45 Μια Πικρή Σκέψη

Καθώς ο Βίλναρ οδηγούσε την έφιππη περίπολό του στους δρόμους της Νέας Πόλης, όχι πολύ μακριά από το ψηλό εξωτερικό τείχος της πόλης, με τις γκρίζες πέτρες που γέμιζαν ασημένιες και λευκές πινελιές στον ήλιο του καταμεσήμερου, σκεφτόταν να ξυρίσει τη γενειάδα του. Κάποιοι είχαν ήδη ξυριστεί· ακόμα κι αν όλοι έλεγαν ότι η ζέστη ήταν αφύσικη, στη Σαλδαία πρέπει να είχε σχετική δροσιά.

Ήταν ασφαλές που άφηνε τις σκέψεις του να περιπλανιούνται. Μπορούσε να οδηγήσει το άλογο του ακόμα και κοιμισμένος, και μόνο ο πιο παράτολμος πορτοφολάς θα ασκούσε το επάγγελμά του κοντά σε δέκα Σαλδαίους. Προχωρούσαν τυχαία έτσι ώστε να μην ξέρει κανείς κλέφτης πού ήταν ασφαλής. Η αλήθεια ήταν ότι συχνότερα, αντί να συλλαμβάνουν κλέφτες, απλώς έπιαναν αυτούς που έρχονταν μόνοι τους. Οι πιο σκληροί νταήδες του Κάεμλυν έρχονταν τρέχοντας στους Σαλδαίους για να τους μαζέψουν πριν πέσουν στα χέρια των Αελιτών. Έτσι ο Βίλναρ είχε ένα μάτι στο δρόμο και άφηνε το νου του να τριγυρνά. Σκεφτόταν την κοπέλα του στην πατρίδα του, το Μέχαρ, που ήθελε να την παντρευτεί· ο πατέρας της Τερυάν ήταν έμπορος και ήθελε ένα στρατιώτη για γαμπρό του, ίσως πιο πολύ απ’ όσο ήθελε η Τερυάν στρατιώτη για σύζυγο της. Σκεφτόταν το παιχνίδι που του είχαν προτείνει οι Αελίτισσες· το Φιλί της Κόρης φαινόταν εκ πρώτης όψεως αθώο, αλλά τα μάτια τους άστραφταν με τρόπο που δεν του άρεσε. Κυρίως, όμως, σκεφτόταν τις Άες Σεντάι.

Ο Βίλναρ ανέκαθεν ήθελε να δει μια Άες Σεντάι, και δεν υπήρχε καλύτερο μέρος γι’ αυτό από το Κάεμλυν τώρα, εκτός αν κάποια μέρα ταξίδευε στην Ταρ Βάλον. Απ’ ό,τι φαινόταν, το Κάεμλυν είχε γεμίσει Άες Σεντάι. Είχε πάει στο Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν, όπου κατά τις φήμες υπήρχαν εκατό από δαύτες, αλλά την τελευταία στιγμή δεν είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του να μπει. Ήταν αρκετά γενναίος με ένα σπαθί στο χέρι και ένα άλογο ανάμεσα στα πόδια του όταν αντιμετώπιζε άνδρες ή Τρόλοκ, όμως στη σκέψη των Άες Σεντάι του κόβονταν τα γόνατα. Εκτός αυτού, το πανδοχείο αποκλείεται να χωρούσε εκατό γυναίκες, και από τις κοπέλες που είδε καμία δεν μπορούσε να ήταν Άες Σεντάι. Είχε πάει και στο Στέμμα των Ρόδων, και είχε κάτσει να βλέπει από την απέναντι μεριά του δρόμου, όμως δεν ήταν σίγουρος αν κάποια από τις γυναίκες που είχε δει ήταν Άες Σεντάι, και γι’ αυτό ένιωθε σίγουρος ότι δεν ήταν.

Λοξοκοίταξε μια λεπτή γυναίκα με πλατιά μύτη που έβγαινε από ένα ψηλό σπίτι που πρέπει να ανήκε σε κάποιον έμπορο· η γυναίκα στάθηκε συνοφρυωμένη στο δρόμο πριν τελικά φορέσει ένα ψάθινο καπέλο με πλατύ γύρο και φύγει βιαστικά. Ο Βίλναρ κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσων χρονών ήταν η γυναίκα, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Ήξερε πώς να αναγνωρίσει μια Άες Σεντάι. Άσε τον Τζίνταρ να ισχυρίζεται πως ήταν τόσο όμορφες που σκότωναν άνδρα με το χαμόγελό τους, άσε τον Ρίσεν να επιμένει πως ήταν μισό μέτρο ψηλότερες από τους άνδρες. Ο Βίλναρ ήξερε ότι τις γνώριζες από το πρόσωπο, το αγέραστο πρόσωπο μιας αθάνατης. Σίγουρα αυτό θα ήταν αδύνατο να το παραγνωρίσεις.

Όταν η περίπολος έφτασε αντίκρυ στην Πύλη της Ασπρογέφυρας, με τη θολωτή αψίδα και τους πύργους της, ο Βίλναρ ξέχασε τις Άες Σεντάι. Έξω απλωνόταν μια υπαίθρια αγορά κατά μήκος του δρόμου, με επιμήκη, πέτρινα υπόστεγα με κόκκινα και μωβ κεραμίδια, μαντριά γεμάτα μοσχαράκια και γουρούνια και πρόβατα, κότες και πάπιες και χήνες, πάγκοι που πουλούσαν τα πάντα, από φασόλια μέχρι γογγύλια. Συνήθως σ’ αυτές τις αγορές γινόταν χαλασμός κόσμου από τους αγρότες που διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, αλλά τώρα, αν εξαιρούσες τον αχό των ζώων, η σιγή έπεφτε σ’ ολόκληρη την αγορά και πλησίαζε την πύλη, ακολουθώντας μια από τις πιο παράξενες πομπές που είχε δει ποτέ ο Βίλναρ.

Ο κορμός της ήταν μια μακριά φάλαγγα από έφιππους αγρότες σε τετράδες, και παραπίσω υπήρχαν άμαξες. Σίγουρα ήταν αγρότες, το έδειχναν τα τραχιά σακάκια τους, όμως όσοι ήταν μπροστά στο βλέμμα του Βίλναρ είχαν περασμένα στην πλάτη τα πιο μακριά τόξα που είχε δει ποτέ του, στο ένα πλευρό φαρέτρα και στο άλλο μακρύ μαχαίρι ή κοντή σπάθα. Στην αρχή της πομπής ήταν ένα λευκό λάβαρο με κόκκινη μπορντούρα που έδειχνε το κεφάλι ενός λύκου, και ένα μια ομάδα ανθρώπων πολυποίκιλη όσο η φάλαγγα. Υπήρχαν τρεις Αελίτες, φυσικά πεζοί, οι δύο εκ των οποίων Κόρες, και ένας άνδρας που το χτυπητό πράσινο ριγέ σακάκι του και το εκτυφλωτικά κίτρινο παντελόνι του έδειχναν ότι ήταν Μάστορας, μόνο που είχε σπαθί στην πλάτη. Έσερνε ένα άλογο μεγάλο σαν Νασούνικο άλογο φορτίου, με σέλα που προοριζόταν για γίγαντα. Ο αρχηγός έμοιαζε να είναι ένας άνδρας με ογκώδεις πλάτες που είχε κατσαρά μαλλιά και κοντή γενειάδα, έφερε έναν απειλητικό πέλεκυ στη ζώνη του, και πλάι του ερχόταν καβάλα μια Σαλδαία με στενό σχιστό φόρεμα που όλο σήκωνε το βλέμμα της πάνω του με την πιο στοργική...

