Όταν η Εγκουέν είδε τη Νυνάβε και την Ηλαίην, δεν βγήκε από το όνειρο· πήδηξε αλλού. Όχι πίσω στο κοιμώμενο σώμα της στην Καιρχίν —η νύχτα μόλις είχε αρχίσει— αλλά σε έναν αχανή ζόφο γεμάτο με τρεμολάμποντα στίγματα φωτός, που ξεπερνούσαν κατά πολύ το πλήθος των αστεριών του ουρανού, το καθένα τους σαφές και διακριτό ως εκεί που έβλεπαν τα μάτια της. Αν, δηλαδή, είχε μάτια για να δει εδώ. Ασχημάτιστη, αιωρήθηκε στο άπειρο μεταξύ του Τελ’αράν’ριοντ και του ξυπνητού κόσμου, στο στενό χάσμα μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας.
Αν είχε καρδιά εδώ, θα βροντοχτυπούσε σαν τρελό ταμπούρλο. Μάλλον δεν την είχαν δει, αλλά τι γύρευαν εκεί, σε ένα μέρος του Πύργου που δεν είχε τίποτα το ενδιαφέρον; Σ’ αυτές τις νυχτερινές εξορμήσεις, η Εγκουέν απέφευγε επιμελώς το γραφείο της Αμερλιν, τους κοιτώνες των μαθητευομένων, ακόμα και τους κοιτώνες των Αποδεχθεισών. Πάντα της φαινόταν ότι ακόμα κι όταν δεν ήταν εκεί η Νυνάβε ή Ηλαίην, όλο και κάποια άλλη θα εμφανιζόταν. Θα μπορούσε φυσικά να είχε πλησιάσει τη Νυνάβε ή την Ηλαίην —σίγουρα ήξεραν να κρατάνε μυστικά— αλλά κάτι της είπε να μην το κάνει· είχε ονειρευτεί ότι το έκανε, και πάντα ήταν ένας εφιάλτης. Όχι από εκείνους που σε ξυπνούν λουσμένο στον κρύο ιδρώτα, αλλά από το είδος που σε έκανε να σπαρταράς με ταραχή. Εκείνες οι γυναίκες. Ήξεραν, άραγε, οι Άες Σεντάι του Σαλιντάρ ότι υπήρχαν ξένες που περιπλανούνταν στον Πύργο του Κόσμου των Ονείρων; Αν όχι, δεν είχε τρόπο να τις προειδοποιήσει. Δεν είχε διέξοδο. Τι βάσανο κι αυτό!
Ο μεγάλος έναστρος ωκεανός του σκότους στροβιλιζόταν γύρω της κι έμοιαζε να κινείται, ενώ αυτή έμενε ακίνητη. Ήταν ένα ψάρι σ’ αυτόν τον ωκεανό, κολυμπούσε με αυτοπεποίθηση, χωρίς να το σκέφτεται, όπως και τα ψάρια δεν σκέφτονταν τη θάλασσα. Αυτά τα τρεμοφέγγοντα φώτα ήταν όνειρα, όλα τα όνειρα όλων των ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο. Απ’ όλους τους κόσμους, μέρη που δεν ήταν σαν τον κόσμο που γνώριζε, κόσμους εντελώς διαφορετικούς. Η Βέριν Σεντάι της είχε πρωτοπεί γι’ αυτούς, οι Σοφές το είχαν επιβεβαιώσει, κι η ίδια είχε δει φευγαλέα πράγματα, όπως κρυφοκοίταζε, που δεν μπορούσε να τα πιστέψει, ούτε ακόμα και για όνειρο. Δεν επρόκειτο για εφιάλτες —οι εφιάλτες πάντα έμοιαζαν λουσμένοι στο κόκκινο ή στο γαλάζιο ή σ’ ένα θολό γκρίζο σαν βαθιά σκιά — αλλά ήταν γεμάτα με απίστευτα πράγματα. Το καλύτερο θα ήταν να τα αποφεύγει· ήταν σαφές ότι δεν είχε θέση σ’ εκείνους τους κόσμους. Το να τρυπώνεις σ’ ένα τέτοιο όνειρο ήταν σαν να περικυκλώνεσαι ξαφνικά από σπασμένους καθρέφτες, με τα πάντα να στριφογυρίζουν, χωρίς να έχεις τρόπο να διακρίνεις το πάνω από το κάτω. Της ερχόταν αναγούλα, κι αφού δεν είχε στομάχι εδώ, θα τα έβγαζε όλα όταν ξυπνούσε. Δεν ήταν σωστό να ξυπνάς κάνοντας εμετό.
Είχε μάθει μερικά πράγματα μόνη της εδώ, τα είχε προσθέσει σ’ αυτά που της είχαν διδάξει οι Σοφές, είχε τολμήσει να πλησιάσει εκεί που θα της έφραζαν το δρόμο. Όμως... Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ήξερε περισσότερα, πολλά περισσότερα, αν είχε μια ονειροβάτισσα να την επιβλέπει. Θα της έλεγε ότι το ένα ήταν πολύ επικίνδυνο και το άλλο απαγορευμένο, πράγματι, αλλά επίσης θα της πρότεινε και τι να δοκιμάσει. Πολύ πιο πέρα από τα απλά πραγματάκια που είχε ξεδιαλύνει εύκολα —όχι εύκολα· ποτέ εύκολα— είχε φτάσει σε ένα σημείο που μπορούσε να υπολογίσει μόνη της το επόμενο βήμα, αλλά υπήρχαν βήματα τα οποία οι Σοφές Ονειροβάτισσες είχαν κάνει πριν από πολύ καιρό. Αυτό που, για να το μάθει μόνη της, χρειαζόταν ένα μήνα, θα της το δίδασκαν σε μια νύχτα, σε μια ώρα. Όταν αποφάσιζαν ότι ήταν έτοιμη. Ποτέ πιο πριν. Αυτό την έτσουζε, τη στιγμή που το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει. Να μάθει τα πάντα. Τώρα αμέσως.
Κάθε φως φαινόταν πανομοιότυπο με τα υπόλοιπα, όμως κάποια η Εγκουέν είχε μάθει να τα αναγνωρίζει. Δεν ήξερε πώς ακριβώς, κι αυτό την ενοχλούσε. Ήταν κάτι που ούτε καν οι Σοφές δεν το ήξεραν. Πάντως, από τη στιγμή που πρώτα αναγνώριζε ποιο όνειρο ανήκε σε ποιον άνθρωπο, μπορούσε να ξαναβρεί το όνειρο αυτού του ανθρώπου σαν βέλος που έβρισκε το στόχο, ακόμα κι αν ο άνθρωπος βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Αυτό το φως ήταν η Μπερελαίν, η Πρώτη του Μαγιέν, η γυναίκα την οποία ο Ραντ είχε τοποθετήσει επικεφαλής της Καιρχίν. Η Εγκουέν ένιωθε άβολα να κοιτάζει τα όνειρα της Μπερελαίν. Συνήθως, ήταν όμοια με των άλλων γυναικών —όλες οι γυναίκες ενδιαφέρονται εξίσου για την εξουσία, την πολιτική και την τελευταία μόδα στα φορέματα— αλλά μερικές φορές η Μπερελαίν ονειρευόταν άνδρες, ακόμα κι άνδρες τους οποίους γνώριζε η Εγκουέν, με τέτοιο τρόπο, ώστε η Εγκουέν κοκκίνιζε όταν τα θυμόταν.
Κι εκείνη η κάπως μουντή λάμψη πιο πέρα ήταν ο Ραντ, με τα όνειρά του προστατευμένα πίσω από ένα ξόρκι φύλαξης υφασμένο από σαϊντίν. Παραλίγο θα κοντοστεκόταν —την πίκαρε το γεγονός ότι κάτι το οποίο δεν μπορούσε ούτε να το δει, ούτε να το νιώσει, την έκλεινε απ’ έξω σαν πέτρινο τείχος— αλλά αντιθέτως το άφησε να περάσει. Δεν έβρισκε ελκυστικό να περάσει άλλη μια βραδιά άκαρπης προσπάθειας.
