Ο Πέριν αγανακτούσε με τους ανθρώπους που χόρευαν στους δρόμους της Καιρχίν· ήταν σχεδόν αδύνατο να περάσεις από κει. Χορευτές πιασμένοι σε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ακολουθούσαν έναν άνδρα με μεγάλη μύτη που έπαιζε φλάουτο χωρίς το πουκάμισο του· τελευταία στη σειρά χοροπηδούσε μια στρογγυλόσωμη κοντούλα που γελούσε κεφάτα και πήρε το χέρι της από τη μέση του άνδρα που ήταν μπροστά της για να προσπαθήσει να τραβήξει τον Πέριν πίσω της. Αυτός κούνησε το κεφάλι και, εκείνη, είτε γιατί την είχαν τρομάξει τα κίτρινα μάτια του, είτε γιατί το πρόσωπό του έδειχνε τόσο σκοτεινό όσο ένιωθε μέσα του, κατάπιε το κέφι της και άφησε το χορό να την παρασύρει, κοιτώντας τον πάνω από τον ώμο της ώσπου τον έκρυψε το πλήθος. Μια γκριζομάλλα γυναίκα, ακόμα όμορφη, με χρωματιστές κορδέλες σχεδόν ως τη μέση του σκούρου μεταξωτού φορέματος της, τύλιξε τα λεπτά χέρια της γύρω από το λαιμό του Πέριν και του πλησίασε πεινασμένα το στόμα της στο δικό του. Ξαφνιάστηκε όταν αυτός την έπιασε τρυφερά από τις μασχάλες και την ακούμπησε παραδίπλα. Μια παρέα με άνδρες και γυναίκες της ηλικίας του που χόρευαν στο σκοπό από τα τουμπερλέκια, έπεσαν πάνω του, γελώντας ευφορικά και του τράβηξαν το σακάκι. Δεν έδωσαν σημασία που κουνούσε το κεφάλι ώσπου έσπρωξε με δύναμη στην άκρη έναν από τους άνδρες και άφησε το γρυλλητό του αρχηγού λύκου προς τους άλλους. Το γέλιο αυτοστιγμής χάθηκε αφήνοντάς τους να χάσκουν κατάπληκτοι, όμως ξανάρχισαν να γελούν τρανταχτά και προσπάθησαν να μιμηθούν το γρύλισμά του πριν χαθούν μέσα στην κοσμοσυρροή.
Ήταν η πρώτη μέρα της Γιορτής των Φώτων, η συντομότερη μέρα του χρόνου, η τελευταία μέρα του χρόνου, και η πόλη γιόρταζε με τρόπους που ο Πέριν δεν θα είχε φανταστεί ποτέ του. Και στους Δύο Ποταμούς θα χόρευε ο κόσμος, μα αυτό το πράγμα τώρα...! Οι Καιρχινοί ήταν αποφασισμένοι να αναπληρώσουν έναν ολόκληρο χρόνο στωικής αυτοσυγκράτησης στις δύο μέρες της γιορτής. Κάθε ευπρέπεια είχε παραμεριστεί, και μαζί τα όρια μεταξύ ευγενών και απλών θνητών, τουλάχιστον δημοσίως. Ιδρωμένες γυναίκες που φορούσαν απλά κακοραμμένα μάλλινα φορέματα άρπαζαν ιδρωμένους άνδρες με σκούρα μεταξωτά με πολύχρωμες ρίγες και τους παράσερναν στο χορό· άνδρες με σακάκια αμαξά ή γιλέκα σταβλίτη στροβίλιζαν γυναίκες που τα φορέματα τους έφεραν χρωματιστές κορδέλες, καμιά φορά ως τη μέση. Άνδρες με γυμνό το στέρνο έχυναν πάνω τους κρασί και σ’ όποιον ήταν δίπλα τους. Απ’ ό,τι φαινόταν, κάθε άνδρας μπορούσε να φιλήσει κάθε γυναίκα, και κάθε γυναίκα κάθε άνδρα, και το έκαναν με μεγάλη ανεμελιά όπου κι αν κοίταζε ο Πέριν. Προσπαθούσε να μην πολυκοιτάζει. Μερικές αριστοκράτισσες με μαλλιά χτενισμένα σε περίτεχνους πύργους από μπούκλες ήταν γυμνές ως τη μέση κάτω από λεπτούς μανδύες τους οποίους συνήθως δεν φρόντιζαν να κρατήσουν κουμπωμένους Μεταξύ των απλών θνητών, ελάχιστες από τις γυναίκες που είχαν βγάλει τις μπλούζες τους έκαναν το κόπο να σκεπαστούν με κάτι άλλο εκτός από τα μαλλιά τους, που σπανίως ήταν αρκετά μακριά γι’ αυτό· έχυναν κρασί πάνω τους και στους διπλανούς τους με την τρέλα των ανδρών. Ηχηρά γέλια συναγωνίζονταν με χίλιους διαφορετικούς σκοπούς από φλάουτα και τύμπανα και πνευστά, τσίτερ και μπίτερν και ντούλτσιμερ.
Ο Κύκλος των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ θα πάθαινε κρίση, και τα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού θα κατάπιναν τη γλώσσα τους από αποπληξία, όμως αυτό το ξέσπασμα ακολασίας ήταν μονάχα ένα ασήμαντο μέρος της ενόχλησης που ένιωθε ο Πέριν. Λίγες ώρες, είχε πει η Ναντέρα, μα ο Ραντ έλειπε έξι ολόκληρες μέρες τώρα. Η Μιν ή είχε πάει μαζί του, ή είχε μείνει με τις Αελίτισσες. Και κανείς δεν φαινόταν να ξέρει τίποτα. Με εξαίρεση εκείνη που ονομαζόταν Σορίλεα, οι Σοφές ήταν ασαφείς σαν τις Άες Σεντάι όταν ο Πέριν κατάφερνε να στριμώξει κάποια· η Σορίλεα του είπε ωμά να ασχοληθεί με τη γυναίκα του και να με χώνει τη μύτη του σε υποθέσεις που δεν αφορούσαν υδρόβιους. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα για το πώς η Σορίλεα ήξερε για τα προβλήματα μεταξύ του ίδιου και της Φάιλε, όμως δεν τον ένοιαζε. Ένιωθε ότι ο Ραντ τον είχε ανάγκη, μια αίσθηση σαν φαγούρα κάτω από το δέρμα του, που καθημερινά δυνάμωνε. Τώρα επέστρεφε από τη σχολή του Ραντ, που ήταν η τελευταία ελπίδα του, μα όλοι εκείνοι ήταν παραδομένοι στο πιοτό, το χορό και την κραιπάλη σαν την υπόλοιπη Καιρχίν. Του είχαν πει ότι επικεφαλής της σχολής ήταν μια γυναίκα ονόματι Ίντριεν, μα όταν ο Πέριν κατάφερε, με αρκετή δυσκολία και ντροπή, να τη διακόψει πάνω που φιλούσε έναν άνδρα τόσο νεαρό που θα μπορούσε να ήταν γιος της, ίσα για να της κάνει την ερώτηση, εκείνη μπόρεσε να πει μόνο ότι ίσως κάτι ήξερε κάποιος άνδρας που λεγόταν Φελ, και ο Φελ όταν βρέθηκε χόρευε με τρεις νεαρές που θα μπορούσαν να ήταν εγγονές του. Και με τις τρεις μαζί. Ο Φελ δεν καλοθυμόταν ούτε το ίδιο του το όνομα, κάτι που ίσως δεν ήταν παράξενο υπό αυτές τις συνθήκες. Που να καιγόταν ο Ραντ! Είχε φύγει χωρίς να πει κουβέντα ενώ ήξερε για τη θέαση της Μιν, ήξερε ότι είχε απελπισμένη ανάγκη τον Πέριν. Απ’ ό,τι φαινόταν, ακόμα και οι Άες Σεντάι είχαν αηδιάσει. Εκείνο το πρωί ο Πέριν είχε μάθει πως είχαν φύγει προ τριημέρου για την Ταρ Βάλον, λέγοντας πως δεν υπήρχε νόημα να μείνουν άλλο. Τι σκάρωνε ο Ραντ; Ήταν τέτοια η φαγούρα που ο Πέριν ήθελε να δαγκώσει κάτι.
Όταν έφτασε στο Παλάτι του Ήλιου, όλες οι λάμπες ήταν αναμένες και υπήρχαν αναμένα κεριά όπου μπορούσαν να τοποθετηθούν· οι διάδρομοι αστραφτοβολούσαν σαν πετράδια στον ήλιο. Και στους Δύο Ποταμούς επίσης όλα τα σπίτια θα ήταν φωταγωγημένα μ’ όλα τα διαθέσιμα κεριά και λάμπες μέχρι τη μεθεπόμενη μέρα. Οι περισσότεροι υπηρέτες του Παλατιού ήταν έξω στους δρόμους, και οι λίγοι που έμεναν πιο πολύ γελούσαν και χόρευαν και τραγουδούσαν παρά δούλευαν. Ακόμα κι εδώ μερικές γυναίκες ήταν γυμνές ως τη μέση, τόσο κοπέλες που μόλις θα ήταν αρκετά μεγάλες σε ηλικία για να έχουν τα μαλλιά τους πλεξούδα στους Δύο Ποταμούς, όσο και γκριζομάλλες γιαγιάδες. Οι Αελίτες στους διαδρόμους έδειχναν αηδιασμένοι όταν το πρόσεχαν, κάτι που δεν φαίνονταν να κάνουν συχνά. Ειδικά οι Κόρες έμοιαζαν να είναι έξω φρενών, σαν γάτες που καμπούριαζαν κάθε μέρα περισσότερο από τότε που είχε φύγει ο Ραντ.
