Ο Λουζ Θέριν ήταν εκεί· ο Ραντ ήταν βέβαιος γι’ αυτό, όμως στο κεφάλι του δεν αντηχούσε ούτε ένας ψίθυρος που να μην ήταν δικός του. Όλη τη μέρα πάλευε να γυρίσει τις σκέψεις του σε άλλα πράγματα, όσο ανώφελα κι αν ήταν. Η Μπερελαίν κόντευε να βγει από τα ρούχα της ύστερα από τόσες φορές που είχε ξεφυτρώσει μπροστά της ο Ραντ για να τη ρωτήσει για κάτι το οποίο μπορούσε να αντιμετωπίσει μια χαρά μόνη της χωρίς αυτόν· δεν ήταν σίγουρος, όμως υποψιαζόταν πως η Μπερελαίν είχε αρχίσει να τον αποφεύγει. Ακόμα κι ο Ρούαρκ έπαιρνε όψη κυνηγημένου αγριμιού μετά τη δέκατη φορά που τον είχε στριμώξει ο Ραντ για το θέμα των Σάιντο· οι Σάιντο δεν είχαν κουνήσει ρούπι κι οι μόνες επιλογές που έβλεπε μπροστά του ο Ρούαρκ ήταν πως ή θα τους άφηνε στο Μαχαίρι του Σφαγέα ή θα πήγαινε να τους ξετρυπώσει. Ο Χέριντ Φελ είχε βγει να περιπλανηθεί, κάτι που έκανε συχνά, όπως έσπευσε να επισημάνει η Ίντριεν, και δεν βρισκόταν πουθενά· όταν ο Φελ χανόταν στις σκέψεις του, μερικές φορές χανόταν και στην πόλη. Ο Ραντ της έβαλε τις φωνές. Ο Φελ δεν ήταν δικό της λάθος, δεν ήταν δική της ευθύνη, όμως ο Ραντ την άφησε να τρέμει κάτωχρη. Τα νεύρα του απλώθηκαν σαν σύννεφα θύελλας που εκτεινόταν στον ορίζοντα. Έβαλε τις φωνές στον Μάιλαν και τον Μαρίνγκιλ, ώσπου άρχισαν να τρέμουν ορθοί μπροστά του και τους άφησε με τα πρόσωπα χλωμά, έκανε την Κολαβήρ να βάλει τα κλάματα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη, και σαν να μην έφτανε αυτό, έκανε την Αναγιέλα να το βάλει στα πόδια με τα φουστάνια σηκωμένα ως τα γόνατα. Και μάλιστα, όταν ήρθαν η Άμυς κι η Σορίλεα να ρωτήσουν τι είχε πει στις Άες Σεντάι, έβαλε τις φωνές και σ’ αυτές· από την έκφραση της Σορίλεα, καθώς έφευγαν νευρικά, υποψιάστηκε πως ίσως ήταν η πρώτη φορά που κάποιος της ύψωνε τη φωνή του. Όλα επειδή ήξερε -ήξερε— ότι ο Λουζ Θέριν ήταν στ’ αλήθεια εκεί, κάτι παραπάνω από φωνή, ένας άνθρωπος που κρυβόταν μέσα στο κεφάλι του.
Σχεδόν τον είχε πιάσει φόβος να κοιμηθεί όταν έπεσε η νύχτα, φόβος μήπως ο Λουζ Θέριν έπαιρνε τα ηνία όσο ο Ραντ κοιμόταν, κι όταν πια κοιμήθηκε, τα ανήσυχα όνειρά του τον έκαναν να στριφογυρίζει και να μουρμουρίζει. Τον ξύπνησε η πρώτη ανταύγεια του φωτός από τα παράθυρα κι είδε ότι ήταν ξαπλωμένος σε ανακατωμένα, ιδρωμένα σεντόνια, με τα μάτια σαν να είχε μπει άμμος, με στόμα που είχε γεύση αλόγου που ήταν έξι μέρες νεκρό, με πόδια που πονούσαν. Σ’ όλα τα όνειρα που θυμόταν, έτρεχε να ξεφύγει από κάτι που δεν μπορούσε να δει. Κατέβηκε από το μεγάλο κρεβάτι με τους τέσσερις στύλους και πλύθηκε στον επίχρυσο νιπτήρα. Ο ουρανός έξω μόλις είχε φέξει γκρίζος κι ο γκαϊ’σάιν που θα έφερνε φρέσκο νερό δεν είχε φανεί ακόμα, αλλά ο Ραντ βολεύτηκε με εκείνο που είχε μείνει αποβραδίς.
Μόλις τελείωνε το ξύρισμα όταν κοντοστάθηκε, με το ξυράφι να αγγίζει το μάγουλό του, ατενίζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη στον τοίχο. Έτρεχε. Ήταν σίγουρος ότι σ’ εκείνα τα όνειρα έτρεχε να ξεφύγει από κάποιον Αποδιωγμένο, ή από τον Σκοτεινό, ή από την Τάρμον Γκάι’ντον, ή ίσως κι από τον Λουζ Θέριν. Είχε τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· ο Αναγεννημένος Δράκοντας σίγουρα θα ονειρευόταν ότι τον καταδίωκε ο Σκοτεινός. Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του ότι ήταν ο Ραντ αλ’Θόρ, του φαινόταν ότι κι ο ίδιος το ξεχνούσε εύκολα σαν τους άλλους. Ο Ραντ αλ’Θόρ το έσκαγε από την Ηλαίην, από το φόβο του να αγαπήσει την Ηλαίην, όπως το είχε σκάσει από το φόβο του να αγαπήσει την Αβιέντα.
Ο καθρέφτης έγινε χίλια κομμάτια και τα θραύσματα έπεσαν στην πορσελάνινη γούρνα. Τα κομμάτια που έμειναν στην κορνίζα του έδειξαν ένα κατακερματισμένο είδωλο του εαυτού του.
Άφησε το σαϊντίν, σκούπισε προσεκτικά τα υπολείμματα της σαπουνάδας κι έκλεισε τη λάμα με προσοχή. Δεν θα έτρεχε άλλο πια. Θα έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, αλλά δεν θα έτρεχε πια.
Δύο Κόρες περίμεναν στο διάδρομο όταν βγήκε. Η Χάριλιν, μια κοκαλιάρα κοκκινομάλλα περίπου συνομήλική του, έφυγε τρέχοντας να φέρει τις άλλες όταν τον είδε να ξεπροβάλλει. Η Τσιάριντ, μια ξανθιά με γελαστά μάτια σε ηλικία που θα μπορούσε να ήταν μητέρα του, τον συνόδευσε σε διαδρόμους όπου ελάχιστοι υπηρέτες τριγυρνούσαν και ξαφνιάζονταν που τον έβλεπαν τόσο νωρίς. Συνήθως της Τσιάριντ της άρεσε να κάνει αστεία σε βάρος του όταν ήταν μόνοι τους —ο Ραντ μερικά τα καταλάβαινε· τον έβλεπε σαν μικρότερο αδελφό της και δεν ήθελε να πάρουν τα μυαλά του αέρα— αλλά αυτό το πρωί ένιωσε τη διάθεσή του και δεν έβγαλε άχνα. Έριξε μια αηδιασμένη ματιά στο σπαθί του, αλλά μόνο μία.
Η Ναντέρα κι οι άλλες τους πρόφτασαν στα μισά της διαδρομής για την αίθουσα του Ταξιδέματος, κι αντιλήφθηκαν κι αυτές τη σιωπή του. Το ίδιο κι οι Μαγενοί και τα Μαύρα Μάτια που φρουρούσαν την πόρτα με τα σκαλισμένα τετράγωνα. Ο Ραντ πίστεψε ότι θα κατάφερνε να φύγει από την Καιρχίν δίχως να μιλήσει κανείς, μέχρι τη στιγμή που μια νεαρή που φορούσε τα κοκκινογάλανα χρώματα των προσωπικών υπηρετών της Μπερελαίν χίμηξε μέσα κι έκλινε βαθιά το γόνυ καθώς ο Ραντ άνοιγε την πύλη.
«Το στέλνει η Πρώτη», είπε λαχανιασμένη, δίνοντάς του ένα γράμμα με μια μεγάλη πράσινη σφραγίδα. Προφανώς είχε κάνει τρέχοντας όλο το δρόμο προσπαθώντας να τον βρει. «Είναι από τους Θαλασσινούς, Άρχοντα Δράκοντα».
Ο Ραντ έχωσε το γράμμα στην τσέπη του σακακιού του και δρασκέλισε την πύλη, αγνοώντας τις ερωτήσεις της γυναίκας για το αν υπήρχε απάντηση. Σήμερα η σιωπή του ταίριαζε τέλεια. Διέτρεξε με τον αντίχειρά του το σμίλεμα στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Θα γινόταν δυνατός, σκληρός, και θα εγκατέλειπε την αυτολύπηση.
