27 Δώρα

Επιστρέφοντας στο πλατύ στρατόπεδο με τις σκηνές, η Εγκουέν προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της, αλλά δεν ήξερε αν τα πόδια της πατούσαν το χώμα. Ήξερε ότι το άγγιζαν. Συμμετείχαν λιγάκι κι αυτά στα κύματα της σκόνης που παρέσερνε ο καυτός άνεμος με τις ριπές του· βήχοντας, ευχήθηκε να φορούσαν πέπλα οι Σοφές. Δεν ήταν ίδιο πράγμα το να σηκώνεις το επώμιο στο κεφάλι σου, άσε που ήταν σαν να φοράς σκηνή ατμόλουτρου. Όμως ένιωθε τα πόδια της πετούν. Το μυαλό της έμοιαζε να στριφογυρίζει, κι όχι από τον καύσωνα.

Στην αρχή νόμιζε ότι ο Γκάγουιν δεν θα τη συναντούσε, αλλά εκείνος ξαφνικά είχε βρεθεί δίπλα της καθώς η Εγκουέν περπατούσε στο πλήθος. Είχαν περάσει ολόκληρο το πρωινό στην ιδιωτική τραπεζαρία του Ψηλού, πιασμένοι χέρι-χέρι και πίνοντας τσάι όσο μιλούσαν. Η Εγκουέν ήταν τελείως αναίσχυντη και τον είχε φιλήσει μόλις είχε κλείσει η πόρτα, πριν αυτός κάνει οποιαδήποτε κίνηση για να την φιλήσει, κι είχε καθίσει στο γόνατο του κάποια στιγμή, αν κι αυτό δεν είχε κρατήσει πολύ. Την έκανε να ξανασκεφτεί τα όνειρά του, ότι ίσως θα μπορούσε να ξανατρυπώσει σ’ αυτά, πράγματα που μια σωστή γυναίκα δεν έπρεπε να σκέφτεται! Τουλάχιστον μια ανύπαντρη γυναίκα. Είχε πεταχτεί από το γόνατό του σαν φοβισμένη ελαφίνα, ξαφνιάζοντάς τον.

Κοίταξε ολόγυρα της βιαστικά. Οι σκηνές ήταν μισό μίλι πιο πέρα και δεν υπήρχε ψυχή πιο κοντά της. Και να υπήρχε κάποιος, δεν θα μπορούσε να τη δει να κοκκινίζει. Συνειδητοποίησε ότι χαμογελούσε σαν χαζή πίσω από το επώμιο κι έδιωξε το χαμόγελο της. Μα το Φως, έπρεπε να συγκρατηθεί. Να ξεχάσει την αίσθηση των γερών μπράτσων του Γκάγουιν και να θυμηθεί γιατί είχαν περάσει τόση ώρα στον Ψηλό.

Προχωρώντας στο πλήθος, κοίταζε ολόγυρα, ψάχνοντας τον Γκάγουιν και προσπαθώντας με αρκετή δυσκολία να προσποιείται την ανέμελη· δεν ήθελε να νομίζει ο Γκάγουιν ότι ανυπομονούσε να τον δει. Ξαφνικά, ένας άνδρας έγειρε προς το μέρος της και ψιθύρισε άγρια, «Ακολούθησέ με στον Ψηλό».

Εκείνη τινάχτηκε· δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έκανε μια στιγμή για να αναγνωρίσει τον Γκάγουιν. Φορούσε απλό καφέ σακάκι και λεπτό μανδύα για τη σκόνη στην πλάτη, με την κουκούλα σηκωμένη ώστε να κρύβει σχεδόν όλο το πρόσωπό του. Δεν ήταν ο μόνος —με εξαίρεση τους Αελίτες, όσοι έβγαιναν έξω από τα τείχη φορούσαν μανδύα— αλλά λίγοι ήταν εκείνοι που ύψωναν την κουκούλα σ’ αυτό το καμίνι.

Τον άρπαξε με δύναμη από το μανίκι, καθώς εκείνος προσπαθούσε να προπορευτεί. «Γιατί νομίζεις ότι θα έρθω έτσι εύκολα σε ένα πανδοχείο μαζί σου, Γκάγουιν Τράκαντ;» απαίτησε να μάθει, στενεύοντας τα μάτια. Μίλησε όμως χαμηλόφωνα. «Ήταν να κάνουμε περίπατο. Πολλά τα θεωρείς δεδομένα, αν νομίζεις έστω και για μια στιγμή ότι—»

Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα και της ψιθύρισε βιαστικά, «Οι γυναίκες με τις οποίες ήρθα ψάχνουν για κάποια. Κάποια σαν εσένα. Δεν λένε πολλά μπροστά μου, αλλά πιάνω κουβέντες από δω κι από κει. Τώρα ακολούθησέ με». Δίχως να ρίξει ούτε ματιά πίσω του, προχώρησε στο δρόμο, αφήνοντάς την να τον ακολουθήσει νιώθοντας ένα κόμπο στο στομάχι.

Η ανάμνηση την κατέβασε από τα σύννεφα. Το ψημένο έδαφος ήταν σχεδόν εξίσου καυτό με τα πλακόστρωτα της πόλης, όπως το ένιωθε μέσα από τις μαλακές μπότες της. Προχώρησε μέσα στη σκόνη ενώ οι σκέψεις της έτρεχαν. Ο Γκάγουιν δεν ήξερε πολλά περισσότερα απ’ όσα της είχε πει με κείνες τις πρώτες κουβέντες, κι είχε ισχυριστεί ότι δεν μπορεί να έψαχναν γι’ αυτήν, ότι απλώς έπρεπε να προσέχει όταν διαβίβαζε και να μην πολυπαρουσιάζεται. Αλλά δεν φαινόταν να το πιστεύει ούτε ο ίδιος, αφού φορούσε μεταμφίεση. Η Εγκουέν απέφυγε να μιλήσει για τα ρούχα του· ο Γκάγουιν ανησυχούσε πολύ ότι αν την έβρισκαν οι Άες Σεντάι η Εγκουέν θα έμπλεκε άσχημα, ανησυχούσε μήπως ο ίδιος τις οδηγούσε σ’ αυτήν, και δεν είχε καμία διάθεση να σταματήσει να τη βλέπει παρ’ όλο που το πρότεινε ο ίδιος. Κι ήταν πεπεισμένος ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν με κάποιον τρόπο να επιστρέψει κρυφά η Εγκουέν στην Ταρ Βάλον και να μπει στον Πύργο. Ή αυτό, ή να τα βρει με την Κόιρεν και τις άλλες και να επιστρέψει μαζί τους. Μα το Φως, κανονικά έπρεπε να του θυμώσει, που νόμιζε πως ήξερε τι ήταν το καλύτερο γι’ αυτήν, αλλά για κάποιο λόγο ακόμα και τώρα της ερχόταν να χαμογελάσει με κατανόηση. Για κάποιο λόγο, το μυαλό της δεν δούλευε σωστά κοντά του, κι η μορφή του τρύπωνε σε όλες της τις σκέψεις.

Δαγκώνοντας το χείλος της, έστρεψε την προσοχή της στο πραγματικό πρόβλημα. Τις Άες Σεντάι του Πύργου. Αν μόνο μπορούσε να ρωτήσει τον Γκάγουιν· δεν θα τον πρόδιδε αν του έκανε μερικές ερωτησούλες, για τα Άτζα τους, το πού πήγαιναν, ή... Όχι! Είχε δώσει αυτή την υπόσχεση στον εαυτό της, αλλά θα ατίμαζε τον Γκάγουιν αν την παραβίαζε. Όχι ερωτήσεις. Μόνο ό,τι προθυμοποιούνταν εκείνος να της πει.

Ό,τι, όμως, κι αν έλεγε ο Γκάγουιν, αυτή δεν είχε λόγο να πιστέψει ότι έψαχναν την Εγκουέν αλ’Βέρ. Αλλά, όπως παραδεχόταν απρόθυμα, δεν είχε επίσης λόγο να πιστέψει ότι δεν την έψαχναν, απλώς υποθέσεις κι ελπίδες. Μπορεί κάποια πράκτορας του Πύργου να μην μπορούσε να αναγνωρίσει την Εγκουέν αλ’Βέρ στο πρόσωπο μιας Αελίτισσας, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν είχε ακούσει το όνομα, ότι δεν είχε ακουστά για την Εγκουέν Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Έκανε μια γκριμάτσα. Από δω και πέρα, θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στην πόλη. Άκρως προσεκτική.

Είχε φτάσει εκεί που άρχιζαν οι σκηνές. Το στρατόπεδο αγκάλιαζε μια περιοχή μιλίων, καλύπτοντας τους λόφους που βρισκόταν ανατολικά της πόλης, είτε ήταν δασόφυτοι είτε όχι. Υπήρχαν Αελίτες που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στις σκηνές, αλλά μόνο μια χούφτα γκαϊ’σάιν ήταν εκεί κοντά. Σοφές δεν φαίνονταν πουθενά. Η Εγκουέν είχε καταπατήσει την υπόσχεση που τους είχε δώσει. Στην Άμυς, για την ακρίβεια, μα απευθυνόταν σε όλες. Η αναγκαιότητα ήταν ολοένα και πιο ωχρή δικαιολογία γι’ αυτή την εξαπάτηση.

«Έλα μαζί μας, Εγκουέν», την κάλεσε μια γυναικεία φωνή. Ακόμα και με το κεφάλι καλυμμένο, δεν ήταν δύσκολο να την ξεχωρίσεις, εκτός αν στεκόταν ανάμεσα σε κοπέλες που δεν είχαν μεγαλώσει ακόμα. Η Σουράντα, η μαθητευόμενη της Σορίλεα, είχε βγάλει το κεφάλι της με τα σκουρόξανθα μαλλιά από μια σκηνή και της κουνούσε το χέρι. «Οι Σοφές έχουν συνάντηση πίσω ανάμεσα στις σκηνές, όλες τους, και μας άφησαν ελεύθερες για σήμερα. Ολόκληρη τη μέρα». Ήταν μια πολυτέλεια που προσφερόταν σπανίως, κι η Εγκουέν δεν μπορούσε να την αφήσει ανεκμετάλλευτη.

Μέσα υπήρχαν γυναίκες που ξάπλωναν σε μαξιλαράκια, διάβαζαν με λάμπες λαδιού —η σκηνή ήταν κλεισμένη για να μην μπαίνει σκόνη, οπότε δεν έμπαινε ούτε φως— ή κάθονταν μπαλώνοντας ή πλέκοντας ή κεντώντας. Δύο έπαιζαν φωλιά-της-γάτας. Η σκηνή ήταν γεμάτη από το χαμηλό σούσουρο των συζητήσεων, κι αρκετές της χαμογέλασαν για να την καλωσορίσουν. Δεν ήταν όλες μαθητευόμενες —δύο μητέρες κι αρκετές πρωταδελφές είχαν έρθει για επίσκεψη— κι οι μεγαλύτερες φορούσαν όσα κοσμήματα φορούσαν κι οι Σοφές. Όλες είχαν τη μπλούζα μισολυμένη και το επώμιο τυλιγμένο γύρω από τη μέση, αν κι η παγιδευμένη ζέστη της σκηνής δεν φαινόταν να τις ενοχλεί.

Ένας γκαϊ’σάιν τριγυρνούσε ξαναγεμίζοντας φλιτζάνια με τσάι. Κάτι στις κινήσεις του έδειχνε ότι ήταν τεχνίτης, όχι αλγκάι’ντ’σισβάι· είχε τραχύ πρόσωπο, όμως συγκριτικά ήταν κάπως πιο μαλακό, και το να διατηρεί το ταπεινό ύφος του φαινόταν λιγότερο δύσκολο. Φορούσε το περιμετώπιο που έλεγε ότι ήταν σισβαϊ’αμάν. Οι γυναίκες δεν του έριχναν δεύτερη ματιά, αν κι οι γκαϊ’σάιν υποτίθεται πως φορούσαν μονάχα το λευκό.

