Ο Ραντ πέρασε το υπόλοιπο εκείνης της μέρας στα διαμερίσματά του στο Παλάτι του Ήλιου, κυρίως ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ένα πελώριο έπιπλο με ουρανό και τέσσερις χοντρούς στύλους από μαυρόξυλο που ήταν χοντρύτεροι από το πόδι του, γυαλισμένο με τόση επιμέλεια που έλαμπε κόντρα στις ενσφηνωμένες φέτες από φίλντισι. Σαν να ήθελαν να δημιουργεί αντίθεση με την επίχρυση διακόσμηση του προθαλάμου και του καθιστικού, στο υπνοδωμάτιο επικρατούσε το μαυρόξυλο και το φίλντισι, αν και πάλι όλο αιχμηρές γωνίες.
Η Σούλιν μπαινόβγαινε όλο φούρια· του χτυπούσε τα πουπουλένια μαξιλάρια να φουσκώσουν, έσιαζε πάνω του τα λινά σεντόνια, του έλεγε γκρινιάρικα ότι ήταν πιο υγιεινός ο ύπνος σε κουβέρτες κατάχαμα, του έφερνε τσάι μέντας που δεν της το είχε ζητήσει και παντς που δεν το ήθελε, ώσπου στο τέλος τη διέταξε να σταματήσει. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας», μούγκρισε εκείνη μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. Έκανε και δεύτερη τέλεια γονυκλισία, αλλά βγήκε έξω με αγέρωχο, αυταρχικό βήμα.
Η Μιν είχε μείνει κι αυτή μαζί του· καθόταν στο στρώμα, του κρατούσε το χέρι κι έσμιγε τα φρύδια, σε σημείο που ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως τον περνούσε για ετοιμοθάνατο. Στο τέλος την έδιωξε κι αυτήν, ίσα για να φορέσει μια σκουρόγκριζη μεταξωτή ρόμπα που πάντα άφηνε σε κείνη τη ντουλάπα. Βρήκε επίσης και κάτι άλλο εκεί, καταχωνιασμένο βαθιά. Μια στενή, απλή ξύλινη θήκη μ’ ένα φλάουτο μέσα, δώρο που του είχε κάνει ο Θομ Μέριλιν σε μια ζωή που τώρα φαινόταν τόσο μακρινή. Κάθισε πλάι σε ένα ψηλό, στενό παράθυρο και προσπάθησε να παίξει. Μετά από τόσον καιρό, οι πρώτοι ήχοι ήταν κάτι σκουξίματα και παύσεις. Αυτοί οι ήχοι ξανάφεραν τη Μιν.
«Παίξε μου», του είπε, γελώντας με αγαλλίαση, ή ίσως κατάπληξη, και φυσικά βολεύτηκε στα γόνατά του ενώ εκείνος προσπαθούσε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία να βγάλει κάποιο αναγνωρίσιμο σκοπό. Σ’ αυτή τη στάση μπήκαν και τους βρήκαν οι Άες Σεντάι, η Άμυς και η Μπάιρ και η Σορίλεα και πάνω από μια ντουζίνα άλλες. Η Μιν έσπευσε να σηκωθεί κοκκινίζοντας, σιάζοντας το σακάκι της με τρόπο που θα ’λεγε κανείς ότι οι δυο τους πάλευαν.
Η Μπάιρ και η Σορίλεα βρέθηκαν στο πλευρό του πριν αυτός προλάβει να βγάλει λέξη.
«Κοίτα αριστερά», πρόσταξε η Σορίλεα, σηκώνοντάς του το αριστερό βλέφαρο και πλησιάζοντας το τραχύ πρόσωπό της κοντά στο δικό του. «Κοίτα δεξιά».
«Ο σφυγμός σου είναι γρήγορος», μουρμούρισε η Μπάιρ, πιέζοντας με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της το πλάι του λαιμού του.
Όπως φαινόταν, η Νταντέρα είχε στείλει μια Κόρη να τρέξει μόλις είχαν λυγίσει τα γόνατά του. Φαινόταν επίσης ότι η Σούλιν είχε ξεδιαλέξει το μικρό στρατό από Σοφές που ήθελαν να χιμήξουν στο Παλάτι, αφήνοντας μόνο αυτή τη μικρότερη ορδή. Και τέλος, φαινόταν πως, παρά τη Σορίλεα, όλες ήθελαν να εξετάσουν τον Καρ’α’κάρν. Όταν ξεμπέρδεψαν αυτές μαζί του, τη θέση της Σορίλεα την πήρε η Άμυς, τη θέση της Μπάιρ η Κολίντα, μια ξερακιανή με γκρίζα διαπεραστικά μάτια, που ήταν σχεδόν μεσήλικη αλλά είχε τη δυνατή προσωπικότητα της Σορίλεα. Μα το ίδιο είχε και η Άμυς, φυσικά, όπως και πολλές άλλες Σοφές. Τον ψηλάφισαν, τον σκούντηξαν, τον κοίταξαν, τον είπαν πεισματάρη όταν αρνήθηκε να χοροπηδήσει πάνω-κάτω. Στ’ αλήθεια νόμιζαν πως θα το έκανε επειδή του το είχαν ζητήσει.
Όσο οι Σοφές περιλάβαιναν τον Ραντ με τη σειρά τους, η Μιν δεν είχε περάσει απαρατήρητη· οι υπόλοιπες την περικύκλωσαν κάνοντας εκατό ερωτήσεις, όλες για τις θεάσεις της. Τα μάτια της πλάτυναν, τόσο πολύ που σχεδόν μπορούσε να κοιτάξει ταυτόχρονα τις Σοφές και τον Ραντ, σαν να αναρωτιόταν μήπως διάβαζαν το μυαλό της. Η Άμυς και η Μπάιρ της εξήγησαν —η Μελαίν δεν είχε μπορέσει να κρατήσει κρυφό το νέο για τις κόρες της— και αντί τα μάτια της να πλατύνουν κι άλλο, πράγμα αδύνατο, τώρα γούρλωσαν τόσο που έλεγες ότι θα έπεφταν. Ακόμα και η Σορίλεα φαινόταν να αποδέχεται την άποψη της Μελαίν ότι η ικανότητα της Μιν την έκανε κατά κάποιον τρόπο ίση μαζί τους, μα αφού οι Σοφές ήταν αυτό που ήταν —όπως και οι Άες Σεντάι ήταν αυτό που ήταν— η Μιν αναγκάστηκε να επαναλάβει τα πάντα σχεδόν τόσες φορές όσες Σοφές υπήρχαν εκεί, επειδή εκείνες που καταγίνονταν με τον Ραντ ήθελαν να είναι σίγουρες πως δεν είχαν χάσει κάτι.
Όταν η Σορίλεα και οι άλλες κατέληξαν απρόθυμα στο συμπέρασμα πως το μόνο που χρειαζόταν ο Ραντ ήταν ανάπαυση και αναχώρησαν διατάζοντάς τον να αναπαυθεί, η Μιν βολεύτηκε πάλι στα γόνατά του. «Μιλάνε στα όνειρα;» είπε, κουνώντας το κεφάλι της. «Φαντάζει αδύνατο, σαν κάτι βγαλμένο από τα παραμύθια». Μια ρυτίδα φάνηκε στο μέτωπό της. «Πόσων χρόνων νομίζεις πως είναι η Σορίλεα; Άσε πια εκείνη την Κολίντα. Είδα — Όχι. Όχι, δεν έχει σχέση με σένα. Ίσως να με πείραξε η ζέστη». Μια ζαβολιάρικη σπίθα άναψε στα μάτια της, και η Μιν έγειρε αργά, σμίγοντας τα χείλη της για ένα φιλί. «Αν κάνεις έτσι», είπε, όταν τα χείλη της σχεδόν άγγιζαν τα δικά του, «ίσως είναι καλύτερα. Στο τελευταίο κομμάτι ήταν κάτι σημεία που σχεδόν θύμιζαν τον “Πετεινό στη Συκιά”». Ο Ραντ στην αρχή δεν το αντιλήφθηκε, έτσι που τα μάτια της γέμιζαν τα δικά του, κι όταν το κατάλαβε, σίγουρα το πρόσωπό του πρέπει να ήταν σπουδαίο θέαμα γιατί η Μιν έπεσε στο στήθος του γελώντας.
Λίγη ώρα αργότερα έφτασε ένα σημείωμα από την Κόιρεν, που ρωτούσε για την υγεία του, ευχόταν να μην ήταν άρρωστος, και ζητούσε να τον δει μαζί με δύο αδελφές της· του πρόσφερε Θεραπεία, σε περίπτωση που το επιθυμούσε. Ο Λουζ Θέριν ανασάλεψε σαν να ξεσηκωνόταν από τον ύπνο όσο διάβαζε ο Ραντ, όμως το αόριστο, δυσαρεστημένο μουρμουρητό του δεν συγκρινόταν με την οργή που είχε επιδείξει στο Κάεμλυν, και φάνηκε να ξανακοιμάται όταν ο Ραντ άφησε κάτω το σύντομο γράμμα.
