Για την Εγκουέν, η άφιξη του Ραντ στην Καιρχίν έμοιαζε με τις λαμπρές επιδείξεις βεγγαλικών των Φωτοδοτών, για τις οποίες είχε ακούσει χωρίς να τις έχει δει ποτέ, με εκρήξεις σ’ ολόκληρη την πόλη. Οι κραδασμοί των αντίλαλων δεν είχαν τέλος.
Φυσικά, δεν ξαναπλησίασε το παλάτι, όμως οι Σοφές πήγαιναν καθημερινά να ψάξουν για παγίδες φτιαγμένες με σαϊντάρ, και της έλεγαν τι συνέβαινε. Οι ευγενείς, τόσο οι Δακρυνοί όσο κι οι Καιρχινοί, κοιτάζονταν μεταξύ τους με μάτια στενεμένα. Η Μπερελαίν έμοιαζε να έχει κλειστεί στην κρυψώνα της κι αρνιόταν να δει όσους δεν ήταν υποχρεωμένη να δει· ο Ρούαρκ, όπως φαινόταν, της είχε βάλει τις φωνές επειδή αμελούσε τα καθήκοντά της, αλλά μάταια. Ακόμα κι οι υπηρέτες τρόμαζαν όταν τους κοίταζες, αν κι ίσως γι’ αυτό να έφταιγαν οι Σοφές που έχωναν τη μύτη τους παντού.
Ούτε στις σκηνές ήταν καλύτερη η κατάσταση, τουλάχιστον μεταξύ των Σοφών. Οι υπόλοιποι Αελίτες ήταν σαν τον Ρούαρκ, ήρεμοι κι ατάραχοι. Η στάση τους έκανε την κυκλοθυμία των Σοφών ακόμα πιο έντονη συγκριτικά, λες και χρειαζόταν σύγκριση. Η Άμυς κι η Σορίλεα όταν επέστρεφαν από τις συναντήσεις τους με τον Ραντ μόνο που δεν ούρλιαζαν. Δεν έλεγαν γιατί, τουλάχιστον απ’ όσο είχε μάθει η Εγκουέν, όμως αυτή η εχθρότητα εξαπλωνόταν μεταξύ των Σοφών με την ταχύτητα της σκέψης και στο τέλος όλες προχωρούσαν με τις τρίχες ορθωμένες σαν γάτες έτοιμες να πέσουν με τα νύχια σε ό,τι έβρισκαν στο δρόμο τους. Οι μαθητευόμενες προχωρούσαν στις μύτες των ποδιών και μιλούσαν μαλακά, όμως έστω κι έτσι οι Σοφές τις μάλωναν για σφάλματα που άλλοτε θα περνούσαν απαρατήρητα, και τις τιμωρούσαν για άλλα για τα οποία άλλοτε απλώς θα τις μάλωναν.
Το γεγονός ότι εμφανίζονταν Σοφές του Σάιντο δεν βοηθούσε την κατάσταση. Ή, μάλλον, η Θεράβα κι η Έμερυς ήταν Σοφές, κι η τρίτη ήταν η ίδια η Σεβάνα, που σουλατσάριζε αυτάρεσκα με τη μπλούζα ανοιγμένη, συναγωνιζόμενη την Μπερελαίν, όσο δυνατά κι αν φυσούσε η σκόνη. Η Θεράβα κι η Έμερυς είχαν πει ότι η Σεβάνα ήταν Σοφή, και παρ’ όλο που η Σορίλεα μουρμούριζε, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τη δεχτούν ως τέτοια. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως είχαν έρθει να κατασκοπεύσουν, αλλά όταν το είχε επισημάνει, η Άμυς απλώς την κοίταξε. Προστατεύονταν από το έθιμο κι έτσι είχαν το ελεύθερο να τριγυρνούν στις σκηνές, και όλες οι Σοφές —ακόμα κι η Σορίλεα— τις καλωσόριζαν σαν να ήταν στενές φίλες ή πρωταδελφές. Πάντως, η παρουσία τους εκνεύριζε τους πάντες. Ειδικά την Εγκουέν. Η Σεβάνα, η γάτα με τον ξινό μορφασμό, ήξερε ποια ήταν και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει τη χαρά της όταν έστελνε την «κοντή μαθητευόμενη» να φέρει ένα ποτήρι νερό ή κάτι άλλο όποτε είχε την ευκαιρία. Επίσης, η Σεβάνα την περιεργαζόταν με ένα εξεταστικό βλέμμα. Η Εγκουέν την παρομοίαζε με κάποιον που κοίταζε ένα κοτόπουλο και σκεφτόταν πώς θα το μαγείρευε αφού το έκλεβε. Και το χειρότερο ήταν ότι οι Σοφές δεν της έλεγαν τι συζητούσαν· ήταν υπόθεση των Σοφών κι όχι των μαθητευόμενων. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που είχε φέρει το Σάιντο ήταν εκεί, τους ενδιέφερε η διάθεση των Σοφών· η Εγκουέν είχε δει αρκετές φορές τη Σεβάνα να χαμογελά, νομίζοντας πως ήταν απαρατήρητη, καθώς έβλεπε την Άμυς ή τη Μαλίντε ή την Κοσαίν να μονολογούν και να σιάζουν το επώμιο τους χωρίς να χρειάζεται. Φυσικά, κανένας δεν άκουγε την Εγκουέν. Είχε κάνει τόσα σχόλια για τις Σάιντο, που στο τέλος η ανταμοιβή της ήταν ότι την είχαν βάλει να σκάψει μια τρύπα «αρκετά μεγάλη για να μπορεί να σταθεί εκεί χωρίς να τη βλέπουν»· όταν βγήκε έξω, καταλερωμένη και γεμάτη χώματα, κι άρχισε να τη γεμίζει, η Σεβάνα ήταν εκεί και την παρακολουθούσε.
