21 Προς τη Σαντάρ Λογκόθ

«Να μας πας εκεί;» είπε η Κόβριλ, κοιτώντας με ένα επίφοβο σμίξιμο των φρυδιών το χάρτη που κρατούσε ο Ραντ. «Θα λοξοδρομήσουμε πολύ, αν θυμάμαι σωστά πού είναι οι Δύο Ποταμοί. Δεν θα χάσω ούτε μια μέρα μέχρι να βρω τον Λόιαλ». Η Έριθ ένευσε αποφασιστικά.

Ο Χάμαν, που τα μάγουλά του ήταν ακόμα μουσκεμένα από τα δάκρυα, κούνησε το κεφάλι με τη βιάση τους, μα είπε, «Δεν θα το επιτρέψω. Η Αριντόλ —η Σαντάρ Λογκόθ, όπως σωστά την ονοματίζετε τώρα— δεν είναι μέρος για παιδιά σαν την Έριθ. Η αλήθεια να λέγεται, δεν είναι μέρος για κανέναν».

Ο Ραντ άφησε το χάρτη να πέσει και σηκώθηκε. Ήξερε τη Σαντάρ Λογκόθ καλύτερα απ’ όσο ήθελε. «Δεν θα χάσετε χρόνο. Αντιθέτως, θα κερδίσετε. Θα σας πάω εκεί με το Ταξίδεμα, μέσω πύλης· σήμερα κιόλας θα καλύψετε το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης από τους Δύο Ποταμούς. Δεν θα καθυστερήσουμε. Ξέρω ότι μπορείτε να με πάτε κατευθείαν στην Πύλη». Οι Ογκιρανοί ένιωθαν τις Πύλες, αν δεν ήταν πολύ μακριά.

Γι’ αυτό απαιτήθηκε άλλη μια σύσκεψη πέρα από το σιντριβάνι, κι η Έριθ απαίτησε να συμμετάσχει κι αυτή. Ο Ραντ έπιασε μόνο αποσπάσματα της, όμως ήταν φανερό ότι ο Χάμαν, κουνώντας πεισματικά το μεγάλο κεφάλι του, αντιτιθόταν στο σχέδιο, ενώ η Κόβριλ, με αυτιά τόσο αλύγιστα σαν έλεγες ότι ήθελε να δείχνει ψηλότερη, επέμεινε. Στην αρχή η Κόβριλ έριχνε συνοφρυωμένες ματιές τόσο στην Έριθ όσο και στον Χάμαν· όποιες κι αν ήταν οι σχέσεις ανάμεσα σε πεθερές και νύφες μεταξύ των Ογκιρανών, η Κόβριλ προφανώς θεωρούσε ότι η νεότερη γυναίκα δεν είχε λόγο εκεί. Δεν άργησε όμως να αλλάξει γνώμη. Οι Ογκιρανές πλευροκόπησαν τον Χάμαν, σφυροκοπώντας τον ανελέητα.

«...επικίνδυνο. Πολύ επικίνδυνο», ακούστηκε το μακρινό μπουμπουνητό του Χάμαν.

«...σχεδόν εκεί σήμερα...» Μια λεπτότερη βροντή από την Κόβριλ.

«...ήδη είναι πολύ καιρό Έξω...» Ένα γλυκό καμπάνισμα από την Έριθ.

«..όποιος βιάζεται, σκοντάφτει...»

«...ο Λόιάλ μου...»

«...ο Λόιάλ μου...»

«...το Μασάνταρ κάτω από τα πόδια μας...»

«...ο Λόιάλ μου...»

«...ο Λόιάλ μου...»

«...ως Πρεσβύτερος...»

«...ο Λόιάλ μου...»

«...ο Λόιάλ μου...»

Ο Χάμαν επέστρεψε στον Ραντ, τραβώντας το σακάκι του λες κι ήταν μισοσχισμένο, ακολουθούμενος από τις δύο γυναίκες. Η Κόβριλ φαινόταν πιο ήρεμη από την Έριθ, η οποία πάλευε να πνίξει το χαμόγελό της, όμως τα φουντωτά αυτιά τους είχαν την ίδια αυθάδικη έπαρση, που με κάποιον τρόπο σήμαινε ικανοποίηση.

«Αποφασίσαμε», είπε μουδιασμένα ο Χάμαν, «να δεχθούμε την προσφορά σου. Ας τελειώνει επιτέλους αυτή η εξωφρενική περιήγηση για να ξαναγυρίσω στα μαθήματά μου. Και στο Κούτσουρο. Ουμ. Ουμ. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για σένα μπροστά στο Κούτσουρο».

Τον Ραντ δεν τον πείραζε αν ο Χάμαν έλεγε στο Κούτσουρο ότι ήταν αυταρχικός. Οι Ογκιρανοί δεν αναμιγνύονταν με τους ανθρώπους, παρά μόνο όταν διόρθωναν τα παλιά λιθοδομήματά τους, κι ήταν απίθανο να επηρέαζαν υπέρ ή κατά του κάποιον άνθρωπο. «Ωραία», είπε. «Θα πω να φέρουν τα πράγματά σας από το πανδοχείο».

«Έχουμε τα πάντα εδώ πέρα». Η Κόβριλ πήγε στην πίσω μεριά του σιντριβανιού, έσκυψε, και ξανασηκώθηκε με δύο δέματα που ήταν κρυμμένα πίσω από τη δεξαμενή. Το καθένα μόνο του θα αποτελούσε βαρύ φορτίο για κάποιον άνθρωπο. Έδωσε το ένα στην Έριθ, πήρε το λουρί που ήταν στερεωμένο στο άλλο και το πέρασε πάνω από το κεφάλι της αφήνοντάς το να πέσει διαγώνια στο στήθος της, συγκρατώντας έτσι το δέμα στην πλάτη της.

«Αν ήταν εδώ ο Λόιαλ», εξήγησε η Έριθ, σηκώνοντας κι αυτή το δέμα της, «θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε για το Στέντιγκ Τσόφου χωρίς καθυστέρηση. Αν όχι, θα ήμασταν έτοιμες να συνεχίσουμε. Δίχως καθυστέρηση».

«Στην πραγματικότητα, ήταν τα κρεβάτια», εκμυστηρεύτηκε ο Χάμαν, υψώνοντας τα χέρια για να δείξει ένα κρεβάτι που έκανε μόνο για παιδί ανθρώπων. «Κάποτε όλα τα πανδοχεία έξω είχαν δυο-τρία δωμάτια για Ογκιρανούς, αλλά τώρα φαίνεται δύσκολο να βρεθούν. Δεν καταλαβαίνω γιατί». Έριξε μια ματιά στους σημαδεμένους χάρτες κι αναστέναξε. «Δεν καταλάβαινα γιατί».

Ο Ραντ περίμενε να φέρει το μπογαλάκι του ο Χάμαν κι αμέσως άδραξε το σαϊντίν κι άνοιξε μια πύλη ακριβώς εκεί δίπλα στο σιντριβάνι, μια τρύπα στον αέρα που έδειχνε έναν ερειπωμένο, χορταριασμένο δρόμο και καταρρέοντα κτήρια.

