Η Εγκουέν έμεινε να κοιτάζει τη Σέριαμ, απορώντας μήπως έπρεπε να γελάσει. Ίσως στο διάστημα που είχε περάσει με τους Αελίτες να είχε ξεχάσει τι θεωρούσαν χιούμορ οι Άες Σεντάι. Η Σέριαμ της αντιγύρισε τη ματιά με το αγέραστο, ατάραχο πρόσωπό της, ενώ τα γερτά μάτια της έμοιαζαν να μην ανοιγοκλείνουν καθόλου. Η Εγκουέν κοίταξε τις άλλες. Επτά πρόσωπα δίχως έκφραση, απλώς με ένα ύφος αναμονής. Η Σιουάν μπορεί να χαμογελούσε αμυδρά, όμως το «χαμόγελο» ίσως να ήταν η φυσική καμπύλη των χειλιών της. Το τρεμάμενο φως από τις λάμπες ξαφνικά έκανε τα χαρακτηριστικά τους να δείξουν παράξενα κι απάνθρωπα.
Η Εγκουέν ένιωσε το κεφάλι της ελαφρύ, τα γόνατά της αδύναμα. Δίχως σκέψη, άφησε το κορμί της να σωριαστεί στην καρέκλα με την ίσια ράχη. Και ξανασηκώθηκε αμέσως. Αυτό της καθάρισε το νου· τουλάχιστον λιγάκι. «Δεν είμαι καν Άες Σεντάι», είπε ξέπνοα. Αυτή η απάντηση έμοιαζε αρκετά ουδέτερη. Πρέπει να ήταν κάποιο αστείο ή... ή... ή κάτι.
«Αυτό μπορούμε να το παρακάμψουμε», είπε σθεναρά η Σέριαμ, σφίγγοντας για έμφαση το ανοιχτογάλανο σάλι της.
Οι μελένιες κοτσίδες της Μπεόνιν λικνίστηκαν όταν ένευσε. «Η Έδρα της Άμερλιν είναι Άες Σεντάι — ο νόμος είναι σαφής επ’ αυτού· σε αρκετά σημεία αναγράφεται, “η Έδρα της Άμερλιν ως Άες Σεντάι” — μα πουθενά δεν λέει ότι είναι υποχρεωτικό να είσαι Άες Σεντάι για να γίνεις Έδρα της Άμερλιν». Όλες οι Άες Σεντάι έπρεπε να γνωρίζουν το νόμο του Πύργου, όμως οι Γκρίζες, ως μεσολαβήτριες, έπρεπε να ξέρουν τους νόμους όλων των χωρών, κι η Μπεόνιν πήρε ύφος δασκαλίστικο, σαν να εξηγούσε κάτι που καμία δεν ήξερε τόσο καλά όσο εκείνη. «Ο νόμος που καθορίζει την εκλογή της Άμερλιν λέει απλώς “η γυναίκα που καλείται” ή “εκείνη που παρουσιάζεται ενώπιον της Αίθουσας” ή άλλα παρόμοια. Από την αρχή ως το τέλος, οι λέξεις “Άες Σεντάι” δεν αναφέρονται ούτε μια φορά. Καμία απολύτως. Θα μπορούσαν μερικές να ισχυριστούν ότι πρέπει να εξετάσουμε την πρόθεση των συντακτών του, όμως είναι σαφές, ασχέτως των προθέσεων των γυναικών που έγραψαν το νόμο, πως—» Έσμιξε τα φρύδια όταν τη διέκοψε η Καρλίνυα.
«Χωρίς αμφιβολία θεωρούταν δεδομένο σε τέτοιο βαθμό που δεν υπήρχε λόγος να το δηλώσουν. Λογικά, όμως, κάθε νόμος σημαίνει αυτό που λέει, ό,τι κι αν νόμιζαν οι συντάκτες του ότι σημαίνει».
«Οι νόμοι σπανίως ασχολούνται με τη λογική», είπε ξινά η Μπεόνιν. «Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως», παραδέχτηκε μετά από μια στιγμή, «έχεις δίκιο». Πρόσθεσε, απευθυνόμενη στην Εγκουέν, «Κι η Αίθουσα έχει την ίδια άποψη».
Είχαν όλες σοβαρό ύφος, ακόμα κι η Ανάγια που είπε, «Θα γίνεις Άες Σεντάι, παιδί μου, μόλις αναγορευθείς Έδρα της Άμερλιν. Με δυο λόγια, αυτό είναι το ζήτημα». Ακόμα κι η Σιουάν ήταν σοβαρή, παρά το χαμογελάκι. Ήταν όντως χαμόγελο.
«Μπορείς να δώσεις τους Τρεις Όρκους όταν ξαναβρεθούμε στον Πύργο», της είπε η Σέριαμ. «Σκεφτήκαμε να σε βάλουμε να τους πεις ούτως ή άλλως, αλλά χωρίς τη Ράβδο των Όρκων, ίσως θεωρηθεί απάτη. Καλύτερα να περιμένουμε».
