10 Μια Μεθορίτικη Παροιμία

Για μια στιγμή ο Ραντ νοστάλγησε τον παλιό καιρό, τότε που μπορούσε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στους διαδρόμους του Παλατιού. Αυτό το πρωί τον συνόδευε η Σούλιν με είκοσι Κόρες· ο Μπάελ, αρχηγός φατρίας του Γκόσιεν Άελ με έξι Σόβιν Νάι, Μαχαιροκράτες, από το Τζιράντ Γκόσιεν προς τιμήν του Μπάελ· ο Μπασίρε με έξι, επίσης, από τους Σαλδαίους του με τις γερακίσιες μύτες. Είχαν πλημμυρίσει τους φαρδιούς διαδρόμους με τις ταπισερί, κι οι Φαρ Ντάραϊς Μάι κι οι Σόβιν Νάι, φορώντας το καντιν’σόρ, κοίταζαν επιτακτικά τους υπηρέτες, οι οποίοι υποκλίνονταν ή έκλιναν το γόνυ βιαστικά και τους άδειαζαν τον δρόμο, ενώ οι νεότεροι Σαλδαίοι προχωρούσαν καμαρωτοί με τα κοντά σακάκια τους και τα φαρδιά παντελόνια, που ήταν χωμένα στις μπότες τους. Έκανε ζέστη ακόμα και στα σκιερά περάσματα εδώ πέρα, κι οι κόκκοι της σκόνης χόρευαν στον αέρα. Μερικοί υπηρέτες φορούσαν τις ερυθρόλευκες λιβρέες που είχαν όταν κυβερνούσε η Μοργκέις, αλλά οι περισσότεροι ήταν καινούριοι και φορούσαν ό,τι είχαν πάνω τους ερχόμενοι για να ζητήσουν δουλειά, ένα συνονθύλευμα από μάλλινα ρούχα αγροτών κι εμποράκων, κυρίως σε μουντά χρώματα κι απλά ραμμένα, αν κι είχαν όλα τα χρώματα του φάσματος κι επίσης υπήρχαν εδώ κι εκεί πινελιές κεντητών στολισμάτων ή κάποια δαντέλα.

Ο Ραντ σημείωσε στον νου του να βάλει την Κυρά Χάρφορ, την Αρχικαμαριέρα, να βρει λιβρέες για να τις μοιράσουν, ώστε να μη νιώθουν οι νεοφερμένοι αναγκασμένοι να δουλεύουν με τα καλά τους ρούχα. Οι παλατιανές λιβρέες ήταν καλύτερες από τα ρούχα που είχαν αυτοί οι άνθρωποι της υπαίθρου, εκτός ίσως από τα γιορτινά τους. Υπήρχαν λιγότεροι υπηρέτες απ’ όσοι επί Μοργκέις, και πολλοί απ’ αυτούς που φορούσαν την ερυθρόλευκη ενδυμασία ήταν γκριζομάλληδες και ζαρωμένοι, άνδρες και γυναίκες από τα δώματα των συνταξιούχων. Αντί να το σκάσουν, όπως είχαν κάνει τόσοι και τόσοι, είχαν επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία για να μη δουν το παλάτι να γίνεται αχούρι. Ο Ραντ σημείωσε κάτι ακόμα στον νου του. Θα έβαζε την Κυρά Χάρφορ —ο τίτλος της Αρχικαμαριέρας δεν ήταν τόσο εντυπωσιακός, αλλά η Ρενέ Χάρφορ ήταν η υπεύθυνη της καθημερινής λειτουργίας του Βασιλιού Παλατιού— να βρει αρκετούς υπηρέτες για να αφήσουν αυτούς τους ηλικιωμένους να απολαύσουν τη σύνταξή τους. Τους πλήρωναν, άραγε, ακόμα τη σύνταξη τώρα που η Μοργκέις ήταν νεκρή; Έπρεπε να το είχε σκεφτεί αυτό νωρίτερα· ο Χάλγουιν Νόρυ, ο αρχιγραμματικός, θα το γνώριζε. Ήταν σαν να σε δέρνουν με πούπουλα. Τα πάντα τού θύμιζαν κάτι άλλο που έπρεπε να γίνει. Οι Οδοί· αυτό δεν ήταν πούπουλο. Είχε βάλει να φρουρούν την Πύλη εδώ στο Κάεμλυν, και τις άλλες κοντά στο Δάκρυ και την Καιρχίν, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πόσες ακόμα υπήρχαν.

Ναι, θα αντάλλασσε όλες τις υποκλίσεις και τις γονυκλισίες, όλες τις τιμητικές φρουρές, όλες τις ερωτήσεις και τα βάρη, όλους τους ανθρώπους των οποίων τις ανάγκες έπρεπε να φροντίσει με τις μέρες που μόνο μέλημά του ήταν να βρει ένα σακάκι να φορέσει. Φυσικά, εκείνες τις μέρες δεν θα τον άφηναν να σουλατσάρει σ’ αυτούς τους διαδρόμους, τουλάχιστον όχι χωρίς διαφορετικού είδους φρουρά, η οποία θα πρόσεχε μη τυχόν έκλεβε κανένα ασημόχρυσο δισκοπότηρο από την εσοχή στον τοίχο ή κάποιο φιλντισένιο αγαλματάκι από ένα τραπεζάκι στολισμένο με κύανο.

Πάλι καλά που αυτό το πρωί δεν του μουρμούριζε η φωνή του Λουζ Θέριν. Τουλάχιστον είχε αρχίσει να μαθαίνει το πνευματικό τέχνασμα που του είχε δείξει ο Τάιμ· ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του Μπασίρε, αλλά η ζέστη δεν άγγιζε τον Ραντ. Φορούσε το ασημοκέντητο σακάκι του από γκρίζο μάλλινο ύφασμα κουμπωμένο ως το λαιμό, και παρ’ όλο που ένιωθε να ζεσταίνεται κάπως, δεν ίδρωνε καθόλου. Ο Τάιμ τον διαβεβαίωνε ότι με τον καιρό δεν θα καταλάβαινε ζέστη ή κρύο, ακόμα και σε βαθμό που θα έθεταν εκτός μάχης κάποιον άλλο. Το θέμα ήταν να αποστασιοποιηθείς από τον εαυτό σου, να συγκεντρωθείς προς τα μέσα, όπως περίπου ετοιμαζόταν όταν ήθελε να αγκαλιάσει το σαϊντίν. Ήταν παράξενο που αυτό έμοιαζε τόσο με τη Δύναμη, αλλά δεν είχε καμία σχέση μαζί της. Μήπως οι Άες Σεντάι έκαναν το ίδιο; Ποτέ δεν τις είχε δει να ιδρώνουν. Ή μήπως τις είχε δει;

Ξαφνικά, γέλασε φωναχτά. Αναρωτιόταν αν οι Άες Σεντάι ίδρωναν! Μπορεί να μην είχε τρελαθεί ακόμα, αλλά σίγουρα θα τον περνούσαν για ελαφρόμυαλο.

«Είπα κάτι αστείο;» ρώτησε ξερά ο Μπασίρε, ισιώνοντας το μουστάκι του. Μερικές Κόρες τον κοίταξαν με προσδοκία· πάσχιζαν να καταλάβουν το υδρόβιο χιούμορ.

Ο Ραντ δεν ήξερε πώς διατηρούσε την αταραξία του ο Μπασίρε. Μια φήμη είχε φτάσει στο παλάτι τώρα το πρωί, για μάχες στις Μεθόριες, μεταξύ Μεθοριτών. Οι ιστορίες των ταξιδιωτών ξεφύτρωναν σαν αγριόχορτα μετά τη βροχή, αλλά αυτή είχε έρθει από τον Βορρά, μέσω εμπόρων απ’ ό,τι φαινόταν, οι οποίοι είχαν φτάσει ως την Ταρ Βάλον, μπορεί και πιο μακριά. Δεν έλεγε πού είχε γίνει αυτό ή από ποιους. Ήταν εξίσου πιθανό να ήταν στη Σαλδαία, κι ο Μπασίρε δεν είχε λάβει νέα από κει από τότε που είχε φύγει, μήνες πριν· όμως φαινόταν ανεπηρέαστος από τη φήμη, λες κι είχε ακούσει ότι ανέβαινε η τιμή των γογγυλιών.

Φυσικά, κι ο Ραντ από τη μεριά του δεν ήξερε τι γινόταν στους Δύο Ποταμούς —εκτός αν οι αοριστολογίες για κάποια εξέγερση κάπου στα δυτικά αφορούσαν στην πατρίδα του· σε αυτούς τους καιρούς, μπορεί να ήταν αλήθεια, μπορεί και να μην ήταν τίποτα— αλλά γι’ αυτόν δεν ήταν το ίδιο. Είχε εγκαταλείψει τους Δύο Ποταμούς. Οι Άες Σεντάι είχαν κατασκόπους παντού και δεν θα στοιχημάτιζε ούτε ένα χάλκινο ότι δεν είχαν κατασκόπους κι οι Αποδιωγμένοι. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν έτρεφε το παραμικρό ενδιαφέρον για το ασήμαντο χωριουδάκι όπου είχε μεγαλώσει ο Ραντ αλ’Θόρ· το είχε ξεπεράσει. Αν δεν συνέβαινε αυτό, τότε το Πεδίο του Έμοντ ήταν ένας όμηρος που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του. Πάντως, δεν θα καθόταν να λεπτολογεί υποκριτικά στον εαυτό του. Η εγκατάλειψη ήταν εγκατάλειψη.

Δικαιούμαι να ξεφύγω από το πεπρωμένο μου, αν έβρισκα τρόπο; Ήταν δική του η σκέψη, όχι του Λουζ Θέριν.

Ανεβοκατέβασε τους ώμους του, που ξαφνικά του φάνηκαν να πονούν και μίλησε με κεφάτο τόνο. «Συγχώρεσέ με, Μπασίρε. Μόλις τώρα μου συνέβη κάτι παράξενο, αλλά σε άκουγα. Έλεγες ότι το Κάεμλυν γεμίζει. Για κάθε άνδρα που το σκάει επειδή φοβάται τον ψεύτικο Δράκοντα, έρχονται δύο επειδή δεν είμαι ο ψεύτικος και δεν με φοβούνται. Βλέπεις, λοιπόν;»

Ο Μπασίρε μούγκρισε, κάτι που ποιος ξέρει άραγε τι σήμαινε.