Ήταν έντονη η αντίθεση με τη συμπεριφορά της Μεράνα. Και υπενθύμιση ότι δεν συνέβαινε τίποτα στο Παλάτι του Ήλιου το μεσημέρι που να μην το έχει μάθει η Κόιρεν ως το ηλιοβασίλεμα, αν όχι νωρίτερα. Της έστειλε ένα ευγενικό ευχαριστώ για τις ευχές της και μια ευγενική άρνηση. Είτε στο κρεβάτι είτε όρθιος, ένιωθε κουρασμένος και ήθελε να δουλεύει το μυαλό του όταν θα αντιμετώπιζε Άες Σεντάι. Ήταν ένας από τους λόγους.
Στην ίδια απαντητική επιστολή, ο Ραντ ζητούσε από τον Γκάγουιν να τον επισκεφθεί. Είχε συναντήσει μόνο μια φορά τον αδελφό της Ηλαίην, μα τον είχε συμπαθήσει. Ο Γκάγουιν ούτε ήρθε, ούτε απάντησε. Ο Ραντ συμπέρανε μετά λύπης του ότι ο Γκάγουιν πίστευε τις ιστορίες για τη μητέρα του. Δεν μπορούσες έτσι εύκολα να ζητήσεις από κάποιον να μην πιστέψει κάτι τέτοιο. Του προκαλούσε μια τόσο δύσθυμη διάθεση όποτε το σκεφτόταν, που ακόμα κι η Μιν απελπιζόταν ότι θα μπορούσε να του ανορθώσει το ηθικό· όταν ήταν έτσι, ούτε ο Πέριν ούτε ο Λόιαλ μπορούσαν να μείνουν δίπλα του.
Τρεις μέρες αργότερα ήρθε άλλη μια παράκληση από την Κόιρεν, εξίσου ευγενική, και μια τρίτη τρεις μέρες αργότερα, όμως ο Ραντ βρήκε δικαιολογίες να τις αρνηθεί κι αυτές. Εν μέρει εξαιτίας της Αλάνα. Η αίσθησή της ήταν ακόμα μακρινή και αόριστη, μα ώρα την ώρα πλησίαζε. Αυτό δεν ήταν έκπληξη· ήταν σίγουρος ότι η Μεράνα θα διάλεγε την Αλάνα για μια από τις έξι που θα έπαιρνε μαζί της. Δεν σκόπευε να αφήσει την Αλάνα να τον πλησιάσει σε απόσταση ούτε ενός μιλίου, μα είχε πει ότι θα τις έβαζε σε ίση θέση με την Κόιρεν, και το εννοούσε. Έτσι η Κόιρεν θα έπρεπε να κάνει υπομονή για λίγο ακόμα. Εκτός αυτού, ήταν απασχολημένος, με διάφορα πράγματα.
Έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη σχολή που στεγαζόταν στο πάλαι-ποτέ παλάτι του Μπαρτέηνς, η οποία κατέληξε να μην είναι τόσο σύντομη. Η Ίντριεν Τάρσιν πάλι περίμενε στην είσοδο για να του δείξει κάθε λογής εφευρέσεις και ανακαλύψεις, συχνά ακατανόητες, και επίσης τα μαγαζιά όπου τα διάφορα καινούρια αλέτρια και σβάρνες και δρεπάνια τώρα κατασκευάζονταν για να πουληθούν, όμως η δυσκολία ήταν ο Χέριντ Φελ. Ή ίσως η Μιν. Οι σκέψεις του Φελ πετούσαν εδώ κι εκεί ως συνήθως και η γλώσσα του τις ακολουθούσε, και ολοφάνερα ξεχνούσε πως ήταν εκεί η Μιν. Ξεχνούσε πολλά πράγματα. Αλλά μόλις ο Ραντ του έστρεφε την προσοχή σε ένα σημείο, ο Φελ ξαφνικά την πρόσεχε πάλι για πρώτη φορά και ξαφνιαζόταν. Συνεχώς της ζητούσε συγγνώμη για την πίπα που δεν θυμόταν να την ξανανάψει, σκούπιζε συνεχώς στάχτη από την επιβλητική κοιλιά του, έσιαζε συνεχώς τα αραιά, γκρίζα μαλλιά του. Η Μιν έδειχνε να το διασκεδάζει, αν και ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της άρεσε το ότι ένας άνδρας ξεχνούσε την παρουσία του. Η Μιν έφτασε στο σημείο να φιλήσει τον Φελ στην κορφή του κεφαλιού του όταν αυτή και ο Ραντ σηκώθηκαν να φύγουν, κάτι που άφησε τον άλλο αποσβολωμένο. Αυτό δεν τον βοήθησε να μάθει τι είχε ανακαλύψει ο Φελ για τις Σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού και την Τελευταία Μάχη.
Την επόμενη μέρα, έλαβε ένα σημείωμα στριμωγμένο στη σχισμένη γωνιά μιας περγαμηνές.
Η πίστη και η τάξη δίνουν δύναμη. Πρέπει να μαζέψεις τα χαλάσματα πριν χτίσεις. Θα εξηγήσω όταν σε ξαναδώ. Μη φέρεις την κοπέλα. Παραείναι όμορφη.
Ήταν κάτι βιαστικά ορνιθοσκαλίσματα με την υπογραφή στριμωγμένη στη γωνία του κουρελόχαρτου, και ο Ραντ τα βρήκε ακατανόητα. Όταν όμως προσπάθησε να ξαναδεί τον Φελ, εκείνος είχε πει στην Ίντριεν ότι ένιωθε πάλι νέος και θα πήγαινε για ψάρεμα. Καταμεσής της ξηρασίας. Ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως ο γέρος είχε πια χάσει τα λογικά του. Η Μιν πάντως βρήκε διασκεδαστικό το σημείωμα· ρώτησε αν μπορούσε να το κρατήσει, κι ο Ραντ αρκετές φορές την έπιασε να το κοιτάζει και να χαμογελά.
Είτε ο άνθρωπος είχε τα λογικά του είτε όχι, ο Ραντ αποφάσισε πως την άλλη φορά θα άφηνε τη Μιν στο παλάτι, μα η αλήθεια ήταν πως δυσκολευόταν να την κρατά στο πλευρό του όταν την ήθελε. Η Μιν περνούσε περισσότερες ώρες με τις Σοφές παρά μαζί του. Ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτό τον ενοχλούσε τόσο, μα παρατήρησε πάνω του την τάση να φέρεται σκαιά στους άλλους όταν η Μιν ήταν έξω στις σκηνές. Πάλι καλά που η Μιν δεν ήταν πολύ συχνά μαζί του. Ο κόσμος θα το πρόσεχε. Θα μιλούσαν γι’ αυτό και θα αναρωτιόντουσαν. Στην Καιρχίν, όπου ακόμα και οι υπηρέτες έπαιζαν τη δική του εκδοχή του Παιχνιδιού των Οίκων, θα ήταν επικίνδυνο για τη Μιν να αναρωτιούνται κάποιοι μήπως ήταν σημαντικό πρόσωπο. Πάλι καλά. Έβαλε τα δυνατά του να μην φέρεται άσχημα.
Ο λόγος που ήθελε τη Μιν, φυσικά, ήταν για να βλέπει τους ευγενείς που έρχονταν να τον βρουν ένας-ένας και να νοιαστούν για την υγεία του —η κατάρρευσή του πρέπει να είχε δώσει έναυσμα σε φήμες— χαμογελαστοί, ρωτώντας πόσο καιρό σκόπευε να μείνει αυτή τη φορά στην Καιρχίν, και ποια, μ’ όλο το θάρρος, ήταν τα σχέδιά του, χαμογελώντας ξανά, πάντα χαμογελώντας. Ο μόνος που δεν του χαμογελούσε τόσο πλατιά ήταν ο Ντομπραίν, που είχε ακόμα το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ξυρισμένο σαν στρατιώτης ενώ οι ρίγες του σακακιού του ήταν τριμμένες από το θώρακα τον οποίο έβγαζε για να έρθει στο παλάτι· ο Ντομπραίν ήταν τόσο βλοσυρός όταν έκανε ακριβώς τις ίδιες ερωτήσεις, που ο Ραντ χάρηκε για τη δική του αναχώρηση περισσότερο απ’ όσο για των άλλων.
Η Μιν κατάφερνε να παρευρίσκεται σ’ αυτές τις συναντήσεις, στο ενδιάμεσο όσων έκανε με τις Σοφές· ο Ραντ δεν είχε την πρόθεση να ρωτήσει τι ήταν αυτά. Το πρόβλημα ήταν να την κρατά κρυμμένη.
