20 Από το Στέντιγκ

Ο Ραντ μόλις είχε αρχίσει να γεμίζει με ταμπάκ την κοντή πίπα του, όταν η Λία έχωσε το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας. Πριν προλάβει να μιλήσει, ένας λαχανιασμένος στρογγυλοπρόσωπος υπηρέτης με ερυθρόλευκη λιβρέα την προσπέρασε κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στον Ραντ, που τον κοίταζε έκπληκτος.

«Άρχοντα Δράκοντα», του είπε γοργά μ’ ένα ξέπνοο σκούξιμο. «Ήρθαν Ογκιρανοί στο Παλάτι. Τρεις ολόκληροι Ογκιρανοί! Τους βγάλαμε κρασί και τους προσφέραμε κι άλλα πράγματα, μα αυτοί το μόνο που επιμένουν είναι να δουν τον Άρχοντα Δράκοντα».

Ο Ραντ μαλάκωσε τη φωνή του· δεν ήθελε να τον τρομάξει. «Πόσον καιρό είσαι στο Παλάτι...;» Η λιβρέα ταίριαζε πάνω στον άνδρα, και δεν ήταν κανένας νεαρός. «Φοβάμαι πως δεν ξέρω το όνομά σου».

Ο άλλος που γονάτιζε τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. «Το όνομά μου; Μπάρι, Άρχοντα Δράκοντα. Ε, θα κλείσω τα είκοσι δυο, Άρχοντα Δράκοντα, αυτή τη Νύχτα του Χειμώνα. Οι Ογκιρανοί, Άρχοντα Δράκοντα;»

Ο Ραντ δυο φορές είχε επισκεφθεί στέντιγκ Ογκιρανών, αλλά δεν ήξερε ποια ήταν η αρμόζουσα εθιμοτυπία. Οι Ογκιρανοί είχαν κατασκευάσει τις περισσότερες μεγάλες πόλεις, τα αρχαιότερα τμήματά τους, κι ακόμα ξεμυτιζαν αραιά και που για να κάνουν επισκευές· αμφέβαλλε, όμως, αν ο Μπάρι θα έδειχνε τόση έξαψη για κάποιον κατώτερο από βασιλιά ή Άες Σεντάι. Ίσως ούτε και γι’ αυτούς. Ξανάχωσε την πίπα και την ταμπακοσακούλα στο πουγκί του. «Πήγαινε με σ’ αυτούς».

Ο Μπάρι πετάχτηκε όρθιος, σχεδόν αναπήδησε στις μύτες των ποδιών του. Ο Ραντ υποπτεύθηκε πως είχε κάνει τη σωστή εκλογή· ο υπηρέτης δεν φαινόταν ξαφνιασμένος που ο Άρχοντας Δράκοντας πήγαινε στους Ογκιρανούς αντί να πει να παρουσιαστούν μπροστά του. Άφησε πίσω το σπαθί και το σκήπτρο· τίποτα από τα δύο δεν θα εντυπωσίαζε τους Ογκιρανούς. Μαζί του πήγαν φυσικά η Λία κι ο Κάσιν, κι ήταν φανερό ότι ο Μπάρι θα είχε πάει τρεχάτος, αν δεν χρειαζόταν να ακολουθεί το βήμα του Ραντ.

Οι Ογκιρανοί περίμεναν σε μια αυλή με ένα σιντριβάνι, που η δεξαμενή του ήταν γεμάτη νούφαρα, κοκκινόψαρα και χρυσόψαρα· ήταν ένας ασπρομάλλης άνδρας με μακρύ σακάκι που φάρδαινε στις ψηλές μπότες που είχαν το πάνω μέρος τους γυρισμένο προς τα κάτω, και δύο γυναίκες, η μια ολοφάνερα νεότερη από την άλλη, με φουστάνια γεμάτα κεντημένα κλήματα και φύλλα, που της μεγαλύτερης ήταν πολύ πιο περίτεχνα από της νεότερης. Κρατούσαν χρυσά ποτήρια φτιαγμένα για ανθρώπους, που έμοιαζαν μικροσκοπικά στα χέρια τους. Αρκετά δένδρα διατηρούσαν εν μέρει το φύλλωμά τους και το Παλάτι έριχνε τη σκιά του. Οι Ογκιρανοί δεν ήταν μόνοι· όταν εμφανίστηκε ο Ραντ, η Σούλιν και τρεις ντουζίνες Κόρες είχαν στριμωχτεί γύρω τους, κι επίσης ο Ούριεν μαζί με πενήντα περίπου Αελίτες. Όλοι οι Αελίτες έμειναν αξιοπρεπώς σιωπηλοί όταν είδαν τον Ραντ.

Ο Ογκιρανός είπε, «Το όνομά σου τραγουδά στ’ αυτιά μου, Ραντ αλ’Θόρ», με φωνή σαν μπουμπούνισμα κεραυνού, κι έκανε με σοβαρότητα τις συστάσεις. Αυτός ήταν ο Χάμαν, γιος του Νταλ, του γιου του Μόρελ. Η μεγαλύτερη γυναίκα ήταν η Κόβριλ, κόρη της Έλα, της κόρης της Σουνγκ, κι η μικρότερη ήταν η Έριθ, κόρη της Ίβα, της κόρης της Άλαρ. Ο Ραντ θυμόταν που είχε ξαναδεί κάποτε την Έριθ, στο Στέντιγκ Τσόφου, το οποίο απείχε δυο μέρες σκληρού ταξιδιού με άλογα από την Καιρχίν. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι γύρευε η Ογκιρανή στο Κάεμλυν.

Οι Ογκιρανοί έκαναν τους Αελίτες να δείχνουν μικροί· έκαναν την ίδια την αυλή να δείχνει μικρή. Ο Χάμαν είχε μιάμιση φορά το μπόι του Ραντ και το ανάλογο πλάτος. Η Κόβριλ ήταν κοντύτερη του Χάμαν κατά λιγότερο από ένα —Ογκιρανό— κεφάλι· ακόμα κι η Έριθ ξεπερνούσε τον Ραντ σχεδόν σαράντα πόντους. Αλλά αυτές ήταν οι πιο μικρές διαφορές μεταξύ Ογκιρανών κι ανθρώπων. Τα μάτια του Χάμαν ήταν μεγάλα και στρογγυλά σαν φλιτζάνια του τσαγιού, η πλατιά του μύτη κάλυπτε σχεδόν όλο το πρόσωπό του και τα αυτιά του στέκονταν ορθά μέσα από τα μαλλιά του, με άσπρες φούντες στις κορυφές. Διατηρούσε μακρύ, κρεμαστό, λευκό μουστάκι και στενό γενάκι κάτω από το σαγόνι του, και τα φρύδια του κρέμονταν χαμηλά ως τα μάγουλά του. Ο Ραντ δεν μπορούσε να πει πώς ακριβώς διέφεραν απ’ αυτόν στο πρόσωπο η Κόβριλ κι η Έριθ —δεν είχαν γένια και μουστάκια, φυσικά, και τα φρύδια τους δεν ήταν τόσο μακριά, ούτε τόσο χοντρά— όμως με κάποιον τρόπο έμοιαζαν πιο ντελικάτες. Αν και τώρα το πρόσωπο της Κόβριλ έδειχνε πιο αυστηρό —για κάποιο λόγο, του φαινόταν γνωστή — κι η Έριθ έδειχνε ανήσυχη, με τα αυτιά γερμένα.

