Ο Ματ ήθελε ένα απρόσκοπτο ταξίδι για το Έμπου Νταρ, και κατά κάποιον τρόπο έτσι έγινε. Ταξιδεύοντας όμως με έξι γυναίκες, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν Άες Σεντάι, είχε αρκετούς λόγους για να ενοχλείται.
Έφτασαν την πρώτη μέρα στο μακρινό δάσος, ενώ ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά στον ουρανό, και προχώρησαν αρκετές ώρες κάτω από την ψηλή κανόπη των ως επί το πλείστον γυμνών κλαριών, ενώ κάτω από τις οπλές των αλόγων έτριζαν πεσμένα φύλλα και ξερόκλαδα, ώσπου λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα στρατοπέδευσαν κοντά σε ένα ποταμάκι που ολοένα μίκραινε. Ο Χάρναν, ο αρχηγός αποσπάσματος με το δυνατό πηγούνι και το τατουάζ του γερακιού στο μάγουλο του, φρόντισε να βολευτούν οι στρατιώτες της Ομάδας, να ξυστρίσουν και να πεδικλώσουν τα άλογα, να μπουν σκοποί και να ανάψουν φωτιές. Ο Νέριμ κι ο Λόπιν τριγυρνούσαν αναστατωμένοι και διαμαρτύρονταν ότι δεν είχαν φέρει σκηνές, και πώς ήταν δυνατόν να ξέρουν ότι θα περνούσαν τη νύχτα στο χώμα αφού ο αφέντης τους δεν είχε πει τίποτα, κι ότι αν ο αφέντης τους πάθαινε κάτι δεν θα έφταιγαν αυτοί. Σκελετός ο ένας, σωματώδης ο άλλος, έμοιαζαν να είναι ο καθένας αντίλαλος του άλλου. Ο Βάνιν φυσικά τακτοποιήθηκε μόνος του, αν κι είχε το νου του στον Όλβερ, και ξύστρισε τα σημεία του Αέρα που ο Όλβερ δεν μπορούσε να φτάσει ούτε και βάζοντας τη σέλα του για σκαμνί. Όλοι πρόσεχαν τον Όλβερ.
Οι γυναίκες μοιράζονταν μαζί τους το στρατόπεδο, μα κατά κάποιον τρόπο η δική τους περιοχή ήταν ξέχωρη, σαν να βρισκόταν πενήντα βήματα παραπέρα. Λες και χώριζε το μέρος στα δύο μια αόρατη γραμμή, με αόρατα σημάδια που έλεγαν στους στρατιώτες να μην την περάσουν. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην κι οι δυο ασπρομάλλες είχαν μαζευτεί γύρω από τη δική τους φωτιά, μαζί με την Αβιέντα και τη χρυσομάλλα Κυνηγό, και σπανίως έριχναν έστω και μια ματιά στον Ματ και τους άνδρες του που άπλωναν τις κουβέρτες τους. Οι μουρμουριστές συζητήσεις που έπιαναν τ’ αυτιά του Ματ, αφορούσαν, όσο μπορούσε να διακρίνει, τη Βαντέν και την Αντελέας που ανησυχούσαν μήπως η Αβιέντα σκόπευε να φτάσει στο Έμπου Νταρ περπατώντας και σέρνοντας από τα γκέμια το άλογο της αντί να το καβαλήσει. Ο Θομ προσπάθησε να πει κι αυτός μια κουβέντα στην Ηλαίην και, αν ήταν δυνατόν, η μόνη απάντηση που έλαβε ήταν ένα φιλικό χτυπηματάκι στο μάγουλο πριν τον στείλουν να καθίσει μαζί με τον Τζούιλιν και τον Τζάεμ, τον λιπόσαρκο γερο-Πρόμαχο, ο οποίος ανήκε στη Βαντέν και φαινόταν ότι η μόνη του απασχόληση ήταν να ακονίζει το σπαθί του.
Ο Ματ δεν είχε καμία αντίρρηση να μένουν οι γυναίκες χωριστά. Δεν καταλάβαινε τι ήταν, αλλά τις περιέβαλλε μια ένταση. Τουλάχιστον τη Νυνάβε και την Ηλαίην, και επηρέαζε επίσης και την Κυνηγό. Μερικές φορές κοίταζαν τις Άες Σεντάι —τις άλλες Άες Σεντάι· ο Ματ αναρωτιόταν αν θα συνήθιζε ποτέ να σκέφτεται ως Άες Σεντάι τη Νυνάβε και την Ηλαίην— με παράξενη προσήλωση, αν και η Βαντέν και η Αντελέας έμοιαζαν ανύποπτες όσο και η Αβιέντα γι’ αυτό. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Ματ δεν ήθελε να μπλέξει. Φαινόταν ότι ήταν έτοιμος να ξεσπάσει κάποιος καυγάς, και είτε ξεσπούσε με φλόγες είτε σιγόκαιγε στο βάθος, ο φρόνιμος άνδρας κρατούσε απόσταση από τους καυγάδες των γυναικών. Και είτε φορούσε το μενταγιόν είτε όχι, ο φρόνιμος άνδρας κρατούσε μεγάλη απόσταση αν οι γυναίκες ήταν Άες Σεντάι.
Ήταν μικρή αυτή η ενόχληση, το ίδιο και η άλλη, για την οποία το σφάλμα ήταν δικό του. Το φαγητό. Από τη φωτιά των Άες Σεντάι δεν άργησε να έρθει η ευωδιά του αρνιού και κάποιας σούπας. Περιμένοντας πως θα έφταναν σύντομα στο Έμπου Νταρ, ο Ματ δεν είχε πει τίποτα για τα τρόφιμα στον Βάνιν και τους άλλους, κι αυτό σήμαινε πως είχαν λίγο ξεραμένο κρέας και σκληρά κομμάτια άζυμο ψωμί στα σακίδια της σέλας τους. Ο Ματ δεν είχε δει σχεδόν ούτε πουλιά ούτε σκίουρους, πόσο μάλλον κανένα ελάφι, κι έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να κυνηγήσουν. Όταν ο Νέριμ έστησε ένα μικρό αναδιπλούμενο τραπεζάκι και ένα σκαμνί για τον Ματ —ο Λόπιν ετοίμαζε ένα άλλο για τον Ναλέσεν— ο Ματ του είπε να μοιράσει αυτά που είχε κρύψει στα κοφίνια των υποζυγίων τους. Το αποτέλεσμα ήταν λιγότερο ικανοποιητικό απ’ όσο έλπιζε.
Ο Νέριμ στάθηκε πλάι στο τραπέζι του Ματ, χύνοντας νερό από μια ασημένια καράφα λες και ήταν κρασί και κοιτώντας με πονεμένο ύφος τους στρατιώτες να καταβροχθίζουν αμάσητες τις εκλεκτές λιχουδιές «Αυγά ορτυκιών τουρσί, Άρχοντά μου», ανακοίνωνε με πένθιμο τόνο. «Θα ήταν ό,τι πρέπει για το πρόγευμα του Άρχοντά μου στο Έμπου Νταρ». Και, «Η καλύτερη καπνιστή γλώσσα, Άρχοντά μου. Αν ήξερε ο Άρχοντάς μου τι πέρασα για να βρω γλώσσα καπνισμένη με μέλι σε κείνο το ελεεινό χωριό, που δεν προλάβαινα να βρω τίποτα και οι Άες Σεντάι είχαν πάρει τα καλύτερα». Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο παράπονο του έμοιαζε να είναι ότι ο Λόπιν είχε βρει για τον Ναλέσεν κορυδαλλούς στο βαζάκι. Κάθε φορά που ο Ναλέσεν τραγάνιζε έναν, το ικανοποιημένο χαμόγελο του Λόπιν γινόταν πιο πλατύ και το πρόσωπο του Νέριμ συννέφιαζε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο τρόπος που μερικοί άνδρες του οσμίζονταν τον αέρα έδειχνε καθαρά ότι θα προτιμούσαν ένα κομμάτι αρνί και ένα πιάτο σούπα παρά ένα τραπέζι φορτωμένο γλώσσα καπνιστή με μέλι και πουτίγκα από συκώτι πάπιας. Ο Όλβερ κοίταζε τη φωτιά των γυναικών με απροκάλυπτη λαχτάρα.