Η Εγκουέν παραλίγο θα ξανακαθόταν, αλλά πρόφτασε να συγκρατηθεί. Ίσως να είχαν δίκιο οι Σοφές· ίσως το εν σώματι ταξίδι μέσω του Τελ’αράν’ριοντ να είχε κάνει κάτι στο μυαλό της. «Μα αυτό είναι τρέλα», διαμαρτυρήθηκε. «Δεν μπορώ να γίνω Άμερλιν. Είμαι... Είμαι...» Οι αντιρρήσεις μαζεύτηκαν στο στόμα της σ’ έναν κυκεώνα που δεν άφησε να βγει τίποτα. Παραήταν μικρή· η Σιουάν ήταν η μικρότερη Άμερλιν που είχε υπάρξει ποτέ, αλλά κι αυτή ακόμα ήταν τριάντα όταν είχε αναλάβει το αξίωμα. Μόλις είχε αρχίσει την εκπαίδευσή της, κι ας ήξερε τόσα για τον Κόσμο των Ονείρων· οι Άμερλιν διέθεταν γνώσεις κι εμπειρίες. Και σοφία· υποτίθεται πως ήταν σοφές. Η ίδια ένιωθε ζαλισμένη και μπερδεμένη. Οι περισσότερες γυναίκες περνούσαν δέκα χρόνια ως μαθητευόμενες και δέκα ως Αποδεχθείσες. Μπορεί να ήταν αλήθεια ότι μερικές προόδευαν πιο γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα μερικές φορές. Αυτό είχε συμβεί με τη Σιουάν. Αλλά η ίδια προσωπικά είχε περάσει λιγότερο από ένα χρόνο ως μαθητευόμενη, και ακόμα λιγότερο ως Αποδεχθείσα. «Είναι αδύνατον!» ήταν το καλύτερο επιχείρημα που μπόρεσε να επιστρατεύσει τελικά.
Η Μοργκέις ξεφύσηξε με τρόπο που της θύμισε τη Σορίλεα. «Έλα στα συγκαλά σου, παιδί μου, αλλιώς θα σε φέρω εγώ. Δεν είναι ώρα για να παραμιλάς και να μας λιγοθυμήσεις».
«Μα δεν ξέρω τι να κάνω! Το παραμικρό!» Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν γαλήνεψε την καρδιά της που βροντοχτυπούσε, αλλά βοήθησε. Λιγάκι. Η Αελίτισσα καρδιά. Ό,τι κι αν έκαναν, δεν θα τις άφηνε να την τρομοκρατήσουν. Κοίταξε το σκληρό, βαρύ πρόσωπο της Μόρβριν και πρόσθεσε, Μπορείς να με γδάρεις, αλλά δεν θα με τρομοκρατήσεις. «Είναι γελοίο, αυτό έχω να πω. Δεν θα κάτσω να γίνω ρεζίλι μπροστά σε όλες, κι αυτό ακριβώς θα συνέβαινε. Αν αυτός είναι ο λόγος που με κάλεσε η Αίθουσα, θα πω όχι».
«Φοβάμαι πως δεν έχεις αυτή την ευχέρεια», είπε η Ανάγια αναστενάζοντας κι έσιαξε τη ρόμπα της, ένα ψιλούτσικο πραγματάκι από ροζ μετάξι γεμάτο με ντελικάτες ιβουάρ δαντέλες. «Δεν μπορείς να αρνηθείς την κλήση να γίνεις Άμερλιν, όπως δεν θα μπορούσες να αρνηθείς την κλήση σε δίκη. Μάλιστα, η διατύπωση και στις δύο περιπτώσεις είναι η ίδια». Να κάτι που σου έδινε κουράγιο· μα βέβαια.
«Η επιλογή τώρα ανήκει στην Αίθουσα». Η Μυρέλ μίλησε κάπως λυπημένα, κι αυτό δεν βοήθησε το ηθικό της Εγκουέν.
Μ’ ένα ξαφνικό χαμόγελο, η Σέριαμ αγκάλιασε την Εγκουέν από τους ώμους. «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Θα σε βοηθάμε και θα σε καθοδηγούμε. Γι’ αυτό είμαστε εδώ».
Η Εγκουέν δεν είπε τίποτα. Δεν ήξερε τι να πει· ίσως το να υπακούς στο νόμο δεν σήμαινε ότι σε είχαν εκφοβίσει, αλλά η αίσθηση ήταν η ίδια. Οι άλλες πήραν τη σιωπή της για συναίνεση, και μέσα της σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν. Δίχως καθυστέρηση, έστειλαν τη Σιουάν —που άρχισε να γκρινιάζει για την αγγαρεία που της έβαζαν— να ξυπνήσει προσωπικά τις Καθήμενες και να τις πληροφορήσει ότι είχε φτάσει η Εγκουέν.