Ο Πέριν διέσχισε ανοιχτά τους διαδρόμους αυτή τη φορά. Σχεδόν ήθελε να πέσει πάνω του η Μπερελαίν. Η εικόνα που του ήρθε στο νου ήταν ότι την άρπαζε με τα δόντια από το σβέρκο και την τίναζε ώσπου θα έφευγε με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Ίσως ευτυχώς, έφτασε στα δωμάτιά του δίχως να τη δει.
Η Φάιλε σχεδόν σήκωσε το βλέμμα από τον άβακα με τους λίθους όταν ο Πέριν μπήκε μέσα. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Η οσμή της ζήλιας ακόμα ερχόταν από πάνω της, μα δεν ήταν η δυνατότερη· ο θυμός ήταν πιο οξύς, αν και όχι στα χειρότερά του, και πιο δυνατή ήταν μια ξεθυμασμένη, μουντή οσμή την οποία αναγνώρισε ως απογοήτευση. Γιατί ήταν απογοητευμένη μαζί του; Γιατί δεν του μιλούσε; Μια λέξη να του έλεγε, έναν υπαινιγμό ότι όλα θα ξαναγίνονταν όπως πριν, και θα έπεφτε στα γόνατά του για να δεχθεί το φταίξιμο για ό,τι ήθελε να του φορτώσει. Αλλά εκείνη απλώς έβαλε ένα μαύρο λίθο και μουρμούρισε, «Είναι η σειρά σου, Λόιαλ. Λόιαλ!»
Τα αυτιά του Λόιαλ σφάδαζαν ανήσυχα και τα μακριά φρύδια του είχαν κρεμάσει. Ο Ογκιρανός μπορεί να μην είχε την αίσθηση της όσφρησης —δηλαδή όχι πιο ανεπτυγμένη από της Φάιλε— αλλά μπορούσε να καταλάβει τη διάθεση του άλλου εκεί που κανένας άνθρωπος δεν θα παρατηρούσε κάτι. Όταν ο Πέριν και η Φάιλε ήταν στο ίδιο δωμάτιο, ο Λόιαλ έδειχνε έτοιμος να κλάψει. Τώρα απλώς αναστέναξε σαν τον άνεμο που φυσούσε μέσα σε σπήλαιο και έβαλε ένα λευκό λίθο εκεί που θα άρχιζε να αιχμαλωτίζει ένα μεγάλο μέρος από τα πιόνια της Φάιλε αν εκείνη δεν το πρόσεχε. Θα το πρόσεχε όμως· η Φάιλε και ο Λόιαλ ήταν ισάξιοι αντίπαλοι, καλύτεροι παίκτες από τον Πέριν.
Η Σούλιν ήρθε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με ένα μαξιλάρι στην αγκαλιά, κοιτώντας συνοφρυωμένη τη Φάιλε και τον Πέριν. Η οσμή της θύμισε στον Πέριν μια λύκαινα που είχε βαρεθεί να της δαγκώνουν τα λυκάκια όλη μέρα της ουρά. Κι επίσης μύριζε ανησυχία. Και φόβο, κατά παράξενο τρόπο. Αν και ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί ήταν παράξενο να μυρίζει φόβο μια ασπρομάλλα σερβιτόρα, ακόμα και μία με το τραχύ, γεμάτο ουλές πρόσωπο της Σούλιν.
Ο Πέριν πήρε ένα βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο και επίχρυσα στολίδια, βούλιαξε σε μια πολυθρόνα και το άνοιξε. Αλλά δεν διάβαζε, ούτε καν έβλεπε αρκετά καθαρά το βιβλίο για να ξέρει ποιο είχε πάρει. Εισέπνευσε βαθιά, φιλτράροντας τα πάντα εκτός από τη Φάιλε. Απογοήτευση, θυμός, ζήλια, και κάτω απ’ αυτά, κάτω ακόμα και από την αχνή ευωδιά βοτάνων του σαπουνιού της, ήταν εκείνη. Ο Πέριν την ανάπνευσε πεινασμένα. Μια λέξη· μόνο αυτό αρκούσε να του πει.
Όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, η Σούλιν βγήκε από το υπνοδωμάτιο, με ζωηρό βήμα κάτω από τα ερυθρόλευκα φουστάνια της, αγριοκοιτάζοντας τον Πέριν και τη Φάιλε και τον Λόιαλ σαν να αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ανοίξει κάποιος απ’ αυτούς. Πήρε μια χλευαστική έκφραση όταν είδε τον Ντομπραίν —το έκανε συχνά αυτό από τότε που είχε φύγει ο Ραντ— αλλά μετά πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να στύλωνε το κουράγιο της και στο πρόσωπό της με ολοφάνερη προσπάθεια εμφανίστηκε μια έκφραση σχεδόν δουλοπρεπούς ηπιότητας. Η βαθιά γονυκλισία της θα ταίριαζε αν ήθελε να χαιρετίσει έναν βασιλιά που του άρεσε να παίζει ο ίδιος τον δήμιο, και έμεινε εκεί, με το πρόσωπο κοντά στο πάτωμα. Ξαφνικά, άρχισε να τρέμει. Η οσμή του θυμού της χάθηκε, ακόμα και η ανησυχία πνίγηκε κάτω από μια αίσθηση σαν χίλιες ψιλές σαν τρίχα και μυτερές σαν βελόνα ακίδες. Ο Πέριν είχε ξαναμυρίσει ντροπή πάνω της, όμως αυτή τη φορά θα έλεγε ότι η Σούλιν ίσως πέθαινε απ’ αυτό. Μύριζε πάνω της την πικρή γλύκα που ανέδιδαν οι γυναίκες όταν έκλαιγαν για συναισθηματικούς λόγους.
Φυσικά, ο Ντομπραίν ούτε που την κοίταξε. Αντίθετα, τα βαθιά του μάτια κοίταξαν τον Πέριν, με πρόσωπο σοβαρό, σκοτεινό θα ’λεγε κανείς, κάτω από το ξυρισμένο και πουδραρισμένο μέτωπό του. Ο Ντομπραίν δεν μύριζε ποτό ούτε καν αμυδρά, και δεν έδειχνε πως είχε χορέψει καθόλου. Τη μόνη φορά που τον είχε ανταμώσει άλλοτε ο Πέριν, του είχε φανεί πως μύριζε επιφυλακτικότητα· όχι φόβο, αλλά σαν να προχωρούσε σε πυκνά δάση γεμάτα φαρμακερά φίδια. Αυτή η οσμή σήμερα ήταν δέκα φορές δυνατότερη. «Η Χάρη να σου χαμογελά, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε ο Ντομπραίν, κλίνοντας την κεφαλή. «Μπορώ να σου μιλήσω κατ’ ιδίαν;»
Ο Πέριν άφησε το βιβλίο στο πάτωμα δίπλα στην πολυθρόνα του και έκανε νόημα σε μια άλλη απέναντι του. «Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Ντομπραίν». Αν ο άνθρωπος ήθελε τυπικότητες, ο Πέριν μπορούσε να φερθεί τυπικά. Αλλά υπήρχαν και όρια. «Ό,τι πεις, η σύζυγος μου μπορεί να το ακούσει. Δεν έχω μυστικά απ’ αυτήν. Και ο Λόιαλ είναι φίλος μου».
Ένιωσε το βλέμμα της Φάιλε πάνω του. Η ξαφνική οσμή του εαυτού της σχεδόν τον κατέκλυσε. Για κάποιο λόγο, τη συσχέτιζε με την αγάπη της γι’ αυτόν· όταν ήταν τρυφερή, όταν τα φιλιά της ήταν πιο καυτά, αυτό το άρωμα τον κατέκλυζε. Σκέφτηκε να πει στον Ντομπραίν να φύγει —και στον Λόιαλ και τη Σούλιν επίσης· αν η Φάιλε μύριζε έτσι, σίγουρα θα μπορούσε ο Πέριν να διορθώσει την κατάσταση με κάποιον τρόπο— αλλά ο Καιρχίν ήδη είχε καθίσει.
«Ο άνδρας που μπορεί να εμπιστεύεται τη σύζυγό του, Άρχοντα Αϋμπάρα, είχε τιμηθεί από τη χάρη με κάτι ανώτερο από πλούτη». Πάντως ο Ντομπραίν την κοίταξε για μια στιγμή πριν συνεχίσει. «Σήμερα η Καιρχίν δέχθηκε δύο πλήγματα. Αυτό το πρωί, ο Άρχοντας Μαρίνγκιλ βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, από δηλητήριο καθώς φαίνεται. Και ελάχιστα αργότερα ο Υψηλός Άρχοντας Μάιλαν φαίνεται να έπεσε θύμα της λεπίδας ενός πορτοφολά στο δρόμο. Εξαιρετικά ασυνήθιστο για τη Γιορτή των Φώτων».
«Γιατί μου το λες αυτό;» είπε αργά ο Πέριν.
Ο Ντομπραίν άπλωσε τα χέρια. «Είσαι ο φίλος του Άρχοντα Δράκοντα, κι εκείνος απουσιάζει». Δίστασε, κι όταν συνέχισε, φαινόταν ότι βίαζε τα λόγια του να βγουν. «Χθες το βράδυ η Κολαβήρ δείπνησε με καλεσμένους από ορισμένους από τους μικρότερους Οίκους. Τον Ντέηγκανρεντ, τον Σούλιαντρεντ, τον Ανάλιν, τον Οσίλιν, άλλους. Από μόνοι τους είναι μικροί, μα πολυάριθμοι. Το αντικείμενο της συνάντησης ήταν η συμμαχία με τον Οίκο Σαϊγκάν και η υποστήριξη της Κολαβήρ για το Θρόνο του Ήλιου. Η Κολαβήρ δεν έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να κρατήσει το δείπνο μυστικό». Κοντοστάθηκε πάλι, μετρώντας τον Πέριν με το βλέμμα. Αυτό που είδε, φάνηκε να του δείχνει ότι χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις. «Αυτό είναι παράξενο, επειδή τόσο ο Μαρίνγκιλ όσο και ο Μάιλαν ήθελαν το θρόνο, και θα την έπνιγαν με το ίδιο το μαξιλάρι της αν είχαν μάθει γι’ αυτό».
