12 Ερωτήσεις κι Απαντήσεις

«Λοιπόν;» είπε η Νυνάβε όσο πιο υπομονετικά μπορούσε. Της ήταν κόπος να έχει τα χέρια στα γόνατα, όπως και το να κάθεται ακίνητη στο κρεβάτι. Έπνιξε το χασμουρητό της. Ήταν ακόμα χαράματα, και τις τρεις τελευταίες μέρες δεν είχε κοιμηθεί καλά. Το καλαμένιο κλουβί ήταν άδειο, είχαν αφήσει το ωδικό σπουργίτι ελεύθερο. Ευχόταν να ήταν κι η ίδια ελεύθερη. «Λοιπόν;»

Η Ηλαίην ξάπλωνε στο κρεβάτι της, και το κεφάλι κι οι ώμοι της ξεπρόβαλλαν από το παράθυρο κι έβγαιναν στο στενάκι πίσω από το σπίτι. Από κει είχε μια στενότατη οπτική δίοδο προς το πίσω μέρος του Μικρού Πύργου, όπου οι περισσότερες Καθήμενες δέχονταν σε ακρόαση τώρα το πρωί τις απεσταλμένες του Πύργου. Η θέα ήταν ελάχιστη, αλλά της επέτρεπε να δει ένα μέρος του φυλαχτού κατά του κρυφακούσματος που περιέκλειε το πανδοχείο. Ήταν από τα φυλαχτά που σταματούσαν όσες προσπαθούσαν να στήσουν αυτί με τη χρήση της Δύναμης. Ήταν το αντίτιμο που πλήρωνες όταν μοιραζόσουν τις γνώσεις σου.

Έπειτα από μια στιγμή, η Ηλαίην κάθισε στις γάμπες με τη σύγχυση ανάγλυφη στο πρόσωπό της. «Τίποτα. Είπες ότι αυτές οι ροές μπορούσαν να χωθούν περνώντας απαρατήρητες. Δεν νομίζω να με κατάλαβαν, αλλά πάντως δεν άκουσα τίποτα».

Αυτό το τελευταίο απευθυνόταν προς τη Μογκέντιεν, που καθόταν στο ετοιμόρροπο σκαμνάκι τους σε μια γωνιά. Το ότι δεν ίδρωνε προκαλούσε πελώρια δυσφορία στη Νυνάβε. Ισχυριζόταν ότι έπρεπε να δουλέψεις καιρό με τη Δύναμη μέχρι να πετύχεις την αναγκαία αποστασιοποίηση για να αγνοείς τη ζέστη και το κρύο, κάτι που δεν ήταν καλύτερο από τις αόριστες υποσχέσεις των Άες Σεντάι ότι θα το μάθαινε «τελικά». Η Νυνάβε κι η Ηλαίην έσταζαν ιδρώτα, ενώ η Μογκέντιεν έδειχνε δροσερή σαν μέρα της άνοιξης, κι αυτό, μα το Φως, ήταν τόσο ενοχλητικό!

«Είπα ίσως περάσουν». Τα μαύρα μάτια της Μογκέντιεν τινάχτηκαν πέρα-δώθε φοβισμένα, αν και συνήθως κοίταζε την Ηλαίην· πάντα συγκεντρωνόταν σε όποια φορούσε το βραχιόλι α’ντάμ. «Ίσως. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να γνέσεις φυλαχτό. Μπορεί να σου πάρει μέρες για να το διαπεράσεις».

Η Νυνάβε κράτησε το στόμα κλειστό, αν και με δυσκολία. Το προσπαθούσαν μέρες τώρα. Ήταν η τρίτη μέρα από την άφιξη της Τάρνα Φάιρ, κι η Αίθουσα ακόμα κρατούσε καλά φυλαγμένο το μήνυμα που έφερνε η Κόκκινη αδελφή από την Ελάιντα. Η Σέριαμ, η Μυρέλ κι οι άλλες της φάρας τους το ήξεραν—η Νυνάβε δεν θα ξαφνιαζόταν αν το είχαν μάθει πριν το μάθει η Αίθουσα- αλλά ακόμα κι η Σιουάν κι η Ληάνε είχαν αποκλειστεί από αυτές τις καθημερινές συναντήσεις. Τουλάχιστον αυτό προφασίζονταν.

Η Νυνάβε κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να μαδά το φόρεμά της κι έκανε τα χέρια της να σταματήσουν και να ακινητοποιηθούν. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να μάθουν τι ήθελε η Ελάιντα — και, το σημαντικότερο, ποια ήταν η απάντηση της Αίθουσας. Έπρεπε. Με κάποιον τρόπο.

«Πρέπει να πηγαίνω», αναστέναξε η Ηλαίην. «Πρέπει να δείξω και σε άλλες αδελφές πώς να φτιάχνουν τερ’ανγκριάλ». Ελάχιστες Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ διέθεταν αυτή τη δεξιοτεχνία, όμως όλες ήθελαν να μάθουν, κι οι περισσότερες πίστευαν ότι θα το κατάφερναν, αν έβαζαν την Ηλαίην να τους το δείξει και να το ξαναδείξει. «Πάρε καλύτερα κι αυτό», πρόσθεσε, λύνοντας το βραχιόλι. «Θέλω να δοκιμάσω κάτι καινούριο στον τρόπο κατασκευής όταν ξεμπερδέψω με τις αδελφές, και μετά έχω μια τάξη μαθητευομένων». Ούτε γι’ αυτό φαινόταν να χαίρεται, αντίθετα από την πρώτη φορά που το είχε κάνει. Ύστερα από κάθε μάθημα γυρνούσε εκνευρισμένη. Οι μικρότερες κοπέλες ήταν υπερενθουσιώδεις, βιάζονταν να κάνουν πράγματα, τα οποία δεν είχαν ιδέα πώς να αντιμετωπίσουν, συχνά χωρίς να ρωτήσουν πρώτα, κι οι μεγαλύτερες, αν και κάπως πιο επιφυλακτικές, ήταν πολύ πιθανότερο ότι θα διαφωνούσαν ή θα αρνούνταν να υπακούσουν σε μια διαταγή από μια γυναίκα έξι ή επτά χρόνια νεότερη τους. Η Ηλαίην είχε αρχίσει να μουρμουρίζει «χαζές μαθητευόμενες» και «ξεροκέφαλες ανόητες» σαν να ήταν δέκα χρόνια Αποδεχθείσα. «Θα έχεις χρόνο για ερωτήσεις. Ίσως σταθείς πιο τυχερή από μένα και μάθεις πώς να εντοπίζεις έναν άνδρα».

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. «Τώρα το πρωί έχω να βοηθήσω την Τζάνυα και την Ντελάνα με τις σημειώσεις τους». Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη γκριμάτσα της. Η Ντελάνα ήταν Καθήμενη για το Γκρίζο Άτζα, όπως η Τζάνυα για το Καφέ, αλλά η Νυνάβε δεν κατόρθωνε να τους πάρει ούτε λέξη. «Και μετά έχω άλλο ένα μάθημα με την Τέοντριν». Σπατάλη χρόνου κι αυτό. Όλοι στο Σαλιντάρ σπαταλούσαν χρόνο. «Φόρα το», είπε, καθώς η Ηλαίην έκανε να βάλει το βραχιόλι σε ένα κρεμαστάρι μαζί με τα ρούχα τους.

Η χρυσομάλλα άφησε έναν επιτηδευμένο αναστεναγμό, αλλά ξανάκλεισε το βραχιόλι. Κατά τη γνώμη της Νυνάβε, η Ηλαίην παραήταν απρόσεχτη με το α’ντάμ. Ήταν αλήθεια πως όσο το περιδέραιο βρισκόταν στο λαιμό της Μογκέντιεν, όποια γυναίκα μπορούσε να διαβιβάζει, μπορούσε να την εντοπίσει με τη χρήση του βραχιολιού και να την ελέγξει. Αν καμία γυναίκα δεν φορούσε το βραχιόλι, τότε η Μογκέντιεν δεν μπορούσε να απομακρυνθεί πάνω από καμιά δωδεκαριά βήματα απ’ αυτό χωρίς να πέσει στα γόνατα κάνοντας εμετό· το ίδιο θα συνέβαινε αν το μετακινούσε από τη θέση του πάνω από μερικούς πόντους ή αν δοκίμαζε να το λύσει μόνη της. Ίσως το βραχιόλι μπορούσε να την κρατήσει ακόμα κι αν ήταν στο κρεμαστάρι, αλλά μια Αποδιωγμένη ίσως έβρισκε κάποιον άλλο τρόπο, αν της δινόταν συχνά η ευκαιρία. Κάποτε, στο Τάντσικο, η Νυνάβε είχε αφήσει τη Μογκέντιεν θωρακισμένη και δεσμευμένη με τη Δύναμη για λίγες μόνο στιγμές, κι η Μογκέντιεν είχε καταφέρει να δραπετεύσει. Όταν την είχε ξανασυλλάβει η Νυνάβε, ένα από τα πρώτα πράγματα που τη ρώτησε ήταν πώς το είχε κάνει αυτό, αν και για να της πάρει απάντηση είχε κοντέψει να της στρίψει το λαρύγγι. Απ’ ό,τι φαινόταν, η δεμένη και στερεωμένη ασπίδα ήταν τρωτή, αν η θωρακισμένη γυναίκα είχε χρόνο κι υπομονή. Η Ηλαίην επέμενε ότι κάτι τέτοιο δεν θα έφερνε αποτέλεσμα με το α’ντάμ —δεν υπήρχε κόμπος για να τον λύσεις, και με το περιδέραιο στο λαιμό η Μογκέντιεν ούτε καν θα προσπαθούσε να αγγίξει το σαϊντάρ δίχως άδεια- αλλά η Νυνάβε προτιμούσε να μην το ρισκάρουν.

«Να αντιγράφεις αργά», είπε η Ηλαίην. «Έχω αντιγράψει σημειώσεις άλλες φορές για την Ντελάνα. Μισεί τις κηλίδες μελανιού και τα λάθη. Αν χρειαστεί, θα σε βάλει να το κάνεις ακόμα και πενήντα φορές για να έχει μια καθαρή σελίδα».

Η Νυνάβε συννέφιασε. Μπορεί το γράψιμό της να μην ήταν τόσο καθαρό και λεπτό όσο της Ηλαίην, αλλά δεν ήταν κανένα ζώο που μόλις είχε μάθει ποια άκρη της πένας βουτούσες στο μελάνι. Η νεότερη γυναίκα δεν το πρόσεξε, απλώς βγήκε από το δωμάτιο με ένα τελευταίο χαμόγελο. Ίσως απλώς ήθελε να τη βοηθήσει. Αν οι Άες Σεντάι μάθαιναν ποτέ πόσο αντιπαθούσε η Νυνάβε την αντιγραφή, θα της την ανέθεταν για τιμωρία.

«Ίσως θα ’πρεπε να πάτε στον Ραντ», είπε ξαφνικά η Μογκέντιεν. Καθόταν διαφορετικά, με το κορμί πιο στητό. Τα μαύρα μάτια της είχαν καρφωθεί στα μάτια της Νυνάβε. Γιατί;

«Τι εννοείς;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε.

