16 Τα Λόγια του Τροχού

Με το Σκήπτρο του Δράκοντα στα γόνατα, ο Ραντ αναπαυόταν στο Θρόνο του Δράκοντα. Ή τουλάχιστον έκανε ότι αναπαυόταν. Οι θρόνοι δεν ήταν φτιαγμένοι για να χαλαρώνεις, πολύ λιγότερο αυτός, έτσι του φαινόταν, αλλά αυτό ήταν ένα μόνο μέρος της δυσκολίας. Ένα άλλο ήταν ότι επίσης ένιωθε την Αλάνα, κάτι που τον έτρωγε μέσα του. Αν το έλεγε στις Κόρες, αυτές θα... Όχι. Πώς ήταν δυνατόν έστω και να σκεφτεί κάτι τέτοιο; Την είχε τρομάξει αρκετά και δεν θα σήκωνε πια κεφάλι· η Αλάνα δεν είχε προσπαθήσει καθόλου να μπει στην Έσω Πόλη. Ο Ραντ θα το μάθαινε αν το επιχειρούσε. Όχι, προς το παρόν η Αλάνα ήταν μικρότερο πρόβλημα από το μαξιλαράκι του θρόνου το οποίο δεν έκανε δουλειά.

Παρά το γαλάζιο ασημοκέντητο σακάκι που ήταν κουμπωμένο ως το λαιμό, η ζέστη δεν τον άγγιζε —τώρα είχε καταλάβει καλύτερα το τέχνασμα του Τάιμ— αλλά, αν η ανυπομονησία προκαλούσε ιδρώτα, τώρα ο Ραντ θα έσταζε σαν να είχε βγει από ποτάμι. Δεν του ήταν δύσκολο να μείνει δροσερός. Δύσκολο του ήταν να μείνει ακίνητος. Σκοπός του ήταν να παραδώσει στην Ηλαίην ένα Άντορ ολόκληρο κι άθικτο, κι αυτό το πρωί θα έκανε το πρώτο πραγματικό βήμα για να το πετύχει. Αν εκείνες έφταναν κάποια στιγμή.

«...κι επιπροσθέτως», είπε με μονότονη φωνή ο ψηλός ξερακιανός που στεκόταν μπροστά στο Θρόνο, «1423 πρόσφυγες από το Μουράντυ, 567 από την Αλτάρα κι 109 από το Ίλιαν. Στο βαθμό που έχει προχωρήσει η καταμέτρηση εντός της κύριας πόλης, σπεύδω να προσθέσω». Του Χάλγουιν Νόρυ του είχαν μείνει κάτι λίγες τούφες γκρίζων μαλλιών και τώρα είχαν ορθωθεί σαν φτερά για γράψιμο πίσω από τα αυτιά του, κάτι που του ταίριαζε, μιας κι ήταν ο αρχιγραφιάς της Μοργκέις. «Προσέλαβα είκοσι τρεις γραφείς επιπροσθέτως για την καταγραφή, αλλά οι αριθμοί ακόμα είναι ανεπαρκείς για...»

Ο Ραντ έπαψε να τον ακούει. Παρ’ όλο που ένιωθε ευγνωμοσύνη που ο άνθρωπος αυτός δεν το είχε σκάσει, όπως είχαν κάνει τόσοι και τόσοι άλλοι, δεν ήταν βέβαιος ότι ο Νόρυ θεωρούσε πραγματικό οτιδήποτε έξω από τους αριθμούς στα κατάστιχα του. Ανακοίνωνε με τον ίδιο κουραστικό τόνο τον αριθμό των νεκρών της βδομάδας και την τιμή των γογγυλιών που έφερναν από την ύπαιθρο, φρόντιζε για τις καθημερινές ταφές των προσφύγων που πέθαιναν δίχως χρήματα και φίλους με την ίδια έλλειψη φρίκης και χαράς που έδειχνε όταν προσλάμβανε λιθοδόμους για να ελέγξουν τις επισκευές στα τείχη της πόλης. Το Ίλιαν γι’ αυτόν ήταν άλλη μία πόλη, όχι η φωλιά του Σαμαήλ, κι ο Ραντ ήταν άλλος ένας κυβερνήτης.

Πού είναι; αναρωτήθηκε με λύσσα. Γιατί δεν προσπάθησε τουλάχιστον η Αλάνα να με πλησιάσει; Η Μουαραίν δεν θα τρόμαζε τόσο εύκολα.

Πού είναι όλοι οι νεκροί; ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Γιατί δεν μένουν βουβοί;

Ο Ραντ χαχάνισε βλοσυρά. Σίγουρα το είχε πει για αστειάκι.

Η Σούλιν καθόταν με άνεση στα καλάμια της στη μία πλευρά του βάθρου του θρόνου, ενώ στην άλλη βρισκόταν ο κοκκινομάλλης Ούριεν. Σήμερα υπήρχαν είκοσι Άεθαν Ντορ, Κόκκινες Ασπίδες, που περίμεναν ανάμεσα στις κολόνες μαζί με τις Κόρες, και μερικοί φορούσαν το κόκκινο κεφαλομάντιλο. Στέκονταν όρθιοι ή γονατιστοί ή κάθονταν, κάποιοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, αλλά, όπως συνήθως, έδειχναν έτοιμοι να αναλάβουν δράση αυτοστιγμεί, ακόμα κι η Κόρη κι οι δύο Κόκκινες Ασπίδες που έπαιζαν ζάρια. Ανά πάσα στιγμή υπήρχε τουλάχιστον ένα ζευγάρι μάτια που πρόσεχαν τον Νόρυ· ελάχιστοι Αελίτες εμπιστεύονταν έναν υδρόβιο τόσο κοντά στον Ραντ.

Ξαφνικά ο Μπασίρε εμφανίστηκε στην ψηλή πόρτα της Αίθουσας. Όταν ένευσε, ο Ραντ ανακάθισε. Επιτέλους. Επιτέλους, που να καούν. Η πρασινόλευκη φούντα ανέμισε, καθώς ο Ραντ χειρονομούσε με τη Σωντσανή λόγχη που πάνω της ήταν σκαλισμένος ένας δράκοντας. «Έκανες καλή δουλειά, Αφέντη Νόρυ. Η αναφορά σου ήταν πλήρης. Θα φροντίσω να πάρεις το χρυσάφι που χρειάζεσαι. Αλλά συγχώρεσέ με που πρέπει να ασχοληθώ τώρα με άλλα ζητήματα».

Ο άλλος δεν έδειξε ούτε περιέργεια ούτε να πληγώνεται που ο Ραντ τον είχε διακόψει τόσο απότομα. Απλώς σταμάτησε να μιλάει πριν τελειώσει τη λέξη του, υποκλίθηκε λέγοντας «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας» με τον ίδιο ξερό τόνο κι έκανε τρία βήματα προς τα πίσω πριν γυρίσει. Δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Μπασίρε προσπερνώντας τον. Τίποτα δεν ήταν πραγματικό εκτός από τα κατάστιχα.

Ο Ραντ ένευσε ανυπόμονα στον Μπασίρε κι ανακάθισε με την πλάτη ορθή και μουδιασμένη στο θρόνο. Οι Αελίτες έμειναν σιωπηλοί. Έτσι φάνταζαν δυο φορές πιο έτοιμοι.

