Η Νυνάβε κοντοστάθηκε στη σκιά μπροστά στον Μικρό Πύργο, σκούπισε προσεκτικά το πρόσωπό της και μετά ξανάχωσε το μαντίλι στο μανίκι της. Όχι ότι είχε κάνει τίποτα έτσι —αμέσως ο ιδρώτας ανάβλυσε πάλι— αλλά ήθελε μέσα της να δείχνει όσο καλύτερα μπορούσε. Ήθελε να δείχνει ψύχραιμη, γαλήνια, αξιοπρεπής. Αυτό ήταν αρκετά απίθανο. Οι κρόταφοι της πονούσαν, κι όσο για το στομάχι της... ένιωθε ένα ανακάτεμα· το πρωί δεν είχε μπορέσει ούτε να κοιτάξει το φαγητό. Έφταιγε μόνο η ζέστη, φυσικά, όμως ήθελε να ξαναγυρίσει στο κρεβάτι της, να κουλουριαστεί και να πεθάνει. Το χειρότερο ήταν ότι την κέντριζε η αίσθηση του καιρού που είχε· ο πυρωμένος ήλιος κανονικά έπρεπε να ήταν κρυμμένος πίσω από μανιασμένα μαύρα σύννεφα και τις απειλητικές λόγχες των κεραυνών.
Οι Πρόμαχοι που στέκονταν αργόσχολα μπροστά, εκ πρώτης όψεως δεν έμοιαζαν να είναι σκοποί, μα ήταν. Της θύμιζαν τους Αελίτες που είχε δει στην Πέτρα του Δακρύου· μάλλον έμοιαζαν με λύκους ακόμα κι όταν κοιμούνταν. Ένας φαλακρό άνδρας με τετράγωνο πρόσωπο, που μόλις και την έφτανε στο μπόι αλλά με φαρδύ κορμί, βγήκε τρέχοντας από τον Μικρό Πύργο και πήρε το δρόμο, με τη λαβή του σπαθιού που φορούσε στην πλάτη να ξεπροβάλλει πάνω από τον ώμο του. Ακόμα κι αυτός —ο Τζόρι, δεσμευμένος με τη Μόρβριν— το κατάφερνε.
Δίπλα της πέρασε ο Ούνο, με τα μαλλιά κότσο στο κατά τα άλλα ξυρισμένο κεφάλι του, οδηγώντας το άλογο του μέσα στο πλήθος, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται τη ζέστη παρά τα ατσάλινα ελάσματα και το πλέγμα της αρματωσιάς που τον σκέπαζε από τους ώμους ως κάτω. Έστριψε στη σέλα του για να την κοιτάξει με το καλό του μάτι, και το πρόσωπό του συννέφιασε. Η Μπιργκίτε είχε ανοίξει το στόμα της. Κάθε φορά που την έβλεπε ο Ούνο, ήταν φανερό ότι περίμενε πότε θα του ζητούσε άλογα. Η Νυνάβε ήταν σχεδόν έτοιμη. Ακόμα κι η Ηλαίην δεν μπορούσε να πει ότι έκαναν δουλειά εκεί που κάθονταν. Ή μάλλον μπορούσε να το πει, και το έλεγε, αλλά κακώς.
Ο Ούνο χάθηκε πίσω από τη γωνία κι η Νυνάβε αναστέναξε. Προσπαθούσε να καθυστερήσει τη στιγμή που θα έμπαινε μέσα. Μπορεί να ήταν εκεί η Μυρέλ. Σκούπισε πάλι το πρόσωπό της, κοίταξε συνοφρυωμένη το όλο ζάρες χέρι της —σήμερα θα ήταν η ενδέκατη μέρα που έπλενε κατσαρόλες, κι έμεναν άλλες είκοσι εννιά· είκοσι εννιά!— και μπήκε μέσα.
Ήταν κάπως πιο δροσερά εκεί, στο δωμάτιο όπου θα ήταν η κοινή αίθουσα παλιά όταν ο Μικρός Πύργος ήταν πανδοχείο, κάτι που ανακούφισε λιγάκι το πονεμένο κεφάλι της. Όλοι τώρα το αποκαλούσαν «αίθουσα αναμονής». Δεν είχαν σπαταλήσει χρόνο σε επισκευές. Από τα τζάκια έλειπαν πέτρες, από τον ραγισμένο γύψο έβλεπες τις σανίδες των τοίχων. Η Αράινα κι η Νίκολα είχαν πιάσει και σκούπιζαν μαζί με μια άλλη μαθητευόμενη, αλλά ο κόπος τους δεν φαινόταν στο τραχύ από τα χρόνια πάτωμα· η Αράινα φαινόταν μουτρωμένη, αλλά βέβαια ποτέ δεν της άρεσε να κάνει αγγαρείες μαζί με τις μαθητευόμενες. Στο Σαλιντάρ κανείς δεν καθόταν άπραγος. Στην άλλη άκρη του δωματίου, η Ρομάντα μιλούσε με δύο λεπτές, ηλικιωμένες Άες Σεντάι —μπορεί τα πρόσωπά τους να ήταν αγέραστα, όμως τα μαλλιά τους ήταν άσπρα— που ήταν ολοφάνερες νεοαφιχθείσες, όπως έδειχναν οι ελαφριοί μανδύες που κρέμονταν ακόμα στις πλάτες τους. Η Μυρέλ δεν φαινόταν πουθενά, κάτι που την έκανε να αναστενάξει από ανακούφιση· αυτή η γυναίκα της έψηνε το ψάρι στα χείλη με κάθε ευκαιρία και μετά έριχνε αλάτι στην πληγή! Άες Σεντάι κάθονταν στα τραπέζια, αταίριαστα μεταξύ τους αλλά προσεκτικά βαλμένα σε σειρές, αφοσιωμένες σε περγαμηνές ή δίνοντας εντολές σε Πρόμαχους κι υπηρέτες, μα ήταν λιγότερες από την πρώτη φορά που είχε δει η Νυνάβε την αίθουσα. Τώρα μόνο οι Καθήμενες κι οι υπηρέτες τους έμεναν στους ορόφους από πάνω· όλες οι άλλες είχαν μετακινηθεί για να κάνουν χώρο για να δουλέψουν οι Άες Σεντάι. Ο Μικρός Πύργος είχε πάρει χαρακτηριστικά του Λευκού Πύργου, και πάνω απ’ όλα την ακριβή τυπικότητα. Όταν η Νυνάβε είχε πρωτοδεί αυτό το δωμάτιο, επικρατούσε μια φούρια, η αίσθηση ότι γινόταν δουλειά. Μια ψεύτικη αίσθηση, τότε. Τώρα υπήρχε μια νωθρότητα, αλλά ήταν η αίσθηση του Λευκού Πύργου.
