31 Κόκκινο Βουλοκέρι

Ο ήχος των οπλών του μαύρου μουνουχιού σχεδόν πνιγόταν από την οχλοβοή του Άμαντορ, καθώς ο Ήμον Βάλντα προχωρούσε αργά στους πολυπληθείς δρόμους. Ιδρώτας κυλούσε από κάθε πόρο του κορμιού του, ενώ η καλογυαλισμένη πλεχτή πανοπλία κι ο θώρακας που άστραφταν παρά το στρώμα σκόνης, όπως κι ο χιονάτος μανδύας που απλωνόταν στα ισχυρά καπούλια του μουνουχιού δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Ο καβαλάρης, όμως, δεν έδινε σημασία, λες κι ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Έβαζε τα δυνατά του για να αγνοεί τους βρώμικους άνδρες και τις γυναίκες, ακόμα και τα παιδιά, όλοι με χαμένη έκφραση και ρούχα φθαρμένα από το ταξίδι. Ακόμα κι εδώ. Ακόμα κι εδώ.

Για μια φορά στη ζωή του, τα μεγάλα πέτρινα τείχη του Φρουρίου του Φωτός, πυργοστόλιστα, φέροντα λάβαρα κι απόρθητα, προμαχώνες για την αλήθεια και το σωστό, δεν του ανύψωσαν το ηθικό. Αφίππευσε στην κεντρική αυλή, πέταξε τα χαλινάρια σε ένα Τέκνο δίνοντας του οργισμένα οδηγίες να προσέξει το ζωντανό· ο άλλος, φυσικά, ήξερε τι να κάνει, όμως ο Βάλντα ήθελε να βάλει σε κάποιον τις φωνές. Άνδρες με λευκούς μανδύες έτρεχαν από δω κι από κει δίνοντας εντύπωση δραστηριότητας παρά το λιοπύρι. Ευχήθηκε να μην έμεναν μόνο στην εντύπωση.

Ο νεαρός Ντάιν Μπόρνχαλντ ήρθε τρεχάλα από την άλλη μεριά της αυλής και πίεσε τη γροθιά στον πλεχτό θώρακα του με ένα ενθουσιώδη χαιρετισμό. «Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Ταξιάρχη. Ήταν καλό το ταξίδι από την Ταρ Βάλον, ναι;» Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και το κορμί του ανέδιδε οσμή από μπράντυ. Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για να πίνεις κατά τη διάρκεια της μέρας.

«Αν μη τι άλλο ήταν γρήγορο», μούγκρισε ο Βάλντα, βγάζοντας με κοφτές κινήσεις τα γάντια και χώνοντάς τα στη ζώνη του σπαθιού του.

Δεν ήταν το μπράντυ, αν κι αυτό θα σημειωνόταν σε βάρος του Ντάιν. Το ταξίδι ήταν γρήγορο, για τέτοια απόσταση. Σκόπευε να αφήσει τη λεγεώνα να περάσει ένα βράδυ στην πόλη, σαν ανταμοιβή, όταν τελείωναν το στήσιμο του στρατοπέδου έξω. Μπορεί να ήταν γρήγορο το ταξίδι, αλλά δεν του άρεσαν οι διαταγές που τον είχαν ανακαλέσει τη στιγμή που μια δυνατή σκουντιά ίσως σώριαζε κάτω τον σακατεμένο Πύργο κι έθαβε τις μάγισσες στα χαλάσματα. Αξιοσημείωτη διαδρομή, όμως κάθε μέρα έρχονταν χειρότερα νέα. Υπήρχε ο αλ’Θόρ στο Κάεμλυν. Δεν είχε σημασία αν ήταν ψεύτικος Δράκοντας ή ο αληθινός· μπορούσε να διαβιβάζει, κι όποιος άνδρας το έκανε αυτό ήταν σίγουρα Σκοτεινόφιλος. Υπήρχαν όχλοι Δρακορκισμένων στην Αλτάρα. Υπήρχε ο λεγόμενος Προφήτης και τα αποβράσματά του στη Γκεάλνταν, στην ίδια την Αμαδισία.

Τουλάχιστον, είχε καταφέρει να σκοτώσει μερικά από κείνα τα υποκείμενα, αν κι ήταν δύσκολο να πολεμάς με εχθρό που συχνότερα προτιμούσε να εξαφανιστεί παρά να σταθεί να σε πολεμήσει, που γινόταν ένα με τα καταραμένα ποτάμια των προσφύγων, και, το χειρότερο, των άμυαλων περιπλανώμενων που νόμιζαν ότι ο αλ’Θόρ είχε καταλύσει κάθε είδους τάξη. Είχε βρει λύση, όμως, έστω κι αν δεν ήταν τελείως ικανοποιητική. Οι δρόμοι πίσω από τη λεγεώνα του τώρα ήταν γεμάτοι από τα απομεινάρια τους και τα κοράκια είχαν φάει του σκασμού. Αν δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τους ελεεινούς του Προφήτη από τους ελεεινούς πρόσφυγες, τότε σκότωνες όσους στέκονταν εμπόδιο στο δρόμο σου. Οι αθώοι έπρεπε να είχαν μείνει στα σπίτια τους, εκεί που ήταν η θέση τους· θα τους προστάτευε ο Δημιουργός. Η δική του γνώμη ήταν ότι οι περιπλανώμενοι ήταν οι σταφίδες στην τούρτα.

«Άκουσα στην πόλη ότι η Μοργκέις είναι εδώ», είπε. Δεν το πίστευε —τα μισά απ’ όσα άκουγες στο Άντορ ήταν εικασίες για το ποιος είχε σκοτώσει τη Μοργκέις— κι έτσι ξαφνιάστηκε όταν ένευσε ο Ντάιν.

Η έκπληξη μετατράπηκε σε αηδία, όταν ο νεαρός άρχισε να φλυαρεί για τα διαμερίσματα της Μοργκέις και τα κυνήγια της, για το πόσο καλά της είχαν φερθεί, για το ότι οπωσδήποτε θα υπέγραφε συμφωνία με τα Τέκνα μια απ’ αυτές τις μέρες. Ο Βάλντα σκυθρώπιασε απροκάλυπτα. Δεν έπρεπε να περιμένει τίποτα καλύτερο από τον Νάιαλ. Ο άνθρωπος ήταν ένας από τους καλύτερους στρατιώτες του καιρού του, τον θεωρούσαν λαμπρό ταξιάρχη, αλλά ήταν περασμένος στα χρόνια και μαλθακός. Ο Βάλντα το είχε καταλάβει τη στιγμή που είχαν φτάσει οι διαταγές στην Ταρ Βάλον. Ο Νάιαλ έπρεπε να είχε στραφεί εναντίον του Δακρύου μόλις είχε ακουστεί το νέο για τον αλ’Θόρ. Καθ’ οδόν, θα είχε συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις που χρειαζόταν· τα έθνη θα είχαν τρέξει στο πλευρό των Τέκνων εναντίον ενός ψεύτικου Δράκοντα. Αυτό θα είχαν κάνει, τότε στην αρχή. Τώρα ο αλ’Θόρ ήταν στο Κάεμλυν κι αρκετά ισχυρός για να τρομάξει όσους δεν το έλεγε η καρδιά τους. Μα ήταν η Μοργκέις εδώ. Αν είχε αυτός τη Μοργκέις, θα είχε υπογράψει τη συμφωνία από την πρώτη κιόλας μέρα, έστω κι αν χρειαζόταν να της πιάσει κάποιος το χέρι για να κρατήσει την πένα. Μα το Φως, θα της μάθαινε να υπακούει. Αν η γυναίκα δίσταζε να επιστρέψει στο Άντορ μαζί με τα Τέκνα, θα την έδενε σ’ ένα ραβδί από τους καρπούς. Θα γινόταν το λάβαρο που θα οδηγούσε την προέλαση στο Άντορ.