Δύο μέρες μετά την αναχώρηση του Ραντ, η Ήρον και κάποιες άλλες Σοφές έπεισαν τρεις Κόρες να δρασκελίσουν κρυφά ένα βράδυ τα τείχη του παλατιού της Άριλυν και να ερευνήσουν το μέρος, κι αυτό επιδείνωσε την κατάσταση. Εκείνες οι τρεις απέφυγαν τους φρουρούς του Γκάγουιν, αν και πιο δύσκολα απ’ όσο ανέμεναν, όμως οι Άες Σεντάι ήταν άλλο ζήτημα· ενώ ακόμα κατέβαιναν από τη στέγη σε μια σοφίτα, τις τύλιξε η Δύναμη και παρασύρθηκαν μέσα. Ευτυχώς, η Κόιρεν κι οι άλλες φάνηκαν να πιστεύουν ότι είχαν πάει εκεί για να κλέψουν, αν κι ίσως οι Κόρες να μην το θεωρούσαν ευτύχημα. Τις πέταξαν στο δρόμο, κι εκείνες δεν μπορούσαν σχεδόν να περπατήσουν από τις μελανιές, και πάλευαν να μη βάλουν τα κλάματα όταν έφτασαν πια στις σκηνές. Οι άλλες Σοφές άρχισαν να μιλούν με τη σειρά στην Ήρον και τις φίλες της, συνήθως κατ’ ιδίαν, αν κι η Σορίλεα φρόντισε επιδεικτικά να τις αποπάρει μπροστά σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Η Σεβάνα κι οι δύο συντρόφισσές της χλεύαζαν απροκάλυπτα την Ήρον και τις άλλες όποτε τις έβλεπαν, κι αναρωτιόνταν μεταξύ τους, με δυνατή φωνή, τι θα τους έκαναν οι Άες Σεντάι όταν το ανακάλυπταν. Ακόμα κι η Σορίλεα τις κοίταξε κατάπληκτη όταν το είχε ακούσει, αλλά καμία δεν είπε τίποτα, κι η Ήρον με τις φίλες της άρχισαν να περπατάνε στις μύτες των ποδιών όπως κι οι μαθητευόμενες. Οι μαθητευόμενες προσπαθούσαν να κρύβονται όταν δεν είχαν καθήκοντα να εκτελέσουν ή μαθήματα να παρακολουθήσουν. Ο εκνευρισμός έφτανε στο κατακόρυφο.
Με εξαίρεση την τρύπα που είχε αναγκαστεί να σκάψει, η Εγκουέν είχε καταφέρει να αποφύγει τα χειρότερα, αλλά μόνο επειδή δεν πολυζύγωνε τις σκηνές, κυρίως για να αποφεύγει τη Σεβάνα πριν της έρθει να δώσει ένα καλό μάθημα σ’ αυτή τη γυναίκα. Δεν είχε αμφιβολία για το πώς θα κατέληγε αυτή η κατάσταση· η Σεβάνα είχε γίνει αποδεκτή ως Σοφή, όσες γκριμάτσες κι αν έκαναν οι Σοφές όταν εκείνη δεν ήταν μπροστά. Η Άμυς κι η Μπάιρ μάλλον θα άφηναν τη Σεβάνα να ορίσει η ίδια την τιμωρία της Εγκουέν. Τουλάχιστον, δεν ήταν δύσκολο να αποφεύγει τις σκηνές. Μπορεί να ήταν μαθητευόμενη, όμως μόνο η Σορίλεα έκανε τον κόπο να της διδάξει τα χίλια πράγματα που έπρεπε να γνωρίζει μια Σοφή. Μέχρι τη στιγμή που η Άμυς κι η Μπάιρ θα της έδιναν την τελική έγκριση για να επιστρέψει στον Τελ’αράν’ριοντ, είχε συνήθως ελεύθερες τις μέρες και τις νύχτες, αρκεί να ξέφευγε όταν μάζευαν τη Σουράντα και τις άλλες για να πλύνουν πιάτα και να μαζέψουν κοπριά για τις φωτιές και τα λοιπά.
Δεν καταλάβαινε γιατί οι μέρες έμοιαζαν να περνούν τόσο αργά· ίσως έφταιγε το ότι περίμενε την Άμυς και την Μπάιρ. Ο Γκάγουιν ήταν κάθε μέρα στον Ψηλό. Η Εγκουέν συνήθισε σιγά-σιγά τους κοροϊδευτικούς μορφασμούς της πανδοχέως, αν και μια-δυο φορές τής είχε έρθει η διάθεση να την κλωτσήσει. Ίσως τρεις· όχι περισσότερες. Εκείνες οι ώρες περνούσαν σαν αστραπή. Μόλις καθόταν στα γόνατά του, ήταν ώρα να σιάξει τα μαλλιά της και να φύγει. Δεν τη φόβιζε πια το να κάθεται στα γόνατά του. Όχι ότι την είχε φοβίσει ποτέ αυτό, αλλά στο τέλος ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστο. Αν μερικές φορές σκεφτόταν τα πράγματα που δεν έπρεπε να κάνει, αν αυτές οι σκέψεις την έκαναν να κοκκινίζει, ο Γκάγουιν πάντα χάιδευε το πρόσωπό της με τα δάχτυλά του, όταν αυτή κοκκίνιζε, κι έλεγε το όνομά της με τρόπο που θα μπορούσε να το ακούει για όλη της τη ζωή. Του Γκάγουιν του ξέφευγαν λιγότερα πράγματα για το τι συνέβαινε με τις Άες Σεντάι απ’ όσα μάθαινε η Εγκουέν απ’ αλλού, και δεν την πολυένοιαζε.
Οι υπόλοιπες ώρες σέρνονταν αργά σαν να κολλούσαν στη λάσπη. Είχε τόσο λίγα να κάνει, που της φαινόταν ότι θα έσκαγε από τη σύγχυση. Οι Σοφές που φυλούσαν σκοπιά στο μέγαρο της Άριλυν δεν ανέφεραν παρουσία άλλων Άες Σεντάι. Έχοντας επιλεγεί μεταξύ εκείνων που μπορούσαν να διαβιβάσουν, οι παρατηρήτριες έλεγαν ότι οι Άες Σεντάι εντός χειρίζονταν ακόμα τη Δύναμη μέρα και νύχτα δίχως διακοπή, όμως η Εγκουέν δεν τολμούσε να πλησιάσει, κι αν είχε πλησιάσει, δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι έκαναν χωρίς να δει τις ροές. Αν οι Σοφές δεν ήταν τόσο ευέξαπτες, ίσως προσπαθούσε να περάσει τις ώρες της διαβάζοντας στη σκηνή της, όμως τη μία φορά που είχε αγγίξει βιβλίο χωρίς να είναι νύχτα με το φως της λάμπας, η Μπάιρ κάτι είχε μουρμουρίσει για τις κοπελίτσες που χαλούσαν τις μέρες τους ξαπλωμένες αργόσχολα, κι η Εγκουέν είχε ψιθυρίσει ότι είχε ξεχάσει κάτι κι είχε βγει γοργά από τη σκηνή πριν της βρουν κάτι πιο χρήσιμο να κάνει. Ακόμα και μια λιγόλεπτη συζήτηση με κάποια άλλα μαθητευόμενη θα ήταν επικίνδυνη. Είχε κοντοσταθεί για να μιλήσει με τη Σουράντα, η οποία κρυβόταν στη σκιά μιας σκηνής που ανήκε σε κάποια Σκυλιά της Πέτρας, και το αποτέλεσμα ήταν να τη βρει η Σορίλεα και να τη βάλει να κάνει μπουγάδα όλο το απόγευμα. Ίσως να ήταν ευχάριστες μερικές αγγαρείες, μόνο και μόνο για να έχει κάτι να κάνει, αλλά η Σορίλεα είχε εξετάσει τα πεντακάθαρα πλυμένα ρούχα που κρέμονταν μέσα στη σκηνή για να μην τα λερώσει η πανταχού παρούσα σκόνη, είχε ξεφυσήσει, κι είχε πει στις κοπέλες να τα ξαναπλύνουν. Δυο φορές τις είχε βάλει να το ξανακάνουν! Η Σεβάνα πάλι είχε έρθει να παρακολουθήσει λιγάκι.
