Προχωρώντας αργά με τ’ άλογο κάτω από τον ήλιο που την έψηνε, παρ’ όλο που δεν είχε ακόμα μεσουρανήσει, η Μιν δεν έβλεπε πολλά από την πόλη. Ελάχιστη σημασία έδινε στους ανθρώπους και τις σέντιες, τις επίσημες κλειστές κι ανοιχτές άμαξες που συνωθούνταν στο δρόμο, παρά μόνο όσο χρειαζόταν για να αποφεύγει τα εμπόδια με τη ρούσα φοράδα της. Ανέκαθεν, ένα από τα όνειρα της ήταν να ζει σε μια λαμπρή πόλη και να ταξιδεύει σε παράξενα μέρη, όμως σήμερα το θέαμα των πολύχρωμων πύργων με τα πλακάκια που λαμπύριζαν και τα πλατιά πανοράματα στις στροφές των δρόμων περνούσε σχεδόν απαρατήρητο. Έριχνε, όμως, και δεύτερη ματιά στις ομάδες των Αελιτών που προχωρούσαν καμαρωτοί στα πλήθη καθώς άνοιγε χώρος ολόγυρά τους, το ίδιο και στις περιπόλους των έφιππων ανδρών, συχνά γενειοφόρων, με γερακίσιες μύτες, αλλά μόνο και μόνο επειδή της θύμιζαν τις ιστορίες που είχε αρχίσει να ακούσει όσο βρισκόταν ακόμα στο Μουράντυ. Η Μεράνα είχε θυμώσει ακούγοντάς τις, και βλέποντας τα αποκαΐδια που είχαν βρει δυο φορές, απόδειξη Δρακορκισμένων, όμως η Μιν πίστευε πως κάποιες από τις άλλες Άες Σεντάι ένιωθαν ανησυχία. Όσο λιγότερο έλεγαν τη γνώμη τους για την αμνηστία του Ραντ, τόσο το καλύτερο.
Στην άκρη της πλατείας μπροστά στο Βασιλικό Παλάτι η Μιν τράβηξε τα χαλινάρια της Γουάιλντροουζ και σφούγγισε προσεκτικά το πρόσωπό της με ένα δαντελωτό μαντίλι που ύστερα το έχωσε στο μανίκι του σακακιού της. Ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν στην πλατιά ωοειδή πλατεία, ίσως επειδή αυτοί που φύλαγαν τις ανοιχτές πύλες του παλατιού ήταν Αελίτες. Υπήρχαν κι άλλοι Αελίτες που στέκονταν στις μαρμάρινες βεράντες ή προχωρούσαν σαν λεοπαρδάλεις στις ψηλές γαλαρίες με τις κιονοστοιχίες. Το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ σάλευε στο αεράκι πάνω από τον ψηλότερο θόλο του παλατιού. Αλλη μια πορφυρή σημαία κυμάτιζε από έναν οβελίσκο, κάπως χαμηλότερα από τον λευκό θόλο, που την ύψωνε αρκετά το αεράκι για να διακρίνει η Μιν το αρχαίο ασπρόμαυρο σύμβολο των Άες Σεντάι.
Βλέποντας τους Αελίτες, χάρηκε που είχε αρνηθεί τους δύο Προμάχους που της είχαν προσφέρει ως συνοδεία· υποψιαζόταν πως οι Αελίτες κι οι Πρόμαχοι θα τα τσούγκριζαν. Πάντως, δεν ήταν ακριβώς προσφορά, και την είχε αρνηθεί με το να ξεφύγει κρυφά από το πανδοχείο μια ώρα νωρίτερα, όπως έδειχνε το ρολόι στην κορνίζα του τζακιού του πανδοχείου. Η Μενάρα ήταν από το Κάεμλυν, κι όταν έφτασαν πριν από την αυγή, πήγαν με την καθοδήγησή της κατευθείαν στο καλύτερο πανδοχείο της Νέας Πόλης, όπως το είχε χαρακτηρίσει.
Δεν ήταν οι Αελίτες ο λόγος που η Μιν καθόταν εκεί. Όχι εντελώς, αν κι είχε ακούσει τόσες και τόσες τρομερές ιστορίες για τους Αελίτες με τα μαύρα πέπλα. Το σακάκι και το παντελόνι της ήταν από το πιο φίνο μαλακό μαλλί που μπορούσες να βρεις στο Σαλιντάρ, σε ανοιχτό κόκκινο χρώμα, με γαλανόλευκα λουλουδάκια κεντημένα στα πέτα, τα μανικέτια και στο έξω μέρος των μπατζακιών. Και το πουκάμισό της είχε αγορίστικο κόψιμο, αλλά ήταν από κρεμ μετάξι. Στο Μπάερλον, όταν είχε πεθάνει ο πατέρας της, οι θείες της είχαν προσπαθήσει να τη μεταμορφώσουν σε αξιοπρεπή γυναίκα, όπως το είχαν θέσει, αν και ίσως η θεία της η Μίρεν καταλάβαινε ότι ήταν αργά να τη στριμώξουν σε φουστάνια ύστερα από δέκα χρόνια που έτρεχε στα ορυχεία με αγορίστικα ρούχα. Πάντως είχαν προσπαθήσει, κι αυτή τις είχε πολεμήσει εξίσου πεισματικά με τότε που είχε αρνηθεί να μάθει εργόχειρο. Αν εξαιρούσες εκείνο το ατυχές επεισόδιο τότε που σέρβιρε στην Ξαπόσταση του Μεταλλωρύχου —τραχύ μέρος, μα δεν είχε κάτσει πολύ· την είχαν πάρει αμέσως από κει η Ράνα, η Τζαν κι η Μίρεν όταν το είχαν ανακαλύψει, κι ας ήταν είκοσι χρονών— αν εξαιρούσες λοιπόν εκείνη τη φορά, ποτέ της δεν είχε φορέσει φόρεμα θέλοντας. Τώρα σκεφτόταν ότι ίσως έπρεπε να είχε ράψει φόρεμα αντί γι’ αυτό το σακάκι και τα παντελόνια. Ένα μεταξωτό φόρεμα, στενό στον κόρφο κι ανοιχτό, και...
Θα πρέπει να με δεχτεί όπως είμαι, σκέφτηκε, παίζοντας εκνευρισμένη τα χαλινάρια. Δεν θα αλλάξω εγώ για έναν άνδρα. Μόνο που πριν από λίγο καιρό τα ρούχα της θα ήταν απλά σαν ρούχα αγρότη, τα μαλλιά της δεν θα σχημάτιζαν μπούκλες που χύνονταν σχεδόν ως τους ώμους της· μια φωνούλα τής ψιθύρισε, Θα γίνεις ό,τι νομίζεις ότι θέλει να γίνεις. Αυτή κλώτσησε τη φωνούλα με τη βία που θα κλωτσούσε έναν σταβλίτη που έπαιρνε θάρρος, και κλώτσησε με τις φτέρνες τη Γουάιλντροουζ, όχι πολύ πιο ήρεμα. Σιχαινόταν ακόμα και την ιδέα της αδυναμίας που έπιανε τις γυναίκες στο ζήτημα των ανδρών. Υπήρχε όμως ένα προβληματάκι· ήταν σίγουρη ότι σε λίγο θα μάθαινε από πρώτο χέρι αυτό το συναίσθημα.
Ξεπέζεψε μπροστά στις πύλες του παλατιού και χάιδεψε τη φοράδα για να της δείξει ότι δεν την εννοούσε εκείνη την κλωτσιά, ενώ κοίταζε αβέβαια τους Αελίτες. Οι μισοί ήταν γυναίκες, όλες ψηλότερές της εκτός από μία. Οι περισσότεροι άνδρες ήταν πανύψηλοι σαν τον Ραντ και κάποιοι ακόμα πιο ψηλοί. Όλοι την κοίταζαν —έμοιαζαν να κοιτάζουν τα πάντα, μα σίγουρα κοίταζαν κι αυτήν— κι απ’ όσο μπορούσε να δει, κανείς Αελίτης δεν βλεφάριζε. Με τις λόγχες και τις στρογγυλές μικρές ασπίδες, με τα τόξα στις πλάτες και τις φαρέτρες στους γοφούς και τα βαριά μαχαίρια, έμοιαζαν έτοιμοι να σκοτώσουν. Οι μαύρες υφασμάτινες λωρίδες που κρέμονταν στο στήθος τους πρέπει να ήταν τα πέπλα τους. Είχε ακούσει ότι οι Αελίτες δεν θα σε σκότωναν χωρίς να καλύψουν το πρόσωπό τους. Ελπίζω να ισχύει αυτό.
Απευθύνθηκε στην πλησιέστερη γυναίκα. Με τα κόκκινα μαλλιά της λαμπερά και κοντά όσο ήταν κάποτε της Μιν, το ηλιοκαμένο πρόσωπό της έμοιαζε σμιλεμένο σε ξύλο, αλλά ήταν λιγάκι κοντύτερη από τη Μιν. «Ήρθα να δω τον Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Μιν, μ’ ένα μικρό τρέμουλο. «Τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Μα κανείς τους δεν βλεφάριζε; «Το όνομά μου είναι Μιν. Με ξέρει, κι έχω ένα σημαντικό μήνυμα γι’ αυτόν».