«Ραντ αλ’Θόρ». Η Σούλιν μπήκε με σχεδόν ανέμελο βήμα στην αυλή, ακολουθούμενη από μια ομάδα υπηρέτες και γκαϊ’σάιν που ήταν φορτωμένοι με χάρτες. Η Λία κι ο Κάσιν ήταν μαζί της, προσποιούμενοι κι αυτοί τους αδιάφορους. «Ζήτησες κι άλλους χάρτες». Η Σούλιν έριξε μια ματιά στην πύλη σχεδόν σαν να τον κατηγορούσε.

«Εκεί μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου καλύτερα απ’ όσο θα το έκανες εσύ», της είπε ψυχρά ο Ραντ. Δεν σκόπευε να μιλήσει ψυχρά, αλλά τυλιγμένος στο Κενό δεν μπορούσε να μιλήσει παρά μόνο με φωνή ψυχρή κι απόμακρη. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούν να το πολεμήσουν οι λόγχες σας, και κάποια πράγματα που δεν μπορούν».

Η Σούλιν ακόμα είχε έναν ενοχλημένο τόνο. «Ένας λόγος παραπάνω για να είμαστε εκεί».

Αυτό δεν είχε νόημα παρά μόνο αν ήσουν Αελίτης, αλλά... «Δεν θα τσακωθώ τώρα», της είπε. Η Σούλιν θα προσπαθούσε να τον ακολουθήσει, αν της αρνιόταν· θα φώναζε Κόρες, οι οποίες θα προσπαθούσαν να πηδήξουν στην πύλη, ακόμα κι αν την έκλεινε. «Φαντάζομαι ότι έχεις την υπόλοιπη φρουρά της μέρας εδώ δίπλα. Μάζεψέ τους. Όμως όλοι πρέπει να μείνουν κοντά μου, και κανείς να μην αγγίξει τίποτα. Κάνε γρήγορα. Θέλω να ξεμπερδεύουμε». Οι αναμνήσεις που είχε από τη Σαντάρ Λογκόθ δεν ήταν ευχάριστες.

«Έδιωξα τη φρουρά, όπως επέμενες», είπε η Σούλιν αηδιασμένη. «Μέτρα αργά ως το εκατό».

«Το δέκα».

«Το πενήντα».

Ο Ραντ ένευσε και τα δάχτυλά της πετάρισαν. Η Τζαλάνι χίμηξε μέσα στο κτήριο και τα χέρια της Σούλιν σάλεψαν ξανά. Οι τρεις γυναίκες γκαϊ’σάιν έριξαν κάτω τις αγκαλιές τους χάρτες δείχνοντας ξαφνιασμένες —οι Αελίτες ποτέ δεν έδειχναν τόσο έκπληκτοι— και, μαζεύοντας τους μακριούς λευκούς χιτώνες τους, χάθηκαν στο Παλάτι, πηγαίνοντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά παρ’ όλο που ήταν ταχύτατες, η Σούλιν βρέθηκε μπροστά τους.

Όταν ο Ραντ έφτασε στα είκοσι, οι Αελίτες πλημμύρισαν την αυλή, χιμώντας μέσα από παράθυρα και πηδώντας από τα εσωτερικά μπαλκόνια. Παραλίγο θα έχανε το μέτρημα. Όλοι οι Αελίτες ήταν πεπλοφορεμένοι, κι υπήρχαν λίγες μόνο Κόρες. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μπερδεμένοι βρίσκοντας μονάχα τον Ραντ και τρεις Ογκιρανούς, οι οποίοι τους κοίταζαν βλεφαρίζοντας με περιέργεια. Κάποιοι χαμήλωσαν το πέπλο. Οι υπηρέτες του παλατιού ζάρωναν κοντά μεταξύ τους.

Η πλημμύρα συνεχίστηκε και μετά την επιστροφή της Σούλιν, δίχως πέπλο, ακριβώς στο πενήντα, ενώ η αυλή είχε γεμίσει από Αελίτες. Γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι είχε διαδώσει το νέο πως ο Καρ’α’κάρν κινδύνευε, που κατά τη γνώμη της ήταν ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει αρκετές λόγχες στο χρόνο που της είχε δοθεί. Οι άνδρες άρχισαν μερικά ξινά μουρμουρητά, όμως οι περισσότεροι το θεώρησαν καλό αστείο, και μερικοί γέλασαν πνιχτά, ενώ άλλοι κροτάλισαν τις λόγχες στις στρογγυλές ασπιδούλες τους. Κανείς, όμως, δεν έκανε να φύγει· κοίταξαν την πύλη και κάθισαν στα καλάμια τους για να δουν τι συνέβαινε.

Με την ακοή του οξυμένη εξαιτίας της Δύναμης, ο Ραντ άκουσε μια Κόρη ονόματι Ναντέρα, μια γυναίκα νευρώδη αλλά ακόμα όμορφη, παρ’ όλο που τα μαλλιά της ήταν μάλλον γκρίζα παρά κιτρινόξανθα, να ψιθυρίζει στη Σούλιν, «Μίλησες σε γκαϊ’σάιν σαν να ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι».

Τα γαλανά μάτια της Σούλιν κοίταξαν σταθερά τα πράσινα της Ναντέρα. «Ναι. Θα το συζητήσουμε όταν ξαναείναι ασφαλής ο Ραντ αλ’Θόρ σήμερα».

«Όταν ξαναείναι ασφαλής», συμφώνησε η Ναντέρα.

Η Σούλιν διάλεξε στα γρήγορα είκοσι Κόρες, που μερικές ήταν στη φρουρά εκείνο το πρωί και μερικές όχι, αλλά όταν ο Ούριεν άρχισε να ξεδιαλέγει Κόκκινες Ασπίδες, τότε άνδρες από άλλες κοινωνίες ζήτησαν να συμμετάσχουν κι αυτοί. Η πόλη που έδειχνε η πύλη έμοιαζε με μέρος όπου ίσως υπήρχαν εχθροί, κι ο Καρ’α’κάρν έπρεπε να προστατευθεί. Η αλήθεια ήταν πως κανένας Αελίτης δεν έλεγε όχι σε ενδεχόμενη μάχη, κι όσο νεότερος ήταν κανείς, τόσο πιθανότερο ήταν ότι θα την επιδίωκε. Αλλη μια λογομαχία παραλίγο θα άρχιζε, όταν ο Ραντ είπε ότι οι άνδρες δεν θα ήταν περισσότεροι από τις Κόρες —αυτό θα ατίμαζε τις Φαρ Ντάραϊς Μάι, μιας και τις είχε επιλέξει να φέρουν την τιμή του— και δεν θα έρχονταν περισσότερες Κόρες απ’ όσες είχε ήδη διαλέξει η Σούλιν. Πραγματικά, τους πήγαινε σε ένα μέρος όπου δεν θα τους προστάτευαν οι πολεμικές ικανότητές τους, κι όσο περισσότεροι έρχονταν μαζί του, τόσο περισσότερους θα έπρεπε να προσέχει. Αυτό απέφυγε να το αναφέρει· όλο και κάποιου την τιμή θα είχε θίξει, αν το έλεγε.

