Η Εγκουέν σήκωσε το κεφάλι από χα μαξιλάρια και κοίταξε ολόγυρα, ξαφνιασμένη για μια στιγμή καθώς ανακάλυπτε πως βρισκόταν σε ένα κρεβάτι με ουρανό σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Το πρωινό φως χυνόταν από τα παράθυρα και μια παχουλή, νόστιμη γυναίκα με απλό γκρίζο μάλλινο φόρεμα άφηνε μια μεγάλη λευκή κανάτα με καυτό νερό στο τραπεζάκι του λαβομάνου. Την έλεγαν Τσέσα και της την είχαν παρουσιάσει την προηγούμενη νύχτα ως υπηρέτριά της. Ως υπηρέτρια της Άμερλιν. Ήδη υπήρχε ένας σκεπασμένος δίσκος πλάι στη χτένα και τη βούρτσα της σε ένα στενό τραπεζάκι κάτω από έναν καθρέφτη με ασημοστολισμένη κορνίζα. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά του ζεστού ψωμιού και των βραστών αχλαδιών.
Η Ανάγια είχε ετοιμάσει το δωμάτιο για τον ερχομό της Εγκουέν. Τα έπιπλα ήταν παράταιρα κι εδώ, όμως ήταν τα καλύτερα που είχε να προσφέρει το Σαλιντάρ, από τη μαλακή πολυθρόνα που ήταν ντυμένη με πράσινο μετάξι, ως τον όρθιο καθρέφτη στη γωνία με τα επίχρυσα στολίσματά του άθικτα και την περίτεχνα σμιλεμένη ντουλάπα όπου κρέμονταν τώρα τα υπάρχοντά της. Δυστυχώς, το γούστο της Ανάγια έτεινε προς τις δαντέλες και τα πλισέ, εκ των οποίων υπήρχε πλήθος στην μπορντούρα του ουρανού του κρεβατιού και τις τραβηγμένες κουρτίνες του και ή οι μεν ή τα δε στόλιζαν το τραπέζι και το σκαμνί του, τα μπράτσα και τα πόδια της πολυθρόνας, το στρωσίδι που είχε πετάξει η Εγκουέν στο πάτωμα, και το λεπτό μεταξωτό σεντόνι που το είχε ακολουθήσει. Οι κουρτίνες στα παράθυρα ήταν κι αυτές όλο δαντέλα. Η Εγκουέν ξανάκρυψε το κεφάλι της. Υπήρχαν δαντέλες και στις άκρες του μαξιλαριού επίσης. Το δωμάτιο της έδινε την αίσθηση ότι θα πνιγόταν μέσα στη δαντέλα.
Είχαν κάνει μεγάλη συζήτηση όταν η Σέριαμ κι οι άλλες την είχαν φέρει εδώ από τον Μικρό Πύργο, όπως τον ονόμαζαν, και κυρίως είχαν μιλήσει εκείνες. Δεν τις πολυενδιέφερε τι σκάρωνε ο Ραντ και τι μπορεί να ήθελαν η Κόιρεν κι οι άλλες. Υπήρχε αντιπροσωπεία των Άες Σεντάι καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν με επικεφαλής τη Μεράνα και ήξεραν τι θα έκαναν, αν κι η Σέριαμ με τις άλλες δεν ήταν συγκεκριμένες περί του τι ακριβώς θα ήταν αυτό. Κυρίως μιλούσαν αυτές κι η ίδια καθόταν κι άκουγε, ενώ αγνοούσαν τις ερωτήσεις της. Μερικές απαντήσεις ήταν ασήμαντες, της είχαν πει, τουλάχιστον προς το παρόν· στις άλλες που απάντησαν, είχαν ωραιοποιήσει βιαστικά τα πράγματα πριν προχωρήσουν στα σημαντικά. Το Σαλιντάρ είχε στείλει αντιπροσωπείες σε όλους τους κυβερνήτες και τις κυβερνήτριες, και τους είχαν αναφέρει όλους ονομαστικά στην Εγκουέν, εξηγώντας γιατί ο ένας ή η άλλη έπαιζαν ζωτικό ρόλο στον αγώνα του Σαλιντάρ, ενώ φαινόταν πως όλοι μα όλοι ήταν σημαντικοί. Δεν είχαν φτάσει στο σημείο να πουν πως θα αποτύγχαναν, αν έστω κι ένας από τους μονάρχες στρεφόταν εναντίον τους, όμως αυτό άφηνε να εννοηθεί η έμφαση με την οποία τοποθετούσαν το ζήτημα. Ο Γκάρεθ Μπράυν ετοίμαζε στρατό που στο τέλος θα ήταν αρκετά ισχυρός για να επιβάλει τις διεκδικήσεις τους —τις διεκδικήσεις της— εναντίον της Ελάιντα, αν κατέληγαν σε κάτι τέτοιο. Δεν πίστευαν ότι τα πράγματα θα έφταναν ως εκεί, παρ’ όλο που η Ελάιντα είχε απαιτήσει να επιστρέψουν στον Πύργο· έμοιαζαν να πιστεύουν ότι μόλις διαδιδόταν η είδηση της εκλογής της Εγκουέν αλ’Βέρ στην Έδρα της Άμερλιν, οι Άες Σεντάι θα έρχονταν με το μέρος της, ακόμα και μερικές από κείνες που τώρα ήταν στον Πύργο, και θα ήταν τόσες που η Ελάιντα δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να παρατηθεί όταν θα της το απαιτούσαν. Οι Λευκομανδίτες χρονοτριβούσαν για κάποιο λόγο, κι έτσι το Σαλιντάρ ήταν ασφαλές για όσο καιρό χρειάζονταν. Το ότι είχε Θεραπευθεί κι ο Λογκαίν εκτός από τη Σιουάν —κι η Ληάνε· φυσικά και θα είχε Θεραπευθεί, αφού ήταν εκεί· η Εγκουέν απλώς είχε ξαφνιαστεί μαθαίνοντας ότι η Ληάνε ήταν εκεί— μνημονεύθηκε σχεδόν παρεμπιπτόντως.
«Μη σε μέλλει αυτό», είπε η Σέριαμ προσπαθώντας να τη γαληνέψει. Στεκόταν πάνω από την Εγκουέν, η οποία καθόταν στη μαλακή πολυθρόνα, με τις άλλες σε ημικύκλιο γύρω της. «Η Αίθουσα θα συζητήσει αν θα τον ξαναειρηνέψουν κι η συζήτηση θα τραβήξει μέχρι που τα γηρατειά του να μας λύσουν το πρόβλημα».
Η Εγκουέν προσπάθησε να πνίξει άλλο ένα χασμουρητό —η ώρα ήταν περασμένη— κι η Ανάγια είπε, «Πρέπει να την αφήσουμε να κοιμηθεί. Αύριο η μέρα θα είναι σχεδόν εξίσου σημαντική με τη σημερινή, παιδί μου». Ξαφνικά, γέλασε απαλά. «Μητέρα. Κι αύριο θα είναι μια σημαντική μέρα, Μητέρα. Θα στείλουμε την Τσέσα να σε βοηθήσει να ετοιμαστείς για ύπνο».