Η σκοτεινή Μεγάλη Αίθουσα στο Κάεμλυν ξανάφερε την Αλάνα να φωλιάσει στο μυαλό του. Ακόμα είχε νύχτα εκεί, όμως η Αλάνα ήταν ξύπνια· το ήξερε με τη βεβαιότητα που ήξερε ότι έκλαιγε, με τη βεβαιότητα που ήξερε ότι τα δάκρυά της σταμάτησαν μερικές στιγμές μετά απ’ όταν έκλεισε την πύλη πίσω από την τελευταία Κόρη. Στο βάθος του μυαλού του υπήρχε ακόμα μια μικρή μπάλα από μπερδεμένα, δυσερμήνευτα συναισθήματα, όμως ήταν βέβαιος πως η Αλάνα ήξερε πως είχε επιστρέψει. Δίχως αμφιβολία, κι εκείνη κι ο δεσμός τους είχαν παίξει ρόλο σ’ αυτό το βιαστικό ταξίδι, όμως τώρα ο Ραντ αποδεχόταν το δεσμό, έστω κι αν δεν του άρεσε. Αυτό παραλίγο θα τον έκανε να γελάσει πνιχτά· ήταν κάτι που έπρεπε να αποδεχτεί, αφού δεν μπορούσε να το αλλάξει. Η Αλάνα του είχε δέσει ένα νήμα —μακάρι να μην ήταν κάτι παραπάνω από νήμα· ο Ραντ ευχόταν στο Φως να μην ήταν κάτι παραπάνω— και δεν του προκαλούσε πρόβλημα, εκτός αν την άφηνε να πλησιάσει τόσο κοντά ώστε να κάνει το νήμα λουρί. Μακάρι να ήταν εκεί ο Θομ Μέριλιν· ο Θομ μάλλον θα ήξερε τα πάντα περί Προμάχων και δεσμών· σε ξάφνιαζαν τα πράγματα που ήξερε. Τέλος πάντων, όταν έβρισκε την Ηλαίην, θα έβρισκε και τον Θομ. Ήταν απλό.
Το σαϊντίν σχημάτισε μια σφαίρα φωτός, με Φωτιά κι Αέρα, για να φωτίσει το δρόμο καθώς έβγαιναν από την αίθουσα του θρόνου. Οι πανάρχαιες βασίλισσες, που κρύβονταν στο σκοτάδι εκεί ψηλά, δεν τον ενόχλησαν καθόλου. Ήταν απλώς εικόνες σε χρωματιστό γυαλί.
Δεν μπορούσε να πει το ίδιο για την Αβιέντα. Έξω από τα διαμερίσματά του, η Ναντέρα άφησε να φύγουν όλες οι Κόρες εκτός από την Τζαλάνι, κι οι δυο τους μπήκαν μαζί του για να ερευνήσουν τα δωμάτια, ενώ ο Ραντ χρησιμοποίησε τη Δύναμη για να ανάψει τις λάμπες και πέταξε το Σκήπτρο του Δράκοντα σε ένα μικρό τραπεζάκι στολισμένο με ελεφαντόδοντο που ήταν πιο διακριτικά επιχρυσωμένο απ’ όσο θα συνέβαινε στο Παλάτι του Ήλιου. Όλα τα έπιπλα έτσι ήταν, περισσότερο σμιλεμένα παρά επιχρυσωμένα, συνήθως με λιοντάρια ή τριαντάφυλλα. Ένα μεγάλο κόκκινο χαλί σκέπαζε ολόκληρο το πάτωμα, με χρυσή κλωστή να διαγράφει περιγράμματα τριαντάφυλλων.
Δίχως το σαϊντίν μέσα του, μάλλον δεν θα είχε ακούσει τις Κόρες με τα μαλακά βήματα τους, αλλά πριν διασχίσουν τον προθάλαμο, η Αβιέντα βγήκε από το ήσυχο σκοτεινό υπνοδωμάτιο με τα μαλλιά ανακατωμένα κι έτοιμο το μαχαίρι. Κι ολόγυμνη. Βλέποντάς τον, στην αρχή πάγωσε και μετά ξαναγύρισε πίσω, σχεδόν τρέχοντας. Ένα φωτάκι φάνηκε πέρα από την πόρτα, μια λάμπα που άναβε. Η Ναντέρα γέλασε μαλακά και κοιτάχτηκε με τη Τζαλάνι σαν να έβρισκαν κάτι αστείο.
«Ποτέ δεν θα καταλάβω τους Αελίτες», μουρμούρισε ο Ραντ, διώχνοντας την Πηγή. Δεν ήταν το ότι οι Αελίτισσες έβρισκαν την κατάσταση αστεία· εδώ και καιρό σήκωνε τα χέρια ψηλά με το Αελίτικο χιούμορ. Ήταν η Αβιέντα. Μπορεί εκείνη να θεωρούσε ότι ήταν ξεκαρδιστικό να ξεντύνεται μπροστά του πριν πέσει για ύπνο, όμως αν αυτός έπιανε τυχαία μια ματιά του αστραγάλου της χωρίς να είναι δική της επιλογή, τότε γινόταν αγριεμένη γάτα. Κι από πάνω τον κατηγορούσε αυτόν.
Η Ναντέρα γέλασε πνιχτά. «Δεν είναι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τους Αελίτες, αλλά τις γυναίκες. Κανείς άνδρας ποτέ δεν έχει καταλάβει τις γυναίκες».
«Οι άνδρες, αντιθέτως», παρενέβη η Τζαλάνι, «είναι πολύ απλοί». Αυτός την κοίταξε, τα μαγουλάκια της που είχαν ακόμα το παιδικό πάχος, κι εκείνη κοκκίνισε ελαφρά. Η Ναντέρα ήταν έτοιμη να γελάσει τρανταχτά.
Θάνατος, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν.
Ο Ραντ ξέχασε ό,τι άλλο. Θάνατος; Τι εννοείς;
Έρχεται θάνατος.
Τι είδους θάνατος; ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Τι λες τώρα;
Ποιος είσαι; Που είμαι;
Ο Ραντ ένιωσε σαν να είχε σφίξει το λαιμό του μια γροθιά. Ήταν από καιρό σίγουρος, αλλά... Ήταν η πρώτη φορά που του είχε πει κάτι ο Λουζ Θέριν, κάτι που ξεκάθαρα κι ολοφάνερα απευθυνόταν σ’ αυτόν. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ. Είσαι μέσα στο μυαλό μου.
Μέσα...; Όχι! Είμαι ο εαυτός μου! Είμαι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον! Είμαι εγώώώώώ! Η κραυγή έσβησε στο βάθος.
Γύρνα πίσω, φώναξε ο Ραντ. Ποιος θάνατος; Απάντησε μου, που να καείς! Σιωπή. Σάλεψε ανήσυχα. Ήταν άλλο πράγμα να το ξέρεις αλλά αυτό, ένας νεκρός άνθρωπος, μέσα του, που να μιλά για τον θάνατο, τον έκανε να νιώθει ρυπαρός, σαν αμυδρό άγγιγμα του μολύσματος του σαϊντίν.
Κάτι άγγιξε το μπράτσο του κι αυτός παραλίγο θα άδραχνε την Πηγή πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν η Αβιέντα. Πρέπει να είχε φορέσει τα ρούχα της με αστραπιαία ταχύτητα, όμως έμοιαζε σαν να είχε αφιερώσει μια ολόκληρη ώρα για να βάλει κάθε τρίχα της όπως την ήθελε. Ο κόσμος έλεγε ότι οι Αελίτες δεν έδειχναν συναισθήματα, όμως απλώς ήταν πιο συγκρατημένοι από τους άλλους. Το πρόσωπό τους έδειχνε ό,τι και το πρόσωπο κάθε άλλου, αν ήξερες τι να κοιτάξεις. Η Αβιέντα από τη μια ένιωθε έγνοια γι’ αυτόν κι από την άλλη ήθελε να θυμώσει.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Απλώς σκεφτόμουν», της είπε. Ήταν σχεδόν αλήθεια. Απάντησέ μου, Λουζ Θέριν! Γύρνα πίσω κι απάντησέ μου! Γιατί είχε σκεφτεί ότι η σιωπή ταίριαζε σ’ αυτό το πρωινό;
Δυστυχώς, η Αβιέντα πίστεψε τα λόγια του, κι, αφού δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας... Έβαλε τα χέρια στους γοφούς της. Ήταν το ένα πράγμα που καταλάβαινε ο Ραντ για τις γυναίκες, είτε Αελίτισσες, είτε Διποταμίτισσες, είτε ό,τι άλλο· οι γροθιές στους γοφούς σήμαιναν μπελάδες. Άδικα είχε ανάψει τις λάμπες· τα μάτια της αρκούσαν για να βάλουν φωτιά στο δωμάτιο. «Πάλι έφυγες χωρίς εμένα. Υποσχέθηκα στις Σοφές να μένω κοντά σου μέχρι που θα χρειαστεί να φύγω, αλλά εσύ πετάς την υπόσχεση μου στα σκουπίδια. Μου έχεις τοχ γι’ αυτό, Ραντ αλ’Θόρ. Ναντέρα, από δω και πέρα πρέπει να μου λένε πότε θα φεύγει και πότε όχι. Δεν πρέπει να του επιτραπεί να φύγει χωρίς εμένα, αφού πρέπει να τον συνοδεύω».
Η Ναντέρα δεν δίστασε στιγμή πριν απαντήσει. «Θα γίνει όπως το επιθυμείς, Αβιέντα».
Ο Ραντ γύρισε για να τις αντικρίσει και τις δύο. «Για περιμένετε μια στιγμή! Κανείς δεν θα πληροφορείται πότε έρχομαι και πότε φεύγω, αν δεν το πω εγώ».
«Έδωσα το λόγο μου, Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Ναντέρα με ανέκφραστη φωνή. Τον κοίταξε κατάματα, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να υποχωρήσει.
«Το ίδιο κι εγώ», είπε η Τζαλάνι, εξίσου ανέκφραστα.
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα κι ύστερα το ξανάκλεισε. Το άτιμο το τζι’ε’τόχ. Άδικα θα θύμιζε ότι ήταν ο Καρ’α’κάρν, φυσικά. Η Αβιέντα έδειχνε κάπως ξαφνιασμένη που είχε τολμήσει καν να διαμαρτυρηθεί· γι’ αυτήν ήταν κάτι τετελεσμένο. Ο Ραντ σάλεψε τους ώμους του ανήσυχα, αν κι όχι εξαιτίας της Αβιέντα. Η ρυπαρή αίσθηση ήταν ακόμα εκεί, και πιο δυνατή. Ίσως να είχε ξαναγυρίσει ο Λουζ Θέριν. Ο Ραντ τον κάλεσε σιωπηλά, μα πάλι δεν πήρε απάντηση.
