Η νοικιασμένη άμαξα της Μεράνα προχωρούσε αργά μέσα στους συνωστισμένους δρόμους με κατεύθυνση το Στέμμα των Ρόδων. Εξωτερικά έδειχνε γαλήνια, μια μελαχρινή γυναίκα με ατάραχα, ανοιχτοκάστανα μάτια, με τα λεπτά χεράκια της σταυρωμένα ήσυχα πάνω στην ανοιχτόγκριζη μεταξωτή φούστα της. Μέσα, δεν ήταν τόσο ατάραχη. Πριν τριάντα οκτώ χρόνια είχε βρεθεί κατά τύχη σε θέση να διαπραγματεύεται μια συνθήκη μεταξύ του Άραντ Ντόμαν και του Τάραμπον η οποία υποτίθεται πως θα έδινε τέλος στις έριδες για την Πεδιάδα Αλμοθ· οι Ντομανοί κι οι Ταραμπονέζοι ήταν όλο διαφωνίες και τρεις φορές παραλίγο θα άρχιζε πόλεμος εν μέσω των συζητήσεων, ενώ διατηρούσαν χαμογελαστά πρόσωπα και προφασίζονταν καλή προαίρεση. Μέχρι να στεγνώσουν οι υπογραφές, η Μεράνα ένιωθε ότι την κυλούσαν σε τραχιούς λόφους μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο σκλήθρες, και μετά απ’ όλα αυτά, αποδείχθηκε ότι η συνθήκη άξιζε λιγότερο από το βουλοκέρι και τις κορδέλες στις σφραγίδες. Έλπιζε ότι αυτό που είχε αρχίσει εκείνο το απόγευμα στο Βασιλικό Παλάτι θα είχε καλύτερη κατάληξη —έπρεπε να έχει καλύτερη κατάληξη— αλλά μέσα της ένιωθε ότι είχε χωθεί πάλι στο βαρέλι.
Η Μιν καθόταν γέρνοντας πίσω στη θέση της με τα μάτια κλειστά· αυτή η νεαρή έμοιαζε να λαγοκοιμάται κάθε φορά που δεν της μιλούσε μια Άες Σεντάι. Οι άλλες δύο αδελφές στην άμαξα πού και πού έριχναν γοργές ματιές στην κοπέλα. Η Σήνιντ ήταν ψύχραιμη και συγκρατημένη, φορώντας μπροκάρ πράσινο φόρεμα. Η Μασούρι ήταν λιγνή, με παιχνιδιάρικο βλέμμα, και φορούσε καφέ φόρεμα κεντημένο με ανθισμένα κλήματα στον ποδόγυρο. Είχαν ντυθεί επίσημα, με επώμια και τα χρώματα του Άτζα τους.
Η Μεράνα ήταν σίγουρη πως όταν κοίταζαν τη Μιν, σκέφτονταν αυτό που είχε σκεφτεί κι η ίδια. Η Σήνιντ θα έπρεπε να το καταλαβαίνει, από την άλλη όμως, πώς μπορούσε να είναι σίγουρη; Η Σήνιντ ήταν μεθοδική και πρακτική στο θέμα των Προμάχων της, σχεδόν σαν γυναίκα που έχει δύο εξαιρετικά κυνηγετικά σκυλιά για τα οποία νιώθει κάποια στοργή. Η Μασούρι ίσως έδειχνε κατανόηση. Της άρεσε να χορεύει με άνδρες, ακόμα και να φλερτάρει, αν και συνήθως τους άφηνε σύξυλους όταν άκουγε κάποια φήμη για κανένα παλιό κρυμμένο χειρόγραφο. Η Μεράνα προσωπικά είχε να ερωτευτεί πολύ πριν από την Πέμπτη Συνθήκη του Φάλμε, αλλά θυμόταν πώς ήταν, και βλέποντας τη Μιν να κοιτάζει τον αλ’Θόρ είχε καταλάβει αμέσως ότι είχε μπροστά της μια γυναίκα που είχε στρίψει την πλάτη στη λογική κι είχε αφήσει την καρδιά της αχαλίνωτη.