Στο σπίτι επικράτησε χάος πριν καν η Σιουάν βγει από την πόρτα. Το φόρεμα ιππασίας της Εγκουέν έγινε αντικείμενο μεγάλης συζήτησης —στην οποία η ίδια δεν είχε θέση— κι οι άλλες ξύπνησαν μια παχουλή γυναίκα που λαγοκοιμόταν σε μια καρέκλα σε ένα από τα πίσω δωμάτια και την έστειλαν, με αυστηρή προειδοποίηση να μην πει τίποτα, να φέρει όλα τα φορέματα των Αποδεχθεισών που ίσως ταίριαζαν στην Εγκουέν. Η Εγκουέν δοκίμασε οκτώ εκεί στο μπροστινό δωμάτιο, πριν βρει ένα που να της ταιριάζει, κατά κάποιον τρόπο. Ήταν στενό στο στήθος, αλλά, ευτυχώς, φαρδύ στους γοφούς. Όσο η υπηρέτρια έφερνε φορέματα κι η Εγκουέν τα δοκίμαζε, η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες έτρεχαν με τη σειρά τους να ντυθούν κι αυτές, και στο ενδιάμεσο της έλεγαν τι θα συνέβαινε και τι θα έπρεπε να κάνει και να πει.
Την έβαλαν να επαναλαμβάνει τα πάντα. Οι Σοφές πίστευαν ότι αρκούσε να πουν κάτι μια φορά, κι αλίμονο στην υποψήφια που δεν πρόσεχε και δεν άκουγε. Η Εγκουέν θυμόταν μερικά απ’ όσα είχε να πει από μια διάλεξη για τις μαθητευόμενες στον Πύργο, και τα έλεγε αυτολεξεί από την πρώτη φορά, όμως οι Άες Σεντάι τα επανέλαβαν και δεύτερη φορά και τρίτη. Η Εγκουέν δεν το καταλάβαινε. Αν δεν ήταν Άες Σεντάι, θα πίστευε πως τις είχε πιάσει νευρικότητα, παρά τη γαλήνη στα πρόσωπά τους. Αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος, και άρχισε να δίνει έμφαση σε διαφορετικές λέξεις.
«Να τα λες όπως σου τα λένε», την αποπήρε η Καρλίνυα με παγερό τόνο, κι η Μυρέλ, όχι πιο φιλικά, είπε, «Δεν έχεις περιθώριο για λάθη, παιδί μου. Ούτε για ένα λαθάκι!»
Την έκαναν να τα πει άλλες πέντε φορές, κι όταν διαμαρτυρήθηκε πως είχε επαναλάβει κάθε λέξη σωστά, κι απαρίθμησε ποιες θα στέκονταν πού και ποιες θα έλεγαν τι ακριβώς με τον τρόπο που της είχαν πει, της φάνηκε ότι η Μόρβριν θα της έστριβε το αυτί, αν δεν την προλάβαινε η Μπεόνιν ή η Καρλίνυα. Έσμιξαν τα φρύδια με ύφος σαν να τη χαστούκιζαν, κι η Σέριαμ την κοίταξε σαν να ήταν μαθητευόμενη που γκρίνιαζε. Η Εγκουέν αναστέναξε και ξανάρχισε να τα λέει από την αρχή. «Εισέρχομαι συνοδεία τριών εξ υμών...»
Μια σιωπηλή πομπή διέσχισε τους σχεδόν άδειους δρόμους που ήταν γεμάτοι σκιές από το φεγγαρόφωτο. Από τους σκόρπιους ανθρώπους που ήταν ακόμα έξω, ελάχιστοι τις κοίταξαν· έξι Άες Σεντάι με μια μοναχική Αποδεχθείσα ανάμεσά τους ίσως να ήταν συνηθισμένο θέαμα εδώ ή ίσως να μην ήταν, αλλά, όπως φαινόταν, δεν ήταν τόσο παράξενο που να προκαλέσει σχόλια. Τα παράθυρα που πριν ήταν φωτισμένα τώρα ήταν σκοτεινά· η σιγαλιά είχε αγκαλιάσει την πόλη και τα βήματά τους ακούγονταν πεντακάθαρα στο σκληρό χώμα του δρόμου. Η Εγκουέν άγγιξε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού, που ήταν πάλι στη θέση του στο αριστερό της χέρι. Τα γόνατά της έτρεμαν. Είχε προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τα πάντα, αλλά στον κατάλογο με «τα πάντα» δεν συμπεριλαμβανόταν αυτό το πράγμα.
Σταμάτησαν μπροστά σε ένα πέτρινο ορθογώνιο διώροφο κτήριο. Τα παράθυρα ήταν σκοτεινά, αλλά στο φως του φεγγαριού είχε όψη πανδοχείου. Η Καρλίνυα, η Μπεόνιν κι η Ανάγια θα έμεναν εδώ, κι οι δύο πρώτες δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένες· δεν γκρίνιαξαν, όπως δεν είχαν διαμαρτυρηθεί ούτε στο σπίτι νωρίτερα, αλλά έσιαξαν τα αψεγάδιαστα φορέματά τους και κράτησαν τα κεφάλια τους ψηλά κι αλύγιστα, χωρίς να κοιτάζουν την Εγκουέν.