«Πόσοι ήρθαν για άλλους λόγους, Ραντ αλ’Θόρ;» Ο Μπάελ ήταν ο ψηλότερος άνθρωπος που είχε δει ποτέ ο Ραντ, μια παλάμη ψηλότερος από τον ίδιο. Σχημάτιζε έντονη αντίθεση με τον Μπασίρε, ο οποίος ήταν πιο κοντός απ’ όλες τις Κόρες, εκτός από την Ενάιλα. Υπήρχαν πυκνές γκρίζες πινελιές στα σκουροκόκκινα μαλλιά του Μπάελ, όμως το πρόσωπό του ήταν τσιτωμένο και σκληρό, τα γαλάζια μάτια του κοφτερά. «Έχεις εχθρούς αρκετούς για εκατό ανθρώπους. Άκου που σου λέω, θα προσπαθήσουν να σου ξαναεπιτεθούν. Μπορεί να υπάρχουν και Σκιοδρομείς ανάμεσά τους».

«Και να μην υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι», παρενέβη ο Μπασίρε, «στην πόλη κοχλάζουν οι μπελάδες σαν τσάι που άφησες να βράζει. Μερικοί άνθρωποι ξυλοκοπήθηκαν χωρίς έλεος, επειδή, όπως φαίνεται, αμφισβήτησαν ότι είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας· έναν φουκαρά τον έβγαλαν από το καπηλειό, τον πήγαν σε ένα στάβλο και τον κρέμασαν από τα πάτερα επειδή γέλασε με τα θαύματά σου».

«Τα θαύματά μου;» είπε ο Ραντ χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του.

Ένας ρυτιδιασμένος ασπρομάλλης υπηρέτης, που φορούσε λιβρέα υπερβολικά μεγάλη για ίο ανάστημά του και κρατούσε ένα βάζο στα χέρια του, προσπαθώντας να υποκλιθεί και ταυτόχρονα να παραμερίσει, σκόνταψε μόνος του κι έπεσε προς τα πίσω. Το λαχανί βάζο από πορσελάνη Θαλασσινών λεπτή σαν χαρτί πετάχτηκε πάνω από το κεφάλι του και κύλησε στριφογυρίζοντας στα βαθυκόκκινα πλακάκια του δαπέδου, γυρνώντας κι αναπηδώντας ώσπου σταμάτησε, όρθιο, τριάντα περίπου βήματα πιο πέρα στον διάδρομο. Ο γερο-υπηρέτης σηκώθηκε όρθιος με αξιοσημείωτη σβελτάδα κι έτρεξε για να αρπάξει το βάζο, το ψηλάφισε κι άφησε ένα επιφώνημα τόσο έκπληξης όσο κι ανακούφισης που δεν είχε πάθει ούτε ένα σπασιματάκι, ούτε ένα ράγισμα. Οι άλλοι υπηρέτες στάθηκαν ατενίζοντας κατάπληκτοι κι αυτοί, πριν συνέλθουν ξαφνικά και τρέξουν στις δουλειές τους. Ήταν τόσο προσηλωμένοι στο να αποφύγουν τον Ραντ, που αρκετοί ξέχασαν να υποκλιθούν ή να κλίνουν το γόνυ.

Ο Μπασίρε κι ο Μπάελ κοιτάχτηκαν, κι ο Μπασίρε φύσηξε το χοντρό μουστάκι του.

«Ας πούμε τότε παράξενα συμβάντα», είπε. «Κάθε μέρα ακούς άλλη μια ιστορία για ένα παιδί που έπεσε με το κεφάλι στο πλακόστρωτο του δρόμου από ένα παράθυρο σε ύψος δέκα μέτρων και δεν έπαθε ούτε μελανιά. Ή για μια γιαγιά που μπήκε μπροστά σε δύο ντουζίνες άλογα που κάλπαζαν, αλλά κάτι έγινε κι αυτά, αντί να τη ρίξουν κάτω και να την τσαλαπατήσουν, ούτε καν την άγγιξαν. Τις προάλλες ένας που έπαιζε ζάρια έφερε πέντε κορώνες είκοσι πέντε φορές συνέχεια, και το αποδίδουν κι αυτό σε σένα. Πάλι καλά γι’ αυτόν».

«Λέγεται», πρόσθεσε ο Μπάελ, «ότι χθες ένα καλάθι γεμάτο με κεραμίδια έπεσε από τη στέγη και κατέληξε στον δρόμο, όπου δεν έσπασαν, αλλά σχημάτισαν το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι». Κοίταξε τον ασπρομάλλη υπηρέτη, που είχε το στόμα ανοιχτό και κρατούσε σφιχτά το βάζο στο στήθος του, καθώς τον προσπερνούσαν. «Δεν αμφιβάλλω ότι αυτό συνέβη».

Ο Ραντ άφησε την ανάσα του να βγει αργά. Δεν ανέφεραν τις άλλες φήμες, φυσικά. Τον άνθρωπο που σκόνταψε στο σκαλοπάτι και κρεμάστηκε επειδή το μαντίλι του σκάλωσε στον σύρτη της πόρτας. Τη χαλαρή πλάκα που την είχε ξεκολλήσει από τη στέγη ο δυνατός άνεμος κι είχε πετάξει μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο και μια πόρτα για να σκοτώσει τη γυναίκα που καθόταν στο τραπέζι με την οικογένειά της. Τα πράγματα που συνέβαιναν μεν, αλλά σπανίως. Όμως αυτά τα πράγματα δεν ήταν σπάνια τριγύρω του. Για καλό ή για κακό, για κακό εξίσου συχνά όσο και για καλό, ο Ραντ επηρέαζε τα αποτελέσματα της τύχης με την απλή παρουσία του σε ακτίνα λίγων μιλίων. Ακόμα κι αν οι Δράκοντες εξαφανίζονταν από τα μπράτσα κι οι ερωδιοί από τις παλάμες του, δεν θα έπαυε να είναι σημαδεμένος. Υπήρχε μια παροιμία στις Μεθόριες: «Το καθήκον είναι βαρύτερο από βουνό, ο θάνατος ελαφρύτερος από πούπουλο». Όταν είχες σηκώσει καλά αυτό το βουνό στους ώμους σου, δεν υπήρχε τρόπος να το αφήσεις κάτω. Δεν υπήρχε, βέβαια, άλλος να το κουβαλήσει, οπότε αδίκως θα γκρίνιαζε.

Μίλησε με ζωηρή φωνή. «Βρήκατε τους ανθρώπους που τον κρέμασαν;» Ο Μπασίρε κούνησε το κεφάλι του. «Τότε βρείτε τους και συλλάβετέ τους για φόνο. Θέλω να μπει ένα τέλος. Τώρα. Δεν είναι έγκλημα να αμφιβάλλει κανείς για μένα». Οι φήμες έλεγαν ότι ο Προφήτης είχε κάνει το έγκλημα, όμως ο Ραντ δεν μπορούσε ακόμα να κάνει κάτι γι’ αυτό. Δεν ήξερε καν που βρισκόταν ο Μασέμα, μόνο κάπου γενικά στην Γκεάλνταν ή στην Αμαδισία. Αν δεν είχε πάει αλλού στο μεταξύ. Άλλο ένα πράγμα που σημείωνε στον νου του, ότι έπρεπε να βρει αυτόν τον άνθρωπο και με κάποιον τρόπο να του βάλει χαλινάρι.

«Όσο κι αν το τραβάνε;» είπε ο Μπασίρε. «Ψιθυρίζεται ότι είσαι ένας ψεύτικος Δράκοντας που σκότωσε τη Μοργκέις με τη συνδρομή των Άες Σεντάι. Ο λαός υποτίθεται ότι πρέπει να ξεσηκωθεί εναντίον σου και να εκδικηθεί τη βασίλισσά του. Ίσως να μην είναι μόνο ένας. Δεν είναι σαφές».

Η έκφραση του Ραντ σκλήρυνε. Το πρώτο το άντεχε —έπρεπε· υπήρχαν πολλές παραλλαγές στις φήμες και δεν μπορούσε να τις καταπνίξει όσο κι αν τις αρνιόταν— αλλά δεν θα ανεχόταν κανέναν να υποκινεί εξέγερση. Το Άντορ θα ήταν η μία χώρα την οποία δεν θα δίχαζε με πόλεμο. Θα παρέδιδε στην Ηλαίην μια χώρα απείρακτη, όπως την είχε παραλάβει. Αυτό θα έκανε, αν την έβρισκε ποτέ. «Βρες ποιοι τις ξεκίνησαν», είπε τραχιά, «και πέταξε τους στη φυλακή». Φως μου, πώς να βρεις ποιος ξεκινά μια φήμη; «Αν θελήσουν χάρη, να τη ζητήσουν από την Ηλαίην». Μια υπηρετριούλα με κακοφτιαγμένο καφέ φόρεμα, η οποία ξεσκόνιζε μια γυάλινη γαβάθα, είδε ξαφνικά το πρόσωπό του, κι η γαβάθα έπεσε από τα χέρια της που τα είχε πιάσει ξαφνικό τρέμουλο κι έγινε χίλια κομμάτια. Ο Ραντ δεν άλλαζε πάντα τις πιθανότητες. «Υπάρχουν καλά νέα; Θα χαιρόμουν να τα ακούσω».

Η νεαρή έσκυψε αδέξια να μαζέψει τα θρύψαλα της γαβάθας, αλλά η Σούλιν της έριξε μια ματιά, μια ματιά μονάχα, κι εκείνη τινάχτηκε πίσω και κόλλησε με τα μάτια ορθάνοιχτα σε μια ταπισερί που παρουσίαζε ένα κυνήγι λεοπάρδαλης. Ο Ραντ δεν το καταλάβαινε, όμως μερικές γυναίκες έδειχναν να φοβούνται περισσότερο τις Κόρες παρά τους Αελίτες άνδρες. Η νεαρή κοίταξε τον Μπάελ σαν να έλπιζε ότι θα την προστάτευε. Αυτός δεν έδειξε να την έχει αντιληφθεί καθόλου.

«Εξαρτάται πώς ορίζεις τα καλά νέα». Ο Μπασίρε σήκωσε τους ώμους. «Έμαθα ότι η Ελόριεν του Οίκου Τρεμέιν κι ο Πέλιβαρ του Οίκου Κήλαν μπήκαν στην πόλη πριν από τρεις μέρες. Τρύπωσαν, θα μπορούσες να πεις, κι απ’ όσο άκουσα, κανείς τους δεν πλησίασε την Έσω Πόλη. Στους δρόμους λένε ότι η Ντυέλιν του Οίκου Τάραβιν είναι στην ύπαιθρο, κάπου εδώ κοντά. Κανείς τους δεν έχει αποκριθεί στις προσκλήσεις σου. Δεν άκουσα κάτι που να συνδέει κάποιον απ’ αυτούς με τους ψιθύρους». Έριξε μια ματιά στον Μπάελ, ο οποίος κούνησε ελαφρά το κεφάλι του.