«Μην ξεχνάτε», είπε, όταν έγινε η επιλογή, «να μην αγγίξετε τίποτα. Μην πάρετε τίποτα, ούτε μια γουλιά νερό μην πιείτε. Κι επίσης να φαίνεστε πάντα· μη μπείτε για κανένα λόγο σε κάποιο κτήριο». Ο Χάμαν κι η Κόβριλ ένευσαν ζωηρά, κάτι που φάνηκε να εντυπωσιάζει τους Αελίτες περισσότερο απ’ όσο τους είχαν εντυπωσιάσει τα λόγια του Ραντ. Αφού το είχαν καταλάβει, δεν πείραζε.

Πέρασαν την πύλη και βγήκαν σε μια πόλη νεκρή από καιρό, μια πόλη παραπάνω από νεκρή.

Ένας χρυσός ήλιος που πλησίαζε το ζενίθ του έψηνε τα χαλάσματα της δόξας. Εδώ κι εκεί υπήρχαν πελώριοι άθικτοι θόλοι, που σκέπαζαν παλάτια από χλωμό μάρμαρο, όμως οι περισσότεροι ήταν τρύπιοι, και συχνά έμεναν μονάχα κυρτά και τσακισμένα ερείπια. Μακριά κιονοστοίχιστα δρομάκια έβγαζαν σε πύργους τόσο ψηλούς που η Καιρχίν μόνο να τους ονειρευτεί μπορούσε, και σε πύργους που έχασκαν οδοντωτοί και μισοτελειωμένοι. Παντού οι σκεπές είχαν βουλιάξει, ενώ τούβλα και πέτρες απλώνονταν πάνω σε σπασμένες πλάκες του δρόμου από τα κτήρια και τους τοίχους που είχαν καταρρεύσει. Διαλυμένα σιντριβάνια και τσακισμένα μνημεία στόλιζαν κάθε διασταύρωση. Καμπούρικα δένδρα, που πέθαιναν από την ανομβρία, φύτρωναν στους μεγάλους λόφους που σχημάτιζαν τα μπάζα. Ξερά αγριόχορτα σχημάτιζαν γραμμές στις ραγισματιές των δρόμων και των κτηρίων. Τίποτα δεν σάλευε, ούτε πουλί, ούτε ποντίκι, ούτε αεράκι. Η σιγή αγκάλιαζε τη Σαντάρ Λογκόθ. Σαντάρ Λογκόθ. Το Μέρος όπου Καρτερεί η Σκιά.

Ο Ραντ άφησε την πύλη να εξαφανιστεί. Κανένας Αελίτης δεν έβγαλε το πέπλο του. Οι Ογκιρανοί κοίταξαν τριγύρω, με πρόσωπα σφιγμένα κι αυτιά τεντωμένα προς τα πίσω. Ο Ραντ άδραξε το σαϊντίν, με τον αγώνα εκείνο που, όπως είχε πει ο Τάιμ έλεγε στον άνδρα πως ήταν ζωντανός. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε να διαβιβάσει, ή ίσως ειδικά τότε, Θα ήθελε αυτή την υπενθύμιση εδώ.

Η Αριντόλ ήταν μια λαμπρή πρωτεύουσα στις μέρες των Πολέμων των Τρόλοκ, σύμμαχος της Μανέθερεν και των άλλων που απάρτιζαν τα Δέκα Έθνη. Όταν εκείνοι οι πόλεμοι είχαν τραβήξει τόσο που ο Εκατονταετής Πόλεμος ωχριούσε μπροστά τους, όταν φαινόταν ότι η Σκιά ήταν παντού νικηφόρα και κάθε νίκη του Φωτός απλώς καθυστερούσε το αναπόφευκτο, τότε ένας άνδρας ονόματι Μόρντεθ έγινε σύμβουλος στην Αριντόλ και πρότεινε έναν κανόνα, ότι για να νικήσει, για να επιζήσει, η Αριντόλ έπρεπε να είναι πιο σκληρή από τη Σκιά, πιο άσπλαχνη από τη Σκιά, λιγότερο εύπιστη. Σιγά-σιγά έτσι έκαναν, ώσπου στο τέλος η Αριντόλ έγινε, αν όχι πιο μαύρη από τη Σκιά, τουλάχιστον εξίσου μαύρη. Με τον πόλεμο να μαίνεται ενάντια στους Τρόλοκ, η Αριντόλ τελικά στράφηκε ενάντια στον εαυτό της, τα έβαλε με τον εαυτό της, καταβροχθίστηκε μόνη της.

Κάτι είχε απομείνει πίσω, κάτι που εμπόδιζε οτιδήποτε να ξαναζήσει εκεί. Ακόμα και το τελευταίο πετραδάκι εκείνου του μέρους είχε το μίασμα του μίσους και της καχυποψίας που είχαν σκοτώσει την Αριντόλ κι είχαν αφήσει εκεί τη Σαντάρ Λογκόθ. Ακόμα και το τελευταίο πετραδάκι μπορούσε να σε μολύνει με το πέρασμα του χρόνου.

Και παρέμενε κάτι παραπάνω από το μίασμα, αν κι αυτό αρκούσε για να διώξει κάθε φρόνιμο άνθρωπο.

Ο Ραντ στριφογύρισε αργά όπως στεκόταν, κοιτώντας ψηλά τα παράθυρα που έμοιαζαν με κόγχες κρανίου απ’ όπου είχαν ξεριζωθεί τα μάτια. Με τον ήλιο να ταξιδεύει ψηλά, ένιωθε αθέατους παρατηρητές. Την άλλη φορά που είχε βρεθεί εδώ, αυτή η αίσθηση του είχε παρουσιαστεί τόσο έντονη μόνο όταν ο ήλιος έγερνε. Παρέμενε κάτι πολύ παραπάνω από το μίασμα. Ένας στρατός των Τρόλοκ είχε εξολοθρευτεί όταν είχαν στρατοπεδεύσει εδώ, είχαν χαθεί με εξαίρεση μηνύματα κακογραμμένα στους τοίχους με αίμα, με τα οποία ικέτευαν τον Σκοτεινό να τους γλιτώσει. Τη νύχτα έπρεπε να αποφεύγεις τη Σαντάρ Λογκόθ.

Αυτό το μέρος με τρομάζει, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν πέρα από το Κενό. Εσένα δεν σε τρομάζει;

Του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. Η φωνή πραγματικά απευθυνόταν στον ίδιο; Ναι, με τρομάζει.

Υπάρχει σκοτάδι εδώ. Ζόφος πιο μαύρος κι από το μαύρο. Αν ο Σκοτεινός ερχόταν να ζήσει μεταξύ των ανθρώπων, θα ερχόταν εδώ.

Ναι. Εδώ θα ερχόταν.

Πρέπει να σκοτώσω τον Ντεμάντρεντ.

Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έχει καμιά σχέση ο Ντεμάντρεντ με τη Σαντάρ Λογκόθ; Με αυτό το μέρος;

Θυμάμαι, επιτέλους, ότι σκότωσα τον Ισαμαήλ. Υπήρχε μια αίσθηση θαυμαστού στη φωνή, μ’ αυτή την καινούρια ανακάλυψη. Του άξιζε να πεθάνει. Και της Λανφίαρ επίσης της άξιζε να πεθάνει, αλλά χαίρομαι που δεν τη σκότωσα εγώ.