Επιτέλους ο Πέριν κατάλαβε, αν και όχι γιατί ο Ντομπραίν δεν το είχε πει ευθέως. Ευχήθηκε να μιλούσε η Φάιλε· ήταν καλύτερη απ’ αυτόν σε αυτά τα πράγματα. Την έβλεπε με την άκρη του ματιού του· είχε το κεφάλι της σκυμμένο πάνω από τον άβακα των λίθων και τον κοίταζε με την άκρη του ματιού της. «Άρχοντα Ντομπραίν, αν νομίζεις πως η Κολαβήρ διέπραξε έγκλημα, τότε πρέπει να πας στον... στον Ρούαρκ». Θα έλεγε τη Μπερελαίν, μα ακόμα κι έτσι, η υποψία της ζήλιας αυξήθηκε λιγάκι στην οσμή της Φάιλε.
«Τον βάρβαρο Αελίτη;» ξεφύσηξε ο Ντομπραίν. «Καλύτερα να πάω στη Μπερελαίν, όχι ότι είναι πολύ καλύτερο. Παραδέχομαι ότι αυτή η Μαγενή κούκλα ξέρει πώς κυβερνιέται μια πόλη, όμως νομίζει ότι κάθε μέρα είναι η Γιορτή των Φώτων. Η Κολαβήρ θα την κάνει με τα κρεμμυδάκια. Είσαι ο φίλος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Η Κολαβήρ—»Αυτή τη φορά σταμάτησε επειδή τελικά συνειδητοποίησε ότι η Μπερελαίν είχε μπει στο δωμάτιο δίχως να χτυπήσει, με κάτι μακρύ και στενό τυλιγμένο σε μια κουβέρτα στην αγκαλιά της.
Ο Πέριν είχε ακούσει το γλωσσίδι να αφήνει ένα ξερό κρότο, και βλέποντάς την με το μισό στήθος της εκτεθειμένο, η οργή σχεδόν έδιωξε κάθε τι άλλο από το μυαλό του. Η γυναίκα ερχόταν εδώ, για να συνεχίσει το φλερτάρισμά της μπροστά στη γυναίκα του; Η οργή τον έκανε να σηκωθεί όρθιος και χτύπησε τα χέρια μ’ ένα βροντώδη ήχο. «Έξω! Έξω, γυναίκα! Έξω, τώρα! Αλλιώς θα σε πετάξω έξω, και θα σε πετάξω τόσο μακριά που θα αναπηδήσεις δύο φορές!»
Η Μπερελαίν τινάχτηκε με την πρώτη κραυγή του, της έπεσε το φορτίο, κι έκανε ένα βήμα πίσω με γουρλωμένα τα μάτια, αν και δεν έφυγε. Ξεστομίζοντας την τελευταία λέξη του, ο Πέριν συνειδητοποίησε πως όλοι τον κοίταζαν. Το πρόσωπο του Ντομπραίν ήταν απαθές, όμως η οσμή του έδειχνε κατάπληξη, σαν ψηλός πέτρινος οβελίσκος στο κέντρο ενός επίπεδου κάμπου. Τα αυτιά του Λόιαλ ήταν ορθωμένα κι αλύγιστα σαν εκείνο τον οβελίσκο, και είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Όσο για τη Φάιλε, με το ψύχραιμο χαμόγελο της... Ο Πέριν δεν την καταλάβαινε καθόλου. Περίμενε κύματα ζήλιας με τη Μπερελαίν εκεί στο δωμάτιο, μα γιατί μύριζε πληγωμένη;
Ξαφνικά ο Πέριν είδε τι είχε πέσει από τη Μπερελαίν. Η κουβέρτα είχε ανοίξει φανερώνοντας το σπαθί του Ραντ και τη ζώνη με την αγκράφα του Δράκοντα. Θα τα άφηνε πίσω ο Ραντ; Του Πέριν του άρεσε να σκέφτεται τα πράγματα διεξοδικά· όταν βιαζόσουν, μπορεί να έκανες κακό στους άλλους χωρίς να το καταλάβεις. Αλλά αυτό το σπαθί που κειτόταν εκεί ήταν σαν χτύπημα κεραυνού. Ήταν ανόητο να βιάζεσαι στο σιδηρουργείο και έκανες τσαπατσούλικη δουλειά έτσι, μα του Πέριν του σηκώθηκαν οι τρίχες και ένα μουγκρητό θέριεψε στο λαρύγγι του.
«Τον πήραν!» θρήνησε η Σούλιν ξαφνικά, σοκαριστικά. Με το κεφάλι ριγμένο πίσω, τα μάτια σφιχτά κλεισμένα, βόγκηξε προς το ταβάνι, και ο ήχος της φωνής της ήταν αρκετά δυνατός για να κάνει τον Πέριν να ριγήσει. «Οι Άες Σεντάι πήραν τον πρωταδελφό μου!»Τα μάγουλά της γυάλιζαν από τα δάκρυα.
«Ηρέμησε, καλή μου γυναίκα», είπε σταθερά η Μπερελαίν. «Πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο και ηρέμησε». Πρόσθεσε προς τον Πέριν και τη Ντομπραίν, «Δεν πρέπει να την αφήσουμε να το διαδώσει—»
«Δεν με αναγνωρίζεις», τη διέκοψε άγρια η Σούλιν, «με το φόρεμα που φορώ και τα μαλλιά μου μακριά. Αν ξαναμιλήσεις για μένα σαν να μην είμαι μπροστά, θα σου δώσω αυτό που άκουσα ότι σου έδωσε ο Ρούαρκ στην Πέτρα του Δακρύου και έπρεπε να στο έχει ξανακάνει από τότε».
Ο Πέριν αντάλλαξε μπερδεμένες ματιές με τον Ντομπραίν και τον Λόιαλ, ακόμα και με τη Φάιλε πριν εκείνη τραβήξει απότομα το βλέμμα της. Η Μπερελαίν χλόμιασε και κοκκίνισε εναλλάξ· η οσμή της έδειχνε συντριβή και ταπείνωση.
Η Σούλιν πήγε στην πόρτα, την άνοιξε πλατιά πριν προλάβει κανείς να κινηθεί· ο Ντομπραίν είχε κάνει να πάει εκεί, όμως μια κιτρινόξανθη νεαρή Κόρη που περνούσε την είδα και χαμογέλασε πλατιά. «Μη μου χαμογελάς εμένα, Λουαίν», την αποπήρε η Σούλιν. Τα χέρια της έμοιαζαν να κινούνται, καθώς το σώμα της τα έκρυβε από τους υπόλοιπους στο δωμάτιο. Το χαμόγελο της Λουαίν κόπηκε με το μαχαίρι. «Πες στη Ναντέρα ότι πρέπει να έρθει εδώ αμέσως. Και στον Ρούαρκ. Και φέρει μου καντιν’σόρ και ψαλίδι για να κόψω τα μαλλιά μου όπως πρέπει. Τρέχα, γυναίκα! Φαρ Ντάραϊς Μάι είσαι ή Σά’εν Μ’τάαλ;» Η κιτρινόξανθη Κόρη το έβαλε στα πόδια, και η Σούλιν στράφηκε πάλι προς το δωμάτιο με ένα νεύμα ικανοποίησης, βροντώντας την πόρτα. Η Φάιλε έχασκε.
«Η Χάρη να μας χαμογελά», μούγκρισε ο Ντομπραίν. «Δεν είπε τίποτα στην Αελίτισσα, η γυναίκα πρέπει να τρελάθηκε. Μπορούμε να αποφασίσουμε τι θα τους πούμε αφού πρώτα τη δέσουμε και τη φιμώσουμε». Προχώρησε σαν να ήθελε να το κάνει, βγάζοντας μάλιστα ένα σκουροπράσινο μαντίλι από την τσέπη του σακακιού του, όμως ο Πέριν τον έπιασε από το μπράτσο.
«Είναι Αελίτισσα, Ντομπραίν», είπε η Μπερελαίν. «Κόρη της Λόγχης. Δεν καταλαβαίνω προς τι η επίσημη στολή». Κατά παράξενο τρόπο, η Μπερελαίν δέχθηκε μια προειδοποιητική ματιά από τη Σούλιν.
Ο Πέριν έβγαλε αργά την ανάσα του. Κι αυτός που ήθελε να προστατεύσει την ασπρομάλλα από τον Ντομπραίν! Ο Καιρχινός τον κοίταξε ερωτηματικά, σήκωσε λιγάκι το χέρι που κρατούσε το μαντίλι· προφανώς ακόμα σκεφτόταν να τη δέσουν και να τη φιμώσουν. Ο Πέριν μπήκε ανάμεσα στους δυο τους και έπιασε το σπαθί του Ραντ.