Η Εγκουέν έδεσε το περιώμιό της στη μέση της και δέχτηκε με χαρά νερό για να νίψει το πρόσωπο και τα χέρια της, ενώ μετά έλυσε μερικά κορδόνια της μπλούζας της και κάθισε σε ένα κόκκινο μαξιλαράκι όλο φούντες ανάμεσα στη Σουράντα και την Εσταίρ, την κοκκινομάλλα μαθητευόμενη της Ήρον. «Για ποιο λόγο κάνουν τη συνάντηση οι Σοφές;» Το μυαλό της δεν ήταν στις Σοφές. Δεν είχε σκοπό να αποφεύγει ολότελα την πόλη —είχε συμφωνήσει να ρίχνει μια ματιά στον Ψηλό κάθε πρωί για να δει αν ο Γκάγουιν ήταν εκεί, αν και το περιγελαστικό χαμόγελο της σωματώδους πανδοχέως είχε κάνει τα μάγουλά της να κοκκινίσουν· μόνο το Φως ήξερε τι σκεφτόταν εκείνη η γυναίκα!— αλλά σίγουρα δεν θα έκανε άλλες προσπάθειες να κρυφακούσει στο μέγαρο της Αρχόντισσας Άριλυν. Φεύγοντας από τον Γκάγουιν, είχε πλησιάσει αρκετά ώστε να νιώσει ότι μέσα συνέχιζαν να διαβιβάζουν, αλλά έφυγε αφού έριξε μια γοργή ματιά από τη γωνία. Και μόνο που στεκόταν τόσο κοντά, ένιωθε με ανησυχία ότι η Νεσούνε θα εμφανιζόταν πίσω της. «Ξέρει καμία;»

«Οι αδελφές σου, φυσικά», γέλασε η Σουράντα. Ήταν γλυκιά γυναίκα, με μεγάλα γαλανά μάτια, και το γέλιο την έκανε πανέμορφη. Ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από την Εγκουέν, μπορούσε να διαβιβάσει με τόση δύναμη όσο και πολλές Άες Σεντάι, και περίμενε ανυπόμονα να την καλέσουν σε δικό της φρούριο. Στο μεταξύ, φυσικά, έτρεχε να υπακούσει στις διαταγές της Σορίλεα. «Τι άλλο θα τις έκανε να ξεσηκωθούν σαν να είχαν κάτσει σε αγκαθωτό σεγκάντε

«Έπρεπε να στείλουμε τη Σορίλεα να μιλήσει μαζί τους», είπε η Εγκουέν, παίρνοντας ένα φλιτζάνι τσαγιού με πράσινες ρίγες από τον γκαϊ’σάιν. Ενώ της έλεγε ότι τα Παλικαράκια του ήταν στριμωγμένα στις κρεβατοκάμαρες που δεν είχαν καταλάβει οι Άες Σεντάι, και μάλιστα μερικά έμεναν στους στάβλους, του Γκάγουιν του είχε ξεφύγει ότι δεν υπήρχε χώρος ούτε και για λαντζιέρα ακόμα κι ότι οι Άες Σεντάι δεν περίμεναν άλλο κόσμο. Ήταν καλά νέα. «Η Σορίλεα μπορεί να κάνει πολλές Άες Σεντάι να γουρλώσουν τα μάτια». Από τα γέλια το κεφάλι της Σουράντα έγειρε πίσω.

Το γέλιο της Εσταίρ ήταν αχνό και λιγάκι σκανδαλισμένο. Ήταν μια λυγερή νεαρή με σοβαρά γκρίζα μάτια και πάντα φερόταν σαν να την έβλεπε κάποια Σοφή. Η Εγκουέν πάντα ένιωθε κατάπληξη που η Σορίλεα είχε μια δροσερή και κεφάτη μαθητευόμενη, ενώ η Ήρον, που ήταν ευχάριστη και γεμάτη χαμόγελα, χωρίς κακιά κουβέντα για κανέναν, είχε μια μαθητευόμενη που έψαχνε κανόνες για να υπακούσει. «Πιστεύω πως είναι ο Καρ’α’κάρν», είπε η Εσταίρ με άκρα σοβαρότητα.

«Γιατί;» ρώτησε αφηρημένα η Εγκουέν. Θα έπρεπε να αποφεύγει την πόλη. Με εξαίρεση τον Γκάγουιν, φυσικά· μπορεί να ντρεπόταν να το παραδεχτεί, αλλά δεν θα έχανε καμία συνάντηση μαζί του, εκτός μόνο αν είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι η Νεσούνε την περίμενε στον Ψηλό. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε πάλι να κάνει περιπάτους γύρω από την πόλη, μέσα στη σκόνη. Το πρωί σήμερα ήταν μια εξαίρεση, αλλά δεν θα έδινε στον Σοφές καμία δικαιολογία για να αναβάλουν την επιστροφή της στον Τελ’αράν’ριοντ. Απόψε θα συναντούσαν μόνες τις Άες Σεντάι του Σαλιντάρ, όμως σε επτά νύχτες θα ήταν κι η Εγκουέν μαζί τους. «Τι γίνεται τώρα;»

«Δεν τα έμαθες;» αναφώνησε η Σουράντα.

Σε δυο-τρεις μέρες θα μπορούσε να προσεγγίσει πάλι τη Νυνάβε και την Ηλαίην, ή να τους μιλήσει πάλι στα όνειρά τους. Ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε να τους μιλήσει· δεν μπορούσες ποτέ να ξέρεις με σιγουριά αν το άλλο άτομο ήξερε ότι ήσουν κάτι παραπάνω από όνειρο, εκτός αν ήταν συνηθισμένο στην επικοινωνία μ’ αυτόν τον τρόπο, κάτι που δεν ίσχυε για τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Η Εγκουέν τους είχε μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο μόνο μια φορά ως τώρα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα ένιωθε κάπως άσχημα στην ιδέα ότι θα τις πλησίαζε. Είχε ξαναδεί ένα θολό όνειρο γι’ αυτό, σχεδόν εφιάλτη· κάθε φορά που μια από τις δύο έλεγε μια λέξη, σκόνταφτε κι έπεφτε με τα μούτρα, ή έριχνε ένα φλιτζάνι ή ένα πιάτο ή γκρέμιζε ένα βάζο, πάντα κάτι που γινόταν χίλια κομμάτια με το πέσιμο. Από τότε που είχε ερμηνεύσει το όνειρο με τον Γκάγουιν που γινόταν Πρόμαχος της, προσπαθούσε να τα ερμηνεύει όλα. Δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα ως τώρα, όμως ήταν σίγουρη ότι αυτό εδώ είχε νόημα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να περιμένει την επόμενη συνάντηση για να τους μιλήσει. Εκτός αυτού, υπήρχε η πιθανότητα να ξαναπέσει στα όνειρα του Γκάγουιν, να την προσελκύσουν. Η σκέψη και μόνο έκανε τα μάγουλά της να ροδίσουν.

«Ο Καρ’α’κάρν επέστρεψε», είπε η Εσταίρ. «Πρόκειται να συναντηθεί με τις αδελφές σου τώρα το απόγευμα».

Έχοντας ξεχάσει κάθε σκέψη για τον Γκάγουιν και τα όνειρα, η Εγκουέν κοίταξε το φλιτζάνι της σμίγοντας τα φρύδια. Δυο φορές μέσα σε δέκα μέρες. Ήταν ασυνήθιστο γι’ αυτόν να ξανάρθει τόσο γρήγορα. Γιατί είχε γυρίσει; Μήπως με κάποιον τρόπο είχε μάθει για τις Άες Σεντάι του Πύργου; Πώς; Κι, όπως πάντα, τα ταξίδια του καθαυτά έδιναν έναυσμα στη δική της ερώτηση. Πώς το έκανε;

«Πώς το κάνει αυτό;» ρώτησε η Εσταίρ κι η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια, ξαφνιασμένη που το είχε πει φωναχτά.

«Πώς μπορεί και κάνει το στομάχι μου να δεθεί κόμπος τόσο εύκολα;»

Η Σουράντα κούνησε το κεφάλι με συμπόνια, αλλά επίσης χαμογέλασε πλατιά. «Είναι άνδρας, Εγκουέν».

«Είναι ο Καρ’α’κάρν», είπε η Εσταίρ με μεγάλη έμφαση κι αρκετή ευλάβεια. Η Εγκουέν δεν θα ξαφνιαζόταν, αν την έβλεπε να τυλίγει στο μέτωπό της εκείνο το χαζό μαντίλι.

Η Σουράντα αμέσως στρίμωξε την Εγκουέν ρωτώντας την πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν αρχηγό φρουρίου, πόσο μάλλον έναν αρχηγό σέπτας ή έναν αρχηγό φατρίας, αν δεν συνειδητοποιούσε ότι ένας άνδρας δεν έπαυε να είναι άνδρας επειδή είχε γίνει αρχηγός· η Εσταίρ από την άλλη μεριά ισχυριζόταν πεισματικά ότι ο Καρ’α’κάρν ήταν κάτι αλλιώτικο. Μια από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες, η Μέρα, που είχε έρθει να δει την κόρη της, έγειρε προς το μέρος τους κι είπε ότι ο τρόπος για να κουμαντάρεις οποιονδήποτε αρχηγό —είτε φρουρίου ή σέπτας ή φατρίας, είτε τον Καρ’α’κάρν— ήταν ο ίδιος τρόπος με τον οποίο μπορούσες να κουμαντάρεις τον σύζυγο σου, κάτι που έκανε τη Μπήριν —που ήταν κι αυτή εκεί για να επισκεφθεί μια από τις κόρες της— να γελάσει και να σχολιάσει ότι αυτός θα ήταν ένας καλός τρόπος για να αφήσει η στεγοκυρά σου το μαχαίρι της στα πόδια σου, που ήταν κήρυξη βεντέτας. Η Μπήριν ήταν Κόρη πριν παντρευτεί, όμως όλοι μπορούσαν να κηρύξουν βεντέτα σε οποιονδήποτε εκτός από μια Σοφή ή έναν σιδερά. Πριν καλά-καλά βγουν τα λόγια από το στόμα της Μέρα, οι πάντες εκτός από τον γκαϊ’σάιν μπήκαν στη συζήτηση, πνίγοντας την καημένη την Εσταίρ —ο Καρ’α’κάρν ήταν ένας αρχηγός μεταξύ αρχηγών, τίποτα παραπάνω· αυτό ήταν βέβαιο— αλλά διαφωνώντας περί του αν ήταν καλύτερα να προσεγγίσεις έναν αρχηγό απευθείας ή μέσω της στεγοκυράς του.

Η Εγκουέν ελάχιστη σημασία έδωσε. Σίγουρα ο Ραντ δεν θα έκανε καμιά χαζομάρα. Είχε δείξει αμφιβολία, όπως έπρεπε, σχετικά με την επιστολή της Ελάιντα, αλλά πίστευε την επιστολή της Αλβιάριν, η οποία ήταν όχι μόνο φιλικότερη αλλά έφτανε να γίνει εγκωμιαστική. Ο Ραντ νόμιζε πως είχε φίλες στον Πύργο, ακόμα κι οπαδούς. Η Εγκουέν δεν το πίστευε. Παρά τους Τρεις Όρκους, ήταν πεπεισμένη ότι η Ελάιντα κι η Αλβιάριν είχαν συνεργαστεί στο δεύτερο γράμμα, με όλες τις γελοιότητες ότι «γονάτιζαν στην ακτινοβολία του». Ήταν όλα μια πλεκτάνη για να τον φέρουν στον Πύργο.

