Όταν ο Βάνιν πήγε να πει στην Ομάδα να καθίσουν στα αυγά τους, ο Ματ βρήκε ότι δεν έμενε ούτε ένα πανδοχείο στο Σαλιντάρ που να μην το είχαν καταλάβει οι Άες Σεντάι, ενώ και οι πέντε στάβλοι ήταν γεμάτοι και με το παραπάνω. Αλλά όμως όταν έβαλε με τρόπο λίγο ασήμι στα χέρια ενός σταβλίτη με στενό πηγούνι, εκείνος μετακίνησε μερικά σακιά με βρώμη και μερικές μπάλες σανό, ανοίγοντας χώρο που έκανε μια χαρά για πεντ’ έξι άλογα. Επίσης έδειξε στον Ματ και τους τέσσερις άνδρες της Ομάδας του μέρη για να κοιμηθούν στο πατάρι, το οποίο ήταν κάπως πιο δροσερό.
«Μη ζητάτε τίποτα», είπε ο Ματ στους άνδρες του καθώς τους μοίραζε τα νομίσματα που του είχαν απομείνει. «Να πληρώνετε τα πάντα και να μη δέχεστε δώρα. Η Ομάδα δεν θα χρωστά τίποτα σε κανέναν εδώ πέρα».
Το ψεύτικο ύφος σιγουριάς του μεταδόθηκε και σ’ αυτούς, και ούτε καν δίστασαν όταν τους διέταξε να στήσουν τα λάβαρα στην πόρτα του παταριού ώστε να κρεμαστούν στην πρόσοψη του στάβλου, πορφυρόλευκα, με τον ασπρόμαυρο δίσκο και το Δράκοντα ολοφάνερα σε όλους. Αντιθέτως, οι σταβλίτες γούρλωσαν τα μάτια και μόνο που δεν χοροπηδούσαν νευρικά καθώς απαιτούσαν από τον Ματ να τους πει τι έκανε.
Αυτός απλώς χαμογέλασε πλατιά και πέταξε σε κείνον με το στενό πηγούνι ένα χρυσό μάρκο. «Απλώς θέλω να μάθουν όλοι ποιος ήρθε για επίσκεψη». Σκοπός του ήταν να συνειδητοποιήσει η Εγκουέν ότι δεν θα τον εκφόβιζε, και μερικές φορές για να δείξεις στους ανθρώπους τι εννοούσες έπρεπε να κάνεις τον παλιάτσο.
Το κακό ήταν ότι τα λάβαρα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Βεβαίως, όσοι περνούσαν κοίταζαν χάσκοντας και τα έδειχναν στους άλλους, μερικές Άες Σεντάι ήρθαν για να ρίξουν μια ματιά, ανέκφραστες με το ψυχρό βλέμμα τους, αλλά ο Ματ προσδοκούσε ότι θα απαιτούσαν όλο αγανάκτηση να τα κατεβάσει, κι αυτό δεν έγινε. Όταν ξαναγύρισε στο Μικρό Πύργο, μια Άες Σεντάι που για κάποιο λόγο είχε σταφιδιασμένο πρόσωπο παρά τα λεία, αγέραστα μάγουλά της, έσιαξε το επώμιο της με τα καφέ κρόσσια και του είπε ρητά ότι η Έδρα της Άμερλιν ήταν απασχολημένη· ίσως μπορούσε να τον δεχθεί σε μια-δυο μέρες. Ίσως. Η Ηλαίην είχε χαθεί από προσώπου γης, το ίδιο και η Αβιέντα, αλλά δεν είδε πουθενά ίχνη ανησυχίας· υποψιάστηκε ότι θα την είχαν πάει κάπου να της βάλουν το λευκό φόρεμα. Αυτό δεν τον ενοχλούσε, αν ήταν ένας τρόπος για να διατηρηθεί η ειρήνη· δεν ήθελε να είναι αυτός που θα έλεγε στον Ραντ ότι η μια είχε σκοτώσει την άλλη. Το βλέμμα του κάποια στιγμή έπιασε τη Νυνάβε, όμως εκείνη έστριψε τη γωνία και χάθηκε πριν αυτός την προλάβει.
Πέρασε το απόγευμά του ψάχνοντας για τον Θομ και τον Τζούιλιν· σίγουρα θα είχαν να του πουν περισσότερα για το τι συνέβαινε εδώ, κι εκτός αυτού ήθελε να ζητήσει τη συγγνώμη του Θομ για τα σχόλια που είχε κάνει για κείνο το γράμμα. Δυστυχώς, ούτε και γι’ αυτούς ήξερε κανείς πού βρίσκονταν. Πολύ πριν το λιόγερμα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τους έκρυβαν μην τους βρει. Η Εγκουέν το είχε βάλει σκοπό να τον κάνει να σκάσει από ανησυχία, όμως θα της έδειχνε ότι δεν ίδρωνε του αυτί του από τέτοια. Για να το κάνει πιο προφανές, πήγε για χορό.
Όπως φαινόταν, ο εορτασμός για την καινούρια Άμερλιν θα διαρκούσε ένα ολόκληρο μήνα, και παρ’ όλο που άπαντες στο Σαλιντάρ δούλευαν σαν τρελοί όλη τη μέρα, όταν έπεφτε το σκοτάδι άναβαν φωτιές σε κάθε διασταύρωση και έκαναν την εμφάνιση τους βιολιά και φλογέρες, ακόμα και κανά-δυο ντούλτσιμερ. Ο αέρας αντηχούσε φωνές και μουσικές, και το πανηγύρι καλά κρατούσε ώσπου ερχόταν η ώρα του ύπνου. Είδε στους δρόμους Άες Σεντάι να χορεύουν με αμαξάδες και σταβλίτες που ακόμα φορούσαν τα τραχιά ρούχα τους, και Πρόμαχους να χορεύουν με σερβιτόρες και μαγείρισσες που είχαν αφήσει στην άκρη τις ποδιές τους. Όμως η Εγκουέν δεν φαινόταν πουθενά· η παλιο-Έδρα της Άμερλιν δεν θα χοροπηδούσε στους δρόμους. Ούτε φαινόταν πουθενά η Ηλαίην και η Νυνάβε, ούτε ο Θομ και ο Τζούιλιν. Ο Θομ δεν θα έχανε χορό ακόμα κι αν είχε σπασμένα και τα δύο πόδια, εκτός αν τον κρατούσαν εσκεμμένα σε απόσταση. Ο Ματ στάθηκε για να διασκεδάσει, για να δείξει σε όλους πόσο ανέμελος ήταν. Δεν το πέτυχε όπως το εννοούσε.
Χόρεψε λίγη ώρα με την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή του, μια λεπτούλα με άφθονες καμπύλες, που ήθελε να μάθει τα πάντα για τον Ματ Κώθον, ήταν πολύ κολακευτικό, ειδικά όταν του ζήτησε η ίδια να βγουν από το χορό. Όμως μετά από λίγο ο Ματ πρόσεξε ότι η Χάλιμα είχε ένα συγκεκριμένο τρόπο να ακουμπάει πάνω του, ένα τρόπο να γέρνει για να δει κάτι έτσι ώστε αυτός να μπορεί να δει καλύτερα τον κόρφο της. Θα το απολάμβανε, αλλά κάθε φορά εκείνη τον κοίταζε με άγρυπνο βλέμμα και πονηρό χαμόγελο. Δεν ήταν πολύ καλή χορεύτρια —κατ’ αρχάς, όλο προσπαθούσε να οδηγήσει αυτή το χορό τους— και τελικά ο Ματ την παρακάλεσε να σταματήσουν.