«Με συγχωρείτε μια στιγμή», τους είπε ο Ραντ.

Η Σούλιν δεν τον άφησε να βγάλει άλλη λέξη. «Ήρθαμε να μιλήσουμε με τους Δενδραδελφούς, Ραντ αλ’Θόρ», είπε σταθερά. «Πρέπει να ξέρεις ότι οι Αελίτες εδώ και καιρό είναι νεροσύντροφοι με τους Δενδραδελφούς. Συχνά πάμε για εμπόριο στα στέντιγκ τους».

«Αυτό είναι αλήθεια», μουρμούρισε ο Χάμαν. Για τους Ογκιρανούς ήταν μουρμουρητό. Ακούστηκε σαν να είχε γίνει κατολίσθηση κάπου κοντά.

«Είμαι βέβαιος ότι οι άλλοι ήρθαν να μιλήσουν», είπε ο Ραντ στη Σούλιν. Σήμερα το πρωί μπορούσε να ξεχωρίσει με το βλέμμα όσους ήταν μέλη της φρουράς της· η Τζαλάνι έγινε κατακόκκινη. Αντιθέτως, με εξαίρεση τον Ούριεν, βρισκόταν εκεί μόνο τρία ή τέσσερα άτομα από τις Κόκκινες Ασπίδες του πρωινού. «Δεν θέλω να σκεφτώ ότι πρέπει να ζητήσω από την Ενάιλα ή τη Σομάρα να σε αναλάβουν». Το ηλιοψημένο πρόσωπο της Σούλιν σκοτείνιασε από αγανάκτηση, κάνοντας να φανεί πιο έντονα η ουλή που είχε αποκτήσει ακολουθώντας τον. «Θα ήθελα να τους μιλήσω μόνος μου. Μόνος», τόνισε, κοιτώντας τη Λία και τον Κάσιν. «Εκτός αν πιστεύεις ότι χρειάζομαι προστασία απ’ αυτούς;» Αν μη τι άλλο, αυτό την έθιξε ακόμα περισσότερο, και μάζεψε τις Κόρες με γοργά ξεσπάσματα χειρομιλίας που αν κάποιος δεν ήταν Αελίτης, θα τα χαρακτήριζε θυμωμένα. Κάποιοι Αελίτες γελούσαν καθώς έφευγαν· ο Ραντ σκέφτηκε πως πρέπει να είχε πει κάτι αστείο.

Καθώς οι άλλοι έφευγαν, ο Χάμαν χάιδεψε τη μακριά γενειάδα του. «Οι άνθρωποι δεν μας θεωρούσαν πάντα ακίνδυνους, ξέρεις. Ουμ. Ουμ». Ο ήχος αναπόλησης έμοιαζε με βουή πελώριας μέλισσας. «Το λέει στα παλιά αρχεία. Πολύ παλιά. Μόνο αποσπάσματα έχουν μείνει, για την ακρίβεια, αλλά χρονολογούνται λίγο μετά το—»

«Πρεσβύτερε Χάμαν», είπε όλο ευγένεια η Κόβριλ, «μήπως θα μπορούσαμε να περιοριστούμε στο συγκεκριμένο ζήτημα;» Αυτή η μέλισσα άφηνε πιο ψιλό βουητό.

Πρεσβύτερος Χάμαν. Πού το είχε ξανακούσει αυτό ο Ραντ; Κάθε στέντιγκ είχε δικό του Συμβούλιο των Πρεσβύτερων.

Ο Χάμαν αναστέναξε βαριά. «Πολύ καλά, Κόβριλ, μα δείχνεις αχαρακτήριστη βιασύνη. Καλά-καλά δεν μας άφησες να πλυθούμε πριν έρθουμε εδώ. Θα ορκιζόμουν ότι όπου να ’ναι θα χοροπηδάς σαν...» Τα μεγάλα μάτια του πετάχτηκαν προς τον Ραντ κι έκρυψε το βήχα του με ένα χέρι σαν μεγάλο χοιρομέρι. Οι Ογκιρανοί θεωρούσαν τους ανθρώπους φουριόζους, ότι προσπαθούσαν να κάνουν τώρα κάτι που αποκλείεται να είχε σημασία πριν από το αύριο. Ή πριν από τον επόμενο χρόνο· οι Ογκιρανοί έβλεπαν τα πράγματα μακροπρόθεσμα. Επίσης, θεωρούσαν προσβλητικό να θυμίζουν στους ανθρώπους πώς χοροπηδούσαν. «Ήταν κουραστικό αυτό το ταξίδι Έξω», συνέχισε ο Χάμαν, εξηγώντας στον Ραντ, «κι όχι μόνο επειδή ανακαλύψαμε το Σάιντο Άελ να πολιορκεί την Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν —κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο— κι ότι ήσουν πράγματι εδώ, αλλά μετά έφυγες πριν προλάβουμε να σου μιλήσουμε, και... Δεν μπορώ να μη νιώσω πως ήμασταν παράτολμοι. Όχι. Όχι, μίλησε εσύ, Κόβριλ. Για σένα άφησα τις σπουδές μου και τη διδασκαλία μου, για να γυρίζω και να τρέχω στον κόσμο. Στις τάξεις μου οι μαθητές θα έχουν ξεσαλώσει». Ο Ραντ παραλίγο θα χαμογελούσε· με τον τρόπο που έκαναν φυσιολογικά τα πάντα οι Ογκιρανοί, οι τάξεις του Χάμαν θα χρειάζονταν μισό χρόνο μέχρι να αποφασίσουν πως είχε φύγει στ’ αλήθεια, κι άλλον ένα για να συζητήσουν τι θα έκαναν γι’ αυτό.

