Ο Πέριν δεν έδωσε πολλή σημασία στον Ραντ καθώς εκείνος έλεγε σε μια Κόρη, «Πες στη Σούλιν να ετοιμάσει δωμάτια για τον Πέριν και τη Φάιλε, και να τους υπακούει όπως θα υπάκουγε εμένα». Οι δύο Αελίτισσες πρέπει να το θεώρησαν σπουδαίο αστείο, κρίνοντας από τον τρόπο που γελούσαν χτυπώντας τα πόδια τους, όμως ο Πέριν κοίταζε έναν λεπτό άνδρα που στεκόταν λίγο παρακάτω στο διάδρομο με τις ταπισερί. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο Ντάβραμ Μπασίρε. Όχι μόνο επειδή ήταν Σαλδαίος — παρ’ όλο που δεν έμοιαζε καθόλου με τη Φάιλε, με το πυκνό γκριζωπό μουστάκι του που κατηφόριζε σχεδόν κρύβοντάς του το στόμα. Κι επίσης δεν ήταν ψηλότερος από τη Φάιλε, μπορεί μάλιστα να ήταν λιγάκι πιο κοντός· αλλά η επιβεβαίωση για τον Πέριν ήταν η στάση του, με τα χέρια σταυρωμένα, με πρόσωπο σαν γεράκι που ατένιζε κοτέτσι. Ο άνθρωπος ήξερε· κι αυτό επίσης ήταν βέβαιο.
Λέγοντας ένα τελευταίο αντίο στον Ραντ, ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε στο διάδρομο. Ευχήθηκε να είχε τον πέλεκύ του· ο Μπασίρε ήταν ζωσμένος το σπαθί του. «Άρχοντα Μπασίρε;» Ο Πέριν έκανε μια υπόκλιση που ο άλλος δεν την ανταπέδωσε. Έζεχνε ψυχρή οργή. «Είμαι ο Πέριν Αϋμπάρα».
«Θα μιλήσουμε», είπε κοφτά ο Μπασίρε, και έκανε στροφή επιτόπου. Ο Πέριν δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει, κάνοντας μεγάλες δρασκελιές παρ’ όλο που τα πόδια του ήταν μακρύτερα από του άλλου.
Μετά από δύο στροφές, ο Μπασίρε μπήκε σε ένα μικρό καθιστικό και έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Τα ψηλά παράθυρα άφηναν να χύνεται άπλετο φως, και ζέστη που την ένιωθες παρά το ψηλό ταβάνι. Δύο καρέκλες με μαλακή επένδυση και ψηλές ράχες με σπειροειδή σχέδια είχαν στηθεί αντικριστά. Σ’ ένα τραπέζι με ενσφηνωμένα λαζούρια ήταν ακουμπισμένη μια ασημένια καράφα με ψηλό λαιμό και δύο ασημένια ποτήρια. Δεν ήταν παντς αυτό· ήταν δυνατό κρασί, όπως έδειχνε η μυρωδιά.
Ο Μπασίρε γέμισε τα ποτήρια και έδωσε απότομα ένα στον Πέριν, κάνοντάς του δεσποτικά νόημα να καθίσει. Το μουστάκι πλαισίωνε το χαμόγελο του, όμως τα μάτια και το χαμόγελο έμοιαζαν να ανήκουν σε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Το βλέμμα ήταν αδυσώπητο. «Υποθέτω ότι η Ζαρίν σου είπε τα πάντα για τα κτήματά μας πριν την... παντρευτείς. Τα πάντα για τη Σπασμένη Κορώνα. Ήταν πολυλογού όταν ήταν κοριτσάκι».
Είχε μείνει όρθιος, έτσι είχε μείνει όρθιος και ο Πέριν. Σπασμένη κορώνα; Η Φάιλε δεν είχε μιλήσει ποτέ για σπασμένες κορώνες. «Πρώτα μου είπε ότι ήσουν γουνέμπορος. Ή ίσως πρώτα να είπε για έμπορο ξυλείας και μετά για γουνέμπορο. Πουλούσες επίσης και παγοπιπεριές». Ο Μπασίρε ξαφνιάστηκε κι επανέλαβε απορημένα, «Γουνέμπορος;» μέσα από τα δόντια του. «Η ιστορία που έλεγε άλλαζε», συνέχισε ο Πέριν, «όμως επαναλάμβανε υπερβολικά συχνά πράγματα που είχες πει για το πώς θα έπρεπε να φέρεται ένας στρατηγός, και τη ρώτησα ξεκάθαρα, και...» Το βλέμμα του χάθηκε στο κρασί του, και ύστερα βίασε τον εαυτό του να κοιτάξει τον άλλο άνδρα κατάματα. «Όταν έμαθα ποιος ήσουν, λίγο έλειψε να αλλάξω γνώμη για το γάμο, αλλά εκείνη το είχε δέσει κόμπο, και όταν η Φάιλε δέσει κάτι κόμπο, είναι σαν να προσπαθείς να αλλάξεις γνώμη στα μουλάρια του κάρου που αποφάσισαν να κάτσουν κάτω όλα μαζί. Εκτός αυτού, την αγαπούσα. Την αγαπώ».
«Η Φάιλε;» γάβγισε ο Μπασίρε. «Ποια στο Χάσμα του Χαμού είναι η Φάιλε; Μιλάμε για την κόρη μου τη Ζαρίν, και αυτό που της έκανες!»
«Φάιλε είναι το όνομα που πήρε όταν έγινε Κυνηγός του Κέρατος», είπε υπομονετικά ο Πέριν. Έπρεπε να κάνει καλή εντύπωση σ’ αυτόν τον άνθρωπο· το να είσαι στα μαχαίρια με τον πεθερό σου ήταν εξίσου κακό με το να είσαι στα μαχαίρια με την πεθερά σου. «Αυτό έγινε πριν με γνωρίσει».
«Κυνηγός;» Η φωνή του άλλου γέμισε περηφάνια, και ξαφνικά χαμογέλασε. Η οσμή του θυμού σχεδόν εξαφανίστηκε. «Η παλιονυφίτσα δεν μου είπε λέξη γι’ αυτό. Πρέπει να πω ότι το Φάιλε της πάει καλύτερα από το Ζαρίν. Εκείνο ήταν ιδέα της μάνας της, και εγώ—» Ξαφνικά, κούνησε το κεφάλι απότομα και έριξε μια καχύποπτη ματιά στον Πέριν. Ο θυμός απλώθηκε πάλι στον αέρα. «Μην πας να αλλάξεις θέμα, μικρέ. Μιλάμε για εσένα και την κόρη μου και τον υποτιθέμενο γάμο σας».
«Υποτιθέμενο;» Ο Πέριν ανέκαθεν ήξερε να κρατά τα νεύρα του· η Κυρά Λούχαν έλεγε ότι δεν είχε νεύρα. Όταν μεγαλώνοντας ήσουν μεγαλύτερος και δυνατότερος από τα άλλα αγόρια, όταν μπορούσες από λάθος να κάνεις ζημιά, μάθαινες να συγκρατείς τα νεύρα σου. Αλλά εκείνη τη στιγμή δυσκολευόταν κάπως. «Την τελετή την έκανε η Σοφία, όπως παντρευόμαστε όλοι στους Δύο Ποταμούς πάππου-προς-πάππου».
«Μικρέ, δεν θα άλλαζε τίποτα αν είχες βάλει να χοροστατήσει ένας Ογκιρανός Πρεσβύτερος με έξι Άες Σεντάι για μάρτυρες. Η Ζαρίν ακόμα δεν είναι σε ηλικία για να παντρευτεί χωρίς την άδεια της μητέρας της, την οποία δεν ζήτησε ποτέ, και φυσικά δεν έλαβε. Αυτή τη στιγμή είναι μαζί με τη Ντέιρα, και αν δεν πείσει τη μητέρα της ότι είναι αρκετά ώριμη για να παντρευτεί, θα ξαναγυρίσει στο στρατόπεδο, μάλλον με τη μητέρα τη να τη σέρνει από το αυτί. Όσο για σένα...» Τα δάχτυλα του Μπασίρε χάιδεψαν τη λαβή του σπαθιού του, αν και δεν φάνηκε να το συνειδητοποιεί. «Εσένα», είπε, σχεδόν πρόσχαρα, «θα μπορέσω να σε σκοτώσω».
«Η Φάιλε είναι δικιά μου», μούγκρισε ο Πέριν. Το κρασί χύθηκε στον καρπό του, κι όταν χαμήλωσε ξαφνιασμένος το βλέμμα στο ποτήρι, είδε ότι το είχε λιώσει μέσα στη γροθιά του. Άφησε με προσοχή το τσαλακωμένο ασημένιο σκεύος στο τραπέζι, πλάι στην καράφα, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη φωνή του. «Κανείς δεν μπορεί να μου την πάρει. Κανείς! Αν την πάρεις στο στρατόπεδο σου —ή όπου αλλού!— θα έρθω να τη βρω».
«Έχω εννιά χιλιάδες ανθρώπους μαζί μου», είπε ο άλλος με απροσδόκητα ήπιο τόνο.
«Σκοτώνονται πιο δύσκολα απ’ όσο οι Τρόλοκ; Για δοκίμασε να την πάρεις —δοκίμασε, σου λέω!— και θα το μάθουμε!» Ο Πέριν κατάλαβε ότι έτρεμε, και τα χέρια του είχαν σφιχτεί σε γροθιές τόσο δυνατά που πονούσε. Αυτό τον σοκάρισε· τόσο πολύ καιρό είχε να θυμώσει, να θυμώσει πραγματικά, που δεν θυμόταν πια πώς ήταν.
Ο Μπασίρε τον περιεργάστηκε από την κορυφή ως τα νύχια και μετά κούνησε το κεφάλι του. «Ίσως θα ήταν κρίμα να σε σκοτώσω. Χρειαζόμαστε καινούριο αίμα. Στον Οίκο έχει ξεθυμάνει λιγάκι. Ο παππούς μου έλεγε ότι γινόμασταν όλοι μαλακοί, και είχε δίκιο. Σαν άντρας είμαι το μισό από κείνον, και, παρ’ όλο που ντρέπομαι που το λέω, η Ζαρίν είναι τρομερά μαλακή. Πρόσεξε, δεν εννοώ αδύναμη...» Έσμιξε τα φρύδια για μια στιγμή, κι ένευσε όταν είδε ότι ο Πέριν δεν θα έλεγε ότι η Φάιλε ήταν αδύναμη. «...αλλά πάντως είναι μαλακή».