Ο Βίλναρ κάθισε πιο μπροστά στη σέλα του. Την ήξερε αυτή τη γυναίκα. Σκέφτηκε τον Άρχοντα Μπασίρε, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο Βασιλικό Παλάτι. Επίσης σκέφτηκε την Αρχόντισσα Ντέιρα, και η καρδιά του πάγωσε· ήταν κι αυτή στο παλάτι. Αν κάποια Άες Σεντάι ανέμιζε το χέρι και μεταμόρφωνε τη φάλαγγα σε Τρόλοκ, ο Βίλναρ θα πηδούσε από τη χαρά του. Ίσως αυτό να ήταν το τίμημα της ονειροπόλησης. Αν είχε το νου του στραμμένο στα καθήκοντα του, η περίπολος θα είχε προσπεράσει εδώ και ώρα αυτό το σημείο. Πάντως είχε τις διαταγές σου.

Αναρωτήθηκε αν η Αρχόντισσα Ντέιρα θα του έπαιρνε το κεφάλι και παράταξε τους άνδρες του στην πύλη.


Ο Πέριν άφησε το καφεγκρίζο άλογο του να πλησιάσει στα δέκα βήματα από την είσοδο της πόλης πριν τραβήξει τα χαλινάρια. Ο Γοργοπόδης χάρηκε για τη στάση· δεν του άρεσε η κάψα. Οι καβαλάρηδες που έφραζαν την πύλη ήταν Σαλδαίοι, αν έκρινε από τις χοντρές μύτες και τα γερτά μάτια· μερικοί έτρεφαν γυαλιστερές μελαχρινές γενειάδες, μερικοί πυκνά μουστάκια, και μερικοί ήταν καλοξυρισμένοι. Όλοι οι άνδρες εκτός από έναν είχαν το χέρι στη λαβή του σπαθιού τους. Ο αέρας αργοσάλευε πάνω τους, χωρίς να είναι ακριβώς άνεμος· δεν ανέδιδαν την οσμή του φόβου. Ο Πέριν κοίταξε τη Φάιλε, όμως εκείνη είχε σκύψει πάνω από την καμπουριασμένη ράχη της Σουώλοου, ενώ καταγινόταν με τα λουριά της μαύρης φοράδας· μύριζε σαπούνι από βότανα, και ταραχή. Είχαν ακούσει το νέο για Σαλδαίους στο Κάεμλυν εδώ και διακόσια μίλια ή και περισσότερα, και υποτίθεται πως είχαν επικεφαλής τον πατέρα της Φάιλε. Αυτό δεν φαινόταν να ανησυχεί τη Φάιλε, όμως ήταν σίγουρη πως θα ήταν στο Κάεμλυν και η μητέρα της. Έλεγε πως ούτε αυτό την ανησυχούσε.

«Δεν χρειαζόμαστε καν τους τοξότες», είπε χαμηλόφωνα ο Άραμ, χαϊδεύοντας τη λαβή που ξεπρόβαλλε πάνω από τον ώμο του. Τα μαύρα μάτια του έδειχναν προσμονή, κι αυτή τη μυρωδιά ανέδιδε. «Είναι μόνο δέκα φρουροί. Εγώ κι εσύ μπορούμε μόνοι μας να τους μακελέψουμε». Ο Γκαούλ είχε βάλει το πέπλο του, και σχεδόν σίγουρα είχαν κάνει το ίδιο η Μπάιν και η Τσιάντ που ήταν από την άλλη μεριά της Φάιλε.

«Ούτε τοξότες, ούτε μακελέματα», είπε ο Πέριν. «Ούτε και λόγχες, Γκαούλ». Δεν είπε τίποτα στη Μπάιν και στην Τσιάντ· εκείνες ούτως ή άλλως άκουγαν μόνο τη Φάιλε. Που το ύφος της έλεγε ότι θα αργούσε να βγάλει άχνα. Ο Γκαούλ απλώς κατέβασε το πέπλο του, σηκώνοντας τους ώμους· ο Άραμ συνοφρυώθηκε απογοητευμένος.

Ο Πέριν κράτησε την πράα έκφραση του καθώς γυρνούσε πάλι προς τους Σαλδαίους. Κάποιοι άνθρωποι ένιωθαν νευρικότητα όταν έβλεπαν τα κιτρινόχρυσα μάτια του. «Το όνομά μου είναι Πέριν Αϋμπάρα. Νομίζω πως ο Ραντ αλ’Θόρ θα θέλει να με δει».

Ο γενειοφόρος που δεν είχε αγγίξει το σπαθί του έκανε μια μικρή υπόκλιση από τη σέλα. «Είμαι ο Βίλναρ Μπαράντα, Άρχοντα Αϋμπάρα, Ανθυπολοχαγός, σπαθορκισμένος του Άρχοντα Ντάβραμ Μπασίρε». Το είπε με στεντόρεια φωνή, και τώρα που το σκεφτόταν ο Πέριν, ο Βίλναρ είχε αποφύγει να κοιτάξει τη Φάιλε. Εκείνη αναστέναξε όταν μνημονεύθηκε το όνομα του πατέρα της και κοίταξε κατσουφιασμένη τον Μπαράντα, ακόμα πιο έντονα όταν εκείνος συνέχισε να την αγνοεί. «Οι διαταγές του Άρχοντα Μπασίρε», συνέχισε ο άλλος, και πρόσθεσε, σαν ύστερη σκέψη, «και του Άρχοντα Δράκοντα, είναι να μην μπαίνει κανένας ευγενής στο Κάεμλυν με περισσότερους από είκοσι ένοπλους ή πενήντα υπηρέτες».

Ο Άραμ ανακάθισε στο άλογο του. Ήταν ακόμα πιο σχολαστικός κι από τη Φάιλε στο θέμα της υποτιθέμενης τιμής του Πέριν, κι αυτό κάτι έλεγε, όμως, δόξα στο Φως, δεν θα ξιφουλκούσε αν δεν του το έλεγε ο Πέριν.

