Ο Ραντ στην αρχή πίστευε ότι απόψε θα κοιμόταν μια χαρά. Ήταν τόσο κουρασμένος που σχεδόν θα ξεχνούσε το άγγιγμα της Αλάνα, και, το σημαντικότερο, η Αβιέντα ήταν στις σκηνές με τις Σοφές και δεν ξεντυνόταν για να πλαγιάσει με πλήρη αδιαφορία για την παρουσία του, ούτε τάραζε την ανάπαυσή του με τον ήχο της ανάσας της. Κάτι άλλο, όμως, τον έκανε να στριφογυρίζει. Τα όνειρα. Πάντα έβαζε ξόρκια φύλαξης στα όνειρά του για να διώχνουν τους Αποδιωγμένους —και τις Σοφές— αλλά αυτά τα ξόρκια δεν έδιωχναν αυτό που ήδη υπήρχε μέσα. Έβλεπε στα όνειρά του μεγάλα λευκά πλάσματα, σαν πελώριες φτερούγες πουλιών δίχως το σώμα των πουλιών, που σάλπαραν στους ουρανούς· λαμπρές πόλεις με κτήρια απίστευτου ύψους να γυαλίζουν στον ήλιο, ενώ μορφές σαν σκαθάρια και πεπλατυσμένες σταγόνες χιμούσαν στους δρόμους. Όλα τούτα τα είχε ξαναδεί, μέσα στο πελώριο τερ’ανγκριάλ στο Ρουίντιαν όπου είχε κερδίσει τους Δράκοντες στους πήχεις του, κι ήξερε ότι ήταν εικόνες της Εποχής των Θρύλων, όμως αυτή τη φορά όλα ήταν τελείως διαφορετικά. Όλα έμοιαζαν στρεβλά, τα χρώματα ήταν... λάθος, σαν να είχαν πάθει κάτι τα μάτια του. Τα σο-γουίνγκ έκοβαν ταχύτητα κι έπεφταν, μεταφέροντας εκατοντάδες ανθρώπους στο χαμό τους. Κτήρια σωριάζονταν σαν γυαλί, πόλεις πυρπολούνταν, η γη συνταρασσόταν σαν φουρτουνιασμένος ωκεανός. Κι άπειρες φορές ο Ραντ αντίκριζε μια πανέμορφη χρυσομαλλούσα κι έβλεπε την αγάπη να γίνεται τρόμος στο πρόσωπό της. Ένα μέρος του εαυτού του τη γνώριζε. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να τη σώσει από τον Σκοτεινό, από κάθε κακό, από αυτό που ο ίδιος επρόκειτο να κάνει. Τόσα μέρη του εαυτού του, με το μυαλό του να έχει διαλυθεί σε λαμπυρίζοντα θραύσματα, που όλα ούρλιαζαν.
Ξύπνησε στο σκοτάδι, ιδρωμένος, τρέμοντας. Τα όνειρα του Λουζ Θέριν. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί, δεν είχε ονειρευτεί ποτέ τα όνειρα του άλλου. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί τις ώρες που απέμεναν ως το χάραμα, ατενίζοντας το τίποτα, φοβούμενος να κλείσει τα μάτια. Κρατούσε το σαϊντίν λες και μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να πολεμήσει τον νεκρό, όμως ο Λουζ Θέριν έμεινε βουβός.
Όταν επιτέλους αχνόφεξε στα παράθυρα, ένας γκαϊ’σάιν μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο κρατώντας ένα ασημένιο δίσκο σκεπασμένο με πανί. Βλέποντας τον Ραντ ξυπνητό, δεν μίλησε, μόνο υποκλίθηκε κι έφυγε εξίσου βουβά. Με τη Δύναμη μέσα του, ο Ραντ μύρισε κρασί με μπαχαρικά, ζεστό ψωμί, βούτυρο και μέλι, το καυτό πόριτζ που έτρωγαν οι Αελίτες στην έρημο, όλα αυτά λες κι είχε χώσει τη μύτη στο δίσκο. Άφησε τη Δύναμη, ντύθηκε, ζώστηκε το σπαθί του. Δεν άγγιξε το πανί που σκέπαζε το δίσκο· δεν είχε όρεξη να φάει. Κρατώντας το Σκήπτρο του Δράκοντα στη γωνιά του αγκώνα του, βγήκε από τα διαμερίσματά του.
Οι Κόρες ήταν πάλι στον πλατύ διάδρομο με τη Σούλιν και τον Ούριεν και τις Κόκκινες Ασπίδες του, μα δεν ήταν μόνο αυτοί. Υπήρχε κόσμος πατείς με-πατώ σε στο διάδρομο πέρα από τους φρουρούς. Και κάποιο εντός του κλοιού. Η Αβιέντα στεκόταν μαζί με μια αντιπροσωπεία των Σοφών, που συμπεριλάμβανε την Άμυς και τη Μπάιρ και τη Μελαίν, τη Σορίλεα φυσικά, η Τσήλιν της σέπτας του Καπνόνερου του Μιαγκόμα Άελ που είχε γκρίζες πινελιές στα σκουροκόκκινα μαλλιά της, κι η Εντάρα, μια Νέντερ Σιάντε που δεν φαινόταν πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο, αν κι ήδη είχε μια ακλόνητη αταραξία στα γαλανά μάτια της κι αγέρωχη πόζα αντίστοιχη των υπόλοιπων. Ήταν μαζί τους κι η Μπερελαίν, αλλά όχι ο Ρούαρκ, ούτε οι άλλοι αρχηγοί φατρίας. Όσα είχε να πει μαζί τους είχαν ειπωθεί, κι οι Αελίτες δεν χρονοτριβούσαν. Αλλά τι γύρευαν εκεί οι Σοφές; Ή η Μπερελαίν; Το λευκοπράσινο φόρεμα που είχε αυτό το πρωί πρόσφερε μια ευχάριστη θέα του χλωμού κόρφου της.