Κοιτώντας τα χέρια της μετανιωμένη, αναστέναξε κι άφησε κάτω το φλιτζάνι. Ο γκαϊ’σάιν το άρπαξε πριν καλά-καλά το αφήσει από το χέρι της.

«Πρέπει να φύγω», είπε στις δύο μαθητευόμενες. «Μόλις κατάλαβα ότι έχω να κάνω κάτι». Η Σουράντα κι η Εσταίρ ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν να τη συνοδεύσουν —δεν ήταν απλώς ότι το ισχυρίστηκαν· όταν οι Αελίτες έλεγαν κάτι, το εννοούσαν— αλλά είχαν μπλέξει στη συζήτηση και δεν διαφώνησαν όταν εκείνη επέμεινε να μείνουν εκεί που ήταν. Ξανατύλιξε το επώμιο της στο κεφάλι, άφησε τις φωνές πίσω της —η Μέρα έλεγε ωμά στην Εσταίρ ότι μπορεί κάποια μέρα η Εσταίρ να γινόταν Σοφή, αλλά ως τότε καλά θα έκανε να ακούει τι είχε να πει μια γυναίκα που είχε καταφέρει να κουμαντάρει έναν άνδρα και να αναστήσει τρεις θυγατέρες και δύο γιους χωρίς αδελφή-σύζυγο να τη βοηθά— και ξαναβγήκε στη σκόνη που παράσερνε ο άνεμος.

Στην πόλη προσπάθησε να διασχίσει τους πολυπληθείς δρόμους χωρίς να δείχνει φοβισμένη, προσπάθησε να κοιτάζει παντού και να δείχνει ότι κοίταζε μόνο εκεί που πήγαινε. Ήταν μικρές οι πιθανότητες να πέσει στη Νεσούνε, αλλά και πάλι... Μπροστά της, δύο γυναίκες με σκούρα φορέματα κι απλές ποδιές παραμέρισαν για να πάνε η μια γύρω από την άλλη, όμως κι οι δύο παραμέρισαν προς την ίδια κατεύθυνση, και βρέθηκαν μύτη με μύτη. Μουρμούρισαν συγγνώμες, έκαναν ξανά στο πλάι. Προς την ίδια κατεύθυνση. Κι άλλες συγγνώμες, και, σαν να χόρευαν, κινήθηκαν και πάλι μαζί. Καθώς η Εγκουέν τις προσπερνούσε, εκείνες κινούνταν πάλι από τη μια πλευρά προς την άλλη σε τέλειο συγχρονισμό, με τα πρόσωπα να κοκκινίζουν και τις συγγνώμες μασημένες πίσω από τα σφιγμένα χείλη τους. Δεν είχε ιδέα πόσο ακόμα μπορούσε να τραβήξει αυτό, αλλά δεν έπρεπε να ξεχνά ότι ο Ραντ βρισκόταν στην πόλη. Μα το Φως, όταν ήταν εκεί κοντά ο Ραντ, δεν θα ήταν απίστευτο αν η Εγκουέν έπεφτε πάνω στις έξι Άες Σεντάι τη στιγμή που μια σπιλιάδα του ανέμου τής άρπαζε το επώμιο από το κεφάλι και τρεις άνθρωποι φώναζαν το όνομά της και την αποκαλούσαν Άες Σεντάι. Με τον Ραντ κοντά, δεν θα ήταν αδύνατο να πέσει πάνω στην Ελάιντα.

Προχώρησε βιαστικά, με όλο και μεγαλύτερη ανησυχία μήπως παγιδευόταν στους τα’βίρεν στροβίλους του. Το ευτύχημα ήταν ότι η όψη μιας Αελίτισσας με το βλέμμα τρελό και το πρόσωπο κρυμμένο —τι ήξεραν για τη διαφορά μεταξύ επωμίου και πέπλου;— έκανε τους ανθρώπους να παραμερίζουν από το δρόμο της, κάτι που τη βοηθούσε να προχωρά σχεδόν τρέχοντας, αλλά δεν ανάσανε ήρεμα ούτε στιγμή πριν χωθεί στο Παλάτι του Ήλιου από μια μικρή είσοδο υπηρετών από πίσω.

Η δυνατή ευωδιά του φαγητού που μαγειρευόταν είχε απλωθεί στο στενό διαδρομάκι, και λιβρεοφορεμένοι άνδρες και γυναίκες έτρεχαν πέρα-δώθε. Άλλοι, που ξαπόσταιναν μια στιγμή φορώντας μόνο πουκάμισο ή κάνοντας αέρα με την ποδιά, την κοίταξαν κατάπληκτοι. Πιθανότατα μονάχα υπηρέτες έρχονταν τόσο κοντά στα μαγειρεία. Σίγουρα όχι Αελίτες. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους λες και περίμεναν να βγάλει λόγχη από τα φουστάνια της.

Εκείνη έδειξε με το δάχτυλο έναν στρογγυλωπό ανθρωπάκο που σκούπιζε το σβέρκο του με ένα μαντίλι. «Ξέρεις πού είναι ο Ραντ αλ’Θόρ;»

Αυτός τινάχτηκε κι έστρεψε το βλέμμα στους συντρόφους του, οι οποίοι απομακρύνονταν γοργά. Σάλεψε τα πόδια του, θέλοντας να τους ακολουθήσει. «Ο Άρχοντας Δράκοντας, ε... Κυρά; Στα διαμερίσματά του; Δηλαδή, έτσι φαντάζομαι». Έκανε να απομακρυνθεί προς το πλάι, με μια υπόκλιση. «Αν η Κυρά... ε... αν με συγχωρέσει η Αρχόντισσά μου, πρέπει να επιστρέψω στο—»

«Θα με πας εκεί», του είπε σταθερά. Αυτή τη φορά δεν θα κατέληγε να περιπλανιέται στο παλάτι.

Κοιτώντας μια τελευταία φορά τους φίλους του που εξαφανίζονταν, πνίγοντας γοργά ένα αναστεναγμό, με μια βιαστική, φοβισμένη ματιά για να δει μήπως την είχε προσβάλει, έτρεξε να πάρει το σακάκι του. Ήξερε καλά τα κατατόπια στο λαβύρινθο των διαδρόμων του παλατιού, προχωρώντας μαζί της κι υποκλινόμενος διαρκώς προς το μέρος της, αλλά όταν στο τέλος της έδειξε με άλλη μια υπόκλιση τις ψηλές πόρτες που ήταν στολισμένες με χρυσούς ανατέλλοντες ήλιους και τις φρουρούσε μια Κόρη κι ένας Αελίτης, εκείνη ένιωσε για μια στιγμή περιφρόνηση καθώς τον έδιωχνε. Μέσα της αναρωτήθηκε γιατί· ο άνθρωπος απλώς έκανε αυτό που πληρωνόταν να κάνει.

Ο Αελίτης σηκώθηκε καθώς η Εγκουέν πλησίαζε· ήταν ένας πανύψηλος άνδρας, μεσήλικας, με φαρδύ στέρνο κι ώμους και ψυχρά γκρίζα μάτια. Η Εγκουέν δεν τον ήξερε, και προφανώς σκόπευε να τη διώξει. Ευτυχώς όμως ήξερε την Κόρη.

«Άσε την να περάσει, Μάρικ», είπε η Σομάρα, χαμογελώντας πλατιά. «Είναι η μαθητευόμενη της Άμυς, της Μπάιρ και της Μελαίν, η μόνη μαθητευόμενη που ξέρω που υπηρετεί τρεις Σοφές. Κι από την όψη της, την έστειλαν να έρθει τρέχοντας με αυστηρά λόγια για τον Ραντ αλ’Θόρ».

«Τρέχοντας;» Το χαχανητό του Μάρικ δεν μαλάκωσε ούτε το πρόσωπο, ούτε τα μάτια του. «Έρποντας, μου φαίνεται». Ξανάρχισε να κοιτάζει το διάδρομο.

Η Εγκουέν δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσει τι εννοούσε. Έβγαλε το μαντίλι της από το πουγκί της, σκούπισε βιαστικά το πρόσωπό της· κανείς δεν σε έπαιρνε σοβαρά όταν ήσουν λερωμένος, κι ο Ραντ έπρεπε να την ακούσει. «Με σημαντικά λόγια, Σομάρα. Ελπίζω να είναι μόνος. Ακόμα δεν ήρθαν οι Άες Σεντάι;» Το μαντίλι είχε γίνει γκρι, και το ξανάβαλε στο πουγκί της μ’ ένα αναστεναγμό.

Η Σομάρα κούνησε το κεφάλι. «Θέλει πολλή ώρα ακόμα για να έρθουν. Θα του πεις να προσέχει; Δεν θέλω να προσβάλω τις αδελφές σου, αλλά ο άνθρωπος δεν προσέχει καθόλου. Είναι ξεροκέφαλος».

«Θα του το πω». Η Εγκουέν δεν κρατήθηκε και χαμογέλασε. Είχε ξανακούσει τη Σομάρα να μιλά μ’ αυτό τον τρόπο —με την εκνευρισμένη υπερηφάνεια που θα είχε μια μητέρα για τον παράτολμο δεκάχρονο γιο της— όπως κι άλλες Κόρες. Πρέπει να ήταν κάποιο Αελίτικο αστείο, κι η Εγκουέν, παρ’ όλο που δεν το καταλάβαινε, συμφωνούσε μ’ ό,τι βοηθούσε να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα. «Θα του πω επίσης να πλύνει τα αυτιά του». Η Σομάρα ένευσε και μετά κατάλαβε ότι η άλλη αστειευόταν. Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σομάρα, οι αδελφές μου δεν πρέπει να μάθουν ότι βρίσκομαι εδώ». Ο Μάρικ την κοίταξε με περιέργεια, ενώ παράλληλα περιεργαζόταν όλους τους υπηρέτες που έμπαιναν στο διάδρομο. Έπρεπε να είναι προσεκτική. «Δεν έχουμε στενές σχέσεις, Σομάρα. Για να πω την αλήθεια, είμαστε όσο πιο απομακρυσμένες μπορούν να είναι οι αδελφές».

«Η χειρότερη έχθρα είναι μεταξύ πρωταδελφών», είπε η Σομάρα νεύοντας. «Μπες. Δεν θα ακούσουν το όνομά σου από μένα, κι αν ο Μάρικ ανοίξει το στόμα του, θα του το ράψω». Ο Μάρικ, που ήταν δυο κεφάλια ψηλότερος της και διπλός στο βάρος, άφησε ένα χαμογελάκι χωρίς να την κοιτάξει.

Η συνήθεια που είχαν οι Κόρες να τη στέλνουν μέσα χωρίς να την ανακοινώνουν, στο παρελθόν είχε προκαλέσει σκηνές αμηχανίας, αλλά αυτή τη φορά ο Ραντ δεν καθόταν στο μπάνιο του. Τα διαμερίσματα ήταν φανερό ότι ανήκαν στον βασιλιά, κι ο προθάλαμος ήταν μινιατούρα της αίθουσας του θρόνου. Μινιατούρα σε σύγκριση με την πραγματική αίθουσα, δηλαδή. Οι μόνες καμπύλες που φαίνονταν ήταν οι κυματιστές ακτίνες ενός χρυσού ήλιου πλάτους ενός βήματος, ενσφηνωμένου στις γυαλισμένες πλάκες του πατώματος. Υπήρχαν ψηλοί καθρέφτες με λιτές χρυσές κορνίζες στους τοίχους κάτω από πλατιές ευθείες επίχρυσες ρίγες, και τα βαθιά περιζώματα αποτελούνταν από χρυσά τρίγωνα επικαλυπτόμενα μεταξύ τους σαν λέπια. Καρέκλες με άφθονα χρυσά στολίσματα και ψηλές ράχες ήταν βαλμένες δεξιά κι αριστερά του ανατέλλοντος ήλιου, σχηματίζοντας δύο ίσιες αντικριστές σειρές. Ο Ραντ καθόταν σε άλλη μια καρέκλα με τα διπλά χρυσά στολίδια και διπλή στο ύψος ράχη, πάνω σε ένα μικρό βάθρο, πλούσια χρυσοστόλιστο κι αυτό. Φορούσε κόκκινο μεταξωτό σακάκι κεντημένο με χρυσάφι, έγερνε το κομμάτι εκείνης της Σωντσανής λόγχης στον αγκώνα, κι είχε μια σκοτεινή έκφραση. Έμοιαζε με βασιλιά, που ήταν έτοιμος να διαπράξει φόνο.