«Εσύ κι η Ηλαίην θα έπρεπε να πάτε στο Κάεμλυν, στον Ραντ. Εκείνη μπορεί να γίνει βασίλισσα κι εσύ...» Το χαμόγελο της Μογκέντιεν ήταν κάθε άλλο παρά ευχάριστο. «Θα έρθει κάποια ώρα που θα σε στήσουν στη γωνία και θα ψάξουν να βρουν πώς μπορείς να κάνεις όλες αυτές τις λαμπρές ανακαλύψεις, αλλά, όταν είναι να διαβιβάσεις μπροστά τους, τρέμεις σαν κοριτσόπουλο που το έπιασαν με κλεμμένα γλυκά».

«Δεν—!» Δεν θα καθόταν να δώσει εξηγήσεις, ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί, άραγε, η Μογκέντιεν μιλούσε τόσο σταράτα έτσι ξαφνικά; «Ένα πράγμα να θυμάσαι, ό,τι και να μου συμβεί εμένα, αν ανακαλύψουν την αλήθεια, το κεφάλι σου θα νιώσει τη λεπίδα του δήμιου την ίδια βδομάδα».

«Ενώ το δικό σου μαρτύριο θα τραβήξει πολύ περισσότερο. Η Σέμιραγκ κάποτε είχε κάνει έναν άνδρα να ουρλιάζει συνεχώς όλες τις ώρες της ημέρας επί πέντε χρόνια. Φρόντισε μάλιστα να διατηρήσει τα λογικά του, αν και στο τέλος δεν κατάφερε να συνεχίσει την καρδιά του να χτυπάει. Αμφιβάλλω αν αυτά τα παιδιά έχουν έστω το ένα δέκατο της επιδεξιότητας της Σέμιραγκ, αλλά ίσως μάθεις από πρώτο χέρι πόσα ξέρουν».

Πώς ήταν δυνατόν να λέει τέτοια πράγματα; Είχε αποτινάξει σαν πουκάμισο φιδιού τη συνηθισμένη συμπεριφορά της, που ζάρωνε όλο αγωνία. Όχι, ήταν ακόμα χειρότερο. Η στάση της Μογκέντιεν έδειχνε ότι τα λεγόμενα της ήταν αδιάφορα για την ίδια αλλά ζωτικής σημασίας για τη Νυνάβε. Η Νυνάβε ευχήθηκε να είχε το βραχιόλι. Θα ήταν μια ανακούφιση. Η Μογκέντιεν αποκλείεται να ένιωθε τόσο ψυχρή και γαλήνια όσο έδειχναν το πρόσωπό της κι η φωνή της.

Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της. Το βραχιόλι. Αυτό ήταν. Το βραχιόλι δεν ήταν στο δωμάτιο. Ένιωσε μια παγωνιά στα σωθικά της. Λογικά, δεν έπαιζε ρόλο αν το βραχιόλι ήταν εκεί ή όχι. Το φορούσε η Ηλαίην -σε παρακαλώ, Φως μου, ας μην το έχει βγάλει!- και το άλλο μισό του α’ντάμ αγκάλιαζε σταθερά το λαιμό της Μογκέντιεν. Όμως η λογική δεν είχε να κάνει μ’ αυτό. Η Νυνάβε δεν είχε βρεθεί ποτέ μόνη μ’ αυτή τη γυναίκα χωρίς να είναι κοντά το βραχιόλι. Ή μάλλον, οι μόνες φορές που είχε συμβεί αυτό, είχαν καταλήξει σχεδόν στον απόλυτο όλεθρο. Η Μογκέντιεν τότε δεν φορούσε το α’ντάμ, αλλά ούτε κι αυτό έπαιζε ρόλο. Ήταν μια Αποδιωγμένη, ήταν μόνες οι δυο τους, κι η Νυνάβε δεν είχε τρόπο να τη σταματήσει. Έσφιξε τα φουστάνια της για να μην αρπάξει το μαχαίρι που είχε στη ζώνη της.

Το χαμόγελο της Μογκέντιεν έγινε πιο βαθύ, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της. «Σ’ αυτό το θέμα να είσαι σίγουρη ότι νοιάζομαι για το καλό σου. Αυτό», είπε, και το χέρι της πλανήθηκε για μια στιγμή κοντά στο περιδέραιο, «μπορεί να με κρατήσει αιχμάλωτη εξίσου αποτελεσματικά και στο Κάεμλυν όπως κι εδώ. Η σκλαβιά εκεί είναι καλύτερη από το θάνατο εδώ. Αλλά μην καθυστερήσεις μέχρι να πάρεις απόφαση. Αν αυτές οι λεγόμενες Άες Σεντάι αποφασίσουν να επιστρέψουν σον Πύργο, τι καλύτερο δώρο για την καινούρια Έδρα της Αμερλιν παρά εσύ, μια γυναίκα τόσο κοντά στον Ραντ αλ’Θόρ; Κι η Ηλαίην. Αν ο Ραντ νιώθει γι’ αυτήν τα μισά απ’ όσα νιώθει αυτή για εκείνον, τότε το ότι θα την έχουν στα χέρια τους θα τους προσφέρει μια θηλιά στο λαιμό του που δεν θα μπορέσει ποτέ να τη βγάλει».

Η Νυνάβε σηκώθηκε, προσέχοντας να μη λυγίσουν τα γόνατά της. «Τώρα μπορείς να στρώσεις τα κρεβάτια και να καθαρίσεις το δωμάτιο. Να το βρω πεντακάθαρο όταν θα γυρίσω».

«Πόσο χρόνο έχεις;» είπε η Μογκέντιεν πριν η Νυνάβε φτάσει στην πόρτα. Το είπε λες και ρωτούσε αν το νερό για το τσάι είχε βράσει. «Λίγες ακόμα μέρες, στην καλύτερη περίπτωση, πριν στείλουν την απάντησή τους στην Ταρ Βάλον; Λίγες ώρες; Τι θα βαρύνει περισσότερο, ο Ραντ αλ’Θόρ, ακόμα και τα υποτιθέμενα εγκλήματα της Ελάιντα, ή το ενδεχόμενο να ξαναενώσουν τον πολυαγαπημένο Λευκό Πύργο τους;»

«Θέλω να προσέξεις ιδιαίτερα τα δοχεία νυκτός», είπε η Νυνάβε χωρίς να γυρίσει. «Αυτή τη φορά τα θέλω καθαρά». Έφυγε προτού η Μογκέντιεν μπορέσει να ξανανοίξει το στόμα της, κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω της.

Ακούμπησε στις τραχιές ξύλινες σανίδες, παίρνοντας βαθιές ανάσες στο στενό, δίχως παράθυρα μικρό διάδρομο. Έβγαλε ένα σακουλάκι από το πουγκί στη ζώνη της κι έβαλε δύο τσαλακωμένα φύλλα χηνόμεντας στο στόμα. Η χηνόμεντα ήθελε λίγη ώρα για να καταπραΰνει την καούρα του στομαχιού, όμως η Νυνάβε τα μάσησε και τα κατάπιε, λες και με τη βιάση θα επιδρούσαν πιο γρήγορα. Αυτές τις τελευταίες στιγμές είχε δεχθεί το ένα πλήγμα μετά το άλλο, καθώς η Μογκέντιεν σύντριβε ένα-ένα τα πράγματα που η Νυνάβε θεωρούσε βέβαια. Παρ’ όλη τη δυσπιστία της, η Νυνάβε πίστευε ότι η γυναίκα είχε δαμαστεί. Λάθος. Μα το Φως, ήταν λάθος. Ήταν σίγουρη ότι η Μογκέντιεν δεν ήξερε για την Ηλαίην και τον Ραντ περισσότερα από τα λίγα που ήξεραν κι οι Άες Σεντάι. Λάθος. Και το να συνιστά τώρα να πάνε να τον βρουν... Μιλούσαν δίχως προφυλάξεις μπροστά της. Τι άλλο είχε ξεφύγει από το στόμα τους και πώς μπορούσε να το χρησιμοποιήσει η Μογκέντιεν;

Μια άλλη Αποδεχθείσα μπήκε στον μικροσκοπικό χώρο από το μπροστινό δωμάτιο του μικρού σπιτιού κι η Νυνάβε όρθωσε το κορμί της, έβαλε τη χηνόμεντα στο σακουλάκι κι ίσιωσε το φόρεμά της. Όλα τα δωμάτια εκτός από αυτό της πρόσοψης είχαν γίνει κοιτώνες κι είχαν καταληφθεί από Αποδεχθείσες κι υπηρέτριες, τρεις ή τέσσερις μαζί σε δωμάτια που δεν ήταν μεγαλύτερα από το άλλο πίσω μέρος της, που μερικές φορές κοιμούνταν δύο στο ίδιο κρεβάτι. Η Αποδεχθείσα μπροστά της ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, πετσί και κόκαλο, με γκρίζα μάτια κι αβίαστο χαμόγελο. Η Εμάρα ήταν μια Ιλιανή που δεν ουμπαθούσε τη Σιουάν και τη Ληάνε, κάτι που η Νυνάβε δεν δυσκολευόταν να αντιληφθεί, και πίστευε ότι έπρεπε να τις διώξουν —με εύσχημο τρόπο, όπως το έθετε— όπως έκαναν ανέκαθεν με τις γαληνεμένες γυναίκες, αλλά κατά τα άλλα ήταν μια ευχάριστη γυναίκα που δεν την ενοχλούσε το ότι η Ηλαίην κι η Νυνάβε είχαν «επιπλέον χώρο» και τις υπηρετούσε η «Μάριγκαν». Αυτό ενοχλούσε αρκετές άλλες.

«Άκουσα ότι θα αντιγράψεις σημειώσεις για την Τζάνυα και την Ντελάνα», είπε με την ψιλή φωνούλα της, προσπερνώντας την για να μπει στο δωμάτιό της. «Άκου τη συμβουλή μου και γράφε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Την Τζάνυα τη νοιάζει περισσότερο αν θα περαστούν όλα τα λόγια της παρά αν γίνουν μερικές μουτζούρες».

Η Νυνάβε την αγριοκοίταξε από πίσω. Γράψε γρήγορα για τη Ντελάνα. Γράψε αργά για τη Τζάνυα. Πολύ χρήσιμες συμβουλές όλες μαζί. Πάντως, δεν θα καθόταν να στενοχωριέται που θα έκανε αντιγραφική δουλειά. Ούτε και για τη Μογκέντιεν, πριν βρει την ευκαιρία να το συζητήσει με την Ηλαίην.

Κουνώντας το κεφάλι και μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, βγήκε από το σπίτι. Ίσως θεωρούσε την κατάσταση ως δεδομένη και κάποια πράγματα της ξέφευγαν, αλλά ήταν ώρα να ανασκουμπωθεί και να το σταματήσει. Ήξερε ποια έπρεπε να βρει.

