Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά, και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος, κι ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, άνεμος φύσηξε στους όλο ξερά χαμόδεντρα λόφους της Καιρχίν. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Ο άνεμος φύσηξε προς τα δυτικά, πάνω από έρημα χωριά κι αγροκτήματα, πολλά εκ των οποίων ήταν μονάχα σωροί από κούτσουρα κι αποκαΐδια. Πόλεμος είχε πλήξει την Καιρχίν, πόλεμος με εξωτερικούς εχθρούς αλλά κι εμφύλιος, εισβολή και χάος, όμως ακόμα και τώρα που όλα είχαν τελειώσει, στον όποιο βαθμό είχαν τελειώσει, μόνο μια χούφτα άνθρωποι είχαν αρχίσει να ξαναγυρνούν δειλά στα σπίτια τους. Ο άνεμος δεν έφερνε καθόλου υγρασία, κι ο ήλιος πάσχιζε να εξατμίσει τη λιγοστή που είχε μείνει στη χώρα. Εκεί που η κωμόπολη του Μάερον αντίκριζε το Αρινγκίλ στην άλλη μεριά του ποταμού Ερινίν, ο άνεμος μπήκε στο Άντορ. Καύσωνας επικρατούσε στις δύο πόλεις, και παρ’ όλο που έλεγαν περισσότερες προσευχές για βροχή στο Αρινγκίλ, όπου οι πρόσφυγες από την Καιρχίν συνωστίζονταν εντός των τειχών σαν ψάρια στο βαρέλι, ακόμα κι οι στρατιώτες γύρω από το Μάερον παρακαλούσαν τον Δημιουργό, άλλοτε στο μεθύσι τους κι άλλοτε στον πυρετό τους. Ο χειμώνας θα ’πρεπε να είχε απλώσει τα πλοκάμια του, τα πρώτα χιόνια θα έπρεπε να είχαν πέσει προ πολλού, όμως εκείνοι που ίδρωναν φοβούνταν για το λόγο που δεν είχε συμβεί αυτό, αν κι ελάχιστοι τολμούσαν να εκφράσουν τούτους τους φόβους.
Ο άνεμος φύσηξε προς τα δυτικά, ανακατεύοντας τα ξερά, ζαρωμένα φύλλα στα δένδρα, γεμίζοντας κυματάκια την επιφάνεια των ποταμιών που στένευαν ανάμεσα σε όχθες από σκληρή, ψημένη λάσπη. Στο Άντορ δεν υπήρχαν μισοκαμένα ερείπια, αλλά οι χωρικοί κοίταζαν νευρικά τον πρησμένο ήλιο κι οι αγρότες απέφευγαν να κοιτάνε τα χωράφια που δεν είχαν βγάλει σοδειά το φθινόπωρο. Ο άνεμος συνέχισε να φυσάει προς τα δυτικά, ώσπου διέσχισε το Κάεμλυν, κάνοντας δύο λάβαρα να φουσκώσουν πάνω από το Βασιλικό Παλάτι, στην καρδιά της Έσω Πόλης. Το ένα λάβαρο ανέμισε κατακόκκινο σαν αίμα, δείχνοντας ένα δίσκο που τον διαιρούσε μια κυματοειδής γραμμή κι ήταν ο μισός εκτυφλωτικά λευκός κι ο άλλος μισός μαύρος σαν κάρβουνο. Το άλλο λάβαρο πετούσε κατάλευκο χιόνι στον ουρανό. Είχε μια μορφή, ένα παράξενο τετράποδο ερπετό με χρυσή χαίτη, μάτια σαν ήλιους και χρυσοπόρφυρες φολίδες, η οποία έμοιαζε να καβαλά τον άνεμο. Δύσκολα θα αποφαινόταν κανείς ποιο λάβαρο ενέπνεε περισσότερο τρόμο. Μερικές φορές στα ίδια στήθια που κρυβόταν ο φόβος, κρυβόταν κι η ελπίδα. Η ελπίδα της σωτηρίας κι ο φόβος του ολέθρου, από τον ίδιο αίτιο.
Πολλοί έλεγαν ότι το Κάεμλυν ήταν η δεύτερη ομορφότερη πόλη στον κόσμου, και όχι μόνο οι Αντορίτες, που την κατέτασσαν στην πρώτη θέση, πιο πάνω κι από την Ταρ Βάλον. Ψηλοί, στρογγυλοί πύργοι ορθώνονταν ανά διαστήματα στο μεγάλο εξωτερικό τείχος από γκρίζα πέτρα με ασημένιες και λευκές πινελιές, κι εντός των τειχών ξεπρόβαλλαν ακόμα ψηλότεροι πύργοι, ενώ θόλοι λευκοί και χρυσαφένιοι λαμπύριζαν κάτω από τον ανελέητο ήλιο. Η πόλη σκαρφάλωνε τους λόφους για να φτάσει στο κέντρο της, στην πανάρχαια Έσω Πόλη, κυκλωμένη από το δικό της λαμπερό λευκό τείχος που αγκάλιαζε τους πύργους και τους θόλους της, ενώ το αστραφτοβόλο μωσαϊκό από τα μωβ, λευκά και χρυσά πλακάκια κοίταζε από ψηλά τη Νέα Πόλη, που είχε ηλικία αρκετά μικρότερη των δύο χιλιάδων χρόνων.
Όπως η Έσω Πόλη ήταν η καρδιά του Κάεμλυν, έτσι και το Βασιλικό Παλάτι —όχι μόνο επειδή βρισκόταν στο κέντρο της— ήταν η καρδιά της Έσω Πόλης, ένα παραμύθι που έλεγαν βάρδοι, γεμάτο χιονόλευκους οβελίσκους και χρυσούς θόλους και σκαλισμένες πέτρες που θύμιζαν δαντέλα. Μια καρδιά που χτυπούσε στη σκιά εκείνων των δύο λάβαρων.
Γυμνός από τη μέση και πάνω, με κινήσεις όλο χάρη και ισορροπία, ο Ραντ εκείνη τη στιγμή ούτε είχε συναίσθηση ότι βρισκόταν σε μια λευκή, πλακόστρωτη αυλή του Παλατιού, ούτε αντιλαμβανόταν τους θεατές ανάμεσα στις γύρω κιονοστοιχίες. Ο ιδρώτας έκανε τα μαλλιά του να κολλούν στο κεφάλι του και κυλούσε στο στέρνο του. Η μισογιατρεμένη στρογγυλή λαβωματιά του τον τρέλαινε στον πόνο, αλλά δεν της έδινε σημασία. Στους πήχεις των χεριών του κουλουριαζόταν φιγούρες σαν εκείνη που κοσμούσε το λευκό λάβαρο από πάνω, κι έλαμπαν με μεταλλικό χρυσοκόκκινο χρώμα. Δράκοντες, έτσι τις αποκαλούσαν οι Αελίτες, και το όνομα το είχαν μάθει κι άλλοι. Ο Ραντ αντιλαμβανόταν αμυδρά τους ερωδιούς που ήταν αποτυπωμένοι με ακρίβεια σαν από καυτό σίδερο στις παλάμες του, όμως τους ένιωθε μόνο επειδή έσφιγγε τη μακριά λαβή του ξύλινου σπαθιού εξάσκησης.
Είχε γίνει ένα με το σπαθί και περνούσε αβίαστα από τη μια στάση στην άλλη δίχως συνειδητή σκέψη, ενώ οι μπότες του άγγιζαν απαλά τα λευκά πλακάκια. Το Λιοντάρι στον Λόφο έγινε η Τροχιά του Φεγγαριού που έγινε ο Πύργος της Αυγής. Δίχως σκέψη. Πέντε ιδρωμένοι άνδρες με γυμνά τα στέρνα τον περικύκλωναν κι απέφευγαν επιφυλακτικά τις στάσεις που έπαιρνε, ανεμίζοντας τα σπαθιά εξάσκησης τους. Μόνο αυτούς αντιλαμβανόταν. Ήταν σκληροπρόσωποι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση, οι καλύτεροι που είχε βρει ως τώρα. Οι καλύτεροι από τότε που είχε φύγει ο Λαν. Δίχως σκέψη, όπως τον είχε διδάξει ο Λαν. Είχε γίνει ένα με το σπαθί, ένα με τους πέντε ξιφομάχους.