Κι έπειτα υπήρχαν οι Καιρχινοί, έξω από τον κλοιό των Αελιτών: η Κολαβήρ, μια εντυπωσιακή μεσήλικη, με τα μελαχρινά μαλλιά της να σχηματίζουν έναν περίπλοκο πύργο από μπούκλες, ενώ οριζόντιες σχισμές τόνιζαν την τουαλέτα της, από τον ψηλό χρυσοκέντητο γιακά ως κάτω από τα γόνατα, περισσότερες σχισμές απ’ όσες στα ρούχα των υπόλοιπων εκεί· ο Ντομπραίν, που είχε ξυρισμένο το μπροστινό τμήμα των σχεδόν ολόγκριζων μαλλιών του σε στρατιωτικό στυλ και το σακάκι του ήταν φθαρμένο από τα λουριά του θώρακα της πανοπλίας του· ο Μαρίνγκιλ, με κορμί ίσιο σαν λεπίδα και λευκά μαλλιά που άγγιζαν τους ώμους του, ο οποίος δεν είχε ξυρίσει τα μαλλιά του, και το σκούρο μεταξωτό σακάκι του, με ρίγες, σαν του Ντομπραίν, που έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα, ήταν ό,τι έπρεπε για επίσημο χορό. Καμιά τριανταριά άνθρωποι ακόμα συνωθούνταν πίσω τους, κυρίως άνδρες και γυναίκες νεότερης ηλικίας, που μερικοί φορούσαν οριζόντιες ρίγες οι οποίες έφταναν χαμηλά σχεδόν ως τη μέση. «Η χάρη να χαμογελά στον Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισαν, με το χέρι στην καρδιά και βαθιές υποκλίσεις ή γονυκλισίες, κι επίσης, «Η χάρη μάς τιμά με την παρουσία του Άρχοντα Δράκοντα».
Είχαν κι οι Δακρυνοί το άγημά τους. Υψηλούς Άρχοντες κι Αρχόντισσες δίχως κατώτερους τιτλούχους, με μυτερά βελούδινα καπέλα και μεταξωτά σακάκια με φουσκωτά μανίκια με σατινένιες ρίγες, ή λαμπερές τουαλέτες με πλατιά δαντελένια κολάρα φραίζες και στενά καπέλα με πέρλες η πετράδια, που χαιρετούσαν με σεβασμό λέγοντας «Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Δράκοντα». Πρώτος απ’ όλους στεκόταν ο Μάιλαν, φυσικά, λιγνός και σκληρός και ανέκφραστος, με γκρι μυτερό γενάκι. Κοντά δίπλα του ήταν η Φιόντα, που η αυστηρή έκφραση και το τραχύ βλέμμα δεν αφαιρούσε τίποτα από την ομορφιά της, ενώ το κλαψούρισμα της Αναγιέλα μείωνε τη δική της. Δεν έβλεπες κανένα χαμόγελο στο πρόσωπο του Μάρακον, με τα γαλάζια μάτια που σπάνιζαν μεταξύ των Δακρυνών, ή του φαλακρού Γκέγιαμ ή του Άρακομ, ο οποίος έμοιαζε ακόμα πιο λιγνός πλάι στο ογκώδες κορμί του Γκέγιαμ, αν κι ήταν εξίσου στιβαρός. Αυτοί εδώ —κι ο Μάιλαν μαζί— ήταν μια παρέα με τον Χηρν και τον Σίμααν. Την προηγούμενη μέρα ο Ραντ δεν είχε αναφέρει εκείνους τους δύο ούτε την προδοσία τους, αλλά ήταν σίγουρος πως είχε γίνει γνωστή εδώ, κι ήταν εξίσου σίγουρος ότι η σιωπή του είχε πάρει αντίστοιχο νόημα στο μυαλό του καθενός τους. Είχαν συνηθίσει σ’ αυτά τα πράγματα από τότε που είχαν έρθει από την Καιρχίν, κι αυτό το πρωί παρακολουθούσαν τον Ραντ λες και ξαφνικά θα έδινε διαταγές να συλληφθούν.
Η αλήθεια ήταν πως ο καθένας εκεί όλο και κάποιον παρακολουθούσε. Πολλοί κοίταζαν νευρικά τους Αελίτες, κρύβοντας συχνά το θυμό με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Άλλοι κοίταζαν εξίσου προσεκτικά την Μπερελαίν· ο Ραντ ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι ακόμα κι οι άνδρες, ακόμα κι οι Δακρυνοί, έδειχναν περισσότερο προβληματισμό παρά λαγνεία στο πρόσωπό τους κοιτώντας την. Οι περισσότεροι, φυσικά, παρατηρούσαν τον Ραντ· ήταν αυτός που ήταν, αυτό που ήταν. Το παγερό βλέμμα της Κολαβήρ πετούσε εναλλάξ από τον Ραντ στην Αβιέντα, όπου έπιανε φωτιά· είχαν προηγούμενα μεταξύ τους, αν κι η Αβιέντα έμοιαζε να τα έχει ξεχάσει. Η Κολαβήρ όμως δεν θα ξεχνούσε το ξύλο που της είχε δώσει η Αβιέντα, όταν την είχε ανακαλύψει στα δωμάτια του Ραντ, ούτε και θα συγχωρούσε το γεγονός ότι αυτό το περιστατικό τώρα ήταν γνωστό σε όλους. Ο Μάιλαν κι ο Μαρίνγκιλ, αποφεύγοντας να διασταυρώσουν τα βλέμματα, έδειχναν καθαρά ότι είχαν προσέξει ο ένας τον άλλο. Αμφότεροι εποφθαλμιούσαν το θρόνο της Καιρχίν, και καθένας θεωρούσε ότι ο άλλος ήταν ο μεγάλος αντίπαλός του. Ο Ντομπραίν κοίταζε τον Μάιλαν και τον Μαρίνγκιλ, για κάποιο λόγο. Η Μελαίν περιεργαζόταν τον Ραντ, ενώ την ίδια την περιεργαζόταν η Σορίλεα, κι η Αβιέντα είχε χαμηλώσει συνοφρυωμένη το βλέμμα στο πάτωμα. Μια μεγαλομάτα νεαρή μεταξύ των Καιρχινών είχε τα μαλλιά της λυτά και κομμένα στους ώμους, αντί να τα έχει χτενίσει ψηλά με περίτεχνους βοστρύχους, κι ήταν ζωσμένη με σπαθί πάνω από το σκούρο φόρεμα ιππασίας της, που είχε μόνο έξι οριζόντιες σχισμές, οι οποίες άφηναν χρώμα να φανεί. Πολλές από τις άλλες δεν έκρυβαν τα περιφρονητικά μειδιάματά τους όταν της έριχναν καμιά ματιά· αυτή δεν έδειχνε να το προσέχει, καθώς πότε κοίταζε τις Κόρες με έκδηλο θαυμασμό και πότε τον Ραντ με έκδηλο φόβο. Αυτός τη θυμήθηκε. Ήταν η Σελάντε, μια από τη σωρεία των καλλονών με τις οποίες η Κολαβήρ νόμιζε πως θα υπέτασσε τον Αναγεννημένο Δράκοντα στις πλεκτάνες της, μέχρι που ο Ραντ την είχε πείσει περί του αντιθέτου. Με την αναπάντεχη βοήθεια της Αβιέντα, δυστυχώς. Έλπισε να τον φοβόταν αρκετά η Κολαβήρ, ώστε να μη δοκιμάσει να εκδικηθεί την Αβιέντα, όμως ευχήθηκε να έκανε τη Σελάντε να πιστέψει πως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Δεν μπορείς να τους ευχαριστήσεις όλους, είχε πει η Μουαραίν. Δεν μπορείς να τους καταπραΰνεις όλους. Τι σκληρή γυναίκα.