Ο Πέριν μίλησε πάνω από τον ώμο του. «Ντάνιλ, πάρε τους όλους πίσω σε κείνο το λιβαδάκι που προσπεράσαμε πριν τρία μίλια και στήστε στρατόπεδο. Αν εμφανιστεί κανένας αγρότης να παραπονεθεί, δώσε του λίγο χρυσάφι και γλυκομίλα του. Πες του ότι θα πληρωθεί για τυχόν ζημιές. Άραμ, πήγαινε μαζί τους».

Ο Ντάνιλ Λιούιν, ψηλολέλεκας με χοντρό μουστάκι που σχεδόν έκρυβε το στόμα του, άγγιξε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων το μέτωπό του παρ’ όλο που ο Πέριν του είχε πει τόσες φορές ότι ένα απλό «εντάξει» ήταν αρκετό, κι αμέσως άρχισε να δίνει διαταγές για να γυρίσουν όλοι προς τα πίσω. Ο Άραμ μούδιασε, φυσικά —δεν του άρεσε να βρίσκεται μακριά από τον Πέριν— αλλά δεν είπε τίποτα. Μερικές φορές ο Πέριν σκεφτόταν ότι είχε αποκτήσει ένα κυνηγόσκυλο στο πρόσωπο του πρώην Μάστορα. Δεν ήταν καλό για έναν άνδρα να φέρεται έτσι, αλλά ο Πέριν δεν ήξερε τι να κάνει γι’ αυτό.

Περίμενε πως η Φάιλε θα είχε πολλά να πει για τη διαταγή του να επιστρέψουν όλοι πίσω —περίμενε ότι θα ανέφερε το υποτιθέμενο κύρος του και θα επέμενε να φέρει τους είκοσι που είχε αναφέρει ο Μπαράντα, κι επίσης όσο περισσότερους μπορούσε από τους πενήντα— αλλά εκείνη έγερνε από τη σέλα της για να μιλήσει ψιθυριστά με τη Μπάιν και την Τσιάντ. Προσπάθησε να μην τις ακούει, παρ’ όλο που έπιανε μερικά αποσπάσματα λέξεων. Κάτι για άνδρες, το οποίο έβρισκαν διασκεδαστικό· οι γυναίκες η το έβρισκαν διασκεδαστικό ή τις έπιανε θυμός όταν μιλούσαν για άνδρες. Η Φάιλε ήταν ο λόγος που ο Πέριν είχε τόσο κόσμο συνοδεία πίσω του, και το λάβαρο επίσης, αν και ακόμα δεν είχε καταλάβει πώς το είχε κάνει. Υπήρχαν υπηρέτες στις άμαξες, άνδρες και γυναίκες που φορούσαν λιβρέες με τη λυκοκεφαλή στον ώμο. Δεν είχαν παραπονεθεί ούτε ακόμα και οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών· έμοιαζαν περήφανοι γι’ αυτό όσο και οι πρόσφυγες.

«Είναι ικανοποιητικό αυτό;» ρώτησε τον Μπαράντα. «Μπορείς να μας συνοδεύσεις ως τον Ραντ, αν δεν θέλεις να τριγυρνάμε αδέσποτοι».

«Νομίζω...» Τα μαύρα μάτια του Μπαράντα πετάχτηκαν για μια στιγμή στη Φάιλε. «Νομίζω αυτό θα ήταν το καλύτερο».

Η Φάιλε κάθισε κανονικά στη σέλα, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ έτρεχαν στη σειρά των καβαλάρηδων και περνούσαν ανάμεσά τους σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Οι Σαλδαίοι δεν έδειξαν καν να ξαφνιάζονται, αλλά βέβαια πρέπει να ήταν μαθημένοι από Αελίτες· όλες οι φήμες έλεγαν ότι το Κάεμλυν ήταν ήδη γεμάτο Αελίτες.

«Πρέπει να βρω τους λογχαδελφούς μου», είπε απότομα ο Γκαούλ. «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά, Πέριν Αϋμπάρα». Και χίμηξε στο κατόπιν των γυναικών. Η Φάιλε έκρυψε το χαμόγελό της πίσω από το χέρι της με το γκρίζο γάντι.

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Ο Γκαούλ ήθελε να τον παντρευτεί η Τσιάντ, όμως, σύμφωνα με τα Αελίτικα έθιμα, έπρεπε να του το ζητήσει, και παρ’ όλο που, σύμφωνα με τη Φάιλε εκείνη ήταν πρόθυμη να είναι η ερωμένη του, δεν θα εγκατέλειπε τη λόγχη για να παντρευτεί. Αυτός έμοιαζε προσβεβλημένος όσο θα ήταν και μια κοπέλα των Δύο Ποταμών υπό τις ίδιες συνθήκες. Η Μπάιν έμοιαζε να είναι μπλεγμένη με κάποιον τρόπο κι αυτή. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε πώς. Η Φάιλε ισχυριζόταν πως δεν ήξερε, αλλά η άρνησή της είχε κάτι το βιαστικό, και ο Γκαούλ μούτρωνε όταν τον ρωτούσε. Παράξενοι άνθρωποι.

Οι Σαλδαίοι διέσχισαν τα πλήθη, όμως ο Πέριν δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στα πλήθη και την πόλη. Είχε δει μια φορά το Κάεμλυν, ένα μέρος του, και δεν του πολυάρεσαν πια οι πόλεις. Οι λύκοι σπανίως πλησίαζαν τις πόλεις· δυο μέρες είχε να αισθανθεί κανέναν τους. Περιεργαζόταν τη γυναίκα του με λοξές ματιές, προσπαθώντας να μην τον προσέξει εκείνη. Δεν θα πείραζε αν την κοίταζε απροκάλυπτα. Η Φάιλε πάντα ίππευε με το κορμί ολόρθο, όμως τώρα ήταν παγωμένη στη σέλα της κι αγριοκοίταζε την πλάτη του Μπαράντα. Οι ώμοι εκείνου ήταν καμπουριασμένοι, λες κι ένιωθε το βλέμμα της. Ακόμα και ένα γεράκι δεν θα είχε πιο άγριο βλέμμα από τη Φάιλε.

Ο Πέριν υπέθετε πως η Φάιλε σκεφτόταν το ίδιο πράγμα που σκεφτόταν κι αυτός, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο. Τον πατέρα της. Μπορεί εκείνη να όφειλε μερικές εξηγήσεις —αφού στο κάτω-κάτω το είχε σκάσει για να γίνει Κυνηγός του Κέρατος— όμως ο Πέριν ήταν αυτός που θα αναγκαζόταν να σταθεί ενώπιον του Άρχοντα του Μπαράντα, του Τυρ και του Σιντόνα, για να του πει ότι ένας σιδεράς είχε παντρευτεί την κόρη και κληρονόμο του. Ο Πέριν το περίμενε με αδημονία. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδιαίτερα γενναίο —δεν ήταν γενναιότητα το να κάνεις αυτό που έπρεπε— αλλά ποτέ πριν από τώρα δεν είχε σκεφτεί ότι ίσως ήταν δειλός. Το στόμα του είχε ξεραθεί στη σκέψη του πατέρα της Φάιλε. Ίσως έπρεπε να επιβλέψει το στήσιμο του στρατοπέδου. Αν καθόταν να γράψει ένα προσεκτικά διατυπωμένο γράμμα, ίσως του έπαιρνε δυο ή τρεις μέρες. Ή ίσως περισσότερες. Δεν ήταν καλός με τα λόγια.