Πλησίασε ένα τραπέζι, όχι το πλησιέστερο, κι έκλινε το γόνυ με προσοχή. «Με συγχωρείς, Άες Σεντάι, αλλά μου είπαν ότι η Σιουάν κι η Ληάνε είναι εδώ. Μπορείς να μου πεις πού θα τις βρω;»
Η πένα της Μπρέντας έπαψε να κινείται κι η Άες Σεντάι ύψωσε τα ατάραχα, μαύρα μάτια της. Η Νυνάβε είχε διαλέξει αυτήν αντί για κάποια πιο κοντά στην πόρτα, επειδή η Μπρέντας ήταν μια από τις λίγες Άες Σεντάι που δεν την στρίμωχνε ποτέ με ερωτήσεις για τον Ραντ. Εκτός αυτού, μια φορά, όταν η Σιουάν ήταν Άμερλιν, είχε ξεχωρίσει την Μπρέντας ως κάποια που μπορούσες να εμπιστευτείς. Δεν είχε σχέση με αυτό που έκανε τώρα, όμως η Νυνάβε προσπαθούσε να βρίσκει όπου μπορούσε κάποια μικρή παρηγοριά.
«Είναι μαζί με μερικές Καθήμενες, μικρή μου». Η φωνή της Μπρέντας ήταν αιθέρια, ανέκφραστη σαν το χλωμό πρόσωπό της. Οι Λευκές σπανίως έδειχναν συναισθήματα, η Μπρέντας όμως ποτέ.
Η Νυνάβε έπνιξε ένα στεναγμό εκνευρισμού. Αν οι Καθήμενες τις είχαν βάλει να δώσουν αναφορά για τους πληροφοριοδότες τους, θα έκαναν ώρες για να ξεμπερδέψουν. Ίσως όλη τη μέρα. Τότε που η ίδια θα έκανε αγώνα με τις κατσαρόλες. «Σ’ ευχαριστώ, Άες Σεντάι».
Η Μπρέντας διέκοψε τη γονυκλισία της με μια χειρονομία. «Έκανε καθόλου πρόοδο μαζί σου χθες η Τέοντριν;»
«Όχι, Άες Σεντάι». Αν η φωνή της ήταν κάπως σφιγμένη, λίγο απότομη, υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Η Τέοντριν είχε πει ότι θα δοκίμαζε τα πάντα, και προφανώς εννοούσε πραγματικά τα πάντα. Στη χθεσινή δοκιμή, την είχε βάλει να πιει κρασί για να χαλαρώσει, να όμως που η Νυνάβε είχε καταλήξει να πιει κάτι παραπάνω από λίγες γουλιές. Δύσκολα θα ξεχνούσε που την είχαν γυρίσει κουβαλητή στο δωμάτιό της ενώ αυτή τραγουδούσε —τραγουδούσε!— και μάλλον θα κοκκίνιζε κάθε φορά που το θυμόταν. Σίγουρα η Μπρέντας το είχε μάθει. Σίγουρα το είχαν μάθει όλες. Της Νυνάβε της ερχόταν τρέμουλο.
«Ρωτάω απλώς επειδή τα μαθήματά σου φαίνεται να έχουν πάρει τον κατήφορο. Άκουσα αρκετές αδελφές να σχολιάζουν ότι φαίνεται να έφτασες στο τέλος των αξιοθαύμαστων ανακαλύψεών σου. Ίσως το πρόβλημα να είναι οι επιπλέον αγγαρείες σου — όμως η Ηλαίην φέρνει στο φως κάτι καινούριο κάθε μέρα, παρ’ όλο που διδάσκει τάξεις και πλένει κατσαρόλες. Μερικές αδελφές αναρωτιούνται μήπως θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν περισσότερο απ’ όσο η Τέοντριν. Αν το αναλαμβάναμε κάθε μια με τη σειρά, το να σου αναθέτουμε δουλειές όλη τη μέρα και κάθε μέρα ίσως να αποδεικνυόταν πιο ωφέλιμο απ’ όσο αυτές οι ανεπίσημες συνεδρίες με κάποια η οποία τελικά είναι κι η ίδια ελάχιστα ανώτερη από Αποδεχθείσα». Το είπε από την αρχή ως το τέλος με ήρεμο τόνο δίχως την παραμικρή κατηγορία, όμως το πρόσωπο της Νυνάβε κοκκίνισε σαν να της είχαν βάλει τις φωνές.
«Είμαι σίγουρη ότι όπου να ’ναι η Τέοντριν θα βρει το κλειδί, Άες Σεντάι», είπε, σχεδόν ψιθυριστά. «Θα προσπαθήσω πιο σκληρά, Άες Σεντάι». Έκανε μια βιαστική γονυκλισία και στριφογύρισε πριν η Μπρέντας προλάβει να τη σταματήσει ξανά. Με αποτέλεσμα να πέσει πάνω σε μια από τις ασπρομάλλες νεοφερμένες. Έμοιαζαν τόσο που θα μπορούσαν να είναι πραγματικές αδελφές, σχεδόν είδωλο η μία της άλλης, με γερά κόκαλα και μακριά, αριστοκρατικά πρόσωπα.
Η σύγκρουση ήταν ακριβέστερα ένα άγγιγμα, κι η Νυνάβε προσπάθησε να απολογηθεί, όμως η Άες Σεντάι στύλωσε πάνω της ένα βλέμμα που θα έκανε ένα γεράκι περήφανο. «Πρόσεχε πού πας, Αποδεχθείσα. Στον καιρό μου, την Αποδεχθείσα που θα επιχειρούσε να ποδοπατήσει μια Άες Σεντάι θα την έστελναν να σφουγγαρίζει και θα είχε άσπρα μαλλιά όταν θα τελείωνε».
Η άλλη την άγγιξε στο μπράτσο. «Μα άσε το παιδί να φύγει, Βαντέρ. Έχουμε και δουλειές».
Η Βαντέρ ξεφύσησε κοιτώντας κοφτά τη Νυνάβε, όμως άφησε την άλλη να τη βγάλει έξω.