Ακόμα κι όταν αυτές έφυγαν, δεν ήταν τόσο εύκολο να πέσει στο κρεβάτι. Ενώ η Τσέσα ακόμα ξεκούμπωνε το φόρεμα της Εγκουέν, εμφανίστηκε η Ρομάντα με μερικές προτάσεις για την Άμερλιν, απαγγέλοντάς τις με σθεναρή, αγέλαστη φωνή, και μόλις εκείνη έφυγε, ήρθε κι η Λελαίν, λες κι οι Γαλάζιες αδελφές περίμεναν την αναχώρηση της Κίτρινης. Η Λελαίν είχε κι αυτή τις δικές της συμβουλές για να τη βοηθήσει, και τις έδωσε με την Εγκουέν να κάθεται στο κρεβάτι, ενώ είχε διώξει ευγενικά, αλλά χωρίς να δέχεται αντιρρήσεις την Τσέσα από το δωμάτιο. Οι συμβουλές της δεν έμοιαζαν διόλου με τις συμβουλές της Ρομάντα —που κι εκείνες δεν έμοιαζαν καθόλου με τις Σέριαμ— και τις συνόδευε ένα ζεστό, τρυφερό θα ’λεγες χαμόγελο, όμως με την ίδια βεβαιότητα ότι η Εγκουέν θα χρειαζόταν κάποια καθοδήγηση τους πρώτους μήνες της. Καμία από τις δύο δεν είπε ξεκάθαρα ότι θα καθοδηγούσε την Εγκουέν προς το καλό του Πύργου καλύτερα από τη Σέριαμ, ούτε ότι η Σέριαμ κι ο κύκλος της θα παρέσυρε την Εγκουέν προς πολλές αντιφατικές κατευθύνσεις ή ότι θα πρόσφεραν κακές συμβουλές, όμως το άφησαν να εννοηθεί εντόνως. Επίσης, η Ρομάντα κι η Λελαίν υπαινίχθηκαν κάθε μία για την άλλη ότι είχε τους δικούς της απώτερους σκοπούς, οι οποίοι δίχως αμφιβολία θα προκαλούσαν ανείπωτη δυστυχία.
Όταν πια η Εγκουέν έσβησε διαβιβάζοντας και την τελευταία λάμπα, περίμενε ότι θα βυθιζόταν σ’ έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Στην πραγματικότητα, όμως, είδε μόνο δύο, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί το άλλο πρωί. Στον ένα, είχε γίνει Άμερλιν —Άες Σεντάι, αλλά χωρίς να δώσει τους όρκους— κι όλες οι πράξεις της οδηγούσαν στον όλεθρο. Αυτό την έκανε να ξυπνήσει και να ανασηκωθεί απότομα στο κρεβάτι, μόνο και μόνο για να ξεφύγει, αλλά ήταν σίγουρη πως δεν επρόκειτο για όνειρο που είχε σημασία. Έμοιαζε με τις εμπειρίες της μέσα στο τερ’ανγκριάλ όπου είχε δοκιμαστεί για να γίνει Αποδεχθείσα· απ’ όσο ήταν γνωστό, αυτές οι εμπειρίες δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Τουλάχιστον, με αυτή την πραγματικότητα. Το άλλο όνειρο ήταν από τις ανοησίες που περίμενε· τώρα το καταλάβαινε, έχοντας μάθει αρκετά για τα όνειρά της, παρ’ όλο που είχε χρειαστεί να ξυπνήσει για να ξεφύγει κι απ’ αυτό. Η Σέριαμ της είχε αρπάξει το επιτραχήλιο από τους ώμους κι όλοι γελούσαν μαζί της κι έδειχναν την ανόητη που είχε πιστέψει πως μια κοπελίτσα που καλά-καλά δεν ήταν δεκαοκτώ χρόνων μπορούσε να γίνει Άμερλιν. Δεν γελούσαν μόνο οι Άες Σεντάι αλλά κι όλες οι Σοφές, ο Ραντ κι ο Πέριν κι ο Ματ, κι η Νυνάβε κι η Ηλαίην, σχεδόν όλοι όσους είχε συναντήσει ποτέ, ενώ εκείνη στεκόταν εκεί ολόγυμνη, προσπαθώντας απελπισμένα να φορέσει ένα φόρεμα Αποδεχθείσας που ταίριαζε μάλλον σε δεκάχρονο κοριτσάκι.
«Δεν γίνεται να είσαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι όλη μέρα, Μητέρα».
Η Εγκουέν άνοιξε τα μάτια.
Η Τσέσα είχε μια έκφραση προσποιητής αυστηρότητας στο πρόσωπο κι ένα λαμπύρισμα στα μάτια. Είχε τουλάχιστον τα διπλά χρόνια από την Εγκουέν κι από την πρώτη συνάντηση του είχε δείξει το σεβασμό ανάμικτο με οικειότητα που θα περίμενε κανείς από έναν παλιό υπηρέτη. «Η Έδρα της Άμερλιν δεν μπορεί να κάτσει και να χουζουρεύει, ειδικά τη σήμερον ημέρα».
«Είναι το τελευταίο που θα σκεφτόμουν». Η Εγκουέν κατέβηκε μουδιασμένα από το κρεβάτι και τανύστηκε πριν βγάλει το ιδρωμένο μισοφόρι της. Ανυπομονούσε να δουλέψει αρκετά με τη Δύναμη, ώστε να μάθει πώς να μην ιδρώνει. «Θα φορέσω το γαλάζιο μεταξωτό με τα άσπρα λουλουδάκια στο λαιμό». Παρατήρησε ότι η Τσέσα απέφευγε επιμελώς να την κοιτάξει καθώς της έδινε ένα φρέσκο μισοφόρι. Τα αποτελέσματα που είχαν μείνει από το ξεπλήρωμα του τοχ της είχαν ξεθωριάσει λιγάκι, όμως ακόμα έδειχνε να έχει αμυδρές μελανιές. «Έπαθα ένα ατύχημα πριν έρθω», είπε, κι έχωσε βιαστικά το κεφάλι στο καθαρό μισοφόρι.
Η Τσέσα ένευσε, δείχνοντας ξαφνικά να καταλαβαίνει. «Τα άλογα είναι πονηρά ζώα, δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη. Εγώ δεν πρόκειται να καβαλήσω ποτέ άλογο, Μητέρα. Ένα ωραίο, γερό κάρο έχει πιο πολλή ασφάλεια. Αν έπεφτα από άλογο με τέτοιον τρόπο, δεν θα το έλεγα πουθενά. Να δεις τι πράγματα θα έλεγε η Νίλντρα, κι όσο για την Κέηλιν... Α, δεν μπορείς να πιστέψεις τι μπορούν να πουν σε βάρος σου μερικές γυναίκες μόλις τους γυρίσεις την πλάτη. Φυσικά, για την Έδρα της Άμερλιν είναι αλλιώτικα, αλλά εγώ αυτό θα έκανα». Κρατώντας ανοιχτή την πόρτα της ντουλάπας, έριξε μια λοξή ματιά στην Εγκουέν για να δει αν καταλάβαινε.
Η Εγκουέν της χαμογέλασε. «Οι άνθρωποι είναι ίδιοι, κι οι μεγάλοι κι οι ταπεινοί», είπε με σοβαρότητα.