Ο Ντάιν βράδυνε το βήμα, περιμένοντας. Δίχως αμφιβολία, περίμενε πρόσκληση για δείπνο το βραδάκι. Ως κατώτερος, δεν μπορούσε να προσκαλέσει κάποιον ανώτερο του, αναμφιβόλως όμως έλπιζε να μιλήσει με τον παλιό διοικητή του, για την Ταρ Βάλον, ίσως και για τον νεκρό πατέρα του. Ο Βάλντα δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον Τζέφραμ Μπόρνχαλντ· ο άνθρωπος ήταν μαλθακός. «Θα σε δω στο στρατόπεδο για δείπνο στις έξι. Θα σε δω νηφάλιο, Τέκνο Μπόρνχαλντ».

Ο Μπόρνχαλντ σίγουρα ήταν πιωμένος· έμεινε με το στόμα ανοιχτό κι έκανε να ψελλίσει κάτι, αλλά μετά τον χαιρέτισε επίσημα κι έφυγε. Ο Βάλντα αναρωτήθηκε τι να είχε συμβεί. Ο Ντάιν ήταν ένας καλός νεαρός αξιωματικός. Μπορεί να ανησυχούσε υπερβολικά για καθωσπρεπισμούς όπως το αν υπήρχαν αποδείξεις ενοχής τη στιγμή που δεν είχαν τρόπο να τις βρουν, αλλά πάντως ήταν καλός. Δεν ήταν τόσο αδύναμος όσο ο πατέρας του. Κρίμα που σπαταλούσε τον εαυτό του στο μπράντυ.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του —η ύπαρξη αξιωματικών που μεθοκοπούσαν στο Φρούριο του Φωτός ήταν άλλο ένα σημάδι ότι ο Νάιαλ σάπιζε από μέσα— ο Βάλντα πήγε να βρει τα διαμερίσματά του. Σκόπευε να κοιμηθεί στο στρατόπεδο, αλλά δεν θα του ερχόταν άσχημα ένα ζεστό μπάνιο.

Ένα νεαρό Τέκνο με τετράγωνους ώμους τον πλησίασε στο διάδρομο με τα αστόλιστα πλακάκια, με την άλικη ποιμενική ράβδο του Χεριού του Φωτός πίσω από τον πολυάκτινο χρυσό ήλιο στο στήθος του. Χωρίς να σταματήσει ή, έστω, να κοιτάξει τον Βάλντα, ο Ανακριτής μουρμούρισε όλο σεβασμό, «Ο Άρχοντας Ταξιάρχης μου ίσως θα ήθελε να επισκεφθεί το Θόλο της Αλήθειας».

Ο Βάλντα τον κοίταξε συνοφρυωμένος καθώς έφευγε —δεν συμπαθούσε τους Ανακριτές· έκαναν καλή δουλειά με τον τρόπο τους, όμως είχε πάντα την αίσθηση ότι φορούσαν την ποιμενική ράβδο, επειδή έτσι δεν θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσουν έναν οπλισμένο εχθρό— κι έκανε να υψώσει τη φωνή για να δώσει ένα καλό μάθημα στον άλλο, όμως κοντοστάθηκε. Οι Ανακριτές είχαν χαλαρή πειθαρχία, όμως ένα απλό Τέκνο ποτέ δεν θα μιλούσε άσκοπα σε έναν Άρχοντα Ταξιάρχη. Ίσως μπορούσε να αφήσει το μπάνιο για αργότερα.

Ο Θόλος της Αλήθειας ήταν ένα θαύμα που επιτέλους του ξανάδωσε λίγο νόημα. Κατάλευκος απ’ έξω, με χρυσά φύλλα από μέσα που έχυναν κάτω το φως από χίλιες κρεμαστές λάμπες. Χοντρές λευκές κολόνες σχημάτιζαν κύκλο ολόγυρα στην αίθουσα, απλές, στιλβωμένες ώστε να αστράφτουν, όμως ο καθαυτό θόλος εκτεινόταν σε πλάτος εκατό βημάτων δίχως υποστήριξη κι ορθωνόταν πενήντα βήματα ψηλός στην κορυφή του, πάνω από ένα απέριττο λευκό μαρμάρινο βάθρο, στο κέντρο του λευκού μαρμάρινου πατώματος, όπου στεκόταν ο Άρχοντας Στρατάρχης των Τέκνων του Φωτός για να απευθυνθεί στα συναγμένα Τέκνα στις πιο σεπτές στιγμές τους, στις πιο σοβαρές τελετές τους. Εδώ θα στεκόταν κάποια μέρα ο Βάλντα. Ο Νάιαλ δεν θα ζούσε για πάντα.

Δεκάδες Τέκνα τριγυρνούσαν στον απέραντο θάλαμο —ήταν ένα θέαμα που άξιζε να το δεις, αν και φυσικά το έβλεπαν μονάχα τα Τέκνα— αλλά όμως δεν του είχαν φέρει το μήνυμα μόνο και μόνο για να θαυμάσει το Θόλο. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Πίσω από τις μεγάλες στήλες υπήρχαν σειρές από μικρότερες, εξίσου απλές, εξίσου καλογυαλισμένες, και ψηλές κόγχες με νωπογραφίες σκηνών από τους θριάμβους των Τέκνων για χίλια χρόνια. Ο Βάλντα προχώρησε αργά, κοιτώντας την κάθε εσοχή. Στο τέλος είδε έναν ψηλό γκριζομάλλη να περιεργάζεται έναν πίνακα που έδειχνε τη Σερένια Λάταρ, τη μοναδική Άμερλιν που είχαν καταφέρει ποτέ τα Τέκνα να κρεμάσουν. Ήταν ήδη νεκρή, φυσικά, μιας κι ήταν κάπως δύσκολο να κρεμάσεις μια ζωντανή μάγισσα, όμως το θέμα δεν ήταν αυτό. Εξακόσια ενενήντα τρία χρόνια πριν, είχε απονεμηθεί δικαιοσύνη όπως όριζε ο νόμος.

«Είσαι ταραγμένος, παιδί μου;» Η φωνή ήταν μαλακή, σχεδόν ψιθυριστή.

Ο Βάλντα μούδιασε λιγάκι. Μπορεί ο Ράνταμ Ασουνάγουα να ήταν ο Ανώτερος Εξεταστής, αλλά δεν έπαυε να είναι Ανακριτής. Κι ο Βάλντα ήταν Άρχοντας Ταξιάρχης, Χρισμένος του Φωτός, όχι «παιδί μου». «Δεν πρόσεξα τέτοιο πράγμα», είπε κοφτά.

