«Πρέπει να με βοηθήσεις να τους βάλω μυαλό», είπε ο Ματ με την πίπα στο στόμα. «Θομ, μ’ ακούς;» Κάθονταν πάνω σε βαρέλια μπύρας στη λιγοστή σκιά ενός μονώροφου σπιτιού, καπνίζοντας τις πίπες τους, κι ο κοκαλιάρης γερο-βάρδος έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για το γράμμα που του είχε στείλει ο Ραντ. Το έχωσε στην τσέπη του σακακιού του με τη σφραγίδα, που έδειχνε ένα δένδρο κι ένα στέμμα, άθικτη. Η οχλοβοή και το στρίγκλισμα των αξόνων από το δρόμο στην αρχή του σοκακιού έμοιαζαν απόμακρα. Ιδρώτας κυλούσε στα πρόσωπά τους. Τουλάχιστον ο Ματ είχε ξεμπερδέψει με ένα πράγμα προς το παρόν. Βγαίνοντας από το Μικρό Πύργο, είχε βρει ότι μια ομάδα Άες Σεντάι είχε πάρει κάπου αλλού την Αβιέντα· θα αργούσε να καρφώσει το μαχαίρι της σε οποιονδήποτε.
Ο Θομ έβγαλε την πίπα από το στόμα του. Είχε μακρύ επιστόμιο και σ’ όλη την επιφάνειά της είχε σκαλισμένα φύλλα βελανιδιάς και βελανίδια. «Ματ, κάποτε προσπάθησα να σώσω μια γυναίκα. Η Λαρίθα ήταν ένα τριαντάφυλλο που σε λίγο θα άνθιζε, παντρεμένη με έναν υποδηματοποιό, ένα θηρίο με άγριο βλέμμα, σε ένα χωριό όπου είχα κάνει μια στάση από το ταξίδι μου για λίγες μέρες. Ένα θηρίο. Της έβαζε τις φωνές αν το φαΐ δεν ήταν έτοιμο όταν αυτός ήθελε να φάει, την έδερνε με τη βέργα όταν την έβλεπε να λέει παραπάνω από δυο λόγια σε άλλο άνδρα».
«Θομ, εγώ μόνο θέλω να βάλω λίγο μυαλό σ’ αυτές τις χαζές. Μα το Χάσμα το Χαμού, τι σχέση έχουν αυτά που λες;»
«Άκου με που σου λέω, μικρέ. Στο χωριό ήταν κοινό μυστικό το πώς της φερόταν, όμως η Λαρίθα μου το είπε προσωπικά, ενώ αναστέναζε κι έλεγε ότι ήθελε να τη σώσει κάποιος. Εγώ είχα χρυσάφι στο πουγκί και μια πολυτελή άμαξα, έναν αμαξά κι έναν υπηρέτη. Ήμουνα νέος κι ωραίος». Ο Θομ χάιδεψε το μουστάκι του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του κι αναστέναξε· δύσκολα θα πίστευες ότι εκείνο το πρόσωπο με το ηλιοψημένο πετσί ήταν ποτέ όμορφο. Ο Ματ βλεφάρισε. Άμαξα; Από πού κι ως πού ένας βάρδος είχε ποτέ άμαξα; «Ματ, τα βάσανα της γυναίκας μου μάτωναν την καρδιά. Και δεν θα αρνηθώ ότι το πρόσωπό της μ’ έκανε να καρδιοχτυπώ. Όπως είπα, ήμουνα νέος· νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένος, ήρωας βγαλμένος από τα παραμύθια. Μια μέρα λοιπόν, εκεί που καθόμουν κάτω από μια ανθισμένη μηλιά —μακριά από το σπίτι του υποδηματοποιού— προσφέρθηκα να την πάρω από κει. Θα της πρόσφερα υπηρέτρια και σπίτι δικό της, και θα τη φλέρταρα με τραγούδια και στίχους. Όταν τέλος κατάλαβε τι έλεγα, με κλώτσησε τόσο δυνατά στο γόνατο που ένα μήνα κούτσαινα, και με χτύπησε με το παγκάκι».
«Τους αρέσει να κλωτσάνε», μουρμούρισε ο Ματ, ενώ ανακάθιζε στο βαρέλι. «Υποθέτω πως δεν σε πίστεψε, και ποιος θα την κατηγορούσε γι’ αυτό;»
«Πώς δεν με πίστεψε. Κι εξοργίστηκε που νόμιζα ότι θα έφευγε ποτέ από τον πολυαγαπημένο της σύζυγο. Δική της η λέξη· πολυαγαπημένος. Έτρεξε να τον βρει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κι εγώ είχα την επιλογή να τον σκοτώσω ή να χωθώ στην άμαξά μου. Αναγκάστηκα να αφήσω πίσω ό,τι είχα και δεν είχα. Φαντάζομαι πως ακόμα ζει μαζί του όπως και πριν. Σφίγγει γερά το πουγκί στα χέρια της και του ανοίγει το κεφάλι μ’ ό,τι βρίσκει πρόχειρο κάθε φορά που εκείνος περνά από το πανδοχείο για μια μπυρίτσα. Όπως έκανε πάντα, όπως έμαθα αργότερα ρωτώντας διακριτικά». Ξανάχωσε την πίπα ανάμεσα στα δόντια του σαν να είχε ολοκληρώσει το επιχείρημα του.
Ο Ματ έξυσε το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν αυτά με το τώρα».
«Απλώς ότι δεν πρέπει να νομίζεις ότι ξέρεις ολόκληρη την ιστορία όταν έχεις ακούσει μόνο ένα μέρος της. Φερ’ ειπείν, ξέρεις ότι η Ηλαίην κι η Νυνάβε θα φύγουν για το Έμπου Νταρ σε μια-δυο μέρες; Ο Τζούιλιν κι εγώ θα πάμε μαζί τους».