Αυτό δεν αποδείκνυε ότι η Μιν είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις τους, ότι είχε πατήσει την υπόσχεσή της κι είχε πει στον αλ’Θόρ τα πάντα, όμως γεγονός ήταν ότι εκείνος γνώριζε για το Σαλιντάρ. Γνώριζε ότι η Ηλαίην ήταν εκεί, κι είχε βρει διασκεδαστικές —διασκεδαστικές!— τις υπεκφυγές τους. Πέρα από το αν η Μιν είχε καταπατήσει την εμπιστοσύνη τους —ούτως ή άλλως, από δω και πέρα έπρεπε να μετρούν τα λόγια τους μπροστά της— ήταν φοβερό αν το συνυπολόγιζες με τα υπόλοιπα. Η Μεράνα δεν είχε συνηθίσει να νιώθει φόβο. Είχε γευτεί το φόβο, αρκετές φορές, τη χρονιά μετά το θάνατο του Μπάσαν —δεν είχε δεσμεύσει άλλο Πρόμαχο, εν μέρει επειδή δεν ήθελε να το ξαναζήσει αυτό κι εν μέρει επειδή δεν άδειαζε για να ψάξει τον κατάλληλο άνδρα— αλλά τότε ήταν η τελευταία φορά που είχε νιώσει κάτι παραπάνω από ανησυχία, πριν τον Πόλεμο των Αελιτών. Τώρα ένιωθε φόβο, κι αυτό δεν της άρεσε. Μπορεί τα πάντα να εξελίσσονταν ομαλά, στο κάτω-κάτω δεν είχε συμβεί τίποτα ολέθριο, όμως ο αλ’Θόρ από μόνος του έκανε τα γόνατά της να τρέμουν.
Η νοικιασμένη άμαξα κλυδωνίστηκε και σταμάτησε στο στάβλο του Στέμματος των Ρόδων· ιπποκόμοι με γιλέκα κεντημένα με ρόδα χίμηξαν να πιάσουν τα γκέμια και να ανοίξουν τις πόρτες.
Η κοινή αίθουσα ήταν ταιριαστή με το διώροφο κτήριο από καλοδουλεμένη πέτρα· είχε επένδυση από σκούρο γυαλισμένο ξύλο, ψηλά τζάκια με πρόσοψη από λευκό μάρμαρο. Η κορνίζα του ενός φιλοξενούσε ένα πλατύ ρολόι, με καμπανάκια για να σημαίνει τις ώρες και μερικές επίχρυσες διακοσμητικές ευθείες. Οι υπηρέτριες φορούσαν γαλάζια φορέματα και λευκές ποδιές κεντημένες με τριαντάφυλλα σε κύκλους· ήταν όλες χαμογελαστές, ευγενικές, εργατικές, κι όσες δεν ήταν όμορφες ήταν τουλάχιστον εμφανίσιμες. Το Στέμμα των Ρόδων ήταν το αγαπημένο πανδοχείο των ευγενών που έρχονταν από την επαρχία και δεν είχαν δικά τους καταλύματα στο Κάεμλυν, όμως τώρα στα τραπέζια έβλεπες μόνο Προμάχους. Και την Αλάνα και τη Βέριν, καθισμένες στο πίσω μέρος· αν εισακούγονταν οι ευχές της Μεράνα, οι δύο τους θα περίμεναν στην κουζίνα μαζί με το υπηρετικό προσωπικό. Όλες οι υπόλοιπες αδελφές είχαν βγει έξω. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο.
«Αν δεν σε πειράζει», είπε η Μιν, «θα ήθελα να κάνω μια βολτίτσα. Θα ήθελα να δω λίγο το Κάεμλυν πριν σκοτεινιάσει».
Η Μεράνα της το επέτρεψε, κι όταν η νεαρή βγήκε έξω τρεχάτη, αντάλλαξε μερικές ματιές με τη Σήνιντ και τη Μασούρι, ενώ αναρωτιόταν μέσα της πόση ώρα θα έκανε η Μιν για να επιστρέψει στο παλάτι.