«Θέλεις να φας μαζί τους;» τον ρώτησε ο Ματ. «Δεν πειράζει να πας».
«Μ’ αρέσει το χέλι τουρσί», είπε ξερά ο Όλβερ. Πρόσθεσε, με πιο ζοφερό τόνο, «Μπορεί αυτές να βάλουν τίποτα μέσα». Το βλέμμα του ακολουθούσε κάθε κίνηση της Αβιέντα, κι επίσης έμοιαζε να έχει κάτι με την Κυνηγό, ίσως επειδή περνούσε αρκετές ώρες συζητώντας φιλικά με την Αελίτισσα. Η Αβιέντα πρέπει να είχε νιώσει το βλέμμα του αγοριού, επειδή του έριξε μια ματιά και έσμιξε τα φρύδια.
Ο Ματ, σκουπίζοντας το πηγούνι του και κοιτώντας τη φωτιά των Άες Σεντάι —τώρα που το σκεφτόταν, και ο ίδιος θα προτιμούσε να είχε φάει αρνί και σούπα— πρόσεξε ότι ο Τζάεμ έλειπε. Ο Βάνιν άρχισε να μουρμουρίζει που τον ξαναέβγαζαν για ανίχνευση, όμως ο Ματ τον έστειλε για τον ίδιο λόγο που τον είχε βάλει να ιχνηλατεί μπροστά τους παρά το ότι έκανε το ίδιο και ο Τζάεμ. Δεν ήθελε να βασίζεται σε αυτά που θα επέλεγαν να του πουν οι Άες Σεντάι. Ίσως να εμπιστευόταν τη Νυνάβε —δεν πίστευε ότι θα του έλεγε ψέματα κατάμουτρα· όταν η Νυνάβε ήταν η Σοφία του χωριού, ήταν πολύ αυστηρή με όσους έλεγαν ψέματα— αλλά αυτή όλο τον κοίταζε πάνω από τον ώμο της Αντελέας με ύποπτο τρόπο.
Προς έκπληξή του, η Ηλαίην μόλις απόφαγε σηκώθηκε και πέρασε με αιθέριο βήμα εκείνη την αόρατη γραμμή. Μερικές γυναίκες έδειχναν να πετούν λίγο πάνω από το έδαφος. «Θα κάνεις μια βόλτα μαζί μου, Αφέντη Κώθον;» τον ρώτησε ανέκφραστα. Χωρίς μεγάλη ευγένεια, αλλά ούτε αγενώς.
Εκείνος της έκανε νόημα να προπορευτεί, κι εκείνη προχώρησε στα δένδρα πέρα από τους σκοπούς που ήταν λουσμένα στις σκιές του φεγγαριού. Τα χρυσά μαλλιά της κυλούσαν στους ώμους της, φόντο για ένα πρόσωπο που θα τραβούσε το βλέμμα οποιουδήποτε ανδρός, και το φεγγαρόφωτο απάλυνε την υπεροψία της. Αν η Ηλαίην ήταν κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν... Και ο Ματ δεν εννοούσε μόνο το ότι ήταν Άες Σεντάι, ή το ότι ανήκε στον Ραντ. Ο Ραντ, παρ’ όλο που ήξερε να τις φέρνει βόλτα, έμοιαζε να έχει μπλεχτεί με το πιο ακατάλληλο είδος γυναίκας. Ύστερα η Ηλαίην άρχισε να μιλάει, και ο Ματ ξέχασε τα πάντα.
«Έχεις ένα τερ’ανγκριάλ», του είπε χωρίς περιστροφές, και χωρίς να τον κοιτάζει. Απλώς προχωρούσε με το αιθέριο βήμα της, κάνοντας τα φύλλα στο χώμα να θροΐζουν, σαν να περίμενε ότι ο Ματ θα γονάτιζε σαν κυνηγόσκυλο. «Μερικοί θεωρούν ότι τα τερ’ανγκριάλ ανήκουν δικαιωματικά στην ιδιοκτησία των Άες Σεντάι, αλλά εγώ δεν απαιτώ να μου το παραδώσεις. Κανείς δεν θα σου το πάρει. Όμως αυτά τα πράγματα χρειάζονται μελέτη. Γι’ αυτό το λόγο, θέλω να μου δίνεις το τερ’ανγκριάλ κάθε βράδυ όταν θα σταματάμε. Θα σου το επιστρέφω κάθε πρωί όταν θα ξεκινάμε».
Ο Ματ τη λοξοκοίταξε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μιλούσε σοβαρά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, που με αφήνεις να κρατήσω αυτό που μου ανήκει. Αλλά τι σε κάνει να νομίζεις ότι έχω ένα από αυτά τα... πώς τα είπες; Τερα-κάτι;»
Πώς μούδιασε τότε εκείνη, και πώς τον κοίταξε. Αυτός ξαφνιάστηκε που δεν είδε φλόγες να πετιούνται από τα μάτια της για να φωτίσουν τη νύχτα. Η φωνή της, όμως, ήταν πάγος κρύσταλλο. «Ξέρεις πολύ καλά τι είναι τα τερ’ανγκριάλ, Αφέντη Κώθον. Άκουσα τη Μουαραίν να σου λέει γι’ αυτά στην Πέτρα του Δακρύου».
«Στην Πέτρα;» είπε εκείνος ήπια. «Πώς, τη θυμάμαι την Πέτρα. Τι ωραία που περάσαμε όλοι εκεί. Θυμάσαι τίποτα στην Πέτρα που σου δίνει το δικαίωμα να έχεις απαιτήσεις από μένα; Εγώ όχι. Βρίσκομαι εδώ μόνο για να βοηθήσω εσένα και τη Νυνάβε να μην σας κόψουν το λαιμό στο Έμπου Νταρ. Για τα τερ’ανγκριάλ μπορείς να ρωτήσεις τον Ραντ όταν σε παραδώσω σ’ αυτόν».
Εκείνη έμεινε να τον ατενίζει για μια ατέλειωτη στιγμή σαν να ήθελε να τον γονατίσει με τη δύναμη της θέλησής της, κι ύστερα έκανε στροφή επιτόπου δίχως άλλη κουβέντα. Αυτός την ακολούθησε στο στρατόπεδο και ξαφνιάστηκε βλέποντάς την να περπατά ανάμεσα στη σειρά των πεδικλωμένων αλόγων. Εξέτασε τις φωτιές και τον τρόπο που ήταν απλωμένες οι κουβέρτες, κούνησε το κεφάλι της βλέποντας τα αποφάγια του δείπνου των στρατιωτών. Δεν είχε ιδέα τι έκανε ώσπου αυτή ξαναγύρισε κοντά του με το πηγούνι της υψωμένο.