«Στο Έμπου...!» Ο Ματ μόλις που πρόφτασε να πιάσει την πίπα του πριν αυτή πέσει στα ξερόχορτα που έστρωναν χαλί στο στενάκι. Ο Ναλέσεν είχε πει κάποιες ιστορίες για μια επίσκεψη στο Έμπου Νταρ· ακόμα κι αν προσμετρούσες το ότι συνήθιζε να υπερβάλλει όταν μιλούσε για τις γυναίκες που είχε γνωρίσει και τους καυγάδες όπου είχε μπλέξει, φαινόταν άσχημο μέρος. Ώστε έτσι, νόμιζαν ότι μπορούσαν να φυγαδεύσουν την Ηλαίην κάτω από τη μύτη του; «Θομ, πρέπει να με βοηθήσεις να—»
«Να κάνουμε τι;» τον έκοψε ο Θομ. «Να τις κλέψουμε από τον υποδηματοποιό;» Φύσηξε μια κορδέλα γαλάζιου καπνού. «Δεν κάνω τέτοιο πράγμα, μικρέ. Ακόμα δεν άκουσες ολόκληρη την ιστορία. Τι γνώμη έχεις για την Εγκουέν και τη Νυνάβε; Τώρα που το σκέφτομαι, πες καλύτερα μόνο για την Εγκουέν».
Ο Ματ έσμιξε τα φρύδια, αναρωτήθηκε αν ο Θομ νόμιζε ότι μπορούσε να τους μπερδέψει όλους λέγοντας και ξαναλέγοντας τα ίδια. «Μου αρέσει η Εγκουέν. Την... Που να καώ, Θομ, είναι η Εγκουέν, αυτό τα λέει όλα. Γι’ αυτό προσπαθώ να τη σώσω».
«Να τη σώσεις από τον υποδηματοποιό, εννοείς», μουρμούρισε ο Θομ, όμως ο Ματ συνέχισε απτόητος.
«Να σώσω την Εγκουέν, και την Ηλαίην επίσης· ακόμα και τη Νυνάβε, αν κρατηθώ και δεν την καρυδώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Φως μου! Το μόνο που θέλω είναι να τις βοηθήσω. Εκτός αυτού, ο Ραντ θα καρυδώσει εμένα αν πάθει τίποτα η Νυνάβε».
«Σκέφτηκες άραγε να τις βοηθήσεις να κάνουν αυτό που θέλουν αντί γι’ αυτό που θέλεις εσύ; Αν έκανα εγώ αυτό που ήθελα, θα είχα βάλει την Ηλαίην στο άλογο και θα καλπάζαμε για το Άντορ. Αυτή έχει ανάγκη να κάνει άλλα πράγματα —έχει ανάγκη, έτσι νομίζω— κι έτσι την παίρνω από κοντά, και με λούζει ο ιδρώτας μέρα-νύχτα μη τυχόν και τη σκοτώσει κανένας πριν τον προλάβω. Όταν είναι έτοιμη, θα πάει στο Κάεμλυν». Ρούφηξε μακάρια την πίπα του, αλλά η φωνή του στο τέλος είχε λίγη ένταση, σαν να μην του άρεσαν αυτά που έλεγε παρ’ όλο που έτσι προσποιούνταν.
«Μου φαίνεται ότι θέλουν να χαρίσουν το τομάρι τους στην Ελάιντα». Ώστε ο Θομ θα έβαζε εκείνο το χαζό κοριτσόπουλο στο άλογο, ε; Ένας βάρδος που θα έστελνε την Κόρη-Διάδοχο να στεφθεί! Ο Θομ είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
«Ματ, δεν είσαι βλάκας», είπε χαμηλόφωνα ο Ματ. «Ξέρεις τι τρέχει. Η Εγκουέν... Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς αυτό το κοριτσάκι ως Άμερλιν...» Ο Ματ γρύλισε ξινά, συμφωνώντας· ο Θομ δεν του έδωσε σημασία. «...όμως πιστεύω ότι έχει τα κότσια γι’ αυτό. Είναι νωρίς για να πει κανείς αν μερικά πράγματα συμβαίνουν τυχαία, αλλά άρχισα να πιστεύω ότι ίσως έχει και το μυαλό που χρειάζεται. Το ερώτημα είναι, είναι αρκετά σκληρή; Αν δεν είναι, τότε θα τη φάνε ζωντανή —με τα κότσια, με το μυαλό, με τα πάντα».
«Ποιες; Η Ελάιντα;»
«Α, αυτή. Αν βρει την ευκαιρία· είναι σκληρή γυναίκα. Όμως οι Άες Σεντάι εδώ πέρα σχεδόν δεν τη θεωρούν Άες Σεντάι την Εγκουέν· ίσως την έχουν για Άμερλιν, αλλά όχι για Άες Σεντάι, αν κι είναι δύσκολο να το πιστέψεις αυτό». Ο Θομ κούνησε το κεφάλι. «Δεν το καταλαβαίνω, μα είναι αλήθεια. Το ίδιο ισχύει για την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Προσπαθούν να το κρατήσουν μεταξύ τους, όμως ακόμα κι οι Άες Σεντάι δεν κρύβουν όσα νομίζουν, αρκεί να τις παρακολουθείς με προσοχή και να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει». Ξανάβγαλε το γράμμα, το στριφογύρισε στα χέρια του δίχως να το κοιτάξει. «Η Εγκουέν περπατά στο χείλος του γκρεμού, Ματ, κι υπάρχουν τρεις κλίκες εδώ στο Σαλιντάρ —τρεις που ξέρω στα σίγουρα— οι οποίες ίσως τη σπρώξουν να πέσει, αν κάνει ένα λάθος βήμα. Αν συμβεί αυτό, μετά θα έρθει η σειρά της Ηλαίην, κι επίσης της Νυνάβε. Ή ίσως να σπρώξουν πρώτα αυτές, για να γκρεμίσουν εκείνη».
«Εδώ στο Σαλιντάρ», είπε ο Ματ, με ανέκφραστη φωνή. Ο Θομ ένευσε γαλήνια, κι ο Ματ δεν μπόρεσε να μην υψώσει τη φωνή του. «Και θέλεις να τις αφήσω εδώ;»
«Θέλω να μη νομίζεις πια ότι μπορείς να τις αναγκάσεις να κάνουν κάτι. Αποφάσισαν τι θα κάνουν, κι αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις. Αλλά ίσως —ίσως, λέω— μπορείς να με βοηθήσεις να τις προστατεύσω».