Η Τσέσα έλαμψε για μια στιγμή πριν βγάλει το γαλάζιο φόρεμα. Μπορεί να την είχε διαλέξει η Σέριαμ, αλλά ήταν η υπηρέτρια της Έδρα της Άμερλιν, κι όφειλε υπακοή στην Έδρα της Άμερλιν. Επίσης είχε δίκιο για τη σημασία της σημερινής μέρας.
Η Εγκουέν έφαγε γρήγορα —παρ’ όλο που η Τσέσα μονολογούσε μουρμουριστά ότι σου χαλούσε το στομάχι όταν κατάπινες αμάσητο το φαγητό σου· το ζεστό γάλα με το μέλι και τα μπαχαρικά ήταν ό,τι έπρεπε για να καταπραΰνει το σφιγμένο της στομάχι— και μετά έπλυνε τα δόντια της και πλύθηκε βιαστικά, αφήνοντας την Τσέσα να της βουρτσίσει βιαστικά τα μαλλιά, και ντύθηκε βάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε το γαλάζιο φόρεμα. Έσιαξε το επτάριγο επιτραχήλιο στους ώμους της και κοντοστάθηκε για να κοιτάξει τον όρθιο καθρέφτη. Είτε χωρίς το επιτραχήλιο είτε με αυτό, δεν έμοιαζε πολύ με Έδρα της Άμερλιν. Αλλά είμαι. Δεν είναι όνειρο αυτό.
Στο μεγάλο δωμάτιο από κάτω, τα τραπέζια ήταν άδεια όπως και τη νύχτα. Μόνο οι Καθήμενες ήταν εκεί, φορώντας τα επώμιά τους και συγκεντρωμένες κατά Άτζα, με τη Σέριαμ να στέκει μόνη της. Ησύχασαν καθώς η Εγκουέν κατέβαινε τα σκαλιά, έκλιναν το γόνυ όταν έφτασε στο τελευταίο. Η Ρομάντα κι η Λελαίν της έριξαν μια αιχμηρή ματιά και μετά στράφηκαν αλλού, φροντίζοντας να μην κοιτάξουν τη Σέριαμ, και συνέχισαν τη συζήτησή τους. Όταν η Εγκουέν έμεινε σιωπηλή, οι άλλες τη μιμήθηκαν. Μερικές την κοίταζαν. Ακόμα κι όταν ψιθύριζαν, οι φωνές τους ηχούσαν εξαιρετικά δυνατές. Έξω επικρατούσε ησυχία· απόλυτη σιγή. Η Εγκουέν έβγαλε το μαντίλι από το μανίκι της και σφούγγισε το πρόσωπό της. Οι άλλες δεν έχυναν ούτε μια στάλα ιδρώτα.
Η Σέριαμ ήρθε και στάθηκε δίπλα της. «Όλα θα πάνε καλά», είπε μαλακά. «Απλώς να θυμάσαι αυτά που έχεις να πεις». Ήταν κάτι ακόμα που είχαν συζητήσει επί μακρόν την προηγούμενη νύχτα· η Εγκουέν είχε να δώσει λόγο σήμερα το πρωί.
Η Εγκουέν ένευσε. Ήταν παράξενο. Κανονικά το στομάχι της θα έπρεπε να ήταν ανακατεμένο, τα γόνατά της να τρέμουν. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν γινόταν, και δεν καταλάβαινε γιατί.
«Δεν υπάρχει λόγος να είσαι ταραγμένη», είπε η Σέριαμ. Ο τόνος της έδειχνε ότι πίστευε πως η Εγκουέν ήταν ταραγμένη κι ήθελε να την ηρεμήσει, αλλά πριν προλάβει να ξανανοίξει το στόμα της, η Ρομάντα μίλησε δυνατά.
«Είναι ώρα».
Με τα φουστάνια τους να θροΐζουν, οι Καθήμενες παρατάχθηκαν κατά ηλικία, με τη Ρομάντα επικεφαλής αυτή τη φορά, και βγήκαν έξω σχηματίζοντας πομπή. Η Εγκουέν πλησίασε κοντά στην πόρτα. Ακόμα δεν ένιωθε καθόλου ταραχή. Ίσως η Τσέσα να είχε δίκιο για το ζεστό γάλα.
Η σιωπή κράτησε λίγο ακόμα, και μετά ακούστηκε η φωνή της Ρομάντα, αφύσικα δυνατή. «Έχουμε Έδρα της Άμερλιν».
Η Εγκουέν βγήκε έξω στη ζέστη, η οποία κανονικά θα έπρεπε να ερχόταν αργότερα μέσα στην ημέρα. Όταν το πόδι της πέρασε το κατώφλι, πάτησε μια εξέδρα φτιαγμένη από Αέρα. Οι σειρές των Καθήμενων εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά της και κάθε Καθήμενη έλαμπε με το φως του σαϊντάρ.
«Η Εγκουέν αλ’Βέρ», ανακοίνωσε η Ρομάντα, με τη φωνή της να μεταφέρεται από την ύφανση της Δύναμης, «η Φύλακας των Σφραγίδων, η Φλόγα της Ταρ Βάλον, η Έδρα της Άμερλιν».
Τη σήκωσαν ψηλά καθώς μιλούσε η Ρομάντα, υψώνοντας την Άμερλιν, ώσπου βρέθηκε να στέκεται λίγο πιο κάτω από την καλαμοσκεπή, μοιάζοντας για όλους, εκτός από τις γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάσουν, ότι πατούσε στον αέρα.
Υπήρχε αρκετός κόσμος που την έβλεπε να διαγράφεται στον ήλιο που σηκωνόταν· μια δεύτερη ύφανση έκανε το φως να σχηματίσει ένα τρεμουλιαστό πλέγμα γύρω της. Ο δρόμος γέμισε άνδρες και γυναίκες. Το πλήθος ξεχείλιζε πίσω από τις γωνίες. Όλα τα κατώφλια είχαν γεμίσει, όλα τα παράθυρα, όλες οι στέγες εκτός από εκείνη του ίδιου του Μικρού Πύργου. Ένα μουγκρητό ήχησε που σχεδόν έπνιξε τα λόγια της Ρομάντα, κύματα ζητωκραυγών που εξαπλώθηκαν στο χωριό. Η Εγκουέν χτένισε το πλήθος με το βλέμμα, ψάχνοντας τη Νυνάβε και την Ηλαίην, αλλά δεν μπόρεσε να τις βρει στη θάλασσα των υψωμένων προσώπων. Της φάνηκε ότι πέρασαν αιώνες μέχρι να επικρατήσει ησυχία για να μιλήσει. Η ύφανση που είχε μεταφέρει τη φωνή της Ρομάντα τώρα στράφηκε σ’ αυτήν.