Κανονικά δεν θα ήταν τίποτα σπουδαίο, όμως πριν κάνει δέκα βήματα, η αλεπουδοκεφαλή πάγωσε στο στέρνο του. Στριφογύρισε, κοιτώντας για κάτι που ούτε κι αυτός δεν ήξερε τι ήταν. Αυτό που είδε ήταν τη Χάλιμα να τον κοιτάζει έντονα στο φως της φωτιάς. Μόνο για μια στιγμή πριν εκείνη πιάσει έναν Πρόμαχο από το μπράτσο και τον τραβήξει στο χορό, όμως ο Ματ ήταν σίγουρος ότι είχε δει κατάπληξη στο πανέμορφο πρόσωπό της.
Οι βιολιστές είχαν πιάσει ένα λυπητερό σκοπό που τον αναγνώρισε. Ή μάλλον ήταν σε κάποια από τις αρχαίες αναμνήσεις του, που δεν είχε αλλάξει πολύ αν συλλογιζόσουν ότι είχαν περάσει πάνω από χίλια χρόνια. Τα λόγια είχαν αλλάξει τελείως, γιατί οι παλιοί στίχοι που αντηχούσαν στο κεφάλι του δεν θα ήταν αρεστοί εδώ.
Δείξε μου εμπιστοσύνη, είπε η Άες Σεντάι.
Στους ώμους μου θα κρατήσω τον ουρανό.
Πίστεψε ότι ξέρω και ότι θα κάνω το καλύτερο.
και για τα άλλα θα φροντίσω εγώ.
Μα η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα ενός μαύρου σπόρου που φυτρώνει.
Η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα του αίματος της καρδιάς που κυλά.
Η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα της τελευταίας ανάσας μιας ψυχής.
Η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα του θανάτου.
«Άες Σεντάι;» είπε περιφρονητικά η παχουλή νεαρή την οποία ρώτησε. Ήταν ομορφούλα και υπό διαφορετικές συνθήκες ίσως προσπαθούσε να της κλέψει ένα φιλί και μια αγκαλιά. «Η Χάλιμα είναι απλώς η γραμματέας της Ντελάνα Σεντάι. Πάντα πειράζει τους άνδρες. Σαν παιδί με καινούριο παιχνίδι· τους πειράζει για να δει αν μπορεί. Θα είχε μπλέξει άσχημα πολλές φορές ως τώρα, αν δεν την προστάτευε η Ντελάνα».
Δείξε μου εμπιστοσύνη, είπε η βασίλισσα στο θρόνο της,
γιατί πρέπει να σηκώσω το φορτίο μονάχη μου.
Εμπιστέψου με για να σε οδηγήσω και να κρίνω και να κυβερνήσω,
και κανείς δεν θα σε περάσει για χαζό.
Μα η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος του σκυλιού που γαυγίζει στον τάφο.
Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος της προδοσίας στο σκοτάδι.
Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος της τελευταίας ανάσας μιας ψυχής.
Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος τον θανάτου.
Ίσως να είχε κάνει λάθος. Ίσως η Χάλιμα είχε ξαφνιαστεί που την είχε παρατήσει. Δεν ήταν πολλοί οι άνδρες που θα εγκατέλειπαν μια γυναίκα με τη δική της ομορφιά, όσο κι αν τους πείραζε, όση ώρα κι αν χόρευε. Σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος. Μα τότε το ερώτημα ήταν ποια το είχε κάνει και γιατί. Κοίταξε ολόγυρα, τους χορευτές, και τους ανθρώπους που κοίταζαν από τις σκιές στην άκρη περιμένοντας τη σειρά τους. Η χρυσομαλλούσα Κυνηγός του Κέρατος που του είχε φανεί γνωστή, πέρασε γοργά παρέα με έναν άνδρα με κακοτράχαλο πρόσωπο, με την πλεξούδα να ορθώνεται σχεδόν ίσια πίσω της. Ο Ματ μπορούσε να καταλάβει τις περισσότερες Άες Σεντάι από το πρόσωπο, όμως δεν υπήρχε τρόπος να βρει ποια είχε δοκιμάσει να... να κάνει ό,τι ήταν αυτό που είχε δοκιμάσει.
Προχώρησε στο δρόμο προς την επόμενη φωτιά, εν μέρει για να ξεφύγει από εκείνο το τραγούδι πριν ακουστούν στο κεφάλι του οι στίχοι «ο βασιλιάς εκεί ψηλά» και «η αρχόντισσα κι ο άρχοντας» και «ο έρωτας της ζωής σου». Σε κείνη την αρχαία ανάμνηση, θυμόταν ότι ο ίδιος είχε γράψει αυτό το τραγούδι, για τον έρωτα της ζωής του. Η εμπιστοσύνη έχει τη γεύση του θανάτου. Στην επόμενη γωνιά, ένας βιολιτζής και μια γυναίκα με φλάουτο έπαιζαν ένα τραγούδι που έμοιαζε να είναι το «Ανακάτεψε τα Πούπουλα», ένας ωραίος χωριάτικος χορός.
Άραγε μέχρι ποιου σημείου μπορούσε να εμπιστευτεί την Εγκουέν; Τώρα ήταν Άες Σεντάι· πρέπει να ήταν, αφού την είχαν κάνει Άμερλιν, παρ’ όλο που ήταν μια Άμερλιν της συμφοράς σ’ ένα χωριό της συμφοράς. Ό,τι κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι η Εγκουέν· ο Ματ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα τον χτυπούσε πισώπλατα μ’ αυτόν τον τρόπο. Υπήρχε η πιθανότητα να το είχε κάνει η Νυνάβε, φυσικά· από το χτύπημα ένιωθε ένα πρήξιμο στο πόδι του. Όσο για την Ηλαίην, μόνο το Φως ήξερε τι άραγε θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια γυναίκα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμα προσπαθούσαν να τον διώξουν. Θα έπρεπε να περιμένει κι άλλες επιθέσεις. Το καλύτερο θα ήταν να τις αγνοήσει· σχεδόν ευχήθηκε να ξαναδοκίμαζαν. Δεν μπορούσαν να τον αγγίξουν με τη Δύναμη, και αν δοκίμαζαν και αποτύχαιναν κι άλλες φορές, θα καταλάβαιναν για τα καλά ότι ήταν αμετάπειστος.
Η Μυρέλ ήρθε να σταθεί δίπλα του, κοιτώντας το χορό. Ο Ματ τη θυμόταν, αόριστα. Δεν πίστευε ότι εκείνη ήξερε κάτι επικίνδυνο γι’ αυτόν. Μάλλον όχι. Φυσικά, δεν ήταν καλλονή σαν τη Χάλιμα, αλλά ήταν παραπάνω από εμφανίσιμη. Σκιές χύνονταν τρεμουλιαστές στο πρόσωπό της, έτσι που ο Ματ θα μπορούσε να ξεχάσει πως ήταν μια Άες Σεντάι.
«Είναι ζεστή η βραδιά», του είπε χαμογελώντας, και συνέχισε μιλώντας με ανέμελο τόνο όσο αυτός απολάμβανε την όψη της, τόσο που άργησε λίγο να καταλάβει πού το πήγαινε.