Ο Ματ πετάχτηκε όρθιος. Στο κεφάλι του είχε την εικόνα μιας γυναίκας με ένα μαχαίρι να ξεφυτρώνει ανάμεσα στα στήθια της· δεν ήταν κάποια από τις δανεικές αναμνήσεις. Κλώτσησε το βαρελάκι στο οποίο καθόταν, στέλνοντάς το να κυλήσει στο στενό. Θα βοηθούσε έναν βάρδο να τις υπερασπιστεί; Μια αχνή θύμηση σάλεψε μέσα του, κάτι για έναν Μπέηζελ Γκιλ, έναν πανδοχέα του Κάεμλυν, που έλεγε κάτι για τον Θομ, αλλά ήταν σαν αχλύ και διαλύθηκε όταν προσπάθησε να την αδράξει. «Από ποιον είναι το γράμμα, Θομ; Από κάποια άλλη γυναίκα που έσωσες; Ή μήπως την άφησες εκεί που θα της έκοβαν το κεφάλι;»
«Την άφησα», είπε ο Θομ μαλακά. Σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε δίχως άλλη κουβέντα.
Ο Ματ έκανε να απλώσει το χέρι και να τον σταματήσει, έκανε να μιλήσει. Αλλά δεν ήξερε τι να πει. Τρελόγερε! Όχι, δεν ήταν τρελός. Η Εγκουέν ήταν πεισματάρα σαν μουλάρι, και μπροστά στη Νυνάβε φαινόταν πειθήνια. Το χειρότερο ήταν ότι κι οι δύο ήταν ικανές να σκαρφαλώσουν στο δένδρο για να δουν πιο καλά τους κεραυνούς. Όσο για την Ηλαίην, οι αριστοκράτισσες δεν είχαν αρκετό μυαλό για να μπουν μέσα όταν έπιανε βροχή. Και μετά αγανακτούσαν όταν γίνονταν μούσκεμα.
Χτύπησε την πίπα του να την αδειάσει, πάτησε τα αποκαΐδια του ταμπάκ για να μην αρπάξουν φωτιά τα ξερόχορτα, κι ύστερα σήκωσε το καπέλο του από το χώμα και προχώρησε κούτσα-κούτσα προς το δρόμο. Χρειαζόταν πληροφορίες από καλύτερες πηγές κι όχι από έναν βάρδο που είχε πάθει παρακρούσεις μεγαλείου τριγυρνώντας με μια ψηλομύτα Κόρη-Διάδοχο. Είδε στ’ αριστερά του τη Νυνάβε να βγαίνει από τον Μικρό Πύργο και ξεκίνησε να την πλησιάσει, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε φορτωμένες άμαξες που τις έσερναν βόδια ή άλογα. Αυτή μπορούσε να του πει αυτά που ήθελε να μάθει. Αν δεχόταν να του τα πει. Ο γοφός του τον σούβλιζε. Που να καώ, μου χρωστά μερικές απαντήσεις.
Εκείνη τη στιγμή η Νυνάβε τον αντίκρισε και μαρμάρωσε. Τον κοίταξε για μια στιγμή να τη ζυγώνει και μετά ξαφνικά το έσκασε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προσπαθώντας ολοφάνερα να τον αποφύγει. Κοίταξε δυο φορές πάνω από τον ώμο της και μετά την έκρυψαν οι άνθρωποι και τα κάρα.
Ο Ματ κοντοστάθηκε μουτρωμένος και χαμήλωσε το καπέλο στο κούτελο του. Πρώτα τον κλωτσούσε δίχως λόγο και τώρα δεν ήθελε να του μιλήσει. Θα τον άφηναν να βράσει στο ζουμί του, η Νυνάβε κι η Εγκουέν, ώσπου στο τέλος θα έτρεχε ταπεινά όταν κουνούσαν το δάχτυλο. Λάθος άνθρωπο διάλεξαν για το παιχνιδάκι τους, που καούν τα τομάρια τους!
Ο Βάνιν κι οι άλλοι ήταν έξω από ένα στάβλο πλάι σε ένα πέτρινο κτήριο που σίγουρα κάποτε ήταν πανδοχείο. Τώρα μέσα μπαινόβγαιναν Άες Σεντάι. Ο Πιπς και τα άλλα άλογά τους ήταν δεμένα σε ένα οριζόντιο δοκάρι, κι ο Βάνιν με τους δύο ανιχνευτές που είχαν συλληφθεί έγερναν γονατιστοί στον τοίχο. Ο Μαρ κι ο Λάντγουιν ήταν όσο πιο διαφορετικοί μπορούσαν να είναι δύο άνθρωποι, ο ένας ψηλός, κοκαλιάρης με τραχύ πρόσωπο, ο άλλος κοντός, σωματώδης με γλυκό ύφος, αλλά κι οι δύο πήραν ντροπιασμένη έκφραση όταν τους πλησίασε ο Ματ. Ακόμα δεν είχαν χωνέψει το πόσο εύκολα είχαν συλληφθεί. Οι δύο στρατιώτες στέκονταν παγωμένοι, κρατώντας ακόμα τα λάβαρα σφιγμένα στα κοντάρια λες κι αυτό είχε νόημα πια. Έμοιαζαν κάπως ανήσυχοι. Άλλο πράγμα ήταν η μάχη κι άλλο τόσες Άες Σεντάι. Στη μάχη ο άνδρας είχε μια πιθανότητα. Υπήρχαν δύο Πρόμαχοι που τους παρακολουθούσαν. Όχι απροκάλυπτα, και μάλιστα στέκονταν απέναντι από τη μάντρα του στάβλου, όμως δεν είχαν διαλέξει εκείνο το μέρος που το έδερνε ο ήλιος, μόνο και μόνο για να πουν δυο κουβέντες.