Ξαφνικά έτρεξε μπροστά κι οι άνδρες που τον κύκλωναν κινήθηκαν γοργά για να τον κρατήσουν στο κέντρο του κύκλου. Τη στιγμή που η ισορροπία θα χανόταν, ενώ δύο από τους άνδρες ετοιμάζονταν να τη διαταράξουν, ο Ραντ άλλαξε ακαριαία κατεύθυνση κι έτρεξε προς την αντίθετη πλευρά. Προσπάθησαν να αντιδράσουν, μα ήταν αργά. Με μια δυνατή κλαγγή, απέκρουσε το κατεβαστό χτύπημα ενός σπαθιού εξάσκησης με τη δική του λεπίδα, που ήταν ένα μάτσο δεμένες βέργες· την ίδια στιγμή, το δεξί πόδι του πέτυχε στην κοιλιά τον ψαρομάλλη που ήταν δίπλα στον άλλο. Ο ψαρομάλλης μούγκρισε και διπλώθηκε στα δύο. Με τις λεπίδες κολλημένες μεταξύ τους, ο Ραντ ανάγκασε τον αντίπαλο του με τη σπασμένη μύτη να γυρίσει, και κλώτσησε τον άλλο που ήταν διπλωμένος στα δύο όταν έστριψαν. Ο ψαρομάλλης σωριάστηκε χάμω, πασχίζοντας να ανασάνει. Ο αντίπαλος του Ραντ επιχείρησε να απομακρυνθεί για να χρησιμοποιήσει το σπαθί του, όμως έτσι η λεπίδα του Ραντ έμεινε ελεύθερη για να στριφογυρίσει γύρω από τη λεπίδα του άλλου —παίρνοντας τη στάση Τα Κλωνιά της Κληματαριάς— και τον χτύπησε στο στήθος, τόσο δυνατά που ο άλλος πετάχτηκε πίσω.
Μόλις μερικές στιγμές είχαν περάσει, τόσο λίγες που μόνο τώρα τον πλησίαζαν οι υπόλοιποι τρεις. Ο πρώτος, ένας σβέλτος κοντοστούπης, διέψευσε τις εντυπώσεις που δημιουργούσε το μπόι του, πηδώντας μ’ ένα ουρλιαχτό πάνω από τον άλλο με τη σπασμένη μύτη, καθώς ο τραυματισμένος σωριαζόταν κάτω. Η λεπίδα εξάσκησης του Ραντ τον πέτυχε στα καλάμια, αναποδογυρίζοντάς τον σχεδόν, και μετά τον ξαναπέτυχε στη ράχη, ρίχνοντάς τον στο πλακόστρωτο.
Έτσι του είχαν μείνει μονάχα δύο, μα ήταν οι δύο καλύτεροι· ο ένας ήταν ένας ψηλόλιγνος που το σπαθί του πεταγόταν σαν γλώσσα ερπετού, κι ο άλλος ένας βαρύσωμος με ξυρισμένο κεφάλι που δεν έκανε ποτέ λάθος. Απομακρύνθηκαν αμέσως, για να ζυγώσουν τον Ραντ από διαφορετικές μερικές, όμως αυτός δεν στάθηκε να τους περιμένει. Πλησίασε γοργά τον κοκαλιάρη· είχε λίγες μόνο στιγμές πριν ο άλλος δρασκελίσει τον σωριασμένο άνδρα.
Ο κοκαλιάρης ήταν όχι μόνο καλός, αλλά και γρήγορος· ο Ραντ πρόσφερε χρυσάφι για τους καλύτερους, κι αυτοί έρχονταν. Αυτός εδώ ήταν πιο ψηλός απ’ όσο συνήθως οι Αντορίτες, αν κι ο Ραντ τον ξεπερνούσε κατά μία απαλάμη, όμως η ξιφομαχία δεν είχε σχέση με το ύψος. Η δύναμη, μερικές φορές, ναι. Ο Ραντ εξαπέλυσε μια μανιασμένη επίθεση· το μακρουλό πρόσωπο του άλλου σψίχτηκε, καθώς έχανε έδαφος. Η στάση Ο Αγριόχοιρος Κατηφορίζει τη Βουνοπλαγιά νίκησε το Σχίσιμο του Μεταξιού, κατατρόπωσε τον Κεραυνό με τα Τρία Παρακλάδια κι οι δεμένες βέργες έπεσαν τσουχτερές στο πλευρό του λαιμού του. Ο κοκαλιάρης έπεσε με ένα πνιχτό γρύλισμα.
Ο Ραντ αμέσως ρίχτηκε κάτω, προς τα δεξιά του, και ξαναστάθηκε με τα γόνατα στο πλακόστρωτο, φέρνοντας το σπαθί στη στάση Το Ποτάμι Σκάβει την Όχθη. Ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι δεν ήταν ταχύς, αλλά είχε καταφέρει να προβλέψει την κίνηση του. Καθώς η λεπίδα του Ραντ χτυπούσε τη φαρδιά μέση του άλλου, η λεπίδα εκείνου χτυπούσε το κεφάλι του Ραντ.
Για μια στιγμή ο Ραντ κλονίστηκε, τα μάτια του θόλωσαν κι είδε μαύρα στίγματα. Κούνησε το κεφάλι για να ξεζαλιστεί και χρησιμοποίησε το σπαθί εξάσκησης για να σταθεί όρθιος. Ο ξυρισμένος, βαριανασαίνοντας, τον παρακολουθούσε ανήσυχα.
«Πλήρωσέ τον», είπε ο Ραντ, και το πρόσωπο του άλλου χαλάρωσε. Η ανησυχία του ήταν περιττή. Ο Ραντ είχε υποσχεθεί ένα ημερομίσθιο επιπλέον σε όποιον κατάφερνε να τον χτυπήσει με το σπαθί. Τρία σε όποιον κατάφερνε να τον νικήσει σε προσωπική μονομαχία. Ήταν ένας τρόπος για να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν θα συγκρατούσε τις δυνάμεις του, θέλοντας να κολακεύσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ποτέ δεν ρωτούσε τα ονόματά τους, κι αν αυτό το έπαιρναν στραβά, τόσο το καλύτερο εφ· όσον τους έκανε να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Οι φίλοι που είχε, κάποια μέρα θα καταριούνταν την ώρα και τη στιγμή που τον είχαν γνωρίσει — αν δεν το έκαναν ήδη. Τώρα σηκώνονταν κι οι υπόλοιποι· όποιος «σκοτωνόταν» έπρεπε να μείνει ως το τέλος του αγώνα που είχε πέσει, ώστε να αποτελεί εμπόδιο σαν να ήταν αληθινό πτώμα, όμως ο κοντός βοηθούσε τον ψαρομάλλη να σηκωθεί, ενώ έδειχνε κι ο ίδιος ότι δυσκολευόταν να σταθεί αβοήθητος. Ο άλλος, ο σβέλτος, έγερνε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, μορφάζοντας. Η εξάσκηση είχε τελειώσει για σήμερα. «Πλήρωσέ τους όλους».
Χειροκροτήματα κι επευφημίες ακούστηκαν από τους θεατές που στέκονταν ανάμεσα στις στενές αυλακωτές κολόνες, τους άρχοντες και τις αρχόντισσες που φορούσαν πολύχρωμα μετάξια γεμάτα περίτεχνα κεντίδια και σιρίτια. Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα και πέταξε στην άκρη το σπαθί του. Αυτός ο συρφετός ήταν κόλακες του Άρχοντα Γκάεμπριλ, όταν η Βασίλισσα Μοργκέις —η βασίλισσά τους— ήταν σχεδόν αιχμάλωτη στο παλάτι του. Στο παλάτι της. Όμως ο Ραντ τους χρειαζόταν. Προς το παρόν. Αν σφίξεις τον θάμνο, θα νιώσεις τα αγκάθια του, σκέφτηκε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως δεν το είχε σκεφτεί, αλλά το είχε πει φωναχτά.
Η Σούλιν —η νευρώδης ασπρομάλλα με τα γαλανά μάτια, που ήταν αρχηγός της συνοδείας του Ραντ, την οποία αποτελούσαν Κόρες της Λόγχης, κι ήταν επίσης αρχηγός στις Κόρες που βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου— έβγαλε ένα χρυσό μάρκο της Ταρ Βάλον από το πουγκί της και το πέταξε με μια γκριμάτσα που τέντωσε την άσχημη ουλή στο πλάι του προσώπου της. Στις Κόρες δεν άρεσε να πιάνει ο Ραντ σπαθί, έστω και σπαθί εξάσκησης. Αποδοκίμαζαν τα σπαθιά κάθε είδους. Όπως όλοι οι Αελίτες.