«Θα μπορούσα να κάνω πως είμαι η αγαπητικιά σου», γέλασε η Μιν. «Θα κουλουριαζόμουν πάνω σου και θα σε τάιζα σταφύλια —ή μάλλον σταφίδες· έχω καιρό να δω σταφύλια— και θα μπορούσες να με λες γλυκοχειλίτσα σου. Έτσι κανείς δεν θα αναρωτιόταν τι κάνω εδώ».
«Όχι» την αποπήρε, κι εκείνη σοβάρεψε.
«Στ’ αλήθεια νομίζεις πως οι Αποδιωγμένοι θα έρθουν να με βρουν μόνο και μόνο γι’ αυτό;»
«Μπορεί να το κάνουν», της είπε, εξίσου σοβαρά. «Ένας Σκοτεινόφιλος σαν τον Πάνταν Φάιν θα το έκανε, αν ζει ακόμα. Δεν θέλω να το ρισκάρω, Μιν. Κι εν πάση περιπτώσει, δεν θέλω αυτοί οι Καιρχινοί με τα βρώμικα μυαλά να έχουν τέτοια ιδέα για σένα, ούτε και οι Δακρυνοί, τέλος πάντων». Οι Αελίτες ήταν αλλιώτικοι· νόμιζαν πως το γεγονός ότι η Μιν τον πείραζε ήταν πολύ αστείο, ξεκαρδιστικό μάλιστα.
Η Μιν ήταν άστατος χαρακτήρας. Τη μια στιγμή ήταν συννεφιασμένη, την άλλη έλαμπε, γεμάτη χαμόγελα που δεν έσβηναν στιγμή. Μέχρι που άρχισαν οι ακροάσεις.
Το διαχωριστικό με διάτρητα ξυλόγλυπτα που στήθηκε στη γωνία του προθαλάμου ήταν αποτυχία. Τα μαύρα, αστραφτερά μάτια του Μαρίνγκιλ απέφευγαν τόσο προσεκτικά να το κοιτάξουν, που ο Ραντ ήξερε πως ο άνθρωπος θα ξεσήκωνε το Παλάτι του Ήλιου για να μάθει τι ή ποιος κρυβόταν από πίσω. Το καθιστικό αποδείχθηκε κάπως καλύτερο, με τη Μιν να κρυφοκοιτάζει στον προθάλαμο από μισάνοιχτες πόρτες, όμως δεν έδειχναν θεάσεις ή αύρες στο βλέμμα της κατά τη διάρκεια της ακρόασης τους με τον Ραντ, και ό,τι έβλεπε, τόσο εκεί όσο και απλώς περπατώντας στους διαδρόμους, ήταν ζοφερό. Ο Μαρίνγκιλ, ασπρομάλλης, λεπτός σαν λεπίδα και ψύχραιμος, θα πέθαινε από μαχαίρι. Η Κολαβήρ, που το κάτι παραπάνω από εμφανίσιμο πρόσωπό της ησύχασε και καταλάγιασε όταν έμαθε ότι η Αβιέντα δεν ήταν αυτή τη φορά μαζί με τον Ραντ, θα πέθαινε από δηλητήριο. Ο Μάιλαν, με το μυτερό γένι του και τη γλοιώδη φωνή του, θα πέθαινε από δηλητήριο. Το μέλλον είχε βαρύ φόρο αίματος για τους Υψηλούς Άρχοντες του Δακρύου. Ο Άρακομ και ο Μάρακον και ο Γκέγιαμ θα πέθαιναν κι αυτοί, από βίαιο θάνατο — η Μιν πίστευε πως αυτό θα γινόταν στη μάχη. Είπε ότι ποτέ δεν είχε δει τόσους θανάτους σε μια ομάδα ανθρώπων.
Όταν τέλος είδε το αίμα να σκεπάζει το πλατύ πρόσωπο του Γκέγιαμ, την πέμπτη μέρα στην Καιρχίν, ένιωσε τόσο έντονα να την αρρωσταίνει η σκέψη που ο Ραντ την έβαλε να ξαπλώσει και ζήτησε από τη Σούλιν να φέρει ένα υγρό πανί για να βρέξει το μέτωπό της. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά του να καθίσει στο στρώμα πιάνοντάς της το χέρι. Εκείνη του το έσφιγγε με δύναμη.
Όμως δεν έπαψε να τον πειράζει. Δύο φορές ήταν απολύτως σίγουρος πως θα την έβρισκε εκεί: όταν έκανε εξάσκηση με το σπαθί και χόρευε τις στάσεις ξιφομαχίας με τέσσερις-πέντε από τους καλύτερους ξιφομάχους που μπορούσε να βρει μεταξύ των Δακρυνών και των Καιρχινών στρατιωτών, και όταν πάλευε μαζί με τον Ρούαρκ ή τον Γκαούλ και πάσχιζαν να κλωτσήσουν ο ένας τον άλλο στο κεφάλι. Η Μιν πάντα διέτρεχε με το δάχτυλο της το γυμνό του στέρνο και έκανε αστεία για τους βοσκούς που δεν ίδρωναν επειδή είχαν τρίχες πυκνές σαν των προβάτων τους. Μερικές φορές του άγγιζε τη μισογιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό του που δεν γιατρευόταν ποτέ, τον κύκλο από ανοιχτορόδινη σάρκα, αλλά διαφορετικά, μαλακά· ποτέ δεν αστειευόταν γι’ αυτήν. Του τσιμπούσε τον πισινό —κάτι που τον ξάφνιαζε όταν ήταν κι άλλοι μπροστά· οι Κόρες και οι Σοφές σχεδόν έπεφταν κάτω από τα γέλια κάθε φορά που ο Ραντ πεταγόταν από τη θέση του· η Σούλιν έλεγες ότι θα έσκαγε καθώς κρατούσε το γέλιο της— και στριμωχνόταν στην αγκαλιά του φιλώντας τον με κάθε ευκαιρία και έφτανε στο σημείο να τον απειλεί πως θα ερχόταν να του τρίψει την πλάτη στο μπάνιο μια απ’ αυτές τις μέρες. Όταν αυτός προσποιόταν ότι έκλαιγε και τραύλιζε, εκείνη γελούσε και έλεγε πως δεν ήταν αρκετό.
Η Μιν σταματούσε σχεδόν αμέσως αν τύχαινε να χώσει κάποια Κόρη το κεφάλι για να ανακοινώσει τον ερχομό κάποιου, ειδικά του Λόιαλ, ο οποίος ποτέ δεν έμενε πολύ και συνεχώς μιλούσε για τη Βασιλική Βιβλιοθήκη, ή του Πέριν, που έμενε ακόμα λιγότερο και για κάποιο λόγο φαινόταν ολοένα και πιο κουρασμένος. Και κυρίως σταματούσε αμέσως όταν τύχαινε να είναι μαζί με τον Πέριν ή τον Λόιαλ και η Φάιλε. Τις δύο φορές που είχε συμβεί αυτό, η Μιν είχε βρει βιαστικά ένα βιβλίο μεταξύ εκείνων που είχε ο Ραντ στην κρεβατοκάμαρά του και κάθισε προσποιούμενη πως διάβαζε, ανοίγοντάς το κάπου στη μέση για να δείξει ότι το διάβαζε ώρα πολλή. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε τα ψυχρά βλέμματα που αντάλλασσαν οι δύο γυναίκες. Δεν ήταν από έχθρα, ή έστω από αντιπάθεια, όμως ο Ραντ υποψιαζόταν ότι αν έκαναν έναν κατάλογο με τα ονόματα εκείνων που θα προτιμούσαν να μην περνούν χρόνο μαζί τους, το όνομα της κάθε μιας θα ήταν πρώτο-πρώτο στον κατάλογο της άλλης.
Το διασκεδαστικό ήταν ότι τη δεύτερη φορά το βιβλίο ήταν ο δερματόδετος πρώτος τόμος των Δοκιμίων Περί Λογικής του Ντάρια Γκάχαντ, το οποίο ο Ραντ είχε βρει δυσκολοχώνευτο και σκόπευε να το επιστρέψει στη Βιβλιοθήκη την επόμενη φορά που θα περνούσε από κει ο Λόιαλ. Η Μιν συνέχισε να το διαβάζει αρκετή ώρα μετά την αναχώρηση της Φάιλε, και παρ’ όλο που έσμιγε τα φρύδια και μουρμούριζε, εκείνη τη νύχτα το πήρε μαζί της στα δωμάτια της, στα διαμερίσματα των φιλοξενούμενων.