Τόσο σοκάρισε αυτό τον Πέριν, που κάθισε κάτω πριν συνειδητοποιήσει ότι είχε πλησιάσει την καρέκλα. Παραλίγο θα ξεχνούσε το θυμό του. Ήταν τρελός αυτός ο άνθρωπος, που άλλαζε γνώμη από τη μια στιγμή στην άλλη; Όσο για τη Φάιλε — μαλακή; Πράγματι, ήταν απολαυστικά απαλή μερικές φορές, αλλά αν κανείς άνδρας περίμενε ότι θα ήταν μαλακή με τον τρόπο που το εννοούσε ο πατέρας της, τον περίμενε μια άσχημη έκπληξη. Αυτό ίσχυε και για τον ίδιο τον Πέριν.
Ο Μπασίρε πήρε το λιωμένο ποτήρι, το εξέτασε, και μετά το ξανάφησε κάτω και κάθισε στην άλλη καρέκλα. «Η Ζαρίν μου είπε πολλά για σένα πριν πάει στη μητέρα της, είπε τα πάντα για τον Άρχοντα Πέριν των Δύο Ποταμών, τον Σφαγέα των Τρόλοκ. Αυτό είναι καλό. Μου αρέσουν οι άνδρες που στέκονται μύτη με μύτη με τους Τρόλοκ και δεν υποχωρούν. Τώρα θέλω να μάθω τι είδους άνδρας είσαι». Και έμεινε να περιμένει την απάντηση του Πέριν, σιγοπίνοντας το κρασί του.
Ο Πέριν ευχήθηκε να είχε λίγο ακόμα από το παντς πεπονιού του Ραντ, ή ακόμα και ένα απείραχτο κρασοπότηρο. Το λαρύγγι του είχε στεγνώσει. Ήθελε να κάνει καλή εντύπωση, αλλά αναγκάστηκε να αρχίσει από την αλήθεια. «Το θέμα είναι ότι δεν είμαι πραγματικός άρχοντας. Είμαι σιδεράς. Για να καταλάβεις, όταν ήρθαν οι Τρόλοκ...» Η φωνή του έσβησε επειδή ο Μπασίρε τον έπιασαν τόσο δυνατά γέλια που αναγκάστηκε να σκουπίσει τα δάκρυά του.
«Μικρέ, τους Οίκους δεν τους έφτιαξε ο Δημιουργός. Μερικοί το ξεχνάνε, αλλά αν πας αρκετά πίσω στην ιστορία οποιουδήποτε Οίκου, θα βρεις έναν απλό άνθρωπο που επέδειξε ασυνήθιστο θάρρος ή που κράτησε την ψυχραιμία του και ανέλαβε τα ηνία όταν όλοι οι άλλοι το έσκαγαν σαν ξεπουπουλιασμένες χήνες. Βέβαια, κάτι άλλο που πολλοί θέλουν να ξεχνούν είναι ότι ο δρόμος που σε κατεβάζει μπορεί να είναι εξίσου απότομος. Είχα δύο καμαριέρες στο Τυρ που θα ήταν αρχόντισσες αν οι προγονοί τους πριν διακόσια χρόνια δεν ήταν τόσο ανόητοι που μόνο ένας ανόητος θα τους ακολουθούσε, κι επίσης έναν υλοτόμο στο Σιντόνα που ισχυρίζεται πως οι πρόγονοι του ήταν βασιλιάδες και βασίλισσες πριν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Ίσως να λέει αλήθεια· είναι καλός υλοτόμος. Υπάρχουν τόσοι δρόμοι που σ’ ανεβάζουν όσο και εκείνοι που σε κατεβάζουν, και όλοι είναι γλιστεροί». Ο Μπασίρε ξεφύσηξε τόσο δυνατά που τα μουστάκια του πετάρισαν. «Ο ανόητος γκρινιάζει όταν η μοίρα τον ρίξει στα χαμηλά, και πρέπει να είναι κανείς πραγματικά ανόητος για να γκρινιάξει όταν η μοίρα θα τον ανεβάσει. Αυτό που θέλω να μάθω για σένα δεν είναι τι ήσουν, ή τι είσαι, αλλά αυτό που είσαι μέσα σου. Αν η γυναίκα μου δεν ξεμαλλιάσει τη Ζαρίν, κι αν δεν σε σκοτώσω, τότε ξέρεις πώς να φερθείς στη γυναίκα σου; Ε;»
Για να μη χαλάσει την καλή εντύπωση που είχε δώσει, ο Πέριν αποφάσισε να μην εξηγήσει ότι θα προτιμούσε να ξαναγινόταν σιδεράς. «Φέρομαι στη Φάιλε όσο καλύτερα ξέρω», είπε με προσοχή.
Ο Μπασίρε ξεφύσηξε πάλι. «Όσο καλύτερα ξέρεις». Ο ουδέτερος τόνος του έγινε γρυλλητό. «Κοίτα να μάθεις το σωστό, μικρέ, αλλιώς θα σε... Άκου τι σου λέω. Η γυναίκα δεν είναι στρατιώτης να έρχεται τρέχοντας όταν βάλεις μια φωνή. Η γυναίκα σε μερικά πράγματα είναι μια περιστέρα. Να την κρατάς λιγότερο σφιχτά απ’ όσο νομίζεις ότι πρέπει, αλλιώς μπορεί να της κάνεις κακό. Κι αν κάνεις κακό στη Ζαρίν, θα το μετανιώσεις. Γίνομαι κατανοητός;» Ξαφνικά χαμογέλασε, μπερδεύοντας τον Πέριν, και η φωνή του έγινε σχεδόν φιλική. «Ίσως να είσαι καλός για γαμπρός μου, Αϋμπάρα, αλλά αν την κάνεις δυστυχισμένη...» Χάιδεψε πάλι τη λαβή του σπαθιού του.
«Προσπαθώ να την κάνω ευτυχισμένη», είπε σοβαρά ο Πέριν. «Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να κάνω είναι να την πληγώσω».
«Ωραία. Επειδή θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανες, μικρέ». Κι αυτό επίσης το είπε χαμογελαστά, όμως ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι ο Μπασίρε εννοούσε κάθε λέξη. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να σε πάω στη Ντέιρα. Αν οι δυο τους δεν έχουν τελειώσει ακόμα τη συζήτηση, καλύτερα να μπούμε στη μέση πριν αλληλοσκοτωθούν. Πάντα το παρατραβούσαν λιγάκι όταν τσακώνονταν, και τώρα η Ζαρίν είναι μεγάλη για να δώσει τέλος η Ντέιρα με ένα χέρι ξύλο». Ο Μπασίρε άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι και συνέχισε να μιλά καθώς προχωρούσαν προς την πόρτα. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να συνειδητοποιήσεις. Μπορεί μια γυναίκα να λέει ότι πιστεύει κάτι, αλλά αυτό δεν το κάνει αληθινό. Το πιστεύει, βεβαίως, αλλά κάτι δεν είναι κατ’ ανάγκην αλήθεια επειδή το πιστεύει μια γυναίκα. Έχε το αυτό στο νου σου».
«Εντάξει». Ο Πέριν πίστεψε ότι καταλάβαινε τι εννοούσε ο Μπασίρε. Η Φάιλε μερικές φορές είχε κακές σχέσεις με την αλήθεια. Όχι σε σημαντικά πράγματα, τουλάχιστον για πράγματα που η ίδια θεωρούσε σημαντικά, αλλά όταν υποσχόταν να κάνει κάτι που δεν ήθελε να κάνει, πάντα άφηνε ένα παραθυράκι για να ξεγλιστρήσει, τηρώντας το γράμμα της υπόσχεσής της ενώ έκανε ακριβώς αυτό που ήθελε. Αυτό που δεν καταλάβαινε ο Πέριν ήταν το τι σχέση είχε αυτό με το ότι θα συναντούσε τη μητέρα της Φάιλε.
Έκαναν ένα μακρύ περίπατο στο Παλάτι, πέρασαν ανάμεσα από κιονοστοιχίες, ανέβηκαν σκάλες. Όπως φαινόταν, δεν ήταν πολλοί Σαλδαίοι σε κείνα τα μέρη, αλλά υπήρχαν αρκετοί Αελίτες και Κόρες, όπως επίσης και υπηρέτες με ερυθρόλευκες λιβρέες που υποκλίνονταν ή έκλιναν το γόνυ, και άνδρες και γυναίκες με λευκούς χιτώνες σαν εκείνους που είχαν πάρει τα άλογα. Αυτοί οι τελευταίοι προχωρούσαν γοργά, κρατώντας δίσκους ή στοίβες πετσέτες, με τα μάτια χαμηλωμένα, και δεν έδειχναν να προσέχουν κανέναν. Ο Πέριν κατάλαβε ξαφνιασμένος ότι κάποιοι απ’ αυτούς φορούσαν το ίδιο πορφυρό πανί στους κροτάφους που φορούσαν και πολλοί Αελίτες. Πρέπει να ήταν Αελίτες κι αυτοί. Πρόσεξε και ένα άλλο πραγματάκι. Σ’ αυτούς τους ασπροφορεμένους, η αναλογία των ανδρών με τον κεφαλόδεσμο ήταν ίδιο με εκείνη των γυναικών, και ήταν ίδια και στους άνδρες με τα σκούρα σακάκια και παντελόνια, αλλά δεν είχε δει να τους φορούν οι Κόρες. Ο Γκαούλ του είχε πει μερικά πράγματα για το Άελ, όμως δεν είχε αναφέρει ποτέ τους κεφαλόδεσμους.
Όταν μπήκε με τον Μπασίρε σε ένα δωμάτιο με ενσφηνωμένες με φίλντισι καρέκλες και μικρά τραπεζάκια πάνω σε χαλί με κόκκινα και χρυσά και πράσινα μοτίβα, τα αυτιά του Πέριν έπιασαν τους πνιχτούς ήχους γυναικείων φωνών από ένα εσωτερικό δωμάτιο. Δεν διέκρινε τα λόγια τους μέσα από τη χοντρή πόρτα, καταλάβαινε όμως ότι η μια φωνή ήταν της Φάιλε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος σαν χαστούκι, που σχεδόν αμέσως τον ακολούθησε ένας άλλος, και ο Πέριν μόρφασε. Μόνο ένας κουφιοκεφαλάκης θα έμπαινε ανάμεσα στη γυναίκα του και στην πεθερά του όταν τσακώνονταν —απ’ ό,τι είχε δει, σε τέτοιες περιπτώσεις οι γυναίκες στρέφονταν μαζί εναντίον του— και ήξερε πολύ καλά ότι η Φάιλε υπό φυσιολογικές συνθήκες μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Από την άλλη μεριά όμως, είχε δει δυνατές γυναίκες, που ήταν μητέρες, ακόμα και γιαγιάδες, που αφήνονταν να τις αντιμετωπίσει σαν παιδάκια η δική τους μητέρα.