Όταν μπήκε μέσα ο Σαλδαίος, δεν ήρθε μόνος. Τον ακολουθούσαν από κοντά δύο άνδρες και δύο γυναίκες, κανείς νεαρής ηλικίας, που φορούσαν πλούσια μεταξωτά μπροκάρ υφάσματα. Προσπάθησαν να κάνουν ότι ο Μπασίρε δεν υπήρχε, και σχεδόν το κατάφεραν, μα οι Αελίτες που παρατηρούσαν ανάμεσα από τις κολόνες ήταν άλλο ένα ζήτημα. Η χρυσομάλλα Ντυέλιν παραπάτησε μόνο για ένα βήμα, αλλά ο Αμπέλε κι ο Λούαν, γκριζομάλληδες και σκληροπρόσωποι, κοίταξαν κατσουφιάζοντας τις ντυμένες με το καντιν’σόρ μορφές κι έψαξαν ενστικτωδώς τα σπαθιά που δεν έφεραν σήμερα, ενώ η Ελόριεν, μια παχουλή μελαχρινή που θα ήταν όμορφη, αν το πρόσωπό της δεν ήταν τόσο τραχύ κι αποφασισμένο, ακινητοποιήθηκε επιτόπου και τους αγριοκοίταξε πριν συνέρθει και προλάβει τους άλλους με έναν γοργό διασκελισμό. Όταν πρωτοείδαν τον Ραντ, έμειναν άναυδοι, όλοι τους. Αντάλλαξαν γοργές απορημένες ματιές μεταξύ τους. Ίσως τον περίμεναν μεγαλύτερο.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε ο Μπασίρε με δυνατή φωνή, σταματώντας μπροστά στο βάθρο, «Άρχοντα του Πρωινού, Πρίγκιπα της Αυγής, Αληθινέ Υπερασπιστή του Φωτός, που μπροστά σου ο κόσμος γονατίζει με δέος, σου παρουσιάζω την Αρχόντισσα Ντυέλιν του Οίκου Τάραβιν, τον Άρχοντα Αμπέλε του Οίκου Πένταρ, την Αρχόντισσα Ελόριεν του Οίκου Τρεμέιν, και τον Άρχοντα Πέλιβαρ του Οίκου Κήλαν».

Οι τέσσερις Αντορινοί τότε κοίταξαν τον Μπασίρε με τα χείλη σφιγμένα, ρίχνοντας του κοφτές, λοξές ματιές. Ο τόνος του είχε κάτι που τον έκανε να ηχεί σαν να έδινε στον Ραντ τέσσερα άλογα. Αν έλεγες ότι πήραν αγέρωχο ύφος, θα ήταν σαν να λες ότι το νερό έγινε νερό, όμως αυτό φάνηκε να γίνεται καθώς κοίταζαν τον Ραντ. Κυρίως τον Ραντ. Τα βλέμματά τους αθέλητα στρέφονταν στο Θρόνο του Λιονταριού που άστραφτε και λαμπύριζε στην εξέδρα πάνω από το κεφάλι του Ραντ.

Του ήρθε να γελάσει με τα εξοργισμένα πρόσωπά τους. Εξοργισμένα αλλά κι επιφυλακτικά επίσης, κι ίσως λιγάκι εντυπωσιασμένα χωρίς να το θέλουν. Τη λίστα με τα αξιώματα την είχαν σχεδιάσει ο Μπασίρε κι ο Ραντ από κοινού, όμως το μέρος που ανέφερε τον κόσμο που γονατίζει ήταν καινούριο, μια προσθήκη του Μπασίρε. Η Μουαραίν, όμως, ήταν εκείνη που του είχε δώσει τη συμβουλή. Σχεδόν άκουγε ξανά τη μεταξένια φωνή της. Αυτό που θα χαράξουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι είναι το πώς θα σε πρωτοδούν. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Μπορεί να κατέβεις από το θρόνο, κι ακόμα κι αν φέρεσαι μετά σαν χωριάτης σε χοιροστάσιο, ένα κομμάτι του καθενός τους θα θυμάται ότι κατέβηκες από το θρόνο. Αλλά αν δουν μονάχα έναν νεαρό στην αρχή, ένα χωριατόπουλο, πάντα θα τον αντιπαθούν όταν μετά ανέβει στο θρόνο, ακόμα κι αν έχει δίκιο, ακόμα κι αν έχει την εξουσία. Ε, λοιπόν, αν μπορούσε να διευκολύνει την κατάσταση με έναν-δύο τίτλους, τότε όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα.

Ήμουν ο Άρχοντας του Πρωινού, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Είμαι ο Πρίγκιπας της Αυγής.

Ο Ραντ διατήρησε την ήρεμη έκφραση του. «Δεν θα σας καλωσορίσω —είναι δική σας η γη, είναι της βασίλισσας σας το παλάτι— αλλά χαίρομαι που δεχθήκατε την πρόσκληση μου». Ύστερα από πέντε μέρες και με προειδοποίηση μόνο πέντε ωρών, αλλά αυτό δεν το ανέφερε. Σηκώθηκε, ακούμπησε το Σκήπτρο του Δράκοντα στο θρόνο, και κατέβηκε γοργά από το βάθρο. Μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο -Ποτέ μην γίνεσαι επιθετικός, παρά μόνο όταν πρέπει, είχε πει η Μουαραίν, αλλά πάνω απ’ όλα μην γίνεσαι ποτέ υπέρμετρα φιλικός. Ποτέ μη δείχνεις ανυπομονησία.— έδειξε πέντε άνετες καρέκλες με μαξιλαράκια κι επένδυση στις πλάτες, τοποθετημένες σε κύκλο ανάμεσα στις κολόνες. «Ελάτε μαζί μου. Θα μιλήσουμε και θα πιούμε δροσερό κρασί».

Τον ακολούθησαν, φυσικά, κοιτώντας τους Αελίτες και τον ίδιο με ίση περιέργεια, κι ίσως με ίση εχθρικότητα, χωρίς να μπορούν να κρύψουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όταν κάθισαν όλοι, εμφανίστηκαν οι γκαϊ’σάιν, σιωπηλοί καθώς φορούσαν τους λευκούς χιτώνες με τις κουκούλες, φέρνοντας κρασί και χρυσά ποτήρια που από το κρύο είχαν κιόλας γεμίσει δροσιά. Πίσω από κάθε καρέκλα στεκόταν ένας γκαϊ’σάιν με πουπουλένια βεντάλια που την ανέμιζε μαλακά. Πίσω από όλες εκτός από του Ραντ. Το πρόσεξαν αυτό, πρόσεξαν ότι το πρόσωπό του δεν ίδρωνε. Αλλά ούτε οι γκαϊ’σάιν ίδρωναν, ακόμα και με τους χιτώνες τους, ούτε οι υπόλοιποι Αελίτες. Πάνω από τα χείλη του ποτηριού του, κοίταξε τα πρόσωπα των ευγενών.

Οι Αντορινοί καμάρωναν για την ευθύτητά τους κι έσπευδαν να καυχηθούν ότι το Παιχνίδι των Οίκων ήταν πιο βαθιά ριζωμένο σε άλλες χώρες παρά στη δική τους, όμως πίστευαν ότι μπορούσαν να παίξουν το Ντάες Νταε’μάρ όταν έπρεπε. Μπορούσαν κατά έναν τρόπο, αλλά η αλήθεια ήταν ότι οι Καιρχινοί, ακόμα κι οι Δακρυνοί, τους θεωρούσαν αφελείς στους λεπτούς ελιγμούς του Μεγάλου Παιχνιδιού. Αυτοί οι τέσσερις διατηρούσαν ως ένα σημείο την αυτοκυριαρχία τους, αλλά για κάποιον που είχε πάρει μαθήματα από τη Μουαραίν, και είχε «μαθητεύσει» επίσης στο Δάκρυ και στην Καιρχίν, πρόδιδαν πολλά με κάθε κίνηση του ματιού, με κάθε ασήμαντη αλλαγή της έκφρασής τους.