Παρ’ όλο που μεταξύ της Μιν και της Φάιλε επικρατούσε ψυχρή αδιαφορία, μεταξύ της Μιν και της Μπερελαίν δεν υπήρχε έχθρα. Όταν η Σομάρα ανήγγειλε τη Μπερελαίν το δεύτερο απόγευμα, ο Ραντ έβαλε το σακάκι του, βγήκε στον προθάλαμο και κάθισε στην ψηλή επίχρυση καρέκλα στο βάθρο πριν πει στη Σομάρα να την αφήσει να μπει. Η Μιν όμως άργησε να προχωρήσει στο καθιστικό. Η Μπερελαίν μπήκε μέσα μεγαλοπρεπώς, πανέμορφη όπως πάντα, φορώντας ένα μαλακό γαλάζιο φόρεμα που όπως πάντα είχε βαθύ ντεκολτέ — και το βλέμμα της έπεσε στη Μιν, που φορούσε ανοιχτοκόκκινο σακάκι και παντελόνι. Επί αρκετές ατέλειωτες στιγμές, ήταν σαν να μην υπήρχε ο Ραντ. Η Μπερελαίν κοίταξε ολοφάνερα τη Μιν από την κορφή ως τα νύχια. Η Μιν ξέχασε το καθιστικό· έβαλε τα χέρια στους γοφούς και στάθηκε εκεί με το ένα γόνατο λυγισμένο, εξετάζοντας εξίσου απροκάλυπτα τη Μπερελαίν. Χαμογέλασαν η μια της άλλης· ο Ραντ σχεδόν ανατρίχιασε όταν το έκαναν αυτό. Του θύμιζαν δυο γάτες που μόλις είχαν καταλάβει ότι ήταν κλειδωμένες μαζί στο ίδιο δωματιάκι. Η Μιν έδειξε να συμπεραίνει πως δεν υπήρχε πια λόγος να κρύβεται και περπάτησε —η σωστή λέξη θα ήταν «λικνίστηκε»· σε σύγκριση, ο τρόπος που περπατούσε η Μπερελαίν φάνταζε αγορίστικος!— και κάθισε με το ένα γόνατο πάνω στο άλλο, ακόμα χαμογελώντας. Μα το Φως, τι χαμόγελα είχαν εκείνες οι γυναίκες.
Στο τέλος η Μπερελαίν στράφηκε προς τον Ραντ, απλώνοντας τα φουστάνια της και έσκυψε χαμηλά. Ο Ραντ άκουσε τον Λουζ Θέριν να σιγοτραγουδά μέσα στο μυαλό του, απολαμβάνοντας το θέαμα μιας πολύ όμορφης γυναίκας που επεδείκνυε με μεγάλη γενναιοδωρία τα κάλλη της. Και του Ραντ επίσης του άρεσε αυτό που έβλεπε, μολονότι αναρωτιόταν αν έπρεπε να τραβήξει το βλέμμα τουλάχιστον μέχρι να ξαναορθωθεί η Μπερελαίν, όμως υπήρχε λόγος που καθόταν σε βάθρο. Προσπάθησε να μιλήσει με τόνο λογικό και αποφασισμένο.
«Μπερελαίν, του Ρούαρκ του ξέφυγε κατά λάθος ότι παραμελείς τα καθήκοντα σου. Απ’ ότι φαίνεται, κρυβόσουν επί μέρες στα δωμάτια σου μετά την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ. Απ’ ό,τι κατάλαβα, χρειάστηκε να σου μιλήσει αυστηρά για να βγεις έξω». Ο Ρούαρκ δεν το είχε πει ξεκάθαρα, όμως ο Ραντ είχε πάρει αυτή την εντύπωση. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, κάτι που έδειχνε πως σωστά είχε καταλάβει. «Ξέρεις γιατί εδώ έχεις εσύ το πάνω χέρι κι όχι αυτός. Υποτίθεται πως θα άκουγες τις συμβουλές του, όχι ότι θα τα άφηνες όλα πάνω του. Δεν θέλω να αποφασίσουν οι Καιρχινοί να εξεγερθούν νομίζοντας πως έβαλα έναν Αελίτη να τους κυβερνήσει».
«Ήμουν... ανήσυχη, Άρχοντα Δράκοντα». Παρά το δισταγμό, παρά τα κόκκινα μάγουλα, η φωνή της ήταν ήρεμη. «Από τότε που ήρθαν οι Άες Σεντάι, συνεχώς κυκλοφορούν φήμες. Μπορώ να ρωτήσω ποιον σκέφτεσαι να κυβερνήσει εδώ;»
«Την Ηλαίην Τράκαντ. Την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ. Βασίλισσα του Άντορ, τώρα». Ή τουλάχιστον σύντομα. «Δεν ξέρω τι φήμες εννοείς, μα εσύ ασχολήσου με την παλινόρθωση της Καιρχίν, και άσε εμένα να ανησυχώ για τις Άες Σεντάι. Η Ηλαίην θα είναι ευγνώμων γι’ αυτό που κάνεις εδώ». Η Μιν για κάποιο λόγο ξεφύσηξε αρκετά δυνατά.
«Είναι μια καλή επιλογή», είπε συλλογισμένα η Μπερελαίν. «Οι Καιρχινοί θα τη δεχτούν, νομίζω, ίσως τη δεχτούν ακόμα και οι εξεγερθέντες στους λόφους». Αυτό ήταν καλό· η Μπερελαίν ήταν οξυδερκής παρατηρητής των ρευμάτων της πολιτικής, ισάξια των Καιρχινών. Πήρε μια βαθιά ανάσα μπροστά του, κάτι που έκανε τον Λουζ Θέριν να σταματήσει να σιγοτραγουδά. «Όσο για τις Άες Σεντάι... οι φήμες λένε ότι ήρθαν να σε συνοδεύσουν στο Λευκό Πύργο».
«Εγώ όμως είπα, άσε τις Άες Σεντάι πάνω μου». Δεν ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τη Μπερελαίν. Την εμπιστευόταν να κυβερνήσει την Καιρχίν μέχρι που θα ανέβαινε στο Θρόνο του Ήλιου η Ηλαίην, την εμπιστευόταν στο ότι δεν είχε προσωπικές φιλοδοξίες για το θρόνο. Αλλά επίσης ήξερε πως όσο λιγότεροι ήξεραν πως είχε κάποια σχέδια που αφορούσαν τις Άες Σεντάι, τόσο μικρότερη πιθανότητα υπήρχε να μάθαινε η Κόιρεν ότι ο Ραντ σκεφτόταν κάτι πέρα από το χρυσάφι και τα πετράδια της.
Μόλις έκλεισαν οι πόρτες πίσω από τη Μπερελαίν, η Μιν ξεφύσηξε ξανά. Ή μάλλον ρουθούνισε. «Αναρωτιέμαι γιατί κάνει τον κόπο να φορέσει ρούχα. Να δεις που κάποια στιγμή θα της τη φέρουν. Δεν είδα τίποτα χρήσιμο για σένα. Απλώς έναν λευκοντυμένο άνδρα που θα την κάνει να ερωτευτεί ως τα μπούνια. Μερικές γυναίκες είναι ξεδιάντροπες!»
Το ίδιο απόγευμα η Μιν του ζήτησε χρήματα για να πληρώσει ένα ολόκληρο δωμάτιο ράφτρες που είχε φέρει, μιας και είχε έρθει από το Κάεμλυν μόνο με τα ρούχα που φορούσε πάνω της, κι αυτές της έφτιαξαν σακάκια και παντελόνια και μπλούζα από μεταξωτά και μπροκά υφάσματα σε όλα τα χρώματα. Μερικές από τις μπλούζες είχαν αρκετά βαθύ ντεκολτέ, ακόμα κι αν ήταν να τις φορέσει κάτω από σακάκι. Για μερικά παντελόνια ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς θα τα έβαζε η Μιν. Επίσης η Μιν έκανε εξάσκηση στο πέταγμα μαχαιριών. Ο Ραντ είδε σε μια περίπτωση τη Ναντέρα και την Ενάιλα να της δείχνουν το δικό τους τρόπο μάχης με χέρια και πόδια, που ήταν ριζικά διαφορετικός από τον τρόπο των ανδρών· οι Κόρες δεν ήθελαν να τις βλέπει και αρνήθηκαν να συνεχίσουν πριν ο Ραντ φύγει. Ίσως ο Πέριν μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά, μα ο Ραντ αποφάσισε για χιλιοστή φορά πως δεν καταλάβαινε τις γυναίκες και δεν θα τις καταλάβαινε ποτέ.