Μήπως ήταν τυχαίο που η φωνή έμοιαζε να του μιλά; Ήταν ο Λουζ Θέριν αυτός που άκουγε κι απαντούσε; Πώς σκότωσα — πώς σκότωσες τον Ισαμαήλ; Πες μου πώς.

Θάνατος. Θέλω τον υπόλοιπο θάνατο. Αλλά όχι εδώ. Δεν θέλω να πεθάνω εδώ.

Ο Ραντ αναστέναξε. Ήταν απλώς τύχη. Ούτε κι ο ίδιος ήθελε να πεθάνει εδώ. Ένα κοντινό παλάτι, με αραδιασμένους τσακισμένους κίονες στην πρόσοψη του, έγερνε ολοφάνερα προς το δρόμο. Μπορεί να έπεφτε από λεπτό σε λεπτό και να τους έθαβε επιτόπου. «Οδήγησε μας», είπε στον Χάμαν. Πρόσθεσε προς τους Αελίτες, «Θυμηθείτε τι είπα. Μην αγγίζετε τίποτα, μην πάρετε τίποτα και να φαίνεστε».

«Δεν πίστευα ότι θα ήταν τόσο άσχημη η κατάσταση», μουρμούρισε ο Χάμαν. «Σχεδόν απαλύνει την αίσθηση της Πύλης». Η Έριθ βόγκηξε κι η έκφραση της Κόβριλ έλεγε ότι θα έκανε το ίδιο, αν δεν είχε την αξιοπρέπειά της. Οι Ογκιρανοί πάντα ήταν ευαίσθητοι στην αίσθηση του τόπου όπου βρίσκονταν. Ο Χάμαν έδειξε με το χέρι. Ο ιδρώτας στο πρόσωπό του δεν οφειλόταν στο λιοπύρι. «Από κει».

Το σπασμένο πλακόστρωτο έτριζε κάτω από τις μπότες του Ραντ σαν κόκαλα που τρίβονταν. Ο Χάμαν έστριψε από γωνίες κι ακολούθησε δρόμους, περνώντας τα ερείπια το ένα μετά το άλλο, όμως ήταν σίγουρος στην κατεύθυνση που έπαιρνε. Οι Αελίτες που τους κύκλωναν προχωρούσαν πανέτοιμοι. Τα μάτια τους πάνω από τα μαύρα πέπλα δεν έδειχναν ότι περίμεναν επίθεση, αλλά ότι η επίθεση είχε ήδη αρχίσει.

Οι αθέατοι παρατηρητές και τα γκρεμισμένα κτήρια ξανάφεραν στον Ραντ αναμνήσεις που θα προτιμούσε να τις αποφύγει. Εδώ ο Ματ είχε αρχίσει το δρόμο που τον είχε βγάλει στο Κέρας του Βαλίρ, που παραλίγο θα τον σκότωνε στο ταξίδι του, κι ήταν ίσως ο δρόμος που τον είχε οδηγήσει στο Ρουίντιαν και στο τερ’ανγκριάλ, για το οποίο δεν ήθελε να συζητά. Εδώ είχε εξαφανιστεί ο Πέριν, όταν είχαν αναγκαστεί να το σκάσουν μέσα στη νύχτα, κι όταν ο Ραντ τελικά τον είχε ξαναδεί, μακριά απ’ αυτό το μέρος, είχε χρυσά μάτια και θλιμμένο βλέμμα και μυστικά, τα οποία η Μουαραίν δεν είχε μοιραστεί ποτέ με τον Ραντ.

Ούτε κι ο ίδιος είχε γλιτώσει αλώβητος, αν κι η Σαντάρ Λογκόθ δεν τον είχε αγγίξει άμεσα. Ο Πάνταν Φάιν τους είχε ακολουθήσει όλους ως εδώ, τον ίδιο τον Ραντ και τον Ματ και τον Πέριν, τη Μουαραίν και τον Λαν, τη Νυνάβε και την Εγκουέν. Ο Πάνταν Φάιν, ο πραματευτής και συχνός επισκέπτης των Δύο Ποταμών. Ο Πάνταν Φάιν, ο Σκοτεινόφιλος. Που τώρα ήταν κάτι παραπάνω από Σκοτεινόφιλος, και κάτι χειρότερο, όπως είχε πει η Μουαραίν. Ο Φάιν τους είχε ακολουθήσει όλους ως εδώ, όμως αυτό που είχε φύγει ήταν κάτι περισσότερο από τον Φάιν ή κάτι λιγότερο. Ο Φάιν, στο βαθμό που εξακολουθούσε να είναι ο Φάιν, ήθελε τον Ραντ νεκρό. Είχε απειλήσει όσους αγαπούσε ο Ραντ για να τον κάνει να πάει να τον βρει. Κι ο Ραντ δεν είχε πάει. Το είχε φροντίσει αυτό ο Πέριν, είχε κρατήσει σώους κι ασφαλείς τους Δύο Ποταμούς, αλλά, μα το Φως, πώς πονούσε αυτό. Μα τι δουλειά είχε ο Φάιν με τους Λευκομανδίτες; Μήπως ο Πέντρον Νάιαλ ήταν Σκοτεινόφιλος; Αν μπορούσαν να είναι Σκοτεινόφιλες κάποιες Άες Σεντάι, τότε το ίδιο μπορούσε να συμβαίνει με τον Άρχοντα Στρατάρχη των Τέκνων του Φωτός.

«Να το», είπε ο Χάμαν, κι ο Ραντ τινάχτηκε. Η Σαντάρ Λογκόθ ήταν το τελευταίο μέρος στη γη που έπρεπε να αφαιρεθείς μέσα στις αναμνήσεις σου.

Εκεί που στεκόταν ο Πρεσβύτερος υπήρχε κάποτε μια φαρδιά πλατεία, αν και τώρα ένας φαγωμένος από τον καιρό λοφίσκος χαλασμάτων κάλυπτε τη μια άκρη της. Στη μέση της πλατείας, όπου ίσως υπήρχε κάποτε ένα σιντριβάνι, τώρα ήταν ένας περίτεχνος φράχτης με λεπτοδουλεμένο πλέγμα από κάποιο αστραφτερό μέταλλο, ψηλός όσο ένας Ογκιρανός, απείραχτο από τη σκουριά. Ο φράχτης περιέκλειε ένα ψηλό κομμάτι πέτρας όπου υπήρχαν σκαλισμένα κλήματα και φύλλα, τόσο ντελικάτα που περίμενες να νιώσεις την αύρα που τα χάιδευε και ξαφνιαζόσουν που ήταν γκρίζα κι όχι πράσινα. Ήταν η Πύλη, αν και δεν έμοιαζε με κανένα είδος πόρτας.

«Έκοψαν το άλσος ευθύς μόλις έφυγαν οι Ογκιρανοί για το στέντιγκ», μουρμούρισε θυμωμένα ο Χάμαν, με τα μακριά φρύδια του κρεμασμένα, «ούτε είκοσι-τριάντα χρόνια μετά, κι επέκτειναν την πόλη».