Η Ανάγια χάιδεψε τα μαλλιά της Εγκουέν για να την ηρεμήσει. «Όλα θα πάνε καλά, παιδί μου». Είχε ένα δεματάκι κάτω από τη μασχάλη, το φόρεμα που θα έβαζε η Εγκουέν όταν τελείωναν όλα. «Μαθαίνεις γρήγορα».
Μέσα στο πέτρινο κτήριο ένα γκονγκ ήχησε βαθιά, μια φορά, δυο φορές, τρεις. Η Εγκουέν παραλίγο θα πηδούσε στον αέρα. Ακολούθησε μια στιγμιαία σιγή, και μετά το γκονγκ επανέλαβε το διαπεραστικό άσμα του. Η Μυρέλ ασυναίσθητα έσιαξε το φουστάνι της. Ξανάπεσε σιωπή, την οποία ακολούθησε το τριπλό κάλεσμα.
Η Σέριαμ άνοιξε την πόρτα κι η Εγκουέν την ακολούθησε μέσα, με τη Μυρέλ και τη Μόρβριν κατά πόδας. Έτσι όπως την περικύκλωναν, δεν μπορούσε να μη σκεφτεί πως ήταν σαν φρουροί που ήταν εκεί για να την προλάβουν μη τυχόν και το έσκαγε.
Η μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα δεν ήταν σκοτεινή, κάθε άλλο. Υπήρχαν παραταγμένες λάμπες στις κορνίζες τεσσάρων φαρδιών πέτρινων τζακιών, κι άλλες στις σκάλες που οδηγούσαν στον επόμενο όροφο, και στα κάγκελα του εσωτερικού μπαλκονιού. Σε κάθε γωνιά του δωματίου υπήρχε μια διχαλωτή λάμπα σε ορθοστάτη με καθρέφτη που πολλαπλασίαζε το φως. Κουβέρτες απλωμένες στα παράθυρα κρατούσαν όλο αυτό το φως μέσα.
Υπήρχαν εννιά καρέκλες σε σειρά στη δεξιά πλευρά κι άλλες τόσες στην αριστερή, που στρέφονταν προς το κέντρο σχηματίζοντας τριάδες. Οι γυναίκες που κάθονταν εκεί, οι Καθήμενες των έξι Άτζα τα οποία εκπροσωπούνταν στο Σαλιντάρ, φορούσαν επώμια και φορέματα στα χρώματα του Άτζα τους. Τα κεφάλια τους στράφηκαν προς την Εγκουέν, ενώ τα πρόσωπά τους φανέρωναν μόνο αταραξία και γαλήνη.
Στην άλλη άκρη του δωματίου ήταν άλλη μια καρέκλα, πάνω σε ένα μικρό βάθρο που έμοιαζε με μικρό κουτί. Ήταν ψηλή και βαριά, με ελικοειδή σχήματα σμιλεμένα τα πόδια και τη ράχη της, και την είχαν βάψει κίτρινη, σαν μίμηση επίχρυσης. Ένα επιτραχήλιο ήταν απλωμένο στα μπράτσα της, με ρίγες στα επτά χρώματα. Πολλά μίλια έμοιαζαν να χωρίζουν την Εγκουέν από αυτό το επιτραχήλιο.
«Ποια έρχεται ενώπιον της Αίθουσας του Πύργου;» ζήτησε να μάθει η Ρομάντα με ψιλή, καθαρή φωνή. Καθόταν λίγο πιο κάτω από τη χρυσή καρέκλα, απέναντι από τις τρεις Γαλάζιες αδελφές. Η Σέριαμ παραμέρισε ήρεμα, αποκαλύπτοντας την Εγκουέν.
«Μία που έρχεται υπάκουα, ακολουθώντας το Φως», είπε η Εγκουέν. Η φωνή της, τι παράξενο, δεν έτρεμε. Αποκλείεται να έκαναν τέτοιο πράγμα.
«Ποια έρχεται ενώπιον της Αίθουσας του Πύργου;» επανέλαβε προστακτικά η Ρομάντα.
«Μία που έρχεται ταπεινά, ακολουθώντας το Φως». Σε λιγάκι η σκηνή θα μεταμορφωνόταν σε δίκη, επειδή είχε υποκριθεί πως ήταν Άες Σεντάι. Ούτε καν δίκη· θα τη θωράκιζαν κατευθείαν και θα την κλείδωναν στο μπουντρούμι για πάντα, αν ήταν αυτός ο λόγος. Μα όμως...
«Ποια έρχεται ενώπιον της Αίθουσας του Πύργου;»
«Μία που έρχεται μετά από το κάλεσμα της Αίθουσας, υπάκουα και πειθήνια, ακολουθώντας το Φως, ζητώντας μόνο να αποδεχθεί τη βούληση της Αίθουσας».