«Οι άνδρες σου έκαναν καλή δουλειά, Αφέντη Κώθον», του είπε, αρκετά δυνατά για να το ακούσουν όλοι. «Εν γένει, είμαι κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη. Αλλά αν προγραμμάτιζες από νωρίς, δεν θα αναγκάζονταν να καταβροχθίσουν φαγητά τα οποία δεν θα τους αφήσουν να κοιμηθούν απόψε. Συνολικά πάντως τα πήγες αρκετά καλά. Είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον θα κάνει τα σχέδιά σου εκ των προτέρων» Και με αδιατάρακτη ψυχραιμία επέστρεψε στη δική της φωτιά πριν ο Ματ προλάβει να βγάλει άχνα, παρατώντας τον σύξυλο.
Αν το πράγμα τελείωνε εκεί, με την Κόρη-Διάδοχο να τον θεωρεί υποτακτικό της και να κρατά το στόμα της κλειστό μαζί με τη Νυνάβε μπροστά στη Βαντέν και την Αντελέας — αν αυτό ήταν όλο, ο Ματ θα χόρευε από τη χαρά του. Ακριβώς μετά την επιθεώρηση της Ηλαίην, πριν καν ο Ματ φτάσει τις κουβέρτες του, η αλεπουδοκεφαλή πάγωσε.
Τόσο πολύ σοκαρίστηκε που στάθηκε εκεί κοιτάζοντας το στήθος του πριν καν σκεφτεί να στρέψει το βλέμμα στη φωτιά των Άες Σεντάι. Στέκονταν εκεί παραταγμένες στην αόρατη διαχωριστική γραμμή, μαζί και η Αβιέντα. Η Ηλαίην μουρμούρισε κάτι που ο Ματ δεν μπόρεσε να ακούσει, και οι δύο ασπρομάλλες Άες Σεντάι ένευσαν, ενώ στο μεταξύ η Αντελέας συνεχώς βουτούσε βιαστικά μια πένα σε ένα μελανοδοχείο που είχε σε μια θήκη στη ζώνη της και κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα βιβλιαράκι. Η Νυνάβε τραβούσε την πλεξούδα της και μουρμούριζε μόνη της.
Όλο αυτό κράτησε συνολικά μερικές φορές. Ύστερα η παγωνιά υποχώρησε, και εκείνες επέστρεψαν στη φωτιά τους, συζητώντας χαμηλόφωνα. Πού και πού κάποια σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε προς τη μεριά του, ώσπου στο τέλος ο Ματ ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Τη δεύτερη μέρα βρήκαν ένα δρόμο και ο Τζάεμ έβγαλε το μανδύα του που άλλαζε χρώματα. Ήταν ένας μακρύς χωματόδρομος όπου μερικές φορές φαίνονταν η άκρη κάποιας πέτρας από το παλιό λιθόστρωτο, όμως η δημοσιά δεν τους βοήθησε να ταξιδέψουν γρηγορότερα. Κατ’ αρχάς, στριφογυρνούσε μέσα σε δασώδεις λόφους. Μερικοί απ’ αυτούς τους λόφους ήταν σωστά βουνά, ανώμαλα, κοφτερά υψώματα με απόκρημνες πλαγιές και πέτρινους οβελίσκους που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα στα δένδρα. Εκτός αυτού, ένα μικρό αλλά σταθερό ρεύμα ανθρώπων προχωρούσε και προς τις δύο κατευθύνσεις, κυρίως παρέες από κουρελήδες με ανέκφραστα πρόσωπα που μετά βίας καταλάβαιναν πότε έπρεπε να ανοίξουν δρόμο στις βοϊδάμαξες με τους ψηλούς τροχούς που είχαν οι αγρότες, και στα καραβάνια των εμπόρων με τις καλυμμένες με μουσαμά άμαξες που τις έσερναν ομάδες των έξι ή των οκτώ αλόγων. Στις πλαγιές των λόφων έβλεπες κολλημένες αγροικίες και αχυρώνες από άσπρες πέτρες, και στα μισά της τρίτης μέρας εμφανίστηκε το πρώτο χωριό, με άσπρα ασβεστωμένα σπιτάκια και επίπεδες στέγες με ανοιχτοκόκκινα τούβλα.
Οι ενοχλήσεις όμως συνεχίζονταν. Η Ηλαίην συνέχισε τις βραδινές επιθεωρήσεις της. Όταν της είπε σαρκαστικά ότι χαιρόταν που ήταν ευχαριστημένη, τη δεύτερη βραδιά που είχαν στρατοπεδεύσει πλάι στο δρόμο, εκείνη του χάρισε ένα από κείνα τα επιτηδευμένα χαμόγελα με ύφος βασίλισσας και είπε, «Έτσι πρέπει, Αφέντη Κώθον», με τόνο που εννοούσε κάθε λέξη!
Από τη στιγμή που άρχισαν να σταματούν στα πανδοχεία, η Ηλαίην επιθεωρούσε τόσο τα άλογα στους στάβλους όσο και τις σοφίτες όπου θα κοιμούνταν οι στρατιώτες. Όταν της ζήτησε να μην το κάνει, εκείνη απλώς σήκωσε ακατάδεχτα το φρύδι και δεν δέησε να απαντήσει. Όταν της είπε να μην το κάνει, εκείνη δεν σήκωσε καν το φρύδι· απλώς τον αγνόησε εντελώς. Του έλεγε να κάνει πράγματα που ο Ματ είχε ήδη αποφασίσει να κάνει —για παράδειγμα, όταν έφτασαν σε πανδοχείο που είχε πεταλωτή, ζήτησε από τον Ματ να φροντίσει για τα πέταλα των αλόγων— και, το πιο ενοχλητικό, πράγματα για τα οποία θα είχε φροντίσει αν τα ήξερε εγκαίρως. Ο Ματ δεν είχε ιδέα πώς η Ηλαίην είχε καταλάβει ότι ο Ταντ Κάντελ προσπαθούσε να κρύψει τον καλόγερο που είχε βγάλει στον πισινό, ή ότι ο Λώντριν Μενταίρ είχε πέντε ολόκληρα φλασκιά μπράντυ κρυμμένα στα σακίδια της σέλας του. Η λέξη εκνευριστικό ήταν λίγη για να περιγράψει το ότι έκανε κάτι όταν του το έλεγε η Ηλαίην, αλλά έπρεπε να κάψουν τον καλόγερο του Κάντελ —μερικοί της Ομάδας του είχαν υιοθετήσει τη στάση του Ματ απέναντι στη Θεραπεία— και να χύσουν στο χώμα το μπράντυ του Μενταίρ, και δέκα άλλα πράγματα.
Ο Ματ σχεδόν προσευχόταν να του έλεγε κάτι που δεν χρειαζόταν να γίνει, έστω και μια φορά, για να μπορέσει να της πει όχι. Ένα εμφατικό και απόλυτο όχι! Το τέλειο θα ήταν αν του ξαναζητούσε το τερ’ανγκριάλ, όμως εκείνη δεν το είχε αναφέρει άλλη φορά. Εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να την υπακούνε, και δεν έπιασε κανέναν να το κάνει, αλλά αυτοί άρχισαν να χαμογελούν με ευχαρίστηση όταν τους έκανε κοπλιμέντα για το πόσο καλά περιποιούνταν τα άλογά τους και φούσκωναν το στήθος όταν τους έλεγε ότι της φαίνονταν σπουδαίοι στρατιώτες. Ο Ματ παραλίγο θα κατάπινε τη γλώσσα του τη μέρα που είδε τον Βάνιν να χτυπά τις αρθρώσεις των δαχτύλων του στο μέτωπό του και να της λέει, «Ευχαριστώ, Αρχόντισσα» δίχως ίχνος ειρωνείας.