Όταν ήταν στην πόλη, η Εγκουέν όλο κοιτούσε πάνω από τον ώμο της, αλλά την τρίτη μέρα προχώρησε στο μόλο προσεκτικά σαν ποντίκι που έκλεβε από γάτα. Ένας σταφιδιασμένος γέρος με μια στενή βάρκα είχε ξύσει τα μαλλιά του που αραίωναν κι είχε απαιτήσει ένα ασημένιο μάρκο για να την πάει στους Θαλασσινούς. Όλα ήταν πανάκριβα, αλλά αυτό ήταν εξωφρενικό. Η Εγκουέν τον κάρφωσε μ’ ένα ήρεμο βλέμμα, του είπε ότι θα του έδινε μια ασημένια πένα —και πάλι πολύ ήταν — κι ευχήθηκε με το παζάρεμα να μην κατέληγε να χάσει ολόκληρο το πουγκί της. Όλοι έτρεμαν και κοίταζαν με δέος τους Αελίτες, αλλά όταν ήταν ώρα για παζάρια, ξεχνούσαν και καντιν’σόρ και λόγχες και πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Εκείνος άνοιξε το φαφούτικο στόμα του, το έκλεισε, την κοίταξε καλά, κι ύστερα μουρμούρισε κάτι μασημένο και της είπε προς έκπληξη της ότι του έκλεβε το ψωμί από το στόμα.
«Έμπα μέσα», της είπε γκρινιάρικα. «Έμπα μέσα. Δεν θα χαλαλίσω όλη τη μέρα για ψίχουλα. Έρχεσαι και φοβερίζεις τον άλλο. Του κλέβεις το ψωμί». Συνέχισε τον ίδιο σκοπό ακόμα κι όταν άρχισε να δουλεύει τα κουπιά κι είχε βγάλει τη βαρκούλα στα πλατιά νερά του Αλγκουένυα.
Η Εγκουέν δεν ήξερε αν ο Ραντ είχε συναντήσει την Κυρά των Κυμάτων, ευχόταν όμως να την είχε συναντήσει. Σύμφωνα με την Ηλαίην, ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν ο Κοραμούρ των Θαλασσινών, ο Εκλεκτός, κι η εμφάνισή του αρκούσε για να τους κάνει να τρέχουν στο κάθε του θέλημα. Ο Ραντ αυτό ήδη το έβρισκε σε άλλους σε υπερβολικό βαθμό. Πάντως δεν ήταν ο Ραντ που την είχε στείλει εκεί πέρα παρέα με τον γκρινιάρη βαρκάρη. Η Ηλαίην είχε συναντήσει μερικούς Άθα’αν Μιέρε, είχε ταξιδέψει μ’ ένα πλοίο τους κι έλεγε ότι οι Θαλασσινές Ανεμοσκόποι μπορούσαν να διαβιβάζουν. Ήταν ένα καλά φυλαγμένο μυστικό των Άθα’αν Μιέρε, αλλά οι Ανεμοσκόποι στο πλοίο της Ηλαίην ήταν πρόθυμες με το παραπάνω να μοιραστούν μαζί της τις γνώσεις τους, όταν το μυστικό τους είχε αποκαλυφθεί. Οι Θαλασσινές Ανεμοσκόποι ήξεραν τον καιρό. Η Ηλαίην ισχυριζόταν ότι ήξεραν περισσότερα για τον καιρό απ’ όσα οι Άες Σεντάι. Είχε πει ότι η Ανεμοσκόπος στο πλοίο της δούλευε με πελώριες ροές, για να προκαλεί ευνοϊκούς ανέμους. Η Εγκουέν δεν είχε ιδέα πόσα απ’ αυτά ήταν αλήθεια και πόσα οφείλονταν στον ενθουσιασμό, όμως το να μάθει κάτι για τον καιρό θα ήταν προτιμότερο από το να κάθεται αργόσχολα και να αναρωτιέται αν θα ήταν προτιμότερο να την έπιανε η Νεσούνε παρά οι Σοφές κι η Σεβάνα. Μ’ όσα ήξερε τώρα, δεν θα μπορούσε να φέρει βροχή, ακόμα κι αν ο ουρανός ήταν μελανός κι έτοιμος να πετάξει αστραπές. Προς το παρόν, φυσικά, ο ήλιος έκαιγε χρυσός σε έναν ανέφελο ουρανό κι η κάψα έκανε τον αέρα να τρεμουλιάζει πάνω από τα σκοτεινά νερά. Τουλάχιστον, η σκόνη δεν έφτανε μακριά στο ποτάμι.
Όταν τελικά ο βαρκάρης μάζεψε τα κουπιά κι άφησε το μικρό σκάφος να πλησιάσει μαλακά το πλοίο, η Εγκουέν σηκώθηκε όρθια, αγνοώντας τη μουρμούρα του ότι θα έπεφταν κι οι δυο στο νερό. «Γεια σας!» φώναξε. «Γεια σας; Μπορώ να έρθω στο πλοίο;»
Είχε βρεθεί σε αρκετά ποταμόπλοια και καμάρωνε ότι ήξερε τους κατάλληλους όρους —οι ναυτικοί ήταν εύθικτοι στο θέμα των σωστών λέξεων— αλλά αυτό το σκάφος ήταν πέρα από τις εμπειρίες της. Είχε δει μερικά μακρύτερα ποταμίσια σκάφη, αλλά κανένα τόσο ψηλό. Κάποιοι του πληρώματος ήταν στα ξάρτια, άλλοι ανηφόριζαν τα γερτά κατάρτια, μελαψοί άνδρες γυμνοί από τη μέση και πάνω, ξυπόλητοι, με φαρδιά, πολύχρωμα παντελόνια που τα κρατούσαν ανοιχτόχρωμες κορδέλες, μελαψές γυναίκες με πολύχρωμες μπλούζες.
Η Εγκουέν ήταν έτοιμη να ξαναφωνάξει, πιο δυνατά, όταν μια σχοινόσκαλα ξετυλίχτηκε και κατηφόρισε το πλαϊνό του πλοίου. Δεν ακούστηκε κάποια απάντηση από το κατάστρωμα, όμως αυτό έμοιαζε με πρόσκληση. Η Εγκουέν ανέβηκε. Ήταν δύσκολο —όχι το ανέβασμα, αλλά το να κρατά τα φουστάνια της κοντά· καταλάβαινε γιατί οι Θαλασσινές φορούσαν παντελόνια— όμως τελικά έφτασε στην κουπαστή.
