Μόλις ο Ραντ βγήκε από την πόρτα, η Βέριν άφησε να βγει η ανάσα που κρατούσε. Κάποτε είχε πει στη Σιουάν και στη Μουαραίν πόσο επικίνδυνος ήταν. Δεν την είχαν ακούσει, και τώρα, ούτε ένα χρόνο μετά, η Σιουάν ήταν σιγανεμένη και πιθανότατα νεκρή, ενώ η Μουαραίν... Οι δρόμοι έβραζαν από φήμες για τον Αναγεννημένο Δράκοντα στο Βασιλικό Παλάτι, απίστευτες οι περισσότερες, και καμία δεν ανέφερε αξιόπιστα κάποια Άες Σεντάι. Η Μουαραίν ίσως τον είχε αφήσει να πιστέψει ότι ήταν κύριος των αποφάσεών του, αλλά δεν θα του επέτρεπε ποτέ να απομακρυνθεί πολύ από κοντά της, ειδικά τώρα που αποκτούσε τόση δύναμη. Τώρα που ήταν τόσο μεγάλος ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε ο Ραντ. Μήπως είχε στραφεί εναντίον της, πιο βίαια απ’ όσο είχε στραφεί εναντίον τους μόλις πριν από λίγο; Ο Ραντ είχε μεγαλώσει από την τελευταία φορά που τον είχε δει· το πρόσωπό του έδειχνε τα σημάδια του αγώνα. Το Φως ήξερε ότι υπήρχε λόγος, αλλά μήπως ο αγώνας δινόταν επίσης για τη λογική; Έτσι, λοιπόν. Η Μουαραίν ήταν νεκρή, η Σιουάν νεκρή, ο Λευκός Πύργος είχε γκρεμιστεί, κι ο Ραντ μάλλον βρισκόταν στο κατώφλι της τρέλας. Η Βέριν έκανε τσκ εκνευρισμένη. Όταν ρίσκαρες, καμιά φορά η ώρα να πληρώσεις ερχόταν την πιο απρόσμενη στιγμή, με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια δούλευε προσεκτικά και μπορεί όλα να πήγαιναν στράφι εξαιτίας ενός νεαρού. Πάντως, τόσο που είχε ζήσει και με τόσα που είχε ζήσει, δεν θα παραδινόταν στην απόγνωση. Πάρε τα πράγματα με τη σειρά: ξεμπέρδεψε με ό,τι μπορείς να κάνεις τώρα και μη σκας για κάτι που ίσως δεν γίνει ποτέ. Το μάθημα αυτό της το είχαν διδάξει με το ζόρι, αλλά το είχε βάλει στην καρδιά της.
Το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να καθησυχάσει τα κοριτσόπουλα. Ακόμα ήταν μαζεμένα σαν κοπάδι προβάτων, κλαψουρίζοντας αγκαλιασμένα και κρύβοντας τα πρόσωπά τους. Τις καταλάβαινε σε μεγάλο βαθμό· δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε έναν άνδρα ο οποίος μπορούσε να διαβιβάζει, πόσο μάλλον τον ίδιο τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι ένιωθε αναγούλα στο στομάχι σαν να βρισκόταν σε πλοίο μεσοπέλαγα. Ξεκίνησε με παρηγορητικές κουβέντες, χαϊδεύοντας έναν ώμο εδώ, αγγίζοντας κάποια μαλλιά εκεί, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της μητρική. Τις έπεισε ότι ο Ραντ είχε φύγει —για τις περισσότερες, αρκούσε να τις πείσει να ανοίξουν τα μάτια— κι αυτό βοήθησε αρκετά ώστε να επικρατήσει μια σχετική ηρεμία. Τουλάχιστον, τα κλάματα είχαν καταλαγιάσει. Αλλά η Τζάνασυ απαιτούσε με διαπεραστική φωνή να της πουν ότι ο Ραντ έλεγε ψέματα, ότι όλα ήταν ένα κόλπο, ενώ η Μπόντχουιν με εξίσου στριγκή φωνή απαιτούσε να βρουν και να σώσουν τον αδελφό της —η Βέριν θα έδινε πολλά για να βρει πού ήταν ο Ματ— κι η Λαρίν έλεγε και ξανάλεγε ότι έπρεπε να φύγουν αμέσως, την ίδια στιγμή από το Κάεμλυν.
Η Βέριν πήρε κατά μέρος μια υπηρέτρια. Ήταν μια ασχημούλα, τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτερη από τις κοπέλες των Δύο Ποταμών, και τα μάτια της ήταν γουρλωμένα παρ’ όλο που σκούπιζε τα δάκρυα με την ποδιά της κι έτρεμε. Αφού πρώτα τη ρώτησε το όνομά της, η Βέριν είπε, «Φέρε σε όλες φρέσκο τσαγάκι, Άζριλ, καυτό με μπόλικο μέλι, και ρίξε μέσα και λίγο μπράντυ». Περιεργάστηκε για λίγο τις μικρούλες και πρόσθεσε, «Μη βάλεις λίγο. Βάλε αρκετό σε κάθε μια». Αυτό θα καταπράυνε τα νεύρα τους. «Επίσης, βάλε και για σένα και για τις άλλες σερβιτόρες». Η Άζριλ ξεφύσησε και βλεφάρισε και σκούπισε το πρόσωπό της, αλλά έκλινε το γόνυ· το ότι την είχαν στείλει να αναλάβει τα κανονικά καθήκοντά της φάνηκε να λιγοστεύει τα δάκρυά της, αν κι όχι τον φόβο της.
«Σέρβιρέ τες στα δωμάτιά τους», είπε η Αλάνα, κι η Βέριν συμφώνησε νεύοντας. Λίγος ύπνος θα έκανε θαύματα. Είχαν σηκωθεί από το κρεβάτι πριν από λίγες μόνο ώρες, αλλά το μπράντυ, μετά το σκληρό ταξίδι τους, θα βοηθούσε να ξανακοιμηθούν.
Η διαταγή προκάλεσε σάλο.
«Δεν μπορούμε να κρυφτούμε εδώ», κατάφερε να ξεστομίσει η Λαρίν ανάμεσα στα ξεφυσήματα και στα φτερνίσματά της. «Πρέπει να φύγουμε! Αμέσως! Θα μας σκοτώσει!»
Τα μάγουλα της Μπόντχουιν γυάλιζαν υγρά, όμως το πρόσωπό της είχε πάρει μια αποφασισμένη έκφραση. Το Διποταμίτικο πείσμα θα έβαζε σε μπελάδες αρκετές απ’ αυτές τις νεαρές γυναίκες. «Πρέπει να βρούμε τον Ματ. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε κοντά σε... σε έναν άνδρα που... Δεν μπορούμε! Έστω κι αν είναι ο Ραντ, δεν μπορούμε!»
«Θέλω να δω το Κάεμλυν», έσκουξε η Τζάνασυ, μολονότι ακόμα έτρεμε.