Ο Ματ χάιδεψε τη μύτη του Πιπς και μετά εξέτασε τα μάτια του αλόγου. Ένας άνδρας με δερμάτινο γιλέκο βγήκε από το στάβλο στο δρόμο, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με κοπριά. Ο Βάνιν πλησίασε και κοίταξε τα μάτια του Πιπς. Χωρίς να τον κοιτάξει, ο Ματ είπε, «Μπορείς να φτάσεις την Ομάδα;»
«Ίσως». Ο Βάνιν έσμιξε τα φρύδια και σήκωσε το μάτι του Πιπς. «Με λίγη τύχη, ίσως. Δεν θα μ’ άρεσε όμως ν’ αφήσω το άλογο μου».
Ο Ματ ένευσε, κοιτώντας πιο κοντά το μάτι. «Πες στον Ταλμέηνς ότι είπα να κάτσει στ’ αυγά του. Μπορεί να μείνω μερικές μέρες εδώ, και δεν θέλω να επιχειρήσει κανείς να με σώσει. Προσπάθησε να ξαναγυρίσεις εδώ. Δίχως να σε δουν, αν μπορέσεις».
Ο Βάνιν έφτυσε στην άμμο κάτω από τον Πιπς. «Ο άνδρας που μπλέκεται με τις Άες Σεντάι, φορά μόνος του το χαλινάρι και σέλα στην πλάτη του. Θα γυρίσω όταν μπορέσω». Κουνώντας το κεφάλι, χάθηκε στο πλήθος, ένας χοντρός, ατημέλητος άνδρας με αβέβαιο βήμα που δεν τον υποψιαζόσουν ότι μπορούσε να τρυπώσει κρυφά οπουδήποτε.
Ένας στρατιώτης ξερόβηξε διστακτικά και πλησίασε. «Άρχοντά μου, είναι όλα...; Αυτό δεν σχεδίαζες, ε, Άρχοντά μου;»
«Όλα σύμφωνα με το σχέδιο, Βέρντιν», είπε ο Ματ, χτυπώντας μαλακά τον Πιπς. Ήταν χωμένος ως το κεφάλι μέσα στο σάκο, και τα κορδόνια ήταν δεμένα γερά. Είχε υποσχεθεί στον Ραντ να πάει την Ηλαίην σώα κι ασφαλή στο Κάεμλυν, και δεν μπορούσε να φύγει χωρίς αυτήν. Κι από την άλλη δεν μπορούσε να φύγει και να αφήσει την Εγκουέν να βάλει τη θηλιά στο λαιμό της. Ίσως έπρεπε —μα το Φως, πώς τον έτσουζε αυτό!— ίσως έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή του Θομ. Μα το αίμα και τις στάχτες, για να τις προστατεύσει, θα έπρεπε να τις βοηθήσει να πετύχουν σ’ αυτό το παλαβό σχέδιο τους. Ενώ παρεμπιπτόντως θα έπρεπε να προσέχει και το δικό του τομάρι. Και σαν να μην έφταναν αυτά, θα έπρεπε να φυλάει την Αβιέντα για να μην κόψει το λαιμό της Ηλαίην. Τουλάχιστον θα ήταν δίπλα τους για να τις φυγαδεύσει όταν θα ερχόταν το χάος. Κάτι που δεν αποτελούσε μεγάλη παρηγοριά. «Όλα είναι μέλι-γάλα, που να πάρει».
Η Ηλαίην περίμενε ότι θα έβρισκε την Αβιέντα στην αίθουσα αναμονής ή ίσως απ’ έξω, όμως δεν χρειάστηκε να ακούσει πολλά για να καταλάβει γιατί δεν ήταν ούτε στο ένα μέρος ούτε στο άλλο. Δύο θέματα συζήτησης κυριαρχούσαν ανάμεσα στις άλλες Άες Σεντάι, και συζητούσαν όλες τους, με τα χαρτιά ξεχασμένα στα τραπέζια. Τα περισσότερα στόματα μιλούσαν για τον Ματ· ακόμα κι οι υπηρέτριες κι οι μαθητευόμενες που τριγυρνούσαν πολυάσχολα στην αίθουσα αναμονής κοντοστέκονταν στις δουλειές τους για να μιλήσουν γι’ αυτόν. Ήταν τα’βίρεν. Ήταν, άραγε, ασφαλές να αφήσουν έναν τα’βίρεν να παραμείνει στο Σαλιντάρ; Στ’ αλήθεια είχε βρεθεί στον Πύργο απ’ όπου απλώς τον είχαν αφήσει να φύγει; Ήταν αλήθεια ότι διοικούσε το στρατό των Δρακορκισμένων; Θα συλλαμβανόταν για τις φρικαλεότητες για τις οποίες είχαν ακούσει; Στ’ αλήθεια ήταν από το ίδιο χωριό με τον Αναγεννημένο Δράκοντα και την Άμερλιν; Υπήρχαν φήμες για δύο τα’βίρεν που είχαν σχέση με τον Αναγεννημένο Δράκοντα· ποιος ήταν ο δεύτερος, και πού μπορούσαν να τον βρουν; Ίσως να ήξερε ο Ματ Κώθον. Έμοιαζαν να υπάρχουν τόσες γνώμες όσες κι άνθρωποι που τις ξεστόμιζαν.
Υπήρχαν δύο ερωτήματα που η Ηλαίην περίμενε να ακούσει και δεν τα άκουγε. Τι ήθελε ο Ματ στο Σαλιντάρ, και πώς ήξερε ο Ραντ που να τον στείλει; Καμία δεν έκανε αυτές τις ερωτήσεις, αλλά έβλεπες εδώ μια Άες Σεντάι να σιάζει ξαφνικά το επώμιο της σαν να την είχε πιάσει κρύο ή να τινάζεται συνειδητοποιώντας ότι κάποιος της είχε μιλήσει, κι εκεί μια υπηρέτρια να ατενίζει απλανώς μέσα στο δωμάτιο πριν συνέλθει κουνώντας το κεφάλι, κι αλλού μια μαθητευόμενη να ρίχνει φοβισμένες ματιές στις αδελφές. Ο Ματ δεν ήταν ακριβώς μια γάτα ανάμεσα στα περιστέρια, αλλά ήταν κάτι παρόμοιο. Και μόνο το γεγονός ότι ο Ραντ ήξερε πού βρίσκονταν, έφερνε ρίγος.