Αυτό το μέρος στρέβλωνε την απόσταση με τον τρόπο που ο Τελ’αράν’ριοντ στρέβλωνε το χρόνο. Ο Ραντ κοιμόταν στο Κάεμλυν, εκτός αν είχε πεταχτεί στο Δάκρυ, κάτι που η Εγκουέν ήθελε πολύ να μάθει πώς το έκανε, αλλά κάπου κοντά στο όνειρό του είδε άλλο ένα φως, το οποίο αναγνώριζε. Ήταν η Μπάιρ, στην Καιρχίν, εκατοντάδες λεύγες μακριά από τον Ραντ· Η Εγκουέν ήξερε καλά ότι ο Ραντ, όπου κι αν βρισκόταν απόψε, δεν ήταν πάντως στην Καιρχίν, Πώς το έκανε;
Το λιβάδι με τα φώτα απομακρύνθηκε θολώνοντας από την ταχύτητα, καθώς η Εγκουέν έφευγε από το όνειρο της Σοφής. Αν είχε δει επίσης την Άμυς και τη Μελαίν, ίσως να μην το έσκαγε, αλλά αν οι άλλες δύο Ονειροβάτισσες έβλεπαν όνειρο στον ύπνο τους, ίσως ονειροβατούσαν. Μπορεί κάποια απ’ αυτές να ήταν εδώ κοντά της, έτοιμη να πέσει πάνω της και να τη βγάλει από το όνειρο ή να τη βάλει στο όνειρο της ονειροβάτισσας. Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι μπορούσε να τις αντιμετωπίσει, προς το παρόν. Θα ήταν στο έλεος της άλλης, θα ήταν ένα απλό μέρος του ονείρου της. Το να συγκρατείς τον εαυτό σου μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου ήταν δύσκολο, ακόμα κι όταν ο ονειρευόμενος ήταν ένας απλός άνθρωπος που δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε, αν και δεν ήταν πιο δύσκολο από το να βγεις πριν σταματήσει να σε ονειρεύεται, κάτι που ήταν απίθανο να γίνει πριν ξυπνήσει ενώ εσύ ήσουν ακόμα στο όνειρο. Με μια ονειροβάτισσα, που είχε επίγνωση των ονείρων της όσο και του ξυπνητού κόσμου, ήταν αδύνατον. Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση.
Τότε της πέρασε από το νου ότι φερόταν ανόητα. Άδικα έτρεχε. Αν την είχαν ανακαλύψει η Άμυς ή η Μελαίν, τότε ήδη θα βρισκόταν κάπου αλλού. Ή ίσως έτρεχε ίσια πάνω τους. Τα φώτα που την προσπερνούσαν με φούρια δεν επιβραδύνθηκαν, απλώς ακινητοποιήθηκαν επί τόπου. Έτσι ήταν τα πράγματα εδώ.
Εκνευρισμένη, συλλογίστηκε τι θα έκανε. Εκτός του να διδαχθεί μόνη της ό,τι μπορούσε για τον Τελ’αράν’ριοντ, ο βασικός σκοπός της εδώ ήταν να δει μέσες-άκρες τα γεγονότα του κόσμου. Καμιά φορά της φαινόταν ότι οι Σοφές δεν θα της έλεγαν ούτε καν ότι είχε βγει ο ήλιος αν δεν μπορούσε να το δει μόνη της. Έλεγαν ότι δεν έπρεπε να ταράζεται. Μα πώς μπορούσε να το αποφύγει, πώς μπορούσε να μην ανησυχεί για όσα δεν γνώριζε; Αυτό ζητούσε στον Λευκό Πύργο· προσπαθούσε να ανιχνεύσει κάτι από τις προθέσεις της Ελάιντα. Και της Αλβιάριν. Μόνο υποψίες είχε βρει ως τώρα, και μάλιστα λίγες. Μισούσε που δεν ήξερε· το να μην γνωρίζεις ήταν σαν να είχες γίνει ξαφνικά κουφός και τυφλός.
Ολόκληρος ο Πύργος, λοιπόν, ήταν απαγορευμένος· έπρεπε, αφού δεν ήταν σίγουρη πια για τα σημεία που ήταν ασφαλή. Η υπόλοιπη Ταρ Βάλον ήταν ήδη εκτός ορίων, μετά την τέταρτη φορά που παραλίγο θα έπεφτε σε μια γυναίκα με μπρούντζινη επιδερμίδα, που τώρα ένευε ικανοποιημένη μελετώντας, αν ήταν δυνατόν, έναν στάβλο που έμοιαζε να έχει βαφτεί πρόσφατα γαλάζιος. Όποια κι αν ήταν, δεν είχε μπει κατά λάθος για μια στιγμή στον Τελ’αράν’ριοντ μέσα στο όνειρό της· δεν είχε εξαφανιστεί, όπως συνέβαινε με κάποιον που ονειρευόταν ανέμελος, κι έμοιαζε καμωμένη από ομίχλη. Προφανώς, χρησιμοποιούσε τερ’ανγκριάλ, κάτι που σήμαινε ότι σχεδόν σίγουρα ήταν Άες Σεντάι. Η Εγκουέν γνώριζε μόνο για ένα τερ’ανγκριάλ το οποίο πρόσφερε πρόσβαση στον Κόσμο των Ονείρων δίχως διαβίβαση, το οποίο είχαν η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Η λυγερόκορμη γυναίκα, πάντως, δεν ήταν πολύ καιρό μέλος των Άες Σεντάι. Ήταν πανέμορφη —φορούσε μάλιστα ένα ψιλό φορεματάκι που σκανδάλιζε— κι έμοιαζε να έχει την ηλικία της Νυνάβε, χωρίς τη γνωστή αγέραστη όψη.
Η Εγκουέν είχε σκεφτεί να την ακολουθήσει —στο κάτω-κάτω, μπορεί να ήταν του Μαύρου Ατζα· είχαν κλέψει τερ’ανγκριάλ ονείρων— αλλά μετά είχε υπολογίσει το ρίσκο μιας ενδεχόμενης ανακάλυψης κι ίσως αιχμαλωσίας, με το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να πει σε καμία τι είχε μάθει: πριν τα πει, θα έπρεπε να ξαναμιλήσει με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, εκτός αν ανακάλυπτε κάτι τόσο κρίσιμο που να κρέμονται τα πάντα από αυτό... Στο κάτω-κάτω, το Μαύρο Ατζα ήταν δουλειά των Άες Σεντάι· όχι μόνο υπήρχαν κι άλλοι λόγοι για να κρατήσει τα μυστικά της, αλλά και δεν μπορούσε να το πει στον πρώτο τυχόντα. Ουσιαστικά δεν είχε επιλογή.
Περιεργάστηκε αφηρημένα τα κοντινότερα φώτα στο σκοτάδι. Δεν αναγνώριζε κανένα τους. Στέκονταν απολύτως ακίνητα ολόγυρά της, τρεμολάμποντα αστέρια κλεισμένα σε διαυγή μαύρο πάγο.
Υπήρχαν πολλοί ξένοι στον Κόσμο των Ονείρων τώρα τελευταία, κάτι που δεν ήταν καλό για την ψυχική της ηρεμία. Δύο άτομα, δηλαδή δύο περισσότεροι απ’ όσους έπρεπε. Η μπρουντζόχρωμη γυναίκα και μια άλλη, μια στιβαρή, όμορφη γυναίκα, που προχωρούσε με αποφασιστικές δρασκελιές, γαλανομάτα, με πεισματάρικο πρόσωπο. Η αποφασιστική γυναίκα, όπως τη θεωρούσε η Εγκουέν, πρέπει να μπορούσε να μπαίνει στον Τελ’αράν’ριοντ μόνη της —έμοιαζε συμπαγής, όχι φτιαγμένη από ομίχλη— κι, όποια κι αν ήταν, για όποιο λόγο κι αν ήταν εδώ, τριγυρνούσε στον Πύργο πιο συχνά απ’ όσο η Νυνάβε κι η Ηλαίην κι η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες μαζί. Ξεφύτρωνε όπου κι αν πήγαινες. Εκτός από τον Πύργο, παραλίγο θα έπεφτε πάνω στην Εγκουέν στο τελευταίο ταξίδι της στο Δάκρυ. Αυτό, φυσικά, δεν είχε συμβεί σε βραδιά που είχαν ορίσει συνάντηση· η γυναίκα εκείνη τριγυρνούσε στην Καρδιά του Δακρύου μουρμουρίζοντας μονάχη και θυμωμένη. Κι ήταν στο Κάεμλυν στα δύο τελευταία ταξίδια της Εγκουέν.
Η αποφασιστική γυναίκα ήταν εξίσου πιθανό να ανήκε στο Μαύρο Άτζα όσο κι η συντρόφισσά της, αλλά από την άλλη μεριά ίσως είτε η μία είτε η άλλη να ήταν από το Σαλιντάρ. Ή ίσως κι οι δύο, μολονότι η Εγκουέν ποτέ δεν τις είχε δει μαζί ή με κάποια από το Σαλιντάρ. Επίσης, μπορεί κι οι δύο να ήταν από τον Πύργο. Εκεί υπήρχαν αρκετά σχίσματα και μπορεί η μια πλευρά να κατασκόπευε την άλλη, και κάποια στιγμή οι Άες Σεντάι του Πύργου θα μάθαιναν για τον Τελ’αράν’ριοντ, αν δεν το είχαν ήδη ακούσει. Οι δύο ξένες σήμαιναν μόνο ερωτήσεις δίχως απαντήσεις. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Εγκουέν γι’ αυτές ήταν να τις αποφεύγει.