Η εικόνα του πορφυρού λάβαρου που ανέμιζε τεμπέλικα πάνω από το Βασιλικό Παλάτι τον ξανάφερε απότομα στην πραγματικότητα. Οι φήμες μιλούσαν γι’ αυτό. Ο Πέριν ήξερε πως δεν ήταν το Λάβαρο του Δράκοντα, ό,τι κι αν έλεγαν οι φήμες —μερικοί ισχυρίζονταν πως σήμαινε ότι οι Άες Σεντάι υπηρετούσαν τον Ραντ· άλλοι, ότι αυτός τις υπηρετούσε—και αναρωτήθηκε γιατί ο Ραντ δεν ύψωνε το Λάβαρο του Δράκοντα. Ένιωθε ακόμα τον Ραντ να τον έλκει, ο ανώτερος τα’βίρεν που τραβούσε έναν κατώτερο. Η έλξη δεν του έλεγε πού βρισκόταν ο Ραντ· δεν ήταν τέτοιου είδους. Είχε αφήσει πίσω του τους Δύο Ποταμούς και περιμένοντας ότι το ταξίδι θα τον πήγαινε ως το Δάκρυ ή κάπου αλλού που μόνο το Φως ήξερε πού ήταν, και ο κατακλυσμός από φήμες και ιστορίες που εξαπλώνονταν στα δυτικά ήταν το μόνο που τον είχε φέρει εδώ στο Άντορ. Μερικές ανησυχητικές ιστορίες και φήμες. Όχι, αυτό που ένιωθε έμοιαζε περισσότερο με μια ανάγκη να βρεθεί κοντά στον Ραντ, ή ίσως με την ανάγκη του Ραντ για τον Πέριν, σαν μια φαγούρα ανάμεσα στους ώμους του την οποία δεν μπορούσε να ξύσει. Τώρα ένιωθε ότι σε λίγο θα την έξυνε, αν και σχεδόν ευχόταν το αντίθετο. Είχε ένα όνειρο, που αν το μάθαινε η Φάιλε θα έβαζε τα γέλια, τέτοιος περιπετειώδης τύπος που ήταν. Ονειρευόταν να ζήσει σε ένα μικρό σπιτάκι μαζί της, κάπου στην εξοχή, μακριά από πόλεις και αναταραχές. Πάντα υπήρχε αναταραχή γύρω από τον Ραντ. Όμως ο Ραντ τον χρειαζόταν, και ο Πέριν θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.

Έφτασαν σε μια μεγάλη αυλή με κολώνες ολόγυρα, στην οποία έβλεπαν μαρμάρινες βεράντες και μυτεροί οβελίσκοι. Ο Πέριν έβγαλε τη σέλα του που τη βάραινε ο πέλεκυς και την άφησε στη σέλα —ένιωσε ανακούφιση που θα την ξεφορτωνόταν για λιγάκι— και δύο υπηρέτες με λευκούς χιτώνες, ένας άνδρας και μια γυναίκα, πήραν τον Γοργοπόδη και τη Σουώλοου. Με λιτές κουβέντες, ο Μπαράντα παρέδωσε τον Πέριν και τη Φάιλε σε μερικούς Αελίτες με παγερό βλέμμα —πολλοί απ’ αυτούς φορούσαν πορφυρούς κεφαλόδεσμους με το σημάδι του ασπρόμαυρου δίσκου— οι οποίοι τους οδήγησαν πιο μέσα και με ακόμα λιγότερα λόγια τους παρέδωσαν σε κάποιες Κόρες που ήταν ακόμα πιο παγερές. Ο Πέριν δεν αναγνώριζε καμία τους από την Πέτρα, και στις προσπάθειες του να πιάσει κουβέντα μαζί τους απάντησαν με ανέκφραστα βλέμματα. Τα χέρια τους πετάρισαν με τη χειρομιλία τους, και μία απ’ αυτές επελέγη για να πάρει τον ίδιο και τη Φάιλε πιο βαθιά στο Παλάτι· ήταν μια λεπτή γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της άμμου που έμοιαζε συνομήλικη της Φάιλε. Είπε ότι το όνομά της ήταν Λέριαν, τα μόνα λόγια που μίλησε εκτός από μια προειδοποίηση να μην περιπλανηθούν στο παλάτι. Ο Πέριν ευχήθηκε να ήταν εκεί η Μπάιν ή η Τσιάντ· θα ήταν ευχάριστο να υπήρχε ένα οικείο πρόσωπο. Η Φάιλε προχωρούσε στους διαδρόμους με αγέρωχο βήμα σαν λαμπρή αρχόντισσα που ήταν, όμως κάθε φορά που διασταυρώνονταν οι διάδρομοι κοίταζε γοργά και από τις δύο μεριές. Προφανώς δεν ήθελε να την αιφνιδιάσει ο πατέρας της.

Στο τέλος έφτασαν σε μια διπλή πόρτα, με ένα λιοντάρι σκαλισμένο σε κάθε φύλλο, όπου δύο Κόρες που κάθονταν οκλαδόν σηκώθηκαν και τα χέρια του πάλι πετάρισαν με χειρομιλία πριν η Κόρη με τα μαλλιά στο χρώμα της άμμου μπει μέσα χωρίς να χτυπήσει.

Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν πάντα ήταν έτσι τα πράγματα γύρω από τον Ραντ τώρα, με Αελίτες φρουρούς που δεν μιλούσε κανείς τους, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διάπλατα και εμφανίστηκε ο Ραντ φορώντας μόνο το πουκάμισο του.

«Πέριν! Φάιλε! Το Φως να φωτίζει τη μέρα του γάμου σας», γέλασε, φιλώντας απαλά τη Φάιλε. «Μακάρι να ήμουν εκεί». Η Φάιλε έδειχνε όλη την απορία που ένιωθε μέσα του ο Πέριν.

«Πού το έμαθες;» αναφώνησε, και ο Ραντ ξαναγέλασε, χτυπώντας τον στον ώμο.