Από τις Γκρίζες πίσω από τη Ρομάντα, σηκώθηκε μια μελαχρινή, λεπτή γυναίκα. Όντας η νεότερη Αδελφή, η Κουαμέσα έκανε την τελετουργική ερώτηση που χρονολογούταν από το Τσάκισμα του Κόσμου. «Υπάρχουν άλλοι πλην γυναικών εδώ;»
Η Ρομάντα έριξε πίσω το επώμιο της με μια μελετημένη κίνηση και το άφησε στη ράχη της καρέκλας της καθώς σηκωνόταν. Ως πρεσβύτερη, θα απαντούσε πρώτη. Εξίσου μελετημένα, έλυσε το φόρεμά της και το κατέβασε ως τη μέση της μαζί με το μισοφόρι της. «Είμαι γυναίκα», δήλωσε.
Με προσοχή, η Κουαμέσα άφησε το επώμιό της στην καρέκλα της και γδύθηκε ως τη μέση. «Είμαι γυναίκα», είπε.
Οι άλλες τότε σηκώθηκαν κι άρχισαν να γυμνώνονται, και δείχνοντας την απόδειξη, η καθεμιά ανακοίνωνε πως ήταν γυναίκα. Η Εγκουέν πάλεψε λιγάκι με το στενό στον κόρφο φόρεμα Αποδεχθείσας που της είχαν βρει και χρειάστηκε να τη βοηθήσει η Μυρέλ για να το ξεκουμπώσει, αλλά γρήγορα οι τέσσερις βρέθηκαν γυμνές σαν τις υπόλοιπες.
«Είμαι γυναίκα», είπε η Εγκουέν μαζί με τις άλλες.
Η Κουαμέσα έκανε αργά το γύρο του δωματίου· κοντοστεκόταν μπροστά σε κάθε γυναίκα για να την κοιτάξει κατάματα, σχεδόν προσβλητικά, κι ύστερα σταμάτησε πάλι μπροστά στη δική της καρέκλα κι ανακοίνωσε πως «μόνο γυναίκες ήταν παρούσες». Οι Άες Σεντάι κάθισαν κι οι περισσότερες άρχισαν να ξαναβάζουν τα φορέματά τους. Χωρίς να πολυβιάζονται αλλά ούτε χάνοντας χρόνο. Της Εγκουέν της ήρθε να κουνήσει το κεφάλι. Αυτή θα ντυνόταν μονάχα αργότερα, στην τελετή. Πριν από πολύ καιρό, το ερώτημα της Κουαμέσα θα απαιτούσε περαιτέρω αποδείξεις· τον παλιό καιρό, οι επίσημες τελετές διεξάγονταν «με ένδυμα το Φως», δηλαδή μέσα στη γύμνια. Τι γνώμη θα είχαν αυτές οι γυναίκες για τα ατμόλουτρα των Σοφών και τα Σιναρανά λουτρά;
Δεν είχε χρόνο για σκέψεις.
«Ποια συνηγορεί υπέρ αυτής της γυναίκας», είπε η Ρομάντα, «κι ορκίζεται γι’ αυτήν, καρδιά για καρδιά, ψυχή για ψυχή, ζωή για ζωή;». Στεκόταν ολόρθη με αυστηρή αξιοπρέπεια, ενώ ο παχουλός κόρφος της έμενε ακόμα γυμνός.
«Εγώ ορκίζομαι», είπε σθεναρά η Σέριαμ, και μια στιγμή αργότερα την ακολούθησαν με τη σειρά τους οι δυνατές φωνές της Μόρβριν και της Μυρέλ.
«Προχωρεί μπροστά, Εγκουέν αλ’Βέρ», πρόσταξε αυστηρά η Ρομάντα. Η Εγκουέν προχώρησε τρία βήματα και γονάτισε· ένιωθε ένα μούδιασμα. «Τι γυρεύεις εδώ, Εγκουέν αλ’Βέρ;»
Στ’ αλήθεια είχε μουδιάσει· δεν ένιωθε τίποτα. Δεν θυμόταν ούτε τις απαντήσεις που θα έδινε, αλλά με κάποιον τρόπο αυτές ξεπήδησαν από τη γλώσσα της. «Με κάλεσε η Αίθουσα του Θρόνου».
«Τι επιζητείς, Εγκουέν αλ’Βέρ;»
«Να υπηρετήσω τον Λευκό Πύργο, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο». Μα το Φως, θα το έκαναν στ’ αλήθεια!
«Πώς θα τον υπηρετούσες, Εγκουέν αλ’Βέρ;»
«Με την καρδιά και την ψυχή και τη ζωή μου, ακολουθώντας το Φως. Δίχως φόβους κι εύνοιες, ακολουθώντας το Φως».
«Πού θα τον υπηρετούσες, Εγκουέν αλ’Βέρ;»
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Ακόμα είχε περιθώριο να δώσει τέλος σ’ αυτή τη βλακεία. Αποκλείεται να την έβαζαν πραγματικά στη... «Στην Έδρα της Άμερλιν, αν συμφωνεί η Αίθουσα του Πύργου». Η ανάσα της πάγωσε. Τώρα ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω. Ίσως ακόμα και τότε στην Καρδιά της Πέτρας να ήταν ήδη αργά.