Ο ξυρισμένος έπιασε το νόμισμα κι ανταπέδωσε τη ματιά της Σούλιν με μια προσεκτική υπόκλιση. Όλοι ήταν προσεκτικοί απέναντι στις Κόρες, οι οποίες φορούσαν σακάκια και παντελόνια και μαλακές μπότες με κορδόνια, όλα σε καφέ και γκρίζο χρώμα που βοηθούσαν να γίνονται ένα με το ζοφερό τοπίο της Ερημιάς. Μερικές είχαν αρχίσει να προσθέτουν πράσινες αποχρώσεις, που ταίριαζαν στις υδατοχώρες, όπως τις αποκαλούσαν, παρά την ξηρασία. Σε σύγκριση με την Ερημιά του Άελ, ήταν πλημμυρισμένες· πριν φύγουν από την Ερημιά, οι περισσότεροι Αελίτες είχαν δει νερό μόνο σε μικρές λακκούβες, που μπορούσες να τις περάσεις με μια δρασκελιά, κι είχαν βεντέτες και συγκρούσεις για λιμνούλες πλάτους δυο-τριών βημάτων.
Σαν όλους τους Αελίτες πολεμιστές, σαν τις υπόλοιπες είκοσι Κόρες με τα ανοιχτόχρωμα μάτια ολόγυρα στην αυλή, η Σούλιν είχε τα μαλλιά της κοντοκομμένα, με εξαίρεση μια ψιλή κοτσίδα στον σβέρκο. Είχε τρεις κοντές λόγχες και μια μικρή στρογγυλή ασπίδα με επένδυση από τομάρι βουβαλιού στο αριστερό χέρι κι ένα μυτερό μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη ζώνη της. Σαν όλους τους Αελίτες πολεμιστές, ακόμα και τους πιο μικρούς, όπως η Τζαλάνι, που ήταν δεκάξι χρόνων κι είχε ακόμα υπολείμματα παιδικού πάχους στα μάγουλά της, η Σούλιν ήξερε καλά τη χρήση αυτών των όπλων και θα τα χρησιμοποιούσε με την παραμικρή πρόκληση· τουλάχιστον κάπως έτσι το έβλεπαν οι άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει στην εντεύθεν πλευρά του Δρακοτείχους. Οι Κόρες παρακολουθούσαν τους πάντες εκτός απ’ αυτήν, όλα τα παράθυρα με τα χυτά διακοσμητικά, όλα τα μπαλκόνια από λευκή πέτρα, την κάθε σκιά. Μερικές κρατούσαν κοντά κυρτά κεράτινα τόξα με τα βέλη στη χορδή, με άλλα βέλη έτοιμα στις γεμάτες φαρέτρες που φορούσαν στη μέση. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι Κόρες της Λόγχης, έφεραν την τιμή του Καρ’α’κάρν της προφητείας, αν και μερικές φορές το έκαναν με τον δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, και θα πέθαιναν ως την τελευταία για να σώσουν τον Ραντ. Σ’ αυτή τη σκέψη ένιωσε τα υγρά του στομαχιού του να κοχλάζουν.
Η Σούλιν συνέχισε να πετά με περιφρονητικό ύφος τα νομίσματα —ο Ραντ χαιρόταν να χρησιμοποιεί νομίσματα της Ταρ Βάλον γι’ αυτή τη δουλειά— δίνοντας άλλο ένα στον ξυρισμένο, κι από ένα στους υπόλοιπους. Οι Αελίτες απεχθάνονταν τους υδρόβιους όσο απεχθάνονταν τα σπαθιά, και σαν τέτοιους λογάριαζαν όσους δεν ήταν γέννημα-θρέμμα του Άελ. Οι περισσότεροι θα θεωρούσαν και τον Ραντ τέτοιο, αν δεν υπήρχαν οι Δράκοντες στους πήχεις του. Ο ένας ήταν το σημάδι των αρχηγών φατρίας, που τον κέρδιζαν διακυβεύοντας τη ζωή τους με τη δύναμη της βούλησης τους· και οι δύο μαζί έδειχναν τον Καρ’α’κάρν, τον αρχηγό των αρχηγών, Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή. Όσο για τις Κόρες, αυτές είχαν κι άλλους λόγους που συμφωνούσαν.
Οι άνδρες μάζεψαν τα σπαθιά εξάσκησης, τα πουκάμισα και τα σακάκια τους, υποκλίθηκαν μπροστά του κι έφυγαν. «Αύριο», φώναξε πίσω τους ο Ραντ. «Νωρίς». Υποκλίθηκαν πιο βαθιά για να δείξουν ότι είχαν ακούσει τη διαταγή.
Πριν χαθούν οι σπαθοφόροι από την αυλή, οι Αντορίτες αριστοκράτες χίμηξαν λεφούσι από τις κιονοστοιχίες κι ένα ουράνιο τόξο από μεταξωτά υφάσματα έπνιξε τον Ραντ, καθώς σκούπιζαν τα ιδρωμένα πρόσωπά τους με δαντελωτά μαντιλάκια. Ο Ραντ ένιωσε να φουσκώνει η χολή μέσα του. Χρησιμοποίησε ό,τι μπορείς να χρησιμοποιήσεις, αλλιώς άσε τη Σκιά να απλωθεί στον κόσμο. Αυτό του το είχε πει η Μουαραίν. Σε σύγκριση μ’ αυτούς εδώ, σχεδόν προτιμούσε την απροκάλυπτη αντιπαλότητα των Καιρχινών και των Δακρυνών. Ειλικρινά, παραλίγο θα έβαζε τα γέλια ακούγοντας αυτά που του έλεγαν τούτοι δω.
«Ήσουν υπέροχος», είπε ξέπνοα η Αρυμίλα, αγγίζοντας ανάλαφρα το μπράτσο του. «Τόσο γρήγορος, τόσο δυνατός». Τα μεγάλα καστανά μάτια της έμοιαζαν να καίνε. Ήταν ανόητη, αν νόμιζε ότι ο Ραντ θα υπέκυπτε έτσι· η πράσινη εσθήτα της, στολισμένη με ασημένιες κληματσίδες, ήταν προκλητική για τα δεδομένα των Αντοριτών, δηλαδή φανέρωνε μια υποψία ντεκολτέ. Ήταν ομορφούλα, αλλά θα μπορούσε να είναι μητέρα του στην ηλικία της. Δεν υπήρχε νεότερη γυναίκα εκεί, και κάποιες ήταν μεγαλύτερές της, όμως όλες ανταγωνίζονταν ποια θα πρωτοκολάκευε τον Ραντ.
«Ήταν εξαίσιο, Άρχοντα Δράκοντα». Η Ελένια μόνο που δεν έσπρωξε με τον αγκώνα την Αρυμίλα στην άκρη. Το χαμόγελό της φαινόταν παράξενο στο αλεπουδίσιο πρόσωπο αυτής της γυναίκας με τα μελένια μαλλιά· είχε φήμη μέγαιρας. Φυσικά, δεν φερόταν έτσι στον Ραντ. «Ποτέ στην ιστορία του Άντορ δεν είχε εμφανιστεί ξιφομάχος σαν και σένα. Ακόμα κι ο Σουράν Μαραβαίλ, που ήταν ο πιο λαμπρός στρατηγός του Άρτουρ του Γερακόφτερου και σύζυγος της Ισάρα, της πρώτης που είχε ανεβεί στο Θρόνο του Λιονταριού — ακόμα κι εκείνος σκοτώθηκε όταν τα έβαλε με τέσσερις μόνο ξιφομάχους. Ήταν ασασίνοι, στο εικοστό τρίτο έτος του Εκατονταετούς Πολέμου. Μολονότι σκότωσε και τους τέσσερις». Η Ελένια σπανίως έχανε την ευκαιρία να επιδείξει τις γνώσεις της στην ιστορία του Άντορ, ειδικά σε τομείς όπου λίγα ήταν γνωστά, όπως ο πόλεμος που είχε διαλύσει την αυτοκρατορία του Γερακόφτερου μετά τον θάνατό του. Τουλάχιστον, σήμερα δεν είχε προσθέσει κι άλλα επιχειρήματα για τις αξιώσεις της στον Θρόνο του Λιονταριού.
«Απλώς στάθηκε λίγο άτυχος στο τέλος», είπε κεφάτα ο σύζυγος της Ελένια, ο Τζάριντ. Ήταν ένας κοντόχοντρος άνδρας, κάπως μελαψός για Αντορίτης. Τα μανικέτια κι ο μακρύς γιακάς του κόκκινου σακακιού του ήταν καλυμμένα από κεντητά ποικίλματα και χρυσούς αγριόχοιρους, και τα Λευκά Λιοντάρια του Άντορ στόλιζαν τα μακριά μανίκια και τον ψηλό γιακά της ασορτί κόκκινης εσθήτας της Ελένια. Άραγε, πίστευε ότι ο Ραντ δεν θα αναγνώριζε τι σήμαιναν αυτά τα λιοντάρια; Ο Τζάριντ ήταν η Υψηλή Έδρα του Οίκου του, όμως η ορμή κι οι φιλοδοξίες πήγαζαν απ’ αυτήν.