«Δεν το νομίζω», της είπε ευγενικά όταν εκείνη έκανε μια παύση. Να τι πάθαινες όταν ξεχνιόσουν. Οι Άες Σεντάι ήταν Άες Σεντάι.
Αυτή απλώς χαμογέλασε. «Θα υπήρχαν πολλά πλεονεκτήματα, και δεν θα σε έδενα στα φουστάνια μου. Πολλά πλεονεκτήματα. Έχεις διαλέξει επικίνδυνη ζωή, ή σου τη διάλεξαν. Ένας Πρόμαχος θα είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει».
«Στ’ αλήθεια δεν το νομίζω. Όχι, αλλά ευχαριστώ για την προσφορά».
«Σκέψου το, Ματ. Εκτός αν... Μήπως σε δέσμευσε η Άμερλιν;»
«Όχι». Η Εγκουέν δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Ή μήπως θα το έκανε; Δεν μπορούσε να το κάνει, όσο ο Ματ φορούσε το μενταγιόν, αλλά θα τον δέσμευε αν δεν το είχε; «Μου επιτρέπεις;» Έκανε μια μικρή υπόκλιση και πλησίασε γοργά μι όμορφη γαλανομάτα που χτυπούσε το πόδι στο ρυθμό της μουσικής. Είχε γλυκό στόμα, φτιαγμένο για φιλιά, και ο Ματ ήθελε να διασκεδάσει. «Είδα τα μάτια σου και με παρέσυραν εδώ. Θέλεις να χορέψουμε;»
Είδε πολύ αργά το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δεξί της χέρι, και τότε το γλυκό στοματάκι άνοιξε και μια φωνή την οποία ήξερε του είπε ξερά, «Σε ρώτησα μια φορά αν θα έμενες σε ένα σπίτι που καίγεται, μικρέ μου, αλλά φαίνεται πως σου αρέσει να μπαίνεις στη φωτιά. Φύγε τώρα και βρες κάποια που θέλει να χορέψει μαζί σου».
Η Σιουάν Σάντσε! Ήταν σιγανεμένη, νεκρή! Τον αγριοκοίταζε με το πρόσωπο κάποιας νεαρής το οποίο είχε κλέψει, και φορούσε δαχτυλίδι των Άες Σεντάι! Είχε ζητήσει από τη Σιουάν Σάντσε να χορέψουν!
Ενώ αυτός την κοίταζε ακόμα, μια νεαρή λυγερή Ντομανή ήρθε μ’ ένα στροβίλισμα, φορώντας ένα ανοιχτοπράσινο μεταξωτό φόρεμα, τόσο ψιλό που το φως της φωτιάς διέγραφε από μέσα του τη σιλουέτα της. Έριξε στη Σιουάν μια παγωμένη ματιά που εκείνη της την ανταπέδωσε με ενδιαφέρον, και σχεδόν έσυρε τον Ματ ανάμεσα στους άλλους που χόρευαν. Ήταν ψηλή σαν Αελίτισσα, και τα μαύρα μάτια της ήταν λιγάκι πιο ψηλά από τα δικά του. «Παρεμπιπτόντως, είμαι η Ληάνε», του είπε, με φωνή σαν μελένιο χάδι, «σε περίπτωση που δεν με γνώρισες». Το χαμηλό γέλιο της ήταν κι αυτό σαν χάδι.
Ο Ματ τινάχτηκε και παραλίγο θα τα έκανε θάλασσα στην πρώτη στροφή. Κι αυτή η γυναίκα φορούσε το δαχτυλίδι. Συνέχισε να χορεύει μηχανικά. Μπορεί να ήταν ψηλή, μα την ένιωθε σαν πούπουλο στην αγκαλιά του, σαν αιθέριο κύκνο, μα αυτό δεν αρκούσε για να διώξει την ερώτηση που στροβιλιζόταν στο νου του σαν πυροτέχνημα Φωτοδότη. Πώς; Μα το Φως, πώς; Το αποκορύφωμα ήταν πως όταν τελείωσε ο χορός, του είπε, «Είσαι πολύ καλός χορευτής», με την ίδια φωνή σαν χάδι, και ύστερα τον φίλησε με τρόπο που δεν τον είχαν ξαναφιλήσει ποτέ. Ο Ματ σοκαρίστηκε τόσο που ούτε καν προσπάθησε να ξεφύγει. Αυτή αναστέναξε και τον χτύπησε απαλά στο μάγουλο. «Πολύ καλός χορευτής. Την άλλη φορά σκέψου ότι χορεύεις και θα τα πας καλύτερα». Κι απομακρύνθηκε γελώντας, ξαναπιάνοντας το χορό με κάποιον που άρπαξε από τους θεατές.
Ο Ματ έκρινε πως δεν θα άντεχε περισσότερα για μια βραδιά. Ξαναγύρισε στο στάβλο και έπεσε να κοιμηθεί, με τη σέλα μαξιλάρι. Τα όνειρά του θα ήταν ευχάριστα, μόνο που όλα αφορούσαν τη Μυρέλ και τη Σιουάν και τη Ληάνε και τη Χάλιμα. Στο θέμα των ονείρων, οι άνδρες από φυσικού τους δεν είχαν ούτε μια στάλα μυαλό.
Η επόμενη μέρα σίγουρα θα ήταν καλύτερη, σκέφτηκε, ειδικά όταν η αυγή βρήκε τον Βάνιν στο πατάρι, κοιμισμένο στη σέλα του. Ο Ταλμέηνς είχε καταλάβει και θα παρέμενε εκεί που ήταν· είχαν εμφανιστεί Πρόμαχοι που παρατηρούσαν τις προετοιμασίες της ομάδας· σίγουρα είχαν αφήσει σκοπίμως τους άνδρες του Ματ να τους δουν, μα κανείς δεν είχε ζυγώσει την Ομάδα. Μια λιγότερο ευχάριστη έκπληξη ήταν η ανακάλυψη του γκρίζου αλόγου του Όλβερ στη μάντρα πίσω από το στάβλο, και του ίδιου του Όλβερ που ήταν κουλουριασμένος στις κουβέρτες του σε μια άκρη.
«Χρειάζεσαι κάποιον να φυλά τα νώτα σου», είπε σκοτεινά στον Ματ. «Σ’ αυτήν δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη».