«Θέλω να βεβαιωθώ», Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τα βήματά του τον είχαν φέρει πολύ κοντά στη Μπερελαίν. Εκείνη κοίταξε ανήσυχα τη Σούλιν και τον πλησίασε, σαν να αναζητούσε προστασία, αλλά η οσμή της ήταν αποφασισμένη, όχι ανήσυχη· μύριζε σαν κυνηγός. «Δεν μ’ αρέσει να βγάζω βιαστικά συμπεράσματα», είπε, πλησιάζοντας για να σταθεί πλάι στην καρέκλα της Φάιλε. Όχι γρήγορα· απλώς σαν άνδρας που πήγαινε να σταθεί δίπλα στη σύζυγο του. «Το σπαθί δεν αποδεικνύει τίποτα». Η Φάιλε σηκώθηκε και έκανε το γύρο του τραπεζιού για να κοιτάξει τον άβακα πάνω από τον ώμο του Λόιαλ· ή μάλλον, να έρθει πιο κοντά στον αγκώνα του. Κι η Μπερελαίν επίσης πλησίασε, προς τον Πέριν· ακόμα έριχνε φοβισμένες ματιές στη Σούλιν χωρίς τον παραμικρό φόβο στην οσμή της, και το χέρι της σηκώθηκε σαν να ήθελε να πιάσει το μπράτσο του. Εκείνος ακολούθησε τη Φάιλε, προσπαθώντας να φαίνεται άνετος. «Ο Ραντ είπε ότι τρεις Άες Σεντάι δεν θα του έκαναν κακό, αν πρόσεχε». Η Φάιλε έκανε το γύρο του τραπεζιού και ξαναβρέθηκε στην καρέκλα της. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν άφηνε ποτέ περισσότερες από τρεις να τον πλησιάσουν». Η Μπερελαίν τον ακολούθησε ρίχνοντας ικετευτικά βλέμματα σ’ αυτόν και φοβισμένα βλέμματα στη Σούλιν. «Μου είπαν ότι ήρθαν μόνο τρεις τη μέρα που έφυγε». Ο Πέριν ακολούθησε τη Φάιλε, κάπως γρηγορότερα. Εκείνη πετάχτηκε πάλι από την καρέκλα της, επιστρέφοντας στο πλευρό του Λόιαλ. Ο Λόιαλ είχε κρύψει το κεφάλι στα χέρια και βογκούσε μαλακά για Ογκιρανό. Η Μπερελαίν ακολούθησε τον Πέριν με γουρλωμένα τα ήδη πλατιά μάτια της, προσωποποίηση γυναίκας που ζητά προστασία. Μα το Φως, μύριζε αποφασισμένη!
Ο Πέριν στριφογύρισε για να την αντικρίσει και έσπρωξε τα αλύγιστα δάχτυλά του στο στήθος της, τόσο σκληρά που την έκανε να βγάλει ένα μικρό σκούξιμο. «Σταμάτα εκεί που είσαι!» Ξαφνικά συνειδητοποίησε πού ακριβώς ήταν τα δάχτυλά του και τα τράβηξε σαν να είχε καεί. Κατάφερε όμως να κρατήσει τη σκληράδα της φωνής του. «Στάσου εκεί που είσαι!»Οπισθοχώρησε απ’ αυτήν, κοιτάζοντάς την τόσο άγρια που θα μπορούσε να ραγίσει πέτρινο τοίχο. Καταλάβαινε το λόγο που η ζήλια της Φάιλε ήταν ένα σύννεφο που γέμιζε τη μύτη του, μα γιατί, γιατί, γιατί μύριζε περισσότερο πληγωμένη από κάθε άλλη φορά;
«Ελάχιστοι άνδρες μπορούν να με κάνουν να υπακούσω», γέλασε η Μπερελαίν μαλακά, «μα νομίζω πως ένας είσαι εσύ». Το πρόσωπο και ο τόνος της —και, το σημαντικότερο, η οσμή της— σοβάρεψαν. «Πήγα να ψάξω στα διαμερίσματα του Άρχοντα Δράκοντα επειδή φοβόμουν. Όλοι ήξεραν ότι οι Άες Σεντάι είχαν έρθει για να τον συνοδέψουν στην Ταρ Βάλον, και δεν καταλάβαινα γιατί είχαν εγκαταλείψει την προσπάθεια. Εγώ προσωπικά είχα δεχθεί τουλάχιστον δέκα επισκέψεις από διάφορες αδελφές, που με συμβούλευαν τι έπρεπε να κάνω όταν θα επέστρεφε στον Πύργο μαζί τους. Έδειχναν βέβαιες γι’ αυτό». Η Μπερελαίν κοντοστάθηκε, και παρ’ όλο που δεν κοίταξε τη Φάιλε, ο Πέριν είχε την εντύπωση ότι συλλογιζόταν αν έπρεπε να πει κάτι μπροστά της. Και μπροστά στον Ντομπραίν επίσης, αλλά κυρίως μπροστά στη Φάιλε. Η μυρωδιά του κυνηγού επανήλθε. «Μου έδωσαν έντονα την εντύπωση πως έπρεπε να επιστρέψω στο Μαγιέν, και ότι αν δεν επέστρεφα, θα με πήγαιναν εκεί με συνοδεία».
Η Σούλιν μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της, μα τα αυτιά του Πέριν το άκουσαν καθαρά. «Ο Ρούαρκ είναι βλάκας. Αν ήταν στ’ αλήθεια κόρη του, δεν θα άδειαζε να κάνει άλλη δουλειά γιατί θα έπρεπε να την ξυλοφορτώνει κάθε μέρα».
«Δέκα;» είπε ο Ντομπραίν. «Εγώ δέχθηκα μόνο μία επίσκεψη. Νόμιζα ότι απογοητεύτηκε όταν της ξεκαθάρισα ότι είχα ορκιστεί υποταγή στον Άρχοντα Δράκοντα. Μα είτε δέκα είτε μία, το κλειδί είναι η Κολαβήρ. Ξέρει όπως όλοι ότι ο Άρχοντα Δράκοντα προορίζει το θρόνο για την Ηλαίην Τράκαντ». Έκανε μια γκριμάτσα. «Θα έπρεπε να είναι η Ηλαίην Ντέημοντρεντ. Ο Τάρινγκεηλ έπρεπε να επιμείνει να παντρευτεί η Μοργκέις στον Οίκο Ντέημοντρεντ αντί να μπει ο ίδιος στον Οίκο Τράκαντ· η Μοργκέις τον χρειαζόταν τόσο που θα το είχε κάνει. Τέλος πάντων, είτε Ηλαίην Τράκαντ είτε Ηλαίην Ντέημοντρεντ, έχει βάσιμες αξιώσεις στο θρόνο, ισχυρότερες κατά πολύ της Κολαβήρ, όμως είμαι πεπεισμένος ότι η Κολαβήρ έβαλε να δολοφονηθούν ο Μαρίνγκιλ και ο Μάιλαν για να κάνει ασφαλή την άνοδο της στο θρόνο. Δεν θα τολμούσε να το κάνει αν πίστευε ότι ο Άρχοντας Δράκοντας θα ξαναγύριζε».
«Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος». Μια μικρή, εκνευρισμένη ρυτίδα χάλασε το μέτωπο της Μπερελαίν. «Έχω αποδείξεις ότι έβαλε μια υπηρέτρια να δηλητηριάσει το κρασί του Μαρίνγκιλ —στάθηκε απρόσεκτη, κι εγώ έφερα δύο καλούς κλεφτοκυνηγούς μαζί μου— αλλά δεν ήξερα γιατί». Έκανε μια μικρή κλίση της κεφαλής, απαντώντας στο βλέμμα θαυμασμού του Ντομπραίν. «Την περιμένει η κρεμάλα γι’ αυτό. Αν υπάρχει τρόπος να φέρουμε πίσω τον Άρχοντα Δράκοντα. Αν όχι, τότε φοβάμαι πως πρέπει να σώσουμε τη ζωή μας».
Το χέρι του Πέριν σφίχτηκε στο θηκάρι από δέρμα αγριόχοιρου. «Θα τον φέρω πίσω», μούγκρισε. Ο Ντάνιλ και οι υπόλοιποι άνδρες των Δύο Ποταμών αποκλείεται να είχαν κάνει πάνω από τη μισή απόσταση προς την Καιρχίν, μιας και είχαν τις άμαξες να τους καθυστερούν. Αλλά υπήρχαν και οι λύκοι. «Ακόμα κι αν χρειαστεί να πάω μόνος, θα τον φέρω πίσω».
«Δεν θα είσαι μόνος», είπε ο Λόιαλ, βαριά σαν μυλόπετρα που άλεθε. «Όσο είμαι εδώ, ποτέ δεν θα είσαι μόνος, Πέριν». Ξαφνικά, τα αυτιά του σάλεψαν από συστολή· πάντα έδειχνε συστολή όταν κάποιος πρόσεχε ότι ήταν γενναίος. «Στο κάτω-κάτω, δεν θα έχει ωραίο τέλος το βιβλίο μου αν ο Ραντ είναι φυλακισμένος στον Πύργο. Και πώς θα γράψω για τη διάσωσή του αν δεν είμαι παρών;»
«Δεν θα πας μόνος, Ογκιρανέ», είπε ο Ντομπραίν. «Αύριο θα έχω πεντακόσιους έμπιστους άνδρες. Δεν ξέρω τι θα μπορέσουμε να κάνουμε ενάντια σε έξι Άες Σεντάι, μα θα τηρήσω τους όρκους μου». Κοιτώντας τη Σούλιν, χάιδεψε το μαντίλι που κρατούσε ακόμα. «Μα πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τους βαρβάρους;»
«Πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τους δενδροφονιάδες;»ρώτησε επιτακτικά η Σορίλεα με φωνή τραχιά και σκληρή όσο η ίδια καθώς έμπαινε χωρίς να χτυπήσει. Μαζί της ήταν ο Ρούαρκ με βαρύθυμη οσμή, η Άμυς, που το υπερβολικά νεανικό πρόσωπό της έδειχνε ατάραχο πλάι στην αταίριαστη κορνίζα των λευκών μαλλιών, και η Ναντέρα, που ανέδιδε μια άσχημη οσμή από αιμοσταγή μανία και κουβαλούσε ένα γκρίζο και καφέ και πράσινο δεματάκι.
«Το ξέρετε;»είπε ο Πέριν χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.