Οι υπόλοιπες μπήκαν στη συζήτηση μαζί με αυτές τις τρεις, μερικές υποστηρίζοντας την Τζάνασυ παρά τον φόβο τους, ενώ οι περισσότερες ήταν αμετάπειστα υπέρ της αναχώρησης. Μια νεαρή από τον Λόφο της Σκοπιάς, μια ψηλή ομορφούλα που λεγόταν Έλι, με επιδερμίδα ανοιχτόχρωμη για τα δεδομένα των Δύο Ποταμών, ξανάρχισε να θρηνεί μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
Η Βέριν μετά βίας κρατήθηκε για να μη τις αρχίσει στα χαστούκια. Για τις μικρότερες υπήρχε δικαιολογία, όμως η Λαρίν κι η Έλι κι οι άλλες που είχαν τα μαλλιά χτενισμένα πλεξούδα υποτίθεται πως ήταν γυναίκες. Τις περισσότερες δεν τις είχε αγγίξει καν ο Ραντ, κι ο κίνδυνος είχε παρέλθει. Από την άλλη μεριά, ήταν όλες κουρασμένες, η επίσκεψη του Ραντ ήταν ένα σοκ και θα δοκίμαζαν κι άλλα στο κοντινό μέλλον, έτσι συγκράτησε την αγανάκτηση της.
Η Αλάνα, όμως, όχι. Ακόμα κι ανάμεσα στις Πράσινες ήταν δακτυλοδεικτούμενη για την ευμετάβλητη διάθεση της, που τώρα τελευταία είχε χειροτερέψει. «Θα πάτε στα δωμάτιά σας τώρα αμέσως», είπε ψυχρά, αλλά το μόνο ψυχρό πάνω της ήταν η φωνή της. Η Βέριν αναστέναζε, καθώς η άλλη Άες Σεντάι ύφαινε Αέρα και Φωτιά για να πλάσει μια Ψευδαίσθηση. Κοφτές κραυγούλες γέμισαν την αίθουσα, και τα μάτια που ήταν ήδη διάπλατα ανοιχτά τώρα γούρλωναν. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνει αυτό η Αλάνα, όμως το έθιμο αποδοκίμαζε το να αναμιγνύεσαι δημοσίως στις πράξεις μιας άλλης αδελφής, και στ’ αλήθεια η Βέριν ένιωθε ανακούφιση με το ξαφνικό σταμάτημα των ουρλιαχτών της Έλι. Και τα δικά της νεύρα επίσης ήταν τεντωμένα. Οι ανεκπαίδευτες νεαρές φυσικά δεν μπορούσαν να δουν τις ροές· τους φαινόταν ότι η Αλάνα μεγάλωνε με κάθε λέξη. Η φωνή της δυνάμωνε αντίστοιχα, χωρίς να αλλάζει ο τόνος, αλλά μπουμπούνιζε για να ταιριάζει με το φαινομενικό μέγεθός της. «Προορίζεστε για μαθητευόμενες, και το πρώτο που πρέπει να μάθει μια μαθητευόμενη είναι να υπακούει τις Άες Σεντάι. Αμέσως. Δίχως παράπονα και τσιριμόνιες». Η Αλάνα στεκόταν στη μέση της κοινής αίθουσας ίδια κι απαράλλαχτη —τουλάχιστον για τα μάτια της Βέριν— όμως το κεφάλι της Ψευδαίσθησης άγγιζε τα πάτερα του ταβανιού. «Τρέξτε, λοιπόν! Όποια δεν είναι στο δωμάτιο της μέχρι να μετρήσω ως το πέντε, θα το μετανιώνει μέχρι τη μέρα που θα πεθάνει. Ένα. Δύο...» Πριν φτάσει στο τρία, οι κοπέλες είχαν ορμήξει στριγκλίζοντας στις σκάλες που ήταν στο πίσω μέρος της αίθουσας· ήταν θαύμα που δεν τσαλαπατήθηκε καμία.
Η Αλάνα δεν έκανε τον κόπο να μετρήσει πάνω από το τέσσερα. Καθώς το τελευταίο κορίτσι των Δύο Ποταμών χανόταν στον επάνω όροφο, άφησε το σαϊντάρ, η Ψευδαίσθηση εξαφανίστηκε, κι ένευσε αργά, ικανοποιημένα. Η Βέριν σκέφτηκε ότι τώρα οι νεαρές θα ήθελαν παρακάλια, ακόμα και για να κρυφοκοιτάξουν έξω από τα δωμάτιά τους. Ίσως έτσι ήταν καλύτερα. Τέτοια που ήταν η κατάσταση, δεν ήθελε να το σκάσει καμία για να δει το Κάεμλυν, και μετά να τρέχουν να τη βρουν.
Φυσικά, η Ψευδαίσθηση της Αλάνα είχε επιδράσει κι αλλού. Αναγκάστηκαν να γλυκομιλήσουν στις σερβιτόρες για να βγουν κάτω από τα τραπέζια που είχαν κρυφτεί, και βοήθησαν να σηκωθεί όρθια εκείνη που είχε σωριαστεί κάτω, ενώ προσπαθούσε να τρυπώσει στην κουζίνα. Οι σερβιτόρες ήταν βουβές· απλώς έτρεμαν σαν φύλλα σε δυνατό άνεμο. Η Βέριν τις έσπρωξε ανάλαφρα για να κουνηθούν, κι επανέλαβε τρεις φορές την παραγγελία για το τσάι και το μπράντυ πριν η Άζριλ πάψει να την κοιτάζει σαν να είχε φυτρώσει και δεύτερο κεφάλι πάνω της. Ο πανδοχέας κοίταζε με το στόμα ορθάνοιχτο· τα μάτια του είχαν γουρλώσει τόσο που έλεγες ότι θα έπεφταν από το πρόσωπό του. Η Βέριν κοίταξε τον Τόμας και του έδειξε τον άνδρα που ήταν έτοιμος να σωριαστεί.
Ο Τόμας την κοίταξε ειρωνικά —πάντα έτσι έκανε όταν του ζητούσε να τακτοποιήσει κάτι ασήμαντο, όμως σπανίως αμφισβητούσε τις διαταγές της— και μετά αγκάλιασε τον Αφέντη Ντίλχαμ μ’ ένα χέρι από τους ώμους και τον ρώτησε με κεφάτο τόνο αν θα μπορούσαν να πιουν παρέα μερικά ποτήρια από το καλύτερο κρασί του πανδοχείου. Ήταν καλός άνθρωπος ο Τόμας, με ικανότητες σε πράγματα που σε ξάφνιαζαν. Ο Ίχβον είχε καθίσει με τη ράχη στον τοίχο και τις μπότες στο τραπέζι. Είχε το ένα μάτι στην εξώπορτα και το άλλο στην Αλάνα. Με ιδιαίτερη προσοχή στην Αλάνα. Της έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα μετά τον θάνατο του Ογουέιν στους Δύο Ποταμούς, που ήταν ο άλλος Πρόμαχός της — και, πολύ συνετά, ήταν πιο επιφυλακτικός για τα νεύρα της, αν κι η Αλάνα συνήθως κατάφερνε να τα συγκρατεί καλύτερα απ’ όσο σήμερα. Η Αλάνα προσωπικά δεν νοιάστηκε να βοηθήσει στο χάλι που είχε προκαλέσει η ίδια. Στεκόταν στη μέση της κοινής αίθουσας, χωρίς να κοιτάζει τίποτα, με τα χέρια σταυρωμένα. Στο βλέμμα κάποιας που δεν ήταν Άες Σεντάι, έμοιαζε με τη γαλήνη προσωποποιημένη. Για τη Βέριν, η Αλάνα ήταν μια γυναίκα έτοιμη να εκραγεί.
Η Βέριν της άγγιξε το μπράτσο. «Πρέπει να μιλήσουμε». Η Αλάνα την κοίταξε με βλέμμα που δεν φανέρωνε τίποτα, και χωρίς άλλη λέξη ξεκίνησε με απαλό βήμα προς την ιδιωτική τραπεζαρία.