Φυσικά, τώρα τελευταία προσπαθούσε να αποφεύγει τους πάντες στον Κόσμο των Ονείρων. Είχε αρχίσει να κοιτάζει πάνω από τον ώμο της, σκεφτόταν ότι κάποιος καραδοκούσε πίσω της, έβλεπε διάφορα. Της φαινόταν ότι είχε δει φευγαλέα τον Ραντ, τον Πέριν, ακόμα και τον Λαν, με την άκρη του ματιού της. Ήταν η φαντασία της, φυσικά, ή ίσως είχαν αγγίξει τυχαία τον κόσμο των ονείρων, αλλά μαζί με τα υπόλοιπα που συνέβαιναν, η Εγκουέν ήταν ταραγμένη σαν γάτα σε μάντρα με σκυλιά.
Έσμιξε τα φρύδια — ή τουλάχιστον θα το έκανε, αν είχε πρόσωπο. Ένα φως έμοιαζε... Όχι γνώριμο· δεν το ήξερε. Αλλά το φως έμοιαζε να την... προσελκύει. Όπου και να γυρνούσε το βλέμμα της, ξανάπεφτε σε κείνο το λαμπυριστό φωτεινό σημαδάκι.
Ίσως ξαναπροσπαθούσε να βρει το Σαλιντάρ. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να περιμένει να φύγουν από τον Τελ’αράν’ριοντ η Νυνάβε κι η Ηλαίην —ήξερε τα όνειρά τους, αφού τα είχε δει, φυσικά· μέσα στον ύπνο της άφησε ένα σιωπηλό γελάκι— κι ως τώρα είχε κάνει πάνω από δέκα απόπειρες να εντοπίσει το Σαλιντάρ μ’ αυτόν τον τρόπο, οι οποίες είχαν αποβεί άκαρπες, σαν να είχε επιχειρήσει να διαπεράσει το ξόρκι φύλαξης των ονείρων του Ραντ. Εδώ η απόσταση κι ο χρόνος πραγματικά δεν είχαν καμία σχέση με το πώς ήταν στον ξυπνητό κόσμο· η Άμυς έλεγε ότι εδώ πέρα δεν υπήρχαν ούτε αποστάσεις, ούτε τοποθεσίες. Από την άλλη μεριά, σε βοηθούσαν να—
Ξαφνιάζοντάς την, το φωτεινό σημείο, στο οποίο επέστρεφε συνεχώς το βλέμμα της, άρχισε να την πλησιάζει φουσκώνοντας, ώσπου εκείνο που ήταν ένα μακρινό αστέρι τώρα έγινε ένα ολόγιομο λευκό φεγγάρι. Μια σπίθα φόβου άναψε μέσα της. Ήταν εύκολο να αγγίξεις ένα όνειρο και να κρυφοκοιτάξεις εντός του —ένα δάχτυλο στην επιφάνεια του νερού, ένα άγγιγμα τόσο ελαφρύ, ώστε το νερό υψωνόταν στο δάχτυλο, μα η επιφάνειά του δεν ταραζόταν— μα κανονικά έπρεπε να γίνεται με δική της βούληση. Η ονειροβάτισσα έψαχνε το όνειρο· όχι το όνειρο την ονειροβάτισσα. Προσπάθησε με τη βούλησή της να το διώξει, να κάνει το έναστρο τοπίο να μετακινηθεί. Μόνο εκείνο το φως μετακινήθηκε κι απλώθηκε, γεμίζοντας το οπτικό πεδίο της με ένα λευκό φως.
Η Εγκουέν προσπάθησε να αποτραβηχτεί με μανία. Ένα λευκό φως. Τίποτε άλλο εκτός από ένα λευκό φως που την κατάπινε...
Ανοιγόκλεισε τα μάτια, κοιτώντας κατάπληκτη. Ολόγυρά της εκτεινόταν ένα δάσος από μεγάλες λευκές κολόνες. Όλα έμοιαζαν θαμπά, αμυδρά, ειδικά ό,τι ήταν πέρα μακριά, όμως το ένα που έδειχνε σαφές και πραγματικό ήταν ο Γκάγουιν, που έτρεχε προς το μέρος της, στο δάπεδο με τα λευκά πλακάκια, φορώντας απλό πράσινο σακάκι, με την αγωνία και την ανακούφιση να έχουν γίνει ένα στο πρόσωπό του. Ήταν σχεδόν το πρόσωπο του Γκάγουιν. Μπορεί ο Γκάγουιν να μην ήταν εξαίσιος σαν τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Γκάλαντ, όμως δεν έπαυε να είναι καλοκαμωμένος, αλλά αυτό το πρόσωπο έμοιαζε... συνηθισμένο. Η Εγκουέν προσπάθησε να κουνηθεί και δεν μπόρεσε καθόλου. Η πλάτη της ήταν σε μια κολόνα κι αλυσίδες έδεναν τα χέρια της σηκώνοντάς τα πάνω από το κεφάλι της.
Πρέπει να ήταν το όνειρο του Γκάγουιν. Απ’ όλα εκείνα τα αναρίθμητα φωτεινά στίγματα, η Εγκουέν είχε σταθεί κοντά στο δικό του. Και με κάποιον τρόπο είχε συρθεί μέσα. Το πώς είχε συμβεί αυτό, ήταν ένα ερώτημα που θα το απαντούσε αργότερα. Τώρα ήθελε να μάθει γιατί άραγε ο Γκάγουιν ονειρευόταν ότι την κρατούσε αιχμάλωτη. Κράτησε σταθερή την αλήθεια στο νου της. Ήταν ένα όνειρο, το όνειρο ενός άλλου. Δεν αποδεχόταν καμία πραγματικότητα εδώ. Τίποτα εδώ δεν άγγιζε τον πραγματικό εαυτό της. Επανέλαβε αυτές τις αλήθειες σαν ψαλμό στο μυαλό της. Έτσι, της ήταν δύσκολο να σκεφτεί κάτι άλλο, όμως όσο τις βαστούσε σταθερά, μπορούσε να ρισκάρει και να μείνει. Τουλάχιστον όσο χρειαζόταν για να βρει τι παράξενα, αλλόκοτα πράγματα είχε αυτός ο άνθρωπος στο κεφάλι του. Μα να την κρατά αιχμάλωτη!
Ξαφνικά, ένας πελώριος πίνακας από φλόγες ξεπήδησε από τα πλακάκια του πατώματος κι απλώθηκε ένας ξινός κίτρινος καπνός. Από εκείνο το καμίνι βγήκε ο Ραντ, ντυμένος με κόκκινα χρυσοκέντητα ρούχα σαν βασιλιάς, στάθηκε αντίκρυ στον Γκάγουιν, κι η φωτιά κι ο καπνός χάθηκαν. Μόνο που δεν έμοιαζε με τον Ραντ. Ο πραγματικός Ραντ ήταν ίσος στο ύψος και το μέγεθος με τον Γκάγουιν, μα τούτο το είδωλο ξεπερνούσε κατά ένα κεφάλι τον Γκάγουιν. Το πρόσωπο μόλις που έμοιαζε με το πρόσωπο του Ραντ, πιο τραχύ και σκληρό απ’ όσο έπρεπε, το παγερό πρόσωπο ενός φονιά. Αυτός ο άνθρωπος είχε ένα περιφρονητικό χαμόγελο. «Δεν θα την πάρεις», μούγκρισε.
«Δεν θα την κρατήσεις», αποκρίθηκε γαλήνια ο Γκάγουιν, και ξαφνικά οι δύο άνδρες βρέθηκαν να κρατούν σπαθιά.
Η Εγκουέν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Γκάγουιν δεν την κρατούσε φυλακισμένη. Ονειρευόταν ότι την έσωζε! Από τον Ραντ! Ήταν καιρός να τελειώνει μ’ αυτή την τρέλα. Συγκεντρώθηκε στο να βρεθεί έξω, πίσω στο σκοτάδι, κοιτώντας τα αυτά από έξω. Δεν έγινε τίποτα.
Τα σπαθιά αντάμωσαν με μια κλαγγή κι οι δύο άνδρες χόρεψαν έναν θανάσιμο χορό. Δηλαδή, θα ήταν θανάσιμος, αν όλο αυτό δεν ήταν ένα όνειρο. Τα πάντα ήταν μία ανοησία. Αν ήταν δυνατόν να ονειρεύεται ξιφομαχία. Και δεν ήταν εφιάλτης· τα πάντα έμοιαζαν φυσιολογικά, αν κι ήταν θαμπά, και δεν ήταν λουσμένα στο χρώμα. «Τα όνειρα του ανθρώπου είναι ένας λαβύρινθος που ακόμα κι ο ίδιος δεν μπορεί να τον μάθει», της είχε πει κάποτε η Μπάιρ.