«Μια μητέρα έχει δικαίωμα να νιώθει αγωνία», είπε η Κόβριλ, με τα φουντωτά αυτιά της να τρέμουν. Έμοιαζε να παλεύουν μέσα της ο σεβασμός για έναν Πρεσβύτερο και μια κάθε άλλο παρά Ογκιρανή ανυπομονησία. Όταν στράφηκε προς τον Ραντ, όρθωσε το κορμί της, με τα αυτιά της ολόισια και το σαγόνι τεταμένο. «Τι έκανες με το γιο μου;»

Ο Ραντ άφησε μια κοφτή ανάσα. «Το γιο σου;» «Τον Λόιαλ!» Του έριξε ένα βλέμμα σαν να ήταν τρελός. Η Έριθ τον κοίταζε με αδημονία, σφίγγοντας τα χέρια στο στήθος της. «Είπες στην Πρεσβύτερη των Πρεσβυτέρων του Στέντιγκ Τσόφου ότι θα τον προσέχεις», συνέχισε ακάθεκτη η Κόβριλ. «Μου είπαν ότι έτσι είπες. Δεν ονομαζόσουν τότε Δράκοντας, μα ήσουν εσύ. Αυτός δεν ήταν, Έριθ; Τον Ραντ αλ’Θόρ δεν είπε η Άλαρ;» Δεν έδωσε χρόνο στη νεότερη γυναίκα για κάτι παραπάνω από ένα νεύμα. Καθώς μιλούσε με όλο και πιο γοργή φωνή, κάτι οδυνηρό φάνηκε να καταλαμβάνει τον Χάμαν. «Ο Λόιάλ μου παραείναι μικρός για να βρίσκεται Έξω, παραείναι μικρός για να τρέχει πέρα-δώθε στον κόσμο, κάνοντας τα πράγματα που σίγουρα τον έχεις βάλει να κάνει. Η Πρεσβύτερη Άλαρ μου τα είπε όλα για σένα. Τι σχέση έχει ο Λόιάλ μου με Οδούς και Τρόλοκ και το Κέρας του Βαλίρ; Δώσε τον μου τώρα αμέσως, σε παρακαλώ, για να φροντίσω να παντρευτεί κατά τα πρέποντα την Έριθ. Αυτή θα απαλύνει τη φαγούρα των ποδιών του».

«Είναι πολύ ωραίος», μουρμούρισε ντροπαλά η Έριθ, ενώ τα αυτιά της τρεμούλιαζαν τόσο έντονα από αμηχανία, που οι σκοτεινές τούφες έμοιαζαν με άμορφες θολούρες. «Και νομίζω πως είναι επίσης πολύ γενναίος».

Ο Ραντ χρειάστηκε μια στιγμή για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Όταν ένας Ογκιρανός μιλούσε αποφασιστικά, ο ήχος θύμιζε βουνό που γκρεμιζόταν. Ένας Ογκιρανός που μιλούσε κι αποφασιστικά και γοργά...

Από τη ματιά των Ογκιρανών, ο Λόιαλ παραήταν νέος για να φύγει μόνος από το στέντιγκ, έχοντας μόλις περάσει τα ενενήντα. Οι Ογκιρανοί ήταν εξαιρετικά μακρόβιοι. Από την πρώτη μέρα που τον είχε συναντήσει ο Ραντ, γεμάτον ανυπομονησία να γνωρίσει τον κόσμο, ο Λόιαλ ανησυχούσε για το τι θα γινόταν όταν οι Πρεσβύτεροι καταλάβαιναν ότι το είχε σκάσει. Πάνω απ’ όλα, ανησυχούσε μήπως ερχόταν να τον βρει η μητέρα του με μια μέλλουσα νύφη στο κατόπι της. Είχε πει ότι στους Ογκιρανούς ο άνδρας δεν είχε λόγο σ’ αυτό το θέμα, κι η γυναίκα ελάχιστο· όλα τα κανόνιζαν οι δύο μητέρες. Δεν ήταν διόλου απίθανο να βρεις πως είχες αρραβωνιαστεί μια γυναίκα την οποία δεν είχες συναντήσει ποτέ πριν σου συστήσει η μητέρα σου την επίδοξη νύφη και την πεθερά σου.

Ο Λόιαλ πίστευε ότι ο γάμος θα σήμαινε γι’ αυτόν το τέλος όλων, οπωσδήποτε το τέλος της επιθυμίας του να δει τον κόσμο· είτε ήταν αυτό αλήθεια είτε όχι, ο Ραντ δεν μπορούσε να παραδώσει τον φίλο του σ’ αυτό που φοβόταν. Ήταν έτοιμος να πει ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Λόιαλ και να τους προτείνει να επιστρέψουν στο στέντιγκ και να περιμένουν το γυρισμό του — είχε ανοίξει το στόμα για να το πει, όταν κάτι του πέρασε από το νου. Ντράπηκε που δεν θυμόταν κάτι τόσο σημαντικό· σημαντικό για τον Λόιαλ. «Πόσον καιρό λείπει από το στέντιγκ;»

«Πολύ καιρό», μπουμπούνισε ο Χάμαν, σαν αγκωνάρια που κατρακυλούσαν στη λοφοπλαγιά. «Το αγόρι ποτέ δεν ήθελε να σοβαρευτεί. Όλο έλεγε ότι θα έβλεπε το Έξω, λες κιέχει αλλάξει τίποτα από τα βιβλία τα οποία θα έπρεπε να μελετά. Ουμ. Ουμ. Είναι πραγματική αλλαγή, αν οι άνθρωποι αλλάξουν τις γραμμές σε ένα χάρτη; Η γη είναι ακόμα—»

«Βρίσκεται πολύ καιρό Έξω», παρενέβη η μητέρα του Λόιαλ, με φωνή σκληρή σαν πάσσαλος που μπηγόταν σε μαλακό πηλό. Ο Χάμαν την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, κι εκείνη μπόρεσε να του ανταποδώσει εξίσου αποφασισμένα το βλέμμα παρ’ όλο που τα αυτιά της έτρεμαν από ντροπή.

«Π-πάνω από πέντε χρόνια», είπε η Έριθ. Για μια στιγμή τα αυτιά της έπεσαν και μετά τινάχτηκαν ψηλά και γύρισαν πεισματικά προς τα πίσω. Μιμούμενη πολύ καλά την Κόβριλ, είπε, «Θέλω να γίνει ο σύζυγος μου. Το ήξερα από τότε που τον πρωτοείδα. Δεν θα τον αφήσω να πεθάνει. Τουλάχιστον όχι από τη βλακεία του».

Ο Ραντ κι ο Λόιαλ είχαν μιλήσει για πολλά πράγματα, κι ένα απ’ αυτά ήταν ο Νόστος, παρ’ όλο που του Λόιαλ δεν του άρεσε να μιλά γι’ αυτό. Όταν το Τσάκισμα του Κόσμου έδιωξε τους ανθρώπους και τους έβαλε να ψάχνουν ασφαλή μέρη, έδιωξε επίσης και τους Ογκιρανούς από τα στέντιγκ. Χρόνια και χρόνια οι άνθρωποι περιπλανούνταν σε έναν κόσμο που άλλαζε μερικές φορές καθημερινά, κυνηγώντας εκείνη την ασφάλεια, κι οι Ογκιρανοί περιπλανούνταν αναζητώντας τα στέντιγκ που είχαν χαθεί στην ασταθή γη. Τότε τους είχε καταλάβει ο Νόστος. Ο Ογκιρανός που ήταν μακριά από το στέντιγκ ήθελε να επιστρέψει. Ο Ογκιρανός που έλειπε καιρό από το στέντιγκ έπρεπε να επιστρέψει. Ο Ογκιρανός που έλειπε πολύ καιρό από το στέντιγκ πέθαινε.