Ο Ραντ άγγιξε το φράχτη με μια ροή Αέρα, διερωτώμενος πώς θα περνούσε, κι ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν όλο το κατασκεύασμα έσπασε σε είκοσι ή περισσότερα κομμάτια που γκρεμίστηκαν με δυνατές, τρεμουλιαστές κλαγγές που ξεσήκωσαν τους Ογκιρανούς. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Φυσικά. Ένα μέταλλο που είχε αντέξει τόσον καιρό δίχως ίχνος σκουριάς σίγουρα πρέπει να ήταν σφυρηλατημένο με τη Δύναμη, ίσως κι απομεινάρι της Εποχής των Θρύλων, αλλά οι αρμοί που συγκρατούσαν τα κομμάτια είχαν σαπίσει από καιρό και περίμεναν μια σπρωξιά για να διαλυθούν.

Η Κόβριλ έβαλε το χέρι της στον ώμο του. «Θα σου ζητούσα να μη την ανοίξεις. Σίγουρα ο Λόιαλ σου είπε πώς —πάντα έδειχνε υπερβολικό ενδιαφέρον γι’ αυτά τα πράγματα— αλλά οι Οδοί είναι επικίνδυνες».

«Μπορώ να την κλειδώσω», είπε ο Χάμαν, «έτσι ώστε να μην μπορείς να την ξανανοίξεις χωρίς το Φυλαχτό της Άνθησης. Ουμ. Ουμ. Απλό ζήτημα· απλό να γίνει». Αλλά δεν έδειχνε κανένα ενθουσιασμό. Δεν τη ζύγωνε καν.

«Ίσως χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσουμε χωρίς να έχουμε χρόνο να φέρουμε τίποτα άλλο», του είπε ο Ραντ. Ίσως χρειάζονταν να χρησιμοποιήσουν όλες τις Οδούς, σε πείσμα των κινδύνων. Αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να τις αποκαθάρει... Ήταν σχεδόν εξίσου μεγαλεπήβολο με τον κομπασμό του προς τον Τάιμ ότι θα αποκάθαιρε το σαϊντίν.

Άρχισε να υφαίνει το σαϊντίν γύρω από την Πύλη, χρησιμοποιώντας και τις πέντε Δυνάμεις, ξαναβάζοντας μάλιστα τα κομμάτια του φράχτη στη θέση τους. Από την πρώτη ροή που διαβίβασε, ένιωθε το μίασμα να πάλλεται εντός του, με μια δόνηση που δυνάμωνε αργά. Πρέπει να ήταν το ίδιο το κακό της Σαντάρ Λογκόθ, ένας συντονισμός του κακού μέσα στο κακό. Παρ’ όλο που ήταν στο Κενό, ένιωσε ζαλάδα από αυτές τις αντηχήσεις, σαν να γυρνούσε ο κόσμος ολόκληρος κάτω από τα πόδια του στο ρυθμό τους· του ήρθε να κάνει εμετό ό,τι είχε φάει ποτέ του. Επέμεινε όμως. Δεν θα έβαζε ανθρώπους να σταθούν φρουροί εδώ, όπως δεν θα τους έστελνε να ψάξουν.

Αυτό που ύφανε και μετά αντέστρεψε ήταν μια άγρια παγίδα κατάλληλη για ένα άγριο μέρος. Ένα ξόρκι φύλαξης απερίγραπτης ωμότητας. Οι άνθρωποι θα το διάβαιναν απείραχτοι, ίσως ακόμα κι οι Αποδιωγμένοι —μπορούσε να βάλει ξόρκι ενάντια σε ανθρώπους ή ενάντια σε Σκιογέννητους, αλλά όχι και για τους δύο— κι ακόμα κι ένας άνδρας Αποδιωγμένος δεν θα το εντόπιζε. Σε περίπτωση, όμως, που περνούσε οποιοσδήποτε Σκιογέννητος... Εδώ ήταν η ωμότητα. Δεν θα σκοτωνόταν αμέσως· ίσως ζούσε αρκετά για να βγει από τα τείχη της πόλης. Αρκετά για να βρεθούν μακριά τα πτώματα, όχι εδώ για να τρομάξουν τον επόμενο Μυρντράαλ που θα ερχόταν. Αρκετό χρόνο για να περάσει ίσως μια στρατιά Τρόλοκ, που θα αντάμωναν το θάνατο βγαίνοντας. Ήταν αρκετά άσπλαχνο για τους Τρόλοκ. Φτιάχνοντάς το ένιωθε να αρρωσταίνει όσο τον αρρώσταινε και το μίασμα στο σαϊντίν.

Έδεσε την ύφανση κι άφησε το σαϊντίν, κάτι που δεν του έφερε ιδιαίτερη ανακούφιση. Το υπόλοιπο της βρωμιάς που πάντα έμοιαζε να μένει, ακόμα παλλόταν· ένιωθε σαν να ριγούσε το έδαφος κάτω από τις μπότες του. Τον πονούσαν τα δόντια και τα αυτιά. Ανυπομονούσε να φύγει από κει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, ετοιμάστηκε να διαβιβάσει ξανά, να ανοίξει μια πύλη — και κοντοστάθηκε, σμίγοντας τα φρύδια. Μέτρησε γρήγορα τους πάντες κι ύστερα ξαναμέτρηοε, πιο αργά. «Κάποιος λείπει. Ποιος;»

Οι Αελίτες διαβουλεύτηκαν μόνο για μια στιγμή.

«Η Λία», είπε η Σούλιν μέσα από το πέπλο της.

«Ήταν ακριβώς πίσω μου». Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η φωνή της Τζαλάνι.

«Μήπως είδε κάτι». Του φάνηκε πως αυτή ήταν η Ντεσόρα.

«Είπα σε όλους να μην απομακρυνθείτε!» Οργή απλώθηκε στο Κενό, κύματα που έσπαζαν κι άπλωναν αφρούς πάνω σε βράχο. Έλειπε ένας δικός τους, εδώ πέρα, και το δέχονταν με τη Φωτοκατάρατη αταραξία τους. Μια Κόρη αγνοούμενη. Μια γυναίκα αγνοούμενη, στη Σαντάρ Λογκόθ. «Όταν τη βρω...!» Λίγο-λίγο κατέπνιξε τη λύσσα που απειλούσε να καταπιεί την αδειανοσύνη γύρω του. Αυτό που ήθελε να κάνει στη Λία ήταν να της βάλει της φωνές μέχρι που εκείνη να λιποθυμήσει, να τη στείλει στη Σορίλεα για όλη της τη ζωή. Η λύσσα ήθελε φόνο εν θερμώ. «Χωριστείτε σε ζευγάρια. Φωνάξτε, κοιτάξτε παντου, αλλά μην μπείτε μέσα, για οποιονδήποτε λόγο. Και να αποφεύγετε τις σκιές. Εδώ πεθαίνεις χωρίς να το καταλάβεις. Μπορεί όλοι να πεθάνετε πριν το καταλάβετε. Αν τη δείτε μέσα σε κτήριο, ακόμα κι αν φαίνεται μια χαρά, ελάτε να με βρείτε, εκτός αν βγει μόνη της».

«Μπορούμε να ψάξουμε πιο γρήγορα, αν καθένας ψάχνει μόνος», είπε ο Ούριεν κι η Σούλιν συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. Ήταν πολλά τα νεύματα.