Ο Ασουνάγουα αναστέναζε. Το λιπόσαρκο πρόσωπό του θύμιζε μάρτυρα που υποφέρει κι έτσι θα μπορούσες να πάρεις τον ιδρώτα για δάκρυα, όμως τα βαθιά μάτια του έμοιαζαν να καίνε με τη θέρμη που είχε κάψει όλη τη περίσσια σάρκα του. Ο μανδύας του είχε μόνο την ποιμενική ράβδο, όχι τον πολυάκτινο χρυσό ήλιο, λες και βρισκόταν εκτός των Τέκνων. Ή ίσως πάνω από τα Τέκνα. «Είναι ταραγμένοι καιροί. Το Φρούριο του Φωτός προσφέρει αρωγή σε μία μάγισσα».

Ο Βάλντα έκρυψε τη σαρκαστική ματιά του πριν αυτή σχηματιστεί. Είτε ήταν δειλοί οι Ανακριτές είτε όχι, μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι ακόμα και για έναν Άρχοντα Ταξιάρχη. Αυτός ο άνθρωπος ίσως να μην κατάφερνε ποτέ να κρεμάσει μια Άμερλιν, αλλά μάλλον ονειρευόταν να γίνει ο πρώτος που θα κρεμούσε μια βασίλισσα. Τον Βάλντα δεν τον ένοιαζε αν θα πέθαινε ή όχι η Μοργκέις, αρκεί να είχαν εξαντλήσει πρώτα τη χρησιμότητά της. Δεν είπε τίποτα, και τα παχιά, γκρίζα φρύδια του Ασουνάγουα χαμήλωσαν τόσο που τα μάτια του έμοιαζαν να ατενίζουν μέσα από σπήλαια.

«Είναι ταραγμένοι καιροί», ξανάπε, «και δεν πρέπει να επιτραπεί στον Νάιαλ να καταστρέψει τα Τέκνα του Φωτός».

Για μερικά ατέλειωτα λεπτά ο Βάλντα έμεινε να μελετά τον πίνακα. Ίσως ο καλλιτέχνης ήταν καλός, ίσως όχι· δεν ήξερε από αυτά τα πράγματα και δεν τον ένοιαζε διόλου. Ο άνθρωπος, όμως, είχε πετύχει καλά τα όπλα και τις πανοπλίες των φρουρών, το σκοινί και το ικρίωμα έδειχναν αληθινά. Από αυτά, ήξερε. «Είμαι έτοιμος να ακούσω», είπε τελικά.

«Τότε θα μιλήσουμε, παιδί μου. Αργότερα, που θα υπάρχουν λιγότερα μάτια για να δουν κι αυτιά για να ακούσουν. Το Φως να σε φωτίζει, παιδί μου». Ο Ασουνάγουα απομακρύνθηκε χωρίς άλλη κουβέντα, με τον λευκό μανδύα να φουσκώνει λιγάκι πίσω του και τον ήχο από τις μπότες του να αντιλαλεί, καθώς βημάτιζε σαν να προσπαθούσε να χώσει κάθε βήμα του μέσα στην πέτρα. Μερικά Τέκνα υποκλίθηκαν βαθιά στο πέρασμά του.

Από ένα στενό παράθυρο ψηλά, πάνω από την αυλή, ο Νάιαλ παρακολούθησε τον Βάλντα να ξεπεζεύει, να μιλά με τον νεαρό Μπόρνχαλντ κι ύστερα να απομακρύνεται οργισμένος. Τον Βάλντα πάντα τον διακατείχε η οργή. Αν υπήρχε τρόπος να φέρει τα Τέκνα από την Ταρ Βάλον εδώ και να αφήσει τον Βάλντα εκεί, ο Νάιαλ θα είχε αρπάξει την ευκαιρία. Ο άνθρωπος ήταν καλούτσικος διοικητής στη μάχη, αλλά ήταν ακόμα πιο καλός στο να υποδαυλίζει τα πλήθη. Η τακτική του ήταν η εφόρμηση, κι η στρατηγική του η εφόρμηση.

Κουνώντας το κεφάλι, ο Νάιαλ προχώρησε στην αίθουσα ακροάσεων. Είχε πιο σημαντικά πράγματα από τον Βάλντα να τον απασχολήσουν. Η Μοργκέις ακόμα αντιστεκόταν, σαν στρατός σε ψηλό έδαφος με νερό κι ακμαίο ηθικό. Αρνιόταν να παραδεχτεί ότι ήταν βαθιά στην κοιλάδα χωρίς διέξοδο, κι ότι ο εχθρός της είχε πιάσει τα υψώματα.

Ο Μπάλγουερ σηκώθηκε από το τραπέζι του καθώς ο Νάιαλ έμπαινε στον προθάλαμο. «Είχε έρθει ο Ομέρνα, Άρχοντά μου. Άφησε αυτά για σένα». Ο Μπάλγουερ άγγιξε ένα μάτσο χαρτιά στο τραπέζι που ήταν δεμένα με κόκκινη κορδέλα. «Κι αυτό». Τα χείλη του σφίχτηκαν καθώς τραβούσε ένα μικρό κοκάλινο σωλήνα από την τσέπη του.

Ο Νάιαλ πήρε το σωλήνα μουρμουρίζοντας κάτι και μπήκε στο μέσα δωμάτιο. Ο Ομέρνα καθημερινά γινόταν και πιο άχρηστος, για κάποιο λόγο. Λες και δεν έφτανε που άφηνε τις αναφορές του στον Μπάλγουερ, έστω κι αν ήταν σαχλαμάρες, όμως ακόμα κι ο Ομέρνα ήξερε ότι δεν έπρεπε να δίνει σε οποιονδήποτε εκτός από τον ίδιο τον Νάιαλ αυτούς τους σωλήνες με τις τρεις κόκκινες κορδελίτσες. Έφερε το σωλήνα κοντά σε μια λάμπα για να εξετάσει το βουλοκέρι. Ήταν άθικτο, και μόνο τώρα το έσπασε με το νύχι του αντίχειρά του. Θα έπρεπε να δώσει ένα μάθημα στον Ομέρνα, να τον κάνει να νιώσει το φόβο του Φωτός. Ο ανόητος θα ήταν άχρηστος ως δόλωμα, αν δεν υποδυόταν τον απόλυτο αρχικατάσκοπο στο έπακρο των ικανοτήτων του.

Το μήνυμα ήταν πάλι από τον Βαράντιν, με τον προσωπικό κώδικα του Νάιαλ γραμμένο μ’ εκείνα τα τρελά, ψιλά ορνιθοσκαλίσματα στη λωρίδα του λεπτού χαρτιού. Παραλίγο θα το έκαιγε χωρίς να το διαβάσει, αλλά κάτι στο τέλος τράβηξε το βλέμμα του. Αρχίζοντας από την αρχή, επεξεργάστηκε συνειδητά τον κώδικα με το μυαλό του. Ήθελε να είναι απολύτως βέβαιος. Όπως και πριν, ήταν παραληρήματα για Άες Σεντάι δεμένες με λουριά και για παράξενα θηρία, αλλά ακριβώς στο τέλος... Ο Βαράντιν είχε βοηθήσει τον Ασιντίμ Φαϊζάρ να βρει κρυψώνα στο Τάντσικο· θα προσπαθούσε να τον φυγαδεύσει, όμως οι Πρόδρομοι είχαν τόσο αυστηρή φρούρηση που δεν μπορούσε να περάσει ούτε ένας ψίθυρος από τα τείχη δίχως άδεια.