«Ακούσαμε λιγότερα από σένα, Ντάβραμ Μπασίρε. Οι άνθρωποι μιλούν πιο ελεύθερα μπροστά σε άλλους υδρόβιους».

Εν πάση περιπτώσει, τα νέα ήταν καλά. Αυτούς τους ανθρώπους χρειαζόταν ο Ραντ. Αν πίστευαν ότι ήταν ψεύτικος Δράκοντας, θα έβρισκε τρόπο να το παρακάμψει. Αν πίστευαν ότι είχε σκοτώσει τη Μοργκέις... Τόσο το καλύτερο, αν έμεναν πιστοί στη μνήμη της και στη σειρά της διαδοχής της. «Στείλε τους καινούριες προσκλήσεις για να με επισκεφθούν. Πρόσθεσε και το όνομα της Ντυέλιν· ίσως ξέρουν πού βρίσκεται».

«Αν στείλω τέτοια πρόσκληση», είπε με αμφιβολία ο Μπασίρε, «ίσως απλώς τους θυμίσει ότι υπάρχει Σαλδαϊκός στρατός στο Άντορ».

Ο Ραντ δίστασε και μετά ένευσε, μ’ ένα ξαφνικό χαμόγελο. «Ζήτα από την Αρχόντισσα Αρυμίλα να το παραδώσει. Δεν αμφιβάλλω ότι θα αρπάξει την ευκαιρία, για να τους δείξει πόσο κοντά μου είναι. Αλλά γράψε την εσύ». Τα μαθήματα που του είχε κάνει η Μουαραίν για το Παιχνίδι των Θρόνων αποδεικνύονταν χρήσιμα γι’ άλλη μια φορά.

«Δεν ξέρω αν είναι καλά ή κακά νέα», είπε ο Μπάελ, «αλλά οι Κόκκινες Ασπίδες μού λένε ότι δύο Άες Σεντάι έχουν κλείσει δωμάτια σε ένα πανδοχείο στη Νέα Πόλη». Οι Κόκκινες Ασπίδες βοηθούσαν τους άνδρες του Μπασίρε στην αστυνόμευση του Κάεμλυν και τώρα αναλάμβαναν αποκλειστικά αυτό το έργο. Ο Μπάελ άφησε ένα χαμογελάκι βλέποντας τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπο του Μπασίρε. «Ακούμε λιγότερα, Ντάβραμ Μπασίρε, αλλά ίσως μερικές φορές βλέπουμε περισσότερα».

«Μήπως μια από τις δύο είναι η φίλη μας που της αρέσουν οι γάτες;» ρώτησε ο Ραντ. Οι ιστορίες επέμεναν ότι υπήρχαν Άες Σεντάι στην πόλη· μερικές φορές ήταν δύο, τρεις, ή ολόκληρη ομάδα. Το πιο συγκεκριμένο που είχαν βρει, όμως, ο Μπασίρε κι ο Μπάελ ήταν κάποιες ιστορίες για μια Άες Σεντάι που Θεράπευε γάτες και σκύλους, αλλά αυτή πάντα ήταν στον παραδίπλα δρόμο, και τις έλεγε κάποιος που του τις είχε πει κάποιος που τις είχε ακούσει στο καπηλειό ή στην αγορά.

Ο Μπάελ κούνησε το κεφάλι. «Δεν νομίζω. Οι Κόκκινες Ασπίδες είπαν ότι αυτές οι δύο έφτασαν το βράδυ». Το ενδιαφέρον του Μπασίρε φάνηκε να ξυπνά —σπανίως άφηνε ανεκμετάλλευτη μια ευκαιρία να επαναλάβει ότι ο Ραντ χρειαζόταν Άες Σεντάι— όμως ο Μπάελ είχε σμίξει λιγάκι τα φρύδια, τόσο λίγο ώστε θα το πρόσεχε μόνο ένας Αελίτης. Οι Αελίτες ήταν πολύ προσεκτικοί στα πάρε-δώσε που είχαν με τις Άες Σεντάι, απρόθυμοι σχεδόν.

Αυτά τα λίγα λόγια είχαν δώσει στον Ραντ αρκετή τροφή για σκέψη, κι όλα τα συμπεράσματα κατάληγαν στον ίδιο. Κάποιο λόγο θα είχαν οι δύο Άες Σεντάι για να έρθουν στο Κάεμλυν, τη στιγμή που οι αδελφές τους απέφευγαν την πόλη από τότε που είχε κάνει την εμφάνισή του. Ο πιθανότερος λόγος είχε κάτι να κάνει μαζί του. Ακόμα και στις καλές εποχές, οι άνθρωποι απέφευγαν να ταξιδεύουν νύχτα, και τώρα κάθε άλλο παρά καλή εποχή ήταν. Οι Άες Σεντάι που έφταναν μέσα στο σκοτάδι ίσως προσπαθούσαν να μη τραβήξουν την προσοχή, μάλλον, δηλαδή, να μη τραβήξουν την προσοχή του Ραντ. Από την άλλη μεριά, ίσως απλώς ταξίδευαν κάπου βιαστικά. Κάτι που σήμαινε ότι βρίσκονταν σε αποστολή για τον Πύργο. Η αλήθεια ήταν ότι αυτή τη στιγμή ο Ραντ δεν μπορούσε να σκεφτεί τι θα ήταν σημαντικότερο για τον Πύργο από τον ίδιο. Ή ίσως είχαν ξεκινήσει για να προσχωρήσουν σε εκείνες τις Άες Σεντάι, που η Εγκουέν επέμενε ότι θα τον υποστήριζαν.

Ό,τι κι αν ίσχυε, έπρεπε να το μάθει. Μόνο το Φως ήξερε τι σκάρωναν οι Άες Σεντάι —ο Πύργος κι η κρυμμένη παρέα της Ηλαίην— αλλά έπρεπε να το μάθει. Έπρεπε, γιατί αλλιώς ήταν τόσο πολλές και μπορούσαν να γίνουν πολύ επικίνδυνες. Πώς θα αντιδρούσε ο Πύργος, όταν η Ελάιντα μάθαινε για την αμνηστία που είχε αναγγείλει; Πώς θα αντιδρούσε κάθε Άες Σεντάι ξεχωριστά; Το είχαν μάθει άραγε;

Καθώς πλησίαζαν τις πόρτες στο τέλος του διαδρόμου, άνοιξε το στόμα για να μιλήσει στον Μπάελ, για να του ζητήσει να πει σε μια από τις Άες Σεντάι να έρθει στο Παλάτι. Μπορούσε να τα βάλει με δύο Άες Σεντάι, αν η κατάσταση έφτανε σε αυτό το σημείο —αρκεί να μη τον καταλάμβαναν εξαπίνης— αλλά δεν υπήρχε λόγος να ριψοκινδυνεύσει προτού μάθαινε ποιες ήταν και τι ζητούσαν.

Είμαι γεμάτος από υπεροψία. Με αρρωσταίνει η υπεροψία που με κατέστρεψε!

Ο Ραντ σκόνταψε. Ήταν η πρώτη φορά σήμερα που είχε μιλήσει η φωνή του Λουζ Θέριν μέσα στο κεφάλι του —το ανησυχητικό ήταν ότι έμοιαζε πολύ με σχόλιο σχετικά με τις σκέψεις του για τις Άες Σεντάι— αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο κατάπιε τα λόγια που ετοιμαζόταν να πει κι έμεινε παγωμένος εκεί.

Λόγω καύσωνα, οι πόρτες έστεκαν ορθάνοιχτες κι έβγαζαν σε έναν από τους κήπους του Παλατιού. Τα λουλούδια είχαν εξαφανιστεί και μερικές τριανταφυλλιές και λευκαστεριές φαίνονταν μαραμένες, όμως τα σκιερά δένδρα υπήρχαν ακόμα, αν και με λιγότερα φύλλα, γύρω από το σιντριβάνι από λευκό μάρμαρο που κελάρυζε στην κάψα του κήπου. Μια γυναίκα με χοντροκαμωμένη καφέ μάλλινη φούστα και φαρδιά λευκή μπλούζα από αλγκόντ στεκόταν πλάι στο σιντριβάνι, μ’ ένα γκρίζο επώμιο φορεμένο κάτω από τους ώμους της, κοιτώντας με θαυμασμό, όπως συνήθιζε, το νερό που δεν είχε άλλη χρήση παρά ως θέαμα. Ο Ραντ ήπιε με το βλέμμα τις γραμμές στο πρόσωπο της Αβιέντα, τα κύματα των κοκκινωπών μαλλιών της που χύνονταν στους ώμους της από το διπλωμένο γκρίζο μαντίλι που ήταν δεμένο στους κροτάφους της. Μα το Φως, ήταν πανέμορφη. Όπως κοίταζε τους υδάτινους πίδακες, δεν τον είχε δει ακόμα.

Την αγαπούσε; Δεν ήξερε. Ήταν μπλεγμένη στο μυαλό και στα όνειρά του με την Ηλαίην, ακόμα και με τη Μιν. Ένα πράγμα ήξερε ο Ραντ, ότι ήταν επικίνδυνος· δεν είχε να προσφέρει τίποτα σε μια γυναίκα εκτός από πόνο.

Ιλυένα, έκλαψε ο Λουζ Θέριν. Τη σκότωσα! Το Φως να με καίει παντοτινά!

«Ίσως είναι σημαντικό που δύο Άες Σεντάι εμφανίζονται με τέτοιο τρόπο», είπε ήσυχα ο Ραντ. «Λέω να επισκεφθώ αυτό το πανδοχείο και να μάθω τι κάνουν εδώ». Σχεδόν όλοι είχαν σταματήσει όταν είχε σταματήσει κι αυτός, όμως η Ενάιλα κι η Τζαλάνι αντάλλαξαν ματιές και τον προσπέρασαν συνεχίζοντας προς τον κήπο. Αυτός δυνάμωσε λιγάκι τη φωνή και τη σκλήρυνε πολύ. «Οι Κόρες εδώ θα έρθουν μαζί μου. Όποιος θέλει να βάλει φόρεμα και να συζητήσει για προξενιά, ας μείνει πίσω».

Η Ενάιλα κι η Τζαλάνι πάγωσαν και γύρισαν να τον αντικρίσουν, με μια λάμψη αγανάκτησης στα μάτια τους. Καλά που δεν ήταν η Σομάρα στη φρουρά σήμερα· εκείνη μπορεί να προχωρούσε ούτως ή άλλως. Τα δάχτυλα της Σούλιν ζωντάνεψαν γοργά με τη χειρομιλία που χρησιμοποιούσαν οι Κόρες· ό,τι κι αν ήταν αυτό που είπε, έπνιξε την αγανάκτηση των δύο τους κι έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν. Οι Αελίτες είχαν πολλά και διάφορα σινιάλα όταν ήταν προτιμότερη η σιωπή. Εκτός από εκείνα που ήταν γνωστά σε όλο το Άελ, κάθε φατρία διέθετε τα δικά της, το ίδιο και κάθε κοινωνία, αλλά μόνο οι Κόρες τα είχαν κάνει γλώσσα.