Περιμένοντάς τις μια στιγμή να φύγουν, η Νυνάβε είδε τη Σέριαμ να βγαίνει από τις αίθουσες συσκέψεων με τη Μυρέλ, τη Μόρβριν και τη Μπεόνιν. Την είδε κι η Μυρέλ επίσης και ξεκίνησε να την πλησιάσει, όμως έκανε ένα μόνο βήμα και μετά η Σέριαμ κι η Μόρβριν άπλωσαν η καθεμιά από ένα χέρι στα μπράτσα της Πράσινης αδελφής και της μίλησαν γοργά και χαμηλόφωνα, ρίχνοντας πολλές ματιές στη Νυνάβε. Μιλώντας ακόμα, οι τέσσερις διέσχισαν την αίθουσα και χάθηκαν σε μια άλλη πόρτα.
Η Νυνάβε περίμενε ώσπου ξαναβρέθηκε μπροστά στον Μικρό Πύργο και μόνο τότε τράβηξε γερά κι αποφασισμένα την πλεξούδα της. Είχαν συναντήσει τις Σοφές την προηγούμενη νύχτα. Της ήταν απλό να μαντέψει το λόγο που οι άλλες είχαν εμποδίσει τη Μυρέλ να της μιλήσει. Αν η Εγκουέν ήταν τελικά εκεί στην Καρδιά της Πέτρας, δεν έπρεπε να το μάθει. Η Νυνάβε αλ’Μεάρα ήταν σε δυσμένεια. Η Νυνάβε αλ’Μεάρα έπλενε κατσαρόλες σαν μαθητευόμενη, τη στιγμή που θα μπορούσε να είναι ένα σκαλί ανώτερη από Αποδεχθείσα. Η Νυνάβε αλ’Μεάρα δεν κατάφερνε να κάνει τίποτα με την Τέοντριν, κι οι θαυμαστές ανακαλύψεις της είχαν στερέψει. Η Νυνάβε αλ’Μεάρα ποτέ δεν θα γινόταν Άες Σεντάι. Το ήξερε ότι ήταν λάθος που είχαν αρχίσει να εμφανίζουν μέσω της Ηλαίην όσα μάθαιναν από τη Μογκέντιεν. Το ήξερε από την αρχή!
Η γλώσσα της τρεμούλιασε καθώς θυμόταν τη φριχτή εκείνη γεύση. Βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα. Ένα αντίδοτο που είχε χρησιμοποιήσει η ίδια πολλές φορές στα παιδιά που δεν έλεγαν να σταματήσουν τα ψέματα. Η αλήθεια ήταν πως το είχε προτείνει η ίδια, αλλά δεν έπαυε να είναι λάθος. Οι Άες Σεντάι δεν μιλούσαν πια για τις καινοτομίες της· μιλούσαν για την απουσία τους. Κάποιες Άες Σεντάι που δεν είχαν δείξει ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο φραγμό της, τώρα τις απασχολούσε πώς θα τον αντιμετώπιζαν. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να κερδίσει σ’ αυτό. Είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο, θα κατέληγε να την περιεργάζονται Άες Σεντάι από την κορφή ως τα νύχια, από το ξημέρωμα ως το ηλιοβασίλεμα.
Τράβηξε πιο δυνατά την πλεξούδα, τόσο δυνατά που της πόνεσε το κρανίο, κάτι που δεν βοήθησε καθόλου στα νεύρα της έτσι που ένιωθε το κεφάλι της. Ένας στρατιώτης που φορούσε επίπεδο κράνος τοξότη κι ενισχυμένο γιλέκο, βράδυνε το βήμα και την κοίταξε όλο περιέργεια, αυτή όμως του έριξε ένα βλέμμα εσκεμμένα αγριωπό, τόσο που εκείνος σκόνταψε μόνος του κι έσπευσε να χαθεί στο πλήθος. Ήταν ανάγκη να είναι τόσο πεισματάρα η Ηλαίην;
Ένα ανδρικό χέρι της έσφιξε τον ώμο κι η Νυνάβε στριφογύρισε με λόγια που θα του ξερίζωναν το κεφάλι. Τα λόγια έσβησαν στη γλώσσα της.
Ο Θομ Μέριλιν της χαμογελούσε μέσα από τα μακριά λευκά μουστάκια του, με τα γαλανά μάτια του να λαμπυρίζουν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. «Από την όψη σου, Νυνάβε, θα πίστευα πως είσαι θυμωμένη, αλλά ξέρω ότι έχεις τόσο γλυκό χαρακτήρα που οι άνθρωποι σού ζητάνε να βάλεις το δάχτυλο στο τσάι τους».
Ο Τζούιλιν Σάνταρ ήταν εκεί δίπλα του, ένας κοκαλιάρης που έμοιαζε σμιλεμένος σε σκούρο ξύλο κι έγερνε σε ένα ραβδί από μπαμπού χοντρό σαν τον αντίχειρά του. Ο Τζούιλιν ήταν Δακρυνός, όχι Ταραμπονέζος, αλλά ακόμα φορούσε εκείνο το γελοίο επίπεδο κωνικό κόκκινο καπέλο, που ήταν σε ακόμα μεγαλύτερα χάλια απ’ όσο την τελευταία φορά που το είχε δει η Νυνάβε. Το έβγαλε αμέσως μόλις την είδε να τον κοιτάζει. Κι οι δυο άνδρες ήταν κατασκονισμένοι και ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι, με τα πρόσωπα λιπόσαρκα, μολονότι ακόμα και στην αρχή του ταξιδιού κανείς τους δεν ήταν ιδιαιτέρως σωματώδης. Από την όψη, έμοιαζαν να κοιμούνταν είτε με τα ρούχα είτε καβάλα στα άλογα τις βδομάδες που έλειπαν από το Σαλιντάρ.
Πριν μπορέσει να ανοίξει η Νυνάβε το στόμα, μια ανθρώπινη θύελλα έπεσε πάνω τους. Η Ηλαίην χίμηξε στον Θομ τόσο δυνατά που αυτός παραπάτησε. Φυσικά, την αγκάλιασε και τη σήκωσε ψηλά, στριφογυρίζοντάς ολόγυρα την σαν παιδί, παρ’ όλο που κούτσαινε ελαφρώς. Γελούσαν κι οι δύο όταν την απίθωσε κάτω. Εκείνη άπλωσε το χέρι και του τράβηξε το μουστάκι, και τους έπιασαν ακόμα πιο δυνατά γέλια. Ο Θομ περιεργάστηκε τα χέρια της, που ήταν ζαρωμένα σαν της Νυνάβε, τη ρώτησε πού είχαν μπλέξει αφού δεν τον είχαν για να τις οδηγεί στο σωστό δρόμο, κι εκείνη του αποκρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν κανέναν να της λέει τι να κάνει, αλλά το χάλασε επειδή κοκκίνισε, και χαχάνισε, και δάγκωσε το χείλος της.
Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα. Μερικές φορές αυτοί οι δύο παρατραβούσαν αυτό το παιχνίδι πατέρα-κόρης. Μερικές φορές η Ηλαίην έμοιαζε να νομίζει πως ήταν δέκα χρόνων, το ίδιο κι ο Θομ. «Ηλαίην, νόμιζα ότι είχες τάξη μαθητευομένων σήμερα το πρωί».
Η άλλη τη λοξοκοίταξε κι ύστερα μαζεύτηκε, προσπαθώντας κατόπιν εορτής να δείξει αξιοπρέπεια, ισιώνοντας το φόρεμά της με τις οριζόντιες ρίγες στον ποδόγυρο. «Ζήτησα από την Καλίντιν να το αναλάβει», είπε ανέμελα. «Είπα να σου κάνω παρέα. Και χαίρομαι που το έκανα», πρόσθεσε, χαμογελώντας πλατιά στον Θομ. «Τώρα μπορούμε να ακούσουμε ό,τι μάθατε στην Αμαδισία».
Η Νυνάβε ξεφύσηξε. Σιγά μην της έκανε παρέα. Δεν θυμόταν τα πάντα για τη χθεσινή μέρα, αλλά θυμόταν την Ηλαίην να γελά καθώς την ξέντυνε και την έβαζε στο κρεβάτι ενώ ο ήλιος δεν είχε καν δύσει ολόκληρος. Και θυμόταν καλά ότι η Ηλαίην την είχε ρωτήσει μήπως ήθελε ένα κουβά νερό να δροσίσει το κεφάλι της.
Ο Θομ δεν πρόσεξε τίποτα· οι περισσότεροι άνδρες ήταν τυφλοί, αν κι αυτού συνήθως του έκοβε. «Θα πρέπει να κάνουμε γρήγορα», είπε στις δύο γυναίκες. «Τώρα που μας ξεψάχνισε η Σέριαμ, θέλει να μας στείλει να δώσουμε αυτοπροσώπως αναφορά στις Καθήμενες. Ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι άσχημα. Δεν υπάρχουν αρκετοί Λευκομανδίτες στον Έλνταρ για να εμποδίσουν ούτε ποντίκι να τον περάσει, ακόμα κι αν το ποντίκι είχε τύμπανα και τρομπέτες για να το αναγγείλουν από μια μέρα πριν. Με εξαίρεση μια ισχυρή δύναμη στα σύνορα του Τάραμπον και τους άνδρες που έχει βάλει για να απωθήσουν τον Προφήτη στον Βορρά, ο Νάιαλ μοιάζει να συγκεντρώνει όλους τους Λευκομανδίτες του στην Αμαδισία, κι ο Άιλρον τραβά κι αυτός πίσω τους στρατιώτες του. Στους δρόμους είχε αρχίσει να συζητιέται το Σαλιντάρ πριν φύγουμε, δεν κατάφερα να μάθω αν και τι προθέσεις έχει ο Νάιαλ για την πόλη».
«Το Τάραμπον», μουρμούρισε ο Τζούιλιν, ενώ περιεργαζόταν το σκούφο του. «Κακορίζικο μέρος για όσους δεν ξέρουν να φυλάγονται, έτσι ακούσαμε».
Η Νυνάβε δεν ήξερε ποιος από τους δύο ήξερε να χρονοτριβεί καλύτερα, όμως ήταν σίγουρη ότι κι οι δύο μπορούσαν να σου πουν ψέματα κοιτώντας σε στα μάτια τόσο καλά που θα ζήλευε ακόμα κι ένας έμπορος μαλλιού. Κι ήταν σίγουρη ότι εκείνη τη στιγμή έκρυβαν κάτι.
Η Ηλαίην είδε κάτι παραπάνω. Έπιασε τον Θομ από τα πέτα, τον κοίταξε στο πρόσωπο. «Κάτι άκουσες για τη μητέρα μου», είπε γαλήνια, και δεν ήταν ερώτηση.
Ο Θομ έστρωσε το μουστάκι του. «Υπάρχουν εκατό φήμες σε κάθε δρόμο της Αμαδισία, παιδί μου, κι η κάθε μια είναι πιο τρελή από την προηγούμενη». Το σαν από τραχύ πετσί πρόσωπό του έδειχνε απόλυτη αθωότητα κι ειλικρίνεια, όμως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε αθωότητα ούτε τη μέρα που γεννιόταν. «Λένε ότι ολόκληρος ο Λευκός Πύργος είναι εδώ, στο Σαλιντάρ, με δέκα χιλιάδες Προμάχους έτοιμους να περάσουν τον Έλνταρ. Λένε ότι οι Άες Σεντάι κατέλαβαν το Τάντσικο, κι ότι ο Ραντ έχει φτερά για να πετάει τις νύχτες, και—»
«Θομ;» είπε η Ηλαίην.
Εκείνος ξεφύσησε, αγριοκοιτάζοντας τον Τζούιλιν και τη Νυνάβε σαν να ήταν δικό τους το σφάλμα. «Παιδί μου, είναι απλώς μια φήμη, από τις πιο τρελές που ακούσαμε. Δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω τίποτα, και, πίστεψέ με, προσπάθησα. Δεν σκόπευα να το αναφέρω. Απλώς σου σκαλίζει την πληγή. Άσ’ το να περάσει, παιδί μου».
«Θομ». Πιο σταθερά. Ανασαλεύοντας στα πόδια του, ο Τζούιλιν ευχόταν να ήταν κάπου αλλού. Ο Θομ απλώς είχε μια βλοσυρή έκφραση.
«Αφού θες να το ακούσεις. Οι πάντες στην Αμαδισία πιστεύουν ότι η μητέρα σου είναι στο Φρούριο του Φωτός, ότι θα οδηγήσει έναν στρατό από Λευκομανδίτες στο Άντορ».