Εκείνη στήριξε τα χέρια στους γοφούς. «Η Σομάρα λέει ότι πρέπει να πλύνεις αμέσως τα αυτιά σου, νεαρέ», είπε, και το κεφάλι του τινάχτηκε.

Η έκπληξη κι η οργή, κράτησαν μόνο μια στιγμή. Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κατέβηκε και πέταξε τη λόγχη στην καρέκλα. «Μα το Φως, τι έκανες;» Διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές, την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε για να κοιτάξει τον κοντινότερο καθρέφτη.

Εκείνη άθελά της μόρφασε. Ήταν για γέλια. Η σκόνη που είχε περάσει από το επώμιό της —όχι σκόνη· είχε γίνει λάσπη με τον ιδρώτα της— σχημάτιζε ποταμάκια στα μάγουλα και στροβίλους στο μέτωπό της, εκεί που είχε προσπαθήσει να σκουπιστεί.

«Θα πω στη Σομάρα να φέρουν νερό», της είπε ξερά. «Ίσως σκεφτεί ότι το θέλω για τα αυτιά μου». Το χαμόγελο του ήταν ανυπόφορο!

«Μην κάνεις τον κόπο», του είπε μ’ όση αξιοπρέπεια μπόρεσε να επιστρατεύσει. Δεν ήθελε να τον έχει εκεί να στέκεται και να τη βλέπει να πλένεται. Έβγαλε το ήδη θεοβρώμικο μαντίλι της και προσπάθησε βιαστικά να καθαριστεί όσο καλύτερα μπορούσε. «Σύντομα θα συναντήσεις την Κόιρεν και τις άλλες. Δεν χρειάζεται να σε προειδοποιήσω εγώ ότι είναι επικίνδυνες, ε;»

«Νομίζω ότι μόλις με προειδοποίησες. Δεν θα έρθουν όλες. Είπα να μην έρθουν περισσότερες από τρεις, τόσες θα στείλουν λοιπόν». Στον καθρέφτη το πρόσωπό του φάνηκε να γέρνει, σαν να αφουγκραζόταν κάτι, και μετά να νεύει, με τη φωνή να χαμηλώνει και να γίνεται ψίθυρος. «Ναι, τρεις μπορώ να τις αντιμετωπίσω, αν δεν είναι πολύ δυνατές». Ξαφνικά, την πρόσεξε που τον κοίταζε. «Φυσικά, αν μια απ’ αυτές είναι η Μογκέντιεν φορώντας περούκα, ή η Σέμιραγκ, τότε ίσως μπλέξω άσχημα».

«Ραντ, πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά». Το μαντίλι δεν έκανε δουλειά. Με μεγάλη απροθυμία, έφτυσε· δεν υπήρχε αξιοπρεπής τρόπος να φτύσεις σ’ ένα μαντίλι. «Ξέρω πόσο δυνατός είσαι, μα αυτές είναι Άες Σεντάι. Δεν μπορείς να φέρεσαι σα να είναι γυναίκες από την επαρχία. Ακόμα κι αν πιστεύεις ότι η Αλβιάριν θα γονατίσει μπροστά σου, μαζί με όλες τις φίλες της, αυτές εδώ τις έχει στείλει η Ελάιντα. Μην νομίζεις ότι έχει άλλο σκοπό εκτός του να σου περάσει λουρί. Με δυο λόγια, πρέπει να τις διώξεις».

«Και να εμπιστευτώ τις κρυμμένες φίλες σου;» ρώτησε εκείνος μαλακά. Υπερβολικά μαλακά.

Το πρόσωπό της δεν καθάριζε· έπρεπε να του είχε πει να φέρει νερό. Όμως δεν μπορούσε να του το ζητήσει τώρα, αφού πρώτα είχε αρνηθεί. «Ξέρεις ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς την Ελάιντα», του είπε με προσοχή, γυρνώντας προς το μέρος του. Έχοντας κατά νου τι είχε συμβεί την προηγούμενη φορά, δεν ήθελε καν να αναφέρει τις Άες Σεντάι του Σαλιντάρ. «Το ξέρεις».

«Δεν εμπιστεύομαι καμία Άες Σεντάι. Οι» —φάνηκε ένας δισταγμός στη φωνή του, σαν να σκόπευε να πει άλλη λέξη, αν κι η Εγκουέν δεν μπορούσε να φανταστεί ποια ήταν αυτή— «Άες Σεντάι θέλουν να με χρησιμοποιήσουν, κι εγώ θα προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω αυτές. Ωραίος κύκλος, ε;» Αν η Εγκουέν είχε σκεφτεί έστω την πιθανότητα να του επιτραπεί να πλησιάσει τις Άες Σεντάι του Σαλιντάρ, το βλέμμα του την έκανε να καταλάβει το σφάλμα της: ήταν τόσο σκληρό, τόσο παγερό, που μέσα της ανατρίχιασε.

Ίσως αν ο Ραντ θύμωνε αρκετά, αν ερχόταν σε ρήξη με την Κόιρεν κι η αντιπροσωπεία επέστρεφε στον Πύργο με άδεια χέρια από δική της επιλογή... «Αν νομίζεις ότι είναι ωραίος, να πω κι εγώ ότι είναι ωραίος· είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αφού λοιπόν σκοπεύεις να προχωρήσεις, τουλάχιστον κάνε το σωστά. Πάνω απ’ όλα μην ξεχνάς ότι είναι Άες Σεντάι. Ακόμα κι οι βασιλιάδες ακούνε τις Άες Σεντάι με σεβασμό, ακόμα κι όταν δεν συμφωνούν, και ξεκινούν την ίδια ώρα για την Ταρ Βάλον όταν τους καλέσουν. Ακόμα κι οι Δακρυνοί Υψηλοί Άρχοντες θα το έκαναν, κι ο Πέντρον Νάιαλ». Ο ανόητος της χαμογέλασε ξανά ή, τουλάχιστον, της έδειξε τα δόντια του· το υπόλοιπο πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο σαν βράχος του ποταμού. «Ελπίζω να προσέχεις αυτά που λέω. Προσπαθώ να σε βοηθήσω». Όχι, όμως, με τον τρόπο που νόμιζε ο Ραντ. «Αν σκοπεύεις να τις χρησιμοποιήσεις, μην τις κάνεις να βγάλουν νύχια και να σηκώσουν τις τρίχες σαν θυμωμένες γάτες. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν θα τις εντυπωσιάσει περισσότερο απ’ όσο εντυπωσιάζει εμένα, με τα πολυτελή σακάκια και τους θρόνους και το παλιοσκήπτρο σου». Έριξε μια περιφρονητική ματιά στη θυσανωτή λόγχη· μα το Φως, αυτό το πράγμα της έφερνε ανατριχίλα! «Δεν θα πέσουν στα γόνατα όταν σε δουν, αλλά δεν θα πάθεις τίποτα μ’ αυτό. Και δεν θα πάθεις τίποτα αν δείξεις λίγη ευγένεια. Άσε κατά μέρος την υπερηφάνειά σου. Δεν είναι ικεσία το να δείξεις τον δέοντα σεβασμό, λίγη ταπεινότητα».

«Τον δέοντα σεβασμό», είπε εκείνος σκεπτικά. Αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι πικρά, έτριψε με το χέρι τα μαλλιά του. «Ξέρω ’γω, φαντάζομαι ότι δεν μπορώ να μιλήσω στις Άες Σεντάι με τον ίδιο τρόπο που μιλώ σε κάποιον άρχοντα που συνωμοτεί πίσω από την πλάτη μου. Είναι καλή η συμβουλή, Εγκουέν. Θα προσπαθήσω. Θα είμαι ταπεινός σαν ποντίκι».

Εκείνη, προσπαθώντας να το κάνει βιαστικά, έτριψε πάλι το πρόσωπό της με το μαντίλι για να κρύψει την έκπληξή της. Δεν ήξερε αν τα μάτια της ήταν γουρλωμένα, μα πίστευε πως ήταν. Ολόκληρη τη ζωή της, κάθε φορά που έλεγε ότι ήταν καλύτερα να στρίψουν δεξιά, ο Ραντ πείσμωνε κι έλεγε να πάνε αριστερά! Πώς κι είχε διαλέξει να την ακούσει τώρα;

Υπήρχε κάτι καλό στην κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί; Αν μη τι άλλο, δεν θα ήταν κακό για τον Ραντ να δείξει λίγο σεβασμό. Ακόμα κι αν αυτές οι Άες Σεντάι ακολουθούσαν την Ελάιντα, η ιδέα ότι κάποιος θα τους φερόταν με αυθάδεια ενοχλούσε πραγματικά την Εγκουέν. Μόνο που η Εγκουέν ήθελε τον Ραντ να φερθεί αυθάδικα κι υπεροπτικά όπως πάντα. Ό,τι είχε γίνει είχε γίνει, και δεν είχε νόημα να αλλάξει τώρα· ο Ραντ δεν ήταν βλάκας. Απλώς σε έκανε να αγανακτήσεις.

«Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που ήρθες;» τη ρώτησε.

Η Εγκουέν δεν μπορούσε να φύγει ακόμα. Ίσως υπήρχε μια ευκαιρία να ξαναβάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση, να φροντίσει να μην φερθεί τόσο άμυαλα ο Ραντ ώστε να πάει στην Ταρ Βάλον. «Ξέρεις ότι υπάρχει μια Θαλασσινή Κυρά των Κυμάτων σ’ ένα πλοίο στο ποτάμι; Το Αφρισμένο Κύμα». Να μια καλή αλλαγή θέματος. «Ήρθε να σε δει, κι άκουσα ότι αδημονεί». Της το είχε μεταφέρει ο Γκάγουιν. Η Έριαν είχε πάει με βάρκα για να μάθει τι γύρευαν οι Θαλασσινοί τόσο βαθιά στην ενδοχώρα, και της είχαν αρνηθεί την άδεια να ανέβει στο πλοίο τους. Είχε επιστρέψει με διάθεση, που αν δεν ήταν Άες Σεντάι, θα την περιέγραφες ως πυρ και μανία από το θυμό. Η Εγκουέν είχε κάποιες υποψίες για το λόγο που τις είχε φέρει εδώ, όμως δεν επρόκειτο να τις πει στον Ραντ· συναντούσε μια φορά κάποιους χωρίς να περιμένει ότι θα υποκλίνονταν μπροστά του.

«Οι Άθα’αν Μιέρε φαίνονται να είναι παντού». Ο Ραντ κάθισε σε μια καρέκλα· για κάποιο λόγο έδειχνε να διασκεδάζει με κάτι, όμως η Εγκουέν θα ορκιζόταν ότι αυτό δεν ήταν οι Θαλασσινοί. «Η Μπερελαίν λέει ότι πρέπει να συναντηθώ μ’ αυτή τη Χαρίνε ντιν Τογκάρα Δύο Άνεμοι, αλλά αν την πιάνουν τα νεύρα της όπως λέει η Μπερελαίν, ας περιμένει. Αρκετές γυναίκες είναι θυμωμένες μαζί μου προς το παρόν».