Η κοκκινομάλλα στράφηκε στις άλλες Αελίτισσες, κάνοντας γοργές χειρονομίες με το γυμνό χέρι της. Εκείνες γέλασαν καθώς ξαναγυρνούσε προς τη Μιν. «Θα σε πάω εγώ, Μιν. Αλλά αν δεν σε ξέρει, θα βγεις πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο μπήκες». Μερικές Αελίτισσες γέλασαν και μ’ αυτό. «Με λένε Ενάιλα».
«Με ξέρει», τους είπε η Μιν, αναψοκοκκινίζοντας. Είχε δυο μαχαίρια στα μανίκια κι ο Θομ Μέριλιν της είχε δείξει πώς να τα χρησιμοποιήσει, όμως είχε την αίσθηση ότι αυτή η γυναίκα μπορούσε να της τα πάρει και να την πετσοκόψει μ’ αυτά. Μια θέαση πετάρισε πάνω από το κεφάλι της Ενάιλα και χάθηκε. Κάποιο είδος στεφανιού· η Μιν δεν είχε ιδέα τι σήμαινε. «Πρέπει να πάρω μέσα και τη φοράδα μου; Νομίζω ότι ο Ραντ δεν θα θέλει να τη δει». Προς έκπληξή της, μερικοί Αελίτες χασκογέλασαν, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, και τα χείλη της Ενάιλα συσπάστηκαν σαν ήθελε κι αυτή να γελάσει.
Ένας άνδρας ήρθε για να πάρει τη Γουάιλντροουζ —της φάνηκε πως ήταν κι αυτός Αελίτης, παρά τα χαμηλωμένα μάτια και το λευκό χιτώνα— κι η Μιν ακολούθησε την Ενάιλα περνώντας από τις πύλες, διασχίζοντας μια πλατιά αυλή και μπαίνοντας στο κεντρικό κτήριο του παλατιού. Ένιωσε ανακούφιση όταν είδε υπηρέτες με ερυθρόλευκες λιβρέες να προχωρούν νευρικά στους γεμάτους ταπισερί διαδρόμους κοιτώντας επιφυλακτικά, σαν να έβλεπαν ένα ξένο σκυλί τους Αελίτες που επίσης προχωρούσαν στους διαδρόμους. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα έβρισκε το παλάτι γεμάτο μονάχα Αελίτες, που θα περιέβαλλαν τον Ραντ, ντυμένο ίσως με σακάκι και παντελόνι σε αποχρώσεις του καφέ και του γκρίζου και του πράσινου, κοιτώντας την χωρίς να βλεφαρίζουν.
Η Ενάιλα στάθηκε μπροστά σε μια ψηλή φαρδιά πόρτα, ορθάνοιχτη, με σκαλισμένα λιοντάρια, κι έκανε γοργές χειρονομίες με το ένα χέρι στους Αελίτες που τη φρουρούσαν. Ήταν γυναίκες όλες. Η μια, με ανοιχτοκίτρινα μαλλιά, σπαρτάρισε τα δάχτυλά της σε απάντηση. «Περίμενε εδώ», είπε η Ενάιλα, και μπήκε μέσα.
Η Μιν έκανε ένα βήμα πίσω της κι η γυναίκα με τα ανοιχτοκίτρινα μαλλιά ύψωσε αδιάφορα μια λόγχη στο διάβα της. Ή ίσως όχι αδιάφορα, μα αυτό δεν ένοιαζε τη Μιν. Θα έβλεπε τον Ραντ.
Ο Ραντ καθόταν σε έναν μεγάλο επίχρυσο θρόνο, που έμοιαζε φτιαγμένος εξ ολοκλήρου από Δράκοντες, φορώντας κόκκινο σακάκι πλούσια στολισμένο με χρυσάφι, κρατώντας, τι παράξενο, μια λευκοπράσινη κροσσωτή λόγχη. Υπήρχε άλλος ένας θρόνος σε μια ψηλή εξέδρα πίσω του, επίχρυσος κι αυτός, αλλά μ ένα λιοντάρι σχηματισμένο με λευκά πετράδια πάνω σε κόκκινα. Ο Θρόνος του Λιονταριού, κατά πώς έλεγαν οι φήμες. Εκείνη τη στιγμή, τη Μιν δεν την πείραζε ακόμα κι αν ο Ραντ είχε το θρόνο για να απλώνει τα πόδια του. Φαινόταν κουρασμένος. Ήταν τόσο όμορφος που ένιωσε να την πονά η καρδιά της. Θεάσεις χόρευαν γύρω του διαρκώς. Με τις Άες Σεντάι και τους Πρόμαχους, η Μιν προσπαθούσε να ξεφεύγει από αυτή την πλημμύρα· δεν ήξερε τι σήμαιναν, όπως συνήθως, μα ήταν πάντα εκεί. Με τον Ραντ, βίασε τον εαυτό της να τις δει, επειδή αν δεν το έκανε, το βλέμμα της θα έμενε για πάντα στο πρόσωπό του. Μια από αυτές τις θεάσεις την έβλεπε κάθε φορά που τον είχε δει. Αναρίθμητες χιλιάδες λαμπυριστά φωτάκια, σαν άστρα ή πυγολαμπίδες, που χιμούσαν σε μια βαθιά μαυρίλα, προσπαθώντας να τη γεμίσουν, χιμούσαν μέσα κι η μαυρίλα τα κατάπινε. Έμοιαζαν να υπάρχουν περισσότερα φωτάκια απ· όσα είχε δει ποτέ άλλοτε, όμως η μαυρίλα τα κατάπινε με ταχύτερο ρυθμό. Κι υπήρχε κάτι άλλο, κάτι καινούριο, μια αύρα από κίτρινο και καφέ και πορφυρό που της ανακάτεψε το στομάχι.
Προσπάθησε να δει τις θεάσεις των ευγενών που στέκονταν αντικριστά του —σίγουρα ευγενείς πρέπει να ’ταν, με τα φίνα κεντητά σακάκια και τις πολυτελείς μεταξωτές εσθήτες— αλλά δεν υπήρχε τίποτα να δει. Αυτό συνέβαινε τις περισσότερες φορές με τους περισσότερους ανθρώπους, κι όταν έβλεπε κάτι, συχνά δεν είχε ιδέα τι προμήνυε. Έστω κι έτσι, στένεψε τα μάτια της, πάσχισε. Αν μπορούσε να διακρίνει έστω και μια μόνο θέαση, μια αύρα, ίσως να τον βοηθούσε. Από τις ιστορίες που είχε ακούσει μπαίνοντας στο Άντορ, ο Ραντ χρειαζόταν βοήθεια.
Στο τέλος σήκωσε τα χέρια, μ’ έναν βαρύ αναστεναγμό. Όσο και να μισόκλεινε τα μάτια και να πάσχιζε, δεν θα έβλεπε τίποτα αν δεν υπήρχε κάτι εξαρχής.
Ξαφνικά, κατάλαβε ότι οι ευγενείς απομακρύνονταν, ο Ραντ είχε σηκωθεί όρθιος, κι η Ενάιλα της ανέμιζε το χέρι, κάνοντας νόημα να έρθει. Ο Ραντ χαμογελούσε. Η Μιν σκέφτηκε ότι η καρδιά της θα έσπαγε έτσι δυνατά που χτυπούσε. Έτσι λοιπόν ένιωθαν όλες αυτές οι γυναίκες που τις κορόιδευε όταν ρίχνονταν στα πόδια ενός άνδρα. Όχι. Δεν ήταν κανένα παραζαλισμένο κοριτσόπουλο· ήταν πιο μεγάλη απ’ αυτόν, είχε φιληθεί για πρώτη φορά όταν ακόμα εκείνος πίστευε ότι το να γλιτώσει από τις αγγαρείες των προβάτων ήταν το πιο διασκεδαστικό πράγμα στον κόσμο, είχε... Φως μου, σε παρακαλώ, ας μη λυγίσουν τα γόνατα μου.
Πετώντας ανέμελα το Σκήπτρο του Δράκοντα εκεί που καθόταν, ο Ραντ πετάχτηκε μ’ ένα σάλτο από την εξέδρα και χίμηξε στη Μεγάλη Αίθουσα. Μόλις έφτασε τη Μιν, την άρπαξε από τις μασχάλες και τη σήκωσε στον αέρα στριφογυρνώντας την γύρω δίχως τελειωμό πριν χαθούν η Ντυέλιν κι οι άλλοι. Μερικοί από τους ευγενείς τους κοίταξαν παράξενα, αλλά αυτόν δεν τον πείραξε καθόλου. «Φως μου, Μιν, χαίρομαι που βλέπω το πρόσωπό σου», γέλασε. Ήταν πολύ πιο ευχάριστο από τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά της Ντυέλιν και της Ελόριεν. Αλλά αν η Ήμλυν, η Αραθέλε, ο Πέλιβαρ, ο Λούνα κι όλοι είχαν διακηρύξει τη χαρά τους που η Ηλαίην ήταν καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν αντί να τον κοιτάνε με αμφιβολία ή με τη λέξη «ψεύτη» γραμμένη στο βλέμμα τους, και πάλι θα αγαλλιούσε βλέποντας τη Μιν.
Όταν την ξανάφησε να πατήσει κάτω, εκείνη έγειρε στο στήθος του, σφίγγοντας τα μπράτσα του λαχανιασμένη. «Με συγχωρείς», της είπε. «Δεν ήθελα να ζαλιστείς. Απλώς χαίρομαι που σε βλέπω».