«Μου είπε για έναν Ογκιρανό που έμεινε περισσότερο καιρό εκτός», είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ. «Δέκα χρόνια, τόσο νομίζω είπε».

Ο Χάμαν είχε αρχίσει να κουνά το ογκώδες κεφάλι του πριν τελειώσει τα λόγια του ο Ραντ. «Δεν γίνεται. Απ’ όσο ξέρω, πέντε ως τώρα έμειναν τόσο καιρό έξω κι επέζησαν για να επιστρέψουν στο στέντιγκ, και νομίζω ότι θα το ήξερα αν υπήρχαν κι άλλοι. Αυτή την τρέλα θα την είχαμε γράψει στα βιβλία και θα τη συζητούσαμε. Τρεις από κείνους πέθαναν ένα χρόνο μετά την επιστροφή τους στο σπίτι, ο τέταρτος έμεινε παράλυτος για όλη του τη ζωή, κι η πέμπτη δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση και χρειαζόταν μπαστούνι για να βαδίζει. Αν και συνέχισε να γράφει. Ουμ. Ουμ. Η Ντάλαρ είχε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα να πει σχετικά με—» Αυτή τη φορά, όταν η Κόβριλ άνοιξε το στόμα, αυτός γύρισε απότομα το κεφάλι· την κοίταξε, με τα μακριά φρύδια του να ανηφορίζουν, κι εκείνη έσιαξε τα φουστάνια της νευρικά. Αλλά του ανταπέδωσε το βλέμμα. «Το ξέρω, πέντε χρόνια είναι μικρό διάστημα», είπε ο Χάμαν στον Ραντ, ενώ κοίταζε αυστηρά την Κόβριλ με την άκρη του ματιού του, «αλλά τώρα είμαστε δεμένοι με τα στέντιγκ. Δεν ακούσαμε τίποτα στην πόλη που να δείχνει ότι ο Λόιαλ είναι εδώ —κι από την έξαψη που προκαλέσαμε εμείς οι ίδιοι, νομίζω ότι κάτι θα μαθαίναμε— αλλά αν μας πεις πού είναι, θα μας κάνεις μεγάλο καλό».

«Στους Δύο Ποταμούς», είπε ο Ραντ. Δεν πρόδιδες έναν φίλο όταν του έσωζες τη ζωή. «Όταν τον είδα τελευταία φορά, ξεκινούσε με καλή παρέα, με φίλους. Είναι ήσυχο μέρος οι Δύο Ποταμοί. Ασφαλές». Έτσι ήταν τώρα, χάρη στον Πέριν. «Ήταν μια χαρά πριν από μερικούς μήνες». Έτσι είχε πει η Μποντ όταν τα κορίτσια του έλεγαν τι είχε γίνει στην πατρίδα.

«Στους Δύο Ποταμούς», μουρμούρισε ο Χάμαν. «Ουμ. Ουμ. Ναι, ξέρω πού είναι. Αλλος ένας μακρύς περίπατος». Οι Ογκιρανοί σπανίως ίππευαν, αφού υπήρχαν ελάχιστα άλογα που μπορούσαν να τους σηκώσουν, κι ούτως ή άλλως προτιμούσαν να πηγαίνουν με τα πόδια.

«Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως», είπε η Έριθ με ένα αποφασισμένο αν κι ελαφρύ μπουμπουνητό. Ελαφρύ σε σύγκριση με του Χάμαν. Η Κόβριλ κι ο Χάμαν την κοίταξαν έκπληκτοι και τα αυτιά της μαράθηκαν. Στο κάτω-κάτω, ήταν μια κοπελίτσα που συνόδευε έναν Πρεσβύτερο και μια γυναίκα, για την οποία ο Ραντ πίστευε πως πρέπει να ήταν επιφανές πρόσωπο από τον τρόπο που κόντραρε τον Χάμαν. Η Έριθ δεν πρέπει να ήταν ούτε ογδόντα καλά-καλά.

Χαμογελώντας με τη σκέψη —ένα μικρό κοριτσόπουλο· ίσως εβδομήντα το πολύ— ο Ραντ είπε, «Σας παρακαλώ, δεχθείτε τη φιλοξενία του παλατιού. Λίγες μέρες ανάπαυσης ίσως βοηθήσουν να κάνετε το ταξίδι πιο γρήγορα. Κι ίσως μπορέσεις να με βοηθήσεις, Πρεσβύτερε Χάμαν». Φυσικά· ο Λόιαλ πάντα μιλούσε για τον δάσκαλό του, τον Πρεσβύτερο Χάμαν. Σύμφωνα με τον Λόιαλ, ο Πρεσβύτερος Χάμαν ήξερε τα πάντα. «Πρέπει να εντοπίσω τις Πύλες των Οδών. Όλες».

Κι οι τρεις Ογκιρανοί μίλησαν εν χορώ.

«Τις Πύλες;» είπε ο Χάμαν, με τα αυτιά και τα φρύδια του να τινάζονται ψηλά. «Οι Οδοί είναι πολύ επικίνδυνες. Εξαιρετικά επικίνδυνες».

«Λίγες μέρες;» διαμαρτυρήθηκε η Έριθ. «Ο Λόιαλ μου ίσως πεθαίνει».

«Λίγες μέρες;» είπε μαζί της Κόβριλ. «Ο Λόιαλ μου ίσως—» Σταμάτησε, κοιτώντας τη νεότερη γυναίκα με σφιγμένα τα χείλη.

Ο Χάμαν κοίταξε συνοφρυωμένος και τις δύο, χαϊδεύοντας ενοχλημένος τη στενή γενειάδα του. «Δεν ξέρω γιατί σας άφησα να με παρασύρετε σ’ όλα αυτά. Κανονικά θα έκανα μάθημα στις τάξεις μου, θα μιλούσα στο Κούτσουρο. Αν δεν ήσουν μια τόσο αξιοσέβαστη Ομιλήτρια, Κόβριλ...»

«Αν δεν ήσουν παντρεμένος με την αδελφή μου, εννοείς», είπε εκείνη πεισματικά. «Η Βόνιελ σου είπε να κάνεις το καθήκον σου, Χάμαν». Τα φρύδια του Χάμαν χαμήλωσαν τόσο, που οι μακριές άκρες τους έφτασαν στα μάγουλά του, και τα αυτιά της έπεσαν. «Ήθελα να πω ότι σου το ζήτησε», συνέχισε. Δεν το είπε βιαστικά, ούτε έχασε την αυτοπεποίθηση της, αλλά σίγουρα δεν δίστασε. «Μα το Δένδρο και τη γαλήνη, δεν ήθελα να σε προσβάλω, Πρεσβύτερε Χάμαν».