Ο Όλβερ δεν έδειξε ενδιαφέρον να παίξει με τα παιδιά του χωριού, κι έτσι ο Ματ αναγκάστηκε να υπομείνει τα βλέμματα και τα χαμόγελα καθώς το αγόρι τον ακολουθούσε κατά πόδας στο Σαλιντάρ, βάζοντας τα δυνατά του για να μιμηθεί τους ρέοντες δρασκελισμούς των Προμάχων και κοιτώντας ταυτόχρονα δεξιά κι αριστερά του για την Αβιέντα. Η οποία ήταν ακόμα εξαφανισμένη, όπως επίσης η Ηλαίην και η Νυνάβε. Όσο για την «Άμερλιν», αυτή ήταν ακόμα απασχολημένη. Ο Θομ κι ο Τζούιλιν ήταν κι αυτοί «απασχολημένοι». Ο Βάνιν μπόρεσε να μάθει μερικά πράγματα, αλλά τίποτα που να φέρει χαρά στον Ματ. Αν η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει στ’ αλήθεια τη Σιουάν και τη Ληάνε, τώρα θα ήταν ανυπόφορη· πάντα είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, και τώρα που είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο, το κεφάλι της θα φούσκωνε σαν δροσοπέπονο. Όμως το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ο Λογκαίν και το Κόκκινο Άτζα έκαναν τον Ματ να μορφάσει. Ήταν από τα πράγματα που καμία Άες Σεντάι δεν θα συγχωρούσε ποτέ. Αν ήταν ο Γκάρεθ Μπράυν αρχηγός του στρατού τους, τότε δεν θα επρόκειτο απλώς για ένα όχλο από αγρότες και αποβράσματα της πόλης με μερικούς Πρόμαχους να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του. Αν πρόσθετες τα τρόφιμα που είχε δει ο Βάνιν συσκευασμένα ή μέσα σε βαρέλια έτοιμα για ταξίδι, τότε μύριζε μπελάδες. Τους χειρότερους μπελάδες που θα μπορούσε να φανταστεί, εκτός του να έβρισκε έναν Αποδιωγμένο καθισμένο αντίκρυ του στο τραπέζι με μια ντουζίνα Τρόλοκ να μπαίνουν από την πόρτα. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν βλάκες· σήμαινε ότι ήταν επικίνδυνοι βλάκες. Κι είχες τον Θομ να λέει «βοήθησέ τους να πετύχουν». Αν ο βάρδος ξεμύτιζε ποτέ από την κρυψώνα του, ίσως έβρισκε το «πώς» σε κανένα παραμύθι του.
Το απόγευμα η Μυρέλ του ξαναπρότεινε να γίνει Πρόμαχος, και τα μάτια της στένεψαν όταν της είπε ότι η προσφορά της ήταν η πέμπτη που είχε δεχθεί από το χάραμα. Δεν κατάλαβε αν είχε πιστέψει τα λόγια του· την είδε να φεύγει με την πιο χολωμένη έκφραση που είχε δει ποτέ του σε Άες Σεντάι. Όμως ήταν αλήθεια. Η πρώτη πρόταση, όταν ακόμα έτρωγε το πρωινό του, είχε έρθει από τη Ντελάνα για την οποία δούλευε η Χάλιμα, μια στιβαρόκορμη γυναίκα με υγρά γαλάζια μάτια που παραλίγο θα τον φοβέριζε για να δεχτεί. Εκείνο το βράδυ ο Ματ απέφυγε τους χορούς και πήγε να κοιμηθεί με μουσική και γέλια στα αυτιά του· αυτή τη φορά, τα έβρισκε παράφωνα.
Ήταν το απομεσήμερο τη δεύτερης ολόκληρης μέρας του στο Σαλιντάρ όταν ήρθε και τον βρήκε μια κοπελίτσα με λευκό φόρεμα, γλυκιά και όλο φακίδες, με μια αρκετά αλλά όχι απόλυτα πετυχημένη έκφραση παγερής αξιοπρέπειας, μεταφέροντας μια πρόσκληση που ήταν ουσιαστικά διαταγή. «Θα παρουσιαστείς αμέσως ενώπιον της Έδρα της Άμερλιν». Τελεία και παύλα, χωρίς περιθώριο για αντιλογίες. Ο Ματ της έκανε νόημα να τον οδηγήσει· του φαινόταν πρέπον, κι έμοιαζε να της αρέσει.
Ήταν όλες εκεί στο δωμάτιο του Μικρού Πύργου, η Εγκουέν και η Νυνάβε, η Ηλαίην και η Αβιέντα, αν και ο Ματ χρειάστηκε να κοιτάξει και δεύτερη φορά για να αναγνωρίσει την Αελίτισσα που τώρα φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα από φίνο μαλλί με δαντελωτό γιακά και μανικέτια. Το καλό ήταν πως ούτε η Αβιέντα προσπαθούσε να στραγγαλίσει την Ηλαίην ούτε το ανάποδο, αλλά ήταν και οι δύο ανέκφραστες. Κάτι που τις έκανε να μοιάζουν με την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Δεν έβλεπες την παραμικρή έκφραση στις τέσσερις, και όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα πάνω του. Ο Ματ κατάφερε να κρατήσει το στόμα του κλειστό όσο η Εγκουέν του παράθετε τις επιλογές του κατά τη δική της άποψη, καθισμένη πίσω από το τραπέζι με το ριγωτό επιτραχήλιο ριγμένο στους ώμους της.
«Αν νομίζεις ότι δεν μπορείς να κάνεις ούτε το ένα ούτε το άλλο», κατέληξε, «τότε σου θυμίζω ότι μπορώ να σε φορτώσω δεμένο στ’ άλογο και να σε επιστρέψω στην Ομάδα του Χεριού. Στο Σαλιντάρ δεν υπάρχει θέση για χαραμοφάηδες και αργόσχολους. Δεν θα το επιτρέψω. Ένα από τα δύο, Ματ, ή θα πας στο Έμπου Νταρ με την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ή θα φύγεις για να δεις ποιος θα εντυπωσιαστεί από τα λάβαρα και τις σημαίες σου».
Στην ουσία δηλαδή δεν του άφηνε επιλογή. Όταν το είπε, καμιάς η έκφραση δεν άλλαξε. Η Νυνάβε μάλιστα έδειξε ακόμα πιο αποφασισμένη. Και η Εγκουέν είπε απλώς, «Χαίρομαι που έγινε, Ματ. Τώρα, έχω χίλια πράγματα να κάνω. Θα προσπαθήσω να σε δω πριν φύγεις». Τον έδιωχνε σαν να ήταν σταβλίτης· η Άμερλιν είχε δουλειές. Τουλάχιστον ας του πετούσε κανένα χάλκινο νόμισμα.
Κι έτσι το τρίτο πρωί του Ματ στο Σαλιντάρ τον βρήκε λίγο πιο έξω, στην καθαρισμένη περιοχή που χώριζε το χωριό από το δάσος. «Ίσως μείνουν εδώ μέχρι να γυρίσω», είπε στον Ταλμέηνς, ρίχνοντας πάνω από τον ώμο του μια ματιά στα σπίτια. Θα έρχονταν σε λίγο, και δεν ήθελε τα λόγια του να φτάσουν στα αυτιά της Εγκουέν. Θα προσπαθούσε να του πάρει το κεφάλι, αν μπορούσε. «Τουλάχιστον έτσι ελπίζω. Αν μετακινηθούν, ακολούθησέ τις όπου πάνε, αλλά όχι τόσο κοντά που να τις φοβίσεις. Κι αν πλησιάσει μια νεαρή ονόματι Εγκουέν, μην κάνεις ερωτήσεις, απλώς μάζεψέ την και πήγαινε στο Κάεμλυν ακόμα κι αν χρειαστεί να περάσεις πάνω από τον Γκάρεθ Μπράυν». Φυσικά, ίσως σκόπευαν να πάνε στο Κάεμλυν· ίσως υπήρχε μια τέτοια ελπίδα. Όμως φοβόταν πως προορισμός τους θα ήταν η Ταρ Βάλον. Η Ταρ Βάλον και ο πέλεκυς του δήμιου. «Και πάρε μαζί σου τον Νέριμ».