«Τα κατάφερες περίφημα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ευθέως η Κάριντ. Το ασταφτοβόλο γκρίζο φόρεμα της, αυστηρό σαν το πρόσωπό της αλλά βαρύ από τις ασημένιες πλεξούδες στα μανίκια και στον ποδόγυρο, ταίριαζε με τις γκρίζες πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά της. «Σίγουρα είσαι ο καλύτερος ξιφομάχος στον κόσμο». Παρά τα λόγια της, το ανέκφραστο βλέμμα της έμοιαζε με σφυρί. Αν είχε μυαλό αντάξιο της σκληράδας της, θα ήταν επικίνδυνη.
Η Νάεαν ήταν μια λιγνή καλλονή με κάτασπρο δέρμα, μεγάλα γαλανά μάτια και λαμπερά μαύρα μαλλιά που έπεφταν κατά κύματα, όμως το περιπαικτικό χαμόγελο που έστρεψε στους πέντε άνδρες καθώς έφευγαν ήταν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της. «Υποψιάζομαι ότι το προσχεδίασαν έτσι, ώστε να μη καταφέρει να σε νικήσει κανείς. Θα μοιραστούν όλοι το επιπλέον νόμισμα». Σε αντίθεση με την Ελένια, η γαλανοφορεμένη γυναίκα με τα Τριπλά Κλειδιά του Οίκου Άρων στα μακριά μανίκια της ποτέ δεν ανέφερε ότι κι η ίδια διεκδικούσε τον θρόνο, ποτέ μπροστά στον Ραντ. Υποκρινόταν ότι της αρκούσε να είναι η Υψηλή Έδρα ενός αρχαίου Οίκου, μια λέαινα που υποκρινόταν ότι της αρκούσε να είναι γατούλα σαλονιού.
«Μπορώ να είμαι πάντα σίγουρος ότι οι εχθροί μου δεν θα συνεργαστούν;» ρώτησε αυτός ήρεμα. Η Νάεαν ανοιγόκλεισε το στόμα από τη σαστισμάρα· δεν ήταν ανόητη, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι οι αντίπαλοί της έπρεπε να βάλουν την ουρά στα σκέλια όταν τους επιτιθόταν, και το θεωρούσε προσωπική προσβολή όταν δεν το έκαναν.
Μία από τις Κόρες, η Ενάιλα, χωρίς να δώσει σημασία στους ευγενείς, πρόσφερε στον Ραντ μια χοντρή, άσπρη πετσέτα για να σκουπίσει τον ιδρώτα του. Είχε κόκκινα μαλλιά στο χρώμα της φλόγας, ήταν κοντή για Αελίτισσα, και την ενοχλούσε που μερικές απ’ αυτές τις υδρόβιες ήταν ψηλότερές της. Οι περισσότερες Κόρες ήταν τόσο ψηλές, ώστε μπορούσαν να κοιτάξουν κατάματα τους περισσότερους από τους άνδρες που βρίσκονταν εκεί. Οι Αντορίτες προσπάθησαν με τη σειρά τους να την αγνοήσουν, όμως έστρεφαν τόσο επιτηδευμένα το βλέμμα αλλού, που η προσπάθειά τους κατέληξε σε κατάφωρη αποτυχία. Η Ενάιλα ξανάφυγε σαν να ήταν αόρατοι μπροστά της.
Η σιγή κράτησε μονάχα μερικές στιγμές. «Ο Άρχοντας Δράκοντας είναι σοφός», είπε ο Άρχοντας Λιρ κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και σμίγοντας ελάχιστα τα φρύδια. Ο Λιρ ήταν η Υψηλή Έδρα του Οίκου Άνσαρ, με λεπτότητα κι αντοχή σπαθιού, φορώντας κίτρινο σακάκι στολισμένο με χρυσά κορδόνια, ήταν υπερβολικά πράος και δουλοπρεπής. Μόνο εκείνα τα περιστασιακά συνοφρυώματα τάραζαν τη γαλήνη, σαν να μη τα καταλάβαινε, όμως δεν ήταν ο μόνος που έριχνε παράξενες ματιές στον Ραντ. Όλοι κάποιοι φορές κοίταζαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα ανάμεσά τους με δέος και δυσπιστία. «Οι εχθροί που έχει κανείς, νωρίτερα ή αργότερα θα συνεργαστούν μεταξύ τους. Πρέπει να τους αναγνωρίσει κανείς πριν προλάβουν να το κάνουν».
Ακολούθησαν κι άλλοι έπαινοι για τη σοφία τον Ραντ από τον Άρχοντα Χένρεν, που ήταν γεροδεμένος, φαλακρός, με σκληρό βλέμμα, κι από την Αρχόντισσα Κάρλυς με τα γκρίζα, σγουρά μαλλιά, το φιλικό πρόσωπο και το πανούργο μυαλό, από την παχουλή Νταερίλα που χαχάνιζε και τον νευρικό Έλεγκαρ με τα σφιγμένα χείλη, κι από καμιά δωδεκαριά άλλους που είχαν μείνει σιωπηλοί όσο μιλούσαν οι πιο ισχυροί.
Οι κατώτεροι άρχοντες κι αρχόντισσες σιώπησαν μόλις η Ελένια ξανάνοιξε το στόμα της. «Το δύσκολο είναι πάντα να αναγνωρίσεις τους εχθρούς σου πριν φανερωθούν. Συχνά είναι πολύ αργά τότε». Ο σύζυγός της ένευσε με περισπούδαστο ύφος.
«Εγώ πάντα λέω», δήλωσε η Νάεαν, «ότι όποιος δεν με υποστηρίζει, είναι εναντίον μου. Βρίσκω ότι είναι ένας χρήσιμος κανόνας. Εκείνοι που στέκουν παράμερα, ίσως απλώς περιμένουν να γυρίσεις την πλάτη για να σου καρφώσουν το μαχαίρι».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη θέση τους ρίχνοντας τις υποψίες σε όσους δεν ήταν στο πλευρό τους, όμως ο Ραντ ήθελε να τα σταματούσαν όλα αυτά χωρίς να χρειαζόταν να τους το πει ο ίδιος. Οι απόπειρες τους να παίξουν το Παιχνίδι των Οίκων ωχριούσαν σε σύγκριση με τους πονηρούς ελιγμούς των Καιρχινών ή ακόμα και των Δακρυνών, κι εκτός αυτού ήταν ενοχλητικές, όμως ο Ραντ κάποιες σκέψεις θα προτιμούσε να μη τις βάλουν στο μυαλό τους. Η ανέλπιστη βοήθεια ήρθε από τον ασπρομάλλη Άρχοντα Νάσιν, που ήταν Υψηλή Έδρα του Οίκου Κάερεν.
«Άλλος ένας Τζήρομ», είπε μ’ ένα υποτακτικό χαμόγελο στο λιπόσαρκο, στερνό πρόσωπό του. Αγανακτισμένα βλέμματα έπεσαν πάνω του, ακόμα κι από κάποιους κατώτερους ευγενείς πριν προλάβουν να συγκρατηθούν. Ο Νάσιν δεν έστεκε καλά στα μυαλά του μετά τα γεγονότα που είχαν σημάνει την άφιξη του Ραντ στο Κάεμλυν. Αντί για το Άστρο και το Σπαθί του Οίκου του, τα ανοιχτογάλανα πέτα του Νάσιν ήταν παράταιρα στολισμένα με λουλούδια, φεγγαράκια και καρδούλες, και μερικές φορές φορούσε ένα λουλούδι στα αραιά μαλλιά του σαν ερωτοχτυπημένο χωριατόπουλο. Ο Οίκος Κάερεν ήταν τόσο ισχυρός, που ούτε ακόμα κι ο Τζάριντ ή η Νάεαν δεν μπορούσαν να τον σπρώξουν στην άκρη. Το κεφάλι του Νάσιν ανεβοκατέβαινε αργά στον λεπτό λαιμό του. «Η δεξιοτεχνία σου στη λεπίδα είναι εντυπωσιακή, Άρχοντα Δράκοντα. Είσαι άλλος ένας Τζήρομ».
«Γιατί;» Η λέξη ήχησε κοφτά στην αυλή, κάνοντας τα πρόσωπα των Αντοριτών να ξινίσουν.