Αμέσως το βλέμμα της έπεσε σε μια γυναίκα που ήταν μια απλωσιά πιο πέρα στο κατάστρωμα. Η μπλούζα και το παντελόνι της ήταν από γαλάζιο μετάξι, με μια πιο σκούρα μπλε κορδέλα. Φορούσε τρεις δουλεμένους χρυσούς κρίκους σε κάθε αυτί και μια ψιλή αλυσιδίτσα απ’ όπου κρέμονταν μικρές λαμπυριστές πλακέτες, η οποία κατέληγε σε έναν κρίκο στη μύτη της. Η Ηλαίην της το είχε περιγράψει αυτό, και μάλιστα της το είχε δείξει χρησιμοποιώντας τον Τελ’αράν’ριοντ, αλλά η Εγκουέν μόρφασε τώρα που το έβλεπε στ’ αλήθεια. Υπήρχε, όμως, και κάτι άλλο. Ένιωθε την ικανότητα της διαβίβασης. Είχε βρει την Ανεμοσκόπο.
Άνοιξε το στόμα κι ένα μελαψό χέρι πέρασε αστραπιαία μπροστά από τα μάτια της με ένα μαχαίρι που γυάλιζε. Πριν προλάβει να τσιρίξει, η λεπίδα έκοψε τα σχοινιά της σκάλας. Ακόμα πιασμένη από το άχρηστο κατασκεύασμα, γκρεμίστηκε στη θάλασσα.
Τότε τσίριξε —για μια στιγμούλα μόνο, πριν πέσει στο ποτάμι με τα πόδια και βυθιστεί βαθιά. Το νερό μπήκε στο ανοιχτό στόμα της, πνίγοντας την κραυγή της· της φάνηκε ότι είχε καταπιεί το μισό ποτάμι. Πάλεψε μανιασμένα να ξεμπλέξει τα φουστάνια που είχαν κλείσει γύρω από το κεφάλι της κι άφησε τη σχοινόσκαλα. Δεν ήταν πανικοβλημένη. Όχι. Πόσο βαθιά είχε μπει; Ολόγυρά της επικρατούσε ένα λασπερό σκοτάδι. Προς τα πού ήταν η επιφάνεια; Σιδερένια μπράτσα έσφιξαν το στήθος της, αλλά αυτή έβγαλε την ανάσα της από τη μύτη και παρακολούθησε τις φυσαλίδες να ξεχύνονται όπως της φάνηκε προς τα κάτω κι αριστερά. Στριφογύρισε και κολύμπησε προς την επιφάνεια. Πόσο μακριά ήταν; Τα πνευμόνια της έκαιγαν.
Το κεφάλι της βγήκε στο φως της μέρας, και ρούφηξε αέρα βήχοντας. Προς έκπληξή της, ο βαρκάρης άπλωσε το χέρι και την ανέβασε στη βάρκα σιγά-σιγά, μουρμουρίζοντάς της να πάψει να σφαδάζει πριν αναποδογυρίσει τη βάρκα, προσθέτοντας ότι οι Θαλασσινοί ήταν εύθικτος λαός. Ο άνθρωπος ξανάγειρε για να πιάσει το επώμιο της πριν βυθιστεί ξανά. Εκείνη το άρπαξε από τα χέρια του, κι αυτός έκανε φοβισμένα πίσω, σαν να είχε πιστέψει ότι θα τον χτυπούσε μ’ αυτό. Η φούστα της κρεμόταν βαριά, η μπλούζα και το μισοφόρι της κολλούσαν πάνω της· η μαντίλα της έγερνε λοξά στο μέτωπό της. Μια λιμνούλα σχηματίστηκε στον πάτο της βάρκας κάτω από τα πόδια της.
Η βάρκα είχε απομακρυνθεί περίπου είκοσι βήματα από το πλοίο. Τώρα η Ανεμοσκόπος βρισκόταν στην κουπαστή, μαζί με άλλες δύο γυναίκες, που η μια φορούσε απλά πράσινα μεταξωτά κι η άλλη κόκκινα μπροκάρ, δουλεμένα με χρυσή κλωστή. Τα σκουλαρίκια κι οι κρίκοι στη μύτη κι οι αλυσίδες αστραφτοβολούσαν στον ήλιο.
«Σου αρνούμαστε το δώρο του ταξιδιού», κραύγασε η πράσινο ντυμένη, κι η άλλη με τα κόκκινα φώναξε, «Πες να ακούσει, οι μεταμφιέσεις δεν μας ξεγελούν. Δεν μας φοβίζετε. Αρνιόμαστε σε όλους σας το δώρο του ταξιδιού».
Ο ρυτιδιασμένος βαρκάρης έπιασε τα κουπιά, όμως η Εγκουέν έδειξε με το δάχτυλο της τη στενή μύτη του. «Κάτσε εκεί που είσαι». Εκείνος σταμάτησε. Την είχαν πετάξει στη θάλασσα. Δεν είχαν πει ούτε λέξη απλής ευγένειας.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, αγκάλιασε το σαϊντάρ και διαβίβασε τέσσερις ροές πριν προλάβει να αντιδράσει η Ανεμοσκόπος. Ήξερε τον καιρό, λοιπόν; Ήξερε, όμως, να διαιρέσει τις ροές της στα τέσσερα; Δεν ήταν πολλές οι Άες Σεντάι που το μπορούσαν. Η μια ροή ήταν Πνεύμα, μια ασπίδα την οποία άπλωσε στην Ανεμοσκόπος για να την εμποδίσει να αναμιχθεί. Αν ήξερε πώς να το κάνει. Οι άλλες τρεις ροές ήταν Αέρας, υφασμένες ντελικάτα γύρω από κάθε γυναίκα, αιχμαλωτίζοντας τα χέρια στα πλευρά τους. Δεν ήταν πολύ δύσκολο να τις σηκώσει, μα δεν ήταν κι εύκολο.
Αναταραχή επικράτησε στο πλοίο, καθώς οι γυναίκες υψώνονταν στον αέρα κι έβγαιναν πάνω από το ποτάμι. Η Εγκουέν άκουσε τον βαρκάρη να βογκά. Δεν την ενδιέφερε αυτός. Οι τρεις Θαλασσινές δεν τίναζαν καν τα πόδια τους. Τις σήκωσε με κόπο πιο ψηλά, κάπου δέκα με δώδεκα βήματα πιο ψηλά από την επιφάνεια· όσο κι αν έβαζε τα δυνατά της, αυτό έμοιαζε να είναι το όριο της. Εντάξει, δεν θέλεις να τους κάνεις μεγάλη ζημιά, σκέφτηκε, κι άφησε τις υφάνσεις. Τώρα θα τσιρίξουν.
Οι Θαλασσινές μαζεύτηκαν σχηματίζοντας μπάλα με τα κορμιά τους μόλις άρχισαν να πέφτουν, στριφογύρισαν, ίσιωσαν με τα χέρια απλωμένα μπροστά. Μπήκαν στο νερό με μικρό παφλασμό. Μερικές στιγμές μετά, τρία μελαχρινά κεφάλια ξεπρόβαλαν από τα νερά κι οι γυναίκες άρχισαν να κολυμπούν γοργά προς το πλοίο.