Ένα χτύπημα στην πόρτα ακολουθήθηκε σχεδόν αμέσως από την είσοδο της Κυράς Χάρφορ, η οποία έκανε τη συνηθισμένη βαθιά γονυκλισία της. Η Αρχικαμαριέρα φυσικά δεν έδειχνε καθόλου ότι ήταν ακόμα χαράματα· ό,τι ώρα της ημέρας κι αν ήταν, η Ρενέ Χάρφορ πάντα έδειχνε σαν να είχε μόλις ντυθεί. «Είχαμε αφίξεις στην πόλη, Άρχοντα Δράκοντα, για τις οποίες ο Άρχοντας Μπασίρε πιστεύει ότι πρέπει να μάθεις όσο το δυνατόν συντομότερα. Η Αρχόντισσα Ήμλυν κι ο Άρχοντας Κούλχαν μπήκαν χθες το μεσημέρι και μένουν στου Άρχοντα Πέλιβαρ. Η Αρχόντισσα Αραθέλε ήρθε μετά από μια ώρα, με μεγάλη ακολουθία. Ο Άρχοντας Μπαρέλ κι ο Άρχοντας Μακάραν, η Αρχόντισσα Σεργκέις κι η Αρχόντισσα Νεγκάρα μπήκαν χωριστά τη νύχτα, με μικρή ακολουθία ο καθένας τους. Κανείς ακόμα δεν ήρθε να υποβάλει τα σέβη του στο Παλάτι». Ξεστόμισε την τελευταία πρόταση με τον ίδιο τόνο, δίχως ίχνος της προσωπικής της γνώμης.
«Καλά νέα», της είπε, κι ήταν καλά τα νέα, είτε είχαν υποβάλει τα σέβη τους είτε όχι. Η Ήμλυν κι ο σύζυγός της ο Κούλχαν ήταν σχεδόν εξίσου ισχυροί με τον Πέλιβαρ· η Αραθέλε ήταν από τους πιο ισχυρούς με εξαίρεση την Ντυέλιν και τον Λούαν. Οι άλλοι ήταν από μικρότερους Οίκους, κι απ’ αυτούς μόνο ο Μπαρέλ ήταν Υψηλή Έδρα του Οίκου του, όμως οι ευγενείς που είχαν αντισταθεί στον «Γκάεμπριλ» είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται. Ή τουλάχιστον ήταν καλά νέα αν έβρισκε την Ηλαίην πριν αποφασίσουν να του πάρουν το Κάεμλυν.
Η Κυρά Χάρφορ τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά του έδωσε ένα γράμμα με γαλάζια σφραγίδα. «Αυτό παραδόθηκε αργά χθες το βράδυ, Άρχοντα Δράκοντα. Από έναν ιπποκόμο. Έναν βρώμικο ιπποκόμο. Η Θαλασσινή Κυρά των Κυμάτων δεν έμεινε ευχαριστημένη όταν έφυγες τη στιγμή που εμφανιζόταν για να τη δεχθείς σε ακρόαση». Αυτή τη φορά η αποδοκιμασία στη φωνή της ήταν ολοφάνερη, μολονότι δεν ήταν φανερό αν στρεφόταν κατά της Κυράς των Κυμάτων, κατά του Ραντ που δεν είχε εμφανιστεί στη συνάντηση ή κατά του τρόπου που είχε παραδοθεί το γράμμα.
Ο Ραντ αναστέναξε· είχε ξεχάσει τους Θαλασσινούς που ήταν εδώ στο Κάεμλυν. Αυτό το θύμισε το γράμμα που του είχαν δώσει στην Καιρχίν, και το ξετρύπωσε. Τόσο το πράσινο βουλοκέρι όσο και γαλάζιο είχαν την ίδια σφραγίδα, αν και δεν καταλάβαινε τι απεικόνιζε. Δύο πράγματα σαν πλατιές γαβάθες με μια χοντρή περίτεχνη γραμμή που πήγαινε από τη μια στην άλλη. Κάθε γράμμα απευθυνόταν στον «Κοραμούρ», όποιος κι αν ήταν αυτός. Σκέφτηκε πως πρέπει να ήταν ο ίδιος. Ίσως έτσι αποκαλούσαν οι Θαλασσινοί τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Έσπασε πρώτα το γαλάζιο βουλοκέρι. Δεν υπήρχε προσφώνηση και σίγουρα ήταν εντελώς διαφορετικό από κάθε άλλο γράμμα που είχε δει να απευθύνεται στον Αναγεννημένο Δράκοντα.
Φωτός θέλοντος, ίσως επιστρέψεις κάποτε στο Κάεμλυν. Εφόσον έκανα μεγάλο ταξίδι για να σε δω, ίσως βρω χρόνο όταν βρεις κι εσύ.
Απ’ ό,τι φαινόταν, η Κυρά Χάρφορ είχε δίκιο· η Κυρά των Κυμάτων δεν ήταν διόλου ευχαριστημένη. Το πράσινο βουλοκέρι δεν έκρυβε κάτι καλύτερο.
Με τις ευλογίες του Φωτός, θα σε δεχθώ στο κατάστρωμα του Αφρισμένου Κύματος όσο πιο σύντομα μπορείς.
«Είναι άσχημα νέα;» ρώτησε η Αβιέντα.
«Δεν ξέρω». Καθώς κοίταζε συνοφρυωμένος τις επιστολές, μόλις που αντιλήφθηκε την Κυρά Χάρφορ να αφήνει να μπει μέσα μια γυναίκα που φορούσε την ερυθρόλευκη ενδυμασία και να ανταλλάσσει μερικές χαμηλόφωνες κουβέντες μαζί της. Καμία απ’ αυτές τις δύο Θαλασσινές δεν έδειχναν να είναι ευχάριστη παρέα. Είχε διαβάσει κάθε μετάφραση των Προφητειών του Δράκοντα που μπορούσε να βρει, και παρ’ όλο που ακόμα κι οι πιο ξεκάθαρες ήταν συχνά δυσνόητες, δεν θυμόταν τίποτα που να αφορά στους Άθα’αν Μιέρε. Ίσως στα πλοία τους, εκεί στο πέλαγος, και στα μακρινά νησιά τους να ήταν ο ένας λαός που θα έμενε ανέγγιχτος από τον ίδιο κι από την Τάρμον Γκάι’ντον. Όφειλε μια συγγνώμη στη Ζάιντα, αλλά ίσως μπορούσε να τη φορτώσει στον Μπασίρε· ο Μπασίρε είχε αρκετούς τίτλους για να κολακεύσει κάθε ματαιοδοξία. «Δεν το νομίζω».
Η υπηρέτρια γονάτισε μπροστά του, με το ασπρομάλλικο κεφάλι της σκυμμένο χαμηλά και τα χέρια σηκωμένα ψηλά για να του προσφέρει άλλο ένα γράμμα, σε χοντρή περγαμηνή αυτή τη φορά. Η στάση της τον έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια· ούτε ακόμα και στο Δάκρυ δεν είχε δει υπηρέτη να τρέμει τόσο, πόσο μάλλον στο Άντορ. Η Κυρά Χάρφορ είχε σμίξει τα φρύδια και κουνούσε το κεφάλι. Η γονατισμένη γυναίκα μίλησε, με το πρόσωπο ακόμα στραμμένο προς τα κάτω. «Αυτό ήρθε για τον Άρχοντα Δράκοντα».
«Σούλιν;» είπε αυτός με κομμένη την ανάσα. «Τι κάνεις; Τι κάνεις φορώντας αυτό το... φόρεμα;»
Η Σούλιν σήκωσε το πρόσωπο· είχε μια φρικτή όψη, σαν λύκαινα που έβαζε τα δυνατά του να πείσει ότι ήταν ελαφίνα. «Αυτό φορούν οι γυναίκες που υπηρετούν κι υπακούουν σ’ ό,τι τις προστάξουν με αντάλλαγμα το χρήμα». Κούνησε το γράμμα που κρατούσε ακόμα στα υψωμένα χέρια της. «Με πρόσταξαν να πω ότι μόλις ήρθε αυτό, Άρχοντα Δράκοντα, από έναν... έναν καβαλάρη που έφυγε αμέσως μόλις το παρέδωσε». Η Αρχικαμαριέρα πλατάγισε τη γλώσσα της ενοχλημένη.
«Θέλω μια καθαρή απάντηση», είπε αυτός, αρπάζοντας τη σφραγισμένη περγαμηνή. Εκείνη πετάχτηκε όρθια μόλις το γράμμα έφυγε από τα χέρια της. «Γύρνα εδώ, Σούλιν. Σούλιν, θέλω μια απάντηση!» Μα εκείνη έτρεξε γοργά, όσο και τότε που φορούσε το καντιν’σόρ, κατευθείαν στις πόρτες, και βγήκε έξω.
Για κάποιο λόγο, η Κυρά Χάρφορ κοίταξε τη Ναντέρα. «Σου είπα ότι είναι άδικος κόπος. Και σας είπα και τις δύο ότι όσο φορά τη λιβρέα του Παλατιού, περιμένω να τιμά το Παλάτι, είτε είναι Αελίτισσα, είτε είναι η Βασίλισσα της Σαλδαίας». Κλίνοντας το γόνυ, πέταξε ένα βιαστικό «Άρχοντα Δράκοντα» στον Ραντ και βγήκε έξω μονολογώντας για τους τρελούς Αελίτες.
Ο Ραντ σχεδόν συμφωνούσε μαζί της. Κοίταξε από τη Ναντέρα στην Αβιέντα και την Τζαλάνι. Δεν έδειχναν την παραμικρή έκπληξη. Καμία δεν έδειχνε σαν να είχε δει κάτι πέρα των συνηθισμένων. «Θα μου πείτε επιτέλους τι στο Φως συμβαίνει; Ήταν η Σούλιν αυτή!»
