Ο Ντεμάντρεντ πάτησε τις μαύρες πλαγιές του Σάγιολ Γκουλ κι η πύλη, μια τρύπα στο υλικό της πραγματικότητας, εξαφανίστηκε ακαριαία. Από πάνω του, γκρίζα κοχλάζοντα σύννεφα έκρυβαν τον ουρανό σαν μια αναποδογυρισμένη θάλασσα από βαριά σταχτιά κύματα που έσκαγαν στην κρυμμένη κορυφή του βουνού. Από κάτω του, παράξενα φώτα άστραφταν στην άγονη κοιλάδα, με ξεθωριασμένα γαλάζια και κόκκινα χρώματα, ανήμπορα να διώξουν τον πηχτό ζόφο που κουκούλωνε την πηγή τους. Οι κεραυνοί υψώνονταν προς τα σύννεφα, ενώ ακούγονταν νωθρά μπουμπουνητά. Σ’ όλη την πλαγιά, ατμοί και καπνοί πετιούνταν από σκόρπιες ρωγμές· μερικά ανοίγματα ήταν μικρά όσο ένα ανθρώπινο χέρι, ενώ άλλα ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσαν να καταπιούν δέκα άνδρες μαζί.
Άψηsε αμέσως τη Μία Δύναμη, και μαζί με τη γλύκα που χάθηκε, χάθηκαν κι οι οξυμένες αισθήσεις που έκαναν τα πάντα να μοιάζουν πιο σαφή, πιο καθαρά. Η απουσία του σαϊντίν άφησε ένα κενό μέσα του, όμως εδώ πέρα μόνο ένας ανόητος θα εμφανιζόταν έτοιμος να διαβιβάσει. Εκτός αυτού, εδώ πέρα μόνο ένας ανόητος θα ήθελε να βλέπει ή να μυρίζει ή να νιώθει πιο καθαρά.
Κάποτε, στην Εποχή των Θρύλων —όπως την αποκαλούσαν τώρα— τούτο το μέρος ήταν ένα ειδυλλιακό νησί σε ένα δροσερό πέλαγος, το αγαπημένο όσων απολάμβαναν τα γραφικά μέρη. Παρά τους ατμούς, τώρα επικρατούσε τσουχτερό κρύο· ο Ντεμάντρεντ δεν άφηνε τον εαυτό του να το νιώσει, όμως το ένστικτό του τον έκανε να τυλιχτεί στον βελούδινο μανδύα του, που ήταν επενδυμένος με γούνα. Μια πουπουλένια ομίχλη τόνιζε τα χνώτα του, η οποία μόλις και γινόταν αντιληπτή πριν τη ρουφήξει ο αέρας. Μερικές εκατοντάδες λεύγες βορειότερα ο κόσμος ήταν όλος από πάγο, όμως το Θακαν’ντάρ ήταν πάντα ξερό σαν έρημος, μολονότι πάντα το αγκάλιαζε ο χειμώνας.
Υπήρχε νερό, κάτι σαν νερό, ένα μελανό, παχύρρευστο ρυάκι που κυλούσε στη βραχώδη πλαγιά πλάι σε ένα σιδηρουργείο με γκρίζα στέγη. Εκεί μέσα ακούγονταν σφυροκοπήματα, και με κάθε κλαγγή ένα λευκό φως έλαμπε στα μικρά παράθυρα. Μια ρακένδυτη γυναίκα ζάρωνε με απόγνωση στον τραχύ πέτρινο τοίχο του σιδηρουργείου, σφίγγοντας ένα μωρό στην αγκαλιά, κι ένα κοκαλιάρικο κοριτσάκι έκρυβε το πρόσωπό του στα φουστάνια της γυναίκας. Αιχμάλωτοι από κάποια επιδρομή στις Μεθόριες, αναμφιβόλως. Μα ήταν τόσο λίγοι· οι Μυρντράαλ θα πρέπει να ήταν εξοργισμένοι. Οι λεπίδες τους χαλούσαν ύστερα από ένα διάστημα κι έπρεπε ν’ αντικατασταθούν, παρ’ όλο που οι επιδρομές στις Μεθόριες είχαν μειωθεί.
Ένας σιδεράς βγήκε έξω, μια χοντροκομμένη, νωθρή ανθρώπινη φιγούρα που έμοιαζε να είναι πελεκημένη από το βουνό. Οι σιδεράδες δεν ήταν πραγματικά ζωντανοί· αν τους πήγαινες μακριά από το Σάγιολ Γκουλ, μετατρέπονταν σε πέτρες ή σε χώμα. Ούτε κι ήταν κανονικοί σιδηρουργοί· δεν έφτιαχναν τίποτα εκτός από τα σπαθιά. Τούτος εδώ στα δυο του χέρια κρατούσε μια λεπίδα σπαθιού με μια μακριά λαβίδα, μια λεπίδα που είχε ήδη περάσει από λουτρό βαφής, πάλλευκη σαν το φεγγαρόλουστο χιόνι. Είτε ζωντανός είτε νεκρός, ο σιδεράς έδειξε μεγάλη προσοχή, καθώς βύθιζε το ακτινοβόλο μέταλλο στο σκοτεινό ποταμάκι. Όποια ομοίωση ζωής διέθετε μπορούσε να λήξει με το άγγιγμα αυτού του νερού. Όταν το μέταλλο ξαναφάνηκε, είχε ένα νεκρικό μαύρο χρώμα. Όμως η κατασκευή του δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο σιδεράς ξαναμπήκε μέσα με συρτό βήμα, και ξαφνικά μια ανδρική φωνή υψώθηκε σε μια απελπισμένη κραυγή.
«Όχι! Όχι! ΟΧΙ!» Ύστερα ο άνδρας ούρλιαξε, ενώ ο ήχος απομακρυνόταν χωρίς να χάνει την έντασή του, σαν να είχαν παρασύρει εκείνον που ούρλιαζε σε μια αφάνταστα μακρινή απόσταση. Τώρα η λεπίδα ήταν έτοιμη.
Γι’ άλλη μια φορά πρόβαλε ένας σιδεράς —ίσως ο ίδιος, ίσως άλλος— και σήκωσε τη γυναίκα όρθια. Η γυναίκα, το μωρό και το παιδί άρχισαν να οδύρονται, αλλά εκείνος πήρε το μωρό και το πέταξε στην αγκαλιά της μικρούλας. Στο τέλος, η γυναίκα βρήκε μέσα της μια σπίθα αντίστασης. Κλαψουρίζοντας, άρχισε να κλωτσά στα τυφλά και πάσχισε να γδάρει με τα νύχια της τον σιδερά. Αυτός δεν της έδωσε μεγαλύτερη σημασία, απ’ όση θα έδινε σε μια πέτρα. Οι κραυγές της γυναίκας χάθηκαν μόλις βρέθηκε μέσα. Τα σφυριά ξανάρχισαν το καμπάνισμά τους, πνίγοντας τους λυγμούς των παιδιών.
Μία λεπίδα είχε ολοκληρωθεί, μια άλλη φτιαχνόταν και δύο ακόμα έπονταν. Ο Ντεμάντρεντ ποτέ δεν είχε δει λιγότερους από πενήντα αιχμαλώτους να περιμένουν για να συνεισφέρουν το ελάχιστο που μπορούσαν στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Οι Μυρντράαλ σίγουρα θα ήταν εξοργισμένοι.
«Χρονοτριβείς ενώ σε έχει καλέσει ο Μέγας Άρχοντας;» Η φωνή ήχησε σαν σάπιο πετσί που τριβόταν και ξεφλούδιζε.
Ο Ντεμάντρεντ γύρισε αργά —πώς τολμούσε ένας Ημιάνθρωπος να του απευθύνεται μ’ αυτό τον τόνο— όμως η απάντηση πνίγηκε στο στόμα του. Δεν έφταιγε το ανόφθαλμο βλέμμα, ούτε το ασπρουλιάρικο πρόσωπο· η ματιά των Μυρντράαλ γεννούσε φόβο, όμως ο Ντεμάντρεντ είχε διώξει από μέσα του τον φόβο εδώ και καιρό. Έφταιγε το ίδιο το μαυροντυμένο πλάσμα. Όλοι οι Μυρντράαλ είχαν το ανάστημα ψηλού άνδρα, ήταν η φιδίσια απομίμηση ενός άνδρα, κι έμοιαζαν μεταξύ τους λες κι είχαν χυθεί στο ίδιο καλούπι. Αυτός εδώ, όμως, ήταν τρία κεφάλια ψηλότερος.
«Θα σε πάω στον Μέγα Άρχοντα», είπε ο Μυρντράαλ. «Είμαι ο Σεϊντάρ Χαράν». Γύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει το βουνό με ευέλικτες κινήσεις, που θύμιζαν ερπετό. Ο μελανός μανδύας του κρεμόταν αφύσικα ασάλευτος, δίχως καν να κυματίζει.
Ο Ντεμάντρεντ δίστασε πριν· τον ακολουθήσει. Τα ονόματα των Ημιανθρώπων ήταν πάντα στη δυσπρόφερτη γλώσσα των Τρόλοκ. Το «Σεϊντάρ Χαράν» προερχόταν από την Παλιά Γλώσσα, όπως την έλεγαν τώρα οι άνθρωποι. Σήμαινε «Χέρι του Σκοταδιού». Ήταν άλλη μια έκπληξη, και του Ντεμάντρεντ δεν του άρεσαν οι εκπλήξεις, ειδικά στο Σάγιολ Γκουλ.
Η είσοδος στο βουνό έμοιαζε με τις υπόλοιπες ρωγμές, μόνο που αυτή δεν έβγαζε ούτε καπνό ούτε ατμούς. Είχε τόσο εύρος, ώστε να χωρούν δύο άνθρωποι δίπλα-δίπλα, όμως ο Μυρντράαλ συνέχισε να προπορεύεται. Ο δρόμος άρχισε σχεδόν αμέσως να κατηφορίζει· το δάπεδο της στοάς από την τριβή είχε γίνει λείο σαν γυαλισμένο πλακάκι. Η παγωνιά χάθηκε καθώς ο Ντεμάντρεντ ακολουθούσε τη φαρδιά πλάτη του Σεϊντάρ Χαράν στα έγκατα του βουνού, παραχωρώντας με βραδύτητα τη θέση της στη ζέστη που δυνάμωνε. Ο Ντεμάντρεντ την αντιλαμβανόταν, αλλά δεν την άφηνε να τον αγγίξει. Ένα αμυδρό φως πήγαζε από τις πέτρες και γέμιζε τη στοά, πιο λαμπερό από το αιώνιο λυκόφως που επικρατούσε έξω. Αιχμηρές στήλες με ανώμαλη επιφάνεια φύτρωναν από την οροφή, πέτρινα δόντια έτοιμα να δαγκώσουν, τα δόντια του Μέγα Άρχοντα που θα ξέσχιζαν τους άπιστους και τους προδότες. Δεν ήταν φυσικοί σταλακτίτες, βεβαίως, όμως έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Ξαφνικά, πρόσεξε κάτι. Κάθε φορά που ο Ντεμάντρεντ έκανε αυτό το ταξίδι, οι στήλες σχεδόν άγγιζαν την κορυφή του κεφαλιού του. Τώρα απείχαν μισό μέτρο από το κεφάλι του Μυρντράαλ. Αυτό τον ξάφνιασε. Όχι το ότι είχε αλλάξει το ύψος της στοάς —εδώ, το παράξενο ήταν φυσιολογικό— αλλά το ότι είχε δοθεί επιπλέον χώρος στον Ημιάνθρωπο. Ο Μέγας Άρχοντας είχε πράγματα να θυμίσει, τόσο στους Μυρντράαλ, όσο και στους ανθρώπους. Αυτός ο επιπλέον χώρος ήταν άλλο ένα γεγονός που έπρεπε να θυμάται.
Ξαφνικά, η στοά κατέληξε σε ένα πλατύ πεζούλι πάνω από μια λίμνη λιωμένης πέτρας, κόκκινη με μαύρες κηλίδες, όπου φλόγες σε ύψος ανθρώπου χόρευαν, έσβηναν και ξαναπετάγονταν. Δεν υπήρχε οροφή, μονάχα μια μεγάλη τρύπα που υψωνόταν μέσα στο βουνό ανεβαίνοντας σ’ έναν ουρανό ο οποίος δεν ήταν εκείνος του Θακαν’ντάρ. Σε σύγκριση μαζί του ο ουρανός του Θακαν’ντάρ έμοιαζε φυσιολογικός, με τα μανιασμένα κορδελωτά σύννεφά του να πετούν σαν να τα παρέσυραν οι πιο δυνατοί άνεμοι που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Αυτό το μέρος οι άνθρωποι το ονόμαζαν Χάσμα του Χαμού, κι ελάχιστοι ήξεραν πόσο εύστοχη ήταν η ονοματοθεσία.
Ακόμα κι ύστερα από τόσες επισκέψεις —η πρώτη ήταν πολύ πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια στο παρελθόν— ο Ντεμάντρεντ ένιωθε δέος. Εδώ ένιωθε το Πηγάδι, την τρύπα που είχαν ανοίξει πριν από τόσον καιρό στο σημείο όπου βρισκόταν φυλακισμένος ο Μέγας Άρχοντας από τη στιγμή της Δημιουργίας. Εδώ η παρουσία του Μεγάλου Άρχοντα τον διαπερνούσε. Από φυσικής πλευράς, αυτό το μέρος δεν ήταν πιο κοντά στο Πηγάδι από κάθε άλλο μέρος του κόσμου, όμως ήταν κάπως πιο λεπτό το Σχήμα κι έτσι μπορούσε να το αισθανθεί.
Ο Ντεμάντρεντ πήρε μια έκφραση, που γι’ αυτόν ήταν ό,τι πιο κοντινό σε χαμόγελο. Τι ανόητοι ήταν όσοι τα έβαζαν με τον Μέγα Άρχοντα. Μπορεί, βέβαια, το Πηγάδι να ήταν ακόμα φραγμένο, αν και πιο αδύναμα από τότε που είχε ξυπνήσει από τον μακρύ ύπνο του κι είχε αποδράσει από τη φυλακή του που ήταν κι αυτή εκεί. Ήταν φραγμένο αλλά μεγαλύτερο από τότε που είχε ξυπνήσει. Δεν ήταν ακόμη τόσο μεγάλο όσο τότε που τον είχαν πετάξει εκεί μέσα μαζί με τους συντρόφους του στο τέλος του Πολέμου της Δύναμης, όμως σε κάθε του επίσκεψη από τότε που είχε ξυπνήσει ήταν λιγάκι πλατύτερο. Σε λίγο η φραγή θα χανόταν κι ο Μέγας Άρχοντας θα αγκάλιαζε ξανά τη γη. Σε λίγο θα ερχόταν η Μέρα του Γυρισμού. Κι ο Ντεμάντρεντ θα κυβερνούσε τον κόσμο παντοτινά. Υπό τον Μέγα Άρχοντα, φυσικά. Και μαζί με τους άλλους Εκλεκτούς που θα επιζούσαν, και πάλι φυσικά.
«Μπορείς να πηγαίνεις τώρα, Ημιάνθρωπε». Δεν ήθελε να δει αυτό το πλάσμα την έκσταση που θα τον κατέκλυζε. Την έκσταση, και τον πόνο.
Ο Σεϊντάρ Χαράν δεν σάλεψε.
Ο Ντεμάντρεντ άνοιξε το στόμα — και μια φωνή ήχησε σαν έκρηξη στο μυαλό του.
ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ.
Αν την έλεγες φωνή, θα ήταν σαν να έλεγες βότσαλο ένα βουνό. Σχεδόν τον έλιωσε μέσα στο κρανίο του· τον γέμισε με αγαλλίαση. Ο Ντεμάντρεντ έπεσε στα γόνατα. Ο Μυρντράαλ στεκόταν παρακολουθώντας αδιάφορα, όμως μόνο ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του πρόσεχε εκείνο το πλάσμα, καθώς αυτή η φωνή γέμιζε το μυαλό του.
ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ. ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;
Ποτέ δεν ήταν βέβαιος πόσα ήξερε ο Μέγας Άρχοντας για τον κόσμο. Τον είχε εκπλήξει κατά καιρούς τόσο η άγνοια όσο κι η γνώση του. Όμως δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το τι ήθελε να μάθει ο Μέγας Άρχοντας.
«Ο Ράχβιν είναι νεκρός, Μέγα Άρχοντα. Σκοτώθηκε χθες». Ένιωσε πόνο. Η υπέρμετρη ευφορία γρήγορα έγινε πόνος. Τα χέρια και τα πόδια του τρεμούλιασαν. Τώρα επίσης ίδρωνε. «Η Λανφίαρ χάθηκε από προσώπου γης, όπως ακριβώς κι ο Ασμόντιαν. Η Γκρένταλ λέει ότι η Μογκέντιεν δεν ήρθε να τη βρει όπως είχαν συμφωνήσει. Κι αυτό έγινε επίσης χθες, Μέγα Άρχοντα. Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις».
ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΦΘΙΝΟΥΝ, ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ. ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ ΛΥΓΙΖΟΥΝ. ΟΣΟΙ ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΟΥΝ ΘΑ ΓΕΥΘΟΥΝ ΤΟΝ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ. Ο ΑΣΜΟΝΤΙΑΝ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΑΡΕΣΥΡΕ Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ. Ο ΡΑΧΒΙΝ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕ Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ. ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΚΑΛΑ, ΟΜΩΣ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟΝ ΣΩΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΙΡΟΦΩΤΙΑ. ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΤΑΘΩ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Για μια στιγμή, ένας φρικτός θυμός πλημμύρισε εκείνη την απαίσια φωνή, και μια — να ήταν άραγε απογοήτευση; Μονάχα για μια στιγμή. ΤΟΝ ΕΞΟΝΤΩΣΕ Ο ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΟΥ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ. ΘΑ ΔΕΧΟΣΟΥΝ ΝΑ ΕΞΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΜΟΙΡΟΦΩΤΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ;
Ο Ντεμάντρεντ δίστασε. Ένας κόμπος ιδρώτα γλίστρησε μισό πόντο στο μάγουλό του· του φάνηκε ότι είχε κάνει μια ώρα για να κυλήσει. Επί έναν χρόνο στον Πόλεμο της Δύναμης, αμφότερες οι πλευρές είχαν χρησιμοποιήσει μοιροφωτιά. Ώσπου είχαν μάθει τις συνέπειες της. Δίχως συμφωνία ή ανακωχή —ποτέ δεν είχε υπάρξει ούτε ανακωχή ούτε έλεος— κάθε πλευρά απλώς σταμάτησε να τη χρησιμοποιεί. Ολόκληρες πόλεις είχαν χαθεί από τη μοιροφωτιά εκείνη τη χρονιά, εκατοντάδες χιλιάδες νήματα είχαν καεί κι είχαν εξαφανιστεί από το Σχήμα· παραλίγο θα καταλυόταν η ίδια η πραγματικότητα, με τον κόσμο και το σύμπαν να εξατμίζονται σαν ομίχλη. Αν εξαπολυόταν άλλη μια φορά η μοιροφωτιά, ίσως να μην απέμενε κόσμος για να τον κυβερνήσεις.
Υπήρχε κάτι ακόμα που τον ενοχλούσε. Ο Μέγας Άρχοντας ήδη γνώριζε πώς είχε πεθάνει ο Ράχβιν. Κι έμοιαζε να ξέρει περισσότερα για τον Ασμόντιαν απ’ όσα ήξερε ο Ντεμάντρεντ. «Πρόσταξε, Μέγα Άρχοντα, κι εγώ θα υπακούσω». Μπορεί οι μύες του να έτρεμαν, η φωνή του όμως ήταν σταθερή, αταλάντευτη. Τα γόνατά του είχαν αρχίσει να γεμίζουν φλύκταινες ακουμπώντας πάνω στον καυτό βράχο, όμως η σάρκα έμοιαζε ν’ ανήκει σε κάποιον άλλο.
ΦΥΣΙΚΆ.
«Μέγα Άρχοντα, ο Δράκοντας μπορεί να εξολοθρευτεί». Ένας νεκρός δεν θα ξανάπιανε μοιροφωτιά, κι ίσως τότε ο Μέγας Άρχοντας να μη την ξαναχρειαζόταν. «Είναι αμαθής κι αδύναμος, σκορπίζει τη προσοχή του σε πλήθος πράγματα. Ο Ράχβιν ήταν ματαιόδοξος και βλάκας. Εγώ·»
ΘΑ ’ΘΕΛΕΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΝΗ’ΜΠΛΙΣ;
Η γλώσσα του Ντεμάντρεντ πάγωσε. Νή’μπλις. Εκείνος που θα στεκόταν μόνο ένα βήμα κάτω από τον Μέγα Άρχοντα, προστάζοντας όλους τους άλλους. «Το μόνο που επιθυμώ είναι να σε υπηρετήσω, Μέγα Άρχοντα, μ’ όποιον τρόπο μπορώ». Νή’μπλις.