Τις τελευταίες μέρες μια ηρεμία είχε αγκαλιάσει το Σαλιντάρ, παρ’ όλο που η κοσμοπλημμύρα στους δρόμους εξακολουθούσε να υπάρχει. Κατ’ αρχάς, τα καμίνια έξω από το χωριό είχαν σιωπήσει. Είχαν πει σε όλους να μετρούν τα λόγια τους όσο θα ήταν εδώ η Τάρνα, και να μην πουν για την αντιπροσωπεία που πήγαινε στο Κάεμλυν, για τον Λογκαίν, ο οποίος ήταν κλεισμένος με ασφάλεια σε ένα από τα στρατόπεδα των στρατιωτών, ακόμα και για τους ίδιους τους στρατιώτες και το λόγο που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Έτσι, οι περισσότεροι φοβούνταν να πουν οτιδήποτε παρά μόνο ψιθυριστά. Το χαμηλό βουητό των συζητήσεων είχε μια νότα ανησυχίας.

Όλοι είχαν επηρεαστεί. Οι υπηρέτριες που συνήθως έτρεχαν, τώρα προχωρούσαν δειλά, ρίχνοντας φοβισμένες ματιές πάνω από τον ώμο τους. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι έμοιαζαν επιφυλακτικές πίσω από τη γαλήνη τους και κοιτούσαν η μια την άλλη υπολογιστικά. Τώρα υπήρχαν ελάχιστοι στρατιώτες στους δρόμους, λες κι η Τάρνα δεν είχε δει αρκετούς την πρώτη μέρα για να βγάλει τα δικά της συμπεράσματα. Η λάθος απάντηση από την Αίθουσα σήμαινε ότι όλους θα τους περίμενε η αγχόνη· ακόμα κι οι κυβερνήτες κι οι ευγενείς που ήθελαν να μην αναμιχθούν στους μπελάδες του Πύργου, πιθανότατα θα κρεμούσαν όσους στρατιώτες έπιαναν, μόνο και μόνο για να μην εξαπλωθεί η ιδέα της εξέγερσης. Νιώθοντας την αβεβαιότητα, κι οι λίγοι που υπήρχαν φρόντιζαν να μένουν ανέκφραστοι ή έσμιγαν τα φρύδια με ταραχή. Με εξαίρεση τον Γκάρεθ Μπράυν, ο οποίος περίμενε υπομονετικά μπροστά στον Μικρό Πύργο. Βρισκόταν εκεί κάθε μέρα, έφτανε πριν από τις Καθήμενες κι έφευγε ύστερα απ’ αυτές. Η Νυνάβε σκεφτόταν ότι ο Μπράυν ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα θυμούνταν και τον ίδιο και το τι έκανε γι’ αυτές. Τη μία φορά που η Νυνάβε είχε δει τις Καθήμενες να βγαίνουν, δεν είχαν δείξει χαρά για την παρουσία του.

Μόνο οι Πρόμαχοι δεν έμοιαζαν διαφορετικοί μετά την άφιξη της Κόκκινης αδελφής. Οι Πρόμαχοι και τα παιδιά. Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε όταν τρία κοριτσάκια πετάχτηκαν μπροστά της σαν ορτύκια, με κορδέλες στα μαλλιά, ιδρωμένα, σκονισμένα, τρέχοντας όλο γέλια. Τα παιδιά δεν ήξεραν τι περίμενε το Σαλιντάρ και μάλλον δεν θα το καταλάβαιναν ακόμα κι αν το ήξεραν. Κάθε Πρόμαχος θα ακολουθούσε την Άες Σεντάι του, όποια κι αν ήταν η απόφασή της, όπου κι αν πήγαινε, και δεν θα έδειχνε την παραμικρή απορία.

Οι περισσότερες πνιγμένες συζητήσεις αφορούσαν στον καιρό. Τον καιρό και τις ιστορίες που έρχονταν από αλλού για παράξενα συμβάντα, δικέφαλα μοσχαράκια που μιλούσαν κι ανθρώπους που τους είχαν πνίξει σμήνη από μύγες, για ένα χωριό όπου όλα τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα, για ανθρώπους που τους είχε ρίξει νεκρούς κάτι αθέατο μέρα-μεσημέρι. Όσοι μπορούσαν να σκεφτούν καθαρά, ήξεραν ότι η ανομβρία κι ο εκτός εποχής καύσωνας ήταν από το χέρι του Σκοτεινού που άγγιζε τον κόσμο, αλλά ακόμα κι οι περισσότερες Άες Σεντάι αμφισβητούσαν τον ισχυρισμό της Ηλαίην και της Νυνάβε ότι τα άλλα συμβάντα ήταν εξίσου αληθινά, ότι φυσαλίδες του κακού αναδίδονταν από τη φυλακή του Σκοτεινού καθώς οι σφραγίδες εξασθενούσαν, ότι υψώνονταν κι έπλεαν στο Σχήμα ώσπου έσκαζαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούσαν να σκεφτούν καθαρά. Μερικοί έριχναν το φταίξιμο για όλα στον Ραντ. Μερικοί έλεγαν ότι ο Δημιουργός ήταν δυσαρεστημένος, επειδή ο κόσμος δεν είχε ταχθεί στο πλευρό του Αναγεννημένου Δράκοντα ή επειδή οι Άες Σεντάι δεν τον είχαν συλλάβει και δεν τον είχαν ειρηνέψει ή επειδή οι Άες Σεντάι αντιμάχονταν την Αμερλιν που είχε την έδρα. Η Νυνάβε είχε ακούσει ανθρώπους να λένε ότι ο καιρός θα ξαναρχόταν στα σωστά του όταν ο Πύργος ενωνόταν ξανά. Προχώρησε, ανοίγοντας δρόμο στο πλήθος.

«...ορκίζομαι ότι είναι αλήθεια!» μουρμούρισε μια μαγείρισσα, αλευρωμένη ως τους αγκώνες. «Υπάρχει στρατός Λευκομανδιτών συγκεντρωμένος στην άλλη μεριά του Έλνταρ και περιμένει μήνυμα από την Ελάιντα για να επιτεθεί». Με εξαίρεση τον καιρό και τα δικέφαλα μοσχαράκια, οι ιστορίες για τους Λευκομανδίτες ξεπερνούσαν κάθε άλλο είδος, όμως Λευκομανδίτες που να περιμένουν διαταγές από την Ελάιντα; Η ζέστη είχε πειράξει τα μυαλά αυτής της γυναίκας!

«Μάρτυράς μου το Φως, είναι αλήθεια», μουρμούρισε ένας ψαρομάλλης αγωγιάτης σε μια κατσουφιασμένη γυναίκα, που το καλοραμμένο μάλλινο φόρεμά της έδειχνε ότι ήταν καμαριέρα των Άες Σεντάι. «Η Ελάιντα είναι νεκρή. Οι Κόκκινες ήρθαν να καλέσουν τη Σέριαμ να γίνει η καινούρια Άμερλιν». Η γυναίκα ένευσε, καταπίνοντας κάθε λέξη.

«Εγώ λέω, πάντως, ότι η Ελάιντα είναι μια χαρά Άμερλιν», είπε ένας με φτωχικό σακάκι, ισορροπώντας ένα δεμάτι ξύλα στον ώμο του. «Από τις καλύτερες». Δεν το είπε μουρμουρίζοντας στον διπλανό του. Μίλησε δυνατά, προσπαθώντας να μην κοιτάξει γύρω για να δει ποιος τον είχε ακούσει.

Η Νυνάβε ξίνισε τα μούτρα της. Ο άνθρωπος ήθελε να τον ακούσουν. Μα πώς είχε ανακαλύψει τόσο γρήγορα το Σαλιντάρ η Ελάιντα; Η Τάρνα πρέπει να είχε φύγει από την Ταρ Βάλον λίγο αφότου οι Άες Σεντάι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο χωριό. Η Σιουάν είχε επισημάνει δυσοίωνα ότι πολλές Γαλάζιες αδελφές αγνοούνταν ακόμα —το αρχικό μήνυμα για τη συγκέντρωση στο Σαλιντάρ απευθυνόταν στις Γαλάζιες — κι η Αλβιάριν γνώριζε καλά πώς να αποσπά απαντήσεις. Ήταν μια σκέψη που της προκαλούσε ναυτία, αλλά η απλούστερη εξήγηση ήταν ακόμα πιο ανησυχητική: υπήρχαν κρυφές υποστηρίκτριες της Ελάιντα στο Σαλιντάρ. Όλοι λοξοκοιτάζονταν μεταξύ τους κι ο ξυλοκόπος δεν ήταν ο μόνος τον οποίο είχε ακούσει η Νυνάβε να λέει τα ίδια πράγματα, με τον ίδιο τόνο. Μπορεί να μην το έλεγαν οι Άες Σεντάι, η Νυνάβε όμως υποψιαζόταν ότι κάποιες ήθελαν να το πουν. Το Σαλιντάρ έβραζε στο ζουμί του, κι ήταν πικρό. Έτσι, αυτό που έκανε της φαινόταν ακόμα πιο σωστό.

Έκανε αρκετή ώρα για να βρει αυτήν που έψαχνε. Χρειαζόταν παρέες παιδιών που έπαιζαν, και δεν υπήρχαν πολλά παιδιά στο Σαλιντάρ. Όπως το περίμενε, η Μπιργκίτε παρακολουθούσε πέντε αγοράκια να τρέχουν στο δρόμο πετώντας το ένα στο άλλο ένα μικρό σακούλι με βότσαλα, γελώντας τρανταχτά όποτε το σακούλι χτυπούσε κάποιο, και μαζί τους γελούσε και το χτυπημένο αγόρι. Ήταν εξίσου παράλογο με τα περισσότερα παιχνίδια των αγοριών. Και των ανδρών.

Η Μπιργκίτε, φυσικά, δεν ήταν μόνη. Αυτό συνέβαινε σπανίως, και μόνο όταν έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να μείνει μόνη. Η Αράινα στεκόταν πλάι της, σκούπιζε τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπο της και προσπαθούσε να μη δείξει πόσο βαριόταν τα παιδιά. Ήταν ένα-δυο χρόνια νεότερη από τη Νυνάβε, είχε τα μελαχρινά μαλλιά της χτενισμένα πλεξούδα με το μοτίβο που έκανε η Μπιργκίτε στη δική της χρυσή πλεξούδα, αν και δεν έφτανε πολύ κάτω από τους ώμους της· τα πλεγμένα μαλλιά της Μπιργκίτε έφταναν ως τη μέση της. Αντέγραφε την Μπιργκίτε στα ρούχα —ανοιχτόγκρίζο σακάκι ως τη μέση, πολύ φαρδύ παντελόνι στο χρώμα του μπρούντζου, μαζεμένο στον αστράγαλο πάνω από κοντές μπότες με ψηλά τακούνια— όπως και στο τόξο που μετέφερε και στη φαρέτρα που είχε στη μέση της. Η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι η Αράινα δεν είχε πιάσει καν τόξο στα χέρια πριν γνωρίσει την Μπιργκίτε. Δεν της έδωσε σημασία.

«Πρέπει να σου μιλήσω», είπε στην Μπιργκίτε. «Κατ’ ιδίαν».