Για αποκορύφωμα, οι Αελίτες κοίταζαν τους πάντες —εκτός από τις Σοφές, φυσικά. Κι εκτός από την Μπερελαίν, για κάποιο λόγο. Πάντα έβλεπαν τους υδρόβιους με μισό μάτι, όμως έκαναν λες κι η Μπερελαίν ήταν άλλη μια Σοφή.
«Με τιμάτε». Ο Ραντ έλπισε να μην ακουγόταν ξερή η φωνή του. Θα ξανάμπαινε επικεφαλής παρέλασης. Αναρωτήθηκε πού άραγε βρισκόταν η Εγκουέν. Μάλλον θα χουζούρευε στο κρεβάτι της. Σκέφτηκε για μια στιγμή να την έβρισκε και να έκανε μια τελευταία προσπάθεια να... Μπα, αν δεν του έλεγε, δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να την αναγκάσει. Κρίμα που το γεγονός ότι ήταν τα’βίρεν δεν έφερνε αποτέλεσμα εκεί που το ήθελε πιο πολύ από ποτέ. «Δυστυχώς, δεν θα μπορέσω να συζητήσω άλλο μαζί σας τώρα. Επιστρέφω στο Κάεμλυν». Το πρόβλημα που απαιτούσε την προσοχή του αυτή τη στιγμή ήταν το Άντορ. Το Άντορ κι ο Σαμαήλ.
«Οι διαταγές σου θα εκτελεστούν, Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Μπερελαίν. «Αυτό το πρωί, ώστε να το δεις με τα μάτια σου».
«Οι διαταγές μου;»
«Ο Μάνγκιν», απάντησε εκείνη. «Του είπαμε για τώρα το πρωί». Οι περισσότερες από τις Σοφές είχαν πάρει μια ουδέτερη έκφραση, όμως η Μπάιρ κι η Σορίλεα έδειχναν καθαρά την αποδοκιμασία τους. Κατά παράξενο τρόπο, ήταν στραμμένη προς την Μπερελαίν.
«Δεν σκοπεύω να βλέπω κάθε εγκληματία που κρεμιέται», είπε ψυχρά ο Ραντ. Η αλήθεια ήταν πως το είχε ξεχάσει ή, μάλλον, το είχε διώξει από το νου του. Το να κρεμάσεις έναν άνθρωπο που συμπαθείς ήταν μια εικόνα που κανείς δεν θα ήθελε να θυμάται. Ο Ρούαρκ κι οι άλλοι αρχηγοί δεν το είχαν μνημονεύσει καν όταν είχε συζητήσει μαζί τους. Μια άλλη αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να κάνει αυτή την εκτέλεση ξεχωριστή. Οι Αελίτες έπρεπε να τηρούν το νόμο σαν όλους τους άλλους· οι Καιρχινοί κι οι Δακρυνοί έπρεπε να το δουν αυτό και να μάθουν ότι αν δεν έδειχνε εύνοια στους Αελίτες, σίγουρα δεν θα το έκανε ούτε γι’ αυτούς. Πρέπει να εκμεταλλευτείς τους πάντες και τα πάντα, σκέφτηκε, νιώθοντας άρρωστος· ευχήθηκε να ήταν τουλάχιστον δική του η σκέψη. Εκτός αυτού, δεν ήθελε να δει κανένα κρέμασμα, πολύ λιγότερο του Μάνγκιν.
Ο Μάιλαν φαινόταν συλλογισμένος και το μέτωπο του Άρακομ είχε γεμίσει κόμπους ιδρώτα, αν και μπορεί να έφταιγε η ζέστη. Η Κολαβήρ, με πρόσωπο που είχε χλωμιάσει, ήταν σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Η Μπερελαίν έριξε μια πικρή ματιά στην Μπάιρ και τη Σορίλεα, η οποία ένευσε· μήπως της είχαν πει ότι έτσι θα απαντούσε; Φαινόταν απίθανο. Οι αντιδράσεις των υπόλοιπων κυμαίνονταν από την έκπληξη ως την ικανοποίηση, όμως ο Ραντ πρόσεξε τη Σελάντε. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει κι είχε ξεχάσει τις Κόρες· εκεί που πριν κοίταζε τον Ραντ με φόβο, τώρα ήταν έντρομη. Ας είναι έτσι, σκέφτηκε ο Ραντ.
«Φεύγω αμέσως για το Κάεμλυν», τους είπε ο Ραντ. Ένας απαλός ήχος απλώθηκε σαν κυματάκι μεταξύ των Καιρχινών και των Δακρυνών, κάτι σαν στεναγμοί ανακούφισης.
Δεν ήταν παράξενο που τον συνόδευσαν όλοι ως το θάλαμο που είχαν αποκλειστικά για το Ταξίδεμά του. Με εξαίρεση την Μπερελαίν, οι Κόρες κι οι Κόκκινες Ασπίδες κράτησαν τους υδρόβιους σε απόσταση· δεν τους πολυάρεσε να αφήνουν Καιρχινούς να τον πλησιάζουν, κι ο Ραντ σήμερα χάρηκε που σταματούσαν και τους Δακρυνούς. Πολλοί έριξαν άγρια βλέμματα, κανείς όμως δεν είπε τίποτα, τουλάχιστον στον Ραντ. Ούτε κι η Μπερελαίν, που ακολουθούσε ακριβώς πίσω του με τις Σοφές και την Αβιέντα, μιλώντας χαμηλόφωνα, γελώντας μαλακά κάποιες στιγμές. Αυτό έκανε τις τρίχες του σβέρκου του να ορθωθούν. Η Μπερελαίν κι η Αβιέντα να συνομιλούν. Και να γελούν;
Στην τετράγωνη σκαλιστή πόρτα της αίθουσας του Ταξιδέματος, ο Ραντ κοίταξε προσεκτικά πάνω από το κεφάλι της Μπερελαίν, καθώς εκείνη του έκανε μια βαθιά γονυκλισία. «Θα φροντίσω την Καιρχίν δίχως φόβο κι εύνοιες μέχρι να επιστρέψεις, Άρχοντα Δράκοντα». Ίσως, παρά τον Μάνγκιν, να είχε έρθει τώρα το πρωί πραγματικά για να πει μονάχα αυτό το πράγμα, και να την ακούσουν οι άλλοι ευγενείς. Για κάποιο λόγο, η αντίδραση της Σορίλεα ήταν ένα ανεκτικό χαμόγελο. Ο Ραντ έπρεπε να μάθει τι συνέβαινε εκεί· δεν θα επέτρεπε στις Σοφές να έρθουν σε αντιπαράθεση με την Μπερελαίν. Οι άλλες Σοφές είχαν πάρει την Αβιέντα κατά μέρος· της μιλούσαν μια-μια, με έντονο ύφος, αν και τα λόγια δεν έφταναν στ’ αυτί του. «Όταν ξαναδείς τον Πέριν Αϋμπάρα», πρόσθεσε η Μπερελαίν, «δώσε του, σε παρακαλώ, τις θερμότερες ευχές μου. Και στον Ματ Κώθον επίσης».