Ο Νάιαλ έτριψε το σαγόνι του σκεφτικός. Ο Φαϊζάρ ήταν ένας από εκείνους που είχε στείλει στο Τάραμπον να δει αν μπορούσε να περισωθεί κάτι. Ο Φαϊζάρ δεν ήξερε τίποτα για τον Βαράντιν κι ο Βαράντιν δεν θα έπρεπε να ξέρει τίποτα για τον Φαϊζάρ, όμως οι Πρόδρομοι είχαν τέτοια αυστηρή φρούρηση που δεν μπορούσε να περάσει ούτε ένας ψίθυρος από τα τείχη. Τα ορνιθισκαλίσματα ενός τρελού.

Έχωσε το χαρτί στην τσέπη του και ξαναγύρισε στον προθάλαμο. «Μπάλγουερ, τι νεότερα έχουμε από τα δυτικά;» Μεταξύ τους, «τα δυτικά» σήμαιναν πάντα τα σύνορα με το Τάραμπον.

«Καμία αλλαγή από τα προηγούμενα, Άρχοντά μου. Οι περίπολοι που διεισδύουν πολύ βαθιά στο Τάραμπον, δεν επιστρέφουν. Το χειρότερο πρόβλημα στα σύνορα είναι οι πρόσφυγες που προσπαθούν να περάσουν».

Περίπολοι που διείσδυαν πολύ βαθιά. Το Τάραμπον ήταν ένας λάκκος όπου σπαρταρούσαν φαρμακερές οχιές και λυσσασμένοι αρουραίοι, αλλά... «Πόσο σύντομα μπορείς να βάλεις αγγελιοφόρο στο Τάντσικο;»

Ο Μπάλγουερ δεν έπαιξε καν τα βλέφαρά του. Ο άνθρωπος δεν θα έδειχνε έκπληξη ακόμα κι αν κάποια μέρα του μιλούσε το άλογο του. «Το πρόβλημα θα είναι να βρει ξεκούραστα άλογα όταν περάσει τα σύνορα, Άρχοντά μου. Φυσιολογικά θα έλεγα είκοσι μέρες πήγαινε-έλα, ίσως και λιγότερες με λίγη τύχη. Τώρα, διπλάσιες, αν είναι τυχερός. Ίσως τις διπλάσιες μόνο για να φτάσει στο Τάντσικο». Ένας λάκκος που μπορούσε να καταπιεί αγγελιοφόρο και να μην αφήσει καν τα κόκαλα του.

Δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψει, όμως ο Νάιαλ αυτό δεν το αποκάλυψε. «Τακτοποίησέ το, Μπάλγουερ. Σε μια ώρα θα έχω έτοιμη επιστολή. Θα μιλήσω εγώ ο ίδιος στον αγγελιοφόρο». Ο Μπάλγουερ ένευσε υπάκουα, αλλά ταυτοχρόνως έτριψε προσβεβλημένος τα χέρια του. Ε, ας προσβαλλόταν. Υπήρχε μια μικρή πιθανότητα ότι όλο αυτό θα μπορούσε να τελειώσει χωρίς να εκτεθεί ο Βαράντιν. Αυτά τα προληπτικά μέτρα θα ήταν βεβαίως περιττά, αν ο Βαράντιν ήταν τρελός, αλλά αν δεν ήταν... Η αποκάλυψή του δεν θα βοηθούσε να επισπευσθούν οι εξελίξεις.

Ξαναμπαίνοντας στην αίθουσα ακροάσεων, ο Νάιαλ εξέτασε άλλη μια φορά το μήνυμα του Βαράντιν πριν πλησιάσει το χαρτάκι στη φλόγα μιας λάμπας, παρακολουθώντας το να αρπάζει φωτιά. Έτριψε τη στάχτη ανάμεσα στα δάχτυλά του.

Τέσσερις κανόνες είχε που αφορούσαν τον τρόπο δράσης και την πληροφόρηση. Ποτέ μην καταστρώνεις σχέδια χωρίς να ξέρεις όσο το δυνατόν περισσότερα για τον εχθρό. Ποτέ μην φοβάσαι να τροποποιήσεις το σχέδιό σου αν λάβεις καινούριες πληροφορίες. Ποτέ μην πιστεύεις ότι ξέρεις τα πάντα. Και ποτέ μην περιμένεις μέχρι να μάθεις τα πάντα. Εκείνος που περίμενε να μάθει τα πάντα πριν ξεκινήσει, καθόταν στη σκηνή του όταν ο εχθρός της έβαζε φωτιά πάνω από το κεφάλι του. Ο Νάιαλ ακολουθούσε αυτούς τους κανόνες. Μόνο μια φορά στη ζωή του τους είχε εγκαταλείψει επειδή είχε μια διαίσθηση. Στην Τζαμάρα, για κανέναν άλλο λόγο παρά για ένα τριβέλισμα στο βάθος του μυαλού του, είχε βάλει το ένα τρίτο του στρατού του να παρακολουθεί τα βουνά που όλοι θεωρούσαν αδιάβατα. Ενώ έκανε ελιγμούς με τις υπόλοιπες δυνάμεις του για να τσακίσει τους Μουραντιανούς και τους Αλταρανούς, ένας Ιλιανός στρατός, ο οποίος υποτίθεται πως απείχε εκατό μίλια, βγήκε από κείνα τα «αδιάβατα» περάσματα. Ο μόνος λόγος που ο Νάιαλ είχε καταφέρει να αποτραβηχτεί χωρίς να τον λιώσουν ήταν εκείνη η «αίσθηση». Και τώρα την ένιωθε πάλι να τον τριβελίζει.


«Δεν τον εμπιστεύομαι», είπε σταθερά ο Τάλανβορ. «Μου θυμίζει έναν νεαρό απατεώνα που είχα δει κάποτε στο πανηγύρι, έναν τύπο με παιδικό προσωπάκι που μπορούσε να σε κοιτάξει στα μάτια και να σου χαμογελάσει, ενώ έκλεβε το μπιζέλι από την κούπα».

Αυτή τη φορά η Μοργκέις δεν δυσκολεύτηκε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Ο νεαρός Παιτρ είχε αναφέρει ότι ο θείος του είχε βρει τελικά τρόπο να τη βγάλει λαθραία από το Φρούριο του Φωτός, τόσο αυτήν όσο και τους άλλους. Οι άλλοι ήταν το πρόβλημα· Ο Τόργουυν Μπάρσω από την αρχή ισχυριζόταν ότι μπορούσε να φυγαδεύσει την ίδια μόνη της, αλλά εκείνη δεν ήθελε να αφήσει τους άλλους πίσω στο έλεος των Λευκομανδιτών. Ούτε ακόμα και τον Τάλανβορ.

«Θα κρατήσω μια σημείωση για τα συναισθήματά σου», είπε ανεκτικά. «Κοίτα μόνο να μη σου σταθούν εμπόδιο. Έχεις κανένα ρητό γι’ αυτό, Λίνι; Κάτι για τον νεαρό Τάλανβορ και τα συναισθήματά του;» Μα το Φως, γιατί απολάμβανε τόσο να τον πειράζει; Ο Τάλανβορ άγγιζε τα όρια της προδοσίας, αλλά η Μοργκέις ήταν η Βασίλισσά του, όχι η... Οι υπόλοιπες σκέψεις έμειναν κρυμμένες.