ΤΟΤΕ ΑΚΟΥΣΕ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΜΕ. ΑΚΟΥΣΕ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΖΗΣΕΙ.
Ο Ντεμάντρεντ ούρλιαξε όταν η φωνή έσκασε πάνω του. Δάκρυα χαράς κύλησαν στο πρόσωπό του.
Ο Μυρντράαλ, ασάλευτος, τον παρατηρούσε.
«Μην κουνιέσαι». Η Νυνάβε τίναξε τσατισμένη τη μακριά πλεξούδα της πάνω από τον ώμο της. «Δεν κάνουμε δουλειά, αν τινάζεστε σαν παιδάκια που τα έπιασε φαγούρα».
Οι γυναίκες που κάθονταν απέναντι της στο τραπέζι που παλαντζάριζε δεν έμοιαζαν μεγαλύτερες της, αν και την περνούσαν είκοσι χρόνια ή και παραπάνω, και δεν κουνιόνταν, αλλά η ζέστη είχε κάνει τη Νυνάβε νευρική. Το δίχως παράθυρα δωματιάκι φαινόταν πνιγηρό. Ο ιδρώτας έσταζε από πάνω της· εκείνες όμως έδειχναν δροσερές, στεγνές. Η Ληάνε, που φορούσε ένα Ντομανικό φόρεμα από υπερβολικά λεπτό ύψασμα, απλώς σήκωσε τους ώμους· η ψηλή γυναίκα με την μπρούντζινη επιδερμίδα έμοιαζε να διαθέτει απεριόριστα αποθέματα υπομονής. Συνήθως. Η Σιουάν από την άλλη, καστανόξανθη και με στιβαρό κορμί, δεν είχε σχεδόν καθόλου υπομονή.
Τώρα η Σιουάν μούγκρισε και ξανάσιαξε εκνευρισμένη τα φουστάνια της· συνήθως φορούσε απλά ρούχα, όμως εκείνο το πρωί είχε βάλει ένα ωραίο κίτρινο λινό φόρεμα, μ’ έναν Δακρυνά λαβύρινθο κεντημένο γύρω από το ντεκολτέ, το οποίο λίγο ακόμα και θα μπορούσε να είναι τολμηρό. Τα γαλανά μάτια της ήταν ψυχρά σαν νερό από βαθύ πηγάδι. Όσο κρύο θα ήταν το νερό ενός βαθιού πηγαδιού, αν δεν είχε τρελαθεί ο καιρός. Τα φορέματά της μπορεί να είχαν αλλάξει, τα μάτια της όμως όχι. «Όπως και να ’χει, δεν γίνεται», ξέσπασε. Παρόμοιος ήταν κι ο τρόπος ομιλίας της. «Δεν μπορείς να βουλώσεις την τρύπα του σκαριού όταν καίγεται ολόκληρο το καράβι. Αδίκως σπαταλάμε την ώρα μας, αλλά αφού το υποσχέθηκα, ας το κάνουμε. Η Ληάνε κι εγώ έχουμε δουλειές». Οι δύο τους διηύθυναν το δίκτυο των πληροφοριοδοτών των Άες Σεντάι εδώ στο Σαλιντάρ, τους πράκτορες που έστελναν αναφορές και φήμες για το τι συνέβαινε στον κόσμο.
Η Νυνάβε έσιαξε τα φουστάνια της για να ηρεμήσει. Το φόρεμά της ήταν από απλό άσπρο βαμβακερό, με επτά χρωματιστές ρίγες στον ποδόγυρο, μία για κάθε Ατζα. Το φόρεμα μιας Αποδεχθείσας. Την ενοχλούσε περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί. Θα προτιμούσε να είχε βάλει το πράσινο μεταξωτό που είχε αφήσει στις αποσκευές της. Παραδεχόταν με προθυμία ότι είχε μάθει να απολαμβάνει τα καλά ρούχα, τουλάχιστον κατ’ ιδίαν, όμως η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου φορέματος αποσκοπούσε μονάχα στην άνεση —ήταν ψιλό, ελαφρύ— κι όχι επειδή το πράσινο μάλλον ήταν ένα από τα αγαπημένα χρώματα του Λαν. Κάθε άλλο. Αυτό θα ήταν ονειροφαντασίωση του χείριστου είδους. Αν μια Αποδεχθείσα έβαζε κάτι άλλο εκτός από το λευκό φόρεμα με τις ρίγες, γρήγορα θα της μάθαιναν ότι ήταν πολύ κατώτερη από τις Άες Σεντάι. Στυλώθηκε και τα έδιωξε όλα αυτά από τον νου της. Δεν είχε έρθει εδώ για να κατατρίβεται με ασήμαντα πράγματα. Του Λαν του άρεσε και το γαλάζιο επίσης. Όχι!
Ψηλάφισε διακριτικά με τη Μία Δύναμη πρώτα τη Σιουάν κι ύστερα τη Ληάνε. Κατά μία έννοια, δεν διαβίβαζε. Δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε στάλα, αν δεν ήταν θυμωμένη, δεν μπορούσε καν να νιώσει την Αληθινή Πηγή. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το ίδιο. Ψιλά νημάτια του σαϊντάρ, του θηλυκού μισού της Αληθινής Πηγής, ανασάλεψαν ανάμεσα στις δύο γυναίκες, υφασμένα απ’ αυτήν. Απλώς δεν τα δημιουργούσε η ίδια.
Στον αριστερό καρπό της η Νυνάβε φορούσε ένα λεπτό μπρασελέ, ένα απλό αρθρωτό βραχιόλι, φτιαγμένο από ασήμι. Κυρίως από ασήμι, για την ακρίβεια, και με συγκεκριμένη προέλευση, αν κι αυτό δεν έπαιζε ρόλο. Ήταν το μοναδικό κόσμημα που φορούσε εκτός από το δαχτυλίδι με το Μεγάλο Ερπετό· στις Αποδεχθείσες απαγορευόταν αυστηρά να φορούν πολλά κοσμήματα. Ένα ασορτί περιδέραιο κουλουριαζόταν σφιχτά στον λαιμό της τέταρτης γυναίκας, η οποία καθόταν σε ένα σκαμνί δίπλα στον επενδυμένο με γύψο τοίχο, έχοντας σταυρωμένα τα χέρια στα γόνατά της. Φορούσε φόρεμα αγρότισσας από τραχύ καφέ μαλλί, είχε το κουρασμένο, αδρό πρόσωπο αγρότισσας, και δεν ίδρωνε ούτε κόμπο. Ούτε και σάλευε καθόλου, όμως τα μαύρα μάτια της παρακολουθούσαν τα πάντα. Το βλέμμα της Νυνάβε αποκάλυπτε ότι τη γυναίκα την περιέβαλλε η ακτινοβολία του σαϊντάρ, όμως η ίδια η Νυνάβε ήταν εκείνη που κατηύθυνε τη διαβίβαση. Το βραχιόλι και το περιδέραιο δημιουργούσαν έναν σύνδεσμο μεταξύ τους, κάτι που έμοιαζε αρκετά με τον τρόπο που συνδέονταν μεταξύ τους οι Άες Σεντάι για να συνδυάσουν τη δύναμή τους. Αυτό κάτι είχε να κάνει με «απολύτως πανομοιότυπες μήτρες αναφοράς», σύμφωνα με την Ηλαίην, όμως από κει και μετά η εξήγηση γινόταν πραγματικά ακατάληπτη. Κατά τη γνώμη της Νυνάβε, πάντως, η Ηλαίην δεν καταλάβαινε έστω και τα μισά απ’ όσα προσποιόταν ότι καταλάβαινε. Η Νυνάβε προσωπικά δεν καταλάβαινε τίποτα, απλώς ένιωθε κάθε συναίσθημα της άλλης γυναίκας, ένιωθε την ίδια τη γυναίκα, χωμένη όμως σε μια γωνίτσα του μυαλού της, κι επίσης είχε υπό τον έλεγχό της το σαϊντάρ που έπιανε η άλλη. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερο αν η γυναίκα στο σκαμνί είχε πεθάνει. Σίγουρα θα ήταν πιο απλά τα πράγματα. Πιο καθαρά.
«Υπάρχει κάτι σχισμένο ή κομμένο», μουρμούρισε η Νυνάβε, σκουπίζοντας αφηρημένα τον ιδρώτα του προσώπου της. Ήταν μια αόριστη εντύπωση, απειροελάχιστη, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είχε νιώσει κάτι άλλο εκτός από την αδειανοσύνη. Μπορεί να ήταν η φαντασία της, η απελπισμένη επιθυμία της να βρει κάτι, οτιδήποτε.
«Αποκοπή», είπε η γυναίκα στο σκαμνί. «Έτσι το έλεγαν, πριν το ονομάσετε σιγάνεμα για τις γυναίκες κι ειρήνεμα για τους άνδρες».
Τρία κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της· τρία ζευγάρια μάτια την αγριοκοίταξαν με οργή. Η Σιουάν κι η Ληάνε ήταν Άες Σεντάι, ώσπου τις είχαν σιγανέψει στο πραξικόπημα του Λευκού Πύργου, με το οποίο η Ελάιντα είχε γίνει Έδρα της Άμερλιν. Σιγάνεμα. Μια λέξη που έφερνε ρίγος. Δεν θα διαβίβαζαν ποτέ ξανά. Αλλά πάντα θα θυμούνταν και πάντα θα ήξεραν την απώλεια. Πάντα θα ένιωθαν την Αληθινή Πηγή και θα ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν να την ξαναγγίξουν ποτέ. Το σιγάνεμα, όπως ο θάνατος, δεν Θεραπευόταν.
Τουλάχιστον έτσι πίστευαν όλοι, όμως η Νυνάβε είχε την άποψη ότι η Μία Δύναμη μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα εκτός από τον θάνατο. «Αν έχεις να συνεισφέρεις κάτι χρήσιμο, Μάριγκαν», την αποπήρε, «τότε πες το. Αν όχι, κλείσε το στόμα σου».
Η Μάριγκαν ζάρωσε πάλι στον τοίχο, με μάτια που έλαμπαν κι ήταν στυλωμένα στη Νυνάβε. Το βραχιόλι της μετέφερε φόβο και μίσος, αλλά βέβαια πάντα αυτό έδειχνε, άλλοτε λίγο κι άλλοτε πολύ. Οι αιχμάλωτοι σπανίως αγαπούσαν τους δεσμοφύλακές τους, ακόμα κι όταν ήξεραν —ειδικά τότε, ίσως— ότι τους άξιζε η αιχμαλωσία και κάτι ακόμα χειρότερο. Το πρόβλημα ήταν ότι η Μάριγκαν έλεγε επίσης ότι η αποκοπή —το σιγάνεμα— δεν Θεραπευόταν. Όλο κόμπαζε, βέβαια, ότι στην Εποχή των Θρύλων μπορούσες να Θεραπεύσεις τα πάντα εκτός από τον θάνατο, ότι αυτό που τώρα το Κίτρινο Άτζα αποκαλούσε Θεραπεία ήταν απλώς πρόχειρα γιατροσόφια για το πεδίο της μάχης. Αλλά όταν προσπαθούσες να μιλήσει πιο συγκεκριμένα, να κάνει έστω και μια νύξη για τον τρόπο, δεν έβγαζες τίποτα. Η Μάριγκαν ήξερε για τη Θεραπεία όσα η Νυνάβε ήξερε για τη δουλειά των σιδηρουργών, δηλαδή ότι έβαζες μέταλλο σε αναμμένα κάρβουνα και το χτυπούσες με σφυρί. Αυτό, φυσικά, δεν αρκούσε για να κατασκευάσεις ένα πέταλο. Ή για να Θεραπεύσεις κάτι χειρότερο από μελανιά.
Στρίβοντας στην καρέκλα της, η Νυνάβε κοίταξε εξεταστικά τη Σιουάν και τη Ληάνε. Είχαν περάσει μέρες έτσι, κάθε φορά που μπορούσε να τις πάρει από τις άλλες δουλειές τους, κι ως τώρα δεν είχε μάθει τίποτα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι στριφογυρνούσε το βραχιόλι στον καρπό της. Όποιο κι αν ήταν το όφελος, σιχαινόταν να είναι συνδεμένη μ’ αυτή τη γυναίκα. Η αίσθηση οικειότητας της προκαλούσε αηδία. Τουλάχιστον προσπάθησα να μάθω κάτι, σκέφτηκε. Κι αποκλείεται να ήταν χειρότερο από τις άλλες αποτυχίες.
Έλυσε με προσοχή το βραχιόλι —ήταν αδύνατο να βρεις την αγκράφα αν δεν ήξερες πώς— και το έδωσε στη Σιουάν. «Φόρεσέ το». Ήταν πικρό να χάνεις τη Δύναμη, αλλά έπρεπε να το κάνει. Το ότι έχανε τα κύματα εκείνων των συναισθημάτων ήταν σαν να είχε κάνει μπάνιο. Η Μάριγκαν με το βλέμμα ακολούθησε το κοντό ασημένιο λουρί σαν να ήταν υπνωτισμένη.
«Γιατί;» ζήτησε να μάθει η Σιουάν. «Μου είπες ότι αυτό το πράγμα δουλεύει μόνο σε—»
«Φόρεσε το που σου λέω, Σιουάν».
Η Σιουάν την κοίταξε πεισματικά για μια στιγμή —Μα το Φως, ώρες-ώρες αυτή η γυναίκα ήταν αγύριστο κεφάλι!— πριν κλείσει το βραχιόλι στον καρπό της. Αμέσως μια αίσθηση θαυμασμού ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της, και τα μάτια της στένεψαν καθώς κοίταζαν τη Μάριγκαν. «Μας μισεί, όμως αυτό το γνώριζα ήδη. Υπάρχει επίσης φόβος, και... σοκ. Η έκφραση της δείχνει αταραξία, όμως είναι σοκαρισμένη βαθιά μέσα της. Δεν νομίζω πως πίστευε ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτό το πράγμα».
Η Μάριγκαν ανασάλεψε ανήσυχα. Μέχρι τώρα, απ’ όσες ήξεραν γι’ αυτήν, μόνο δύο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το βραχιόλι. Αν ήταν τέσσερις, θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες για να την ανακρίνουν. Επιφανειακά, έδειχνε να συνεργάζεται πλήρως, άραγε όμως πόσα πράγματα έκρυβε; Όσο περισσότερα μπορούσε· η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
Η Σιουάν αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Και να που δεν μπορώ. Θα έπρεπε να μπορώ να αγγίξω την Πηγή μέσω αυτής, σωστά; Ε, δεν μπορώ. Πιο εύκολο θα ήταν για ένα ψάρι γκράντερ να σκαρφαλώσει σε δένδρο. Με γαλήνεψαν, μια για πάντα. Πώς το βγάζω τώρα;» Ψαχούλεψε το βραχιόλι. «Πώς το βγάζω το άτιμο;»
Η Νυνάβε άγγιξε απαλά το χέρι της Σιουάν πάνω από το βραχιόλι. «Δεν καταλαβαίνεις; Το βραχιόλι δεν λειτουργεί για τις γυναίκες που δεν μπορούν να διαβιβάσουν, όπως δεν επιδρά πάνω της ούτε το περιδέραιο. Αν βάλω καμία από τις μαγείρισσες να τα δοκιμάσουν, πάνω τους θα είναι απλώς ωραία κοσμήματα».
«Άσε τις μαγείρισσες τώρα», είπε κοφτά η Σιουάν. «Δεν μπορώ να διαβιβάσω. Με γαλήνεψαν».
«Αλλά υπάρχει κάτι που μπορεί να Θεραπευθεί», επέμεινε η Νυνάβε, «αλλιώς δεν θα ένιωθες τίποτα μέσω του βραχιολιού».
Η Σιουάν τράβηξε το χέρι της κι άπλωσε τον καρπό της. «Βγάλ’ το».
Η Νυνάβε υπάκουσε, κουνώντας το κεφάλι. Κάποιες φορές η Σιουάν ήταν ξεροκέφαλη σαν άνδρας!
Όταν έτεινε το βραχιόλι στη Ληάνε, η Ντομανή σήκωσε πρόθυμα τον καρπό της. Η Ληάνε έκανε πως ήταν αδιάφορη όσο κι η Σιουάν για το ότι είχε σιγανευτεί —όσο αδιάφορη προσποιούταν η Σιουάν πως ήταν— αλλά δεν ήταν πάντα πειστική. Υποτίθεται πως ο μόνος τρόπος ώστε να επιζήσεις για καιρό από το σιγάνεμα ήταν να βρεις κάτι άλλο για να γεμίσεις τη ζωή σου, για να γεμίσεις το κενό που είχε αφήσει η Μία Δύναμη. Η Σιουάν κι η Ληάνε είχαν βρει κάτι: διηύθυναν τα δίκτυα των πρακτόρων και, το σημαντικότερο, προσπαθούσαν να πείσουν τις Άες Σεντάι που ήταν εδώ, στο Σαλιντάρ να υποστηρίξουν τον Ραντ αλ’Θόρ ως τον Αναγεννημένο Δράκοντα δίχως αυτές να καταλάβουν τι ήταν αυτό που έκαναν.
«Α, ναι». Η Ληάνε είχε έναν ζωηρό, κοφτό τρόπο να μιλά. Εκτός απ’ όταν μιλούσε σε άνδρα· ήταν Ντομανή στο κάτω-κάτω, και το τελευταίο διάστημα προσπαθούσε να αναπληρώσει τον χρόνο που είχε χάσει όσο βρισκόταν στον Πύργο. «Ναι, είναι πράγματι αιφνιδιασμένη, ε; Τώρα, όμως, αρχίζει και συγκρατείται». Κάθισε υπομονετικά μερικές στιγμές, μελετώντας τη γυναίκα στο σκαμνάκι. Η Μάριγκαν τής ανταπέδωσε επιφυλακτικά το βλέμμα. Στο τέλος, η Ληάνε σήκωσε τους ώμους. «Ούτε εγώ μπορώ ν’ αγγίξω την Πηγή. Και προσπάθησα να την κάνω να νιώσει το δάγκωμα ενός ψύλλου στον αστράγαλο. Αν είχα πετύχει, κάτι θα είχε δείξει η έκφρασή της». Αυτή ήταν άλλη μια δυνατότητα του βραχιολιού· μπορούσες να κάνεις τη γυναίκα που φορούσε το περιδέραιο να νιώσει σωματικές αισθήσεις. Μόνο τις αισθήσεις —δεν υπήρχε κανένα σημάδι, ό,τι κι αν έκανες, η παραμικρή ζημιά— αλλά η αίσθηση ενός γερού δαρσίματος με βέργα ήταν αρκετή για να πείσει τη Μάριγκαν ότι το καλύτερο γι’ αυτήν θα ήταν να δείξει πνεύμα συνεργασίας. Σε συνδυασμό με την εναλλακτική επιλογή, μια γρήγορη δίκη που θα κατέληγε στην εκτέλεσή της.
Παρά την αποτυχία της, η Ληάνε παρακολουθούσε με προσοχή τη Νυνάβε να ανοίγει το βραχιόλι και να το ξαναδένει στον καρπό της. Αυτή τουλάχιστον δεν είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα ότι κάποια μέρα θα διαβίβαζε ξανά.
Ήταν υπέροχο που ξανάβρισκε τη Δύναμη. Όχι τόσο υπέροχο όσο το να τραβά το σαϊντάρ μέσα της, να το νιώθει να τη γεμίζει, αλλά και μόνο που είχε αγγίξει την Πηγή μέσω της άλλης γυναίκας ήταν σαν να διπλασίαζε τη ζωή στις φλέβες της. Όταν κρατούσες το σαϊντάρ μέσα σου, σου ερχόταν να γελάσεις και να χορέψεις από μια απέραντη χαρά. Υπέθετε ότι κάποια μέρα θα το συνήθιζε· οι πλήρεις Άες Σεντάι το συνήθιζαν. Σε αντιστάθμισμα γι’ αυτό, ήταν μικρό το τίμημα που πλήρωνε αγγίζοντας τη Μάριγκαν. «Τώρα που ξέρουμε ότι υπάρχει η πιθανότητα», είπε, «νομίζω πως—»
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο κι η Νυνάβε πετάχτηκε όρθια πριν το καταλάβει. Ούτε που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη· θα είχε τσιρίξει, αν ο λαιμός της δεν ήταν σφιγμένος. Δεν ήταν η μόνη, αλλά δεν έδωσε μεγάλη προσοχή στη Σιουάν και στη Ληάνε, που κι αυτές είχαν σηκωθεί αμέσως. Ο φόβος που την πλημμύρισε μέσω του βραχιολιού έμοιαζε να απηχεί τον δικό της.