Η Αράινα την κοίταξε, σχεδόν με περιφρόνηση στα γαλάζια μάτια της. «Νόμιζα ότι μια τόσο ωραία μέρα θα φόραγες το επώμιό σου, Νυνάβε. Αχ, δες. Ιδρώνεις σαν άλογο. Γιατί αυτό;»

Το πρόσωπο της Νυνάβε σκλήρυνε. Είχε γίνει φίλη αυτής της γυναίκας πριν εκείνη γίνει φίλη της Μπιργκίτε, όμως η φιλία τους είχε εξανεμιστεί όταν είχαν φτάσει στο Σαλιντάρ. Όταν είχε μάθει ότι η Νυνάβε δεν ήταν πλήρης Άες Σεντάι, η Αράινα είχε νιώσει κάτι πιο έντονο από απογοήτευση. Μόνο η παράκληση της Μπιργκίτε είχε σταματήσει την Αράινα, που ήθελε να πληροφορήσει τις Άες Σεντάι ότι η Νυνάβε προσποιείτο πως ήταν μια απ’ αυτές. Εκτός αυτού, η Αράινα είχε δώσει τον όρκο των Κυνηγών του Κέρατος κι η Μπιργκίτε ήταν καλύτερο πρότυπο από τη Νυνάβε γι’ αυτή τη ζωή. Και να σκεφτεί κανείς ότι η Νυνάβε κάποτε οίκτιρε την Αράινα για τις μελανιές της!

«Από το πρόσωπό σου», είπε η Μπιργκίτε μ’ ένα ιδρωμένο χαμόγελο, «φαίνεται πως ή θέλεις να στραγγαλίσεις κάποιον —μάλλον την Αράινα από δω— ή το φόρεμά σου έπεσε ανάμεσα σε μια ομάδα στρατιώτες και δεν φορούσες μισοφόρι». Η Αράινα άφησε ένα ρογχώδες γέλιο, αλλά έδειξε σοκαρισμένη. Η Νυνάβε δεν ήξερε να πει το λόγο· η άλλη γυναίκα είχε αρκετό καιρό στη διάθεσή της για να συνηθίσει τη λεγόμενη αίσθηση του χιούμορ της Μπιργκίτε, η οποία θα ταίριαζε περισσότερο σε κανέναν άνδρα με τα γένια αξύριστα, τη μύτη χωμένη στο ποτήρι και την κοιλιά γεμάτη μπύρα.

Η Νυνάβε περιεργάστηκε λίγο το παιχνίδι των παιδιών για να καταλαγιάσει λίγο ο εκνευρισμός της. Θα ήταν άδικος κόπος, αν θύμωνε τη στιγμή που είχε να ζητήσει μια χάρη.

Ο Σιβ κι ο Τζάριλ ήταν κι αυτοί από τα παιδιά που έτρεχαν πέρα-δώθε και πετούσαν το σακούλι. Οι Κίτρινες είχαν δίκιο γι’ αυτούς· ο χρόνος ήταν το μόνο που χρειάζονταν. Ύστερα από σχεδόν δύο μήνες στο Σαλιντάρ, μαζί με άλλα παιδιά, δίχως φόβο, τώρα γελούσαν και ξεφώνιζαν σαν τα υπόλοιπα.

Μια ξαφνική σκέψη τής ήρθε σαν κεραμίδα. Η «Μάριγκαν» τα φρόντιζε ακόμη, αν και με γκρίνια, τα έκανε μπάνιο και τα τάιζε, αλλά τώρα που μιλούσαν ξανά, μπορεί να έλεγαν ανά πάσα στιγμή ότι δεν ήταν η μητέρα τους. Ίσως να το είχαν ήδη πει. Αυτό μπορεί να μην προκαλούσε ερωτήσεις, αλλά μπορεί και να προκαλούσε, κι οι ερωτήσεις θα γκρέμιζαν στο κεφάλι τους αυτό το σπίτι από ξερόκλαδα που είχαν φτιάξει. Η Νυνάβε ξανάνιωσε την παγωνιά στην κοιλιά της. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί άλλοτε;

Τινάχτηκε όταν η Μπιργκίτε της άγγιξε το μπράτσο. «Συνέβη κάτι, Νυνάβε; Μοιάζεις σαν να πέθανε η καλύτερη φίλη σου και να σε καταράστηκε με την τελευταία της πνοή».

Η Αράινα απομακρυνόταν με μεγάλα βήματα και παγωμένο κορμί, ρίχνοντάς τους μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Δεν ταραζόταν καθόλου όταν έβλεπε την Μπιργκίτε να πίνει και να φλερτάρει με άνδρες, προσπαθούσε μάλιστα να τη μιμηθεί, όμως άφριζε κάθε φορά που η Μπιργκίτε ήθελε να μείνει μονάχη με την Ηλαίην ή με τη Νυνάβε. Οι άνδρες δεν αποτελούσαν απειλή· από τη σκοπιά της Αράινα, μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να είναι φίλες μεταξύ τους, αλλά μόνο εκείνη μπορούσε να είναι φίλη της Μπιργκίτε. Η ιδέα ότι μπορούσες να έχεις δύο φίλες τής φαινόταν εξωπραγματική. Τέλος πάντων, ας πήγαινε στο καλό τώρα.

«Μπορείς να μας βρεις άλογα;» Η Νυνάβε προσπάθησε να μιλήσει με σταθερή φωνή. Δεν είχε έρθει να ρωτήσει αυτό το πράγμα, αλλά με τον Σιβ και τον Τζάριλ εκεί ήταν μια θαυμάσια ερώτηση. «Πόσον καιρό θα χρειαστείς;»

Η Μπιργκίτε την τράβηξε από το δρόμο, στο άνοιγμα ενός στενοσόκακου ανάμεσα σε δύο μισογκρεμισμένα σπίτια, και κοίταξε γύρω προσεκτικά πριν απαντήσει. Κανείς δεν ήταν κοντά για να κρυφακούσει, κανείς δεν έδινε σημασία. «Μια-δυο μέρες. Τώρα δα μου έλεγε ο Ούνο—»

«Όχι ο Ούνο! Δεν θα τον ανακατέψουμε. Μόνο εσύ, εγώ, η Ηλαίην κι η Μάριγκαν. Εκτός αν επιστρέψουν εγκαίρως ο Θομ κι ο Τζούιλιν. Κι η Αράινα, μάλλον, αν επιμένεις».

«Η Αράινα είναι χαζή σε μερικά πράγματα», είπε αργά η Μπιργκίτε, «όμως η ζωή θα τη διορθώσει ή θα την εξαντλήσει. Ξέρεις ότι δεν θα επιμείνω να έρθει, αν δεν τη θέλετε εσύ ή η Ηλαίην».

Η Νυνάβε δεν μίλησε. Η Μπιργκίτε έκανε σαν να ήταν αυτή η ζηλιάρα! Δεν αφορούσε στη Νυνάβε αν η Μπιργκίτε ήθελε να τριγυρνά με μια αλλοπρόσαλλη σαν την Αράινα.

Η Μπιργκίτε έτριψε το χείλος με το δάχτυλό της κι έσμιξε τα φρύδια. «Ο Θομ κι ο Τζούιλιν είναι καλοί άνθρωποι, όμως ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις το μπλέξιμο είναι να φροντίσεις να μη θέλει κανείς να σε μπλέξει. Δώδεκα Σιναρανοί με την αρματωσιά τους —ή και χωρίς αυτήν— θα ήταν ό,τι πρέπει. Δεν σας καταλαβαίνω εσένα και τον Ούνο. Είναι σκληρό καρύδι και θα ακολουθούσε εσένα και την Ηλαίην ως το Χάσμα του Χαμού». Ένα ξαφνικό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. «Εκτός αυτού, είναι κι ωραίο παιδί».

«Δεν θέλουμε κάποιον να μας κρατά από το χεράκι», της είπε αυστηρά η Νυνάβε. Ωραίο παιδί; Σχημάτισε με αηδία στο νου της τη ζωγραφισμένη καλύπτρα του και τις ουλές του. Αυτή η γυναίκα είχε πολύ παράξενο γούστο στους άνδρες. «Ό,τι προκύψει μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Νομίζω ότι το έχουμε ήδη αποδείξει, αν χρειαζόταν απόδειξη».

«Ξέρω ότι μπορούμε, Νυνάβε, αλλά οι μπελάδες θα πέσουν πάνω μας όπως οι μύγες στη χωματερή. Η Αλτάρα σιγοβράζει. Κάθε μέρα καταφθάνουν κι άλλες ιστορίες για Δρακορκισμένους, και πάω στοίχημα το καλύτερο μεταξωτό φόρεμά μου για ένα από τα παλιά σου μισοφόρια ότι οι μισοί απ’ αυτούς είναι ληστές, που αν δουν τέσσερις γυναίκες μόνες θα τις περάσουν για εύκολη λεία. Κάθε δυο μέρες θα χρειάζεται να αποδεικνύουμε ότι δεν είναι έτσι. Το Μουράντυ είναι χειρότερο, απ’ ό,τι ακούω, γεμάτο Δρακορκισμένους και ληστές και πρόσφυγες από την Καιρχίν, που φοβούνται ότι όπου να ’ναι θα τους βρει ο Αναγεννημένος Άρχοντας. Υποθέτω ότι δεν θέλεις να περάσεις στην Αμαδισία. Υποθέτω ότι σκέφτεσαι το Κάεμλυν». Η περίπλοκη πλεξούδα της κουνήθηκε ανάλαφρα, καθώς η Μπιργκίτε έγερνε το κεφάλι κι ύψωνε το φρύδι ερωτηματικά. «Συμφωνεί μαζί σου η Ηλαίην για τον Ούνο;»

«Θα συμφωνήσει», μουρμούρισε η Νυνάβε.

«Έτσι, ε; Τότε, λοιπόν, όταν συμφωνήσει, θα βρω όσα άλογα χρειαστούμε. Αλλά θέλω να μου πει γιατί να μην πάρουμε τον Ούνο».

Ο ανυποχώρητος, απόλυτος τόνος της έκανε το πρόσωπο της Νυνάβε να ανάψει από θυμό. Αν ζητούσε γλυκά από την Ηλαίην να πει στη Μπιργκίτε ότι ο Ούνο θα έμενε στο Σαλιντάρ, ίσως τον έβρισκαν να τις περιμένει πιο πέρα στο δρόμο, κι η Μπιργκίτε θα απορούσε πώς άραγε είχε μάθει ότι έφευγαν κι από ποιο δρόμο. Μπορεί αυτή η γυναίκα να ήταν Πρόμαχος της Ηλαίην, αλλά καμιά φορά η Νυνάβε αναρωτιόταν ποια στ’ αλήθεια είχε το πάνω χέρι. Όταν έβρισκε τον Λαν —όταν, όχι αν!— θα τον έβαζε να δώσει φοβερούς όρκους ότι θα συμφωνούσε με τις αποφάσεις της.

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Αδικα θα τσακωνόταν μ’ έναν πέτρινο τοίχο. Ας προχωρούσε καλύτερα στο λόγο για τον οποίο είχε ψάξει να βρει τη Μπιργκίτε.