Ο Ραντ δεν περίμενε να τελειώσει η Σούλιν, αλλά έστριψε κι απομακρύνθηκε από τον κήπο. Αυτές οι Άες Σεντάι μπορεί να έφευγαν από το Κάεμλυν όσο γρήγορα είχαν έρθει. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Η Αβιέντα ακόμα ατένιζε το νερό· δεν τον είχε δει. Τάχυνε το βήμα του. «Μπασίρε, θα στείλεις κάποιον άνθρωπό σου να πει να ετοιμάσουν τα άλογα; Στην Πύλη του Νότιου Στάβλου». Οι κύριες πύλες του Παλατιού έβγαζαν στην Πλατεία της Βασίλισσας, που θα έβριθε από ανθρώπους οι οποίοι ήθελαν να του ρίξουν έστω και μια ματιά. Θα του έπαιρνε μισή ώρα για να περάσει ανάμεσά τους, κι αυτό αν ήταν τυχερός.

Ο Μπασίρε έκανε νόημα κι ένας νεαρός Σαλδαίος όρμηξε μπροστά με τις απλωτές δρασκελιές ανθρώπου που έχει συνηθίσει καλύτερα τη σέλα. «Ο άνδρας πρέπει να ξέρει πότε να υποχωρήσει μπροστά σε μια γυναίκα», είπε ο Μπασίρε χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα, «αλλά ο σοφός άνδρας ξέρει ότι μερικές φορές πρέπει να σταθεί και να την αντιμετωπίσει».

«Οι νεαροί», είπε συγκαταβατικά ο Μπάελ. «Ο νεαρός κυνηγά σκιές και κρύβεται από το σεληνόφως, καταλήγοντας να τρυπήσει το πόδι του με τη λόγχη του». Μερικοί από τους άλλους Αελίτες γέλασαν, τόσο από τις Κόρες όσο και από τις Κόκκινες Ασπίδες. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία.

Εκνευρισμένος, ο Ραντ ξανακοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Ούτε οι μεν ούτε οι δε θα δείχνατε ωραίοι αν φορούσατε φουστάνια». Κατά παράξενο τρόπο, οι Κόρες κι οι Μαχαιροκράτες ξαναγέλασαν, πιο δυνατά. Ίσως μάθαινε σιγά-σιγά το Αελίτικο χιούμορ.

Τα πράγματα ήταν όπως τα περίμενε όταν βγήκε καβάλα στο άλογό του από την Πύλη του Νότιου Στάβλου σε έναν από τους καμπυλωτούς δρόμους της Έσω Πόλης. Οι οπλές του Τζήντ’εν κροτοβόλησαν στο πλακόστρωτο, καθώς το άτι σκιρτούσε. Υπήρχε αρκετός κόσμος στο δρόμο, όχι όμως όσος θα ήταν στην άλλη μεριά του Παλατιού, κι αυτοί εδώ πήγαιναν στις δουλειές τους. Έστω κι έτσι, οι άνθρωποι τον έδειχναν με το δάχτυλο κι έγερναν ο ένας στον άλλο μουρμουρίζοντας. Ίσως κάποιοι να αναγνώριζαν τον Μπασίρε —αντίθετα από τον Ραντ, εκείνος έβγαινε και κυκλοφορούσε συχνά στην πόλη — όμως όσοι έβγαιναν από το Παλάτι, ειδικά συνοδεία Αελιτών, πρέπει να ήταν σημαντικός. Τα μουρμουρητά και τα προτεταμένα δάχτυλα τον ακολούθησαν.

Παρά τα βλέμματα, ο Ραντ προσπάθησε να απολαύσει τις ομορφιές της Έσω Πόλης, που ήταν έργο των Ογκιρανών. Ήταν πολύτιμες οι λιγοστές στιγμές που είχε στη διάθεσή του απλώς και μόνο για να απολαύσει κάτι. Οι δρόμοι απομακρύνονταν καμπυλωτά από το αστραφτερό λευκό Βασιλικό Παλάτι, αγκαλιάζοντας τις πλαγιές των λόφων σαν να ήταν μέρος του τοπίου. Παντού ξεπηδούσαν ψηλόλιγνοι πύργοι, καλυμμένοι με πολύχρωμα πλακάκια ή θόλοι χρυσοί ή πορφυροί ή λευκοί που αστραφτοβολούσαν στο φως του ήλιου. Εδώ η οπτική γωνία είχε αφεθεί ανεμπόδιστη, για να χαρίζει τη θέα του δενδρόφυτου πάρκου, εκεί ένα υψωματάκι ανάγκαζε τη ματιά να ταξιδέψει πάνω από την πόλη για να φτάσει στους κάμπους με τους απέραντους λόφους και τα δάση πέρα από το ψηλό λευκό τείχος με τις ασημένιες πινελιές, που αγκάλιαζε ολόκληρο το Κάεμλυν. Η Έσω Πόλη ήταν φτιαγμένη με σκοπό να τέρπει και να καταπραΰνει το βλέμμα. Κατά πώς έλεγαν οι ίδιοι οι Ογκιρανοί, μόνο η Ταρ Βάλον κι η πολυώροφη Μανέθερεν το είχαν ξεπεράσει, και πολλοί άνθρωποι, με τους Αντορινοί πρώτους ανάμεσά τους, πίστευαν ότι το Κάεμλυν ήταν ισάξιο με τις άλλες πόλεις.

Τα άσπιλα λευκά τείχη της Έσω Πόλης έδειχναν την αρχή της Νέας Πόλης, που την κύκλωνε με τους δικούς της θόλους κι οβελίσκους, μερικοί εκ των οποίων προσπαθούσαν να ανταγωνιστούν στο ύψος εκείνους που είχε η Έσω Πόλη στους ψηλούς λόφους της. Εδώ πέρα οι δρόμοι, που ήταν στενότεροι, ξεχείλιζαν από πλήθη, ενώ ακόμα κι οι φαρδιές λεωφόροι με τις δενδρόφυτες νησίδες στο μέσον τους ήταν γεμάτοι από κόσμο και βοϊδάμαξες και κάρα που τα έσερναν άλογα, από ανθρώπους έφιππους ή σε άμαξες και σε σέντιες. Ένα βουητό γέμιζε τον αέρα, σαν από πελώριο μελίσσι.

Εδώ η πορεία τους ήταν πιο αργή, αν και τα πλήθη άνοιγαν δρόμο. Δεν ήξεραν ποιος ήταν ο Ραντ, όπως δεν ήξεραν ούτε οι άλλοι στην Έσω Πόλη, αλλά κανείς δεν ήθελε να εμποδίσει το πέρασμα των Αελιτών καβάλα στ’ άλογα. Απλώς χρειαζόταν αρκετή ώρα, με τόσον κόσμο που υπήρχε. Κι υπήρχαν κάθε λογής άνθρωποι. Αγρότες με τραχιά μάλλινα ρούχα, έμποροι, που οι άνδρες φορούσαν σακάκια κι οι γυναίκες φίνα φορέματα. Τεχνίτες που έτρεχαν στις δουλειές τους και πλανόδιοι που κρατούσαν δίσκο ή έσπρωχναν καροτσάκι διαλαλώντας την πραμάτεια τους και προσφέροντας τα πάντα, από καρφίτσες και κορδέλες μέχρι φρούτα και βεγγαλικά· τα δύο τελευταία σπάνιζαν τώρα. Ένας βάρδος με τον γεμάτο μπαλώματα μανδύα του ήταν στριμωγμένος πάνω σε τρεις Αελίτες, οι οποίοι εξέταζαν τις λεπίδες που εκτίθονταν σε έναν πάγκο μπροστά στο εργαστήρι ενός μαχαιροποιού. Δύο λιγνοί με μελαχρινά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες και σπαθιά στη ράχη —ο Ραντ φαντάστηκε πως ήταν Κυνηγοί του Κέρατος— στέκονταν και ψιλοκουβέντιαζαν με μερικούς Σαλδαίους ενώ άκουγαν μια γυναίκα να παίζει φλάουτο κι έναν άνδρα τουμπελέκι σε μια γωνιά του δρόμου. Οι Καιρχινοί, πιο κοντοί κι ανοιχτόχρωμοι, ξεχώριζαν από τους Αντορινούς, το ίδιο κι οι μελαψοί Δακρυνοί, όμως ο Ραντ διέκρινε και Μουραντιανούς με μακριά σακάκια κι Αλταρανούς με περίτεχνα γιλέκα, Καντορινούς με διχαλωτά γενάκια, ακόμα και δύο Ντομανούς με μακριά λεπτά μουστάκια και σκουλαρίκια.

Υπήρχε κι άλλο ένα είδος ανθρώπων που ξεχώριζε, εκείνων που περιπλανούνταν με τσαλακωμένα σακάκια ή φορέματα γεμάτα ζάρες, συχνά σκονισμένων, βλεφαρίζοντας, στυλώνοντας το βλέμμα, που ήταν φανερό πως δεν είχαν πουθενά να πάνε και καμία ιδέα τι να κάνουν τώρα. Αυτοί είχαν φτάσει ως εκεί που μπορούσαν για τον σκοπό τους. Αυτόν. Τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν ήξερε τι να τους κάνει, αλλά ήταν δική του ευθύνη, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Κι ας μη τους είχε ζητήσει να αφήσουν κατά μέρος τη ζωή τους ή να εγκαταλείψουν τα πάντα. Το είχαν κάνει. Εξαιτίας του. Κι αν μάθαιναν ποιος ήταν, μπορεί να συνέθλιβαν τους Αελίτες και να τον κομμάτιαζαν, να τον ξέσκιζαν πάνω στον ενθουσιασμό τους να τον αγγίξουν.

Ακούμπησε το ανγκριάλ του χοντρού ανθρωπάκου στην τσέπη του σακακιού του. Θα ήταν καταπληκτικό αν έφτανε στο σημείο να χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη για να προστατευτεί από ανθρώπους που είχαν παρατήσει τα πάντα για χάρη του. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έβγαινε τόσο σπάνια στην πόλη. Ένας από τους λόγους, εν πάση περιπτώσει. Είχε πολλή δουλειά να κάνει και δεν άδειαζε για αργόσχολες βόλτες.