Η Κυρά Σίντσονιν εμφανίστηκε αμέσως, στρογγυλή σαν όλους τους πανδοχείς που είχε δει ποτέ της, υποκλινόμενη, τρίβοντας νευρικά τα ροδαλά χεράκια της. «Μπορώ να κάνω κάτι για σένα, Άες Σεντάι; Να σου φέρω κάτι;» Είχε φιλοξενήσει αρκετές φορές τη Μεράνα, κι είχε κάνει καλή δουλειά, τόσο πριν μάθει ότι ήταν Άες Σεντάι όσο και μετά.
«Τσάι μούρων», της είπε χαμογελαστά η Μεράνα. «Στο ιδιωτικό καθιστικό, πάνω». Το χαμόγελο χάθηκε όταν η πανδοχέας έφυγε βιαστικά φωνάζοντας μια σερβιτόρα της. Η Μεράνα έκανε κοφτά νόημα στην Αλάνα και τη Βέριν να την ακολουθήσουν στη σκάλα, κι οι πέντε ανηφόρισαν χωρίς λέξη.
Τα παράθυρα του καθιστικού πρόσφεραν καλή θέα του δρόμου για όσους το ήθελαν, αλλά η Μεράνα δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για ρεμβασμούς. Έκλεισε τα παράθυρα που ήταν ανοιχτά, για να μειώσει λίγο τη φασαρία, και στράφηκε προς τις άλλες. Η Σήνιντ κι η Μασούρι είχαν πιάσει καρέκλες. Η Αλάνα κι η Βέριν είχαν μείνει όρθιες, ανάμεσα στις άλλες δύο. Το σκούρο μάλλινο φόρεμα της Βέριν έμοιαζε λιγάκι τσαλακωμένο, παρ’ όλο που δεν ήταν, κι είχε μια κηλίδα από μελάνι στην άκρη της μύτης της, όμως τα μάτια της ήταν σαν πουλιού, άγρυπνα και παρατηρητικά. Τα μάτια της Αλάνα άστραφταν κι αυτά, μάλλον όμως από θυμό, και στιγμές-στιγμές τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι, σφίγγοντας τα φουστάνια του γαλάζιου μεταξωτού φορέματός της με το κίτρινο ντεκολτέ· έμοιαζε να είχε κοιμηθεί φορώντας το. Γι’ αυτήν φυσικά υπήρχε κάποια δικαιολογία. Υπήρχε, όμως δεν ήταν αρκετή.
«Ακόμα δεν ξέρω, Αλάνα», είπε σθεναρά η Μεράνα, «αν οι πράξεις σου είχαν κάποια δυσμενή επίδραση. Δεν ανέφερε ότι τον δέσμευσες —παρά τη βούλησή του— αλλά ήταν απότομος, πολύ απότομος, και—»
«Επέβαλε κι άλλους περιορισμούς;» τη διέκοψε η Βέριν, γέρνοντας λιγάκι το κεφάλι. «Μου φαίνεται πως όλα πάνε καλά. Δεν εξεμάνη όταν έμαθε για σας. Δέχθηκε τρεις· με κάποια αβρότητα, αν μη τι άλλο, αλλιώς θα ήσασταν έξω φρενών. Μας φοβάται κάπως, κάτι καλό, αλλιώς δεν θα είχε βάλει όρους, όμως αν δεν έβαλε κι άλλους, έχουμε την ελευθερία που είχαμε και πριν, επομένως δεν είναι έντρομος. Πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει να τον φοβίσουμε πολύ».