«Είναι η Μποντ εδώ, Πέριν. Και η Μποντ και η Τζάνασυ και όλες οι άλλες. Εννοώ εδώ στο Κάεμλυν. Μέχρι εδώ μπόρεσαν να τις φέρουν η Βέριν και η Αλάνα πριν μάθουν τα νέα για τον Πύργο». Φαινόταν κουρασμένος, τα μάτια του τραβηγμένα, αν και το γέλιο του δεν το έδειχνε. «Μα το Φως, Πέριν, τι πράγματα μου είπε ότι σκαρώνεις. Ο Άρχοντας Πέριν των Δύο Ποταμών. Τι λέει γι’ αυτό η Κυρά Λούχαν;»

«Με λέει Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε πικρόχολα ο Πέριν. Η Έλσμπετ Λούχαν όταν ήταν μικρός του είχε δώσει περισσότερες ξυλιές στον πισινό απ’ όσες η μητέρα του. «Κλίνει το γόνυ, Ραντ. Να τη δεις να κλίνει το γόνυ». Η Φάιλε τον κοίταξε θορυβημένη. Του έλεγε ότι ντρόπιαζε τους ανθρώπους όταν προσπαθούσε να σταματήσει τις υποκλίσεις και τις γονυκλισίες· όσο για τη ντροπή που ένιωθε ο ίδιος όταν έκαναν αυτά τα πράγματα, του έλεγε ότι ήταν κι αυτό μέρος του τιμήματος που έπρεπε να πληρώσει.

Η Κόρη που είχε μπει μέσα στριμώχτηκε πάνω στον Ραντ για να βγει, κι εκείνος ξαφνιάστηκε. «Μα το Φως, σας έχω όρθιους στην πόρτα. Ελάτε μέσα· ελάτε μέσα. Λέριαν, πες στη Σούλιν ότι θέλω κι άλλο παντς. Εκείνο από πεπόνι. Και πες της να το φέρει τρέχοντας». Για κάποιο λόγο, οι τρεις Κόρες έβαλαν τα γέλια, σαν να είχε πει ο Ραντ κάτι αστείο.

Κάνοντας ένα βήμα μέσα στο καθιστικό, μια λουλουδένια ευωδιά αρώματος είπε στον Πέριν ότι υπήρχε μια γυναίκα μέσα, πριν τη δει. Όταν την είδε, κεραυνοβολήθηκε. «Μιν;» Τα μαλλιά είχαν κοντές μπούκλες, το κεντητό γαλάζιο σακάκι και τα παντελόνια ήταν λάθος, όμως το πρόσωπο ήταν σωστό. «Μιν, εσύ είσαι!» Γελώντας, την αγκάλιασε και τη σήκωσε. «Τους μαζεύουμε όλους, ε; Φάιλε, αυτή είναι η Μιν. Σου έχω πει γι’ αυτήν».

Τότε μόνο συνειδητοποίησε τι μύριζε στη γυναίκα του, και άφησε κάτω τη Μιν ενώ εκείνη ακόμα του χαμογελούσε. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι το παντελόνι άφηνε να διαγράφεται πολύ καλά το σχήμα των ποδιών της Μιν. Η Φάιλε είχε ελάχιστα ελαττώματα, όμως ένα απ’ αυτά ήταν μια μικρή ροπή προς τη ζήλια. Θεωρητικά ο Πέριν δεν ήξερε ότι η Φάιλε είχε κυνηγήσει μισό μίλι την Κέιλ Κόπλιν κρατώντας ραβδί, λες και θα έριχνε δεύτερη ματιά σε άλλη γυναίκα τη στιγμή που είχε αυτήν.

«Φάιλε;» είπε η Μιν, απλώνοντας τα χέρια της. «Μια γυναίκα που ανέχεται αυτό τον τριχωτό μπουνταλά σε σημείο να τον παντρευτεί έχει κερδίσει το θαυμασμό μου. Άμα τον εκπαιδεύσεις, φαντάζομαι θα γίνει καλός νοικοκύρης».

Η Φάιλε έπιασε χαμογελώντας τα χέρια της Μιν, αλλά υπήρχε εκείνη η δριμεία, άγρια οσμή. «Ακόμα δεν κατάφερα να τον εκπαιδεύσω, Μιν, αλλά θα τον κρατήσω τουλάχιστον μέχρι να τα καταφέρω».

«Η Κυρά Λούχαν κάνει γονυκλισίες;» Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. «Πρέπει να το δω για να το πιστέψω. Πού είναι ο Λόιαλ; Ήρθε κι αυτός; Δεν πιστεύω να τον αφήσατε έξω;»

«Ήρθε», είπε ο Πέριν, προσπαθώντας να έχει το βλέμμα του στη Φάιλε χωρίς να γίνει αντιληπτός, «αλλά δεν έφτασε ως εδώ ακόμα. Είπε ότι ήταν κουρασμένος και χρειαζόταν στέντιγκ, του είπα λοιπόν για ένα που ξέρω, ένα εγκαταλελειμένο βόρεια του δρόμου από την Ασπρογέφυρα, κι αυτός ξεκίνησε με τα πόδια. Είπε ότι όταν το πλησίαζε στα δέκα μίλια, θα το καταλάβαινε».

«Κάτι μου λέει ότι ξέρεις καλά τον Ραντ και τον Πέριν, ε;» ρώτησε η Φάιλε, και η Μιν κοίταξε τον Ραντ.

«Τους είχα γνωρίσει για ένα διάστημα. Τους συνάντησα αμέσως μόλις είχαν πρωτοφύγει από τους Δύο Ποταμούς. Νόμιζαν ότι το Μπάερλον ήταν παραμυθένια πόλη».

«Πεζός;» είπε ο Ραντ.

«Ναι», έκανε αργά ο Πέριν. Η οσμή της Φάιλε άλλαζε, η φαρμακερή ζήλια έσβηνε. Γιατί; «Προτιμά να πηγαίνει με τα πόδια, ξέρεις. Έβαλε στοίχημα μαζί μου μια χρυσή κορώνα ότι θα έφτανε στο Κάεμλυν το αργότερο δέκα μέρες μετά από μας». Οι δύο γυναίκες κοιτάζονταν, η Φάιλε χαμογελαστή, η Μιν κοκκινίζοντας ελαφρά· η Μιν είχε οσμή αμυδρής αμηχανίας, η Φάιλε ικανοποίησης. Και έκπληξης, αν και το πρόσωπό της ελάχιστα το πρόδιδε. «Δεν ήθελα να πάρω τα λεφτά του —πρέπει να λοξοδρομήσει πάνω από πενήντα μίλια— αλλά εκείνος επέμεινε. Ήθελε να το κάνουμε πέντε μέρες αντί για δέκα».