Πίσω της η Βέριν άκουσε τον Αφέντη Ντίλχαμ να λέει με τρεμάμενη φωνή, «Ποια είναι η γνώμη σου, να πω ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήρθε πελάτης στο πανδοχείο μου; Στο κάτω-κάτω, μπήκε μέσα». Η Άες Σεντάι χαμογέλασε φευγαλέα· αυτός τουλάχιστον θα το ξεπερνούσε μια χαρά. Το χαμόγελό της χάθηκε μόλις έκλεισε την πόρτα, κλείνοντας μέσα στο δωμάτιο τις δυο τους.
Η Αλάνα ήδη έκοβε βόλτες μπρος-πίσω στο δωματιάκι, και το μετάξι της σχιστής φούστας ιππασίας της θρόιζε σαν σπαθιά που ξεθηκαρώνονταν. Τώρα δεν υπήρχε το προσωπείο της γαλήνης. «Το θράσος αυτού του ανθρώπου! Το απίστευτο θράσος του! Ακούς εκεί να μας θέτει υπό περιορισμό! Υπό κράτηση!»
Η Βέριν έμεινε να την κοιτάζει μερικές στιγμές προτού αποκριθεί. Είχαν χρειαστεί δέκα χρόνια για να ξεπεράσει τον θάνατο του Μπάλινορ και να δεσμεύσει τον Ίχβον. Τα συναισθήματά της ήταν ακόμα σε αναβρασμό από τον θάνατο του Ογουέιν και τα κρατούσε μέσα της καταπιεσμένα πολύ καιρό. Οι περιστασιακές κρίσεις κλάματος που επέτρεπε στον εαυτό της μετά την αναχώρησή τους από τους Δύο Ποταμούς δεν ήταν επαρκής διέξοδος. «Ίσως μπορεί να μας εμποδίσει να μπούμε στην Έσω Πόλη με τους σκοπούς στην πύλη, όμως δεν μπορεί να μας κρατήσει στο Κάεμλυν».
Μια καυστική ματιά ήταν η μόνη απάντηση που άξιζε σ’ αυτό. Θα μπορούσαν να φύγουν σχετικά εύκολα —όσα και αν είχε μάθει μόνος του ο Ραντ, ήταν απίθανο να είχε ανακαλύψει τα ξόρκια φύλαξης— αλλά αυτό σήμαινε ότι θα εγκατέλειπαν τις κοπέλες των Δύο Ποταμών. Καμία Άες Σεντάι δεν είχε βρει τέτοιο θησαυρό σαν αυτόν των Δύο Ποταμών εδώ και... Η Βέριν δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί από πότε. Ίσως από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Ακόμα κι οι νεαρές γυναίκες της ηλικίας των δεκαοκτώ ετών —το όριο που είχαν θέσει οι ίδιες— συχνά δυσκολεύονταν να αποδεχθούν τους περιορισμούς της μαθητείας, όμως αν η Βέριν κι η Αλάνα είχαν επεκτείνει το όριο μόνο κατά πέντε χρόνια ακόμη, θα είχαν βρει τις διπλάσιες κοπέλες, ίσως και περισσότερες. Πέντε απ’ αυτές τις κοπέλες —πέντε!— είχαν έμφυτη τη σπίθα, μεταξύ των οποίων η αδελφή του Ματ και η Έλι κι η νεαρή Τζάνασυ· κάποια στιγμή θα διαβίβαζαν, είτε το διδάσκονταν είτε όχι, και θα ήταν πολύ ισχυρές. Κι είχαν αφήσει δύο ακόμα πίσω για να τις συλλέξουν σε κανένα χρόνο, όταν θα ήταν αρκετά μεγάλες για να φύγουν από τα σπίτια τους. Αυτό ήταν αρκετά ασφαλές· μια κοπέλα που είχε έμφυτη την ικανότητα, σπανίως την εκδήλωνε πριν από τα δεκαπέντε χωρίς εκπαίδευση. Οι υπόλοιπες ήταν πολλά υποσχόμενες, όλες τους. Οι Δύο Ποταμοί ήταν μια φλέβα καθαρού χρυσού.
Τώρα που είχε την προσοχή της άλλης, η Βέριν άλλαξε θέμα. Δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εγκαταλείψει αυτές τις νεαρές. Ούτε να παρατήσει τον Ραντ. «Λες να έχει δίκιο για τις εξεγερθείσες;»
Οι γροθιές της Αλάνα σφίχτηκαν για μια στιγμή στα φουστάνια της. «Η πιθανότητα αυτή με αηδιάζει! Είναι δυνατόν να πέσαμε τόσο...;» Η φωνή της ξεψύχησε· φαινόταν χαμένη. Οι ώμοι της καμπούριασαν. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, που μετά βίας τα κρατούσε.
Τώρα που ο θυμός της άλλης είχε καταλαγιάσει, η Βέριν είχε να της κάνει ερωτήσεις πριν εκείνη κόρωνε ξανά. «Υπάρχει πιθανότητα να σου πει κι άλλα για την Ταρ Βάλον εκείνη η χασάπισσα, αν τη στριμώξεις;» Η γυναίκα δεν ήταν πληροφοριοδότης της Αλάνα· ήταν μια πράκτορας των Πράσινων και την είχαν ανακαλύψει επειδή η Αλάνα είχε προσέξει κάποιο σήμα έκτακτης ανάγκης έξω από το μαγαζί της. Φυσικά δεν είχε πει στη Βέριν τι ήταν εκείνο το σήμα. Κι η Βέριν από τη μεριά της δεν θα αποκάλυπτε τα σινιάλα των Καφέ.
«Όχι. Δεν ξέρει τίποτα παραπάνω από το μήνυμα που μου έδωσε· ακόμα κι έτσι, το στόμα της είχε στεγνώσει και δύσκολα μπορούσε να αρθρώσει λέξεις. Όλες οι πιστές Άες Σεντάι να επιστρέψουν στον Πύργο. Όλα συγχωρούνται». Αυτό ήταν το ζουμί. Μια λάμψη θυμού φώτισε τα μάτια της Αλάνα, αλλά μόνο για μια στιγμή, κι όχι με την προηγούμενη ένταση. «Αν δεν υπήρχαν αυτές οι φήμες, δεν θα σου έλεγα καν ποια είναι». Από τη μια ήταν αυτό, από την άλλη η αστάθεια των συναισθημάτων της. Τουλάχιστον, είχε σταματήσει να κόβει βόλτες.
«Το ξέρω», είπε η Βέριν ενώ καθόταν στο τραπέζι, «και σέβομαι την εμπιστοσύνη που μου έδειξες. Τώρα. Πρέπει να συμφωνήσεις ότι το μήνυμα επιβεβαιώνει τις φήμες. Ο Πύργος γκρεμίστηκε. Κατά πάσα πιθανότητα, κάπου πρέπει να υπάρχουν εξεγερθείσες. Το ερώτημα είναι, τι κάνουμε εμείς γι’ αυτό;»
Η Αλάνα την κοίταξε σαν να είχε τρελαθεί. Δεν ήταν παράξενο. Η Αίθουσα του Πύργου πρέπει να είχε καθαιρέσει τη Σιουάν, σύμφωνα με τον νόμο του Πύργου. Ακόμα κι ο υπαινιγμός ότι θα στρέφονταν εναντίον του Πύργου ήταν αδιανόητος. Αλλά, βέβαια, αδιανόητο ήταν και το ότι είχε γκρεμιστεί ο Πύργος.