«Ζευγάρια!» Ο Ραντ πάλεψε ξανά με την οργή. Το Φως να κάψει την ξεροκεφαλιά των Αελιτών! «Τουλάχιστον, έτσι θα έχετε κάποιον να σας φυλά τα νώτα. Μια φορά κάντε αυτό που λέω. Έχω ξανάρθει εδώ· κάτι ξέρω γι’ αυτό το μέρος».

Μετά από μερικά λεπτά, έχοντας σπαταλήσει τα περισσότερα διαφωνώντας για το πόσοι έπρεπε να μείνουν με τον Ραντ, είκοσι ζευγάρια Αελίτες σκορπίστηκαν τριγύρω. Πίσω έμεινε η Τζαλάνι, σκέφτηκε ο Ραντ, αν και δεν ήταν εύκολο να τη γνωρίσει με το πέπλο. Αυτή τη φορά δεν έδειχνε να χαίρεται που τον φρουρούσε· τα πράσινα μάτια είχαν ένα κατσουφιασμένο βλέμμα.

«Υποθέτω πως είμαστε άλλο ένα ζευγάρι», είπε ο Χάμαν, κοιτώντας την Κόβριλ.

Εκείνη ένευσε. «Κι η Έριθ μπορεί να μείνει εδώ».

«Όχι!» είπαν σχεδόν ταυτοχρόνως ο Ραντ κι η Έριθ. Οι άλλοι Ογκιρανοί γύρισαν με έντονη αποδοκιμασία στο πρόσωπό τους. Τα αυτιά της Έριθ κρεμάστηκαν, δείχνοντας έτοιμα να πέσουν.

Ο Ραντ κράτησε γερά τα νεύρα του. Κάποτε του φαινόταν ότι στο Κενό ο θυμός ήταν κάπου μακριά στο βάθος, και μόνο μια ίνα τον ένωνε μαζί του. Ολοένα και περισσότερο απειλούσε να τον καταβάλει, να καταβάλει το Κενό. Κάτι που ίσως απέβαινε καταστροφικό. Εκτός τούτου, όμως... «Συγγνώμη. Δεν είχα δικαίωμα να σου βάλω τις φωνές, Πρεσβύτερε Χάμαν, ούτε και σε σένα, Ομιλήτρια Κόβριλ». Ήταν, άραγε, αυτή η σωστή διατύπωση; Ήταν τίτλος αυτός; Η έκφρασή τους δεν φανέρωνε αν ήταν ή αν δεν ήταν. «Θα το εκτιμούσα αν μένατε όλοι κοντά μου. Για να μπορέσουμε να ψάξουμε μαζί».

«Φυσικά», είπε ο Χάμαν. «Δεν ξέρω πώς εγώ μπορώ να σου προσφέρω περισσότερη προστασία, μα σου την προσφέρω». Η Κόβριλ κι η Έριθ ένευσαν επιδοκιμαστικά. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό που έλεγε ο Χάμαν, όμως δεν φαινόταν να είναι η κατάλληλη ώρα για να ρωτήσει, αφού οι τρεις Ογκιρανοί έμοιαζαν ανασκουμπωμένοι για να τον προστατεύσουν. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι μπορούσε να τους προστατεύσει και τους τρεις, αρκεί να ήταν κοντά του.

«Αρκεί να τηρείς τους κανόνες που έβαλες ο ίδιος, Ραντ αλ’Θόρ». Η πρασινομάτα Κόρη ήταν όντως η Τζαλάνι κι είχε αναθαρρήσει που δεν θα χρειαζόταν να περιμένει άπραγη. Ο Ραντ έλπισε να είχε καταφέρει να δώσει μια καλύτερη ιδέα στους άλλους για το τι μέρος ήταν αυτό.

Από την αρχή, η έρευνα ήταν αποκαρδιωτική. Πήγαιναν πάνω-κάτω στους δρόμους υπό το βλέμμα των αόρατων ματιών, σκαρφάλωναν εδώ κι εκεί σε σκορπισμένα μπάζα, φώναζαν πότε ο ένας και πότε ο άλλος, «Λία! Λία!» Οι φωνές της Κόβριλ έκαναν τους γερμένους τοίχους να τρίζουν· οι φωνές του Χάμαν τους έκαναν να βογκούν δυσοίωνα. Καμία απάντηση. Οι μόνοι άλλοι ήχοι ήταν οι φωνές των ομάδων έρευνας κι οι κοροϊδευτικοί αντίλαλοι στους δρόμους. Λία! Λία!

Ο ήλιος σχεδόν μεσουρανούσε όταν η Τζαλάνι είπε, «Δεν νομίζω ότι θα πήγαινε τόσο μακριά, Ραντ αλ’Θόρ. Εκτός αν ήθελε να το σκάσει από μας, αλλά δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα».

Ο Ραντ γύρισε προς το μέρος της από κει που κοίταζε μέσα τις σκιερές κολόνες στην αρχή των πλατιών πέτρινων σκαλιών, προσπαθώντας να δει το μεγάλο θάλαμο παραμέσα. Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, μονάχα σκόνη υπήρχε εκεί. Δεν φαίνονταν χνάρια. Οι αθέατοι παρατηρητές είχαν υποχωρήσει, αν και, ακόμα και τώρα, δεν είχαν χαθεί εντελώς. «Πρέπει να ψάξουμε όσο μπορούμε. Ίσως να...» Δεν ήξερε πώς να ολοκληρώσει τη σκέψη του. «Δεν θα την αφήσω εδώ, Τζαλάνι».

Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα κι άρχισε να κατεβαίνει, κι ο Ραντ στεκόταν πάνω σε κάτι που κάποτε ήταν παλάτι, ή ίσως ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Τώρα ήταν λόφος, στο έλεος των στοιχείων της φύσης τόσον καιρό και μόνο το πλήθος από σπασμένα τούβλα και δουλεμένη πέτρα που ξεπρόβαλλαν από το ξερό χώμα έδειχναν ότι ήταν ποτέ κάτι άλλο. «Λία!» φώναξε κάνοντας τα χέρια του χωνί. «Λία!»

«Ραντ αλ’Θόρ», τον κάλεσε μια Κόρη από το δρόμο παρακάτω, χαμηλώνοντας το πέπλο της για να δει ότι ήταν η Σούλιν. Ήταν μαζί με μια άλλη Κόρη, που φορούσε ακόμα το πέπλο, και στεκόταν πλάι στην Τζαλάνι και τους Ογκιρανούς. «Κατέβα κάτω».

Εκείνος κατέβηκε με ένα σύννεφο σκόνης και μια βροχή από τούβλα και πέτρες, τόσο γρήγορα που δυο φορές παραλίγο θα έπεφτε. «Τη βρήκατε;»

Η Σούλιν κούνησε το κεφάλι. «Θα έπρεπε να την έχουμε βρει πια, αν είναι ζωντανή. Δεν θα απομακρυνόταν πολύ μόνη της. Αν την έσυρε κάποιος άλλος μακριά, τότε την έσυρε νεκρή, νομίζω· δεν θα πήγαινε έτσι εύκολα. Κι αν ήταν τραυματισμένη τόσο βαριά, ώστε να μη μπορεί να απαντήσει στις φωνές μας, νομίζω ότι αυτό σημαίνει πως είναι νεκρή». Ο Χάμαν αναστέναξε θλιμμένα. Τα μακριά φρύδια των Ογκιρανών γυναικών κρεμάστηκαν ως τα ζυγωματικά τους· για κάποιο λόγο, τα γεμάτα λύπηση κι οίκτο βλέμματά τους έπεφταν στον Ραντ.