Η δυσκολία ήταν ότι η Βέριν κι η Αλάνα δεν ήταν τμήμα της αντιπροσωπείας της Μεράνα· δεν είχε εξουσία πάνω τους. Είχαν μάθει τα νέα για τον Λογκαίν και τις Κόκκινες και συμφωνούσαν ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί στην Ελάιντα να παραμείνει στην Έδρα της Άμερλιν, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Φυσικά, η Αλάνα δεν αποτελούσε πραγματικό πρόβλημα, παρά μόνο δυνητικά. Η Αλάνα κι η Μεράνα ήταν τόσο ίσες στη δύναμη που ο μόνος τρόπος για να καταλάβουν ποια ήταν η δυνατότητα θα ήταν μια πραγματική αναμέτρηση, σαν κείνες που έκαναν οι μαθητευόμενες μέχρι να τις πιάσουν. Η Αλάνα ήταν έξι χρόνια μαθητευόμενη, η Μεράνα μόνο πέντε, αλλά, κι αυτό ήταν σημαντικότερο, η Μεράνα ήταν ήδη δέκα χρόνια Άες Σεντάι τη μέρα που η μαμή είχε αφήσει την Αλάνα στο στήθος της μητέρας της. Τελεία και παύλα. Η Μεράνα είχε το προβάδισμα. Οι Άες Σεντάι δεν σκέφτονταν έτσι παρά μόνο όταν αναγκάζονταν από κάποια, αλλά εδώ το ήξεραν κι οι δύο και προσάρμοζαν τη συμπεριφορά τους αναλόγως. Όχι ότι η Αλάνα θα δεχόταν διαταγές, αλλά όμως ο ενστικτώδης σεβασμός σίγουρα θα τη συγκρατούσε ως ένα βαθμό. Αυτό, κι η συνείδηση της πράξης της.
Η Βέριν ήταν το πρόβλημα, εκείνη που είχε αναγκάσει τη Μεράνα να σκέφτεται για τη δύναμη της καθεμιάς και το ποια είχε το προβάδισμα. Η Μεράνα άφησε τον εαυτό της να αισθανθεί ξανά πόσο δυνατή ήταν η άλλη γυναίκα στη Δύναμη, αν και φυσικά ήξερε τι θα έβρισκε. Δεν μπορούσες να πεις ποια ήταν δυνατότερη. Είχαν περάσει πέντε χρόνια μαθητευόμενες η καθεμιά, έξι ως Αποδεχθείσες· ήταν αυτό που ήξερε κάθε Άες Σεντάι για κάθε άλλη Άες Σεντάι, έστω κι αν δεν ήξεραν τίποτα άλλο. Η διαφορά ήταν ότι η Βέριν ήταν μεγαλύτερη, ίσως τόσο μεγαλύτερη από τη Μεράνα όσο μεγαλύτερη ήταν εκείνη από την Αλάνα. Την τόνιζε η γκριζάδα που φαινόταν στα μαλλιά της Βέριν. Αν η Βέριν ήταν μέλος της αντιπροσωπείας, δεν θα υπήρχε καμία δυσκολία, όμως δεν ήταν, κι η Μεράνα την άκουγε με προσοχή, κι άθελά της συμβουλευόταν την κρίση της. Δυο φορές τώρα το πρωί είχε αναγκαστεί να θυμίσει στον εαυτό της ότι δεν ήταν υπεύθυνη η Βέριν. Το μόνο που έκανε υποφερτή την κατάσταση ήταν ότι η Βέριν σίγουρα συμμεριζόταν ως ένα σημείο τις ενοχές της Αλάνα. Αλλιώς, σίγουρα θα είχε καθίσει αμέσως στην καρέκλα μαζί με τις άλλες, και δεν θα στεκόταν όρθια πλάι στην Αλάνα. Μακάρι να υπήρχε τρόπος να την έκανε να μείνει στο Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν μέρα-νύχτα για να προσέχει τον υπέροχο εκείνο θησαυρό, τα κορίτσια των Δύο Ποταμών.
Η Μεράνα κάθισε με τρόπο που η ίδια, η Σήνιντ κι η Μασούρι να περικυκλώνουν τις άλλες δύο, κι έσιαξε με προσοχή τα φουστάνια και το επώμιό της. Υπήρχε μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας όταν καθόσουν ενώ ο άλλος στεκόταν όρθιος. Κατά τη γνώμη της, αυτό που είχε κάνει η Αλάνα δεν ήταν πολύ καλύτερο από βιασμός. «Για την ακρίβεια, έθεσε έναν όρο ακόμα. Καλά κάνατε εσείς οι δύο κι εντοπίσατε τη σχολή του, όμως προτείνω και συνιστώ να εγκαταλείψετε κάθε σκέψη που μπορεί να κάνετε σ’ αυτό το θέμα. Μας... πρότρεψε... να μην πλησιάσουμε τους... άνδρες του». Ακόμα τον έβλεπε στο νου της, να γέρνει μπροστά σε κείνο τον τερατώδη θρόνο, με το Θρόνο του Λιονταριού ως έκθεμα πίσω του, μ’ ένα σμιλεμένο κομμάτι λόγχης στη γροθιά· σίγουρα αυτό ήταν κάποιο Αελίτικο έθιμο.