«Περιμένουμε με ανυπομονησία την επιστροφή του Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Κολαβήρ, στα ψέματα, φροντίζοντας να κρατήσει ανέκφραστο το πρόσωπό της.
Ο Μάιλαν την αγριοκοίταξε, επειδή είχε προλάβει να μιλήσει πρώτη, κι άρχισε ένα μεγαλόστομο λογύδριο, χωρίς να λέει τίποτα περισσότερο από κείνη, και φυσικά ο Μαρίνγκιλ χρειάστηκε να πλειοδοτήσει με τη σειρά του, τουλάχιστον σε μεγαλοστομία. Η Φιόντα κι η Αναγιέλα ξεπέρασαν και τους δύο, προσθέτοντας τόσες φιλοφρονήσεις, ώστε ο Ραντ κοίταξε την Αβιέντα με αδημονία, όμως οι Σοφές τη μονοπωλούσαν. Ο Ντομπραίν αρκέστηκε να πει, «Μέχρι την επιστροφή του Άρχοντα Δράκοντα», ενώ ο Μάρακον, ο Γκέγιαμ κι ο Άρακομ μουρμούρισαν κάτι μπερδεμένο με επιφυλακτικό βλέμμα.
Ένιωσε ανακούφιση όταν χώθηκε στην αίθουσα, αφήνοντάς τους πίσω. Η έκπληξη ήρθε όταν τον ακολούθησε η Μελαίν προσπερνώντας την Αβιέντα. Σήκωσε το φρύδι του ερωτηματικά.
«Πρέπει να διαβουλευθώ με τον Μπάελ για υποθέσεις των Σοφών», του είπε εκείνη με τόνο που δεν σήκωνε πολλά-πολλά, κι αμέσως έριξε μια κοφτή ματιά στην Αβιέντα, η οποία είχε τόσο αθώα έκφραση που ο Ραντ κατάλαβε ότι κάτι έκρυβε. Η Αβιέντα έδειχνε πολλά εκ φυσικού της, μα ποτέ αθωότητα· ποτέ τόση αθωότητα.
«Όπως επιθυμείς», της είπε. Υποψιαζόταν πως οι Σοφές περίμεναν μια ευκαιρία να τη στείλουν στο Κάεμλυν. Υπήρχε πιο κατάλληλο άτομο από τη σύζυγο του Μπάελ για να προσέξει ώστε να μη γίνει ο Ραντ κακή επιρροή για τον Μπάελ; Ο οποίος είχε δύο γυναίκες, όπως κι ο Ρούαρκ, κάτι για το οποίο ο Ματ είχε πει ότι ήταν ή όνειρο ή εφιάλτης και δεν μπορούσε να αποφασίσει τι από τα δύο.
Η Αβιέντα τον κοίταζε με προσοχή, καθώς ο Ραντ άνοιγε την πύλη προς το Κάεμλυν, μέσα στη Μεγάλη Αίθουσα. Συνήθως έτσι τον κοίταζε, αν και δεν μπορούσε να δει τις ροές του. Κάποτε είχε κάνει μόνη της πύλη, αλλά αυτό είχε συμβεί σε μια σπάνια στιγμή πανικού κι έκτοτε δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς το είχε κάνει. Σήμερα, για κάποιο λόγο η περιστρεφόμενη χαρακιά της πρέπει να της είχε θυμίσει τι είχε συμβεί τότε, γιατί τα μάγουλά της ρόδισαν και ξαφνικά στράφηκε να κοιτάξει αλλού. Με τη Δύναμη να τον γεμίζει, ο Ραντ μπόρεσε να τη μυρίσει, τα βότανα στο σαπούνι της, την υποψία γλυκού αρώματος που δεν θυμόταν να είχε βάλει άλλοτε. Ανυπομονώντας για μια φορά να ξεφορτωθεί το σαϊντίν, ήταν ο πρώτος που βγήκε στην άδεια αίθουσα του θρόνου. Η Αλάνα ήταν σαν να του είχε πέσει ξαφνικά κατακέφαλα, με την παρουσία της απτή, σαν να ήταν ακριβώς μπροστά του. Του φάνηκε πως η Αλάνα έκλαιγε. Επειδή είχε φύγει ο Ραντ; Ας έκλαιγε, λοιπόν. Έπρεπε να βρει τρόπο να ελευθερωθεί απ’ αυτήν.
Το ότι είχε πάει πρώτος δεν καλάρεσε ούτε στις Κόρες ούτε στις Κόκκινες Ασπίδες, φυσικά. Ο Ούριεν απλώς γρύλισε και κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Η Σούλιν, χλωμή, πλησίασε και στάθηκε στις μύτες των ποδιών για να βρεθεί μύτη με μύτη με τον Ραντ. «Ο μέγας και ισχυρός Καρ’α’κάρν έδωσε την τιμή του στις Φαρ Ντάραϊς Μάι για να την κρατούν», είπε με χαμηλό ψίθυρο, σχεδόν σφυριχτά. «Αν ο κραταιός Καρ’α’κάρν πεθάνει σε ενέδρα όσο τον προστατεύουν οι Κόρες, οι Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν θα έχουν καθόλου τιμή. Αν αυτό δεν ενδιαφέρει τον αήττητο Καρ’α’κάρν, ίσως τότε να έχει δίκιο η Ενάιλα. Ίσως ο παντοδύναμος Καρ’α’κάρν να είναι ένα πεισματάρικο παιδί που πρέπει να το κρατούν από το χέρι, μη τυχόν πέσει από απροσεξία στον γκρεμό».