Η Ναντέρα πέταξε το δεματάκι στη Σούλιν. «Έπρεπε να έχεις καταλάβει εδώ και καιρό ότι ξεπλήρωσες το τοχ σου. Σχεδόν τεσσεράμισι βδομάδες, ενάμισης ολόκληρος μήνας. Ακόμα και οι γκαϊ’σάιν λένε ότι παραείσαι περήφανη». Οι δύο γυναίκες τρύπωσαν στο υπνοδωμάτιο.
Μια οσμή εκνευρισμού είχε ξεκινήσει από τη Φάιλε αμέσως μόλις είχε μιλήσει ο Πέριν. «Η χειρομιλία που ξέρουν οι Κόρες», μουρμούρισε, τόσο χαμηλόφωνα που δεν θα το άκουγε άλλο αυτί εκτός από το δικό του. Της έριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης, εκείνη όμως έδειχνε αφοσιωμένη στον άβακα των λίθων. Γιατί δεν συμμετείχε; Πάντα έδινε συνετές συμβουλές, και ο Πέριν θα ένιωθε ευγνωμοσύνη για όποια συμβουλή του πρόσφερε. Η Φάιλε έπαιξε ένα λίθο και κοίταξε με σμιγμένα φρύδια τον Λόιαλ, ο οποίος ήταν προσηλωμένος στον Πέριν και τους άλλους.
Ο Πέριν προσπάθησε να μην αναστενάξει και είπε ρητά, «Δεν με νοιάζει ποιος εμπιστεύεται ποιον. Ρούαρκ, είσαι πρόθυμος να στείλεις τους Αελίτες σου ενάντια σε Άες Σεντάι; Έξι απ’ αυτές. Εκατό χιλιάδες Αελίτες θα τις δυσκόλευαν αρκετά». Ο αριθμός που βγήκε από το στόμα του τον έκανε να βλεφαρίσει —δέκα χιλιάδες άνδρες ήταν κάθε άλλο παρά ασήμαντος στρατός— όμως αυτούς τους αριθμούς έλεγε ο Ραντ, και ο Πέριν, απ’ όσα είχε δει από το στρατόπεδο των Αελιτών στους λόφους, τον πίστευε. Προς έκπληξή του, ο Ρούαρκ είχε μια οσμή διστακτικότητας.
«Τόσοι, δεν είναι δυνατόν», είπε αργά ο αρχηγός φατρίας, και έκανε μια παύση πριν συνεχίσει. «Σήμερα το πρωί ήρθαν αγγελιοφόροι. Οι Σάιντο ξεκίνησαν από το Μαχαίρι του Σφαγέα και προωθούνται νότια μαζικά, στην καρδιά της Καιρχίν. Ίσως να έχω αρκετούς για να τους σταματήσω —απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έρχονται όλοι— αλλά αν πάρω πολλές λόγχες από αυτή την περιοχή, ό,τι κάναμε θα πρέπει να το ξανακάνουμε. Στην καλύτερη περίπτωση, οι Σάιντο θα διαγουμίσουν την πόλη πριν προλάβουμε να επιστρέψουμε. Ποιος ξέρει πόσο μακριά θα πάνε, ίσως σε άλλες χώρες, και πόσους θα αρπάξουν υποστηρίζοντας πως είναι γκαϊ’σάιν». Μια ισχυρή οσμή περιφρόνησης ήρθε από πάνω του, αλλά ο Πέριν δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι σημασία είχε το πόσα εδάφη έπρεπε να επανακτήσουν —ή ακόμα και πόσοι άνθρωποι θα πέθαιναν, αν και αυτή η σκέψη σχηματίστηκε απρόθυμα, οδυνηρά— αφού ο Ραντ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας, πήγαινε αιχμάλωτος στην Ταρ Βάλον;
Η Σορίλεα κοίταζε εξεταστικά τον Πέριν. Τα μάτια των Σοφών έκαναν συχνά τον Πέριν να νιώθει όπως ένιωθε μπροστά στα μάτια των Άες Σεντάι, ότι τον είχαν μετρήσει στον πόντο και ζυγίσει στην ουγγιά. Η Σορίλεα τον έκανε να νιώθει αποσυναρμολογημένος σαν σπασμένο αλέτρι, σαν να μετρούσαν και να εξέταζαν κάθε καρφί για να δουν αν έπρεπε να τη διορθώσουν ή να την αντικαταστήσουν. «Πες του τα όλα, Ρούαρκ», είπε κοφτά η Σοφή.
Η Άμυς έβαλε το χέρι στο μπράτσο του Ρούαρκ. «Έχει το δικαίωμα να μάθει, σκιά της καρδιάς μου. Είναι ο κονταδελφός του Ραντ αλ’Θόρ». Η φωνή της ήταν τρυφερή, η οσμή της αποφασισμένη.
Ο Ρούαρκ έριξε μια σκληρή ματιά στις Σοφές και μια περιφρονητική ματιά στον Ντομπραίν. Στο τέλος, ίσιωσε το κορμί, δείχνοντας όλο του το μπόι. «Μπορώ να πάρω μόνο Κόρες και σισβαϊ’αμάν». Από τον τόνο και τη μυρωδιά του, φαινόταν ότι θα προτιμούσε να χάσει το χέρι του παρά να προφέρει αυτά τα λόγια. «Πολλοί από τους άλλους δεν θα θελήσουν να χορέψουν τις λόγχες με τις Άες Σεντάι». Το χείλος του Ντομπραίν κύρτωσε από περιφρόνηση.
«Πόσοι Καιρχινοί θα πολεμήσουν τις Άες Σεντάι;»ρώτησε χαμηλόφωνα ο Πέριν. «Έξι Άες Σεντάι, και δεν έχουμε τίποτα εκτός από ατσάλι». Πόσες Κόρες και σισβα-πώς-τους-είπε μπορούσε να συγκεντρώσει ο Ρούαρκ; Δεν είχε σημασία· υπήρχαν πάντα οι λύκοι. Πόσοι λύκοι θα πέθαιναν;
Το χείλος του Ντομπραίν ίσιωσε. «Εγώ, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε παγωμένα. «Εγώ και οι πεντακόσιοι μου, ακόμα κι αν ήταν εξήντα οι Άες Σεντάι».
Ακόμα και το κακάρισμα της Σορίλεα ήταν τραχύ. «Μη φοβάσαι τις Άες Σεντάι, δενδροφονιά». Ξαφνικά, σοκαριστικά, μια μικρή φλόγα χοροπήδησε στον αέρα μπροστά της. Μπορούσε να διαβιβάσει!
Η Σορίλεα άφησε τη φλόγα να σβήσει καθώς άρχιζαν να καταστρώνουν τα σχέδιά τους, μα εκείνη δεν έσβησε από τις σκέψεις του Πέριν. Ήταν μικρή, τρεμούλιαζε ασθενικά, μα με κάποιον τρόπο ήταν μια κήρυξη πολέμου δυνατότερη από σάλπιγγες, πολέμου εκ του συστάδην.
«Αν συνεργαστείς», είπε η Γκαλίνα με τόνο φιλική κουβεντούλας, «η ζωή σου θα είναι πιο ευχάριστη».
Η κοπέλα της αντιγύρισε μουτρωμένα τη ματιά και ανασάλεψε στο σκαμνί της, χωρίς μεγάλο πόνο ακόμα. Ίδρωνε πολύ, παρ’ όλο που δεν φορούσε το σακάκι. Πρέπει να έκανε ζέστη μέσα στη σκηνή· η Γκαλίνα καμιά φορά ξεχνούσε τελείως τι θερμοκρασία επικρατούσε. Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά γι’ αυτή τη Μιν, την Ελμιντρέντα, όπως κι αν ήταν εν πάση περιπτώσει το πραγματικό όνομά της. Την πρώτη φορά που την είχε δει η Γκαλίνα, ήταν ντυμένη σαν αγόρι, κάνοντας παρέα με τη Νυνάβε αλ’Μεάρα και την Εγκουέν αλ’Βέρ. Και την Ηλαίην Τράκαντ επίσης, μα οι άλλες δύο είχαν σχέση με τον αλ’Θόρ. Τη δεύτερη φορά, η Ελμιντρέντα ήταν το είδος της γυναίκας που μισούσε η Γκαλίνα, όλο νάζια και αναστεναγμούς, ουσιαστικά υπό την προσωπική προστασία της Σιουάν Σάντσε. Η Γκαλίνα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς η Ελάιντα είχε σταθεί τόσο ανόητη ώστε να της επιτρέψει να φύγει από τον Πύργο. Άραγε τι γνώσεις έκρυβε το κεφαλάκι αυτής της κοπέλας; Ίσως η Ελάιντα δεν έπρεπε να την πάρει αμέσως στα χέρια της. Αν τη χρησιμοποιούσε σωστά στον Πύργο, ίσως βοηθούσε τη Γκαλίνα να πιάσει την Ελάιντα στο δίχτυ της σαν σπουργίτι. Παρά την Αλβιάριν, η Ελάιντα είχε γίνει μια από κείνες τις δυνατές, ικανότατες Άμερλιν που έπιαναν τα ηνία γερά στα χέρια τους· αν την έβαζε στο τσεπάκι της, αυτό θα εξασθένιζε τη θέση της Αλβιάριν. Όσο για τον καλύτερο τρόπο που έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει...
Μια αλλαγή στις ροές που συναισθανόταν έκανε τη Γκαλίνα να ανακαθίσει με την πλάτη ίσια. «Θα σου ξαναμιλήσω αφού βρεις χρόνο να το σκεφτείς, Μιν. Σκέψου προσεκτικά πόσα δάκρυα αξίζει ένας άνδρας».
Όταν βρέθηκε έξω, η Γκαλίνα αποπήρε τον σωματώδη Πρόμαχο που έστεκε Φρουρός. «Πρόσεχέ την σωστά αυτή τη φορά». Ο Καρίλο δεν είχε βάρδια κατά το συμβάν της προηγούμενης νύχτας, μα παραχάιδευαν τους Γκαϊντίν. Αφού ήταν αναγκαία η ύπαρξή τους, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως στρατιώτες και τίποτα παραπάνω.