Η Εγκουέν έκλεισε το στόμα της. Αν τις πιάσω από τους αστραγάλους και τις βουτήξω με το κεφάλι, θα... Μα τι σκεφτόταν; Ότι αναγκαστικά θα ούρλιαζαν, επειδή είχε ουρλιάξει κι η ίδια; Δεν ήταν πιο μουσκεμένη απ’ αυτές. Σαν βρεγμένη γάτα πρέπει να ’μαι! Διαβίβασε με προσοχή —όταν δούλευες στον εαυτό σου, πάντα έπρεπε να προσέχεις· δεν έβλεπες καθαρά τις ροές— και το νερό κύλησε από πάνω της, βγήκε από τα ρούχα της. Η λιμνούλα ήταν αρκετά μεγάλη.
Ο βαρκάρης που την κοίταζε καθηλωμένος, με το στόμα ορθάνοιχτο και τα μάτια γουρλωμένα, την έκανε να καταλάβει τι είχε κάνει. Είχε διαβιβάσει, καταμεσής στο ποτάμι, χωρίς τίποτα να την κρύβει από κάποια Άες Σεντάι που ίσως είχε τύχει να κοιτάζει εκεί. Παρά τον ήλιο, ένιωσε ξαφνικά μια παγωνιά να της τρυπά το μεδούλι.
«Τώρα μπορείς να με βγάλεις έξω». Δεν ήξερε ποιος ήταν στο μόλο· από αυτή την απόσταση, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει άνδρα από γυναίκα. «Όχι στην πόλη. Στην όχθη». Ο άλλος έπιασε να κάνει κουπί, τόσο δυνατά που η Εγκουέν παραλίγο θα έπεφτε κάτω.
Την πήγε σε ένα σημείο που η όχθη ήταν γεμάτη με λείες πέτρες μεγάλες όσο το κεφάλι της. Δεν φαινόταν κανείς, όμως αυτή πήδηξε μόλις η βάρκα άγγιξε μ’ ένα τρίξιμο τα βράχια, ανασήκωσε τα φουστάνια της κι όρμηξε στην κεκλιμένη όχθη τρέχοντας με ρυθμό τον οποίο διατήρησε ώσπου έφτασε στη σκηνή της, όπου σωριάστηκε κάτω, λαχανιασμένη, κάθιδρη. Δεν ξαναπλησίασε την πόλη. Παρά μόνο για να συναντήσει τον Γκάγουιν, φυσικά.
Οι μέρες περνούσαν κι ο σχεδόν ακατάπαυστος πια άνεμος έφερνε κύματα σκόνης και λέρας μέρα-νύχτα. Την πέμπτη βραδιά, η Μπάιρ συνόδευσε την Εγκουέν στον Κόσμο των Ονείρων, σε μια βιαστική εξόρμηση εν είδει δοκιμής, μια βόλτα στο μέρος του Τελ’αράν’ριοντ που ήξερε καλύτερα η Μπάιρ, την Ερημιά του Άελ, μια καμένη, τραχιά γη που έκανε ακόμα και την Καιρχίν που τη μάστιζε η ξηρασία να φαντάζει χλοερή κι όμορφη. Ένα βιαστικό ταξιδάκι, κι ύστερα η Μπάιρ κι η Άμυς ήρθαν να την ξυπνήσουν για να δουν αν. υπήρχαν παρενέργειες. Δεν υπήρχαν. Όσο κι αν την έβαλαν να τρέχει και να πηδά, όσες φορές κι αν κοίταξαν τα μάτια της κι αφουγκράστηκαν την καρδιά της, σ’ αυτό συμφωνούσαν, αλλά παρά τη συμφωνία τους, την επόμενη βραδιά η Άμυς την πήρε για άλλο ένα σύντομο ταξιδάκι στην Ερημιά, που την ακολούθησε άλλη μια εξέταση, μετά την οποία η Εγκουέν με χαρά σύρθηκε στο κρεβατάκι της και βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο.
Τις δύο εκείνες νύχτες δεν ξαναγύρισε στον Κόσμο των Ονείρων, αλλά αυτό οφειλόταν κυρίως στην εξάντληση. Πιο πριν, έλεγε στον εαυτό της κάθε βράδυ ότι έπρεπε να σταματήσει —θα ήταν αστείο αν την έπιαναν να παραβιάζει τους περιορισμούς που της είχαν θέσει τη στιγμή που ήταν έτοιμες να τους σταματήσουν— αλλά κάπως γινόταν και συνεχώς έκρινε ότι ένα ταξιδάκι δεν θα πείραζε, αρκεί να ήταν αρκετά σύντομο για να μειωθεί ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί. Κάτι που απέφευγε ήταν το μέρος μεταξύ του Τελ’αράν’ριοντ και του ξυπνητού κόσμου, το μέρος όπου αιωρούνταν τα όνειρα. Το απέφευγε πολύ περισσότερο από τότε που είχε πιάσει τον εαυτό της να σκέφτεται ότι αν πρόσεχε, θα μπορούσε να κοιτάξει τα όνειρα του Γκάγουιν χωρίς να παρασυρθεί μέσα τους, κι ότι, ακόμα κι αν παρασυρόταν εκεί, στο κάτω-κάτω θα ήταν απλώς ένα όνειρο. Υπενθύμισε αυστηρά στον εαυτό της ότι ήταν μια μεγάλη γυναίκα, όχι κανένα χαζοκόριτσο. Χαιρόταν που δεν ήξερε κανείς άλλος σε τι κουβάρι είχε μετατρέψει τις σκέψεις της ο Γκάγουιν. Η Άμυς κι η Μπάιρ θα γελούσαν μέχρι δακρύων.
Την έβδομη νύχτα, ετοιμάστηκε προσεκτικά για να πέσει στο κρεβάτι, βάζοντας καθαρή νυχτικιά και βουρτσίζοντας τα μαλλιά της τόσο που έλαμπαν. Όλα αυτά ήταν άχρηστα για τον Τελ’αράν’ριοντ, όμως έτσι ξεχνούσε για λίγο το στομάχι της που ανακατευόταν. Απόψε θα περίμεναν Άες Σεντάι στην Καρδιά της Πέτρας, όχι η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Κανονικά, αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα, εκτός αν... Η φιλντισένια βούρτσα πάγωσε στα μισά της κίνησης της. Εκτός αν κάποια από τις Άες Σεντάι αποκάλυπτε ότι ήταν μονάχα Αποδεχθείσα. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί αυτό νωρίτερα; Μα το Φως, ευχόταν να μπορούσε να μιλήσει με τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο, κι ήταν σίγουρη ότι το όνειρο εκείνο στο οποίο έσπαζε πράγματα, σήμαινε ότι κάτι θα πήγαινε πολύ άσχημα αν δεν μιλούσε μαζί τους.