Στύλωσε τους ώμους του και ξεκίνησε με μεγάλες δρασκελιές προς την εσωτερική πόρτα, όμως ο Μπασίρε τον πρόφτασε και τη χτύπησε σαν να είχαν άφθονο χρόνο. Φυσικά, ο Μπασίρε δεν άκουγε αυτό που για τον Πέριν έμοιαζε να είναι ένας καυγάς ανάμεσα σε δύο γάτες μέσα σε σακί. Βρεγμένες γάτες.
Όταν ακούστηκε το χτύπημα του Μπασίρε, τα μουγκρητά κόπηκαν με το μαχαίρι. «Μπορείτε να μπείτε», είπε δυνατά μια φωνή που έδειχνε αυτοκυριαρχία.
Ο Πέριν με δυσκολία κρατήθηκε να μη σπρώξει στην άκρη τον Μπασίρε, κι όταν μπήκε μέσα, το βλέμμα του έψαξε με αγωνία να βρει τη Φάιλε, η οποία καθόταν σε μια καρέκλα με φαρδιά μπράτσα σε ένα μέρος που το φως από τα παράθυρα έπεφτε πιο διάχυτο. Το χαλί ήταν σκουροκόκκινο στο μεγαλύτερο μέρος του, κάτι που του θύμισε αίμα, και μια από τις δύο ταπισερί έδειχναν μια γυναίκα έφιππη να σκοτώνει λεοπάρδαλη μ’ ένα δόρυ. Η άλλη απεικόνιζε μια λυσσασμένη μάχη γύρω από ένα λάβαρο με το Λευκό Λιοντάρι. Η οσμή της ήταν ένα κουβάρι συναισθημάτων που ο Πέριν δεν μπορούσε να το ξεμπλέξει, και στο αριστερό μάγουλό της είχε ένα κόκκινο αποτύπωμα παλάμης, αλλά του χαμογέλασε, αν και αδύναμα.
Η μητέρας της Φάιλε έκανε τον Πέριν να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Έτσι που μιλούσε ο Μπασίρε για τις περιστερές, περίμενε να δει μια ασθενική γυναίκα, όμως η Αρχόντισσα Ντέιρα ήταν μερικούς πόντους ψηλότερη από τον σύζυγο της, και ήταν... επιβλητική. Δεν ήταν σωματώδης σαν την Κυρά Λούχαν, με το στρογγυλό σουλούπι της, ή σαν τη Νταίζε Κόνγκαρ, που έμοιαζε ικανή να πιάσει και να δουλέψει με το σφυρί του σιδερά. Είχε πλούσιο στήθος, κάτι που δεν θα έπρεπε να σκέφτεται κανείς για τη μητέρα της συζύγου του, και πάνω της έβλεπε από πού είχε πάρει η Φάιλε την ομορφιά της. Το πρόσωπο της Φάιλε ήταν το πρόσωπο της μητέρας της, χωρίς τις λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά της, στους κροτάφους. Αν θα έδειχνε έτσι η Φάιλε όταν έφτανε αυτή την ηλικία, ο Πέριν ήταν πολύ τυχερός άνθρωπος. Από την άλλη μεριά, εκείνη η αγέρωχη μύτη έδινε στην Αρχόντισσα Ντέιρα όψη αετού καθώς τα μαύρα γερτά μάτια στυλώνονταν πάνω του, ενός αετού με πύρινο βλέμμα που ήταν έτοιμος να βυθίσει τα κοφτερά του νύχια σε ένα θρασύ κουνέλι. Μύριζε οργή και περιφρόνηση. Η πραγματική έκπληξη όμως ήταν το πορφυρό αποτύπωμα παλάμης στο μάγουλό της.
«Πατέρα, μόλις τώρα μιλούσαμε για σένα», είπε η Φάιλε μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο, πλησιάζοντας τον και πιάνοντάς του τα χέρια. Τον φίλησε στα μάγουλα και ο Πέριν ένιωσε μια ξαφνική σουβλιά ενόχλησης· δεν το δικαιούνταν αυτό ο πατέρας της τη στιγμή που ο σύζυγός της στεκόταν εκεί, έχοντας δεχθεί μόνο ένα σύντομο χαμογελάκι.
«Να φύγω και να κρυφτώ δηλαδή, Ζαρίν;» χασκογέλασε ο Μπασίρε. Α, τι πλούσιο, πνιχτό γελάκι ήταν αυτό. Δεν έβλεπε ο άνθρωπος ότι η γυναίκα του και η κόρη είχαν ανταλλάξει χτυπήματα;
«Ντάβραμ, προτιμά να τη λένε Φάιλε», είπε αφηρημένα η Αρχόντισσα Ντέιρα. Σταύρωσε τα χέρια κάτω από τον πλούσιο κόρφο της και κοίταξε απροκάλυπτα τον Πέριν από την κορφή ως τα νύχια.
Εκείνος άκουσε τη Φάιλε να ψιθυρίζει στον πατέρα της, «Τώρα εξαρτάται απ’ αυτόν».
Κι ο Πέριν το ίδιο πίστευε, αφού οι δύο γυναίκες είχαν καταλήξει να χτυπηθούν. Στύλωσε τους ώμους του και ετοιμάστηκε να πει στην Αρχόντισσα Ντέιρα ότι θα έδειχνε στη Φάιλε την ίδια τρυφερότητα που θα έδειχνε και σε ένα γατάκι, ότι θα ήταν ταπεινός σαν αρνάκι. Το τελευταίο ήταν ψέμα, φυσικά —αν ήσουν ταπεινός μαζί της, η Φάιλε θα σε έκανε μια χαψιά— αλλά έπρεπε να διατηρήσει την ειρήνη. Εκτός αυτού, στ’ αλήθεια προσπαθούσε να της φέρεται τρυφερά. Ίσως η Αρχόντισσα Ντέιρα να ήταν ο λόγος που ο Μπασίρε μιλούσε τόσο για την τρυφερότητα· κανείς άνδρας δεν θα τολμούσε να δείξει κάτι άλλο σ’ αυτή τη γυναίκα.
Πριν ανοίξει το στόμα του, η μητέρα της Φάιλε είπε, «Τα κίτρινα μάτια δεν κάνουν το λύκο. Είσαι αρκετά δυνατός για να σταθείς πλάι στην κόρη μου, νεαρέ; Απ’ ό,τι μου είπε, έχεις βάλει την ουρά στα σκέλια, της κάνεις όλα τα χατίρια, και της άφησες να σε τυλίξει στο μικρό της δαχτυλάκι».
Ο Πέριν έμεινε να την κοιτάζει. Ο Μπασίρε είχε πάρει την καρέκλα στην οποία καθόταν η Φάιλε και περιεργαζόταν μακάρια τις μπότες του, καθώς είχε ανεβάσει το ένα πόδι στο άλλο. Η Φάιλε, καθισμένη στο πλατύ μπράτσο της καρέκλας του πατέρα του, έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε αγανακτισμένη τη μητέρα της, κι ύστερα χαμογέλασε στον Πέριν μ’ όλη την εμπιστοσύνη που του είχε δείξει όταν του έλεγε να αντιταχθεί στον Ραντ.
«Δεν νομίζω ότι με έχει τυλίξει στο μικρό της δαχτυλάκι», είπε προσεκτικά. Ήταν αλήθεια ότι η Φάιλε το προσπαθούσε, μα αυτός δεν την άφηνε. Εκτός από μια φορά στις τόσες, για να την ευχαριστήσει.
Η Αρχόντισσα Ντέιρα ξεφύσηξε με τρόπο που άφηνε να εννοηθούν πολλά. «Οι αδύναμοι ποτέ δεν το πιστεύουν. Η γυναίκα θέλει δυνατό άνδρα, δυνατότερο απ’ αυτήν, εδώ». Το δάχτυλο της χτύπησε το στέρνο του, τόσο σκληρά που ο Πέριν άφησε ένα μουγκρητό. «Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που ο Ντάβραμ με έπιασε από το σβέρκο και μου έδειξε ότι ήταν ο δυνατότερος από τους δυο μας. Ήταν υπέροχο!» Ο Πέριν βλεφάρισε· το μυαλό του δεν χωρούσε αυτή την εικόνα. «Αν η γυναίκα είναι δυνατότερη από τον άνδρα της, τότε καταλήγει να τον περιφρονήσει. Έχει την επιλογή ή να τον δυναστεύσει, ή να κάνει τον εαυτό της κάτι κατώτερο για να μην είναι αυτός κατώτερος. Αν όμως ο σύζυγος είναι δυνατός...» Τον ξαναχτύπησε στο στέρνο, σκληρότερα. «...μπορεί να είναι εξίσου δυνατή, όσο δυνατή μπορεί να γίνει. Θα πρέπει να αποδείξεις στη Φάιλε ότι είσαι δυνατός». Άλλο ένα χτύπημα, ακόμα πιο σκληρό. «Οι γυναίκες της οικογένειάς μου είναι λεοπαρδάλεις. Αν δεν μπορείς να την εκπαιδεύσεις για να κυνηγά με τις προσταγές σου, τότε η Φάιλε θα σε ξεκοιλιάσει όπως σου αξίζει. Είσαι αρκετά δυνατός;» Αυτή τη φορά το δάχτυλό της έκανε τον Πέριν να οπισθοχωρήσει ένα βήμα.
«Σταμάτα πια!» γρύλισε αυτός. Απέφυγε να τρίψει το στήθος του. Η Φάιλε δεν τον πρόσφερε χείρα βοηθείας, απλώς του χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Ο Μπασίρε τον μελετούσε με σουφρωμένα χείλη και υψωμένο φρύδι. «Αν της κάνω τα χατίρια πού και πού, είναι επειδή το θέλω. Μ’ αρέσει να τη βλέπω να χαμογελά. Αν νομίζεις ότι θα της βάλω λουρί, κάνεις λάθος». Ίσως είχε χάσει μ’ αυτά που έλεγε. Η μητέρα τον κοίταξε με πολύ περίεργο τρόπο, και η οσμή της ήταν ένα σύμφυρμα που ο Πέριν δεν μπορούσε να το ξεδιαλύνει, αν και υπήρχε ακόμα θυμός εκεί, και παγερή αποστροφή. Αλλά, είτε είχε καλή εντύπωση είτε όχι, δεν θα δοκίμαζε άλλο πια να πει αυτά που ήθελαν να ακούσουν ο Μπασίρε και η γυναίκα του. «Την αγαπάω, και μ’ αγαπάει, και προσωπικά αυτό είναι το μόνο που με νοιάζει».
«Λέει», είπε αργά ο Μπασίρε, «ότι αν πάρεις αλλού την κόρη μας, θα την ξαναπάρει πίσω. Νομίζει ότι εννιά χιλιάδες Σαλδαίοι καβαλάρηδες δεν μετράνε μπροστά σε λίγες εκατοντάδες τοξότες των Δύο Ποταμών».