Κάθε μέρα ερχόταν ο Ρούαρκ στα διαμερίσματα του Ραντ ή πήγαινε αυτός στο γραφείο που μοιραζόταν ο Ρούαρκ με τη Μπερελαίν. Ο Ραντ χαιρόταν που την έβλεπε να δουλεύει αφοσιωμένα ανάμεσα σε αναφορές με θέμα φορτία σιτηρών, επαναπροώθηση προσφύγων, επισκευές από τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο Δεύτερος Πόλεμος των Αελιτών, σε πείσμα όλων των προσπαθειών να ονομάζεται Πόλεμος του Σάιντο. Ο Ρούαρκ ισχυριζόταν πως είχε αποφασίσει να μη δίνει σημασία στους Καιρχινούς που έπαιζαν τζι’ε’τόχ, όπως το αποκαλούσε, αν και ακόμα και τώρα γκρίνιαζε κάθε φορά που έβλεπε Καιρχινή με σπαθί ή νεαρούς και νεαρές με λευκή περιβολή. Οι εξεγερθέντες ακόμα έμοιαζαν να κάθονται στους λόφους σε αναμονή, με τους αριθμούς τους να πληθαίνουν, όμως ούτε κι αυτό τον ένοιαζε. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν οι Σάιντο και το πόσες λόγχες μετακινούνταν ακόμα καθημερινά προς το νότο προς το Δάκρυ. Όσοι ανιχνευτές επέστρεφαν, ανέφεραν κινήσεις των Σάιντο στο Μαχαίρι του Σφαγέα. Δεν υπήρχαν ενδείξεις για την κατεύθυνση που σκόπευαν να ακολουθήσουν και πότε. Ο Ρούαρκ έφτασε στο σημείο να του μεταφέρει τον αριθμό των Αελιτών που τους καταλάμβανε η μελαγχολία και έριχναν κάτω τις λόγχες τους, τον αριθμό εκείνων που αρνιόταν να βγάλουν το λευκό των γκαϊ’σάιν όταν τελείωνε ο χρόνος τους, ακόμα και εκείνων των λίγων που ακόμα έφευγαν προς το βορρά για να πάνε με το Σάιντο. Ήταν σημάδι της ανησυχίας του. Το παράξενο ήταν ότι η Σεβάνα κυκλοφορούσε στις σκηνές, ακόμα και στην πόλη, και είχε φύγει τη μέρα μετά τον ερχομό του Ραντ. Ο Ρούαρκ το μνημόνευσε σαν κάτι ασήμαντο.
«Δεν θα ήταν προτιμότερο να τη συλλάβεις;» ρώτησε ο Ραντ. «Ρούαρκ, ξέρω πως υποτίθεται ότι είναι Σοφή, μα δεν μπορεί να είναι, όπως το καταλαβαίνω εγώ. Δεν θα ξαφνιαζόμουν αν οι Σάιντο άκουγαν τη φωνή της λογικής χωρίς αυτήν».
«Αμφιβάλλω», είπε ξερά ο Ρούαρκ. Καθόταν σε ένα μαξιλαράκι γερμένο στον τοίχο του γραφείου, καπνίζοντας την πίπα του. «Η Άμυς και οι άλλες ανταλλάσσουν ματιές πίσω από την πλάτη της Σεβάνα, μα τη δέχονται σαν Σοφή. Αν οι Σοφές λένε ότι η Σεβάνα είναι Σοφή, τότε είναι. Έχω δει αρχηγούς για τους οποίους δεν θα χαλάλιζα ένα ασκί νερό ακόμα κι αν στεκόμουν ανάμεσα σε δέκα λιμνούλες, μα δεν έπαυαν να είναι αρχηγοί».
Ο Ραντ αναστέναξε και μελέτησε το χάρτη που ήταν απλωμένος στο τραπέζι. Ο Ρούαρκ πραγματικά δεν φαινόταν να τον χρειάζεται· χωρίς να τον κοιτάζει, μπορούσε να ονομάσει όλα τα χαρακτηριστικά των περιοχών που έδειχνε ο χάρτης. Η Μπερελαίν καθόταν στην καρέκλα της με την ψηλή ράχη από την άλλη μεριά του τραπεζιού, με τα πόδια διπλωμένα κάτω από το κορμί της και ένα μάτσο χαρτιά στα γόνατά της. Κρατούσε πένα στο χέρι και είχε ένα μελανοδοχείο στο τραπεζάκι δίπλα στην καρέκλα της. Συχνά σήκωνε το βλέμμα πάνω του, μα όποτε έβλεπε τον Ρούαρκ να την κοιτάζει ξανάσκυβε το κεφάλι στις αναφορές. Για κάποιο λόγο, ο Ρούαρκ έσμιγε τα φρύδια όποτε την κοίταζε, και εκείνη πάντα κοκκίνιζε και έσφιγγε το στόμα πεισματικά. Μερικές φορές ο Ρούαρκ είχε μια αποδοκιμαστική έκφραση, κάτι που δεν είχε νόημα. Η Μπερελαίν εκτελούσε τώρα τα καθήκοντά της.
«Πρέπει να σταματήσεις να στέλνεις εκείνες τις λόγχες νότια», είπε στο τέλος ο Ραντ. Δεν του άρεσε. Ήταν ζωτικής σημασίας να δει ο Σαμαήλ το μεγαλύτερο σφυρί του κόσμου να τον πλησιάζει, μα όχι αν το αντίτιμο ήταν να επιστρέψουν οι Σάιντο στην Καιρχίν απ’ όπου θα έπρεπε πάλι να τους διώξουν. «Δεν βλέπω άλλο τρόπο».
Οι μέρες περνούσαν και όλες με κάποιον τρόπο γέμιζαν. Ο Ραντ είχε χαμογελαστούς άρχοντες και αρχόντισσες, τόσο αβρούς μεταξύ τους που ήταν σίγουρος πως συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλο κάτω από την επιφάνεια. Οι Σοφές τον νουθετούσαν για το πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει τις Άες Σεντάι, είτε του Πύργου είτε του Σαλιντάρ· συγκριτικά με την Άμυς και τη Μπάιρ, η Μελαίν ήταν αρνάκι· η Σορίλεα του πάγωνε το αίμα. Νεαροί Καιρχινοί μονομαχούσαν στους δρόμους παρά την απαγόρευση των μονομαχιών από τον Ρούαρκ. Ο Ρούαρκ το αντιμετώπισε δίνοντάς τους μια γεύση από το τι στ’ αλήθεια σήμαινε να είσαι γκαϊ’σάιν· αφού είχαν καθίσει γυμνοί στον ήλιο όλη μέρα φρουρούμενοι, η ζέση τους καταλάγιασε κάπως, μα ο Ρούαρκ δεν θα παραβίαζε τόσο πολύ τα έθιμα ώστε να ντύσει υδρόβιους στα λευκά, και επίσης εκείνοι τους οποίους είχαν συλλάβει οι Κόκκινες Ασπίδες τώρα κόμπαζαν για την όλη υπόθεση. Το αυτί του Ραντ έπιασε τη Σελάντε που είχε πιάσει μια άλλη νεαρή με σπαθί και κοντοκομμένα μαλλιά και της έλεγε με επιτηδευμένο τόνο ότι ποτέ δεν θα καταλάβαινε πραγματικά το τζι’ε’τόχ αν δεν την είχαν συλλάβει οι Αελίτες. Ήταν εξυψωτική εμπειρία, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
Αλλά παρά το Σάιντο και τους ευγενείς, τις Σοφές και τις ταραχές, παρά την απορία του για το πότε θα επέστρεφε ο Φελ από το ψάρεμα, αυτές οι μέρες φαίνονταν... ευχάριστες. Αναζωογονητικές. Ίσως επειδή ήταν τόσο ξεθεωμένος όταν είχε φτάσει. Και ίσως να έδειχναν έτσι μόνο σε σύγκριση με τις τελευταίες ώρες στο Κάεμλυν, όμως του φαινόταν πως ο Λουζ Θέριν ήταν πιο ήσυχος. Ο Ραντ ένιωθε να απολαμβάνει τα πειράγματα τη Μιν τόσο που μια-δυο φορές χρειάστηκε να θυμίσει στον εαυτό του ότι αυτό ήταν μόνο, πειράγματα. Όταν είχαν περάσει δέκα μέρες που βρισκόταν στην Καιρχίν, σκέφτηκε πως δεν θα ήταν κακή ιδέα να περάσει έτσι την υπόλοιπη ζωή του. Φυσικά ήξερε ότι αυτό δεν θα κρατούσε.