Ο Ταλμέηνς κούνησε το κεφάλι. «Αν πάρεις τον Ναλέσεν, θα προσβληθώ αν δεν με αφήσεις να στείλω τον υπηρέτη μου να φροντίζει τα πράγματά σου». Ο Ματ ευχήθηκε να χαμογελούσε μια φορά στις τόσες ο Ταλμέηνς· θα τον βοηθούσε να καταλάβει πότε μιλούσε σοβαρά και πότε όχι. Τώρα πάντως φαινόταν σοβαρός.
Ο Νέριμ στεκόταν λιγάκι παράμερα, μαζί με τον Πιπς και τη δική του κοντή, χοντρούλα καφέ φοράδα που ορθωνόταν από πάνω του, με δύο υποζύγια που κουβαλούσαν καλαμένια πανέρια φορτωμένα ως πάνω. Ο υπηρέτης του Ναλέσεν, ένας γεροδεμένος άνδρας ονόματι Λόπιν, είχε το δικό του μουνούχι με τη μύτη σαν σφυρί, τον ψηλό μαύρο επιβήτορα του Ναλέσεν, και μόνο ένα φορτωμένο άλογο.
Δεν ήταν μόνο αυτοί στην ομάδα τους. Καμία δεν του είχε πει κάτι παραπάνω από το σημείο και την ώρα της συνάντησης, όμως, εκεί που τον είχε ξαναπιάσει στην κουβέντα για να τον κάνει Πρόμαχο, η Μυρέλ του είχε πει ότι τώρα μπορούσε ελεύθερα να επικοινωνεί με την Ομάδα, αρκεί να μην τους έδινε εντολές να πλησιάσουν το Σαλιντάρ. Αυτό ήταν το τελευταίο που είχε στο νου του. Ο Βάνιν ήταν εδώ τώρα το πρωί επειδή ήταν καλός ανιχνευτής· υπήρχαν επίσης δώδεκα ιππείς διαλεγμένοι από την Ομάδα επειδή ήταν γεροδεμένοι και στο Μάερον είχαν επιβάλλει αποτελεσματικά την τάξη όσο και οι Κοκκινόχεροι. Απ’ ό,τι είχε πει ο Ναλέσεν, οι γρήγορες γροθιές και τα ρόπαλα θα έλυναν κάθε παρεξήγηση στην οποία ίσως έμπλεκαν η Νυνάβε και Ηλαίην, τουλάχιστον για όσο διάστημα χρειαζόταν ώστε να τις φυγαδεύσουν. Τέλος, ήταν εκεί και ο Όλβερ, στο γκρίζο άλογο που είχε ονομάσει Αέρα, ονομασία που ίσως να ταίριαζε στο ζώο με τα κοκαλιάρικα πόδια. Για τον Ματ ήταν εύκολη η απόφαση να πάρει και τον Όλβερ. Η Ομάδα ίσως έμπλεκε σε μπελάδες αν ακολουθούσε εκείνες τις τρελές. Ίσως όχι με τον Μπράυν, αλλά υπήρχαν αρκετοί ευγενείς που θα έβλεπαν με μισό μάτι τους δύο στρατούς που διέσχιζαν τα εδάφη τους, και θα απαντούσαν με νυχτερινές επιδρομές και σύννεφα βέλη από τα σύδεντρα. Σίγουρα για ένα αγόρι μια πόλη θα ήταν ασφαλέστερη.
Οι Άες Σεντάι ακόμα δεν φαίνονταν πουθενά, και ο ήλιος είχε αρχίσει να τους ψήνει από τις δενδροκορφές.
Ο Ματ κατέβασε ενοχλημένος το καπέλο στο μέτωπό του. «Ο Ναλέσεν ξέρει το Έμπου Νταρ, Ταλμέηνς». Ο Δακρυνός χαμογέλασε ιδρωμένος και ένευσε. Η έκφραση του Ταλμέηνς δεν άλλαξε. «Άντε, καλά. Ο Νέριμ θα έρθει». Ο Ταλμέηνς έγειρε το κεφάλι· ίσως να τα έλεγε στα σοβαρά.
Επιτέλους φάνηκε μια αναταραχή στο χωριό, μια ομάδα γυναικών που προχωρούσαν τραβώντας τα άλογά τους. Δεν ήταν μονάχα η Ηλαίην και η Νυνάβε, αν και δεν περίμενε να υπάρχουν άλλες. Η Αβιέντα φορούσε ένα γκρι φόρεμα ιππασίας, όμως κοίταζε με αμφιβολία τη γκριζοκαφέ φοράδα της. Η Κυνηγός με τη χρυσή πλεξούδα έδειχνε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση με το μουνούχι της που είχε βαριά λαγόνια και ποντικί χρώμα και φαινόταν σαν να προσπαθούσε να πείσει την Αβιέντα για κάτι σχετικό με τη φοράδα της. Τι γύρευαν εδώ αυτές οι δύο; Υπήρχαν επίσης δύο Άες Σεντάι —μάλλον έπρεπε να πει, δύο ακόμα Άες Σεντάι εκτός της Νυνάβε και της Ηλαίην— με λεπτό κορμί και λευκά μαλλιά, κάτι που ο Ματ δεν είχε ξαναδεί σε Άες Σεντάι. Ένας άνδρας περασμένης ηλικίας τις ακολουθούσε τραβώντας το δικό του άλογο και επίσης ένα φορτωμένο υποζύγιο, λιπόσαρκος, που του είχαν μείνει ελάχιστα μαλλιά κι αυτά τα λίγα ήταν γκρίζα. Ο Ματ άργησε μια στιγμή να καταλάβει ότι ήταν Πρόμαχος, καθώς φορούσε στη ράχη έναν από κείνους τους μανδύες που άλλαζαν χρώμα. Να τι σήμαινε να είσαι Πρόμαχος· οι Άες Σεντάι σε έβαζαν να δουλεύεις μέχρι που σου έπεφταν τα μαλλιά, και μετά μάλλον θα έστρωναν στη δουλειά και τα κόκαλά σου.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν ακολούθησαν όχι πολύ πιο πίσω, κι είχαν κι αυτοί ένα υποζύγιο. Οι γυναίκες σταμάτησαν πενήντα βήματα στα αριστερά με τον γηραλέο Πρόμαχο τους, χωρίς να ρίξουν ούτε ματιά στον Ματ και τους άνδρες του. Ο βάρδος κοίταξε τη Νυνάβε και τις άλλες, μίλησε μετά στον Τζούιλιν, και οδήγησαν τα άλογά τους προς τον Ματ, όπου κοντοστάθηκαν σαν να μην ήξεραν τι υποδοχή θα συναντούσαν. Ο Ματ τους πλησίασε.
«Οφείλω μια συγγνώμη, Ματ», είπε ο Θομ, χαϊδεύοντας το μουστάκι του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων. «Η Ηλαίην μου είπε απερίφραστα ότι δεν έπρεπε να ξαναμιλήσω μαζί σου. Μόλις σήμερα το πρωί το πήρε πίσω. Μια ώρα αδυναμίας πριν μερικούς μήνες υποσχέθηκα να ακολουθώ τις διαταγές της, και αυτό μου το πετά κατάμουτρα τις πιο άσχημες στιγμές. Ενοχλήθηκε ακόμα και από τα λίγα που πρόλαβα να πω».