Η γυναίκα του κοίταξε συλλογισμένα τον Πέριν, κι ύστερα φάνηκε καθαρά να βρίσκει την αυτοκυριαρχία της, υψώνοντας στητό το κεφάλι. «Καλά και ωραία όλα αυτά, όμως όλοι μπορούν να ανεμίσουν το σπαθί. Αυτό που θέλω να μάθω είναι αν μπορεί να δαμάσει μια πεισματάρα, ξεροκέφαλη, απείθαρχη—»
«Αρκετά πια, Ντέιρα», τη διέκοψε με πράο ύφος ο Μπασίρε. «Αφού προφανώς αποφάσισες πως η Ζαρίν... η Φάιλε... δεν είναι πια παιδί, νομίζω ότι ο Πέριν καλός είναι».
Προς έκπληξη του Πέριν, η σύζυγος του Μπασίρε έγειρε το κεφάλι ταπεινά. «Ό,τι πεις, καρδιά μου». Ύστερα αγριοκοίταξε τον Πέριν, καθόλου ταπεινά, σαν να ήθελε να του πει ότι έτσι θα έπρεπε να κουμαντάρει ο άνδρας τη γυναίκα.
Ο Μπασίρε μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του κάτι για εγγόνια και για το αίμα που έπρεπε να δυναμώσει. Και η Φάιλε; Εκείνη χαμογέλασε στον Πέριν με μια έκφραση που δεν είχε δει άλλοτε στο πρόσωπό της, μια έκφραση που προκάλεσε αρκετή αμηχανία. Με τα χέρια μαζεμένα και τους αστραγάλους σταυρωμένους και το κεφάλι γερμένο, με κάποιον τρόπο έδειχνε... υποτακτική. Η Φάιλε! Ίσως είχε μπει σε μια οικογένεια που όλοι ήταν τρελοί.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω από τον Πέριν, ο Ραντ απόσωσε το παντς που είχε μείνει στο ποτήρι του και ξαπλώθηκε σε μια καρέκλα, συλλογισμένος. Ευχόταν να τα πήγαινε καλά ο Πέριν με τον Μπασίρε. Αλλά αν δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους, ίσως ο Πέριν να ήταν πιο δεκτικός για να πάει στο Δάκρυ. Χρειαζόταν να είναι εκεί ή ο Πέριν ή ο Ματ, ώστε να πείσει τον Σαμαήλ ότι εκείνη ήταν η πραγματική επίθεση. Η σκέψη τον έκανε να γέλασε μαλακά, πικρά. Μα το Φως, δεν ήταν τρόπος αυτός να σκέφτεσαι για έναν φίλο. Ο Λουζ Θέριν χαχάνιζε και μουρμούριζε χωρίς να ακούγεται καθαρά για φίλους και προδοσίες. Ο Ραντ ευχόταν να τον έπιανε ο ύπνος για ένα χρόνο.
Η Μιν μπήκε χωρίς φυσικά να χτυπήσει ή να την αναγγείλουν. Οι Κόρες καμιά φορά την κοιτούσαν παράξενα, όμως ό,τι και αν είχε πει η Σούλιν, ή ίσως η Μελαίν, η Μιν τώρα ήταν στη μικρή λίστα με εκείνους που τους επέτρεπαν να περάσουν ό,τι κι αν έκανε ο Ραντ. Η Μιν μάλιστα το είχε εκμεταλλευτεί αυτό· μια φορά με το έτσι θέλω είχε πάρει ένα σκαμνί και είχε καθίσει πλάι στη μπανιέρα του μιλώντας σαν να μην έτρεχε τίποτα. Τώρα κοντοστάθηκε για να βάλει ένα ποτήρι παντς και έπεσε στην αγκαλιά του μ’ ένα μικρό γκελ. Μια λεπτή στρώση ιδρώτα γυάλιζε στο πρόσωπό της. Δεν ήθελε ούτε καν να προσπαθήσει για να μάθει να αγνοεί τη ζέστη, μόνο γελούσε κι έλεγε πως ούτε ήταν, ούτε σκόπευε να γίνει Άες Σεντάι. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ραντ είχε γίνει η αγαπημένη της καρέκλα σ’ αυτές τις επισκέψεις, αλλά ήταν σίγουρος πως αν προσποιούνταν τον αδιάφορο, εκείνη κάποια στιγμή θα εγκατέλειπε αυτό το παιχνιδάκι. Γι’ αυτό είχε κρυφτεί όπως-όπως στα νερά της μπανιέρας του και δεν της είχε κλείσει τα μάτια με Αέρα. Αν η Μιν αντιλαμβανόταν ότι όλα αυτά τον επηρέαζαν, τότε δεν θα σταματούσε ποτέ το αστείο της. Εκτός αυτού, μπορεί να ντρεπόταν που το παραδεχόταν αυτό για τη Μιν, αλλά ήταν ωραίο να έχει ένα κορίτσι στα γόνατά του. Δεν ήταν φτιαγμένος από μάρμαρο.
«Τα είπατε ωραία με τη Φάιλε;»
«Δεν μιλήσαμε πολύ. Ήρθε και την πήρε ο πατέρας της, κι αυτή μέσα στις αγκαλιές και τα φιλιά που του έδινε, με ξέχασε. Ύστερα πήγα να κάνω μια βολτίτσα».
«Δεν τη συμπάθησες;» είπε, και τα μάτια της Μιν πλάτυναν, ενώ οι βλεφαρίδες της τα έκαναν να φαντάζουν ακόμα μεγαλύτερα. Οι γυναίκες δεν περίμεναν ότι ένας άνδρας μπορούσε να δει ή να καταλάβει κάτι που ήθελαν να του το κρατήσουν κρυφό.
«Δεν είναι ότι την αντιπάθησα», είπε εκείνη, βγάζοντας τις λέξεις με δυσκολία. «Απλώς... Να, θέλει αυτό που θέλει όταν το θέλει, και δεν δέχεται για απάντηση το όχι. Λυπάμαι τον φουκαρά τον Πέριν που την παντρεύτηκε. Ξέρεις τι ήθελε από μένα; Να βεβαιωθεί ότι δεν είχα βλέψεις στον ακριβό της σύζυγο. Μπορεί να μην το πρόσεξες —οι άνδρες δεν προσέχουν τέτοια πράγματα—» Σταμάτησε απότομα, κοιτάζοντας τον καχύποπτα μέσα από κείνες τις μακριές βλεφαρίδες της. Στο κάτω-κάτω, ο Ραντ είχε δείξει ότι μπορούσε να δει μερικά πράγματα. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν σκόπευε να γελάσει, η να τα αναφέρει, συνέχισε. «Κατάλαβα από την πρώτη ματιά ότι ήταν μαγεμένος μαζί της, ο καημενούλης. Κι αυτή μαζί του. Νομίζω πως δεν θα έριχνε δεύτερη ματιά σε άλλη γυναίκα, όμως εκείνη δεν το πιστεύει, ειδικά αν η άλλη γυναίκα τον κοίταζε πρώτη. Ο Πέριν έχει βρει το γεράκι του και δεν θα νιώσω έκπληξη αν αυτή τον σκοτώσει όταν εμφανιστεί ο αστούριος». Για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα, και σήκωσε το βλέμμα της πάνω του πριν αρχίσει να πίνει το παντς της.
Αν τη ρωτούσε, θα του έλεγε τι εννοούσε. Ο Ραντ θυμόταν ότι δεν έλεγε τίποτα από τις θεάσεις της αν δεν τον αφορούσαν, όμως αν αυτό ήταν όντως έτσι, τότε για κάποιο λόγο είχε αλλάξει τακτική. Τώρα κοίταζε όποιον της ζητούσε ο Ραντ, και του έλεγε ό,τι έβλεπε. Όμως ένιωθε άσχημα μέσα της όταν το έκανε.
Σκάσε! φώναξε ο Ραντ στον Λουζ Θέριν. Φύγε! Είσαι νεκρός! Αποτέλεσμα, κανένα· αυτό συνέβαινε συχνά τώρα τελευταία. Η φωνή συνέχισε να μουρμουρίζει, άλλοτε έλεγε για προδοσίες από φίλους, άλλοτε έλεγε ότι τους πρόδιδε.
«Είδες τίποτα που να με αφορά;» τη ρώτησε.
Μ’ ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνη, η Μιν βολεύτηκε φιλικά στο στήθος του —μάλλον το εννοούσε φιλικά· από την άλλη όμως, πιθανότατα όχι— και άρχισε να μιλά, πίνοντας στο ενδιάμεσο γουλιές παντς. «Όταν οι δυο σας ήσασταν μαζί, είδα εκείνες τις πυγολαμπίδες και το σκοτάδι πιο έντονα από ποτέ. Μμμ. Μ’ αρέσει το παντς πεπονιού. Αλλά με τους δυο σας στο ίδιο δωμάτιο, οι πυγολαμπίδες άντεχαν και δεν καταβροχθίζονταν ταχύτερα απ’ όσο μπορούσαν να μαζευτούν σε σμήνος, όπως συμβαίνει όταν είσαι μόνος. Υπάρχει και κάτι άλλο που είδα όταν ήσασταν μαζί. Δυο φορές θα πρέπει να είναι εκεί, αλλιώς εσύ...» Κοίταξε στο ποτήρι για να μην δει το πρόσωπό της. «Αν δεν είναι εκεί, θα σου συμβεί κάτι άσχημο». Η φωνή της ήταν ξεψυχισμένη, φοβισμένη. «Πολύ άσχημο».
Ο Ραντ ήθελε να μάθει κι άλλα —πότε και πού και τι— αλλά η Μιν αν ήξερε θα του τα είχε ήδη πει. «Τότε πρέπει να τον κρατήσω κοντά μου», είπε όσο κεφάτα μπορούσε. Δεν του άρεσε να φοβάται η Μιν.
«Δεν ξέρω αν αυτό αρκεί», μουρμούρισε εκείνη με το στόμα κοντά στο ποτήρι. «Θα συμβεί αν δεν είναι εκεί ο Πέριν, αλλά απ’ όσα είδα, τίποτα δεν λέει ότι δεν θα συμβεί επειδή αυτός θα είναι εκεί. Ραντ, θα είναι πολύ άσχημο. Και μόνο που σκέφτομαι τη θέαση νιώθω να...»
Εκείνος της ύψωσε το πρόσωπο και ξαφνιάστηκε βλέποντας δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια της. «Μιν, δεν ήξερα ότι αυτές οι θεάσεις σου φέρνουν πόνο», είπε τρυφερά. «Με συγχωρείς».