Η νεαρή που έκλεισε πίσω της την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη πόρτα δεν πρόσεξε την αναστάτωση που είχε προκαλέσει. Ήταν ψηλή και καμαρωτή, φορούσε το λευκό φόρεμα Αποδεχθείσας με τις χρωματιστές ρίγες, οι ηλιόξανθες μπούκλες της χύνονταν στους ώμους της, κι έδειχνε έξω φρενών. Παρ’ όλο που ήταν κάθιδρη και το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο από τον θυμό, κι έτσι ακόμα κατάφερνε να δείχνει πανέμορφη· ήταν ένα χαρακτηριστικό της Ηλαίην. «Ξέρεις τι κάνουν; Θα στείλουν αντιπροσωπεία στο... στο Κάεμλυν! Και δεν μου επιτρέπουν να πάω! Η Σέριαμ μου απαγόρευσε να το αναφέρω ξανά. Μου απαγόρευσε ακόμα και να μιλάω γι’ αυτό!»
«Δεν έχεις μάθει να χτυπάς πριν μπεις, Ηλαίην;» Η Νυνάβε ίσιωσε την καρέκλα της και ξανακάθισε. Για την ακρίβεια, έπεσε· τα γόνατά της είχαν λυγίσει από την ανακούφιση. «Νόμιζα ότι ήσουν η Σέριαμ». Και μόνο η σκέψη ότι θα τις ανακάλυπταν έφερνε μια παγωνιά μέσα της.
Προς τιμήν της, η Ηλαίην κοκκίνισε και ζήτησε αμέσως συγγνώμη. Κι ύστερα το χάλασε προσθέτοντας, «Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο νευρική. Η Μπιργκίτε είναι ακόμα έξω και ξέρεις καλά πως θα σε προειδοποιούσε αν πλησίαζε κάποια άλλη. Νυνάβε, πρέπει να με αφήσουν να πάω».
«Δεν υπάρχουν “πρέπει”», είπε στρυφνά η Σιουάν. Τόσο αυτή όσο κι η Ληάνε είχαν καθίσει ξανά. Η Σιουάν καθόταν με το κορμί στητό, όπως πάντα, όμως η Ληάνε είχε σωριαστεί πίσω, με το κορμί αδύναμο σαν τα γόνατα της Νυνάβε. Η Μάριγκαν έγερνε στον τοίχο, βαριανασαίνοντας, με τα μάτια κλεισμένα και τα χέρια να πιέζουν τον γύψο. Το βραχιόλι έφερνε εναλλάξ τις σουβλιές της ανακούφισης και του έντονου τρόμου.
«Μα—»
Η Σιουάν δεν άφησε την Ηλαίην να ξεστομίσει άλλη λέξη. «Νομίζεις ότι η Σέριαμ, ή κάποια από τις υπόλοιπες, θα αφήσουν την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ να πέσει στα χέρια του Αναγεννημένου Δράκοντα; Τώρα που η μητέρα σου είναι νεκρή·»
«Δεν το πιστεύω αυτό!» την έκοψε η Ηλαίην.
«Δεν πιστεύεις ότι τη σκότωσε ο Ραντ», συνέχισε ανελέητα η Σιουάν, «κι αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Ούτε κι εγώ το πιστεύω. Αλλά αν ζούσε η Μοργκέις, θα εμφανιζόταν και θα τον αναγνώριζε ως Αναγεννημένο Δράκοντα. Ή αλλιώς, αν τον θεωρούσε ψεύτικο Δράκοντα σε πείσμα των αποδείξεων, θα οργάνωνε αντίσταση. Οι πληροφοριοδότες μου δεν έχουν ακούσει τον παραμικρό ψίθυρο, ούτε για το μεν ούτε για το δε. Όχι μόνο στο Άντορ, αλλά ούτε εδώ στην Αλτάρα, ούτε και στο Μουράντυ».
«Πώς δεν άκουσαν», επέμεινε η Ηλαίην. «Έχει ξεσπάσει εξέγερση στα δυτικά».
«Εναντίον της Μοργκέις. Εναντίον. Αν δεν είναι κι αυτή φήμη». Η φωνή της Σιουάν ήταν ατάραχη σαν ήρεμη λίμνη. «Η μητέρα σου είναι νεκρή, κοπέλα μου. Το καλύτερο θα ήταν να το παραδεχτείς, να την κλάψεις και να τελειώνεις».
Η Ηλαίην ύψωσε το πηγούνι της, μια εκνευριστική συνήθειά της· ήταν η προσωποποίηση μιας παγερής αλαζονείας, αν και οι περισσότεροι άνδρες για κάποιο λόγο το έβρισκαν ελκυστικό. «Συνεχώς παραπονιέσαι που αργεί πολύ η επικοινωνία με τους πράκτορές σου», είπε ψυχρά, «αλλά εγώ αφήνω προς στιγμήν το αν έχεις μάθει όσα θα έπρεπε να έχεις μάθει. Είτε ζει η μητέρα μου είτε όχι, η δική μου θέση τώρα είναι στο Κάεμλυν. Είμαι η Κόρη-Διάδοχος».
Η Σιουάν ξεφύσηξε δυνατά, κάνοντας τη Νυνάβε να πεταχτεί από τη θέση της. «Είσαι αρκετό καιρό Αποδεχθείσα και ξέρεις ότι δεν είναι έτσι». Η Ηλαίην είχε τέτοιες δυνατότητες που δεν είχαν φανεί εδώ και χίλια χρόνια. Όχι όσες η Νυνάβε, αν ποτέ εκείνη μάθαινε να διαβιβάζει κατά βούληση, αλλά τα μάτια των Άες Σεντάι φωτίζονταν όταν το μάθαιναν. Η Ηλαίην σούφρωσε τη μύτη της —ήξερε καλά ότι ακόμα κι αν ήταν ήδη στον Θρόνο του Λιονταριού, οι Άες Σεντάι θα την είχαν πάρει για να την εκπαιδεύσουν, είτε ζητώντας την αν μπορούσαν, είτε κρύβοντάς τη σε ένα βαρέλι αν αναγκάζονταν— κι άνοιξε το στόμα, όμως η Σιουάν δεν έκοψε τη φόρα της. «Είναι αλήθεια ότι θα προτιμούσαν να ανέβεις στο θρόνο όσο το δυνατόν νωρίτερα· έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαν Βασίλισσα να είναι απροκάλυπτα μέλος των Άες Σεντάι. Αλλά δεν θα σε αφήσουν να φύγεις αν δεν είσαι πλήρης αδελφή, όμως, επειδή είσαι όντως η Κόρη-Διάδοχος και σύντομα θα γίνεις Βασίλισσα, ακόμα και τότε δεν θα σου επιτρέψουν να πλησιάσεις τον Αναγεννημένο Δράκοντα αν δεν ξέρουν ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν. Ειδικά μετά από αυτή την... αμνηστία που ανήγγειλε». Το στόμα της στράβωσε ξυνά καθώς πρόφερε αυτή τη λέξη κι η Ληάνε έκανε έναν μορφασμό.
Κι η Νυνάβε επίσης ένιωσε μια αναγούλα στη γλώσσα. Την είχαν αναθρέψει έτσι ώστε να φοβάται τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν· η μοίρα τους ήταν να τρελαθούν, και, πριν τους σκοτώσει με φρικτό τρόπο το μιασμένο από τη Σκιά μισό της Δύναμης, έφερναν τον τρόμο σε όλους γύρω τους. Όμως ο Ραντ, που είχε μεγαλώσει μαζί της, ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, που είχε γεννηθεί τόσο ως σημάδι ότι έφτανε η Τελευταία Μάχη αλλά και για να πολεμήσει τον Σκοτεινό σ’ αυτή τη μάχη. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας· η μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας — και μάλιστα άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει. Και το χειρότερο ήταν ότι σύμφωνα με τις αναφορές, προσπαθούσε να συγκεντρώσει γύρω του κι άλλους σαν κι αυτόν. Φυσικά, δεν μπορεί να υπήρχαν πολλοί. Όλες οι Άες Σεντάι κυνηγούσαν αυτούς τους άνδρες —για το Κόκκινο Άτζα ήταν σχεδόν η μόνη δουλειά του— όμως έβρισκαν ελάχιστους, πολύ λιγότερους απ’ όσους έβρισκαν κάποτε, σύμφωνα με τα αρχεία.
Η Ηλαίην όμως δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τον αγώνα. Ήταν το μόνο που άξιζε να θαυμάσεις πάνω της· δεν θα τα παρατούσε ακόμα κι αν το κεφάλι της ήταν σκυμμένο στο ξύλο με τον πέλεκυ του δήμιου να κατεβαίνει. Στεκόταν εκεί με το πηγούνι υψωμένο, αντιγυρίζοντας το βλέμμα της Σιουάν, κάτι που η Νυνάβε συχνά δυσκολευόταν να κάνει. «Υπάρχουν δύο συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να πάω. Πρώτον, ασχέτως του τι έχει συμβεί στη μητέρα μου, το θέμα είναι ότι έχει εξαφανιστεί, κι ως Κόρη-Διάδοχος μπορώ να καθησυχάσω το λαό και να τον διαβεβαιώσω ότι η διαδοχή του θρόνου θα είναι απρόσκοπτη. Δεύτερον, μπορώ να πλησιάσω τον Ραντ. Με εμπιστεύεται. Θα ήμουν καλύτερη γι’ αυτό το σκοπό από κάθε άλλη αδελφή που θα επιλέξει η Αίθουσα».
Οι Άες Σεντάι εδώ στο Σαλιντάρ είχαν εκλέξει δική τους Αίθουσα του Πύργου, ουσιαστικά μια εξόριστη Αίθουσα. Υποτίθεται ότι διαβουλεύονταν για την επιλογή της νέας Έδρας της Άμερλιν, τη νόμιμη Άμερλιν που θα αμφισβητούσε τη θέση της Ελάιντα στην Έδρα και στον Πύργο, όμως η Νυνάβε δεν είχε δει να πολυασχολούνται μ’ αυτό.
«Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σου που θυσιάζεσαι, παιδί μου», είπε ξερά η Ληάνε. Η έκφραση της Ηλαίην δεν άλλαξε, το πρόσωπό της όμως κοκκίνισε σαν παντζάρι· ήταν κάτι που γνώριζαν ελάχιστοι έξω απ’ αυτό το δωμάτιο, και που το αγνοούσαν οι Άες Σεντάι, όμως η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι το πρώτο πράγμα που θα έκανε η Ηλαίην στο Κάεμλυν θα ήταν να ξεμοναχιάσει τον Ραντ και να τον πνίξει στα φιλιά. «Τώρα που η μητέρα σου... έχει χαθεί... αν ο Ραντ αλ’Θόρ έχει στα χέρια του εσένα και το Κάεμλυν, αυτό σημαίνει ότι έχει το Άντορ, κι η Αίθουσα, όσο περνά από τις δυνάμεις της, δεν θα του επιτρέψει να κατακτήσει μεγαλύτερο τμήμα του Άντορ, ούτε κι άλλες περιοχές. Ο Ραντ έχει στο τσεπάκι του το Δάκρυ και την Καιρχίν, και τους Αελίτες, όπως φαίνεται. Αν προσθέσεις το Άντορ, τότε το Μουράντυ κι η Αλτάρα —με μας μαζί— θα πέσουν αν κάνει την παραμικρή κίνηση. Γίνεται εξαιρετικά ισχυρός, με ταχύτατο ρυθμό. Ίσως να κρίνει ότι δεν μας χρειάζεται πια. Τώρα που η Μουαραίν είναι νεκρή, δεν έχουμε κοντά του κανένα άτομο της εμπιστοσύνης μας».
Η Νυνάβε μόρφασε όταν το άκουσε αυτό. Η Μουαραίν ήταν η Άες Σεντάι που είχε πάρει την ίδια και τον Ραντ από τους Δύο Ποταμούς κι είχε αλλάξει έτσι τη ζωή τους. Είχε πάρει από κει την ίδια και τον Ραντ και την Εγκουέν και τον Ματ και τον Πέριν. Η Νυνάβε εδώ και πολύ καιρό ήθελε να την κάνει να πληρώσει γι’ αυτό, και τώρα που την είχε χάσει ήταν σαν να έχανε ένα κομμάτι του εαυτού της. Όμως η Μουαραίν είχε πεθάνει στην Καιρχίν, παίρνοντας μαζί της τη Λανφίαρ· είχε γίνει σχεδόν θρύλος για τις Άες Σεντάι εδώ πέρα: καμία Άες Σεντάι δεν είχε σκοτώσει ποτέ Αποδιωγμένο, κι αυτή είχε σκοτώσει δύο. Το μόνο καλό που είχε βγει απ’ αυτή την ιστορία —κι η Νυνάβε ντρεπόταν που έβρισκε κάτι καλό σ’ αυτό— ήταν που τώρα ο Λαν είχε αποδεσμευθεί από Πρόμαχος της Μουαραίν. Μακάρι μόνο να τον έβρισκε κάποτε.
Η Σιουάν άρχισε να μιλά αμέσως μόλις έπαψε η Ληάνε. «Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε το αγόρι να σαλπάρει χωρίς καθοδήγηση. Ποιος ξέρει τι άραγε μπορεί να κάνει; Ναι, ναι, ξέρω ότι θες να τον υπερασπιστείς, αλλά δεν θέλω να τ’ ακούσω. Προσπαθώ να ισορροπήσω ένα ζωντανό ψάρι ασημόκαρφο στη μύτη, κορίτσι μου. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να γίνει υπερβολικά ισχυρός πριν μας αποδεχθεί, αλλά όμως δεν τολμούμε να τον συγκρατήσουμε πιο πολύ απ’ όσο πρέπει. Κι εγώ προσπαθώ να πείσω τη Σέριαμ και τις άλλες ότι θα πρέπει να τον υποστηρίξουν, ενώ οι μισές Άες Σεντάι της Αίθουσας κρυφά δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση μαζί του κι οι άλλες μισές στα φυλλοκάρδια τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε να ειρηνευτεί κι ας είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Εν πάση περιπτώσει, όποια κι αν είναι τα επιχειρήματά σου, σου συνιστώ να ακούσεις τη Σέριαμ. Δεν θα τους αλλάξεις γνώμη, κι η Τιάνα δεν έχει εδώ αρκετές μαθητευόμενες που να της απασχολούν το χρόνο της».
Το πρόσωπο της Ηλαίην σφίχτηκε από θυμό. Η Τιάνα Νοσέλ, μια Γκρίζα αδελφή, ήταν η Κυρά των Μαθητευομένων εδώ στο Σαλιντάρ. Οι Αποδεχθείσες είχαν μεγαλύτερο περιθώριο για παραστρατήματα πριν τις στείλουν στην Τιάνα, όμως για τον ίδιο λόγο μια επίσκεψη εκεί ήταν πάντα πηγή μεγαλύτερης ντροπής κι οδύνης. Η Τιάνα ίσως να έδειχνε κάποια καλοσύνη σε μια μαθητευόμενη, έστω και λίγη· πίστευε ότι οι Αποδεχθείσες έπρεπε να δείχνουν φρόνηση, και φρόντιζε να το νιώσουν στο πετσί τους πριν τις αφήσει να ξαναβγούν από το στενό γραφειάκι της.
Η Νυνάβε μελετούσε τη Σιουάν, και ξαφνικά κάτι της πέρασε από το νου. «Τα ήξερες όλα γι’ αυτή την.. αντιπροσωπεία, ό,τι κι αν είναι... σωστά; Εσείς οι δύο είστε στα μέσα και στα έξω με τη Σέριαμ και την κλίκα της». Μπορεί στη θεωρία η Αίθουσα να ασκούσε την εξουσία μέχρι να εκλέξουν μια Αμερλιν, όμως η Σέριαμ κι οι λίγες Άες Σεντάι που είχαν πρωτοοργανώσει τις αφίξεις στο Σαλιντάρ ήταν αυτές που είχαν πράγματι τον έλεγχο της κατάστασης. «Πόσες θα στείλουν, Σιουάν;» Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγούλα· προφανώς δεν το είχε σκεφτεί. Αυτό έδειχνε πόσο αναστατωμένη ήταν. Συνήθως έπιανε τις λεπτομέρειες που ξέφευγαν από τη Νυνάβε.
Η Σιουάν δεν αρνήθηκε τίποτα. Εφόσον είχε σιγανευτεί, τώρα μπορούσε να πει ψέματα καλύτερα κι από έμπορο μαλλιού, όμως όταν αποφάσιζε να μιλήσει καθαρά, ήταν τόσο εύκολο να την αγνοήσεις όσο κι ένα χαστούκι. «Εννέα. Αρκετές για να τιμήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα —Μα τα σπάραχνα των ψαριών! Ακόμα κι οι αντιπροσωπείες σε βασιλιάδες συνήθως έχουν το πολύ τρεις!— αλλά όχι τόσες που να τον φοβίσουν». Αν έχει μάθει αρκετά για να ξέρει τι πρέπει να τον φοβίζει».
«Να το ελπίζεις», είπε ψυχρά η Ηλαίην. «Αλλιώς, ίσως είναι οκτώ περισσότερες απ’ όσες πρέπει».
Ο επικίνδυνος αριθμός ήταν το δεκατρία. Ο Ραντ ήταν δυνατός, ίσως ο δυνατότερος άνδρας μετά το Τσάκισμα, όμως δεκατρείς συνδεμένες Άες Σεντάι μπορούσαν να τον υπερνικήσουν, να τον φράξουν από το σαϊντίν, και να τον αιχμαλωτίσουν. Δεκατρείς ήταν ο αριθμός των Άες Σεντάι που ορίζονταν για να ειρηνέψουν έναν άνδρα, αν κι η Νυνάβε είχε αρχίσει να το θεωρεί περισσότερο έθιμο παρά αναγκαιότητα. Οι Άες Σεντάι πολλά πράγματα τα έκαναν απλώς και μόνο επειδή τα έκαναν ανέκαθεν.
Το χαμόγελο της Σιουάν ήταν κάθε άλλο παρά ευχάριστο. «Γιατί άραγε δεν το σκέφτηκε κανείς άλλος αυτό; Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, κορίτσι μου! Το σκέφτηκαν κι η Σέριαμ κι η Αίθουσα. Στην αρχή θα τον πλησιάσει μονάχα μία, και μετά μόνο όσες δεν θα του προκαλέσουν δυσφορία με τον αριθμό τους. Αλλά θα ξέρει ότι πήγαν εννέα, και σίγουρα κάποιος θα του πει τι τιμή του κάνουμε».
«Κατάλαβα», είπε η Ηλαίην με πνιγμένη φωνούλα. «Έπρεπε να υπολογίζω ότι όλο και κάποια από σας θα το σκεφτόταν. Συγγνώμη». Αυτό ήταν άλλο ένα καλό που είχε. Μπορεί καμιά φορά να ήταν πεισματάρα σαν αλλήθωρο μουλάρι, όμως όταν θεωρούσε ότι έκανε λάθος, το παραδεχόταν με ευγένεια απλής χωριατοπούλας. Κάτι άκρως ασυνήθιστο για αριστοκράτισσα.
«Θα πάει κι η Μιν μαζί», είπε η Ληάνε. «Τα... χαρίσματά της ίσως φανούν χρήσιμα στον Ραντ. Φυσικά είναι κάτι που δεν το γνωρίζουν οι αδελφές. Ας φυλάξει τα μυστικά της». Λες κι αυτό ήταν το σημαντικό.
«Κατάλαβα», επανέλαβε η Ηλαίην, απότομα αυτή τη φορά. Προσπάθησε να ελαφρύνει τον τόνο της, αποτυγχάνοντας παταγωδώς. «Τέλος πάντων, βλέπω ότι έχετε δουλειά με... με τη Μάριγκαν. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Συγγνώμη, να μη σας διακόψω». Έφυγε πριν η Νυνάβε προλάβει να ανοίξει το στόμα, κι η πόρτα βρόντηξε πίσω της.
Η Νυνάβε στράφηκε θυμωμένη στη Ληάνε. «Νόμιζα ότι η Σιουάν ήταν η πιο κακιά από τις δυο σας, αλλά αυτό ήταν απάνθρωπο!»
Της απάντησε η Σιουάν. «Όταν δύο γυναίκες αγαπούν τον ίδιο άνδρα, τότε υπάρχει πρόβλημα, κι όταν ο άνδρας αυτός είναι ο Ραντ αλ’Θόρ... Μόνο το Φως ξέρει αν διατηρεί ακόμα τα λογικά του, και σε τι δρόμο θα τον ωθήσουν. Αν είναι να μαλλιοτραβηχτούν, τουλάχιστον να το κάνουν τώρα, εδώ».