Η Αβιέντα προκαλούσε λιγότερα σχόλια, όμως οι αδελφές δεν μπορούσαν να μη μιλήσουν γι’ αυτήν, κι όχι μόνο για να αλλάξουν θέμα. Δεν εμφανιζόταν κάθε μέρα μια αδέσποτη από μόνη της, ειδικά με τόση αξιοσημείωτη δύναμη, η οποία εκτός αυτού ήταν κι Αελίτισσα. Αυτό το τελευταίο συνάρπαζε όλες τις αδελφές. Καμία Αελίτισσα ποτέ δεν είχε εκπαιδευθεί στον Πύργο κι ελάχιστες Άες Σεντάι είχαν μπει ποτέ στην Ερημιά του Άελ.
Μια ερώτηση άρκεσε για να μάθει πού την κρατούσαν. Μπορεί τυπικά να μην είχε συλληφθεί, όμως η Ηλαίην ήξερε τι μπορούσαν να κάνουν οι Άες Σεντάι όταν ήθελαν μια γυναίκα να την κάνουν μαθητευόμενη.
«Μέχρι να βραδιάσει θα είναι μαθητευόμενη», είπε με βεβαιότητα η Ακαρίν. Ήταν μια λεπτή Καφέ αδελφή, που ένευε για έμφαση σχεδόν με κάθε λέξη. Οι δύο αδελφές μαζί της ένευαν εξίσου σίγουρες.
Μ’ ένα χαμηλόφωνο τσκ! τσκ!, η Ηλαίην βγήκε γοργά στο δρόμο. Μπροστά της είδε τη Νυνάβε που σχεδόν έτρεχε, κοιτώντας πάνω από τον ώμο της τόσο συχνά που όλο έπεφτε πάνω σε ανθρώπους. Η Ηλαίην σκέφτηκε να την προφτάσει —δεν θα έλεγε όχι για λίγη παρέα— αλλά δεν ήθελε να αρχίσει να τρέχει μέσα σ’ αυτό το λιοπύρι, έστω κι αν ήξερε το κολπάκι της αυτοσυγκέντρωσης, κάτι που έμοιαζε να είναι ο μόνος τρόπος για να τη φτάσει. Πάντως ανασήκωσε τα φουστάνια της και προχώρησε πιο γρήγορα.
Πριν κάνει πενήντα βήματα, ένιωσε την Μπιργκίτε να πλησιάζει και γυρνώντας την είδε να τρέχει πιο κάτω στο δρόμο. Ήταν μαζί της η Αράινα, που όμως σταμάτησε λίγο πιο πέρα και σταύρωσε τα χέρια κατσουφιάζοντας. Ήταν ένα ανυπόφορο παλιοθήλυκο και δεν είχε αλλάξει άποψη τώρα που η Ηλαίην ήταν πραγματική Άες Σεντάι.
«Σκέφτηκα ότι πρέπει να το μάθεις», είπε χαμηλόφωνα η Μπιργκίτε. «Μόλις άκουσα πως όταν φύγουμε για το Έμπου Νταρ, θα έρθουν μαζί μας η Βαντέν κι η Αντελέας».
«Κατάλαβα», μουρμούρισε η Ηλαίην. Ίσως για κάποιο λόγο αυτές οι δύο πήγαιναν να βρουν τη Μέριλιλ, μολονότι υπήρχαν ήδη τρεις Άες Σεντάι στην αυλή της Τάυλιν, ή ίσως να είχαν κάποια δική τους αποστολή στο Έμπου Νταρ. Δεν πίστευε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η Αράινα είχε πάρει την απόφασή της, το ίδιο κι η Αίθουσα. Την Ηλαίην και τη Νυνάβε επρόκειτο να τις συνοδεύσουν δύο πραγματικές Άες Σεντάι ως κηδεμόνες τους. «Φαντάζομαι να αντιλαμβάνεται ότι αυτή δεν θα έρθει».
Η Μπιργκίτε έριξε μια ματιά εκεί που κοίταζε η Ηλαίην, δηλαδή την Αράινα, κι ανασήκωσε τους ώμους. «Το καταλαβαίνει· δεν χαίρεται γι’ αυτό. Εγώ προσωπικά ανυπομονώ να φύγω».
Η Ηλαίην δίστασε μόνο για μια στιγμή. Είχε υποσχεθεί να κρατήσει το μυστικό, κάτι που δεν της άρεσε, αλλά δεν είχε υποσχεθεί να εγκαταλείψει την προσπάθεια να πείσει την άλλη γυναίκα ότι δεν υπήρχε ούτε λόγος γι’ αυτό, ούτε νόημα. «Μπιργκίτε, η Εγκουέν—»
«Όχι!»
«Γιατί όχι;» Λίγο καιρό αφ’ ότου η Ηλαίην είχε κάνει τη Μπιργκίτε Πρόμαχο της, είχε αποφασίσει ότι όταν θα δέσμευε τον Ραντ, με κάποιον τρόπο θα τον κατάφερνε να ορκιστεί ότι θα έκανε ό,τι του έλεγε, τουλάχιστον στα σημαντικά ζητήματα. Αργότερα είχε αποφασίσει να συμπεριλάβει κι άλλον έναν όρο. Ο Ραντ θα έπρεπε να απαντά στις ερωτήσεις της. Η Μπιργκίτε απαντούσε όταν η ίδια ήθελε, κατέφευγε σε υπεκφυγές όταν δεν ήθελε, και μερικές φορές απλώς μουλάρωνε, όπως τώρα. «Πες μου γιατί όχι, κι αν είναι καλός ο λόγος, δεν θα σε ξαναρωτήσω».