Προχώρησε ανέμελα ένα βήμα πιο μέσα στο στενό δρομάκι, κάνοντας την άλλη να την ακολουθήσει. Στο έδαφος έμεναν τα ξερά απομεινάρια από τους θάμνους που είχαν κοπεί για να το καθαρίσουν. Προσπαθώντας να πάρει αδιάφορο ύφος, περιεργάστηκε τον πολύβουο δρόμο. Και πάλι κανείς δεν έριχνε στις δυο τους δεύτερη ματιά. Καλού-κακού, χαμήλωσε τη φωνή της. «Πρέπει να μάθουμε τι λέει η Τάρνα στην Αίθουσα και τι της λένε εκείνες. Η Ηλαίην κι εγώ προσπαθήσαμε να το μάθουμε, όμως προστατεύουν τις συναντήσεις με φυλαχτά για τους ωτακουστές. Αλλά μόνο με τη Δύναμη. Τις έχει απορροφήσει τόσο η πιθανότητα ότι κάποια θα κρυφακούσει έτσι, που ξεχνούν ότι μπορεί κανείς να κολλήσει το αυτί στην πόρτα. Αν πήγαινε κάποια και—»

Η Μπιργκίτε τη διέκοψε με σταθερή φωνή. «Όχι».

«Τουλάχιστον σκέψου το. Είναι δέκα φορές πιθανότερο να πιάσουν εμένα ή την Ηλαίην παρά εσένα». Σκέφτηκε να προσθέσει ότι η Ηλαίην ήταν αρκετά έξυπνη, αλλά η Μπιργκίτε ξεφύσησε.

«Είπα όχι! Ήσουν πολλά πράγματα από τότε που σε γνώρισα, Νυνάβε, αλλά ποτέ χαζή. Φως μου, αφού θα το ανακοινώσουν σε όλους σε μια-δυο μέρες».

«Πρέπει να το μάθουμε τώρα», σφύριξε η Νυνάβε, πνίγοντας μέσα της τη φράση «βλακόμετρο με μυαλό άνδρα». Χαζή; Μα και βέβαια δεν είχε φανεί ποτέ χαζή! Δεν έπρεπε να θυμώσει. Αν μπορούσε να πείσει την Ηλαίην να πάνε, ίσως να μη βρίσκονταν εκεί σε μια-δυο μέρες. Ήταν προτιμότερο να μην ξαναθίξει αυτό το θέμα.

Μ’ ένα ρίγος —κάπως επιδεικτικό, σκέφτηκε η Νυνάβε— η Μπιργκίτε στηρίχτηκε στο τόξο της. «Κάποτε με έπιασαν να κατασκοπεύω τις Άες Σεντάι. Με πέταξαν έξω σηκωτή ύστερα από τρεις μέρες, κι έφυγα από το Σήμαλ μόλις μπόρεσα να βρω άλογο. Δεν θα ξαναπεράσω τα ίδια μόνο και μόνο για να κερδίσεις μια μέρα που δεν τη χρειάζεσαι».

Η Νυνάβε κράτησε τη γαλήνη της. Προσπάθησε να διατηρήσει μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπο, να μην τρίξει τα δόντια, να μην τραβήξει κοφτά την πλεξούδα της. Ήταν γαλήνια. «Ποτέ δεν άκουσα παραμύθι που να λέει ότι κατασκόπευες τις Άες Σεντάι». Μόλις ξεστόμισε τα λόγια, θέλησε να τα πάρει πίσω. Ο πυρήνας του μυστικού της Μπιργκίτε ήταν ότι ήταν η Μπιργκίτε των παραμυθιών. Δεν έπρεπε να αναφέρουν ποτέ κάτι που να οδηγεί σ’ αυτό το συσχετισμό.

Για μια στιγμή το πρόσωπο της Μπιργκίτε έγινε πέτρα, κρύβοντας ό,τι είχε μέσα της. Η Νυνάβε το είδε και ρίγησε· υπήρχε τόσος πόνος στο μυστικό αυτής της γυναίκας. Τελικά η πέτρα ξανάγινε σάρκα κι η Μπιργκίτε αναστέναξε. «Τα πράγματα αλλάζουν με το χρόνο. Τις μισές απ’ αυτές τις ιστορίες ακόμα κι εγώ δυσκολεύομαι να τις αναγνωρίσω, κι οι άλλες μισές μου είναι άγνωστες. Δεν θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό». Προφανώς αυτό δεν ήταν υπόδειξη.

Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, μην ξέροντας συγκεκριμένα τι θα έλεγε —το χρέος που όφειλε στη Μπιργκίτε σήμαινε ότι δεν θα σκάλιζε τον πόνο της άλλης, όμως αυτό δεν σήμαινε ότι θα της αρνιόταν δύο απλές παρακλήσεις...!— και τότε η φωνή μιας τρίτης γυναίκας ακούστηκε ξαφνικά από την είσοδο του στενού.

«Νυνάβε, η Τζάνυα κι η Ντελάνα σε θέλουν τώρα αμέσως».

Η Νυνάβε πήδηξε στον αέρα· η καρδιά της έκανε να ξεπεταχτεί από το στήθος της.

Στην είσοδο του στενού, η Νίκολα, φορώντας ρούχα μαθητευόμενης, έδειξε έκπληκτη για μια στιγμή. Το ίδιο κι η Μπιργκίτε· ύστερα περιεργάστηκε το τόξο της με ύφος σαν να έβρισκε κάτι αστείο.

Η Νυνάβε αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί δυο φορές για να βγάλει λέξη. Άραγε τι να είχε ακούσει η Νίκολα; «Αν νομίζεις ότι είναι τρόπος αυτός για να μιλάς σε μια Αποδεχθείσα, Νίκολα, πρέπει να αλλάξεις μυαλά, αλλιώς θα σου βγει σε κακό».

Αυτός ήταν ο σωστός τρόπος που μιλούσαν οι Άες Σεντάι, όμως τα μαύρα μάτια της λυγερόκορμης μαθητευόμενης περιεργάστηκαν τη Νυνάβε, μετρώντας και ζυγίζοντας. «Λυπάμαι, Αποδεχθείσα», είπε, κλίνοντας το γόνυ. «Θα προσπαθήσω να προσέχω».

Η γονυκλισία ήταν όσο βαθιά αναλογούσε σε μια Αποδεχθείσα, υπολογισμένη στον πόντο, και παρ’ όλο που ο τόνος της ήταν ψυχρός, δεν ήταν τόσο ψυχρός ώστε να της το επισημάνει. Η Αράινα δεν ήταν η μόνη συνταξιδιώτισσά τους που είχε απογοητευτεί μαθαίνοντας την αλήθεια για την Ηλαίην και τη Νυνάβε, αλλά η Νίκολα είχε συμφωνήσει να κρατήσει το μυστικό τους σαν να ήταν έκπληκτη που νόμιζαν πως έπρεπε να της το ζητήσουν. Ύστερα, όταν η εξέταση έδειξε ότι μπορούσε να διαβιβάζει, το βλέμμα της άρχισε να μετρά και να ζυγίζει.

Η Νυνάβε την καταλάβαινε πολύ καλά. Η Νίκολα δεν είχε έμφυτη τη σπίθα —δίχως μαθήματα, δεν θα είχε αγγίξει ποτέ το σαϊντάρ— αλλά ήδη έλεγαν ότι ήταν πολλά υποσχόμενη κι ότι θα είχε μεγάλη δύναμη κάποια μέρα, αν δούλευε σκληρά. Είχε περισσότερες ανεκμετάλλευτες δυνατότητες από κάθε άλλη μαθητευόμενη εδώ κι αιώνες και πριν από δυο χρόνια θα είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση. Αυτό, όμως, πριν κάνουν την εμφάνισή τους η Ηλαίην κι η Εγκουέν κι η ίδια η Νυνάβε. Η Νίκολα ποτέ δεν είχε πει τίποτα, όμως η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι η κοπέλα ήταν αποφασισμένη να φανεί ισάξια της Ηλαίην και της Νυνάβε, αν όχι ανώτερη τους. Δεν ξεπερνούσε τα όρια της κοσμιότητας, αλλά συχνά τα άγγιζε.

Η Νυνάβε της έστειλε ένα κοφτό νεύμα. Μπορεί να την καταλάβαινε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήθελε να δώσει σ’ αυτή την ανόητη ρίζα προβατόγλωσσας τριπλής δύναμης για τη βλακεία της. «Έτσι μπράβο. Πήγαινε πες στις Άες Σεντάι ότι θα έρχομαι αμέσως». Η Νίκολα έκλινε πάλι το γόνυ, αλλά καθώς γυρνούσε, η Νυνάβε της είπε, «Περίμενε». Η κοπέλα σταμάτησε επιτόπου. Δεν φαινόταν τώρα, όμως η Νυνάβε για μια στιγμή ήταν σίγουρη ότι είχε δει μια αναλαμπή — ικανοποίησης; «Μου τα είπες όλα;»

«Με έστειλαν να σου πω να έρθεις, Αποδεχθείσα, κι αυτό έκανα», είπε εκείνη χωρίς ίχνος συναισθήματος.

«Τι είπαν; Ακριβώς τα λόγια τους».

«Ακριβώς τα λόγια τους, Αποδεχθείσα; Δεν ξέρω αν θα τα θυμηθώ ακριβώς, αλλά θα προσπαθήσω. Μην ξεχνάς ότι αυτές τα είπαν· εγώ απλώς τα επαναλαμβάνω. Η Τζάνυα Σεντάι είπε κάτι τέτοιο: “Αν δεν έρθει γρήγορα αυτό το χαζοκόριτσο, ορκίζομαι ότι από το ξύλο δεν θα μπορεί να καθίσει άνετα παρά μόνο όταν θα είναι σε ηλικία για να έχει εγγόνια”. Κι η Ντελάνα Σεντάι είπε, “Τόσος καιρός θα περάσει για να δεήσει να έρθει. Αν δεν είναι εδώ σε ένα τέταρτο, θα της αργάσω το τομάρι”». Τα μάτια της Νίκολα έδειχναν απόλυτη αθωότητα. Και την ίδια στιγμή την περιεργάζονταν. «Αυτό έγινε πριν από περίπου είκοσι λεπτά, Αποδεχθείσα. Ίσως και λίγο παραπάνω».

Η Νυνάβε παραλίγο θα ξεροκατάπινε πάλι. Το ότι οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να πουν ψέματα, δεν σήμαινε ότι κάθε απειλή έπρεπε να την πάρεις κυριολεκτικά, αλλά μερικές φορές η διαφορά ήταν ασήμαντη. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη μπροστά εκτός από τη Νίκολα, η Νυνάβε θα τσίριζε, «Αχ, Φως μου!» και θα το έβαζε στα πόδια. Αλλά όχι μπροστά σ’ αυτό το βλέμμα. Όχι μπροστά σε μια γυναίκα που έμοιαζε να ετοιμάζει κατάλογο με τις αδυναμίες της. «Σ’ αυτή την περίπτωση, μάλλον δεν χρειάζεται να πας εκεί πριν από μένα. Συνέχισε τα καθήκοντά σου». Γυρνώντας την πλάτη της στη γονυκλισία της Νίκολα σαν να μην είχε την παραμικρή έγνοια στον κόσμο, μίλησε στην Μπιργκίτε. «Θα μιλήσουμε αργότερα. Προτείνω να μην κάνεις τίποτα ως τότε γι’ αυτό το ζήτημα». Με λίγη τύχη, ίσως έτσι η Μπιργκίτε να μην πλησίαζε τον Ούνο. Με πολλή τύχη, μάλλον.

«Θα σκεφτώ αυτό που λες», είπε σοβαρά η Μπιργκίτε, αν και δεν είχε καμία σοβαρότητα το μίγμα συμπόνιας και γέλιου που φαινόταν στο πρόσωπό της. Η Μπιργκίτε ήξερε τις Άες Σεντάι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ήξερε περισσότερα για τις Άες Σεντάι απ’ όσα ήξεραν οι ίδιες.