Άθελά της, το χέρι της Νυνάβε βρήκε την πλεξούδα της και την τίναξε πάνω από τον ώμο της. «Έπρεπε να...» Το κακό ήταν ότι δεν είχε πολλά περιθώρια να κάνει κάτι, κι ό,τι κι αν έκανε, δεν θα άλλαζε τίποτα. «Θα συνεχίσουμε από κει που σταματήσαμε όταν ήρθε η Ηλαίην. Όμως, Σιουάν... Αν της ξανακάνεις κάτι τέτοιο...» ή σε μένα, σκέφτηκε, «θα μετανιώσει τη στιγμή που — Πού νομίζεις ότι πας;» Η Σιουάν είχε σπρώξει την καρέκλα πίσω, είχε σηκωθεί, και μετά από μια ματιά της η Ληάνε τη μιμήθηκε.
«Έχουμε δουλειές», είπε κοφτά η Σιουάν, ενώ ήδη πλησίαζε την πόρτα.
«Σιουάν, υποσχέθηκες να βοηθήσεις. Σου το είπε η Σέριαμ». Όχι ότι η Σέριαμ δεν συμφωνούσε με τη Σιουάν ότι ήταν σπατάλη χρόνου, όμως η Νυνάβε κι η Ηλαίην είχαν κερδίσει ορισμένες ανταμοιβές, και κάποια ανοχή. Όπως παραδείγματος χάριν το ότι είχαν τη Μάριγκαν για υπηρέτριά τους, ούτως ώστε να έχουν περισσότερο χρόνο για τα μαθήματα των Αποδεχθεισών.
Η Σιουάν την κοίταξε από την πόρτα μισογελώντας. «Θα μπορούσες να της παραπονεθείς, ε; Και να της εξηγήσεις πώς κάνεις έρευνα. Θέλω χρόνο με τη Μάριγκαν αυτό το απόγευμα· έχω μερικές ερωτήσεις ακόμα».
Καθώς η Σιουάν έφευγε, η Ληάνε είπε λυπημένα, «θα ήταν ευχάριστο, Νυνάβε, όμως πρέπει να κάνουμε αυτό που μπορούμε να κάνουμε. Για δοκίμασε τον Λογκαίν». Ύστερα χάθηκε κι αυτή.
Η Νυνάβε μούτρωσε. Εξετάζοντας τον Λογκαίν είχε μάθει ακόμα πιο λίγα απ’ όσα είχε μάθει εξετάζοντας τις δύο γυναίκες. Αμφέβαλλε αν μπορούσε πια να μάθει κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Πάντως το τελευταίο που ήθελε ήταν να Θεραπεύσει έναν ειρηνεμένο άνδρα. Επίσης, ο Λογκαίν της προκαλούσε νευρικότητα.
«Δαγκώνετε η μία την άλλη σαν ποντίκια σε κλειδωμένο κουτί», είπε η Μάριγκαν. «Όλα δείχνουν ότι δεν θα πετύχεις τίποτα ιδιαίτερο. Ίσως θα έπρεπε να εξετάσεις... άλλες λύσεις».
«Κλείσε το ρυπαρό στόμα σου!» Η Νυνάβε την αγριοκοίταξε. «Κλείσε το, που να σε κάψει το Φως!» Ακόμα έρεε φόβος μέσα από το βραχιόλι, όμως υπήρχε και κάτι ακόμα, κάτι τόσο αδύναμο που μόλις κι υπήρχε. Μια αμυδρή σπίθα ελπίδας, ίσως. «Που να σε κάψει το Φως», μουρμούρισε.
Το πραγματικό όνομα της γυναίκας δεν ήταν Μάριγκαν αλλά Μογκέντιεν. Ήταν μια Αποδιωγμένη, που είχε πιαστεί στην παγίδα εξαιτίας της υπέρμετρης υπεροψίας της και κρατείτο αιχμάλωτη ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Μόνο πέντε γυναίκες στον κόσμο το γνώριζαν, και καμιά τους δεν ήταν Άες Σεντάι, αλλά ήταν απόλυτη ανάγκη να κρατήσουν τη Μογκέντιεν στα κρυφά. Τα εγκλήματα της Αποδιωγμένης σήμαιναν ότι η εκτέλεση της ήταν σίγουρη όσο κι η ανατολή του ήλιου. Η Σιουάν συμφωνούσε· για κάθε Άες Σεντάι που θα προέτρεπε να τηρήσουν στάση αναμονής, θα υπήρχαν δέκα που θα απαιτούσαν άμεση επιβολή της δικαιοσύνης. Μαζί της στον ανώνυμο τάφο θα χάνονταν κι όλες οι γνώσεις από την Εποχή των Θρύλων, τότε που έκαναν με τη Δύναμη πράγματα ανονείρευτα σήμερα. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν πίστευε έστω και τα μισά απ’ όσα της έλεγε η γυναίκα για εκείνη την Εποχή. Το σίγουρο ήταν ότι δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά.
Δεν ήταν εύκολο να αποσπάσεις πληροφορίες από τη Μογκέντιεν· μερικές φορές ήταν σαν να Θεράπευες· η Μογκέντιεν ενδιαφερόταν μόνο για ό,τι θα προωθούσε τους σκοπούς της, κατά προτίμηση με τον πιο εύκολο τρόπο. Ήταν απίθανο ότι θα τους αποκάλυπτε την αλήθεια, όμως η Νυνάβε υποψιαζόταν ότι η Μογκέντιεν καταγινόταν με απατεωνιές ή κάτι παρόμοιο πριν τάξει την ψυχή της στον Σκοτεινό. Μερικές φορές η Νυνάβε κι η Ηλαίην δεν ήξεραν τι ερωτήσεις να κάνουν. Η Μογκέντιεν, φυσικά, σπανίως αποκάλυπτε κάτι με δική της βούληση. Έστω κι έτσι, είχαν μάθει αρκετά, και είχαν μεταφέρει τα περισσότερα από αυτά στις Άες Σεντάι. Ως αποτέλεσμα των ερευνών και των μελετών που είχαν κάνει όντας Αποδεχθείσες, βεβαίως. Είχαν κερδίσει αρκετά εύσημα.
Η Νυνάβε κι η Ηλαίην, αν μπορούσαν, δεν θα είχαν αποκαλύψει σε άλλες την ύπαρξη της Μογκέντιεν, όμως η Μπιργκίτε το ήξερε από την αρχή, κι είχαν αναγκαστεί να το πουν στη Σιουάν και τη Ληάνε. Η Σιουάν ήξερε αρκετά για τις συνθήκες που είχαν οδηγήσει στη σύλληψη της Μογκέντιεν, ώστε να απαιτήσει πλήρεις εξηγήσεις, κι είχε αρκετό κύρος για να της τις προσφέρουν. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην ήξεραν μερικά από τα μυστικά της Σιουάν και της Ληάνε· εκείνες έμοιαζαν να ξέρουν όλα τα μυστικά των άλλων δύο, εκτός από την αλήθεια για την Μπιργκίτε. Είχε δημιουργηθεί μια εύθραυστη ισορροπία, με τη Σιουάν και τη Ληάνε να έχουν το πάνω χέρι. Εκτός αυτού, ορισμένα αποσπάσματα από τις αποκαλύψεις της Μογκέντιεν αφορούσαν σε υποτιθέμενες πλεκτάνες των Σκοτεινόφιλων και νύξεις για το τι μπορεί να σκάρωναν οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι. Ο μόνος τρόπος για να τα μεταφέρουν αυτά ήταν να τα εμφανίσουν ως προερχόμενα από τους πράκτορες της Σιουάν και της Ληάνε. Δεν υπήρχε τίποτα για το Μαύρο Άτζα —που ήταν κρυμμένο βαθιά κι η ύπαρξή του διαψευδόταν από καιρό— μολονότι αυτό ενδιέφερε περισσότερο τη Σιουάν. Οι Σκοτεινόφιλοι την αηδίαζαν, όμως και μόνο η ιδέα ότι κάποιες Άες Σεντάι έδιναν όρκο στον Σκοτεινό, αρκούσε για να μετατρέψει το θυμό της Σιουάν σε μια παγερή οργή. Η Μογκέντιεν ισχυριζόταν ότι φοβόταν να προσεγγίσει οποιαδήποτε Άες Σεντάι, κι αυτό φαινόταν πιστευτό. Ο φόβος ήταν το μόνιμο χαρακτηριστικό αυτής της γυναίκας. Δεν ήταν παράξενο που τόσο καιρό κρυβόταν στις σκιές, ώστε είχε καταλήξει να αποκαλείται Αράχνη. Εν γένει, ήταν τόσο πολύτιμος θησαυρός που δεν μπορούσαν να τον παραδώσουν στον δήμιο, όμως οι περισσότερες Άες Σεντάι δεν θα το έβλεπαν έτσι. Οι περισσότερες Άες Σεντάι θα αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν ή να εμπιστευτούν ό,τι είχαν μάθει από την Αποδιωγμένη.
Η Νυνάβε ένιωσε σουβλιές ενοχής κι απέχθειας, και δεν ήταν η πρώτη φορά. Όσες κι αν ήταν αυτές οι γνώσεις, δικαιολογούσαν το ότι έκρυβε μια Αποδιωγμένη από τη Δικαιοσύνη; Αν την παρέδιδε, το επακόλουθο θα ήταν τιμωρία, άσχημη τιμωρία, όχι μόνο για την ίδια τη Νυνάβε αλλά και για την Ηλαίην, τη Σιουάν και τη Ληάνε. Αν την παρέδιδε, θα σήμαινε ότι το μυστικό της Μπιργκίτε θα έβγαινε στο φως. Κι ότι όλες εκείνες οι γνώσεις θα χάνονταν. Η Μογκέντιεν μπορεί να μη γνώριζε από Θεραπεία, αλλά είχε δώσει στη Νυνάβε πολλά στοιχεία για το τι ήταν εφικτό, και σίγουρα είχε κι άλλα στο κεφάλι της. Με οδηγό αυτά τα στοιχεία, τι θα ανακάλυπτε, άραγε, στο τέλος;
Η Νυνάβε ήθελε να κάνει μπάνιο, κι αυτό δεν είχε σχέση με τη ζέστη. «Θα μιλήσουμε για τον καιρό», είπε πικρά.
«Ξέρεις περισσότερα από μένα για τον έλεγχο του καιρού». Η φωνή της Μογκέντιεν έδειχνε κούραση, και μια ηχώ ξεγλίστρησε από το βραχιόλι. Της είχαν κάνει πολλές ερωτήσεις για το ζήτημα. «Ένα μόνο ξέρω, πως αυτό που συμβαίνει είναι έργο του Μέγα — του Σκοτεινού». Είχε το θράσος να χαμογελάσει μ’ έναν εκνευριστικό τρόπο γι’ αυτό το ολίσθημα. «Δεν υπάρχει απλός άνθρωπος με τη δύναμη να τον αλλάξει».
Η Νυνάβε έβαλε τα δυνατά της για να μη σφίξει τα δόντια. Η Ηλαίην στο ζήτημα του ελέγχου του καιρού ήξερε περισσότερα από κάθε άλλη στο Σαλιντάρ, κι είχε πει το ίδιο. Επίσης είχε πει κι αυτή για τον Σκοτεινό, αν κι αυτό το καταλάβαιναν ακόμα κι οι βλάκες, αφού έκανε τόση ζέστη τη στιγμή που έπρεπε να χιονίζει, επικρατούσε ανομβρία και τα ποτάμια ξεραίνονταν. «Τότε θα μιλήσουμε για τη χρήση διαφορετικών υφάνσεων στη Θεραπεία διαφορετικών ασθενειών». Η άλλη είπε ότι αυτό τότε απαιτούσε περισσότερο χρόνο απ’ όσο τώρα, αν κι η ενέργεια που απαιτείτο προερχόταν από τη Δύναμη κι όχι από τον ασθενή και τη γυναίκα που διαβίβαζε. Από την άλλη μεριά βέβαια έλεγε ότι τότε σε μερικά είδη Θεραπείας οι άνδρες ήταν καλύτεροι από τις γυναίκες, η Νυνάβε όμως δεν το έχαβε αυτό. «Όλο και κάποια φορά θα είδες να το κάνουν».
Βολεύτηκε στη θέση της κι άρχισε να ψάχνει για ψήγματα χρυσού στη λάσπη. Κάποιες γνώσεις άξιζαν πολλά. Κρίμα μόνο που ένιωθε σαν να έψαχνε στον βόρβορο.
Η Ηλαίην δεν δίστασε καθόλου όταν βρέθηκε έξω, απλώς κούνησε το χέρι στην Μπιργκίτε και προχώρησε. Η Μπιργκίτε, με τα χρυσά μαλλιά της χτενισμένα σε μια περίπλοκη πλεξούδα που έφτανε ως τη μέση, έπαιζε με δύο αγοράκια, ενώ φυλούσε σκοπιά στο στενό δρομάκι, με το τόξο ακουμπισμένο σε έναν μισοπεσμένο φράχτη δίπλα της. Ή τουλάχιστον προσπαθούσε να παίξει με τα αγοράκια. Ο Τζέριλ κι ο Σιβ κοίταζαν τη γυναίκα με το παράξενο κίτρινο παντελόνι και το κοντό σκούρο σακάκι, όμως δεν έδειχναν κάποια άλλη αντίδραση. Ποτέ δεν αντιδρούσαν και ποτέ δεν μιλούσαν. Υποτίθεται πως ήταν τα παιδιά της «Μάριγκαν». Η Μπιργκίτε χαιρόταν να παίζει μαζί τους, κι ένιωθε κάποια θλίψη· πάντα της άρεσε να παίζει με τα παιδιά, ειδικά με αγοράκια, και πάντα έτσι ένιωθε παίζοντας μαζί τους. Η Ηλαίην το ήξερε, όπως ήξερε και τα δικά της συναισθήματα.
Αν της περνούσε από το νου ότι έφταιγε η Μογκέντιεν για την κατάσταση τους... Όμως εκείνη ισχυριζόταν ότι έτσι ήταν όταν τα είχε πάρει ως μεταμφίεση στη Γκεάλνταν, ορφανά από το δρόμο, ενώ κάποιες Κίτρινες αδελφές έλεγαν ότι τα μάτια των παιδιών είχαν δει πολλά στις ταραχές της Σαμάρα. Η Ηλαίην το πίστευε, απ’ αυτά που είχε ανταμώσει κι η ίδια εκεί. Οι Κίτρινες αδελφές έλεγαν ότι θα τα βοηθούσαν ο χρόνος κι η περιποίηση· η Ηλαίην το έλπιζε. Αρκεί να μη βοηθούσε την υπεύθυνη να διαφύγει από τη δικαιοσύνη, αυτό ευχόταν.
Τώρα δεν ήθελε να σκεφτεί τη Μογκέντιεν. Τη μητέρα της. Όχι, αυτήν σίγουρα δεν ήθελε να τη σκεφτεί. Τη Μιν. Και τον Ραντ. Κάποιος θα υπήρχε για να το αντιμετωπίσει αυτό. Μόλις που αντιλήφθηκε την Μπιργκίτε να της ανταποδίδει τον χαιρετισμό, πέρασε βιαστικά το στενάκι και βγήκε στον κεντρικό δρόμο του Σαλιντάρ κάτω από έναν ανέφελο, καυτό μεσημεριανό ήλιο.
Για πολλά χρόνια το Σαλιντάρ ήταν εγκαταλελειμμένο πριν αρχίσουν να συγκεντρώνονται εκεί οι Άες Σεντάι που διέφευγαν του πραξικοπήματος της Ελάιντα, τώρα όμως υπήρχαν καινούριες καλαμοσκεπές στα σπίτια, τα περισσότερα από τα οποία παρουσίαζαν πρόσφατα μερεμέτια, και στα τρία μεγάλα πέτρινα κτήρια που κάποτε ήταν πανδοχεία. Το ένα, το μεγαλύτερο, κάποιες το έλεγαν Μικρό Πύργο· εκεί συνεδρίαζε η Αίθουσα. Είχαν κάνει επισκευές μόνο όπου υπήρχε ανάγκη, φυσικά· υπήρχαν σπασμένα τζάμια σε πολλά παράθυρα, και συχνά απουσίαζαν εντελώς. Είχαν να ασχοληθούν με σημαντικότερα πράγματα από το να διορθώσουν πέτρινους τοίχους και να πιάσουν τα βαψίματα. Οι χωματόδρομοι ξεχείλιζαν ανθρωπομάνι. Δεν ήταν μόνο οι Άες Σεντάι, φυσικά, αλλά κι οι Αποδεχθείσες με τα ριγωτά φορέματά τους, οι φουριόζες μαθητευόμενες με τα ολόλευκά τους, οι Πρόμαχοι που προχωρούσαν με τη θανάσιμη χάρη λεοπάρδαλης είτε ήταν λεπτοί είτε χοντροκαμωμένοι, οι υπηρέτες που είχαν ακολουθήσει τις Άες Σεντάι από τον Πύργο, ακόμα και τα λίγα παιδιά. Κι οι στρατιώτες.
Η Αίθουσα εδώ προετοιμαζόταν για να επιβάλλει τις αξιώσεις της στην Ελάιντα με τη δύναμη των όπλων αν ήταν αυτό αναγκαίο, μόλις διάλεγαν μια αληθινή Έδρα της Αμερλιν. Η μακρινή κλαγγή των σφυριών από τα καμίνια έξω από το χωριό, τρυπούσε τα μουρμουρητά του πλήθους κι έλεγε για άλογα που πεταλώνονταν και πανοπλίες που επισκευάζονταν. Ένας άνδρας με τετράγωνο πρόσωπο, με πλήθος γκρίζες τρίχες στα μελαχρινά μαλλιά του, προχωρούσε αργά με το άλογό του στο δρόμο, φορώντας ανοιχτοκίτρινο σακάκι και λακουβιασμένο θώρακα. Ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος, κοίταζε τις ομάδες των ανδρών που προχωρούσαν σε βηματισμό, με τόξα ή μακριές λόγχες στους ώμους. Ο Γκάρεθ Μπράυν είχε συμφωνήσει να αναλάβει τη στρατολόγηση και την ηγεσία του στρατού της Αίθουσας του Σαλιντάρ, αν κι η Ηλαίην ευχόταν να ήξερε ολόκληρη την ιστορία του πώς και του γιατί. Κάτι που είχε να κάνει με τη Σιουάν και τη Ληάνε, αν κι η Ηλαίην δεν μπορούσε να φανταστεί τι, μιας κι ο Γκάρεθ Μπράυν τους έβαζε δουλειές αλύπητα, ειδικά τη Σιουάν, εκπληρώνοντας κάποιον όρκο που η Ληάνε ούτε και γι’ αυτόν δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο ότι η Σιουάν παραπονιόταν συνεχώς που πέρα από τα άλλα καθήκοντά της, ήταν υποχρεωμένη να καθαρίζει το δωμάτιό του και τα ρούχα του. Παραπονιόταν, όμως το έκανε· σίγουρα ήταν κάποιος μεγάλος όρκος.
Το βλέμμα του Μπράυν προσπέρασε την Ηλαίην σχεδόν δίχως δισταγμό. Ήταν απόμακρος κι ευγενικός με ψυχρό τρόπο μαζί της από τότε που εκείνη είχε φτάσει στο Σαλιντάρ, αν και τον γνώριζε από τότε που ήταν μωρό στην κούνια. Μέχρι πριν λιγότερο από ένα χρόνο, ο Μπράυν ήταν Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας, στο Άντορ. Κάποτε η Ηλαίην νόμιζε ότι αυτός κι η μητέρα της θα παντρεύονταν. Όχι, δεν θα σκεφτόταν τη μητέρα της! Τη Μιν. Έπρεπε να βρει τη Μιν και να μιλήσουν.
Μόλις όμως άρχισε να διασχίζει την ανθρωποθάλασσα του χωματόδρομου, την αντάμωσαν δύο Άες Σεντάι. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σταματήσει και να κλίνει το γόνυ, ενώ ο κόσμος χυνόταν γύρω τους. Κι οι δύο γυναίκες έλαμπαν. Καμία τους δεν είχε ούτε σταλαγματιά ιδρώτα. Βγάζοντας ένα μαντίλι από το μανίκι της για να σκουπίσει το πρόσωπό της, η Ηλαίην ευχήθηκε να της είχαν διδάξει αυτή τη γνώση των Άες Σεντάι. «Καλημέρα, Ανάγια Σεντάι, Τζάνυα Σεντάι».