«Αν δεν έχεις έτοιμη απάντηση, σκέψου το. Και σκέψου κάτι ακόμα. Η Σιουάν Σάντσε ήταν εξαρχής αναμεμιγμένη στην ανεύρεση του νεαρού αλ’Θόρ». Η Αλάνα άνοιξε το στόμα —το δίχως άλλο για να ρωτήσει τη Βέριν πώς το ήξερε, κι αν ήταν αναμεμιγμένη κι αυτή- αλλά η Βέριν δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Μόνο κάποια αγαθή θα θεωρούσε ότι αυτή η ανάμιξη δεν συντέλεσε στην καθαίρεση της. Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες συμπτώσεις. Σκέψου, λοιπόν, τι γνώμη θα πρέπει να έχει η Ελάιντα για τον Ραντ. Μην ξεχνάς ότι ήταν Κόκκινη. Όσο το σκέφτεσαι, απάντησέ μου σε κάτι. Τι ήθελες να κάνεις, που πήγες και τον δέσμευσες έτσι;»
Η ερώτηση κανονικά δεν θα αιφνιδίαζε την Αλάνα, όμως αυτό συνέβη. Η Άες Σεντάι στην αρχή δίστασε, ύστερα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, σιάζοντας τα φουστάνια της πριν απαντήσει. «Ήταν το λογικό που έπρεπε να γίνει, έτσι που στεκόταν μπροστά μας. Θα έπρεπε να είχε γίνει πριν από πολύ καιρό, Εσύ δεν θα μπορούσες να το κάνεις — ή μάλλον δεν θα ήθελες». Όπως κι οι περισσότερες Πράσινες, έβρισκε ως ένα βαθμό αστεία την επιμονή των άλλων Άτζα να έχει κάθε αδελφή μόνο έναν Πρόμαχο. Τι γνώμη είχαν οι Πράσινες για τις αδελφές που δεν είχαν κανέναν, ήταν καλύτερο να μην ειπωθεί. «Θα έπρεπε να έχουν όλοι δεσμευθεί με την πρώτη ευκαιρία. Είναι τόσο σημαντικοί, ώστε δεν μπορούν να τριγυρνούν ελεύθεροι, και περισσότερο απ’ όλους αυτός». Ξαφνικά τα μάγουλά της ρόδισαν· θα αργούσε για να ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων της.
Η Βέριν ήξερε το λόγο για το αναψοκοκκίνισμα· η Αλάνα είχε αφήσει το στόμα της απύλωτο. Είχαν τον Πέριν υπό το άγρυπνο βλέμμα τους αρκετές βδομάδες ,ενώ εξέταζαν τις νεαρές γυναίκες στους Δύο Ποταμούς, όμως η Αλάνα γρήγορα είχε σιωπήσει στο θέμα της δέσμευσής του. Ο λόγος ήταν απλός, η διάπυρη υπόσχεση της Φάιλε —που της την είχε δώσει όταν ο Πέριν δεν άκουγε— ότι αν η Αλάνα έκανε τέτοιο πράγμα, δεν θα έβγαινε ζωντανή από τους Δύο Ποταμούς. Αν η Φάιλε ήξερε περισσότερα για τον δεσμό μεταξύ Άες Σεντάι και Γκαϊντίν, αυτή η απειλή δεν θα είχε αποτέλεσμα, αλλά την Αλάνα την είχε σταματήσει αυτή ακριβώς η άγνοια κι όχι τίποτα άλλο. Πιθανότατα, έφταιγε η σύγχυση που ένιωθε γι’ αυτό, σε συνδυασμό με τα χαραγμένα νεύρα της, κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε κάνει στον Ραντ αυτό που είχε κάνει. Όχι μόνο που τον είχε δεσμεύσει, αλλά που το είχε κάνει δίχως την άδειά του. Αυτό δεν είχε συμβεί εδώ κι εκατοντάδες χρόνια.
Στο κάτω-κάτω, σκέφτηκε ξερά η Βέριν, έχω παραβιάσει κι εγώ μερικά έθιμα στη ζωή μου. «Λογικό;» είπε, χαμογελώντας για να τσούξουν λιγότερο τα λόγια της. «Μιλάς σαν Λευκή. Τέλος πάντων. Τώρα που τον έχεις, τι θα τον κάνεις; Δεδομένου το μαθήματος που μας έδωσε. Μου θυμίζει ένα παραμύθι που είχα ακούσει μπροστά στο τζάκι όταν ήμουν κοριτσόπουλο, για μια γυναίκα που είχε βάλει σέλα και χάμουρα σ’ ένα λιοντάρι. Ήταν ωραία κι υπέροχη η βόλτα, αλλά μετά ανακάλυψε ότι δεν θα μπορούσε να ξεπεζέψει και δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί ποτέ».
Ριγώντας, η Αλάνα έτριψε τα μπράτσα της. «Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι τόσο δυνατός. Μακάρι να είχαμε συνδεθεί νωρίτερα. Και δοκίμασα... Απέτυχα... Είναι τόσο δυνατός!»
Κι η ίδια η Βέριν παραλίγο θα ριγούσε. Δεν μπορούσαν να έχουν συνδεθεί νωρίτερα, εκτός αν η Αλάνα εννοούσε ότι έπρεπε να είχαν συνδεθεί προτού τον δεσμεύσει. Η Βέριν δεν ήξερε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν το είχαν κάνει. Εν πάση περιπτώσει, ήταν μια αλληλουχία δυσάρεστων στιγμών, από την ανακάλυψη ότι δεν μπορούσαν να τον μπλοκάρουν από την Αληθινή Πηγή ως την περιφρονητική άνεση με την οποία τις είχε θωρακίσει, κόβοντας σαν κλωστή τις συνδέσεις τους με το σαϊντάρ. Και των δύο ταυτοχρόνως. Αξιοσημείωτο. Πόσες αδελφές θα χρειάζονταν για να τον θωρακίσουν και να τον κρατήσουν; Κι οι δεκατρείς; Διατηρούσαν τον αριθμό μόνο για λόγους παράδοσης, αλλά για τον Ραντ ίσως να χρειάζονταν όλες. Πάντως, αυτές ήταν εικασίες για κάποια άλλη φορά. «Υπάρχει επίσης το θέμα της αμνηστίας του».
Η Αλάνα την κοίταξε με διάπλατα τα μάτια. «Δεν φαντάζομαι να το πιστεύεις! Με κάθε ψεύτικο Δράκοντα ακούγονταν φήμες ότι συγκεντρώνει άνδρες που μπορούν να διαβιβάσουν, φήμες που ήταν ψεύτικες κι αυτές. Ήθελαν εξουσία για τον εαυτό τους, όχι να τη μοιραστούν με άλλους».
«Δεν είναι ψεύτικος Δράκοντας», είπε ήσυχα η Βέριν, «κι αυτό ίσως αλλάζει τα πάντα. Αν μια φήμη είναι αληθινή, τότε μπορεί να είναι αληθινή και μια άλλη, κι η αμνηστία ήταν στα στόματα όλων μετά την Ασπρογέφυρα».
«Κι έτσι να είναι, ίσως δεν έχει έρθει κανείς. Κανείς αξιοπρεπής άνθρωπος δεν θέλει να διαβιβάζει. Αν δεν ήταν μόνο μια χούφτα αυτοί που το ήθελαν, κάθε βδομάδα θα είχαμε άλλον έναν ψεύτικο Δράκοντα».