«Δεν ξέρεις τίποτα, βοσκέ», μουρμούρισε εκείνη. Πήρε ένα δαντελωτό μαντίλι από το μανίκι της και σκούπισε τα μάτια της. «Φταίει η σκόνη. Να βάλεις τη Σούλιν να καθαρίζει πιο συχνά». Το μαντίλι ξαναμπήκε στη θέση του με μια φανταχτερή χειρονομία. «Πρέπει να ξαναγυρίσω στο Στέμμα των Ρόδων. Απλώς έπρεπε να σου πω τι είδα στον Πέριν».
«Μιν, τα μάτια σου τέσσερα. Ίσως δεν θα ’πρεπε να έρχεσαι τόσο συχνά. Δεν νομίζω ότι η Μεράνα θα σου φερθεί με κατανόηση αν ανακαλύψει τι κάνεις».
Το χαμόγελο της έμοιαζε με τον παλιό εαυτό της, και τα μάτια της έδειχναν κεφάτα παρ’ όλο που ακόμα λαμπύριζαν από τα δάκρυα. «Αυτό άστο πάνω μου, βοσκέ. Νομίζουν ότι χαζεύω τα αξιοθέατα του Κάεμλυν σαν απλοϊκή επαρχιώτισσα. Αν δεν ερχόμουν κάθε μέρα, θα ήξερες ότι συναντιούνται με ευγενείς;» Το είχε δει κατά λάθος καθώς ερχόταν την προηγούμενη μέρα στο Παλάτι· η Μεράνα είχε φανεί φευγαλέα στο παράθυρο ενός παλατιού που η Μιν είχε μάθει ότι ανήκε στον Άρχοντα Πέλιβαρ. Το ότι ο Πέλιβαρ και οι καλεσμένοι του ήταν οι μόνοι εκεί ήταν εξίσου πιθανό με το να είχε πάει η Μεράνα για να του καθαρίσει τις αποχετεύσεις.
«Να προσέχεις», επέμεινε αυτός. «Μιν, δεν θέλω να πάθεις τίποτα».
Εκείνη τον περιεργάστηκε σιωπηλά για μια στιγμή, και μετά ανασηκώθηκε για να τον φιλήσει απαλά στα χείλη. Τουλάχιστον... Μπορεί να ήταν απαλό το φιλί, όμως ήταν καθημερινή τελετουργία όταν έφευγε η Μιν, και ο Ραντ σκεφτόταν ότι αυτά τα φιλιά κάθε μέρα γινόταν λιγότερο απαλά.
Παρά τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό του, είπε, «Μακάρι να μην το έκανες αυτό». Άλλο που την άφηνε να κάθεται στα γόνατά του, όμως το αστείο παραπήγαινε μ’ αυτά τα φιλιά.
«Μη βάλεις ακόμα τα κλάματα, αγροτόπαιδο», του είπε εκείνη χαμογελώντας. «Μη σε πιάσει γλωσσοδέτη». Του ανακάτεψε τα μαλλιά λες και ήταν δέκα χρονών και κίνησε για την πόρτα, αλλά, όπως συνήθιζε μερικές φορές, οι κινήσεις της ήταν τόσο κομψές και λικνιστικές που τον Ραντ μπορεί να μην τον έπιασαν τα κλάματα και να μην έπαθε γλωσσοδέτη, αλλά το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της παρ’ όλο που προσπαθούσε να μην το κάνει. Τα μάτια του ανέβηκαν στο πρόσωπό της καθώς εκείνη γυρνούσε. «Μα, βοσκέ, το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε. Νόμιζα ότι η κάψα δεν σε αγγίζει. Τέλος πάντων. Ήθελα να σου πω ότι θα προσέχω. Θα σε δω αύριο. Φρόντισε να βάλεις καθαρές κάλτσες».
Ο Ραντ άφησε να βγει μια μακρόσυρτη ανάσα όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της. Καθαρές κάλτσες; Κάθε μέρα έβαζε καθαρές κάλτσες! Είχε μόνο δύο επιλογές. Ή θα συνέχιζε να προσποιείται πως η Μιν δεν τον επηρέαζε ώσπου εκείνη να το σταματούσε, ή θα συμβιβαζόταν με το γλωσσοδέτη που τον έπιανε. Ή θα την παρακαλούσε· ίσως η Μιν σταματούσε αν την παρακαλούσε, αλλά μετά θα είχε να τον κοροϊδεύει γι’ αυτό, και της Μιν της άρεσε να τον κοροϊδεύει. Η μόνη άλλη επιλογή —να είναι σύντομες οι συναντήσεις τους, και να της φέρεται ψυχρά και απόμακρα— ήταν αδιανόητη. Ήταν φίλη του· θα ήταν σαν να ήταν ψυχρός και απόμακρος προς την... Αβιέντα και την Ηλαίην, αυτά ήταν τα ονόματα που του ήρθαν στο νου, και δεν ταίριαζαν. Προς τον Ματ ή τον Πέριν. Το μόνο που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί ένιωθε ακόμα τόσο άνετα κοντά της. Δεν έπρεπε, αφού τον πείραζε με τέτοιο τρόπο, έλα όμως που έτσι ένιωθε.
Το παραλήρημα του Λουζ Θέριν είχε δυναμώσει από τη στιγμή που είχαν αναφερθεί οι Άες Σεντάι, και τώρα είπε καθαρότατα, Αν συνωμοτούν με τους ευγενείς, θα πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτές.
Φύγε, τον πρόσταξε ο Ραντ.
Εννιά είναι επικίνδυνες, ακόμα και αν είναι ανεκπαίδευτες. Πολύ επικίνδυνες. Δεν θα τις αφήσω. Όχι, όχι.
Φύγε, Λουζ Θέριν!
Δεν είμαι νεκρός! αλύχτησε η φωνή. Μου αξίζει ο θάνατος, μα να που είμαι ζωντανός! Ζωντανός! Ζωντανός!
Είσαι νεκρός! φώναξε ο Ραντ στο κεφάλι του. Είσαι νεκρός, Λουζ Θέριν!
Η φωνή καταλάγιασε, ουρλιάζοντας ακόμα Ζωντανός! καθώς έσβηνε και χανόταν.
Τρέμοντας, ο Ραντ σηκώθηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του, αδειάζοντάς το ως τον πάτο με μια μεγάλη, αργή γουλιά. Ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπό του, και το πουκάμισο κολλούσε πάνω του. Δυσκολεύτηκε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Ο Λουζ Θέριν γινόταν ολοένα και πιο επίμονος. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο. Αν η Μεράνα συνωμοτούσε με τους ευγενείς, ειδικά τους ευγενείς που ήταν έτοιμοι να κηρύξουν ανταρσία αν ο Ραντ δεν τους πρόσφερε αρκετά γρήγορα την Ηλαίην, τότε θα έπρεπε να κάνει κάτι. Δυστυχώς, δεν είχε ιδέα τι θα ήταν αυτό.
Θα τις σκοτώσω, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Εννιά είναι πολύ επικίνδυνες, μα αν σκοτώσω μερικές, αν τις διώξω... αν τις σκοτώσω... αν τις κάνω να με φοβηθούν... δεν θα ξαναπεθάνω... μου αξίζει ο θάνατος, μα θέλω να ζήσω... Άρχισε να σιγοκλαίει, όμως το ψιθυριστό παραλήρημα συνεχίστηκε.
Ο Ραντ ξαναγέμισε το ποτήρι του και προσπάθησε να μην τον ακούει.
Όταν εμφανίστηκε η Πύλη Ορίγκαν που έβγαζε στην Έσω Πόλη, η Ντεμίρα Έριφ βράδυνε το ρυθμό της. Μερικοί άνδρες στον πολυσύχναστο δρόμο την κοίταξαν με θαυμασμό καθώς προσπερνούσαν στο στριμωξίδι, και εκείνη για χιλιοστή ίσως φορά σημείωσε με το νου της ότι έπρεπε να σταματήσει να φορά ρούχα από το Άραντ Ντόμαν, την πατρίδα της, και για χιλιοστή φορά το ξέχασε αμέσως. Τα φορέματα ήταν κάτι το ασήμαντο —εδώ και χρόνια έβαζε να της ράβουν τα ίδια έξι μοντέλα— και αν έδειχνε ιδιαίτερη θρασύτητα κάποιος άνδρας που δεν συνειδητοποιούσε πως ήταν Άες Σεντάι, ήταν απλό να του πει ποια ήταν αυτή στην οποία φερόταν με τόση αναίδεια. Έτσι τους ξεφορτωνόταν με αρκετή ευκολία, αφού συνήθως το έβαζαν στα πόδια.
Εκείνη τη στιγμή, την ενδιέφερε μόνο η Πύλη Ορίγκαν, μια θαυμάσια αψίδα από λευκό μάρμαρο στο αστραφτοβόλο λευκό τείχος, απ’ όπου περνούσαν άνθρωποι, κάρα και άμαξες κάτω από το βλέμμα δώδεκα Αελιτών που κατά τη γνώμη της δεν ήταν τόσο ασύντακτοι όσο έδειχναν με την πρώτη ματιά. Ίσως να αναγνώριζαν αμέσως μια Άες Σεντάι. Μερικές φορές ήταν εκπληκτικό το ποιοι άνθρωποι τις αναγνώριζαν. Εκτός αυτού, κάποιοι την παρακολουθούσαν από το Στέμμα των Ρόδων· τα σακάκια και τα παντελόνια που ήταν φτιαγμένα για να γίνονται ένα με τα βράχια και τους θάμνους, διακρίνονταν μια χαρά στους δρόμους της πόλης. Έτσι, ακόμα κι αν ήθελε να μπει στην Έσω Πόλη, ακόμα κι αν ήταν πρόθυμη να προκαλέσει την οργή της Μεράνα μπαίνοντας δίχως πρώτα να ζητήσει την άδεια του αλ’Θόρ, δεν θα το έκανε. Πόσο την έτσουζε αυτό, που οι Άες Σεντάι ήταν υποχρεωμένες να ζητούν την άδεια ενός άνδρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να δει τον Μίλαμ Χάρντερ, Δεύτερο Βιβλιοθηκάριο του Βασιλικού Παλατιού, που ήταν πράκτοράς της κοντά στα τριάντα χρόνια.