Το μόνο που της έμενε ήταν να το δεχθεί και να ελπίζει. Καθώς η Νυνάβε έμπαινε στο δρόμο, η Νίκολα ήρθε δίπλα της. «Σου είπα, τράβα στις δουλειές σου».

«Είπαν να επιστρέψω όταν θα σε βρω, Αποδεχθείσα. Είναι τα βότανά σου; Γιατί χρησιμοποιείς βότανα; Μήπως επειδή δεν μπορείς να—; Συγχώρεσέ με, Αποδεχθείσα. Δεν έπρεπε να το αναφέρω».

Η Νυνάβε κοίταξε βλεφαρίζοντας το σακούλι με τη χηνόμεντα στο χέρι της —δεν θυμόταν να το είχε βγάλει— και το ξανάχωσε στο πουγκί. Της ερχόταν να μασήσει όλα τα φύλλα που είχε μέσα. Δεν έδωσε σημασία ούτε στη συγγνώμη, ούτε στην αιτία που την είχε προκαλέσει· σίγουρα όσο ψεύτικη ήταν η μεν, τόσο εσκεμμένη ήταν η δε. «Χρησιμοποιώ βότανα επειδή η Θεραπεία δεν είναι πάντα αναγκαία». Αραγε, οι Κίτρινες θα το αποδοκίμαζαν αν το άκουγαν; Περιφρονούσαν τα βότανα· έμοιαζαν να τις ενδιαφέρουν μόνο οι ασθένειες που χρειάζονταν Θεραπεία. Ή, τουλάχιστον, οι ασθένειες για τις οποίες δεν ήταν υπερβολική η χρήση Θεραπείας. Μα τι την είχε πιάσει κι ανησυχούσε μήπως η Νίκολα μετέφερε τα λεγόμενά της στις Άες Σεντάι; Η κοπέλα ήταν μαθητευόμενη, όπως κι αν κοίταζε τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Δεν είχε σημασία πώς τις κοίταζε. «Κάνε ησυχία», είπε ευερέθιστα. «Θέλω να σκεφτώ».

Η Νίκολα έκανε σιωπή καθώς προχωρούσαν στους πολυάνθρωπους δρόμους, αλλά της Νυνάβε της φαινόταν ότι έσερνε τα βήματά της. Ίσως να ήταν απλώς η φαντασία της, αλλά τα γόνατα της Νυνάβε είχαν αρχίσει να πονούν από τον κόπο που κατέβαλλε για να μην την προσπεράσει. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε η Νίκολα να τη δει να βιάζεται.

Η κατάσταση την έτρωγε μέσα της. Απ’ όσες μπορούσαν να στείλουν για να τη φέρει, δύσκολα θα φανταζόταν κάποια χειρότερη από τη Νίκολα με το βλέμμα της. Σίγουρα η Μπιργκίτε στο μεταξύ έτρεχε να βρει τον Ούνο. Οι Καθήμενες μάλλον θα έλεγαν στην Τάρνα ότι θα γονάτιζαν να φιλήσουν το δαχτυλίδι της Ελάιντα. Ο Σιβ κι ο Τζάριλ μάλλον θα έλεγαν στη Σέριαμ ότι η «Μάριγκαν» τους ήταν παντελώς άγνωστη. Ήταν η χειρότερη μέρα κι ο πυρωμένος ήλιος στεκόταν στο ένα τέταρτο της διαδρομής πριν σταθεί καταμεσής στον ανέφελο ουρανό.

Η Τζάνυα κι η Ντελάνα περίμεναν στο μπροστινό δωμάτιο του μικρού σπιτιού που μοιράζονταν με άλλες τρεις Άες Σεντάι. Κάθε μία, φυσικά, είχε τη δική της κρεβατοκάμαρα. Κάθε Άτζα είχε το δικό του σπίτι για τις συναντήσεις του, αλλά οι Άες Σεντάι ήταν σκορπισμένες σ’ ολόκληρο το χωριό, ανάλογα με το πότε είχαν φτάσει. Η Τζάνυα κοίταζε συνοφρυωμένη το πάτωμα, σουφρώνοντας τα χείλη, και δεν φαινόταν να είχε αντιληφθεί την άφιξη τους. Η Ντελάνα με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά όμως —ήταν τόσο ανοιχτά που δεν ήξερες αν είχαν και λευκές αποχρώσεις ή όχι— στύλωσε τα εξίσου ανοιχτογάλανα μάτια της πάνω τους μόλις πέρασαν το κατώφλι. Η Νίκολα τινάχτηκε. Η Νυνάβε θα χαιρόταν γι’ αυτό, αν δεν είχε κάνει το ίδιο. Συνήθως, τα μάτια της παχουλής Γκρίζας δεν διέφεραν από τα μάτια των άλλων Άες Σεντάι, αλλά όταν στυλώνονταν πάνω σου, ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από σένα. Κάποιοι έλεγαν ότι η Ντελάνα ήταν επιτυχημένη μεσολαβήτρια επειδή κι οι δύο πλευρές συμφωνούσαν μόνο και μόνο για να σταματήσει να κοιτάζει. Σε έκανε να σκεφτείς τι λάθος είχες κάνει, ακόμα κι όταν δεν είχες κάνει τίποτα. Ο κατάλογος που εμφανίστηκε στο νου της Νυνάβε την έκανε να κλίνει το γόνυ εξίσου βαθιά με τη Νίκολα, χωρίς να το συνειδητοποιήσει.

«Α», έκανε η Τζάνυα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια λες κι είχαν ξεπηδήσει από το πάτωμα, «να που ήρθατε».

«Συγγνώμη που άργησα», είπε βιαστικά η Νυνάβε. Ας τα άκουγε όλα η Νίκολα. Η Ντελάνα την κοίταζε, όχι η Νίκολα. «Δεν κατάλαβα για πότε πέρασε η ώρα, και—»

«Δεν έχει σημασία». Η φωνή της Ντελάνα ήταν βαθιά για γυναίκα, η προφορά της βραχνός απόηχος της Σιναρανής προφοράς του Ούνο. Ήταν παράξενα μελωδική για μια τόσο στρογγυλόσωμη γυναίκα, αλλά βέβαια η Ντελάνα ήταν ασυνήθιστα εύχαρις για τόσο εύσωμη γυναίκα. «Νίκολα, μπορείς να πηγαίνεις. Κάνε θελήματα για τη Φαολάιν ως το επόμενο μάθημά σου». Η Νίκολα δεν έχασε χρόνο με γονυκλισίες κι έφυγε τρέχοντας. Ίσως ήθελε να ακούσει τι θα έλεγαν οι αδελφές στη Νυνάβε για την καθυστέρηση της, αλλά κανείς δεν δοκίμαζε τα όρια των Άες Σεντάι.

Η Νυνάβε δεν θα την πρόσεχε ακόμα κι αν η Νίκολα έβγαζε φτερά. Μόλις είχε αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε μελανοδοχείο στο τραπέζι όπου έτρωγαν οι Άες Σεντάι, ούτε κουτί με άλλο, ούτε πένα, ούτε χαρτί. Τίποτα από τα χρειαζούμενα. Μήπως ήταν δική της ευθύνη να τα φέρει; Η Ντελάνα ακόμα την κοίταζε. Η Ντελάνα ποτέ δεν κοίταζε κανέναν τόση ώρα. Ποτέ δεν κοίταζε κανέναν επίμονα, εκτός αν είχε λόγο.

«Μήπως θέλεις λίγο δροσερό τσάι μέντας;» είπε η Τζάνυα, και τώρα ήταν σειρά της Νυνάβε να παίξει τα μάτια. «Νομίζω ότι το τσάι ανακουφίζει. Έχω παρατηρήσει ότι πάντα κάνει πιο εύκολη τη συζήτηση». Χωρίς να περιμένει απάντηση, η Καφέ αδελφή, που η όψη της θύμιζε πουλί, πήρε μια τσαγιέρα με γαλάζιες ρίγες κι έβαλε τσάι σε αταίριαστα φλιτζάνια στο μπουφέ. Ένα πόδι έλειπε κι είχε αντικατασταθεί από μια πέτρα. Μπορεί οι Άες Σεντάι να διέθεταν περισσότερο χώρο, όμως τα έπιπλά τους ήταν κι αυτά σε κακή κατάσταση. «Η Ντελάνα κι εγώ αποφασίσαμε να αφήσουμε τις σημειώσεις μας για μια άλλη φορά. Αντί γι’ αυτό, θα μιλήσουμε. Μέλι; Εγώ προσωπικά το προτιμώ σκέτο. Η γλύκα χαλάει τη γεύση. Οι νεαρές πάντα θέλουν το μέλι τους. Τι υπέροχα πράγματα που κάνετε. Εσύ κι η Ηλαίην». Ένας δυνατός ξερόβηχας την έκανε να κοιτάξει τη Ντελάνα ερωτηματικά. Μετά από μια στιγμή, η Τζάνυα είπε, «Α. Ναι».

Η Ντελάνα είχε τραβήξει στο μέσον του γυμνού πατώματος μια καρέκλα από το τραπέζι. Μια ψάθινη καρέκλα. Από τη στιγμή που η Τζάνυα είχε πει τη λέξη «συζήτηση», η Νυνάβε είχε καταλάβει ότι δεν θα συνέβαινε αυτό. Η Ντελάνα έδειξε την καρέκλα, κι η Νυνάβε κάθισε άκρη-άκρη και πήρε ένα φλιτζάνι από το ραγισμένο δίσκο που της έφερε η Τζάνυα, μουρμουρίζοντας, «Ευχαριστώ, Άες Σεντάι». Δεν περίμενε πολύ.

«Πες μας για τον Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Τζάνυα. Φαινόταν έτοιμη να πει κι άλλα, όμως η Ντελάνα ξερόβηξε πάλι για να καθαρίσει το λαιμό της· η Τζάνυα βλεφάρισε και σιώπησε, ρουφώντας το τσάι της. Οι Άες Σεντάι στάθηκαν δεξιά κι αριστερά από την καρέκλα της Νυνάβε. Η Ντελάνα την κοίταξε, αναστέναξε και διαβίβασε για να πάρει το τρίτο φλιτζάνι. Το φλιτζάνι αιωρήθηκε στο δωμάτιο. Η Ντελάνα ξανάοτρεψε πάνω της την προσοχή της με τρόπο που έμοιαζε να ανοίγει τρύπες στο κεφάλι της, ενώ η Τζάνυα έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της, ίσως χωρίς να τη βλέπει καν.

«Σας είπα όσα ξέρω», αναστέναξε η Νυνάβε. «Τα είπα δηλαδή σε άλλες Άες Σεντάι». Κι όντως τα είχε πει. Απ’ όσα ήξερε για τον Ραντ, τίποτα δεν μπορούσε να τον βλάψει —αρκούσε γι’ αυτό η γνώση τού τι ήταν— κι ίσως βοηθούσε αν έκανε τις αδελφές να τον δουν ως άνθρωπο. Όχι ως έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει· απλώς ως άνθρωπο. Δεν ήταν εύκολο να δεις έτσι τον Αναγεννημένο Δράκοντα. «Δεν ξέρω τίποτα περισσότερο».