Σχεδόν της πρόσφερε μια αφορμή. «Δεν καταλαβαίνω γιατί. Πάντα έχεις έναν τρόπο να κερδίζεις τους ανθρώπους». Αμέσως η Εγκουέν ευχήθηκε να είχε καταπιεί τη γλώσσα της· αυτά τα λόγια απλώς τον έσπρωχναν να κάνει αυτό που δεν τον ήθελε να κάνει.

Εκείνος, με σμιγμένα τα φρύδια, δεν φάνηκε να την έχει ακούσει. «Εγκουέν, ξέρω ότι δεν συμπαθείς την Μπερελαίν, αλλά δεν φαντάζομαι να έκανες το επόμενο βήμα, ε; Θέλω να πω ότι προσποιείσαι τόσο καλά την Αελίτισσα που σε φαντάζομαι να της προτείνεις να χορέψετε τις λόγχες οι δυο σας. Κάτι την ενοχλούσε, την τάραζε, μα δεν ήθελε να μου πει τι».

Μάλλον είχε βρεθεί άνδρας που της είχε πει όχι· αυτό θα έσειε συθέμελα τον κόσμο της Μπερελαίν. «Δεν της είπα ούτε δέκα λέξεις μετά την Πέτρα του Δακρύου, κι ούτε τότε είχαμε μιλήσει περισσότερο. Ραντ, δεν φαντάζομαι να πιστεύεις—»

Μια πόρτα άνοιξε ίσα-ίσα για να περάσει η Σομάρα, η οποία την έκλεισε πίσω της βιαστικά. «Οι Άες Σεντάι έχουν έρθει, Καρ’α’κάρν».

Το κεφάλι του Ραντ στράφηκε προς την πόρτα, με το πρόσωπό του ανέκφραστο. «Μα δεν είναι να έρθουν ακόμα—! Θέλουν να με πιάσουν απροετοίμαστο, ε; Θα πρέπει να μάθουν ποιος έχει το πάνω χέρι εδώ».

Εκείνη τη στιγμή την Εγκουέν δεν την ένοιαζε ακόμα κι αν ήθελαν να τον πιάσουν με τα ασπρόρουχά του. Οι σκέψεις περί της Μπερελαίν χάθηκαν. Η Σομάρα έκανε μια μικρή χειρονομία που μπορεί να σήμαινε συμπόνια. Ούτε κι αυτό την ένοιαζε. Ο Ραντ μπορούσε να τις εμποδίσει να την πάρουν, αν του το ζητούσε. Απλώς αυτό θα σήμαινε ότι θα έμενε κοντά του από δω και πέρα για να μη τη θωρακίσουν και την φυγαδεύσουν μόλις ξεμύτιζε στο δρόμο. Απλώς θα σήμαινε να του το ζητήσει, να βάλει τον εαυτό της υπό τη σκέπη του. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό και στο να τη σύρουν πίσω στον Πύργο μέσα σ’ ένα σακί ήταν τόσο μικρή που την πόνεσε το στομάχι της. Καταρχάς, ποτέ δεν θα γινόταν Άες Σεντάι με το να κρύβεται πίσω του, κι αφετέρου, η ιδέα να κρυφτεί πίσω από άλλον τής ήταν ανυπόφορη. Όμως οι Άες Σεντάι ήταν εδώ, ακριβώς έξω από την πόρτα, και μέσα σε μια ώρα ίσως η Εγκουέν βρισκόταν πιασμένη στο σακί ή κάτι εξίσου άσχημο. Πήρε βαθιές, αργές ανάσες, που δεν βοήθησαν να καταλαγιάσει η ταραχή της.

«Ραντ, υπάρχει άλλη έξοδος από δω; Αν δεν υπάρχει, θα κρυφτώ σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Δεν πρέπει να μάθουν ότι είμαι εδώ. Ραντ; Ραντ! Μ’ ακούς;»

Εκείνος μίλησε, μα σίγουρα όχι σ’ αυτήν. «Μα είσαι εδώ», ψιθύρισε βραχνά. «Παραείναι μεγάλη η σύμπτωση για να το σκεφτείς τώρα». Κοίταζε το άπειρο με μια οργισμένη όψη, κι ίσως φόβο. «Που να καείς, απάντησέ μου! Ξέρω ότι είσαι εδώ!»

Η Εγκουέν άθελά της έγλειψε τα χείλη της. Μπορεί η Σομάρα να τον κοίταζε με βλέμμα που θα το περιέγραφες ως μητρική στοργή —ενώ ο Ραντ δεν είχε προσέξει καν το αστείο της— αλλά η Εγκουέν ένιωθε αναγούλα στο στομάχι. Δεν μπορούσε να είχε τρελαθεί έτσι απότομα. Δεν μπορούσε. Αλλά έμοιαζε να ακούει κάποια κρυμμένη φωνή πριν από λίγο, ίσως και να της είχε αποκριθεί μετά.

Η Εγκουέν δεν κατάλαβε για πότε διέσχισε το δωμάτιο, αλλά ξαφνικά ένιωσε το χέρι της να αγγίζει το μέτωπό του. Η Νυνάβε πάντα έλεγε πρώτα να κοιτάς μήπως ο άλλος είχε πυρετό, αν κι αυτό μάλλον δεν θα βοηθούσε τώρα... Μακάρι να μην ήταν τόσο ανίδεη στη Θεραπεία. Αλλά ούτε κι αυτό θα βοηθούσε, αν ο Ραντ είχε... «Ραντ, μήπως είσαι...; Νιώθεις καλά;»

Εκείνος ξανάρθε στα συγκαλά του, αποτραβήχτηκε από το χέρι της, την κοίταξε καχύποπτα. Την αμέσως επόμενη στιγμή είχε σηκωθεί όρθιος, σφίγγοντάς την από το μπράτσο, σχεδόν σέρνοντάς την στην αίθουσα τόσο γοργά που εκείνη παραλίγο θα σκόνταφτε στα φουστάνια της καθώς πάσχιζε να τον προφτάσει. «Στάσου εκεί», τη διέταξε ζωηρά, ακουμπώντας την πλάι στο βάθρο, κι οπισθοχώρησε.

Τρίβοντας το μπράτσο της με δύναμη, για να αναγκαστεί εκείνος να το προσέξει, έκανε να τον ακολουθήσει. Οι άνδρες ποτέ δεν συνειδητοποιούσαν πόσο δυνατοί ήταν· ακόμα κι ο Γκάγουιν δεν το καταλάβαινε πάντα, αν και μαζί του δεν την πείραζε. «Τι νομίζεις ότι—;»

«Μη σαλέψεις!» Με τόνο αηδίας πρόσθεσε, «Πανάθεμά τον, μοιάζει με κυματάκια αν κινείσαι. Θα το στερεώσω στο πάτωμα, αλλά και πάλι δεν μπορείς να πηγαίνεις πέρα-δώθε. Δεν ξέρω πόσο μεγάλο μπορώ να το κάνω, και δεν είναι η ώρα για να το μάθω». Η Σομάρα είχε μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο, αν και το έκλεισε γρήγορα.

Τι να στερεώσει στο πάτωμα; Τι έλεγε—; Η Εγκουέν το αντιλήφθηκε τόσο απότομα που ξέχασε να αναρωτηθεί σε ποιον έλεγε ο Ραντ «πανάθεμά τον». Ο Ραντ είχε υφάνει το σαϊντίν ολόγυρά της. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα· ανάσαινε γρήγορα, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Πόσο κοντά ήταν το σαϊντίν, Κάθε ικμάδα της λογικής της της έλεγε ότι το μόλυσμα δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό που είχε διαβιβάσει ο Ραντ, ό,τι κι αν ήταν· την είχε ξαναγγίξει με το σαϊντίν, αλλά η σκέψη έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Ενστικτωδώς, στένεψε τους ώμους της και κράτησε τα φουστάνια της σφιχτά μπροστά της.

«Τι—; Τι έκανες;» Ένιωσε περήφανη για τη φωνή της, που ήταν ίσως λιγάκι ασταθής, μα δεν ήταν καθόλου η οιμωγή που ήθελε να βγάλει.

«Κοίτα σ’ εκείνο τον καθρέφτη», γέλασε ο Ραντ. Γέλασε!

Η Εγκουέν υπάκουσε δύσθυμα — κι άφησε μια κοφτή κραυγούλα. Εκεί, στο ασημισμένο γυαλί, φαινόταν η επίχρυση καρέκλα στο βάθρο της. Μέρος του υπόλοιπου δωματίου. Μα πουθενά η ίδια. «Είμαι... αόρατη», είπε ξέπνοα. Κάποτε η Μουαραίν τους είχε κρύψει όλους πίσω από ένα φράγμα από σαϊντάρ, μα πώς το είχε μάθει ο Ραντ;

«Καλύτερα αυτό παρά να κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι μου», της είπε, μιλώντας στον αέρα, απευθυνόμενος σε ένα σημείο μια ολόκληρη παλάμη δεξιά του κεφαλιού της. Λες και της είχε περάσει καν από το νου τέτοιο πράγμα! «Θέλω να δεις πόσο σεβασμό μπορώ να δείξω. Εκτός αυτού», ο τόνος του τώρα έγινε πιο σοβαρός, «ίσως δεις κάτι που εμένα θα μου ξεφύγει. Ίσως μάλιστα θελήσεις να μου το πεις». Μ’ ένα ξερό, κοφτό γέλιο, πήδηξε στο βάθρο, μάζεψε τη θυσανωτή λόγχη, και κάθισε. «Να περάσουν, Σομάρα. Ας πλησιάσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα η αντιπροσωπεία του Λευκού Πύργου». Το στραβό χαμόγελο του έκανε την Εγκουέν να νιώθει σχεδόν όσο άβολα ένιωθε με το υφασμένο σαϊντίν σχεδόν πάνω της. Μα πόσο κοντά ήταν, άραγε, αυτό το άτιμο πράγμα;

Η Σομάρα χάθηκε, και μέσα σε λίγες στιγμές οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα.

Προπορευόταν μια παχουλή, επιβλητική γυναίκα, που δεν μπορεί παρά να ήταν η Κόιρεν, φορώντας σκούρα γαλάζια εσθήτα· την πλαισίωναν, μένοντας ένα βήμα πίσω, η Νεσούνε με απλό καφέ μάλλινο φόρεμα και μια Άες Σεντάι με κοράκισια μαλλιά και πράσινο φόρεμα, μια ομορφούλα στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα με τροφαντό, απαιτητικό στόμα. Η Εγκουέν ευχήθηκε να φορούσαν πάντα οι Άες Σεντάι τα χρώματα του Άτζα τους —οι Λευκές τα φορούσαν όποτε τους δινόταν η ευκαιρία— επειδή, ό,τι κι αν ήταν αυτή η γυναίκα, αποκλείεται να ήταν Πράσινη, κρίνοντας από τη σκληρή ματιά που είχε ρίξει στον Ραντ με το πρώτο βήμα που είχε κάνει στην αίθουσα. Η παγερή γαλήνη της μόλις κι έκρυβε την περιφρόνηση που ένιωθε, ή ίσως την έκρυβε μόνο από όσους δεν ήταν συνηθισμένοι στις Άες Σεντάι. Άραγε, θα το έβλεπε ο Ραντ; Ίσως όχι· έμοιαζε να έχει στρέψει την προσοχή του στην Κόιρεν, που το πρόσωπό της ήταν εντελώς αινιγματικό. Η Νεσούνε, φυσικά, κοίταξε τα πάντα, με τα μάτια της, που ήταν θαρρείς μάτια πουλιού, να τινάζονται εδώ κι εκεί.