Η βιβλιοθήκη του παλατιού εδώ δεν μπορούσε να συγκριθεί με κείνη του Λευκού Πύργου, ή με τη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Καιρχίν, ή τη Βιβλιοθήκη Τερχάνα στο Μπάνταρ Έμπαν, αλλά η Ντεμίρα ευκολότερα θα αποκτούσε φτερά παρά την άδεια να μπει σε κείνες. Πάντως, αν το μήνυμά της είχε φτάσει στον Μίλαμ, θα είχε αρχίσει να ψάχνει για τα βιβλία που του είχε ζητήσει. Η βιβλιοθήκη του Παλατιού ίσως να είχε πληροφορίες για τις Σφραγίδες στη φυλακή του Σκοτεινού, ίσως και καταλογογράφηση των πηγών, αν και αυτά ήταν φρούδες ελπίδες. Οι περισσότερες βιβλιοθήκες είχαν βιβλία στοιβαγμένα σε γωνίες που έπρεπε να είχαν καταγραφεί εδώ και πολύ καιρό, αλλά όμως παρέμεναν ξεχασμένα για εκατό χρόνια, για πεντακόσια χρόνια, γι’ ακόμα περισσότερα μερικές φορές. Οι περισσότερες βιβλιοθήκες έκρυβαν θησαυρούς τους οποίους ούτε καν υποψιάζονταν οι βιβλιοθηκάριοι.
Περίμενε ανυπόμονα, αφήνοντας το πλήθος να διαβαίνει δίπλα της, προσέχοντας μονάχα τους ανθρώπους που έβγαιναν από την πύλη, μα δεν είδε το φαλακρό κεφάλι και το φεγγαρίσιο πρόσωπο του Μίλαμ. Στο τέλος, αναστέναξε. Ήταν φανερό πως δεν είχε λάβει το μήνυμά της· αν το είχε πάρει, θα είχε προφασιστεί κάποια δικαιολογία για να βρεθεί εκεί την ορισμένη ώρα. Η Ντεμίρα θα έπρεπε να περιμένει πότε θα ερχόταν η σειρά της να συνοδεύσει τη Μεράνα στο Παλάτι και να ελπίζει ότι ο νεαρός αλ’Θόρ θα της έδινε άδεια —πάλι άδεια!— να ψάξει στη βιβλιοθήκη.
Γυρνώντας την πλάτη στην πύλη, το βλέμμα της έπεσε στα μάτια ενός ψηλού άνδρα με λιπόσαρκο πρόσωπο που φορούσε γιλέκο αγωγιάτη και την κοίταζε με υπερβολικό θαυμασμό. Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, της έκλεισε το μάτι!
Δεν θα ανεχόταν τέτοια συμπεριφορά σ’ όλο το δρόμο μέχρι το πανδοχείο. Πρέπει να θυμηθώ να κάνω μερικά απλά φορέματα, σκέφτηκε, κι αναρωτήθηκε γιατί δεν το είχε κάνει αυτό νωρίτερα. Το καλό ήταν που είχε ξαναέρθει στο Κάεμλυν, πριν μερικά χρόνια, και ο Στέβαν θα περίμενε στο Στέμμα των Ρόδων, σαν φάρος που θα την καθοδηγούσε αν χρειαζόταν. Γλίστρησε στο στενό, σκιερό χάσμα μεταξύ ενός μαχαιροποιείου και ενός καπηλειού.
Τα στενοσόκακα του Κάεμλυν ήταν λασπωμένα την τελευταία φορά που είχε περάσει από κει, αλλά ακόμα και τώρα που ήταν στεγνά, όσο πιο πολύ προχωρούσε, τόσο χειροτέρευε η μυρωδιά. Οι τοίχοι ήταν άδειοι, δεν υπήρχαν παράθυρα πουθενά, και μόνο σπάνια έβλεπες κάποια στριμωγμένη πόρτα ή κάποια στενή πύλη, αλλά κι αυτές με όψη που έλεγε ότι είχαν καιρό να ανοιχτούν. Κοκαλιάρικες γάτες την κοίταζαν βουβά από βαρέλια και πίσω τοίχους, και αδέσποτα σκυλιά που μετρούσες τα παίδια τους τέντωναν προς τα πίσω τα αυτιά και γρύλιζαν απειλητικά πριν χαθούν σε κανένα κάθετο δρομάκι. Δεν φοβόταν μήπως την έγδερνε καμιά γάτα ή μήπως τη δάγκωνε κανένα σκυλί. Οι γάτες έμοιαζαν να συναισθάνονται κάτι για τις Άες Σεντάι· δεν είχε ακούσει ποτέ για Άες Σεντάι που να την είχε γδάρει ακόμα και η πιο άγρια γάτα. Τα σκυλιά ήταν βεβαίως εχθρικά, σχεδόν σαν να θεωρούσαν τις Άες Σεντάι γάτες, αλλά σχεδόν πάντα το έσκαγαν αφού πρώτα έκαναν λίγη επίδειξη.
Υπήρχαν περισσότερα σκυλιά και γάτες στα δρομάκια απ’ ό,τι θυμόταν, και ήταν πιο κοκαλιάρικα, αλλά λιγότεροι άνθρωποι. Δεν είχε δει ψυχή πριν στρίψει μια γωνία για να δει πεντ’ έξι Αελίτες να έρχονται προς το μέρος της, γελώντας και συζητώντας αναμεταξύ τους. Φάνηκαν να ξαφνιάζονται βλέποντάς την.
«Μας συγχωρείς, Άες Σεντάι», μουρμούρισε ο ένας, και όλοι κόλλησαν στον τοίχο, παρ’ όλο που υπήρχε χώρος.
Αναρωτήθηκε αν ήταν οι ίδιοι που την είχαν ακολουθήσει —κάποιο από τα πρόσωπά της έμοιαζε γνώριμο, ένας κοντόχοντρος με αιμοβόρο βλέμμα— και ένευσε, μουρμουρίζοντας «ευχαριστώ» καθώς προσπερνούσε.
Η λόγχη που χώθηκε στο πλευρό της ήταν τόσο ξαφνική που η Άες Σεντάι δεν άφησε καν κάποια κραυγή. Άπλωσε έξαλλα προς το σαϊντάρ, όμως μια άλλη την τρύπησε στο πλευρό, κι έπεσε στο χώμα. Το πρόσωπο που θυμόταν κόλλησε στο δικό της, με περιγελαστικά, μαύρα μάτια, γρυλίζοντας κάτι ενώ αυτή πάσχιζε να φτάσει το σαϊντάρ, να... Το σκοτάδι την κατάπιε.
Όταν ο Πέριν και η Φάιλε έφυγαν επιτέλους από την ατέλειωτη συνάντηση με τους γονείς της, εκείνη η παράξενη σερβιτόρα, η Σούλιν, τους περίμενε στο χωλ. Ο Πέριν ήταν μουσκεμένος στον ιδρώτα που σχημάτιζε σκούρους λεκέδες στο σακάκι του, και ένιωθε σαν να είχε τρέξει δέκα μίλια ενώ τον γρονθοκοπούσαν σε κάθε βήμα. Η Φάιλε είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και το βήμα της ήταν ανάλαφρο· ακτινοβολούσε, ήταν πανέμορφη, περήφανη για τον εαυτό της όπως και τότε που είχε φέρει τους άνδρες του Λόφου της Σκοπιάς πάνω που οι Τρόλοκ απειλούσαν να μπουν στο Πεδίο του Έμοντ. Η Σούλιν έκλινε το γόνυ κάθε φορά την κοίταζαν, και κάθε φορά σκόνταφτε και παραλίγο θα έπεφτε· στο τραχύ πρόσωπο με την ουλή στο μάγουλο ήταν μονίμως χαραγμένο ένα δουλοπρεπές χαμόγελο που έμοιαζε έτοιμο να γίνει θρύψαλα με μια ανάσα. Οι Κόρες τις οποίες περνούσαν αντάλλασσαν χειρομιλία μεταξύ τους και η Σούλιν έκανε γονυκλισίες και σ’ αυτές, αν και έτριζε τα δόντια της τόσο δυνατά που ο Πέριν το άκουγε πεντακάθαρα. Ακόμα και η Φάιλε άρχισε να την κοιτάζει επιφυλακτικά.
Όταν η γυναίκα τις οδήγησε στα δωμάτιά τους, σε ένα καθιστικό και μια κρεβατοκάμαρα με κρεβάτι με ουρανό που χωρούσε δέκα ανθρώπους και ένα μακρύ μαρμάρινο μπαλκόνι με θέα σε μια εσωτερική αυλή με σιντριβάνι, επέμεινε να τους εξηγήσει και να τους δείξει τα πάντα, ακόμα κι αυτά που μπορούσαν να δουν. Είχαν πάει τα άλογά τους στο στάβλο και τα είχαν περιποιηθεί. Είχαν βγάλει τα ρούχα από τα σακίδια και των δυο τους και τα είχαν κρεμάσει στη ντουλάπα μαζί με τη ζώνη του πέλεκυ του Πέριν, και τα λιγοστά πράγματά τους ήταν απλωμένα στα συρτάρια μιας συρταριέρας με σχολαστική ακρίβεια. Ο πέλεκυς του Πέριν ήταν γερμένος πλάι στο γκρι μαρμάρινο τζάκι, λες και ήταν για τα καυσόξυλα. Υπήρχαν δύο ασημένιες καράφες με δροσοσταλίδες στο πλάι, που η μια είχε δροσερό τσάι με γεύση μέντας, η άλλη παντς από δαμάσκηνο. Η Σούλιν επισήμανε και άγγιξε δύο καθρέφτες τοίχου με επίχρυση κορνίζα, ο ένας ήταν πάνω από ένα τραπεζάκι όπου ήταν ακουμπισμένες η φιλντισένια χτένα και η βούρτσα της Φάιλε, και ένα μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη με σμιλεμένα στηρίγματα που ακόμα κι ένας τυφλός θα το έβρισκε.
Ενώ η Σούλιν συνέχιζε να εξηγεί για το νερό που θα έφερναν για το μπάνιο, και για τις χάλκινες μπανιέρες, ο Πέριν της έβαλε μια χρυσή κορώνα στη ροζιασμένη παλάμη της. «Σ’ ευχαριστώ», είπε, «αλλά μπορείς να μας αφήσεις τώρα...» Για μια στιγμή του φάνηκε πως θα του πετούσε το νόμισμα κατάμουτρα, αλλά αντιθέτως του έκανε άλλη μια τρεμάμενη γονυκλισία και βρόντηξε την πόρτα βγαίνοντας.