Προσπάθησε να φέρεται φιλικά, όμως οι άλλες το απέρριψαν. Η Αβιέντα του είπε ότι δεν είχε τιμή, αν ήταν δυνατόν, και ότι αν δεν έδειχνε περισσότερο σεβασμό στην Ηλαίην, θα του έδινε η ίδια ένα μάθημα. Η Αβιέντα! Η γυναίκα την οποία ο Ματ υποψιαζόταν ότι ήθελε να κόψει το λαιμό της Ηλαίην! Αποκαλούσε την Ηλαίην κονταδελφή της! Η Βαντέν και η Αντελέας τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα παράξενο ζουζούνι καρφιτσωμένο σε σανίδα. Ο Ματ πρότεινε στην Κυνηγό να πάνε μαζί για τοξοβολία, είτε για στοίχημα είτε απλώς για διασκέδαση —το τόξο που κρατούσε πρέπει να της συδαύλιζε τη φαντασία· το όνομά της ως Κυνηγός ήταν Μπιργκίτε— όμως εκείνη του έριξε ένα πολύ παράξενο βλέμμα και αρνήθηκε. Από κει και έπειτα, τον απέφευγε. Κολλούσε στο πλευρό της Ηλαίην συνεχώς, εκτός απ’ όταν η Ηλαίην ερχόταν κοντά του. Όσο για τη Νυνάβε...
Σ’ όλη τη διαδρομή από το Σαλιντάρ τον απέφευγε λες και βρωμούσε. Την τρίτη νύχτα του ταξιδιού, την πρώτη σε πανδοχείο, ένα μικρό πανδοχείο που ονομαζόταν Γαμήλιο Μαχαίρι, ο Ματ την είδε στο στάβλο που είχε στέγη από κεραμίδια να ταΐζει ένα μαραμένο καρότο στην παχουλή φοράδα της και αποφάσισε πως παρ’ όλα αυτά που συνέβαιναν, τουλάχιστον θα μπορούσε να της μιλήσει για τη Μποντ. Δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ν πηγαίνει η αδελφή σου να γίνει Άες Σεντάι, και η Νυνάβε θα ήξερε τι περίμενε τη Μποντ. «Νυνάβε», της είπε, προχωρώντας με μεγάλα βήματα προς το μέρος της, «θέλω να σου μιλήσω—» Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα.
Εκείνη σχεδόν τινάχτηκε ψηλά στον αέρα, και ξανάπεσε κουνώντας του τη γροθιά της, αν και αμέσως την έκρυψε σε μια πτυχή των φουστανιών της. «Άφησέ με ήσυχη, Ματ Κώθον», είπε, σχεδόν φωνάζοντας. «Μ’ άκουσες; Άφησέ με ήσυχη!» Κι έφυγε βιαστικά, τόσο φουρκισμένη που ο Ματ περίμενε πως θα της σηκώνονταν οι τρίχες σαν γάτα. Από κει και έπειτα, ο Ματ όχι μόνο φαινόταν πως βρωμούσε, αλλά και είχε κάποια ασθένεια που ήταν απεχθής και λοιμώδης. Όταν προσπαθούσε να την πλησιάσει, εκείνη κρυβόταν πίσω από την Εγκουέν και τον αγριοκοίταζε πάνω από τον ώμο της, και θα ’λεγες ότι ήθελε να του βγάλει τη γλώσσα της. Οι γυναίκες ήταν τρελές· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.
Τουλάχιστον ο Θομ και ο Τζούιλιν δεν αρνούνταν να προχωρούν δίπλα του με το άλογο κατά τη διάρκεια της μέρα, όποτε δεν απαιτούσε η Ηλαίην την προσοχή τους. Η Κόρη-Διάδοχος αυτό έκανε μερικές φορές και ο Ματ ήταν σίγουρος ότι ο μόνος λόγος ήταν για να τους απομακρύνει από κοντά του, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Όταν έβρισκαν πανδοχείο, οι δύο άνδρες μετά χαράς έπιναν ένα ποτήρι μπύρα ή παντς παρέα με τον Ματ και τον Ναλέσεν για να περάσει η βραδιά. Οι κοινές αίθουσες εκεί ήταν τυπικές για επαρχία, ήσυχα μέρη με τούβλινους τοίχους όπου το αποκορύφωμα της διασκέδασης ήταν να παρακολουθείς την πιτσιλωτή γάτα του πανδοχείου και στα τραπέζια σερβίριζε η ίδια η πανδοχέας, που ήταν πάντα γυναίκα με τόσο τέτοιους γοφούς που έλεγες ότι τα δάχτυλά σου θα έσπαζαν αν έκανες να την τσιμπήσεις. Οι συζητήσεις περιστρέφονταν κυρίως γύρω από το Έμπου Νταρ, για το οποίο ο Θομ ήξερε αρκετά πράγματα, παρ’ όλο που δεν είχε βρεθεί ποτέ εκεί. Ο Ναλέσεν ήταν πρόθυμος με το παραπάνω να αφηγηθεί τη μία επίσκεψή του εκεί όσο συχνά κι αν του το ζητούσαν, αν και προτιμούσε να δίνει βάρος στις μονομαχίες που είχε δει και στα στοιχήματα στις ιπποδρομίες. Ο Τζούιλιν είχε ακούσει ιστορίες από κάποιους που ήξεραν κάποιους που είχαν βρεθεί εκεί, ίσως από τρίτο ή τέταρτο χέρι, οι οποίες φάνταζαν απίστευτες μέχρι που τις είχαν επιβεβαιώσει ο Θομ ή ο Ναλέσεν. Στο Έμπου Νταρ οι άνδρες μονομαχούσαν για γυναίκες, και οι γυναίκες για άνδρες· και στις δύο περιπτώσεις το έπαθλο —αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσαν— συμφωνούσε να ακολουθήσει τον νικητή. Όταν παντρεύονταν, ο άνδρας έδινε στη γυναίκα ένα μαχαίρι ζητώντας της να το χρησιμοποιήσει αν τη δυσαρεστούσε —αν τη δυσαρεστούσε!— και η γυναίκα που σκότωνε άνδρα θεωρούνταν δικαιολογημένη μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Στο Έμπου Νταρ, οι άνδρες πατούσαν μ’ ελαφριά βήματα κοντά στις γυναίκες, και χαμογελούσαν για πράγματα που αλλού θα σκότωναν άνδρα. Η Ηλαίην θα το λάτρευε. Το ίδιο και η Νυνάβε.
Βγήκε και κάτι άλλο από αυτές τις συζητήσεις. Ο Ματ δεν είχε φανταστεί τη δυσαρέσκεια που έτρεφαν η Νυνάβε και η Ηλαίην για τη Βαντέν και την Αντελέας, όσο κι αν προσπαθούσαν να την κρύψουν. Όπως φαινόταν, η Νυνάβε περιοριζόταν στο να αγριοκοιτάζει και να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια της. Η Ηλαίην ούτε κατσούφιαζε ούτε μουρμούριζε, αλλά συνεχώς προσπαθούσε να αναλάβει τα ηνία· έμοιαζε να θεωρεί πως ήταν ήδη Βασίλισσα του Άντορ. Όσα χρόνια κι αν κρύβονταν πίσω από κείνα τα αγέραστα πρόσωπα, η Βαντέν και η Αντελέας πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλες για να είναι οι μητέρες των άλλων δύο, αν όχι οι γιαγιάδες τους. Ο Ματ δεν θα ξαφνιαζόταν αν εκείνες ήταν ήδη Άες Σεντάι όταν γεννιόνταν η Νυνάβε και η Ηλαίην. Ακόμα και ο Θομ δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτή την ένταση, και για απλός βάρδος έμοιαζε να καταλαβαίνει πάρα πολλά. Όταν ο Θομ είχε προσπαθήσει να της κάνει παρατήρηση με το μαλακό, η Ηλαίην τον είχε αποπάρει και του είχε πει ότι δεν καταλάβαινε και δεν μπορούσε να καταλάβει. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι δύο μεγαλύτερες Άες Σεντάι ήταν εξαιρετικά ανεκτικές. Η Αντελέας συχνά δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι η Ηλαίην έδινε διαταγές, και τόσο η ίδια όσο και η Βαντέν ξαφνιάζονταν όταν το πρόσεχαν.