Η Λίνι καθόταν κοντά στα παράθυρα και μάζευε σε μπάλα το γαλάζιο μαλλί από την κούκλα που κρατούσε τεντωμένη στα χέρια της η Μπριάνε. «Ο Παιτρ μου θυμίζει εκείνο τον νεαρό μαθητευόμενο ιπποκόμο, λίγο πριν πας στο Λευκό Πύργο. Εκείνον που άφησε εγκύους δύο καμαριέρες και τον έπιασαν πάνω που προσπαθούσε να το σκάσει από το μέγαρο με ένα σακί γεμάτο πιάτα της μητέρας σου».

Η Μοργκέις έσφιξε το στόμα, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σκιάσει την ευχαρίστηση της, ούτε καν η ματιά που της έριξε η Μπριάνε, λες κι επιτρεπόταν να εκφράζει κι αυτή τη γνώμη της. Ο Παιτρ αγαλλιούσε για την επικείμενη απόδραση της Μοργκέις. Φυσικά, ένας λόγος ήταν ότι μάλλον περίμενε κάποια ανταμοιβή από το θείο του γι’ αυτό —τουλάχιστον κάτι τέτοιο άφηναν να εννοηθεί κάποια σχόλιά του· κάτι ότι θα ξεπλήρωνε ένα λάθος που είχε κάνει στην πατρίδα— αλλά ο νεαρός σχεδόν χοροπηδούσε όταν η Μοργκέις είχε συμφωνήσει με το σχέδιο που πρόβλεπε ότι θα έφευγαν από το Φρούριο σήμερα κι από το Άμαντορ ως το ηλιοβασίλεμα αύριο. Θα βρίσκονταν μακριά από το Άμαντορ, στο δρόμο για τη Γκεάλνταν, όπου θα έβρισκε στρατιώτες χωρίς να δεσμεύσει το Άντορ. Πριν από δυο μέρες είχε έρθει ο ίδιος ο Μπάρσω για να εξηγήσει το σχέδιο, μεταμφιεσμένος σε μαγαζάτορα που παρέδιδε βελόνες πλεξίματος και μαλλί· ήταν κοντόχοντρος και μυταράς, αν και μιλούσε με αρκετό σεβασμό. Δύσκολα θα τον περνούσες για θείο του Παιτρ —έδειχναν τόσο διαφορετικοί— και πολύ λιγότερο για έμπορο. Πάντως το σχέδιο του ήταν ένα θαύμα απλότητας, αν και κάθε άλλο παρά αξιοπρεπές, και για να πετύχει χρειαζόταν μόνο κάποιους ανθρώπους έξω από το Φρούριο. Η Μοργκέις θα έβγαινε από το Φρούριο του Φωτός θαμμένη στον πάτο ενός κάρου γεμάτου με απορρίμματα των μαγειρείων.

«Τώρα ξέρετε όλοι τι πρέπει να κάνετε», τους είπε. Όσο ήταν η ίδια στα δωμάτιά της, οι υπόλοιποι μπορούσαν να περιπλανιούνται με αρκετή ελευθερία. Όλα εξαρτώνταν απ’ αυτό. Όχι ακριβώς όλα· η διαφυγή όλων εκτός από της ίδιας. «Λίνι, εσύ κι η Μπριάνε πρέπει να είστε στην αυλή του πλυσταριού όταν η καμπάνα σημάνει την Υψηλή ώρα». Η Λίνι ένευσε πειθήνια, η Μπριάνε όμως της έριξε μια ματιά με τα χείλη σουφρωμένα. Είκοσι φορές τα είχαν πει όλα αυτά. Έστω κι έτσι όμως, η Μοργκέις δεν θα επέτρεπε να γίνει ένα λάθος που θα άφηνε κάποιον πίσω. «Τάλανβορ, εσύ θα αφήσεις το σπαθί σου πίσω και θα περιμένεις σε ένα πανδοχείο που ονομάζεται Η Βελανιδιά κι η Βάτος». Εκείνος άνοιξε το στόμα, αυτή όμως τον πρόλαβε με σταθερό τόνο. «Έχω ακούσει τα επιχειρήματα σου. Μπορείς να βρεις άλλο σπαθί. Αν το αφήσεις, θα πιστέψουν ότι σκοπεύεις να επιστρέψεις». Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα, αλλά στο τέλος ένευσε. «Ο Λάμγκουιν θα μας περιμένει στο Χρυσό Κεφάλι, κι ο Μπέηζελ στο—»

Μερικά βιαστικά χτυπηματάκια ακούστηκαν από την πόρτα, η οποία άνοιξε για να προβάλει το φαλακρό κεφάλι του Μπέηζελ. «Βασίλισσα μου, είναι κάποιος... ένα Τέκνο...» Έριξε πάνω από τον ώμο του μια ματιά στον προθάλαμο. «Είναι ένας Ανακριτής, Βασίλισσά μου». Τα χέρια του Τάλανβορ πήγαν στη θήκη του σπαθιού του, φυσικά, και δεν τα τράβηξε παρά μόνο όταν η Μοργκέις του έκανε νόημα για δεύτερη φορά, προσθέτοντας μάλιστα και μια γκριμάτσα της.

«Φέρε τον». Κατάφερε να το πει με γαλήνια φωνή, όμως μέσα της ένιωθε ναυτία. Ανακριτής; Όλα όσα προχωρούσαν τόσο καλά, ξαφνικά θα οδηγούνταν στην καταστροφή;

Ένας ψηλός άνδρας με γερακίσια μύτη παραμέρισε τον Μπέηζελ και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Ο λευκόχρυσος κοντός χιτώνας με την άλικη ποιμενική ράβδο στον ώμο έδειχνε ότι είχε το βαθμό του Εξεταστή. Η Μοργκέις δεν είχε συναντήσει τον Άινορ Σάρεν, αλλά της είχαν δείξει ποιος ήταν. Στο πρόσωπό του υπήρχε μια έκφραση ακατάβλητης βεβαιότητας. «Καλείσαι να παρουσιαστείς στον Άρχοντα Στρατάρχη», της είπε παγερά. «Θα έρθεις τώρα».

Οι σκέψεις της Μοργκέις έτρεχαν σαν αστραπή. Ο Νάιαλ, τώρα που την είχε στο Φρούριο, δεν ερχόταν να τη δει κι εκείνη είχε συνηθίσει να την καλεί, άλλοτε για να της κάνει κήρυγμα για το καθήκον της προς το Άντορ, άλλοτε για κάποια δήθεν φιλική συζήτηση με την οποία θα της έδειχνε ότι είχε κατά νου το συμφέρον της ή το συμφέρον του Άντορ. Ήταν συνηθισμένη σ’ αυτά, αλλά όχι σε τέτοιον αγγελιοφόρο. Αν την παρέδιδαν στους Ανακριτές, δεν θα είχε περιθώρια για υπεκφυγές. Ο Ασουνάγουα θα έστελνε αρκετούς άνδρες για να την πάρουν κι αυτήν κι όσους ήταν μαζί της. Αυτόν τον είχε συναντήσει για λίγο· το αίμα της είχε παγώσει. Γιατί είχαν στείλει Εξεταστή; Ξεστόμισε την ερώτηση κι ο Σάρεν αποκρίθηκε με τον ίδιο παγερό τόνο.

«Ήμουν με τον Άρχοντα Στρατάρχη κι ερχόμουν προς τα εδώ. Τελείωσα τις δουλειές μου, και τώρα θα σε πάω εκεί. Στο κάτω-κάτω, είσαι βασίλισσα και σου αρμόζει σεβασμός». Όλα αυτά τα είπε μ’ ένα τόνο ανίας, κάπως ανυπόμονα, εκτός από το τελευταίο, στο οποίο εμφανίστηκε μια δόση χλευασμού. Καμία θέρμη όμως.