Της είχαν ετοιμάσει το λόγο που θα έλεγε, η Σέριαμ κι οι άλλες, όλο βαρυσήμαντες νουθεσίες που θα μπορούσε να τον απαγγείλει χωρίς να κοκκινίσει αν είχε τα διπλάσια χρόνια απ’ όσα είχε ή, ακόμα καλύτερα, τα τριπλάσια. Είχε κάνει μερικές δικές της αλλαγές. «Συγκεντρωθήκαμε σε μια αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης, που δεν πρόκειται να τελειώσει μέχρι να απομακρυνθεί η ψεύτικη Άμερλιν, η Ελάιντα, από το αξίωμα που σφετερίστηκε». Η μόνη αλλαγή εδώ ήταν που είχε πει «δεν πρόκειται να τελειώσει» αντί για το «δεν μπορεί να τελειώσει», αλλά της φαινόταν έτσι δυνατότερο και καλύτερο. Τόση νουθεσία αρκούσε· εν πάση περιπτώσει, δεν είχε την πρόθεση να μείνει εκεί πάνω μέχρι να επαναλάβει όσα ήθελαν οι άλλες να πει. Στο κάτω-κάτω, όλα συνοψίζονταν σε αυτά που είχε ήδη πει. «Ως Τηρήτρια των Χρονικών, ονομάζω τη Σέριαμ Μπαγιανάρ».
Οι ζητωκραυγές που ακολούθησαν ήταν λιγότερες· στο κάτω-κάτω, η Τηρήτρια δεν ήταν Άμερλιν. Η Εγκουέν έριξε μια ματιά κάτω και περίμενε μέχρι που είδε τη Σέριαμ να βγαίνει τρέχοντας έξω, ανεβάζοντας στους ώμους το επιτραχήλιο της Τηρήτριας, που ήταν γαλάζιο για να δείχνει ότι είχε αναδειχθεί από το Γαλάζιο Άτζα. Είχαν αποφασίσει να μη φτιάξουν αντίγραφο της ράβδου της Άμερλιν με τη χρυσή φλόγα στην κορυφή που έφερε η Τηρήτρια· μέχρι τη στιγμή που θα ξαναέβρισκαν την πραγματική ράβδο από τον Λευκό Πύργο, θα τα έβγαζαν πέρα και χωρίς αυτή. Η Σέριαμ περίμενε ότι θα είχε περισσότερο χρόνο, και κοίταξε την Εγκουέν με απροκάλυπτη αγανάκτηση. Στις σειρές των Καθήμενων, η Ρομάντα κι η Λελαίν δεν φανέρωναν την παραμικρή έκφραση· η καθεμιά τους είχε προτείνει σθεναρά τη δική της Τηρήτρια, και, περιττό να ειπωθεί, στις προτάσεις τους δεν συγκαταλεγόταν η Σέριαμ.
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε στο πλήθος που περίμενε. «Προς τιμήν αυτής της μέρας, κηρύσσω την απαλλαγή όλων των Αποδεχθεισών και των μαθητευόμενων από τιμωρίες κι επιτίμια». Αυτό ίσχυε κατά το έθιμο και προκάλεσε κραυγές χαράς μόνο από τις λευκοντυμένες κοπέλες και λίγες Αποδεχθείσες που ξεχάστηκαν. «Προς τιμήν αυτής της μέρας, κηρύσσω ότι η Τέοντριν Νταμπέι, η Φαολάιν Οράντε, η Νυνάβε αλ’Μεάρα κι η Ηλαίην Τράκαντ από αυτή τη στιγμή ενδύονται το επώμιο, ως πλήρεις αδελφές και Άες Σεντάι». Μια σιωπή όλο απορία απάντησε σ’ αυτό, με κάποια μουρμουρητά εδώ κι εκεί. Αυτό δεν συμφωνούσε καθόλου με το έθιμο· κάθε άλλο. Μα το είχε πει πια, κι ευτυχώς που η Μόρβριν είχε τύχει να αναφέρει την Τέοντριν και τη Φαολάιν. Ήταν ώρα να επιστρέψει σ’ αυτό που της είχαν γράψει. «Κηρύσσω τη σημερινή μέρα, μέρα γιορτής και γλεντιού. Ας μη γίνουν άλλες δουλειές παρά μόνο όσες είναι αναγκαίες για τον εορτασμό. Είθε το Φως να σας φωτίζει όλους, και το χέρι του Δημιουργού να σας προστατεύει». Τα τελευταία λόγια της τα κατάπιε ένας ορυμαγδός που έπνιξε την ύφανση που μετέφερε τη φωνή της. Μερικοί άρχισαν να χορεύουν στο δρόμο την ίδια στιγμή, αν και σχεδόν δεν είχε χώρο να σαλέψουν.
Η εξέδρα του Αέρα χαμήλωσε λιγάκι πιο γρήγορα ίσως απ’ όσο είχε υψωθεί. Οι Καθήμενες την κοίταζαν όταν κατέβηκε, κι η λάμψη του σαϊντάρ άρχισε να σβήνει από πάνω τους σχεδόν πριν πατήσει το πόδι της στο χώμα.
Η Σέριαμ όρμηξε να αρπάξει την Εγκουέν από το μπράτσο, χαμογελώντας προς τις Καθήμενες με τα βλοσυρά πρόσωπα. «Πρέπει να δείξω στην Άμερλιν το γραφείο της. Συγχωρέστε με». Η Εγκουέν δεν θα έλεγε ότι η Σέριαμ την έσυρε μέσα, αλλά και δεν θα έλεγε ότι δεν την είχε σύρει. Δεν φανταζόταν ότι η Σέριαμ θα προσπαθούσε στ’ αλήθεια να την τραβολογήσει, αλλά της φάνηκε προτιμότερο να μαζέψει τα φουστάνια της με το ελεύθερο χέρι και να προχωρήσει με πιο μεγάλες δρασκελιές για να μην μάθει αν ήταν έτσι.
Το γραφείο της, στο πίσω μέρος της αίθουσας αναμονής, αποδείχθηκε πως ήταν κάπως μικρότερο από την κρεβατοκάμαρα της· υπήρχαν δύο παράθυρα, ένα τραπεζάκι για να γράφει με μια καρέκλα με ίσια ράχη πίσω του και δύο άλλες μπροστά. Τίποτα άλλο. Τις γεμάτες τρύπες από τα σκαθάρια επενδύσεις των τοίχων τις είχαν τρίψει με κερί για να γυαλίζουν μουντά, όμως το τραπεζάκι ήταν άδειο. Στο πάτωμα υπήρχε ένα λουλουδάτο χαλί.
«Συγχώρεσέ με αν ήμουν απότομη, Μητέρα», είπε η Σέριαμ, αφήνοντας το μπράτσο της, «αλλά σκέφτηκα ότι πρέπει να μιλήσουμε κατ’ ιδίαν πριν μιλήσεις με κάποια Καθήμενη. Όλες έβαλαν το χεράκι τους για να γραφτεί ο λόγος σου, και—»
«Ξέρω ότι έκανα μερικές αλλαγές», είπε η Εγκουέν με ένα λαμπερό χαμόγελο, «αλλά ένιωσα χαζή έτσι που στεκόμουν εκεί ψηλά με τόσα να πω». Όλες είχαν βάλει ένα χεράκι; Δεν ήταν παράξενο πως ο λόγος θύμιζε στομφώδη γριά που δεν έλεγε να κλείσει το στόμα της. Παραλίγο θα έβαζε τα γέλια. «Εν πάση περιπτώσει, είπα ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, την ουσία του ζητήματος. Η Ελάιντα πρέπει να καθαιρεθεί, και σ’ αυτό θα τις οδηγήσω εγώ».