Ο Χάμαν γρύλισε δυνατά —πολύ δυνατά, για τα δεδομένα των ανθρώπων— και στράφηκε στον Ραντ, τραβώντας το σακάκι του σαν να ήθελε να το σιάξει.

«Οι Σκιογέννητοι χρησιμοποιούν τις Οδούς», είπε ο Ραντ πριν προλάβει να μιλήσει ο Χάμαν. «Έβαλα φρουρούς στις λίγες Πύλες που μπορώ να φτάσω». Μαζί και σε εκείνη που ήταν έξω από το Στέντιγκ Τσόφου, αν και, όπως φαινόταν, μετά την αναχώρηση αυτών εδώ. Οι τρεις Ογκιρανοί δεν θα μπορούσαν να έχουν έρθει περπατώντας από το Στέντιγκ Τσόφου μετά την τελευταία άκαρπη επίσκεψη του Ραντ εκεί. «Μια χούφτα μόνο. Πρέπει να φρουρούνται όλες, αλλιώς οι Μυρντράαλ κι οι Τρόλοκ θα ξεχυθούν από το πουθενά, όσον αφορά σ’ εκείνους που θα πέσουν στα χέρια τους. Αλλά εγώ δεν ξέρω καν πού βρίσκονται όλες».

Θα υπήρχαν φυσικά κι οι πύλες για το Ταξίδεμα. Ώρες-ώρες ο Ραντ αναρωτιόταν γιατί, άραγε, κανένας Αποδιωγμένος δεν δοκίμαζε να γεμίσει το παλάτι με μερικές χιλιάδες Τρόλοκ από μια πύλη. Δέκα χιλιάδες ή είκοσι. Ο Ραντ θα δυσκολευόταν να τους αντιμετωπίσει — αν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Στην καλύτερη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν ένα λουτρό αίματος. Δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για μια πύλη, αν δεν βρισκόταν επιτόπου. Για τις Πύλες των Οδών κάτι μπορούσε να κάνει.

Ο Χάμαν αντάλλαξε ματιές με την Κόβριλ. Πήγαν στην άκρη, μίλησαν ψιθυριστά, και, ω του θαύματος, τόσο χαμηλόφωνα, ώστε ο Ραντ άκουσε μόνο ένα βούισμα σαν να υπήρχε ένα μελίσσι στη στέγη. Είχε δίκιο, η Κόβριλ πρέπει να ήταν σημαίνον πρόσωπο. Μια Ομιλήτρια· είχε αντιληφθεί το κεφαλαίο. Σκέφτηκε να αδράξει το σαϊντίν —έτσι θα μπορούσε να τους ακούσει— κι απέρριψε την ιδέα με αηδία. Ακόμα δεν είχε καταντήσει να κρυφακούει. Η Έριθ πρόσεχε πότε τους πρεσβύτερους και πότε τον Ραντ, ενώ στο μεταξύ έσιαζε ασυναίσθητα τα φουστάνια της.

Ο Ραντ έλπισε να μη ρωτούσαν γιατί δεν το είχε ζητήσει αυτό από το Συμβούλιο των Πρεσβύτερων στο Στέντιγκ Τσόφου. Η Άλαρ, η Πρεσβύτερη των Πρεσβύτερων εκεί, ήταν κατηγορηματική· θα συνεδρίαζε το Κούτσουρο και κάτι τόσο παράξενο —τόσο αλλόκοτο που δεν το είχαν σκεφτεί άλλοτε— όσο το να δώσουν τον έλεγχο των Πυλών σε έναν άνθρωπο θα γινόταν μόνο με σύμφωνο γνώμη του Κούτσουρου. Δεν φαινόταν να τη νοιάζει το ποιος ήταν, όπως δεν ένοιαζε κι αυτούς τους τρεις εδώ.

Στο τέλος ο Χάμαν ξαναγύρισε, σμίγοντας τα φρύδια και σφίγγοντας τα πέτα του σακακιού του. Η Κόβριλ ήταν επίσης συνοφρυωμένη. «Όλα αυτά είναι πολύ βιαστικά, πολύ βιαστικά», είπε ο Χάμαν με αργό τόνο, σαν χαλίκια στην αρχή κατολίσθησης. «Μακάρι να μπορούσα να το συζητήσω με... Μα έλα που δεν μπορώ. Σκιογέννητοι, είπες; Ουμ. Ουμ. Μην πει κανείς ότι οι Ογκιρανοί δεν μπορούν να δράσουν με ταχύτητα όταν το απαιτεί η ανάγκη, κι ίσως τώρα να είναι ανάγκη. Πρέπει να καταλάβεις ότι το Συμβούλιο των Πρεσβύτερων οποιουδήποτε στέντιγκ ίσως σου πει όχι, ίσως το ίδιο και το Κούτσουρο».

«Χάρτες!» φώναξε ο Ραντ, τόσο δυνατά που οι τρεις Ογκιρανοί τινάχτηκαν. «Χρειάζομαι χάρτες!» Στριφογύρισε, ψάχνοντας για κάποιον από τους υπηρέτες που έμοιαζαν είναι παντού ολόγυρα, για κάποιον γκαϊ’σάιν, για οποιονδήποτε. Η Σούλιν έχωσε το κεφάλι στην αυλή από μια πόρτα. Σίγουρα περίμενε παραδίπλα, μετά απ’ όσα της είχε πει ο Ραντ. «Χάρτες», γάβγισε ο Ραντ. «Θέλω όσους χάρτες υπάρχουν στο Παλάτι. Και πένα και μελάνι. Τώρα! Γρήγορα!» Εκείνη τον κοίταξε σχεδόν επιτιμητικά —οι Αελίτες όχι μόνο δεν χρησιμοποιούσαν χάρτες, μα επιπλέον ισχυρίζονταν ότι δεν τους χρειάζονταν— κι έφυγε. «Τρέξε, Φαρ Ντάραϊς Μάι!» της πέταξε. Εκείνη τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της — κι έτρεξε. Σκέφτηκε ότι μακάρι να ήξερε τι έκφραση είχε στο πρόσωπό του, για να μπορέσει να την ξαναχρησιμοποιήσει.

Ο Χάμαν θα είχε ένα συντετριμμένο ύφος, αν του το επέτρεπε η αξιοπρέπειά του. «Στ’ αλήθεια, λίγα μπορούμε να σου πούμε που να μην τα γνωρίζεις ήδη. Κάθε στέντιγκ έχει ένα ακριβώς Έξω». Οι πρώτες Πύλες δεν θα μπορούσαν να κατασκευαστούν μέσα, αφού το ίδιο το στέντιγκ έφραζε την ικανότητα της διαβίβασης· ακόμα κι όταν δόθηκε στους Ογκιρανούς το Φυλαχτό της Άνθησης και μπορούσαν κι οι ίδιοι να κάνουν τις Οδούς να βλαστήσουν ως μια καινούρια Πύλη, ακόμα κι αυτό γινόταν μέσω της Δύναμης, έστω και χωρίς διαβίβαση. «Επίσης, όλες οι πόλεις σας έχουν Ογκιρανά άλση. Αν και φαίνεται ότι η πόλη εδώ αναπτύχθηκε πάνω στο άλσος. Και στην Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν...» Η φωνή του έσβησε κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του.