«Πρώτα», είπε η Ναντέρα, «η Σούλιν κι εγώ πήγαμε στα μαγειρεία. Νόμιζε ότι το να πλένει κατσαρόλες και τα σχετικά θα ήταν κάτι κατάλληλο. Όμως ένας εκεί είπε ότι είχε όσες λαντζέρισσες χρειαζόταν· έδειχνε να πιστεύει ότι η Σούλιν πάντα θα έμπλεκε σε καυγάδες με τις άλλες. Δεν ήταν πολύ ψηλός» —έδειξε λίγο πιο κάτω από το σαγόνι του Ραντ— «αλλά ήταν φαρδύς και νομίζω ότι θα προθυμοποιούταν να χορέψει τις λόγχες μαζί μας αν δεν φεύγαμε. Ύστερα πήγαμε σ’ αυτή τη γυναίκα, τη Ρενέ Χάρφορ, αφού μοιάζει να είναι η στεγοκυρά εδώ». Έκανε μια μικρή γκριμάτσα· ή ήσουν στεγοκυρά ή δεν ήσουν — ο τρόπος σκέψης των Αελιτών δεν είχε περιθώρια για μια Αρχικαμαριέρα. «Στην αρχή δεν κατάλαβε, αλλά στο τέλος συμφώνησε. Αναρωτήθηκα αν η Σούλιν θα άλλαζε γνώμη όταν καταλάβαινε ότι η Ρενέ Χάρφορ ήθελε να της βάλει φόρεμα, αλλά φυσικά δεν άλλαξε γνώμη. Η Σούλιν έχει περισσότερο κουράγιο από μένα. Θα προτιμούσα να με έκανε γκαϊ’σάιν ένας καινούριος Σέια Ντουν».
«Εγώ», είπε πεισματικά η Τζαλάνι, «θα προτιμούσα να με δέρνει ο πρωταδελφός του χειρότερου εχθρού μου μπροστά στη μητέρα μου κάθε μέρα για ένα χρόνο».
Τα μάτια της Ναντέρα μισόκλεισαν με αποδοκιμασία και τα δάχτυλά της συσπάστηκαν, όμως αντί για χειρομιλία, είπε εσκεμμένα, «Κομπάζεις σαν Σάιντο, κοριτσάκι». Αν η Τζαλάνι ήταν μεγαλύτερη, οι τρεις υπολογισμένες προσβολές θα κατέληγαν σε καυγά, όμως αυτή αντίθετα έκλεισε τα μάτια για να κρύψει το θέαμα από όσους είχαν ακούσει τη ντροπή της.
Ο Ραντ έτριψε με τα δάχτυλα το κεφάλι του. «Η Ρενέ δεν καταλαβαίνει; Εγώ δεν καταλαβαίνω, Ναντέρα. Γιατί το κάνει αυτό; Εγκατέλειψε τη λόγχη; Αν παντρεύτηκε Αντορινό» —ειχαν συμβεί και πιο παράξενα πράγματα γύρω του— “θα της δώσω αρκετό χρυσάφι για να αγοράσουν αγρόκτημα ή ό,τι άλλο θέλουν. Δεν χρειάζεται να γίνει υπηρέτρια”. Η Τζαλάνι άνοιξε διάπλατα τα μάτια, κι οι τρεις γυναίκες τον κοίταξαν σαν να ήταν αυτός ο τρελός.
«Η Σούλιν ξεπληρώνει το τοχ της, Ραντ αλ’Θόρ», είπε σταθερά η Αβιέντα· στεκόταν με το κορμί στητό και του ανταπέδιδε το βλέμμα, μιμούμενη πολύ καλά την Άμυς. Μόνο που κάθε μέρα μιμούνταν λιγότερο κι έδειχνε τον εαυτό της περισσότερο. «Δεν σε αφορά».
Η Τζαλάνι ένευσε, ολοφάνερα συμφωνώντας. Η Ναντέρα απλώς στεκόταν και κοίταζε ανέμελα την αιχμή μιας λόγχης.
«Η Σούλιν με αφορά», τους είπε αυτός. «Αν της συμβεί κάτι—» Ξαφνικά θυμήθηκε τη στιχομυθία που είχε ακούσει κατά λάθος πριν πάνε στη Σαντάρ Λογκόθ. Η Ναντέρα είχε κατηγορήσει τη Σούλιν ότι μιλούσε στους γκαϊ’σάιν σαν να ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι, κι η Σούλιν το είχε παραδεχτεί κι είχε πει ότι θα το φρόντιζαν αργότερα. Ο Ραντ δεν είχε δει τη Σούλιν μετά την επιστροφή από τη Σαντάρ Λογκόθ, όμως είχε υποθέσει ότι ήταν θυμωμένη μαζί του κι απλώς άφηνε σε άλλους το έργο της φρούρησής του. Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Όταν ήσουν καιρό κοντά σε Αελίτες, μάθαινες κάποια πράγματα για το τζι’ε’τόχ τους, κι οι Κόρες ήταν πιο εύθικτες απ’ όλους, εκτός ίσως από τα Σκυλιά της Πέτρας και τα Μαύρα Μάτια. Και μετά ήταν η Αβιέντα με τις απόπειρές της να τον κάνει Αελίτη.
Η κατάσταση ήταν απλή ή τουλάχιστον όσο απλό ήταν ποτέ ό,τι είχε να κάνει με το τζι’ε’τόχ. Αν δεν ήταν τόσο μπερδεμένος με τα δικά του, θα το είχε καταλάβει ευθύς εξαρχής. Μπορούσες να υπενθυμίζεις ακόμα και σε μια στεγοκυρά ποια ήταν κάθε μέρα που φορούσε το λευκό των γκαϊ’σάιν —αυτό προκαλούσε μεγάλη ντροπή, αλλά επιτρεπόταν, μερικές φορές μάλιστα ενθαρρυνόταν— όμως για τα μέλη των εννιά από τις δεκατρείς κοινωνίες, αυτή η υπενθύμιση προκαλούσε μεγάλη ατίμωση, με εξαίρεση ελάχιστες περιστάσεις τις οποίες ο Ραντ δεν θυμόταν. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι ήταν σίγουρα μια από τις εννιά. Ήταν ένας από τους λίγους τρόπους με τους οποίους μπορούσες να αποκτήσεις τοχ προς έναν γκαϊ’σάιν, αλλά αυτό θεωρούνταν η δυσκολότερη υποχρέωση για να την ξεπληρώσεις. Κατά τα φαινόμενα, η Σούλιν είχε αποφασίσει να το αντιμετωπίσει με το να δεχθεί μια μεγαλύτερη ντροπή, για τα μάτια των Αελιτών, από εκείνη που είχε προκαλέσει. Ήταν δικό της το τοχ, έτσι ήταν δική της η επιλογή για να το αντιμετωπίσει, δική της η επιλογή για το πόσο διάστημα θα συνέχιζε να κάνει κάτι που απεχθανόταν. Ποιος ήξερε καλύτερα από την ίδια πόσο άξιζε η τιμή της και πόσο βαθιά ήταν η υποχρέωσή της; Έστω κι έτσι, όμως, η Σούλιν είχε κάνει αρχικά εκείνο το πράγμα, επειδή ο Ραντ δεν της είχε δώσει αρκετό χρόνο. «Είναι δικό μου το σφάλμα», είπε.
Είχε πει το λάθος πράγμα. Η Τζαλάνι τον κοίταξε έκπληκτη. Η Αβιέντα κοκκίνισε από ντροπή· συνεχώς του έλεγε ότι στο τζι’ε’τόχ δεν έστεκαν δικαιολογίες. Αν για να σώσεις το παιδί σου αποκτούσες υποχρέωση σε ένα θανάσιμο εχθρό σου, απλώς πλήρωνες το τίμημα δίχως παζάρια.
Τη ματιά που έριξε η Ναντέρα στην Αβιέντα μόνο υποτιμητική θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς, αν όχι κάτι χειρότερο. «Αν έπαυες να ονειροπολείς για τα φρύδια του, θα τον δίδασκες καλύτερα».
Το πρόσωπο της Αβιέντα σκοτείνιασε από αγανάκτηση, αλλά η Ναντέρα μίλησε με χειρομιλία στη Τζαλάνι, κάτι που έκανε τη Τζαλάνι να γείρει το κεφάλι πίσω και να γελάσει, κι έκανε το βαθυπόρφυρο χρώμα στα μάγουλα της Αβιέντα να ξανοίξει και να δείξει απλώς αμηχανία. Ο Ραντ σχεδόν περίμενε να ακούσει πρόσκληση σε χορό με λόγχες. Ή μάλλον, όχι ακριβώς έτσι· η Αβιέντα του είχε μάθει ότι ούτε οι Σοφές, ούτε οι μαθητευόμενες έκαναν αυτό το πράγμα. Αλλά ο Ραντ δεν θα ξαφνιαζόταν αν η Αβιέντα έστριβε το αυτί της Ναντέρα.
Μίλησε γρήγορα, για να προλάβει κάτι τέτοιο. «Εφόσον προκάλεσα εγώ την πράξη της Σούλιν, δεν έχω τοχ απέναντι της;»
Προφανώς, μπορούσε να γελοιοποιηθεί ακόμα περισσότερο. Το πρόσωπο της Αβιέντα με κάποιον τρόπο έγινε ακόμα πιο κόκκινο απ’ όσο πριν, κι η Τζαλάνι ξαφνικά κοίταξε με ενδιαφέρον το χαλί κάτω από τα πόδια της. Ακόμα κι η Ναντέρα έδειξε ενόχληση για την άγνοιά του. Μπορούσαν να σου πουν ότι είχες τοχ, αν κι αυτό ήταν προσβλητικό, μπορούσαν να σου το θυμίσουν, αλλά το να ρωτάς σήμαινε ότι δεν ήξερες. Πάντως ο ίδιος ήξερε ότι είχε τοχ. Μπορούσε να αρχίσει διατάζοντας τη Σούλιν να αφήσει εκείνη τη γελοία δουλειά ως υπηρέτρια, να την αφήσει να ξαναβάλει το καντιν’σόρ, και... Και να την εμποδίσει έτσι να ξεπληρώσει το τοχ της. Ό,τι κι αν έκανε για να της ελαφρύνει το φορτίο, θα σπίλωνε την τιμή της. Δικό της το τοχ, δική της η εκλογή. Κάτι έδειχνε αυτό, αλλά δεν ήξερε τι ήταν. Ίσως μπορούσε να ρωτήσει την Αβιέντα. Αργότερα, όταν δεν θα πέθαινε από τη ντροπή της. Τα πρόσωπα των τριών γυναικών έδειχναν καθαρά ότι την είχε ντροπιάσει αρκετά προς το παρόν. Μα το Φως, τι μπλέξιμο ήταν αυτό.