«Η Νυνάβε απείλησε να μου ρίξει μπουνιά στο μάτι αν σε πλησίαζα», είπε βλοσυρά ο Τζούιλιν, γέρνοντας στο ραβδί του από μπαμπού. Φορούσε κόκκινο Ταραμπονέζικο καπέλο που δεν πρόσφερε ιδιαίτερη προστασία από τον ήλιο, και ακόμα και το καπέλο φαινόταν βλοσυρό.
Ο Ματ κοίταξε τις γυναίκες. Η Νυνάβε τον κρυφοκοίταζε πάνω από τη σέλα της, αλλά όταν είδε ότι την έβλεπε, κρύφτηκε πίσω από το άλογο της, μια παχουλή καφέ φοράδα. Ο Ματ δεν θα πίστευε ότι μπορούσε κανείς να δαμάσει τον Τζούιλιν, ούτε ακόμα και η Νυνάβε, όμως ο μελαψός κλεφτοκυνηγός είχε αλλάξει ριζικά από τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει για λίγο ο Ματ στο Δάκρυ. Τότε ο Τζούιλιν ήταν έτοιμος για όλα· αυτός ο Τζούιλιν, με τα φρύδια συνεχώς σμιγμένα, έμοιαζε να κατατρύχεται από ανησυχία. «Θα της μάθουμε τρόπους σ’ αυτό το ταξίδι, Τζούιλιν. Θομ, εγώ οφείλω συγγνώμη. Αυτό που είπα για το γράμμα. Μιλούσε το λιοπύρι, και η ανησυχία γι’ αυτές τις χαζές. Ελπίζω να ήταν καλά νέα». Θυμήθηκε, πολύ αργά, τι είχε πει ο Θομ. Είχε αφήσει τη γυναίκα που είχε γράψει το γράμμα να πεθάνει.
Όμως ο Θομ απλώς σήκωσε τους ώμους. Ο Ματ δεν ήξερε με τι βλέμμα να τον δει τώρα που δεν φορούσε το μανδύα βάρδου. «Καλά νέα; Ακόμα δεν το ξεδιάλυνα. Συχνά δεν ξέρεις αν μια γυναίκα είναι φίλη, εχθρός ή ερωμένη παρά μόνο πολύ αργά. Μερικές φορές είναι και τα τρία». Ο Ματ περίμενε να ακολουθήσει γέλιο, όμως ο Θομ συνοφρυώθηκε και βόγκηξε. «Στις γυναίκες αρέσει να παρουσιάζονται μυστηριώδεις, Ματ. Μπορώ να σου δώσω ένα παράδειγμα. Θυμάσαι την Αλούντρα;»
Ο Ματ το συλλογίστηκε. «Τη Φωτοδότρια στο Αρινγκίλ που τη γλιτώσαμε πριν της κόψουν το λαρύγγι;»
«Αυτήν ακριβώς. Ο Τζούιλιν κι εγώ την ανταμώσαμε στα ταξίδια μας, και δεν με γνώρισε. Κι όχι μόνο δεν με αναγνώρισε· σ’ έναν ξένο που συνταξιδεύετε λες πράγματα, έτσι για να τον γνωρίσεις. Η Αλούντρα δεν ήθελε να με γνωρίσει, και παρ’ όλο που δεν ήξερα το γιατί, δεν είχα λόγο να της επιβάλλω την παρουσία μου. Τη βρήκα ξένη και την άφησα ξένη. Τώρα, θα την ονόμαζες φίλη ή εχθρό;»
«Ίσως ερωμένη», είπε στεγνά ο Ματ. Δεν θα του ερχόταν άσχημα αν ξαναντάμωνε την Αλούντρα· του είχε δώσει μερικά πυροτεχνήματα που είχαν αποδειχθεί πολύ χρήσιμα. «Αν θέλεις να μάθεις για τις γυναίκες, ρώτα τον Πέριν, όχι εμένα. Εγώ δεν ξέρω απολύτως τίποτα. Κάποτε νόμιζα ότι ήξερε ο Ραντ, αλλά ο Πέριν ξέρει στα σίγουρα». Η Ηλαίην μιλούσε με τις δύο ασπρομάλλες Άες Σεντάι κάτω από το παρατηρητικό βλέμμα της Κυνηγού. Μια από τις ηλικιωμένες Άες Σεντάι κοίταξε στοχαστικά προς τον Ματ. Είχαν την ίδια πόζα που είχε η Ηλαίην, γαλήνιες σαν βασίλισσα στο θρόνο της. «Με λίγη τύχη δεν θα χρειαστεί να τις ανέχομαι για πολύ ακόμα», μουρμούρισε μόνος του. «Με λίγη τύχη, αυτό που κάνουν δεν θα αργήσει, και θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε εδώ σε πέντε-δέκα μέρες». Με λίγη τύχη, ίσως επέστρεφε πριν η Ομάδα αρχίσει να ακολουθεί τις τρελές. Το να βρει τα ίχνη, όχι ενός στρατού αλλά δύο, θα ήταν εύκολο όσο το να κλέβεις μια πίτα, αλλά δεν ήθελε να περάσει περισσότερες μέρες απ’ όσες ήταν ανάγκη συντροφιά με την Ηλαίην.
«Δέκα μέρες;» είπε ο Θομ. «Ματ, ακόμα και με την “πύλη” που λες, θα κάνουμε πεντ’ έξι μέρες μόνο και μόνο για να φτάσουμε στο Έμπου Νταρ. Λογάριαζε είκοσι καλύτερα, αλλά...»
Ο Ματ έπαψε να ακούει. Όλες οι στάλες ενόχλησης που μαζευόταν από την πρώτη στιγμή που είχε ξαναδεί μπροστά του την Εγκουέν τώρα άφρισαν μονομιάς. Έβγαλε απότομα το καπέλο από το κεφάλι του και προχώρησε με μεγάλα βήματα προς την Ηλαίην και τις άλλες. Ήταν κακό που του κρατούσαν πράγματα κρυφά —πώς μπορούσε να τις γλιτώσει από φασαρίες αφού δεν του έλεγαν τίποτα;— αλλά αυτό τώρα ήταν εξωφρενικό. Η Νυνάβε τον είδε να έρχεται και για κάποιο λόγο όρμηξε πίσω από τη φοράδα της.
«Θα είναι ενδιαφέρον να ταξιδέψουμε με έναν τα’βίρεν», είπε μια από τις ασπρομάλλες Άες Σεντάι. Από κοντά, ο Ματ και πάλι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ηλικία της, αλλά όμως το πρόσωπό της σου έδινε μια εντύπωση από το πέρασμα πολλών χρόνων. Πρέπει να έφταιγαν τα μαλλιά. Η άλλη Άες Σεντάι ήταν σαν το είδωλό της στον καθρέφτη· ίσως να ήταν στ’ αλήθεια αδελφές. «Με λένε Βαντέν Ναμέλ»
Ο Ματ δεν είχε διάθεση να μιλήσει για το ότι ήταν τάβίρεν. Ποτέ δεν είχε τέτοια διάθεση, και σίγουρα δεν είχε τώρα. «Τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες που άκουσα, ότι θέλει πεντ’ έξι μέρες για να φτάσουμε στο Έμπου Νταρ;» Ο ηλικιωμένος Πρόμαχος όρθωσε το κορμί του, ρίχνοντάς του ένα σκληρό βλέμμα, και ο Ματ άλλαξε γνώμη και γι’ αυτόν· ήταν λιπόσαρκος, μα τραχύς σαν γέρικη ρίζα. Τίποτα απ’ αυτά δεν έκαναν τον τόνο του να αλλάξει. «Μπορείς να ανοίξεις πύλη μπροστά στο Έμπου Νταρ. Δεν είμαστε κανένας στρατός που θα τρομάξει τον κόσμο, κι όσο για το ότι θα εμφανιστούμε ουρανοκατέβατοι, ε, είσαι Άες Σεντάι. Οι άνθρωποι το περιμένουν από σας να έρχεστε ουρανοκατέβατες και να περνάτε μέσα από τοίχους».