Κάποια στιγμή, κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε καρέκλα για τον Μπασίρε. Αντάλλαξαν γοργές ματιές, τα πρόσωπά τους φαίδρυναν λιγάκι, ειδικά όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Μπασίρε έβγαινε από την αίθουσα του θρόνου με μεγάλες δρασκελιές. Έφτασαν στο σημείο να χαλαρώσουν αρκετά ώστε να τον κοιτάξουν με αμυδρά χαμόγελα ικανοποίησης. Σίγουρα αντιπαθούσαν την παρουσία Σαλδαϊκού στρατού στο Άντορ όσο την αντιπαθούσε η Νάεαν κι η παρέα της. Τώρα οι σκέψεις τους έγιναν προφανείς: ίσως η επιρροή του ξένου να ήταν μικρότερη απ’ όσο φοβούνταν. Δες, του Μπασίρε του είχε φερθεί σαν να ήταν απλώς ένας υψηλόβαθμος υπηρέτης.

Η Ντυέλιν άνοιξε λιγάκι πιο πλατιά τα μάτια την ίδια στιγμή με τον Λούαν, μόνο μια στιγμή πριν από τους άλλους δύο. Για μια στιγμή στάθηκαν να περιεργάζονται τον Ραντ με τόση προσοχή, που ήταν φανερό ότι απέφευγαν να κοιταχτούν μεταξύ τους. Μπορεί ο Μπασίρε να ήταν ξενομερίτης, μα ήταν επίσης ο Στρατάρχης της Σαλδαίας, τρεις φορές άρχοντας, θείος της Βασίλισσας Τενόμπια. Αν ο Ραντ τον είχε για υπηρέτη...

«Εξαιρετικό κρασί». Κοιτώντας το ποτήρι του, ο Λούαν δίστασε πριν προσθέσει, «Άρχοντα Δράκοντα». Σαν να του το είχε βγάλει κάποιος με σκοινί από μέσα του.

«Από τον Νότο», είπε η Ελόριεν όταν ήπιε μια γουλιά. «Ένα εκλεκτό κρασί των Λόφων Τουνάιγκαν. Είναι θαύμα που μπορείς να βρεις πάγο στο Κάεμλυν φέτος. Έχω ακούσει ανθρώπους να τη λένε ήδη “η χρονιά δίχως χειμώνα”».

«Νομίζεις ότι θα σπαταλούσα κόπο και χρόνο για να βρω πάγο», είπε ο Ραντ, «τη στιγμή που τόσα δεινά μαστίζουν τον κόσμο;»

Το γωνιώδες πρόσωπο του Αμπέλε χλώμιασε· ήπιε άλλη μια γουλιά, βιάζοντας φανερά τον εαυτό του. Ο Λούαν αντιθέτως άδειασε με άνεση το ποτήρι του και το άπλωσε για να το ξαναγεμίσει ένας γκαϊ’σάιν, του οποίου τα πράσινα μάτια άστραψαν με οργή που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την πειθήνια πραότητα του ηλιοψημένου προσώπου του. Το να υπηρετείς υδρόβιους ήταν σαν να ήσουν υπηρέτης, κι οι Αελίτες απεχθάνονταν ακόμα και την ιδέα των υπηρετών. Πώς συμβάδιζε αυτή η απέχθεια με την έννοια των γκαϊ’σάιν, ο Ραντ δεν είχε καταφέρει να το ξεδιαλύνει, μα ήταν έτσι.

Η Ντυέλιν κράτησε σταθερά το ποτήρι στα γόνατά της κι από κει και πέρα δεν του έδωσε άλλη σημασία. Από τόσο κοντά, ο Ραντ μπορούσε να δει γκρίζες πινελιές στα χρυσά μαλλιά της· ήταν ακόμα υπέροχη, αν και δεν είχε καμία ομοιότητα με τη Μοργκέις, με εξαίρεση τα μαλλιά. Ήταν η επόμενη στη σειρά για το θρόνο, πρέπει να ήταν τουλάχιστον ξαδέρφη της, και μάλιστα κοντινή. Τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, φάνηκε έτοιμη να κουνήσει το κεφάλι αρνητικά, αλλά αντίθετα είπε, «Μας ανησυχούν τα δεινά του κόσμου, μα περισσότερο αυτά που πλήττουν το Άντορ. Μας έφερες εδώ για να βρεθεί θεραπεία;»

«Αν ξέρετε καμία», απάντησε ο Ραντ απλά. «Αν όχι, πρέπει να ψάξω αλλού. Πολλοί νομίζουν ότι ξέρουν τη σωστή θεραπεία. Αν δεν μπορώ να βρω αυτή που θέλω, τότε θα χρειαστεί να δεχθώ την αμέσως καλύτερη». Έσφιξαν το στόμα όταν το άκουσαν. Όπως έρχονταν εδώ, ο Μπασίρε τους είχε περάσει από μια αυλή όπου είχαν αφήσει την Αρυμίλα, τον Λιρ και τους άλλους να αναπαύονται. Έδειχναν να έχουν βολευτεί στο Παλάτι. «Νόμιζα ότι θέλετε να βοηθήσετε στην ανασυγκρότηση του Άντορ. Ακούσατε τη διακήρυξή μου;» Δεν χρειάστηκε να πει ποια εννοούσε· με την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση, μόνο μία υπήρχε.

«Προσφέρεται αμοιβή για νέα από την Ηλαίην», είπε ασυγκίνητα η Ελόριεν, με ακόμα πιο ανέκφραστο πρόσωπο, «η οποία θα γίνει βασίλισσα τώρα που πέθανε η Μοργκέις».

Η Ντυέλιν ένευσε. «Εμένα μου φάνηκε σωστό».

«Εμένα όχι!» την αποπήρε η Ελόριεν. «Η Μοργκέις πρόδωσε τους φίλους της και περιφρόνησε τους παλαιότερους υποστηρικτές της. Ας δούμε το τέλος του Οίκου Τράκαντ στο Θρόνο του Λιονταριού». Έμοιαζε να έχει ξεχάσει τον Ραντ. Όλοι τον είχαν ξεχάσει.

«Η Ντυέλιν», είπε κοφτά ο Λούαν. Εκείνη κούνησε το κεφάλι, σαν να τα είχε ξανακούσει αυτά, όμως αυτός συνέχισε. «Η υποψηφιότητά της έχει τα περισσότερα προσόντα. Υποστηρίζω την Ντυέλιν».

«Η Ηλαίην είναι η Κόρη-Διάδοχος», είπε η χρυσομάλλα γυναίκα ήρεμα. «Εγώ υποστηρίζω την Ηλαίην».

«Τι σημασία έχει ποια υποστηρίζουμε;» ζήτησε να μάθει ο Αμπέλε. «Αν σκότωσε τη Μοργκέις, θα σκοτώσει και—» Ο Αμπέλε σταμάτησε να μιλά κι έκανε μια γκριμάτσα, κι ύστερα κοίταξε τον Ραντ, όχι προκλητικά, αλλά σίγουρα προσκαλώντας τον να του επιτεθεί. Κι αυτό περίμενε.

«Στ’ αλήθεια πιστεύεις αυτό που λες;» Ο Ραντ έριξε μια λυπημένη ματιά στο Θρόνο του Λιονταριού πάνω στην εξέδρα. «Μα το Φως, γιατί να σκοτώσω τη Μοργκέις μόνο και μόνο για να τον παραδώσω στα χέρια της Ηλαίην;»

«Λίγοι ξέρουν τι να πιστέψουν», έκανε παγωμένα η Ελόριεν. Ακόμα τα μάγουλά της ήταν ροδισμένα. «Ο κόσμος λέει πολλά πράγματα και τα περισσότερα είναι ανοησίες».