«Ε, κατάφερες όμως να μου φέρεις ζαλάδα, κοκορόμυαλε βοσκέ», μουρμούρισε εκείνη στο στήθος του. Έκανε πίσω και τον αγριοκοίταξε μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες της. «Έκανα μακρύ ταξίδι, έφτασα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, κι εσύ με πετάς τριγύρω σαν σακί με βρώμη. Δεν έμαθες ποτέ σου τρόπους;»
«Κοκορόμυαλος», γέλασε εκείνος μαλακά. «Μιν, πες με ψεύτη αν θες, αλλά μου έλειψε να το ακούω αυτό από σένα». Δεν του είπε τίποτα· απλώς τον κοίταξε, κι η αγριάδα είχε χαθεί από το βλέμμα της. Οι βλεφαρίδες της έμοιαζαν πιο μακριές απ’ όσο τις θυμόταν.
Συνειδητοποίησε πού βρίσκονταν και την έπιασε από το χέρι. Η αίθουσα που ήταν ο θρόνος δεν ήταν μέρος για να συναντάς παλιούς φίλους. «Έλα, Μιν. Μπορούμε να πιούμε λίγο δροσερό παντς στο καθιστικό μου. Σομάρα, πάω στα διαμερίσματά μου· διώξε τους όλους».
Η Σομάρα δεν φάνηκε να χαίρεται γι’ αυτό, αλλά έδιωξε όλες τις Κόρες εκτός από την ίδια και την Ενάιλα. Κι οι δύο έδειχναν κάπως μουτρωμένες, κι ο Ραντ δεν καταλάβαινε γιατί. Είχε επιτρέψει στη Σομάρα να συγκεντρώσει τόσες μέσα στο παλάτι επειδή θα έρχονταν η Ντυέλιν κι οι υπόλοιποι. Ο Μπασίρε ήταν στο στρατόπεδο του ιππικού στα βόρεια της πόλης για τον ίδιο λόγο. Τις Κόρες τις είχε για υπενθύμιση, τον Μπασίρε όχι επειδή θα τότε ήταν υπερβολική η υπενθύμιση. Ευχήθηκε να μην άρχιζαν πάλι να τον νταντεύουν οι δύο Κόρες. Του φαινόταν πως έκαναν πολύ περισσότερες βάρδιες από το κανονικό φρουρώντας τον, όμως η Ναντέρα ήταν αμετάπειστη όσο άλλοτε η Σούλιν όταν ο Ραντ ήθελε να πει ποια συγκεκριμένα θα έκανε τι. Ο Ραντ πρόσταζε τις Φαρ Ντάραϊς Μάι, αλλά δεν ήταν Κόρη, και τα επιπλέον δεν ήταν δική του δουλειά.
Η Μιν κοίταζε εξεταστικά τις ταπισερί καθώς την οδηγούσε από το χέρι στο διάδρομο. Κοίταξε τα ενσφηνωμένα κιβώτια και τα τραπέζια, τις χρυσές γαβάθες και τα ψηλά βάζα από πορσελάνη Θαλασσινών στις κόγχες τους. Εξέτασε την Ενάιλα και τη Σομάρα από την κορφή ως τα νύχια, τρεις φορές την καθεμιά. Αλλά αυτές ούτε κοίταζαν τον Ραντ, ούτε άνοιγαν το στόμα τους. Το χέρι του είχε κρύψει το δικό της, κι ένιωθε το σφυγμό στον καρπό της να χτυπά γοργά. Ευχήθηκε να μην του είχε θυμώσει έτσι που την είχε πιάσει και τη στριφογυρνούσε.
Για μεγάλη του ανακούφιση, η Σομάρα κι η Ενάιλα πήραν θέση δεξιά κι αριστερά της πόρτας του, αν και τον κοίταξαν όταν τους ζήτησε παντς κι αυτός αναγκάστηκε να το επαναλάβει. Στο καθιστικό έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε σε μια καρέκλα. «Κάθισε, Μιν. Κάθισε. Ξεκουράσου, χαλάρωσε. Σε λίγο θα φέρουν το παντς. Πού ήσουν, πώς βρέθηκες εδώ, γιατί έφτασες μέσα στη νύχτα. Δεν είναι ασφαλές να ταξιδεύεις νυχτιάτικα, Μιν. Είναι πολύ χειρότερα από άλλοτε. Θα σου δώσω τα καλύτερα δωμάτια του Παλατιού —ή μάλλον τα δεύτερα καλύτερα· τα καλύτερα είναι αυτά εδώ— και συνοδεία Αελιτών για να πηγαίνεις όπου θέλεις. Οι νταήδες κι οι κλέφτες θα βάζουν το σκουφί και θα σκύβουν το κεφάλι ταπεινά, για να μην πω ότι θα τρυπώνουν να κρυφτούν στο κοντινότερο κτήριο».
Για μια στιγμή του φάνηκε ότι η Μιν θα γελούσε, έτσι όπως στεκόταν εκεί στην πόρτα, αλλά αντιθέτως εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα κι έβγαλε ένα γράμμα από την τσέπη της. «Δεν μπορώ να σου πω από πού ήρθα —το υποσχέθηκα, Ραντ— όμως η Ηλαίην είναι εκεί, και—»
«Από το Σαλιντάρ», της είπε αυτός, και χαμογέλασε βλέποντας τα μάτια της να πλαταίνουν. «Κάτι ξέρω, Μιν. Ξέρω περισσότερα απ’ όσα νομίζουν μερικοί».
«Το... βλέπω», είπε εκείνη ξεψυχισμένα. Του άφησε το γράμμα στα χέρια κι έκανε πίσω. Η φωνή της δυνάμωσε καθώς πρόσθετε, «Ορκίστηκα ότι θα σου το έδινα πρώτο απ’ όλα. Έλα, διάβασέ το».
Εκείνος αναγνώρισε τη σφραγίδα, ένα κρίνο σε σκουροκίτρινο βουλοκέρι, κι επίσης τον ρέοντα γραφικό χαρακτήρα της Ηλαίην με τον οποίο ήταν γραμμένο το όνομά του, και δίστασε πριν το ανοίξει. Το οριστικό τέλος ήταν προτιμότερο, κι αυτό είχε κάνει, όμως με το γράμμα στο χέρι δεν μπορούσε να αντισταθεί. Το διάβασε κι ύστερα κάθισε πάνω στο σακάκι του και το ξαναδιάβασε. Ήταν σύντομο.
Ραντ
Σου έχω ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά μου. Μάθε ότι δεν άλλαξαν. Ελπίζω να νιώθεις για μένα ό,τι νιώθω για σένα. Η Μιν μπορεί να σε βοηθήσει, αρκεί να την ακούσεις. Την αγαπώ σαν αδελφή, κι ελπίζω να την αγαπάς κι εσύ όπως εγώ.
Πρέπει να της τελείωνε το μελάνι, επειδή οι τελευταίες γραμμές ήταν βιαστικές κι άτσαλες, αντίθετα από την κομψότητα του υπόλοιπου γράμματος. Η Μιν στράβωνε και γυρνούσε το κεφάλι, προσπαθώντας να διαβάσει το γράμμα χωρίς να φαίνεται ότι το διαβάσει, όμως όταν ο Ραντ ανασηκώθηκε για να τραβήξει το σακάκι του —είχε στην τσέπη το ανγκριάλ με το χοντρό ανθρωπάκο— η Μιν οπισθοχώρησε ξανά. «Όλες οι γυναίκες προσπαθούν να τρελάνουν τους άνδρες;» μουρμούρισε αυτός.
«Τι πράγμα!»
Κοίταξε το γράμμα, μίλησε σχεδόν μονολογώντας. «Η Ηλαίην είναι τόσο όμορφη που δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω της, αλλά τις πιο πολλές φορές δεν ξέρω αν θέλει να τη φιλήσω ή να γονατίσω στα πόδια της. Η αλήθεια να λέγεται, μερικές φορές μου έρχεται να γονατίσω... και να τη λατρέψω, που να με βοηθήσει το Φως. Λέει εδώ ότι ξέρω πώς νιώθει. Δύο γράμματα μου είχε γράψει πριν από τούτο, το ένα ήταν όλο αγάπη, το άλλο έλεγε πως δεν ήθελε να με ξαναδεί στα μάτια της. Πόσες φορές έκατσα κι ευχόμουν να ήταν αλήθεια το πρώτο και κάποιο αστείο το δεύτερο, ή κάποιο λάθος, ή... Κι η Αβιέντα. Είναι κι εκείνη όμορφη, μα κάθε μέρα μαζί της ήταν μια μάχη. Τέλος τα φιλιά μ’ αυτήν, τώρα πια, και καμία αμφιβολία για το πώς νιώθει. Μόνο που όλο λέω ότι θα τη δω όταν γυρίζω, κι όταν δεν είναι εκεί, είναι σαν να λείπει κάτι μέσα μου. Μου λείπει η μάχη, κι υπάρχουν στιγμές που πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται, “Υπάρχουν πράγματα για τα οποία αξίζει να πολεμήσεις”». Κάτι στη σιωπή της Μιν τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Τον κοίταζε με πρόσωπο ανέκφραστο σαν Άες Σεντάι.