«Μη μουτρώνεις», την αποπήρε η Ντελάνα. «Και μην παίζεις τα δάχτυλα σου».

Η Νυνάβε άφησε το φλιτζάνι στο δίσκο και σκούπισε τον καρπό στη φούστα της.

«Παιδί μου», είπε η Τζάνυα με φωνή όλο συμπόνια, «ξέρω ότι νομίζεις ότι μας είπες όσα ξέρεις, αλλά η Ντελάνα... Δεν θα σκεφτόμουν ότι θα απέκρυπτες κάτι σκοπίμως—»

«Γιατί όχι;» είπε στριγκά η Ντελάνα. «Γεννήθηκαν στο ίδιο χωριό. Τον είδε να μεγαλώνει. Μπορεί να είναι πιο πιστή σ’ αυτόν παρά στον Λευκό Πύργο». Το κοφτερό βλέμμα ξανάπεσε στη Νυνάβε. «Πες μας κάτι που δεν έχεις πει άλλη φορά. Άκουσα όλες τις ιστορίες σου, κορίτσι μου, και θα καταλάβω».

«Προσπάθησε, παιδί μου. Είμαι σίγουρη ότι δεν θέλεις να θυμώσει η Ντελάνα μαζί σου. Γιατί να—» Η Τζάνυα σταμάτησε ακούγοντας πάλι τον ξερόβηχα.

Η Νυνάβε ευχήθηκε να πίστευαν ότι το φλιτζάνι που έτρεμε στα χέρια της σήμαινε ότι ήταν ταραγμένη. Την είχαν κουβαλήσει εδώ νιώθοντας έντρομη —όχι, όχι έντρομη, αλλά τουλάχιστον ανήσυχη— για το πόσο θυμωμένες θα ήταν μαζί της, και τώρα αυτό. Όταν ήσουν κοντά σε Άες Σεντάι, μάθαινες να ακούς με προσοχή. Μπορεί να μην αντιλαμβανόσουν τι στ’ αλήθεια εννοούσαν, αλλά ήταν πιθανότερο έτσι παρά αν τις άκουγες αφηρημένα, όπως άκουγαν οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν είχαν πει απροκάλυπτα ότι πίστευαν πως απέκρυπτε κάτι.. Απλώς ήθελαν να την τρομάξουν, μήπως τυχόν της ξεγλιστρούσε κάτι άλλο. Δεν ένιωθε φόβο. Ή, μάλλον, ένιωθε φόβο αλλά όχι πολύ. Ήταν έξω φρενών.

«Όταν ήταν μικρό παιδί», είπε με προσοχή, «δεχόταν την τιμωρία αδιαμαρτύρητα όταν πίστευε ότι την άξιζε, αλλά αν δεν το πίστευε, αντιστεκόταν μέχρι τέλους».

Η Ντελάνα ξεφύσηξε. «Αυτό το έχεις πει σε όλους. Κάτι άλλο. Γρήγορα!»

«Μπορείς να τον καθοδηγήσεις ή να τον πείσεις, αλλά δεν δέχεται να τον πιέσεις. Μουλαρώνει όταν του φανεί ότι—»

«Το ίδιο κι αυτό». Με τα χέρια στους φαρδιούς γοφούς της, η Ντελάνα έσκυψε, ώσπου το κεφάλι της βρέθηκε στο ίδιο ύψος με της Νυνάβε. Η Νυνάβε παραλίγο θα ευχόταν να είχε πάλι τη Νίκολα να την κοιτάζει. «Κάτι που να μην έχεις πει σε όλες τις μαγείρισσες και τις πλύστρες του Σαλιντάρ».

«Για προσπάθησε, παιδί μου», είπε η Τζάνυα, και, ω του θαύματος, αρκέστηκε σ’ αυτό.

Άρχισαν να σκάβουν τη μνήμη της, με την Τζάνυα να την παρακινεί με στοργή και την Ντελάνα να την ξεψαχνίζει δίχως έλεος, κι η Νυνάβε έβγαλε στο φως την παραμικρή λεπτομέρεια που μπορούσε να θυμηθεί. Δεν κέρδισε καμία ανάπαυλα έτσι· τις είχε πει και ξαναπεί τόσες φορές, που αναγνώριζε την καθεμιά από τη γεύση της. Όπως είχε την καλοσύνη να επισημάνει η Ντελάνα. Όχι ακριβώς την καλοσύνη. Όταν, επιτέλους, η Νυνάβε μπόρεσε να πιει μια γουλιά τσάι, είχε ξεθυμάνει κι η γλύκα τού προκάλεσε μια αηδιαστική αίσθηση στη γλώσσα της. Μάλλον η Τζάνυα πίστευε στ’ αλήθεια ότι στις κοπέλες άρεσε να βάζουν πολύ μέλι. Το πρωί κύλησε αργά. Πολύ αργά.

«Δεν βγάζουμε άκρη», είπε τελικά η Ντελάνα, αγριοκοιτάζοντας τη Νυνάβε λες και το σφάλμα ήταν όλο δικό της.

«Μπορώ να πηγαίνω τότε;» ρώτησε ξεθεωμένη η Νυνάβε. Κάθε σταγόνα ιδρώτα που έχυνε, ήταν σαν να την είχαν στύψει από μέσα της. Ένιωθε κομμένη. Ήθελε να χαστουκίσει τα δροσερά πρόσωπα των Άες Σεντάι.

Η Ντελάνα κι η Τζάνυα κοιτάχτηκαν. Η Γκρίζα σήκωσε τους ώμους και πήγε στον μπουφέ για να βάλει άλλο ένα φλιτζάνι τσάι. «Φυσικά και μπορείς», είπε η Τζάνυα. «Καταλαβαίνω ότι ήταν δύσκολο για σένα, όμως πρέπει στ’ αλήθεια να μάθουμε τον Ραντ αλ’Θόρ καλύτερα απ’ όσο ξέρει ο ίδιος τον εαυτό του, για να αποφασίσουμε τι είναι το καλύτερο. Αλλιώς, ίσως τα πάντα καταλήξουν στον όλεθρο. Μα ναι, ναι. Μια χαρά τα πήγες, παιδί μου. Αλλά βέβαια δεν περίμενα κάτι λιγότερο από σένα. Όποιος μπορεί να κάνει τις ανακαλύψεις που έκανες εσύ, με το μειονέκτημα που έχεις... Δεν περιμένω από σένα κάτι λιγότερο από το να αριστεύεις. Και να σκεφτείς ότι...»

Έκανε αρκετή ώρα μέχρι να τα πει και να αφήσει τη Νυνάβε να βγει έξω τρεκλίζοντας. Κι όντως τρέκλιζε, με γόνατα που δεν την κρατούσαν. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτήν. Φυσικό ήταν. Έπρεπε να είχε ακούσει την Ηλαίην και να άφηνε σε κείνη αυτές τις λεγόμενες ανακαλύψεις. Η Μογκέντιεν είχε δίκιο. Κάποια στιγμή θα έψαχναν να βρουν πώς το έκανε. Έπρεπε, λοιπόν, να αποφασίσουν οι Άες Σεντάι τι ήταν καλύτερο να κάνουν για να αποφύγουν την καταστροφή. Αυτό δεν της αποκάλυπτε το παραμικρό για τις προθέσεις τους απέναντι στον Ραντ.

Έριξε μια ματιά στον ήλιο που βρισκόταν σχεδόν στο ζενίθ και κατάλαβε ότι είχε καθυστερήσει στη συνάντηση της με την Τέοντριν. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είχε μια καλή δικαιολογία.

Το σπίτι της Τέοντριν —όπου έμενε μαζί με άλλες είκοσι τέσσερις γυναίκες— ήταν πέρα από το Μικρό Πύργο. Η Νυνάβε βράδυνε το βήμα όταν έφτασε κοντά στο πρώην πανδοχείο. Το κοπάδι των Προμάχων στην πρόσοψή του κοντά στον Γκάρεθ Μπράυν έδειχνε ότι μέσα η συνάντηση συνεχιζόταν. Με τα υπολείμματα του θυμού μέσα της μπόρεσε να δει το ξόρκι φύλαξης, έναν κλειστό, επίπεδο θόλο κυρίως από Φωτιά κι Αέρα με ίχνη Νερού, που τρεμόπαιζε στο βλέμμα της γύρω από ολόκληρο το κτήριο, με έναν κόμπο που το συγκρατούσε προκλητικά. Αν άγγιζε τον κόμπο, θα ήταν σαν να επεδίωκε να τιμωρηθεί· υπήρχαν αρκετές Άες Σεντάι στον πολυάνθρωπο δρόμο. Πού και πού, κάποιοι Πρόμαχοι διέσχιζαν το θόλο που τρεμόπαιζε, ο οποίος τούς ήταν αόρατος, καθώς οι ομάδες τους διαλύονταν και ξανασχηματίζονταν. Ήταν το ίδιο ξόρκι φύλαξης που δεν είχε καταφέρει να διαπεράσει η Ηλαίην. Μια ασπίδα κατά του κρυφακούσματος. Για να μην κρυφακούσεις με τη χρήση Δύναμης.

Το σπίτι της Τέοντριν ήταν εκατό περίπου βήματα πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, όμως η Νυνάβε έστριψε σε μια αυλή πίσω από ένα σπίτι με καλαμένια σκεπή, δυο βήματα μετά το αλλοτινό πανδοχείο. Ένας ετοιμόρροπος ξύλινος φράχτης αγκάλιαζε τη γωνιά της γης με τα μαραμένα χορτάρια πίσω από το σπίτι, είχε όμως πόρτα, η οποία κρεμόταν από έναν κατασκουριασμένο μεντεσέ. Ο μεντεσές στρίγκλισε θανατερά όταν η Νυνάβε άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε βιαστικά ολόγυρά της —δεν υπήρχε κανείς στα παράθυρα· δεν την έβλεπε κανείς από το δρόμο— και, μαζεύοντας τα φουστάνια της, μπήκε στο στενό σοκάκι που κατέληγε δίπλα στο δωμάτιο το οποίο μοιραζόταν με την Ηλαίην.

Για μια στιγμή δίστασε, καθώς σκούπιζε τις ιδρωμένες παλάμες στο φόρεμά της και θυμόταν τι είχε πει η Μπιργκίτε. Ήξερε ότι κατά βάθος ήταν δειλή, όσο κι αν μισούσε τον εαυτό της γι’ αυτό. Κάποτε νόμιζε ότι ήταν ηρωίδα. Όχι ηρωίδα σαν τη Μπιργκίτε, αλλά πάντως αρκετά γενναία. Ο κόσμος της είχε δείξει το σφάλμα της. Και μόνο στη σκέψη του τι θα της έκαναν οι αδελφές αν την έπιαναν, της ερχόταν να γυρίσει και να πάει τρεχάλα στην Τέοντριν. Ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να βρει παράθυρο στο δωμάτιο όπου ήταν οι Καθήμενες. Απειροελάχιστες.