Ο Ντάβραμ Μπασίρε ολοφάνερα δεν ήταν Αντορίτης, με τα γερτά, σχεδόν μαύρα μάτια του, τη γαμψή μύτη και τη χοντρή γκρίζα μουστάκα του, που κατηφόριζε σαν δυο κέρατα στραμμένα προς τα κάτω γύρω από το πλατύ στόμα του. Ήταν λεπτός, λίγο πιο ψηλός από την Ενάιλα, και φορούσε κοντό γκρίζο σακάκι με ασημένια κεντίδια στις άκρες των μανικιών και στα πέτα, και φαρδύ παντελόνι χωμένο στις μπότες που έφταναν ως τα γόνατα. Εκεί που οι Αντορίτες έστεκαν όρθιοι για να δουν, ο Στρατάρχης της Σαλδαίας είχε βάλει να φέρουν μια επίχρυση πολυθρόνα στην αυλή κι είχε αράξει με το ένα πόδι ανεβασμένο στο μπράτσο της, ενώ είχε στρίψει το σπαθί του με τα στρογγυλά κιγιόν, έτσι ώστε η λαβή να βρίσκεται σε εύκαιρο σημείο. Το μελαψό πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα, αλλά δεν του έδινε περισσότερη σημασία απ’ όση έδινε στους Αντορίτες.
«Τι εννοείς;» απαίτησε να μάθει ο Ραντ.
«Τόση εξάσκηση με το σπαθί», είπε απτόητος ο Μπασίρε. «Και με πέντε άνδρες; Κανείς δεν κάνει εξάσκηση με πέντε άνδρες. Είναι χαζομάρα. Κάποια στιγμή τα μυαλά σου θα χυθούν στο χώμα σε κάποιον τέτοιο τσακωμό, παρά τα σπαθιά εξάσκησης, εντελώς άσκοπα».
Το σαγόνι του Ραντ σφίχτηκε. «Ο Τζήρομ κάποτε είχε νικήσει δέκα».
Ο Μπασίρε ανασάλεψε στην πολυθρόνα του και γέλασε. «Νομίζεις ότι θα ζήσεις αρκετά για να γίνεις ισάξιος του πιο λαμπρού ξιφομάχου της ιστορίας;» Ένα θυμωμένο μουρμούρισμα ακούστηκε από τους Αντορίτες —ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι ο θυμός ήταν προσποιητός— όμως ο Μπασίρε δεν έδωσε σημασία. «Στο κάτω-κάτω, είσαι αυτός που είσαι». Ξαφνικά, το χέρι του κινήθηκε σαν ελατήριο που πεταγόταν· το εγχειρίδιο, που το είχε ξεθηκαρώσει με την ίδια κίνηση, πέταξε και πλησίασε την καρδιά του Ραντ.
Ο Ραντ δεν σάλεψε ούτε έναν μυ του. Αντίθετα, έπιασε το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής· δεν απαιτούσε περισσότερη σκέψη απ’ όση η αναπνοή. Το σαϊντίν κύλησε μέσα του, φέρνοντας μαζί το μίασμα του Σκοτεινού, μια χιονοστιβάδα ρυπαρού πάγου, έναν χείμαρρο δύσοσμου λιωμένου μετάλλου. Προσπάθησε να τον τσακίσει, να τον παρασύρει, αλλά ο Ραντ στάθηκε πάνω του, όπως κάποιος που ισορροπούσε σε ένα βουνό που κατέρρεε. Διαβίβασε, και μια απλή ύφανση Αέρα κύκλωσε το εγχειρίδιο και το σταμάτησε σε απόσταση μισού μέτρου από το στήθος του. Τον τύλιξε η αδειανοσύνη· αιωρήθηκε μέσα της, στο Κενό, ενώ οι σκέψεις και τα συναισθήματα ήταν κάτι απόμακρο.
«Θα πεθάνεις!» φώναξε ο Τζάριντ ξιφουλκώντας, ενώ έτρεχε προς τον Μπασίρε. Ο Λιρ κι ο Χένρεν κι ο Έλεγκαρ κι όλοι οι Αντορίτες άρχοντες είχαν βγάλει τα σπαθιά, ακόμη κι ο Νάσιν, αν και, όπως το κρατούσε, ήταν έτοιμο να πέσει. Οι Κόρες είχαν τυλίξει το σούφα γύρω από το κεφάλι τους, ανεβάζοντας τα μαύρα πέπλα για να κρύψουν το πρόσωπο, αφήνοντας μόνο τα γαλάζια ή πράσινα μάτια τους να φαίνονται, κι είχαν υψώσει τις λόγχες με τις μακριές αιχμές· οι Αελίτες πάντα έβαζαν τα πέπλα τους πριν σκοτώσουν.
«Σταθείτε!» φώναξε ξερά ο Ραντ κι όλοι πάγωσαν επιτόπου· οι Αντορίτες βλεφάριζαν μπερδεμένοι κι οι Κόρες στέκονταν πανέτοιμες. Ο Μπασίρε δεν είχε σαλέψει άλλο, απλώς είχε ξαναβολευτεί, με το πόδι ακόμα πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας του.
Ο Ραντ με ένα χέρι κατέβασε από τον αέρα το εγχειρίδιο με την κεράτινη λαβή κι άφησε την Πηγή. Του ήταν δύσκολο να το κάνει, παρά το μίασμα που του έφερνε αναγούλα, το μίασμα που τελικά σκότωνε τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν. Με το σαϊντίν μέσα του, είχε οξύτερη όραση κι ακοή. Δεν καταλάβαινε αυτό το παράδοξο, αλλά όταν έπλεε σε κείνο το φαινομενικά απέραντο Κενό, με κάποιον τρόπο προστατευμένος από σωματικά αισθήματα και συναισθήματα, όλες οι αισθήσεις του εντείνονταν· δίχως το σαϊντίν ένιωθε λιγότερο ζωντανός. Και μπορεί ένα μέρος του μολύσματος να έμενε πίσω, όχι όμως η ανακουφιστική δόξα του σαϊντίν. Η θανατηφόρα δόξα που θα τον σκότωνε, αν ο Ραντ κλονιζόταν έστω και μια στιγμή στον αγώνα μαζί του.
Στριφογυρνώντας το εγχειρίδιο στα χέρια του, πλησίασε αργά τον Μπασίρε. «Αν είχα καθυστερήσει έστω και κατά ένα βλεφάρισμα», είπε μαλακά, «θα ήμουν νεκρός. Μπορώ να σε σκοτώσω εδώ που κάθεσαι και κανένας νόμος στο Άντορ ή οπουδήποτε αλλού δεν θα έλεγε ότι έσφαλα». Συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμος να το κάνει. Μια ψυχρή λύσσα είχε πάρει τη θέση του σαϊντίν. Η λίγων εβδομάδων γνωριμία τους δεν δικαιολογούσε κάτι τέτοιο.
Τα γερτά μάτια του Σαλδαίου ήταν γαλήνια, λες κι αναπαυόταν στο σπίτι του. «Αυτό δεν θα άρεσε καθόλου στη γυναίκα μου. Για να μην πω ότι θα έβλεπε κι εσένα με μισό μάτι. Η Ντέιρα μάλλον θα αναλάμβανε τη διοίκηση και θα ξεκινούσε πάλι για να κυνηγήσει τον Τάιμ. Έχει αντιρρήσεις και για το ότι συμφώνησα να σε ακολουθήσω».
Ο Ραντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι, καθώς η αιχμή του θυμού του είχε στομώσει από την αταραξία του άλλου. Κι από τα λόγια του. Είχε εκπλαγεί, μαθαίνοντας ότι μεταξύ των εννέα χιλιάδων έφιππων Σαλδαίων που είχε φέρει μαζί του ο Μπασίρε, συμπεριλαμβάνονταν οι σύζυγοι των ευγενών, όπως κι αρκετών από τους άλλους αξιωματικούς. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν να ρίχνεις τη γυναίκα σου στον κίνδυνο, όμως ήταν μια παράδοση στη Σαλδαία, με εξαίρεση τις εκστρατείες στη Μάστιγα.
Απέφυγε να κοιτάξει τις Κόρες. Ήταν πολεμίστριες μέχρι τα μύχια της ψυχής τους, αλλά ήταν και γυναίκες. Κι είχε υποσχεθεί να μη τις κρατήσει μακριά από τον κίνδυνο, ούτε ακόμη κι από το θάνατο. Δεν είχε υποσχεθεί να χαίρεται γι’ αυτό, κι ήταν κάτι που τον βασάνιζε, αλλά τηρούσε τις υποσχέσεις του. Ο Ραντ έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, έστω κι όταν μισούσε τον εαυτό του γι’ αυτό.