Η όψη του Ραντ σκλήρυνε. Κατ’ ιδίαν, έσφιγγε τα δόντια και τα ανεχόταν αυτά —και συνήθως δεν του μιλούσαν τόσο ωμά— επειδή είχε χρέος στις Κόρες, αλλά ούτε ακόμα κι η Ενάιλα ή η Σομάρ δεν τον είχαν μαλώσει ποτέ απροκάλυπτα μπροστά σε τρίτους. Η Μελαίν κόντευε να φτάσει στην άλλη άκρη της αίθουσας, σχεδόν τρέχοντας με τα φουστάνια μισοσηκωμένα· απ’ ό,τι φαινόταν, ανυπομονούσε να αποκαταστήσει την επιρροή των Σοφών στον Μπάελ. Ο Ραντ δεν ήξερε αν ο Ούριεν είχε ακούσει, αν κι ο άνθρωπος φαινόταν υπερβολικά απασχολημένος με το να δίνει οδηγίες στους πεπλοφορεμένους Άεθαν Ντορ του, καθώς έψαχναν ανάμεσα στις κολόνες μαζί με τις Κόρες, κάτι που για το οποίο δεν χρειάζονταν οδηγίες. Η Αβιέντα, από την άλλη μεριά, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος, είχε μια συνοφρυωμένη έκφραση ανάμικτη με επιδοκιμασία, κι ο Ραντ δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’ αυτήν.
«Χθες όλα πήγαν μια χαρά», είπε σταθερά στη Σούλιν. «Από δω και πέρα, νομίζω πως δύο φρουροί φτάνουν και περισσεύουν». Τα μάτια της σχεδόν γούρλωσαν· ήταν σαν να μην είχε ανάσα να μιλήσει. Τώρα που είχε πάρει κάτι, ήταν ώρα να δώσει και κάτι, πριν η Σούλιν εκραγεί σαν πυροτέχνημα των Φωτοδοτών. «Φυσικά, όταν βγαίνω από το Παλάτι θα είναι αλλιώς. Η φρούρηση που μου προσφέρεις είναι πολύ καλή για έξω, αλλά εδώ, ή στο Παλάτι του Ήλιου ή στην Πέτρα του Δακρύου, δύο φρουροί αρκούν». Γύρισε την πλάτη κι έφυγε, ενώ το στόμα της ακόμα ανοιγόκλεινε χωρίς ήχο.
Η Αβιέντα ήρθε δίπλα του και τον ακολούθησε, καθώς αυτός έκανε το γύρο του βάθρου όπου υπήρχαν οι θρόνοι για να βγει στη μικρή πόρτα από πίσω. Είχε έρθει εδώ αντί να πάει κατευθείαν στα δωμάτιά του, επειδή έλπιζε ότι θα της ξέφευγε. Ένιωθε τη μυρωδιά της ακόμα και χωρίς το σαϊντίν ή ίσως να ήταν μόνο θύμηση. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ευχήθηκε να είχε κρυολογήσει για να μην μπορεί να τη μυρίσει· του άρεσε υπερβολικά η ευωδιά της.
Με το επώμιο τυλιγμένο σφιχτά στο κορμί της, η Αβιέντα κοίταζε ίσια μπροστά της σαν να τη βασάνιζε κάτι, και δεν πρόσεξε που ο Ραντ της είχε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για να περάσει· αυτό συνήθως προκαλούσε ένα μικρό ξέσπασμα οργής, ενώ καμιά φορά τον ρωτούσε ξινά ποιο χέρι της ήταν σπασμένο. Όταν αυτός τη ρώτησε τι συνέβαινε, εκείνη τινάχτηκε. «Τίποτα. Η Σούλιν είχε δίκιο. Αλλά...» Ξαφνικά, του χαμογέλασε απρόθυμα. «Είδες τα μούτρα της; Κανένας δεν την κόντραρε έτσι ύστερα από... ποτέ, νομίζω. Ούτε καν ο Ρούαρκ».
«Ξαφνιάζομαι λίγο που παίρνεις το μέρος μου».
Εκείνη τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της. Αυτός ευχαρίστως θα περνούσε όλη μέρα προσπαθώντας να κρίνει αν ήταν πράσινα ή γαλάζια. Όχι. Δεν είχε δικαίωμα να σκέφτεται τα μάτια της. Αυτό που είχε συμβεί όταν η Αβιέντα είχε ανοίξει εκείνη την πόρτα —για να του ξεφύγει— δεν είχε καμία σημασία. Ειδικά αυτό ήταν κάτι που δεν είχε δικαίωμα να το σκέφτεται.
«Με ταλαιπωρείς, Ραντ αλ’Θόρ», είπε εκείνη, χωρίς να ξεσηκωθεί. «Φως μου, έρχονται φορές που σκέφτομαι ότι ο Δημιουργός σε έφτιαξε μόνο και μόνο για να με ταλαιπωρείς».
Σκέφτηκε να της πει ότι το σφάλμα ήταν δικό της —πολλές φορές της είχε προτείνει να τη στείλει πίσω στις Σοφές, αν κι αυτό απλώς σήμαινε ότι θα έβαζαν κάποια άλλη στη θέση της — αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα, τους πρόφτασαν η Τζαλάνι κι η Λία, κι αμέσως στο κατόπι τους δύο από τις Κόκκινες Ασπίδες, ένας γκριζομάλλης με τριπλάσιες ουλές στο πρόσωπό του από τη Λία. Ο Ραντ είπε στην Τζαλάνι και τον σημαδεμένο να γυρίσουν στην αίθουσα του θρόνου, κάτι που παραλίγο θα προκαλούσε τσακωμό. Όχι από εκείνον των Κόκκινων Ασπίδων, ο οποίος απλώς κοίταξε τον διπλανό του, σήκωσε τους ώμους κι έφυγε, αλλά από την Τζαλάνι που όρθωσε το ανάστημά της.
Ο Ραντ έδειξε την πόρτα που έβγαζε στη Μεγάλη Αίθουσα. «Ο Καρ’α’κάρν περιμένει από τις Φαρ Ντάραϊς Μάι να πηγαίνουν όπου προστάζει».
«Μπορεί για τους υδρόβιους να είσαι βασιλιάς, Ραντ αλ’Θόρ, αλλά όχι για τους Αελίτες». Ένα ίχνος μουτρωμένης έκφρασης υπέσκαπτε την όλο αξιοπρέπεια πόζα της Τζαλάνι, θυμίζοντάς του πόσο νεαρή ήταν. «Οι Κόρες δεν θα σε εγκαταλείψουν στο χορό των λογχών, αλλά αυτό εδώ δεν είναι χορός». Τελικά έφυγε, χειρομιλώντας γοργά με τη Λία.