Το πρόβλημα μπορούσε να συνοψιστεί σ’ αυτό το όνομα. Πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, πάνω-κάτω, υπήρχε μια πόλη που ονομαζόταν Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν, κατασκευασμένη από τους Ογκιρανούς. Σήμερα ήταν η Καιρχίν, και το άλσος που είχαν φυτέψει οι Ογκιρανοί κατασκευαστές για να τους θυμίζει το στέντιγκ ανήκε στον ίδιο Μπαρτέηνς, του οποίου το παλάτι στέγαζε τη σχολή του Ραντ. Κανείς εκτός από τους Ογκιρανούς κι ίσως κάποιες Άες Σεντάι δεν θυμόταν την Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν. Ούτε καν οι Καιρχινοί.

Ό,τι κι αν πίστευε ο Χάμαν, πολλά μπορούσαν να αλλάξουν μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια. Οι λαμπρές πόλεις που είχαν κατασκευάσει οι Ογκιρανοί δεν υπήρχαν πια, και μερικές δεν είχαν αφήσει ούτε καν ένα όνομα πίσω τους. Σπουδαίες πόλεις είχαν ξεπηδήσει, στις οποίες οι Ογκιρανοί δεν είχαν βάλει καθόλου το χέρι τους. Το Άμαντορ, που είχε αρχίσει να χτίζεται μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ, ήταν μια απ’ αυτές —έτσι του είχε πει η Μουαραίν— όπως επίσης και το Τσάτσιν στο Κάντορ και το Σορ Αρμπέλα στο Άραφελ και το Φαλ Μόραν στο Σίναρ. Στο Άραντ Ντόμαν, το Μπάνταρ Έμπαν είχε κατασκευαστεί στα ερείπια μιας πόλης που είχε καταστραφεί στον Εκατονταετή Πόλεμο, μια πόλη για την οποία η Μουαραίν γνώριζε τρία ονόματα, αμφίβολα και τα τρία, κι η οποία με τη σειρά της είχε στηθεί στα ερείπια μιας ανώνυμης πόλης που είχε χαθεί στους πολέμους των Τρόλοκ. Ο Ραντ ήξερε για μια Πύλη στο Σίραν, στην εξοχή κοντά σε μια κωμόπολη που είχε διατηρήσει το όνομα μιας πελώριας πόλης που την είχαν ισοπεδώσει οι Τρόλοκ, κι άλλη μια μέσα στη Μάστιγα, στη Μαλκίρ που την είχε σκοτώσει η Σκιά. Σε άλλα μέρη είχαν έρθει αλλαγές ή ανάπτυξη, όπως είχε επισημάνει ο ίδιος ο Χάμαν. Η Πύλη εδώ στο Κάεμλυν ήταν τώρα μέσα σε ένα υπόγειο. Ένα καλά φρουρούμενο υπόγειο. Ο Ραντ ήξερε ότι υπήρχε Πύλη στο Δάκρυ, έξω στα πλατιά λιβάδια, όπου οι Υψηλοί Άρχοντες είχαν τα ξακουστά κοπάδια των αλόγων τους. Θα πρέπει να υπήρχε μία κάπου στα Όρη της Ομίχλης, όπου ορθωνόταν κάποτε η Μανέθερεν, όπου κι αν ήταν αυτό το μέρος. Όσο για τα στέντιγκ, ήξερε πού να βρει το Στέντιγκ Τσόφου. Η Μουαραίν δεν θεωρούσε ότι τα στέντιγκ ή οι Ογκιρανοί ήταν ζωτικό κεφάλαιο της μόρφωσης του.

«Δεν ξέρεις πού είναι τα στέντιγκ;» είπε ο Χάμαν, μη μπορώντας να το πιστέψει όταν ο Ραντ τελείωσε τις εξηγήσεις του. «Πρόκειται για Αελίτικο χιούμορ; Ποτέ μου δεν καταλάβαινα το Αελίτικο χιούμορ».

«Για τους Ογκιρανούς», είπε μαλακά ο Ραντ, «έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κατασκευάστηκαν οι Πύλες. Για τους ανθρώπους, πάρα πολύς».

«Μα δεν θυμάστε καν το Μάφαλ Ντανταράνελ ή το Ανκοχίμα ή το Λόνταρεν Κορ ή...;»

Η Κόβριλ ακούμπησε το χέρι στον ώμο του Χάμαν, όμως ο οίκτος στο βλέμμα της είχε αποδέκτη τον Ραντ. «Δεν θυμάται», είπε απαλά. «Οι θύμησές τους έχουν χαθεί». Το είπε σαν να ήταν η μεγαλύτερη απώλεια που μπορούσες να φανταστείς. Η Έριθ, με τα χέρια σφιγμένα στο στόμα της, έμοιαζε έτοιμη να κλάψει.

Η Σούλιν επέστρεψε, σκοπίμως χωρίς να τρέχει, ακολουθούμενη από ένα σμάρι γκαϊ’σάιν που από την αγκαλιά τους ξεχείλιζαν τυλιγμένους χάρτες σε μια ποικιλία μεγεθών, μερικοί τόσο μεγάλοι ώστε σέρνονταν στα πλακάκια της αυλής. Ένας λευκοντυμένος άνδρας κρατούσε ένα κουτί με σύνεργα γραφής στολισμένο με φίλντισι. «Έβαλα γκαϊ’σάιν να ψάξουν και για άλλους», του είπε παγωμένα, «όπως και μερικούς υδρόβιους».

«Σ’ ευχαριστώ», της είπε. Το πρόσωπό της χαλάρωσε λιγάκι.

Γονάτισε κάτω κι άρχισε να απλώνει χάρτες πάνω εκεί στα πλακάκια, ξεδιαλέγοντάς τους. Μερικοί χάρτες ήταν της πόλης και πολλοί από μέρη του Αντορ. Βρήκε γρήγορα έναν που έδειχνε ολόκληρη την έκταση των Μεθορίων και μόνο ίο Φως ήξερε τι ζητούσε αυτός ο χάρτης στο Κάεμλυν. Μερικοί ήταν παλιοί και κουρελιασμένοι, έδειχναν σύνορα που δεν ίσχυαν πια, παρουσίαζαν χώρες που είχαν σβήσει εδώ κι εκατοντάδες χρόνια.