«Δεν σου έχει πει κανείς ότι δεν είναι ευγενικό να μιλάς σε μια γυναίκα για μια άλλη γυναίκα;» Η φωνή της ήταν εντελώς ουδέτερη. «Πόσο μάλλον για δύο άλλες».
«Μιν, εσύ είσαι φίλη μου», διαμαρτυρήθηκε. «Δεν σε σκέφτομαι σαν γυναίκα». Ήταν λάθος που το είπε· το κατάλαβε μόλις τα λόγια βγήκαν από το στόμα του.
«Έτσι, ε;» Τίναξε πίσω το σακάκι της, έβαλε τα χέρια στους γοφούς της. Δεν ήταν η τόσο γνώριμη πόζα που έδειχνε θυμό. Οι καρποί της ήταν στριμμένοι έτσι ώστε τα δάχτυλα να δείχνουν προς τα πάνω, και για κάποιο λόγο αυτό έκανε μεγάλη διαφορά. Στεκόταν με το ένα γόνατο της λυγισμένο, κι αυτό... Για πρώτη φορά την κοίταξε στ’ αλήθεια· όχι τη Μιν, αλλά την εμφάνισή της. Δεν φορούσε το συνηθισμένο καφέ σακάκι, αλλά ένα ανοιχτοκόκκινο, κεντητό. Δεν είχε τα συνηθισμένα κακοκομμένα μαλλιά που μετά βίας της σκέπαζαν τα αυτιά, αλλά βοστρύχους που της χάιδευαν το λαιμό. «Σου μοιάζω με αγόρι;»
«Μιν, δεν—»
«Μοιάζω με άνδρα; Με άλογο;» Με μια γοργή δρασκελιά τον έφτασε και βολεύτηκε στα γόνατά του.
«Μιν», της είπε, εμβρόντητος, «τι κάνεις;»
«Σε πείθω πως είμαι γυναίκα, κοκορόμυαλε. Δεν μοιάζω με γυναίκα; Δεν μυρίζω σαν γυναίκα;» Τώρα που το πρόσεχε, η Μιν ανέδιδε μια αχνή ευωδιά λουλουδιών. «Δεν δίνω την αίσθηση—; Τέλος πάντων, φτάνει τόσο. Απάντησε στην ερώτησή μου, βοσκέ».
Αυτό που καταπράυνε την κατάπληξή του ήταν οι λέξεις «βοσκός» και «κοκορόμυαλος». Η αλήθεια ήταν ότι ήταν όμορφα όπως καθόταν στα γόνατά του. Αλλά ήταν η Μιν, που τον περνούσε για χωριατόπαιδο με σανό στα μαλλιά κι ελάχιστο μυαλό στο κεφάλι του. «Μα το Φως, Μιν, ξέρω ότι είσαι γυναίκα. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Είσαι επίσης φίλη μου. Απλώς νιώθω άνετα μαζί σου. Δεν πειράζει αν με περνάς για βλάκα. Μπορώ να σου λέω πράγματα τα οποία δεν θα έλεγα σε κανέναν άλλο, ούτε καν στον Ματ ή τον Πέριν. Όταν είμαι δίπλα σου, οι κόμποι λύνονται, το σφίξιμο στους ώμους που δεν το ένιωθα καν χάνεται. Με καταλαβαίνεις, Μιν; Μ’ αρέσει να είμαι κοντά σου. Μου έλειψες».
Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της και τον λοξοκοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια· αν το πόδι της έφτανε στο πάτωμα, σίγουρα θα το χτυπούσε ρυθμικά. «Λες τόσα και τόσα για την Ηλαίην. Και γι’ αυτή την... Αβιέντα; Ποια είναι αυτή, παρεμπιπτόντως; Μου φαίνεται πως τις αγαπάς και τις δύο. Α, σταμάτα να τινάζεσαι. Μου χρωστάς απαντήσεις. Ακούς εκεί να λες ότι δεν είμαι— Απάντησέ μου. Αγαπάς και τις δύο;»
«Ίσως ναι», είπε αυτός αργά. «Που να με βοηθήσει το Φως, νομίζω ναι. Αυτό σημαίνει ότι είμαι αναίσχυντος, Μιν, ή απλώς ένας άπληστος βλάκας;» Εκείνη άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε· κούνησε το κεφάλι της θυμωμένα κι έσφιξε τα χείλη. Αυτός συνέχισε βιαστικά, πριν προλάβει να του πει τι από τα δυο είχε διαλέξει που του ταίριαζε· δεν ήθελε να το ακούσει από τα χείλη της. «Ούτως ή άλλως δεν έχει σημασία πια. Τελείωσε. Έδιωξα την Αβιέντα, και δεν θα την αφήσω να ξαναγυρίσει. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να πλησιάσει ούτε στο ένα μίλι είτε αυτήν είτε την Ηλαίην, δέκα μίλια αν μπορέσω».
«Για όνομα...! Γιατί, Ραντ; Τι σου δίνει το δικαίωμα να κάνεις μια τέτοια επιλογή εκ μέρους τους;»
«Μα δεν βλέπεις, Μιν; Είμαι στόχος. Όποια γυναίκα αγαπήσω θα γίνει κι αυτή στόχος. Ακόμα κι αν το βέλος σημαδεύει εμένα, ίσως πετύχει αυτήν. Μπορεί να σημαδεύει αυτήν». Με βαριά την ανάσα, έγειρε πίσω με τα μπράτσα του στα σκαλισμένα με τριαντάφυλλα μπράτσα της καρέκλας. Εκείνη έστριψε λιγάκι, τον περιεργάστηκε με την πιο σοβαρή έκφραση που είχε δει ποτέ του στο πρόσωπό της. Η Μιν πάντα χαμογελούσε, όλο έβρισκε μια εύθυμη νότα στον κόσμο. Πάλι καλά που δεν χαμογελούσε τώρα· κι ο ίδιος ήταν θανάσιμα σοβαρός. «Ο Λαν μου είπε ότι εκείνος κι εγώ είμαστε όμοιοι σε μερικά πράγματα, κι αυτό είναι αλήθεια. Είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακτινοβολούν θάνατο. Αυτός. Εγώ. Όταν ερωτευτεί ένας τέτοιος άνδρας, το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει στη γυναίκα είναι να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από κοντά της. Το καταλαβαίνεις, ε;»
«Αυτό που καταλαβαίνω...» Έμεινε βουβή για μια στιγμή. «Πολύ καλά. Είμαι φίλη σου, και χαίρομαι που το ξέρεις, αλλά μη νομίζεις ότι θα σηκώσω τα χέρια. Θα σε πείσω ότι δεν είμαι ούτε άνδρας ούτε άλογο».
«Μιν, είπα ότι—»
«Α, όχι, βοσκέ. Αυτό δεν φτάνει». Σπαρτάρισε στα γόνατά του με τρόπο που τον έκανε να ξεροβήξει, και τον χτύπησε με το δάχτυλο στο στήθος. «Θέλω δάκρια στα μάτια σου όταν θα το λες. Θέλω να σου τρέχουν τα σάλια στο πηγούνι και τη φωνή σου να τραυλίζει. Μη νομίζεις ότι δεν θα μου το πληρώσεις».
Ο Ραντ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. «Μιν, στ’ αλήθεια χαίρομαι που είσαι εδώ. Το μόνο που βλέπεις μπροστά σου είναι ένας άξεστος από τους Δύο Ποταμούς, ε;»
Η διάθεσή της άλλαξε αστραπιαία. «Βλέπω εσένα, Ραντ», του είπε, με παράξενα χαμηλή φωνή. «Βλέπω εσένα». Ξερόβηξε κι άλλαξε στάση σεμνότυφα, με τα χέρια στα γόνατα. Αν μπορούσες να πεις ότι καθόταν σεμνότυφα εκεί πέρα. «Ας συνεχίσω να σου λέω γιατί ήρθα. Όπως φαίνεται, ξέρεις για το Σαλιντάρ. Πρέπει να σου πω ότι αυτό θα προκαλέσει έκπληξη. Αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι δεν ήρθα μόνη μου. Υπάρχει μια αντιπροσωπεία του Σαλιντάρ στο Κάεμλυν, που ήρθε να σε δει».
Ο Λουζ Θέριν μουρμούρισε, σαν μπουμπουνητό στο βάθος. Μετά την Αλάνα και τη δέσμευση πάντα τον ξεσήκωσε οποιαδήποτε αναφορά στις Άες Σεντάι, αν και με τον Τάιμ ήταν χειρότερα.
Παρά τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν, ο Ραντ παραλίγο θα χαμογελούσε. Το είχε υποψιαστεί από τη στιγμή που η Μιν του είχε δώσει το γράμμα από την Ηλαίην. Η επιβεβαίωση ήταν σχεδόν απόδειξη ότι ήταν φοβισμένες, ακριβώς όπως πίστευε. Τι άλλο μπορεί να ήταν, αυτές οι εξεγερθείσες που είχαν αναγκαστεί να κρυφτούν στα σύνορα του τόπου όπου εξουσίαζαν οι Λευκομανδίτες; Μάλλον παρακαλούσαν να βρουν πώς θα ξανατρύπωναν στον Λευκό Πύργο, κι αγωνιούσαν για τον τρόπο που θα ξανακέρδιζαν την εύνοια της Ελάιντα. Απ’ όσα ήξερε για την Ελάιντα, ήταν μικρή η πιθανότητα για κάτι τέτοιο, και σίγουρα το ήξεραν καλύτερα απ’ αυτόν. Αν είχαν στείλει αντιπροσωπεία στον Αναγεννημένο Δράκοντα, σε έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει, τότε πρέπει να ήταν σχεδόν έτοιμες να δεχθούν την προστασία του. Σ’ αυτό διέφεραν από την Ελάιντα, που νόμιζε πως μπορούσε να τον εξαγοράσει, και μάλλον πίστευε πως θα τον είχε σε κλουβί σαν ωδικό σπουργίτι. Οι νεφελώδεις υποσχέσεις της Εγκουέν για τις Άες Σεντάι που τον υποστήριζαν θα εκπληρώνονταν.