Προσπάθησε να φέρει λίγη υγρασία στο στόμα της —πώς ήταν δυνατόν να έχει τόσο ξερό στόμα τη στιγμή που η υπόλοιπη είχε μουλιάσει;— και πλησίασε με προσοχή. Κάποια μέρα θα ήθελε να καταλάβει πώς ήταν να νιώθεις γενναία, σαν τη Μπιργκίτε και την Ηλαίην, αντί να είναι δειλή.

Το ξόρκι φύλαξης δεν προκάλεσε καμία αίσθηση στο κορμί της όταν πέρασε από μέσα του. Δεν το ένιωσε καθόλου. Ήξερε ότι δεν θα το ένιωθε. Δεν θα συνέβαινε τίποτα αν το άγγιζε, αλλά πάντως κόλλησε το κορμί της στον τραχύ, πέτρινο τοίχο. Τα αναρριχητικά που κρέμονταν από τις σχισμάδες του χάιδεψαν το πρόσωπό της.

Προχώρησε έτσι ακολουθώντας τον τοίχο προς το κοντινότερο παράθυρο — και παραλίγο θα γυρνούσε επιτόπου να το σκάσει. Ήταν κλεισμένο, το τζάμι έλειπε και στη θέση του είχαν βάλει ένα λαδωμένο πανί, το οποίο μπορεί να άφηνε φως να περνά αλλά δεν της επέτρεπε να δει τίποτα. Ούτε και να ακούσει τίποτα· πάντως, δεν ακουγόταν τίποτα, ακόμα κι αν ήταν κανείς από την άλλη μεριά. Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε τοίχο-τοίχο στο διπλανό παράθυρο. Κι εκεί το ένα παραθυρόφυλλο είχε αντικατασταθεί από πανί, όμως το άλλο έδειχνε ένα ετοιμόρροπο τραπεζάκι που κάποτε ήταν στολισμένο με σμιλέματα, φορτωμένο χαρτιά και μελανοδοχεία, με μερικές καρέκλες πλάι του, ενώ το δωμάτιο κατά τα άλλα ήταν άδειο.

Μουρμουρίζοντας μια βλαστήμια που είχε ακούσει από την Ηλαίην —αυτή η κοπέλα είχε αξιοσημείωτο απόθεμα για ώρα ανάγκης— προχώρησε ψηλαφητά ακολουθώντας την τραχιά πέτρα. Το τρίτο παράθυρο ήταν ανοιχτό προς τα έξω. Πλησίασε το κεφάλι κοντύτερα. Και τινάχτηκε πίσω. Δεν πίστευε ότι θα έβρισκε στ’ αλήθεια κάτι, όμως να που ήταν εκεί η Τάρνα. Όχι μαζί με τις Καθήμενες, αλλά με τη Σέριαμ και τη Μυρέλ και τη συνηθισμένη παρέα τους. Η Νυνάβε θα είχε ακούσει τα μουρμουρητά τους πριν κοιτάξει, αν δεν βροντοχτυπούσε τόσο η καρδιά της.

Γονάτισε και πλησίασε το πλαίσιο του παραθύρου όσο μπορούσε χωρίς να φαίνεται από εκείνες που ήταν μέσα. Το κάτω μέρος του παραθυρόφυλλου άγγιξε το κεφάλι της.

«...σίγουρες ότι αυτό το μήνυμα θέλετε να μεταφέρω;» Η ατσάλινη φωνή πρέπει να ήταν της Τάρνα. «Ζητάτε κι άλλο χρόνο για να το συλλογιστείτε; Τι να συλλογιστεί κανείς;»

«Η Αίθουσα—» άρχισε να λέει η Σέριαμ.

«Η Αίθουσα», χλεύασε η απεσταλμένη του Πύργου. «Μη με περνάτε για τυφλή που δεν βλέπει σε ποια χέρια είναι η εξουσία. Η περιβόητη Αίθουσα θα σκεφτεί ό,τι της πείτε εσείς οι έξι να σκεφτεί».

«Η Αίθουσα ζήτησε κι άλλο χρόνο», είπε σταθερά η Μπεόνιν. «Ποιος ξέρει τι απόφαση θα πάρει;»

«Η Ελάιντα θα πρέπει να περιμένει την απόφασή της», είπε η Μόρβριν, μιμούμενη αρκετά καλά τον παγερό τόνο της Τάρνα. «Δεν μπορεί να περιμένει λίγο καιρό ακόμα για να δει τον Πύργο πάλι ενωμένο;»

Η απάντηση της Τάρνα, όμως, ήταν ακόμα πιο ψυχρή. «Θα μεταφέρω στην Άμερλιν το μήνυμά σας... δηλαδή το μήνυμα της Αίθουσας. Για να δούμε τι θα πει». Μια πόρτα άνοιξε και έκλεισε με έναν οξύ κρότο.

Της Νυνάβε της ήρθε να ουρλιάξει από τη σύγχυση. Τώρα ήξερε την απάντηση, αλλά όχι την ερώτηση. Μακάρι να την είχαν αφήσει να φύγει λιγάκι νωρίτερα η Τζάνυα κι η Ντελάνα. Πάντως ήταν προτιμότερο από το τίποτα. Προτιμότερο από το «Θα επιστρέψουμε και θα υπακούμε στην Ελάιντα». Δεν υπήρχε λόγος να μείνει κι άλλο εκεί, αφού μπορεί να κοίταζε καμία έξω και να την έβλεπε.

Έκανε να απομακρυνθεί και τότε η Μυρέλ είπε, «Ίσως θα έπρεπε απλώς να στείλουμε ένα μήνυμα. Ίσως θα έπρεπε να την καλέσουμε χωρίς πολλά-πολλά». Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και σταμάτησε εκεί που ήταν. Ποια;

Η Μπεόνιν με σταθερή φωνή ακριβώς μόλις σταμάτησε να μιλά η άλλη. «Πρέπει να τηρήσουμε στο έπακρο το γράμμα του νόμου. Το παραμικρό στραβοπάτημα αν κάνουμε, θα χρησιμοποιηθεί εναντίον μας».

«Κι αν έχουμε κάνει λάθος;» Η Καρλίνυα φαινόταν αναστατωμένη, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της. «Πόσο να περιμένουμε; Πόσο τολμάμε να περιμένουμε;»

«Όσο χρειαστεί», είπε η Μόρβριν.

«Όσο πρέπει». Αυτό το είπε η Μπεόνιν. «Δεν περίμενα τόσον καιρό το πειθήνιο παιδί μόνο και μόνο για να εγκαταλείψουμε τώρα όλα μας τα σχέδια».

Για κάποιο λόγο επικράτησε σιωπή, αν και της Νυνάβε της φάνηκε ότι άκουσε κάποια να μουρμουρίζει ξανά τη λέξη «πειθήνιο», σαν να την εξέταζε. Ποιο παιδί; Κάποια μαθητευόμενη ή Αποδεχθείσα; Δεν έβγαινε νόημα. Οι Καθήμενες ποτέ δεν περίμεναν τις μαθητευόμενες ή τις Αποδεχθείσες.

«Τόσο που προχωρήσαμε, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, Καρλίνυα», είπε τελικά η Σέριαμ. «Ή θα τη φέρουμε εδώ για να κάνει αυτό που πρέπει, ή θα τα αφήσουμε όλα στην Αίθουσα κι ας ελπίσουμε να μην μας οδηγήσει στην καταστροφή». Από τον τόνο της, φαινόταν να θεωρεί απίθανο το τελευταίο.

«Ένα στραβοπάτημα», είπε ψυχρά η Καρλίνυα, πιο ψυχρά απ’ όσο συνήθως, «και θα τελειώσουν όλα με τα κεφάλια μας κομμένα και καρφωμένα σε πασσάλους».

«Μα ποιος θα τα βάλει εκεί;» ρώτησε η Ανάγια σκεπτικά. «Η Ελάιντα, η Αίθουσα ή ο Ραντ αλ’Θόρ;»

Η σιωπή τράβηξε πολύ, οι φούστες θρόισαν, κι η πόρτα ανοιγόκλεισε ξανά.

Η Νυνάβε ρίσκαρε να ρίξει μια ματιά. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Αφησε έναν ήχο ενόχλησης. Δεν ήταν μεγάλη παρηγοριά το ότι είχαν αποφασίσει να τηρήσουν στάση αναμονής· η τελική απάντηση μπορεί να ήταν οτιδήποτε. Το σχόλιο της Ανάγια έδειχνε ότι ακόμα έδειχναν την ίδια επιφυλακτικότητα για τον Ραντ όσο και για την Ελάιντα. Και ποιο ήταν το «πειθήνιο παιδί»; Όχι, αυτό δεν είχε σημασία. Μπορεί να είχαν πενήντα σχέδια σε εξέλιξη, για τα οποία η Νυνάβε δεν είχε ιδέα.

Το ξόρκι φύλαξης έσβησε κι η Νυνάβε τινάχτηκε. Ήταν ώρα να φεύγει από κει. Στάθηκε στα πόδια της, ξεσκονίστηκε δυνατά καθώς απομακρυνόταν από τον τοίχο. Ένα βήμα μόνο μπόρεσε να κάνει. Σταμάτησε, σκυμμένη με το χέρι στα λερωμένα σημεία του φορέματός της, κοιτώντας την Τέοντριν.

Η ροδομάγουλη Ντομανή την κοίταξε κατάματα, χωρίς να πει λέξη.

Η Νυνάβε συλλογίστηκε κι απέρριψε τον ανόητο ισχυρισμό ότι έψαχνε κάτι που της είχε πέσει. Αντί γι’ αυτό, ίσιωσε το κορμί της κι απομακρύνθηκε αργά προσπερνώντας την άλλη γυναίκα σαν να μην υπήρχε τίποτα που να απαιτεί εξήγηση. Η Τέοντριν ήρθε δίπλα της και την ακολούθησε σιωπηλά, με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση της. Η Νυνάβε σκέφτηκε τι μπορούσε να κάνει. Μπορούσε να βαρέσει την Τέοντριν στο κεφάλι και να το βάλει στα πόδια. Μπορούσε να πέσει στα γόνατα και να ικετέψει. Κι οι δύο ιδέες είχαν αρκετά τρωτά σημεία σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης της, αλλά δεν της ερχόταν τίποτα ενδιάμεσο.

«Είσαι ψύχραιμη;» ρώτησε η Τέοντριν, κοιτώντας ίσια μπροστά.

Η Νυνάβε τινάχτηκε. Αυτές ήταν οι οδηγίες που της είχε δώσει η Τέοντριν μετά την χθεσινή απόπειρα να σπάσει το φραγμό της. Να είσαι ψύχραιμη, πολύ ψύχραιμη· να κάνεις μόνο ήρεμες, συγκροτημένες σκέψεις. «Φυσικά», είπε, γελώντας αδύναμα. «Υπάρχει λόγος να ταραχτώ;»

«Ωραία», είπε ατάραχα η Τέοντριν. «Σήμερα θέλω να δοκιμάσουμε κάτι πιο... άμεσο».

Η Νυνάβε την κοίταξε. Καμία ερώτηση; Καμία κατηγορία; Έτσι όπως πήγαινε η μέρα της, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την είχε γλιτώσει τόσο φτηνά.

Δεν κοίταξε το πέτρινο κτήριο πίσω της, κι έτσι δεν είδε τη γυναίκα που κοίταζε τις δυο τους από ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου.

Загрузка...