«Άκουσέ με, Μεράνα Σεντάι», είπε, με ευχάριστο, αποφασισμένο ύφος. «Δεν θέλω τριβές μεταξύ των Άες Σεντάι και των Άσα’μαν. Είπα στους στρατιώτες να μην σας πλησιάζουν, αλλά δεν θα τους αφήσω να γίνουν βορά των Άες Σεντάι. Αν βγείτε για κυνήγι στο Μαύρο Πύργο, ίσως γίνετε εσείς το δείπνο. Αυτό θέλουμε να το αποφύγουμε κι οι δύο».
Η Μεράνα ήταν καιρό Άες Σεντάι κι είχε μάθει να μην ανατριχιάζει εύκολα όταν ένιωθε έναν κακό οιωνό, αλλά αυτή τη φορά παραλίγο θα ριγούσε. Οι Άσά’μαν. Ο Μαύρος Πύργος. Ο Μάζριμ Τάιμ! Πώς είχε προχωρήσει τόσο αυτή η κατάσταση; Όμως η Αλάνα ήταν σίγουρη ότι υπήρχαν πάνω από εκατό άνδρες, αν και φυσικά δεν έλεγε λεπτομέρειες για τον τρόπο που το είχε μάθει· οι αδελφές ποτέ δεν αποκάλυπταν αυτοβούλως τους πληροφοριοδότες τους. Δεν είχε σημασία. «Αν κυνηγήσεις δύο λαγούς, θα σου ξεφύγουν κι οι δύο», έλεγε το παλιό γνωμικό, κι ο αλ’Θόρ ήταν ο πιο σημαντικός λαγός στον κόσμο. Οι άλλοι έπρεπε να περιμένουν τη σειρά τους.
«Είναι...; Είναι ακόμα εδώ, ή έφυγε;» Παρ’ όλο που η Βέριν κι η Αλάνα έδειχναν να δέχονται με μεγάλη ηρεμία το ότι ο αλ’Θόρ απ’ ό,τι φαινόταν μπορούσε να Ταξιδεύει, η ίδια ακόμα ένιωθε κάποια ταραχή. Τι άλλο είχε διδάξει τον εαυτό του που είχαν ξεχάσει οι Άες Σεντάι; «Αλάνα; Αλάνα!»
Η λιγνή Πράσινη αδελφή τινάχτηκε και ξαναγύρισε από το μέρος όπου πλανιόταν ο νους της. Συχνά φαινόταν να αφαιρείται. «Είναι στην πόλη. Στο παλάτι, νομίζω». Ακόμα έμοιαζε λιγάκι να ονειρεύεται. «Το... Έχει μια λαβωματιά στο πλευρό. Μια παλιά λαβωματιά, αλλά ακόμα δεν έχει γιατρευτεί εντελώς. Κάθε φορά που το συλλογίζομαι, μου έρχεται να κλάψω. Πώς μπορεί να ζει μ’ αυτήν;»
Η Σήνιντ την κοίταξε κοφτά· όποια γυναίκα είχε ποτέ Πρόμαχο, ένιωθε τους τραυματισμούς του. Αλλά ήξερε τι περνούσε η Αλάνα, έχοντας χάσει τον Ογουέιν, κι όταν μίλησε, η φωνή της ήταν τρυφερή κι ελάχιστα απότομη. «Άκουσε, ο Τέρυλ κι ο Φούρεν έχουν δεχθεί τραύματα που παραλίγο θα λιποθυμούσα, παρ’ όλο που τα νιώθω μαλακά με τον τρόπο που τα νιώθουμε, και δεν παραπονέθηκαν στιγμή. Ούτε ένα παράπονο».