Ενώ αναρωτιόταν πώς θα έβρισκε διέξοδο, κατάλαβε ότι ακόμα είχε στο χέρι το γράμμα που του είχε φέρει η Σούλιν. Το έχωσε στην τσέπη κι έλυσε τη ζώνη του σπαθιού για να την αφήσει πλάι στο Σκήπτρο του Δράκοντα, κι ύστερα ξανάπιασε την περγαμηνή. Ποιος θα του έστελνε μήνυμα με καβαλάρη ο οποίος δεν είχε σταθεί ούτε και να προγευματίσει; Απ’ έξω δεν υπήρχε τίποτα, κανένα όνομα· μόνο ο εξαφανισμένος πια αγγελιοφόρος θα μπορούσε να πει σε ποιον απευθυνόταν. Δεν αναγνώρισε ούτε κι αυτή τη σφραγίδα, που έδειχνε κάποιο λουλούδι σε πορφυρό βουλοκέρι, όμως η περγαμηνή ήταν βαριά, από τις πιο ακριβές. Το περιεχόμενο της, γραμμένο με ντελικάτο χέρι, τον έκανε να χαμογελάσει.
Εξάδελφε,
Οι καιροί είναι δύσκολοι, μα ένιωσα ότι πρέπει να σου γράψω για να σε διαβεβαιώσω για την καλή προαίρεση μου, και για να εκφράσω τις ελπίδες μου ό,τι τρέφεις κι εσύ τα ίδια συναισθήματα με τη σειρά σου. Μην φοβάσαι· σε ξέρω και σε αναγνωρίζω, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν θα έβλεπαν ευνοϊκά όποιον ήθελε να σε πλησιάσει χωρίς τη δική τους μεσολάβηση. Δεν ζητώ τίποτα παρά μόνο να κλείσεις τις εκμυστηρεύσεις μου στις φωτιές της καρδιάς σου.
«Γιατί χαμογελάς;» ρώτησε η Αβιέντα, κοιτώντας το γράμμα όλο περιέργεια. Το στόμα της ακόμα είχε μια υποψία θυμού εξαιτίας αυτού που την είχε κάνει να περάσει.
«Απλώς είναι ευχάριστο να μαθαίνω νέα από κάποια που είναι απλή στους τρόπους της», της είπε. Το Παιχνίδι των Οίκων ήταν απλό σε σύγκριση με το τζι’ε’τόχ. Το απόσπασμα του ονόματος έφτανε για να του δείξει ποια το είχε στείλει, αλλά αν η περγαμηνή έπεφτε σε λάθος χέρια, θα έμοιαζε με σημείωμα που απευθυνόταν σε φίλο, ή ίσως με θερμή απάντηση σε κάποιον ικέτη. Η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, Ευλογημένη του Φωτός, Βασίλισσα της Γκεάλνταν, αποκλείεται να υπέγραφε μια επιστολή με τόση οικειότητα προς κάποιον που δεν είχε συναντήσει ποτέ, πόσο μάλλον αν αυτός ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ήταν φανερό ότι ανησυχούσε για τους Λευκομανδίτες στην Αμαδισία, και για τον Προφήτη, τον Μασέμα. Ο Ραντ θα έπρεπε να κάνει κάτι για τον Μασέμα. Η Αλιάντρε ήταν επιφυλακτική και δεν ρίσκαρε να αποτυπώσει στο χαρτί περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Επίσης του υπενθύμιζε να κάψει αυτό το γράμμα. Οι φωτιές της καρδιάς του. Πάντως, ήταν η πρώτη φορά που ένας μονάρχης τον είχε προσεγγίσει δίχως να έχει ο Ραντ το σπαθί στο λαιμό της χώρας του. Αν μόνο κατόρθωνε να βρει την Ηλαίην και να της δώσει το Άντορ πριν αρχίσει κι άλλη μάχη εκεί...
Η πόρτα άνοιξε μαλακά κι ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα, μα δεν είδε τίποτα και ξανακοίταξε το γράμμα, ενώ αναρωτιόταν αν είχε ξεψαχνίσει τα νοήματα του. Διαβάζοντας, έτριψε τη μύτη του. Ο Λουζ Θέριν κι οι κουβέντες του περί θανάτου. Ο Ραντ δεν μπορούσε να γλιτώσει από κείνη την αίσθηση της δυσωδίας.
«Η Τζαλάνι κι εγώ θα πάρουμε θέσεις έξω», είπε η Ναντέρα.
Αυτός ένευσε αφηρημένα καθώς ήταν σκυμμένος πάνω από το γράμμα. Ο Θομ με την πρώτη ματιά σίγουρα θα είχε βρει έξι πράγματα που αυτού του είχαν ξεφύγει.
Η Αβιέντα ακούμπησε το μπράτσο του κι ύστερα τράβηξε απότομα το χέρι της. «Ραντ αλ’Θόρ, πρέπει να σου μιλήσω σοβαρά».
Ξαφνικά όλα συνδέθηκαν στο μυαλό του. Η πόρτα είχε ανοίξει. Μύριζε δυσωδία, δεν την αισθανόταν μόνο, όμως δεν ήταν ακριβώς μυρωδιά. Έριξε κάτω το γράμμα, έσπρωξε την Αβιέντα μακριά του με τόση δύναμη που αυτή άφησε μια έκπληκτη τσιρίδα —αλλά ήταν μακριά του· μακριά από τον κίνδυνο· όλα έμοιαζαν να κυλούν αργά— κι άδραξε το σαϊντίν ενώ στριφογυρνούσε.
Η Ναντέρα κι η Τζαλάνι μόλις γυρνούσαν για να δουν τι είχε κάνει την Αβιέντα να κραυγάσει. Ο Ραντ κοίταξε προσεκτικά κι είδε τον ψηλό άνδρα με το γκρίζο σακάκι τον οποίο οι Κόρες δεν έβλεπαν καθόλου καθώς τις προσπερνούσε ήρεμα, με τα μαύρα, νεκρά μάτια του στυλωμένα στον Ραντ. Ακόμα και τώρα που συγκεντρωνόταν, ο Ραντ ένιωθε ότι το βλέμμα του ήθελε να γλιστρήσει πέρα από τον Φαιό. Αυτό ακριβώς ήταν· ένας από τους Ασασίνους της Σκιάς. Καθώς το γράμμα έφτανε στο πάτωμα, ο Φαιός κατάλαβε ότι ο Ραντ τον είχε δει. Η κραυγή της Αβιέντα ακόμα αντηχούσε στον αέρα και το σώμα της έκανε ένα μικρό αναπήδημα από το πάτωμα όπου είχε πέσει απότομα· ένα μαχαίρι φάνηκε στο χέρι του Φαιού, κρατημένο χαμηλά, κι ο ασασίνος χίμηξε. Ο Ραντ τον τύλιξε σε βρόχια Αέρα σχεδόν με περιφρόνηση. Και μια δέσμη φωτιάς, χοντρή σαν ανθρώπινος καρπός, πέρασε αστράφτοντας πάνω από τον ώμο του και καίγοντας άνοιξε μια τρύπα στο στήθος του Φαιού, τόσο μεγάλη που χωρούσε γροθιά. Ο ασασίνος πέθανε χωρίς να σπαρταρήσει καν· το κεφάλι του έγειρε με τα μάτια του, που δεν ήταν περισσότερο νεκρά απ’ όσο πριν, να κοιτάνε τον Ραντ.
Έτσι νεκρός, ό,τι κι αν είχαν κάνει στον Φαιό για να είναι δύσκολο να τον δεις, δεν διατηρούνταν πια. Νεκρός, ήταν ξαφνικά ορατός σαν τους άλλους. Η Αβιέντα, που σηκωνόταν από το πάτωμα, άφησε μια έκπληκτη κραυγούλα κι ο Ραντ ένιωσε το ανατρίχιασμα που του έλεγε ότι είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Το χέρι της Ναντέρα τινάχτηκε προς το πέπλο της ενώ το στόμα της έκλεινε στα μισά ενός επιφωνήματος, κι η Τζαλάνι μισοσήκωσε το δικό της.
Ο Ραντ άφησε το πτώμα να πέσει, όμως κράτησε το σαϊντίν καθώς στρεφόταν για να αντιμετωπίσει τον Τάιμ, που στεκόταν στην είσοδο της κρεβατοκάμαράς του. «Γιατί τον σκότωσες;» Μόνο ένα μέρος της κρύας σκληράδας στη φωνή του οφειλόταν στο Κενό. «Τον είχα αιχμάλωτο· μπορεί να μου έλεγε κάτι, ίσως ακόμα και ποιος τον έστειλε. Τι γυρεύεις τέλος πάντων εδώ και τρύπωσες στην κρεβατοκάμαρα μου;»
Ο Τάιμ προχώρησε στο δωμάτιο, με απόλυτη άνεση, φορώντας μαύρο σακάκι με χρυσογάλανους δράκους πλεγμένους ολόγυρα στα μανίκια. Η Αβιέντα σηκώθηκε όρθια και παρά το σαϊντάρ, τα μάτια της έλεγαν ότι ήταν εξίσου έτοιμη να επιτεθεί στον Τάιμ με το μαχαίρι που είχε τραβήξει από τη ζώνη της όσο και να το θηκαρώσει ξανά. Η Ναντέρα κι η Τζαλάνι είχαν φορέσει τα πέπλα και στέκονταν έτοιμες με τις λόγχες προτεταμένες. Ο Τάιμ τις αγνόησε· ο Ραντ τον ένιωσε να αφήνει τη Δύναμη. Ο Τάιμ δεν έμοιαζε να ανησυχεί που ο Ραντ ήταν ακόμα γεμάτος σαϊντίν. Εκείνο το παράξενο μισάνοιγμα του στόματος που το περνούσες σχεδόν για χαμόγελο στράβωσε τα χείλη του καθώς κοίταζε τον σκοτωμένο Φαιό.