Αγνόησε την υπόκλισή του και απομακρύνθηκε από τη σκηνή, ψάχνοντας τον Γκάγουιν. Αυτός ο νεαρός είχε κλειστεί στον εαυτό του από τότε που είχε αιχμαλωτιστεί ο αλ’Θόρ, και ήταν υπερβολικά σιωπηλός. Η Γκαλίνα δεν θα ανεχόταν να καταστραφούν όλα αν ο Γκάγουιν επιχειρούσε να εκδικηθεί τη μητέρα του. Όμως τον είδε να κάθεται στο άλογό του στην άκρη του στρατοπέδου, μιλώντας σε μια ομάδα εκείνων των αγοριών που αυτοαποκαλούνταν Παλικαράκια.
Είχαν σταματήσει εξ ανάγκης νωρίς σήμερα, και ο απογευματινός ήλιος έριχνε μακριές σκιές στις σκηνές και στις άμαξες στο πλάι του δρόμου. Κυματιστές πεδιάδες και κοντοί λόφοι περικύκλωναν το στρατόπεδο, και μόνο μερικές σκόρπιες συστάδες δένδρων έβλεπε το μάτι, αραιές και μικρές. Τριάντα τρεις Άες Σεντάι με τους υπηρέτες τους —και με Πρόμαχους· εννιά ήταν Πράσινες, μόνο δεκατρείς Κόκκινες, και οι υπόλοιπες Λευκές, το παλιό Άτζα της Αλβιάριν— σχημάτιζαν ένα μεγάλο στρατόπεδο, ακόμα και χωρίς να υπολογίζεις τον Γκάγουιν με τους στρατιώτες του. Μερικές αδελφές ήταν έξω ή κοίταζαν έξω από τις σκηνές τους, έχοντας νιώσει αυτό που είχε νιώσει και η Γκαλίνα. Η εστία της προσοχής ήταν επτά Άες Σεντάι, έξι καθισμένες σε σκαμνιά γύρω από ένα σεντούκι με μπρούτζινα ελάσματα τοποθετημένο σε μέρος που να πιάνει και τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Η έβδομη ήταν η Έριαν· δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από το σεντούκι από τη στιγμή που είχαν βάλει μέσα τον αλ’Θόρ την προηγούμενη νύχτα. Του είχαν επιτρέψει να βγει έξω όταν είχαν βρεθεί μακριά από την Καιρχίν, όμως η Γκαλίνα υποψιαζόταν πως ήθελε να κάνει ο Ραντ το υπόλοιπο ταξίδι μέσα σε κείνο το κιβώτιο.
Η Πράσινη στράφηκε προς το μέρος της μόλις την πλησίασε. Η Έριαν συνήθως ήταν όμορφη, με έξοχο οβάλ πρόσωπο, όμως τώρα τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα, όπως ήταν συνεχώς μετά από την περασμένη νύχτα, και τα υπέροχα μαύρα μάτια της είχαν κοκκινίσει. «Γκαλίνα, προσπάθησε πάλι να διαπεράσει την ασπίδα». Η οργή γινόταν ένα με την περιφρόνηση για την ανοησία αυτού του άνδρα, κάνοντας τη φωνή της βαριά, σκληρή. «Πρέπει να τιμωρηθεί πάλι. Θέλω να είμαι εγώ αυτή που θα αναλάβει την τιμωρία».
Η Γκαλίνα δίστασε. Το καλύτερο θα ήταν να τιμωρηθεί η Μιν· αυτό θα σταματούσε τον αλ’Θόρ. Είχε μανιάσει βλέποντας να την τιμωρούν για το ξέσπασμά της την προηγούμενη νύχτα, το οποίο είχε προκαλέσει το ότι η Μιν είχε δει να τιμωρούν αυτόν. Το όλο περιστατικό είχε αρχίσει επειδή ο αλ’Θόρ είχε ανακαλύψει ότι η Μιν ήταν στο στρατόπεδο, όταν ένας Πρόμαχος την είχε αφήσει από απροσεξία να περπατήσει στο σκοτάδι αντί να την κρατήσει υπό στενό περιορισμό στη σκηνή της. Ποια άραγε θα περίμενε ότι ο αλ’Θόρ, θωρακισμένος και περικυκλωμένος, θα τρελαινόταν έτσι; Κι όχι μόνο είχε προσπαθήσει να διαπεράσει την ασπίδα, αλλά είχε σκοτώσει έναν Πρόμαχο με γυμνά χέρια και είχε τραυματίσει σοβαρά έναν άλλο με το σπαθί του νεκρού, σε σημείο που ο δεύτερος είχε πεθάνει ενώ προσπαθούσαν να τον Θεραπεύσουν. Όλα αυτά στις στιγμές που είχαν χρειαστεί οι αδελφές να ξεπεράσουν το σοκ και να τον δεσμεύσουν με τη Δύναμη.
Αν ήταν στα χέρια της, η Γκαλίνα θα είχε συγκεντρώσει εδώ και μέρες τις άλλες Κόκκινες αδελφές και θα είχαν ειρηνέψει τον αλ’Θόρ. Μιας κι αυτό ήταν απαγορευμένο, θα προτιμούσε να τον παραδώσει στον Πύργο σώο και ασφαλή εφόσον ήταν ευγενικός σε λογικό βαθμό. Ακόμα και τώρα, αυτό που την ένοιαζε ήταν η αποτελεσματικότητα, και το πιο αποτελεσματικό θα ήταν αν έφερνε τη Μιν εκεί έξω για να την ακούσει ο αλ’Θόρ να κλαίει και να θρηνεί πάλι, καταλαβαίνοντας ότι αυτός ήταν ο αίτιος του πόνου της. Όμως κατά τύχη και οι δύο νεκροί Πρόμαχοι ανήκαν στην Έριαν. Οι περισσότερες αδελφές θα θεωρούσαν πως είχε αυτό το δικαίωμα. Και η Γκαλίνα προσωπικά ήθελε αυτή η Ιλιανή Πράσινη κουκλίτσα να απαλλασσόταν όσο το δυνατόν συντομότερα από το μένος της. Θα ήταν προτιμότερο να έκανε το υπόλοιπο ταξίδι θαυμάζοντας αυτό το πορσελάνινο πρόσωπο ατάραχο.
Η Γκαλίνα ένευσε.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν ξαφνικά το σεντούκι πλημμύρισε φως. Δεν μπόρεσε να μη κάνει ένα μορφασμό· ήξερε τι τον περίμενε. Ο Λουζ Θέριν έμεινε βουβός, ασάλευτος. Ο Ραντ κρατούσε το κενό από μια ακρούλα, όμως αντιλαμβανόταν έντονα τους γεμάτους κόμπους μύες του να διαμαρτύρονται καθώς κάποιοι τον σήκωναν όρθιο. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να μην μισοκλείσει πάλι τα μάτια στη λάμψη του μεσημεριού, όπως του φαινόταν ότι ήταν. Ο αέρας ήταν υπέροχα φρέσκος· το υγρό πουκάμισό του κολλούσε πάνω του, στάζοντας ιδρώτα. Δεν υπήρχαν κορδόνια να τον κρατούν, μα δεν θα μπορούσε να κάνει βήμα ούτε ακόμα και για να σώσει τη ζωή του. Αν δεν τον στήριζε η Δύναμη, θα σωριαζόταν κάτω. Πριν δει τη θέση του ήλιου, δεν είχε ιδέα πόσες ώρες βρισκόταν εκεί μέσα με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, μέσα σε μια λιμνούλα από τον ίδιο του τον ιδρώτα.
Όμως δεν πρόσεξε περισσότερο τον ήλιο. Άθελά του, το βλέμμα του στράφηκε στην Έριαν πριν ακόμα εκείνη πάρει θέση μπροστά του. Η κοντή, λεπτή γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της πάνω του, με τα μαύρα μάτια της γεμάτα οργή, κι ο Ραντ παραλίγο θα μόρφαζε πάλι. Αντίθετα από την χθεσινή νύχτα, δεν είπε τίποτα, απλώς άρχισε.
Το πρώτο αθέατο χτύπημα τον βρήκε στους ώμους, το δεύτερο στο στήθος, το τρίτο στο πίσω μέρος των μηρών του. Το Κενό διαλύθηκε. Αέρας. Ήταν μόνο Αέρας. Όπως το έλεγε, του φαινόταν μαλακότερο. Κάθε χτύπημα έμοιαζε με καμτσικιά, όμως, που την επέφερε ένα χέρι δυνατότερο από χέρι ανθρώπου. Πριν αρχίσει η Έριαν, μώλωπες τον διέσχιζαν από τους ώμους ως τα γόνατα. Τους αντιλαμβανόταν, όχι τόσο αμυδρά όσο θα ήθελε· ακόμα και μέσα στο Κενό του ερχόταν να κλάψει. Όταν χάθηκε το Κενό, του ήρθε να ουρλιάξει.
Αντίθετα, έσφιξε τα σαγόνια του. Μερικές φορές του ξέφευγε ένας γρυλλισμός ανάμεσα από τα δόντια του, και τότε η Έριαν πολλαπλασίαζε τις προσπάθειές της, σαν να ήθελε κι άλλο. Ο Ραντ αρνιόταν να της το δώσει. Δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλό του με κάθε χτύπημα εκείνου του αόρατου μαστιγίου, όμως δεν θα της έδινε τίποτα παραπάνω. Στύλωσε τα μάτια του στα δικά της, αρνήθηκε να τραβήξει το βλέμμα του αλλού, αρνήθηκε να βλεφαρίσει.
Σκότωσα την Ιλυένα μου. Ο Λουζ Θέριν βογκούσε με κάθε χτύπημα.