«Νομίζω», είπε χαμηλόφωνα η Μασούρι, «ότι ξεφύγαμε από το θέμα μας». Πάντα μιλούσε χαμηλόφωνα, αλλά αντίθετα από πολλές Καφέ, πάντα πήγαινε κατευθείαν στην ουσία.
Η Μεράνα ένευσε. «Ναι. Σκέφτηκα να πάρω τη θέση της Μουαραίν κοντά του...»
Ένα χτύπημα στην πόρτα ανακοίνωσε την είσοδο μιας γυναίκας με λευκή ποδιά που έφερνε το τσάι σ’ ένα δίσκο. Είχε μια ασημένια τσαγιέρα με πορσελάνινα φλιτζάνια· το Στέμμα των Ρόδων είχε εμπειρία από αριστοκράτες επισκέπτες. Μέχρι η σερβιτόρα να αφήσει το δίσκο και να φύγει, η Αλάνα είχε χάσει την ονειρική έκφρασή της. Τα μαύρα μάτια της άστραφταν μ’ όλη τη φωτιά που είχε δει ποτέ της εκεί η Μεράνα. Οι Πράσινες ένιωθαν περισσότερο απ’ όλες ζήλια για τους Προμάχους τους, κι ο αλ’Θόρ τώρα ανήκε σ’ αυτήν, μ’ όποιον τρόπο κι αν τον είχε δεσμεύσει. Σ’ αυτό το ζήτημα, ο σεβασμός χανόταν. Στάθηκε ίσια σαν λεπίδα, απλώς περιμένοντας τα επόμενα λόγια της Μεράνα για να δει αν θα άρχιζε να κόβει. Πάντως η Μεράνα περίμενε να βάλουν όλες το τσάι από μούρα στα φλιτζάνια και να ξανακαθίσουν. Είπε μάλιστα στη Βέριν και την Αλάνα να καθίσουν. Της ανόητης της άξιζε να ταραχτεί λιγάκι, παρά τον Ογουέιν. Τελικά, μπορεί να μην διέφερε καθόλου εκείνη η πράξη από βιασμό.
«Το συλλογίστηκα», συνέχισε τελικά, «και το απέρριψα. Νομίζω ότι θα το αποφάσιζα, αν δεν είχες κάνει εσύ αυτό που έκανες, Αλάνα, μα τώρα τρέφει τόση καχυποψία για τις Άες Σεντάι που ίσως μου γελάσει κατάμουτρα αν το προτείνω».
«Είναι αλαζόνας σαν βασιλιάς», είπε κοφτά η Σήνιντ.
«Είναι ό,τι είπαν η Ηλαίην κι η Νυνάβε, κι ακόμα περισσότερα», πρόσθεσε η Μασούρι, κουνώντας το κεφάλι. «Ακούς εκεί να ισχυρίζεται ότι ξέρει πότε μια γυναίκα διαβιβάζει. Παραλίγο θα αγκάλιαζα το σαϊντάρ για να του δείξω ότι σφάλλει, αλλά φυσικά ό,τι κι αν έκανα για να του δείξω ίσως τον τάραζε».
«Τόσοι Αελίτες». Η φωνή της Σήνιντ ήταν σφιγμένη· ήταν Καιρχινή. «Άνδρες και γυναίκες. Νομίζω ότι θα επιχειρούσαν να μας λογχίσουν αν ανοιγοκλείναμε τα βλέφαρα πολύ γρήγορα. Μία απ’ αυτές, μια ηλιόξανθη γυναίκα που τουλάχιστον φορούσε φουστάνια, δεν έκανε καν τον κόπο να κρύψει την αντιπάθειά της».
Η Μεράνα σκέφτηκε πως κάποιες φορές η Σήνιντ δεν συνειδητοποιούσε πως ένα κίνδυνο μπορεί να αποτελούσε ο ίδιος ο αλ’Θόρ.
Η Αλάνα ασυναίσθητα άρχισε να δαγκώνει το κάτω χείλι της σαν κοριτσόπουλο. Πάλι καλά που είχε τη Βέριν να τη νοιάζεται· στην κατάσταση που ήταν, δεν ήταν σε θέση να μείνει μονάχη εκεί έξω. Η Βέριν απλώς σιγόπινε το τσάι της και παρακολουθούσε· το βλέμμα της Βέριν προκαλούσε μια αόριστη ανησυχία.