«Ναι», είπε αργά η Σέριαμ, «αλλά ίσως να υπάρξουν ερωτήσεις για κάποιες από τις άλλες... αλλαγές. Η Τέοντριν κι η Φαολάιν οπωσδήποτε θα γίνουν Άες Σεντάι μόλις ξαναπάρουμε τον πύργο και τη Ράβδο των Όρκων, πιθανότατα κι η Ηλαίην, όμως η Νυνάβε ακόμα δεν μπορεί ούτε κερί να ανάψει αν δεν εκνευριστεί πρώτα».
«Αυτό ακριβώς ήθελα να θέσω», είπε η Ρομάντα, μπαίνοντας χωρίς να χτυπήσει. «Μητέρα», πρόσθεσε, μετά από μια εσκεμμένη παύση. Η Λελαίν έκλεισε την πόρτα πίσω τους, σχεδόν κατάμουτρα στις άλλες Καθήμενες.
«Μου φάνηκε αναγκαίο», είπε η Εγκουέν, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια. «Το σκέφτηκα χθες το βράδυ. Έγινα Άες Σεντάι χωρίς να δοκιμαστώ και χωρίς να δώσω τους Τρεις Όρκους, κι αν ήμουν η μοναδική, τότε θα ήμουν δακτυλοδεικτούμενη. Μαζί με άλλες τέσσερις, δεν θα ξεχωρίζω πια. Τουλάχιστον για τους ανθρώπους εδώ. Η Ελάιντα ίσως προσπαθήσει να το εκμεταλλευτεί όταν το ακούσει, αλλά ο περισσότερος κόσμος ξέρει τόσα λίγα για τις Άες Σεντάι που δεν θα ξέρει τι να πιστέψει. Τη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι άνθρωποι που είναι εδώ. Πρέπει να μου έχουν εμπιστοσύνη».
Αν δεν ήταν Άες Σεντάι, θα έμεναν με το στόμα να χάσκει. Η Ρομάντα μάλιστα φαινόταν ότι είχε καταπιεί τη γλώσσα της.
«Μπορεί να είναι έτσι», άρχισε να λέει με έντονο τόνο η Λελαίν, τινάζοντας το επώμιο της με τα γαλάζια κρόσσια, και μετά σταμάτησε. Ήταν έτσι. Πέραν αυτού, η Έδρα της Άμερλιν είχε αναγορεύσει αυτές τις γυναίκες δημοσίως Άες Σεντάι. Η Αίθουσα ίσως κατόρθωνε να τις κρατήσει στο επίπεδο των Αποδεχθεισών —ή, στην περίπτωση της Τέοντριν και της Φαολάιν, ό,τι ήταν αυτές— όμως η Αίθουσα δεν μπορούσε να σβήσει τις αναμνήσεις κι όλοι θα ήξεραν ότι είχε εναντιωθεί στην Άμερλιν την πρώτη μέρα της. Αυτό θα έκανε θαύματα ως προς το αίσθημα ασφάλειας του κόσμου.
«Ελπίζω, Μητέρα», είπε η Ρομάντα με τεταμένη φωνή, «ότι την επόμενη φορά θα συμβουλευτείς πρώτα την Αίθουσα. Το να τα βάζεις με το έθιμο μπορεί να έχει αναπάντεχες συνέπειες».
«Το να τα βάζεις με το νόμο μπορεί να έχει ατυχείς συνέπειες», είπε ωμά η Λελαίν, προσθέτοντας καθυστερημένα ένα «Μητέρα». Όλα αυτά ήταν βλακείες ή σχεδόν βλακείες. Ήταν αλήθεια ότι οι όροι για να γίνει κάποια Άες Σεντάι ήταν θέμα νόμου, όμως η Άμερλιν μπορούσε να διατάξει σχεδόν ό,τι επιθυμούσε. Πάντως, μια σοφή Άμερλιν δεν ορμούσε σε μάχες με την Αίθουσα όταν μπορούσε να τις αποφύγει.
«Α, μα θα τη συμβουλεύομαι στο μέλλον», τους είπε η Εγκουέν με ειλικρινές ύφος. «Αλλά μου φάνηκε ότι ήταν κάτι σωστό που έπρεπε να γίνει. Σας παρακαλώ, μπορείτε να με συγχωρήσετε τώρα; Πρέπει να μιλήσω με την Τηρήτρια».
Οι δύο γυναίκες σχεδόν άφρισαν. Έκαναν μια αμελητέα γονυκλισία κι οι τυπικότητες του αποχαιρετισμού τους ήταν σωστές όσον αφορά στα λόγια, μα η Ρομάντα τα είχε ξεστομίσει μασημένα κι η Λελαίν κοφτά σαν αιχμή μαχαιριού.
«Καλά το χειρίστηκες αυτό», είπε η Σέριαμ όταν έφυγαν. Φαινόταν ξαφνιασμένη. «Αλλά πρέπει να θυμάσαι ότι η Αίθουσα μπορεί να φέρει προσκόμματα σε κάθε Άμερλιν. Ένας λόγος που είμαι Τηρήτριά σου είναι για να μπορώ να σε συμβουλεύω, και να σε κρατώ σε απόσταση από τέτοια προβλήματα. Θα πρέπει να με ρωτάς για ό,τι διακηρύξεις θέλεις να κάνεις. Κι αν δεν είμαι πρόχειρη, ρώτα τη Μυρέλ και τη Μόρβριν και τις άλλες. Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε, Μητέρα».
«Το καταλαβαίνω, Σέριαμ. Υπόσχομαι να ακούω με προσοχή ό,τι λέτε. Θα ήθελα να δω τη Νυνάβε και την Ηλαίην, αν είναι δυνατόν».
«Νομίζω πως είναι», είπε η Σέριαμ χαμογελαστά, «αν κι ίσως πρέπει να ξεκολλήσω δια της βίας τη Νυνάβε από μια Κίτρινη αδελφή. Η Σιουάν θα έρθει να σου διδάξει την εθιμοτυπία των Άμερλιν —υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθεις— αλλά θα της πω να έρθει λίγο αργότερα».
Η Εγκουέν έμεινε να ατενίζει την πόρτα όταν έφυγε η Σέριαμ. Ύστερα γύρισε και κοίταξε το τραπέζι. Εντελώς άδειο. Δεν υπήρχε ούτε μια αναφορά να διαβάσει, ούτε αρχείο να το μελετήσει. Ούτε καν πένα και μελάνι για να γράψει ένα σημείωμα, πόσο μάλλον μια εξαγγελία. Κι η Σιουάν ερχόταν να της διδάξει εθιμοτυπία.
Όταν ακούστηκε ένα δειλό χτυπηματάκι στην πόρτα, ακόμα στεκόταν εκεί. «Περάστε», είπε, ενώ αναρωτιόταν αν θα ήταν η Σιουάν ή ίσως κάποια υπηρέτρια με μερικά μελοπιτάκια να τσιμπήσει, ήδη κομμένα στις αρμόζουσες μικρές μπουκίτσες.
Η Νυνάβε έχωσε το κεφάλι διστακτικά κι ύστερα η Ηλαίην την έσπρωξε να μπει στο δωμάτιο. Δίπλα-δίπλα, έκαναν τέλειες γονυκλισίες, απλώνοντας τις λευκές φούστες με τις οριζόντιες ρίγες και μουρμουρίζοντας, «Μητέρα».