«Ποια ήρθε μαζί σου;» ρώτησε. «Ίσως την ξέρω». Δεν ήξερε καλά καμία Άες Σεντάι εκτός από τη Μουαραίν, η οποία ήταν νεκρή, αλλά είχε γνωρίσει μερικές. Αν ήταν κάποια απ’ αυτές, ίσως τα πράγματα δυσκόλευαν λιγάκι. Τότε παλιά ήταν πράγματι ένα χωριατόπουλο όπως τον έβλεπε η Μιν, και σχεδόν τρόμαζε όταν τον κοίταζε κάποια Άες Σεντάι.
«Δεν είναι μόνο μία, Ραντ. Για την ακρίβεια, είναι εννιά». Ξαφνιάστηκε, κι εκείνη συνέχισε γοργά. «Είναι για να σε τιμήσουν, Ραντ· τριπλάσιες απ’ όσες θα έστελναν σε ένα βασιλιά ή μια βασίλισσα. Η Μεράνα —είναι η επικεφαλής· είναι του Γκρίζου Άτζα— θα έρθει εδώ μόνη της το απόγευμα, και δεν θα σε πλησιάζουν περισσότερες από μία παρά μόνο όταν νιώσεις άνετα. Βρήκαν δωμάτια στο Στέμμα των Ρόδων, στη Νέα Πόλη· ουσιαστικά το κατέλαβαν, με τους Προμάχους και τις υπηρέτριες. Η Μεράνα με έστειλε πρώτη επειδή σε ξέρω, για να προλειάνω το έδαφος. Δεν θέλουν το κακό σου, Ραντ. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Πρόκειται για θέαση, Μιν, ή για τη γνώμη σου;» Φάνταζε παράξενο να κάνει μια σοβαρή συζήτηση με μια γυναίκα κουρνιασμένη στο γόνατο του, μα επρόκειτο για τη Μιν. Αυτό ήταν όλη η διαφορά. Απλώς έπρεπε να το θυμίζει συνεχώς στον εαυτό του.
«Για τη γνώμη μου», παραδέχτηκε εκείνη απρόθυμα. «Ραντ, κοίταζα τις θεάσεις όλων τους κάθε μέρα, σ’ όλο το μακρύ δρόμο από το Σαλιντάρ. Αν είχαν κατά νου το κακό σου, όλο και κάτι θα είχα δει. Δεν πιστεύω ότι σ’ όλο αυτό το διάστημα δεν θα φαινόταν κάτι». Σάλεψε και του έριξε μια ανήσυχη ματιά που γρήγορα έγινε αποφασισμένη σιγουριά. «Και να σου πω κάτι ακόμα μιας κι άρχισα. Είδα μια αύρα γύρω σου στην αίθουσα του θρόνου. Υπάρχουν Άες Σεντάι που θα σου κάνουν κακό. Ή, μάλλον, γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν. Όλα ήταν μπερδεμένα· δεν είμαι σίγουρη αν ήταν Άες Σεντάι. Αλλά ίσως να μη συμβεί μόνο μία φορά. Νομίζω ότι γι’ αυτό ήταν τόσο ανακατεμένο». Εκείνος την κοίταξε σιωπηλά, κι αυτή χαμογέλασε. «Αυτό μ’ αρέσει σε σένα, Ραντ. Δέχεσαι τι μπορώ να κάνω και τι δεν μπορώ. Δεν με ρωτάς αν είμαι σίγουρη, ή πότε θα συμβεί. Ποτέ δεν ρωτάς κάτι παραπάνω από αυτό που ξέρω».
«Θα ρωτήσω κάτι ακόμα, Μιν. Μπορείς να είσαι σίγουρη ότι αυτές οι Άες Σεντάι στη θέαση σου δεν είναι οι Άες Σεντάι με τις οποίες ήρθες;»
«Όχι», του αποκρίθηκε απλά. Αυτό ήταν κάτι που του άρεσε· η Μιν ποτέ δεν κατέφευγε σε υπεκφυγές.
Πρέπει να προσέχω, ψιθύρισε με ένταση ο Λουζ Θέριν. Ακόμα κι αυτές οι μισοεκπαιδευμένες κοπελίτσες μπορεί να είναι επικίνδυνες τώρα που είναι εννιά μαζί. Πρέπει—
Πρέπει, σκέφτηκε σταθερά ο Ραντ. Ο Λουζ Θέριν ένιωσε μια στιγμή σύγχυσης, και μετά το έσκασε στο σκοτεινό καταφύγιο του. Τώρα το έκανε συνεχώς, όποτε του απευθυνόταν ο Ραντ. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ο Λουζ Θέριν φαινόταν να βλέπει και να ακούει ολοένα και περισσότερα, και σκόπευε να δράσει βάσει αυτών. Δεν είχε ξανασυμβεί περιστατικό σαν τότε που είχε επιχειρήσει να αδράξει το σαϊντάρ, όμως ο Ραντ τώρα πρόσεχε. Ο άνθρωπος ήθελε το μυαλό και το σώμα του Ραντ για δικά του, νόμιζε πως ήταν δικά του, κι αν κατάφερνε να αποκτήσει τον έλεγχο έστω και μια φορά, ο Ραντ δεν ήξερε αν θα τον κρατούσε μόνιμα. Ο Λουζ Θέριν Τέλαμον θα βάδιζε και θα μιλούσε, ενώ ο Ραντ αλ’Θόρ θα ήταν μόνο μια φωνή στο κεφάλι του.
«Ραντ», έκανε η Μιν με αγωνία, «μη με κοιτάζεις έτσι. Είμαι στο δικό σου στρατόπεδο, αν χρειαστεί να χωριστούμε σε στρατόπεδα. Κι ίσως χρειαστεί, ως ένα σημείο. Αυτές νομίζουν ότι θα τους μεταφέρω όσα λες. Δεν θα το κάνω, Ραντ. Απλώς θέλουν να ξέρουν πώς να φερθούν μαζί σου, τι να περιμένουν, αλλά δεν θα τους πω ούτε λέξη που να μην θέλεις να τους πω, κι αν μου ζητήσεις να πω ψέματα, θα το κάτω. Δεν ξέρουν για τις θεάσεις μου. Αυτές είναι δικές σου, Ραντ. Ξέρεις ότι θα διαβάσω όποιον μου ζητήσεις, ακόμα και τη Μεράνα και τις άλλες».
Ο Ραντ πάλεψε κι έδιωξε την άγρια έκφραση του προσώπου του, πρόσεξε να μιλήσει με μαλακή φωνή. «Ησύχασε, Μιν. Ξέρω ότι είσαι στο πλευρό μου». Ήταν η απλή αλήθεια. Αν υποψιαζόταν τη Μιν, θα ήταν σαν να υποψιαζόταν τον εαυτό του. Προς το παρόν, είχε ξεμπερδέψει με τον Λουζ Θέριν· ήταν ώρα να ξεμπερδέψει με τη Μεράνα και την αντιπροσωπεία της. «Πες τους ότι μπορούν να έρχονται τρεις-τρεις κάθε φορά». Αυτό τον είχε συμβουλέψει ο Λουζ Θέριν στην Καιρχίν· όχι περισσότερες από τρεις μαζί. Ο άνθρωπος εκείνος φαινόταν να πιστεύει ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τρεις Άες Σεντάι. Φαινόταν να περιφρονεί εκείνες που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι τώρα. Αλλά ο περιορισμός που ίσχυε στην Καιρχίν εδώ είχε αλλάξει. Η Μεράνα ήθελε τον Ραντ ήρεμο και καθησυχασμένο πριν καν τον πλησιάσει έστω και μία Άες Σεντάι. Ας γευόταν λοιπόν μια πρόσκληση για τρεις κατ’ αρχάς κι ας συλλογιζόταν τι μπορεί να σήμαινε αυτό. «Εκτός αυτού, καμία δεν μπει στην Έσω Πόλη δίχως την άδειά μου. Επίσης απαγορεύεται να διαβιβάσουν κοντά μου. Πες τους το, Μιν. Θα το καταλάβω την ίδια στιγμή που θα πιάσουν την Πηγή, και δεν θα χαρώ καθόλου. Πες τους το».
«Ούτε κι αυτές θα χαρούν, βοσκέ», του είπε εκείνη ξερά. «Αλλά θα τους το πω».
Ένας πάταγος έκανε τον Ραντ να γυρίσει το κεφάλι απότομα.