«Καλημέρα, παιδί μου. Μας έχεις κι άλλες ανακαλύψεις σήμερα;» Ως συνήθως, η Τζάνυα Φρέντε μιλούσε σαν να έπρεπε να βγάλει όλες τις λέξεις μαζεμένες. «Κάνατε τόσα σημαντικά βήματα, εσύ κι η Νυνάβε, ειδικά για Αποδεχθείσες. Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς το καταφέρνει η Νυνάβε, τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες με τη Δύναμη, αλλά πρέπει να πω ότι είμαι κατενθουσιασμένη». Αντίθετα από τις περισσότερες Καφέ αδελφές, που ήταν συχνά αφηρημένες μακριά από τα βιβλία και τα διαβάσματά τους, η Τζάνυα Σεντάι ήταν περιποιημένη, τα κοντά μελαχρινά μαλλιά της χτενισμένα γύρω από το αγέραστο πρόσωπο που έδειχνε τις Άες Σεντάι που είχαν δουλέψει καιρό με τη Δύναμη. Όμως η όψη της λεπτής γυναίκας φανέρωνε ίχνη του Άτζα της. Το φόρεμά της ήταν απλό, γκρίζο, από ανθεκτικό μάλλινο ύφασμα —οι Καφέ συνήθως θεωρούσαν τα ρούχα απλώς ως μια αξιοπρεπή προστασία — ενώ ακόμα κι όταν σου μιλούσε, ήταν λιγάκι κατσουφιασμένη, σαν να μισόκλεινε τα μάτια καθώς σκεφτόταν κάτι άλλο. Χωρίς το κατσούφιασμα, θα ήταν ομορφούλα. «Ο τρόπος για να τυλίγεσαι με φως ώστε να γίνεσαι αόρατος. Εξαιρετικό. Είμαι βέβαιη ότι κάποια θα βρει πώς να σταματάς το κυμάτισμα έτσι ώστε να μπορείς να μετακινηθείς. Επίσης η Καρένα είναι ενθουσιασμένη με το κολπάκι που ξέρει η Νυνάβε για να κρυφακούς. Είναι πονηριά της, τώρα που το σκέφτομαι, αλλά χρήσιμο. Η Καρένα πιστεύει ότι μπορεί να το προσαρμόσει έτσι ώστε να συνομιλείς από απόσταση. Για σκέψου το. Να μιλάς με κάποιον που είναι ένα μίλι παραπέρα! Ή δύο, ή ακόμα και...» Η Ανάγια της άγγιξε το μπράτσο κι αυτή έπαψε αμέσως, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια καθώς κοίταζε τις άλλες Άες Σεντάι.
«Κάνεις μεγάλες προόδους, Ηλαίην», είπε γαλήνια η Ανάγια. Η γυναίκα με το ντόμπρο πρόσωπο ήταν πάντα γαλήνια. Προστατευτική και καλοσυνάτη, έτσι θα την περιέγραφε κανείς, κι επίσης στοργική, αν και τα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι έκαναν αδύνατο να προσδιορίσεις την ηλικία της. Επίσης, ήταν μια από κείνες του στενού κύκλου της Σέριαμ που είχαν την πραγματική εξουσία στο Σαλιντάρ. «Πραγματικά, μεγαλύτερες απ’ ό,τι περιμέναμε, κι ήδη περιμέναμε πολλά. Η πρώτη που έφτιαξε τερ’ανγκριάλ μετά το Τσάκισμα. Αυτό ήταν καταπληκτικό, παιδί μου, και θέλω να το ξέρεις. Πρέπει να είσαι περήφανη».
Η Ηλαίην είχε καρφώσει τα μάτια στο χώμα μπροστά της. Δύο αγοράκια, που την έφταναν ως τη μέση, διέσχιζαν το πλήθος τρέχοντας πέρα-δώθε, γελώντας. Μακάρι να μην ήταν κανείς εκεί δίπλα να τα ακούει αυτά. Όχι ότι οι περαστικοί τους έριχναν δεύτερη ματιά. Υπήρχαν τόσες Άες Σεντάι στο χωριό που ακόμα κι οι μαθητευόμενες δεν έκλιναν το γόνυ παρά μόνο όταν κάποια Άες Σεντάι τους απηύθυνε το λόγο, κι όλοι είχαν δουλειές που έπρεπε να είχαν γίνει από χτες.
Δεν ένιωθε διόλου περήφανη. Ειδικά αφού όλες οι «ανακαλύψεις» τους προερχόταν από τη Μογκέντιεν. Κι ήταν πολλές —αρχίζοντας από την «αντιστροφή», που έκανε μια ύφανση να μη μπορεί να φανεί από άλλη εκτός από τη γυναίκα που την είχε δημιουργήσει— όμως δεν τις είχαν φανερώσει όλες. Για παράδειγμα, το πώς έκρυβες την ικανότητά σου να διαβιβάζεις. Δίχως αυτό, η Μογκέντιεν θα είχε αποκαλυφθεί μέσα σε λίγες ώρες —κάθε Άες Σεντάι μπορούσε από απόσταση μερικών βημάτων να καταλάβει αν μια γυναίκα μπορούσε να διαβιβάζει — κι αν το μάθαιναν, ίσως έβρισκαν και πώς να το αντιλαμβάνονται. Μια άλλη γνώση ήταν το πώς να μεταμφιέζεσαι· με την αντιστροφή της ύφανσης, η «Μάριγκαν» δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με τη Μογκέντιεν.
Μερικά απ’ αυτά που ήξερε η Αποδιωγμένη παραήταν απεχθή. Ο πειθαναγκασμός, για παράδειγμα: λύγιζες τη βούληση του άλλου και μπορούσες να του εμφυτεύσεις οδηγίες με τέτοιο τρόπο ώστε εκείνος δεν θυμόταν καν τις διαταγές όταν τις εκτελούσε. Υπήρχαν και φρικτότερα πράγματα. Άκρως απεχθή, που ίσως ήταν επικίνδυνο να τα εμπιστευθούν σε οποιονδήποτε. Η Νυνάβε είχε πει ότι έπρεπε να τα μάθουν ούτως ώστε να μάθουν και πώς να τα αντιμετωπίζουν, όμως η Ηλαίην διαφωνούσε. Είχαν τόσα μυστικά, έλεγαν τόσα ψέματα σε φίλους κι ανθρώπους που ήταν με το μέρος τους, που της ερχόταν να πάρει τους Τρεις Όρκους με τη Ράβδο των Όρκων κι ας μην είχε γίνει ακόμα Άες Σεντάι. Ένας απ’ αυτούς τους όρκους σε δέσμευε ώστε να μη λες λέξη που να μην είναι αληθινή, σε δέσμευε σαν να ήταν μέρος της σάρκας σου.
«Δεν τα κατάφερα όπως ήθελα με τα τερ’ανγκριάλ, Ανάγια Σεντάι». Αυτό τουλάχιστον ήταν κάτι ολόδικό της. Το πρώτο ήταν το βραχιόλι και το περιδέραιο —περιττό να ειπωθεί ότι εκείνο ήταν ένα καλοφυλαγμένο μυστικό— όμως υπήρχαν τροποποιημένα αντίγραφα μιας φρικτής εφεύρεσης, του α’ντάμ, που οι Σωντσάν είχαν αφήσει πίσω τους όταν η εισβολή τους είχε απωθηθεί στο Φάλμε. Ήταν εξαρχής δική της ιδέα εκείνος ο απλός πράσινος δίσκος που έκανε αόρατη κάποια που κατά τα άλλα δεν ήταν αρκετά δυνατή — ελάχιστες γυναίκες ήταν τόσο δυνατές. Δεν είχε κανένα ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ να μελετήσει, κι έτσι πιο πριν ήταν αδύνατο να το κατασκευάσει, αλλά ακόμα κι όταν πέτυχε να αντιγράψει τη συσκευή των Σωντσάν, τα τερ’ανγκριάλ είχαν αποδειχθεί δυσκολότερα απ’ όσο υπολόγιζε. Χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη αντί να την πολλαπλασιάσουν, και τη χρησιμοποιούσαν για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Μερικά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από γυναίκες που δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν, ακόμα κι από άνδρες. Θα έπρεπε να είναι πιο απλά. Μπορεί να ήταν όσον αφορά στη λειτουργία τους, αλλά δεν ήταν απλά στην κατασκευή.
Η μετριοφροσύνη της φράσης της προκάλεσε το ξέσπασμα της Τζάνυα. «Αυτά είναι ανοησίες, παιδί μου. Ανοησίες και τίποτα άλλο. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι όταν ξαναβρεθούμε στον Πύργο και σε εξετάσουμε σωστά και σου βάλουμε τη Ράβδο των Όρκων στο χέρι, θα φορέσεις και το επώμιο και το δαχτυλίδι. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Στ’ αλήθεια εκπληρώνεις όλες τις υποσχέσεις που είδαμε πάνω σου. Και περισσότερες. Κανένας δεν περίμενε ότι—» Η Ανάγια της ξανάγγιξε το μπράτσο· έμοιαζε να είναι το σύνθημά τους, επειδή άλλη μια φορά η Τζάνυα έπαψε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Μην παραφουσκώνεις το μυαλό του παιδιού», είπε η Ανάγια. «Ηλαίην, δεν θέλω να σε βλέπω μουτρωμένη. Δεν αρμόζουν αυτά στην ηλικία σου». Ήταν στοργική, αλλά μπορούσε να γίνει αυστηρή. «Δεν θέλω να σκοτίζεσαι για λίγες αποτυχίες, τη στιγμή που η επιτυχία σου ήταν τόσο υπέροχη». Η Ηλαίην είχε προσπαθήσει πέντε φορές με τον πέτρινο δίσκο. Δύο φορές δεν έγινε τίποτα, δύο άλλες ο δίσκος την είχε κάνει να φανεί θολή και της είχε φέρει αναγούλα. Η πετυχημένη απόπειρα ήταν η τρίτη. Κατά τη γνώμη της Ηλαίην, ήταν πολλές αυτές οι αποτυχίες. «Ό,τι έκανες ήταν υπέροχο. Κι εσύ κι η Νυνάβε επίσης».
«Σ’ ευχαριστώ», είπε η Ηλαίην. «Σας ευχαριστώ. Θα προσπαθήσω να μη μουτρώνω». Όταν μια Άες Σεντάι σου έλεγε ότι μουτρώνεις, το μόνο που δεν έπρεπε να κάνεις ήταν να πεις ότι δεν μούτρωνες. «Με συγχωρείς, σε παρακαλώ; Όπως έμαθα, η αντιπροσωπεία για το Κάεμλυν φεύγει σήμερα και θέλω να αποχαιρετήσω τη Μιν».
Την άφησαν να φύγει, φυσικά, αν κι η Τζάνυα θα της έτρωγε μισή ώρα αποχαιρετώντας την αν δεν ήταν δίπλα της η Ανάγια. Η Ανάγια κάρφωσε με το βλέμμα την Ηλαίην —σίγουρα τα ήξερε όλα για τα λόγια που είχε ανταλλάξει με τη Σέριαμ— αλλά δεν είπε τίποτα. Μερικές φορές η σιωπή μιας Άες Σεντάι ήταν πιο ηχηρή από τα λόγια της.
Παίζοντας με το δαχτυλίδι που είχε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της, η Ηλαίην συνέχισε σχεδόν τρεχάλα, με το βλέμμα στυλωμένο μακριά μπροστά ώστε αν προσπαθούσε να τη σταματήσει κάποια άλλη για να τη συγχαρεί, να μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν την είχε δει. Ίσως να πετύχαινε το κόλπο, ίσως και να σήμαινε μια επίσκεψη στην Τιάνα· υπήρχε ανεκτικότητα όταν έκανες καλή δουλειά, όμως δεν ήταν κι απεριόριστη. Εκείνη τη στιγμή, θα προτιμούσε την Τιάνα κι όχι τα εγκώμια που δεν της άξιζαν.
Το χρυσό δαχτυλίδι ήταν φίδι που δάγκωνε την ουρά του, το Μεγάλο Ερπετό, ένα σύμβολο των Άες Σεντάι που όμως το φορούσαν κι οι Αποδεχθείσες. Όταν κέρδιζε το επώμιο, με κρόσσια στο χρώμα του Άτζα που θα επέλεγε, θα έβαζε το δαχτυλίδι σε όποιο δάχτυλο ήθελε. Η Ηλαίην εξ ανάγκης θα πήγαινε στο Πράσινο Άτζα· μόνο οι Πράσινες αδελφές είχαν περισσότερους από έναν Προμάχους, κι αυτή ήθελε τον Ραντ. Ή τουλάχιστον όσο μπορούσε να τον έχει. Η δυσκολία ήταν ότι είχε ήδη δεσμεύσει την Μπιργκίτε, την πρώτη γυναίκα που είχε γίνει ποτέ Πρόμαχος. Κι αυτός ήταν ο λόγος που γνώριζε τα συναισθήματα της Μπιργκίτε, που ήξερε ότι της είχε καρφωθεί μια σκλήθρα στο χέρι εκείνο το πρωί. Μόνο η Νυνάβε ήξερε γι’ αυτό το δεσμό. Οι Πρόμαχοι ήταν για τις πλήρεις Άες Σεντάι· δεν θα υπήρχε η παραμικρή ανοχή για μια Αποδεχθείσα που είχε παραβιάσει αυτή την απαγόρευση. Είχε γίνει από ανάγκη, όχι από καπρίτσιο —αλλιώς η Μπιργκίτε θα πέθαινε— όμως αυτό μάλλον δεν θα αρκούσε ως δικαιολογία. Αν καταπατούσες τους κανόνες που αφορούσαν τη Δύναμη, μπορεί να απέβαινε μοιραίο τόσο για σένα όσο και για άλλους· για να το χαράξουν καλά στο μυαλό σου, οι Άες Σεντάι σπανίως άφηναν να παραβιάσει κανείς ατιμώρητα οποιονδήποτε κανόνα, για οποιονδήποτε λόγο.
Υπήρχαν τόσες πλεκτάνες εδώ στο Σαλιντάρ. Δεν ήταν μόνο η υπόθεση της Μπιργκίτε και της Μογκέντιεν. Ένας από τους Όρκους εμπόδιζε τις Άες Σεντάι να λένε ψέματα, αλλά όταν δεν μιλούσες για κάτι, τότε δεν έλεγες ψέματα γι’ αυτό. Η Μουαραίν ήξερε πώς να υφάνει ένα μανδύα αορατότητας, ίσως με το ίδιο τέχνασμα που είχαν μάθει από τη Μογκέντιεν· πριν μάθει οτιδήποτε η Νυνάβε περί Δύναμης, είχε δει τη Μουαραίν να το κάνει μια φορά. Όμως καμία άλλη στο Σαλιντάρ δεν το ήξερε. Ή τουλάχιστον καμία δεν το παραδεχόταν. Η Μπιργκίτε είχε επιβεβαιώσει αυτό που η Ηλαίην απλώς υποψιαζόταν. Οι περισσότερες Άες Σεντάι, ίσως όλες, απέκρυπταν τουλάχιστον ένα μέρος όσων μάθαιναν· οι περισσότερες είχαν τα μυστικά τεχνάσματα τους. Κάποια απ’ αυτά γίνονταν κοινό κτήμα και διδάσκονταν στις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες — άλλα μπορεί να χάνονταν όταν πέθαιναν οι Άες Σεντάι. Δυο-τρεις φορές, πάνω που έκανε κάποια επίδειξη, της είχε φανεί ότι είχε δει μια λάμψη στα μάτια μερικών. Η Καρένα είχε μάθει το κόλπο να κρυφακούει με ταχύτητα που δημιουργούσε υποψίες. Αλλά μια Αποδεχθείσα δεν μπορούσε να κάνει τέτοια κατηγορία σε βάρος μιας Άες Σεντάι.
Παρ’ όλο που τα ήξερε αυτά, δεν γινόταν πιο υποφερτή η απάτη της, ίσως όμως βοηθούσαν λιγάκι. Αυτά, κι επίσης το ότι είχε γίνει από ανάγκη. Μακάρι μόνο να μη την εγκωμίαζαν άλλο πια για πράγματα που δεν είχε κάνει.
Ήξερε πού θα έβρισκε τη Μιν. Ο ποταμός Έλνταρ βρισκόταν ούτε τρία μίλια δυτικά του Σαλιντάρ, κι ένα ποταμάκι κυλούσε στις παρυφές του χωριού καθώς διέσχιζε το δάσος για να φτάσει στο ποτάμι. Τα περισσότερα δένδρα που φύτρωναν στην πόλη είχαν κοπεί όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι Άες Σεντάι, όμως σωζόταν ένα τμήμα της όχθης πίσω από κάποια σπίτια, σε μια ακρούλα γης που ήταν υπερβολικά στενή για να είναι αξιοποιήσιμη. Η Μιν ισχυριζόταν ότι προτιμούσε τις πόλεις, όμως συχνά πήγαινε να καθίσει ανάμεσα σε κείνα τα δένδρα. Ήταν ένας τρόπος για να γλιτώσει για λίγο την παρέα των Άες Σεντάι και των Προμάχων, κάτι ζωτικής σημασίας για τη Μιν.
Και πράγματι, όταν η Ηλαίην πέρασε τη γωνιά ενός πέτρινου σπιτιού και βγήκε στη λεπτή λουρίδα γης, πλάι σε ένα ποταμάκι εξίσου λεπτό, η Μιν καθόταν εκεί με την πλάτη σ’ ένα δένδρο, ατενίζοντας το ρυάκι που κελάρυζε στα βότσαλα. Δεν του είχαν μείνει πολλά νερά· το ρυάκι κυλούσε σε ένα πυθμένα από ξεραμένη λάσπη που είχε το διπλάσιο πλάτος. Τα δένδρα σ’ αυτό το σημείο κρατούσαν ακόμα μερικά φύλλα, αν και το δάσος τριγύρω σιγά-σιγά έμενε γυμνό, ακόμα κι οι βελανιδιές.
Ένα ξερό κλαράκι έτριξε κάτω από το μαλακό παπούτσι της Ηλαίην κι η Μιν πετάχτηκε όρθια. Ως συνήθως, φορούσε γκρίζο αγορίστικο σακάκι και παντελόνι, όμως είχε γαλάζια λουλουδάκια κεντημένα στα πέτα του σακακιού και στο πλάι των στενών μπατζακιών. Το παράξενο ήταν που η Μιν έμοιαζε να μην έχει ιδέα από ραφτική, παρ’ όλο που έλεγε ότι οι τρεις θείες που την είχαν αναθρέψει ήταν μοδίστρες. Κοίταξε την Ηλαίην και μετά έκανε μια γκριμάτσα και πέρασε τα δάχτυλά της από τα μελαχρινά μαλλιά της που κυλούσαν ως τους ώμους της. «Ξέρεις», ήταν το μόνο που είπε.
«Σκέφτηκα ότι πρέπει να μιλήσουμε».
Η Μιν ξανάσιαξε τα μαλλιά της. «Η Σιουάν μου το είπε μόλις σήμερα το πρωί. Από κείνη τη στιγμή προσπαθώ να βρω το θάρρος να σου μιλήσω. Θέλει να τον κατασκοπεύσω, Ηλαίην. Για την αντιπροσωπεία, και μου έδωσε ονόματα στο Κάεμλυν, ανθρώπους που μπορούν να της μεταφέρουν μηνύματα».
«Δεν θα το κάνεις, φυσικά», είπε η Ηλαίην, δίχως να το θέσει ως ερώτηση, κι η Μιν της έριξε μια ματιά ευγνωμοσύνης. «Γιατί φοβόσουν να έρθεις να με βρεις; Είμαστε φίλες, Μιν. Κι υποσχεθήκαμε ότι δεν θα αφήσουμε κανέναν άνδρα να μας χωρίσει. Ακόμα κι αν τον αγαπάμε».
Το γέλιο της Μιν είχε μια βραχνάδα· η Ηλαίην σκέφτηκε ότι πολλοί άνδρες θα το έβρισκαν ελκυστικό. Κι επίσης η Μιν ήταν όμορφη, μ’ ένα σκανταλιάρικο τρόπο. Κι επίσης μερικά χρόνια μεγαλύτερη· άραγε αυτό ήταν πλεονέκτημα ή μειονέκτημα; «Αχ, Ηλαίην, το είπαμε όταν εκείνος ήταν μακριά μας. Αν έχανα εσένα θα ήταν σαν να χάνω μια αδελφή, αλλά τι θα γίνει αν η μια από μας αλλάξει γνώμη;»
Καλύτερα να μη ρωτούσε ποια υποθετικά θα άλλαζε γνώμη. Η Ηλαίην προσπάθησε να μη σκεφτεί ότι αν έδενε και φίμωνε τη Μιν με τη Δύναμη κι αντέστρεφε την ύφανση, τότε θα μπορούσε να την κρύψει σε κανένα υπόγειο γι’ αρκετές ώρες μετά την αναχώρηση της αποστολής. «Δεν θα αλλάξουμε γνώμη», είπε απλά. Μπα, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στη Μιν. Ίσως μπορούσε να της ζητήσει να μην πάει αν δεν ήταν κι οι δυο μαζί. Αντί γι’ αυτό, είπε, «Σε αποδέσμευσε ο Γκάρεθ από τον όρκο σου;»
Αυτή τη φορά το γέλιο της Μιν ήταν ξερό και κοφτό. «Πού τέτοια τύχη. Λέει ότι θα δουλεύω γι’ αυτόν μέχρι κάποτε να του το ξεπληρώσω. Εκείνη που θέλει στ’ αλήθεια είναι τη Σιουάν, το Φως ξέρει γιατί». Το πρόσωπό της σφίχτηκε για μια στιγμή κι η Ηλαίην σκέφτηκε ότι είχε δει κάποια εικόνα γι’ αυτό. Η Μιν ποτέ δεν σου μιλούσε για τις εικόνες αν δεν αφορούσαν εσένα.