Η Εγκουέν έκλεισε τα μάτια, προσηλώθηκε μ’ όλο το μυαλό της. Έξω. Ήταν έξω, κοιτώντας μέσα. Δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο στο νου της. Έξω, κοιτώντας μέσα. Έξω, κοιτώντας μέσα. Έξω!
Άνοιξε άλλη μια φορά τα μάτια. Η μάχη έφτανε στο αποκορύφωμά της. Η λεπίδα του Γκάγουιν χώθηκε στο στέρνο του Ραντ, και καθώς ο Ραντ σωριαζόταν κάτω, το ατσάλι βγήκε και διέγραψε μια αστραφτερή τροχιά. Το κεφάλι του Ραντ στριφογύρισε στο πάτωμα, φτάνοντας σχεδόν στα πόδια της· σταμάτησε κοιτάζοντάς την. Μια κραυγή έφτασε στο λαρύγγι της πριν μπορέσει να την πνίξει. Όνειρο. Όνειρο μόνο. Μα αυτά τα νεκρά μάτια που την κοίταζαν έμοιαζαν τόσο αληθινά.
Ύστερα ο Γκάγουιν βρέθηκε μπροστά της, με το σπαθί θηκαρωμένο. Το κεφάλι και το σώμα του Ραντ είχαν χαθεί. Το χέρι του Γκάγουιν πλησίασε τα δεσμά που την κρατούσαν, και χάθηκαν κι αυτά.
«Ήξερα ότι θα έρθεις», είπε αυτή μαλακά, και ξαφνιάστηκε. Ήταν ο εαυτός της! Δεν μπορούσε να παραδοθεί σ’ αυτό που γινόταν, ούτε για μια στιγμή, αλλιώς θα παγιδευόταν για τα καλά.
Χαμογελώντας, ο Γκάγουιν τη σήκωσε στην αγκαλιά του. «Χαίρομαι που το ήξερες», της είπε. «Θα ερχόμουν νωρίτερα, αν μπορούσα. Δεν έπρεπε να σε αφήσω να κινδυνεύεις τόσον καιρό. Μπορείς να με συγχωρέσεις;»
«Μπορώ να σου συγχωρέσω τα πάντα». Τώρα υπήρχαν δύο Εγκουέν, η μια που ζάρωνε με αγαλλίαση στην αγκαλιά του Γκάγουιν, καθώς αυτός την πήγαινε σε ένα διάδρομο του παλατιού γεμάτο με πολύχρωμες ταπισερί και μεγάλους καθρέφτες με περίτεχνους επίχρυσους καθρέφτες, κι η άλλη που ήταν κλεισμένη στο βάθος του μυαλού της πρώτης.
Η κατάσταση σοβάρευε. Όσο δυνατά κι αν εστίαζε στη σκέψη ότι βρισκόταν έξω, η Εγκουέν παρέμενε εκεί, παρακολουθώντας μέσα από τα μάτια του δεύτερου εαυτού της. Κατέπνιξε βιαστικά την περιέργεια της για το είδος του ονείρου που έβλεπε ο Γκάγουιν με αυτήν μέσα. Θα ήταν επικίνδυνο να δείξει τέτοιο ενδιαφέρον. Δεν αποδεχόταν τίποτα απ’ όλα αυτά! Μα τίποτα δεν άλλαζε.
Ο διάδρομος έμοιαζε πραγματικός εκεί που κοίταζε, αν κι αυτά που έβλεπε με την άκρη του ματιού έμοιαζαν θολά. Η εικόνα της που φάνηκε σε έναν καθρέφτη τράβηξε την προσοχή της· θα είχε στρίψει για να την κοιτάξει καλύτερα, μα ήταν απλή επιβάτιδα στο κεφάλι της γυναίκας που είχε ο Γκάγουιν στο όνειρό του. Η γυναίκα που είχε καθρεφτιστεί για μια στιγμή ήταν η ίδια η Εγκουέν —δεν υπήρχε χαρακτηριστικό το οποίο θα μπορούσε να δείξει και να πει ότι διέφερε από το πραγματικό πρόσωπό της— αλλά με κάποιον τρόπο έδειχνε συνολικά... Πανέμορφη, αυτή ήταν η μόνη λέξη. Απίστευτα πανέμορφη. Έτσι την έβλεπε ο Γκάγουιν;
Όχι! Δεν έπρεπε να δείξει περιέργεια! Έπρεπε να βγει έξω!
Ανάμεσα σε δυο δρασκελιές, ο διάδρομος μεταμορφώθηκε σε λοφοπλαγιά γεμάτη αγριολούλουδα, που άπλωναν το πλούσιο άρωμά τους στην απαλή αύρα. Η πραγματική Εγκουέν τινάχτηκε μέσα της. Μήπως το είχε κάνει η ίδια αυτό; Το φράγμα ανάμεσα σ’ αυτήν και στην άλλη έγινε πιο λεπτό. Εστίασε την προσοχή της με οργή. Δεν ήταν αληθινό· αρνιόταν να το αποδεχθεί· ήταν ο εαυτός της. Έξω. Ήθελε να βρεθεί έξω και να κοιτάζει μέσα.
Ο Γκάγουιν τη χαμήλωσε τρυφερά σε ένα μανδύα που ήταν ήδη απλωμένος εκεί στη λοφοπλαγιά, όπως γινόταν τα πράγματα στα όνειρα. Γονάτισε πλάι της, παραμέρισε μια μπούκλα από το μάγουλό της, τα δάχτυλά του ταξίδεψαν στην άκρη του στόματός της. Της ήταν πολύ δύσκολο να εστιάσει την προσοχή της σε οτιδήποτε. Μπορεί να μην είχε τον έλεγχο στο σώμα όπου επέβαινε, μα ένιωθε ό,τι ένιωθε κι αυτό, και τα δάχτυλα του Γκάγουιν έμοιαζαν να τινάζουν σπίθες.
«Η καρδιά μου είναι δική σου», της είπε μαλακά, «η ψυχή μου, ό,τι είμαι». Το σακάκι του τώρα ήταν πορφυρό, περίτεχνα στολισμένο με χρυσά φύλλα κι ασημένια λιοντάρια. Έκανε μεγαλοπρεπείς χειρονομίες, αγγίζοντας το κεφάλι του, την καρδιά του. «Όταν σε σκέφτομαι, δεν χωρούν άλλες σκέψεις. Το άρωμά σου γεμίζει το μυαλό μου και πυρπολεί το αίμα μου. Η καρδιά μου βροντοχτυπά τόσο δυνατά που δεν θα άκουγα ακόμα και τον κόσμο να ραγίζει. Είσαι ο ήλιος και το φεγγάρι και τα άστρα μου, ο ουρανός κι η γη μου, πιο πολύτιμη για μένα κι από τη ζωή και την ανάσα μου και—» Σταμάτησε ξαφνικά, κάνοντας μια γκριμάτσα. «Τι βλακείες λες», είπε μόνος του.
Η Εγκουέν θα εξέφραζε τη διαφωνία της, αν είχε τον έλεγχο των φωνητικών της χορδών. Ήταν ωραίο ν’ ακούς τέτοια πράγματα, έστω κι αν ήταν λίγο παρατραβηγμένα. Λίγο μόνο.
Όταν ο Γκάγουιν έκανε τη γκριμάτσα, η Εγκουέν ένιωσε κάτι να χαλαρώνει, αλλά
Μεταβολή.
Ο Γκάγουιν τη χαμήλωσε τρυφερά σε ένα μανδύα που ήταν ήδη απλωμένος εκεί στη λοφοπλαγιά, όπως γινόταν τα πράγματα στα όνειρα. Γονάτισε πλάι της, παραμέρισε μια μπούκλα από το μάγουλό της, τα δάχτυλά του ταξίδεψαν στην άκρη του στόματός της. Μπορεί η Εγκουέν να μην είχε τον έλεγχο στο σώμα όπου επέβαινε, μα ένιωθε ό,τι ένιωθε κι αυτό, και τα δάχτυλα του Γκάγουιν έμοιαζαν να τινάζουν σπίθες.
Όχι! Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να αποδεχτεί οποιοδήποτε μέρος του ονείρου του!
Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα πόνου, το σακάκι του λιτό, γκρίζο. Τα χέρια του ήταν ακουμπισμένα στα γόνατά του, σφιγμένα γροθιές. «Δεν έχω δικαίωμα να σου μιλήσω όπως θα ήθελα», της είπε μουδιασμένα. «Ο αδελφός μου σε αγαπά. Ξέρω ότι ο Γκάλαντ είναι εκτός εαυτού εξαιτίας του φόβου που νιώθει για σένα. Έγινε Λευκομανδίτης κυρίως επειδή πιστεύει ότι οι Άες Σεντάι σε κακομεταχειρίστηκαν. Ξέρω ότι—» Τα μάτια του Γκάγουιν έκλεισαν σφιχτά. «Αχ Φως μου, βοήθησέ με!» βόγκηξε.
Μεταβολή.
Ο Γκάγουιν τη χαμήλωσε τρυφερά σε ένα μανδύα που ήταν ήδη απλωμένος εκεί στη λοφοπλαγιά, όπως γινόταν τα πράγματα στα όνειρα. Γονάτισε πλάι της, παραμέρισε μια μπούκλα από το μάγουλο της, τα δάχτυλα του ταξίδεψαν στην άκρη του στόματός της.
Όχι! Η Εγκουέν έχανε και τον λίγο έλεγχο που είχε! Έπρεπε να βγει από κει! Τι φοβάσαι; Δεν ήξερε αν η σκέψη ήταν δική της ή της άλλης Εγκουέν. Το φράγμα ανάμεσά τους τώρα έμοιαζε αραχνοΰφαντο. Είναι ο Γκάγουιν. Ο Γκάγουιν.
«Σ’ αγαπώ», της είπε διστακτικά. Φορούσε πάλι το πράσινο σακάκι, ήταν ακόμα λιγότερο ωραίος απ’ όσο στην πραγματικότητα, κι άνοιξε ένα κουμπί του πριν αφήσει το χέρι του να πέσει. Την κοίταξε σαν να φοβόταν αυτό που ίσως έβλεπε στο πρόσωπό της, κρύβοντας το φόβο του αλλά όχι καλά. «Ποτέ άλλοτε δεν το έχω πει αυτό σε γυναίκα, ποτέ δεν θέλησα να το πω. Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο μου είναι που σου το λέω. Όχι ότι δεν θέλω», πρόσθεσε βιαστικά, κάνοντας μια κοφτή χειρονομία προς το μέρος της, «αλλά το να το πω, χωρίς ενθάρρυνση, είναι σαν να πετώ στην άκρη το σπαθί μου και να γυμνώνω το στήθος μου για τη λεπίδα. Όχι ότι νομίζω πως εσύ θα έπρεπε να— Φως μου! Δεν μπορώ να το πω σωστά. Υπάρχει πιθανότητα... κάποια στιγμή... να νιώσεις.... κάποια στοργή... για μένα; Κάτι.... δυνατότερο από φιλία;»
«Γλυκέ μου ανόητε», είπε εκείνη, γελώντας μαλακά. «Σ’ αγαπώ». Το σ’ αγαπώ αντήχησε στο κομμάτι της που ήταν ο πραγματικός εαυτός της. Ένιωσε το φράγμα να εξαφανίζεται, είχε μια στιγμή στη διάθεσή της για να καταλάβει ότι δεν την ένοιαζε, και μετά ήταν πάλι μόνο μία Εγκουέν, μια Εγκουέν που έπλεξε ευτυχισμένη τα χέρια της γύρω από τον Γκάγουιν.
Η Νυνάβε, εκεί που καθόταν στο σκαμνί μέσα στο αμυδρό φως του φεγγαριού, έπνιξε με το χέρι το χασμουρητό της κι ανοιγόκλεισε τα μάτια, που τα ένιωθε γεμάτα με άμμο. Θα τα κατάφερνε· ναι, θα τα κατάφερνε. Ίσως αποκοιμιόταν πάνω που θα χαιρετούσε την Τέοντριν, αλλά όχι νωρίτερα! Ένιωσε το κεφάλι της να γέρνει χαλαρό, και πετάχτηκε όρθια. Ένιωθε ότι το σκαμνί ήταν φτιαγμένο από πέτρα —ο πισινός της είχε μουδιάσει— αλλά φαινόταν ότι αυτή η ενόχληση δεν αρκούσε πια. Ίσως έπρεπε να βγει για έναν περίπατο. Απλώνοντας τα χέρια, πλησίασε ψηλαφητά την πόρτα.
Ξαφνικά μια μακρινή κραυγή έσχισε τη νύχτα και την ίδια στιγμή το σκαμνί τη χτύπησε γερά στο κεφάλι, ρίχνοντάς την στην τραχιά πόρτα και κάνοντάς την να ουρλιάξει κι αυτή. Ζαλισμένη, κοίταξε το σκαμνί, που τώρα κειτόταν πεσμένο στο πάτωμα, με το ένα πόδι στραβό.
«Τι έγινε;» φώναξε η Ηλαίην, που ανασηκωνόταν στο κρεβάτι της.
Ακούστηκαν κι άλλες κραυγές και φωνές στο Σαλιντάρ, μερικές από το σπίτι των δύο κοριτσιών, κι επίσης ένα αόριστο μπουμπουνητό κι ένας πάταγος που έμοιαζε να ακούγεται από παντού. Το άδειο κρεβάτι της Νυνάβε τραντάχτηκε και μετά γλίστρησε μισό μέτρο πιο πέρα στο πάτωμα. Το κρεβάτι της Ηλαίην σείστηκε, σχεδόν πετώντας την κάτω.
«Μια φυσαλίδα κακού». Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε που η φωνή της ήταν τόσο ήρεμη. Δεν υπήρχε λόγος να χοροπηδά και να ανεμίζει τα χέρια, αλλά μέσα της αυτό ακριβώς έκανε. «Πρέπει να ξυπνήσουμε όσες κοιμούνται ακόμα». Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να κοιμάται κανείς σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά, αλλά όσες κοιμούνταν ίσως πέθαιναν χωρίς να ξυπνήσουν.
Χωρίς να περιμένει απάντηση, βγήκε βιαστικά έξω κι άνοιξε την επόμενη πόρτα στο διάδρομο — κι έσκυψε, καθώς ένα λευκό λαβομάνο έσχισε τον αέρα στο σημείο που πριν βρισκόταν το κεφάλι της, και έγινε κομμάτια στον τοίχο πίσω της. Τέσσερις γυναίκες μοιράζονταν αυτό το δωμάτιο, σε δύο κρεβάτια ελαχίστως μεγαλύτερα από το δικό της. Τώρα το ένα είχε γυρίσει με τα πόδια στον αέρα και δύο γυναίκες σέρνονταν για να βγουν από κάτω του. Στο άλλο κρεβάτι, η Εμάρα κι η Ρονέλ, άλλη μια Αποδεχθείσα, σφάδαζαν κι άφηναν άναρθρους ήχους σαν να πνίγονταν, τυλιγμένες σφιχτά καθώς ήταν στα σεντόνια τους.
Η Νυνάβε άρπαξε την πρώτη γυναίκα κάτω από το αναποδογυρισμένο κρεβάτι, μια κοκαλιάρα υπηρέτρια με ορθάνοιχτο το στόμα, η οποία λεγόταν Μουλίντα, και την έσπρωξε προς την πόρτα. «Εμπρός! Ξύπνα όσες κοιμούνται ακόμα εδώ στο σπίτι και βοήθησε όσες μπορείς! Εμπρός!» Η Μουλίντα έφυγε σκοντάφτοντας, κι η Νυνάβε τράβηξε και σήκωσε τη συντρόφισσά της που έτρεμε. «Βοήθησέ με, Σατίνα. Βοήθησε με με την Εμάρα και τη Ρονέλ».
Μπορεί η παχουλή γυναίκα να έτρεμε, αλλά ένευσε κι έπιασε δουλειά με ζήλο. Φυσικά, δεν αρκούσε απλώς να ξετυλίξεις το σεντόνι. Το πράγμα έμοιαζε ζωντανό, σαν κλήμα που σφιγγόταν ώσπου θα έλιωνε αυτό που είχε πιάσει. Η Νυνάβε κι η Σατίνα μαζί μόλις που κατάφεραν να το βγάλουν από το λαιμό των δύο γυναικών· ύστερα η κανάτα πετάχτηκε από το τραπεζάκι και βρόντηξε στο ταβάνι. Η Σατίνα πήδηξε κι άνοιξε τα χέρια, και το σεντόνι ξέφυγε από τη λαβή της Νυνάβε, ξαναγυρνώντας στην αρχική του θέση. Οι δύο γυναίκες αντιστέκονταν με λιγότερη δύναμη τώρα· η μια έβγαλε ένα ρόγχο από το λαιμό, κι η άλλη δεν άφησε κανέναν ήχο. Παρ’ όλο που ήταν αδύναμο το φεγγαρόφωτο που χυνόταν από το παράθυρο, τα πρόσωπά τους έμοιαζαν πρησμένα και μπλαβιά.