Αναστέναξε και πέταξε το εγχειρίδιο στην άκρη. «Η ερώτηση σου», είπε ευγενικά. «Γιατί;»
«Γιατί είσαι αυτός που είσαι», είπε απλά ο Μπασίρε. «Επειδή εσύ κι αυτοί οι άνδρες που μαζεύεις είστε αυτοί που είστε». Ο Ραντ άκουσε πόδια να ανασαλεύουν πίσω του· μόλο που προσπαθούσαν, οι Αντορίτες δεν μπορούσαν να κρύψουν τι φρίκη ένιωθαν με την αμνηστία που είχε δώσει. «Αυτό που έκανες στο εγχειρίδιο, μπορείς να το κάνεις κάθε φορά», συνέχισε ο Μπασίρε, κατεβάζοντας κάτω το πόδι του και σκύβοντας μπροστά, «αλλά για να σε πλησιάσει κάποιος ασασίνος, πρέπει να περάσει από τις Αελίτισσες σου. Κι από τους ιππείς μου, βεβαίως. Τι λέμε τώρα! Αν είναι να σε πλησιάσει κάτι, δεν θα είναι άνθρωπος». Άπλωσε τα χέρια και ξαναβολεύτηκε στην πολυθρόνα. «Εν πάση περιπτώσει, αν θέλεις να εξασκηθείς στο σπαθί, εξασκήσου. Ο άνθρωπος χρειάζεται και άσκηση και χαλάρωση. Αλλά πρόσεχε μη σου σπάσουν το κεφάλι. Πολλά πράγματα εξαρτώνται από σένα, και δεν βλέπω Άες Σεντάι εδώ γύρω για να σε Θεραπεύσουν». Το μουστάκι του σχεδόν έκρυψε το ξαφνικό χαμόγελό του. «Εκτός αυτού, αν πεθάνεις, δεν νομίζω ότι οι Αντορίτες φίλοι μας θα συνεχίσουν τη ζεστή φιλοξενία που προσφέρεις σε μένα και τους άνδρες μου».
Οι Αντορίτες είχαν θηκαρώσει τα σπαθιά, όμως τα μάτια τους είχαν μείνει καρφωμένα με κακές προθέσεις στον Μπασίρε. Αυτό δεν οφειλόταν στο ότι παραλίγο θα σκότωνε τον Ραντ. Συνήθως ήταν ευγενικοί απέναντι στον Μπασίρε, παρ’ όλο που ήταν ένας ξένος στρατηγός με ξένο στρατό σε Αντορινό έδαφος. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήθελε τον Μπασίρε εκεί, κι αυτός ο όχλος θα χάριζε χαμόγελα ακόμα και σε Μυρντράαλ, αν τους το ζητούσε ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αλλά αν ο Ραντ στρεφόταν εναντίον του... Ε, τότε δεν θα χρειαζόταν να του κρύβουν τίποτα. Ήταν όρνια έτοιμα να τραφούν από τη Μοργκέις πριν αυτή πεθάνει, και θα έτρωγαν τον Μπασίρε αν είχαν την παραμικρή ευκαιρία. Και τον Ραντ. Όσο γι’ αυτόν, ανυπομονούσε να τους ξεφορτωθεί.
Ο μόνος τρόπος για να ζήσεις είναι να πεθάνεις. Η σκέψη του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό. Του το είχαν πει κάποτε, με τέτοιο τρόπο που έπρεπε να το πιστέψει, αλλά η σκέψη δεν ήταν δική του. Πρέπει να πεθάνω. Μόνο ο θάνατος μού αξίζει. Ο Ραντ γύρισε την πλάτη στον Μπασίρε κι έπιασε το κεφάλι του.
Ο Μπασίρε σηκώθηκε αμέσως από την πολυθρόνα κι έπιασε τον Ραντ από τον ώμο, παρ’ όλο που ο Ραντ ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του. «Τι έγινε; Μη μου πεις ότι σου έσπασε το κεφάλι εκείνο το χτύπημα;»
«Καλά είμαι». Ο Ραντ κατέβασε τα χέρια· ποτέ δεν τον πονούσε, ήταν το σοκ που άκουγε τις σκέψεις ενός άλλου στο μυαλό του. Ο Μπασίρε δεν ήταν ο μόνος που τον κοίταζε. Οι περισσότερες Κόρες τον κοίταζαν με την ίδια προσοχή που κοίταζαν και την αυλή, ειδικά η Ενάιλα κι η Σομάρα με τα κιτρινόξανθα μαλλιά, που ήταν η ψηλότερη. Αυτές οι δύο μάλλον θα του έφερναν κάποιο τσάι από βότανα μόλις τελείωναν τα καθήκοντά τους και θα στέκονταν πάνω από το κεφάλι του μέχρι να το πιει. Η Ελένια κι η Νάεαν κι οι άλλοι Αντορίτες βαριανάσαιναν, σφίγγοντας τα σακάκια και τα φουστάνια τους, κοιτώντας εξεταστικά τον Ραντ με το φόβο των ανθρώπων που ανησυχούσαν μήπως έβλεπαν πάνω του τα πρώτα σημάδια της τρέλας. «Καλά είμαι», ανακοίνωσε σ’ ολόκληρη την αυλή. Μόνο οι Κόρες χαλάρωσαν, αλλά η Ενάιλα κι η Σομάρα όχι τελείως.
Οι Αελίτες δεν νοιάζονταν για τον «Αναγεννημένο Δράκοντα»· γι’ αυτούς, ο Ραντ ήταν ο Καρ’α’κάρν, ο οποίος σύμφωνα με την προφητεία θα τους ένωνε όλους, και θα τους κατέστρεφε. Το δέχονταν αδιαμαρτύρητα, αν κι ανησυχούσαν γι’ αυτό, κι έμοιαζαν να δέχονται αδιαμαρτύρητα το ότι διαβίβαζε, κι ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Οι άλλοι -οι υδρόβιοι, σκέφτηκε ο Ραντ πικρόχολα— τον ονόμαζαν Αναγεννημένο Δράκοντα και δεν αναρωτιόταν τι άραγε σήμαινε αυτό. Πίστευαν ότι ήταν η αναγέννηση του Λουζ Θέριν Τέλαμον, του Δράκοντα, του ανθρώπου που είχε σφραγίσει το πηγάδι, το οποίο άλλοι είχαν ανοίξει προς τη φυλακή του Σκοτεινού κι είχε δώσει τέλος στον Πόλεμο της Σκιάς περισσότερα από τρεις χιλιάδες χρόνια πριν. Είχε δώσει, επίσης, τέλος στην Εποχή των Θρύλων, τότε που το τελευταίο χτύπημα του Σκοτεινού είχε μιάνει το σαϊντίν κι οι άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν είχαν παραφρονήσει, με πρώτο τον ίδιο τον Λουζ Θέριν και τους Εκατό Συντρόφους του. Αποκαλούσαν τον Ραντ Αναγεννημένο Δράκοντα και δεν υποψιάζονταν καθόλου ότι μπορεί ένα μέρος του Λουζ Θέριν Τέλαμον να βρισκόταν μέσα στο κεφάλι του, τρελός όσο και τη μέρα που είχε αρχίσει τον Καιρό της Τρέλας και το Τσάκισμα του Κόσμου, τρελός σαν όλους τους άλλους άνδρες Άες Σεντάι που είχαν κάνει αγνώριστο το πρόσωπο του κόσμου. Του ερχόταν αργά, όμως όσο περισσότερα μάθαινε ο Ραντ για τη Μία Δύναμη, όσο δυνατότερος γινόταν στο σαϊντίν, τόσο ισχυρότερη γινόταν η φωνή του Λουζ Θέριν και τόσο πιο σκληρά έπρεπε να παλεύει ο Ραντ για να εμποδίσει τις σκέψεις ενός νεκρού να τον καταλάβουν. Αυτός ήταν ένας λόγος που του άρεσε η εξάσκηση με το σπαθί· η απουσία της σκέψης ήταν ένας φραγμός που τον βοηθούσε να μείνει ο εαυτός του.
«Πρέπει να βρούμε μια Άες Σεντάι», μουρμούρισε ο Μπασίρε. «Αν είναι αληθινές εκείνες οι φήμες... Που το Φως να μου κάψει τα μάτια, μακάρι να μη την είχαμε αφήσει εκείνη να φύγει».