Είχε μια ικανότητα γνωστή σε ελάχιστες στο Σαλιντάρ. Την ήξεραν η Ηλαίην κι η Νυνάβε, η Σιουάν κι η Ληάνε, αυτές μόνο. Η Μπιργκίτε δεν την ήξερε, αλλά κι η Μιν δεν ήξερε για την Μπιργκίτε. Ούτε για τη Μογκέντιεν. Τόσα μυστικά. Όμως το μυστικό της Μιν ήταν μόνο δικό της. Μερικές φορές έβλεπε εικόνες ή αύρες γύρω από ανθρώπους, και μερικές φορές ήξερε τι σήμαιναν. Όταν ήξερε, είχε πάντα δίκιο· παραδείγματος χάριν, αν έλεγε ότι ένας άνδρα και μια γυναίκα θα παντρεύονταν, τότε κάποια στιγμή θα παντρεύονταν, έστω κι αν στην αρχή έδειχναν καθαρά να μισούν ο ένας τον άλλο. Η Ληάνε το αποκαλούσε «το διάβασμα του Σχήματος», όμως δεν είχε να κάνει με τη Δύναμη. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν εικόνες μόνο περιστασιακά, όμως οι Άες Σεντάι κι οι Πρόμαχοι τις είχαν πάντα. Η Μιν κατέφευγε εδώ για να γλιτώσει από κείνο τον καταιγισμό.
«Θα πας στον Ραντ ένα γράμμα εκ μέρους μου;»
«Φυσικά». Η άλλη γυναίκα συμφώνησε τόσο γρήγορα, και το πρόσωπό της ήταν τόσο αθώο, που η Ηλαίην κοκκίνισε και συνέχισε βιαστικά. Δεν ήξερε αν θα είχε συμφωνήσει, στην περίπτωση που οι ρόλοι τους ήταν αντεστραμμένοι. «Δεν πρέπει να του πεις για τις εικόνες σου, Μιν. Εννοώ αυτές που αφορούν εμάς». Κάτι που είχε δει η Μιν σχετικά με τον Ραντ ήταν ότι τρεις γυναίκες θα τον ερωτεύονταν απελπισμένα, ότι θα έμεναν παντοτινά στο πλευρό του, κι ότι αυτή η ίδια ήταν μια από τις τρεις. Η δεύτερη όπως είχε φανεί, ήταν η Ηλαίην. «Αν μάθει για την εικόνα, ίσως σκεφτεί ότι δεν είναι κάτι που θέλουμε εμείς αλλά κάτι που οφείλεται στο Σχήμα ή στο ότι ο Ραντ είναι τα’βίρεν. Ίσως αποφασίσει να δείξει αξιοπρέπεια και να μας σώσει απαγορεύοντάς μας να τον πλησιάσουμε».
«Ίσως», είπε η Μιν με αμφιβολία. «Οι άνδρες είναι παράξενα πλάσματα. Πιθανότερο είναι αυτό: αν καταλάβει ότι αρκεί να κουνήσει το δαχτυλάκι του για να τρέξουμε κοντά του, ε, θα το κουνήσει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Έχω δει άνδρες να φέρονται έτσι. Νομίζω ότι έχει να κάνει με τις τρίχες στο πηγούνι τους». Είχε τέτοια έκφραση θαυμασμού στο πρόσωπό της, που η Ηλαίην δεν ήξερε αν αστειευόταν ή αν σοβαρολογούσε. Η Μιν έμοιαζε να ξέρει πολλά πράγματα για τους άνδρες· μπορεί συνήθως να δούλευε στους στάβλους —της άρεσαν τα άλογα— όμως είχε αναφέρει μια φορά ότι είχε δουλέψει και σερβιτόρα σε καπηλειό. «Όπως και να ’χει, εγώ δεν λέω τίποτα. Οι δυο μας θα τον μοιράσουμε στη μέση σαν πίτα. Μπορεί να αφήσουμε καμιά ακρούλα στην τρίτη αν ξεμυτίσει ποτέ».
«Τι θα κάνουμε, Μιν;» Η Ηλαίην δεν είχε σκοπό να κάνει αυτή την ερώτηση, και πάντως όχι με τόσο θρηνητικό τόνο. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να πει απερίφραστα ότι δεν θα έτρεχε αν ο άλλος κουνούσε το δαχτυλάκι του· ένα μέρος της ήθελε να πει ότι δεν θα μοιραζόταν τον Ραντ, με κανέναν τρόπο, με καμία γυναίκα, ακόμα κι αν ήταν φίλες, κι ας έπεφταν στο Χάσμα του Χαμού οι εικόνες της Μιν· ένα μέρος της ήθελε να πιάσει τον Ραντ που είχε φέρει τις δυο τους σ’ αυτή την κατάσταση και να του στρίψει το αυτί. Όλα αυτά ήταν τόσο παιδιάστικα που ήθελε να κρύψει το πρόσωπό της, όμως δεν μπορούσε να ξεμπλέξει το κουβάρι των συναισθημάτων της. Με φυσιολογική φωνή, απάντησε την ερώτησή της πριν προλάβει να το κάνει η Μιν. «Αυτό που θα κάνουμε είναι ότι θα καθίσουμε λίγο εδώ και θα μιλήσουμε». Έκανε τα λόγια της πράξη, διαλέγοντας ένα σημείο όπου τα πεσμένα φύλλα είχαν σχηματίσει ένα παχύ χαλί. Ένα δένδρο σχημάτιζε ένα ωραίο στήριγμα για την πλάτη τους. «Αλλά όχι για τον Ραντ. Θα μου λείψεις, Μιν. Είναι ωραίο που έχω μια φίλη να εμπιστεύομαι».
Η Μιν κάθισε δίπλα της σταυροπόδι κι άρχισε ανέμελα να ξεθάβει βότσαλα και να τα πετά στο ποταμάκι. «Η Νυνάβε είναι φίλη σου. Την εμπιστεύεσαι. Κι η Μπιργκίτε μοιάζει κι αυτή να είναι φίλη σου· μη σου πω ότι πιο πολλές ώρες περνάς μαζί της παρά με τη. Νυνάβε». Μια ρυτίδα χαράχτηκε στο μέτωπό της. «Ειλικρινά πιστεύει ότι αυτή είναι η Μπιργκίτε των θρύλων; Θέλω να πω, με το τόξο και την πλεξούδα —αναφέρονται σ’ όλα τα παραμύθια, έστω κι αν το τόξο της δεν είναι ασημένιο— και δεν φαντάζομαι να γεννήθηκε μ’ αυτό το όνομα».
«Μ’ αυτό γεννήθηκε», είπε η Ηλαίην προσέχοντας τα λόγια της. Κατά έναν τρόπο, ήταν αλήθεια. Το καλύτερο θα ήταν να έστρεφε τη συζήτηση τους αλλού. «Η Νυνάβε ακόμα δεν μπορεί να αποφασίσει αν είμαι φίλη ή αν είμαι κάποια την οποία πρέπει να φοβερίζει για να κάνει αυτό που κατά τη δική της γνώμη είναι το σωστό. Επίσης, θυμάται πιο συχνά απ’ όσο εγώ ότι είμαι η κόρη της Βασίλισσάς της. Νομίζω ότι μερικές φορές το χρησιμοποιεί ως κατηγορία. Εσύ δεν το κάνεις ποτέ».
«Μπορεί να μην εντυπωσιάζομαι». Η Μιν χαμογελούσε πλατιά, όμως τα λόγια της ήταν σοβαρά. «Εγώ γεννήθηκα στα Όρη της Ομίχλης, Ηλαίην, στα ορυχεία. Ο νόμος της μητέρας σου δεν έχει δύναμη τόσο μακριά στα δυτικά». Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της. «Συγγνώμη, Ηλαίην».
Συγκρατώντας ένα ξέσπασμα αγανάκτησης —η Μιν ήταν υπήκοος του Θρόνου του Λιονταριού ακριβώς όπως κι η Νυνάβε!— η Ηλαίην έγειρε το κεφάλι στο δένδρο. «Ας μιλήσουμε για κάτι ευχάριστο». Ο ήλιος φαινόταν να κρέμεται καυτός πάνω τους ανάμεσα από τα κλαριά, ο ουρανός ήταν ένα απέραντο γαλάζιο σεντόνι δίχως καν ένα συννεφάκι να σπάει τη μονοτονία ως τον ορίζοντα. Την έπιασε μια παρόρμηση κι ανοίχτηκε στο σαϊντάρ, το άφησε να τη γεμίσει· ήταν σαν να είχαν στραγγίξει όλη τη χαρά της ζωής από τον κόσμο και με το καταστάλαγμα να είχαν αντικαταστήσει κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες της. Αν μπορούσε να φέρει έστω κι ένα σύννεφο, θα ήταν σημάδι ότι όλα στο τέλος θα ήταν μια χαρά. Η μητέρα της θα ζούσε, ο Ραντ θα την αγαπούσε. Κι όσο για τη Μογκέντιεν... θα έβρισκαν λύση. Με κάποιον τρόπο. Ύφανε ένα εύθραυστο ιστό στον ουρανό μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα της, χρησιμοποιώντας Αέρα και Νερό, ψάχνοντας να βρει υγρασία για να φτιάξει σύννεφο. Αν πάσχιζε αρκετά... Η γλύκα δεν άργησε να γίνει πόνος, το σήμα κινδύνου· αν αντλούσε υπερβολική ποσότητα Δύναμης, θα σιγανευόταν μόνη της. Ένα συννεφάκι μόνο.
«Κάτι ευχάριστο;» είπε η Μιν. «Ξέρω ότι δεν θες να μιλάς για τον Ραντ, όμως αν αφήσεις τις δυο μας κατά μέρος, δεν παύει να είναι ό,τι πιο σημαντικό στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Κι ό,τι καλύτερο. Οι Αποδιωγμένοι πέφτουν σαν τις μύγες όπου κάνει την εμφάνιση του, ενώ τα έθνη μπαίνουν στην ουρά να τον προσκυνήσουν. Οι Άες Σεντάι εδώ είναι έτοιμες να τον υποστηρίξουν. Ξέρω ότι έτσι θα κάνουν, Ηλαίην· πρέπει να το κάνουν. Να δεις που μετά θα έρθει η Ελάιντα να του προσφέρει τον Πύργο. Η Τελευταία Μάχη θα είναι παιχνιδάκι γι’ αυτόν. Νικάει, Ηλαίην. Νικάμε».
Αφήνοντας την Πηγή, η Ηλαίην σωριάστηκε πίσω, ατενίζοντας έναν ουρανό κενό σαν τα συναισθήματά της. Δεν χρειαζόταν να ξέρεις να διαβιβάζεις για να δεις τον Σκοτεινό επί τω έργω, κι αφού μπορούσε να αγγίξει με τέτοιο τρόπο τον κόσμο, αφού μπορούσε να τον αγγίξει καν... «Σίγουρα νικάμε;» είπε, τόσο μαλακά που η Μιν δεν την άκουσε.
Το μέγαρο ήταν ακόμα μισοτελειωμένο κι οι ψηλές ξύλινες επενδύσεις της μεγάλης σάλας ακόμα ανοιχτόχρωμες κι αλέκιαστες, όμως η Φάιλε νι Μπασίρε τ’ Αϋμπάρα δεχόταν εκεί την αυλή της κάθε απόγευμα, όπως ήταν πρέπον για τη σύζυγο του άρχοντα, καθισμένη σε μια πελώρια καρέκλα με ψηλή ράχη και σκαλισμένα γεράκια, μπροστά σε ένα αστόλιστο πέτρινο τζάκι που αντίκριζε άλλο ένα στον απέναντι τοίχο του δωματίου. Στην άδεια καρέκλα πλάι της, με τους σκαλισμένους λύκους και τη μεγάλη λυκοκεφαλή στην κορυφή της, κανονικά θα καθόταν ο σύζυγός της, ο Πέριν τ’ Μπασίρε Αϋμπάρα, ο Πέριν ο Χρυσομάτης, Άρχοντας των Δύο Ποταμών.
Φυσικά, το μέγαρο ήταν απλώς ένα μεγάλο αγροτόσπιτο κι η σάλα είχε μήκος μικρότερο από δεκαπέντε βήματα —τι βλέμμα της είχε ρίξει ο Πέριν όταν αυτή επέμενε να την κάνουν τόσο μεγάλη· ακόμα ήταν συνηθισμένος να θεωρεί τον εαυτό του σιδερά, ή μαθητευόμενο σιδερά— και το όνομα που της είχαν δώσει όταν γεννιόταν ήταν Ζαρίν, όχι Φάιλε. Όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Ζαρίν, ήταν το όνομα μιας αργόσχολης γυναίκας που αναστέναζε περιπαθώς διαβάζοντας ποιήματα που είχαν γράψει κάποιοι για τα χαμόγελά της. Φάιλε, ήταν το όνομα που είχε διαλέξει η ίδια όταν είχε ορκιστεί κι είχε γίνει Κυνηγός του Κέρατος του Βαλίρ, και σήμαινε γεράκι στην παλιά Γλώσσα. Όσοι κοίταζαν καλά το πρόσωπό της, με τη λεπτή μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά και τα μαύρα γερτά μάτια της που πετούσαν αστραπές όταν θύμωνε, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία για το ποιο όνομα της ταίριαζε καλύτερα. Όσο για τους υπόλοιπους, οι προθέσεις είχαν μεγάλη σημασία. Εξίσου σημαντική ήταν η ευπρέπεια κι η κοσμιότητα.
Τα μάτια της εκείνη τη στιγμή άστραφταν. Δεν έφταιγε το πείσμα του Πέριν, ούτε και το εκτός εποχής λιοπύρι. Αν κι η αλήθεια ήταν ότι δεν βοηθούσε στα νεύρα της το ότι πάλευε άδικα με μια βεντάλια από φτερά φασιανού να κάνει αεράκι για να δροσίσει τον ιδρώτα που κυλούσε στα μάγουλά της.
Ήταν προχωρημένο απόγευμα και λίγοι έμεναν από τους ανθρώπους που είχαν έρθει για να κρίνει η Φάιλε τις διαφορές τους. Για την ακρίβεια, είχαν έρθει για να τους δεχθεί σε ακρόαση ο Πέριν, αλλά τον είχε τρομάξει η ιδέα ότι θα έβγαζε κρίση για ανθρώπους που τους ήξερε όλη του τη ζωή. Κι όταν η Φάιλε δεν κατάφερνε να τον στριμώξει, εξαφανιζόταν σαν λύκος στην ομίχλη όταν ερχόταν η ώρα της μέρας που δεχόταν τον κόσμο. Ευτυχώς που δεν τους πείραζε όταν τους άκουγε η Αρχόντισσα Φάιλε αντί για τον Άρχοντα Πέριν. Ή καλύτερα, ελάχιστοι ενοχλούνταν, κι είχαν τη σύνεση να το κρύψουν.
«Μου φέρατε να κρίνω τέτοιο πράγμα», είπε με ουδέτερη φωνή. Οι δύο γυναίκες που ίδρωναν μπροστά στην καρέκλα της έσυραν τα πόδια ταραγμένες και κοίταξαν τις γυαλισμένες σανίδες του πατώματος.
Οι πληθωρικές καμπύλες της Σαρμάντ Ζεφάρ με τη μπρουντζόχρωμη επιδερμίδα καλύπτονταν χωρίς να κρύβονται από ένα Ντομανικό φόρεμα με ψηλό γιακά αλλά σχεδόν διαφανές· το ανοιχτόχρυσο μετάξι ήταν φθαρμένο στον ποδόγυρο και τις άκρες των μανικιών, κι ήταν ακόμα αλατισμένο με λεκέδες από το ταξίδι που δεν καθάριζαν. Οι περίπολοι στα Όρη της Ομίχλης που έψαχναν για τα υπολείμματα της εισβολής των Τρόλοκ το περασμένο καλοκαίρι, έβρισκαν σπανίως τους θηριόμορφους Τρόλοκ —και ποτέ Μυρντράαλ, δόξα στο Φως— αλλά έβρισκαν σχεδόν καθημερινά πρόσφυγες, δέκα εδώ, είκοσι εκεί, πέντε κάπου αλλού. Οι περισσότεροι έρχονταν από την Πεδιάδα του Άλμοθ, αλλά πολλοί άλλοι ήταν από το Τάραμπον, ή από το Άραντ Ντόμαν όπως η Σαρμάντ Ζεφάρ, κι όλοι διέφευγαν από χώρες που τις είχε καταστρέψει η αναρχία που είχε ακολουθήσει τον εμφύλιο πόλεμο. Η Φάιλε δεν ήθελε να σκέφτεται πόσοι είχαν πεθάνει στα βουνά. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ούτε καν μονοπάτια, κι έτσι το ταξίδι από τα βουνά ήταν επίπονο ακόμα και στις καλύτερες συνθήκες, και τώρα οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά οι καλύτερες.
Η Ρέα Άβιν δεν ήταν πρόσφυγας, παρ’ όλο που φορούσε ένα αντίγραφο του Ταραμπονέζικου φορέματος από λεπτοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα, με μαλακές γκρίζες πτυχές που αγκάλιαζαν και τόνιζαν σχεδόν όσα και το ψιλό φορεματάκι της Σαρμάντ. Εκείνοι που είχαν επιζήσει από το μακρύ ταξίδι στα βουνά δεν είχαν φέρει μαζί τους μονάχα ανησυχητικές φήμες, αλλά και δεξιοτεχνίες που ήταν άγνωστες ως τότε στους Δύο Ποταμούς κι επίσης χέρια για να δουλέψουν στα αγροκτήματα που είχαν μακελέψει οι Τρόλοκ. Η Ρέα ήταν μια στρογγυλοπρόσωπη ομορφούλα που είχε γεννηθεί δύο μίλια από το σημείο που στεκόταν τώρα, και τα μελαχρινά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε μια χοντρή πλεξούδα που χυνόταν ως τη μέση της. Στους Δύο Ποταμούς οι κοπέλες έπλεκαν τα μαλλιά τους μόνο όταν ο Κύκλος των Γυναικών έλεγε ότι ήταν αρκετά μεγάλες για να παντρευτούν, είτε αυτό γινόταν στα δεκαπέντε είτε στα τριάντα τους, αν κι ελάχιστες περνούσαν τα είκοσι γι’ αυτό. Η Ρέα ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τη Φάιλε και φορούσε τα μαλλιά της πλεξούδα εδώ και τέσσερα χρόνια, όμως αυτή τη στιγμή έδειχνε σαν να τα είχε ακόμα λυτά στους ώμους της και να είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που πριν φαινόταν να είναι μια καλή ιδέα, στην πραγματικότητα ήταν το πιο ανόητο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Όσο γι’ αυτό, η Σαρμάντ φαινόταν να ντρέπεται πιο πολύ από τη Ρέα, παρ’ όλο που ήταν ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερη από τη Διποταμίτισσα· ως Ντομανή, πρέπει να ήταν ταπεινωτικό το να βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση. Η Φάιλε ήθελε να τις χαστουκίσει και τις δύο για να δουν αστράκια — μόνο που μια κυρία δεν θα έκανε κάτι τέτοιο.
«Ο άνδρας», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, «δεν είναι ούτε άλογο ούτε χωράφι. Δεν μπορεί καμία σας να τον έχει ιδιοκτησία της, και το ότι ήρθατε να με ρωτήσετε ποια έχει δικαίωμα πάνω του...» Ανάσανε αργά. «Αν πίστευα ότι ο Γουίλ αλ’Σην σας παραπλανά και τις δύο, ίσως να είχα κάτι να πω επ’ αυτού». Μπορεί ο Γουίλ να έτρωγε τις γυναίκες με τα μάτια κι εκείνες αυτόν —είχε πολύ καλοσχηματισμένες κνήμες— αλλά ποτέ δεν έδινε υποσχέσεις. Η Σάρμαντ έδειχνε ότι ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί· στο κάτω-κάτω, οι Ντομανές είχαν τη φήμη ότι τύλιγαν τους άνδρες στο μικρό τους δαχτυλάκι, κι όχι το αντίστροφο. «Τώρα, όμως, θα σας πω την απόφασή μου. Θα πάτε κι οι δύο στη Σοφία και θα της εξηγήσετε το ζήτημα, χωρίς να παραλείψετε το παραμικρό. Θα το αναλάβει εκείνη. Μέχρι να νυχτώσει, θέλω να ξέρω ότι σας είδε».