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι, γελώντας μαλακά. «Αχ, Θομ, νομίζεις ότι θα με τάραζε κάτι τέτοιο; Η μητέρα μου δεν θα πήγαινε ποτέ στους Λευκομανδίτες. Μακάρι να πήγαινε. Μακάρι να ήταν ζωντανή. Παρ’ όλο που αυτό καταπατά ό,τι μου δίδαξε ποτέ —Ξένοι στρατιώτες στο Άντορ· και Λευκομανδίτες μάλιστα!— θα μπορούσα να το ευχηθώ. Όμως άλλο οι ευχές κι άλλο η πραγματικότητα». Το χαμόγελο της έδειχνε θλίψη, μα μια συγκρατημένη θλίψη. «Έχω θρηνήσει, Θομ. Η μητέρα μου είναι νεκρή και πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να φανώ αντάξιά της. Εκείνη δεν θα έτρεχε να κυνηγήσει παράλογες φήμες, ούτε και θα έκλαιγε γι’ αυτές».
«Παιδί μου», είπε αυτός αμήχανα.
Η Νυνάβε αναρωτήθηκε τι ένιωθε εκείνος για το θάνατο της Μοργκέις, αν ένιωθε κάτι. Όσο κι αν ήταν δύσκολο να το πιστέψεις, ο Θομ ήταν κάποτε εραστής της Μοργκέις, τότε που ήταν νέα κι η Ηλαίην μωρό ακόμα. Τότε δεν θα έμοιαζε σαν να τον είχαν κρεμάσει στον ήλιο για να ψηθεί. Η Νυνάβε δεν ήξερε πώς και γιατί είχε τελειώσει εκείνη η ιστορία, μόνο ότι ο Θομ είχε φύγει κρυφά από το Κάεμλυν με ένα ένταλμα σύλληψης να εκκρεμεί σε βάρος του. Δεν ήταν δείγμα έρωτα σαν εκείνους στα παραμύθια. Προς το παρόν, έδειχνε να τον νοιάζει μόνο αν η Ηλαίην έλεγε αλήθεια ή αν έκρυβε τον πόνο της, καθώς της χτυπούσε απαλά την πλάτη και χάιδευε τα μαλλιά. Αν η Νυνάβε δεν ευχόταν να αρπάζονταν έστω και μια φορά οι δυο τους σαν φυσιολογικοί άνθρωποι, θα έλεγε ότι ήταν μια ωραία εικόνα.
Ένα ξεροβήξιμο κοντά τής χάλασε τη στιγμή. «Αφέντη Μέριλιν;» είπε η Ταμπίθα, απλώνοντας το λευκό φόρεμά της με μια γοργή γονυκλισία. «Αφέντη Σάνταρ; Η Σέριαμ Σεντάι λέει ότι οι Καθήμενες είναι έτοιμες να σας δεχθούν. Λέει ότι δεν έπρεπε να φύγετε από τον Μικρό Πύργο».
«Ο Μικρός Πύργος, ε;» είπε ξερά ο Θομ, κοιτώντας το πρώην πανδοχείο. «Ηλαίην, δεν θα μας κρατήσουν για πάντα. Όταν τελειώσουμε, εγώ κι εσύ μπορούμε να συζητήσουμε... ό,τι θέλεις». Έκανε νόημα στην Ταμπίθα να τους οδηγήσει και ξαναμπήκε μέσα, με το χωλό περπάτημα του ολοφάνερο, όπως όταν ήταν κουρασμένος. Ο Τζούιλιν όρθωσε το κορμί του και τον ακολούθησε σαν να πήγαιναν στο ικρίωμα· στο κάτω-κάτω, ήταν Δακρυνός.
Η Νυνάβε κι η Ηλαίην έμειναν εκεί, χωρίς να κοιτιούνται.
Στο τέλος, η Νυνάβε είπε, «Δεν ήμουν—» ενώ την ίδια στιγμή η Ηλαίην έλεγε, «Δεν έπρεπε να—» Σταμάτησαν μαζί, και πέρασαν μερικές στιγμές καθώς έσιαζαν τα φουστάνια τους και σκούπιζαν τα πρόσωπά τους.
«Με τόση ζέστη, δεν είναι να στεκόμαστε εδώ», είπε τελικά η Νυνάβε.
Οι Καθήμενες που άκουγαν τις αναφορές της Σιουάν και της Ληάνε μάλλον δεν θα διέκοπταν για να ακούσουν τον Θομ και τον Τζούιλιν. Αυτά τα πράγματα τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Έτσι έμενε ο Λογκαίν, έστω κι αν η Νυνάβε το απευχόταν. Δεν θα μάθαινε τίποτα. Αλλά ήταν προτιμότερο από το να κάθεται και να αγωνιά μέχρι να πέσουν πάνω της δώδεκα Άες Σεντάι με το ωριαίο πρόγραμμά τους.
Αναστέναξε και πήρε το δρόμο. Η Ηλαίην την ακολούθησε σαν να είχε προσκληθεί. Αυτό βοήθησε τη Νυνάβε να βρει το θυμό που θα χρειαζόταν. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι οι καρποί της Ηλαίην ήταν γυμνοί.
«Πού είναι το βραχιόλι;» ρώτησε μαλακά. Κανένας στο δρόμο δεν θα τις καταλάβαινε, αλλά αν ξεχνιόσουν μια φορά να προφυλαχτείς, μπορεί να το ξεχνούσες κι άλλες. «Πού είναι η Μάριγκαν;»
«Το βραχιόλι είναι στο πουγκί μου, Νυνάβε». Η Ηλαίην παραμέρισε για να περάσει ένα κάρο με ψηλές ρόδες κι ύστερα ξανάρθε δίπλα στη Νυνάβε όταν αυτό βρέθηκε πίσω τους. «Η Μάριγκαν κάνει την μπουγάδα μας, με περίπου είκοσι άλλες γυναίκες δίπλα της. Και βογκάει με κάθε κίνηση. Είπε κάτι που νόμιζε ότι δεν θα το άκουγε η Μπιργκίτε, κι η Μπιργκίτε... Αναγκάστηκα να το βγάλω, Νυνάβε. Η Μπιργκίτε είχε δίκιο, κι ένιωθα τον πόνο. Είπα στη Μάριγκαν να πει ότι είχε κουτρουβαλήσει τη σκάλα».