«Ψάξτε κι άλλο», είπε αυτός.

«Μπορούμε να ψάξουμε μέσα στα κτήρια; Υπάρχουν πολλά δωμάτια που δεν φαίνονται απ’ έξω».

Ο Ραντ δίστασε. Δεν ήταν απογευματάκι καλά-καλά και πάλι ένιωθε τα μάτια. Τόσο δυνατά όσο τότε που ο ήλιος έδυε, την πρώτη του φορά εδώ. Οι σκιές στη Σαντάρ Λογκόθ ήταν επικίνδυνες. «Όχι. Μα θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε».

Δεν ήξερε πόσες ώρες ακόμα φώναζε ανεβαίνοντας τον ένα δρόμο και κατεβαίνοντας τον άλλο, αλλά ύστερα από ώρα ο Ούριεν κι η Σούλιν πρόβαλαν μπροστά του, φορώντας κι οι δυο το πέπλο. Ο ήλιος άγγιζε τις δενδροκορφές στα δυτικά, μια σφαίρα κόκκινη σαν αίμα σε έναν ανέφελο ουρανό. Οι σκιές μάκραιναν πάνω στα ερείπια.

«Θα ψάχνω όσο θέλεις», είπε ο Ούριεν, «μα δεν βγάζουμε τίποτα πια με το να φωνάζουμε και να κοιτάμε. Αν μπορούσαμε να ψάξουμε στα κτήρια—»

«Όχι». Αυτό ήχησε σαν κρώξιμο κι ο Ραντ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Μα το Φως, πόσο ήθελε ένα ποτήρι νερό. Οι αόρατοι παρατηρητές γέμιζαν κάθε παράθυρο, κάθε άνοιγμα, χιλιάδες παρατηρητές, που περίμεναν, που πρόσμεναν. Κι οι σκιές σαβάνωναν την πόλη. Οι σκιές ήταν επικίνδυνες στη Σαντάρ Λογκόθ, όμως το σκοτάδι έφερνε το θάνατο. Το Μασάνταρ έβγαινε με το ηλιοβασίλεμα. «Σούλιν, πρέπει...» Δεν μπορούσε να πει ότι έπρεπε να τα παρατήσουν, να αφήσουν τη Λία πίσω είτε ήταν νεκρή είτε ζωντανή, που ίσως να κειτόταν κάπου αναίσθητη, πίσω από κανέναν τοίχο, ίσως κάτω από κανένα σωρό τούβλα που είχαν γκρεμιστεί πάνω της. Μπορεί αυτό να είχε συμβεί.

«Αυτό που μας κοιτάζει περιμένει να νυχτώσει, νομίζω», είπε η Σούλιν. «Κοίταξα μέσα σε παράθυρα απ’ όπου με κοίταζε κάτι, μα δεν υπήρχε τίποτα. Δεν θα είναι εύκολο να χορέψουμε τις λόγχες με κάτι που δεν μπορούμε να δούμε».

Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι ήθελε να την ακούσει να λέει ότι η Λία πρέπει να ήταν νεκρή, ότι μπορούσαν να φύγουν. Η Λία ίσως ήταν κάπου τραυματισμένη· δεν ήταν απίθανο. Άγγιξε την τσέπη του σακακιού του· το ανγκριάλ του χοντρού ανθρωπάκου ήταν στο Κάεμλυν με το σπαθί του και το σκήπτρο. Δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να τους προστατεύσει όλους όταν θα έπεφτε η νύχτα. Η Μουαραίν πίστευε πως ολόκληρος ο Λευκός Πύργος δεν μπορούσε να σκοτώσει το Μασάνταρ. Αν θεωρούσες ότι ήταν κάτι ζωντανό.

Ο Χάμαν ξερόβηξε. «Απ’ ό,τι θυμάμαι για την Αριντόλ», είπε συνοφρυωμένος, «για τη Σαντάρ Λογκόθ δηλαδή — όταν βασιλέψει ο ήλιος, μάλλον θα πεθάνουμε όλοι».

«Ναι». Ο Ραντ είπε μαλακά κι απρόθυμα τη λέξη. Η Λία, που μπορεί να ήταν ζωντανή. Οι άλλοι, όλοι οι άλλοι. Η Κόβριλ κι η Έριθ είχαν σκύψει σιμά το κεφάλι λίγο παραπέρα. Έπιασε ένα μουρμούρισμα. «Λόιαλ».

Το καθήκον είναι βαρύτερο από βουνό, ο θάνατος ελαφρύτερος από πούπουλο.

Ο Λουζ Θέριν πρέπει να το είχε πάρει απ’ αυτόν —όπως φαινόταν, οι αναμνήσεις περνούσαν κι από τις δύο μεριές του φραγμού— αλλά είχε πετύχει διάνα.

«Πρέπει να φύγουμε τώρα», είπε στους άλλους. «Είτε η Λία είναι ζωντανή είτε νεκρή π — πρέπει να φύγουμε». Ο Ούριεν κι η Σούλιν μόνο ένευσαν, η Έριθ όμως τον ζύγωσε και του χάιδεψε τον ώμο με απροσδόκητη τρυφερότητα για ένα χέρι που μπορούσε να του αρπάξει ολόκληρο το κεφάλι.

«Αν μπορώ να σε ενοχλήσω λίγο», είπε ο Χάμαν, «αργήσαμε περισσότερο απ’ όσο περιμέναμε». Έδειξε τον ήλιο που έγερνε. «Αν μας έκανες τη χάρη να μας πας έξω από την πόλη με τον ίδιο τρόπο που μας έφερες, θα το εκτιμούσα πολύ».

Ο Ραντ θυμήθηκε το δάσος έξω από τη Σαντάρ Λογκόθ. Δεν υπήρχαν Τρόλοκ και Μυρντράαλ εκεί αυτή τη φορά, μα ένα πυκνό δάσος, και μόνο το Φως ήξερε σε πόση απόσταση ήταν το πλησιέστερο χωριό και προς ποια κατεύθυνση. «Θα κάνω κάτι καλύτερο», είπε. «Μπορώ να σας πάω κατευθείαν στους Δύο Ποταμούς εξίσου γρήγορα».

Οι δύο μεγαλύτεροι Ογκιρανοί ένευσαν σοβαρά. «Την ευλογία του Φωτός και της γαλήνης να έχεις για τη βοήθειά σου», μουρμούρισε η Κόβριλ. Τα αυτιά της Έριθ τρεμούλιαζαν από προσμονή, ίσως τόσο για την αναχώρηση από τη Σαντάρ Λογκόθ, όσο κι επειδή θα έβλεπε τον Λόιαλ.