«Είναι τα’βίρεν, Αλάνα. Τραβά κοντά του ό,τι του χρειάζεται».
Η Αλάνα ανοιγόκλεισε το στόμα, και τα χέρια της είχαν σχηματίσει ασπρισμένες γροθιές στο τραπέζι. Κάθε ίχνος της γαλήνης των Άες Σεντάι είχε χαθεί και φαινόταν καθαρά το τρέμουλο της. «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε... Ανδρες να διαβιβάζουν, ελεύθεροι να τριγυρνούν στον κόσμο; Αν είναι αλήθεια, πρέπει να το σταματήσουμε. Πρέπει!» Ήταν έτοιμη να πεταχτεί ξανά όρθια, και τα μάτια της άστραφταν.
«Πριν αποφασίσουμε τι θα κάνουμε γι’ αυτούς», είπε η Βέριν γαλήνια, «πρέπει να μάθουμε που τους κρατά. Το Βασιλικό Παλάτι είναι ένα πιθανό μέρος, αλλά ίσως δυσκολευτούμε να το ανακαλύψουμε, τώρα που η Έσω Πόλη μάς είναι απαγορευμένη. Να τι προτείνω...» Η Αλάνα έσκυψε μπροστά με προσοχή.
Είχαν πολλά πράγματα να κάνουν, αν και για τα περισσότερα η ώρα θα ερχόταν αργότερα. Υπήρχαν πολλές ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν, αργότερα. Άραγε, ήταν νεκρή η Μουαραίν, κι αν ναι, πώς είχε πεθάνει; Υπήρχαν εξεγερθείσες, και ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της Βέριν και της Αλάνα απέναντί τους; Θα έπρεπε να προσπαθήσουν να παραδώσουν τον Ραντ στην Ελάιντα, ή μήπως στις εξεγερθείσες; Πού βρίσκονταν; Αυτό το στοιχείο θα ήταν πολύτιμο, όποια απάντηση κι αν έδιναν στις άλλες ερωτήσεις. Πώς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το τόσο εύθραυστο λουρί που είχε περάσει η Αλάνα στον Ραντ; Μήπως θα έπρεπε κάποια από τις δύο να προσπαθήσει να πάρει τη θέση της Μουαραίν ή ίσως κι οι δύο; Για πρώτη φορά από τότε που η Αλάνα είχε αφήσει τα συναισθήματά της για τον Ογουέιν να πλησιάσουν την επιφάνεια, η Βέριν χαιρόταν που η άλλη τα συγκρατούσε τόσον καιρό, ώστε να γίνουν τόσο εκρηκτικά. Η Αλάνα, στην ταραγμένη κατάσταση που βρισκόταν, θα ήταν πιο ευεπηρέαστη στην καθοδήγηση της Βέριν, κι η Βέριν ήξερε πώς ακριβώς έπρεπε να απαντηθούν μερικές απ’ αυτές τις ερωτήσεις. Κάποιες απαντήσεις δεν θα άρεσαν καθόλου στην Αλάνα. Καλύτερα, λοιπόν, να μη τις μάθαινε, παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά για να αλλάξουν.
Ο Ραντ γυρνούσε καλπάζοντας με το άτι του στο Παλάτι, ξεφεύγοντας σιγά-σιγά ακόμα κι από τους Αελίτες που έτρεχαν, αγνοώντας τις κραυγές τους, όπως αγνοούσε τις γροθιές τις οποίες ανέμιζαν οι άνθρωποι που πηδούσαν για να ανοίξουν δρόμο στον Τζήντ’εν, όπως και τις αναποδογυρισμένες σέντιες και τις πολυτελείς άμαξες που είχαν μπλέξει τις ρόδες τους με τα κάρα στον διάβα του. Ο Μπασίρε κι οι Σαλδαίοι με δυσκολία τον πρόφταιναν καβάλα στα άλογά τους, που ήταν μικρότερα από το δικό του. Ο Ραντ δεν ήξερε γιατί είχε τόση σπουδή —τα νέα που μετέφερε δεν ήταν τόσο επείγοντα- αλλά καθώς το τρέμουλο χανόταν από τα χέρια και τα πόδια του, συνειδητοποιούσε ολοένα και πιο πολύ ότι ακόμα αντιλαμβανόταν την Αλάνα. Την ένιωθε. Ήταν λες κι η Άες Σεντάι είχε χωθεί στο κεφάλι του κι είχε φωλιάσει εκεί. Αν αυτός την ένιωθε, μήπως τον ένιωθε κι εκείνη με τον ίδιο τρόπο; Τι άλλο μπορούσε να κάνει η Αλάνα; Τι άλλο; Έπρεπε να φύγει από κοντά της.
Υπεροψία, κάγχασε ο Λουζ Θέριν, κι αυτή τη φορά ο Ραντ δεν προσπάθησε να πνίξει τη φωνή.
Είχε άλλο προορισμό κατά νου κι όχι το Παλάτι, όμως το Ταξίδεμα προϋπέθετε να ξέρεις το μέρος απ’ όπου έφευγες καλύτερα κι από το μέρος όπου πήγαινες. Στον Νότιο Στάβλο πέταξε τα χαλινάρια σε έναν ιπποκόμο με δερμάτινο γιλέκο κι έτρεξε, με τα μακριά πόδια του να τον πηγαίνουν μπροστά από τους Σαλδαίους, σε διαδρόμους όπου οι υπηρέτες τον κοίταζαν χάσκοντας, παγωμένοι στις υποκλίσεις και τις γονυκλισίες τους, καθώς αυτός προσπερνούσε γοργά. Στη Μεγάλη Αίθουσα άδραξε το σαϊντίν, άνοιξε την τρύπα στον αέρα και χίμηξε στο ξέφωτο δίπλα στο αγρόκτημα, αφήνοντας την Πηγή.
Έβγαλε μια μακρόσυρτη ανάσα, έπεσε στα γόνατα ανάμεσα στα ξερά φύλλα. Η ζέστη ήταν σαν να τον σφυροκοπούσε κάτω από τα γυμνά κλαριά· είχε χάσει την αναγκαία αυτοσυγκέντρωση εδώ και ώρα. Ακόμα την ένιωθε, όμως εδώ ήταν πιο αμυδρή — αν μπορούσες να πεις ότι ήταν αμυδρή η βεβαιότητα πως η Αλάνα ήταν προς εκείνη την κατεύθυνση. Μπορούσε να δείξει εκεί με τα μάτια του κλεισμένα.
Για μια στιγμή ξανάπιασε το σαϊντίν, εκείνη την έκρηξη φωτιάς και πάγου και ξινής γλίτσας. Είχε ένα σπαθί στα χέρια, ένα σπαθί φτιαγμένο από φωτιά, από Φωτιά, μ’ έναν σκούρο ερωδιό στην ελαφρώς κυρτή κόκκινη λεπίδα, μολονότι δεν θυμόταν αν το είχε σκεφτεί. Φωτιά μπορεί να ήταν, όμως ένιωθε δροσερή και σταθερή τη μακριά λαβή στις παλάμες του. Το Κενό δεν άλλαζε τίποτα, η Δύναμη δεν άλλαζε τίποτα. Η Αλάνα ήταν ακόμα εκεί, κουλουριασμένη σε μια γωνιά του μυαλού του, παρακολουθώντας τον.