«Ο Λόιαλ ανέκαθεν έλεγε ότι δεν τον πρόφταινε ούτε άλογο», γέλασε ο Ραντ, όμως είχε διστάσει για μια στιγμή. Το γέλιο καταλάγιασε. «Ελπίζω να έρθει σώος και ασφαλής», είπε με πιο σοβαρό ύφος. Ήταν κουρασμένος, και υπήρχαν κι άλλες αλλαγές. Ο Ραντ τον οποίο ο Πέριν είχε δει τελευταία φορά στο Δάκρυ δεν ήταν μαλακός, κάθε άλλο, όμως ήταν ένα αθώο αγροτόπαιδο σε σύγκριση με τούτον εδώ. Δεν ανοιγόκλεινε συχνά τα μάτια, λες κι ένα βλεφάρισμα ίσως του έκρυβε αυτό που έπρεπε να δει. Ο Πέριν αναγνώριζε αυτή την έκφραση· την είχε δει στα πρόσωπα των ανδρών στους Δύο Ποταμούς μετά τις επιθέσεις των Τρόλοκ, μετά την πέμπτη επίθεση, μετά τη δέκατη, τότε που φαινόταν ότι η ελπίδα είχε χαθεί αλλά συνέχιζες να πολεμάς επειδή ήταν μεγάλο το τίμημα αν σήκωνες τα χέρια.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Φάιλε, ξαφνιάζοντας τον Πέριν· ως τώρα τον αποκαλούσε Ραντ, αν και είχαν αρχίσει να ακούνε τον τίτλο μετά την Ασπρογέφυρα. «Αν μου επιτρέπεις, θα πω δυο κουβέντες στο σύζυγό μου και μετά θα σας αφήσω να τα πείτε».

Πριν καλά-καλά προφτάσει ο Ραντ να συμφωνήσει ξαφνιασμένος, πλησίασε τον Πέριν και τον γύρισε έτσι που η πλάτη της να είναι προς τον Ραντ. «Δεν θα πάω μακριά, αγαπημένη μου καρδιά. Η Μιν κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε για πράγματα που μάλλον θα σε έκαναν να πλήξεις». Παίζοντας με τα πέτα του, άρχισε να μιλά γοργά και χαμηλόφωνα, τόσο μαλακά που κάθε άλλος θα έπρεπε να τεντώσει τα αυτιά του για να την ακούσει. Καμιά φορά θυμόταν την οξύτατη ακοή του. «Μην ξεχνάς ότι δεν είναι πια ο παιδικός σου φίλος, Πέριν. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ο Άρχοντας Δράκοντας. Αλλά εσύ είσαι ο Άρχοντας των Δύο Ποταμών. Ξέρω ότι θα υποστηρίξεις τα δίκαιά σου, και τα δίκαια των Δύο Ποταμών». Το χαμόγελο που του χάρισε ήταν γεμάτο αγάπη και εμπιστοσύνη· του ήρθε να τη φιλήσει εκεί μπροστά. «Να», του είπε με φυσιολογικό τόνο. «Τώρα είναι ίσια». Δεν ανέδιδε πια ούτε την ελάχιστη οσμή ζήλιας.

Έκανε μια κομψή γονυκλισία προς τον Ραντ, μουρμούρισε «Άρχοντα Δράκοντα», και άπλωσε το χέρι της στη Μιν. «Έλα, Μιν». Η γονυκλισία της Μιν ήταν λιγότερο επιδέξια, και βλέποντάς την ο Ραντ έμεινε εμβρόντητος.

Πριν φτάσουν στην πόρτα, το ένα φύλλο άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα μια ψηλή γυναίκα με στολή που κρατούσε ένα ασημένιο δίσκο με ποτήρια και καράφα απ’ όπου αναδιδόταν μυρωδιά από κρασί και χυμό μελοπέπονου. Το βλέμμα του Πέριν σχεδόν καρφώθηκε πάνω της. Παρά το ερυθρόλευκο φόρεμα, θα την περνούσες για μητέρα της Τσιάντ, ή ίσως γιαγιά της, τέτοια κοντά κατσαρά άσπρα μαλλιά που είχε. Κοιτώντας συνοφρυωμένη τις δύο γυναίκες που έφευγαν, πλησίασε το κοντινότερο τραπέζι και απίθωσε το δίσκο, με μια μάσκα ταπεινότητας στο πρόσωπο που έμοιαζε να είναι σμιλεμένη εκεί. «Μου είπαν τέσσερα άτομα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε με ένα παράξενο τρόπο· του Πέριν του φάνηκε ότι η γυναίκα προσπαθούσε να μιλήσει με ταπεινότητα και σεβασμό αλλά της είχε κολλήσει κάτι στο λαρύγγι, «κι έτσι έφερα για τέσσερα». Η γονυκλισία της έκανε τη γονυκλισία της Μιν να φαντάζει κομψή σε σύγκριση, και βγαίνοντας βρόντηξε πίσω της την πόρτα.

Ο Πέριν κοίταξε τον Ραντ. «Δεν σκέφτεσαι καμιά φορά ότι οι γυναίκες είναι... παράξενες;»

«Γιατί ρωτάς εμένα; Εσύ είσαι ο παντρεμένος». Ο Ραντ γέμισε παντς ένα ποτήρι με ασημένια στολίσματα και του το πρόσφερε. «Άμα δεν ξέρεις, πρέπει να ρωτήσεις τον Ματ. Εγώ κάθε μέρα ξέρω όλο και λιγότερα».

«Το ίδιο κι εγώ», αναστέναξε ο Πέριν. Το παντς ήταν δροσιστικό. Ο Ραντ δεν έδειχνε να ιδρώνει καθόλου. «Πού είναι τέλος πάντων ο Ματ; Αν με ρωτούσες, θα έλεγα ότι είναι στο κοντινότερο καπηλειό, ή με το κύπελλο των ζαριών στο χέρι ή με μια κοπελιά στο γόνατο».

«Ελπίζω να μην συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο», είπε βλοσυρά ο Ραντ, αφήνοντας κάτω το παντς του ανέγγιχτο. «Υποτίθεται πως φέρνει την Ηλαίην εδώ για να στεφθεί. Επίσης την Εγκουέν και τη Νυνάβε, απ’ ό,τι ελπίζω. Μα το Φως, έχω τόσα να κάνω πριν έρθει εδώ». Το κεφάλι του γύρισε σαν κεφάλι παγιδευμένης αρκούδας, κι ύστερα στράφηκε προς τον Πέριν. «Θα πήγαινες στο Δάκρυ για μένα;»

«Στο Δάκρυ! Ραντ, δυο μήνες ταξιδεύω. Ο πισινός μου έχει πάρει το σχήμα της σέλας».

«Μπορώ να σε πάω εκεί απόψε. Σήμερα. Μπορείς να κοιμηθείς στη σκηνή κάποιου στρατηγού, και να μην πλησιάσεις σε σέλα αν δεν το θες».

Ο Πέριν έμεινε να τον κοιτάζει· φαινόταν να το λέει σοβαρά. Ξαφνικά, αναρωτήθηκε αν ο Ραντ είχε ακόμα τα λογικά του. Μα το Φως, έπρεπε να αντέξει, τουλάχιστον μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά παντς για να ξεπλύνει την πικρή σκέψη από το στόμα του. Μα τι πράγματα σκεφτόταν για έναν φίλο. «Ραντ, αν μπορούσες να με στείλεις στην Πέτρα του Δακρύου αυτή τη στιγμή που μιλάμε, και πάλι θα έλεγα όχι. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον εδώ στο Κάεμλυν. Και θα ήθελα να δω τη Μποντ και τις άλλες».