Μασώντας το χείλος της, σκέφτηκε να πάει στην Άμυς και να της πει ότι δεν ένιωθε καλά. Όχι κάτι σοβαρό, απλώς ένα πονεμένο στομαχάκι, αλλά δεν νόμιζε ότι μπορούσε να επισκεφθεί το όνειρο απόψε. Είχαν κανονίσει να ξαναρχίσει τα μαθήματα μετά από την αποψινή συνάντηση, αλλά... Άλλο ένα ψέμα, άσε που ήταν κι επίδειξη δειλίας. Δεν μπορούσαν να είναι όλοι γενναίοι, όμως η δειλία ήταν αξιοκαταφρόνητη. Ό,τι κι αν συνέβαινε απόψε, θα ανάγκαζε τον εαυτό της να το αντιμετωπίσει, τελεία και παύλα.
Στο τέλος άφησε κατά μέρος τη βούρτσα, φύσηξε τη λάμπα για να σβήσει και χώθηκε στο κρεβατάκι της. Ήταν τόσο κουρασμένη που δεν δυσκολεύτηκε να αποκοιμηθεί, αν και τώρα ήξερε πώς να κοιμηθεί ανά πάσα στιγμή, αν ήταν ανάγκη, και μπορούσε επίσης να μπει σε μια ελαφριά ύπνωση όπου μπορούσε να βρίσκεται στον Κόσμο των Ονείρων και ταυτοχρόνως να μιλά —να μουρμουρίζει, καλύτερα— σε κάποιον που περίμενε πλάι στο κορμί της. Τελευταία πριν την πιάσει ο ύπνος, συνειδητοποίησε κάτι που την ξάφνιασε. Δεν ένιωθε πια ανακατεμένο το στομάχι της.
Στεκόταν σε ένα μεγάλο θολωτό θάλαμο με ένα δάσος από χοντρές κολόνες από γυαλισμένη κοκκινόπετρα. Ήταν η Καρδιά της Πέτρας, στην Πέτρα του Δακρύου. Επίχρυσες λάμπες κρέμονταν ψηλά από αλυσίδες. Ήταν σβησμένες, μα φυσικά υπήρχε φως, το οποίο αναδιδόταν από παντού και πουθενά. Η Άμυς κι η Μπάιρ ήταν ήδη εκεί και δεν έδειχναν διαφορετικές απ’ ό,τι το πρωί, μόνο που όλα τα μενταγιόν και τα βραχιόλια τους έλαμπαν πιο πολύ κι από το χρυσάφι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και φαίνονταν ενοχλημένες. Η Εγκουέν έπιασε μερικές σκόρπιες λέξεις, αλλά δυο απ’ αυτές ήταν «Ραντ αλ’Θόρ».
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε το λευκό φόρεμα με τις ρίγες στον ποδόγυρο που φορούσαν οι Αποδεχθείσες. Μόλις το κατάλαβε, το φόρεμα έγινε το ρούχο των Σοφών, δίχως κοσμήματα. Της φάνηκε ότι οι άλλες δεν το είχαν προσέξει κι ότι δεν θα ήξεραν τι σήμαινε ακόμα κι αν το είχαν προσέξει. Υπήρχαν φορές που με την υποταγή έχανες λιγότερο τζι κι αποκτούσες λιγότερο τοχ απ’ όσο η αντίθετη λύση, αλλά οι Αελίτες δεν θα το σκέφτονταν καν αν πρώτα δεν προσπαθούσαν να πολεμήσουν.
«Άργησαν πάλι», είπε σαρκαστικά η Άμυς, βγαίνοντας στον ανοιχτό χώρο κάτω από τον λαμπρό θόλο του θαλάμου. Χωμένο στις πλάκες του δαπέδου, υπήρχε ένα σπαθί φτιαγμένο από κρύσταλλο, το Καλαντόρ της προφητείας, ένα αρσενικό σα’ανγκριάλ από τα ισχυρότερα που είχαν φτιαχτεί ποτέ. Ο Ραντ το είχε βάλει εκεί για να τον θυμούνται οι Δακρυνοί, λες κι υπήρχε περίπτωση να τον ξεχάσουν, όμως η Άμυς δεν του έριξε παρά μόνο μια φευγαλέα ματιά. Για τους άλλους, μπορεί το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί να ήταν σύμβολο του Αναγεννημένου Δράκοντα· γι’ αυτήν, ήταν κάτι που αφορούσε τους υδρόβιους. «Ας ελπίσουμε να μην υποκριθούν πάλι ότι αυτές τα ξέρουν όλα κι εμείς τίποτα. Την τελευταία φορά είχαν βελτιωθεί».
Το περιφρονητικό ρουθούνισμα της Μπάιρ θα ξάφνιαζε τη Σορίλεα. «Δεν θα βελτιωθούν ποτέ. Το ελάχιστο που οφείλουν να κάνουν είναι να έρχονται εκεί που είχαν πει ότι θα είναι, την ώρα που είχαν πει ότι—» Σταμάτησε να μιλά, καθώς επτά γυναίκες εμφανίζονταν ξαφνικά στην άλλη μεριά του Καλαντόρ.
Η Εγκουέν τις αναγνώρισε, όπως και τη νεαρή γυναίκα με τα αποφασισμένα, γαλανά μάτια που είχε δει κι άλλοτε στον Τελ’αράν’ριοντ. Ποια ήταν; Η Άμυς κι η Μπάιρ μιλούσαν για τις άλλες —συνήθως με σαρκαστικό τόνο— αλλά όχι γι’ αυτήν. Φορούσε επώμιο με γαλάζια κρόσσια· όλες φορούσαν τα επώμιά τους. Τα φορέματα άλλαζαν χρώμα και στυλ κάθε στιγμή, όμως τα επώμια δεν τρεμούλιαζαν ποτέ.
Το βλέμμα των Άες Σεντάι καρφώθηκε αμέσως στην Εγκουέν. Οι Σοφές ήταν σαν να μην υπήρχαν.
«Εγκουέν αλ’Βέρ», είπε η Σέριαμ με τυπικότητα, «καλείσαι να παρουσιαστείς ενώπιον της Αίθουσας του Πύργου». Τα γερτά πράσινα μάτια της έλαμπαν από κάποιο κρυμμένο συναίσθημα. Την Εγκουέν την έπιασε ναυτία· ήξεραν ότι παρίστανε πως ήταν πλήρης αδελφή.
«Μη ρωτήσεις γιατί καλείσαι», είπε η Καρλίνυα ακριβώς μετά τη Σέριαμ, ενώ η παγωμένη φωνή της έκανε ακόμα πιο σκληρή την τυπικότητα. «Σου πρέπει να απαντήσεις, όχι να ρωτάς». Για κάποιο λόγο, είχε κόψει τα μαλλιά της κοντά· ήταν από τις ασήμαντες λεπτομέρειες που κυριαρχούσαν στις σκέψεις της Εγκουέν. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι σήμαιναν όλα αυτά. Οι τελετουργικές φράσεις προχωρούσαν με τον επιβλητικό ρυθμό τους. Η Άμυς κι η Μπάιρ έσιαξαν τα επώμιά τους κι έσμιξαν τα φρύδια, ενώ η ενόχλησή τους μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε ανησυχία.