«Τι απαίσιοι που είναι αυτοί οι Άψυχοι». Κάθε άλλος στη θέση του θα ανατρίχιαζε· ο Τάιμ, όχι. «Ήρθα στο μπαλκόνι σου με πύλη, επειδή φαντάστηκα ότι θα ήθελες να ακούσεις αμέσως το νέο».
«Κάποιος που μαθαίνει υπερβολικά γρήγορα;» παρενέβη ο Ραντ κι ο Τάιμ του άστραψε πάλι εκείνο το σχεδόν χαμόγελο.
«Όχι, δεν είναι κανένας μασκαρεμένος Αποδιωγμένος, εκτός αν κατάφερε να μεταμφιεστεί σε αγοράκι είκοσι χρονών το πολύ. Το όνομά του είναι Τζάχαρ Ναρίσμα κι έχει τη σπίθα, αν κι ακόμα δεν έχει εμφανιστεί. Οι άνδρες συνήθως το δείχνουν πιο αργά απ’ ό,τι οι γυναίκες. Θα ’πρεπε να επιστρέψεις στη σχολή· θα σε ξαφνιάσουν οι αλλαγές».
Ο Ραντ δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό. Το όνομα Τζάχαρ Ναρίσμα δεν ήταν Αντορινό· το Ταξίδεμα, απ’ όσο ήξερε, δεν είχε όρια, όμως φαινόταν ότι η επιχείρηση στρατολόγησης που έκανε ο Τάιμ είχε απλωθεί πολύ. Δεν είπε τίποτα, απλώς έμεινε να κοιτάζει το πτώμα στο πάτωμα.
Ο Τάιμ έκανε μια γκριμάτσα αλλά δεν ήταν θορυβημένος, απλώς ενοχλημένος. «Πίστεψέ με, εύχομαι όσο κι εσύ να ήταν ζωντανός. Τον είδα κι έδρασα χωρίς να σκεφτώ· το τελευταίο που θέλω είναι να σε δω νεκρό. Τον άρπαξες τη στιγμή που διαβίβαζα, μα ήταν αργά για να σταματήσω».
Πρέπει να τον σκοτώσω, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν, κι η Δύναμη πλημμύρισε τον Ραντ. Παγωμένος, πάλεψε να διώξει το σαϊντίν, κι ο κόπος ήταν μεγάλος. Ο Λουζ Θέριν προσπαθούσε να κρατηθεί, προσπαθούσε να διαβιβάσει. Στο τέλος, αργά, η Μία Δύναμη αποτραβήχτηκε σαν νερό που έσταζε από την τρύπα του κουβά.
Γιατί; ζήτησε να μάθει. Γιατί θέλεις να τον σκοτώσεις; Δεν ακούστηκε απάντηση, μόνο ένα γέλιο τρελό κι ένα κλάμα στο βάθος.
Η Αβιέντα τον κοίταζε με μια έκφραση όλο έγνοια. Είχε κρύψει το μαχαίρι της, αλλά το γαργαλητό στο δέρμα του του έδειχνε ότι ακόμα αγκάλιαζε το σαϊντάρ. Οι δύο Κόρες είχαν κατεβάσει τα πέπλα, τώρα που φαινόταν ότι η εμφάνιση του Τάιμ δεν σήμαινε επίθεση· κατάφερναν να έχουν το ένα μάτι στον Τάιμ, το άλλο στο υπόλοιπο δωμάτιο, και ταυτοχρόνως να ανταλλάσσουν για κάποιο λόγο ματιές όλο αμηχανία.
Ο Ραντ πήρε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι όπου το σπαθί του αναπαυόταν πάνω στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Ο αγώνας είχε κρατήσει μονάχα μερικές στιγμές, όμως ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν. Ο Λουζ Θέριν σχεδόν είχε αναλάβει τον έλεγχο, ή τουλάχιστον είχε σχεδόν πάρει το σαϊντίν. Πριν, στη σχολή, ο Ραντ κορόιδευε τον εαυτό του, τώρα όμως δεν μπορούσε να το κάνει πια.
Ο Τάιμ δεν έδειξε αν το είχε αντιληφθεί. Έσκυψε να πάρει το γράμμα κι έριξε μια ματιά πριν το ξαναδώσει στον Ραντ με μια μικρούλα υπόκλιση.
Ο Ραντ έχωσε την περγαμηνή στην τσέπη του. Τίποτα δεν τάραζε τον Τάιμ· τίποτα δεν έπληττε την αυτοκυριαρχία του. Γιατί ήθελε να τον σκοτώσει ο Λουζ Θέριν; «Έτσι που ήθελες να τα βάλεις με τις Άες Σεντάι, ξαφνιάζομαι που δεν προτείνεις χτύπημα στον Σαμαήλ. Εγώ κι εσύ μαζί, ίσως μαζί με μερικούς από τους πιο δυνατούς μαθητές, μπορούμε να εμφανιστούμε μπροστά του μέσω πύλης. Αυτόν τον άνθρωπο σίγουρα τον έστειλε ο Σαμαήλ».
«Ίσως», είπε κοφτά ο Τάιμ, ρίχνοντας μια ματιά στον Φαιό. «Και τι δεν θα ’δινα για να βεβαιωθώ». Αυτό έμοιαζε να είναι η καθαρή αλήθεια. «Όσο για το Ίλιαν, αμφιβάλλω αν θα ήταν τόσο εύκολο όσο το να ξεφορτωθεί κανείς δύο Άες Σεντάι. Όλο σκέφτομαι τι θα έκανα στη θέση του Σαμαήλ. Θα έβαζα ένα πλέγμα από ξόρκια φύλαξης στο Ίλιαν, έτσι ώστε αν κάποιος άνδρας έστω σκεφτόταν να διαβιβάσει, θα ήξερα αμέσως πού ακριβώς ήταν και θα τα έκανα όλα παρανάλωμα του πυρός πριν προλάβει να πάρει ανάσα».
Κι ο Ραντ έτσι έβλεπε την κατάσταση· κανένας δεν ήξερε καλύτερα από τον Σαμαήλ πώς να υπερασπίζεις έναν τόπο. Ίσως απλώς να ήταν παρανοϊκός ο Λουζ Θέριν. Ίσως ακόμα και να ζήλευε. Ο Ραντ προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν απέφευγε τη σχολή επειδή ο ίδιος ζήλευε, αλλά πάντα ένιωθε κάτι παράξενο κοντά στον Τάιμ. «Έφερες το νέο. Σου συνιστώ να φροντίσεις την εκπαίδευση αυτού του Τζάχαρ Ναρίσμα. Εκπαίδευσέ τον καλά. Ίσως χρειαστεί να χρησιμοποιήσει σύντομα την ικανότητά του».
Για μια στιγμή τα μαύρα μάτια του Τάιμ άστραψαν, κι ύστερα έγειρε λιγάκι το κεφάλι. Δίχως λέξη, άδραξε το σαϊντίν κι άνοιξε μια πύλη εκεί μπροστά. Ο Ραντ πίεσε τον εαυτό του να καθίσει, άδειος, ώσπου ο άλλος χάθηκε κι η πύλη μίκρυνε σχηματίζοντας μια εκτυφλωτική γραμμή φωτός· δεν μπορούσε να ρισκάρει άλλη μια αναμέτρηση με τον Λουζ Θέριν, εκεί που αν έχανε θα αναγκαζόταν να πολεμήσει τον Τάιμ. Γιατί άραγε ο Λουζ Θέριν ήθελε τον Τάιμ νεκρό; Ο Λουζ Θέριν έδειχνε να θέλει τους πάντες νεκρούς, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου.
Ήταν ένα γεμάτο πρωινό, ένας λόγος παραπάνω που ο ουρανός ήταν ακόμα γκρίζος. Τα καλά νέα ήταν σημαντικότερα από τα άσχημα. Κοίταξε τον Φαιό που ήταν σωριασμένος στο χαλί· η πληγή πρέπει να είχε καυτηριαστεί τη στιγμή που άνοιγε, όμως η Κυρά Χάρφορ σίγουρα δεν θα του το άφηνε ασχολίαστο, έστω και δίχως λόγια, αν υπήρχε έστω και μια σταγόνα αίμα στο χαλί. Όσο για την Θαλασσινή Κυρά των Κυμάτων, ας καθόταν να βράζει στο ζουμί της· ο Ραντ είχε αρκετές σκοτούρες και το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν άλλη μια κακιωμένη γυναίκα.
Η Ναντέρα κι η Τζαλάνι ακόμα σάλευαν από πόδι σε πόδι κοντά στην πόρτα. Κανονικά θα έπρεπε να είχαν πάει στις θέσεις τους έξω μόλις είχε φύγει ο Τάιμ.
«Αν είστε αναστατωμένες για τον Φαιό», είπε ο Ραντ, «ξεχάστε το. Μόνο ένας βλάκας περιμένει ότι μπορεί να προσέξει έναν Φαιό, εκτός από καθαρή τύχη, κι εσείς δεν είστε βλάκες».