Στην αρχή η Μπιργκίτε την αγριοκοίταξε, αλλά μετά πήρε την Ηλαίην από το μπράτσο και σχεδόν την πήγε σέρνοντας στην αρχή ενός σοκακιού. Κανένας περαστικές δεν τους έριξε δεύτερη ματιά, κι η Αράινα έμεινε εκεί που στεκόταν, αν και πιο βλοσυρή από πριν, αλλά η Μπιργκίτε κοίταξε ολόγυρα με προσοχή και μίλησε ψιθυριστά. «Πάντα όταν με έβγαζε έξω ο Τροχός, γεννιόμουν, ζούσα και πέθαινα χωρίς ποτέ να μάθω ότι ήμουν δεσμευμένη στον Τροχό. Αυτό το ήξερα μόνο στο ενδιάμεσο, στον Τελ’αράν’ριοντ. Μερικές φορές γινόμουν γνωστή, ακόμα και διάσημη, αλλά ήμουν όπως όλους τους άλλους, όχι κάποιο πλάσμα του θρύλου. Αυτή τη φορά δεν με έβγαλε έξω ο Τροχός, αλλά με ξερίζωσαν. Για πρώτη φορά ξέρω ποια είμαι ενώ φορώ σάρκα. Για πρώτη φορά, μπορούν να το μάθουν κι άλλοι άνθρωποι. Ο Θομ κι ο Τζούιλιν το ξέρουν· κρατούν το στόμα τους κλειστό, αλλά είμαι σίγουρη ότι ξέρουν. Δεν με κοιτούν όπως κοιτάζουν άλλους ανθρώπους. Αν έλεγα ότι θα σκαρφαλώσω ένα γυάλινο βουνό για να σκοτώσω έναν γίγαντα με τα άδεια μου χέρια, θα ρωτούσαν αν θέλω βοήθεια στο δρόμο, και δεν θα περίμεναν να πω ναι».
«Δεν καταλαβαίνω», είπε αργά η Ηλαίην, κι η Μπιργκίτε αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι.
«Δεν ξέρω αν μπορώ να αντεπεξέλθω σ’ αυτό. Σε άλλες ζωές, έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω, αυτό που φαινόταν σωστό, κάτι που αρκούσε όταν ήμουν η Μέριον ή η Τζοάνα ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Τώρα, είμαι η Μπιργκίτε των παραμυθιών. Όσοι με ξέρουν θα έχουν προσδοκίες. Νιώθω σαν χορεύτρια καπηλειού που μπήκε σε Τοβανό κονκλάβιο».
Η Ηλαίην δεν ρώτησε· όταν η Μπιργκίτε ανέφερε πράγματα από τις παρελθούσες ζωές της, οι εξηγήσεις συχνά τη μπέρδευαν περισσότερο από την άγνοια της. «Αυτά είναι χαζομάρες», είπε, πιάνοντας την άλλη από τα μπράτσα. «Εγώ το ξέρω, και δεν περιμένω να σκοτώσεις γίγαντες. Ούτε κι η Εγκουέν. Κι εκείνη ήδη το ξέρει».
«Όσο δεν το παραδέχομαι», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, είναι σαν να μην το ξέρει. Μην πεις ότι κι αυτό είναι χαζομάρα· ξέρω ότι είναι, αλλά δεν αλλάζει τίποτα».
«Τότε για σκέψου αυτό. Είναι η Άμερλιν κι εσύ είσαι μία Πρόμαχος. Δικαιούται την εμπιστοσύνη σου, Μπιργκίτε. Τη χρειάζεται».
«Τελείωσες αυτό που την ήθελες;» ρώτησε απαιτητικά η Αράινα, ένα βήμα παραπέρα. «Αφού θα φύγεις και θα με παρατήσεις, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να με βοηθήσεις στην τοξοβολία, όπως είχες πει ότι θα κάνεις».
«Θα το σκεφτώ», είπε χαμηλόφωνα η Μπιργκίτε στην Ηλαίην. Στράφηκε προς την Αράινα, της έπιασε την πλεξούδα από τη ρίζα. «Θα μιλήσουμε για τοξοβολία», είπε, σπρώχνοντάς τη στο δρόμο, «αλλά πρώτα θα μιλήσουμε για τρόπους».
Κουνώντας το κεφάλι, η Ηλαίην ξαφνικά θυμήθηκε την Αβιέντα και προχώρησε βιαστικά. Το σπίτι δεν απείχε πολύ.
Στην αρχή δεν αναγνώρισε την Αβιέντα. Η Ηλαίην είχε συνηθίσει να τη βλέπει με το καντιν’σόρ, με τα σκουροκόκκινα μαλλιά της κομμένα κοντά, κι όχι έτσι, φορώντας φούστα, μπλούζα κι επώμιο, με τα μαλλιά να χύνονται στους ώμους σε ένα διπλωμένο μαντίλι για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της. Με την πρώτη ματιά, δεν φαινόταν να αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία. Καθόταν άβολα σε μια καρέκλα —οι Αελίτες δεν ήταν συνηθισμένοι στις καρέκλες— κι έμοιαζε να πίνει ήρεμα το τσάι της με πέντε αδελφές σε κύκλο στο καθιστικό. Τα σπίτια που φιλοξενούσαν τις Άες Σεντάι είχαν τέτοια δωμάτια, αν κι η Ηλαίην κι η Νυνάβε ακόμα έμεναν στο στενό δωμάτιο τους. Με μια δεύτερη ματιά, είδε ότι η Αβιέντα έριχνε απελπισμένες ματιές στις Άες Σεντάι πάνω από το χείλος του φλιτζανιού της. Δεν πρόλαβε να ρίξει τρίτη ματιά· βλέποντας την Ηλαίην, η Αβιέντα πετάχτηκε όρθια και της έπεσε το φλιτζάνι στο καθαρό πάτωμα. Η Ηλαίην είχε δει ελάχιστους Αελίτες, μόνο στην Πέτρα του Δακρύου, όμως ήξερε ότι έκρυβαν τα συναισθήματά τους, κι η Αβιέντα τα δικά της τα έκρυβε πολύ καλά. Μόνο που τώρα το πρόσωπό της φανέρωνε απροκάλυπτο πόνο.