«Η Βαντέν είπε, “Αν στ’ αλήθεια το θέλεις, παιδί μου, φυσικά και θα το κάνουμε”», μουρμούρισε ο Τζούιλιν πίνοντας τη μπύρα του καθώς εξιστορούσε ένα περιστατικό. «Θα ’λεγε κανείς ότι μια κοπέλα που μόλις πριν λίγες ήταν Αποδεχθείσα θα χαιρόταν γι’ αυτό. Τα μάτια της Ηλαίην μου θύμισαν μια χειμωνιάτικη θύελλα. Η Νυνάβε έτριζε τα δόντια της τόσο σκληρά που νόμιζα ότι θα σπάσουν».
Κάθονταν στην κοινή αίθουσα του Γαμήλιου Μαχαιριού. Ο Βάνιν και ο Χάρναν και άλλοι είχαν πιάσει πάγκους σε άλλα τραπέζια, μαζί με μερικούς ντόπιους. Οι άνδρες φορούσαν μακριά γιλέκα, μερικά τόσο φανταχτερά που θα έκαναν ακόμα και για Μάστορα, συχνά χωρίς πουκάμισο· οι γυναίκες φορούσαν ανοιχτόχρωμα φορέματα με βαθιά, στενά ντεκολτέ, με φούστες μαζεμένες στο ένα γόνατο για να αποκαλύπτουν μισοφόρια τόσο φανταχτερά που μπροστά τους τα γιλέκα ωχριούσαν. Πολλοί άνδρες και όλες οι γυναίκες φορούσαν μεγάλους κρίκους στα αυτιά για δαχτυλίδια, και στα χέρια τους τρία ή τέσσερα δαχτυλίδια που λαμπύριζαν από τα πολύχρωμα γυαλιά. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες χάιδευαν τα μαχαίρια που είχαν περασμένα στη ζώνη και κοίταζαν σκοτεινά τους ξένους. Υπήρχαν δύο καραβάνια εμπόρων από την Αμαδισία που είχαν κάνει στάση στο Γαμήλιο Μαχαίρι, όμως οι έμποροι είχαν δειπνήσει στα δωμάτιά τους και οι αμαξάδες είχαν μείνει με τις άμαξες. Η Ηλαίην και η Νυνάβε και οι άλλες γυναίκες ήταν κι αυτές πάνω.
«Οι γυναίκες είναι... αλλιώτικε», είπε ο Ναλέσεν γελώντας καθώς απαντούσε στον Τζούιλιν, αν και τα λόγια του τα απηύθυνε στον Ματ, αγγίζοντας την άκρη του γενιού του. Συνήθως δεν ήταν τόσο αμήχανος με τους πληβείους, μα ο Τζούιλιν ήταν πληβείος από το Δάκρυ, κι αυτό άλλαζε τα πράγματα, ειδικά αφού ο Τζούιλιν φρόντιζε να τον κοιτάζει όταν του μιλούσε. «Έχουμε μια χωριάτικη παροιμία στο Δάκρυ: “Μια Άες Σεντάι είναι δέκα γυναίκες κάτω από το ίδιο τομάρι”. Καμία φορά οι χωρικοί δείχνουν μεγάλη σοφία, που να καεί η ψυχή μου».
«Τουλάχιστον καμία δεν έκανε κάτι το, ας πούμε, αναπόδραστο», είπε ο Θομ, «αν και μου φάνηκε ότι λίγο έλειψε, όταν της Ηλαίην της ξέφυγε ότι είχε κάνει Πρόμαχο της τη Μπιργκίτε».
«Την Κυνηγό;» αναφώνησε ο Ματ. Μερικοί ντόπιοι τον κάρφωσαν με το βλέμμα, κι εκείνος χαμήλωσε τη φωνή. «Είναι Πρόμαχος κι αυτή; Πρόμαχος της Ηλαίην;» Τώρα εξηγούνταν μερικά πράγματα.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν κοιτάχτηκαν πάνω από τα ποτήρια τους.
«Θα χαρεί μαθαίνοντας ότι κατάλαβες πως είναι Κυνηγός του Κέρατος», είπε ο Θομ, σκουπίζοντας μπύρα από τα μουστάκια του. «Πράγματι, αυτό είναι, και η όλη ιστορία προκάλεσε μεγάλο σούσουρο. Ο Τζάεμ τη δέχτηκε αμέσως σαν νεότερη αδελφή του, όμως η Βαντέν και η Αντελέας...» Βαριαναστέναξε. «Δεν χάρηκαν ιδιαίτερα που η Ηλαίην είχε ήδη διαλέξει Πρόμαχο —απ’ ό,τι φαίνεται, οι Άες Σεντάι κάνουν χρόνια μέχρι να βρουν τον Πρόμαχο τους— πόσο μάλλον που διάλεξε γυναίκα. Κι αυτό έκανε τη Ηλαίην να στυλώσει τα πόδια».
«Δεν τους αρέσει να κάνουν πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει», πρόσθεσε ο Τζούιλιν.
«Γυναίκα Πρόμαχος», μουρμούρισε ο Ναλέσεν. «Ήξερα πως με τον Αναγεννημένο Δράκοντα θα αλλάξουν τα πάντα, μα γυναίκα Πρόμαχος;»
Ο Ματ σήκωσε τους ώμους. «Κάτι μου λέει ότι θα τα πάει καλά, αρκεί να ξέρει να σημαδεύει με το τόξο. Στραβοκατάπιες;» ρώτησε τον Τζούιλιν, που τον είχε πιάσει βήχας καθώς κατέβαζε τη μπύρα του. «Εγώ προτιμώ πάντα το τόξο από το σπαθί. Βρίσκω προτιμότερη την πολεμική ράβδο, μα και το τόξο καλό είναι. Ελπίζω μόνο να μην μπλεχτεί στα πόδια του όταν έρθει η ώρα να πάρω την Ηλαίην στον Ραντ».
«Νομίζω ότι ξέρει να σημαδεύει». Ο Θομ έγειρε πάνω από το τραπέζι για να χτυπήσει τον Τζούιλιν στην πλάτη. «Στ’ αλήθεια το πιστεύω, Ματ».
Αλλά αν η Νυνάβε και οι υπόλοιπες ήθελαν να ξεμαλλιαστούν —και ο Ματ δεν θα ήθελε να είναι στην ίδια πόλη αν συνέβαινε αυτό, παρ’ όλο που είχε την αλεπουδοκεφαλή— δεν του έδειξαν κάτι τέτοιο. Είδε μόνο ένα ενωμένο μέτωπο, και την επανάληψη των προσπαθειών να διαβιβάσουν εναντίον του, αρχίζοντας από τη στιγμή που σέλωνε τον Πιπς το πρωί μετά την πρώτη απόπειρα. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να διώξει τον Νέριμ που νόμιζε πως το σέλωμα του αλόγου του Ματ ήταν δική του δουλειά και υπαινισσόταν πως θα το έκανε καλύτερα, και η φευγαλέα παγωνιά κράτησε μόνο μια στιγμή, έτσι ο Ματ δεν έδειξε εξωτερικά ότι είχε προσέξει τίποτα. Αποφάσισε πως αυτή θα ήταν η απάντησή του. Ούτε ματιές, ούτε αγριοκοιτάγματα, ούτε κατηγορίες. Θα τις αγνοούσε και θα τις άφηνε να βράζουν στο ζουμί τους.