«Φοβάμαι ότι μιλάς σε λάθος μέλος της ομάδας μας», είπε η Βαντέν. Ο Ματ, κοίταξε την άλλη ασπρομάλλα, η οποία κούνησε το κεφάλι ενώ η Βαντέν έλεγε, «Φοβάμαι πως δεν εννοώ την Αντελέας. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είμαστε αρκετά δυνατές για να κάνουμε αυτά τα καινούρια πράγματα».
Ο Ματ δίστασε και ύστερα έστρωσε το καπέλο πιο βαθιά στο κεφάλι του και γύρισε προς την Ηλαίην.
Εκείνη σήκωσε το πηγούνι. «Φαίνεται πως ξέρεις λιγότερα απ’ όσα νομίζεις ότι ξέρεις, Αφέντη Κώθον», του είπε ψυχρά. Ο Ματ συνειδητοποίησε ότι η Ηλαίην δεν ίδρωνε, όπως και δεν ίδρωναν οι δύο Άες Σεντάι... οι άλλες δύο Άες Σεντάι. Η Κυνηγός τον κοίταζε επιθετικά. Μήπως την είχε τσιμπήσει καμιά μύγα; «Σε ακτίνα εκατό μιλίων γύρω από το Έμπου Νταρ υπάρχουν χωριά και φάρμες», συνέχισε η Ηλαίην, εξηγώντας το προφανές σ’ έναν χαζό. «Είναι επικίνδυνο πράγμα η πύλη. Δεν θέλω να σκοτώσω τα πρόβατα ή τα γελάδια κάποιου φουκαρά, και πολύ λιγότερο τον ίδιο τον φουκαρά».
Δεν τον ενόχλησε μόνο ο τόνος της. Είχε δίκιο, και τον ενοχλούσε κι αυτό. Αλλά δεν θα το παραδεχόταν μπροστά της, και ψάχνοντας για διέξοδο, είδε την Εγκουέν να βγαίνει από το χωριό με πάνω από δυο ντουζίνες Άες Σεντάι, που οι περισσότερες φορούσαν κροσσωτά επώμια. Για την ακρίβεια, η Εγκουέν ερχόταν και οι άλλες την ακολουθούσαν. Κρατούσε το κεφάλι υψωμένο, το βλέμμα ίσια μπροστά, το ριγωτό επιτραχήλιο κρεμόταν γύρω από το λαιμό της. Οι άλλες βάδιζαν λίγο πιο πίσω της σχηματίζοντας ομαδούλες. Η Σέριαμ, που φορούσε γαλάζιο επιτραχήλιο Τηρήτριας, μιλούσε με τη Μυρέλ και με μια Άες Σεντάι με αδρό πρόσωπο που είχε μητρικό ύφος. Δεν αναγνώριζε κάποια άλλη εκτός από τη Ντελάνα —μία τους είχε γκρίζα μαλλιά χτενισμένα κότσο· πόσων χρονών έπρεπε να γίνουν οι Άες Σεντάι για να γκριζάρουν ή να ασπρίσουν τα μαλλιά τους;— όμως όλες μιλούσαν μεταξύ τους, αγνοώντας τη γυναίκα την οποία είχαν αναδείξει Άμερλιν. Αυτή προχωρούσε λες και ήταν μόνη της· έμοιαζε να είναι μόνη της. Ο Ματ που την ήξερε καταλάβαινε ότι προσπαθούσε να γίνει αυτό που την είχαν εκλέξει, αλλά αυτές την άφηναν να περπατά μόνη της, μπροστά στα μάτια ολωνών.
Στο Χάσμα του Χαμού να πάνε αν νομίζουν ότι μπορούν να φέρονται με τέτοιο τρόπο σε μια γυναίκα των Δύο Ποταμών, σκέφτηκε βλοσυρά.
Προχώρησε με μεγάλα βήματα για να συναντήσει την Εγκουέν, έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε, όσο πιο καλά μπορούσε — όταν χρειαζόταν, ήξερε να κάνει τις πιο φανταχτερές υποκλίσεις. «Καλή σου μέρα, Μητέρα, και το Φως να σε φωτίζει», είπε, αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν ως το χωριό. Γονάτισε, έπιασε το δεξί της χέρι και φίλησε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού τη. Έστειλε μια γοργή, άγρια ματιά και μια γκριμάτσα στον Ταλμέηνς και τους υπόλοιπους —τον έκρυβε η Εγκουέν κι έτσι αυτό δεν το είδαν οι άλλες πίσω της— κι έτσι οι άνδρες του γονάτισαν και φώναξαν, «Το Φως να λάμπει πάνω σου, Μητέρα» και διάφορες παραλλαγές. Ακόμα και ο Θομ με τον Τζούιλιν.
Η Εγκουέν στην αρχή ξαφνιάστηκε, αν και το έκρυψε γρήγορα. Ύστερα χαμογέλασε και είπε μαλακά, «Σ’ ευχαριστώ, Ματ».
Για μια στιγμή εκείνος έμεινε να την κοιτάζει, κι ύστερα ξερόβηξε και σηκώθηκε όρθιος, ξεσκονίζοντας το παντελόνι του στα γόνατα. Η Σέριαμ και οι άλλες πίσω από την Εγκουέν τον έτρωγαν με τα μάτια. «Δεν σε περίμενα εδώ πέρα», της είπε με χαμηλή φωνή, «αλλά βέβαια φαίνεται ότι είναι πολλά αυτά που δεν περίμενα. Πάντα ξεπροβοδίζει η Έδρα της Άμερλιν όσους φεύγουν ταξίδι; Δεν πιστεύω να μου πεις τώρα τι σημαίνουν όλα αυτά, ε;»
Στην αρχή του φάνηκε ότι θα του τα έλεγε, αλλά μετά εκείνη έσφιξε ελαφρά το στόμα της για μια στιγμή και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. «Πάντοτε θα ξεπροβοδίζω τους φίλους, Ματ. Θα σου μιλούσα πριν από αυτή τη στιγμή, αλλά ήμουν πνιγμένη. Ματ, προσπάθησε να μην μπλέξεις εκεί στο Έμπου Νταρ».
Αυτός την κοίταξε αγανακτισμένος. Είχε σπεύσει να γονατίσει και να της φιλήσει το δαχτυλίδι, αλλά σε ανταπόδοση εκείνη του έλεγε να μην μπλέξει σε μπελάδες, ενώ ο σκοπός του ήταν να βοηθήσει την Ηλαίην και τη Νυνάβε. «Θα προσπαθήσω, Μητέρα», είπε με σαρκασμό, αλλά όχι έντονα. Η Σέριαμ και κάποιες από τις άλλες ίσως ήταν αρκετά κοντά για να τον ακούσουν. «Αν με συγχωρήσεις, πρέπει να πάω στους άνδρες μου».