«Όπως;» Απηύθυνε την ερώτηση σ’ αυτήν, αλλά του απάντησε η Ντυέλιν, κοιτώντας τον κατάματα.

«Ότι θα δώσεις την Τελευταία Μάχη και θα σκοτώσεις τον Σκοτεινό. Ότι είσαι ένας ψεύτικος Δράκοντας, ή μαριονέτα των Άες Σεντάι, ή και τα δύο. Ότι είσαι νόθος γιος της Μοργκέις ή Δακρυνός Υψηλός Άρχοντας ή Αελίτης». Έσμιξε πάλι τα φρύδια για μια στιγμή, μα δεν σταμάτησε. «Ότι είσαι ο γιος μιας Άες Σεντάι και του Σκοτεινού. Ότι είσαι ο Σκοτεινός, ή, αλλιώς, ο Δημιουργός ντυμένος σάρκα. Ότι θα καταστρέψεις τον κόσμο, θα τον σώσεις, θα τον υποτάξεις, θα φέρεις μια καινούρια Εποχή. Όσα στόματα, τόσες ιστορίες. Οι περισσότεροι λένε ότι σκότωσες τη Μοργκέις. Πολλοί προσθέτουν ότι σκότωσες και την Ηλαίην, Λένε ότι η διακήρυξη είναι μια μάσκα για να καλύψεις τα εγκλήματά σου».

Ο Ραντ αναστέναξε. Κάποια απ’ αυτά τα παραμύθια ήταν χειρότερα από ό,τι άλλο είχε ακούσει. «Δεν θα ρωτήσω τι πιστεύεις». Γιατί, άραγε, τον κοίταζε συνεχώς, σμίγοντας τα φρύδια; Δεν ήταν η μόνη. Το ίδιο έκανε κι ο Λούαν, κι επίσης ο Αμπέλε κι η Ελόριεν του έριχναν φευγαλέες ματιές, όπως είχε συνηθίσει να τον κοιτάζουν η Αρυμίλα κι η παρέα της όταν νόμιζαν ότι δεν τους έβλεπε. Παρακολουθούν. Παρακολουθούν. Ήταν ο Λουζ Θέριν αυτός, ένας τραχύς, χαχανιστός ψίθυρος. Σε βλέπω. Ποιος βλέπει εμένα; «Ρωτώ αντί γι’ αυτό, θα βοηθήσεις να ξαναενώσουμε το Άντορ; Δεν θέλω το Άντορ να γίνει άλλη μια Καιρχίν ή, ακόμα χειρότερα, ένα Τάραμπον ή ένα Άραντ Ντόμαν».

«Κάτι ξέρω από τον Κύκλο της Κάρεδον», είπε ο Αμπέλε. «Πιστεύω πως είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά τίποτα εκεί δεν λέει ότι κυβερνάς, μόνο ότι μάχεσαι τον Σκοτεινό στην Τάρμον Γκάι’ντον».

Το χέρι του Ραντ έσφιξε τόσο δυνατά το ποτήρι, που η σκοτεινή επιφάνεια του κρασιού τρεμούλιασε. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν αν αυτοί οι τέσσερις ήταν σαν τους περισσότερους Δακρυνούς Υψηλούς Άρχοντες ή σαν τους Καιρχινούς· μα κανείς τους δεν ήθελε ούτε μια στάλα περισσότερη εξουσία απ’ όση ήδη είχε. Μ’ όποιον τρόπο κι αν είχε παγώσει το κρασί, ο Ραντ αμφέβαλλε αν η Μία Δύναμη μπορούσε να τους εκφοβίσει. Πιθανότατα θα μου έλεγαν να τους σκοτώσω και να πάω να καώ!

Άντε κάψου, επανέλαβε κακόκεφα ο Λουζ Θέριν.

«Πόσες φορές πρέπει να πω ότι δεν θέλω να κυβερνήσω το Άντορ; Όταν η Ηλαίην καθίσει στο Θρόνο του Λιονταριού, θα φύγω από το Άντορ. Κι αν περνά από το χέρι μου, δεν θα ξαναγυρίσω».

«Αν ο θρόνος ανήκει σε όλους», είπε η Ελόριεν με σφιγμένη φωνή, «τότε ανήκει στην Ντυέλιν. Αν τα εννοείς αυτά που λες, φρόντισε να φορέσει αυτή το στέμμα και φύγε. Τότε το Άντορ θα είναι ενωμένο κι είμαι βέβαιη ότι οι Αντορινοί στρατιώτες θα σε ακολουθήσουν στην Τελευταία Μάχη, αν χρειαστεί».

«Και πάλι αρνούμαι», απάντησε η Ντυέλιν με δυνατή φωνή και στράφηκε στον Ραντ. «Θα περιμένω και θα το συλλογιστώ, Άρχοντα Δράκοντα. Όταν δω την Ηλαίην ζωντανή κι εστεμμένη, κι εσένα να φεύγεις από το Άντορ, τότε θα στείλω τους στρατιώτες μου να σε ακολουθήσουν, είτε με μιμηθούν οι άλλοι στο Άντορ είτε όχι. Αλλά περάσει καιρός και συνεχίσεις να κυβερνάς εδώ, αν οι Αελίτες άγριοί σου κάνουν εδώ αυτά που άκουσα ότι έκαναν στην Καιρχίν και στο Δάκρυ» —κοίταξε βλοσυρά τις Κόρες και τις Κόκκινες Ασπίδες, και τους γκαϊ’σάιν επίσης, λες και τους έβλεπε να λεηλατούν και να καίνε— «ή αν αφήσεις λυτούς εδώ τους... άνδρες που συγκεντρώνεις με την αμνησία, τότε θα σταθώ εναντίον σου, είτε με μιμηθούν οι άλλοι στο Άντορ είτε όχι».

«Κι εγώ θα είμαι στο πλάι σου», είπε σταθερά ο Λούαν.

«Κι εγώ επίσης», είπε η Ελόριεν, με τον Αμπέλε να το επαναλαμβάνει.

Ο Ραντ έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε άθελά του, με ευθυμία ανάμικτη με σύγχυση. Φως μου! Κι εγώ που νόμιζα ότι η ειλικρινής διαφωνία θα ήταν προτιμότερη από το να μηχανορραφούν πίσω από την πλάτη μου και να μου γλείφουν τις μπότες!

Τον κοίταξαν ανήσυχα, ενώ σίγουρα σκέφτονταν ότι ήταν η εκδήλωση της τρέλα του. Μπορεί και να ήταν. Δεν ήταν πια σίγουρος ούτε κι ο ίδιος.

«Συλλογιστείτε ό,τι θέλετε», τους είπε, καθώς σηκωνόταν για να δώσει τέλος στην ακρόαση. «Αυτά που είπα τα εννοούσα. Αλλά συλλογιστείτε κάτι ακόμα. Η Τάρμον Γκάι’ντον πλησιάζει. Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχετε για συλλογισμούς».