«Κάτι μου λέει πως αυτή που την εκπαίδευσε δεν ήξερε τη δουλειά της», είπε η Φάιλε. «Παρεμπιπτόντως, το έκανες πολύ καλά. Ήσουν ευγενικός αλλά σταθερός. Μακάρι να μπορούσες να είσαι έτσι και με τους δικούς μας υπηρέτες». Του γύρισε τη λεπτή πλάτη της και η φωνή της έγινε μουρμούρισμα. «Θα με ξεκουμπώσεις;»
Ο Πέριν πάντα ένιωθε χοντρά τα δάχτυλά του όταν της ξεκούμπωνε τα μικρά κουμπιά, σχεδόν φοβόταν μήπως τα έσπαζε ή μήπως της έσχιζε το φόρεμα. Από την άλλη μεριά, του άρεσε να ξεντύνει τη γυναίκα του. Συνήθως η Φάιλε έβαζε μια υπηρέτρια να το κάνει, κι ήταν σίγουρος ότι το έκανε εξαιτίας των χαμένων κουμπιών. «Τις εννοούσες αυτές τις ανοησίες που έλεγες στη μητέρα σου;»
«Μα δεν με δάμασες, άντρα μου» του είπε εκείνη χωρίς να τον κοιτάζει, «δεν με έμαθες να κουρνιάζω στον καρπό σου όταν με καλείς; Δεν τρέχω να σε ευχαριστήσω; Δεν είμαι πειθήνια και στην παραμικρή χειρονομία σου;» Η οσμή της έδειχνε ότι το διασκέδαζε. Το ίδιο και η φωνή της, ολοφάνερα. Το πρόβλημα ήταν ότι το έλεγε σαν να το εννοούσε, όπως και πριν που έλεγε σχεδόν το ίδιο πράγμα στη μητέρα της, με το κεφάλι όσο πιο ψηλά και καμαρωτά μπορούσε. Μία ήταν η ουσία, ότι οι γυναίκες ήταν παράξενες. Όσο για τη μητέρα της...! Και ο πατέρας της, από την άλλη!
Καλά θα έκανε να αλλάξει θέμα, ίσως. Τι είχε πει ο Μπασίρε; «Φάιλε, τι είναι η σπασμένη κορώνα;» Ήταν σίγουρος πως αυτό είχε πει.
Η Φάιλε άφησε έναν ενοχλημένο ήχο και ξαφνικά η μυρωδιά της έδειξε ταραχή. «Ο Ραντ έφυγε από το Παλάτι, Πέριν».
«Κι αν έφυγε, τι;» Σκύβοντας για να περιεργαστεί ένα σεντεφένιο κουμπί, κοίταξε συνοφρυωμένος την πλάτη της. «Πού το ξέρεις;»
«Από τις Κόρες. Η Μπάιν και η Τσιάντ μου έμαθαν λίγη χειρομιλία. Μην το πεις πουθενά, Πέριν. Κρίνοντας από το πώς έκαναν όταν άκουσαν ότι υπάρχουν εδώ Αελίτες, νομίζω ότι δεν έπρεπε να το κάνουν. Επίσης, ίσως είναι καλό να καταλαβαίνω τι λένε οι Κόρες χωρίς αυτές να το ξέρουν. Μοιάζουν όλες μαζεμένες γύρω από τον Ραντ». Στριφογύρισε για να του ρίξει ένα πονηρό χαμόγελο και του χάιδεψε το γένι. «Οι πρώτες Κόρες που συναντήσαμε νομίζουν ότι έχεις ωραίους ώμους, αλλά αυτό δεν τους άρεσε. Οι Αελίτισσες δεν ξέρουν πώς είναι μια ωραία γενειάδα».
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι, περίμενε τη Φάιλε να γυρίσει από την άλλη, και έβαλε στην τσέπη το κουμπί που είχε βγει όταν εκείνη είχε στριφογυρίσει. Ίσως η Φάιλε να μην το πρόσεχε· ο Πέριν είχε περάσει μια ολόκληρη βδομάδα μ’ ένα κουμπί να λείπει από το σακάκι του, και δεν το είχε καταλάβει πριν του το επισημάνει εκείνη. Όσο για τις γενειάδες, απ’ ό,τι είχε πει ο Γκαούλ, οι Αελίτες δεν άφηναν μουστάκια και γένια· η Μπάιν και η Τσιάντ θεωρούσαν το γένι του καλό θέμα για παράξενα αστεία. Αρκετές φορές σ’ αυτή τη ζέστη είχε σκεφτεί να ξυριστεί. Όμως της Φάιλε της άρεσε το γένι. «Τι τρέχει με τον Ραντ; Γιατί είναι πρόβλημα το αν έφυγε από το παλάτι;»
«Απλώς για να ξέρεις τι κάνει πίσω από την πλάτη σου. Προφανώς δεν ήξερες ότι θα έφευγε. Μην ξεχνάς ότι είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό είναι κάτι σαν βασιλιάς, βασιλιάς των βασιλιάδων, και οι βασιλιάδες καμιά φορά εκμεταλλεύονται ακόμα και τους φίλους τους, είτε κατά λάθος είτε σκοπίμως».
«Ο Ραντ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Και τι προτείνεις, τέλος πάντων; Να τον κατασκοπεύσω;»
Το είπε στ’ αστεία, όμως εκείνη είπε, «Όχι εσύ, αγάπη μου. Στο αντρόγυνο, η κατασκοπεία είναι η δουλειά της γυναίκας».
«Φάιλε!» Ο Πέριν σηκώθηκε τόσο απότομα που παραλίγο θα ξερίζωνε κι άλλο κουμπί, την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε να τον αντικρίσει. «Δεν θα κατασκοπεύσεις τον Ραντ, άκουσες;» Εκείνη πήρε ένα πεισματάρικο ύφος, με τις άκρες του στόματος στραμμένες προς τα κάτω και τα μάτια στενεμένα —όλη η έκφραση της φώναζε την ξεροκεφαλιά της— αλλά μπορούσε κι ο ίδιος να δείξει πείσμα. «Φάιλε, θέλω να δω εκείνη την υπακοή για την οποία καυχιόσουν». Απ’ όσο καταλάβαινε, η Φάιλε έκανε ό,τι της έλεγε ο Πέριν μόνο όταν της ερχόταν βολικό και ευχάριστο και ποτέ άλλοτε, και δεν είχε σημασία αν ο Πέριν είχε δίκιο ή όχι. «Φάιλε, το εννοώ. Θέλω την υπόσχεσή σου. Εγώ δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να ανακατευτώ σε—»
«Το υπόσχομαι, καρδιά μου», είπε εκείνη, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στα χείλη του. «Υπόσχομαι ότι δεν θα κατασκοπεύσω τον Ραντ. Βλέπεις, είμαι υπάκουη στον άρχοντα και σύζυγο μου. Θυμάσαι πόσα παιδιά είπε ότι θέλει η μητέρα μου;»
Η ξαφνική αλλαγή θέματος τον έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Αλλά του το είχε υποσχεθεί· αυτό ήταν το σημαντικό. «Έξι, νομίζω. Μπέρδεψα το μέτρημα όταν άρχισε να λέει ποια θα είναι αγόρια και ποια κορίτσια». Η Αρχόντισσα Ντέιρα είχε κάποιες ιδιαιτέρως περιγραφικές συμβουλές για το πετύχουν αυτό· ευτυχώς ο Πέριν αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο μέχρι να τελειώσουν οι συμβουλές, κι έτσι του είχαν ξεφύγει οι περισσότερες. Η Φάιλε απλώς ένευε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, με τον πατέρα και τον σύζυγό της παρόντες.
«Το λιγότερο έξι», είπε μ’ ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο. «Πέριν, θα αρχίσει να κοιτάζει πάνω από τον ώμο της αν δεν της πω ότι μπορεί να περιμένει σύντομα το πρώτο, και σκέφτηκα ότι αν μπορέσεις ποτέ να ξεκουμπώσεις και τα υπόλοιπα κουμπιά μου...» Μετά από τόσους μήνες γάμου η Φάιλε κοκκίνιζε ακόμα, όμως δεν έχανε το χαμόγελο της. «Η παρουσία ενός πραγματικού κρεβατιού μετά από τόσες βδομάδες με κάνει ανυπόμονη σαν χωριατοπούλα την εποχή του θερισμού».
Μερικές φορές ο Πέριν αναρωτιόταν γι’ αυτές τις περίφημες χωριατοπούλες της Σαλδαίας που του έλεγε πάντα. Μπορεί να κοκκίνιζε, μα αν οι εκείνες οι χωριατοπούλες ήταν ανυπόμονες όσο η Φάιλε όταν βρίσκονταν μόνοι τους, ποτέ δεν θα μάζευαν τη σοδειά στη Σαλδαία. Έκοψε δύο ακόμα κουμπιά για να ξεκουμπώσει το φόρεμά της, κάτι που δεν την πείραξε καθόλου. Όσο για κείνη, κατάφερε να του σχίσει το πουκάμισο.
Η Ντεμίρα ξαφνιάστηκε που ήταν σε θέση να ανοίξει τα μάτια της, ξαφνιάστηκε που βρέθηκε να κείτεται στο κρεβάτι του δωματίου της στο Στέμμα των Ρόδων. Περίμενε ότι θα σκοτωνόταν, όχι ότι θα ήταν ξεντυμένη και ξαπλωμένη κάτω από ένα λινό σεντόνι. Ο Στέβαν καθόταν σε ένα σκαμνί στο κάτω μέρος του κρεβατιού της, και κατάφερε σε μια έκφραση να συνδυάσει ανακούφιση, ανησυχία και θυμό. Ο λιγνός Καιρχινός Πρόμαχος της ήταν ένα κεφάλι κοντύτερος της και είκοσι χρόνια νεότερος παρά τους γκρίζους κροτάφους, αλλά μερικές φορές της φερόταν σαν να ήταν ο πατέρας της και ισχυριζόταν ότι δεν θα μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της αν δεν ήταν αυτός εκεί να την κρατά από το χεράκι. Η Ντεμίρα φοβήθηκε ότι αυτό το περιστατικό θα του πρόσφερε πλεονεκτική θέση στους καυγάδες τους για πολλούς μήνες. Στη μια μεριά του κρεβατιού ήταν η Μεράνα με μια σοβαρή έκφραση, στην άλλη η Μπερενίτσια. Η παχουλή Κίτρινη αδελφή πάντα έδειχνε σοβαρή, τώρα όμως είχε σχεδόν πένθιμη έκφραση.
«Πώς;» κατόρθωσε να προφέρει η Ντεμίρα. Μα το Φως, ένιωθε εντελώς αδύναμη. Μπορεί να ήταν το αποτέλεσμα της Θεραπείας, αλλά δυσκολεύτηκε να βγάλει τα χέρια από το σεντόνι. Πρέπει να είχε φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Η θεραπεία δεν άφηνε ουλές, όμως οι μνήμες και η αδυναμία έφταναν και περίσσευαν.
«Ήρθε ένας άνδρας στην κοινή αίθουσα», είπε ο Στέβαν, «και ισχυρίστηκε πως ήθελε μπύρα. Είπε ότι είχε δει Αελίτες να ακολουθούν μιας Άες Σεντάι —σε περιέγραψε με ακρίβεια— και να λένε ότι θα τη σκοτώσουν. Μόλις το είπε, ένιωσα...» Έκανε μια σκοτεινή γκριμάτσα.
