρύγγι της γυναίκας, λέξεις που έμοιαζαν να έχουν όλη τη δύναμη της ψυχής της ασθενούς μέσα τους. «Σε παρακαλώωωω! Φως μου, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩΩΩ!»
Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της Σέμιραγκ. Τελικά, θα διασκέδαζε λιγάκι.