Τον αποχαιρέτησαν —γέρνοντας προσεκτικά το κεφάλι, όπως μεταξύ ίσων, αν και λιγάκι πιο βαθιά απ’ όσο όταν είχαν φτάσει— αλλά καθώς γυρνούσαν για να φύγουν, ο Ραντ έπιασε το μανίκι της Ντυέλιν. «Έχω να σου κάνω μια ερώτηση». Οι άλλοι κοντοστάθηκαν, έκαναν ν ξαναγυρίσουν. «Μια προσωπική ερώτηση». Μετά από μια στιγμή, εκείνη ένευσε, κι οι σύντροφοί της πήγαν λίγο πιο πέρα στην αίθουσα του θρόνου. Τους παρακολουθούσαν προσεκτικά, αλλά ήταν μακριά και δεν άκουγαν. «Με κοίταζες... παράξενα», της είπε. Κι εσύ κι όλοι οι ευγενείς που συνάντησα στο Κάεμλυν. Ή, τουλάχιστον, όλοι οι Αντορινοί ευγενείς. «Γιατί;»

Η Ντυέλιν τον περιεργάστηκε και στο τέλος ένευσε ελαφρά, σαν να απαντούσε στον εαυτό της. «Ποιο είναι το όνομα της μητέρας σου;»

Ο Ραντ βλεφάρισε. «Της μητέρας μου;» Η Κάρι αλ’Θόρ ήταν η μητέρα του. Έτσι τη σκεφτόταν· τον είχε μεγαλώσει από μωρό μέχρι το θάνατό της. Αλλά αποφάσισε να της πει την ψυχρή αλήθεια που είχε μάθει στην Ερημιά. «Το όνομα της μητέρας μου ήταν Σάελ. Ήταν Κόρη της Λόγχης. Πατέρας μου ήταν ο Τζάντουιν, ο αρχηγός φατρίας του Τάαρνταντ Άελ». Τα φρύδια της υψώθηκαν με αμφιβολία. «Το ορκίζομαι, δίνω ό,τι όρκο θέλεις. Τι σχέση έχει με αυτό που θέλω να μάθω; Κι οι δύο είναι νεκροί εδώ και καιρό».

Το πρόσωπό της έδειξε ανακούφιση. «Φαίνεται πως πρόκειται για μια τυχαία ομοιότητα· τίποτα άλλο. Δεν θέλω να πω ότι δεν ξέρεις τους γονείς σου, αλλά έχεις τη δύση του Άντορ στη γλώσσα σου».

«Ομοιότητα; Μεγάλωσα στους Δύο Ποταμούς, όμως οι γονείς μου ήταν αυτοί που είπα. Με ποιον μοιάζω που με κοιτάζεις έτσι;»

Εκείνη δίστασε πρώτα, μετά αναστέναξε. «Δεν φαντάζομαι να ’χει σημασία. Κάποτε θα πρέπει να μου πεις πώς γίνεται να έχεις Αελίτες γονείς, αλλά να έχεις ανατραφεί στο Άντορ. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, και περισσότερα πια, η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ χάθηκε μέσα στη νύχτα. Το όνομά της ήταν Τιγκραίν. Αφησε πίσω τον σύζυγό της που λεγόταν Τάρινγκεηλ, κι ένα γιο, τον Γκάλαντ. Ξέρω ότι είναι μόνο από τύχη, μα βλέπω την Τιγκραίν στο πρόσωπό σου. Ήταν ένα σοκ για μένα».

Ο Ραντ ένιωσε κι αυτός ένα σοκ. Ένιωσε μια παγωνιά. Θραύσματα της ιστορίας που του είπαν οι Σοφές στροβιλίστηκαν στο μυαλό του... μια νεαρή χρυσομάλλα υδρόβια, ντυμένη στα μετάξια... ένας γιος τον οποίο αγαπούσε· ένας σύζυγος, που δεν τον αγαπούσε... Το όνομα που πήρε ήταν Σάελ. Δεν είπε ποτέ άλλο όνομα... Έχεις κάτι απ’ αυτήν στα χαρακτηριστικά σου. «Πώς εξαφανίστηκε η Τιγκραίν; Με ενδιαφέρει η ιστορία του Άντορ».

«Να χαρείς, μη την αποκαλείς ιστορία, Άρχοντα Δράκοντα. Ήμουν κοριτσόπουλο όταν έγινε, όμως μεγαλύτερη από παιδί, και βρισκόμουν συχνά εδώ στο Παλάτι. Ένα πρωινό η Τιγκραίν είχε χαθεί από το Παλάτι χωρίς να πάρει κανείς είδηση πώς, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι είχε βάλει το χεράκι του ο Τάρινγκεηλ, μα εκείνος σχεδόν είχε τρελαθεί από τη λύπη του. Ο Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ πάνω απ’ όλα στον κόσμο ήθελε να δει την κόρη του Βασίλισσα του Αντορ και το γιο του Βασιλιά της Καιρχίν. Ο Τάρινγκεηλ ήταν Καιρχινός. Ο γάμος τους είχε σκοπό να δώσει τέλους στους πολέμους με την Καιρχίν, κι έτσι έγινε, αλλά όμως η εξαφάνιση της Τιγκραίν τους έκανε να σκεφτούν ότι το Αντορ ήθελε να σπάσει τη συμφωνία, κι έτσι έπιασαν τις μηχανορραφίες, όπως συνηθίζουν οι Καιρχινοί, οι οποίες κατέληξαν στην Περηφάνια του Λάμαν. Και φυσικά εσύ ξέρεις πού κατέληξε αυτό», πρόσθεσε ξερά. «Ο πατέρας μου είπε ότι το πραγματικό σφάλμα ήταν της Γκιτάρα Σεντάι».

«Γκιτάρα;» Ήταν θαύμα που η φωνή του δεν είχε βγει πνιχτή. Είχε ακούσει το όνομα, πολλές φορές. Μια Άες Σεντάι ονόματι Γκιτάρα Μορόζο, μια γυναίκα που είχε την Πρόβλεψη, είχε ανακοινώσει ότι ο Δράκοντας είχε Αναγεννηθεί στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα, κι έτσι είχε κάνει τη Μουαραίν και τη Σιουάν να αρχίσουν τη μακρά ερευνά τους. Η Γκιτάρα Μορόζο, χρόνια πριν γίνει αυτό, είχε πει στη «Σάελ» ότι αν δεν το έφευγε χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, για να πάει στην Ερημιά και να γίνει Κόρη της Λόγχης, θα έπεφτε όλεθρος στο Αντορ και στον κόσμο.

Η Ντυέλιν ένευσε, κάπως ανυπόμονα. «Η Γκιτάρα ήταν σύμβουλος της Βασίλισσας Μοντρελίν», είπε ζωηρά, «αλλά περνούσε περισσότερο καιρό με την Τιγκραίν και τον Λουκ, τον αδελφό της Τιγκραίν, παρά με τη Βασίλισσα. Όταν ο Λουκ πήρε το άλογο κι έφυγε για τα βόρεια, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ, ψιθυριζόταν ότι η Γκιτάρα τον είχε πείσει πως θα έβρισκε τη φήμη του ή τη μοίρα του στη Μάστιγα. Αλλοι έλεγαν ότι θα έβρισκε εκεί τον Αναγεννημένο Δράκοντα ή ότι η Τελευταία Μάχη εξαρτιόταν από το αν θα πήγαινε εκεί ο Λουκ. Αυτό έγινε περίπου ένα χρόνο πριν εξαφανιστεί η Τιγκραίν. Αν ρωτάς εμένα, αμφιβάλλω αν η Γκιτάρα είχε ανάμιξη σ’ αυτό ή στην αναχώρηση του Λουκ. Έμεινε σύμβουλος της Βασίλισσας μέχρι το θάνατο της Μοντρελίν. Η οποία πέθανε από ραγισμένη καρδιά, που μετά τον Λουκ έφυγε κι η Τιγκραίν, απ’ ό,τι λένε τουλάχιστον. Κι αυτό έδωσε το έναυσμα για τη Διαδοχή, φυσικά». Κοίταξε τους άλλους, που έσερναν τα πόδια κι έσμιγαν τα φρύδια με καχυποψία κι αδημονία, αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να προσθέσει κάτι ακόμα. «Θα έβρισκες ένα διαφορετικό Αντορ χωρίς αυτό. Η Τιγκραίν θα ήταν βασίλισσα, η Μοργκέις απλώς Υψηλή Έδρα του Οίκου Τράκαντ, η δε Ηλαίην ούτε καν θα είχε γεννηθεί. Η Μοργκέις παντρεύτηκε τον Τάρινγκεηλ μόνο όταν ανέβηκε στο θρόνο, ξέρεις. Ποιος ξέρει τι άλλο θα είχε αλλάξει;»