Πολύς κόσμος είχε φύγει από το Κάεμλυν τις πρώτες μέρες που ο Ραντ κι οι Αελίτες είχαν πορθήσει την πόλη· το παλάτι είχε αδειάσει σχεδόν μέσα σε μια νύχτα. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι τους οποίους ο Ραντ ήθελε να είχε βρει, άνθρωποι που τον είχαν βοηθήσει, όμως είχαν εξαφανιστεί όλοι. Κάποιοι ξεγλιστρούσαν και χάνονταν ακόμα και τώρα. Ανάμεσα σε κείνους που είχαν διαφύγει τις πρώτες εκείνες μέρες ήταν μια νεαρή Άες Σεντάι, τόσο νεαρή ώστε το πρόσωπό της δεν είχε πάρει ακόμα τη χαρακτηριστική αγέραστη όψη. Οι άνθρωποι του Μπασίρε είχαν στείλει μήνυμα όταν την είχαν βρει σε ένα πανδοχείο, όμως όταν εκείνη είχε μάθει ποιος ήταν ο Ραντ, το είχε σκάσει ουρλιάζοντας. Κυριολεκτικά ουρλιάζοντας. Ο Ραντ δεν είχε μάθει ούτε το όνομα, ούτε το Άτζα της. Οι φήμες έλεγαν ότι υπήρχε άλλη μια Άες Σεντάι κάπου στην πόλη, όμως στο Κάεμλυν κυκλοφορούσαν εκατό φήμες τώρα, χίλιες φήμες, η καθεμιά πιο απίθανη από την άλλη. Ήταν βέβαιο ότι καμία απ’ αυτές δεν θα τους οδηγούσε να βρουν μια Άες Σεντάι. Τα περίπολα των Αελιτών είχαν εντοπίσει αρκετές που περνούσαν έξω από το Κάεμλυν, οι οποίες ολοφάνερα πήγαιναν κάπου βιαστικά και καμία τους δεν είχε πρόθεση να μπει σε μια πόλη που την είχε καταλάβει ο Αναγεννημένος Δράκοντας.
«Θα μπορούσα να εμπιστευτώ οποιαδήποτε Άες Σεντάι;» ρώτησε ο Ραντ. «Ένας πονοκέφαλος ήταν. Το κεφάλι μου δεν είναι από σίδερο, πονάει όταν το χτυπήσουν».
Ο Μπασίρε ξεφύσηξε, τόσο δυνατά που τα χοντρά μουστάκια του σάλεψαν. «Είσαι ξεροκέφαλος, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να εμπιστευτείς τις Άες Σεντάι. Δίχως αυτές, δεν θα πείσεις τα έθνη να σταθούν στο πλευρό σου, εκτός αν τα κατακτήσεις. Οι άνθρωποι τέτοια πράγματα περιμένουν να δουν. Όσες Προφητείες κι αν εκπληρώσεις και το μάθουν, πολλοί θα περιμένουν να σε αποδεχθούν οι Άες Σεντάι».
«Ο πόλεμος δεν αποφεύγεται, και το ξέρεις καλά», είπε ο Ραντ. «Οι Λευκομανδίτες δεν θα με υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες στην Αμαδισία ακόμα κι αν συμφωνήσει ο Άιλρον, κι ο Σαμαήλ αποκλείεται να εγκαταλείψει αμαχητί το Ίλιαν». Ο Σαμαήλ κι ο Ράχβιν κι η Μογκέντιεν και... Έδιωξε με δύναμη τη σκέψη από τη συνείδησή του. Δεν ήταν εύκολο. Αυτές οι σκέψεις έρχονταν απροειδοποίητα, και ποτέ δεν ήταν εύκολο να τις διώξεις.
Ένας γδούπος τον έκανε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Η Αρυμίλα είχε σωριαστεί στο πλακόστρωτο κι η Κάριντ είχε σκύψει και κατέβαζε τα φουστάνια της που είχαν αποκαλύψει τους αστραγάλους της και της μάλαζε τους καρπούς. Ο Έλεγκαρ ταλαντευόταν σαν να ήταν κι αυτός έτοιμος να μιμηθεί την Αρυμίλα από στιγμή σε στιγμή, ενώ ούτε ο Νάσιν ούτε η Ελένια έμοιαζαν να είναι σε καλύτερη κατάσταση. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους έδειχναν ότι τους ερχόταν εμετός. Αυτά συνέβαιναν όταν μνημονευόταν οι Αποδιωγμένοι, ειδικά από τότε που ο Ραντ τους είχε πει ότι ο Άρχοντας Γκάεμπριλ στην πραγματικότητα ήταν ο Ράχβιν. Δεν ήταν σίγουρος αν τον είχαν πιστέψει, όμως τώρα το ενδεχόμενο και μόνο αρκούσε για να κάνει τα πόδια τους να λυγίσουν. Ένιωθαν σοκ που ήταν ακόμα ζωντανοί. Αν ο Ραντ πίστευε ότι είχαν υπηρετήσει εν γνώσει τους τον Αποδιωγμένο... Όχι, σκέφτηκε. Αν το γνώριζαν, αν ήταν όλοι Σκοτεινόφιλοι, και πάλι θα τους χρησιμοποιούσες. Μερικές φορές ένιωθε τόση αηδία με τον εαυτό του που πραγματικά του ερχόταν να πεθάνει.
Τουλάχιστον, έλεγε την αλήθεια. Οι Άες Σεντάι πάσχιζαν να το κρατήσουν κρυφό, το ότι οι Αποδιωγμένοι ήταν ελεύθεροι· φοβούνταν ότι, αν το μάθαινε ο κόσμος, θα γινόταν πιο έντονο το χάος κι ο πανικός. Ο Ραντ προσπαθούσε να διαδώσει την αλήθεια. Μπορεί οι άνθρωποι να πανικοβάλλονταν, όμως θα είχαν χρόνο να το ξεπεράσουν. Με τον τρόπο των Άες Σεντάι, μπορεί να μην υπήρχε αρκετός καιρός μετά τη γνώση και τον πανικό. Κι εκτός αυτού, οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να ξέρουν τι αντιμετώπιζαν.
«Το Ίλιαν δεν θα αντέξει πολύ», είπε ο Μπασίρε. Ο Ραντ γύρισε αμέσως το κεφάλι προς το μέρος του, όμως ο Μπασίρε ήταν βετεράνος στις εκστρατείες κι ήξερε να κρατά το στόμα του κλειστό μπροστά σε άλλα αυτιά. Απλώς άλλαζε θέμα από τους Αποδιωγμένους. Αν κι ο Ραντ δεν είχε δει τίποτα να κάνει νευρικό τον Ντάβραμ Μπασίρε, ούτε Αποδιωγμένους ούτε τίποτα άλλο. «Το Ίλιαν θα σπάσει σαν καρύδι που το χτυπάς με σφυρί».
«Εσύ κι ο Ματ καταστρώσατε ένα καλό σχέδιο». Η βασική ιδέα ανήκε στον Ραντ, όμως ο Ματ κι ο Μπασίρε είχαν συμπληρώσει τις χίλιες λεπτομέρειες που την έκαναν λειτουργική, και περισσότερες ο Ματ παρά ο Μπασίρε.
«Πολύ ενδιαφέρων νεαρός αυτός ο Ματ Κώθον», σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Μπασίρε. «Ανυπομονώ να ξαναμιλήσουμε. Δεν είπε καμιά φορά ποιος ήταν ο δάσκαλός του. Ο Άγκελμαρ Τζάνκαντ; Άκουσα ότι είχατε πάει κι οι δύο στο Σίναρ». Ο Ραντ δεν είπε τίποτα. Τα μυστικά του Ματ ήταν δική του υπόθεση· ούτε ο ίδιος ο Ραντ δεν ήξερε ποια ήταν. Ο Μπασίρε έγειρε το κεφάλι, έξυσε το μουστάκι του με ένα δάχτυλο. «Είναι νέος για να έχει μαθητεύσει σε κάποιον. Δεν είναι μεγαλύτερός σου. Βρήκε καμιά βιβλιοθήκη πουθενά; Θα ήθελα να δω τα βιβλία που διάβασε».
«Πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο», είπε ο Ραντ. «Δεν ξέρω». Μπορεί ο Ματ να είχε διαβάσει κάποιο βιβλίο κάποτε, αλλά γενικά δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ο Μπασίρε απλώς ένευσε. Όταν ο Ραντ δεν ήθελε να μιλήσει για κάτι, εκείνος συνήθως δεν επέμενε. Συνήθως. «Την άλλη φορά που θα πεταχτείς στην Καιρχίν, δεν φέρνεις μαζί σου εκείνη την Πράσινη αδελφή που είναι εκεί; Την Εγκουέν Σεντάι; Άκουσα τους Αελίτες να μιλούν γι’ αυτή· λένε ότι κι αυτή είναι από το χωριό σου. Αυτήν θα μπορούσες να την εμπιστευτείς, έτσι δεν είναι;»
«Η Εγκουέν έχει άλλα καθήκοντα», γέλασε ο Ραντ. Μια Πράσινη αδελφή. Και πού να ’ξερε ο Μπασίρε...
Η Σομάρα εμφανίστηκε στο πλευρό του Ραντ με το λινό πουκάμισό του και το σακάκι του, ένα φίνο μάλλινο ραμμένο στο Αντορινό στυλ με δράκοντες στο μακρύ γιακά και δάφνες στα πέτα και κάθετα στα μανίκια. Ήταν ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, ίσως ούτε μια παλάμη κοντύτερη του. Είχε κατεβάσει το πέπλο της, όπως κι οι άλλες Κόρες, όμως το σούφα ακόμα μισοέκρυβε το πρόσωπό της. «Ο Καρ’α’κάρν θα κρυολογήσει», μουρμούρισε.