Το πανδοχείο στο οποίο τον οδήγησε ο Μπάελ, προς το δυτικό άκρο της πόλης, λεγόταν το Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν, κι ήταν διώροφο με οροφή από κόκκινα κεραμίδια. Στο στριφογυριστό παράδρομο, το πυκνό πλήθος οπισθοχώρησε και προς τις δύο κατευθύνσεις, στενεύοντας για να στριμωχτεί πάνω στην ομάδα του Ραντ, όταν αυτή σταμάτησε. Ο Ραντ ξανάγγιξε το ανγκριάλ —δύο Άες Σεντάι· σίγουρα μπορούσε να τις αντιμετωπίσει χωρίς να καταφύγει σ’ αυτό— πριν ξεπεζέψει και μπει μέσα. Πρώτα, φυσικά, είχαν μπει τρεις Κόρες και δύο Μαχαιροκράτες, με άγρυπνο βλέμμα κι έτοιμοι να βάλουν πέπλο στη στιγμή. Ο Ραντ πιο εύκολα θα κατάφερνε να μάθει μια γάτα να τραγουδά. Αφήνοντας δύο Σαλδαίους με τα άλογα, ο Μπασίρε κι οι άλλοι μπήκαν μέσα από κοντά του μαζί με τον Μπάελ, ενώ οι άλλοι Αελίτες ακολούθησαν με εξαίρεση εκείνους που είχαν μείνει έξω φρουροί. Αυτό που βρήκαν μέσα δεν ήταν αυτό που περίμενε ο Ραντ.

Η κοινή αίθουσα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με εκατό άλλες στο Κάεμλυν: μεγάλα βαρέλια με μπύρα και κρασί σε έναν απλό τοίχο, επενδυμένο με γύψο και βαρελάκια του μπράντυ από πάνω, με μια γκρίζα ριγέ γάτα ξαπλωμένη στην κορυφή, δύο πέτρινα τζάκια σκουπισμένα κι άδεια, τρεις-τέσσερις υπηρέτριες με ποδιές που τριγυρνούσαν ανάμεσα στα τραπέζια, πάγκοι εδώ κι εκεί στο γυμνό ξύλινο πάτωμα κάτω από την οροφή που φαίνονταν τα δοκάρια της. Ο πανδοχέας, ένας στρογγυλοπρόσωπος άνδρας με τριπλοσάγονο, πλησίασε βιαστικά, τρίβοντας τα χέρια και κοιτώντας τους Αελίτες με μια δόση νευρικότητας. Το Κάεμλυν είχε μάθει ότι δεν είχαν έρθει για να λεηλατήσουν και να κάψουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους —ακόμα πιο δύσκολο απ’ αυτό ήταν ότι ο Ραντ είχε πείσει τους Αελίτες πως το Κάεμλυν δεν ήταν κατακτημένη χώρα και δεν μπορούσαν να πάρουν το ένα πέμπτο— αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι οι πανδοχείς ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν δυο ντουζίνες Αελίτες στην κοινή αίθουσά τους.

Ο πανδοχέας στράφηκε στον Ραντ και τον Μπασίρε. Κυρίως στον Μπασίρε. Κι οι δύο ήταν προφανώς σπουδαία πρόσωπα, όπως έδειχναν τα ρούχα τους, αλλά ο Μπασίρε ήταν ο μεγαλύτερος κατά πολλά χρόνια κι άρα, πιθανότατα, ο πιο σημαντικός. «Καλωσόρισες, Άρχοντά μου, Άρχοντές μου. Τι μπορώ να σας προσφέρω; Έχω κρασιά από το Μουράντυ αλλά κι Αντορινά, μπράντυ από...»

Ο Ραντ δεν του έδωσε σημασία. Αυτό που δεν έμοιαζε με άλλες εκατό κοινές αίθουσες ήταν οι πελάτες. Αυτή την ώρα θα περίμενε να δει δυο-τρεις άνδρες ίσως, αλλά εδώ δεν υπήρχε κανείς. Αντιθέτως, τα περισσότερα τραπέζια ήταν κατειλημμένα από απλά ντυμένες γυναίκες, κορίτσια σχεδόν οι περισσότερες, που στριφογυρνούσαν στους πάγκους τους, κρατώντας φλιτζάνια του τσαγιού, για να κοιτάξουν με ανοιχτό στόμα τους νεοαφιχθέντες. Αρκετές άφησαν κοφτές κραυγούλες βλέποντας το μπόι του Μπάελ. Δεν κοίταζαν, όμως, όλες τους Αελίτες, κι οι σχεδόν δώδεκα που έχασκαν κοιτάζοντας αυτόν έκαναν τον Ραντ να γουρλώσει τα μάτια. Τις ήξερε. Όχι καλά, αλλά τις ήξερε. Μία συγκεκριμένη τράβηξε την προσοχή του.

«Μποντ;» είπε, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Η κοπέλα με τα μεγάλα μάτια που τον κοίταζε —πότε είχε μεγαλώσει τόσο, ώστε να χτενίζει σε πλεξούδα τα μαλλιά της;— ήταν η Μπόντχουιν Κώθον, η αδελφή του Ματ. Ήταν επίσης εκεί η παχουλή Χίλντε Μπάραν, καθισμένη πλάι στην κοκαλιάρα Τζέριλιν αλ’Κάαρ, κι η ομορφούλα η Μαρίσα Άχαν, με τα χέρια σηκωμένα στα μάγουλα, όπως έκανε πάντα όταν ξαφνιαζόταν, κι η πληθωρική Έμρυ Λιούιν κι η Ελίζε Μάργουιν κι η Ντάρεα Κάντγουιν και... Ήταν από το Πεδίο του Έμοντ, ή από τα γύρω μέρη. Ρίχνοντας μια ματιά στα άλλα τραπέζια, συνειδητοποίησε ότι κι οι υπόλοιπες πρέπει να ήταν κοπέλες από τους Δύο Ποταμούς. Τουλάχιστον οι περισσότερες —είδε ένα πρόσωπο Ντομανής και μια-δυο κοπέλες που πρέπει να ήταν από άλλα μέρη— όμως όλα τα φορέματα εκεί ήταν αυτά που θα περίμενες να δεις οποιαδήποτε μέρα στο Δημόσιο Λιβάδι του Πεδίου του Έμοντ. «Τι στο Φως κάνετε εδώ;»

«Πάμε στην Ταρ Βάλον», κατάφερε να πει η Μποντ, παρ’ όλο που έχασκε. Το μόνο πάνω της που θύμιζε τον Ματ ήταν μια σκανταλιάρικη σπίθα στο βλέμμα. Η κατάπληξή της που τον έβλεπε εξαφανίστηκε γρήγορα μέσα σε ένα λαμπερό χαμόγελο θαυμασμού και χαράς. «Για να γίνουμε Άες Σεντάι, σαν την Εγκουέν και τη Νυνάβε».

«Το ίδιο μπορούμε να ρωτήσουμε και για σένα», μπήκε στη μέση η αιθέρια Λαρίν Αγιέλιν, στρώνοντας τη χοντρή πλεξούδα της πάνω από τον ώμο της με επιτηδευμένη αδιαφορία. Ήταν η μεγαλύτερη από τις κοπέλες του Πεδίου του Έμοντ —τρία χρόνια μικρότερη του, αλλά η μόνη εκτός από την Μποντ που είχε τα μαλλιά πλεξούδα— κι είχε πάντα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. Ήταν αρκετά όμορφη ώστε τα αγόρια να επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. «Ο Άρχοντας Πέριν δεν είπε σχεδόν τίποτα για σένα, μόνο ότι ήσουν κάπου μακριά και ζούσες περιπέτειες. Κι ότι φορούσες φίνα σακάκια, κάτι που τώρα το βλέπω και μόνη μου».

«Είναι καλά ο Ματ;» ρώτησε η Μποντ με ξαφνική αγωνία. «Είναι μαζί σου; Η μητέρα ανησυχεί. Ο Ματ δεν θυμάται ούτε καθαρές κάλτσες να βάλει, αν δεν του το πεις».

«Όχι», είπε αργά ο Ραντ, «δεν είναι εδώ. Αλλά είναι καλά».

«Δεν περιμέναμε να σε βρούμε στο Κάεμλυν», είπε η Τζάνασυ Τόρφιν με την ψιλή φωνούλα της. Το πολύ να ήταν δεκατεσσάρων χρόνων· η νεότερη, τουλάχιστον από τις Εμοντίτισσες. «Πάω στοίχημα ότι η Βέριν Σεντάι κι η Αλάνα Σεντάι θα χαρούν. Όλο ρωτάνε τι ξέρουμε για σένα».

Αυτές, λοιπόν, ήταν οι δύο Άες Σεντάι. Ήξερε τη Βέριν, μια Καφέ αδελφή, σχετικά καλά. Δεν ήξερε ακόμα τι να σκεφτεί για την παρουσία της εδώ. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν το πιο σημαντικό. Αυτές οι κοπέλες ήταν από την πατρίδα. «Όλα καλά στους Δύο Ποταμούς, λοιπόν; Στο Πεδίο του Έμοντ; Ο Πέριν, φαίνεται, έφτασε εκεί καλά. Για στάσου! Άρχοντας Πέριν;»

Αυτό άνοιξε τους κρουνούς. Τα υπόλοιπα κορίτσια των Δύο Ποταμών έβρισκαν περισσότερο ενδιαφέρον στο να περιεργάζονται τους Αελίτες με λοξές ματιές, ειδικά τον Μπάελ, αφήνοντας κανένα βλέμμα για τους Σαλδαίους, όμως οι κοπέλες του Πεδίου του Έμοντ μαζεύτηκαν γύρω από τον Ραντ, προσπαθώντας όλες να του τα πουν όλα μαζί, μπερδεμένα κι ανακατεμένα, παρεμβάλλοντας ερωτήσεις για τον ίδιο και για τον Ματ, για την Εγκουέν και για τη Νυνάβε, τις περισσότερες από τις οποίες δεν θα προλάβαινε να απαντήσει ούτε σε μια ώρα, αν είχε την ευκαιρία.

Είχαν εισβάλει Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς, όμως ο Άρχοντας Πέριν τους είχε διώξει. Έλεγαν και ξανάλεγαν για τη μεγάλη μάχη, μιλώντας η μια πάνω στην άλλη, έτσι που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις λεπτομέρειες εκτός από το γεγονός ότι είχε δοθεί μια μάχη. Όλοι, φυσικά, είχαν πολεμήσει, αλλά εκείνος που τους είχε σώσει ήταν ο Άρχοντας Πέριν. Πάντα έλεγαν Άρχοντας Πέριν· όποτε έλεγε απλώς Πέριν, τον διόρθωναν με τον αυτόματο τρόπο που θα σε διόρθωναν αν έλεγες άλογο αντί για αλογόμυγα.