Κοιτώντας την να πλησιάζει τους άλλους και να φεύγουν, ο Ραντ σκέφτηκε ένα πράγμα που θα είχε αλλάξει. Δεν θα βρισκόταν στο Άντορ, επειδή δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ. Όλα ξαναγυρνούσαν στο ίδιο αρχικό σημείο, με ατέλειωτους κύκλους. Η Τιγκραίν πήγε κρυφά στην Ερημιά, κάτι που έκανε τον Λάμαν Ντέημοντρεντ να κόψει το Αβεντοραλντέρα, το δώρο των Αελιτών, για να φτιάξει ένα θρόνο, μια πράξη που είχε κάνει τους Αελίτες να περάσουν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου για να τον σκοτώσουν —αυτός ήταν ο μόνος στόχος τους, αν και τα έθνη το είχαν ονομάσει Πόλεμο των Αελιτών— και μαζί με τους Αελίτες είχε έρθει μια Κόρη ονόματι Σάελ, η οποία είχε πεθάνει πάνω στη γέννα. Τόσες ζωές είχαν αλλάξει, τόσες ζωές είχαν χαθεί, για να τον γεννήσει την κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο μέρος και να πεθάνει πάνω στη γέννα. Η Κάρι αλ’Θόρ ήταν η μητέρα που θυμόταν, έστω κι αμυδρά, όμως ευχόταν να είχε γνωρίσει έστω και για λίγο την Τιγκραίν ή τη Σάελ ή όπως κι αν ήθελε να τη λένε. Μόνο να την είχε δει μια φορά.

Μάταιες ονειροπολήσεις. Είχε πεθάνει πριν από τόσον καιρό. Όλα αυτά είχαν τελειώσει. Τότε γιατί τον ενοχλούσαν ακόμα;

Ο Τροχός του Χρόνου κι ο τροχός της ζωής ενός ανθρώπου γυρνούν με όμοιο τρόπο δίχως οίκτο κι έλεος, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν.

Είσαι στ’ αλήθεια εκεί; σκέφτηκε ο Ραντ. Αν υπάρχει κάτι παραπάνω από μια φωνή και μερικές παλιές αναμνήσεις, απάντησε μου! Είσαι εκεί; Σιωπή. Δεν θα έλεγε όχι τώρα στις συμβουλές της Μουαραίν ή κάποιου, τέλος πάντων.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι το βλέμμα του είχε στραφεί στον λευκό μαρμάρινο τοίχο της Μεγάλης Αίθουσας, ότι κοίταζε βορειοδυτικά. Προς την Αλάνα. Ήταν μακριά από το Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν. Όχι! Που να καεί! Δεν θα αντικαθιστούσε τη Μουαραίν με μια γυναίκα που του είχε στήσει ενέδρα με τέτοιο τρόπο. Δεν μπορούσε να εμπιστεύεται καμία γυναίκα που την είχε αγγίξει ο Πύργος. Με εξαίρεση τρεις. Την Ηλαίην, τη Νυνάβε και την Εγκουέν. Ευχήθηκε να μπορούσε να τις εμπιστευτεί. Έστω και λίγο.

Για κάποιο λόγο, ύψωσε το βλέμμα στο μεγάλο θολωτό ταβάνι με τα χρωματιστά παράθυρα που απεικόνιζαν μάχες και βασίλισσες εναλλάξ με το Λευκό Λιοντάρι. Αυτές οι γυναίκες, που ήταν ζωγραφισμένες σε μέγεθος μεγαλύτερο από το φυσιολογικό, έμοιαζαν να τον κοιτάνε αποδοκιμαστικά και να αναρωτιούνται τι γύρευε εκεί. Ήταν φυσικά η φαντασία του, μα γιατί; Επειδή είχε μάθει για την Τιγκραίν; Φαντασία ή τρέλα;

«Ήρθε κάποιος που νομίζω πως πρέπει να τον δεις», είπε ο Μπασίρε από δίπλα του κι ο Ραντ πήρε απότομα το βλέμμα από τις γυναίκες εκεί ψηλά. Στ’ αλήθεια τούς ανταπέδιδε ένα άγριο βλέμμα; Ο Μπασίρε είχε μαζί του έναν από τους ιππείς του, ένα παλικάρι ψηλότερό του —αυτό δεν ήταν δύσκολο για τους περισσότερους— με μελαχρινό γένι και μουστάκια, και πράσινα γερτά μάτια.

«Όχι, εκτός αν είναι η Ηλαίην», είπε ο Ραντ, πιο τραχιά απ’ όσο ήθελε, «ή κάποιος με την απόδειξη ότι ο Σκοτεινός είναι νεκρός. Θα πάω στην Καιρχίν τώρα το πρωί». Δεν είχε τέτοια πρόθεση πριν ξεστομίσει αυτές τις λέξεις. Εκεί ήταν η Εγκουέν. Και δεν θα είχε τις βασίλισσες από πάνω του. «Έχουν περάσει βδομάδες από την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί. Αν δεν έχω το νου μου, θα βρεθεί κάποιος άρχοντας ή κάποια αρχόντισσα να διεκδικήσει το Θρόνο του Ήλιου πίσω από την πλάτη μου». Ο Μπασίρε τον κοίταξε παράξενα. Έδινε πολλές εξηγήσεις.

«Όπως ορίζεις, αλλά πρώτα χρειάζεται να δεις αυτόν τον άνθρωπο. Λέει ότι έρχεται από τον Άρχοντα Μπρεντ, και νομίζω πως λέει την αλήθεια». Οι Αελίτες σηκώθηκαν όρθιοι την ίδια στιγμή· ήξεραν ποιος χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα.

Όσο για τον Ραντ, αυτός έμεινε να κοιτάζει έκπληκτος τον Μπασίρε. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε ήταν ένας απεσταλμένος του Σαμαήλ. «Φέρε τον μέσα».

«Χάμαντ», είπε ο Μπασίρε με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού, κι ο νεαρός Σαλδαίος έφυγε σιγοτρέχοντας.

Ύστερα από μερικά λεπτά, ο Χάμαντ επέστρεψε με μια ομάδα Σαλδαίων που φρουρούσαν επιφυλακτικά έναν άνδρα ανάμεσά τους. Εκ πρώτης όψεως, τίποτα σ’ αυτόν τον άνθρωπο δεν δικαιολογούσε την προσοχή τους. Φαινόταν άοπλος, φορούσε ένα μακρύ γκρίζο σακάκι με σηκωμένο το γιακά, κι είχε γενειάδα και μουστάκι, και τα δύο σύμφωνα με τη μόδα των Ιλιανών. Είχε κοντόχοντρη μύτη και πλατύ, χαμογελαστό στόμα. Καθώς, όμως, πλησίαζε τον Ραντ, αυτός πρόσεξε ότι το χαμόγελο δεν άλλαζε στο παραμικρό. Ολόκληρο το πρόσωπό του έμοιαζε να έχει παγώσει σ’ αυτή τη φαιδρή έκφραση. Σε αντίθεση, τα μαύρα μάτια του κοίταζαν μέσα από τη μάσκα όλο φόβο.