Η Μεράνα ενέδωσε. Θυμόταν υπερβολικά ζωντανά ότι η ίδια ήταν ένα εύθραυστο κουβάρι νεύρα μετά τον Μπάραν. «Ευτυχώς φαίνεται ότι ίσως υπάρχει και μια καλή πλευρά σ’ αυτή την καχυποψία του αλ’Θόρ. Έχει δεχθεί εκπροσώπους από την Ελάιντα, στην Καιρχίν. Μίλησε ανοιχτά γι’ αυτό. Η καχυποψία θα τον κάνει να τις κρατήσει σε απόσταση, νομίζω».
Η Σήνιντ ακούμπησε το φλιτζάνι της στο πιατάκι. «Σκέφτεται να μας χρησιμοποιήσει τις μεν εναντίον των δε».
«Κι ίσως το καταφέρει», είπε ξερά η Μασούρι, «μόνο που τώρα ξέρουμε περισσότερα γι’ αυτόν απ’ όσα μπορεί να μάθει η Ελάιντα. Νομίζω ότι αυτή έστειλε τις εκπροσώπους της να συναντήσουν ένα βοσκό, έστω ένα βοσκό με μεταξωτό σακάκι. Ό,τι κι αν είναι ο αλ’Θόρ, δεν είναι πια κάτι τέτοιο. Φαίνεται ότι η Μουαραίν τον δίδαξε καλά».
«Ήμασταν προειδοποιημένες», είπε η Μεράνα. «Αυτές όχι, το θεωρώ απίθανο».
Η Αλάνα τις κοίταξε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Τότε δεν τα κατέστρεψα όλα;» Ένευσαν κι οι τρεις, κι αυτή πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά έσιαξε τα φουστάνια της συνοφρυωμένη σαν να είχε προσέξει μόλις τώρα τις ζάρες. «Ίσως τον καταφέρω να με αποδεχτεί». Παράτησε τις ζάρες και το πρόσωπό της έδειξε περισσότερη γαλήνη και σιγουριά με κάθε λέξη που έλεγε. «Όσο για την αμνηστία που ανήγγειλε, ίσως πρέπει να αναστείλουμε την εφαρμογή των σχεδίων μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνουμε σχέδια. Έναν τέτοιο κίνδυνο δεν μπορούμε να τον αγνοήσουμε».
Για μια στιγμή, μετάνιωσε που είχε ενδώσει. Η Αλάνα είχε κάνει ένα τέτοιο πράγμα σε έναν άνδρα, και τώρα το μόνο που την ένοιαζε ήταν αν είχε επηρεάσει τις πιθανότητες επιτυχίας τους. Απρόθυμα, όμως, η Μεράνα παραδέχτηκε πως θα έκλεινε τα μάτια και το στόμα αν η πράξη της Μεράνα είχε κάνει τον αλ’Θόρ πειθήνιο στα σχέδιά τους. «Κατ’ αρχάς πρέπει να κάνουμε τον αλ’Θόρ να γονατίσει, για να το θέσουμε έτσι. Θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια όσο καιρό χρειαστεί, Αλάνα». Η Αλάνα έσφιξε τα χείλη, αλλά μετά από μια στιγμή ένευσε, συναινώντας. Ή τουλάχιστον, συμφωνώντας.
«Και πώς θα τον κάνουμε να γονατίσει;» ρώτησε η Βέριν. «Πρέπει να τον χειριστούμε διακριτικά. Σαν λύκο με λουρί πάχους ενός νήματος».