«Δεν είναι αυτό», είπε μουδιασμένα η Ναντέρα. Το σαγόνι της Τζαλάνι ήταν τόσο σφιγμένο που φαινόταν καθαρά ότι πάλευε να μην μιλήσει.
Ο Ραντ το κατάλαβε αμέσως. Δεν πίστευαν ότι έπρεπε να είχαν εντοπίσει τον Φαιό, όμως ντρέπονταν που δεν το είχαν καταφέρει. Ντρέπονταν γι’ αυτό και φοβόταν για τη ντροπή που θα ένιωθαν αν διαδιδόταν η είδηση της «αποτυχίας» τους. «Δεν θέλω να μάθει κανείς ότι ήταν εδώ ο Τάιμ, ούτε τι είπε. Ο κόσμος είναι ανήσυχος που υπάρχει η σχολή κάπου κοντά στην πόλη και δεν χρειάζεται να φοβάται επιπλέον μήπως κάνουν έτσι την εμφάνισή τους ο Τάιμ ή κάποιος μαθητής. Νομίζω ότι το καλύτερο θα είναι να κρατήσουμε το στόμα μας κλειστό για ό,τι συνέβη σήμερα το πρωί. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε μυστικό το πτώμα, όμως θέλω να υποσχεθείτε ότι δεν θα πείτε τίποτα παρά μόνο ότι ένας άνδρας επιχείρησε να με σκοτώσει και σκοτώθηκε γι’ αυτό. Αυτό είναι το μόνο που σκοπεύω να πω, και δεν θα ήθελα να με βγάλετε ψεύτη».
Στα πρόσωπά τους έλαμψε η ευγνωμοσύνη. «Έχω τοχ», μουρμούρισαν σχεδόν εν χορώ.
Ο Ραντ ξερόβηξε τραχιά· δεν ήταν αυτό που ήθελε, τουλάχιστον όμως τις είχε κάνει να ηρεμήσουν. Ξαφνικά, του πέρασε από το μυαλό ένας τρόπος για να αντιμετωπίσει το θέμα της Σούλιν. Δεν θα της άρεσε, άλλα θα εκπλήρωνε το τοχ της, ίσως και με το παραπάνω, επειδή ήταν κάτι που δεν θα της άρεσε, κι επίσης θα ανακούφιζε κάπως τη συνείδησή του και θα ξεπλήρωνε εν μέρει το τοχ του προς τη Σούλιν.
«Άντε να φυλάξετε τώρα, αλλιώς θα πιστέψω ότι εσύ είσαι εκείνη που θέλει να κοιτάζει τα φρύδια μου». Αυτό είχε πει η Ναντέρα. Η Αβιέντα ήταν μαγεμένη από τα φρύδια του; «Εμπρός. Και βρείτε κάποιον να πάρει από δω αυτόν τον κύριο». Εκείνες έφυγαν, όλο χαμόγελα και γοργή χειρομιλία, κι αυτός σηκώθηκε κι έπιασε την Αβιέντα από το μπράτσο. «Είπες ότι πρέπει να μιλήσουμε. Έλα στην κρεβατοκάμαρά μου μέχρι να καθαρίσουν αυτό το δωμάτιο». Αν υπήρχε λεκές, ίσως τον έβγαζε με τη διαβίβαση.
Η Αβιέντα τινάχτηκε και τράβηξε το χέρι της. «Όχι! Όχι εκεί!» Πήρε μια βαθιά ανάσα, μίλησε με πιο ήπιο τόνο, όμως και πάλι έδειχνε γεμάτη υποψίες κι αρκετό θυμό. «Γιατί να μην μιλήσουμε εδώ;» Δεν υπήρχε λόγος, εκτός από το πτώμα στο πάτωμα, όμως γι’ αυτήν κάτι τέτοιο δεν είχε σημασία. Τον έσπρωξε σχεδόν βίαια στην καρέκλα του, κι ύστερα τον περιεργάστηκε και πήρε μια ανάσα πριν του μιλήσει.
«Το τζι’ε’τόχ είναι ο πυρήνας των Αελιτών. Είμαστε το τζι’ε’τόχ. Σήμερα το πρωί, με καταντρόπιασες». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της και κοιτώντας τον κατάματα, τον έπιασε στο κήρυγμα για την άγνοιά του και για το πόσο σημαντικό ήταν να την κρύβει μέχρι που η Αβιέντα θα μπορούσε να του τη θεραπεύσει, κι ύστερα πέρασε στο γεγονός ότι το τοχ έπρεπε να ξεπληρωθεί πάση θυσία. Μίλησε αρκετή ώρα γι’ αυτό.
Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι δεν εννοούσε αυτό η Αβιέντα όταν του είχε πει ότι έπρεπε να του μιλήσει, όμως χαιρόταν τόσο πολύ να κοιτάζει τα μάτια της, που δεν αναρωτήθηκε. Το χαιρόταν. Λίγο λίγο, κυνήγησε την απόλαυση που του έδιναν τα μάτια της και τη σύντριψε ώσπου έμεινε μόνο ένας αμελητέος πόνος.
Του φάνηκε ότι το είχε κρύψει καλά, όμως πρέπει να είχε αλλάξει η έκφραση του προσώπου του. Η Αβιέντα σιγά-σιγά σταμάτησε να μιλά και στάθηκε κοιτάζοντάς τον, βαριανασαίνοντας. Με αρκετό κόπο, αποτράβηξε το βλέμμα της. «Τουλάχιστον τώρα καταλαβαίνεις», του είπε χαμηλόφωνα. «Πρέπει... είναι ανάγκη να... Αρκεί να το καταλαβαίνεις». Μάζεψε τα φουστάνια της, διέσχισε το δωμάτιο —θαρρείς και το πτώμα ήταν ένας θάμνος που τον είχε προσπεράσει— και βγήκε έξω.
Αφήνοντάς τον σε ένα δωμάτιο που για κάποιο λόγο ήταν πιο σκοτεινό, μονάχο του μ’ έναν πεθαμένο. Ήταν ό,τι πιο κατάλληλο. Όταν ήρθαν οι γκαϊ’σάιν για να πάρουν τον Φαιό, βρήκαν τον Ραντ να γελά μαλακά.
Ο Πάνταν Φάιν καθόταν με τα πόδια απλωμένα ψηλά σε ένα μαξιλαράκι γονυκλισίας, κοιτάζοντας εξεταστικά την ομορφιά του ήλιου που μόλις είχε χαράξει κι αστραφτοβολούσε στην κυρτή λεπίδα του εγχειριδίου, το οποίο στριφογύριζε δίχως σταματημό στα χέρια του. Δεν του αρκούσε πια να το έχει στη ζώνη του· πού και πού ένιωθε την αναπόδραστη ανάγκη να το αγγίξει. Το μεγάλο ρουμπίνι που ήταν δεμένο στο σφαίρωμα της λαβής άστραφτε με μια βαθιά μοχθηρία. Το εγχειρίδιο ήταν κομμάτι του εαυτού του, ή ο ίδιος ήταν ένα κομμάτι του όπλου. Το εγχειρίδιο ήταν ένα κομμάτι της Αριντόλ, την οποία οι άνθρωποι αποκαλούσαν Σαντάρ Λογκόθ, όμως βέβαια κι ο ίδιος ήταν ένα κομμάτι της Αριντόλ. Ή η Αριντόλ ήταν ένα κομμάτι του εαυτού του. Ήταν ολότελα τρελός και το γνώριζε πολύ καλά, όμως, όντας τρελός, δεν τον πείραζε. Το φως του ήλιου άστραφτε στο ατσάλι, ατσάλι που τώρα ήταν πιο θανατηφόρο από κάθε άλλο που είχε σφυρηλατηθεί στο Θακαντάρ.
Το αυτί του έπιασε ένα σούρσιμο και κοίταξε τον Μυρντράαλ που καθόταν στην άλλη άκρη του δωματίου και περίμενε πότε ο Πάνταν Φάιν θα καταδεχόταν να ασχοληθεί μαζί του. Ο Μυρντράαλ δεν προσπάθησε να πιάσει το βλέμμα τού· του είχε κόψει εδώ και καιρό αυτή τη συνήθεια.
Ο Πάνταν Φάιν προσπάθησε να επιστρέψει στους ρεμβασμούς του για τη λεπίδα, για το τέλειο κάλος του τέλειου θανάτου, την ομορφιά του τι ήταν κάποτε η Αριντόλ και τι θα ξαναγινόταν, όμως ο Μυρντράαλ του είχε χαλάσει την αυτοσυγκέντρωση. Την είχε μολύνει. Του ήρθε να πλησιάσει και να σκοτώσει εκείνο το πλάσμα, και παραλίγο θα το έκανε. Οι Ημιάνθρωποι αργούσαν πολύ να πεθάνουν· πόσο, άραγε, αν χρησιμοποιούσε το εγχειρίδιο; Λες κι είχε νιώσει τις σκέψεις του, ο Μυρντράαλ σάλεψε ξανά. Όχι, είχε ακόμα τη χρησιμότητά του.
Ούτως ή άλλως του ήταν δύσκολο να συγκεντρώνει την προσοχή του σε ένα πράγμα για πολλή ώρα. Με εξαίρεση τον Ραντ αλ’Θόρ, φυσικά. Ένιωθε τον αλ’Θόρ, μπορούσε να δείξει προς τα πού ήταν, από τόσο κοντά. Ο αλ’Θόρ τον προσέλκυε, τον τραβούσε τόσο που ο Πάνταν Φάιν ένιωθε πόνο. Υπήρχε μια διαφορά τώρα τελευταία, μια διαφορά που είχε εμφανιστεί ξαφνικά, σχεδόν σαν να είχε καταλάβει ξαφνικά και κάποιος άλλος τον αλ’Θόρ εν μέρει, και κάνοντας το αυτό είχε διώξει ένα τμήμα της κατοχής που είχε στον αλ’Θόρ ο Φάιν. Δεν πείραζε. Ο αλ’Θόρ ήταν δικός του.