«Μην καθυστερήσεις να έρθεις». Η Εγκουέν πάντα θεωρούσε την Ανάγια καλοσυνάτη, όμως η γυναίκα με το σκληρό πρόσωπο μιλούσε αποφασιστικά όπως η Καρλίνυα, κι η τυπικότητά της δεν έκρυβε περισσότερη θέρμη. «Οφείλεις να υπακούσεις επειγόντως».
Και οι τρεις μίλησαν εν χορώ. «Οφείλεις να φοβηθείς το κάλεσμα της Αίθουσας. Οφείλεις να υπακούσεις γοργά και ταπεινά, χωρίς ερωτήσεις. Καλείσαι να γονατίσεις ενώπιον της Αίθουσας του Πύργου και να δεχθείς την κρίση της».
Η Εγκουέν συγκράτησε την αναπνοή της, τουλάχιστον για να μην αρχίσει να λαχανιάζει. Ποια ήταν η τιμωρία για την πράξη της; Υποψιαζόταν πως δεν θα ήταν μικρή, για να χρειάζεται τέτοια τελετουργία. Όλες την κοίταζαν. Προσπάθησε να διακρίνει τι έκρυβαν τα πρόσωπα των Άες Σεντάι. Τα έξι έδειχναν αγέραστη γαλήνη, κι ίσως ένα ίχνος έντασης στα μάτια. Η νεαρή Γαλάζια είχε την ψυχραιμία και την ηρεμία κάποιας που ήταν Άες Σεντάι εδώ και χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να κρύψει ένα μειδίαμα ικανοποίησης.
Έμοιαζαν να περιμένουν για κάτι. «Θα έρθω το συντομότερο δυνατόν», είπε. Μπορεί να είχε αναγούλα στο στομάχι, όμως στη φωνή ήταν αντάξιά τους. Δεν θα έδειχνε δειλία. Θα γινόταν Άες Σεντάι. Αν της το επέτρεπαν, ύστερα απ’ αυτό. «Δεν ξέρω, όμως, πόσο σύντομα. Είναι μακρύς ο δρόμος και δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται το Σαλιντάρ. Μόνο ότι είναι κάπου κοντά στον ποταμό Έλνταρ».
Η Σέριαμ αντάλλαξε ματιές με τις άλλες. Το φόρεμά της από ανοιχτογάλανο μετάξι έγινε σκούρο γκρίζο, με σχιστή φούστα ιππασίας. «Είμαστε σίγουρες ότι υπάρχει τρόπος να γίνει το ταξίδι γρήγορα. Αν βοηθήσουν οι Σοφές. Η Σιουάν είναι σίγουρη ότι θα χρειαστείς το πολύ μια-δυο μέρες αν μπεις εν σώματι στον Τελ’αράν’ριοντ—»
«Όχι», είπε κοφτά τη Μπάιρ, την ίδια στιγμή που η Άμυς έλεγε, «Δεν θα της διδάξουμε τέτοια πράγματα. Το είχαν χρησιμοποιήσει για το κακό, είναι κακό κι αυτοί που το κάνουν χάνουν ένα κομμάτι του εαυτού τους».
«Δεν μπορείτε να είστε σίγουρες γι’ αυτό», είπε υπομονετικά η Μπεόνιν, «μιας κι όπως φαίνεται καμία σας δεν το έχει κάνει ποτέ. Αλλά αν ξέρετε γι’ αυτό, θα έχετε κάποια ιδέα για το πώς γίνεται. Ίσως μπορέσουμε να βρούμε αυτά που δεν ξέρετε».
Ήταν λάθος αυτός ο υπομονετικός τόνος. Η Άμυς έσιαξε το επώμιο της και στάθηκε με το κορμί ακόμα πιο στητό απ’ όσο συνήθως. Η Μπάιρ έφερε τις γροθιές στους γοφούς της με μια άγρια ματιά και το στόμα μισάνοιχτο να δείχνει δόντια. Σε ελάχιστες στιγμές θα ξεσπούσε η έκρηξη την οποία είχαν υπαινιχθεί οι Σοφές. Θα έδιναν σ’ αυτές τις Άες Σεντάι μερικά μαθήματα για το τι μπορούσες να κάνεις στον Τελ’αράν’ριοντ, δείχνοντάς τους πόσο λίγα ήξεραν. Η Άες Σεντάι στάθηκαν μπροστά τους γαλήνιες, όλο αυτοπεποίθηση. Τα επώμιά τους ήταν σταθερά, όμως τα φορέματα τους τρεμόπαιζαν γοργά σαν το καρδιοχτύπι της Εγκουέν. Μόνο τα ρούχα της νεαρής Γαλάζιας έδειχναν να αντέχουν, κι είχαν αλλάξει μόνο μια φορά μέσα σ’ αυτή την ατέλειωτη σιωπή.
Η Εγκουέν έπρεπε να δώσει ένα τέλος. Έπρεπε να πάει στο Σαλιντάρ και σίγουρα δεν θα της έβγαινε σε καλό αν πήγαινε ως μάρτυρας της ταπείνωσης αυτών των Άες Σεντάι. «Ξέρω πώς. Νομίζω ότι ξέρω. Είμαι διατεθειμένη να δοκιμάσω». Στο κάτω-κάτω, αν δεν πετύχαινε, μπορούσε να πάει καβάλα. «Αλλά πρέπει να ξέρω πού. Με περισσότερες λεπτομέρειες».
Η Άμυς κι η Μπάιρ άφησαν τις Άες Σεντάι κι έστρεψαν την προσοχή τους πάνω της. Ούτε ακόμα κι η Καρλίνυα δεν θα μπορούσε να την κοιτάξει με τόσο παγωμένο βλέμμα, ούτε κι η Μόρβριν. Η καρδιά της Εγκουέν πετάρισε.
Η Σέριαμ αμέσως άρχισε να δίνει οδηγίες —τόσα μίλια δυτικά αυτού του χωριού, τόσες λεύγες νοτίως εκείνου— αλλά η νεαρή Γαλάζια ξερόβηξε κι είπε, «Ίσως αυτό να βοηθήσει περισσότερο». Η φωνή ήταν γνώριμη, όμως η Εγκουέν δεν μπορούσε να τη συνδυάσει με το πρόσωπο.