Στα δέκα βήματα, ο Μπασίρε σήκωσε το χέρι κι η φρουρά σταμάτησε. Ο Ιλιανός, που κοίταζε τον Ραντ, δεν φάνηκε να το προσέχει παρά μόνο όταν ο Χάμαντ έφερε τη μύτη του σπαθιού του στο στήθος του άλλου, έτσι ώστε ή να σταματήσει ή να καρφωθεί στο σπαθί. Έριξε μόνο μια ματιά στην ελαφρώς οφιοειδή λεπίδα και μετά συνέχισε να κοιτάζει τον Ραντ με τα έντρομα μάτια στο χαμογελαστό πρόσωπο. Τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι και συσπώνταν νευρικά, αντίθετα από το παγωμένο πρόσωπό του.

Ο Ραντ έκανε να πλησιάσει, όμως ξαφνικά η Σούλιν κι ο Ούριεν βρέθηκαν μπροστά του, όχι ακριβώς φράζοντάς του το δρόμο, αλλά σε θέση που έπρεπε να τους σπρώξει για να περάσει ανάμεσά τους.

«Αναρωτιέμαι τι του έκαναν», είπε η Σούλιν, καθώς περιεργαζόταν τον Ιλιανό. Κάποιοι Αελίτες, τόσο Κόρες όσο και Κόκκινες Ασπίδες, είχαν βγει από τις κολόνες, μερικοί μάλιστα φορώντας το πέπλο τους. «Αν δεν είναι Σκιογέννητος, τότε τον έχει αγγίξει η Σκιά».

«Ένας τέτοιος μπορεί να κάνει πράγματα που δεν ξέρουμε», είπε ο Ούριεν. Ήταν ένας από εκείνους που φορούσαν το πορφυρό πανί γύρω από τους κροτάφους τους. «Να σκοτώσει μ’ ένα άγγιγμα, ίσως. Ωραίο μήνυμα για τον εχθρό σου».

Κανείς από τους δυο τους δεν κοίταξε κατευθείαν τον Ραντ, όμως εκείνος ένευσε. Ίσως να είχαν δίκιο. «Πώς σε λένε;» ρώτησε. Η Σούλιν κι ο Ούριεν έκαναν καθένας ένα βήμα στο πλάι όταν κατάλαβαν ότι ο Ραντ δεν θα προχωρούσε άλλο.

«Έρχομαι από... από τον Σαμαήλ», είπε μουδιασμένα ο άνθρωπος μέσα από κείνο το χαμόγελο. «Φέρνω μήνυμα για... για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Για σένα».

Αυτό ήταν αρκετά ευθύ. Ήταν, άραγε, Σκοτεινόφιλος ή απλώς κάποια καημένη ψυχή, που ο Σαμαήλ είχε παγιδεύσει με μια από κείνες τις φρικτές υφάνσεις, για τις οποίες του είχε μιλήσει ο Ασμόντιαν; «Τι μήνυμα;» είπε ο Ραντ.

Το στόμα του Ιλιανού ανοιγόκλεισε, δυσκολεύτηκε. Η φωνή που βγήκε δεν είχε καμία ομοιότητα με εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως. Ήταν πιο βαθιά, όλο αυτοπεποίθηση, με αλλιώτικη προφορά. «Θα σταθούμε σε διαφορετικές πλευρές, εγώ κι εσύ, όταν έρθει η μέρα της Επιστροφής του Μεγάλου Άρχοντα, αλλά γιατί να αλληλοσκοτωθούμε εδώ και τώρα και να αφήσουμε τον Ντεμάντρεντ και την Γκρένταλ να παλέψουν για τον κόσμο πάνω στα κόκαλά μας;» Ο Ραντ ήξερε αυτή τη φωνή, από ένα ψήγμα του Λουζ Θέριν που είχε κατακαθίσει στο μυαλό του. Η φωνή του Σαμαήλ. Ο Λουζ Θέριν γρύλισε χωρίς λέξεις. «Ήδη έχεις να χωνέψεις πολλά», συνέχισε ο Ιλιανός —ή, μάλλον, ο Σαμαήλ. «Γιατί να δαγκώσεις κι άλλα; Και θα δυσκολευτείς στο μάσημα, ακόμα κι αν δεν σου επιτεθούν από τα νώτα η Σέμιραγκ ή ο Ασμόντιαν όσο εσύ θα είσαι απασχολημένος. Προτείνω εκεχειρία μεταξύ μας, εκεχειρία μέχρι τη Μέρα της Επιστροφής. Αν δεν κινηθείς εναντίον μου, δεν θα κινηθώ κι εγώ εναντίον σου. Θα δεσμευτώ ότι δεν θα προχωρήσω ανατολικά πέρα από τις Πεδιάδες του Μαρέντο, ούτε βορειότερα του Λάγκαρντ στα ανατολικά και της Τζεχάνα στα δυτικά. Βλέπεις, σου αφήνω το μεγαλύτερο μοιράδι. Δεν λέω πως μιλώ εξ ονόματος των άλλων Εκλεκτών, αλλά ξέρεις ότι τουλάχιστον από μένα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, ούτε από τα εδάφη που είναι στην κατοχή μου. Δεσμεύομαι ότι δεν θα τους βοηθήσω σε ό,τι κι αν κάνουν εναντίον σου, κι ούτε θα τους βοηθήσω να αμυνθούν από σένα. Τα πήγες μια χαρά ως τώρα βγάζοντας Εκλεκτούς από τη μέση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσεις να τα πηγαίνεις μια χαρά, καλύτερα κι από πριν, γνωρίζοντας ότι η νότια πλευρά σου είναι ασφάλής κι ότι οι άλλοι πολεμούν δίχως τη δική μου αρωγή. Υποψιάζομαι ότι τη Μέρα της Επιστροφής θα είμαστε μόνο εγώ κι εσύ, όπως θα ’πρεπε. Όπως ήταν γραφτό». Τα δόντια του ανθρώπου έκλεισαν μ’ έναν ξερό κρότο, κρυμμένα πίσω από κείνο το παγωμένο χαμόγελο. Το βλέμμα του έμοιαζε να αγγίζει την τρέλα.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια από πάνω του. Εκεχειρία με τον Σαμαήλ; Ακόμα κι αν πίστευε ότι εκείνος ο άνθρωπος θα την τηρούσε, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα παραμέριζε προσωρινά έναν κίνδυνο μέχρι να αντιμετωπίσει όλους τους άλλους, σήμαινε επίσης ότι θα άφηνε αναρίθμητες χιλιάδες ανθρώπους στο έλεος του Σαμαήλ, μια ιδιότητα την οποία ο άλλος αγνοούσε. Ένιωσε οργή να κυλά στην επιφάνεια του Κενού και συνειδητοποιήσει ότι είχε αρπάξει το σαϊντίν. Ο χείμαρρος της πύρινης γλύκας και της παγωμένης ρυπαρότητας έμοιαζε να απηχεί το θυμό του. Ο Λουζ Θέριν. Ταίριαζε να έχει τρελαθεί μέσα στην τρέλα του. Η ηχώ δυνάμωσε με τη λύσσα του Ραντ, ώσπου δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μια από την άλλη.

«Να το μήνυμα που θα πας στον Σαμαήλ», είπε παγερά. «Για κάθε θάνατο που προκάλεσε από τότε που ξύπνησε, τον κατηγορώ και θα λογοδοτήσει. Για κάθε έγκλημα που έκανε ή προκάλεσε, τον κατηγορώ και θα λογοδοτήσει. Ξέφυγε από τη δικαιοσύνη στο Ρορν Μ’ντόι, και στο Νολ Καϊμάιν και στη Σοχάντρα...» Ήταν πάλι αναμνήσεις του Λουζ Θέριν, μα η οδύνη για όσα είχαν συμβεί εκεί, η αγωνία για εκείνα που είχαν αντικρίσει τα μάτια του Λουζ Θέριν, έκαιγαν στο Κενό σαν να ήταν κάτι που ένιωθε ο Ραντ. «...Μα τώρα θα φροντίσω να αποδοθεί δικαιοσύνη. Πες του, καμία εκεχειρία με τους Αποδιωγμένους. Καμία εκεχειρία με τη Σκιά».