Η Νυνάβε ξανάρπαξε το σεντόνι με τα δυο χέρια, άνοιξε τον εαυτό της στο σαϊντάρ, και δεν βρήκε τίποτα. Παραδίνομαι, που να καείς! Παραδίνομαι! Χρειάζομαι τη Δύναμη! Τίποτα. Το κρεβάτι τη χτύπησε στα γόνατα κι η Σατίνα άφησε μια ψιλή, στριγκή κραυγή. «Μη στέκεσαι έτσι!» την αποπήρε η Νυνάβε. «Βοήθησέ με!»
Ξαφνικά το σεντόνι ξέφυγε ξανά από τα χέρια της, αλλά αντί να τυλιχτεί ξανά γύρω από την Εμάρα και τη Ρονέλ, τραβήχτηκε προς την απέναντι μεριά, έτσι ώστε οι δυο τους έπεσαν η μια στην άλλη, σχεδόν θολές από την ταχύτητα με την οποία ξετυλιγόταν. Η Νυνάβε πρόσεξε την Ηλαίην στην πόρτα κι έκλεισε το στόμα της μ’ έναν ξερό κρότο των δοντιών της. Το σεντόνι κρεμάστηκε από το ταβάνι. Η Δύναμη. Φυσικά.
«Είναι όλες ξύπνιες», είπε η Ηλαίην, δίνοντάς της μια ρόμπα. Φορούσε κι η ίδια μια πάνω από το μισοφόρι της. «Υπάρχουν μερικές μελανιές κι εκδορές, κανα-δυο άσχημα κοψίματα που θα χρειαστούν φροντίδα όταν υπάρχει χρόνος, και νομίζω πως όλες θα βλέπουν άσχημα όνειρα για μερικές μέρες, αλλά αυτό είναι όλο. Να». Μέσα στη νύχτα αντηχούσαν ακόμα ουρλιαχτά και φωνές. Η Σατίνα τινάχτηκε ξανά όταν η Ηλαίην άφησε το σεντόνι να πέσει, αλλά αυτό έμεινε στο πάτωμα. Το αναποδογυρισμένο κρεβάτι όμως κουνήθηκε, τρίζοντας. Η Ηλαίην έσκυψε πάνω από τις γυναίκες που βογκούσαν στο κρεβάτι. «Νομίζω ότι είναι ζαλισμένες, τίποτα χειρότερο. Σατίνα, βοήθησέ με να τις σηκώσω».
Η Νυνάβε αγριοκοίταξε τη ρόμπα στα χέρια της. Πώς να μην ήταν ζαλισμένες, έτσι που στριφογυρνούσαν, όμως η ίδια, μα το Φως, ήταν άχρηστη. Είχε ορμήξει σαν χαζή για να το παίξει αρχηγός Δίχως τη Δύναμη, ήταν εντελώς άχρηστη.
«Νυνάβε, βάζεις ένα χεράκι;» Η Ηλαίην κρατούσε όρθια την Εμάρα που ταλαντευόταν, ενώ η Σατίνα σχεδόν κουβαλούσε τη Ρονέλ προς την πόρτα. «Μου φαίνεται ότι η Εμάρα θα κάνει εμετό, κι αν είναι, καλύτερα να τα βγάλει έξω. Νομίζω ότι τα δοχεία νυκτός έχουν σπάσει». Η μυρωδιά έδειχνε ότι είχε δίκιο. Πήλινα κομμάτια ακούγονταν να τρίβονται στο πάτωμα, προσπαθώντας να βγουν κάτω από το αναποδογυρισμένο κρεβάτι.
Η Νυνάβε έχωσε θυμωμένη τα χέρια στη ρόμπα. Τώρα ένιωθε την Πηγή, μια ζεστή λάμψη που μόλις και δεν την έβλεπε, όμως την αγνόησε σκοπίμως. Χρόνια τα έβγαζε πέρα χωρίς τη Δύναμη. Το ίδιο θα έκανε και τώρα. Πέρασε το ελεύθερο χέρι της Εμάρα γύρω από τους ώμους της και βοήθησε τη γυναίκα που βογκούσε να βγει στο δρόμο. Παραλίγο θα τα κατάφερναν.
Όταν βγήκαν, αφού είχε σκουπίσει το στόμα της Εμάρα, οι άλλες ήταν ήδη μαζεμένες, η μια κοντά στην άλλη μπροστά στο σπίτι, φορώντας ρόμπες ή ό,τι είχαν όταν κοιμούνταν. Το φεγγάρι που ήταν ακόμα ολόγιομο, κρεμασμένο στον ανέφελο ουρανό, έριχνε λαμπρό φως. Οι άνθρωποι έβγαιναν με φούρια από τα άλλα σπίτια με αγριοφωνάρες και τσιρίδες. Μια σανίδα ενός φράχτη ακούστηκε να κροταλίζει για μια στιγμή, και μετά μια άλλη. Ένας κουβάς ξαφνικά προχώρησε στο δρόμο φέρνοντας τούμπες. Ένα κάρο φορτωμένο ξύλα για τζάκι ξαφνικά κύλησε μπροστά κι οι ρυμοί του έσκαψαν ρηχά αυλάκια στο σκληρό χωματόδρομο. Καπνός υψωνόταν από ένα σπίτι λίγο παρακάτω και φωνές ζητούσαν νερό.
Την προσοχή της Νυνάβε τράβηξε η σκοτεινή μορφή κάποιου που κειτόταν στο δρόμο. Ήταν ένας νυχτερινός φρουρός, όπως έδειχνε το φανάρι που τρεμόπαιζε κοντά στο απλωμένο χέρι του. Είδε τα ανοιχτά μάτια του να λαμπυρίζουν στο φεγγαρόφωτο, το αίμα να σκεπάζει το πρόσωπό του, το λακούβιασμα στο πλάι του κεφαλιού του όπου κάτι τον είχε χτυπήσει σαν τσεκούρι. Καλού-κακού, ψηλάφισε το λαιμό του μήπως κι έβρισκε σφυγμό. Της ήρθε να ουρλιάξει από οργή. Οι άνθρωποι έπρεπε να πεθαίνουν ύστερα από μακρύ βίο, στο κρεβάτι τους, με την οικογένεια και τους φίλους ολόγυρα. Κάθε τι άλλο ήταν σπατάλη. Άδικη σπατάλη!
«Βρήκες λοιπόν το σαϊντάρ απόψε, Νυνάβε. Ωραία».
Η Νυνάβε τινάχτηκε και το βλέμμα της υψώθηκε στην Ανάγια. Συνειδητοποίησε ότι πράγματι κρατούσε το σαϊντάρ. Κι ήταν άχρηστη, ακόμα και μ’ αυτό. Σηκώθηκε, ξεσκόνισε κουρασμένη τα γόνατά της και προσπάθησε να μην κοιτάξει τον πεθαμένο. Άραγε, αν είχε κάνει πιο γρήγορα, θα τον είχε σώσει;
Η λάμψη της Δύναμης περιέβαλλε την Ανάγια, αλλά όχι μόνο αυτήν· το φως έλουζε και δύο καλοντυμένες Άες Σεντάι, μια Αποδεχθείσα που φορούσε ρόμπα, και τρεις μαθητευόμενες, εκ των οποίων οι δύο φορούσαν μισοφόρια. Μια από κείνες με το μισοφόρι ήταν η Νίκολα. Η Νυνάβε είδε κι άλλες ομάδες που έλαμπαν, δεκάδες ομάδες, να προχωρούν στο δρόμο. Κάποιες έμοιαζαν να είναι Άες Σεντάι, αλλά οι περισσότερες όχι.
«Άνοιξε τον εαυτό σου στη σύνδεση», συνέχισε η Ανάγια. «Κι εσύ, Ηλαίην, και... Τι έχουν η Εμάρα κι η Ρονέλ;» Όταν πληροφορήθηκε ότι απλώς ήταν ζαλισμένες, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της και μετά τους είπε να βρουν έναν κύκλο και να συνδεθούν μαζί του μόλις περνούσε η ζαλάδα. Διάλεξε βιαστικά άλλες τέσσερις Αποδεχθείσες από την ομάδα που ήταν συγκεντρωμένη γύρω από την Ηλαίην. «Ο Σαμαήλ —αν είναι αυτός κι όχι κάποιος άλλος— θα μάθει ότι είμαστε κάθε άλλο παρά ανήμπορες. Γρήγορα τώρα. Αγκάλιασε την Πηγή, αλλά κράτα τον εαυτό σου στο σημείο του αγκαλιάσματος. Είσαι ανοιχτή και παραδίνεσαι».