Για τον Πέριν, εκείνες οι δέκα μέρες δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Δεν άργησε να επιζητήσει τη συντροφιά του Λόιαλ, όμως ο Λόιαλ είχε βρει τον παράδεισο στη Βασιλική Βιβλιοθήκη όπου περνούσε σχεδόν ολόκληρη τη μέρα του. Του Πέριν του άρεσε να διαβάζει και θα απολάμβανε εκείνα τα ατέλειωτα δωμάτια γεμάτα βιβλία που έφταναν ως τα ψηλά θολωτά ταβάνια τους, όμως μια Άες Σεντάι στοίχειωνε εκείνα τα δωμάτια, μια λιγνή μελαχρινή που σπανίως βλεφάριζε. Δεν έδειχνε να τον προσέχει, αλλά ο Πέριν δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις Άες Σεντάι ακόμα και πριν τα γεγονότα του Κάεμλυν. Έχοντας στερηθεί σχεδόν τελείως την παρέα του Λόιαλ, ο Πέριν πήγαινε συχνά για κυνήγι με τον Γκαούλ, και μερικές φορές με τον Ρούαρκ, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Πέτρα και τον είχε συμπαθήσει. Το πρόβλημα του Πέριν ήταν η γυναίκα του. Ή ίσως η Μπερελαίν. Ή και οι δύο. Αν ο Ραντ δεν ήταν τόσο πολυάσχολος, ο Πέριν θα ζητούσε τη συμβουλή του. Μ’ ένα γενικό τρόπο· ο Ραντ ήξερε από γυναίκες, μα υπήρχαν πράγματα για τα οποία ένας άνδρας δεν μπορούσε να μιλήσει ξεκάθαρα.
Αυτό είχε αρχίσει από την πρώτη κιόλας μέρα, όταν είχαν φτάσει τόσο πρόσφατα στην Καιρχίν που μόλις και είχαν προλάβει να δουν τα δωμάτιά τους στο Παλάτι του Ήλιου. Η Φάιλε έφυγε με τη Μπάιν και την Τσιάντ για να εξερευνήσουν, και ο Πέριν γδύθηκε ως τη μέση και πλενόταν όταν ξαφνικά μύρισε άρωμα, όχι βαρύ αλλά αρκετά δυνατό για τη μύτη του, και μια ζεστή φωνή πίσω του είπε, «Πάντα πίστευα πως έχεις όμορφη πλάτη, Πέριν».
Εκείνος στριφογύρισε τόσο απότομα που έριξε το λαβομάνο. «Άκουσα ότι ήρθες με τη... σύζυγο σου;» Η Μπερελαίν στεκόταν στην είσοδο του καθιστικού, χαμογελώντας.
Ναι, έτσι ήταν· είχε μια σύζυγο η οποία δεν θα χαιρόταν αν τον έβρισκε μόνο, με βγαλμένο το πουκάμισο, παρέα με μια γυναίκα που φορούσε τέτοιο φόρεμα. Ειδικά αν η γυναίκα ήταν η Πρώτη του Μαγιέν. Έβαλε όπως-όπως ένα πουκάμισο, είπε στη Μπερελαίν ότι η Φάιλε είχε βγει, ότι δεν ήξερε πότε θα επέστρεφε για να δεχθεί επισκέπτες, και την έβγαλε από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε — μόνο που δεν την έπιασε να την πετάξει. Σκέφτηκε πως αυτό ήταν όλο· η Μπερελαίν είχε φύγει, και ο ίδιος είχε καταφέρει να πει τη Φάιλε «σύζυγο του» έξι φορές σε έξι προτάσεις και δυο φορές να προσθέσει πόσο την αγαπούσε. Η Μπερελαίν ήξερε πως ήταν παντρεμένος, ήξερε πως αγαπούσε τη γυναίκα του, και αυτό κανονικά θα ήταν το τέλος.
Όταν επέστρεψε η Φάιλε λίγη ώρα αργότερα, έκανε δύο βήματα στο υπνοδωμάτιο και άρχισε να αναδίδει οσμές ζήλιας και οργής, έντονες, οξύτατες, ένα μίγμα που μπορούσε να του φέρει αιμορραγία στη μύτη. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε· ακόμα μύριζε το άρωμα της Μπερελαίν, όμως η αίσθηση της όσφρησης του ήταν αναπτυγμένη σαν των λύκων. Η Φάιλε αποκλείεται να το είχε μυρίσει. Ήταν πολύ παράξενο. Η Φάιλε χαμογέλασε. Ούτε μια απρεπής λέξη δεν βγήκε από τα χείλη της. Ήταν τρυφερή όπως πάντα, πιο φλογερή απ’ όσο συνήθως, και του έγδαρε βαθιές αυλακιές στην πλάτη με τα νύχια της, κάτι που δεν είχε κάνει άλλοτε.
Αργότερα, εξετάζοντας τα ματωμένα αυλάκια στο φως της λάμπας, του δάγκωσε μαλακά το αυτί και γέλασε. «Στη Σαλδαία», μουρμούρισε, «κάνουμε μια κοψιά στο αυτί του αλόγου, αλλά νομίζω ότι αυτό αρκεί για να σε σημαδέψω». Ενώ συνεχώς ανέδιδε τη δυσωδία της ζήλιας και της οργής.
Αν αυτό ήταν όλο, τότε το ζήτημα θα είχε κλείσει· η ζήλια της Φάιλε μπορεί να ξεσπούσε σαν τη φλόγα του καμινιού που μουγκρίζει στον δυνατό αέρα, όμως πάντα καταλάγιαζε εξίσου γοργά, όταν εκείνη συνειδητοποιούσε πως δεν υπήρχε λόγος. Το επόμενο πρωί, όμως, ο Πέριν την είδε να μιλά με τη Μπερελαίν στο διάδρομο, ενώ και οι δύο χαμογελούσαν του καλού καιρού. Το αυτί του έπιασε το τελευταίο που είπε η Μπερελαίν φεύγοντας. «Πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου». Ήταν παράξενο που ένα τέτοιο σχόλιο είχε κάνει μια τόσο δριμεία οσμή να ξεπηδήσει από τη Φάιλε.
Ρώτησε τη Φάιλε για τι υποσχέσεις μιλούσε η Φάιλε, και ίσως ήταν λάθος του. Εκείνη βλεφάρισε —καμιά φορά ξεχνούσε τη δύναμη της ακοής του— και είπε, «Ειλικρινά δεν θυμάμαι. Είναι από τις γυναίκες που κάνουν κάθε λογής υποσχέσεις που δεν μπορούν να τις τηρήσουν». Το αποτέλεσμα ήταν κι άλλες αυλακιές στους ώμους του, και καλά-καλά δεν είχε μεσημεριάσει ακόμα!
Η Μπερελαίν άρχισε να τον παραμονεύει. Στην αρχή αυτός δεν το πήρε έτσι. Η γυναίκα είχε φλερτάρει μια φορά μαζί του, στην Πέτρα του Δακρύου, με ήπιο τρόπο —ο Πέριν ήταν σίγουρος πως δεν εννοούσε τίποτα μ’ αυτό— και τώρα ήξερε πως ήταν παντρεμένος. Επρόκειτο για μια σειρά τυχαία ανταμώματα στους διαδρόμους, απ’ ό,τι φαινόταν, μερικές αθώες λέξεις ειπωμένες σχεδόν αφηρημένα. Αλλά μετά από λίγο ο Πέριν κατάλαβε πως ή το γεγονός πως ήταν τα’βίρεν αλλοίωνε τις πιθανότητες, ή η Μπερελαίν το έκανε επίτηδες, όσο απίθανο κι αν φάνταζε αυτό. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του πως ήταν γελοίο. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του πως περνιόταν για ομορφονιός σαν τον Γουίλ αλ’Σήν. Ο Γουίλ ήταν ο μόνος άνδρας που ο Πέριν είχε δει να τον κυνηγούν οι γυναίκες· τον Πέριν Αϋμπάρα πάντως δεν τον κυνηγούσαν ποτέ. Όμως ήταν τόσο πολλές αυτές οι «τυχαίες» συναντήσεις.
Η Μπερελαίν πάντα τον άγγιζε. Όχι επιδεικτικά, απλώς με δάχτυλα στο χέρι για μια στιγμή, στο μπράτσο, στον ώμο του. Δεν άξιζε να δίνει σημασία. Την τρίτη μέρα, του ήρθε στο μυαλό μια ιδέα που έκανε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκωθούν όρθιες. Όταν δάμαζες ένα άλογο που δεν το είχε καβαλήσει ποτέ κανείς, άρχιζες με ανάλαφρα αγγίγματα, ώσπου το ζώο γνώριζε ότι το άγγιγμά σου δεν πονούσε, και μετά δεχόταν ακίνητο το χέρι σου. Μετά ερχόταν η κουβέρτα της σέλας, και αργότερα η σέλα. Το χαλινάρι ήταν πάντα τελευταίο.