Μαζί με τη Λία και τον ξερακιανό των Κόκκινων Ασπίδων, έναν κιτρινόξανθο ονόματι Κάσιν, ο οποίος ήταν δυο πόντους ψηλότερος του Ραντ, ο Ραντ διέσχισε γοργά το παλάτι με κατεύθυνση τα διαμερίσματά του. Μαζί με την Αβιέντα, φυσικά. Αν είχε πιστέψει ότι αυτά τα ογκώδη φουστάνια θα την έκαναν να καθυστερήσει, είχε κάνει λάθος. Η Λία κι ο Κάσιν έμειναν στον προθάλαμο έξω από το καθιστικό του, ένα μεγάλο δωμάτιο με μαρμάρινο διάζωμα με παραστάσεις λιονταριών κάτω από το ψηλό ταβάνι και ταπισερί με σκηνές κυνηγιού κι ομιχλώδη όρη, όμως η Αβιέντα τον ακολούθησε μέσα.
«Δεν έπρεπε να πας με τη Μελαίν;» ζήτησε να μάθει. «Για τις υποθέσεις των Σοφών και τα λοιπά;»
«Όχι», είπε εκείνη απότομα. «Η Μελαίν δεν θα χαιρόταν, αν έχωνα τη μύτη μου αυτή τη στιγμή».
Μα το Φως, κι ίδιος δεν χαιρόταν που εκείνη δεν έφευγε. Πέταξε το Σκήπτρο του Δράκοντα σε ένα τραπεζάκι με κλήματα σκαλισμένα στα πόδια του, έλυσε τη ζώνη του σπαθιού και την άφησε κι αυτήν εκεί. «Μήπως η Άμυς κι οι άλλες σου είπαν πού είναι η Ηλαίην;»
Για μια ατέλειωτη στιγμή, η Αβιέντα έμεινε να στέκεται στο κέντρο του δωματίου με τα γαλάζια πλακάκια κοιτώντας τον με αινιγματική έκφραση. «Δεν ξέρουν», είπε στο τέλος. «Τις ρώτησα». Ο Ραντ το περίμενε ότι θα ρωτούσε. Μπορεί να μην το είχε κάνει αυτό εδώ και μήνες, αλλά πριν έρθει στην Καιρχίν για πρώτη φορά μαζί του, δεν έπαυε να του θυμίζει ότι η θέση του ήταν δίπλα στην Ηλαίην. Κατά τη γνώμη της έτσι ήταν τα πράγματα και του είχε ξεκαθαρίσει πως αυτό δεν άλλαζε ύστερα από εκείνο που είχε συμβεί μεταξύ των δυο τους πέρα από την πύλη, το οποίο δεν θα ξανασυνέβαινε, κάτι που ομοίως του είχε ξεκαθαρίσει. Αυτό ακριβώς που ήθελε· ήταν χειρότερος από γουρούνι, επειδή ένιωθε τύψεις γι’ αυτό. Αγνόησε τις πολυτελείς χρυστοστόλιστες καρέκλες και βολεύτηκε σταυροπόδι στο πάτωμα, σιάζοντας με χάρη τα φουστάνια της. «Όμως μίλησαν για σένα».
«Γιατί δεν με εκπλήσσει αυτό;» είπε εκείνος ξερά, και προς έκπληξή του τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Η Αβιέντα δεν ήταν από τις γυναίκες που κοκκινίζουν συνέχεια, κι αυτή ήταν η δεύτερη φορά σήμερα.
«Μοιράστηκαν τα όνειρά τους, κάποια από τα οποία σε αφορούν». Η φωνή της βγήκε κάπως πνιγμένη στην αρχή κι έκανε μια παύση για να ξεροβήξει, κι ύστερα κάρφωσε πάνω του ένα σταθερό, αποφασισμένο βλέμμα. «Η Μελαίν κι η Μπάιρ ονειρεύτηκαν πως ήσουν σε μια βάρκα», του είπε, ενώ η λέξη της ερχόταν ακόμα άβολη παρά τους μήνες που είχε περάσει στις υδατοχώρες, «μαζί με τρεις γυναίκες που δεν φαίνονταν τα πρόσωπά τους, και μια ζυγαριά που έγερνε πρώτα στη μια μεριά και μετά στην άλλη. Η Μελαίν κι η Άμυς ονειρεύτηκαν έναν άνδρα, που όμως εσύ δεν έβλεπες, να στέκεται δίπλα σου με ένα μαχαίρι στο λαιμό σου. Η Μπάιρ κι η Άμυς ονειρεύτηκαν ότι έκοβες τις υδατοχώρες στα δύο μ’ ένα σπαθί». Για μια στιγμή το βλέμμα της πετάρισε όλο περιφρόνηση στη θηκαρωμένη λεπίδα που ήταν ακουμπισμένη πάνω στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Με περιφρόνηση και κάποια ενοχή. Εκείνη του το είχε δωρίσει, προσεκτικά τυλιγμένο σε μια κουβερτούλα για να μην πει κανείς ότι το είχε αγγίξει, και κάποτε ανήκε στον Βασιλιά Λάμαν. «Δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τα όνειρα, αλλά πιστεύουν ότι θα ’πρεπε να τα ξέρεις».
Το πρώτο του ήταν δυσνόητο όσο και στις Σοφές, όμως το δεύτερο του φαινόταν ξεκάθαρο. Ένας άνδρας με εγχειρίδιο τον οποίο δεν μπορούσε να δει πρέπει να ήταν Φαιός· είχαν δώσει τις ψυχές τους στη Σκιά —δεν τις είχαν απλώς αφιερώσει, τις είχαν παραδώσει— και μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν απαρατήρητοι, ακόμα κι όταν το βλέμμα σου έπεφτε πάνω τους, κι ο μόνος πραγματικός σκοπός τους ήταν να γίνουν ασασίνοι. Γιατί, άραγε, οι Σοφές δεν είχαν καταλάβει κάτι τόσο απλό; Όσο για το τελευταίο, ο Ραντ φοβόταν πως κι αυτό ήταν ολοφάνερο. Ήδη διέλυε τις χώρες. Το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν ήταν ερειπωμένα, οι εξεγέρσεις στο Δάκρυ και την Καιρχίν μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνονταν κάτι παραπάνω από λόγια διαμαρτυρίας, και το Ίλιαν σίγουρα θα ένιωθε την κόψη του σπαθιού του. Όλα αυτά χωρίς να υπολογίζει τον Προφήτη και τους Δρακορκισμένους στην Αλτάρα και το Μουράντυ.