Η Ντελάνα ήταν η πρώτη που σηκώθηκε, και τη μιμήθηκαν η Κουαμέσα, η Τζάνυα κι οι άλλες, ώσπου οι εννιά Καθήμενες βρέθηκαν να στέκονται μπροστά στις καρέκλες τους, υποδηλώνοντας αποδοχή. Η Ρομάντα ήταν ακόμα ακούνητη στην καρέκλα της. Εννιά από τις δεκαοκτώ. Η αποδοχή έπρεπε να είναι ομόφωνη —η Αίθουσα πάντα ζητούσε την κοινή συναίνεση· στο τέλος, όλες οι ψηφοφορίες ήταν ομόφωνες, αν και καμιά φορά χρειάζονταν πολλές συζητήσεις για να γίνει αυτό— αλλά απόψε δεν θα υπήρχε συζήτηση, πέρα από τις τελετουργικές φράσεις, κι αυτή η ψηφοφορία απείχε μόνο μία ψήφο από την απόρριψη. Η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες την είχαν κοροϊδέψει όταν είχε πει πως ίσως να συνέβαινε αυτό, αλλά την είχαν προειδοποιήσει, σχεδόν παρεμπιπτόντως, ότι υπήρχε πιθανότητα να συμβεί. Δεν ήταν απόρριψη, αλλά μια δήλωση ότι οι Καθήμενες που έμεναν στις καρέκλες τους δεν θα ήταν υπάκουα σκυλάκια. Ήταν απλώς μια χειρονομία, μια συμβολική κίνηση, κατά τα λεγόμενα της Σέριαμ, αλλά κοιτώντας τα αυστηρά πρόσωπα της Ρομάντα και της Λελαίν, ελάχιστα ψηλότερα από το γυμνό της στήθος, η Εγκουέν δεν ήταν καθόλου σίγουρη γι’ αυτό. Της είχαν πει, επίσης, ότι θα έμεναν καθιστές το πολύ τρεις ή τέσσερις.
Δίχως λέξη, οι γυναίκες που στέκονταν κάθισαν ξανά. Καμία δεν μίλησε, όμως η Εγκουέν ήξερε τι να κάνει. Το μούδιασμά της είχε εξαφανιστεί.
Σηκώθηκε και πλησίασε την κοντινότερη Καθήμενη, μια στενοπρόσωπη Πράσινη ονόματι Σαμάλιν που είχε παραμείνει στη θέση της. Καθώς η Εγκουέν γονάτιζε ξανά μπροστά στη Σαμάλιν, η Σέριαμ γονάτισε πλάι της, με μια φαρδιά λεκάνη με νερό στα χέρια. Στην επιφάνεια του νερού χόρευαν κυματάκια. Η Σέριαμ φαινόταν ατάραχη και στεγνή, ενώ η Εγκουέν είχε αρχίσει να γυαλίζει από τον ιδρώτα, όμως τα χέρια της Σέριαμ έτρεμαν. Η Μόρβριν γονάτισε κι έδωσε στην Εγκουέν ένα πανί, ενώ η Μυρέλ περίμενε στο πλάι της με πετσέτες στον πήχυ. Η Μυρέλ για κάποιο λόγο φαινόταν θυμωμένη.
«Σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου να υπηρετήσω», είπε η Εγκουέν. Κοιτώντας ίσια μπροστά, η Σαμάλιν ύψωσε τα φουστάνια της ως το γόνατο. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Η Εγκουέν έπλυνε και σκούπισε κάθε πόδι, και μετά προχώρησε στην επόμενη Πράσινη, μια στρουμπουλή γυναίκα που λεγόταν Μάλιντ. Η Σέριαμ κι οι άλλες τής είχαν πει τα ονόματα όλων των Καθήμενων. «Σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου να υπηρετήσω». Η Μάλιντ είχε ωραίο πρόσωπο με σαρκώδη χείλη και μαύρα μάτια που έμοιαζαν μαθημένα στο χαμόγελο, μα τώρα δεν χαμογελούσε. Ήταν μια από κείνες που είχαν σταθεί, μα και τα δικά της πόδια ήταν γυμνά.
Ήταν γυμνά τα πόδια όλων των Καθήμενων, σ’ όλο το γύρο του δωματίου. Καθώς η Εγκουέν έπλενε όλα αυτά τα πόδια, αναρωτήθηκε αν οι Καθήμενες ήξεραν πόσες θα έμεναν όρθιες. Ολοφάνερα ήξεραν ότι κάποιες δεν θα σηκώνονταν, ότι θα απαιτούσαν αυτή την τελετή. Δεν ήξερε περισσότερα για τον τρόπο που λειτουργούσε η Αίθουσα του Πύργου απ’ όσα της είχαν πει σ’ εκείνη τη διάλεξη για μαθητευόμενες. Πρακτικά μιλώντας, δεν ήξερε τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει.