Μ’ ένα πικρό γέλιο ξανάφησε τη Δύναμη και γονάτισε εκεί. Ένιωθε τόση σιγουριά πριν. Μόνο δυο Άες Σεντάι ήταν. Φυσικά και μπορούσε να τις αντιμετωπίσει· είχε αντιμετωπίσει την Εγκουέν και την Ηλαίην μαζί. Τι μπορούσαν να του κάνουν; Συνειδητοποίησε ότι ακόμα γελούσε. Του φαινόταν ότι δεν μπορούσε να σταματήσει. Τελικά, ήταν αστείο. Η ανόητη η υπεροψία του. Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση. Τον είχε ξαναβάλει σε μπελάδες, όχι μόνο αυτόν. Ήταν τόσο σίγουρος ότι ο ίδιος κι οι Εκατό Σύντροφοι μπορούσαν να σφραγίσουν με ασφάλεια το Πηγάδι...
Τα φύλλα έτριξαν, καθώς ανάγκαζε τον εαυτό του να σηκωθεί. «Δεν ήμουν εγώ αυτός!» είπε βραχνά. «Βγες από το κεφάλι μου! Όλοι σας, βγείτε από το κεφάλι μου!» Η φωνή του Λουζ Θέριν μουρμούριζε ακατάληπτα, απόμακρα. Η Αλάνα περίμενε σιωπηλά, υπομονετικά, στο βάθος του μυαλού του. Η φωνή έμοιαζε να τη φοβάται.
Ο Ραντ τίναξε τα φύλλα από το παντελόνι του με μια συνειδητή κίνηση. Δεν θα παραδινόταν σ’ αυτό το πράγμα. Μην εμπιστεύεσαι καμία Άες Σεντάι· από δω και πέρα θα το θυμόταν. Ο άνθρωπος που δεν έχει εμπιστοσύνη είναι σαν νεκρός. Ο Λουζ Θέριν χαχάνισε. Δεν θα παραδινόταν.
Τίποτα δεν είχε αλλάξει στο αγρόκτημα. Τίποτα και τα πάντα. Η αγροικία κι ο στάβλος ήταν ίδια, όπως οι κότες και τα κατσίκια κι οι αγελάδες. Η Σόρα Γκρέηντυ κοίταζε την άφιξή του από ένα παράθυρο, με πρόσωπο ανέκφραστο και ψυχρό. Τώρα ήταν η μόνη γυναίκα που είχε μείνει· οι άλλες, σύζυγοι κι αγαπητικιές των ανδρών, τους είχαν ακολουθήσει όταν αυτοί είχαν αποτύχει στη δοκιμασία του Τάιμ. Ο Τάιμ είχε συγκεντρώσει τους μαθητές σε μια ανοιχτή περιοχή με σκληρό κόκκινο πηλό και ασθενικά χορτάρια πιο πέρα από το στάβλο. Και τους επτά. Εκτός από τον Τζουρ, τον άνδρα της Σόρα, οι μόνοι που έμεναν από την πρώτη εξέταση ήταν ο Ντάμερ Φλιν, ο Έμπεν Χόπγουιλ κι ο Φέντγουιν Μορ. Οι άλλοι ήταν καινούριοι και φαίνονταν σχεδόν εξίσου μικροί στα χρόνια με τον Φέντγουιν και τον Έμπεν.
Με εξαίρεση τον ασπρομάλλη Ντάμερ, οι μαθητές κάθονταν σε μια γραμμή κοιτώντας αντίθετα από κει που βρισκόταν ο Ραντ. Ο Ντάμερ στεκόταν μπροστά τους κι έσμιγε τα φρύδια, καθώς κοίταζε μια πέτρα σε μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού τριάντα βήματα πιο πέρα.
«Τώρα», είπε ο Τάιμ, κι ο Ραντ ένιωσε τον Ντάμερ να αδράχνει τον σαϊντίν, τον είδε να υφαίνει αδέξια Φωτιά μαζί με Γη.
Η πέτρα εξερράγη κι ο Ντάμερ κι οι άλλοι μαθητές ρίχτηκαν στο έδαφος για να αποφύγουν τα συντρίμμια που πετάχτηκαν. Όχι ο Τάιμ· τα θρύψαλα της πέτρας αναπήδησαν πάνω στην ασπίδα από Αέρα που είχε υψώσει την τελευταία στιγμή. Σηκώνοντας το κεφάλι επιφυλακτικά, ο Ντάμερ σκούπισε το αίμα από μια αμυχή κάτω από το αριστερό του μάτι. Το στόμα του Ραντ σφίχτηκε· μόνο από τύχη δεν τον είχαν χτυπήσει τα κομμάτια που είχαν πεταχτεί. Έριξε μια ματιά στην αγροικία πίσω του· η Σόρα ήταν ακόμα εκεί, προφανώς χωρίς να έχει πάθει κάτι. Και τον κοίταζε ακόμα. Οι κότες δεν είχαν πάψει να τσιμπολογούν· έμοιαζαν συνηθισμένες σ’ αυτά τα συμβάντα.
«Ίσως την επόμενη φορά να θυμηθείτε αυτά που σας λέω», είπε γαλήνια ο Τάιμ, αφήνοντας την ύφανση να χαθεί. «Να θωρακίζεστε ενώ χτυπάτε, αλλιώς μπορεί να σκοτωθείτε μόνοι σας». Έριξε μια ματιά στον Ραντ, λες κι ήξερε από την αρχή ότι βρισκόταν εκεί. «Συνεχίστε», είπε στους μαθητές και ξεκίνησε να πλησιάσει τον Ραντ. Το πρόσωπό του με τη γερακίσια μύτη σήμερα έμοιαζε να έχει μια άσπλαχνη έκφραση.
Ενώ ο Ντάμερ καθόταν μαζί με τους υπόλοιπους στη σειρά, σηκώθηκε ο Έμπεν, με το πρόσωπο γεμάτο κοκκινίλες, τραβώντας νευρικά το μεγάλο αυτί του, καθώς χρησιμοποιούσε Αέρα για να σηκώσει μια άλλη πέτρα από ένα σωρό πιο πέρα. Οι ροές του ταλαντεύονταν κι η πέτρα του έπεσε μια φορά πριν την αφήσει στη θέση της.
«Είναι ασφαλές να τους αφήνεις έτσι μόνους;» ρώτησε ο Ραντ, καθώς τον έφτανε ο Τάιμ.
Η δεύτερη πέτρα εξερράγη σαν την πρώτη, όμως αυτή τη φορά όλοι οι μαθητές είχαν υφάνει ασπίδες. Το ίδιο κι ο Τάιμ, μία που αγκάλιαζε τόσο αυτόν όσο και τον Ραντ. Δίχως λέξη, ο Ραντ άδραξε πάλι το σαϊντίν κι έφτιαξε δική του ασπίδα, παραμερίζοντας την ασπίδα του Τάιμ. Το στόμα του Τάιμ στράβωσε, σχηματίζοντας εκείνη την έκφραση που έμοιαζε με χαμόγελο.
«Είπες να τους ζορίσω, Άρχοντα Δράκοντα, κι εγώ λοιπόν τους ζορίζω. Τους βάζω να κάνουν τα πάντα με τη Δύναμη, τις αγγαρείες τους, τα πάντα. Ο νεότερος χθες το βράδυ έφαγε για πρώτη φορά ζεστό φαΐ. Αν δεν μπορούν να το ζεστάνουν μόνοι τους, το τρώνε κρύο. Για τα περισσότερα πράγματα κάνουν διπλό χρόνο απ’ όσο με το χέρι, αλλά μαθαίνουν τη Δύναμη όσο γρηγορότερα μπορούν, πίστεψέ με. Φυσικά, ακόμα δεν είναι πολλοί».