Η Σούλιν στεκόταν λίγο πιο μέσα από την πόρτα, φορώντας το ερυθρόλευκο φόρεμά της. Της είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι κι η ουλή στο μάγουλο ξεχώριζε, δείχνοντας πιο άσπρη απ’ όσο συνήθως. Τα λευκά μαλλιά της είχαν μεγαλώσει από τότε που είχε φορέσει στολή υπηρέτριας, αλλά δεν έπαυαν να είναι κοντύτερα από τα μαλλιά των άλλων υπηρετριών. Η Κυρά Χάρφορ τα είχε χτενίσει έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα σκουφάκι από μπούκλες. Η Σούλιν το μισούσε αυτό. Στα πόδια της ήταν ένας ασημένιος δίσκος με δουλεμένο χρυσάφι στις άκρες, ενώ παραδίπλα κείτονταν χρυσά ποτήρια με ασημένια στολίσματα. Η καράφα του κρασιού κλυδωνίστηκε μια τελευταία φορά μπροστά στο βλέμμα του Ραντ κι ως εκ θαύματος στάθηκε όρθια, αν και το μισό παντς από κρασί είχε χυθεί στο δίσκο και στο πάτωμα.
Η Μιν είχε σχεδόν βγει από την αγκαλιά του πασχίζοντας να σταθεί στα πόδια της όταν ο Ραντ την έπιασε από τη μέση και την ξανατράβηξε κάτω. Ήταν πια καιρός να καταστήσει σαφές ότι είχε τελειώσει με την Αβιέντα, κι η Μιν δεν θα είχε αντίρρηση να βοηθήσει. Και μάλιστα, μετά από αντίσταση μιας στιγμής, έγειρε πάνω του κι ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του.
«Σούλιν», της είπε, «η καλή υπηρέτρια δεν πετάει δίσκους πέρα-δώθε. Μάζεψέ τον και κάνε τη δουλειά σου σωστά». Εκείνη τον κοιτούσε συννεφιασμένα και μόνο που δεν έτρεμε από το θυμό της.
Ο Ραντ, ψάχνοντας τρόπο για να ξεπληρώσει η Σούλιν το τοχ που του όφειλε ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος θα ανταπέδιδε ένα μέρος από την υποχρέωση που της είχε, είχε βρει μια σχεδόν μεγαλοφυή λύση. Η Σούλιν τώρα φρόντιζε τα δωμάτιά του κι έκανε δουλειές μόνο γι’ αυτόν. Η ίδια το μισούσε, φυσικά, ειδικά το ότι αυτός την έβλεπε να το κάνει κάθε μέρα, τουλάχιστον όμως δεν έσπαζε την πλάτη της για να σφουγγαρίζει πατώματα στο παλάτι όλη μέρα ή να κουβαλά αναρίθμητους κουβάδες νερό για τη μπουγάδα. Υποψιαζόταν ότι Σούλιν θα προτιμούσε να έβλεπαν τη ντροπή της όλοι οι Αελίτες που ήταν στην από εδώ μεριά του Δρακότειχους παρά ο Ραντ, όμως η λύση του είχε μειώσει αισθητά το μόχθο της, είχε μαλακώσει κάπως τη συνείδησή της, κι αν το ότι ήταν αναγκασμένη να δουλέψει γι’ αυτόν την έκανε να αποφασίσει νωρίτερα πως είχε ξεπληρώσει το τοχ της, τότε κι αυτό θα ήταν καλό. Η θέση της Σούλιν ήταν με το καντιν’σόρ να κρατά τις λόγχες της, όχι με στολή υπηρέτριας να διπλώνει τα στρωσίδια του κρεβατιού.
Η Σούλιν σήκωσε το δίσκο, διέσχισε το δωμάτιο και τον απίθωσε απότομα σε ένα τραπεζάκι με ενσφηνωμένο φίλντισι. Όταν έκανε να γυρίσει για να φύγει, ο Ραντ της είπε, «Σούλιν, αυτή είναι η Μιν. Είναι φίλη μου. Δεν ξέρει τους τρόπους των Αελιτών, και θα με ενοχλούσε αν της συνέβαινε κάτι δυσάρεστο». Μόλις του είχε περάσει από το νου ότι οι Κόρες ίσως να είχαν δική τους ερμηνεία για το ότι είχε διώξει την Αβιέντα και μόλις εκείνη είχε χαθεί, είχε αγκαλιάσει μια άλλη γυναίκα. Δική τους ερμηνεία, και δικό τους τρόπο να το αντιμετωπίσουν. «Για την ακρίβεια, αν πάθει κάτι κακό, θα θεωρήσω ότι συνέβη σε μένα».
«Γιατί να θελήσει άλλος εκτός από την Αβιέντα να βλάψει αυτή τη γυναίκα;» είπε βλοσυρά η Σούλιν. «Αφιέρωνε πολύ χρόνο για να σε ονειρεύεται, κι όχι αρκετό για να σε διδάσκει αυτά που θα ’πρεπε να ξέρεις». Κούνησε το κεφάλι της και μούγκρισε, «Άρχοντα Δράκοντα». Μάλλον θα ήθελε να το πει μουρμουριστά, σκέφτηκε ο Ραντ. Έκανε τη γονυκλισία της και παραλίγο θα έπεφτε δυο φορές πριν ξανασηκωθεί, και βρόντηξε πίσω της την πόρτα όταν βγήκε.
Η Μιν γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Δεν νομίζω να είδα ποτέ υπηρέτρια σαν — Ραντ, μου φαίνεται πως θα σε μαχαίρωνε αν κρατούσε μαχαίρι».
«Ίσως να με κλωτσούσε», είπε αυτός μ’ ένα πνιχτό γέλιο, «αλλά ποτέ δεν θα με μαχαίρωνε. Νομίζει πως είμαι ο από καιρό χαμένος αδελφός της». Το βλέμμα της έδειξε σύγχυση· ο Ραντ είδε εκατό ερωτήσεις να αναδύονται. «Είναι μεγάλη ιστορία. Θα σου την πω κάποια άλλη φορά». Ένα μέρος της ιστορίας. Κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε τι ήταν αναγκασμένος να υπομένει από την Ενάιλα και τη Σομάρα και μερικές άλλες. Εντάξει, μπορεί να το ήξεραν ήδη οι Κόρες, όμως κανείς άλλος.
Η Μελαίν μπήκε με τον Αελίτικο τρόπο, δηλαδή έχωσε το κεφάλι από την πόρτα, κοίταξε τριγύρω, και το ακολούθησε ολόκληρη. Ο Ραντ δεν είχε βρει ποτέ τι θα έκανε έναν Αελίτη να αποφασίσει ότι δεν μπορούσε να μπει. Οι αρχηγοί, οι Σοφές κι οι Κόρες είχαν μπει στο δωμάτιο του όταν ήταν ακόμα με τα ασπρόρουχά του, ή στο κρεβάτι, ή στο μπάνιο. Πλησιάζοντας, η ηλιόξανθη Σοφή βολεύτηκε σταυροπόδι στο χαλί μερικά βήματα μπροστά του με τα βραχιόλια της να κουδουνίζουν κι έσιαξε με φροντίδα τα φουστάνια γύρω της. Τα πράσινα μάτια κοίταξαν τη Μιν ουδέτερα.
Αυτή τη φορά η Μιν δεν δοκίμασε να σηκωθεί. Αντιθέτως, από τον τρόπο που είχε γείρει πάνω του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του, ανασαίνοντας αργά, ο Ραντ σκέφτηκε μήπως είχε αποκοιμηθεί. Στο κάτω-κάτω, είχε πει πως είχε φτάσει στο Κάεμλυν νυχτιάτικα. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι είχε το χέρι του στη μέση της, και το μετακίνησε στο μπράτσο της καρέκλας. Εκείνη αναστέναξε σχεδόν με λύπη και κόλλησε πάνω του. Σίγουρα ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί.
«Έχω νέα», είπε η Μελαίν, «και δεν ξέρω ποια είναι τα σημαντικότερα. Η Εγκουέν έφυγε από τις σκηνές. Πάει σε ένα μέρος που λέγεται Σαλιντάρ, όπου υπάρχουν Άες Σεντάι. Είναι οι Άες Σεντάι που ίσως σε υποστηρίξουν. Επειδή το ζήτησε, δεν σου είπαμε πιο πριν γι’ αυτές, τώρα όμως σου λέω ότι είναι δύστροπες, απείθαρχες, εριστικές κι εγωίστριες πέρα από κάθε λογική». Προς το τέλος έφτυνε τα λόγια της, και το κεφάλι της είχε προβάλει προς τα μπρος.