Έπλυνε και σκούπισε και το τελευταίο πόδι —ήταν της Τζάνυα, που έσμιγε τα φρύδια, σαν να σκεφτόταν κάτι ολότελα διαφορετικό· τουλάχιστον αυτή είχε σηκωθεί— και μετά πέταξε το πανί στη λεκάνη, ξαναγύρισε στη θέση της στο τέλος των σειρών από τις καρέκλες και γονάτισε. «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να υπηρετήσω». Αλλη μια ευκαιρία.
Για άλλη μια φορά, η Ντελάνα ήταν η πρώτη που σηκώθηκε, όμως τώρα η Σαμάλιν την ακολούθησε αμέσως. Καμία δεν σηκώθηκε με βιάση, όμως μία-μία σηκώθηκαν, ώσπου στο τέλος έμειναν καθιστές μόνο η Λελαίν κι η Ρομάντα, κοιτώντας η μια την άλλη, όχι την Εγκουέν. Στο τέλος, η Λελαίν ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους, σήκωσε χωρίς βιασύνη το πάνω μέρος του φορέματός της και σηκώθηκε. Η Ρομάντα γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την Εγκουέν. Έμεινε να την κοιτάζει τόση ώρα, που η Εγκουέν άρχισε να νιώθει τον ιδρώτα που κυλούσε ανάμεσα στα στήθη και κατηφόριζε τα πλευρά της. Στο τέλος, με μεγαλοπρεπή βραδύτητα, η Ρομάντα ξαναντύθηκε και μιμήθηκε τις άλλες. Η Εγκουέν άκουσε μια πνιχτή ανάσα ανακούφισης από πίσω της, όπου περίμεναν η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες.
Ακόμα δεν είχαν τελειώσει, φυσικά. Η Ρομάντα κι η Λελαίν ήρθαν μαζί για να την οδηγήσουν στη βαμμένη κίτρινη καρέκλα. Η Εγκουέν στάθηκε μπροστά της, κι οι δύο γυναίκες της ξανασήκωσαν το πάνω μέρος του φορέματος της κι άπλωσαν το επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν γύρω από τους ώμους της ενώ τόσο αυτές όσο κι οι άλλες Καθήμενες έλεγαν, «Ανήλθες στην Έδρα της Άμερλιν, στη δόξα του Φωτός, έτσι ώστε ο Λευκός Πύργος να διαρκέσει παντοτινά. Η Εγκουέν αλ’Βέρ, Φύλακας των Σφραγίδων, Φλόγα της Ταρ Βάλον, Έδρα της Άμερλιν». Η Λελαίν έβγαλε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού από το αριστερό χέρι της Εγκουέν και το έδωσε στη Ρομάντα, η οποία της το πέρασε στο δεξί. «Είθε το Φως να φωτίζει την Έδρα της Άμερλιν και τον Λευκό Πύργο».
Η Εγκουέν έβαλε τα γέλια. Η Ρομάντα βλεφάρισε, η Λελαίν τινάχτηκε, και δεν ήταν οι μόνες που αντέδρασαν. «Μόλις θυμήθηκα κάτι», είπε, και πρόσθεσε, «κόρες μου». Έτσι αποκαλούσαν οι Άμερλιν τις Άες Σεντάι. Αυτό που είχε θυμηθεί ήταν το τι θα έκανε έπειτα. Άθελά της, σκέφτηκε ότι ήταν το αντίτιμο που είχε κάνει πιο εύκολη τη διαδρομή της ταξιδεύοντας μέσω του Τελ’αράν’ριοντ. Η Εγκουέν αλ’Βέρ, Φύλακας των Σφραγίδων, Φλόγα της Ταρ Βάλον, η Έδρα της Άμερλιν, κατάφερε να καθίσει σε κείνη τη σκληρή ξύλινη καρέκλα χωρίς να χαμηλώσει το κορμί της αργά, και χωρίς να μορφάσει. Και τα δύο θεώρησε ότι ήταν θρίαμβος της θέλησης της.
Η Σέριαμ κι η Μυρέλ κι η Μόρβριν προχώρησαν μπροστά —τα γαλήνια πρόσωπά τους δεν αποκάλυπταν τώρα ποια είχε αφήσει μια ανάσα ανακούφισης πριν— κι οι Καθήμενες σχημάτισαν μια ουρά πίσω τους που έφτανε ως την πόρτα. Είχαν μπει με σειρά βάσει της ηλικίας τους, κι η Ρομάντα ήταν τελευταία απ’ όλες.
Η Σέριαμ άπλωσε τα φουστάνια της, κλίνοντας το γόνυ βαθιά. «Σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου να υπηρετήσω, Μητέρα».
«Μπορείς να υπηρετήσεις τον Πύργο, κόρη μου», απάντησε η Εγκουέν όσο πιο σοβαρά μπορούσε. Η Σέριαμ της φίλησε το δαχτυλίδι και παραμέρισε, ενώ η Μυρέλ έκανε κι αυτή μια γονυκλισία.