Ο Ραντ είχε το δικό του τροπάρι. Ο πόνος του έκαιγε το στήθος. Να τι παθαίνεις όταν εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι. Η φωτιά του έγδερνε την πλάτη. Ποτέ ξανά· ούτε πόντο· ούτε στάλα. Σαν χαρακιά από ξυράφι. Να τι παθαίνεις όταν εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι.
Νόμιζαν ότι θα τον έκαναν να λυγίσει. Νόμιζαν ότι θα τον έκαναν να συρθεί στην Ελάιντα! Έβαλε τον εαυτό του να κάνει το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή του. Χαμογέλασε. Το χαμόγελο δεν ανέβηκε βέβαια πιο πάνω από τα χείλη του, όμως κοίταξε την Εγκουέν κατάματα, και χαμογέλασε. Τα μάτια της πλάτυναν· άφησε ένα συριγμό. Τα πλήγματα άρχισαν να έρχονται ταυτοχρόνως από παντού.
Ο κόσμος ήταν ολόκληρος πόνος και φωτιά. Ο Ραντ δεν μπορούσε να δει, μόνο να νιώσει. Αγωνία, κόλαση. Για κάποιο λόγο, ένιωθε τα χέρια του να τρέμουν ανεξέλεγκτα στα αόρατα δεσμά τους, όμως συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στο να κρατήσει τα δόντια του σφιγμένα. Να τι παθαίνεις — Μη φωνάξεις! Δεν θα φων—! Ποτέ ξανά· ούτε πό—! Ούτε πόντο· ούτε στάλα! Ποτέ ξαν—! Δεν θα! Ποτέ ξα—! Ποτέ! Ποτέ! ΠΟΤΕ!
Πρώτα αντελήφθηκε ότι ανάπνεε· Αέρας, που τον κατάπινε πεινασμένα από τα ρουθούνια του. Έκαιγε —ήταν μια πάλλουσα φωτιά— όμως ο ξυλοδαρμός είχε σταματήσει. Ένιωσε σχεδόν σοκ, όταν το συνειδητοποίησε. Το τέλος ενός κάτι που ένα κομμάτι του ήταν πεπεισμένο ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Γεύτηκε αίμα και κατάλαβε ότι τα σαγόνια του πονούσαν σχεδόν όσο και το υπόλοιπο κορμί του. Ωραία. Δεν είχε φωνάξει. Οι μύες του προσώπου του είχαν κλειδώσει με μια κράμπα όλο κόμπους· θα χρειαζόταν κόπος για να ανοίξει το στόμα του, ακόμα κι αν το ήθελε.
Το τελευταίο που επέστρεψε ήταν η όραση, και τότε αναρωτήθηκε μήπως ο πόνος του προκαλούσε παραισθήσεις. Ανάμεσα στις Άες Σεντάι στεκόταν μια ομάδα Σοφές, που έσιαζαν τα επώμιά τους και κοίταζαν τις Άες Σεντάι μ’ όλη την υπεροψία που μπορούσαν να επιστρατεύσουν. Όταν αποφάσισε πως ήταν πραγματικές —εκτός αν ήταν φαντασίωσή του η Γκαλίνα να μιλά με ένα πλάσμα της φαντασίας του— η πρώτη σκέψη του ήταν η σωτηρία. Με κάποιον τρόπο οι Σοφές είχαν... Ήταν αδύνατον, αλλά με κάποιον τρόπο θα μπορούσαν να... Τότε αναγνώρισε τη γυναίκα που μιλούσε με τη Γκαλίνα.
Η Σεβάνα τον πλησίασε με αγέρωχο βήμα, μ’ ένα χαμόγελο στο παχουλό, άπληστο στόμα της. Τα ανοιχτοπράσινα μάτια τον κοίταξαν από το πανέμορφο εκείνο πρόσωπο ανάμεσα σε μαλλιά σαν υφασμένο χρυσάφι. Ο Ραντ θα προτιμούσε να κοίταζε στα μάτια ενός λυσσασμένου λύκου. Υπήρχε κάτι παράξενο στον τρόπο που στεκόταν, γέρνοντας λιγάκι μπροστά, με τους ώμους ριγμένους πίσω. Κοίταζε τα μάτια του. Ξαφνικά, παρ’ όλο που πονούσε, του ήρθε να βάλει τα γέλια· θα γελούσε, αν ήταν σίγουρος για τον ήχο που θα έβγαινε αν άνοιγε το στόμα του. Βρισκόταν εκεί, αιχμάλωτος, μετά από άγριο ξυλοδαρμό, με τους μώλωπες να τον καίνε, τον ιδρώτα να τον τσούζει, και μια γυναίκα που τον μισούσε —ήταν σίγουρος γι’ αυτό— και που μάλλον τον κατηγορούσε για το θάνατο του εραστή της προσπαθούσε να δει αν ο Ραντ θα κοίταζε το ντεκολτέ της μπλούζας της!
Η Σεβάνα πέρασε αργά το δάχτυλο της οριζόντια στο λαιμό του —διατρέχοντας ολόγυρα το κεφάλι του όσο μπορούσε να φτάσει— σαν να φανταζόταν ότι τον αποκεφάλιζε. Κάτι ταιριαστό, αν σκεφτόσουν τη μοίρα του Κουλάντιν. «Τον είδα», είπε μ’ ένα ικανοποιημένο αναστεναγμό και ένα ρίγος ευχαρίστησης. «Κράτησες το δικό σου. σκέλος της συμφωνίας μας, κι εγώ κράτησα το δικό μου».
Τότε οι Άες Σεντάι τον ξαναδίπλωσαν και τον έχωσαν πάλι στο σεντούκι με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, ζαρωμένο σε κείνη τη λιμνούλα του ιδρώτα. Το καπάκι έκλεισε και τον τύλιξε το σκοτάδι.
Μόνο τότε άρχισε να κουνά τα σαγόνια ώσπου άνοιξε το στόμα του και άφησε μια μακριά, τρεμάμενη ανάσα. Ακόμα και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε αν θα του ξέφευγε κανένα κλαψούρισμα. Μα το Φως, καιγόταν!
Τι έκανε εδώ η Σεβάνα; Ποια συμφωνία; Όχι. Καλά είχε μάθει ότι υπήρχε κάποια συμφωνία μεταξύ του Πύργου και του Σάιντο, μα θα ανησυχούσε αργότερα γι’ αυτό. Το τώρα ήταν για τη Μιν. Έπρεπε να απελευθερωθεί. Την είχαν πληγώσει. Αυτή η σκέψη ήταν τόσο σκοτεινή που ο πόνος σχεδόν κρύφτηκε. Σχεδόν.
Ξαναμπήκε στο Κενό διασχίζοντας με μεγάλο κόπο ένα βάλτο αγωνία, όμως στο τέλος τον τύλιξε η αδειανοσύνη καθώς άπλωνε προς το σαϊντίν... Μόνο και μόνο για να βρει εκεί τον Λουζ Θέριν μόλις έφτασε και ο ίδιος, σαν δυο ζευγάρια χέρια που ψηλαφούσαν για να πιάσουν κάτι που μπορούσε να κρατήσει μόνο ένας.
Που να καείς! μούγκρισε ο Ραντ μέσα στο μυαλό του. Που να καείς! Αν μόνο δούλευες μαζί μου μια φορά, αντί εναντίον μου!
Εσύ να δουλέψεις μαζί μου! τον αντιγύρισε ο Λουζ Θέριν.
Ο Ραντ από το σοκ παραλίγο θα έχανε το Κενό. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε περιθώριο σφάλματος· ο Λουζ Θέριν τον είχε ακούσει και είχε απαντήσει. Θα μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί, Λουζ Θέριν. Δεν ήθελε να συνεργαστεί μ’ αυτόν τον τρελό· ήθελε να τον διώξει από το μυαλό του. Έλα όμως που υπήρχε η Μιν. Και πόσες μέρες άραγε έμεναν ως την Ταρ Βάλον; Με κάποιον τρόπο ήταν βέβαιος πως αν τον πήγαιναν ως εκεί, δεν θα είχε άλλες ευκαιρίες. Ποτέ.
Του απάντησε ένα αβέβαιο, φοβισμένο γέλιο. Κι ύστερα, Μαζί; Άλλο ένα γέλιο, παλαβό κι αυτό. Μαζί. Όποιος κι αν είσαι. Ύστερα η φωνή και η παρουσία εξαφανίστηκαν.
Ο Ραντ ανατρίχιασε. Γονατίζοντας εκεί μέσα, χύνοντας κι άλλο ιδρώτα στη λιμνούλα όπου ήταν ακουμπισμένο το κεφάλι του, ανατρίχιασε.
Άπλωσε αργά προς το σαϊντίν... Και έπεσε πάνω στην ασπίδα, φυσικά. Αυτό που έψαχνε. Αργά, απαλά, ψηλάφισε κατά μήκος της, ως το σημείο που η σκληρή επιφάνεια ξαφνικά μετατρεπόταν σε έξι μαλακά σημεία.
Μαλακά, είπε ο Λουζ Θέριν, λαχανιασμένα. Επειδή οι Άες Σεντάι είναι εκεί Διατηρώντας τη μόνωση. Είναι σκληρά όταν τη δένουν κόμπο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όταν είναι μαλακά, αλλά μπορώ να λύσω τον ιστό αν τον δέσουν κόμπο. Θέλει ώρα. Έκανε μια τόσο μεγάλη παύση που του Ραντ του φάνηκε ότι είχε χαθεί ξανά, όμως μετά ψιθύρισε, Είσαι πραγματικός; Και μετά χάθηκε στ’ αλήθεια.