Ο Ραντ δεν φαινόταν να τον ακούει. Έπεσε σε μια επίχρυση καρέκλα και κοίταξε τον Πέριν ζοφερά. «Θυμάσαι που ο Θομ έπαιζε τόσα μπαλάκια και έδειχνε να το κάνει με ευκολία; Το ίδιο κάνω κι εγώ μ’ όλες μου τις δυνάμεις, και δεν είναι εύκολο. Στο Ίλιαν είναι ο Σαμαήλ· οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι, μόνο το Φως ξέρει πού είναι. Μερικές φορές νομίζω ότι αυτοί δεν είναι καν οι χειρότεροι. Υπάρχουν αντάρτες που νομίζουν πως είμαι ένας ψεύτικος Δράκοντας. Δρακορκισμένοι που νομίζουν ότι μπορούν να πυρπολούν χωριά στο όνομά μου. Έχεις ακούσει για τον Προφήτη, Πέριν; Δεν έχει σημασία· δεν είναι χειρότερος από τους άλλους. Έχω συμμάχους που αλληλομισούνται, και ο καλύτερος στρατηγός που ξέρω ότι μπορεί να τα βάλει με το Ίλιαν θέλει μόνο να κάνει μια εφόρμηση για να σκοτωθεί. Η Ηλαίην θα πρέπει να φτάσει εδώ ίσως σε ενάμισι μήνα, με λίγη τύχη, αλλά εγώ πολύ νωρίτερα ίσως να αντιμετωπίσω εξέγερση. Μα το Φως, θέλω να της προσφέρω ένα ενωμένο Άντορ. Σκέφτηκα να πάω να την πάρω εγώ ο ίδιος, όμως αυτό θα ήταν το χειρότερο που θα μπορούσα να κάνω». Έτριψε το πρόσωπό του και με τα δύο χέρια, μίλησε από πίσω. «Το απολύτως χειρότερο».

«Τι λέει η Μουαραίν;»

Ο Ραντ κατέβασε τα χέρια ίσα για να κοιτάξει από πάνω. «Η Μουαραίν πέθανε, Πέριν. Σκότωσε τη Λανφίαρ και πέθανε, και αυτό ήταν το τέλος της».

Ο Πέριν κάθισε κάτω. Η Μουαραίν; Φαινόταν απίστευτο. «Αν είναι εδώ η Αλάνα και η Βέριν...» Έστριψε το ποτήρι ανάμεσα στις παλάμες του. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί αυτή τη γυναίκα. «Ζήτησες τη συμβουλή τους;»

«Όχι!» Το χέρι του Ραντ έκανε μια απότομη, κοφτή χειρονομία. «Δεν με πλησιάζουν, Πέριν· τους το ξεκαθάρισα».

Ο Πέριν αποφάσισε να ζητήσει από τη Φάιλε να βρει από την Αλάνα ή τη Βέριν τι συνέβαινε. Οι δύο Άες Σεντάι συχνά του προκαλούσαν ανησυχία, όμως η Φάιλε φαινόταν να τα πάει καλά μαζί τους. «Ραντ, ξέρεις καλά όσο κι εγώ ότι είναι επικίνδυνο να προκαλείς το θυμό των Άες Σεντάι. Η Μουαραίν ήρθε ψάχνοντας για μας —ή τουλάχιστον για σένα— αλλά ήταν φορές που νόμιζα ότι θα σκοτώσει και τον Ματ και εμένα και εσένα». Ο Ραντ δεν είπε τίποτα, τουλάχιστον όμως τον άκουγε, με το κεφάλι γερμένο. «Αν είναι εν μέρει αληθινές έστω και μία στις δέκα ιστορίες που έχω ακούσει από το Μπάερλον και μετά, ίσως αυτή είναι η χειρότερη δυνατή στιγμή για να έχεις τις Άες Σεντάι θυμωμένες μαζί σου. Δεν κάνω ότι ξέρω τι τρέχει στον Πύργο, αλλά—»

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του σαν να ’θελε να ξεζαλιστεί και έγειρε μπροστά. «Ο Πύργος είναι διαιρεμένος στα δύο, Πέριν. Οι μισές νομίζουν ότι είμαι ένα γουρούνι που πουλιέται στην υπαίθρια αγορά, και οι άλλες... δεν ξέρω τι ακριβώς νομίζουν. Τρεις μέρες τώρα στη σειρά συναντώ μέλη της αντιπροσωπείας τους. Υποτίθεται ότι ξαναέχουμε συνάντηση το απόγευμα, κι ακόμα δεν μπορώ να τις καταλάβω. Κάνουν περισσότερες ερωτήσεις απ’ όσες απαντούν, και δείχνουν δυσαρεστημένες όταν δεν δίνω περισσότερες απαντήσεις απ’ όσες μου δίνουν αυτές. Τουλάχιστον η Ελάιντα —είναι η καινούρια Άμερλιν, αν δεν το έμαθες— τουλάχιστον οι εκπρόσωποι της όλο και κάτι μου λένε, παρ’ όλο που πιστεύουν ότι θα τα καταπιώ χωρίς δεύτερη σκέψη επειδή έχω εντυπωσιαστεί από το θέαμα των Άες Σεντάι που κλίνουν το γόνυ».

«Μα το Φως», είπε ξέπνοα ο Πέριν. «Μα το Φως! Άες δηλαδή ότι ένα μέρος των Άες Σεντάι έχουν εξεγερθεί κι εσύ πήγες και χώθηκες ανάμεσα στον Πύργο και τις εξεγερθείσες; Δυο αρκούδες είναι έτοιμες για καυγά, κι εσύ πας να μαζέψεις μούρα ανάμεσά τους! Δεν σκέφτηκες ότι ήδη έχεις αρκετούς μπελάδες με τις Άες Σεντάι; Αλήθεια σου λέω, Ραντ, με τη Σιουάν Σάντσε μου ερχόταν σύγκρυο, τουλάχιστον όμως μαζί της ήξερες σε ποια θέση ήσουν. Με έκανε να νιώθω ότι ήμουν άλογο κι αυτή προσπαθούσε να αποφασίσει αν άξιζα για ένα μακρύ, σκληρό ταξίδι, τουλάχιστον όμως έδειχνε καθαρά ότι δεν σκόπευε να με σελώσει η ίδια».