Άρχισε να φοβάται το άρωμα του Μπερελαίν όταν ερχόταν πίσω από τις στροφές του διαδρόμου. Άρχισε να κατευθύνεται προς την αντίθετη μεριά όταν το πρωτοσμιζόταν, αλλά δεν μπορούσε να το έχει στο νου του όλες του τις στιγμές. Κατ’ αρχάς υπήρχε πλήθος υπεροπτικών και ανόητων Καιρχινόπουλων, κυρίως γυναίκες, που μπαινόβγαιναν στο Παλάτι. Γυναίκες που έφεραν σπαθιά! Ο Πέριν λοξοδρομούσε για να αποφύγει τους άνδρες και τις γυναίκες που του έκλειναν σκοπίμως το δρόμο. Δυο φορές είχε αναγκαστεί να ρίξει κάποιον κάτω, όταν οι βλάκες δεν τον άφηναν να περάσει από πλάι αλλά επέμεναν να μπαίνουν μπροστά του. Ένιωθε άσχημα γι’ αυτό —οι Καιρχινοί έδειχναν μικροκαμωμένοι μπροστά του— αλλά δεν μπορούσες να το ρισκάρεις όταν είχες μπροστά σου έναν άνδρα με το χέρι στο θηκάρι του σπαθιού του. Μια φορά είχε δοκιμάσει το ίδιο μια γυναίκα, κι όταν ο Πέριν της είχε πάρει το σπαθί αυτή τον ακολούθησε κάνοντας φασαρία ώσπου της το είχε δώσει πίσω, κίνηση που τη σοκάρισε και την έκανε να του φωνάζει πως δεν είχε τιμή, ώσπου την πήραν αλλού κάτι Κόρες κατσαδιάζοντάς την.
Εκτός αυτού, ο κόσμος ήξερε πως ήταν φίλος του Ραντ. Ακόμα κι αν δεν είχε φτάσει με τον-τρόπο αυτό, μερικοί Αελίτες και μερικοί Δακρυνοί τον θυμούνταν από την Πέτρα και το νέο διαδόθηκε. Άρχοντες και αρχόντισσες που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του έρχονταν και του συστήνονταν στους διαδρόμους, ενώ Δακρυνοί Υψηλοί Άρχοντες που στο Δάκρυ τον κοίταζαν αφ’ υψηλού τώρα στην Καιρχίν του απευθύνονταν σαν να ήταν παλιόφιλοι. Οι περισσότεροι μύριζαν φόβο και μια άλλη μυρωδιά την οποία δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Κατάλαβε κάποια στιγμή πως όλοι ήθελαν το ίδιο πράγμα.
«Φοβάμαι πως ο Άρχοντας Δράκοντας δεν μου εμπιστεύεται τα πάντα, Αρχόντισσά μου», είπε ευγενικά σε μια γυναίκα με ψυχρά μάτια ονόματι Κολαβήρ, «κι όταν το κάνει, δεν θα περίμενες να προδώσω την εμπιστοσύνη του». Το χαμόγελό της φάνηκε να παγώνει· ίσως αναρωτιόταν πώς μπορούσε να τον γδάρει για να τον κάνει χαλάκι. Είχε μια παράξενη μυρωδιά, σκληρή και λεία και κάπως... απόμακρη.
«Στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι προθέσεις έχει ο Ραντ», είπε στον Μάιλαν. Ο άλλος παραλίγο θα του έριχνε εκείνο το βλέμμα αφ’ υψηλού, παρ’ όλο που του χαμογελούσε πλατιά σαν την Κολαβήρ. Είχε κι αυτός την ίδια μυρωδιά, εξίσου έντονα. «Ίσως πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο».
«Αν ήξερα, δεν θα το διαλαλούσα σ’ ολόκληρη την πόλη», είπε σε μια ασπρομάλλα νυφίτσα με άφθονα δόντια, έναν άνδρα ονόματι Μαρίνγκιλ. Είχε αρχίσει να κουράζεται από όλες αυτές τις προσπάθειες να τον ψαρέψουν. Κι ο Μαρίνγκιλ επίσης ανέδιδε την ίδια μυρωδιά, εξίσου έντονα με την Κολαβήρ και τον Μάιλαν.
Αυτοί οι τρεις την είχαν πιο δυνατή από κάθε άλλον, κι ο Πέριν ήξερε βαθιά μέσα του ότι ήταν μια επικίνδυνη μυρωδιά, σαν ξερή βουνοκορφή πριν την κατολίσθηση.
Έχοντας από τη μια το νου του για κείνους τους νεαρούς βλάκες και από την άλλη εκείνη τη μυρωδιά στη μύτη, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την οσμή της Μπερελαίν παρά μόνο όταν εκείνη συσπειρωνόταν για να ορμήξει. Για την ακρίβεια, προχωρούσε με μια αιθέρια κίνηση στους διαδρόμους σαν κύκνος σε ήσυχη λιμνούλα, μα ο Πέριν την ένιωθε να καμπουριάζει για να ορμήξει.
Ανέφερε τη Φάιλε τόσες φορές που έχασε το μέτρημα· η Μπερελαίν δεν έδειχνε να ακούει. Της ζητούσε να σταματήσει· η Μπερελαίν τον ρωτούσε τι εννοούσε. Της είπε να τον αφήσει ήσυχο· η Μπερελαίν γέλασε και του χάιδεψε το μάγουλο και ρώτησε τι έπρεπε να σταματήσει. Και φυσικά η Φάιλε διάλεξε εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να ξεπροβάλλει από τον άλλο διάδρομο της διασταύρωσης, ακριβώς τη στιγμή πριν κάνει ο Πέριν πίσω. Της Φάιλε σίγουρα της είχε φανεί ότι ο Πέριν είχε αποτραβηχτεί επειδή την είχε δει. Δίχως στιγμή δισταγμού, η Φάιλε έστριψε επιτόπου, χωρίς να ταχύνει ή να βραδύνει το βήμα της.
Ο Πέριν έτρεξε στο κατόπι της και άρχισε να βαδίζει πλάι της μέσα σε οδυνηρή βουβαμάρα. Δεν μπορούσες να πεις αυτό που ήθελες να πεις μπροστά σε άλλους. Η Φάιλε χαμογελούσε ευχάριστα σ’ όλο το δρόμο για τα δωμάτιά τους, όμως εκείνη η δριμεία, δριμύτατη οσμή δεν έφευγε από τα ρουθούνια του.
«Δεν ήταν αυτό που φαινόταν», της είπε μόλις έκλεισε η πόρτα. Η Φάιλε δεν έβγαλε τσιμουδιά· απλώς ύψωσε τα φρύδια με μια σιωπηλή ερώτηση. «Ή μάλλον ήταν — η Μπερελαίν μου χάιδεψε το μάγουλο—» Το χαμόγελο δεν χάθηκε μα τα φρύδια της χαμήλωσαν βλοσυρά και η δριμεία μυρωδιά έγινε πιο σκληρή. «-μα το έκανε μόνη της. Δεν την ενθάρρυνα, Φάιλε. Το έκανε μόνη της». Ευχήθηκε να έλεγε κάτι η Φάιλε· μέχρι τώρα απλώς τον κοίταζε. Του φαινόταν ότι περίμενε, όμως τι άραγε; Τότε η έμπνευση τον άρπαξε από το λαιμό και, όπως φαινόταν να συμβαίνει συχνά όταν μιλούσε στη Φάιλε, άρχισε να τον στραγγαλίζει. «Φάιλε, συγγνώμη». Ο θυμός έγινε ξυράφι.
«Κατάλαβα», είπε εκείνη ανέκφραστα, και βγήκε ήρεμα από το δωμάτιο.
Είχε κάνει τη γκάφα του λοιπόν, αν και δεν ήξερε πώς. Είχε ζητήσει συγγνώμη, και δεν είχε κάνει τίποτα για το οποίο όφειλε να απολογηθεί.
Το ίδιο απόγευμα άκουσε κατά λάθος τη Μπάιν και την Τσιάντ να συζητούν, αν ήταν δυνατόν, μήπως έπρεπε να βοηθήσουν τη Φάιλε να τον δείρει! Δεν ήξερε αν το είχε προτείνει η Φάιλε —ήταν άγρια, μα τόσο άγρια;— όμως ο Πέριν υποψιαζόταν ότι οι δύο είχαν φροντίσει να τις ακούσει, κάτι που τον έκανε να θυμώσει. Ήταν φως-φανάρι ότι η γυναίκα του συζητούσε τις υποθέσεις των δυο τους με τη Μπάιν και την Τσιάντ, ζητήματα που έπρεπε να μένουν μεταξύ συζύγων, κι αυτό τον έκανε να θυμώνει ακόμα περισσότερο. Για ποια άλλα θέματα του βίου τους φλυαρούσε πίνοντας το τσάι της; Εκείνη τη νύχτα, μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα του, η Φάιλε παρά τη ζέστη έβαλε μια χοντρή μάλλινη νυχτικιά. Όταν ο Πέριν προσπάθησε να τη φιλήσει για καληνύχτα, σχεδόν δειλά, εκείνη μουρμούρισε ότι είχε περάσει μια κουραστική μέρα και του γύρισε την πλάτη. Η μυρωδιά της έδειχνε οργή, εξαιρετικά έντονη.