Ο μαντατοφόρος σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Όχι, δεν ήταν ιδρώτας. Το χέρι χαμήλωσε κατακόκκινο. Άλικες σταγόνες στάλαζαν από τους πόρους του κι έτρεμε από την κορφή ως τα νύχια. Ο Χάμαντ άφησε μια κοφτή κραυγή κι οπισθοχώρησε, και δεν ήταν ο μόνος. Ο Μπασίρε έσιαξε το μουστάκι του με μια γκριμάτσα, ακόμα κι οι Αελίτες κοίταζαν με το βλέμμα στυλωμένο. Βαμμένος στο κόκκινο, ο Ιλιανός σωριάστηκε με σπασμούς, ενώ το αίμα απλώθηκε τριγύρω του σχηματίζοντας μια σκοτεινή, γυαλιστερή λίμνη που την τάραζαν οι σπασμοί του.

Ο Ραντ τον παρακολούθησε να πεθαίνει, ενώ ο ίδιος ήταν θαμμένος βαθιά στο Κενό και δεν ένιωθε τίποτα. Το Κενό περιτείχιζε τα συναισθήματα κι εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει. Ακόμα κι αν γνώριζε Θεραπεία, δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να το εμποδίσει.

«Νομίζω», είπε αργά ο Μπασίρε, «ότι ίσως ο Σαμαήλ λάβει απάντηση όταν ο φιλαράκος δεν επιστρέψει. Άκουσα ότι σκοτώνουν τον αγγελιοφόρο που φέρνει άσχημα νέα, αλλά ποτέ να τον σκοτώνουν για να σου πουν ότι τα νέα ήταν άσχημα».

Ο Ραντ ένευσε. Ο θάνατος αυτός δεν άλλαζε τίποτα· όπως και δεν είχε αλλάξει τίποτα μ’ όσα είχε μάθει για την Τιγκραίν. «Βάλε κάποιον να κανονίσει την ταφή του. Δεν θα ’βλάπτε και καμία προσευχή, αν και δεν θα βοηθούσε». Γιατί, άραγε, αυτές οι βασίλισσες στα χρωματιστά παράθυρά τους ακόμα έμοιαζαν να τον κατηγορούν; Σίγουρα είχαν δει τέτοια άσχημα πράγματα όταν ζούσαν, ίσως και στην ίδια αίθουσα. Ακόμα μπορούσε να δείξει την κατεύθυνση όπου ήταν η Αλάνα, να τη νιώσει· το Κενό δεν του πρόσφερε ασπίδα. Μπορούσε να εμπιστευτεί την Εγκουέν; Η κοπέλα ήξερε να κρατά μυστικά. «Ίσως περάσω τη νύχτα στην Καιρχίν».

«Παράξενο τέλος για έναν παράξενο άνθρωπο», είπε η Αβιέντα, καθώς έκανε το γύρο του βάθρου. Πίσω από το βάθρο υπήρχαν μικρές πόρτες που οδηγούσαν σε αποδυτήρια κι από κει πιο πέρα στους διαδρόμους.

Ο Ραντ έκανε να μπει ανάμεσα στην Αβιέντα και σ’ αυτό που κειτόταν στα ερυθρόλευκα πλακάκια, αλλά σταμάτησε. Η Αβιέντα έριξε μια περίεργη ματιά και δεν έδωσε άλλη σημασία στο πτώμα. Όταν ήταν Κόρη της Λόγχης, σίγουρα είχε δει να πεθαίνουν όσους άνδρες είχε δει κι αυτός. Κι όταν πια είχε εγκαταλείψει τη λόγχη, μάλλον είχε σκοτώσει όσους άνδρες είχε δει αυτός ως τότε να πεθαίνουν.

Έστρεψε την προσοχή της πάνω του, κοιτώντας τον από πάνω ως κάτω για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε τραυματιστεί. Κάποιες Κόρες τής χαμογέλασαν κι άνοιξαν χώρο για να πλησιάσει τον Ραντ, σπρώχνοντας στην άκρη όπου χρειαζόταν τις Κόκκινες Ασπίδες, αλλά εκείνη έμεινε εκεί που ήταν, σιάζοντας το επώμιό της και παρατηρώντας τον. Ευτυχώς που, παρά τη γνώμη που είχαν οι Κόρες, η Αβιέντα έμενε κοντά του μόνο και μόνο επειδή της το είχαν πει οι Σοφές, για να τον κατασκοπεύει, επειδή μέσα του ήθελε να την αγκαλιάσει. Ευτυχώς που εκείνη δεν τον ήθελε. Της είχε χαρίσει το φιλντισένιο βραχιόλι που φορούσε, με σκαλισμένα τριαντάφυλλα ανάμεσα σε αγκάθια, που ταίριαζε στο χαρακτήρα της. Ήταν το μοναδικό κόσμημα που φορούσε η Αβιέντα, με εξαίρεση ένα ασημένιο περιδέραιο, στο πολύπλοκο μοτίβο που οι Καντορινοί ονόμαζαν χιονονιφάδες. Ο Ραντ δεν ήξερε ποιος της το είχε χαρίσει.

Φως μου! σκέφτηκε αηδιασμένος. Ήθελε και την Αβιέντα και την Ηλαίην, ενώ ήξερε ότι δεν μπορούσε να αποκτήσει καμία τους. Είσαι χειρότερος απ’ όσο νόμιζε ο Ματ ότι ήταν. Ακόμα κι ο Ματ είχε τη σύνεση να μην πλησιάζει μια γυναίκα, αν ήξερε ότι ίσως της έκανε κακό.

«Πρέπει να πάω κι εγώ στην Καιρχίν», του είπε.

Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Ένα από τα θέλγητρα μιας νύχτας στην Καιρχίν ήταν ότι θα περνούσε μια νύχτα χωρίς να είναι κι αυτή μαζί του στο ίδιο δωμάτιο.

«Δεν έχει να κάνει με...» άρχισε να του λέει, και μετά δάγκωσε το σαρκώδες χείλος της και τα γαλαζοπράσινα μάτια της άστραψαν. «Πρέπει να μιλήσω με τις Σοφές, με την Αμυς».

«Φυσικά», της είπε. «Γιατί να μη μιλήσεις». Υπήρχε πάντα η ευκαιρία ότι θα κατάφερνε να την αφήσει εκεί.

Ο Μπασίρε του άγγιξε το μπράτσο. «Ήταν να ξαναδείς τους ιππείς μου να κάνουν ασκήσεις αυτό το απόγευμα». Ο τόνος ήταν αδιάφορος, όμως τα γερτά μάτια έδιναν βαρύτητα στα λόγια του.

Ήταν σίγουρα σημαντικό, όμως ο Ραντ ένιωθε την ανάγκη να φύγει από το Κάεμλυν, από το Άντορ. «Αύριο. Ή μεθαύριο». Έπρεπε να φύγει από τα βλέμματα αυτών των βασιλισσών, που αναρωτιούνταν αν κάποιος από το αίμα τους —κι ήταν αίμα τους, μα το Φως!— θα ρήμαζε τη γη όπως είχαν κάνει τόσοι άλλοι. Έπρεπε να φύγει από την Αλάνα. Έστω και για μία νύχτα, έπρεπε να βρεθεί μακριά.

Загрузка...