Το γέλιο του Ραντ ήταν βραχνό και άκεφο. «Νομίζεις στ’ αλήθεια ότι οι Άες Σεντάι θα με άφηναν ήσυχο αρκεί να τις άφηνα κι εγώ ήσυχες; Θα με άφηναν εμένα; Το σχίσμα του Πύργου είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί. Τα έχουν βάλει μεταξύ τους και δεν στρέφουν την πλήρη προσοχή τους πάνω μου. Αν δεν συνέβαινε αυτό, όπου έπεφτε το βλέμμα μου θα έβλεπα είκοσι Άες Σεντάι. Πενήντα. Έχω το Δάκρυ και την Καιρχίν με το μέρος μου, κατά έναν τρόπο, και ένα προγεφύρωμα εδώ. Αν δεν είχαν διαιρεθεί, κάθε φορά που άνοιγα το στόμα, όλο και θα βρισκόταν κάποιος να πει, “Ναι, μα οι Άες Σεντάι λένε”. Πέριν, η Μουαραίν έβαλε τα δυνατά της να με δέσει ώσπου την ανάγκασα να σταματήσει, και για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν δεν τα κατάφερε. Όταν μια Άες Σεντάι λέει ότι θα σε συμβουλέψει και θα αφήσει εσένα να αποφασίσεις, εννοεί ότι ξέρει τι πρέπει να κάνεις και αν μπορεί θα σε αναγκάσει να το κάνεις». Πήρε το ποτήρι του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Όταν το κατέβασε, φαινόταν πιο ήρεμος. «Αν ο Πύργος ήταν ενωμένος, θα ήμουν δεμένος με τόσα νήματα που δεν θα μπορούσα ούτε το δάχτυλο μου να κουνήσω χωρίς να ζητήσω την άδεια από έξι Άες Σεντάι».

Ο Πέριν παραλίγο θα έβαζε τα γέλια, χωρίς κέφι κι αυτός. «Νομίζεις λοιπόν ότι είναι προτιμότερο να —τι;— να στρέψεις τις εξεγερθείσες Άες Σεντάι εναντίον του Πύργου; “Ή θα είσαι με τον ταύρο, ή με την αρκούδα· αν ζητωκραυγάζεις και τα δύο, θα σε τσαλαπατήσουν και θα σε φάνε”».

«Πέριν, δεν είναι τόσο απλό, αν και δεν το ξέρουν», είπε πονηρά ο Ραντ, κουνώντας το κεφάλι. «Υπάρχει και τρίτη παράταξη, έτοιμη να γονατίσει μπροστά μου. Αν επικοινωνήσουν πάλι μαζί μου. Φως μου! Δεν θα έπρεπε να περάσουμε έτσι την πρώτη ώρα τώρα ξαναβρεθήκαμε, μιλώντας για Άες Σεντάι. Το Πεδίο του Έμοντ, Πέριν». Το πρόσωπό του μαλάκωσε, σχεδόν έγινε ο Ραντ τον οποίο θυμόταν ο Πέριν, και χαμογέλασε με έξαψη. «Πέρασα πολύ λίγη ώρα με τη Μποντ και τις άλλες, όμως μου είπαν ότι έγιναν πολλές αλλαγές. Πες μου τι άλλαξε, Πέριν. Πες μου τι έμεινε ίδιο».

Ώρα πολλή μιλούσαν για τους πρόσφυγες και τα καινούρια πράγματα που είχαν φέρει· καινούρια είδη φασολιών και κολοκυθιών, καινούριες ποικιλίες αχλαδιών και μήλων, τρόπους για να υφαίνεις φίνα υφάσματα, ίσως και χαλιά, για να κάνεις τούβλα και κεραμίδια, για να δουλεύεις την πέτρα και το ξύλο πιο περίτεχνα απ’ ό,τι είχαν δει οι Δύο Ποταμοί εδώ και πολύ καιρό. Ο Πέριν είχε συνηθίσει τα πλήθη που διέσχιζαν τα Όρη της Ομίχλης, όμως ο Ραντ φαινόταν ζαλισμένος. Ανέλυσαν σε βάθος τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του τείχους που ήθελαν κάποιοι να στήσουν γύρω από το Πεδίο του Έμοντ και τα άλλα χωριά, όπως και των πέτρινων τειχών σε σύγκριση με τα ξύλινα. Μερικές φορές ο Ραντ έμοιαζε να είναι ο παλιός εαυτός του, καθώς γελούσε ακούγοντας για τις γυναίκες που στην αρχή ήταν εναντίον των Ταραμπονέζικων και των Ντομανών φορεμάτων, ενώ τώρα ήταν διαιρεμένες ανάμεσα σε κείνες που δεν φορούσαν τίποτα εκτός από καλά γερά Διποταμίτικα φορέματα και εκείνες που τα δικά τους τα είχαν κάνει κουρελόπανα· κι επίσης ακούγοντας για τον αριθμό των νεότερων που άφηναν μουστάκι σαν τους Ταραμπονέζους, ή τους Ντομανούς, καμιά φορά συνδυάζοντάς το με το γενάκι της Πεδιάδας Άλμοθ, που έκανε τον ανυποψίαστο κάτοχό του να δείχνει σαν να είχε φωλιάσει ένα μικρό ζώο κάτω από τη μύτη του. Ο Πέριν παρέλειψε να προσθέσει ότι γενειάδες σαν τη δική του ήταν ακόμα πιο δημοφιλείς.

Του ήρθε απότομα όμως όταν ο Ραντ ξεκαθάρισε ότι δεν σκόπευε να πλησιάσει ή να επισκεφτεί το στρατόπεδο, παρ’ όλο που εκεί υπήρχαν αρκετοί άνδρες τους οποίους γνώριζε. «Δεν μπορώ να προστατεύσω εσένα ή τον Ματ», είπε μαλακά, «αλλά αυτούς μπορώ».

Η συζήτηση τότε βάρυνε, φυσικά, μέχρι που ακόμα και ο Ραντ κατάλαβε ότι είχε ρίξει μια σκιά πάνω της. Τελικά σηκώθηκε μ’ ένα αναστεναγμό, τρίβοντας τα μαλλιά του και κοιτάζοντας γύρω κατσουφιασμένος. «Θα θες να πλυθείς και να αναπαυθεί, Πέριν. Να μην σε κρατάω. Θα πω να σας βρουν δωμάτια». Συνοδεύοντας τον Πέριν στην πόρτα, πρόσθεσε ξαφνικά, «Θα το σκεφτείς για το Δάκρυ, Πέριν; Σε χρειάζομαι εκεί. Δεν υπάρχει κίνδυνος. Θα σου πω ολόκληρο το σχέδιο, αν αποφασίσεις να πας. Θα είσαι ο τέταρτος άνθρωπος που θα ξέρει το πραγματικό σχέδιο». Το πρόσωπο του Ραντ σκλήρυνε. «Πρέπει να το κρατήσεις μυστικό, Πέριν. Μην το πεις ούτε στη Φάιλε».

«Ξέρω να κρατώ το στόμα μου κλειστό», είπε ενοχλημένος ο Πέριν. Και λίγο λυπημένος. Ο καινούριος Ραντ είχε ξαναγυρίσει. «Όσο για το Δάκρυ, θα το σκεφτώ».

Загрузка...