«Σας παρακαλώ, μην το κάνετε αυτό», είπε η Εγκουέν. Το είπε ή, μάλλον, θρήνησε. «Είστε οι δύο μοναδικές φίλες που έχω, κι αν αρχίσετε...» Μα το Φως, κόντευε να βάλει τα κλάματα!
Η Ηλαίην την έφτασε πρώτη με ελάχιστη διαφορά και την αγκάλιασε με τα δύο χέρια. Η Νυνάβε ήταν βουβή κι έπαιζε νευρικά με ένα λεπτό ασημένιο βραχιόλι, η Ηλαίην όμως όχι. «Είμαστε ακόμα φίλες σου, Εγκουέν, αλλά είσαι η Έδρα της Άμερλιν. Μα το Φως, θυμάσαι που κάποτε σου είχα πει ότι εσύ θα γινόσουν Έδρα της Άμερλιν, ενώ εγώ...» Η Ηλαίην έκανε μια μικρή γκριμάτσα. «Μα τέλος πάντων, τώρα είσαι η Έδρα της Άμερλιν. Δεν μπορούμε να ζυγώσουμε την Άμερλιν και να πούμε, “Βρε Εγκουέν, μήπως με παχαίνει αυτό το φόρεμα;” Δεν θα ήταν σωστό».
«Ναι, θα ήταν», είπε πεισμωμένα η Εγκουέν. «Κατ’ ιδίαν, τέλος πάντων», παραδέχτηκε, μετά από μια στιγμή. «Όταν είμαστε μόνες, θέλω να μου λέτε αν ένα φόρεμα με παχαίνει ή... ή ό,τι άλλο θέλετε». Χαμογελώντας στη Νυνάβε, της τράβηξε μαλακά τη χοντρή πλεξούδα. Η Νυνάβε τινάχτηκε ξαφνιασμένη. «Και θέλω να τραβάς την πλεξούδα σου μπροστά μου όταν θέλεις. Χρειάζομαι κάποια που να είναι φίλη της Εγκουέν και δεν βλέπει συνεχώς αυτό το... αυτό το παλιομάντιλο, αλλιώς θα τρελαθώ. Κι αφού μιλάμε για φορέματα, γιατί τα φοράτε ακόμα αυτά; Νόμιζα ότι θα είχατε αλλάξει».
Η Νυνάβε τότε τράβηξε την πλεξούδα της. «Η Νισάο μου είπε ότι πρέπει να είχε γίνει κάποιο λάθος και με πήρε μαζί της. Είπε ότι δεν θα έχανε τη σειρά της μόνο και μόνο για μια γιορτή». Οι ήχοι της απ’ έξω δυνάμωναν, ένα γενικό βουητό που μόλις διαπερνούσε τους πέτρινους τοίχους και μια υποψία μουσικής.
«Ε, λοιπόν, δεν ήταν λάθος», είπε η Εγκουέν. Η σειρά της Νισάο; Δεν θα ρωτούσε τώρα· η Νυνάβε δεν φαινόταν να το απολαμβάνει, κι η Εγκουέν ήθελε να είναι όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη αυτή η συνάντησή τους. Τραβώντας την καρέκλα που ήταν πίσω από το γραφείο, είδε δύο φουσκωτά κεντημένα μαξιλαράκια και χαμογέλασε. Η Τσέσα. «Θα καθίσουμε εδώ και θα μιλήσουμε και μετά θα σας βοηθήσω να βρούμε τα πιο ωραία φορέματα του Σαλιντάρ. Πείτε μου για τις ανακαλύψεις σας. Τις ανέφερε η Ανάγια, όπως κι η Σέριαμ, αλλά δεν πρόλαβα να τις στριμώξω για να μου πουν λεπτομέρειες».
Σχεδόν σαν άνθρωπος με το είδωλο του, κοντοστάθηκαν εκεί που πήγαιναν να καθίσουν κι αντάλλαξαν ματιές. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ήταν απρόθυμες να μιλήσουν για οτιδήποτε πέρα από το ότι η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει τη Σιουάν και τη Ληάνε —η Νυνάβε επανέλαβε τρεις φορές ότι η Θεραπεία του Λογκαίν είχε συμβεί κατά λάθος— και για τη δουλειά της Ηλαίην με τα τερ’ανγκριάλ. Ήταν αξιοθαύμαστα κατορθώματα, ειδικά της Νυνάβε, αλλά δεν ήταν κάτι για το οποίο μπορούσες να μιλάς για ώρες, κι η Εγκουέν δεν μπορούσε να επαναλαμβάνει άπειρες φορές τι εξαιρετικό ήταν αυτό που είχαν κάνει και πόσο τις ζήλευε. Όταν προσπάθησαν να της δείξουν, η επίδειξη δεν κράτησε πολύ· η Εγκουέν δεν είχε ιδιαίτερη αίσθηση της Θεραπείας, ειδικά σε ένα τόσο πολύπλοκο υφαντό σαν αυτό που είχε υφάνει η Νυνάβε χωρίς να το σκεφτεί, και παρ’ όλο που είχε μια συνάφεια με τα μέταλλα κι είχε αρκετή δύναμη τόσο στη Φωτιά όσο και στη Γη, η Ηλαίην σχεδόν αμέσως ξεπέρασε τις γνώσεις τις Εγκουέν. Φυσικά, εκείνες θέλησαν να μάθουν πώς ήταν η ζωή μεταξύ των Αελιτών. Από το έκπληκτο βλεφάρισμά τους και το σοκαρισμένο γέλιο τους, η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη αν πίστευαν όσα τους έλεγε, και δεν τους τα είπε όλα. Από τους Αελίτες ήταν φυσικό να περάσει η συζήτηση στον Ραντ. Κι οι δύο γυναίκες την κοίταζαν ακίνητες όσο εξιστορούσε πώς είχε συναντηθεί ο Ραντ με τις Άες Σεντάι. Συμφώνησαν ότι έμπαινε σε πιο βαθιά νερά απ’ όσο νόμιζε και χρειαζόταν κάποιον να τον καθοδηγήσει πριν πέσει σε καμία τρύπα. Η Ηλαίην πίστευε ότι η Μιν θα τον βοηθούσε σ’ αυτό, όταν η αντιπροσωπεία έφτανε στο Κάεμλυν —ήταν η πρώτη φορά που η Εγκουέν άκουγε ότι η Μιν ήταν εκεί κι ότι είχε περάσει από το Σαλιντάρ— αν κι η αλήθεια ήταν πως φαινόταν να το λέει με μισή καρδιά. Κι επίσης μουρμούρισε κάτι πραγματικά αλλόκοτο, σαν να ήταν μια αλήθεια που δεν της άρεσε να την ακούει.