Ο Ραντ ψηλάφισε κατά μήκος της ασπίδας ώσπου έφτασε στα μαλακά σημεία. Στις έξι Άες Σεντάι. Ήθελε ώρα; Αν την έδεναν, κάτι που δεν είχαν κάνει ως τώρα μέσα σε... Πόσο ήταν; Έξι μέρες; Επτά; Οκτώ; Δεν είχε σημασία. Δεν είχε περιθώριο να περιμένει πολύ. Κάθε μέρα ήταν μια μέρα πιο κοντά στην Ταρ Βάλον. Αύριο θα επιχειρούσε να σπάσει πάλι το φράγμα· ήταν λες και σφυροκοπούσε βράχο με τα χέρια του, όμως το είχε χτυπήσει μ’ όλη του τη δύναμη. Αύριο όταν τον ξυλοκοπούσε η Έριαν —ήταν σίγουρος πως θα το έκανε αυτή — θα της χαμογελούσε πάλι και όταν δυνάμωνε ο πόνος, θα άφηνε τις κραυγές να ξεχυθούν. Την επόμενη μέρα απλώς θα άγγιζε την ασπίδα, ίσα για να τη νιώσουν, αλλά όχι περισσότερο, και μετά, είτε τον τιμωρούσαν είτε όχι, δεν θα το έκανε ξανά. Ίσως θα παρακαλούσε για λίγο νερό. Του είχαν δώσει λιγάκι την αυγή, μα είχε διψάσει πάλι· ακόμα κι αν τον άφηναν να πίνει συχνότερα από μια φορά τη μέρα, τα παρακάλια θα ήταν χρήσιμα. Έτσι πίστευε· δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να του επιτρέψουν να βγει έξω γι’ αρκετή ώρα πριν βεβαιωθούν πως είχε μάθει το μάθημά του. Οι μύες του, όλο κράμπες, σφάδαζαν στη σκέψη δύο ή τριών ακόμα ημερών εκεί μέσα. Δεν είχε χώρο να κουνήσει τίποτα, το σώμα του όμως προσπαθούσε. Δυο-τρεις μέρες, και θα ήταν σίγουρες ότι τον είχαν λυγίσει. Θα έπαιρνε φοβισμένο ύφος και θα απέφευγε τα βλέμματά τους. Ένα εξαθλιωμένο κορμί θα το άφηναν να βγει από το σεντούκι με ασφάλεια. Το σημαντικότερο, ένα εξαθλιωμένο κορμί δεν θα το φύλαγαν με τόση προσοχή. Και τότε, ίσως, θα αποφάσιζαν ότι δεν χρειάζονταν έξι για να διατηρήσουν την ασπίδα, ή ότι μπορούσαν να τη στερεώσουν, ή... ή κάτι άλλο. Χρειαζόταν ένα άνοιγμα. Κάτι!
Ήταν μια απεγνωσμένη σκέψη, μα συνειδητοποίησε ότι γελούσε και δεν μπορούσε να σταματήσει. Δεν μπορούσε επίσης να πάψει να ψηλαφεί το φράγμα, σαν τυφλός που γλιστρούσε τα δάχτυλά του πάνω σ’ ένα κομμάτι λείο γυαλί.
Η Γκαλίνα κοίταξε συνοφρυωμένη τις Αελίτισσες ώσπου εκείνες πέρασαν μια ραχούλα και εξαφανίστηκαν στην πίσω πλαγιά. Όλες εκείνες οι γυναίκες εκτός από την ίδια τη Σεβάνα μπορούσαν να διαβιβάσουν, κι αρκετές δυνατά. Χωρίς αμφιβολία η Σεβάνα θεωρούσε πως ήταν πιο ασφαλής, περικυκλωμένη καθώς ήταν από δώδεκα περίπου αδέσποτες. Τι διασκεδαστική σκέψη. Αυτές οι βάρβαρες δεν εμπιστεύονταν κανέναν. Μέσα σε λίγες μέρες θα τις ξαναχρησιμοποιούσε, στο δεύτερο σκέλος της «συμφωνίας»της Σεβάνα. Στο λυπηρό θάνατο που έμελλε να βρει ο Γκάγουιν Τράκαντ μαζί με τα περισσότερα Παλικαράκια του.
Ξαναγυρνώντας στο κέντρο του στρατοπέδου, βρήκε την Έριαν να στέκεται ακόμα πάνω από το σεντούκι όπου ήταν ο αλ’Θόρ.
«Σιγοκλαίει, Γκαλίνα», της είπε εκείνη άγρια. «Τον ακούς; Ο—» Ξαφνικά, δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο της Έριαν, κι αυτή απλώς έμεινε εκεί με σιωπηλούς λυγμούς, ενώ τα χέρια της είχαν γίνει γροθιές που έσφιγγαν τα φουστάνια της.
«Έλα στη σκηνή μου», της είπε με κατευναστικό ύφος η Γκαλίνα. «Έχω ωραίο τσαγάκι από βατόμουρα, και θα σου βάλω ένα δροσερό, υγρό πανί στο μέτωπο».
Η Έριαν χαμογέλασε ανάμεσα από τα δάκρυά της. «Σ’ ευχαριστώ, Γκαλίνα, μα δεν μπορώ. Θα με περιμένουν ο Ράσαν και ο Μπάρτολ. Φοβάμαι πως υποφέρουν χειρότερα από μένα. Όχι μόνο νιώθουν τον πόνο μου, αλλά υποφέρουν επειδή ξέρουν ότι πονάω. Πρέπει να τους παρηγορήσω». Έσφιξε με ευγνωμοσύνη το χέρι της Γκαλίνα και έφυγε με αιθέριες κινήσεις.
Η Γκαλίνα κοίταξε συνοφρυωμένη το σεντούκι. Ο αλ’Θόρ έμοιαζε να κλαψουρίζει· ή αυτό ή γελούσε, και η Γκαλίνα αμφέβαλλε ότι ήταν αυτό. Κοίταξε την Έριαν που έμπαινε στη σκηνή των Προμάχων της. Ο αλ’Θόρ θα έκλαιγε. Είχαν τουλάχιστον δυο βδομάδες ακόμα μέχρι να φτάσουν στην Ταρ Βάλον και την θριαμβική είσοδο που είχε προγραμματίσει η Ελάιντα· είκοσι μέρες ακόμα το λιγότερο. Από δω και πέρα, είτε ήθελε να το κάνει η Έριαν είτε όχι, θα τον τιμωρούσαν κάθε μέρα, την αυγή και το ηλιοβασίλεμα. Όταν τον έφερνε στο Λευκό Πύργο, ο αλ’Θόρ θα φιλούσε το δαχτυλίδι της Ελάιντα, θα μιλούσε μόνο όταν του μιλούσαν και θα γονάτιζε στη γωνιά όταν δεν τον χρειάζονταν. Με ένα έντονο βλέμμα, πήγε να πιει μονάχη το τσάι της από βατόμουρα.
Καθώς έμπαιναν στη μεγαλούτσικη συστάδα των δένδρων, η Σεβάνα στράφηκε προς τις άλλες, ενώ σκεφτόταν τι παράξενο που ήταν το ότι δεν έδινε μεγάλη σημασία στα δένδρα. Πριν περάσουν το Δρακότειχος, δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσα πολλά δένδρα. «Είδατε όλες το μέσο με το οποίο τον κρατάνε;» ρώτησε, κάνοντάς το να φανεί σαν να είχε πει «είδατε κι εσείς».
Η Θεράβα κοίταξε τις άλλες, οι οποίες ένευσαν. «Ό,τι έκαναν, μπορούμε να υφάνουμε», είπε η Θεράβα.
Η Σεβάνα ένευσε και άγγιξε το μικρό πέτρινο κύβο με τα περίτεχνα σκαλίσματα στο πουγκί της. Ο παράξενος υδρόβιος που της το είχε δώσει είχε πει ότι έπρεπε να το χρησιμοποιήσει τώρα, όσο ο αλ’Θόρ ήταν αιχμάλωτος. Μέχρι τη στιγμή που είχε δει τον αλ’Θόρ, σκόπευε να χρησιμοποιήσει τον κύβο· τώρα αποφάσισε να τον πετάξει. Ήταν η χήρα ενός αρχηγού που είχε πάει στο Ρουίντιαν και ενός άνδρα που είχε ονομαστεί αρχηγός χωρίς να κάνει αυτό το ταξίδι. Τώρα θα γινόταν η σύζυγος του ίδιου του Καρ’α’κάρν. Όλες οι λόγχες του Άελ θα την υπάκουγαν. Το δάχτυλο της είχε ακόμα την αίσθηση του αλ’Θόρ, εκεί που είχε διατρέξει τη γραμμή του περιλαίμιου που θα του φορούσε.
«Ήρθε η ώρα, Ντεσαίν», είπε.
Φυσικά η Ντεσαίν ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτη και μετά δεν πρόλαβα παρά να ουρλιάζει πριν οι άλλες αρχίσουν τη δουλειά τους. Η Ντεσαίν είχε αρκεστεί να γκρινιάζει για τη θέση της Σεβάνα. Η Σεβάνα είχε αφιερώσει το χρόνο της σε πιο παραγωγική δουλειά. Με εξαίρεση τη Ντεσαίν, όλες οι γυναίκες εκεί ήταν αφοσιωμένες σ’ αυτήν, και με το παραπάνω.
Η Σεβάνα παρακολούθησε με μεγάλη προσοχή τι έκαναν οι Σοφές· η Μία Δύναμη τη συνάρπαζε, όλα αυτά τα πράγματα που γίνονταν τόσο θαυματουργά, τόσο άκοπα, και ήταν πολύ σημαντικό να φανεί ότι αυτό που είχε πάθει η Ντεσαίν μπορούσε να γίνει μόνο με τη Δύναμη. Σκέφτηκε ότι ήταν εκπληκτικό το ότι μπορούσες να διαμελίσεις ένα ανθρώπινο κορμί χύνοντας τόσο λίγο αίμα.