Οι δύο γυναίκες ξίνισαν τα μούτρα τους. Η Νταίζε Κόνγκαρ, που ήταν η Σοφία εδώ στο Πεδίο του Έμοντ, δεν έδειχνε κατανόηση για τέτοιες σαχλαμάρες. Καμιά φορά, το «δεν έδειχνε κατανόηση» ήταν ένας ήπιος τρόπος για να το περιγράψεις. Αλλά έκλιναν το γόνυ, μουρμουρίζοντας «Μάλιστα, Αρχόντισσα» εν χορώ με πένθιμο ύφος. Αν δεν το είχαν μετανιώσει ήδη, σίγουρα σε λίγο θα μετάνιωναν πικρά που είχαν σπαταλήσει το χρόνο της Νταίζε.
Και τον δικό μου χρόνο, σκέφτηκε αυστηρά. Οι πάντες ήξεραν ότι ο Πέριν σπανίως καθόταν να μιλήσει με τον κόσμο, αλλιώς αυτές οι δυο δεν θα έφερναν αυτό το ανόητο «πρόβλημά» τους. Αν ο Πέριν ήταν εκεί που όφειλε να είναι, θα προτιμούσαν να το σκάσουν παρά να το αναφέρουν μπροστά του. Η Φάιλε ευχήθηκε να είχε τα νευράκια της η Νταίζε από τη ζέστη. Κρίμα που δεν υπήρχε τρόπος να φέρει την Νταίζε να συμμαζέψει τον Πέριν.
Ο Τσεν Μπούι πήρε τη θέση των γυναικών πριν αυτές καλά-καλά απομακρυνθούν με απρόθυμα βήματα. Παρ’ όλο που στηριζόταν βαριά σε ένα μπαστούνι που ήταν ροζιασμένο σχεδόν όσο κι ο ίδιος, έκανε μια περίτεχνη υπόκλιση και μετά χάλασε την εντύπωση περνώντας τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του ανάμεσα από τα ίσια, αραιά μαλλιά του. Ως συνήθως, έμοιαζε να έχει κοιμηθεί φορώντας το τραχύ, καφέ σακάκι του. «Το Φως να σε φωτίζει, Αρχόντισσα Φάιλε, και τον ένδοξο σύζυγό σου, τον Άρχοντα Πέριν». Οι πομπώδεις λέξεις ακούγονταν παράξενες καθώς τις πρόφερε η στριγκή φωνή του. «Επίτρεψέ μου να προσθέσω στις ευχές του Συμβουλίου και τις δικές μου. Η εξυπνάδα και το κάλλος σου λαμπρύνουν τη ζωή μας, όπως κι η δικαιοσύνη των κρίσεων σου».
Η Φάιλε ταμπούρλισε τα δάχτυλά της στο μπράτσο της καρέκλας της και μετά συγκρατήθηκε. Περίκομψα εγκώμια αντί για τα συνηθισμένα ξινά παράπονα. Της θύμιζε ότι ήταν μέλος του Συμβουλίου του Χωριού στο Πεδίο του Έμοντ, κι επομένως ήταν ένας άνδρας με επιρροή που του έπρεπε σεβασμός. Με κείνο το ραβδί, ήθελε να κλέψει τη συμπόνια τους· ο καλαμοτεχνίτης ήταν ζωηρός σαν άλλους που είχαν τα μισά του χρόνια. Κάτι ήθελε. «Τι μου έφερες σήμερα, Αφέντη Μπούι;»
Ο Τσεν ορθώθηκε, ξεχνώντας να στηριχτεί στο μπαστούνι του. Κι επίσης ξεχνώντας να μιλήσει χωρίς χολή στη φωνή του. «Πρόκειται για αυτούς τους ξενομερίτες που μας κατέκλυσαν, φέρνοντας λογής-λογής πράγματα που δεν τα θέλουμε εδώ». Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε ξεχάσει ότι κι ο ίδιος ήταν ξενομερίτης· το ίδιο ήταν κι οι περισσότεροι στους Δύο Ποταμούς. «Παράξενα χούγια, Αρχόντισσά μου. Απρεπή ρούχα. Σίγουρα θα σου πουν οι γυναίκες πώς ντύνονται αυτά τα γύναια οι Ντομανές, αν δεν στα έχουν ήδη πει». Το οποίο είχε συμβεί, από κάποιες, αν και μια φευγαλέα λάμψη στα μάτια του Τσεν έλεγε ότι ο ίδιος θα λυπόταν αν η Φάιλε ενέδιδε στις απαιτήσεις τους. «Ξένοι που μας κλέβουν τη μπουκιά από το στόμα, που μας παίρνουν τις δουλειές μας. Πάρε για παράδειγμα εκείνον τον Ταραμπονέζο που φτιάχνει εκείνες τις χαζομάρες τα κεραμίδια. Δεν τον νοιάζουν οι νοικοκύρηδες των Δύο Ποταμών. Αφού ο άνθρωπος...»
Η Φάιλε έκανε αέρα με τη βεντάλια κι έπαψε να ακούει, ενώ η όψη της έλεγε ότι έδινε αμέριστη προσοχή· ήταν μια τέχνη που της είχε μάθει ο πατέρας της, αναγκαία σε τέτοιες περιπτώσεις. Φυσικά. Οι κεραμιδένιες σκεπές του Αφέντη Χόρνβαλ θα ανταγωνίζονταν τις καλαμένιες του Τσεν.
Δεν συμμερίζονταν όλοι τα συναισθήματα που έτρεφε ο Τσεν για τους νεοφερμένους. Ο Χάραλ Λούχαν, ο σιδεράς του Πεδίου του Έμοντ, είχε συνεταιριστεί με έναν Ντομανό μαχαιροποιό κι έναν γανωτή από την Πεδιάδα του Αλμοθ, κι ο Αφέντης Άυντερ είχε προσλάβει τρεις άνδρες και δύο γυναίκες που ήξεραν από κατασκευή επίπλων και ξυλογλυπτική, κι επίσης από επιχρύσωση, αν και σε κείνα τα μέρη δεν περίσσευε χρυσάφι για τέτοιες δουλειές. Η καρέκλα της Φάιλε κι η άλλη του Πέριν ήταν δική τους δουλειά, και θα ξεχώριζε παντού. Επιπλέον, ο ίδιος ο Τσεν είχε πάρει έξι βοηθούς, που δεν ήταν όλοι Διποταμίτες· είχαν καεί πολλές στέγες τότε που είχαν έρθει οι Τρόλοκ, και παντού κατασκευάζονταν καινούρια σπίτια. Ο Πέριν δεν είχε δικαίωμα να την αναγκάζει να ακούει μόνη της αυτές τις χαζομάρες.
Μπορεί οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών να τον είχαν ανακηρύξει άρχοντά τους —και καλά είχαν κάνει, αφού τους είχε οδηγήσει στη νίκη εναντίον των Τρόλοκ— και μπορεί ο Πέριν να συνειδητοποιούσε πια ότι αυτό δεν άλλαζε —και καλά που το καταλάβαινε, αφού αυτοί υποκλίνονταν και τον αποκαλούσαν Άρχοντα Πέριν κατάμουτρα ενώ τους είχε ζητήσει να μη το κάνουν— αλλά όμως στύλωνε τα πόδια κι αρνιόταν τα τυπικά που συνεπαγόταν το ότι ήταν άρχοντάς τους, τα πράγματα που περίμενε ο λαός από τους άρχοντες και τις αρχόντισσές του. Το χειρότερο ήταν ότι δυσφορούσε με τα καθήκοντά του άρχοντα. Η Φάιλε ήξερε ακριβώς ποια ήταν αυτά τα πράγματα, ως μεγαλύτερο επιζών τέκνο του Ντάβραμ τ’ Γκαλίν Μπασίρ, Άρχοντα του Μπασίρε, του Τυρ και του Σιντόνα, Αμύντορα της Μεθορίου της Μάστιγας, Υπερασπιστή της Χώρας, Στρατάρχη της Βασίλισσας Τενοβίας της Σαλδαίας. Ήταν αλήθεια ότι η Φάιλε το είχε σκάσει για να γίνει Κυνηγός του Κέρατος —κι ύστερα το είχε εγκαταλείψει κι αυτό για τον σύζυγό της, κάτι που ακόμα την ξάφνιαζε— αλλά αυτά τα θυμόταν. Ο Πέριν άκουγε όταν του τα εξηγούσε, κι ένευε το κεφάλι συμφωνώντας στα κατάλληλα σημεία, αλλά για να τα κάνει στην πράξη αυτά, ήταν σαν να προσπαθούσες να βάλεις ένα άλογο να χορέψει το σα’σάρα.
Ο Τσεν τα είπε και τελείωσε τινάζοντας σάλια, και μόλις που θυμήθηκε να μη ξεστομίσει τις λοιδωρίες που πάλευαν να βγουν.
«Ο Πέριν κι εγώ προτιμήσαμε καλαμοσκεπή», είπε γαλήνια η Φάιλε. Ενώ ακόμα ο Τσεν ένευε αυτάρεσκα, εκείνη πρόσθεσε, «Ακόμα δεν την τελείωσες». Ο Τσεν τινάχτηκε. «Αφέντη Μπούι, φαίνεται ανέλαβες πιο πολλές σκεπές απ’ όσες προλαβαίνεις να φτιάξεις. Αν δεν τελειώσει σύντομα η δική μας, φοβάμαι ότι θα πρέπει να ρωτήσω τον Αφέντη Χόρνβαλ για τα κεραμίδια του». Ο Τσεν ανοιγόκλεινε γοργά το στόμα χωρίς να βγάζει ήχο· αν έβαζαν κεραμιδοσκεπή στο μέγαρο, θα τους ακολουθούσαν κι άλλοι. «Χάρηκα για τις απόψεις που εξέθεσες, όμως είμαι βέβαιη ότι θα προτιμούσες να τελειώσεις τη στέγη μου παρά να χρονοτριβείς με άσκοπες συζητήσεις, οσοδήποτε ευχάριστες».
Σφίγγοντας τα χείλη, ο Τσεν την αγριοκοίταξε για μια στιγμή και μετά έκανε όπως-όπως μια υπόκλιση. Μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο όπου ξεχώριζε μόνο το «Αρχόντισσά μου» στο τέλος, βγήκε κροτώντας το γυμνό δάπεδο με το μπαστούνι του. Τι πράγματα έβρισκε ο κόσμος για να την απασχολεί. Ο Πέριν θα αναλάβαινε το μερίδιο που του αναλογούσε, ακόμα κι αν η Φάιλε χρειαζόταν να τον δέσει χειροπόδαρα.
Οι υπόλοιποι δεν ήταν τόσο ενοχλητικοί. Μια γυναίκα, παχουλή κάποτε που τώρα το μπαλωμένο λουλουδάτο φόρεμα της κρεμόταν πάνω της σαν σακί, η οποία είχε έρθει από το Τόμαν Χεντ, πέρα από την Πεδιάδα του Άλμοθ, ήθελε να ασχοληθεί με βότανα και γιατρικά. Ο κρεμανιαλάς ο Τζον Αγιέλιν που έτριβε το φαλακρό κεφάλι του κι ο λιπόσαρκος Ταντ Τόρφιν που έπαιζε με τα πέτα του σακακιού του, οι οποίοι διαφωνούσαν για τα όρια των χωραφιών τους. Δύο μελαψοί Ντομανοί που φορούσαν μακριά δερμάτινα γιλέκα κι είχαν ψαλιδισμένα γενάκια, μεταλλωρύχοι που πίστευαν ότι είχαν δει δείγματα χρυσού κι ασημιού εκεί κοντά καθώς περνούσαν από τα βουνά. Και σιδήρου, αν κι αυτό δεν τους ενδιέφερε τόσο. Και τέλος μια νευρώδης Ταραμπονέζα, μ’ ένα διάφανο πέπλο στο στενό πρόσωπό της και τα μαλλιά πλεγμένα να σχηματίζουν ένα πλήθος λεπτά κοτσιδάκια, η οποία ισχυριζόταν ότι ήταν μαστόρισοα ταπητουργός κι ήξερε πώς να φτιάξει αργαλειό.
Τη γυναίκα που ενδιαφερόταν για τα βότανα, η Φάιλε την έστειλε στον τοπικό Κύκλο των Γυναικών· αν η Εσπάρα Σόμαν ήξερε γι’ αυτά που έλεγε, τότε θα της έβρισκαν θέση να βοηθά κάποια από τις Σοφίες των χωριών. Με τόσο καινούριο κόσμο που κατέφθανε, καθώς πολλοί ήταν σε άσχημη κατάσταση από το ταξίδι τους, όλες οι Σοφίες στους Δύο Ποταμούς είχαν από μια-δυο μαθητευόμενες, κι έψαχναν και για άλλες. Μπορεί να μην ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε η Εσπάρα, αλλά θα έπρεπε να αρχίσει από κει. Μετά από λίγες ερωτήσεις, έγινε φανερό πως ούτε ο Ταντ, ούτε ο Τζον δεν θυμόταν συγκεκριμένα πού ακριβώς ήταν τα σύνορά τους —όπως φαινόταν, καυγάδιζαν γι’ αυτά από πριν ακόμα γεννηθεί η Φάιλε— κι έτσι τους ορμήνεψε να μοιράσουν τη διαφορά. Μάλλον κι οι ίδιοι περίμεναν ότι τέτοια απόφαση θα είχε πάρει το Συμβούλιο του Χωριού και γι’ αυτό είχαν κρατήσει τον καυγά μεταξύ τους τόσο καιρό.
Στους άλλους έδωσε την άδεια που είχαν ζητήσει. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζονταν καμία άδεια, όμως ήταν καλύτερα να τους έδειχνε από την αρχή ποιος είχε την εξουσία εκεί. Η Φάιλε τους πρόσφερε τη συναίνεσή της κι ασήμι για να αγοράσουν προμήθειες, και σε ανταπόδοση τους έβαλε και συμφώνησαν πως θα έδιναν στον Πέριν το ένα δέκατο όσων θα έβρισκαν, όπως επίσης κι ότι θα εντόπιζαν το σίδηρο που είχαν αναφέρει. Αυτό δεν θα άρεσε στον Πέριν, όμως στους Δύο Ποταμούς δεν υπήρχαν φόροι κι άλλα τέτοια, ενώ οι άρχοντες έπρεπε να κάνουν πράγματα τα οποία απαιτούσαν χρήματα. Όσο για το σίδηρο, αυτός θα ήταν εξίσου πολύτιμος με το χρυσάφι. Όσο για τη Λίαλε Μοσράρα, αν η Ταραμπονέζα δεν είχε τις ικανότητες που ισχυριζόταν, τότε η επιχείρησή της δεν θα μακροημέρευε, αν όμως τις είχε... Είχαν ήδη τρεις υφάντρες κι αυτό σήμαινε ότι του χρόνου όταν έρχονταν οι έμποροι θα έβρισκαν κι άλλα πράγματα εκτός από ανεπεξέργαστο μαλλί, κι ότι θα υπήρχαν ωραία χαλιά ως άλλο ένα εμπορικό αγαθό που θα απέφερε ρευστό χρήμα στην περιοχή. Η Λίαλε υποσχέθηκε ότι θα έφερνε στο μέγαρο τα πρώτα και τα καλύτερα που θα έβγαζαν οι αργαλειοί της, κι η Φάιλε δέχθηκε ευγενικά το δώρο με ένα νεύμα· θα μπορούσε να πληρώσει για τα υπόλοιπα χαλιά όταν κι αν έρχονταν ποτέ. Τα πατώματα ήθελαν κάτι να τα κρύψει. Με δυο λόγια, όλοι έμοιαζαν αρκετά ικανοποιημένοι. Ακόμα κι ο Τζον με τον Ταντ.
Καθώς η Ταραμπονέζα έκανε πίσω κλίνοντας το γόνυ, η Φάιλε σηκώθηκε, χαρούμενη που είχε ξεμπερδέψει, και μετά σταμάτησε καθώς από μια από τις πόρτες δεξιά κι αριστερού του τζακιού μπήκαν μέσα τέσσερις γυναίκες, φορώντας τα σκούρα φουστάνια από ανθεκτικό μάλλινο ύφασμα των Δύο Ποταμών. Η Νταίζε Κόνγκαρ, ψηλή σαν άνδρας και πιο φαρδιά, δέσποζε πάνω στις άλλες Σοφίες και προχώρησε μπροστά για να πάρει αρχηγική θέση εδώ στα περίχωρα του χωριού της. Η Εντέλ Γκαέλιν, από το Λόφο της Σκοπιάς, γκριζομάλλα και λεπτοκαμωμένη, έκανε σαφές με το στητό κορμί της και την παγερή έκφραση στο πρόσωπο ότι κατά τη γνώμη της αυτή έπρεπε να ήταν στη θέση της Νταίζε, έστω και μόνο για την ηλικία της και τα χρόνια που είχε σ’ αυτό το αξίωμα. Η Έλγουιν Τάρον, η Σοφία του Ντέβεν Ράιντ, ήταν η κοντύτερη από τις τέσσερις, μια στρογγυλωπή γυναικούλα με ευχάριστο, στοργικό χαμόγελο που δεν χανόταν από το στόμα της ακόμα κι όταν σε ανάγκαζε να κάνεις αυτό που δεν ήθελες να κάνεις. Τελευταία ακολουθούσε η Μίλα αλ’Αζάρ από το Τάρεν Φέρυ, που ήταν η νεότερη, που σχεδόν θα μπορούσε να είναι κόρη της Εντέλ· πάντα έδειχνε διστακτική όταν βρισκόταν κοντά στις άλλες.
Η Φάιλε έμεινε όρθια, κουνώντας αργά τη βεντάλια της. Τώρα πραγματικά ευχόταν να ’χει εκεί τον Πέριν. Το ευχόταν μ’ όλη της την καρδιά. Αυτές οι γυναίκες στα χωριά τους είχαν ίση εξουσία με τον δήμαρχο —μερικές φορές, κατά κάποιους τρόπους, μεγαλύτερη— κι έπρεπε να τις αντιμετωπίσει με προσοχή, με τον προσήκοντα σεβασμό κι αξιοπρέπεια. Αυτό δυσκόλευε την κατάσταση. Μπροστά στον Πέριν γίνονταν κοριτσόπουλα όλο χάχανα που πάσχιζαν να τον ευχαριστήσουν, αλλά μαζί της... Οι Δύο Ποταμοί εδώ κι αιώνες δεν είχαν ευγενείς· επτά γενιές τώρα δεν είχαν δει καν απεσταλμένο της Βασίλισσας του Κάεμλυν. Ακόμα όλοι προσπαθούσαν να βρουν πώς έπρεπε να φέρονται μπροστά σε έναν άρχοντα και μια αρχόντισσα, ακόμα κι αυτές οι τέσσερις μπροστά της. Μερικές φορές ξεχνούσαν ότι ήταν η Αρχόντισσα Φάιλε κι έβλεπαν μονάχα μια νεαρή γυναίκα της οποίας το γάμο είχε τελέσει πριν λίγους μόνο μήνες. Τη μια στιγμή ήταν όλο γονυκλισίες και «μάλιστα βεβαίως Αρχόντισσά μου» κι αμέσως μετά της έλεγαν τι ακριβώς να κάνει για κάποιο ζήτημα χωρίς να βλέπουν τίποτα παράδοξο. Δεν θα τα φορτώνεις πια όλα σε μένα, Πέριν.
Τώρα έκλιναν το γόνυ, όπως μπορούσε η καθεμιά, κι είπαν «Το Φως να σε φωτίζει, Αρχόντισσά μου», η μια πάνω στην άλλη.
Τώρα που είχαν τελειώσει οι φιλοφρονήσεις, η Νταίζε ξανάρχισε πριν καν ξαναορθώσει το κορμί της «Άλλα τρία αγόρια το έσκασαν, Αρχόντισσά μου». Ο τόνος της ήταν κάπου ανάμεσα στο σεβασμό της διατύπωσης της και στο άκου-τώρα-να-στα-πω-μικρή-μου που συνήθιζε καμιά φορά. «Ο Νταβ Αγιέλιν, ο Γιούιν Φίνγκαρ κι ο Έλαμ Ντάουτρη. Το έσκασαν για να δουν τον κόσμο, εξαιτίας των ιστοριών που λέει ο Άρχοντας Πέριν για το τι υπάρχει εκεί έξω».