«Λυπάμαι», είπε η Ηλαίην γλυκά απευθυνόμενη σ’ όλες, «αλλά πρέπει να σας την πάρω για λίγο. Ίσως μπορέσετε να της μιλήσετε αργότερα».
Μερικές αδελφές δίστασαν, έτοιμες να διαμαρτυρηθούν, αν και δεν θα έπρεπε να υπάρχει η παραμικρή διαμαρτυρία. Ήταν ολοφάνερα μακράν η δυνατότερη στο δωμάτιο, με εξαίρεση την Αβιέντα, και καμία από τις Άες Σεντάι δεν ήταν Καθήμενη ή μέλος του συμβουλίου της Σέριαμ. Χάρηκε που δεν ήταν εκεί η Μυρέλ, η οποία έμενε σ’ αυτό το σπίτι. Η Ηλαίην είχε επιλέξει το Πράσινο κι είχε γίνει δεκτή, αλλά έπειτα είχε ανακαλύψει ότι η Μυρέλ ήταν η κεφαλή του Πράσινου Άτζα στο Σαλιντάρ. Η Μυρέλ, που δεν είχε καλά-καλά δεκαπέντε χρόνια ως Άες Σεντάι. Από πράγματα που είχαν ειπωθεί, η Ηλαίην ήξερε ότι στο Σαλιντάρ υπήρχαν Πράσινες που φορούσαν το επώμιο τουλάχιστον πενήντα χρόνια, αν και καμία τους δεν έδειχνε έστω μια γκρίζα τρίχα. Αν ήταν εκεί η Μυρέλ, η δύναμη της Ηλαίην δεν θα μετρούσε, αν η κεφαλή του Άτζα της ήθελε να κρατήσει την Αβιέντα. Όπως είχε η κατάσταση, μόνο η Σάνα, μια γουρλομάτα Λευκή που της Ηλαίην της θύμιζε ψάρι, έφτασε στο σημείο να ανοίξει το στόμα της, αλλά το ξανάκλεισε, αν και κάπως μουτρωμένα, όταν η Ηλαίην την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι.
Οι πέντε είχαν σφιγμένα τα χείλη, όμως η Ηλαίην αγνόησε την τεταμένη ατμόσφαιρα. «Ευχαριστώ», είπε, με χαμόγελο που δεν το ένιωθε.
Η Αβιέντα έριξε ένα σκούρο δεματάκι στον ώμο αλλά δίστασε μέχρι τη στιγμή που η Ηλαίην της ζήτησε να έρθει. Στο δρόμο, η Ηλαίην είπε, «Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Θα φροντίσω να μην επαναληφθεί». Ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να το καταφέρει αυτό. Ή τουλάχιστον ότι σίγουρα θα το κατάφερνε η Εγκουέν. «Φοβάμαι πως δεν υπάρχουν πολλά μέρη που μπορούμε να μιλήσουμε μόνες. Το δωμάτιό μου είναι καμίνι τέτοια ώρα. Μπορούμε να βρούμε λίγη σκιά, ή να πιούμε τσάι, αν δεν πνίγηκες τόσο που σε πότισαν».
«Στο δωμάτιό σου». Η Αβιέντα δεν το είπε προστακτικά, αλλά ήταν φανερό ότι δεν ήθελε ακόμα να μιλήσει. Χίμηξε απότομα σε ένα περαστικό κάρο κι άρπαξε ένα κλαρί που προοριζόταν για προσάναμμα, μακρύτερο από το χέρι της και πιο χοντρό από τον αντίχειρά της. Ξαναγύρισε στην Ηλαίην κι άρχισε να το καθαρίζει με το μαχαίρι της· η κοφτερή λεπίδα έκοψε τα μικρότερα κλαράκια σαν να ήταν ξυράφι. Ο πόνος είχε χαθεί από το πρόσωπό της. Τώρα είχε μια έκφραση αποφασιστικότητας.
Η Ηλαίην τη λοξοκοίταξε καθώς προχωρούσαν. Δεν πίστευε ότι η Αβιέντα ήθελε το κακό της, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε εκείνος ο άθλιος ο Ματ Κώθον. Από την άλλη μεριά όμως... Κάτι ήξερε για το τζι’ε’τόχ· η Αβιέντα είχε εξηγήσει κάποια πράγματα όταν ήταν μαζί στην Πέτρα. Ίσως ο Ραντ είχε κάνει ή είχε πει κάτι. Ίσως εκείνος ο απίστευτος λαβύρινθος της τιμής και των υποχρεώσεων ανάγκαζε την Αβιέντα να... Δεν της φαινόταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Μα ίσως...
Όταν έφτασαν στο δωμάτιο της, αποφάσισε να το θίξει πρώτη. Αντίκρισε την άλλη γυναίκα —αποφεύγοντας εσκεμμένα να αγκαλιάσει το σαϊντάρ— κι είπε, «Ο Ματ ισχυρίζεται πως ήρθες για να με σκοτώσεις».
Η Αβιέντα έπαιξε τα βλέφαρα της. «Οι υδρόβιοι όλα στραβά τα καταλαβαίνουν», απόρησε. Ακούμπησε τη βέργα στο κάτω μέρος του κρεβατιού της Νυνάβε κι έβαλε δίπλα με προσοχή το μαχαίρι. «Η κονταδελφή μου η Εγκουέν μου ζήτησε να προσέχω εκ μέρους σου τον Ραντ αλ’Θόρ, κάτι που υποσχέθηκα να κάνω». Το δεματάκι και το επώμιο έπεσαν στο πάτωμα πλάι στην πόρτα. «Έχω τοχ προς αυτήν αλλά μεγαλύτερο προς εσένα». Έλυσε τη μπλούζα της, την έβγαλε από το κεφάλι και μετά κατέβασε το μισοφόρι ως τη μέση. «Αγαπώ τον Ραντ αλ’Θόρ, και μια φορά επέτρεψα στον εαυτό μου να πλαγιάσει μαζί του. Έχω τοχ και σου ζητώ να με βοηθήσεις να το ξεπληρώσω». Γύρισε την πλάτη και γονάτισε στο μικρό χώρο που ήταν άδειος. «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη βέργα ή το μαχαίρι, ό,τι επιθυμείς· το τοχ είναι δικό μου, αλλά η επιλογή δική σου». Σήκωσε το πηγούνι, τεντώνοντας το λαιμό της. Τα μάτια της ήταν κλειστά. «Ό,τι διαλέξεις, θα το δεχθώ».