Ακόμα και με την είδηση της ήττας των Τρόλοκ, ο Ραντ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Τους είχε εγκαταλείψει όταν ακριβώς συνέβαινε αυτό. Αν είχε πάει εκεί, μπορεί να μην ήταν τόσο μακρύς ο κατάλογος των νεκρών, τα τόσα ονόματα που ήξερε. Αλλά αν είχε πάει εκεί, δεν θα είχε τους Αελίτες στο πλευρό του. Η Καιρχίν δεν θα ήταν δική του, στο βαθμό που ήταν δική του τέλος πάντων, κι ο Ράχβιν πιθανότατα θα έστελνε ένα ενωμένο Άντορ εναντίον του ίδιου και των Δύο Ποταμών. Υπήρχε ένα τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για κάθε απόφαση που έπαιρνε. Υπήρχε ένα τίμημα γι’ αυτό που ήταν. Το πλήρωναν οι άλλοι. Έπρεπε να υπενθυμίζει συνεχώς στον εαυτό του ότι το τίμημα ήταν πολύ μικρότερο απ’ ό,τι θα πλήρωναν χωρίς αυτόν. Η υπενθύμιση, όμως, δεν βοηθούσε.

Νομίζοντας ότι η απόγνωση του οφειλόταν στην απαρίθμηση των νεκρών των Δύο Ποταμών, οι κοπέλες βιάστηκαν να συνεχίσουν με πιο ευχάριστα θέματα. Όπως έλεγαν, ο Πέριν είχε παντρευτεί τη Φάιλε. Ο Ραντ του ευχήθηκε να ευτυχήσει κι αναρωτήθηκε πόσον καιρό θα κρατούσε η όποια ευτυχία έβρισκαν. Οι κοπέλες το θεωρούσαν ρομαντικό κι υπέροχο, κι απλώς έδειχναν να λυπούνται που δεν υπήρχε χρόνος για τα συνηθισμένα γαμήλια ξεφαντώματα. Είχαν σε εκτίμηση τη Φάιλε, τη θαύμαζαν αρκετά και τη ζήλευαν λιγάκι, ακόμα κι η Λαρίν.

Είχαν περάσει και Λευκομανδίτες από εκεί, και μαζί τους ο Πάνταν Φάιν, ο γερο-πραματευτής που ερχόταν στο Πεδίο του Έμοντ κάθε άνοιξη. Οι κοπέλες δεν ήταν σίγουρες αν οι Λευκομανδίτες ήταν φίλοι ή εχθροί, αλλά για τον Ραντ η παρουσία του Φάιν ξεκαθάριζε το θέμα, λες κι υπήρχε αμφιβολία. Ο Φάιν ήταν Σκοτεινόφιλος, ίσως κάτι χειρότερο από Σκοτεινόφιλο, και θα έκανε τα πάντα για να βλάψει τον Ραντ, τον Ματ και τον Πέριν. Ειδικά τον Ραντ. Ίσως η χειρότερη είδηση που είχαν να του πουν ήταν ότι κανένας δεν ήξερε αν ο Φάιν ήταν νεκρός. Εν πάση περιπτώσει, οι Λευκομανδίτες είχαν φύγει, οι Τρόλοκ είχαν φύγει κι οι πρόσφυγες έρχονταν σαν πλημμύρα από τα Όρη της Ομίχλης, φέρνοντας λογής-λογής καινούρια πράγματα, από έθιμα ως τέχνες, από φυτά και σπόρους ως ρούχα. Μια από τις άλλες κοπέλες ήταν Ντομανή, κι υπήρχαν δύο Ταραμπονέζες και τρεις από την Πεδιάδα Άλμοθ.

«Η Λαρίν αγόρασε ένα Ντομανικό φόρεμα», γέλασε η μικρούλα Τζάνασυ, παίζοντας τα βλέφαρα, «αλλά η μητέρα της την έβαλε να το επιστρέψει στη μοδίστρα». Η Λαρίν σήκωσε το χέρι, ύστερα το ξανασκέφτηκε κι απλώς έσιαξε την πλεξούδα της ξεφυσώντας απαλά. Η Τζάνασυ χαχάνισε.

«Ποιος νοιάζεται για φορέματα;» αναφώνησε η Σούσα αλ’Σήν. «Ο Ραντ δεν ενδιαφέρεται για φορέματα». Η Σούσα, μικρή και πεταχτούλα, πάντα ήταν ενθουσιώδης, και τώρα σχεδόν χοροπηδούσε στις μύτες των ποδιών της. «Η Αλάνα Σεντάι κι η Βέριν Σεντάι τις εξέτασαν όλες. Ε. Σχεδόν όλες...»

«Η Σίλια Κόουλ ήθελε να την εξετάσουν κι αυτήν», παρενέβη η Μάρσε Έλντιν, μια στιβαρή κοπέλα. Ο Ραντ δεν θυμόταν και πολλά, μόνο ότι πάντα είχε τη μύτη χωμένη σ’ ένα βιβλίο, ακόμα κι όταν περπατούσε στο δρόμο. «Επέμενε! Πέρασε, αλλά της είπαν ότι ήταν μεγάλη για μαθητευόμενη».

Η Σούσα συνέχισε μόλις σταμάτησε να μιλά η Μάρσε. «...Όλες περάσαμε...»

«Μετά την Ασπρογέφυρα ταξιδεύαμε όλη μέρα και σχεδόν όλη νύχτα», μπήκε στη μέση η Μποντ. «Είναι ωραίο που μένουμε λίγο σε ένα μέρος».

«Ραντ, εσύ έχεις δει την Ασπρογέφυρα;» είπε η Τζανάσυ ενώ ακόμα μιλούσε η Μποντ. «Και την ίδια την Ασπρη Γέφυρα;»

«...Και πάμε στην Ταρ Βάλον για να γίνουμε Άες Σεντάι», κατέληξε η Σούσα με μια άγρια ματιά που είχε ως αποδέκτες την Μποντ, τη Μάρσε και την Τζανάσυ. «Στην Ταρ Βάλον!»

«Δεν πάμε ακόμα στην Ταρ Βάλον».

Η φωνή που ακούστηκε από την είσοδο τράβηξε την προσοχή των κοριτσιών από τον Ραντ, όμως οι δύο Άες Σεντάι που έμπαιναν εκείνη τη στιγμή παραμέρισαν τις ερωτήσεις τους με μια αδιάφορη κίνηση. Η προσοχή των Άες Σεντάι ήταν εξ ολοκλήρου στραμμένη στον Ραντ. Ήταν πολύ διαφορετικές γυναίκες, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Αμφότερες ήταν απροσδιόριστης ηλικίας, όμως η Βέριν ήταν κοντή και παχουλή, με τετράγωνο πρόσωπο και γκρίζες νότες στα μαλλιά της, ενώ η άλλη, που πρέπει να ήταν η Αλάνα, ήταν μελαψή και λυγερή, μια πανέμορφη, όλο χάρη γυναίκα με καταρράχτες μελαχρινών μαλλιών και με ένα φως στα μάτια που έδειχνε οξύθυμο χαρακτήρα. Και με μια ελαφριά κοκκινίλα, σαν να είχε κλάψει, αν κι ο Ραντ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μια Άες Σεντάι θα έβαζε τα κλάματα. Το φόρεμα ιππασίας της ήταν από γκρίζο μετάξι με πράσινες πινελιές κι έμοιαζε σαν να το είχε μόλις φορέσει, ενώ το καφέ φόρεμα της Βέριν φαινόταν κάπως τσαλακωμένο. Μπορεί η Βέριν να μην έδινε σημασία στα ρούχα της, αλλά τα μαύρα μάτια της ήταν άγρυπνα. Είχαν κολλήσει στον Ραντ σαν μύδια σε βράχο.

Δύο άνδρες με σκουροπράσινους μανδύες τις ακολούθησαν στην κοινή αίθουσα, ένας γεροδεμένος και γκριζομάλλης κι ένας ψηλόλιγνος και μελαχρινός, όμως κι οι δύο είχαν σπαθιά στο πλευρό κι η σβελτάδα των κινήσεων τους θα φώναζε ότι ήταν Πρόμαχοι, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν οι Άες Σεντάι. Αγνόησαν τελείως τον Ραντ και περιεργάστηκαν τους Αελίτες και τους Σαλδαίους με μια ακινησία που έμοιαζε με παγωμένη κίνηση έτοιμη να ξαναρχίσει. Όσο για τους Αελίτες, εκείνοι δεν κουνήθηκαν ακριβώς, αλλά κάτι πάνω τους έδωσε την εντύπωση ότι φορούσαν τα πέπλα τους, τόσο οι Κόρες όσο κι οι Μαχαιροκράτες, και τα δάχτυλα των νεαρών Σαλδαίων πλησίασαν τις λαβές των σπαθιών τους. Μόνο ο Μπάελ κι ο Μπασίρε έδειχναν να είναι πραγματικά ατάραχοι. Τα κορίτσια δεν πρόσεξαν τίποτα εκτός από τις Άες Σεντάι, όμως ο χοντρός πανδοχέας ένιωσε την ατμόσφαιρα κι άρχισε να τρίβει νευρικά τα χέρια, χωρίς αμφιβολία σαν να έβλεπε νοερά την κοινή αίθουσα κατεστραμμένη, ίσως κι ολόκληρο το πανδοχείο του.

«Δεν είμαστε εδώ για καυγά», είπε δυνατά κι ήρεμα ο Ραντ, για να ακουστεί από τον πανδοχέα, από τους Αελίτες. Για να ακουστεί απ’ όλους, όπως έλπιζε μέσα του. «Εκτός αν αρχίσεις εσύ τον καυγά, Βέριν». Μερικές κοπέλες τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια που μιλούσε έτσι σε μια Άες Σεντάι, κι η Λαρίν ξεφύσησε δυνατά.

Η Βέριν τον μελέτησε με μάτια σαν πουλιού. «Ποιες είμαστε εμείς για να αρχίσουμε καυγάδες κοντά σου; Έχεις προοδεύσει πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα».

Για κάποιο λόγο, ο Ραντ δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. «Αφού αποφασίσατε να μην πάτε στην Ταρ Βάλον, τότε πρέπει να έχετε μάθει ότι ο Πύργος γκρεμίστηκε». Αυτό έδωσε αφορμή για μουρμουρητά έκπληξης ανάμεσα στις κοπέλες· σίγουρα αυτές δεν το είχαν ακουστά. Οι Άες Σεντάι δεν αντέδρασαν καθόλου. «Ξέρετε πού βρίσκονται εκείνες που αντιτίθενται στην Ελάιντα;»

«Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να συζητήσουμε κατ’ ιδίαν», είπε γαλήνια η Αλάνα. «Αφέντη Νχίλχαμ, θα χρειαστούμε την ιδιωτική τραπεζαρία σου». Ο πανδοχέας τσακίστηκε να τη διαβεβαιώσει ότι ήταν στη διάθεση της.