«Ο Στέβαν μου ζήτησε να έρθω», είπε η Μπερενίτσια, «μόνο που δεν με έσυρε — και πήγαμε τρέχοντας. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα αν είχα φτάσει εγκαίρως παρά μόνο τώρα που άνοιξες τα μάτια».
«Φυσικά», είπε η Μεράνα με ανέκφραστη φωνή, «όλα ήταν μέρος της ίδιας παγίδας, της ίδιας προειδοποίησης. Οι Αελίτες κι αυτός ο άνθρωπος. Κρίμα που τον αφήσαμε να φύγει, μα ανησυχούσαμε για σένα και αυτός κατάφερε να ξεγλιστρήσει πριν σκεφτεί κανείς να τον κρατήσει».
Η Ντεμίρα σκεφτόταν τον Μίλαμ και αν όλα αυτά θα επηρέαζαν την έρευνα στη βιβλιοθήκη, πόση ώρα θα έκανε ο Στέβαν να ηρεμήσει, και τα λεγόμενα της Μεράνα δεν έγιναν αντιληπτά στην αρχή. «Να τον κρατήσει; Προειδοποίηση; Τι είναι αυτά που λες, Μεράνα;» Η Μπερενίτσια μουρμούρισε κάτι, ότι θα καταλάβαινε αν της τα έβαζαν μέσα σε βιβλίο· η Μπερενίτσια μερικές φορές σε έσφαζε με τα λόγια της.
«Ντεμίρα, είδες να έρχεται κανένας στην κοινή αίθουσα να πιει ένα ποτηράκι από τότε που φτάσαμε εμείς;» ρώτησε υπομονετικά η Μεράνα.
Ήταν αλήθεια· δεν είχε δει κανέναν. Μια-δυο Άες Σεντάι δεν είχαν αντίκτυπο στην πελατεία ενός πανδοχείου στο Κάεμλυν, όμως εννιά μαζί ήταν άλλο θέμα. Η Κυρά Σίντσονιν τώρα τελευταία το σχολίαζε απροκάλυπτα. «Επομένως σκόπευαν να μάθεις ότι με είχαν σκοτώσει Αελίτες. Ή ίσως ήθελαν να βρεθώ πριν πεθάνω». Μόλις είχε θυμηθεί τι της είχε μουγκρίσει εκείνος με το αιμοβόρο πρόσωπο. «Μου είπαν να σας πω να μην πλησιάσετε τον αλ’Θόρ. Αυτολεξεί. “Πες στις άλλες μάγισσες να μην πλησιάζουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα”. Δεν θα μπορούσα να μεταφέρω αυτό το μήνυμα αν ήμουν νεκρή, ε; Σε ποια σημεία ήταν οι πληγές μου;»
Ο Στέβαν ανασάλεψε στο σκαμνί του και της έριξε μια οδυνηρή ματιά. «Τα δύο πλήγματα δεν πέτυχαν κάποιο όργανο που θα σε σκότωνε επιτόπου, όμως η ποσότητα αίματος που έχασες—»
«Τι κάνουμε τώρα;» τον διέκοψε η Ντεμίρα, απευθύνοντας την ερώτησή της στη Μεράνα, πριν προλάβει ο Πρόμαχος να της πει πόσο ανόητη ήταν που είχε επιτρέψει να την πλησιάσουν μ’ αυτόν τον τρόπο.
«Εγώ λέω να βρούμε τους υπεύθυνους Αελίτες», είπε σθεναρά η Μπερενίτσια, «και να τους δώσουμε ένα μάθημα για παραδειγματισμό». Καταγόταν από τη Μεθόριο του Σίναρ, και οι επιδρομές των Αελιτών ήταν μόνιμο χαρακτηριστικό καθώς μεγάλωνε. «Η Σήνιντ συμφωνεί μαζί μου».
«Α, όχι!» διαμαρτυρήθηκε η Ντεμίρα. «Δεν θέλω να χαλάσουμε την πρώτη ευκαιρία που έχω να μελετήσω τους Αελίτες. Ούτως ή άλλως, με δυσκολία σου λένε δυο λόγια. Ήταν δικό μου το αίμα, στο κάτω-κάτω. Εκτός αυτού, αν δεν ήταν Αελίτη κι αυτός που σας έφερε την προειδοποίηση, μου φαίνεται προφανές ότι έδρασαν κατόπιν εντολών, και νομίζω ότι υπάρχει μόνο ένας άνδρας στο Κάεμλυν που μπορεί να δώσει διαταγές σε Αελίτες».
«Οι υπόλοιπες», είπε η Μεράνα, κοιτώντας αποφασιστικά τη Μπερενίτσια, «συμφωνούν μαζί σου, Ντεμίρα. Δεν θέλω να ακούσω άλλο πια ότι πρέπει να σπαταλήσουμε χρόνο και δυνάμεις ψάχνοντας ένα κοπάδι λαγωνικά ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα ενώ αυτός που τα έστειλε να κυνηγήσουν τριγυρνά χαμογελαστός». Η Μπερενίτσια έδειξε να ενοχλείται πριν χαμηλώσει το κεφάλι, αλλά πάντα έτσι έκανε.
«Τουλάχιστον πρέπει να δείξουμε στον αλ’Θόρ ότι δεν μπορεί να φέρεται έτσι σε Άες Σεντάι», είπε κοφτά η Μπερενίτσια. Μια ματιά της Μεράνα την έκανε να μαλακώσει τον τόνο της, αν και δεν φαινόταν ευχαριστημένη. «Όμως όχι με τρόπο που να χαλάσει όλα μας τα σχέδια, φυσικά».
Η Ντεμίρα έπλεξε τα δάχτυλά της μπροστά στα χείλη της και αναστέναξε. Ένιωθε αδύναμη. «Μου ήρθε μια σκέψη. Αν τον κατηγορήσουμε στ’ ανοιχτά γι’ αυτό που έκανε, θα το αρνηθεί, φυσικά, και δεν θα έχουμε απόδειξη για να του την τρίψουμε στα μούτρα. Εκτός αυτού, θα ήταν συνετό να αφήσουμε να μαθευτεί ότι νιώθει ελεύθερος να κυνηγά Άες Σεντάι σαν κουνέλια». Η Μεράνα και η Μπερενίτσια κοιτάχτηκαν και ένευσαν αποφασισμένα. Ο καημένος ο Στέβαν συνοφρυωνόταν οργισμένος· ποτέ άλλοτε δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν να της κάνει κακό ατιμωρητί. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να μην πούμε τίποτα; Αυτό θα τον βάλει σε ανησυχία και σε σκέψεις. Γιατί δεν είπαμε τίποτα; Τι θα κάνουμε; Δεν ξέρω ως πού μπορούμε να φτάσουμε, τουλάχιστον όμως ας τον ταράξουμε λιγάκι».
«Καλή ιδέα», είπε η Βέριν από την πόρτα. «Ο αλ’Θόρ πρέπει να σέβεται τις Άες Σεντάι, αλλιώς θα είναι αδύνατο να δουλέψουμε μαζί του». Έκανε νόημα στον Στέβαν να φύγει —εκείνος φυσικά περίμενε πρώτα το νόημα της Ντεμίρα— και μετά πήρε το σκαμνί του. «Σκεφτόμουν ότι μιας και ήσουν ο στόχος—» Κοίταξε τη Μεράνα και τη Μπερενίτσια με σμιγμένα τα φρύδια. «Δεν κάθεστε; Δεν θέλω να μου πιαστεί ο σβέρκος κοιτάζοντάς σας». Η Βέριν συνέχισε να μιλά ενώ εκείνες ακόμα έβαζαν τη μόνη άλλη καρέκλα του δωματίου και ένα δεύτερο σκαμνί πλάι στο κρεβάτι. «Μιας και ήσουν ο στόχος, Ντεμίρα, θα πρέπει να βοηθήσεις να αποφασίσουμε πώς θα δώσουμε στον Αφέντη αλ’Θόρ ένα μάθημα. Και φαίνεται ότι ήδη έκανες την αρχή».
«Αυτό που νομίζω», άρχισε να λέει η Μεράνα, όμως η Βέριν τη διέκοψε.
«Μια στιγμή, Μεράνα. Η Ντεμίρα δικαιούται να μας δώσει πρώτη τις προτάσεις της».
Της Ντεμίρα της κόπηκε η ανάσα καθώς περίμενε την έκρηξη. Η Μεράνα πάντα έδειχνε ότι ήθελε την έγκριση της Βέριν στις αποφάσεις της, κάτι φυσικό υπό αυτές τις συνθήκες, αν και κάπως άκομψο, όμως αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Βέριν είχε αναλάβει την αρχηγία. Η Μεράνα όμως απλώς κοίταξε τη Βέριν για μια στιγμή, σφίγγοντας τα χείλη, και μετά υποκλίθηκε με το κεφάλι. Η Ντεμίρα αναρωτήθηκε αν αυτό σήμαινε ότι η Μεράνα θα παρέδιδε την αντιπροσωπεία στη Βέριν· δεν φαινόταν να έχει άλλη διέξοδο τώρα πια. Όλα τα βλέμμα στράφηκαν στη Ντεμίρα, αναμένοντας. Το βλέμμα της Βέριν ήταν ιδιαίτερα διαπεραστικό.
«Αν θέλουμε να τον βάλουμε σε ανησυχία για το τι σκοπεύουμε να κάνουμε, προτείνω να μην πάει καμία στο Παλάτι σήμερα. Ίσως δίχως εξήγηση, ή αν αυτό είναι υπερβολικό, με κάποιο πρόσχημα για να το καταλάβει». Η Μεράνα ένευσε. Το σημαντικότερο, όπως εξελισσόταν η κατάσταση, ήταν ότι ένευσε και η Βέριν. Η Ντεμίρα αποφάσισε να το προχωρήσει λιγάκι ακόμα. «Ίσως θα μπορούσαμε να μην στείλουμε καμία για επτά μέρες, για να τον αφήσουμε να βράζει. Είμαι σίγουρη ότι παρατηρώντας τη Μιν θα καταλάβουμε πότε θα είναι στο κατάλληλο σημείο, και...» Ό,τι κι αν αποφάσιζαν να κάνουν, ήθελε να συμμετέχει στην απόφαση. Στο κάτω-κάτω ήταν δικό της το αίμα που είχε χυθεί, και το Φως μόνο ήξερε για πόσον καιρό θα έπρεπε να αναβάλει τώρα την έρευνά της στη βιβλιοθήκη. Αυτό το τελευταίο ήταν εξίσου σημαντικός λόγος για να δώσουν στον αλ’Θόρ ένα μάθημα όσο και το ότι είχε ξεχάσει ποιες ήταν οι Άες Σεντάι.