Τα σύνορα και τα ονόματα αρκούσαν για να κατατάξει τους χάρτες χρονολογικά. Στους παλαιότερους, το Χαρντάν συνόρευε με την Καιρχίν στον Βορρά της, κι ύστερα το Χαρντάν είχε χαθεί και τα σύνορα της Καιρχίν απλώνονταν στα μισά της απόστασης προς το Σίναρ πριν ξαναμαζευτούν πίσω, καθώς γινόταν φανερό ότι ο Θρόνος του Ήλιου δεν μπορούσε να κρατήσει τόσο μεγάλη έκταση. Το Μαρέντο βρισκόταν ανάμεσα στο Δάκρυ και το Ίλιαν, κι ύστερα το Μαρέντο χανόταν και τα σύνορα του Δακρύου και του Ίλιαν αντάμωναν στις Πεδιάδες του Μαρέντο και ξαναζάρωναν αργά για τους ίδιους λόγους, όπως της Καιρχίν. Το Καραλαίν χανόταν και το Άλμοθ, το Μοσάρα κι η Ιρενβέλ, κι άλλα μέρη, μερικές φορές τα απορροφούσαν άλλα έθνη και συχνότερα κατέληγαν να γίνουν αδιεκδίκητη γη κι ερημιά. Αυτοί οι χάρτες διηγούνταν μια ιστορία παρακμής μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Γερακόφτερου, με την ανθρωπότητα σε αργή υποχώρηση. Ένας δεύτερος χάρτης των Μεθόριων έδειχνε μόνο τη Σαλδαία και μέρος του Άραφελ, αλλά έδειχνε τα Σύνορα της Μάστιγας πενήντα μίλια βορειότερα. Η ανθρωπότητα υποχωρούσε κι η Σκιά εκτεινόταν.

Ένας φαλακρός κοκαλιάρης με λιβρέα του παλατιού που δεν του ταίριαζε, ήρθε στην αυλή με άλλο ένα φορτίο, κι ο Ραντ αναστέναξε και συνέχισε να διαλέγει και να πετά.

Ο Χάμαν εξέτασε με σοβαρό ύφος τα σύνεργα γραφής που του έτειναν οι γκαϊ’σάιν και μετά έβγαλε ένα κουτί σχεδόν εξίσου μεγάλο, αν κι απέριττο, από μια ευρύχωρη τσέπη του σακακιού του. Η πένα που έβγαλε από το κουτί ήταν από γυαλισμένο ξύλο, πιο χοντρή από τον αντίχειρα του Ραντ, και τόσο μακριά που συγκριτικά φαινόταν λεπτή. Ταίριαζε τέλεια στα χοντρά σαν λουκάνικα δάχτυλα του Ογκιρανού. Ο Χάμαν έπεσε στα τέσσερα και σερνόταν ανάμεσα στους χάρτες όπως τους ξεδιάλεγε ο Ραντ, βουτώντας πού και πού την πένα του στο μελανοδοχείο των γκαϊ’σάιν κι υπομνηματίζοντας με κάτι χαρακτήρες που φαίνονταν πελώριοι μέχρι που συνειδητοποιούσες ότι γι’ αυτόν ήταν πολύ μικροί. Η Κόβριλ τον ακολουθούσε και κοίταζε πάνω από τον ώμο του, ακόμα κι όταν την ρώτησε για δεύτερη φορά αν στ’ αλήθεια νόμιζε ότι θα έκανε κάποιο λάθος.

Για τον Ραντ ήταν ένα καλό μάθημα, που άρχισε με επτά στέντιγκ σκορπισμένα στις Μεθόριες. Μα, βέβαια, οι Τρόλοκ φοβούνταν να μπουν στα στέντιγκ, ενώ ακόμα κι οι Μυρντράαλ έπρεπε να έχουν έναν σημαντικό σκοπό για να τους ωθήσει μέσα. Η Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, το Δρακότειχος, είχε δεκατρία, μεταξύ των οποίων κι ένα στο Μαχαίρι του Σφαγέα, από το Στέντιγκ Σανγκτάι στον Νότο ως το Στέντιγκ Κίσεν και το Στέντιγκ Σάνσεν στον Βορρά, που απείχαν μόνο μερικά μίλια μεταξύ τους.

«Η γη πραγματικά άλλαξε με το Τσάκισμα του Κόσμου», εξήγησε ο Χάμαν, όταν ο Ραντ το σχολίασε. Συνέχισε, όμως, να σημειώνει βιαστικά· βιαστικά για Ογκιρανό. «Η ξηρά έγινε θάλασσα κι η θάλασσα ξηρά, μα κι η ίδια η γη διπλώθηκε. Μερικές φορές αυτά που ήταν μακρινά ήρθαν κοντά και τα κοντινά απομακρύνθηκαν. Αν και φυσικά κανείς δεν μπορεί να πει αν το Κίσεν και το Σάνσεν ήταν στην αρχή μακρινά».

«Ξέχασες το Καντουάν», δήλωσε η Κόβριλ, κάνοντας άλλον έναν υπηρέτη με λιβρέα να ρίξει κάτω τρομαγμένος τους χάρτες που μόλις είχε φέρει στην αγκαλιά του.

Ο Χάμαν της έριξε μια ματιά κι έγραψε το όνομα ακριβώς πάνω από τον ποταμό Ιράλελ, λίγο πιο βόρεια από το Χάντον Μιρκ. Στη λωρίδα που υπήρχε δυτικά του Δρακοτείχους από τα νότια σύνορα του Σίναρ ως τη Θάλασσα των Καταιγίδων, υπήρχαν μονάχα τέσσερα, όλα νεοϊδρυθέντα για το μέτρο των Ογκιρανών, κάτι που σήμαινε ότι το νεότερο, το Τσόφου, είχε Ογκιρανούς εδώ κι εξακόσια χρόνια, ενώ τα άλλα όχι περισσότερα από χίλια. Μερικές τοποθεσίες ήταν εξίσου μεγάλη έκπληξη όσο και οι Μεθόριες, όπως τα Όρη της Ομίχλης, όπου υπήρχαν έξι, και στην Ακτή της Σκιάς. Συμπεριλαμβάνονταν οι Μαύροι Λόφοι, τα δάση πάνω από τον ποταμό Ίβο, και τα βουνά πάνω από τον ποταμό Ντάγκον, κοντά στα βόρεια του Άραντ Ντόμαν.