«Δεν βλέπω κανένα μυστήριο σ’ αυτά τα δύο, Αβιέντα». Όταν, όμως, της εξήγησε, εκείνη τον κοίταξε με αμφιβολία. Φυσικά. Αφού δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν οι Σοφές Ονειροβάτισσες ένα όνειρο, τότε δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει κανείς. Ο Ραντ μούγκρισε ξινά και σωριάστηκε σε μια καρέκλα αντίκρυ της. «Τι άλλο ονειρεύτηκαν;»
«Υπάρχει άλλο ένα όνειρο που μπορώ να σου πω, αν κι ίσως να μη σε αφορά». Κάτι που σήμαινε πως υπήρχαν άλλα που δεν μπορούσε να του πει, κάτι που τον έκανε να αναρωτηθεί γιατί οι Σοφές τα είχαν συζητήσει μαζί της, εφόσον δεν ήταν ονειροβάτισσα. «Τούτο το όνειρο το είδαν κι οι τρεις τους, κάτι που σημαίνει πως είναι ιδιαιτέρως σημαντικό. Βροχή» —είπε αδέξια κι αυτή τη λέξη επίσης— «έρχεται από μια γαβάθα. Υπάρχουν δόκανα και παγίδες γύρω από τη γαβάθα. Αν την πιάσουν τα κατάλληλα χέρια, θα βρουν θησαυρό, ίσως εξίσου μεγάλο με τη γαβάθα. Σε λάθος χέρια, ο κόσμος είναι καταδικασμένος. Το κλειδί για να βρεθεί η γαβάθα είναι να βρεθεί εκείνος που δεν είναι πια».
«Τι δεν είναι πια;» Αυτό το όνειρο φαινόταν σημαντικότερο από τα άλλα. «Εννοείς κάποιον νεκρό;»
Τα σκουροκόκκινα μαλλιά της Αβιέντα λικνίστηκαν κάτω από τους ώμους της, καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Δεν ξέρουν τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι είπα». Προς έκπληξη του, η Αβιέντα σηκώθηκε με μια άνετη κίνηση, σιάζοντας με αυτόματες κινήσεις τα ρούχα της, όπως έκαναν πάντα οι γυναίκες.
«Είναι—» Έβηξε σκόπιμα. Παραλίγο θα έλεγε, Είναι ανάγκη να φύγεις; Μα το Φως, μέσα του ήθελε να φύγει εκείνη. Κάθε λεπτό κοντά της ήταν μαρτύριο. Μα, επίσης, κάθε λεπτό μακριά της ήταν κι αυτό μαρτύριο. Τέλος πάντων, μπορούσε να κάνει αυτό που ήταν σωστό και καλό γι’ αυτήν, και που ήταν το καλύτερο για κείνη. «Θέλεις να επιστρέψεις στις Σοφές, Αβιέντα; Για να συνεχίσεις τα μαθήματά σου; Δεν υπάρχει λόγος να μένεις άλλο πια εδώ. Μου δίδαξες τόσα πολλά. Είναι σαν να γεννήθηκα Αελίτης».
Αυτή ξεφύσησε με τρόπο που έλεγε πολλά, όμως φυσικά δεν το άφησε να περάσει. «Ξέρεις λιγότερα κι από εξάχρονο αγοράκι. Πες μου, γιατί ο άνδρας ακούει περισσότερη τη δευτερομητέρα του παρά τη δική του μητέρα, κι η γυναίκα τον δευτεροπατέρα της παρά τον δικό της πατέρα; Πότε δύναται μια γυναίκα να παντρευτεί έναν άνδρα δίχως να κάνει γαμήλιο στεφάνι; Πότε μια στεγοκυρά πρέπει να υπακούσει στο σιδερά; Αν πάρεις αργυροχόο για γκαϊ’σάιν, γιατί πρέπει να την αφήνεις να δουλεύει μια μέρα για τον εαυτό της για κάθε μέρα που δουλεύει για σένα; Γιατί δεν ισχύει το ίδιο για τις υφάντρες;» Ο Ραντ μπέρδεψε τα λόγια του προσπαθώντας να απαντήσει, για να μην παραδεχτεί ότι δεν ήξερε, όμως εκείνη ξαφνικά έπιασε να σιάζει το επώμιό της σαν να τον είχε ξεχάσει. «Μερικές φορές το τζι’ε’τόχ είναι αφορμή για ωραία αστεία. Θα μου λυνόταν ο αφαλός από τα γέλια, αν αυτό το αστείο δεν ήταν εις βάρος μου». Η φωνή της έγινε ψίθυρος. «Θα τηρήσω το τοχ μου».
Εκείνου του φάνηκε πως η Αβιέντα μονολογούσε, όμως της απάντησε. Με προσοχή. «Αν εννοείς τη Λανφίαρ, δεν σε έσωσα εγώ. Η Μουαραίν σε έσωσε. Πέθανε σώζοντάς μας όλους». Το σπαθί του Λάμαν την είχε απαλλάξει από το μόνο άλλο τοχ που είχε, αν και ποτέ του δεν είχε μπορέσει να καταλάβει τι ήταν. Η μόνη υποχρέωση που ήξερε η Αβιέντα ότι του είχε. Ο Ραντ προσευχόταν να μην μάθαινε η Αβιέντα για την άλλη· θα τις θεωρούσε μία μαζί, αν κι αυτός δεν το έβλεπε έτσι.
Η Αβιέντα τον κοίταζε, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι κι ένα μειδίαμα να τρεμοπαίζει στα χείλη. Είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της με τρόπο που θα έκανε τη Σορίλεα να καμαρώνει. «Σ’ ευχαριστώ, Ραντ αλ’Θόρ. Η Μπάιρ λέει ότι είναι καλό να θυμόμαστε πού και πού ότι οι άνδρες δεν τα ξέρουν όλα. Πες μου όταν θέλεις να πας για ύπνο. Δεν θέλω να έρθω αργά και να σε ξυπνήσω».
Ο Ραντ έμεινε να ατενίζει την πόρτα όταν η Αβιέντα είχε φύγει. Συνήθως ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις έναν Καιρχινό που έπαιζε το Παιχνίδι των Οίκων παρά μια γυναίκα, ακόμα κι όταν δεν έκανε καμία προσπάθεια να φανεί αινιγματική. Υποψιαζόταν πως αυτό που ένιωθε για την Αβιέντα, ό,τι κι αν ήταν, μπέρδευε ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Ό,τι αγαπώ, το καταστρέφω, γέλασε ο Λουζ Θέριν. Ό,τι καταστρέφω, το αγαπώ.
Σκάσε! Σκέφτηκε οργισμένος ο Ραντ, και το αιχμηρό γέλιο εξαφανίστηκε. Δεν ήξερε ποια αγαπούσε, αλλά ήξερε ποια θα έσωζε. Από τα πάντα, αλλά πάνω απ’ όλα θα την έσωζε από τον εαυτό του.