Ο Ραντ δίστασε μια στιγμή. Ο Λόιαλ μάλλον θα ήταν στο Πεδίο του Έμοντ, αλλά δεν μπορούσε να τους πάει εκεί. Ήταν αρκετά πιθανό ότι η είδηση της επίσκεψης του θα διαδιδόταν από τους Δύο Ποταμούς. Θα τους πήγαινε, λοιπόν, μακριά από το χωριό, σε απόσταση αρκετή ώστε να αποφύγουν τα αγροκτήματα που ήταν μαζεμένα εκεί γύρω.

Η κάθετη χαρακιά του φωτός εμφανίστηκε και πλάτυνε· το μίασμα αντάριασε φούσκωσε πάλι μέσα του, χειρότερα από πριν· το έδαφος έμοιαζε να χτυπά τις σόλες από τις μπότες του.

Έξι Αελίτες πέρασαν από την πύλη μ’ ένα σάλτο, κι οι τρεις Ογκιρανοί ακολούθησαν με βιασύνη που δεν ήταν καθόλου αταίριαστη υπό τις παρούσες συνθήκες. Ο Ραντ κοντοστάθηκε, κοιτώντας πίσω τη ρημαγμένη πόλη. Είχε υποσχεθεί ότι θα άφηνε τις Κόρες να δώσουν τη ζωή τους γι’ αυτόν.

Καθώς περνούσαν οι τελευταίοι Αελίτες, η Σούλιν άφησε ένα συριστικό ήχο κι αυτός την κοίταξε, μα εκείνη κοίταζε το χέρι του. Τη ράχη της παλάμης του, όπου τα νύχια του είχαν κόψει μια γρατζουνιά που στάλαζε αίμα. Τυλιγμένος στο Κενό όπως ήταν, ο πόνος έμοιαζε να είναι κάποιου άλλου. Το σημάδι δεν πείραζε· θα επουλωνόταν. Είχε βαθύτερα σημάδια μέσα του, που δεν θα τα έβλεπε κανείς. Ένα για κάθε Κόρη που είχε σκοτωθεί, κι αυτά δεν θα τα άφηνε να γιατρευτούν.

«Τελειώσαμε εδώ», είπε, και πέρασε από την πύλη βγαίνοντας στους Δύο Ποταμούς. Η αντάρα χάθηκε μαζί με την πύλη.

Σμίγοντας τα φρύδια, ο Ραντ προσπάθησε να προσανατολιστεί. Δεν ήταν εύκολο να τοποθετήσεις μια πύλη σε ένα μέρος όπου δεν είχες ξαναβρεθεί, αλλά είχε διαλέξει ένα χωράφι που το ήξερε, ένα χορταριασμένο λιβαδάκι δύο γεμάτες ώρες δρόμο από το Πεδίο του Έμοντ που δεν το χρησιμοποιούσε κανείς για τίποτα. Στο εντυπωσιακό σούρουπο διέκρινε πρόβατα όμως, ένα μεγαλούτσικο κοπάδι, κι ένα αγόρι με μαγκούρα στα χέρια και τόξο στην πλάτη, το οποίο τους κοίταζε από εκατό βήματα πιο πέρα. Ο Ραντ δεν χρειαζόταν τη Δύναμη που είχε μέσα του για να καταλάβει ότι το αγόρι τους κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, κάτι διόλου παράξενο. Πέταξε κάτω τη μαγκούρα και το έβαλε στα πόδια προς μια αγροικία που δεν υπήρχε την τελευταία φορά που ήταν εδώ ο Ραντ. Μια αγροικία με κεραμίδια στη σκεπή.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν στ’ αλήθεια βρισκόταν στους Δύο Ποταμούς. Η αίσθηση του μέρους τού έλεγε ότι εκεί ήταν. Η οσμή του αέρα τού έλεγε πως ήταν στην πατρίδα. Οι αλλαγές για τις οποίες του είχαν πει η Μποντ κι οι άλλες κοπέλες —στην πραγματικότητα, ο Ραντ δεν τις είχε συλλάβει· ποτέ δεν άλλαζε κάτι στους Δύο Ποταμούς. Μήπως έπρεπε να είχε στείλει τις κοπέλες εδώ, στην πατρίδα; Αυτό που θα ’πρεπε να κάνεις είναι να μην τις πλησιάζεις. Ήταν μια ενοχλητική σκέψη.

«Το Πεδίο του Έμοντ είναι προς τα εκεί», είπε. Το Πεδίο του Έμοντ. Ο Πέριν. Μπορεί να ήταν εκεί κι ο Ταμ, στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, με τους γονείς της Εγκουέν. «Εκεί πρέπει να είναι ο Λόιαλ. Δεν ξέρω αν θα φτάσετε πριν σκοτεινιάσει. Δοκιμάστε να ρωτήσετε στην αγροικία. Είμαι σίγουρος ότι θα σας δώσουν μέρος να κοιμηθείτε. Μην τους πείτε για μένα. Μην πείτε σε κανέναν πώς ήρθανε». Το αγόρι τους είχε δει, όμως μπορεί τα λεγόμενα του μικρού να τα θεωρούσαν υπερβολές όταν θα εμφανίζονταν οι Ογκιρανοί.

Ο Χάμαν κι η Κόβριλ βόλεψαν τα μπογαλάκια στην πλάτη τους, αντάλλαξαν ματιές κι η Κόβριλ είπε, «Δεν θα πούμε τίποτα για το πώς ήρθαμε. Ας πλάσουν οι άνθρωποι τις δικές τους ιστορίες».

Ο Χάμαν χάιδεψε τη γενειάδα του και ξερόβηξε. «Δεν πρέπει να σκοτωθείς».

Ακόμα και μέσα στο Κενό, ο Ραντ ξαφνιάστηκε. «Τι πράγμα;»

«Ο δρόμος μπροστά σου», μπουμπούνισε ο Χάμαν, «είναι μακρύς, σκοτεινός, και φοβάμαι πως είναι ματοβαμμένος. Επίσης, φοβάμαι πολύ πως θα μας βάλεις όλους σ’ αυτό το δρόμο. Αλλά πρέπει να ζήσεις για να φτάσεις στο τέλος του».

«Θα ζήσω», απάντησε απότομα ο Ραντ. «Καλό κατευόδιο». Προσπάθησε να βάλει λίγη θέρμη στη φωνή του, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι το είχε καταφέρει.

«Καλό κατευόδιο», είπε ο Χάμαν, κι οι γυναίκες το επανέλαβαν πριν στραφούν κι οι τρεις προς την αγροικία. Ακόμα κι η Έριθ δεν έδειχνε να πιστεύει την ευχή που του είχε δώσει.

Ο Ραντ έμεινε εκεί μια στιγμή ακόμα. Είχαν εμφανιστεί άνθρωποι έξω από το σπίτι και παρακολουθούσαν τους Ογκιρανούς που πλησίαζαν, όμως ο Ραντ έβλεπε βόρεια και δυτικά, όχι προς το Πεδίο του Έμοντ, αλλά προς την αγροικία όπου είχε μεγαλώσει. Όταν γύρισε κι άνοιξε μια πύλη για το Κάεμλυν, ήταν σαν να ξερίζωνε μόνος το χέρι του. Ο πόνος ήταν πιο ταιριαστό μνημείο για τη Λία απ’ όσο η γρατζουνιά.

Загрузка...