Είχε αρκετές ευκαιρίες να δείξει ότι τις αγνοούσε. Το ασημένιο μενταγιόν πάγωσε άλλες δυο φορές μέχρι να βρουν το δρόμο, και μετά αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μέρας, εκείνο το βράδυ, και κάθε μέρα και κάθε βράδυ έκτοτε. Μερικές φορές εμφανιζόταν και χανόταν μέχρι να βλεφαρίσει δυο φορές, και μερικές φορές ήταν σίγουρος ότι συνεχιζόταν επί μια ώρα. Φυσικά, δεν ήξερε ποια απ’ όλες ήταν υπεύθυνη. Συνήθως. Μια φορά, όταν η ζέστη του είχε κάνει εξάνθημα στην πλάτη και ένιωθε το μαντίλι στο λαιμό του να του πριονίζει το κεφάλι, έπιασε τη Νυνάβε να τον κοιτάζει ενώ το μενταγιόν πάγωνε. Τον αγριοκοίταζε με τόση ένταση που ένας περαστικός αγρότης, που χτυπούσε το βόδι του μ’ ένα ραβδί για να το κάνει να προχωρήσει γρηγορότερα, την κοίταξε πάνω από τον ώμο του σαν να φοβόταν ότι το βλέμμα της θα στρεφόταν πάνω του και θα σκότωνε το ζωντανό ανάμεσα στους ρυμούς του κάρου. Όταν ο Ματ την αγριοκοίταξε με τη σειρά του, εκείνη τινάχτηκε και παραλίγο θα έπεφτε από τη σέλα, και τότε μόνο χάθηκε η παγωνιά. Για τις άλλες, δεν ήξερε. Μερικές φορές έβλεπε δυο ή τρεις να τον κοιτάζουν, ανάμεσά τους και την Αβιέντα, που ακόμα περπατούσε και έσερνε το άλογο από τα γκέμια. Οι άλλες, όταν τις κοίταζε, μιλούσαν μεταξύ τους ή κοίταζαν κάποιον αετό που πετούσε στον ασυννέφιαστο ουρανό ή κάποια μεγάλη μαύρη αρκούδα μιάμιση φορά ψηλότερη από άνθρωπο που στεκόταν ανάμεσα στα δένδρα σε μια απότομη λοφοπλαγιά που φαινόταν από το δρόμο. Το μόνο καλό σ’ όλα αυτά ήταν ότι είχε την εντύπωση πως η Ηλαίην δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη. Ο Ματ δεν ήξερε γιατί, και δεν τον ένοιαζε. Ακούς εκεί, να επιθεωρεί τους άνδρες του. Να τον χτυπά απαλά στο κεφάλι με κοπλιμέντα. Αν ήταν από τους άνδρες που έκαναν τέτοια πράγματα, θα την είχε κλωτσήσει.
Η αλήθεια όμως ήταν ότι είχε αρχίσει να νιώθει αυτάρεσκα. Ό,τι κι αν έκαναν, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα πάνω του, τίποτα που να μην μπορούσε να γιατρευτεί αν έτριβε μια από τις αλοιφές του Νέριμ στο στήθος του. Ο Νέριμ τον διαβεβαίωνε ότι δεν ήταν κρυοπάγημα. Ένιωθε αυτάρεσκα ως το τέταρτο απόγευμα. Είχε βάλει τον Πιπς στο στάβλο κει όδευε προς το Νότιο Στεφάνι, ένα ελεεινό μονώροφο κτήριο από τούβλα περασμένα με άσπρο ασβέστη, σε ένα ελεεινό χωριό όλο άσπρους ασβεστωμένους τούβλινους τοίχους και μύγες το οποίο λεγόταν Σο Τεχάρ, όταν κάτι μαλακό τον χτύπησε ανάμεσα στους ώμους. Στριφογύρισε με τη οσμή της κοπριάς αλόγου στα ρουθούνια, έτοιμος να δώσει ένα γερό μάθημα σε κάποιον, είτε ήταν κανένας νεαρός σταβλίτης, είτε κάποιος από τους νταήδες του Σο Τεχάρ με το βλοσυρό βλέμμα, είτε είχε μαχαίρι είτε όχι. Δεν υπήρχε πουθενά ούτε σταβλίτης, ούτε νταής. Μόνο η Αντελέας, που έγραφε βιαστικά στο βιβλιαράκι νεύοντας μόνη της. Τα χέρια της ήταν πεντακάθαρα.
Ο Ματ μπήκε μέσα και ζήτησε παντς από την πανδοχέα, ύστερα άλλαξε γνώμη και την έβαλε να του φέρει μπράντυ, ένα θολό υγρό που η κοκαλιάρα γυναίκα ισχυρίστηκε πως ήταν φτιαγμένο από δαμάσκηνα, αλλά είχε γεύση σαν να προοριζόταν για να βγάζει τη σκουριά. Ο Τζούιλιν αρκέστηκε να το μυρίσει μια φορά, ενώ ο Θομ δεν θέλησε να κάνει ούτε αυτό. Ακόμα και ο Ναλέσεν ήπιε μόνο μια γουλιά πριν ζητήσει παντς, ο Ναλέσεν που έπινε τα πάντα. Ο Ματ έχασε το λογαριασμό για το πόσα μικρά κασσιτέρινα ποτηράκια είχε πιει, αλλά όσα και να ήταν, χρειάστηκε να τον πιάσουν μαζί ο Νέριμ και ο Λόπιν για να τον πάνε στο κρεβάτι. Δεν είχε κάτσει να σκεφτεί αν η αλεπουδοκεφαλή είχε όρια. Είχε απόδειξη και με το παραπάνω ότι σταματούσε το σαϊντάρ, αλλά αν αρκούσε να πιάσουν κάτι με τη Δύναμη και να του το εκσφενδονίσουν... Καλύτερο από το τίποτα, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του, όπως ξάπλωνε στο ανώμαλο στρώμα και κοίταζε τις σκιές που έριχνε το φεγγάρι να προχωρούν στο ταβάνι. Πολύ καλύτερο από το τίποτα. Αλλά αν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του μόνος του, θα ξανακατέβαινε να πιει κι άλλο μπράντυ.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε χάλια διάθεση και η γλώσσα του έμοιαζε να έχει ένα στρώμα από φτερά και το κεφάλι του να είναι γεμάτο τυμπανιστές που έπαιζαν και ο ιδρώτας κυλούσε πάνω του εξαιτίας του ήλιου εκεί ψηλά, όταν ο δρόμος έφτασε σε μια ράχη την πέμπτη μέρα και αποκαλύφθηκε το Έμπου Νταρ απλωμένο εκεί κάτω, καβάλα στον πλατύ ποταμό Έλνταρ με ένα μεγάλο κόλπο γεμάτο πλοία πιο πέρα.