Αγνοώντας την υπαινισσόμενη ερώτηση, ο Ραντ κοίταξε ολόγυρα. «Πού είναι ο Χάσλιν; Πάλι μεθυσμένος είναι; Σου είπα, μπορεί να πίνει κρασί μόνο το βράδυ». Ο Χένρε Χάσλιν ήταν Δάσκαλος του Σπαθιού στους Φρουρούς της Βασίλισσας, υπεύθυνος για την εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων, ώσπου ο Ράχβιν άρχισε να ανασυγκροτεί τους Φρουρούς, διώχνοντας όσους ήταν πιστοί στη Μοργκέις ή στέλνοντας τους να πολεμήσουν στην Καιρχίν. Ο Χάσλιν ήταν γέρος για εκστρατείες, έτσι λοιπόν του έδωσαν μια σύνταξη και του έδειξαν την πόρτα, κι όταν η είδηση του θανάτου της Μοργκέις εξαπλώθηκε στο Κάεμλυν, το έριξε στο κρασί. Αλλά νόμιζε ότι ο Ράχβιν —ο Γκάεμπριλ, όπως τον ήξερε αυτός— ήταν εκείνος που είχε σκοτώσει τη Μοργκέις, όχι ο Ραντ, και μπορούσε να διδάξει. Όταν ήταν ξεμέθυστος.
«Τον έδιωξα», είπε ο Τάιμ. «Τι χρειάζονται τα σπαθιά;» Άλλη μια πέτρα ανατινάχτηκε. «Συνεχώς κινδυνεύω να τρυπηθώ μόνος μου κατά λάθος, και ποτέ δεν ένιωσα την έλλειψη τους. Κι αυτοί τώρα έχουν τη Δύναμη».
Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον τώρα! Η φωνή του Λουζ Θέριν αντήχησε υπόκωφα στο Κενό. Ο Ραντ έσβησε τον αντίλαλο, αλλά δεν μπορούσε να σβήσει το θυμό, που ξαφνικά φάνηκε σαν κέλυφος γύρω από την αδειανοσύνη που τον περιέκλειε. Το Κενό, όμως, στέγνωνε τη φωνή του από συναισθήματα. «Βρες τον, Τάιμ, και φέρε τον πίσω. Πες του ότι άλλαξες γνώμη. Πες το και στους μαθητές. Πες τους ό,τι θέλεις, αλλά τον θέλω εδώ, να κάνει μαθήματα κάθε μέρα. Πρέπει να είναι μέρος του κόσμου, όχι κάτι χώρια του. Τι θα κάνουν αν δεν μπορούν να διαβιβάσουν; Όταν σε είχαν θωρακίσει οι Άες Σεντάι, ίσως είχες καταφέρει να δραπετεύσεις, αν ήξερες πώς να χρησιμοποιείς σπαθί, πώς να μάχεσαι με τα χέρια σου».
«Δραπέτευσα. Να με».
«Σε απελευθέρωσαν μερικοί οπαδοί σου, απ’ ό,τι άκουσα, αλλιώς θα είχες καταλήξει στην Ταρ Βάλον σαν τον Λογκαίν, ειρηνεμένος, Αυτοί εδώ δεν έχουν οπαδούς. Βρες τον Χάσλιν».
Ο άλλος υποκλίθηκε ήρεμα. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας. Αυτό έφερε εδώ τον Άρχοντα Δράκοντα; Ο Χάσλιν και τα σπαθιά;» Μια απειροελάχιστη απόχρωση περιφρόνησης χρωμάτιζε τη φωνή του, όμως ο Ραντ δεν έδωσε σημασία.
«Υπάρχουν Άες Σεντάι στο Κάεμλυν. Οι εξορμήσεις στην πόλη πρέπει να πάψουν, τόσο οι δικές σου όσο και των μαθητών σου. Μόνο το Φως ξέρει τι θα συμβεί, αν κάποιος πετύχει μια Άες Σεντάι κι εκείνη καταλάβει τι είναι». Ή τι θα συνέβαινε αν ο μαθητής αναγνώριζε την Άες Σεντάι, όπως σίγουρα θα συνέβαινε. Μάλλον θα το έβαζε στα πόδια ή θα επιτιθόταν πανικόβλητος, κι είτε έτσι είτε αλλιώς θα αποκαλυπτόταν. Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα ήταν η καταδίκη του. Απ’ ό,τι είχε δει ο Ραντ, η κάθε μια από τις δυο Άες Σεντάι μπορούσε να νικήσει οποιονδήποτε από τους μαθητές, σαν να ήταν παιδί.
Ο Τάιμ σήκωσε τους ώμους. «Το να κάνουν στο κεφάλι μιας Άες Σεντάι αυτό που κάνουν στην πέτρα δεν ξεπερνά τις ικανότητες τους, ακόμα και τώρα. Λίγο διαφέρει η ύφανση». Ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο του, ύψωσε τη φωνή. «Συγκεντρώσου, Άντλεϋ. Συγκεντρώσου». Ο ξερακιανός που στεκόταν μπροστά στους άλλους μαθητές, με τα κοκαλιάρικα χέρια και πόδια του, ξαφνιάστηκε κι έχασε το σαϊντίν, και μετά το ξανάπιασε ψηλαφητά. Άλλη μια πέτρα ανατινάχτηκε ενώ ο Τάιμ ξαναγυρνούσε προς τον Ραντ. «Μια που το συζητάμε, θα μπορούσα εγώ προσωπικά να τις... απομακρύνω... αν δεν σου έρχεται να το κάνεις».
«Αν τις ήθελα νεκρές, θα τις σκότωνα εγώ ο ίδιος». Πίστευε ότι μπορούσε να το κάνει, αν επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν ή να τον ειρηνέψουν. Τουλάχιστον, αυτό έλπιζε. Αλλά θα δοκίμαζαν, άραγε, να κάνουν το ένα ή το άλλο τώρα που τον είχαν δεσμεύσει; Ήταν κάτι που δεν σκόπευε να πει στον Τάιμ· ακόμα κι αν δεν είχε τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν, δεν τον εμπιστευόταν τόσο που να του αποκαλύψει τις αδυναμίες του. Φως μου, πώς την άφησα να αποκτήσει τέτοιο δικαίωμα πάνω μου; «Αν έρθει η ώρα να σκοτώσουμε Άες Σεντάι, θα σου το πω. Ως τότε, δεν θέλω ούτε τις φωνές να τους βάλει κανείς, εκτός αν πάνε να του πάρουν το κεφάλι. Και μάλιστα, ούτε να τις πλησιάζετε. Δεν θέλω επεισόδια, δεν θέλω κάτι να τις στρέψει εναντίον μου».
«Νομίζεις πως δεν είναι ήδη εναντίον σου;» μουρμούρισε ο Τάιμ. Ο Ραντ και πάλι τον αγνόησε. Αυτή τη φορά επειδή δεν ήξερε την απάντηση.
«Και δεν θέλω να καταλήξει κανείς νεκρός ή ειρηνεμένος επειδή πήρε πολύ θάρρος. Κανόνισε να το καταλάβουν. Σε καθιστώ προσωπικά υπεύθυνο γι’ αυτούς».