«Η Μιν είναι καλύτερη γυναίκα από μένα». Για κάποιο λόγο, η Νυνάβε ένευσε με κατανόηση όταν το άκουσε. «Μακάρι να ήμουν εγώ εκεί», συνέχισε η Ηλαίην με δυνατότερη φωνή. «Εννοώ για να τον καθοδηγήσω». Κοίταξε την Εγκουέν και τη Νυνάβε, ενώ τα μάγουλά της ρόδιζαν. «Ε, και γι’ αυτό». Η Νυνάβε κι η Εγκουέν πάτησαν τόσο δυνατά γέλια που παραλίγο θα έπεφταν από τις καρέκλες τους, κι η Ηλαίην τις μιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
«Υπάρχει κάτι καλό ακόμα που έχω να πω, Ηλαίην», είπε η Εγκουέν ξέπνοα, ενώ ακόμα προσπαθούσε να συνέρθει. Ύστερα συνειδητοποίησε τι ακριβώς θα έλεγε και γιατί. Μα το φως, σε τι παγίδα είχε πέσει, ενώ ακόμα γελούσε! «Λυπάμαι για τη μητέρα σου, Ηλαίην. Δεν ξέρεις πόσο ήθελα να σου προσφέρω τα συλλυπητήριά μου πριν απ’ αυτό». Η Ηλαίην έδειξε να μπερδεύεται, όπως ήταν λογικό. «Το θέμα είναι ότι ο Ραντ σκοπεύει να σου παραχωρήσει τον Θρόνο του Λιονταριού και τον Θρόνο του Ήλιου». Προς έκπληξή της, η Ηλαίην κάθισε με το κορμί πιο στητό.
«Αυτό σκοπεύει, ε;» είπε με ψυχρή, ουδέτερη φωνή. «Σκοπεύει να μου τους παραχωρήσει». Το πηγούνι της υψώθηκε ελαφρώς. «Έχω κάποιες διεκδικήσεις στο Θρόνο του Ήλιου κι αν θελήσω να τις επιδιώξω, θα το κάνω επειδή εγώ έχω το δικαίωμα. Όσο για τον Θρόνο του Ήλιου, ο Ραντ αλ’Θόρ δεν έχει το δικαίωμα —κανένα δικαίωμα!— να μου δώσει αυτό που είναι ήδη δικό μου».
«Είμαι σίγουρος ότι δεν το εννοούσε έτσι», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. Άραγε πώς το εννοούσε; «Σ’ αγαπάει, Ηλαίην. Ξέρω ότι σ’ αγαπάει».
«Μακάρι να ήταν τόσο απλό», μουρμούρισε η Ηλαίην, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
Η Νυνάβε ξεφύσηξε. «Οι άνδρες πάντα λένε ότι δεν το εννοούσαν έτσι. Θαρρείς και μιλούν διαφορετική γλώσσα».
«Όταν τον ξαναπιάσω στα χέρια μου», είπε αποφασισμένα η Ηλαίην, «θα του μάθω να μιλά τη σωστή γλώσσα. Να μου παραχωρήσει!»
Η Εγκουέν με δυσκολία κρατήθηκε για να μην ξαναβάλει τα γέλια. Όταν η Ηλαίην ξανάπιανε στα χέρια της τον Ραντ, το πρώτο μέλημά της θα ήταν όχι να του μάθει τη σωστή γλώσσα αλλά να βρουν καμιά ήσυχη γωνιά. Η κατάσταση θύμιζε τον παλιό καιρό. «Τώρα που είσαι Άες Σεντάι, μπορείς να πας να τον βρεις όποτε θέλεις. Κανείς δεν μπορεί να σε σταματήσει». Οι άλλες δύο αντάλλαξαν μια γοργή ματιά.
«Η Αίθουσα δεν επιτρέπει σε καμία να σηκωθεί και να φύγει έτσι εύκολα», είπε η Νυνάβε. «Αλλά και να μπορούσε να φύγει η Ηλαίην, βρήκαμε κάτι που νομίζω ότι είναι σημαντικότερο».
Η Ηλαίην ένευσε ζωηρά. «Κι εγώ το ίδιο νομίζω. Παραδέχομαι ότι το πρώτο που μου πέρασε από το μυαλό όταν άκουσα ότι εκλέγεσαι Άμερλιν ήταν ότι ίσως τώρα η Νυνάβε κι εγώ θα μπορούσαμε να πάμε να το βρούμε. Το δεύτερο, για την ακρίβεια· στην αρχή μού ήρθε ζάλη από τη χαρά».
Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένη. «Βρήκατε κάτι. Μα τώρα πρέπει να πάτε να το βρείτε». Εκείνες έγειραν μπροστά όπως κάθονταν και της εξήγησαν με ενθουσιασμό, μιλώντας σχεδόν η μια μαζί με την άλλη.
«Το βρήκαμε», είπε η Ηλαίην, «αλλά μονάχα στον Τελ’αράν’ριοντ».
«Χρησιμοποιήσαμε την ανάγκη», πρόσθεσε η Νυνάβε. «Χρειαζόμασταν να βρούμε κάτι».
«Είναι μια γαβάθα», συνέχισε η Ηλαίην, «ένα τερ’ανγκριάλ, και νομίζω ότι είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αλλάξει τον καιρό».
«Μόνο που η γαβάθα βρίσκεται κάπου στο Έμπου Νταρ, σε έναν φριχτό λαβύρινθο από σοκάκια δίχως ταμπέλες ή κάτι άλλο το οποίο να μαρτυρεί πού είναι. Η Αίθουσα έστειλε επιστολή στη Μέριλιλ, αλλά αυτή δεν πρόκειται να το βρει ποτέ».
«Δεν αδειάζει, αφού από την άλλη πασχίζει να πείσει τη Βασίλισσα Τάυλιν ότι ο αληθινός Λευκός Πύργος είναι εδώ».
«Τους είπαμε ότι χρειαζόταν άνδρας για τη διαβίβαση», αναστέναξε η Νυνάβε. «Φυσικά, αυτό έγινε πριν από τον Λογκαίν, αν και δεν νομίζω ότι εκείνες θα τον εμπιστεύονταν».
«Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται άνδρας», είπε η Εγκουέν. «Απλώς θέλαμε να τις κάνουμε να πιστέψουν ότι χρειάζονται τον Ραντ. Δεν ξέρω πόσες γυναίκες χρειάζεται, ίσως έναν ολόκληρο κύκλο των δεκατριών».
«Εγκουέν, η Ηλαίην λέει ότι είναι πολύ ισχυρό. Μπορεί να διορθώσει τον καιρό. Εγώ θα χαιρόμουν και μόνο που θα ξαναρχόταν στα σωστά της η αίσθηση του καιρού που έχω».
«Η γαβάθα μπορεί όντως να διορθώσει τον καιρό, Εγκουέν». Η Ηλαίην αντάλλαξε μια χαρούμενη ματιά με τη Νυνάβε. «Αρκεί να μας στείλεις στο Έμπου Νταρ».
Η Εγκουέν ένιωσε το πάτωμα να κλυδωνίζεται από κάτω της κι έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Θα κάνω ό,τι μπορώ. Ίσως να μην υπάρχουν αντιρρήσεις, τώρα που είστε Άες Σεντάι». Είχε όμως την αίσθηση πως θα υπήρχαν. Της είχε φανεί τόσο τολμηρή κίνηση το ότι τις είχε κάνει Άες Σεντάι, αλλά είχε αρχίσει να πιστεύει πως δεν θα ήταν τόσο απλό.
«Ό,τι μπορείς;» είπε η Ηλαίην χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της. «Είσαι η Έδρα της Άμερλιν, Εγκουέν. Δίνεις μια διαταγή κι οι Άες Σεντάι τρέχουν να υπακούσουν». Της άστραψε ένα γοργό χαμόγελο. «Δοκίμασε με μένα να σου δείξω πώς τρέχω».