Εκείνη τη στιγμή η Εγκουέν ένιωσε ευγνωμοσύνη για το μανδύα που της είχε υφάνει ο Ραντ. Έκανε να σφουγγίσει το πρόσωπό της με το μαντίλι που κρατούσε ακόμα, και μετά η κίνηση της πάγωσε. Ο Ραντ είχε πει ότι θα το στερέωνε στο πάτωμα. Το είχε κάνει άραγε; Μα το Φως, η Εγκουέν μπορεί να στεκόταν εκεί ολόγυμνη χωρίς να το καταλαβαίνει. Μόνο που το βλέμμα της Νεσούνε την προσπέρασε χωρίς να σταθεί. Ο ιδρώτας κύλησε στο πρόσωπο της Εγκουέν. Σωστό ποτάμι. Του Ραντ του άξιζε να καεί! Η Εγκουέν θα βολευόταν μια χαρά κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι του.

Πίσω από τις Άες Σεντάι ακολούθησαν ακόμα δώδεκα γυναίκες, απλά ντυμένες, με ελαφρούς μανδύες από τραχύ λινό ύφασμα να κρέμονται στην πλάτη τους. Οι περισσότερες ήταν σωματώδεις, όμως αγκομαχούσαν, καθώς μετέφεραν δύο κιβώτια, όχι μικρά, στα στιλβωμένα μπρούντζινα ελάσματα των οποίων ήταν δουλεμένη η Φλόγα της Ταρ Βάλον. Οι υπηρέτριες ακούμπησαν κάτω τα σεντούκια αφήνοντας να ηχήσουν στεναγμοί ανακούφισης· κούνησαν τα μπράτσα και τάνυσαν τις πλάτες τους καθώς οι πόρτες έκλειναν, κι η Κόιρεν με τις δύο άλλες έκλιναν το γόνυ με τέλειο συγχρονισμό, αν κι όχι πολύ βαθιά.

Ο Ραντ κατέβηκε από την καρέκλα πριν ξανασηκωθούν. Η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλλε τις Άες Σεντάι, μαζί και τις τρεις τους· είχαν συνδεθεί. Η Εγκουέν προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε δει, πώς το είχαν κάνει· παρά τη λάμψη, τίποτα δεν τάραζε την εξωτερική γαλήνη τους καθώς ο Ραντ προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές προς τις υπηρέτριες και τις κοίταζε μια-μια στο πρόσωπο.

Τι άραγε—; Φυσικά· ήθελε να βεβαιωθεί ότι καμία δεν είχε το αγέραστο πρόσωπο των Άες Σεντάι. Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι, κι ύστερα μαρμάρωσε ξανά. Ήταν ανόητος αν πίστευε ότι αυτό αρκούσε. Οι περισσότερες ήταν προχωρημένες στα χρόνια —δεν ήταν τίποτα γριές, αλλά καταλάβαινε ότι ο χρόνος τις είχε αγγίξει— όμως δύο ήταν αρκετές νέες ώστε να είναι Άες Σεντάι που πρόσφατα είχαν γίνει πλήρεις αδελφές. Δεν ήταν Άες Σεντάι —η Εγκουέν μπορούσε να νιώσει την ικανότητα μόνο σε κείνες τις τρεις— όμως ο Ραντ δεν μπορούσε να το καταλάβει με το βλέμμα.

Έπιασε κι ανασήκωσε το πηγούνι μιας σωματώδους νεαρής και της χαμογέλασε κοιτώντας τη στα μάτια. «Μη φοβάσαι», είπε μαλακά. Εκείνη λικνίστηκε, λες κι ήταν στα πρόθυρα λιγοθυμιάς. Ο Ραντ αναστέναξε κι έστριψε επί τόπου. Δεν κοίταξε τις Άες Σεντάι καθώς τις προσπερνούσε. «Δεν θα διαβιβάζετε κοντά μου», είπε σταθερά. «Αφήστε το». Μια σύντομη έκφραση όλο υποθέσεις πέρασε από το πρόσωπο της Νεσούνε, όμως οι άλλες δύο τον παρακολουθήσαν γαλήνιες να κάθεται στη θέση του. Τρίβοντας το μπράτσο του —η Εγκουέν ήταν μπροστά όταν ο Ραντ είχε πρωτοκαταλάβει εκείνη το γαργαλητό— μίλησε με πιο τραχύ τόνο. «Είπα ότι δεν θα διαβιβάζετε κοντά μου. Ούτε καν θα αγκαλιάσετε το σαϊντάρ».

Η στιγμή τράβηξε σε μάκρος, ενώ η Εγκουέν προσευχόταν σιωπηλά. Τι θα έκανε αν αυτές κρατούσαν την Πηγή; Θα δοκίμαζε να τις αποκόψει; Το να αποκόψεις μια γυναίκα από το σαϊντάρ όταν το είχε ήδη αγκαλιάσει ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο αν την είχες θωρακίσει από πριν. Η Εγκουέν δεν ήξερε αν ο Ραντ θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, με τρεις γυναίκες, που μάλιστα ήταν συνδεμένες. Το χειρότερο ήταν, τι θα έκαναν αν το επιχειρούσε καν; Η λάμψη εξαφανίστηκε κι η Εγκουέν άφησε ένα δυνατό στεναγμό από την ανακούφισή της. Αυτό που είχε κάνει ο Ραντ την είχε κάνει αόρατη, μα προφανώς δεν σταματούσε τον ήχο.

«Έτσι μπράβο». Το χαμόγελο του Ραντ απευθυνόταν και στις τρεις, αλλά δεν άγγιζε τα μάτια του. «Ας τα ξαναπάρουμε από την αρχή. Είστε επίτιμες προσκεκλημένες, μόλις αυτή τη στιγμή μπήκατε».

Εκείνες, φυσικά, το κατάλαβαν. Δεν το είχε πει μαντεύοντας. Η Κόιρεν μούδιασε λιγάκι και τα μάτια της γυναίκας με τα κορακίσια μαλλιά πλάτυναν λιγάκι. Η Νεσούνε απλώς ένευσε προς τον εαυτό της, προσθέτοντάς το στις άλλες παρατηρήσεις της. Η Εγκουέν ευχήθηκε απελπισμένα να προσέχει ο Ραντ. Της Νεσούνε δεν θα της ξέφευγε τίποτα.

Η Κόιρεν, με έκδηλο κόπο, έσιαξε το φόρεμά της και παραλίγο θα ίσιωνε και το επώμιο το οποίο δεν φορούσε. «Έχω την τιμή», δήλωσε με ηχηρό τόνο, «να είμαι η Κόιρεν Σήλνταιν Άες Σεντάι, Πρέσβειρα του Λευκού Πύργου κι απεσταλμένη της Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν, Φρουρού των Σφραγίδων, Φλόγας της Ταρ Βάλον, Έδρας της Άμερλιν». Με κάπως λιγότερες φιοριτούρες, αν και με τον πλήρη τίτλο των Άες Σεντάι, σύστησε τις άλλες δύο· η γυναίκα με το σκληρό βλέμμα λεγόταν Γκαλίνα Κάσμπαν.

«Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ». Η απλότητα τόνισε τη διαφορά. Εκείνες δεν είχαν αναφέρει τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ούτε κι αυτός, όμως με κάποιον τρόπο το γεγονός ότι το είχε παραλείψει έκανε τον τίτλο να ηχήσει ψιθυριστά στο δωμάτιο.

Η Κόιρεν πήρε μια βαθιά ανάσα, κουνώντας το κεφάλι λες κι άκουγε αυτό τον ψίθυρο. «Μεταφέρουμε επίσημη πρόσκληση προς τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Η Έδρα της Άμερλιν αντιλαμβάνεται πλήρως το γεγονός πως έχουν φανεί οιωνοί κι έχουν εκπληρωθεί προφητείες, πως...» Ο βαθύς, μαλακός τόνος της δεν άργησε να καταλήξει στο ζητούμενο, ότι ο Ραντ θα έπρεπε να τις συνοδεύσει, «μ’ όλες τις τιμές που αξίζει», στον Λευκό Πύργο, κι ότι αν αποδεχόταν αυτή την πρόσκληση, η Ελάιντα πρόσφερε όχι μόνο την προστασία του Πύργου, αλλά κι όλο το βάρος της εξουσίας και της επιρροής που διέθετε για να τον στηρίξει. Ακολούθησαν μερικές φιοριτούρες ακόμα και κατέληξε λέγοντας, «...κι ως ένδειξη αυτού, η Έδρα της Άμερλιν στέλνει αυτό το ασήμαντο δώρο».

Στράφηκε προς τα κιβώτια, υψώνοντας το χέρι, κι ύστερα δίστασε με μια μικρή γκριμάτσα. Χρειάστηκε να κάνει δυο φορές νόημα για να την καταλάβουν οι υπηρέτριες και να σηκώσουν τα ενισχυμένα με μπρούντζο σκεπάσματα· προφανώς αρχικά σκόπευε να τα ανοίξει με το σαϊντάρ. Τα κιβώτια ήταν γεμάτα με δερμάτινα σακιά. Με μια άλλη, πιο απότομη χειρονομία, οι υπηρέτριες άρχισαν να τα λύνουν.

Η Εγκουέν ξεροκατάπιε το επιφώνημα που ήθελε να βγάλει. Δεν ήταν παράξενο που οι γυναίκες αγκομαχούσαν όταν τα κουβαλούσαν! Τα ανοιχτά σακιά έχυσαν χρυσά νομίσματα κάθε μεγέθους, δαχτυλίδια που γυάλιζαν και μενταγιόν που αστραφτοβολούσαν και χύμα πετράδια. Ακόμα κι αν από κάτω ήταν μπιχλιμπίδια, αυτά εδώ ήταν μια περιουσία.

Ο Ραντ έγειρε πίσω στην καρέκλα που έμοιαζε με θρόνο και κοίταξε τα κιβώτια με μια έκφραση σαν χαμόγελο. Οι Άες Σεντάι τον περιεργάστηκαν, με πρόσωπα υπόδειγμα αυτοσυγκράτησης, όμως της Εγκουέν της φάνηκε ότι έβλεπε μια υπόνοια αυτοϊκανοποίησης στο βλέμμα της Κόιρεν, μια αμυδρή έκφραση περιφρόνησης που δυνάμωνε στα σαρκώδη χείλη της Γκαλίνα. Η Νεσούνε... Η Νεσούνε ήταν ο πραγματικός κίνδυνος.

Ξαφνικά, τα σκεπάσματα έκλεισαν με κρότο χωρίς να τα αγγίζει χέρι, κι οι υπηρέτριες τινάχτηκαν πίσω, χωρίς να κρύψουν τις κραυγούλες τους. Οι Άες Σεντάι πάγωσαν, κι η Εγκουέν άρχισε να προσεύχεται με την ίδια ένταση που ίδρωνε. Τον ήθελε αλαζόνα και λιγάκι αυθάδη, μα όσο χρειαζόταν για να τις εκνευρίσει, όχι τόσο που να τις κάνει να αποφασίσουν ότι έπρεπε να τον ειρηνέψουν επί τόπου.

Ξαφνικά, της ήρθε στο μυαλό η σκέψη ότι ο Ραντ ως τώρα δεν είχε δείξει καθόλου «ταπεινός σαν ποντίκι» όπως είχε πει. Σίγουρα το είχε απορρίψει εξαρχής. Την κορόιδευε! Αν δεν ήταν τόσο φοβισμένη, ώστε τα γόνατά της να είναι έτοιμα να λυγίσουν, θα τον πλησίαζε και θα του έστριβε το αυτί.