«Όπως επιθυμείς», είπε ο Τάιμ, σηκώνοντας ξανά τους ώμους. «Κάποιοι θα σκοτωθούν, είτε αυτό γίνει νωρίς είτε αργά, εκτός αν θέλεις να τους κρατήσεις κλεισμένους εδώ. Και να το κάνεις αυτό, κάποιοι μάλλον θα πεθάνουν. Δεν θα χρειαζόταν να τους προστατεύεις έτσι, αν με άφηνες να πάω να ψάξω».
Το είχαν ξανασυζητήσει. Ο Ραντ κοίταξε τους μαθητές. Ένας ιδρωμένος νεαρός με ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά πάλευε να πάει μια πέτρα στη θέση της. Όλο έχανε το σαϊντίν κι η πέτρα προχωρούσε με πηδηματάκια στο έδαφος. Σε λίγες ώρες θα ερχόταν από το Παλάτι η άμαξα με τους υποψήφιους που είχαν φτάσει από το προηγούμενο μεσημέρι. Αυτή τη φορά ήταν τέσσερις. Κάποιες μέρες έρχονταν μόνο τρεις ή δύο, αν και γενικά ο αριθμός τους αυξανόταν. Είχαν έρθει δεκαοκτώ από τότε που είχε φέρει τον Τάιμ εδώ πριν από επτά μέρες, και μόνο τρεις απ’ αυτούς μπορούσαν να μάθουν να διαβιβάζουν. Ο Τάιμ ισχυριζόταν ότι ήταν σημαντικός αριθμός, δεδομένου ότι απλώς είχαν έρθει στο Κάεμλυν ψάχνοντας για την ευκαιρία. Είχε επισημάνει επανειλημμένως ότι μ’ αυτό το ρυθμό θα έφταναν τον Πύργο σε έξι περίπου χρόνια. Ο Ραντ δεν χρειαζόταν να του θυμίσει κάποιος ότι δεν είχε έξι χρόνια. Και δεν είχε το χρόνο να τους αφήσει να εκπαιδεύονται πιο αργά.
«Πώς θα το έκανες;»
«Χρησιμοποιώντας πύλες». Ο Τάιμ το είχε ξεσηκώσει αυτό αμέσως· μάθαινε ταχύτατα ό,τι του έδειχνε ο Ραντ. «Μπορώ να επισκέπτομαι δυο-τρία χωριά κάθε μέρα. Στην αρχή θα είναι πιο εύκολο στα χωριά απ’ όσο ακόμα και στις μικρές πόλεις. Θα αφήσω τον Φλιν να επιβλέπει τα μαθήματα —είναι ο πιο προχωρημένος, παρά αυτό που είδες- και θα πάρω τον Γκρέηντυ ή τον Χόπγουιλ ή τον Μορ. Θα πρέπει να μας δώσεις μερικά γερά άλογα. Το ψοφίμι που σέρνει το κάρο δεν βολεύει».
«Τι σκοπεύεις να κάνεις, όμως; Θα μπεις καβάλα στ’ άλογο και θα ανακοινώσεις ότι ψάχνεις για άνδρες που μπορούν να διαβιβάζουν; Θα είσαι τυχερός αν οι χωρικοί δεν προσπαθήσουν να σε κρεμάσουν».
«Μπορώ να γίνω πιο διακριτικός», είπε ξερά ο Τάιμ. «Θα πω ότι στρατολογώ άνδρες για να ακολουθήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Πιο διακριτικός; Όχι πολύ. «Έτσι ο κόσμος θα φοβηθεί αρκετά ώστε να με αφήσουν ήσυχο μέχρι να μαζέψω όσους είναι πρόθυμοι. Κι έτσι απαλλασσόμαστε από όσους δεν είναι έτοιμοι να σε υποστηρίξουν. Δεν φαντάζομαι να θέλεις να εκπαιδεύσεις άνδρες που με την πρώτη ευκαιρία θα στραφούν εναντίον σου». Σήκωσε το φρύδι ερωτηματικά, όμως δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση, η οποία ήταν περιττή. «Όταν θα τους έχω πάρει με ασφάλεια από το χωριό, μπορώ να τους φέρω εδώ μέσω πύλης. Κάποιοι ίσως πανικοβληθούν, αλλά δεν θα είναι δύσκολο να τους κουμαντάρω. Από τη στιγμή που θα έχουν συμφωνήσει να ακολουθήσουν έναν άνδρα που μπορεί να διαβιβάζει, δεν θα είναι σε θέση να αρνηθούν να τους εξετάσω. Όσους αποτύχουν, θα τους στείλω στο Κάεμλυν. Είναι καιρός πια να φτιάξεις δικό σου στρατό αντί να εξαρτάσαι από τους στρατούς άλλων. Ο Μπασίρε ίσως αλλάξει γνώμη· αρκεί να του το πει η Βασίλισσα Τενόμπια. Και ποιος άραγε ξέρει τι θα κάνουν αυτοί οι λεγόμενοι Αελίτες;» Αυτή τη φορά κοντοστάθηκε, όμως ο Ραντ δεν άνοιξε το στόμα του. Σκεφτόταν κι ο ίδιος αυτά τα πράγματα, αν κι όχι για τους Αελίτες, όμως δεν ήταν ανάγκη να το ξέρει αυτό ο Τάιμ. Ύστερα από μια στιγμή, ο άλλος συνέχισε να μιλάει, σαν να μην είχε θίξει ποτέ αυτό το θέμα. «Πάω στοίχημα. Ό,τι ποσό θέλεις. Την πρώτη μέρα που θα βγω για στρατολόγηση, θα βρω τόσους άνδρες ικανούς να μάθουν να διαβιβάζουν όσοι θα είναι κι αυτοί που θα έρθουν μόνοι τους με τα πόδια στο Κάεμλυν μέσα σε ένα μήνα. Όταν ο Φλιν και κάποιοι από τους άλλους θα είναι έτοιμοι να βγαίνουν έξω χωρίς εμένα...» Άπλωσε τα χέρια. «Θα σου ισοφαρίσω τον Πύργο σε λιγότερο από ένα χρόνο. Και κάθε άνδρας θα είναι ένα όπλο».
Ο Ραντ δίστασε. Ήταν ρίσκο να αφήσει τον Τάιμ να φύγει. Ο άνθρωπος ήταν υπερβολικά πολεμοχαρής. Τι θα έκανε αν έβρισκε μπροστά του μια Άες Σεντάι σε μια εξόρμηση για στρατολόγηση; Ίσως θα κρατούσε το λόγο του και θα της χάριζε τη ζωή, αλλά τι θα συνέβαινε αν εκείνη ανακάλυπτε ποιος ήταν; Αν τον θωράκιζε και τον αιχμαλώτιζε; Ο Ραντ δεν είχε περιθώριο για μια τέτοια απώλεια. Δεν μπορούσε και να εκπαιδεύει μαθητές και ταυτοχρόνως να κάνει ό,τι άλλο είχε να κάνει. Έξι χρόνια για να φτάσει τον Πύργο. Αν στο μεταξύ οι Άες Σεντάι δεν έβρισκαν πρώτες αυτό το μέρος για να το καταστρέψουν και να σκοτώσουν τους μαθητές πριν μάθουν αρκετά για να αμυνθούν. Ή λιγότερο από ένα χρόνο. Στο τέλος ένευσε. Η φωνή του Λουζ Θέριν ήταν ένα τρελό βουητό στο βάθος. «Θα πάρεις τα άλογα που ζήτησες».