Η Ηλαίην ένιωσε τα γόνατά της σχεδόν να λυγίζουν. Η Μιν είχε πει ότι η τρίτη γυναίκα θα ήταν επικίνδυνη, αλλά ότι ήταν η Αβιέντα; Στάσου! Είπε ότι... Με τον Ραντ! Το χέρι της σπαρτάρησε κι έκανε μια κίνηση προς το μαχαίρι στο κρεβάτι, κι η Ηλαίην σταύρωσε τα χέρια της, παγιδεύοντάς τα. «Σήκω πάνω. Και φόρα τη μπλούζα σου. Δεν πρόκειται να σε χτυπήσω...» Λίγες μόνο φορές; Έσφιξε τα μπράτσα για να κρατήσει τα χέρια εκεί που ήταν. «...και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πιάσω αυτό το μαχαίρι. Σε παρακαλώ, πάρ’ το από δω». Θα της το έδινε, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήταν ασφαλές να αγγίξει όπλο εκείνη τη στιγμή. «Δεν έχεις τοχ προς εμένα». Μάλλον αυτή ήταν η σωστή διατύπωση. «Αγαπώ τον Ραντ, αλλά δεν με πειράζει αν τον αγαπάς κι εσύ». Το ψέμα της έκαψε τη γλώσσα. Η Αβιέντα είχε πλαγιάσει μαζί του;
Η Αβιέντα στριφογύρισε στα γόνατα κι έσμιξε τα φρύδια. «Δεν ξέρω αν το κατάλαβα σωστά. Προτείνεις να τον μοιραστούμε; Ηλαίην, είμαστε φίλες, νομίζω, αλλά πρέπει να είμαστε πρωταδελφές για να γίνουμε αδελφές-σύζυγοι. Θα χρειαστεί καιρός για να δούμε αν μπορούμε να γίνουμε πρωταδελφές».
Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ότι είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και το έκλεισε.
«Υποθέτω πως ναι», είπε αχνά. Η Μιν έλεγε ότι θα τον μοιράζονταν, μα όχι μ’ αυτόν τον τρόπο! Ακόμα κι η σκέψη ήταν ανάρμοστη! «Είναι κάπως πιο μπερδεμένο απ’ όσο νομίζεις. Υπάρχει κι άλλη μια γυναίκα που τον αγαπά».
Η Αβιέντα σηκώθηκε όρθια τόσο γοργά που ήταν σαν να είχε επανεμφανιστεί από το ένα μέρος στο άλλο. «Πώς τη λένε;» Τα πράσινα μάτια της άστραφταν, κι είχε πιάσει το μαχαίρι.
Η Ηλαίην παραλίγο θα έβαζε τα γέλια. Τη μια στιγμή λέει να τον μοιραστούμε, την άλλη αγριεύει σαν... σαν... Αγριεύει σαν εμένα, κατέληξε, καθόλου ευχαριστημένη απ’ αυτή τη σκέψη. Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν χειρότερη, πολύ χειρότερη. Η άλλη γυναίκα θα μπορούσε να ήταν η Μπερελαίν. Αφού έπρεπε να είναι κάποια, τουλάχιστον ας ήταν η Αβιέντα. Κι εγώ θα πρέπει να το αντιμετωπίσω αντί να κλωτσώ τα φουστάνια μου σαν κοριτσάκι. Κάθισε στο κρεβάτι και σταύρωσε τα χέρια στα γόνατά της. «Θηκάρωσέ το αυτό και κάτσε κάτω, Αβιέντα. Και σε παρακαλώ, φόρα τη μπλούζα σου. Έχω πολλά να σου πω. Υπάρχει μια γυναίκα —η φίλη μου, η κονταδελφή μου— που λέγεται Μιν...»
Η Αβιέντα ντύθηκε, αλλά πέρασε αρκετή ώρα πριν καθίσει, και πολύ περισσότερη πριν η Ηλαίην την πείσει ότι δεν έπρεπε να συνεργαστούν για να σκοτώσουν τη Μιν. Τουλάχιστον, σ’ αυτό συμφώνησε. Απρόθυμα, είπε στο τέλος, «Πρέπει να τη γνωρίσω. Δεν θα τον μοιραστώ με μια γυναίκα την οποία δεν θα μπορέσω να αγαπήσω ως πρωταδελφή». Αυτό το είπε ρίχνοντας ένα στοχαστικό βλέμμα στην Ηλαίην, η οποία αναστέναξε.
Η Αβιέντα σκεφτόταν να τον μοιραστεί μαζί της. Η Μιν ήταν έτοιμη να τον μοιραστεί μαζί της. Δηλαδή η Ηλαίην ήταν η μόνη φυσιολογική από τις τρεις; Σύμφωνα με τον χάρτη που είχε κάτω από το στρώμα της, η Μιν θα έφτανε σύντομα στο Κάεμλυν, ή ίσως να ήταν ήδη εκεί. Δεν ήξερε τι ήθελε να συμβεί εκεί, μόνο ότι η Μιν θα χρησιμοποιούσε τις εικόνες της για να τον βοηθήσει. Κι αυτό σήμαινε ότι η Μιν θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά του. Ενώ στο μεταξύ η Ηλαίην πήγαινε στο Έμπου Νταρ.
«Υπάρχει τίποτα απλό στη ζωή, Αβιέντα;»
«Όχι σε ό,τι έχει σχέση με τους άνδρες».
Η Ηλαίην δεν ήξερε τι την ξάφνιασε περισσότερο, το ότι είχε βάλει τα γέλια ή το ότι μαζί της γελούσε η Αβιέντα.