Εκείνος αμφέβαλλε. Μπορεί για τους Αελίτες τέτοια ζέστη να ήταν συνηθισμένη, όμως αυτός ιδρωκοπούσε σχεδόν όσο και πριν που έκανε εξάσκηση στο σπαθί. Πάντως, φόρεσε το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του και το έχωσε στο παντελόνι, αφήνοντας όμως τα κορδόνια λυτά, κι ύστερα έβαλε και το σακάκι. Δεν φανταζόταν ότι η Σομάρα θα έφτανε στο σημείο να του φορέσει η ίδια τα ρούχα του, τουλάχιστον όχι μπροστά στους άλλους, όμως μ’ αυτόν τον τρόπο θα γλίτωνε το κήρυγμα απ’ αυτήν και την Ενάιλα, και πιθανότατα μερικές από τις άλλες, μαζί με το τσάι από βότανα.
Για τους περισσότερους Αελίτες ο Ραντ ήταν ο Καρ’α’κάρν, και το ίδιο ίσχυε για τις Κόρες. Δημοσίως. Όταν ήταν μόνος με τις γυναίκες που είχαν επιλέξει να απαρνηθούν το γάμο και την οικογενειακή εστία προτιμώντας τη λόγχη, τότε το ζήτημα περιπλεκόταν. Υπέθετε ότι μπορούσε να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό —μάλλον— όμως τους το χρωστούσε. Ήδη μερικές είχαν σκοτωθεί για χάρη του, και θα σκοτώνονταν κι άλλες —το είχε υποσχεθεί, που να τον έκαιγε το Φως!— κι αφού μπορούσε να τις αφήσει να σκοτωθούν, μπορούσε να τις αφήσει να κάνουν και τα υπόλοιπα. Ο ιδρώτας αμέσως πότισε το πουκάμισο και γέμισε με σκούρους λεκέδες το σακάκι.
«Αλ’Θόρ, χρειάζεσαι τις Άες Σεντάι». Μακάρι ο Μπασίρε να ήταν εξίσου πεισματάρης και στη μάχη· αυτή τη φήμη είχε, όμως ο Ραντ μπορούσε να τον κρίνει μόνο από τη φήμη του κι από τις λίγες βδομάδες που τον ήξερε. «Δεν σε συμφέρει να στραφούν εναντίον σου, κι αν δεν πιστέψουν ότι σε κρατούν από κάπου, ίσως αυτό ακριβώς να κάνουν. Οι Άες Σεντάι είναι πονηρές· κανένας άνδρας δεν ξέρει τι θα κάνουν και γιατί θα το κάνουν».
«Κι αν σου έλεγα ότι υπάρχουν εκατοντάδες Άες Σεντάι έτοιμες να με υποστηρίξουν;» Ο Ραντ ήξερε ότι οι Αντορίτες άκουγαν· έπρεπε να προσέξει ώστε να μην αποκαλύψει πολλά. Όχι ότι ήξερε πολλά. Αυτά που ήξερε ήταν μάλλον προϊόν υπερβολής κι ελπίδας. Αμφέβαλλε για το «εκατοντάδες», ό,τι κι αν άφηνε η Εγκουέν να εννοηθεί.
Τα μάτια του Μπασίρε στένεψαν. «Αν είχε έρθει πρεσβεία από τον Πύργο, θα το ήξερα, οπότε...» Η φωνή του έγινε σχεδόν ψίθυρος. «Το σχίσμα; Ο Πύργος στ’ αλήθεια χωρίστηκε στα δύο;» Δεν πίστευε τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του. Όλοι ήξεραν ότι η Σιουάν Σάντσε είχε καθαιρεθεί από Έδρα της Άμερλιν κι είχε σιγανευτεί —είχε εκτελεστεί, όπως έλεγαν οι φήμες— αλλά για τους περισσότερους η διαίρεση του Πύργου ήταν απλή εικασία κι ελάχιστοι το πίστευαν στ’ αλήθεια. Ο Λευκός Πύργος είχε παραμείνει ένας και μοναδικός, ένας μονόλιθος που πρόβαλλε πάνω από θρόνους, επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Όμως ο Σαλδαίος ήταν άνθρωπος που συλλογιζόταν όλα τα ενδεχόμενα. Συνέχισε ψιθυρίζοντας κυριολεκτικά, πλησιάζοντας κοντά του για να μην ακουστεί από τους Αντορίτες. «Αυτό σημαίνει ότι οι αντάρτισσες είναι έτοιμες να σε υποστηρίξουν. Θα μπορούσες να κάνεις καλύτερη συμφωνία μ’ αυτές —σε χρειάζονται όσο τις χρειάζεσαι, ίσως και περισσότερο— αλλά οι αντάρτισσες, ακόμα κι αντάρτισσες Άες Σεντάι, δεν έχουν το κύρος του Λευκού Πύργου, τουλάχιστον στους εστεμμένους. Μπορεί οι λαϊκοί να μη καταλάβουν τη διαφορά, όμως οι βασιλιάδες κι οι βασίλισσες θα την ξέρουν».
«Δεν παύουν να είναι Άες Σεντάι», συνέχισε ο Ραντ, χαμηλόφωνα κι αυτός, «όποιες κι αν είναι». Όπου κι είναι, σκέφτηκε ξερά. Άες Σεντάι... Υπηρέτες Όλων... η Αίθουσα των Υπηρετών γκρεμίστηκε... γκρεμίστηκε παντοτινά... γκρεμίστηκε... Ιλυένα, αγάπη μου... Ο Ραντ έπνιξε ανελέητα τις σκέψεις του Λουζ Θέριν. Μερικές φορές του πρόσφεραν πραγματική βοήθεια, δίνοντάς του πληροφορίες που χρειαζόταν, όμως με τον καιρό δυνάμωναν πολύ. Αν είχε κάποια Άες Σεντάι εκεί —μια Κίτρινη· αυτές ήξεραν καλά να Θεραπεύουν— ίσως θα μπορούσε να τον... Υπήρχε μία Άες Σεντάι την οποία εμπιστευόταν, αν και μόνο λίγο πριν από τον θάνατό της· η Μουαραίν του είχε αφήσει μια συμβουλή για τις Άες Σεντάι, για όλες τις άλλες γυναίκες που φορούσαν το επώμιο και το δαχτυλίδι. «Ποτέ δεν θα εμπιστευτώ Άες Σεντάι», είπε βραχνά, μαλακά. «Θα τις εκμεταλλευτώ, επειδή τις χρειάζομαι, αλλά, είτε είναι του Πύργου είτε αντάρτισσες, ξέρω ότι θα προσπαθήσουν να με εκμεταλλευτούν, επειδή πάντα αυτό κάνουν οι Άες Σεντάι. Ποτέ δεν θα τις εμπιστευτώ, Μπασίρε».
Ο Σαλδαίος ένευσε αργά. «Τότε εκμεταλλεύσου τις, αν μπορείς. Αλλά ένα πράγμα να θυμάσαι. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί για καιρό σε αυτό που θέλουν οι Άες Σεντάι να κάνει». Ξαφνικά, άφησε ένα ξερό γελάκι. «Απ’ όσο ξέρω, ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν ο τελευταίος. Που το Φως να μου κάψει τα μάτια, μπορεί εσύ να είσαι ο δεύτερος».
Τα βήματα με μπότες προμήνυσαν ότι κάποιος άλλος ερχόταν στην αυλή· ήταν ένας άνθρωπος του Μπασίρε, με χοντρούς ώμους και στενή μύτη, ένα κεφάλι ψηλότερος από τον στρατηγό του, με πυκνή μαύρη γενειάδα και χοντρό μουστάκι. Προχωρούσε σαν να ήταν περισσότερο συνηθισμένος στη σέλα παρά στο περπάτημα, αλλά κράτησε το σπαθί με επιδεξιότητα καθώς υποκλινόταν. Περισσότερο προς τον Μπασίρε παρά προς τον Ραντ. Μπορεί ο Μπασίρε να ακολουθούσε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όμως ο Τούμαντ —αν θυμόταν καλά ο Ραντ, αυτό πρέπει να ήταν το όνομά του· Τούμαντ Άζκαν— ακολουθούσε τον Μπασίρε. Η Ενάιλα και τρεις άλλες Κόρες στύλωσαν το βλέμμα στον νεοαφιχθέντα Σαλδαίο· δεν εμπιστεύονταν κανέναν υδρόβιο κοντά στον Καρ’α’κάρν.
«Κάποιος άνδρας έχει παρουσιαστεί στις πύλες», είπε ανήσυχος ο Τούμαντ. «Λέει... Είναι ο Μάζριμ Τάιμ, Άρχοντα Μπασίρε».