Η Νυνάβε ξεφύσησε, αλλά το μυαλό της ήταν αλλού. Δεν φορούσε συχνά το βραχιόλι τώρα τελευταία. Όχι επειδή δεν μπορούσε να παρουσιάσει για δικό της ό,τι θα ανακάλυπτε. Ακόμα ήταν βέβαιη ότι η Μογκέντιεν κάτι γνώριζε από Θεραπεία, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούσε η ίδια —κανείς δεν ήταν τόσο τυφλός— κι υπήρχε το τέχνασμα για να εντοπίζεις ότι ένας άνδρας διαβίβαζε, κάτι για το οποίο η Μογκέντιεν όλο έλεγε ότι σχεδόν το είχαν καταφέρει. Η αλήθεια ήταν ότι φοβόταν μήπως τα κατάφερνε χειρότερα από τη Μπιργκίτε, αν είχε περισσότερη επαφή με τη Μογκέντιεν απ’ όσο χρειαζόταν. Ίσως να έφταιγε το ότι πίσω απ’ όλα έμοιαζε να κρύβεται ικανοποίηση, ακόμα κι όταν η Μογκέντιεν βογκούσε από τον πόνο που της ερχόταν από τη Νυνάβε, καθώς προσπαθούσε να δαμάσει την ικανότητα εντοπισμού του σαϊντίν. Ίσως έφταιγε η ανάμνηση του φόβου της τότε που είχε βρεθεί μόνη με τη Μογκέντιεν χωρίς το βραχιόλι. Ίσως η αηδία της που μεγάλωνε όσο κρατούσαν μια Εκλεκτή μακριά από τη δικαιοσύνη. Ίσως λίγο απ’ όλα. Όμως ήξερε ότι τώρα έπρεπε να βιάσει τον εαυτό της να βάλει το δαχτυλίδι, κι ήξερε επίσης ότι όποτε έβλεπε το πρόσωπο της Μογκέντιεν, της ερχόταν να το λιανίσει με τις γροθιές της.
«Δεν έπρεπε να γελάσω», είπε η Ηλαίην. «Συγγνώμη γι’ αυτό».
Η Νυνάβε σταμάτησε επιτόπου, τόσο απότομα που ένας καβαλάρης αναγκάστηκε να τραβήξει τα γκέμια για να μην την τσαλαπατήσει. Της φώναξε κάτι καθώς τον κατάπινε το πλήθος, όμως το σοκ που ένιωθε η Νυνάβε έκανε τα λόγια του να ακουστούν πνιχτά, ακατάληπτα. Όχι σοκ για την απολογία της Ηλαίην. Αλλά γι’ αυτό που είχε να της πει. Που είχε να της πει αυτό που ήταν σωστό. Την αλήθεια.
Μη μπορώντας να κοιτάξει την Ηλαίην, ξανάρχισε να περπατά. «Είχες κάθε δίκιο να γελάσεις. Έγινα...» Ξεροκατάπιε. «Γελοιοποιήθηκα μόνη μου». Αυτό είχε κάνει. Μερικές γουλιές, είχε πει η Τέοντριν· ένα ποτήρι. Κι αυτή πήγε κι άδειασε την κρασοκανάτα. Αν ήταν να αποτύχεις, έπρεπε να έχεις άλλο λόγο κι όχι απλώς να λες ότι δεν μπορούσες να το κάνεις. «Έπρεπε να φέρεις τον κουβά με το νερό και να με αναγκάσεις να βουτήξω μέσα το κεφάλι μέχρι που να μπορώ να απαγγείλω το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος χωρίς λάθος». Αποτόλμησε να κοιτάξει με την άκρη του ματιού της. Στα μάγουλα της Ηλαίην είχαν φανεί κόκκινες πιτσιλιές. Είχε όντως μιλήσει για κουβά, λοιπόν.
«Μπορούσε να συμβεί στον καθένα», είπε απλά η Ηλαίην.
Η Νυνάβε ένιωσε τα μάγουλά της να ανάβουν. Όταν είχε συμβεί αυτό στην Ηλαίην, της είχε βουτήξει το κεφάλι μέσα για να τη συνεφέρει από το κρασί. «Έπρεπε να είχες κάνει οτιδήποτε χρειαζόταν για να... για να ξεμεθύσω».
Ήταν η πιο παράξενη αντιπαράθεση απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί η Νυνάβε· η ίδια επέμενε ότι είχε γίνει περίγελως και της άξιζε ό,τι κι αν της έκαναν, ενώ η Ηλαίην παρέθετε συνεχώς δικαιολογίες εκ μέρους της. Η Νυνάβε δεν καταλάβαινε γιατί ένιωθε τόσο ευχάριστα που αναλάμβανε την ευθύνη για τον εαυτό της. Δεν θυμόταν να το είχε ξανακάνει ποτέ, τουλάχιστον δίχως να στρογγυλέψει όσο μπορούσε τα λόγια της. Παραλίγο θα θύμωνε με την Ηλαίην που δεν συμφωνούσε πως είχε γίνει ρεζίλι των σκυλιών. Αυτό κράτησε ώσπου έφτασαν στο σπιτάκι με την καλαμοσκεπή στην άκρη του χωριού όπου φύλαγαν τον Λογκαίν.
«Αν δεν σταματήσεις», είπε τελικά η Ηλαίην, «ορκίζομαι ότι θα στείλω αυτή τη στιγμή να φέρουν έναν κουβά νερό».
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα και μετά το ξανάκλεισε. Ακόμα και στην νεοανακαλυφθείσα ευφορία της παραδοχής του σφάλματος της, κάτι τέτοιο θα παραπήγαινε. Νιώθοντας τόσο καλά, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Λογκαίν. Νιώθοντας τόσο καλά, θα ήταν ούτως ή άλλος άδικος κόπος· όπως, επίσης, θα ήταν άδικος κόπος χωρίς τη Μογκέντιεν και το βραχιόλι, που δεν θα το φορούσε νιώθοντας τόσο καλά. Έριξε μια ματιά στους δύο Προμάχους που στέκονταν σκοποί έξω από την πόρτα με το πέτρινο πρέκι. Δεν ήταν αρκετά κοντά για να τις ακούσουν, όμως αυτή μίλησε χαμηλόφωνα. «Ηλαίην, πάμε να φύγουμε. Απόψε». Με τον Θομ και τον Τζούιλιν στο Σαλιντάρ, δεν υπήρχε ανάγκη να ζητήσουν άλογα από τον Ούνο. «Όχι στο Κάεμλυν, αν δεν θέλεις. Στο Έμπου Νταρ. Η Μέριλιλ δεν πρόκειται να βρει ποτέ τη γαβάθα, κι η Σέριαμ δεν θα μας επιτρέψει ποτέ να πάμε να τη βρούμε. Τι λες; Απόψε;»
«Όχι, Νυνάβε. Πώς θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον Ραντ αν μας θεωρούν φυγάδες; Κι αυτό ακριβώς θα είμαστε. Το υποσχέθηκες, Νυνάβε. Το υποσχέθηκες, αν βρίσκαμε κάτι».