Το πρώτο πράγμα που τον χτύπησε ήταν η λευκότητα της πόλης. Λευκά κτήρια, λευκά παλάτια, λευκοί πύργοι και οβελίσκοι. Υπήρχαν θόλοι σαν μυτερά γογγύλια ή αχλάδια που έφεραν κυκλικές λωρίδες, πορφυρές ή γαλάζιες ή χρυσές, αλλά ως επί το πλείστον η πόλη ήταν λευκή και αντανακλούσε το φως του ήλιου με τρόπο που σχεδόν του πονούσαν τα μάτια. Η πύλη στην οποία οδηγούσε ο δρόμος ήταν μια φαρδιά, ψηλή, μυτερή αψίδα σε ένα ασπροβαμένο τείχος τόσο χοντρό που ο Ματ έκανε είκοσι βήματα στη σκιά πριν ξαναβγεί στον ήλιο. Του φαινόταν να είναι μια πόλη γεμάτη πλατείες και κανάλια και γέφυρες: μεγάλες πλατείες ξέχειλες από κόσμο με σιντριβάνια ή αγάλματα στο κέντρο, κανάλια πλατιά και κανάλια στενά με ρηχές βάρκες που οι βαρκάρηδες κρατούσαν μακριά κοντάρια αντί για κουπιά, γέφυρες σε ποικιλία μεγεθών, μερικές μικρές, άλλες που σχημάτιζαν ψηλές καμάρες, και μερικές τόσο μεγάλες που είχαν μαγαζιά στα πλαϊνά τους. Υπήρχαν παλάτια με χοντρές κολόνες στο προστέγασμά τους πλάι σε μαγαζάκια που επεδείκνυαν κουρέλια και πανιά, ενώ τριώροφα σπίτια, με πελώρια αψιδωτά παράθυρα κρυμμένα πίσω από γρίλιες, στέκονταν ανάμεσα σε στάβλους και μαχαιροποιεία και ιχθυοπωλεία.
Σε μια απ’ αυτές τις πλατείες η Βαντέν τράβηξε τα χαλινάρια για να διαβουλευθεί με την Αντελέας ενώ η Νυνάβε τις κοίταζε συνοφρυωμένη και η Ηλαίην τις ατένιζε με τέτοιο ύφος που έλεγες ότι έπρεπε να κρέμονταν παγωμένοι κρύσταλλοι από τη μύτη και το πηγούνι της. Κατόπιν προτροπής της Ηλαίην, η Αβιέντα είχε ανέβει στο κοκαλιάρικο γκριζοκαφέ άλογο της για να μπουν στην πόλη, μα τώρα ξανακατέβηκε, όσο αδέξια είχε ανέβει. Κοίταξε γύρω της σχεδόν με την ίδια περιέργεια που κοίταζε και ο Όλβερ, ο οποίος είχε μείνει με τα μάτια γουρλωμένα από την πρώτη στιγμή που είχε ξεπροβάλλει η πόλη στον ορίζοντα. Η Μπιργκίτε προσπαθούσε να γίνει η σκιά της Ηλαίην, μιμούμενη αυτό που έκανε ο Τζάεμ με τη Βαντέν.
Ο Ματ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για κάνει αέρα με το καπέλο του και να ρίξει μια ματιά ολόγυρα.
Το μεγαλύτερο παλάτι που είχε δει ως εκείνη τη στιγμή καταλάμβανε μια ολόκληρη πλευρά της πλατείας, γεμάτο θόλους και οβελίσκους και κιονοστοιχίες δύο και τρεις ορόφους ψηλότερα από το έδαφος. Στις άλλες τρεις πλευρές, συμβίωναν μέγαρα λαμπρά και πανδοχεία και καταστήματα, όλα εξίσου λευκά. Το άγαλμα μιας γυναίκας με φαρδύ χιτώνα, ψηλότερο από Ογκιρανό, στεκόταν σε ένα ακόμα ψηλότερο βάθρο στο κέντρο της πλατείας, και η γυναίκα είχε το χέρι υψωμένο δείχνοντας νότια τη θάλασσα. Μόνο μια χούφτα άνθρωποι προχωρούσαν στο πλακόστρωτο της πλατείας, κάτι διόλου παράξενο σε κείνη την κάψα. Μερικοί έτρωγαν το μεσημεριανό τους καθισμένο στο χαμηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου, ενώ περιστέρια και γλάροι πετούσαν ολόγυρα πολεμώντας για τα ψίχουλα. Ήταν μια εικόνα γαλήνης. Ο Ματ δεν κατάλαβε γιατί ξαφνικά ένιωθε τα ζάρια να στριφογυρίζουν στο κεφάλι του.
Ήξερε καλά αυτή την αίσθηση. Μερικές φορές την ένιωθε όταν είχε μεγάλη τύχη στο τζογάρισμα. Πάντα ήταν εκεί όταν ξεκινούσε η μάχη. Και φαινόταν να εμφανίζεται όταν είχε να πάρει μια κρίσιμη απόφαση, από κείνες που η λάθος επιλογή θα κατέληγε στο θάνατο του.
«Τώρα θα μπούμε μέσα, από μια μικρότερη πύλη», ανακοίνωσε η Βαντέν. «Η Μέριλιλ θα φροντίσει να μας βρει δωμάτια για να φρεσκαριστούμε».
Αυτό σήμαινε ότι μπροστά τους ήταν το Παλάτι Τάρασιν, όπου η Τάυλιν: Κουιντάρα του Οίκου Μίτσομπαρ καθόταν στο Θρόνο των Ανέμων και η πραγματική εξουσία της εκτεινόταν ίσως στα εκατό μίλια γύρω από το Έμπου Νταρ. Ένα από τα λίγα πράγματα που είχε καταφέρει ο Ματ να μάθει γι’ αυτό το ταξίδι ήταν ότι οι Άες Σεντάι επρόκειτο να συναντήσουν μερικές αδελφές τους στο Παλάτι, και φυσικά την Τάυλιν. Οι Άες Σεντάι θα συναντούσαν τη Βασίλισσα. Ο Ματ κοίταξε το βουνό από λαμπυρίζοντα μάρμαρα και ασπροβαμμένες πέτρες, και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να μένεις εκεί. Συνήθως του άρεσαν τα παλάτια· ή τουλάχιστον του άρεσαν όποια μέρη είχαν υπηρέτες και χρυσάφι, ενώ δεν ήταν άσχημο πράγμα τα πουπουλένια κρεβάτια. Όμως το Βασιλικό Παλάτι σήμαινε πως όπου κι αν έστριβες θα έβλεπες ευγενείς. Ο Ματ προτιμούσε να είναι οι ευγενείς λίγοι-λίγοι· ακόμα και ο Ναλέσεν μπορούσε να γίνει εκνευριστικός. Ένα τόσο μεγάλο παλάτι σήμαινε πώς ή θα αναρωτιόταν συνεχώς πού βρισκόταν η Νυνάβε και η Ηλαίην, ή αλλιώς θα έπρεπε να βάλει φρουρά δίπλα τους. Δεν ήξερε τι από τα δύο θα ήταν χειρότερο, αν τον άφηναν να τις ακολουθεί εκεί σαν σωματοφύλακας, ή αν θα του αρνιόταν. Στο νου του σχεδόν μπορούσε να ακούσει την Ηλαίην να λέει με την ψυχρή φωνή της, Βρείτε παρακαλώ καταλύματα για τον Αφέντη Κώθον και τους άνδρες μου. Φροντίστε να τους ταΐζετε και να τους ποτίζετε. Σίγουρα αυτό θα έκανε. Θα ερχόταν να τους επιθεωρεί, και θα του έλεγε να κάνει αυτό που ο Ματ ήδη σκόπευε να κάνει. Αλλά αν υπήρχε μέρος όπου η Ηλαίην και η Νυνάβε θα ήταν ασφαλείς, αυτό θα ήταν μέσα στο Παλάτι μιας Βασίλισσας. Εκτός αυτού, αυτό που ήθελε ο Ματ ήταν ένα μέρος για να απλώσει τα πόδια του και να πιει παντς με μια κοπελιά στα γόνατά του να του τρίβει τους κροτάφους. Τι καλά θα ήταν να είχε μερικές υγρές πετσέτες. Τον πονούσε το κεφάλι. Ακόμα αντηχούσε στα αυτιά του το αυστηρό λογύδριο που του είχε βγάλει η Ηλαίην νωρίτερα το πρωί για τα κακά του πιοτού, για το ότι έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για τους άλλους. Αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που έπρεπε να πατήσει πόδι. Ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να απαντήσει, μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να ανέβει στον Πιπς, και τα είχε αφήσει όλα αναπάντητα. Αν δεν έβαζε ένα τέλος τώρα σ’ όλα αυτά, θα κατέληγε και ο ίδιος να χτυπά το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του μπροστά της.