«Δεν είναι Αποδιωγμένος αυτό», άρχισε να λέει η Νυνάβε, αλλά η στοργική Άες Σεντάι τη διέκοψε αποφασιστικά.
«Μην αντιμιλάς, παιδί μου, απλώς ανοίξου. Περιμέναμε επίθεση, αν κι όχι ακριβώς τέτοια, κι είχαμε ετοιμάσει ένα σχέδιο. Γρήγορα, παιδί μου. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο σε άσκοπες φλυαρίες».
Η Νυνάβε έκλεισε απότομα το στόμα και προσπάθησε να βρεθεί στα πρόθυρα του να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, στη στιγμή της παράδοσης. Δεν ήταν εύκολο. Δυο φορές ένιωσε τη Δύναμη όχι μόνο να ρέει μέσα της, αλλά να τη διαπερνά και να φτάνει στην Ανάγια, και δυο φορές τη σταμάτησε. Το στόμα της Ανάγια σφίχτηκε· η Άες Σεντάι κοίταξε τη Νυνάβε σαν να νόμιζε ότι το έκανε επίτηδες. Την τρίτη φορά ήταν σαν να την έπιαναν από το σβέρκο. Το σαϊντάρ πλημμύρισε από τη Νυνάβε την Ανάγια, κι όταν προσπάθησε να αποτραβηχτεί —συνειδητοποίησε ότι δεν το έκανε αυτό η ροή αλλά η ίδια— η ροή διατηρήθηκε κι ενώθηκε με μια μεγαλύτερη ροή.
Μια αίσθηση δέους την κατέλαβε. Κοίταξε τα πρόσωπα των άλλων, αναρωτώμενη αν ένιωθαν το ίδιο. Ήταν τμήμα σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό της, κάτι σπουδαιότερο από τον εαυτό της. Δεν ήταν μόνο η Μία Δύναμη. Τα συναισθήματα ήταν ένα κουβάρι στο κεφάλι της, φόβος κι ελπίδα κι ανακούφιση —και, ναι, δέος, περισσότερο από κάθε τι άλλο— και μια αίσθηση γαλήνης που πρέπει να προερχόταν από την Άες Σεντάι, και δεν ήξερε ποια απ’ όλα ήταν δικά της. Κανονικά έπρεπε να είναι ανατριχιαστικό, όμως η Νυνάβε ένιωθε πιο κοντά σ’ αυτές τις γυναίκες απ’ όσο θα ένιωθε για κάποια αδελφή, σαν να ήταν όλες μία σάρκα. Μια ξερακιανή Γκρίζα ονόματι Ασμανάιλε της χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο, σαν να καταλάβαινε τις σκέψεις της.
Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της, καθώς σκεφτόταν ότι δεν ένιωθε πια θυμωμένη. Ο θυμός είχε εξαφανιστεί, τον είχε καταπιεί το δέος. Όμως, με κάποιον τρόπο, τώρα που ο έλεγχος είχε περάσει στη Γαλάζια αδελφή, η ροή του σαϊντάρ συνεχιζόταν. Η ματιά της έπεσε στη Νίκολα και δεν βρήκε αδελφικό χαμόγελο εκεί, μόνο ένα βλέμμα που ζύγιζε και μετρούσε. Η Νυνάβε προσπάθησε αντανακλαστικά να τραβηχτεί από τη σύνδεση, χωρίς αποτέλεσμα. Θα παρέμενε τμήμα του κύκλου μέχρι που θα τον έσπαζε η Ανάγια, δεν γινόταν αλλιώς.
Η Ηλαίην συνδέθηκε πιο εύκολα, αφού πρώτα είχε χώσει το ασημένιο βραχιόλι στην τσέπη της ρόμπας της. Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο της Νυνάβε. Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν η Ηλαίην είχε μπει στη σύνδεση όντας ήδη συνδεμένη με τη Μογκέντιεν μέσω του α’ντάμ; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα, κι αυτό έκανε την απορία ακόμα χειρότερη. Η Νίκολα κοίταζε συνοφρυωμένη τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Αποκλείεται να μπορούσε να καταλάβει ποια συναισθήματα ανήκαν σε ποια, από τη στιγμή που η Νυνάβε δεν ήξερε καν τι αισθανόταν η ίδια. Οι δύο τελευταίες μπήκαν εξίσου εύκολα στον κύκλο, η Σιμόκου, μια όμορφη μαυρομάτα Καντορινή που είχε γίνει Αποδεχθείσα λίγο πριν διαιρεθεί ο Πύργος, κι η Καλίντιν, μια Ταραμπονέζα με τα μελαχρινά μαλλιά της χτενισμένα σε ένα πλήθος ψιλές κοτσιδούλες, που ήταν Αποδεχθείσα δέκα ολόκληρα χρόνια. Η μία ήταν ελάχιστα ανώτερη από μαθητευόμενη, η άλλη μοχθούσε για κάθε ψήγμα γνώσης, αλλά δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να συνδεθούν.
Ξαφνικά η Νίκολα μίλησε, μοιάζοντας μισοκοιμισμένη. «Το σπαθί του λιονταριού, η αφοσιωμένη λεπίδα, εκείνη που βλέπει πιο πέρα. Τρεις στη βάρκα, κι εκείνος που είναι νεκρός κι όμως ζει. Η μεγάλη μάχη τελείωσε, όμως ο κόσμος ακόμα δεν τελείωσε με τις μάχες. Η χώρα διαιρέθηκε από το γυρισμό κι οι φρουροί ισορροπούν τους υπηρέτες. Το μέλλον ταλαντεύεται στην αιχμή μιας λεπίδας».
Η Ανάγια την κοίταξε. «Τι είπες, παιδί μου;»
Η Νίκολα βλεφάρισε. «Είπα κάτι, Λες Σεντάι;» ρώτησε αδύναμα. «Νιώθω... παράξενα».
«Αν είναι να κάνεις εμετό», είπε κοφτά η Ανάγια, «τελείωνε. Η σύνδεση κάνει μερικές γυναίκες να νιώσουν παράξενα την πρώτη φορά. Δεν έχουμε χρόνο να περιποιηθούμε το στομαχάκι σου». Λες κι ήθελε να το αποδείξει, μάζεψε τα φουστάνια της και προχώρησε στο δρόμο. «Μείνετε κοντά, τώρα, όλες σας. Και φωνάξτε, αν δείτε κάτι που πρέπει να το σταματήσουμε».
Αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Οι άνθρωποι είχαν γεμίσει τους δρόμους και φώναζαν να μάθουν τι συνέβαινε, ή απλώς κραύγαζαν, κι υπήρχαν πράγματα που κινούνταν. Πόρτες βροντούσαν και παράθυρα άνοιγαν με πάταγο χωρίς να τα ακουμπά κανείς. Κρότοι και σπασίματα ακούγονταν μέσα στα σπίτια. Βάζα, εργαλεία, πέτρες, ό,τι δεν ήταν στερεωμένο κάπου, ήταν πιθανό να πηδήξει ή να χιμήξει ανά πάσα στιγμή. Μια γεροδεμένη μαγείρισσα με το μισοφόρι της άρπαξε έναν κουβά στον αέρα μ’ ένα σχεδόν υστερικό γέλιο, αλλά όταν ένας χλωμός κοκαλιάρης που φορούσε τα ασπρόρουχά του προσπάθησε να αποκρούσει ένα δεμάτι φρύγανα, το αποτέλεσμα ήταν ο ήχος του χεριού του που έσπαζε. Σχοινιά σπαρταρούσαν και κουλουριάζονταν γύρω από χέρια και πόδια, ακόμα και τα ρούχα των ανθρώπων άρχιζαν να έρπουν. Εκεί που προχωρούσαν, βρήκαν έναν δασύτριχο άνδρα με το πουκάμισό του τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του· τιναζόταν τόσο δυνατά, που δεν άφηνε να τον πλησιάσουν κάποιοι που προσπαθούσαν να του το βγάλουν πριν τον πνίξει. Μια γυναίκα που είχε κατορθώσει να βάλει ένα φόρεμα, αν κι όχι να το κουμπώσει, πιανόταν από τα καλάμια της άκρης μιας στέγης κι ούρλιαζε μ’ όλη της τη δύναμη, καθώς το φόρεμα προσπαθούσε να τη σύρει στην άλλη άκρη του σπιτιού ή ίσως στον ουρανό.