Έτσι προχώρησε όλη η σειρά. Υπήρχαν κάποιες εκπλήξεις στην ιεράρχηση. Καμία από τις Καθήμενες δεν ήταν πραγματικά μικρή, παρ’ όλο που είχαν το γνώριμο πρόσωπο των Άες Σεντάι, όμως η ανοιχτόξανθη Ντελάνα, που η Εγκουέν νόμιζε πως ήταν ηλικιωμένη όσο κι η Ρομάντα, ήταν λιγάκι πιο πριν από τη μέση της σειράς, ενώ η Λελαίν κι η Τζάνυα, ομορφούλες κι οι δύο με μια υποψία γκρίζου μέσα στα μελαχρινά μαλλιά τους, ήταν ακριβώς μπροστά από την ασπρομάλλα Κίτρινη. Καθεμιά πλησίαζε, έκανε τη γονυκλισία της, φιλούσε το δαχτυλίδι της Εγκουέν εντελώς ανέκφραστα —αν και μερικές έριχναν μια ματιά στο φόρεμά της με τις οριζόντιες ρίγες στον ποδόγυρο— κι έβγαιναν από μια πίσω πόρτα του δωματίου δίχως άλλη λέξη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα γίνονταν κι άλλα, όμως το υπόλοιπο της τελετής θα συνεχιζόταν το ξημέρωμα.
Στο τέλος η Εγκουέν βρέθηκε μόνη με τις τρεις γυναίκες που είχαν συνηγορήσει υπέρ της. Ακόμα δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό. Η Μυρέλ πήρε να φέρει μέσα τις άλλες τρεις, ενώ η Εγκουέν σηκωνόταν όρθια. «Τι θα συνέβαινε αν δεν σηκωνόταν η Ρομάντα;» Θεωρητικά θα υπήρχε άλλη μια ευκαιρία, άλλος ένας γύρος στον οποίο θα ξανάπλενε τα πόδια τους και θα ζητούσε να της επιτραπεί να υπηρετήσει, αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι θα υπήρχε και τρίτος γύρος, αν η Ρομάντα την καταψήφιζε για δεύτερη φορά.
«Τότε, πιθανότατα θα γινόταν Άμερλιν η ίδια ύστερα από λίγες μέρες», απάντησε η Σέριαμ. «Ή αυτή ή η Λελαίν».
«Δεν εννοούσα αυτό», είπε η Εγκουέν. «Τι θα συνέβαινε σε μένα; Θα ξαναγινόμουν Αποδεχθείσα;» Η Ανάγια κι οι άλλες ήρθαν βιαστικά, χαμογελαστές, κι η Μυρέλ βοήθησε την Εγκουέν να βγάλει το λευκό φόρεμα με τις ρίγες και να βάλει ένα ανοιχτοπράσινο μεταξωτό που θα το φορούσε ίσα-ίσια για να φτάσει στο κρεβάτι της. Ήταν αργά, όμως η Άμερλιν δεν μπορούσε να τριγυρνά με το φόρεμα μιας Αποδεχθείσας.
«Πιθανότατα», απάντησε η Μόρβριν έπειτα από μια στιγμούλα. «Δεν ξέρω αν θα ήταν τύχη κάτι τέτοιο ή όχι, το να είσαι μια Αποδεχθείσα που όλες οι Καθήμενες θα ήξεραν ότι παραλίγο θα γινόσουν Έδρα της Άμερλιν».
«Ελάχιστες φορές έχει συμβεί», είπε η Μπεόνιν, «όμως μια γυναίκα που αρνείται την Έδρα της Άμερλιν συνήθως εξορίζεται. Η Αίθουσα επιδιώκει την αρμονία και μια τέτοια γυναίκα άθελά της θα ήταν πηγή αναταραχής».
Η Σέριαμ κοίταξε κατάματα την Εγκουέν, σαν να ήθελε να χαράξει τα λόγια στο μυαλό της. «Σίγουρα θα εξοριζόμασταν. Θα ήταν βέβαιο για τη Μυρέλ, τη Μόρβριν κι εμένα, εφόσον συνηγορήσαμε υπέρ σου, και πιθανόν επίσης για την Καρλίνυα, την Μπεόνιν και την Ανάγια». Άστραψε ένα άξαφνο χαμόγελο. «Μα δεν έγινε έτσι. Η νέα Άμερλιν υποτίθεται πως περνά την πρώτη νύχτα της με διαλογισμό και προσευχή, όμως όταν η Μυρέλ τελειώσει μ’ αυτά τα κουμπιά, ίσως θα ήταν καλύτερο να περάσουμε ένα μέρος της βραδιάς λέγοντάς σου πώς έχει η κατάσταση στο Σαλιντάρ».
Όλες την κοίταζαν. Η Μυρέλ ήταν πίσω της, κουμπώνοντας το τελευταίο κουμπί, όμως η Εγκουέν ένιωθε το βλέμμα της γυναίκας πάνω της. «Ναι. Ναι, νομίζω πως αυτό είναι το καλύτερο».