Στο διάδρομο, η Αβιέντα έγειρε στην πόρτα, παίρνοντας βαθιές ανάσες για να γαληνέψει. Αν και δεν είχαν αμέσως το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Όταν ήταν κοντά στον Ραντ αλ’Θόρ ήταν σαν να τεντωνόταν ολόκληρο το κορμί της πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, σαν να τεντωνόταν τόσο που έλεγε πως θα ξεκολλούσαν τα κόκαλά της. Την έκανε να νιώθει τόση ντροπή, που δεν είχε φανταστεί ποτέ της πως θα γνώριζε. Ωραίο αστείο, του είχε πει, κι ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να γελάσει. Είχε τοχ απέναντι του, αλλά πολύ περισσότερο προς την Ηλαίην. Το μόνο που είχε κάνει αυτός ήταν που της είχε σώσει τη ζωή. Χωρίς αυτόν, η Λανφίαρ θα την είχε σκοτώσει. Η Λανφίαρ ήθελε να σκοτώσει αυτήν πάνω απ’ όλους, όσο το δυνατόν πιο οδυνηρά. Με κάποιον τρόπο, η Λανφίαρ το είχε καταλάβει. Μπροστά στο τοχ που όφειλε στην Ηλαίην, το τοχ που είχε στον Ραντ ήταν σαν φωλιά τερμιτών πλάι στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου.
Ο Κάσιν —το κόψιμο του σακακιού του της είπε ότι ήταν του Γκόσιεν, όπως επίσης κι Άεθαν Ντορ· δεν αναγνώρισε τη σέπτα του— απλώς της έριξε μια ματιά από κει που καθόταν οκλαδόν με τη λόγχη στα γόνατα· αυτός δεν ήξερε τίποτα, φυσικά. Όμως η Λία της χαμογέλασε, τόσο ενθαρρυντικά που αποκλείεται να ήταν τυχαίο, και φαινόταν να ξέρει περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Η Αβιέντα σοκαρίστηκε όταν έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται ότι οι Τσαρήν —το σακάκι της Λία αυτό έδειχνε— ήταν σαν ύπουλες γάτες· ανέκαθεν σκεφτόταν όλες τις Κόρες ως Φαρ Ντάραϊς Μάι και τίποτα άλλο. Ο Ραντ αλ’Θόρ την είχε ζαλίσει.
Πάντως τα δάχτυλά της πετάρισαν θυμωμένα. Γιατί χαμογελάς, κοριτσάκι; Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις;
Τα φρύδια της Λία υψώθηκαν λιγάκι και το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. Τα δάχτυλα της κουνήθηκαν κι απάντησαν. Κοριτσάκι, ποια λες κοριτσάκι; Ακόμα δεν είσαι σοφή, όμως δεν είσαι πια Κόρη. Κάτι μου λέει ότι θα βάλεις την ψυχή σου σ’ ένα στεφάνι και θα το αφήσεις στα πόδια ενός άνδρα.
Η Αβιέντα έκανε οργισμένη ένα βήμα μπροστά —ήταν από τις χειρότερες προσβολές μεταξύ των Φαρ Ντάραϊς Μάι— και μετά σταμάτησε. Αν φορούσε καντιν’σόρ, η Λία μάλλον δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί της, αλλά με τα φουστάνια που φορούσε, θα νικιόταν. Και το χειρότερο, η Λία μάλλον θα αρνιόταν να την κάνει γκαϊ’σάιν· μπορούσε να το κάνει αυτό, αν δεχόταν επίθεση από μια γυναίκα που δεν ήταν πια Κόρη και δεν ήταν ακόμα Σοφή, αλλά και δικαιούταν να δείρει την Αβιέντα μπροστά σε όσους Τάαρνταντ μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Ήταν μικρότερη ντροπή από την άρνηση, αλλά όχι ασήμαντη. Το χειρότερο ήταν πως είτε η Αβιέντα νικούσε είτε έχανε, η Μελαίν σίγουρα θα έβρισκε τέτοιο τρόπο να της θυμίσει ότι είχε αφήσει πίσω τη λόγχη, και συγκριτικά μ’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να την είχε δείρει η Λία δέκα φορές μπροστά σε όλες τις φυλές. Στα χέρια των Σοφών, η ντροπή ήταν χειρότερη από το μαχαίρι του γδαρσίματος. Η Λία δεν σάλεψε ούτε ένα μυ· όλα αυτά τα γνώριζε και κείνη.
«Τώρα στέκεστε και κοιτιέστε», είπε αμέριμνα ο Κάσιν. «Κάποια μέρα θα πρέπει να μάθω τη χειρομιλία σας».
Η Λία του έριξε μια ματιά με ένα κεφάτο γέλιο. «Ωραίος θα δείχνεις με φουστάνια, Άεθαν Ντορ, τη μέρα που θα ζητήσεις να γίνεις Κόρη».
Η Αβιέντα άφησε μια ανάσα ανακούφισης, όταν τα μάτια της Λία έφυγαν από πάνω της· υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν ζήτημα τιμής να μην τραβήξει πρώτη το βλέμμα. Τα δάχτυλα της αυτόματα εξέφρασαν παραδοχή, την πρώτη χειρομιλία που μάθαιναν οι Κόρες, εφόσον ήταν η φράση που χρησιμοποιούσαν συχνότερα οι καινούριες Κόρες. Εχω τοχ.
Η Λία απάντησε χωρίς καθυστέρηση, Πολύ λίγο, δοραταδελφή.
Η Αβιέντα χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη που η Λία δεν είχε χρησιμοποιήσει το λυγισμένο μικρό δάχτυλο στον όρο, κάτι που θα είχε δώσει κοροϊδευτική έννοια και το οποίο απευθυνόταν στις γυναίκες που είχαν εγκαταλείψει τη λόγχη και προσπαθούσαν να φερθούν σαν να μην το είχαν κάνει.
Ένας υδρόβιος υπηρέτης έτρεχε στο διάδρομο. Χωρίς να φανερώνει στο πρόσωπό της την αηδία που ένιωθε για κάποιον που περνούσε όλη του τη ζωή υπηρετώντας άλλους, η Αβιέντα πήγε από την άλλη μεριά, για να μην αναγκαστεί να περάσει από δίπλα του. Αν σκότωνε τον Ραντ αλ’Θόρ, θα ξεπλήρωνε το ένα τοχ, αν αυτοκτονούσε, θα ξεπλήρωνε το δεύτερο, όμως κάθε τοχ εμπόδιζε να βρεθεί λύση για το άλλο. Ας έλεγαν οι Σοφές ό,τι ήθελαν, εκείνη έπρεπε να βρει τρόπο να ανταποκριθεί και στα δύο.