«Πολύ καλά», είπε αυτή.

«Να συνοδεύσω τη Βασίλισσά μου;» Ο Τάλανβορ υποκλίθηκε με επισημότητα· τουλάχιστον, έδειχνε κάποιο σεβασμό όταν ήταν μπροστά ξένοι.

«Όχι». Αντί για τον Τάλανβορ, θα έπαιρνε μαζί της τον Λάμγκουιν. Όχι, αν έπαιρνε κάποιον από τους άνδρες, θα έδειχνε ότι πίστευε πως χρειαζόταν σωματοφύλακες. Ο Σάρεν τη φόβιζε σχεδόν όσο κι ο Ασουνάγουα και δεν ήθελε να του δώσει την παραμικρή υποψία γι’ αυτό. Χαμογέλασε αδιάφορα, συγκαταβατικά. «Δεν πιστεύω ότι χρειάζομαι προστασία εδώ».

Κι ο Σάρεν επίσης χαμογέλασε ή, τουλάχιστον, το στόμα του. Έμοιαζε να γελά μαζί της.

Έξω ο Μπέηζελ κι ο Λάμγκουιν την κοίταξαν αβέβαια κι η Μοργκέις παραλίγο θα άλλαζε γνώμη για τη συνοδεία της· και θα το έκανε, αν δεν είχε μιλήσει μέσα. Όμως δύο άνδρες δεν θα την προστάτευαν, αν επρόκειτο για κάποια περίπλοκη παγίδα, και θα έδειχνε αδυναμία, αν άλλαζε γνώμη. Προχωρώντας στους πέτρινους διαδρόμους πλάι στον Σάρεν ένιωθε πράγματι αδύναμη, κάθε άλλο παρά βασίλισσα. Όχι. Ίσως να ούρλιαζε όπως όλοι αν οι Ανακριτές την έπαιρναν στα μπουντρούμια τους —το ίσως ήταν περιττό· δεν ήταν. τόσο ανόητη που να θεωρεί τη βασιλική σάρκα διαφορετική σ’ αυτό το ζήτημα— αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν και θα παρέμενε βασίλισσα. Προσπάθησε αποφασισμένα να καταπολεμήσει τη ναυτία της.

Ο Σάρεν την οδήγησε σε μια πλακοστρωμένη μικρή αυλή, όπου άνδρες γυμνοί από τη μέση και πάνω χτυπούσαν με σπαθιά ξύλινους πασσάλους. «Πού πάμε;» ζήτησε να μάθει εκείνη. «Δεν είναι ο δρόμος απ’ όπου πήγαινα άλλες φορές στο γραφείο του Άρχοντα Στρατάρχη. Βρισκόμαστε κάπου αλλού;»

«Έκοψα δρόμο», απάντησε αυτός απότομα. «Έχω και σημαντικότερες δουλειές από το να...» Δεν τελείωσε τη φράση του, ούτε και βράδυνε το βήμα.

Η Μοργκέις δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τον ακολουθήσει, σε ένα διάδρομο που άνοιγε σε μακριά δωμάτια γεμάτα στενά κρεβατάκια κι άνδρες που ήταν συνήθως γυμνοί από τη μέση και πάνω, ή και περισσότερο. Στύλωσε το βλέμμα της στην πλάτη του Σάρεν και μέσα της άρχισε να ετοιμάζεις τις οργισμένες φράσεις που σκόπευε να απευθύνει στον Νάιαλ. Πέρασαν την αυλή ενός στάβλου, όπου η οσμή των αλόγων και της κοπριάς ήταν βαριά στον αέρα κι ένας πεταλωτής πετάλωνε άλογα σε μια γωνιά· διέσχισαν το διάδρομο ενός ακόμα στρατώνα κι ύστερα έναν με μαγειρεία στη μια μεριά απ’ όπου αναδιδόταν η δυνατή ευωδιά της σούπας που μαγείρευαν, βγήκαν σε άλλη μια αυλή... Η Μοργκέις σταμάτησε επιτόπου.

Στο κέντρο της αυλής ήταν ένα μακρύ, ψηλό ικρίωμα. Το γέμιζαν ολόκληρο τρεις γυναίκες και πάνω από δώδεκα άνδρες, δεμένοι χειροπόδαρα, με θηλιές περασμένες στο λαιμό. Μερικοί έκλαιγαν θρηνητικά· οι περισσότεροι απλώς έδειχναν έντρομοι. Οι δύο τελευταίοι άνδρες στην άλλη άκρη ήταν ο Τόργουυν Μπάρσω κι ο Παιτρ· το αγόρι φορούσε μόνο το πουκάμισο κι όχι το ερυθρόλευκο σακάκι που του είχε δώσει η Μοργκέις. Ο Παιτρ δεν έκλαιγε, έκλαιγε όμως ο θείος του. Ο Παιτρ φαινόταν τόσο τρομαγμένος που δεν είχε σκεφτεί καν να κλάψει.

«Για το Φως!» φώναξε ένας Λευκομανδίτης αξιωματικός, ενώ ένας άλλος Λευκομανδίτης έσπρωξε ένα μακρύ μοχλό στην άκρη του ικριώματος.

Πορτάκια άνοιξαν με ξερούς κρότους και τα θύματα έπεσαν μέσα κι εξαφανίστηκαν από το βλέμμα της. Μερικά από τα τεντωμένα σχοινιά τρεμούλιαζαν καθώς εκείνοι που κρέμονταν στην άλλη άκρη πέθαιναν από ασφυξία κι όχι από σπασμένο λαιμό. Ένα απ’ αυτά τα σχοινιά ήταν του Παιτρ. Κι η ωραία της απόδραση χάθηκε μαζί του. Ίσως θα έπρεπε να νοιαστεί για τον Παιτρ, όμως η σκέψη της ήταν στραμμένη στην απόδραση, στον τρόπο που θα ξέφευγε από την παγίδα στην οποία είχε πιαστεί μόνη της. Είχε παγιδεύσει μόνη τον εαυτό της, και το Άντορ μαζί.

Ο Σάρεν την κοίταζε, ολοφάνερα περιμένοντας ότι εκείνη θα λιποθυμούσε ή ότι θα έκανε εμετό.

«Τόσοι πολλοί μαζεμένοι;» είπε, περήφανη για τη σταθερότητα της φωνής της. Το σχοινί του Παιτρ είχε πάψει να τινάζεται· τώρα απλώς κουνιόταν αργά πέρα-δώθε. Δεν υπήρχε οδός διαφυγής.

«Κάθε μέρα κρεμάμε Σκοτεινόφιλους», απάντησε ξερά ο Σάρεν. «Ίσως στο Άντορ τους αφήνετε να φύγουν με ένα κήρυγμα. Εμείς όχι».