Μπορεί να μην είχε πολύ καλύτερο έλεγχο των ρούχων της από τις άλλες —το μαλακό πράσινο μετάξι έγινε βαθυγάλανο καθώς μιλούσε, ο ψηλός, κεντητός γιακάς έγινε δαντελένια φραίζα κατά τη μόδα των Δακρυνών, ένα καπέλο γεμάτο πέρλες εμφανίστηκε στο κεφάλι της— αλλά κάτι ήξερε από τον Τελ’αράν’ριοντ. Ξαφνικά, εκεί παραδίπλα εμφανίστηκε ένας μεγάλος χάρτης κρεμασμένος στον αέρα, με μια λαμπερή κόκκινη κουκίδα σε μια άκρη που έγραφε «Καιρχίν» με μεγάλα γράμματα και μια ακόμα στην άλλη άκρη που έγραφε «Σαλιντάρ». Ο χάρτης απλώθηκε κι άλλαξε· ξαφνικά, τα βουνά δεν ήταν μόνο γραμμές, αλλά υψώθηκαν, τα δάση απέκτησαν πράσινες και καφετιές αποχρώσεις, τα ποτάμια λαμπύρισαν σαν γαλάζιο νερό στο φως του ήλιου. Μεγάλωσε, ώσπου σχημάτισε τοίχο ο οποίος έκρυψε μια ολόκληρη πλευρά της Καρδιάς. Ήταν σαν να κοίταζες τον κόσμο από ψηλά.
Ακόμα κι οι Σοφές εντυπωσιάστηκαν τόσο που δεν έδειξαν τη δυσαρέσκεια τους, τουλάχιστον μέχρι που η Δακρυνή εσθήτα της γυναίκας έγινε κίτρινο μετάξι με ασημοστόλιστο λαιμό. Η νεαρή, όμως, δεν έδινε σημασία σ’ αυτές. Για κάποιο λόγο, κοίταζε υπεροπτικά τις άλλες Άες Σεντάι.
«Έξοχα, Σιουάν», είπε μετά από μια στιγμή η Σέριαμ.
Η Εγκουέν πετάρισε τα βλέφαρά της. Σιουάν; Πρέπει να ήταν κάποια συνονόματη. Η νεότερη Σιουάν ξεφύσηξε με ικανοποίηση κι ένευσε κοφτά με τρόπο που θύμιζε έντονα τη Σιουάν Σάντσε, αλλά αυτό ήταν αδύνατον. Προσπαθείς να το αναβάλεις, αυτό είναι όλο, είπε αυστηρά στον εαυτό της. «Αυτό μου αρκεί για να βρω το Σαλιντάρ, ανεξάρτητα από το αν θα μπορέσω ή όχι να...» Έριξε μια ματιά στην Άμυς και την Μπάιρ, γεμάτη με βουβή αποδοκιμασία, καθώς έμοιαζαν σμιλεμένες σε παγωμένη πέτρα. «Αν θα μπορέσω ή όχι να έρθω εδώ εν σώματι». Ο χάρτης εξαφανίστηκε. Φως μου, τι θα μου κάνουν;
Το στόμα της σχεδόν πρόφερε την ερώτηση, κι η Καρλίνυα τη διέκοψε απότομα, έχοντας βυθιστεί στην τελετή, πιο σκληρά κι από πριν. «Μη ρωτήσεις γιατί καλείσαι. Σου πρέπει να απαντήσεις, όχι να ρωτάς».
«Μην καθυστερήσεις τον ερχομό σου», είπε η Ανάγια. «Σου πρέπει να υπακούσεις αμέσως».
Οι Άες Σεντάι αντάλλαξαν ματιές κι εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα, ώστε η Εγκουέν αναρωτήθηκε αόριστα μήπως νόμιζαν πως τις είχε ρωτήσει ούτως ή άλλως.
Έτσι έμεινε μονάχη με την Άμυς και την Μπάιρ, αλλά όταν στράφηκε προς το μέρος τους, διστάζοντας αν θα έπρεπε να αρχίσει με μια εξήγηση ή μια απολογία ή απλώς ικετεύοντας για την κατανόησή τους, εξαφανίστηκαν κι αυτές, αφήνοντάς την εκεί μόνη, περικυκλωμένη από τις κολόνες από κοκκινόπετρα, με το Καλαντόρ να λαμπυρίζει πλάι της. Δεν υπήρχαν δικαιολογίες στο τζι’ε’τόχ.
Ξεφύσηξε λυπημένα και βγήκε από τον Τελ’αράν’ριοντ στο κοιμισμένο κορμί της.
Ξύπνησε αμέσως· το να ξυπνάς όταν ήθελες ήταν μέρος της εκπαίδευσης των ονειροβατισσών, όπως και το να αποκοιμιέσαι όταν επιθυμούσες, κι είχε υποσχεθεί να πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Διαβιβάζοντας, άναψε τις λάμπες, όλες. Θα χρειαζόταν φως. Προσπάθησε να βιαστεί, καθώς γονάτιζε πλάι σε ένα από τα μικρά σεντούκια που ήταν στους τοίχους της σκηνής, κι άρχισε να βγάζει ρούχα τα οποία δεν είχε φορέσει από τότε που είχε πάει στην Ερημιά. Ένα μέρος της ζωής της είχε τελειώσει, όμως προσπάθησε να μην κλάψει για την απώλεια. Δεν θα έκλαιγε.
Μόλις εξαφανίστηκε η Εγκουέν, ο Ραντ βγήκε από τις κολόνες. Ερχόταν μερικές φορές εδώ, για να κοιτάξει το Καλαντόρ. Η πρώτη επίσκεψη ήταν μετά από τότε ο Ασμόντιαν του είχε διδάξει να αντιστρέφει τις υφάνσεις. Τότε είχε αλλάξει τις παγίδες που είχε στήσει γύρω από το τερ’ανγκριάλ για να τις βλέπει μόνο αυτός. Αν πίστευες τις Προφητείες, αυτός που το τραβούσε θα «ερχόταν στο κατόπι του». Δεν ήξερε πόσα πίστευε πια, μα δεν ήταν φρόνιμο να ρισκάρεις.
Ο Λουζ Θέριν μούγκρισε κάπου στο βάθος του μυαλού του —πάντα έτσι έκανε όταν ο Ραντ ερχόταν κοντά στο Καλαντόρ — αλλά απόψε το αστραφτερό κρυστάλλινο σπαθί δεν ενδιέφερε καθόλου τον Ραντ. Κοίταξε το σημείο όπου προηγουμένως κρεμόταν ο πελώριος χάρτης. Δεν ήταν πραγματικός χάρτης, εκεί προς το τέλος, αλλά κάτι παραπάνω. Τι μέρος ήταν αυτό; Ήταν απλώς η τύχη που τον είχε τραβήξει εδώ απόψε αντί για χτες ή αύριο; Η τα’βίρεν έλξη του στο Σχήμα; Δεν είχε σημασία. Η Εγκουέν είχε δεχθεί ταπεινά το κάλεσμα και δεν θα το έκανε, αν είχε προέλθει από τον Πύργο και την Ελάιντα. Το Σαλιντάρ ήταν το μέρος όπου κρύβονταν οι μυστηριώδεις φίλες της. Όπου βρισκόταν η Ηλαίην. Του είχαν παραδοθεί μόνες τους.
Γελώντας, άνοιξε μια πύλη προς την αντανάκλαση του παλατιού στο Κάεμλυν.