«Άφθονο χρυσάφι», είπε ο Ραντ. Φαινόταν χαλαρός, το χαμόγελο του φώτιζε ολόκληρο το πρόσωπό του. «Το χρυσάφι είναι πάντα χρήσιμο». Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Σχεδόν έδειχνε απληστία!

Η Κόιρεν απάντησε κι αυτή μ’ ένα χαμόγελο, και τώρα έμοιαζε με πρότυπο αγέρωχης αυταρέσκειας. «Η Έδρα της Άμερλιν είναι φυσικά κάτι παραπάνω από γενναιόδωρη. Όταν φτάσεις στον Λευκό Πύργο—»

«Όταν φτάσω στον Πύργο», τη διέκοψε ο Ραντ, σαν να σκεφτόταν φωναχτά. «Ναι, ανυπομονώ για τη μέρα που θα σταθώ στον Πύργο». Έγειρε μπροστά, με τον αγκώνα στο γόνατο, και το Σκήπτρο του Δράκοντα να κρέμεται. «Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος, όπως αντιλαμβάνεστε. Έχω πρώτα ανειλημμένες υποχρεώσεις, εδώ, στο Άντορ, αλλού».

Το στόμα της Κόιρεν σφίχτηκε, μονάχα για μια στιγμή. Η φωνή της όμως έμεινε γαλήνια κι ήρεμη όπως και πριν. «Βεβαίως δεν έχουμε αντίρρηση να αναπαυθούμε μερικές μέρες πριν αρχίσουμε το ταξίδι της επιστροφής στην Ταρ Βάλον. Στο μεταξύ, θα μπορούσα να προτείνω να μείνει κοντά σου μια από εμάς, ώστε να προσφέρει συμβουλές στην περίπτωση που τις χρειαστείς; Φυσικά, έχουμε ακούσει για το ατυχές τέλος της Μουαραίν. Δεν μπορώ να προσφερθώ εγώ προσωπικά, όμως η Νεσούνε ή η Γκαλίνα θα ήταν πρόθυμες».

Ο Ραντ κοίταξε εξεταστικά τις δύο σμίγοντας τα φρύδια, κι η Εγκουέν κράτησε την ανάσα της. Έμοιαζε να ακούει πάλι κάτι, ή να περιμένει να ακούσει κάτι. Η Νεσούνε με τη σειρά της τον εξέτασε εξίσου απροκάλυπτα. Τα δάχτυλα της Γκαλίνα έσφιγγαν ασυναίσθητα τα φουστάνια της.

«Όχι», είπε τελικά ο Ραντ, ενώ καθόταν πίσω με τα χέρια στα μπράτσα της καρέκλας. Την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο πολύ απ’ όσο πριν με θρόνο. «Ίσως να μην είναι ασφαλές. Δεν θα μου άρεσε να δεχθείτε από ατύχημα μια λόγχη στα πλευρά». Η Κόιρεν άνοιξε το στόμα, όμως αυτός δεν την άφησε να μιλήσει. «Για τη δική σας ασφάλεια, καμία δεν πρέπει να με πλησιάζει κοντύτερα από ένα μίλι δίχως άδεια. Επίσης καλά θα ήταν να κρατάτε τόση απόσταση από το παλάτι. Θα μάθετε πότε θα είμαι έτοιμος να έρθω μαζί σας. Σας το υπόσχομαι». Ξαφνικά, βρέθηκε όρθιος. Πάνω στο βάθρο ορθωνόταν τόσο ψηλός που οι Άες Σεντάι έπρεπε να γείρουν το κεφάλι πολύ πίσω για να τον βλέπουν, κι ήταν φανερό ότι δεν τους άρεσε ούτε αυτό, ούτε οι περιορισμοί. Τρία πρόσωπα που έμοιαζαν σκαλισμένα σε πέτρα τον ατένισαν. «Θα σας αφήσω τώρα να επιστρέψετε και να αναπαυθείτε. Όσο πιο γρήγορα φροντίσω ορισμένα πράγματα, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσω να πάω στον Πύργο. Θα στείλω μήνυμα όταν μπορέσω να σας ξαναδώ».

Εκείνες δεν χάρηκαν καθόλου που τις έδιωχναν τόσο απότομα, ή μάλλον που τις έδιωχναν καν —οι Άες Σεντάι ήταν εκείνες που έλεγαν πότε είχε τελειώσει η συνάντηση— όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να κλίνουν ελαφρά το γόνυ, με την ενόχληση να διαπερνά τη συνηθισμένη αταραξία τους.

Καθώς γυρνούσαν για να φύγουν, ο Ραντ ξαναμίλησε, με ανέμελο τόνο. «Ξέχασα να ρωτήσω. Τι κάνει η Αλβιάριν;»

«Καλά είναι». Το στόμα της Γκαλίνα έμεινε να χάσκει για μια στιγμή και τα μάτια της πλάτυναν. Έμοιαζε ξαφνιασμένη που είχε μιλήσει.

Η Κόιρεν δίστασε, έτοιμη να χρησιμοποιήσει αυτή την αφορμή για να πει κι άλλα, όμως ο Ραντ σηκώθηκε ανυπόμονα, σχεδόν χτυπώντας το πόδι στο πάτωμα. Όταν έφυγαν, κατέβηκε, ζυγιάζοντας τη λόγχη στο χέρι του και κοιτώντας τις πόρτες που είχαν κλείσει πίσω από τις τρεις γυναίκες.

Η Εγκουέν δεν έχασε ούτε στιγμή και κίνησε με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος του. «Τι παιχνίδι παίζεις, Ραντ αλ’Θόρ;» Είχε ήδη κάνει πεντ’ έξι βήματα όταν το είδωλο της στους καθρέφτες την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι είχε περάσει μέσα από το υφασμένο σαϊντίν του. Τουλάχιστον δεν το είχε αντιληφθεί όταν το είχε αγγίξει. «Λοιπόν;»

«Είναι της Αλβιάριν», είπε εκείνος σκεφτικά. «Η Γκαλίνα. Είναι φίλη της Αλβιάριν, πάω στοίχημα γι’ αυτό».

Εκείνη ξεφύσησε, καθώς στεκόταν αποφασισμένα μπροστά του. «Θα έχανες τα λεφτά σου, άσε που θα γινόσουν ρεζίλι. Η Γκαλίνα είναι κόκκινη, είμαι σίγουρη γι’ αυτό».

«Επειδή δεν με συμπαθεί;» Τώρα ο Ραντ την κοίταζε κι εκείνη σχεδόν ευχήθηκε να μην το έκανε. «Επειδή με φοβάται;» Ο Ραντ δεν μόρφαζε, δεν την αγριοκοίταζε, ούτε καν την κοίταζε με ιδιαίτερη ένταση, όμως τα μάτια του έμοιαζαν να ξέρουν πράγματα τα οποία η Εγκουέν αγνοούσε. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Το χαμόγελο του άστραψε τόσο ξαφνικά που αυτή ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Εγκουέν, θέλεις να πιστέψω ότι μπορείς να καταλάβεις το Άτζα μιας γυναίκας από το πρόσωπό της;»

«Όχι, αλλά—»

«Πάντως, ακόμα κι οι Κόκκινες ίσως καταλήξουν να με ακολουθήσουν. Ξέρουν κι αυτές καλά τις Προφητείες. “Ο ακηλίδωτος πύργος τσακίζεται και λυγίζει το γόνυ στο λησμονημένο σημάδι”. Γράφτηκε πριν υπάρξει Λευκός Πύργος, μα τι άλλο μπορεί να σημαίνει ο “ακηλίδωτος πύργος”; Και το λησμονημένο σημάδι; Το λάβαρο μου, Εγκουέν, με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι».

«Που να καείς, Ραντ αλ’Θόρ!» Ξεστόμισε την κατάρα πιο αδέξια απ’ όσο θα ήθελε· δεν είχε συνηθίσει να λέει τέτοια πράγματα. «Να σε κάψει το Φως! Δεν είναι δυνατόν να σκέφτεσαι ότι θα πας μαζί τους; Δεν είναι δυνατόν!»

Εκείνος της γύμνωσε τα δόντια του γελώντας. Γελώντας! «Δεν έκανα αυτό που ήθελες; Και αυτό που μου είπες να κάνω και αυτό που ήθελες».

Εκείνη έσφιξε τα χείλη με αγανάκτηση. Κρίμα που το είχε καταλάβει, αλλά από πάνω ήταν αγένεια να της το πετά κατάμουτρα. «Ραντ, άκουσέ με σε παρακαλώ. Η Ελάιντα—»

«Το ζήτημα τώρα είναι πώς θα σε στείλω πίσω στις σκηνές χωρίς να μάθουν ότι ήσουν εδώ. Υποθέτω πως έχουν αυτιά και μάτια στο Παλάτι».

«Ραντ, πρέπει να—!»

«Τι θα ’λεγες να μπεις σε κείνα τα μεγάλα καλάθια με τα άπλυτα; Μπορώ να βάλω δυο Κόρες να το κουβαλήσουν».

Η Εγκουέν παραλίγο θα σήκωνε τα χέρια ψηλά. Ο Ραντ ανυπομονούσε να τη διώξει όσο και τις Άες Σεντάι. «Τα ποδαράκια μου φτάνουν για να γυρίσω, μην ενοχλείσαι». Σε καλάθι απλύτων, αν ήταν δυνατόν! «Δεν θα ανησυχούσα αν μου έλεγες πώς γυρνάς από το Κάεμλυν εδώ όποτε σου καπνίσει». Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε γιατί αισθανόταν τόσο άβολα κάνοντας την ερώτηση, μα έτσι ένιωθε. «Ξέρω ότι δεν μπορείς να μου το διδάξεις, μα αν μου έλεγες τον τρόπο, ίσως μπορούσα να βρω πώς γίνεται με το σαϊντάρ».

Σχεδόν περίμενε ότι ο Ραντ θα έκανε κάποιο αστειάκι σε βάρος της, αλλά αντίθετα εκείνος έπιασε το επώμιο της, μια άκρη σε κάθε χέρι. «Το Σχήμα», της είπε. «Το Κάεμλυν» —ένα δάχτυλο του αριστερού χεριού του σχημάτισε ένα εξόγκωμα σαν σκηνή— «κι η Καιρχίν». Ένα δάχτυλο του άλλου χεριού έκανε κι αυτό μια σκηνή· πλησίασε κοντά τις δύο σκηνές. «Λυγίζω το Σχήμα κι ανοίγω τρύπα από εδώ εκεί. Δεν ξέρω μέσα από τι ανοίγω την τρύπα, αλλά δεν υπάρχει χώρος μεταξύ της μιας άκρης της τρύπας και της άλλης». Άφησε το επώμιο να πέσει. «Σε βοηθά αυτό;»

Εκείνη, δαγκώνοντας το χείλος της, κοίταξε ξινά το επώμιο. Δεν τη βοηθούσε καθόλου. Της ερχόταν ταραχή και μόνο από τη σκέψη ότι θα άνοιγε μια τρύπα στο Σχήμα. Έλπιζε ότι θα ήταν κάτι σαν εκείνο που είχε βρει σχετικά με τον Τελ’αράν’ριοντ. Όχι ότι σκόπευε να το χρησιμοποιήσει, φυσικά, μα είχε άφθονο χρόνο στα χέρια της, κι οι Σοφές γκρίνιαζαν ότι οι Άες Σεντάι ρωτούσαν πώς μπορούσαν να μπουν εκεί ένσαρκα. Η Εγκουέν είχε σκεφτεί ότι ο τρόπος θα ήταν να δημιουργήσει —μια ομοιότητα, αυτός έμοιαζε να είναι ο μόνος τρόπος για να το περιγράψει— μια ομοιότητα μεταξύ του πραγματικού κόσμου και της αντανάκλασής του στον Κόσμο των Ονείρων. Αυτό θα έπρεπε να δημιουργήσει ένα μέρος όπου θα ήταν δυνατόν να περάσεις έτσι απλά από το ένα στο άλλο. Αν η μέθοδος ταξιδιού του Ραντ έμοιαζε έστω και λίγο, η Εγκουέν θα ήταν πρόθυμη να κάνει μια δοκιμή, μα αυτό τώρα... Το σαϊντάρ έκανε ό,τι ήθελες, αρκεί να θυμόσουν ότι ήταν απείρως δυνατότερο από σένα κι έπρεπε να το καθοδηγείς γλυκά· αν προσπαθούσες να επιφέρεις με τη βία το λάθος πράγμα, θα σκοτωνόσουν ή θα καιγόσουν πριν προλάβεις να αφήσεις ούτε ένα ουρλιαχτό.