Η Μοργκέις τον κοίταξε κατάματα. Είχε κόψει δρόμο; Αυτή ήταν, λοιπόν, η καινούρια τακτική του Νάιαλ. Δεν ξαφνιάστηκε που ο Σάρεν δεν είχε μνημονεύσει καθόλου την προσχεδιασμένη της απόδραση. Η πανουργία του Νάιαλ δεν θα του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ήταν η τιμώμενη φιλοξενούμενη, κι ο Παιτρ με τον θείο του είχαν κρεμαστεί τυχαία, για κάποιο έγκλημα που δεν είχε σχέση μ’ αυτήν. Ποιος θα ήταν ο επόμενος που θα ανέβαινε τα σκαλιά της αγχόνης; Ο Λάμγκουιν ή ο Μπέηζελ; Η Λίνι ή ο Τάλανβορ; Ήταν παράξενο, αλλά η εικόνα του Τάλανβορ με μια θηλιά στο λαιμό την πόνεσε περισσότερο απ’ ό,τι η εικόνα της Λίνι. Το μυαλό έπαιζε παράξενα παιχνίδια. Πάνω από τον ώμο του Σάρεν είδε φευγαλέα τον Ασουνάγουα, σε ένα παράθυρο που είχε θέα το ικρίωμα. Την κοίταζε ίσια κάτω. Ίσως αυτό να ήταν δικό του έργο, όχι του Νάιαλ. Δεν άλλαζε τίποτα. Δεν θα άφηνε τους ανθρώπους της να πεθάνουν άδικα. Δεν θα άφηνε τον Τάλανβορ να πεθάνει. Πολύ παράξενα παιχνίδια.

Υψώνοντας κοροϊδευτικά ένα βλέφαρο, είπε, «Αν αυτό σου έλυσε τα γόνατα, ίσως μπορούμε να περιμένουμε για να ξαναβρείς το κουράγιο σου». Ανάλαφρη φωνή, ανεπηρέαστη από το θέαμα που είχε δει. Μα το Φως, μακάρι να μην έκανε εμετό.

Το πρόσωπο του Σάρεν συννέφιασε. Γύρισε επιτόπου και ξεκίνησε. Αυτή τον ακολούθησε με βήμα όλο αξιοπρέπεια, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα στο παράθυρο του Ασουνάγουα, προσπαθώντας να μη σκέφτεται το ικρίωμα.

Ίσως να ήταν πράγματι ο συντομότερος δρόμος, γιατί στον επόμενο διάδρομο ο Σάρεν την οδήγησε σε μια απότομη σκάλα που ανέβαινε, και την παρέδωσε στην αίθουσα ακροάσεων του Νάιαλ πιο γρήγορα απ’ όσο τις άλλες φορές που είχε κάνει αυτή τη διαδρομή. Ως συνήθως, ο Νάιαλ δεν σηκώθηκε, και γι’ αυτήν δεν υπήρχε καρέκλα να καθίσει, έτσι αναγκάστηκε να σταθεί μπροστά του σαν ικέτισσα. Εκείνος έμοιαζε αφηρημένος, όπως καθόταν σιωπηλός και την κοίταζε, χωρίς πραγματικά να τη βλέπει.

Είχε κερδίσει, και δεν την έβλεπε καν. Αυτό την εκνεύρισε. Μα το Φως, ο άνθρωπος είχε νικήσει. Ίσως έπρεπε να επιστρέψει στα δωμάτιά της. Αν έλεγε στον Τάλανβορ, στον Λάμγκουιν και τον Μπέηζελ να της ανοίξουν πέρασμα με τα όπλα, θα προσπαθούσαν. Θα πέθαιναν, το ίδιο κι αυτή· δεν είχε κρατήσει ποτέ σπαθί στα χέρια της, αλλά αν έδινε αυτή τη διαταγή, θα έπιανε κι αυτή ένα. Θα πέθαινε, και στο Θρόνο του Λιονταριού θα ανέβαινε η Ηλαίην. Θα ανέβαινε μόλις έδιωχναν από κει τον αλ’Θόρ. Ο Λευκός Πύργος θα φρόντιζε να πάρει η Ηλαίην αυτό που της ανήκε. Ο Πύργος. Αν ο Πύργος εξασφάλιζε το θρόνο για την Ηλαίην... Της φαινόταν τρελό, όμως εμπιστευόταν τον Πύργο ακόμα λιγότερο απ’ όσο τον Νάιαλ. Όχι, έπρεπε να σώσει το Άντορ μόνη της. Μα το κόστος. Έπρεπε να πληρώσει το κόστος.

Έβγαλε τις λέξεις με δυσκολία. «Είμαι έτοιμη να υπογράψω τη συνθήκη σου».

Ο Νάιαλ στην αρχή σχεδόν δεν φάνηκε να την ακούει. Ύστερα ανοιγόκλεισε τα μάτια, και ξαφνικά γέλασε πικρά και κούνησε το κεφάλι. Κι αυτό επίσης την εκνεύρισε. Το ότι προσποιούνταν τον έκπληκτο. Η Μοργκέις δεν είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει. Ήταν φιλοξενούμενη. Ευχήθηκε να τον έβλεπε στην αγχόνη.

Εκείνος ανέλαβε δράση τόσο γοργά που σχεδόν έσβησε τη θύμηση της πρότερης απάθειάς του. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε βάλει τον ξερακιανό ασήμαντο γραμματέα του να έρθει με μια μακριά περγαμηνή, όπου όλα ήταν ήδη γραμμένα, κι ακόμα κι ένα αντίγραφο της Σφραγίδας του Άντορ, που η Μοργκέις δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει από το πραγματικό.

Ασχέτως του αν είχε επιλογή ή όχι, διάβασε επιδεικτικά τους όρους. Δεν ήταν διαφορετικοί από εκείνους που περίμενε. Ο Νάιαλ θα οδηγούσε τους Λευκομανδίτες για να ανακτήσει το θρόνο της, αλλά υπήρχε ένα κόστος, έστω κι αν δεν αναφερόταν έτσι. Χίλιοι Λευκομανδίτες θα στρατωνιζόταν στο Κάεμλυν, με δικά τους δικαστήρια, εκτός του Αντορινού νόμου, επ’ άπειρον. Οι Λευκομανδίτες θα ήταν ίσοι των Φρουρών της Βασίλισσας σ’ ολόκληρο το Άντορ, επ’ άπειρον. Ίσως να χρειαζόταν όλη της τη ζωή για να πάρει πίσω την υπογραφή της, και της Ηλαίην επίσης, όμως η εναλλακτική θα ήταν ο αλ’Θόρ με το Θρόνο του Λιονταριού για τρόπαιο. Αν ξανακαθόταν ποτέ γυναίκα εκεί, θα ήταν η Ελένια ή η Νάεαν ή κάποια του συναφιού τους, μαριονέτες του αλ’Θόρ. Ή αυτό ή η Ηλαίην σαν μαριονέτα του Πύργου· η Μοργκέις δεν πειθόταν ότι μπορούσε να εμπιστευτεί τον Πύργο.

Υπέγραψε ολοκάθαρα το όνομά της, πίεσε την αντιγραμμένη Σφραγίδα στο κόκκινο βουλοκέρι που έσταξε ο γραμματέας του Νάιαλ στο κάτω μέρος του φύλλου. Το Λιοντάρι του Άντορ κυκλωμένο από το Στέμμα του Ρόδου. Να, λοιπόν, ήταν η πρώτη βασίλισσα που δέχτηκε να μπουν ξένα στρατεύματα σε Αντορινά εδάφη.