Ο Πέριν δεν μπορούσε να κοιμηθεί μ’ αυτή τη μυρωδιά, και όσο περισσότερο έμενε ξαπλωμένος εκεί δίπλα της, μελετώντας το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι, τόσο πιο πολύ θύμωνε. Γιατί του το έκανε αυτό; Δεν έβλεπε ότι αγαπούσε αυτήν και μόνο αυτήν; Δεν της είχε δείξει και ξαναδείξει ότι αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα στη ζωή του ήταν να την έχει για πάντα στην αγκαλιά του; Αυτός έφταιγε που μια χαζή γυναίκα είχε τρελαθεί και φλέρταρε μαζί του; Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να πιάσει τη Φάιλε, να τη γυρίσει ανάποδα και να τη δείρει στον πισινό μέχρι να καταλάβει το λάθος της. Όμως αυτό το είχε ξανακάνει μια φορά, τότε που η Φάιλε νόμιζε πως μπορούσε να του ρίχνει γροθιές όποτε ήθελε να τονίσει κάτι. Μακροπρόθεσμα, ο Πέριν είχε πονέσει περισσότερο απ’ αυτήν· δεν του άρεσε ούτε καν η σκέψη ότι θα πονούσε η Φάιλε. Ήθελε ειρήνη μαζί της. Μαζί της και μόνο μαζί της.
Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος για την απόφαση που πήρε καθώς ξάπλωνε εκεί με το πρώτο γκρίζο φως της αυγής στα παράθυρα την έκτη μέρα στην Καιρχίν. Στο Δάκρυ, η Μπερελαίν φλερτάριζε τουλάχιστον με δέκα άνδρες, απ’ όσο ήξερε ο Πέριν· όποιος κι αν ήταν ο λόγος που τον είχε βάλει στόχο, θα στρεφόταν σε άλλον αν ο Πέριν χανόταν για καιρό. Και όταν η Μπερελαίν διάλεγε άλλο θύμα, τότε η Φάιλε θα ερχόταν στα συγκαλά της. Φαινόταν απλό.
Μόλις ντύθηκε λοιπόν, πήγε να βρει τον Λόιαλ, έφαγε πρωινό μαζί του και μετά τον συνόδευσε στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Κι όταν είδε εκείνη τη λεπτή Άες Σεντάι και ο Λόιαλ του είπε ότι βρισκόταν εκεί κάθε μέρα —ο Λόιαλ ήταν διστακτικός απέναντι στις Άες Σεντάι, αλλά δεν θα τον πείραζε ακόμα κι αν ήταν πενήντα απ’ αυτές γύρω του— ο Πέριν βρήκε με τη μυρωδιά τον Γκαούλ και τον ρώτησε αν ήθελε να πάει για κυνήγι. Φυσικά, δεν υπήρχαν πολλά ελάφια και λαγοί στους λόφους κοντά στην πόλη, όμως η μύτη του Πέριν θα μπορούσε να τους οδηγήσει ίσια σε αρκετά θηράματα αν αυτό που ήθελε ήταν το κρέας τους. Ποτέ δεν έβαζε βέλος στη χορδή, απλώς επέμενε να μένει εκτός παλατιού ώσπου ο Γκαούλ τον ρωτούσε αν σκόπευε να κυνηγήσει νυχτερίδες με το φως της ημισελήνου· μερικές φορές ο Πέριν ξεχνούσε ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν έβλεπαν τόσο καλά τη νύχτα. Την επόμενη μέρα ήταν πάλι έξω για κυνήγι ώσπου να πέσει το σκοτάδι, το ίδιο και κάθε μέρα από κει και πέρα.
Το πρόβλημα ήταν ότι το απλό σχέδιο του δεν απέδιδε καρπούς. Όταν την πρώτη νύχτα ξαναγύρισε στο Παλάτι του Ήλιου με το αχόρδιστο τόξο στον ώμο του, με μια γλυκιά κούραση από το περπάτημα, μόνο μια τυχαία πνοή του αέρα του έφερε τη μυρωδιά της Μπερελαίν αρκετά έγκαιρα ώστε να τον σταματήσει πριν μπει στον κύριο προθάλαμο του Παλατιού. Ο Πέριν έκανε νόημα στους Αελίτες φρουρούς να μην ανοίξουν το στόμα τους και πήγε από γύρω σε μια είσοδο υπηρετών, όπου αναγκάστηκε να χτυπήσει δυνατά για να του ανοίξει ένας νυσταγμένος υπηρέτης. Την άλλη βραδιά, η Μπερελαίν περίμενε στο διάδρομο έξω από τα δωμάτιά του· ο Πέριν αναγκάστηκε να κρύβεται πίσω από τη γωνία τη μισή νύχτα πριν εκείνη καταθέσει τα όπλα. Κάθε νύχτα τον περίμενε κάπου, λες και μπορούσε να προσποιηθεί πως η συνάντηση ήταν τυχαία μια τέτοια ώρα που κανείς άλλος δεν ξαγρυπνούσε εκτός από μερικούς υπηρέτες. Ήταν η απόλυτη τρέλα· γιατί δεν ασχολιόνταν με κάποιον άλλο; Και κάθε νύχτα, όταν ο Πέριν τρύπωνε επιτέλους στο υπνοδωμάτιό του με τις μπότες στο χέρι, η Φάιλε κοιμόταν φορώντας εκείνη την παλιονυχτικιά. Πολύ πριν την έκτη συνεχή ξάγρυπνη νύχτα, ο Πέριν ήταν έτοιμος να παραδεχτεί ότι τα είχε κάνει θάλασσα, αν και ακόμα δεν καταλάβαινε πώς. Το μόνο που ήθελε ήταν μια λέξη από τη Φάιλε, μια νύξη για το τι έπρεπε να κάνει. Το μόνο που άκουγε ήταν ο ήχος των δοντιών του που έτριζαν στο σκοτάδι.
Τη δέκατη μέρα ο Ραντ έλαβε άλλη μια παράκληση από την Κόιρεν για να τη δεχθεί σε ακρόαση, εξίσου ευγενικά διατυπωμένη όπως και οι πρώτες τρεις. Έμεινε για λίγο τρίβοντας τη χοντρή κρεμ περγαμηνή με το δείκτη και τον αντίχειρα, ενώ συλλογιζόταν. Δεν είχε τρόπο να πει πόσο απείχε η Αλάνα κρίνοντας μόνο από την αίσθησή της, συγκρίνοντας όμως το πόσο δυνατή ήταν εκείνη η αίσθηση την πρώτη μέρα με το πόσο δυνατή ήταν τώρα, υπολόγιζε πως η Αλάνα ίσως ήταν στα μισά του δρόμου για την Καιρχίν. Αν ήταν έτσι, τότε η Μεράνα δεν χασομερούσε. Αυτό ήταν καλό. Την ήθελε πρόθυμη. Και μεταμελημένη αν ένιωθε καλά θα ήταν, μα αυτό ήταν στη σφαίρα της φαντασίας του· η Μεράνα ήταν Άες Σεντάι. Δέκα ακόμα μέρες για να φτάσουν στην Καιρχίν, αν συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό, κάτι πολύ πιθανό. Υπήρχε χρόνος για να συναντηθεί άλλες δυο φορές με την Κόιρεν, έτσι ώστε να είχε παραχωρήσει σε κάθε ομάδα από τρεις ακροάσεις. Ας το σκεφτόταν αυτό η Μεράνα όταν θα έφτανε. Δεν θα είχε κανένα πλεονέκτημα, ο Λευκός Πύργος θα ήταν απέναντι της, και δεν θα υπήρχε λόγος να μάθει η Μεράνα ότι ο Ραντ θα προτιμούσε να χώσει το χέρι του σε λάκκο με οχιές παρά να πάει στον Πύργο, ειδικά με την Ελάιντα Άμερλιν. Δέκα ακόμα μέρες, και θα έτρωγε τις μπότες του αν περνούσαν δέκα επιπλέον απ’ αυτές πριν η Μεράνα συμφωνήσει να του παραχωρήσει την υποστήριξη του Σαλιντάρ, δίχως ανοησίες περί καθοδήγησης και συμβουλών. Τότε, επιτέλους, θα μπορούσε να στρέψει αμέριστη την προσοχή του στον Σαμαήλ.
Ενώ ο Ραντ καθόταν για να γράψει στην Κόιρεν ότι μπορούσε να φέρει δύο αδελφές της στο Παλάτι του Ήλιου το επόμενο απόγευμα, ο Λουζ Θέριν άρχισε να μουρμουρίζει καθαρά, Ναι. Ο Σαμαήλ. Αυτή τη φορά θα τον σκοτώσω. Τον Ντεμάντρεντ και τον Σαμαήλ και όλους, αυτή τη φορά. Ναι, θα τους σκοτώσω.
Ο Ραντ σχεδόν δεν τον άκουγε.