Η Βέριν ξεκίνησε για μια πλαϊνή πόρτα. «Από δω, Ραντ». Η Αλάνα τον κοίταξε, υψώνοντας το φρύδι της ερωτηματικά.

Ο Ραντ συγκράτησε ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Είχαν μπει μέσα κι είχαν πάρει αμέσως τα ηνία, όμως για τις Άες Σεντάι αυτό φαινόταν φυσικό όσο κι η αναπνοή. Οι κοπέλες των Δύο Ποταμών τον κοίταξαν, άλλες με λιγότερη συμπόνια κι άλλες με περισσότερη. Σίγουρα περίμεναν ότι οι Άες Σεντάι θα τον έγδερναν ζωντανό, αν δεν μιλούσε καθωσπρέπει και δεν καθόταν με τα χεράκια στα γόνατα. Ίσως το ίδιο να περίμεναν κι η Βέριν με την Αλάνα. Με μια ήρεμη υπόκλιση έκανε νόημα στην Αλάνα να προπορευτεί. Είχε προοδεύσει πολύ, ε; Δεν είχαν ιδέα πόσο.

Η Αλάνα απάντησε μ’ ένα νεύμα στην υπόκλιση του, μάζεψε τα φουστάνια της και προχώρησε ανάλαφρα πίσω από τη Βέριν, όμως αμέσως η κατάσταση περιπλέχτηκε. Οι δύο Πρόμαχοι έκαναν να ακολουθήσουν τις Άες Σεντάι, αλλά πριν κάνουν ένα βήμα, δυο Σόβιν Νάι με παγωμένο βλέμμα κινήθηκαν για να τους κλείσουν το δρόμο, ενώ τα δάχτυλα της Σούλιν σπαρτάρισαν από τη χειρομιλία, στέλνοντας την Ενάιλα και μια στιβαρή Κόρη ονόματι Νταγκέντρα στην πόρτα που πλησίαζαν οι Άες Σεντάι. Οι Σαλδαίοι κοίταξαν τον Μπασίρε, ο οποίος τους έκανε νόημα να περιμένουν, αλλά μετά έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Ραντ.

Η Αλάνα άφησε έναν ήχο ενόχλησης. «Θα μιλήσουμε μόνες μαζί του, Ίχβον». Ο λεπτός Πρόμαχος έσμιξε τα φρύδια κι ύστερα ένευσε αργά.

Η Βέριν έριξε μια ματιά πίσω της, κάπως έκπληκτη, σαν να την είχαν αποσπάσει από βαθιούς συλλογισμούς. «Τι; Α, ναι, φυσικά. Τόμας, μείνε εδώ, σε παρακαλώ». Ο γκριζομάλλης Πρόμαχος έδειξε αμφιβολία κι έριξε ένα σκληρό βλέμμα στον Ραντ πριν ξαναγείρει νωχελικά στον τοίχο πλάι στην πόρτα που έβγαζε στον δρόμο. Νωχελικά με την έννοια που θα έλεγες νωχελικό το κορδόνι μιας παγίδας. Μόνο τότε χαλάρωσαν οι Μαχαιροκράτες — όσο χαλάρωναν τέλος πάντων οι Αελίτες.

«Θέλω να τους μιλήσω μόνος», είπε ο Ραντ, κοιτώντας κατάματα τη Σούλιν. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως θα του έφερνε αντίρρηση. Το σαγόνι της σάλεψε πεισματάρικα· τελικά αντάλλαξε χειρομιλία με την Ενάιλα και την Νταγκέντρα, κι οι άλλες δύο οπισθοχώρησαν, κοιτώντας τον και κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Τα δάχτυλα της Σούλιν κουνήθηκαν πάλι κι όλες οι Κόρες γέλασαν. Ο Ραντ ευχήθηκε να υπήρχε τρόπος να μάθει χειρομιλία· η Σούλιν είχε σκανδαλιστεί όταν της το είχε ζητήσει.

Οι κοπέλες των Δύο Ποταμών αντάλλαξαν μπερδεμένες ματιές, καθώς ο Ραντ ακολουθούσε τις Άες Σεντάι, ενώ το βουητό δυνάμωσε καθώς αυτός έκλεινε την πόρτα πίσω τους. Η τραπεζαρία ήταν ένα μικρό δωμάτιο, αλλά είχε φινιρισμένες καρέκλες αντί για πάγκους, και κασσιτέρινα κηροπήγια τόσο στο φινιρισμένο τραπέζι όσο και στην κορνίζα του τζακιού που ήταν στολισμένη με ανάγλυφα κλήματα. Τα δύο παράθυρα ήταν κλειστά, όμως ούτε αυτός ούτε οι δυο Άες Σεντάι πήγαν να τα ανοίξουν. Αναρωτήθηκε αν είχαν προσέξει πως ούτε αυτός επηρεαζόταν από τη ζέστη.

«Θα τις πάτε σε αυτές που εξεγέρθηκαν;» τις ρώτησε αμέσως.

Η Βέριν, σμίγοντας τα φρύδια, έσιαξε τα φουστάνια της. «Ξέρεις περισσότερα από μας γι’ αυτό».

«Μόνο όταν φτάσαμε στην Ασπρογέφυρα μάθαμε για τα γεγονότα στον Πύργο». Ο τόνος της Αλάνα ήταν ψυχρός, όμως υπήρχε μια φλόγα στο βλέμμα που είχε στυλώσει πάνω του. «Τι ξέρεις γι’ αυτές που... εξεγέρθηκαν;» Μια δόση απέχθειας χρωμάτισε τη φωνή της μ’ αυτή τη λέξη.

Άρα είχαν πρωτακούσει τις φήμες στην Ασπρογέφυρα κι είχαν έρθει βιαστικά εδώ, κρατώντας τα όλα μυστικά από τα κορίτσια. Και κρίνοντας από τις αντιδράσεις της Μποντ και των υπόλοιπων, η απόφαση να μη πάνε στην Ταρ Βάλον ήταν πρόσφατη. Όπως φαινόταν, το είχαν επιβεβαιώσει τώρα το πρωί. «Δεν φαντάζομαι να μου πείτε ποιος είναι ο κατάσκοπος σας στο Κάεμλυν». Αυτές απλώς τον κοίταξαν, ενώ η Βέριν έγειρε το κεφάλι για να τον περιεργαστεί. Ήταν παράξενο που το βλέμμα των Άες Σεντάι κάποτε ήταν τόσο ανησυχαστικό, τόσο γαλήνιο ό,τι κι αν συνέβαινε, τόσο σοφό. Το να τον κοιτάζει μια Άες Σεντάι, ή και δύο, δεν του προκαλούσε πια κόμπο στο στομάχι. Υπεροψία. Ο Λουζ Θέριν γέλασε τρελά κι ο Ραντ έπνιξε μια γκριμάτσα. «Μου είπαν ότι υπάρχουν εξεγερθείσες. Δεν αρνηθήκατε ότι ξέρετε πού είναι. Δεν θέλω το κακό τους, αντιθέτως. Έχω λόγους να πιστεύω ότι ίσως με υποστηρίξουν». Απέκρυψε τον κύριο λόγο που ρωτούσε. Ίσως ο Μπασίρε να είχε δίκιο, ίσως να χρειαζόταν την υποστήριξη των Άες Σεντάι, αλλά κυρίως ήθελε να μάθει επειδή του είχαν πει ότι η Ηλαίην ήταν μαζί τους. Τη χρειαζόταν για να κερδίσει ειρηνικά το Αντορ. Αυτό ήταν το μόνο κίνητρο της αναζήτησης της. Το μοναδικό. Ήταν εξίσου επικίνδυνος γι’ αυτήν όσο και για την Αβιέντα. «Για την αγάπη του Φωτός, αν ξέρετε, πείτε μου».

«Αν ξέραμε», απάντησε η Αλάνα, «δεν θα είχαμε δικαίωμα να το πούμε σε κανέναν. Σε περίπτωση που αποφασίσουν να σε υποστηρίξουν, να είσαι βέβαιος ότι θα σε αναζητήσουν».

«Όταν θελήσουν αυτές», είπε η Βέριν, «όχι εσύ».

Ο Ραντ χαμογέλασε βλοσυρά. Κακώς περίμενε κάτι περισσότερο. Η συμβουλή της Μουαραίν κυριαρχούσε στις σκέψεις του. Μην εμπιστεύεσαι γυναίκα που φορούσε το επώμιο τη μέρα του θανάτου της.

«Είναι μαζί σου ο Ματ;» ρώτησε η Αλάνα, λες κι αυτό ήταν το τελευταίο που είχε στο νου της.

«Αν ήξερα πού ήταν, γιατί θα έπρεπε να σου το πω; Μία σου και μία μου;» Εκείνες δεν το βρήκαν αστείο.

«Είναι ανόητο να μας αντιμετωπίζεις ως εχθρούς», μουρμούρισε η Αλάνα, πλησιάζοντάς τον. «Δείχνεις κουρασμένος. Αναπαύεσαι αρκετά;» Αυτός απομακρύνθηκε από το υψωμένο χέρι της κι εκείνη σταμάτησε. «Όπως κι εσύ, Ραντ, δεν έχω κακό σκοπό. Τίποτα απ’ όσα κάνω εδώ δεν θα σου προκαλέσει ζημιά».

Εφόσον το είχε πει ευθέως, πρέπει να ήταν έτσι. Ο Ραντ ένευσε κι η Αλάνα έφερε το χέρι της στο κεφάλι του. Ένα απαλό γαργαλητό διέτρεξε την επιδερμίδα του, καθώς η Άες Σεντάι αγκάλιαζε το σαϊντάρ, κι ένας γνώριμος ζεστός κυματισμός τον διαπέρασε, η αίσθηση που του άφηνε καθώς εξέταζε την υγεία του.

Η Αλάνα ένευσε ικανοποιημένη. Και ξαφνικά, η ζέστη έγινε κάψα, μια μεγάλη, δυνατή αστραπή, λες κι ο Ραντ είχε σταθεί για μια στιγμή μέσα σε ένα βρυχώμενο καμίνι. Ακόμα κι όταν αυτό πέρασε, ο Ραντ ένιωθε παράξενα, έχοντας ολότελα διαφορετική συναίσθηση του εαυτού του, έχοντας συναίσθηση της Αλάνα. Ταλαντεύτηκε, με το κεφάλι θολό, τα μέλη λυμένα. Μια ηχώ σύγχυσης κι ανησυχίας ήρθε από τον Λουζ Θέριν.