«Πόσο σύντομα...;» Της ήταν πιο δύσκολο να το πει απ’ όσο φανταζόταν. «Πόσο σύντομα θα ξεκινήσουν οι λεγεώνες σου;»

Ο Νάιαλ κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά στο τραπέζι. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί εκτός από την πένα και το μελάνι, ένα βαζάκι με άμμο κι ένα κοντόχοντρο κομμάτι καψαλισμένο βουλοκέρι, σαν να είχε γράψει πρόσφατα γράμμα. Έβαλε την υπογραφή του στη συνθήκη και πάτησε τη δική του σφραγίδα, έναν πολυάκτινο ήλιο σε χρυσό κερί, κι ύστερα έδωσε την περγαμηνή στον γραμματέα του. «Βάλε το στην αίθουσα των εγγράφων, Μπάλγουερ. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να κινηθώ όσο γρήγορα νόμιζα, Μοργκέις. Υπάρχουν εξελίξεις τις οποίες πρέπει να λάβω υπ’ όψιν. Δεν είναι κάτι που σε αφορά. Απλώς είναι θέμα του πώς να κινηθώ καλύτερα σε ζητήματα που δεν σχετίζονται με το Άντορ. Θέλω να το λάβεις αυτό σαν να είναι κάτι που μου προσφέρει περισσότερο χρόνο να απολαύσω τη συντροφιά σου».

Ο Μπάλγουερ υποκλίθηκε κομψά αν και με κάποια αυστηρότητα, όμως η Μοργκέις ήταν σχεδόν σίγουρη ότι τα μάτια του πετάχτηκαν προς τον Νάιαλ όλο έκπληξη. Κι η ίδια είχε σχεδόν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο Νάιαλ την πίεζε, την ξαναπίεζε και τώρα είχε να σκεφτεί άλλα πράγματα; Ο Μπάλγουερ έφυγε βιαστικά, σαν να φοβόταν μήπως η Μοργκέις προσπαθούσε να του αρπάξει τη συνθήκη και να τη σκίσει, όμως αυτό ήταν το τελευταίο που θα περνούσε τώρα από το μυαλό της. Τουλάχιστον, δεν θα κρεμούσαν άλλους. Τα υπόλοιπα θα τα αντιμετώπιζε όταν μπορούσε. Σταδιακά. Η πεισματική αντίστασή της είχε αποτύχει, όμως τώρα είχε πάλι χρόνο, ένα αναπάντεχο δώρο που δεν έπρεπε να το σπαταλήσει. Τη χαρά της συντροφιάς της;

Χάραξε στο πρόσωπό της ένα φιλικό χαμόγελο. «Νιώθω σαν να έχει φύγει ένα βάρος από τους ώμους μου. Πες μου, παίζεις λίθους;»

«Θεωρούμαι επαρκής παίκτης». Το χαμόγελο με το οποίο της απάντησε στην αρχή έδειξε έκπληξη και μετά θυμηδία.

Η Μοργκέις κοκκίνισε, κατάφερε όμως να μη φανερώσει θυμό στο πρόσωπό της. Ίσως ήταν προτιμότερο να τη θεωρήσει τώρα νικημένη. Κανείς δεν παρακολουθούσε με προσοχή έναν ηττημένο αντίπαλο, ούτε τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, κι αν η Μοργκέις πρόσεχε, με τον καιρό θα άρχιζε να ανακτά αυτά που είχε δώσει πριν φύγουν οι στρατιώτες του από την Αμαδισία. Είχε μια πολύ καλή δασκάλα στο Παιχνίδι των Οίκων.

«Θα προσπαθήσω να μην είμαι κακή αντίπαλος, αν θα ήθελες να παίξουμε». Η ίδια ήταν παραπάνω από επαρκής, ίσως παραπάνω από καλή, αλλά φυσικά θα έπρεπε να χάσει, αν κι όχι τόσο εύκολα ώστε να βαρεθεί εκείνος. Δεν της άρεσε καθόλου να χάνει.


Σμίγοντας τα φρύδια, ο Ασουνάγουα ταμπούρλισε τα δάχτυλά του στο επίχρυσο μπράτσο της καρέκλας του. Πάνω από το κεφάλι του, η ποιμενική ράβδος ήταν δουλεμένη με ένα αστραφτερό φινίρισμα σε έναν κατάλευκο δίσκο στη ράχη της καρέκλας. «Η μάγισσα κλονίστηκε», μουρμούρισε.

Ο Σάρεν απάντησε σαν να ήταν κατηγορία. «Μερικούς ανθρώπους έτσι τους επηρεάζει το κρέμασμα. Τους Σκοτεινόφιλους τους συγκεντρώσαμε χθες· μου είπαν ότι έψελναν κάποια τροπάρια στη Σκιά όταν ο Τρομ έσπασε την πόρτα. Ερεύνησα, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να τους ρωτήσει αν είχαν διασυνδέσεις μαζί της». Τουλάχιστον δεν σάλεψε τα πόδια του· στεκόταν ευθυτενής όπως άρμοζε στα Τέκνα του Φωτός.

Ο Ασουνάγουα απέρριψε τις εξηγήσεις του με μια ελαφρά κίνηση του χεριού. Φυσικά και δεν υπήρχε σχέση, πέρα από το γεγονός ότι εκείνη ήταν μάγισσα κι αυτοί Σκοτεινόφιλοι. Στο κάτω-κάτω, η μάγισσα βρισκόταν στο Φρούριο του Φωτός. Πάντως, ήταν ανήσυχος.

«Ο Νάιαλ με έστειλε να τη φέρω λες κι ήμουν σκυλί», παραπονέθηκε ο Σάρεν. «Παραλίγο θα έκανα εμετό, τόσο κοντά που στεκόμουν σε μια μάγισσα. Τα χέρια μου λαχταρούσαν το λαιμό της».

Ο Ασουνάγουα δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει· μόλις που τον άκουγε. Φυσικά κι ο Νάιαλ μισούσε το Χέρι. Οι περισσότεροι μισούσαν αυτό που φοβούνταν. Όχι, είχε στο νου του τη Μοργκέις. Σύμφωνα με όλες τις πηγές, δεν ήταν αδύναμη. Είχε αντιμετωπίσει αρκετά καλά τον Νάιαλ· οι περισσότεροι θα κατέρρεαν μόλις βρίσκονταν μέσα στο Φρούριο. Θα του χαλούσε μερικά σχέδια αν τελικά αποδεικνυόταν ότι ήταν αδύναμη. Είχε όλες τις λεπτομέρειες στο νου του: κάθε μέρα της δίκης της θα υπήρχαν παρόντες πρεσβευτές από όλες τις χώρες που μπορούσαν ακόμα να στείλουν πρεσβευτές, μέχρι τελικά τη δραματική ομολογία της —που θα της την αποσπούσαν τόσο επιδέξια ώστε κανείς δεν θα έβρισκε το παραμικρό ψεγάδι— και τις τελετές που θα συνόδευαν την εκτέλεση της. Θα υπήρχε μια ξεχωριστή αγχόνη ειδικά γι’ αυτήν, και θα τη διατηρούσαν για να θυμίζει τη στιγμή.

«Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει να αντιστέκεται στον Νάιαλ», είπε, μ’ ένα χαμόγελο που κάποιοι θα το χαρακτήριζαν ήπιο κι ευλαβικό. Ακόμα κι η υπομονή του Νάιαλ δεν θα κρατούσε παντοτινά. Στο τέλος θα αναγκαζόταν να την παραδώσει στη δικαιοσύνη.

Загрузка...