Πιο θλιβερός ήταν ο κατάλογος των στέντιγκ που είχαν εγκαταλειφθεί, που τα είχαν παρατήσει εξαιτίας του φθίνοντος πληθυσμού. Η Ραχοκοκαλιά του Κόσμου και τα Όρη της Ομίχλης κι η Ακτή της Σκιάς ανήκαν και σ’ αυτό τον κατάλογο, το ίδιο κι ένα στέντιγκ βαθιά στην Πεδιάδα του Άλμοθ, κοντά στο μεγάλο δάσος που λεγόταν Πήρις Σουάρ, κι ένα στα χαμηλά βουνά που ακολουθούσαν τα βόρεια σύνορα του Τόμαν Χεντ αντίκρυ στον ωκεανό Αρυθ. Ίσως το πιο θλιβερό να ήταν εκείνο που σημειωνόταν πάνω στην άκρια της Μάστιγας στο Άραφελ· μπορεί οι Μυρντράαλ να δίσταζαν να μπουν στα στέντιγκ, μα όπως η Μάστιγα προήλαυνε προς τον Νότο με κάθε χρόνο που περνούσε, σάρωνε τα πάντα.

Ο Χάμαν κοντοστάθηκε κι είπε λυπημένα, «Η Μεγάλη Μάστιγα κατάπιε το Σεράντου πριν από 1843 χρόνια και το Τσάνταρ πριν από 963 χρόνια».

«Είθε η ανάμνησή τους να βλασταίνει και να ανθίζει στο Φως», μουρμούρισαν μαζί η Κόβριλ κι η Έριθ.

«Ξέρω ένα που δεν σημείωσες», είπε ο Ραντ. Ο Πέριν του είχε πει ότι είχε βρει κάποτε εκεί καταφύγιο. Έβγαλε έναν χάρτη του Άντορ, όπως ήταν ανατολικά του ποταμού Αρινέλε κι άγγιξε ένα σημείο αρκετά ψηλότερα από το δρόμο που ένωνε το Κάεμλυν με την Ασπρογέφυρα. Κάπου εκεί ήταν.

Ο Χάμαν έκανε μια γκριμάτσα, σχεδόν άγρια. «Όπου έμελλε να κατασκευαστεί η πόλη του Γερακόφτερου. Δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ποτέ. Αρκετά στέντιγκ τα ξαναβρήκαμε και δεν τα ξαναχρησιμοποιήσαμε. Προσπαθούμε όσο μπορούμε να μένουμε σε απόσταση από τα μέρη των ανθρώπων». Όλα τα σημάδια ήταν σε κακοτράχαλα βουνά, σε μέρη που οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να μπουν ή, σε μερικές περιπτώσεις, απλώς μακριά από μέρη όπου είχαν εγκατασταθεί. Το Στέντιγκ Τσόφου ήταν το πλησιέστερο από κάθε άλλο σε μέρη όπου κατοικούσαν άνθρωποι, αλλά, πάντως, όπως ήξερε ο Ραντ, απείχε μια ολόκληρη μέρα από το κοντινότερο χωριό.

«Αυτή θα ήταν μια πολύ ωραία συζήτηση για μια άλλη φορά», είπε η Κόβριλ, απευθυνόμενη στον Ραντ, προφανώς όμως σκοπεύοντας να ακουστεί από τον Χάμαν, όπως έδειχναν οι λοξές ματιές της, «αλλά θέλω να πάμε όσο το δυνατόν δυτικότερα πριν πέσει η νύχτα». Ο Χάμαν στέναξε βαριά.

«Μα δεν μπορείτε να μη μείνετε λιγάκι εδώ», διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. «Σίγουρα θα είστε εξαντλημένοι αφού κάνατε τόσο δρόμο με τα πόδια από την Καιρχίν».

«Οι γυναίκες δεν εξαντλούνται», είπε ο Χάμαν, «απλώς εξαντλούν τους άλλους. Είναι ένα παλιό ρητό μας». Η Κόβριλ κι η Έριθ ξεφύσησαν εν χορώ. Μουρμουρίζοντας, ο Χάμαν συνέχισε την απαρίθμηση, τώρα όμως αναφερόταν στις πόλεις που είχαν κατασκευάσει οι Ογκιρανοί, τις πόλεις όπου είχαν κάνει τα άλση, με κάθε άλσος να διαθέτει τη δική του Πύλη για να μεταφέρει τους Ογκιρανούς προς κι από τα στέντιγκ χωρίς να διασχίζουν τους τόπους των ανθρώπων, όπου συχνά επικρατούσε αναταραχή.

Σημάδεψε το Κάεμλυν, φίσκα, και την Ταρ Βάλον, το Δάκρυ και το Ίλιαν, την Καιρχίν και το Μάραντον και το Έμπου Νταρ. Αυτές ήταν όλες όσες υπήρχαν ακόμα, και το Έμπου Νταρ το έγραψε με το όνομα Μπαράστα. Ίσως η θέση του Μπαράστα να ήταν με τα άλλα, κατά έναν τρόπο, με τις κουκίδες που σημείωνε ο Χάμαν σε μέρη όπου ο χάρτης έδειχνε μονάχα κάποιο χωριό στην καλύτερη περίπτωση. Το Μάφαλ Ντανταράνελ, το Ανκοχίμα, το Λόνταρεν Κορ, φυσικά, και τη Μανέθερεν. Το Άρεν Μάντορ, την Αριντόλ, το Σήμαλ, την Ντεράνμπαρ, το Μπρημ, το Κοντάρις, το Χέι Εκόριμον, την Ίμαν... Καθώς ο κατάλογος μεγάλωνε, ο Ραντ έβλεπε υγρά σημάδια σε κάθε χάρτη όταν τελείωνε ο Χάμαν. Στην αρχή δεν κατάλαβε ότι ο Ογκιρανός Πρεσβύτερος σιγόκλαιγε βουβά, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν, καθώς σημείωνε πόλεις νεκρές και λησμονημένες. Ίσως να έκλαιγε για τους ανθρώπους, ίσως για τις αναμνήσεις. Το μόνο που ήταν σίγουρος ο Ραντ ήταν ότι το έκανε όχι για τις πόλεις καθαυτές, όχι για το χαμένο έργο των Ογκιρανών λιθοξόων. Για τους Ογκιρανούς, η λιθοδομία ήταν απλώς κάτι που είχαν μάθει στην Εξορία, και ποιο έργο σε πέτρα μπορούσε να συγκριθεί με τη μεγαλοπρέπεια των δένδρων;

Ένα απ’ αυτά τα ονόματα ερέθισε τις αναμνήσεις του Ραντ, κι η τοποθεσία του επίσης, ανατολικά του Μπάερλον, αρκετές μέρες ταξίδι πάνω από την Ασπρογέφυρα στον Αρινέλε. «Υπήρχε άλσος εδώ;» είπε, αγγίζοντας το σημάδι.

«Στην Αριντόλ;» είπε ο Χάμαν. «Ναι. Ναι, υπήρχε. Θλιβερή ιστορία αυτή».

Ο Ραντ δεν σήκωσε το κεφάλι. «Στη Σαντάρ Λογκόθ», τον διόρθωσε. «Πολύ θλιβερή ιστορία. Μπορείτε —θα μου δείξετε — αυτή την Πύλη, αν σας πάω εκεί;»

Загрузка...