«Το υποσχέθηκα αν βρίσκαμε κάτι που να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Αλλά μόνο αυτό βρήκαμε!» Η Νυνάβε έχωσε τα ζαρωμένα χέρια της κάτω από τη μύτη της άλλης.
Η Ηλαίην έχασε τη σιγουριά από το πρόσωπό της και από τη φωνή της· σούφρωσε τα χείλη και κοίταξε εξεταστικά το χώμα. «Νυνάβε, ξέρεις ότι είπα στη Μπιργκίτε ότι θα μείνουμε. Όπως φαίνεται λοιπόν, πήγε κι είπε στον Ούνο ότι αυτός σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σου δώσει άλογο αν δεν του το πει η ίδια. Του είπε ότι σκεφτόσουν να το σκάσεις. Το έμαθα μόνο όταν ήταν πολύ αργά». Κούνησε το κεφάλι της εκνευρισμένα. «Αν είναι έτσι το να έχεις Πρόμαχο, δεν ξέρω γιατί τους θέλουν».
Της Νυνάβε της φάνηκε ότι τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες του από την αγανάκτηση. Να λοιπόν γιατί την κοίταζε έτσι ο Ούνο. Η ευφορία χάθηκε μέσα στην πυρά του — εν μέρει θυμού, εν μέρει ταπείνωσης. Ο Ούνο ήξερε· νόμιζε ότι η Νυνάβε... Για στάσου. Για μια στιγμή, κοίταξε συνοφρυωμένη την Ηλαίην, και μετά αποφάσισε να μη ξεστομίσει την ερώτηση που της είχε περάσει από το νου. Άραγε, η Μπιργκίτε είχε αναφέρει μόνο το όνομα της Νυνάβε στον Ούνο, ή μήπως είχε πει και για την Ηλαίην; Η Ηλαίην είχε αποκτήσει μια ωραία θετή οικογένεια. Στον Θομ, είχε βρει έναν ανεκτικό πατέρα που ήθελε να της μάθει ό,τι ήξερε, και στη Μπιργκίτε μια μεγάλη αδερφή που νόμιζε πως η δουλειά της ήταν να προστατεύσει τη μικρή αδελφή της από την ανωριμότητά της.
«Σ’ αυτή την περίπτωση», είπε ανέκφραστα, «ας δούμε τι μπορώ να μάθω από τον Λογκαίν».
Ήταν ένα μικρό σπίτι, μόνο με δύο δωμάτια, αλλά οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι πρόσφεραν κάποια δροσιά. Ο Λογκαίν φορούσε μόνο πουκάμισο, κάπνιζε πίπα και διάβαζε πλάι στο παράθυρο. Οι Άες Σεντάι τον περιποιούνταν καλά. Οι καρέκλες και τα τραπέζια ήταν από τα πιο φίνα του Σαλιντάρ —όχι περίτεχνα, αλλά καλοφτιαγμένα καίτοι αταίριαστα μεταξύ τους— κι ένα χρυσοκόκκινο χαλί με ελικοειδή μοτίβα σκέπαζε σχεδόν όλο το πάτωμα, το οποίο ήταν τόσο καθαρό που η Νυνάβε ήταν σίγουρη πως ο Λογκαίν δεν σκούπιζε ο ίδιος.
Αυτός άφησε το βιβλίο στην άκρη όταν μπήκαν μέσα, και δεν φάνηκε να τον ενοχλεί που δεν είχαν χτυπήσει. Σηκώθηκε με το πάσο του, έσβησε την πίπα του, φόρεσε το σακάκι του, και μόνο τότε χαιρέτησε επισήμως, προβάλλοντας το πόδι. «Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω μετά από τόσον καιρό. Νόμιζα πως με είχατε ξεχάσει. Να σας προσφέρω κρασί; Οι Άες Σεντάι δεν μου φέρνουν πολύ, αλλά αυτό που μου προμηθεύουν δεν είναι καθόλου άσχημο».
Η προσφορά του κρασιού θα ήταν η σταγόνα που είχε ξεχειλίσει το ποτήρι —η Νυνάβε έκρυψε με δυσκολία ένα μορφασμό— αν δεν ήταν ήδη περιττή. Με τον Ούνο στη σκέψη της, το γεγονός ότι ήταν άνδρας ήταν αρκετό. Δεν χρειαζόταν να αντλήσει το θυμό της από τον Μικρό Πύργο. Η σκέψη του όμως πρόσθεσε κάτι ακόμα. Η Αληθινή Πηγή ξαφνικά ήταν εκεί, μια αθέατη θέρμη, που παραλίγο θα μπορούσε να ήταν ορατή. Άνοιξε τον εαυτό της και το σαϊντάρ την πλημμύρισε· αν αυτό που ένιωθε νωρίτερα ήταν ευφορία, τούτο εδώ ξεπερνούσε κάθε έκσταση. Του παραδινόταν, που να καεί η Τέοντριν!
«Κάθισε κάτω», του είπε παγερά. «Δεν θέλω ν’ ακούσω τσιμουδιά. Θα απαντάς όταν σε ρωτώ, αλλιώς δεν θα μιλάς καθόλου».
Ο Λογκαίν απλώς σήκωσε τους ώμους κι υπάκουσε, ταπεινός σαν κουταβάκι. Όχι, δεν ήταν ταπεινός· το χαμόγελο ήταν καθαρή αυθάδεια. Η Νυνάβε ήταν σίγουρη πως ένα μέρος της πήγαζε από τα συναισθήματά του προς τις Άες Σεντάι, κι ένα άλλο από... Ο Λογκαίν κοίταξε την Ηλαίην να κάθεται σε μια άλλη καρέκλα, να στρώνει τα φουστάνια της με αφοσίωση, κι ακόμα κι αν η Νυνάβε δεν είχε δει τι κοίταζε ο Λογκαίν, θα καταλάβαινε ότι κοίταζε γυναίκα. Δεν είχε τίποτα το χυδαίο η έκφρασή του, τίποτα το ρυπαρό, απλώς... Η Νυνάβε δεν ήξερε τι ήταν, αλλά ήξερε ότι την κοίταζε κι αυτήν με τον ίδιο τρόπο, και ξαφνικά ένιωσε έντονα το γεγονός ότι η ίδια ήταν γυναίκα κι αυτός άνδρας. Ίσως οφειλόταν στο ότι ήταν όμορφος κι είχε πλατιούς ώμους, αλλά η Νυνάβε είχε πιο αξιοπρεπή εικόνα του εαυτού της. Φυσικά και δεν ήταν αυτό.