Όλα αυτά πέρασαν από το νου του στην ώρα που χρειάστηκε η Βαντέν για να στρίψει το χοντρό καφεγκρίζο μουνούχι της προς το Παλάτι. «Θα βρω δωμάτια σε πανδοχείο για τους άνδρες μου», είπε δυνατά. «Αν εσύ ή η Ηλαίην θέλετε να βγείτε στο δρόμο, στείλτε μήνυμα και θα φέρω μερικούς άνδρες για να σας συνοδεύσουν». Μάλλον δεν θα το έκαναν —μια γυναίκα μπορεί να ήταν άοπλη στο λάκκο με τις αρκούδες και πάλι θα νόμιζε ότι θα τα έβγαζε πέρα μόνη της— αλλά ο Ματ έβαζε στοίχημα ότι ο Βέριν μπορούσε να βρει πότε θα έβγαιναν έξω. Κι αν όχι, τότε υπήρχε και ο Τζούιλιν· ένας κλεφτοκυνηγός θα ήξερε πώς. «Αυτό μας κάνει». Διάλεξε ένα στην τύχη και άπλωσε το χέρι του σε ένα πλατύ κτήριο στην άλλη άκρη της πλατείας. Πάνω από την αψιδωτή είσοδο κουνιόταν μπρος-πίσω μια δυσδιάκριτη ταμπέλα.
Η Βαντέν κοίταξε την Αντελέας. Η Ηλαίην κοίταξε τη Νυνάβε. Η Αβιέντα του έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά.
Αυτός όμως δεν τους έδωσε περιθώριο να μιλήσουν. «Θομ, Τζούιλιν, τι λέτε να πάμε για μερικά ποτηράκια παντς;» Ίσως θα ήταν καλύτερα να έπινε νερό· ποτέ στη ζωή του δεν είχε πιει τόσο πολύ.
Ο Θομ κούνησε το κεφάλι. «Ίσως αργότερα, Ματ. Πρέπει να μείνω κοντά στην Ηλαίην, σε περίπτωση που με χρειαστεί». Το σχεδόν πατρικό χαμόγελο που της έστειλε έσβησε όταν την είδε να κοιτάζει αποσβολωμένη τον Ματ. Ο Τζούιλιν δεν χαμογέλασε —σπανίως χαμογελούσε πια— αλλά είπε και αυτός ότι έπρεπε να μείνει κοντά τους και ίσως ερχόταν αργότερα.
«Όπως νομίζεις», είπε ο Ματ, ξαναφορώντας το καπέλο του. «Βάνιν. Βάνιν!» Ο χοντρούλης τινάχτηκε και έπαψε να κοιτάζει με λατρεία την Ηλαίην. Ο άνθρωπος κοκκίνισε! Μα το Φως, αυτή η γυναίκα είχε κακή επίδραση πάνω τους.
Καθώς ο Ματ έστριβε τον Πιπς, η φωνή της Ηλαίην τον χτύπησε στην πλάτη, πιο αυστηρή από όσο το πρωί. «Μην αφήσεις κανέναν να πιει πολύ, Αφέντη Κώθον. Μερικοί δεν ξέρουν πότε να σταματήσουν. Και δεν πρέπει να αφήνεις ένα νεαρό παιδί να βλέπει άνδρες να πίνουν».
Ο Ματ έτριξε τα δόντια και διέσχισε την πλατεία χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο Όλβερ τον κοίταζε. Θα έπρεπε να προειδοποιήσει τους άνδρες να μην μεθούν μπροστά στο παιδί, ειδικά τον Μενταίρ. Μα το Φως, το μισούσε όταν του έλεγε τι έπρεπε να κάνει!
Το πανδοχείο λεγόταν Περιπλανώμενη, όμως η ταμπέλα πάνω από την πόρτα και η κοινή αίθουσα υποσχόταν ό,τι ήθελε ο Ματ. Το ψηλοτάβανο δωμάτιο είχε σχετική δροσιά, και τα πλατιά, αψιδωτά παράθυρά του ήταν κρυμμένα πίσω από ξύλινα παντζούρια με σκαλισμένα αραβουργήματα. Στα παντζούρια έμοιαζαν να υπάρχουν περισσότερα ανοίγματα παρά ξύλο, όμως πρόσφεραν σκιά στο δωμάτιο. Υπήρχαν ξένοι ανάμεσα στους ντόπιους, ένας κοκαλιάρης Μουραντιανός με στριφογυριστό μουστάκι, ένας σωματώδης Καντορινός με δύο ασημένιες αλυσίδες στο στήθος του σακακιού του, κι άλλοι τους οποίους ο Ματ δεν αναγνώριζε με την πρώτη. Μια ελαφριά ομίχλη από καπνό πίπας πλανιόταν στον αέρα, ενώ ένα παράξενο είδος μουσικής πρόσφεραν δύο γυναίκες που έπαιζαν στριγκά φλάουτα και ένας άνδρας με ένα τύμπανο ανάμεσα στα πόδια. Και, το καλύτερο απ’ όλα, οι σερβιτόρες ήταν ομορφούλες, και υπήρχαν άνδρες που έπαιζαν ζάρια σε τέσσερα τραπέζια. Ο Καντορινός έμπορος έπαιζε χαρτιά.
Η επιβλητική πανδοχέας συστήθηκε λέγοντας ότι ήταν η Σετάλ Ανάν, μολονότι τα ανοιχτοκάστανα μάτια της δεν είχαν γεννηθεί στο Έμπου Νταρ. «Καλοί μου Άρχοντες...» Οι μεγάλοι χρυσοί κρίκοι στα αυτιά τους λικνίστηκαν καθώς έκλινε το κεφάλι εξίσου στον Ματ και στον Ναλέσεν, «...μπορεί η Περιπλανώμενη να σας προσφέρει τις ταπεινές υπηρεσίες της;»
Ήταν όμορφη παρά την υποψία του γκρίζου στα μαλλιά τη, όμως ο Ματ κοίταζε τα μάτια της. Φορούσε γαμήλιο μαχαίρι που κρεμόταν από ένα στενό μενταγιόν, με τη λαβή που ήταν στολισμένη με κόκκινα και λευκά πετράδια να κατεβαίνει στο εντυπωσιακό ντεκολτέ της, κι επίσης είχε ένα κυρτό μαχαίρι στη ζώνη της. Ο Ματ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Κυρά Ανάν, νιώθω ότι ήρθα στο σπίτι μου».
Το παράξενο ήταν ότι στο κεφάλι του τα ζάρια είχαν σταματήσει να στριφογυρίζουν.