Επομένως κάποια ονειροβάτισσα στην Καιρχίν είχε μιλήσει με τη Μελαίν στα όνειρά της. Σχεδόν αυτό ήταν το μόνο που ήξερε για τις ικανότητες των ονειροβατισσών, και παρ’ όλο που θα μπορούσαν να του φανούν χρήσιμες, σπανίως προθυμοποιούνταν να τις θέσουν στη διάθεσή του. Το διαφορετικό τώρα ήταν όλα αυτά περί δυστροπίας και λοιπά. Οι περισσότερες Άες Σεντάι συμπεριφέρονταν σαν να νόμιζαν ότι οι Άες Σεντάι ίσως τις χτυπούσαν, πίστευαν ότι θα το άξιζαν, και σκόπευαν να δεχτούν το χτύπημα χωρίς αντίρρηση. Ακόμα κι οι Σοφές μιλούσαν για τις Άες Σεντάι με σεβασμό, τις σπάνιες φορές που μιλούσαν γι’ αυτές. Προφανώς κάποια πράγματα είχαν αλλάξει. Το μόνο που είπε όμως ήταν, «Ξέρω». Αν η Μελαίν σκόπευε να του πει το λόγο, θα το έκανε χωρίς να τη ρωτήσει. Αν δεν του τον έλεγε, τότε ο Ραντ και να ρωτούσε δεν θα έπαιρνε απάντηση. «Για το Σαλιντάρ, όπως και για την Εγκουέν. Αυτή τη στιγμή στο Κάεμλυν βρίσκονται εννιά Άες Σεντάι από το Σαλιντάρ. Η Μιν ήρθε μαζί τους». Η Μιν ανασάλεψε στο στήθος του και κάτι μουρμούρισε. Ο Λουζ Θέριν μούγκριζε πάλι, αλλά τόσο χαμηλόφωνα που δεν διέκρινε τι, κι ο Ραντ χάρηκε γι’ αυτή την παρέμβαση. Με τη Μιν ένιωθε... ωραία. Θα ένιωθε βαθιά προσβεβλημένη αν το ήξερε. Από την άλλη μεριά όμως, του είχε πει «θα μου το πληρώσεις», κι ίσως απλώς να έβαζε τα γέλια. Ίσως. Άλλαζε γνώμη από τη μια στιγμή στην άλλη, μερικές φορές.
Η Μελαίν δεν ξαφνιάστηκε που ο Ραντ τα γνώριζε αυτά, δεν έσιαξε καν το επώμιο της. Από τότε που είχε παντρευτεί τον Μπάελ, φαινόταν να είχε —η λέξη «γαληνέψει» δεν ήταν η σωστή· ήταν υπερβολικά νωθρή για τη Μελαίν— γίνει λιγότερο ευέξαπτη. «Αυτό ήταν το δεύτερο νέο που σου φέρνω. Πρέπει να φυλάγεσαι απ’ αυτές, Ραντ αλ’Θόρ, και να δείχνεις αποφασισμένος. Δεν σέβονται τίποτα άλλο». Είχε γίνει άλλος άνθρωπος.
«Θα κάνεις δύο θυγατέρες», μουρμούρισε η Μιν. «Δίδυμα σαν καθρέφτες».
Μπορεί η Μελαίν να ήταν ατάραχη πριν, αλλά τώρα πήγε στο άλλο άκρο. Τα μάτια της γούρλωσαν και τινάχτηκε, τόσο που παραλίγο θα πετιόταν από το πάτωμα. «Πού το...;» είπε σαν μην πίστευε στ’ αυτιά της, και μετά σταμάτησε για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε ξέπνοα, «Κι εγώ η ίδια δεν ήξερα σίγουρα πως είμαι έγκυος πριν από σήμερα το πρωί. Πού το κατάλαβες;»
Η Μιν τότε σηκώθηκε, δίνοντάς του μια ματιά την οποία ο Ραντ ήξερε καλά. Για κάποιο λόγο, το σφάλμα ήταν δικό του. Δεν ήταν τέλεια, αν και ψεγάδια της ήταν μικρά. Καταπιάστηκε με το σακάκι της, κοιτώντας παντού αλλού εκτός από τη Μελαίν, κι όταν το βλέμμα ξανάπεσε πάνω του, ήταν μια παραλλαγή της πρώτης ματιάς. Αυτός την είχε μπλέξει· αυτός έπρεπε να την ξεμπλέξει.
«Δεν πειράζει, Μιν», της είπε. «Η Μελαίν είναι Σοφή κι είμαι βέβαιος ότι ξέρει πράγματα που θα σου πάγωναν το αίμα». Μόνο που ήταν τόσο ζεστή πάνω του. «Είμαι σίγουρος ότι θα υποσχεθεί να φυλάξει το μυστικό σου, και μπορείς να βασιστείς στην υπόσχεσή της». Η Μελαίν παραλίγο θα μπέρδευε τα λόγια της, καθώς έσπευδε να το υποσχεθεί.
Ο Ραντ δέχθηκε πάντως άλλη μια ματιά από τη Μιν, καθώς εκείνη καθόταν πλάι στη Μελαίν. Επιτιμητική ματιά, ίσως. Μα με ποιον τρόπο μπορούσε να την ξεμπλέξει; Η Μελαίν δεν θα το ξεχνούσε μόνο και μόνο επειδή θα της το ζητούσε ο Ραντ, αλλά ήξερε να τηρεί τις υποσχέσεις της, και να φυλά τα μυστικά. Τουλάχιστον από τον Ραντ είχε κρατήσει αρκετά μυστικά.
Παρ’ όλη την απροθυμία της, όταν η Μιν άρχισε να μιλά, έδωσε πιο πλήρη εξήγηση απ’ όσες είχε δώσει ποτέ στον ίδιο, ίσως βοηθούμενη από τις συνεχείς ερωτήσεις της Μελαίν και την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Ήταν σαν να ένιωθε η Μελαίν πως η ικανότητα της Μιν την έκανε τρόπον τινά ίση της, κάτι τελείως διαφορετικό από υδρόβια.
«Είναι αξιοσημείωτο», είπε στο τέλος η Μελαίν. «Είναι σαν να ερμηνεύεις ένα όνειρο αλλά χωρίς να ονειρεύεσαι. Δύο, είπες; Και τα δύο κοριτσάκια; Ο Μπάελ θα χαρεί. Η Ντορίντα του χάρισε τρεις γιους, αλλά ξέρουμε ότι θα ήθελε μια κόρη». Η Μιν βλεφάρισε και κούνησε απότομα το κεφάλι. Φυσικά· δεν ήξερε για τις αδελφές-συζύγους.
Έπειτα απ’ αυτό οι δυο τους καταπιάστηκαν με το θέμα της γέννας. Δεν είχαν κάνει ποτέ παιδί, αλλά είχαν βοηθήσει μαμές να ξεγεννήσουν.
Ο Ραντ ξερόβηξε δυνατά. Όχι ότι τον ενοχλούσαν οι λεπτομέρειες. Είχε βοηθήσει να γεννηθούν αρνάκια, πουλάρια και μοσχαράκια. Το ενοχλητικό ήταν ότι οι δυο τους κάθονταν εκεί με τα κεφάλια κοντά, λες κι ο ίδιος είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Δεν σήκωσαν το βλέμμα παρά μόνο όταν ξερόβηξε για δεύτερη φορά, τόσο δυνατά που μέσα του αναρωτήθηκε μήπως είχε πάθει τίποτα.
Η Μελαίν έγειρε πιο κοντά στη Μιν και μίλησε με ψίθυρο που μπορούσες να τον ακούσεις στο διπλανό δωμάτιο. «Οι άνδρες πάντα λιποθυμούν».
«Και πάντα τη χειρότερη στιγμή».
Τι θα σκέφτονταν άραγε αν τον έβλεπαν στο στάβλο του πατέρα του Ματ, γεμάτο αίματα κι αμνιακά υγρά ως τους ώμους, με τρία παίδια σπασμένα από κλωτσιά επειδή η φοράδα δεν είχε γεννήσει άλλη φορά κι ήταν φοβισμένη; Το πουλάρι είχε γεννηθεί μια χαρά, και στην επόμενη γέννα η φοράδα δεν είχε κλωτσήσει καθόλου.
«Πριν λιποθυμήσω», είπε σαρκαστικά, ενώ καθόταν κι αυτός στο χαλί, «μήπως θα ήθελε κάποια από τις δύο να πει τίποτα άλλο για τις Άες Σεντάι;» Αν δεν είχε την αγκαλιά του γεμάτη, θα είχε σταθεί όρθιος νωρίτερα, ή θα είχε καθίσει στο χαλί. Μεταξύ των Αελιτών, μόνο οι αρχηγοί είχαν καρέκλες, κι η καρέκλα του αρχηγού χρησιμοποιούνταν μόνο για να αναγγέλλει αποφάσεις ή να δέχεται την παράδοση του εχθρού.
Κι οι δύο γυναίκες φάνηκαν να ντρέπονται. Δεν είπαν τίποτα, αλλά έσιαξαν τα επώμιά τους κι έστρωσαν τα σακάκια, αποφεύγοντας να τον κοιτάξουν κατάματα. Όλα αυτά πέρασαν όταν άρχισαν να μιλάνε. Η Μιν επέμεινε πεισματικά στην άποψή της ότι οι Άες Σεντάι από το Σαλιντάρ δεν αποτελούσαν απειλή για τον Ραντ κι ίσως να του πρόσφεραν βοήθεια, αν τις χειριζόταν καταλλήλως, δηλαδή αν αυτός έδειχνε σεβασμό δημοσίως ενώ η Μιν κατ’ ιδίαν του έλεγε ό,τι ψιθύρους άκουγε κρυφά. «Ξέρεις, Μελαίν, δεν είμαι προδότρια. Ήξερα τον Ραντ πριν γνωρίσω τις Άες Σεντάι, με εξαίρεση τη Μουαραίν, κι η αλήθεια είναι ότι πολύ πριν πεθάνει αυτή, ο Ραντ είχε κερδίσει την πίστη μου».