Η Εγκουέν έκανε μια γκριμάτσα κι ανασάλεψε στα μαξιλαράκια. «Είμαι η Άμερλιν, αλλά... Ηλαίην, η Σέριαμ δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να επαναφέρει στη μνήμη της μια μαθητευόμενη ονόματι Εγκουέν, που κοίταζε τα πάντα με γουρλωμένα μάτια και που την είχε στείλει να τσαπίσει τους διαδρόμους του Νέου Κήπου επειδή έτρωγε μήλα μετά την ώρα του σιωπητηρίου. Θέλει να με οδηγεί κρατώντας με από το χεράκι ή ίσως σπρώχνοντάς με από το σβέρκο. Η Ρομάντα κι η Λελαίν ήθελαν αμφότερες να γίνουν Άμερλιν, και βλέπουν κι αυτές την ίδια μαθητευόμενη. Θέλουν κι αυτές να μου δείξουν ποια πορεία θα ακολουθήσω, όσο κι η Σέριαμ».
Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια ανήσυχα, αλλά την Ηλαίην την έπιασε μεγάλη αγανάκτηση. «Δεν πρέπει να τους επιτρέψεις να σε... εκφοβίσουν. Είσαι η Άμερλιν. Η Άμερλιν λέει στην Αίθουσα τι να κάνει, όχι το αντίθετο. Πρέπει να ορθώσεις το ανάστημά σου και να τις κάνεις να δουν την Έδρα της Άμερλιν».
Το γέλιο της Εγκουέν είχε μια γεύση πικρίας. Μόλις χθες το βράδυ ήταν τόσο αποφασισμένη να μην επιτρέψει να την εκφοβίσουν; «Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος, Ηλαίην. Βλέπεις, κατάλαβα τελικά γιατί διάλεξαν εμένα. Ένας λόγος είναι ο Ραντ, νομίζω. Ίσως πιστεύουν ότι θα είναι πιο προσηνής αν δει εμένα να φορώ το επιτραχήλιο. Ένας άλλος είναι ακριβώς επειδή θυμούνται εκείνη τη μαθητευόμενη. Μια γυναίκα —όχι· μια κοπελίτσα!— που έχει συνηθίσει να κάνει ό,τι της λένε και δεν θα δυσκολευτούν να την έχουν του χεριού τους». Χάιδεψε το επιτραχήλιο γύρω από το λαιμό της. «Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι τους, επέλεξαν εμένα ως Άμερλιν, κι αφού το έκαναν, σκοπεύω να είμαι η Άμερλιν, αλλά θα πρέπει να προσέχω, τουλάχιστον στην αρχή. Ίσως η Σιουάν να έκανε την Αίθουσα να τινάζεται νευρικά κάθε φορά που εκείνη κατσούφιαζε» —αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ποτέ αλήθεια— «αλλά αν το δοκιμάσω αυτό εγώ, ίσως να γίνω η πρώτη Άμερλιν που καθαιρέθηκε την πρώτη μέρα μετά την εκλογή της».
Η Ηλαίην φαινόταν αποσβολωμένη, όμως η Νυνάβε ένευσε αργά. Ίσως το ότι ήταν η Σοφία κι είχε να κάνει με τον Κύκλο των Γυναικών παλιά στην πατρίδα της της είχε δώσει μια καλύτερη εικόνα τού πώς δούλευαν μαζί η Έδρα της Άμερλιν κι η Αίθουσα του Πύργου απ’ όσο η εκπαίδευση της Ηλαίην για να γίνει Βασίλισσα.
«Ηλαίην, όταν διαδοθεί το νέο κι οι κυβερνήτες μάθουν για μένα, θα μπορέσω να κάνω την Αίθουσα να συνειδητοποιήσει ότι διάλεξαν Άμερλιν, όχι μαριονέτα, αλλά μέχρι να γίνει αυτό, θα μπορούσαν στ’ αλήθεια να μου πάρουν το επιτραχήλιο με την ταχύτητα που μου το έδωσαν. Θέλω να πω ότι αν δεν είμαι στ’ αλήθεια Άμερλιν, δεν θα είναι δύσκολο να με παραμερίσουν. Ίσως να υπάρξουν μερικά μουρμουρητά διαμαρτυρίας, αλλά θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν με ευκολία. Αν άκουγε ποτέ κανείς έξω από το Σαλιντάρ ότι κάποια ονόματι Εγκουέν αλ’Βέρ είχε γίνει Αμερλιν, θα ήταν άλλη μια από τις αλλόκοτες φήμες που κυκλοφορούν για τις Άες Σεντάι».
«Τι θα κάνεις;» τη ρώτησε η Ηλαίην χαμηλόφωνα. «Δεν θα το δεχθείς ταπεινά». Αυτό έκανε την Εγκουέν να χαμογελάσει μ’ όλο της το είναι. Δεν ήταν ερώτηση αλλά ρητή δήλωση ενός γεγονότος.
«Όχι». Είχε ακούσει αρκετά από τα κηρύγματα που έκανε η Μουαραίν στον Ραντ για το Παιχνίδι των Οίκων. Τότε, πίστευε ότι το Παιχνίδι ήταν παράλογο, ότι ήταν ύπουλο ή κάτι χειρότερο. Τώρα έλπιζε ότι θα μπορούσε να θυμηθεί ό,τι είχε ακούσει. Οι Αελίτες πάντα έλεγαν, «Χρησιμοποίησε τα όπλα που έχεις». «Ίσως βοηθήσει το ότι προσπαθούν να μου περάσουν τρία λουριά. Μπορώ να προσποιούμαι ότι με τραβά το ένα ή το άλλο, ανάλογα με το ποιο είναι κοντινότερο σ’ αυτό που θέλω να κάνω. Μια φορά στις τόσες θα μπορώ να κάνω απλώς ό,τι θέλω, όπως έκανα εσάς Άες Σεντάι, αλλά προς το παρόν όχι συχνά». Ίσιωσε τους ώμους της κι αντιγύρισε θαρρετά τα βλέμματά τους. «Θα ήθελα να πω ότι το έκανε επειδή το αξίζατε, μα ο λόγος είναι ότι το έκανα επειδή είστε φίλες μου κι επειδή ελπίζω ότι ως πλήρεις αδελφές μπορείτε να με βοηθήσετε. Δεν ξέρω ποια άλλη να εμπιστευτώ εκτός από σας τις δύο. Θα σας στείλω στο Έμπου Νταρ όσο το συντομότερο μπορέσω, αλλά πριν κι ύστερα απ’ αυτό θα είστε εκείνες με τις οποίες μπορώ να συζητώ τα πράγματα. Ξέρω ότι θα μου πείτε την αλήθεια. Αυτό το ταξίδι στο Έμπου Νταρ ίσως να μην είναι τόσο μακρύ όσο νομίζετε. Έχετε κάνει λογής-λογής ανακαλύψεις, απ’ ό,τι άκουσα, αλλά απ’ όσο καταλαβαίνω, έχω κάνει κι εγώ μια ανακάλυψη».
«Αυτό είναι υπέροχο», είπε η Ηλαίην, όμως φαινόταν αφηρημένη.