Η Μεράνα δίστασε. Δεν σκόπευε να τα αποκαλύψει όλα σ’ αυτές τις δύο, που ελάχιστη υπακοή έτρεφαν στην Αίθουσα στο Σαλιντάρ. Έτρεμε τι θα συνέβαινε αν η Βέριν επιχειρούσε να αναλάβει τα ηνία εδώ, κι αν όντως κατάφερνε να τα πάρει. Η ίδια προσωπικά ήξερε πώς να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο· την είχαν διαλέξει επειδή είχε περάσει μια ζωή ως μεσολαβήτρια σε ευαίσθητες διχογνωμίες και διαπραγματεύτρια σε συμφωνίες όπου τα μίση φάνταζαν αγεφύρωτα. Οι συνθήκες τελικά καταπαντούνταν και τα σύμφωνα παραβιάζονταν κι αυτό ήταν στη φύση της ανθρωπότητας, όμως μετά από σαράντα έξι χρόνια, η Πέμπτη Συνθήκη του Φάλμε ήταν η μόνη πραγματική αποτυχία της. Τα ήξερε όλα αυτά, όμως τόσα χρόνια μερικά ένστικτα της είχαν χαραχτεί βαθιά. «Προσεγγίζουμε ορισμένους ευγενείς, οι οποίοι τώρα κατά καλή μας τύχη βρίσκονται όλοι στο Κάεμλυν...»
«Εγώ ανησυχώ για την Ηλαίην», είπε αποφασισμένα η Ντυέλιν. Πιο αποφασισμένα απ’ ό,τι συνήθως, επειδή ήταν μόνη στο καθιστικό με μια Άες Σεντάι· οι Άες Σεντάι σε πίεζαν αφόρητα αν έδειχνες σημάδια αδυναμίας όταν ήσουν μόνος. Ειδικά όταν κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μόνη μαζί της.
Η Κάιρεν Σεντάι χαμογέλασε, μα ούτε το χαμόγελο, ούτε τα ατάραχα γαλάζια μάτια αποκάλυψαν τίποτα. «Είναι πιθανό ότι η Κόρη-Διάδοχος θα βρεθεί και θα καθίσει στο Θρόνο του Λιονταριού. Κάτι που για άλλους ίσως φαντάζει ακατόρθωτο, σπανίως είναι ακατόρθωτο για τις Άες Σεντάι».
«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας λέει—» «Οι άνδρες λένε πολλά πράγματα, Αρχόντισσα Ντυέλιν, όμως εσύ ξέρεις ότι δεν λέω ψέματα».
Ο Λούαν χάιδεψε το γκρίζο λαιμό του Δακρυνού επιβήτορα, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά για να δει μήπως είχε μπει κανένας ιπποκόμος στους στάβλους, και μόλις που πρόλαβε να αποφύγει μια δαγκωματιά από τα άγρια δόντια του. Ο Πρόμαχος της Ραφέλα θα έδινε σήμα, όμως ο Λούαν τώρα τελευταία δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ειδικά όταν είχε τέτοιο επισκέπτη. «Νομίζω ότι δεν καταλαβαίνω», είπε κοφτά.
«Η ομόνοια είναι καλύτερη από τη διχόνοια», είπε η Ραφέλα, «η ειρήνη καλύτερη από τον πόλεμο, η υπομονή καλύτερη από το θάνατο». Ο Λούαν τίναξε το κεφάλι στην παράξενη κατάληξη αυτών των κοινοτοπιών, κι η Άες Σεντάι με το στρογγυλωπό πρόσωπο χαμογέλασε. «Δεν θα ήταν καλύτερο για το Άντορ αν ο Ραντ αλ’Θόρ αφήσει τη χώρα σε ειρήνη κι ομόνοια, Άρχοντα Λούαν;»
Κρατώντας τη ρόμπα της κλειστή με το χέρι, η Ελόριαν κοίταξε την Άες Σεντάι που είχε καταφέρει να φτάσει ως το μπάνιο της χωρίς να την αναγγείλουν, πιθανότατα χωρίς να τη δουν. Η γυναίκα με τη μπρούτζινη επιδερμίδα της αντιγύρισε το βλέμμα από το σκαμνί στην άλλη άκρη της μαρμάρινης μπανιέρας που ήταν γεμάτη νερό σαν να ήταν όλα αυτά φυσικά και συνηθισμένα. «Τότε», ρώτησε τελικά η Ελόριαν, «ποια θα ανέβαινε τελικά στο Θρόνο του Λιονταριού, Ντεμίρα Σεντάι;»
«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», ήταν η απάντηση· κι η Ελόριεν ήξερε ότι δεν θα είχε άλλη.