«Τι έκανες;» ζήτησε να μάθει. Οργισμένος, άδραξε το σαϊντίν. Η δύναμη του σαϊντίν τον βοήθησε να σταθεί όρθιος. «Τι έκανες;»

Κάτι παλλόταν στη ροή ανάμεσα στον ίδιο και στην Αληθινή Πηγή. Προσπαθούσαν να τον θωρακίσουν! Υφαίνοντας τις δικές του ασπίδες, απέσεισε τις δικές τους. Πραγματικά είχε προοδεύσει πολύ κι είχε μάθει πολλά από την τελευταία φορά που τον είχε δει η Βέριν. Η Βέριν παραπάτησε, ακούμπησε το χέρι στο τραπέζι για να στηριχτεί, κι η Αλάνα μούγκρισε σαν να την είχε γρονθοκοπήσει.

«Τι έκανες;» Ακόμα και βαθιά στο ψυχρό, δίχως συναισθήματα Κενό που βρισκόταν, η φωνή του ήταν αγριεμένη. «Πες μου! Εγώ δεν υποσχέθηκα ότι δεν θα σου κάνω κακό. Αν δεν μου πεις—»

«Σε δέσμευσε», είπε γοργά η Βέριν· μπορεί η αταραξία της να είχε κλυδωνιστεί για μια στιγμή, αλλά την είχε αγκαλιάσει πάλι αμέσως. «Σε δέσμευσε ως έναν από τους Προμάχους της. Αυτό είναι όλο».

Η Αλάνα ανέκτησε ακόμα πιο γοργά την αυτοκυριαρχία της. Θωρακισμένη, τον αντιμετώπισε ψύχραιμα, με τα χέρια σταυρωμένα και μια υποψία ικανοποίησης στο βλέμμα. Ικανοποίησης! «Είπα ότι δεν θα σε έβλαπτα, κι αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο».

Παίρνοντας βαθιές, αργές ανάσες, ο Ραντ προσπάθησε να βρει μια άκρη. Είχε πέσει σαν κουτάβι στην παγίδα. Η οργή λυσσομανούσε στο εξωτερικό του Κενού. Ψύχραιμος. Έπρεπε να μείνει ψύχραιμος. Ένας από τους Προμάχους της. Ήταν μια Πράσινη, λοιπόν, όχι πως αυτό είχε σημασία. Γνώριζε ελάχιστα για τους Προμάχους, και βέβαια όχι το πώς μπορούσε να σπάσει τον δεσμό ή αν γινόταν καν να σπάσει. Το μόνο που ένιωθε ο Ραντ από τον Λουζ Θέριν ήταν μια αίσθηση εμβρόντητης κατάπληξης. Ευχήθηκε, κι όχι για πρώτη φορά, να μην είχε τραβήξει γι’ αλλού ο Λαν μετά τον θάνατο της Μουαραίν.

«Είπες ότι δεν θα πάτε στην Ταρ Βάλον. Σ’ αυτή την περίπτωση, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ξέρετε πού είναι οι εξεγερθείσες, θα μείνετε εδώ στο Κάεμλυν». Η Αλάνα άνοιξε το στόμα, εκείνος όμως της έκοψε τη φόρα. «Να είστε ευχαριστημένες, αν δεν αποφασίσω να δέσω αυτές τις ασπίδες και να σας αφήσω έτσι!» Αυτό τις έκανε να τον προσέξουν. Το στόμα της Βέριν σφίχτηκε και τα μάτια της Αλάνα θύμιζαν το καμίνι που εκείνος είχε νιώσει προηγουμένως. «Αλλά δεν θα με πλησιάζετε. Η Έσω Πόλη είναι απαγορευμένη για σας, εκτός αν σας καλέσω εγώ. Αν το παραβιάσετε αυτό, τότε σίγουρα θα σας αφήσω θωρακισμένες κι επιπλέον κλειδωμένες σε κελί. Συνεννοηθήκαμε;»

«Τέλεια». Παρά το βλέμμα της, η φωνή της Αλάνα ήταν πάγος. Η Βέριν απλώς ένευσε.

Ο Ραντ άνοιξε την πόρτα και σταμάτησε. Είχε ξεχάσει τις κοπέλες των Δύο Ποταμών. Μερικές μιλούσαν στις Κόρες, κάποιες απλώς τις περιεργάζονταν και ψιθύριζαν πίνοντας τσάι. Η Μποντ και μερικές ακόμη από το Πεδίο του Έμοντ έκαναν ερωτήσεις στον Μπασίρε, ο οποίος κρατούσε μια κασσιτέρινη κούπα στο χέρι κι είχε ανεβασμένο το ένα πόδι στον πάγκο. Έμοιαζαν ταυτόχρονα να διασκεδάζουν και να φρικιούν. Η πόρτα που άνοιξε με βρόντο τις έκανε να γυρίσουν πάραυτα το κεφάλι.

«Ραντ», αναφώνησε η Μποντ, «αυτός ο άνθρωπος λέει φρικτά πράγματα για σένα».

«Λέει ότι είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», είπε πνιχτά η Λαρίν. Οι άλλες κοπέλες στην αίθουσα μάλλον δεν το είχαν ακούσει, γιατί άφησαν κοφτές κραυγούλες.

«Είμαι», είπε ο Ραντ κουρασμένα.

Η Λαρίν ξεφύσηξε και σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της. «Μόλις είδα αυτό το σακάκι, κατάλαβα ότι τα μυαλά σου είχαν πάρει αέρα, έτσι που το έσκασες με μια Άες Σεντάι. Το κατάλαβα πριν καν μιλήσεις με τόση ασέβεια στην Αλάνα Σεντάι και στη Βέριν Σεντάι. Αλλά δεν ήξερα ότι είχες γίνει τόσο χοντροκέφαλος, τόσο βλάκας».

Το γέλιο της Μποντ έδειχνε μάλλον απέχθεια παρά χιούμορ. «Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα ούτε στα αστεία, Ραντ. Ο Ταμ σε ανέθρεψε να γίνεις καλός άνθρωπος. Είσαι ο Ραντ αλ’Θόρ. Πάψε αυτές τις ανοησίες».

Ραντ αλ’Θόρ. Αυτό ήταν το όνομά του, μα ο ίδιος σχεδόν δεν ήξερε ποιος ήταν. Τον είχε μεγαλώσει ο Ταμ αλ’Θόρ, όμως ο πατέρας του ήταν ένας Αελίτης αρχηγός, νεκρός από καιρό. Η Μητέρα του ήταν μια Κόρη αλλά όχι Αελίτισσα. Μόνο αυτά ήξερε για το ποιος στ’ αλήθεια ήταν.

Το σαϊντίν τον πλημμύριζε ακόμη. Τύλιξε απαλά την Μποντ και τη Λαρίν σε ροές Αέρα και τις σήκωσε, έτσι ώστε τα πόδια τους κρέμονταν μισό μέτρο πάνω από το πάτωμα. «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν αλλάζει αν το αρνηθώ. Δεν αλλάζει, ό,τι και να ευχηθώ. Δεν είμαι ο άνθρωπος που ξέρατε στο Πεδίο του Έμοντ. Το καταλαβαίνετε; Ε;» Συνειδητοποίησε ότι φώναζε κι έκλεισε σφιχτά το στόμα του. Το στομάχι του ήταν σαν από μολύβι και το κορμί του έτρεμε. Γιατί το είχε κάνει αυτό η Αλάνα; Ποιο σχέδιο των Άες Σεντάι έκρυβε πίσω από το όμορφο πρόσωπό της; Μην εμπιστεύεσαι καμιά τους, είχε πει η Μουαραίν.

Ένα χέρι άγγιξε το μπράτσο του, κι ο Ραντ γύρισε σπασμωδικά το κεφάλι.

«Σε παρακαλώ, άφησέ τις κάτω», είπε η Αλάνα. «Σε παρακαλώ. Φοβούνται».

Δεν φοβούνταν απλώς. Το πρόσωπο της Λαρίν είχε ασπρίσει και το στόμα της έχασκε όσο πιο ανοιχτό γινόταν, σαν να ήθελε να ουρλιάξει αλλά είχε ξεχάσει το πώς. Η Μποντ σιγόκλαιγε, τόσο δυνατά που έτρεμε ολόκληρη. Δεν ήταν οι μόνες. Οι υπόλοιπες κοπέλες των Δύο Ποταμών είχαν κουρνιάσει μαζεμένες όσο πιο μακριά του μπορούσαν, κι οι περισσότερες έκλαιγαν κι αυτές. Οι υπηρέτριες ήταν μαζεμένες κοντά τους, κλαψουρίζοντας κι αυτές. Ο πανδοχέας είχε πέσει στα γόνατα, με μάτια γουρλωμένα, αφήνοντας άναρθρους ήχους δίχως λέξεις.

Ο Ραντ κατέβασε μαλακά κάτω τις δύο κοπέλες κι άφησε βιαστικά το σαϊντίν. «Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σας τρομάξω». Μόλις μπόρεσαν να κινηθούν, η Μποντ κι η Λαρίν έτρεξαν να πάνε κοντά στις υπόλοιπες που αγκαλιάζονταν σφιχτά. «Μποντ; Λαρίν; Συγγνώμη. Δεν θα σας πειράξω, το ορκίζομαι». Δεν τον κοίταξαν. Καμία τους δεν τον κοίταξε. Τον κοίταζε όμως η Σούλιν, κι οι άλλες Κόρες, με ανέκφραστο πρόσωπο κι ασυγκίνητα μάτια με αποδοκιμαστικά βλέμματα.

«Ό,τι έγινε, έγινε», είπε ο Μπασίρε, αφήνοντας κάτω την κούπα του. «Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι για το καλό».

Ο Ραντ ένευσε αργά. Μπορεί έτσι να ήταν. Καλύτερα να τον απέφευγαν. Καλύτερα γι’ αυτές. Ο ίδιος ευχόταν μόνο να είχαν μιλήσει λίγο ακόμα για την πατρίδα. Λίγο ακόμα, ενώ αυτές θα έβλεπαν μόνο τον Ραντ αλ’Θόρ. Τα γόνατά του ακόμα έτρεμαν από τη δέσμευση, όμως όταν ξεκίνησε να περπατά, δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν ξαναβρέθηκε στη σέλα του Τζήντ’εν. Καλύτερα να τον φοβούνταν. Καλύτερα να ξεχνούσε τους Δύο Ποταμούς. Αναρωτήθηκε αν εκείνο το βουνό ελάφραινε ποτέ ή αν γινόταν όλο και πιο βαρύ.

Загрузка...