Η Μελαίν δεν θεωρούσε τη Μιν προδότρια, κάθε άλλο, και φάνηκε τώρα να αποκτά ακόμα καλύτερη γνώμη γι’ αυτήν. Οι Σοφές είχαν δική τους άποψη για τους κατασκόπους, κάπως διαφορετική απ’ ό,τι οι Αελίτες. Αλλά ισχυρίστηκε ότι, με ορισμένες εξόφθαλμες εξαιρέσεις, οι Άες Σεντάι ήταν εξίσου αξιόπιστες με τους Σάιντο, δηλαδή δεν μπορούσες να τις εμπιστευτείς παρά μόνο αν τις αιχμαλώτιζες και τις έκανες γκαϊ’σάιν. Δεν πρότεινε να αιχμαλωτίσουν τις Άες Σεντάι στο Στέμμα των Ρόδων, μα τα λόγια της έτειναν προς αυτό. «Πώς είναι δυνατόν να τις εμπιστευτείς, Ραντ αλ’Θόρ; Νομίζω πως δεν έχουν τιμή, με εξαίρεση την Εγκουέν αλ’Βέρ, κι αυτή—» Η Μελαίν έσιαξε πάλι το επώμιο της. «Όταν μια Άες Σεντάι μου δείξει ότι έχει όση τιμή έχει κι η Εγκουέν, τότε θα την εμπιστευτώ, όχι πιο πριν».
Όσο για τον Ραντ, αυτός περισσότερο άκουγε παρά μιλούσε, και χωρίς να πει πάνω από καμιά δεκαριά λέξεις, έμαθε πολλά. Για να απαντήσει στα επιχειρήματα της Μελαίν, η Μιν ανέτρεξε στα μέλη της αντιπροσωπείας όνομα προς όνομα, αναφέροντας τι είχε πει κάθε γυναίκα στο ζήτημα της υποστήριξης του Ραντ, ενώ παραδέχτηκε πως στην πραγματικότητα δεν ήταν όλα ρόδινα. Η Μεράνα Άμπρεϋ κι η Κάιρεν Στανγκ, μια Γαλάζια, ήταν κι οι δύο Αντορινές, και παρ’ όλο που υποτίθεται πως όλες οι Άες Σεντάι αποκόπτονταν από κάθε όρκο και πίστη εκτός του Λευκού Πύργου, τώρα, ίσως επειδή ήταν αποξενωμένες από τον Πύργο, ανησυχούσαν που ο Ραντ είχε εγκατασταθεί στο Κάεμλυν κι ίσως είχε δολοφονήσει τη Μοργκέις. Η Ραφέλα Κίνταλ, επίσης του Γαλάζιου Άτζα, ίσως να χαιρόταν με τις αλλαγές που είχε φέρει στο Δάκρυ ο Ραντ, όπου κάποτε ήταν παράνομη η διαβίβαση κι έδιωχναν από τη χώρα τα κοριτσάκια που μπορούσαν να μάθουν να διαβιβάζουν, αλλά δεν έλεγε πολλά κι ανησυχούσε κι αυτή για τη Μοργκέις. Η Σήνιντ Τράιγκαν, μια Πράσινη, κλωθογύριζε στο νου τις ό,τι φήμες άκουγε από την πατρίδα της την Καιρχίν και δεν πολυμιλούσε, ενώ η Φήλντριν Χαρέλα, η δεύτερη Πράσινη αδελφή, μερικές φορές σύγκρινε τις φρικαλεότητες που είχαν διαπράξει οι Δρακορκισμένοι στην Αλτάρα και το Μουράντυ με όσα είχαν κάνει οι Δρακορκισμένοι στο Τάραμπον, κι αρνιόταν ακόμα και να συζητήσει το γεγονός ότι ο εμφύλιος είχε διαλύσει τη χώρα πριν καν ορκιστεί ο πρώτος Δρακορκισμένος εκεί. Όσο όμως κι αν την πίεσε η Μελαίν, η Μιν επέμενε πως όλες αυτές οι Άες Σεντάι αναγνώριζαν τον Ραντ ως τον Αναγεννημένο Δράκοντα και τη ρωτούσαν με μεγάλη προσοχή, σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από το Σαλιντάρ, τι άνθρωπος ήταν και πώς μπορούσες να τον πλησιάσεις χωρίς να τον προσβάλλεις ή να τον φοβίσεις.
Ο Ραντ γρύλισε ακούγοντάς τα αυτά —ότι ανησυχούσαν μήπως τον φοβίσουν— αλλά η Μελαίν επέμεινε ότι αφού οι περισσότερες γυναίκες της αντιπροσωπείας είχαν τόσους λόγους για να είναι εναντίον του Ραντ, τότε συνολικά την αντιπροσωπεία δεν μπορούσαν να την εμπιστευτούν ούτε να φέρει κοπριά για τη φωτιά. Η Μιν του έριξε ένα απολογητικό μορφασμό και συνέχισε απτόητη. Το Άραντ Ντόμαν είχε δει όσους Δρακορκισμένους είχε δει το Τάραμπον κι είχε επίσης ζήσει το δικό του εμφύλιο, όμως η Ντεμίρα Έριφ, του Καφέ Άτζα, μιλούσε μόνο για δύο πράγματα: για το ότι θα συναντούσε τον Ραντ, και για τη φήμη ότι ο Ραντ είχε αρχίσει κάποιο είδος σχολής στην Καιρχίν· κατά τη γνώμη της Ντεμίρα, κανένας άνδρας που ίδρυε ένα σχολείο δεν ήταν απολύτως αθεράπευτα κακός. Η Μπερενίτσια Μόρσαντ, μια Κίτρινη αδελφή από το Σίναρ, είχε ακούσει από Σιναρανούς στο Σαλιντάρ ότι στο Φαλ Ντάρα τον Ραντ τον είχε υποδεχθεί ο λαμπρός ηγέτης Άγκελμαρ Τζάγκαντ, μια τιμή που φαινόταν να βαρύνει πολύ στην κρίση της· ο Άρχοντας Άγκελμαρ δεν θα είχε υποδεχθεί έναν άθλιο, έναν βλάκα ή έναν απατεώνα. Βάραινε σχεδόν εξίσου και για τη Μασούρι Σοκάγουα· ήταν μια Καφέ αδελφή από το Άραφελ, που συνόρευε με το Σίναρ. Τέλος υπήρχε κι η Βαλίντε Ναθένος, η οποία, όπως έλεγε η Μιν, ήθελε με βιασύνη ασυνήθιστη για το Λευκό Άτζα να διώξει ο Ραντ τον Σαμαήλ από το Ίλιαν· αν της το υποσχόταν, αν υποσχόταν έστω ότι θα προσπαθούσε, η Μιν δεν θα ξαφνιαζόταν αν έβλεπε τη Βαλίντε να του προσφέρει όρκο υποταγής. Η Μελαίν εξέφρασε τη δυσπιστία της, και σήκωσε μάλιστα το βλέμμα στο ταβάνι· δεν είχε δει ποτέ της τόσο συνετή Άες Σεντάι, μια άποψη για την οποία ο Ραντ ένιωσε έκπληξη, αφού πιθανότατα η Βαλίντε θα του γελούσε κατάμουτρα αν της ζητούσε τέτοιο όρκο. Η Μιν επέμεινε πως ήταν αλήθεια, κι ας έλεγε η Μελαίν ό,τι ήθελε.
«Θα δείξω όσο σεβασμό μπορώ χωρίς να γονατίσω», είπε ο Ραντ στη Μιν όταν τελικά εκείνη ηρέμησε. Πρόσθεσε, για χάρη της Μελαίν, «Κι αν δεν δείξουν αποδείξεις της καλής προαίρεσής τους, δεν θα τις εμπιστευτώ καθόλου». Πίστευε πως αυτό θα ευχαριστούσε και τις δύο, αφού έπαιρναν αυτό που ήθελαν, όμως κρίνοντας από τα σμιγμένα φρύδια τους, δεν είχε μείνει ευχαριστημένη καμία.
Μετά από τόση λογομαχία, περίμενε ότι οι δύο γυναίκες θα ήταν στα μαχαίρια, αλλά όπως φαινόταν, η εγκυμοσύνη της Μελαίν και η θέαση της Μιν είχαν δημιουργήσει ένα δεσμό ανάμεσά τους. Όταν σηκώθηκαν, ήταν όλο χαμόγελα κι αγκαλιές, κι η Μελαίν είπε, «Δεν πίστευα ότι θα σε συμπαθήσω, Μιν, αλλά σε συμπαθώ, και θα δώσω το όνομά σου σε ένα από τα κορίτσια, επειδή εσύ το έμαθες πρώτη. Πρέπει να πάω να μιλήσω στον Μπάελ για να μη ζηλέψει που ο Ραντ αλ’Θόρ το έμαθε πριν απ’ αυτόν. Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά, Μιν». Πρόσθεσε στον Ραντ, «Έχε το νου σου μ’ αυτές τις Άες Σεντάι, Ραντ αλ’Θόρ, και πρόσφερε στη Μιν την προστασία του αν τη χρειαστεί. Θα της κάνουν κακό αν μάθουν ότι έχει δώσει όρκο σε σένα». Φυσικά, έφυγε με την ίδια επισημότητα που είχε έρθει, δηλαδή ένα νεύμα της κεφαλής.
Κι έτσι ο Ραντ ξανάμεινε μόνος με τη Μιν. Για κάποιο λόγο, ένιωθε αμηχανία.