Ξερόβηξε κι ύφανε νημάτια σαϊντάρ μέσα στον Λογκαίν, από Αέρα και Νερό, Φωτιά και Γη και Πνεύμα. Ήταν όλα στοιχεία της Θεραπείας, αλλά τώρα τα χρησιμοποίησε για να τον εξετάσει. Θα ήταν ευκολότερο αν τον άγγιζε με τα χέρια, αλλά δεν άντεχε να το κάνει. Ήδη της ήταν δύσκολο που τον άγγιζε με τη Δύναμη. Ήταν υγιέστατος σαν ταύρος και σχεδόν εξίσου δυνατός, δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα —εκτός από την τρύπα.
Δεν ήταν πραγματική τρύπα, ήταν μάλλον μια αίσθηση ότι αυτό που έμοιαζε συνεχές δεν ήταν συνεχές, ότι αυτό που έμοιαζε λείο κι ευθύ στην πραγματικότητα λοξοδρομούσε γύρω από μια απουσία. Η Νυνάβε ήξερε καλά αυτή την αίσθηση, από τον πρώτο εκείνο καιρό, τότε που νόμιζε ότι ίσως μάθαινε κάτι. Ακόμα και τώρα ένιωθε την επιδερμίδα της να ανατριχιάζει.
Εκείνος σήκωσε το βλέμμα πάνω της προσηλωμένος. Η Νυνάβε δεν θυμόταν να τον πλησιάζει. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση αλαζονείας και περιφρόνησης· μπορεί να μην ήταν Άες Σεντάι, μα ήταν μικρή η διαφορά.
«Πώς μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά μαζί;» ρώτησε η Ηλαίην. «Ούτε τα μισά δεν μπορώ να παρακολουθήσω».
«Σουτ», μουρμούρισε η Νυνάβε. Κρύβοντας το μόχθο που κατέβαλλε, έπιασε απότομα το κεφάλι του Λογκαίν στα χέρια της. Ναι. Ήταν καλύτερα όταν υπήρχε σωματική επαφή, οι εντυπώσεις ήταν πιο ακριβείς.
Κατηύθυνε ολόκληρη τη ροή του σαϊντάρ εκεί που θα έπρεπε να είναι η τρύπα — και σχεδόν ξαφνιάστηκε βρίσκοντας μια αδειανοσύνη. Φυσικά, ακόμα και τώρα δεν περίμενε να μάθει τίποτα. Οι άνδρες ήταν τόσο διαφορετικοί από τις γυναίκες στη Δύναμη όσο ήταν και στη σάρκα, ίσως ακόμα πιο διαφορετικοί. Θα ήταν σαν να εξέταζε μια πέτρα για να μάθει για τα ψάρια. Δυσκολευόταν να εστιάσει τις σκέψεις της σ’ αυτό που έκανε, αφού γνώριζε ότι απλώς προσποιούταν, ότι απλώς χρονοτριβούσε.
Τι θα έλεγε η Μυρέλ; Άραγε θα έκρυβε ένα μήνυμα από την Εγκουέν; Αυτή η αδειανοσύνη, τόσο μικρή που εύκολα θα την προσπερνούσε, ήταν πελώρια από τη στιγμή που έχωσε τις ροές μέσα, τόσο απέραντη που μπορούσε να τις καταπιεί όλες. Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω στην Εγκουέν. Πάω στοίχημα πως όταν μάθει ότι ο Πύργος στέλνει απεσταλμένους στον Ραντ, κι ότι οι Άες Σεντάι εδώ κάθονται άπραγες, θα με βοηθήσει να πείσω την Ηλαίην ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε εδώ. Μια αχανής αδειανοσύνη· το τίποτα. Κι εκείνο που είχε βρει στη Σιουάν και τη Ληάνε, την αίσθηση ότι κάτι είχε κοπεί; Ήταν σίγουρη πως ήταν αληθινή, αν και αμυδρή. Μπορεί οι άνδρες κι οι γυναίκες να ήταν διαφορετικοί, αλλά ίσως... Φτάνει να της μιλήσω με κάποιον τρόπο. Θα καταλάβει ότι ο Ραντ θα ήταν σε καλύτερη θέση μαζί μας εδώ πέρα. Η Ηλαίην θα την ακούσει· η Ηλαίην νομίζει ότι η Εγκουέν ξέρει τον Ραντ καλύτερα απ’ όλους. Αυτό είναι. Κάτι κομμένο. Ήταν μόνο μια εντύπωση, μα ήταν το ίδιο, όπως στη Σιουάν και στη Ληάνε. Πώς μπορώ να τη βρω, λοιπόν; Μακάρι να ξαναεμφανιζόταν στα όνειρά μου. Πάω στοίχημα ότι μπορώ να την πείσω να έρθει με το μέρος μας. Οι τρεις μας θα τα καταφέρουμε πολύ καλύτερα με τον Ραντ. Μαζί, μπορούμε να του λέμε αυτά που θα μαθαίνουμε στον Τελ’αράν’ριοντ, να τον προλαβαίνουμε για να μην κάνει από την ξεροκεφαλιά του κανένα σφάλμα με τις Άες Σεντάι. Θα το καταλάβει αυτό. Κάτι σ’ αυτό το κόψιμο... Αν γεφυρωνόταν με Φωτιά και Πνεύμα, έτσι που...
Τα μάτια του Λογκαίν πλάτυναν λιγάκι, κι αυτό της έδειξε τι είχε κάνει. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της. Απομακρύνθηκε τόσο γοργά από κοντά του, που σκόνταψε στο φουστάνι της. «Νυνάβε», είπε η Ηλαίην, ενώ ανακάθιζε, «τι στο καλ—;» Πέρασε ένα καρδιοχτύπι κι η Νυνάβε ανακατεύθυνε όσο σαϊντάρ μπορούσε να κρατήσει σχηματίζοντας ασπίδα. «Πήγαινε βρες τη Σέριαμ», είπε βιαστικά. «Καμία άλλη εκτός από τη Σέριαμ. Πες της...» Πήρε μια βαθιά ανάσα που έμοιαζε να είναι η πρώτη που είχε ρουφήξει εδώ και ώρες· η καρδιά της χτυπούσε γοργά σαν άλογα που κάλπαζαν. «Πες της ότι Θεράπευσα τον Λογκαίν».