«Ραντ, είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τα πράγματα ίδια... ή...» Δεν ήξερε πώς να το θέσει, αλλά πάντως ο Ραντ κούνησε το κεφάλι πριν σβήσει η φωνή της.

«Αυτό μου φαίνεται σαν να αλλάζεις την ύφανση του Σχήματος, ε; Νομίζω ότι θα με διέλυε αν προσπαθούσε. Ανοίγω τρύπα». Κούνησε το δάχτυλό του για επίδειξη.

Δεν υπήρχε λόγος να το ψάξει κι άλλο. Έσιαξε εκνευρισμένα το επώμιο της. «Ραντ, για τους Θαλασσινούς που λέγαμε. Δεν ξέρω πιο πολλά απ’ όσα έχω διαβάσει» —ήξερε, μα δεν θα του το έλεγε— «αλλά πρέπει να είναι κάτι σημαντικό αυτό που τις έφερε τόσο δρόμο για να σε δουν».

«Φως μου», μουρμούρισε εκείνος αφηρημένα, «χοροπηδάς σαν σταγόνα νερού στο πυρωμένο τηγάνι. Όταν αδειάζω, θα τις δω». Για μια στιγμή έτριψε το μέτωπό του και τα μάτια του κοίταξαν το τίποτα. Τα ανοιγόκλεισε και φάνηκε να την ξαναβλέπει. «Θες να μείνεις ώσπου να ξαναγυρίσουν;» Στ’ αλήθεια ήθελε να την ξεφορτωθεί.

Στην πόρτα η Εγκουέν κοντοστάθηκε, όμως εκείνος ήδη απομακρυνόταν προς το βάθος του δωματίου, σφίγγοντας τα χέρια στην πλάτη του, μονολογώντας. Μαλακά, όμως η Εγκουέν διέκρινε μερικά απ’ όσα έλεγε. «Που κρύβεσαι, που να καείς; Ξέρω ότι είσαι εκεί!»

Τρέμοντας, βγήκε από το δωμάτιο. Αν ο Ραντ ήδη τρελαινόταν, αυτό δεν θα άλλαζε. Ο Τροχός ύφαινε όπως ο Τροχός το ήθελε, κι ό,τι ύφαινε έπρεπε να το δεχτείς.

Έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει τους υπηρέτες που προχωρούσαν στο διάδρομο και να αναρωτιέται ποιοι άραγε ήταν πράκτορες των Άες Σεντάι, και σταμάτησε. Ο Τροχός ύφαινε όπως ο Τροχός το ήθελε. Νεύοντας στη Σομάρα, ίσιωσε τους ώμους και προσπάθησε να μην πάει τρέχοντας στην πλησιέστερη είσοδο υπηρεσίας.


Ελάχιστες κουβέντες ακούγονταν, καθώς η καλύτερη άμαξα της Άριλυν έφευγε από το Παλάτι του Ήλιου ακολουθούμενη από το κάρο που κουβαλούσε τα κιβώτια, το οποίο τώρα μετέφερε μόνο τις υπηρέτριες και τον αμαξά. Η Νεσούνε σχημάτισε με τα δάχτυλά της ένα τρίγωνο μέσα στην άμαξα και χτύπησε απαλά τα χείλη της. Τι συναρπαστικός νεαρός. Τι συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης. Το πόδι της άγγιξε το κουτί δειγμάτων κάτω από τη θέση της· ποτέ δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τα κατάλληλα κουτιά δειγμάτων. Θα πίστευε κανείς ότι ολόκληρος ο κόσμος είχε ήδη καταγραφεί σε καταλόγους εδώ και καιρό, όμως από τότε που είχε φύγει από την Ταρ Βάλον είχε συλλέξει πενήντα φυτά, διπλάσια έντομα, το δέρμα και τα κόκαλα μιας αλεπούς, τρία είδη κορυδαλλού και πέντε είδη σκίουρων, που ήταν σίγουρη πως δεν εμφανίζονταν στα αρχεία.

«Δεν ήξερα ότι είστε φίλες εσύ κι η Αλβιάριν», είπε η Κόιρεν μετά από ένα διάστημα.

Η Γκαλίνα ξεφύσηξε. «Δεν είναι ανάγκη να είσαι φίλη της για να ξέρεις ότι ήταν καλά όταν φύγαμε». Η Νεσούνε αναρωτήθηκε αν η Γκαλίνα ήξερε ότι είχε μουτρωμένη έκφραση. Μόνο στο σχήμα του στόματός της, ίσως, μα έπρεπε να ζήσεις με ό,τι πρόσωπο είχες. «Νομίζεις ότι ήξερε στ’ αλήθεια;» συνέχισε η Γκαλίνα. «Ότι... Είναι αδύνατο. Απλώς μάντευε, σίγουρα».

Η Νεσούνε τέντωσε τα αυτιά, αν και συνέχισε να χτυπά απαλά τα χείλη της. Ήταν ολοφάνερη η προσπάθεια να αλλάξει θέμα, και επίσης σημάδι ότι η Γκαλίνα ήταν νευρική. Η σιωπή είχε κρατήσει τόση ώρα επειδή καμία τους δεν ήθελε να αναφέρει τον αλ’Θόρ, και δεν φαινόταν να υπάρχει άλλο θέμα. Γιατί, άραγε, η Γκαλίνα δεν ήθελε να μιλήσει για την Αλβιάριν; Οι δύο τους αποκλείεται να ήταν φίλες· ελάχιστες ήταν οι Κόκκινες που είχαν κάποια φίλη έξω από το Άτζα τους. Η Νεσούνε σημείωσε την ερώτηση με το νου της.

«Αν μάντευε, τότε μπορεί να βγάλει μια περιουσία στα πανηγύρια». Η Κόιρεν δεν ήταν χαζή. Το παράκανε στη μεγαλοστομία, όμως δεν ήταν ποτέ χαζή. «Όσο γελοίο και να φαίνεται, πρέπει να υποθέσουμε ότι νιώθει όταν μια γυναίκα κρατά το σαϊντάρ».

«Αυτό ίσως αποβεί καταστροφικό», μουρμούρισε η Γκαλίνα. «Όχι. Αποκλείεται. Πρέπει να το μάντεψε. Όποιος άνδρας μπορεί να διαβιβάζει θα υπέθετε ότι θα αγκαλιάζαμε το σαϊντάρ».

Το μουτρωμένο ύφος της άλλης ενοχλούσε τη Νεσούνε. Ολόκληρη η αποστολή την ενοχλούσε. Θα ερχόταν μετά χαράς, αν της το είχαν ζητήσει, όμως η Τζέσε Μπίχαλ δεν την είχε ρωτήσει· σχεδόν την είχε ανεβάσει η ίδια στο άλογο δια της βίας. Όπως κι αν ήταν τα πράγματα στα άλλα Άτζα, από την επικεφαλής του συμβουλίου των Καφέ δεν περίμενες να φερθεί έτσι. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι οι συντρόφισσες της Νεσούνε ήταν τόσο προσηλωμένες στον νεαρό αλ’Θόρ, ώστε έμοιαζαν να είναι τυφλές για οτιδήποτε άλλο.

«Έχετε καμιά άποψη», στοχάστηκε φωναχτά, «για την αδελφή που παρευρισκόταν στη συνομιλία μας;»

Ίσως να μην επρόκειτο για αδελφή —τρεις Αελίτισσες έκαναν την εμφάνισή τους όποτε πήγαινε στη Βασιλική Βιβλιοθήκη, και δυο απ’ αυτές μπορούσαν να διαβιβάζουν— όμως ήθελε να δει τις αντιδράσεις τους. Δεν απογοητεύτηκε· ή, μάλλον, απογοητεύτηκε. Η Κόιρεν απλώς ανακάθισε, όμως η Γκαλίνα στύλωσε το βλέμμα πάνω της. Η Νεσούνε μετά βίας κρατήθηκε για να μην αναστενάξει. Ήταν πράγματι τυφλές. Είχαν βρεθεί λίγα μόνο βήματα από μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει, και δεν την είχαν αισθανθεί επειδή δεν μπορούσαν να τη δουν.

«Δεν ξέρω πώς είχε κρυφτεί», συνέχισε η Νεσούνε, «αλλά θα είναι ενδιαφέρον να το ανακαλύψουμε». Πρέπει να ήταν έργο του αλ’Θόρ· κάποια ύφανση του σαϊντάρ θα την είχαν δει. Δεν ρώτησαν αν ήταν σίγουρη· ήξεραν ότι το έλεγε όταν έκανε μια μαντεψιά.

«Επιβεβαίωση πως η Μουαραίν είναι ζωντανή». Η Γκαλίνα έγειρε πίσω μ’ ένα σκοτεινό χαμόγελο. «Προτείνω να βάλουμε τη Μπελντάινε να τη βρει. Μετά τη συλλαμβάνουμε και την κλείνουμε στο υπόγειο. Έτσι θα την πάρουμε μακριά από τον αλ’Θόρ και θα μπορέσουμε να την πάμε στην Ταρ Βάλον μαζί του. Αμφιβάλλω αν θα το προσέξει, αν τον θαμπώσουμε με αρκετό χρυσάφι».

Η Κόιρεν κούνησε το κεφάλι με έμφαση. «Δεν έχουμε καλύτερη επιβεβαίωση απ’ όση είχαμε ήδη σχετικά με τη Μουαραίν. Ίσως να πρόκειται γι’ αυτή τη μυστηριώδη Πράσινη. Όσο για το να βρούμε ποια είναι, συμφωνώ, αλλά τα υπόλοιπα πρέπει να τα συλλογιστούμε προσεκτικά. Δεν θα ρισκάρω όσα σχεδιάσαμε με τόση προσοχή. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο αλ’Θόρ σχετίζεται μ’ αυτή την αδελφή —όποια κι αν είναι— κι ότι το να ικετεύει για χρόνο ίσως ήταν απλώς τμήμα της στρατηγικής του. Ευτυχώς, έχουμε χρόνο». Η Γκαλίνα ένευσε, αν κι απρόθυμα· θα προτιμούσε να παντρευτεί και να κατασταλάξει σε ένα αγρόκτημα παρά να θέσει σε κίνδυνο τα σχέδιά τους.

Η Νεσούνε άφησε έναν αναστεναγμό. Εκτός από τη μεγαλοστομία, το μόνο πραγματικό ελάττωμα της Κόιρεν ήταν που δήλωνε το προφανές. Είχε κοφτερό μυαλό, όταν το έβαζε να δουλέψει. Πράγματι, είχαν χρόνο. Το πόδι της άγγιξε πάλι ένα από τα κουτιά δειγμάτων. Όπως κι αν εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, η διατριβή που σκόπευε να γράψει για τον αλ’Θόρ θα ήταν το αποκορύφωμα της ζωής της.

Загрузка...