Έκανε άλλη μια υπόκλιση, οπισθοχώρησε μερικά βήματα, και μετά προχώρησε γοργά προς τον Ταλμέηνς και τους άλλους που ήταν ακόμα γονατισμένοι. «Θα κάτσετε έτσι μέχρι να βγάλετε ρίζες;» μούγκρισε. «Στ’ άλογα». Ακολούθησε και ο ίδιος τη διαταγή του, και όλοι σκαρφάλωσαν στη σέλα εκτός από τον Ταλμέηνς.
Η Εγκουέν αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ενώ η Βαντέν και η Αντελέας πήγαν να μιλήσουν με τη Σέριαμ, και μετά ήρθε η ώρα, τόσο απότομα μετά από τόση χρονοτριβή. Ο Ματ σχεδόν περίμενε κάποια τελετή, μιας και η Εγκουέν ήταν εκεί με το επιτραχήλιο της Άμερλιν, όμως εκείνη και οι άλλες που δεν θα έρχονταν απλώς αποτραβήχτηκαν λιγάκι. Η Ηλαίην βγήκε μπροστά, και ξαφνικά φάνηκε μια χαρακιά φωτός εκεί μπροστά της, που πλάτυνε κι έγινε τρύπα, με τη θέα εντός να δείχνει ένα λοφίσκο σκεπασμένο από ξερό γρασίδι. Η τρύπα περιστράφηκε και σταμάτησε. Έτσι όπως το έκανε ο Ραντ. Σχεδόν έτσι.
«Αφιππεύσατε», διέταξε ο Ματ. Η Ηλαίην φαινόταν ευχαριστημένη από τον εαυτό της —δεν θα υποψιαζόσουν ποτέ τι είδους γυναίκα ήταν από κείνο το ενθουσιασμένο χαμόγελο με το οποίο ζητούσε από τη Νυνάβε και την Αβιέντα να συμμεριστούν τη χαρά της— αλλά, είτε ήταν ευχαριστημένη είτε όχι, η πύλη δεν ήταν μεγάλη σαν την πύλη που είχε κάνει ο Ραντ για την Ομάδα. Φυσικά, τώρα ήταν λιγότεροι από την Ομάδα, μα αν μην τι άλλο θα μπορούσε να την είχε κάνει αρκετά ψηλή για να περάσουν καβάλα.
Στην άλλη άκρη, χαμηλοί, κυματιστοί λόφοι με ξεραμένο γρασίδι έφταναν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του Ματ, ακόμα κι όταν ξανανέβηκε στον Πιπς, αν και μια σκοτεινιά στο βάθος έδειχνε ότι εκεί υπήρχε δάσος. Ήταν λόφοι όλο χώμα.
«Δεν πρέπει να ζορίσουμε πολύ τα άλογα εδώ», είπε η Αντελέας, ανεβαίνοντας με ευκολία στη στρογγυλή καφέγκριζη φοράδα της μόλις εξαφανίστηκε η πύλη. Η θέση του ζώου έμοιαζε να είναι στην ποτίστρα του, όχι σε ταξίδια.
«Α, όχι βέβαια», είπε η Βαντέν. Το άλογό της ήταν ένα μαύρο μουνούχι με χοντροκαμωμένα πλευρά και ανάλαφρο βηματισμό. Οι δύο τους ξεκίνησαν προς το νότο, κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να τις ακολουθήσουν. Ο ηλικιωμένος Πρόμαχος τις ακολούθησε ακριβώς από πίσω τους.
Η Νυνάβε και η Ηλαίην αντάλλαξαν ενοχλημένες ματιές και ύστερα κλώτσησαν τις φοράδες τους για να προφτάσουν τις άλλες γυναίκες, με τις οπλές να σηκώνουν σκόνη ώσπου τις πρόφτασαν. Η κυνηγός με τις κίτρινες κορδέλες τις ακολούθησε όπως ο Πρόμαχος είχε ακολουθήσει το άλλο ζευγάρι.
Ο Ματ αναστέναξε, έλυσε το μαύρο μαντίλι που φορούσε στο λαιμό και το έδεσε πάνω από το στόμα και τη μύτη του. Μπορεί να απολάμβανε το θέαμα των δύο μεγαλύτερων Άες Σεντάι που θα δίδασκαν τρόπους στις άλλες δύο, όμως αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια ήταν ένα ήσυχο ταξίδι, μια σύντομη διαμονή στο Έμπου Νταρ, και ένα γρήγορο άλμα πίσω στο Σαλιντάρ πριν η Εγκουέν κάνει τίποτα βλακώδες και ανεπανόρθωτο. Οι γυναίκες πάντα τον έβαζαν σε μπελάδες· δεν καταλάβαινε πώς γινόταν αυτό.
Όταν έσβησε η πύλη, η Εγκουέν αναστέναξε. Ίσως η Ηλαίην και η Νυνάβε κατάφερναν να μην μπλέξει σε μεγάλους μπελάδες ο Ματ. Το να μην έμπλεκε καθόλου μάλλον θα ήταν ακατόρθωτο. Ένιωσε τύψεις μέσα της που τον είχε εκμεταλλευτεί, αλλά ο Ματ ίσως απέβαινε χρήσιμος τώρα που τους είχε έρθει, και έπρεπε να τον απομακρύνει από την Ομάδα. Εκτός αυτού, του άξιζε. Ίσως η Ηλαίην κατάφερνε να του μάθει τρόπους.
Στράφηκε προς τις άλλες, την Αίθουσα και τη Σέριαμ με την κλίκα της, και είπε, «Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε μ’ αυτό που ετοιμάζουμε».
Όλα τα μάτια στράφηκαν στον Καιρχινό με το σκούρο σακάκι που εκείνη τη στιγμή ανέβαινε στο άλογο του κοντά στα δένδρα. Η Εγκουέν είχε την εντύπωση πως το όνομά του ήταν Ταλμέηνς, έτσι είχε πει ο Ματ· δεν είχε τολμήσει να του κάνει πολλές ερωτήσεις. Εκείνος τις κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή και κούνησε το κεφάλι πριν χαθεί στο δάσος.
«Είναι από τους ανθρώπους που σε βάζουν σε μπελάδες», είπε η Ρομάντα.
Η Λελαίν ένευσε. «Καλά θα κάνουμε να κρατάμε αποστάσεις απ’ αυτούς».
Η Εγκουέν συγκράτησε το χαμόγελό της. Η Ομάδα του Ραντ είχε εξυπηρετήσει τον πρώτο σκοπό της, όμως πολλά εξαρτώνταν από το τι εντολές είχε αφήσει ο Ματ στον Ταλμέηνς. Σκέφτηκε ότι σ’ αυτό το ζήτημα, μπορούσε να βασίζεται στον Ματ. Η Σιουάν είχε πει ότι ο άλλος, ο Βάνιν, είχε ξετρυπώσει πράγματα πριν η ίδια βρει ευκαιρία να του τα βάλει κάτω από τη μύτη του. Κι αν ήταν να «βάλει μυαλό» και να προσφύγει στην Ομάδα για προστασία, τότε η Ομάδα θα έπρεπε να είναι κοντά της. «Πάμε στα άλογά μας;» είπε. «Αν φύγουμε τώρα, θα προλάβουμε τον Άρχοντα Μπράυν πριν το ηλιοβασίλεμα».