Ευχήθηκε να ένιωθε τον πόνο του αλ’Θόρ· αν μη τι άλλο, πρέπει να του είχε προκαλέσει πόνο. Μόνο δαγκωνιές προς το παρόν, όμως αν ήταν αρκετές οι δαγκωνιές, μπορούσαν να τον αφήσουν ένα ξερό κουφάρι. Οι Λευκομανδίτες εναντιωνόταν απολύτως στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Το χείλος του Φάιν τραβήχτηκε πίσω, σχηματίζοντας μια χλευαστική γκριμάτσα. Το να υποστηρίξει ο Νάιαλ τον αλ’Θόρ ήταν εξίσου απίθανο με το να τον υποστήριζε η Ελάιντα, όμως με τον αλ’Θόρ δεν έπρεπε να παίρνεις τίποτα για δεδομένο. Ο Φάιν τους είχε αγγίξει και τους δύο με αυτό που μετέφερε από την Αριντόλ· ίσως να έδειχναν εμπιστοσύνη καθένας στη μητέρα του, όμως ποτέ στον αλ’Θόρ τώρα πια.
Η πόρτα άνοιξε με ορμή κι ο νεαρός Πέργουυν Μπέλμαν εισέβαλε στο δωμάτιο, καταδιωκόμενος από τη μητέρα του. Η Ναν Μπέλμαν ήταν εμφανίσιμη γυναίκα, αν κι ο Φάιν σπανίως τώρα πια πρόσεχε κάτι τέτοιο στις γυναίκες· επρόκειτο για μια Σκοτεινόφιλη που νόμιζε ότι οι όρκοι της ήταν μια αργόσχολη ενασχόληση με το κακό, ώσπου εμφανίστηκε στο κατώφλι της ο Πάνταν Φάιν. Τον περνούσε κι αυτόν για Σκοτεινόφιλο, για κάποιον υψηλά ιστάμενο στα συμβούλια. Ο Φάιν φυσικά τα είχε ξεπεράσει κατά πολύ αυτά· θα ήταν νεκρός την ίδια στιγμή που θα έπεφτε στα χέρια κάποιου Εκλεκτού. Η σκέψη τον έκανε να χαχανίσει.
Ο Πέργουυν κι η μητέρα του ζάρωσαν μπροστά στην όψη τον Μυρντράαλ, φυσικά, όμως το αγόρι συνήλθε πρώτο κι έφτασε τον Φάιν ενώ η γυναίκα πάλευε ακόμα να ανασάνει.
«Αφέντη Μόρντεθ, Αφέντη Μόρντεθ», είπε με ψιλή φωνούλα, φορώντας το ερυθρόλευκο σακάκι του και χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο. «Έχω τα μαντάτα που ήθελες».
Μόρντεθ. Είχε χρησιμοποιήσει αυτό το όνομα; Μερικές φορές δεν θυμόταν τι όνομα χρησιμοποιούσε, ποιο όνομα ήταν το δικό του. Θηκάρωσε το εγχειρίδιο κάτω από το σακάκι του και χαμογέλασε ζεστά. «Και τι μαντάτα είναι αυτά που μου φέρνεις, παλικάρι μου;»
«Κάποιος προσπάθησε να σκοτώσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα σήμερα το πρωί. Ένας άνδρας. Τώρα είναι νεκρός. Ξέφυγε κι από τους Αελίτες κι απ’ όλους, μπήκε μέσα στα δωμάτια του Άρχοντα Δράκοντα».
Ο Φάιν ένιωσε το χαμόγελο του να μετατρέπεται σε αγριωπό μορφασμό. Είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν τον αλ’Θόρ; Ο αλ’Θόρ ήταν δικός του! Ο αλ’Θόρ θα πέθαινε από το δικό του χέρι, κανενός άλλο! Μια στιγμή. Ο ασασίνος είχε περάσει τους Αελίτες κι είχε μπει στα δωμάτια του αλ’Θόρ; «Ένας Φαιός!» Δεν κατάλαβε ότι η στριγκιά φωνή ήταν η δική του. Οι Φαιοί σήμαιναν τους Εκλεκτούς. Ποτέ δεν θα γλίτωνε από την ανάμιξή τους;
Τόση λύσσα κάπου έπρεπε να πάει πριν σκάσει μέσα του. Σχεδόν αδιάφορα, χάιδεψε φευγαλέα το πρόσωπο του αγοριού. Τα μάτια του νεαρού γούρλωσαν· τον έπιασε τόσο δυνατό τρέμουλο που τα δόντια του κροτάλιζαν.
Ο Φάιν δεν πολυκαταλάβαινε τα τεχνάσματα που μπορούσε να κάνει. Κάτι ήταν από τον Σκοτεινό, ίσως, κάτι από την Αριντόλ. Μετά από την επίσκεψή του εκεί, μετά απ’ όταν είχε πάψει να είναι απλώς ο Πάνταν Φάιν, είχε αρχίσει να εκδηλώνεται η ικανότητα, αργά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι τώρα μπορούσε να κάνει μερικά πράγματα, αρκεί να άγγιζε αυτό που χρησιμοποιούσε.
Η Ναν έπεσε στα γόνατα μπροστά στην καρέκλα του, σφίγγοντας το σακάκι του. «Έλεος, Αφέντη Μόρντεθ», είπε λαχανιασμένη. «Σε παρακαλώ, δείξε έλεος. Δεν είναι παρά παιδί ακόμα. Ένα παιδί!»
Για μια στιγμή, την εξέτασε με περιέργεια, γέρνοντας το κεφάλι. Δεν ήταν καθόλου άσχημη γυναίκα. Ακούμπησε το πόδι του στο στήθος της και την έσπρωξε κατά μέρος, για να σηκωθεί. Ο Μυρντράαλ, που έριχνε κλεφτές ματιές, έστριψε απότομα αλλού το ανόφθαλμο πρόσωπό του όταν είδε τον Φάιν να τον παρακολουθεί. Θυμόταν πολύ καλά τα... τεχνάσματά του.
Ο Φάιν άρχισε να κάνει βόλτες· έπρεπε να δράσει. Η πτώση του αλ’Θόρ έπρεπε να είναι δικό του έργο —δικό του!— κι όχι των Εκλεκτών. Πώς άραγε μπορούσε να τον πληγώσει, να τον πληγώσει βαθιά ως την καρδιά του; Υπήρχαν εκείνα τα φλύαρα κοριτσόπουλα στο Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν, αλλά αφού ο αλ’Θόρ δεν είχε πάει τότε που απειλούνταν οι Δύο Ποταμοί, τι θα τον ένοιαζε αν ο Φάιν έκαιγε συθέμελα το πανδοχείο και τις κοπελίτσες μαζί του; Τι μέσα είχε στη διάθεση του, λοιπόν; Από τα πάλαι ποτέ δικά του Τέκνα του Φωτός είχαν απομείνει ελάχιστοι. Ήταν απλώς μια δοκιμασία —αν κάποιο Τέκνο είχε καταφέρει να σκοτώσει τον αλ’Θόρ, θα τον είχε κάνει να ικετεύει για έλεος—όμως του είχε κοστίσει αριθμητικά. Τώρα είχε τον Μυρντράαλ, μια χούφτα Τρόλοκ κρυμμένους έξω από την πόλη, μερικούς Σκοτεινόφιλους συγκεντρωμένους στο Κάεμλυν κι έναν καθ’ οδόν από την Ταρ Βάλον. Η έλξη του αλ’Θόρ τον τραβούσε μπροστά. Αυτό ήταν το αξιοσημείωτο με τους Σκοτεινόφιλους. Κανονικά δεν υπήρχε κάτι που να ξεχωρίζει έναν Σκοτεινόφιλο από τον υπόλοιπο κόσμο, όμως τώρα τελευταία ο Φάιν τους διέκρινε με μια ματιά, ακόμα και κάποιον που απλώς είχε σκεφτεί να ορκιστεί στη Σκιά, λες κι υπήρχε ένα σημάδι καπνιάς στο μέτωπό του.
Όχι! Έπρεπε να συγκεντρωθεί. Να συγκεντρωθεί! Να καθαρίσει το μυαλό του. Το βλέμμα του έπεσε στη γυναίκα, η οποία βογκούσε και χάιδευε τον παραληρούντα γιο της, μιλώντας του μαλακά λες κι αυτό θα βοηθούσε. Ο Φάιν δεν είχε ιδέα για το πώς μπορούσε να σταματήσει κάποιο από τα κολπάκια του από τη στιγμή που είχε αρχίσει· το αγόρι θα επιζούσε, αν και με κάποια καταπόνηση, όταν η διαδικασία έφτανε στο τέλος της. Ο Φάιν δεν το είχε κάνει μ’ όλη του την καρδιά. Έπρεπε να καθαρίσει το μυαλό του. Να σκεφτεί κάτι άλλο. Μια όμορφη γυναίκα. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί με γυναίκα;
Χαμογελώντας, την έπιασε από το μπράτσο. Χρειάστηκε να την τραβήξει για να την πάρει από το ανόητο αγόρι της. «Έλα μαζί μου». Η φωνή του ήταν αλλιώτικη, μεγαλοπρεπής, η Λαγκαρντινή προφορά είχε χαθεί, όμως αυτός δεν το πρόσεξε· ποτέ δεν το πρόσεχε. «Είμαι σίγουρος ότι εσύ μπορείς να δείξεις το σωστό σεβασμό. Αν με ευχαριστήσεις, δεν θα πάθεις τίποτα». Γιατί, άραγε, η γυναίκα αντιστεκόταν; Ο Φάιν ήξερε ότι έδειχνε τη γοητεία του. Θα έπρεπε να της κάνει κακό. Ο αλ’Θόρ έφταιγε.