Το να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα ήταν εξίσου εύκολο με το να τα βρουν. Οι ροές που χειριζόταν η Ανάγια μέσω της σύνδεσης —κι οι ροές των άλλων κύκλων— εύκολα θα σταματούσαν ακόμα κι ομάδα αγριεμένων ταύρων, πόσο μάλλον ένα κατσαρόλι που είχε θελήσει να πετάξει. Κι όταν σταματούσαν ένα αντικείμενο, είτε με τη Δύναμη είτε με το χέρι, αυτό σπανίως ξαναζωντάνευε. Το άσχημο ήταν που υπήρχαν τόσο πολλά. Δεν είχαν καν χρόνο να σταθούν για Θεραπεία, παρά μόνο όταν κινδύνευε κάποια ζωή· οι μελανιές, οι αιμορραγίες και τα σπασμένα κόκαλα έπρεπε να περιμένουν όσο ο κύκλος ξανάχωνε στο χώμα μια σανίδα του φράχτη πριν αυτή ανοίξει κανένα κεφάλι, ή σταματούσε ένα βαρέλι στο ανεξέλεγκτο κύλισμά του πριν αυτό σπάσει κανένα πόδι.
Η Νυνάβε ένιωσε ότι όλα ήταν μάταια. Είχαν να αντιμετωπίσουν τόσα πράγματα· όλα ήταν μικρά, όμως ένας άνδρας που το κρανίο του είχε ραγίσει από ένα τηγάνι, ή μια γυναίκα που την είχε πνίξει η ίδια της η πουκαμίσα, ήταν εξίσου νεκροί με κάποιον που τον είχε χτυπήσει η Δύναμη. Δεν ήταν μόνο δική της αυτή η αίσθηση· της φάνηκε ότι προερχόταν από όλες τις γυναίκες του κύκλου, ακόμα και την Άες Σεντάι. Αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προχωρά μαζί με τις άλλες, και να βλέπει την Ανάγια να υφαίνει το συνδυασμό των ροών τους για να πολεμήσει χίλιους μικρούς κινδύνους. Η Νυνάβε έχασε τον εαυτό της στο ρόλο της ως ενδιαμέσου, όντας ένα με δώδεκα άλλες γυναίκες.
Στο τέλος η Ανάγια σταμάτησε, σμίγοντας τα φρύδια. Ο σύνδεσμος που διαλυόταν αιφνιδίασε τη Νυνάβε. Για μια στιγμή, τα μέλη της λύθηκαν εκεί που στεκόταν, κι έμεινε να κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει. Τα βογκητά και τα κλάματα είχαν αντικαταστήσει τα ουρλιαχτά και τις φωνές· οι αχνοφωτισμένοι δρόμοι ήταν ήσυχοι, με εξαίρεση τους ανθρώπους που βοηθούσαν τους τραυματισμένους. Το φεγγάρι έδειχνε ότι δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα, αλλά στη Νυνάβε φαινόταν ότι είχαν περάσει δέκα. Την πονούσε η πλάτη στο σημείο που την είχε χτυπήσει το σκαμνί, τα γόνατά της έτρεμαν, τα μάτια της έτσουζαν. Χασμουρήθηκε τόσο δυνατά που της φάνηκε ότι τα αυτιά της θα έσπαζαν.
«Δεν ήταν αυτό που θα περίμενα από έναν Αποδιωγμένο», μουρμούρισε η Ανάγια, αλλά όχι πολύ χαμηλόφωνα. Κι εκείνη φαινόταν κουρασμένη, αλλά συνέχισε αμέσως με την επόμενη δουλειά που είχε να κάνει, πιάνοντας τη Νίκολα από τον ώμο. «Με το ζόρι στέκεσαι όρθια. Άντε στο κρεβατάκι σου. Φύγε, παιδί μου. Θέλω να σου μιλήσω μόλις ξυπνήσεις το πρωί, πριν το πρωινό. Άνγκλα, εσύ μείνε· μπορείς να συνδεθείς ξανά και να δώσεις λίγη δύναμη για τη Θεραπεία. Λανίτα, στο κρεβάτι σου».
«Δεν ήταν Αποδιωγμένος», είπε η Νυνάβε. Ή μάλλον το μουρμούρισε. Μα το Φως, ήταν κατάκοπη. «Ήταν μια φυσαλίδα κακού». Οι τρεις Άες Σεντάι την κοίταξαν. Το ίδιο κι οι υπόλοιπες Αποδεχθείσες, εκτός από την Ηλαίην, κι οι μαθητευόμενες επίσης. Ακόμα κι η Νίκολα, που ακόμα δεν είχε φύγει. Αυτή τη φορά, τη Νυνάβε δεν την ένοιαζε αν η γυναίκα εκείνη τη ζύγιζε με το βλέμμα· νύσταζε τόσο που δεν την ενδιέφερε.
«Είδαμε μία στο Δάκρυ», είπε η Ηλαίην, «στην Πέτρα». Είχαν δει μόνο τις συνέπειες, για την ακρίβεια, αλλά κι αυτό τους έφτανε. «Αν μας είχε επιτεθεί ο Σαμαήλ, δεν θα πετούσε κλαράκια πέρα-δώθε». Η Ασμανάιλε αντάλλαξε μια μυστηριώδη ματιά με την Μπάραταϊν, μια Πράσινη που είχε καταφέρει να κάνει το κοκαλιάρικο κορμί της να δείχνει λυγερό κι όλο χάρη, και τη μακριά μύτη της να δείχνει κομψή.
Η Ανάγια δεν φάνηκε να ταράζεται. «Δείχνεις να αντέχεις ακόμα, Ηλαίην. Βοήθησε, λοιπόν, και με τη Θεραπεία. Όσο για σένα, Νυνάβε... Το έχασες πάλι, ε; Από την όψη σου φαίνεται ότι θα έπρεπε να σε κουβαλήσουμε στο κρεβάτι σου, αλλά θα πρέπει να πας μόνη σου. Σιμόκου, σήκω και πήγαινε να ξαπλώσεις, παιδί μου. Καλίντιν, έλα μαζί μου».
«Ανάγια Σεντάι», είπε επιφυλακτικά η Νυνάβε, «η Ηλαίην κι εγώ βρήκαμε κάτι απόψε. Αν θα μπορούσαμε να σου μιλήσουμε κατ’ ιδ—»
«Αύριο, παιδί μου. Τράβα στο κρεβάτι. Τώρα, πριν σωριαστείς κάτω». Η Ανάγια δεν περίμενε καν να δει αν θα την υπάκουγαν. Τράβηξε την Καλίντιν μαζί της και προχώρησε προς έναν άνδρα που βογκούσε καθώς ξάπλωνε με το κεφάλι στην αγκαλιά μιας γυναίκας, κι έσκυψε πάνω του. Η Ασμανάιλε τράβηξε αλλού την Ηλαίην, κι η Μπάραταϊν πήρε την Άνγκλα προς μια τρίτη κατεύθυνοη. Πριν χαθεί στο πλήθος, η Ηλαίην κοίταξε τη Νυνάβε πάνω από τον ώμο της και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
Ίσως βέβαια να μην ήταν εδώ ο κατάλληλος χρόνος ή ο τόπος για να αναφέρουν τη γαβάθα και το Έμπου Νταρ. Η αντίδραση της Ανάγια είχε κάτι παράξενο, λες και θα απογοητευόταν έτσι και μάθαινε ότι όλα αυτά δεν ήταν επίθεση Αποδιωγμένου. Γιατί; Η Νυνάβε ήταν τόσο εξουθενωμένη που δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Μπορεί η Ανάγια να έλεγχε τις ροές, όμως το σαϊντάρ περνούσε μέσα από τη Νυνάβε για μια ολόκληρη ώρα, κάτι αρκετό για να εξαντλήσει ακόμα και κάποια που είχε προλάβει να κοιμηθεί μια ολόκληρη νύχτα.
Ενώ ταλαντευόταν, η Νυνάβε είδε την Τέοντριν. Η Ντομανή προχωρούσε χωλαίνοντας, με δυο λευκοντυμένες μαθητευόμενες στο πλευρό της, και κοντοστεκόταν όπου κάποιος φαινόταν να έχει κάποιο τραύμα που μπορούσε να το Θεραπεύσει με τη δεξιοτεχνία που είχε. Δεν πρόσεξε τη Νυνάβε.
Θα πάω για ύπνο, σκέφτηκε βαρύθυμα η Νυνάβε. Αυτό μου είπε η Ανάγια Σεντάι. Γιατί είχε δείξει απογοήτευση η Ανάγια; Κάποια σκέψη τριβέλιζε μια άκρη του μυαλού της, αλλά νύσταζε τόσο, ώστε δεν μπορούσε να τη συλλάβει. Έσερνε τα βήματά της, σχεδόν σκόνταφτε στο έδαφος που δεν είχε εμπόδια. Θα πήγαινε για ύπνο, κι η Τέοντριν ας έκανε ό,τι ήθελε.