Η Φάιλε βλεφάρισε έκπληκτη. Αυτοί οι τρεις δεν ήταν δα τίποτα παιδάκια. Ο Νταβ κι ο Έλαμ ήταν συνομήλικοι του Πέριν, κι ο Γιούιν είχε τα χρόνια της Φάιλε. Όσο για τις ιστορίες του Πέριν, τις οποίες αφηγείτο σπανίως κι απρόθυμα, δεν ήταν πια ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι νεαροί των Δύο Ποταμών μάθαιναν για τον έξω κόσμο. «Θα μπορούσα να ζητήσω από τον Πέριν να σας μιλήσει, αν θέλετε».
Οι γυναίκες αναστατώθηκαν· η Νταίζε τον έψαξε με βλέμμα προσδοκίας, η Εντέλ κι η Μίλα έστρωσαν αυτομάτως τα φουστάνια τους, κι η Έλγουιν, ασυναίσθητα κι αυτή, τράβηξε τη πλεξούδα πάνω από τον ώμο της και την ίσιωσε με προσοχή. Ξαφνικά κατάλαβαν τι έκαναν και μαρμάρωσαν, χωρίς να κοιτάζονται. Και χωρίς να κοιτάζουν ούτε την ίδια. Το μόνο πλεονέκτημα που είχε η Φάιλε μπροστά τους ήταν ότι ήξεραν τι επίδραση είχε πάνω τους ο σύζυγός της. Είχε δει πολλές φορές αυτές τις γυναίκες να ορθώνουν το κορμί μετά από μια συνάντηση με τον Πέριν και να ορκίζονται ολοφάνερα ότι δεν θα τον άφηναν ξανά να τις επηρεάσει· κι είχε πολλές φορές την αποφασιστικότητά τους να γίνεται καπνός μόλις τον έβλεπαν. Δεν ήξεραν αν προτιμούσαν να μιλήσουν με τον Πέριν ή μ’ αυτήν.
«Δεν είναι ανάγκη», είπε η Εντέλ μετά από μια παύση. «Τα αγόρια που το σκάνε είναι ένας μπελάς αλλά τίποτα παραπάνω». Ο τόνος της είχε ξεφύγει λιγάκι από το «Αρχόντισσά μου»
της Νταίζε, κι η παχουλούλα η Έλγουιν πρόσθεσε ένα χαμόγελο κατάλληλο για μητέρα που το απηύθυνε στην κόρη της.
«Μιας κι ήρθαμε ως εδώ, καλή μου, ας πούμε και κάτι ακόμα. Το νερό. Ξέρεις, υπάρχει κόσμος που ανησυχεί».
«Μήνες έχει να βρέξει», πρόσθεσε η Εντέλ, κι η Νταίζε ένευσε.
Η Φάιλε ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ήταν έξυπνες γυναίκες κι αποκλείεται να πίστευαν ότι ο Πέριν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. «Οι πηγές ρέουν ακόμα κι ο Πέριν διέταξε να σκάψουν κι άλλα πηγάδια». Για την ακρίβεια το είχε προτείνει απλώς, όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, ευτυχώς. «Και πριν έρθει ο καιρός της σποράς, τα κανάλια άρδευσης από το Νεροδάσος θα έχουν τελειώσει». Αυτό ήταν δική της δουλειά· τα μισά χωράφια της Σαλδαίας αρδεύονταν, όμως εδώ κανείς δεν είχε ακούσει γι’ αυτή τη μέθοδο. «Πάντως κάποια στιγμή οι βροχές θα έρθουν. Τα κανάλια είναι απλώς για παν ενδεχόμενο». Η Νταίζε ένευσε ξανά, αργά, όπως επίσης η Έλγουιν κι η Εντέλ. Όμως αυτά ήταν γνωστά σε όλες τους.
«Δεν είναι η βροχή», μουρμούρισε η Μίλα. «Δηλαδή, δεν είναι μόνο η βροχή. Δεν είναι φυσικά όλα αυτά. Να, καμία από μας δεν μπορεί να Ακούσει τον Ανεμο». Καμπούριασε τους ώμους βλέποντας τις άλλες να κατσουφιάζουν ξαφνικά. Προφανώς της είχε ξεφύγει, κι επίσης είχε αποκαλύψει κάποια μυστικά. Υποτίθεται ότι οι Σοφίες μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό Ακούγοντας τον Άνεμο· τουλάχιστον έλεγαν ότι έτσι έκαναν όλες. Πάντως η Μίλα συνέχισε πεισματικά. «Ε, να που δεν μπορούμε! Αντί γι’ αυτό, χαζεύουμε τα σύννεφα, βλέπουμε τι κάνουν τα πουλιά, τα μυρμήγκια κι οι κάμπιες και...» Πήρε μια βαθιά ανάσα, στύλωσε το κορμί, αλλά και πάλι απέφυγε τα βλέμματα που της έριχναν οι άλλες Σοφίες. Η Φάιλε αναρωτήθηκε πώς τα έβγαζε πέρα με τον Κύκλο των Γυναικών στο Τάρεν Φέρυ, ή έστω με το Συμβούλιο του Χωριού. Φυσικά, κι εκείνοι ήταν νεοφερμένοι σ’ αυτό όπως κι η Μίλα· το χωριό αυτό είχε χάσει ολόκληρο τον πληθυσμό του όταν είχαν έρθει οι Τρόλοκ, κι όλοι εκεί ήταν καινούριοι. «Δεν είναι φυσικό, Αρχόντισσά μου. Τα πρώτα χιόνια έπρεπε να έχουν πέσει πριν βδομάδες, όμως μοιάζει λες κι είναι μεσοκαλόκαιρο. Δεν ανησυχούμε, Αρχόντισσά μου, φοβόμαστε! Αφού δεν το παραδέχεται καμία άλλη, να το παραδεχτώ εγώ. Τα βράδια μένω ξυπνητή. Ένα μήνα έχω να κοιμηθώ κανονικά, και...» Η φωνή της ξεψύχησε και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα όταν κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει. Ως Σοφία, κανονικά έπρεπε να διατηρεί την αυτοκυριαρχία της· δεν μπορούσε να διαλαλεί ότι φοβόταν.
Οι άλλες έστρεψαν το βλέμμα από τη Μίλα στη Φάιλε. Δεν είπαν τίποτα κι ήταν τόσο ανέκφραστες που θα τις περνούσες για Άες Σεντάι.
Τώρα η Φάιλε καταλάβαινε. Η Μίλα είχε ξεστομίσει την καθαρή αλήθεια. Ο καιρός δεν ήταν φυσικός· ήταν άκρως αφύσικος. Κι η ίδια η Φάιλε συχνά ξαγρυπνούσε και προσευχόταν να βρέξει, ή ακόμα καλύτερα να χιονίσει, και προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι ενέδρευε πίσω από τον καύσωνα και την ανομβρία. Αλλά όμως η Σοφία έπρεπε υποτίθεται να καθησυχάζει τον κόσμο. Σε ποιον θα πήγαινε όταν ήθελε να την καθησυχάσουν αυτήν;
Μπορεί αυτές οι γυναίκες να μην ήξεραν τι έκαναν, αλλά είχαν έρθει στο κατάλληλο μέρος. Ένα μέρος του συμφώνου μεταξύ αριστοκρατών και λαϊκών, που το είχε εσωτερικεύσει η Φάιλε από τη στιγμή που είχε γεννηθεί, ήταν ότι οι αριστοκράτες πρόσφεραν ασφάλεια και σιγουριά. Κι ένας τρόπος για να προσφέρεις ασφάλεια ήταν να θυμίσεις στον ανθρώπους ότι οι δύσκολοι καιροί δεν θα κρατούσαν παντοτινά. Αν η σημερινή μέρα ήταν κακή, το αύριο θα ήταν καλύτερο, κι αν όχι το αύριο τότε το μεθαύριο. Ευχήθηκε να το πίστευε κι η ίδια, όμως της είχαν διδάξει να προσφέρει κουράγιο σ’ όσους εξαρτώνταν απ’ αυτήν, ακόμα κι όταν δεν της είχε μείνει κουράγιο για την ίδια, να μαλακώνει τους φόβους τους, όχι να τους χειροτερεύει με τους δικούς της.
«Ο Πέριν μου είπε για το λαό του πριν πατήσω το πόδι μου εδώ», είπε. Δεν ήταν άνθρωπος που κόμπαζε, όμως του ξέφευγαν κάποιες κουβέντες. «Όταν το χαλάζι ποδοπατά τα σπαρτά σας, όταν ο χειμώνας σκοτώνει τα μισά πρόβατα, εσείς ανασκουμπώνεστε και συνεχίζετε. Όταν οι Τρόλοκ ρήμαξαν τους Δύο Ποταμούς, αρχίσατε ευθύς αμέσως την ανοικοδόμηση». Δεν θα το πίστευε για τους νότιους αν δεν το είχε δει με τα μάτια της, Αυτοί οι άνθρωποι θα τα πήγαιναν μια χαρά στη Σαλδαία, όπου οι επιδρομές των Τρόλοκ ήταν κάτι αναμενόμενο, τουλάχιστον στα βόρεια. «Δεν μπορώ να σας πω ότι αύριο ο καιρός θα διορθωθεί. Μπορώ να σας πω ότι ο Πέριν κι εγώ θα κάνουμε αυτό που πρέπει να γίνει, ό,τι πρέπει να γίνει. Και δεν χρειάζεται να σας πω ότι θα δεχθείτε αυτό που θα σας φέρνει η κάθε μέρα, ό,τι κι αν είναι αυτό, και θα είστε έτοιμοι να αντιμετωπίσετε την επόμενη. Τέτοιους ανθρώπους γεννούν οι Δύο Ποταμοί. Τέτοια είναι η φύση σας».
Ήταν στ’ αλήθεια έξυπνες. Αν δεν είχαν παραδεχτεί ούτε στον εαυτό τους το λόγο που είχαν έρθει, τώρα σίγουρα τον καταλάβαιναν. Αν ήταν λιγότερο έξυπνες, ίσως να εξοργίζονταν. Όμως ακόμα και τα λόγια που έλεγαν μεταξύ τους πριν, τώρα είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα καθώς έρχονταν από άλλο στόμα. Φυσικά, υπήρχε μια ντροπή σ’ αυτό. Στάθηκαν μπερδεμένες, τα μάγουλά τους έγιναν κατακόκκινα, και φάνηκε ότι εύχονταν σιωπηλά να χάνονταν από προσώπου γης.
«Ναι, φυσικά», είπε η Νταίζε. Έφερε τα στιβαρά της χέρια στους πλατιούς γοφούς της και κοίταξε τις άλλες Σοφίες, προκαλώντας τις να της αντιμιλήσουν. «Αυτό δεν έλεγα κι εγώ; Η κοπέλα τα λέει σωστά. Αυτό είπα όταν είχε πρωτόρθει εδώ πέρα. Αυτή η κοπέλα έχει μυαλό, είπα».
Η Εντέλ ξεφύσηξε. «Είπε κανένας το αντίθετο, Νταίζε; Δεν άκουσα τέτοιο πράγμα. Μια χαρά τα πάει». Πρόσθεσε μιλώντας στη Φάιλε, «Μια χαρά τα πας, στ’ αλήθεια».
Η Μίλα έκλινε το γόνυ. «Σ’ ευχαριστώ, Αρχόντισσα Φάιλε. Κι εγώ τα ίδια είπα σε πενήντα ανθρώπους, αλλά όταν τα λες εσύ, είναι κάπως—» Ένα δυνατό βήξιμο της Νταίζε τη διέκοψε· το είχε παρατραβήξει. Η Μίλα έγινε ακόμα πιο κόκκινη.
«Πολύ καλή δουλειά, Αρχόντισσά μου». Η Έλγουιν έγειρε μπροστά κι άγγιξε με το δάχτυλο το στενό, σχιστό φόρεμα ιππασίας που προτιμούσε να φορά η Φάιλε. «Όμως υπάρχει μια Ταραμπονέζα μοδίστρα στο Ντέβεν Ράιντ που μπορεί να σου κάνει κάτι ακόμα καλύτερο. Αν δεν σε πειράζει που στο λέω. Μίλησα μαζί της και τώρα κάνει σεμνά φορέματα, εκτός από εκείνα που είναι για τις παντρεμένες». Το στοργικό χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό της, ανεκτικό κι αποφασιστικό συνάμα. «Και για εκείνες που ερωτοτροπούν. Να δεις τι ωραία που τα κάνει. Θα της άρεσε πολύ να δουλέψει με το χρώμα σου και τη φιγούρα σου».
Η Νταίζε χαμογέλασε συγκαταβατικά πριν τελειώσει η άλλη τα λόγια της. «Η Θερίλ Μάρζα, εδώ στο Πεδίο του Έμοντ, ήδη ράβει έξι φορέματα για την Αρχόντισσα Φάιλε. Και μια πανέμορφη τουαλέτα». Η Έλγουιν όρθωσε το κορμί, η Εντέλ σούφρωσε τα χείλη, ακόμα κι η Μίλα φάνηκε σκεπτική.
Για τη Φάιλε, η ακρόαση είχε λήξει. Η Ντομανή μοδίστρα ήθελε αποφασιστικότητα και συνεχή επαγρύπνηση για να μη ντύσει τη Φάιλε σαν να πήγαινε στην αυλή του Έμπου Νταρ. Η τουαλέτα ήταν ιδέα της Νταίζε για να της κάνει έκπληξη· παρ’ όλο που ήταν φτιαγμένη με τη μόδα της Σαλδαίας κι όχι του Άραντ Ντόμαν, η Φάιλε δεν ήξερε πού θα τη φορούσε. Στους Δύο Ποταμούς θα αργούσαν να οργανωθούν επίσημοι χοροί και δεξιώσεις. Αν τις άφηνε να κάνουν του κεφαλιού τους, οι Σοφίες θα έμπαιναν σε ανταγωνισμό ποιο χωριό θα την έντυνε.
Τους πρόσφερε τσάι, σχολιάζοντας ανέμελα ότι θα μπορούσα να συζητήσουν πώς να εμψυχώσουν τον κόσμο για τον καιρό. Αυτό έπεφτε βαρύ, μετά από εκείνα τα τελευταία λεπτά, κι οι τέσσερις γυναίκες έσπευσαν να πουν για άλλα καθήκοντα που δεν τους επέτρεπαν να μείνουν.
Συλλογισμένη, τις παρακολούθησε να φεύγουν, με τη Μίλα στην οπισθοφυλακή ως συνήθως, σαν παιδί πίσω από τις μεγαλύτερες αδελφές του. Ίσως θα μπορούσε να πει κατ’ ιδίαν μερικά λογάκια με τον Κύκλο των Γυναικών του Τάρεν Φέρυ. Κάθε χωριό χρειαζόταν έναν δυνατό δήμαρχο και μια δυνατή Σοφία που να διαφυλάττουν τα συμφέροντά του. Διακριτικά, μετρημένα λογάκια. Όταν ο Πέριν είχε ανακαλύψει ότι η Φάιλε μιλούσε με τους άνδρες του Τάρεν Φέρυ πριν τις εκλογές για τον δήμαρχο —αν κάποιος είχε μυαλό κι υποστήριζε την ίδια και τον Πέριν, γιατί να μη μάθουν οι άνδρες που ψήφιζαν ότι αυτή κι ο Πέριν ανταπέδιδαν την υποστήριξη του;— τότε... Ήταν γλυκός άνθρωπος, και δεν θύμωνε εύκολα, όμως η Φάιλε για λόγους προφύλαξης είχε κλειδωθεί στην κρεβατοκάμαρά τους μέχρι που ο Πέριν είχε ηρεμήσει. Κι είχε ηρεμήσει μόνο όταν η Φάιλε του είχε υποσχεθεί να μην «αναμιχθεί»ξανά σε δημαρχιακές εκλογές, ούτε απροκάλυπτα, ούτε πίσω από την πλάτη του. Αυτό το τελευταίο ήταν πολύ άδικο εκ μέρους του. Και της έδενε τα χέρια. Αλλά δεν του είχε περάσει από το μυαλό να αναφέρει και τις ψήφους του Κύκλου των Γυναικών. Σ’ αυτή την περίπτωση, η άγνοιά θα του έκανε καλό. Και στο Τάρεν Φέρυ επίσης.
Όπως τον σκεφτόταν, θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της. Η βεντάλια με τα φτερά άρχισε να κινείται πιο γρήγορα. Η σημερινή μέρα δεν ήταν η χειρότερη αν έκρινες με βάση τις ανοησίες που είχαν ακουστεί, και δεν ήταν καν η χειρότερη με τις Σοφίες —καμία δεν την είχε ρωτήσει πότε θα περίμενε διάδοχο ο Άρχοντας Πέριν, δόξα στο Φως!— αλλά ίσως η ασίγαστη ζέστη να είχε ωθήσει τον εκνευρισμό της στα άκρα. Ο Πέριν θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του, ειδάλλως...
Ένα μακρύ μπουμπουνητό ακούστηκε πάνω από το μέγαρο, και μια αστραπή φώτισε τα παράθυρα. Μέσα της ξεπήδησε μια ελπίδα. Αν είχε έρθει βροχή...
Έτρεξε αθόρυβα με τα μαλακά παπούτσια της, ψάχνοντας τον Πέριν. Ήθελε να μοιραστεί μαζί του τη βροχή. Και δεν θα ξεχνούσε να του πει λίγα αυστηρά λογάκι. Κι όχι μόνο λίγα, αν χρειαζόταν.
Ο Πέριν ήταν εκεί που περίμενε να τον βρει, ψηλά στον δεύτερο όροφο, στη στεγασμένη βεράντα της πρόσοψης· ήταν ένας σγουρομάλλης με απλό καφέ σακάκι, με γερούς ώμους και μπράτσα. Της είχε γυρισμένη τη φαρδιά πλάτη του κι έγερνε σε μια κολόνα της βεράντας. Ατένιζε το έδαφος σε μια πλευρά του μεγάρου, όχι ψηλά τον ουρανό. Η Φάιλε κοντοστάθηκε στην πόρτα.
Η βροντή ακούστηκε ξανά και μια αστραπή απλώθηκε γαλάζια στον ουρανό. Μια αστραπή από τη ζέστη, σε έναν ανέφελο ουρανό. Δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι βροχής. Καθόλου βροχή για να ανακουφίσει τη ζέστη. Καθόλου χιόνι να ακολουθεί. Ο ιδρώτας γέμιζε κόμπους το πρόσωπό της, όμως η Φάιλε ρίγησε.
«Τελείωσαν οι ακροάσεις;» είπε ο Πέριν κι εκείνη τινάχτηκε. Ο Πέριν δεν είχε υψώσει το κεφάλι του. Η Φάιλε καμιά φορά ξεχνούσε πόσο ευαίσθητη ήταν η ακοή του. Ή μπορεί να την είχε μυρίσει· μόνο να ήταν το άρωμα κι όχι ο ιδρώτας, σκέφτηκε μέσα της.
«Νόμιζα ότι ίσως ήσουν με τον Γκουίλ ή τον Χαλ». Ήταν ένα από τα χειρότερα ελαττώματά του· η Φάιλε προσπαθούσε να εκπαιδεύσει υπηρέτες, αλλά γι’ αυτόν ήταν παρέα που γελούσαν κι έπιναν μπύρα. Τουλάχιστον δεν ξενοκοιτούσε, αντίθετα από άλλους άνδρες. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η Κέιλ Κόπλιν είχε πιάσει δουλειά στο μέγαρο θέλοντας να κάνει κάτι παραπάνω για τον Άρχοντα Πέριν από το να του στρώνει το κρεβάτι. Ο Πέριν δεν είχε καν προσέξει όταν η Φάιλε είχε διώξει την Κέιλ κυνηγώντας τη μ’ ένα ξύλο που ήταν για προσάναμμα.
Ήρθε πλάι του κι είδε τι παρατηρούσε. Δύο άνδρες, γυμνοί από τη μέση και πάνω, που γυμνάζονταν εκεί κάτω με ξύλινα σπαθιά εξάσκησης. Ο Ταμ αλ’Θόρ ήταν ένας γεροδεμένος γκριζομάλλης, ο Άραμ λεπτός και νεαρός. Ο Άραμ μάθαινε γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Ο Ταμ ήταν κάποτε στρατιώτης κι αρχιξιφομάχος, όμως ο Άραμ επιτιθόταν χωρίς να τον αφήνει ν’ ανασάνει.
Αυτόματα τα μάτια της πήγαν στις σκηνές που ήταν συγκεντρωμένες σε ένα χωράφι με μαντρότοιχο ολόγυρα, μισό μίλι προς το Δυτικό Δάσος. Οι υπόλοιποι Μάστορες είχαν στήσει το στρατόπεδό τους ανάμεσα σε μισοτελειωμένες άμαξες που έμοιαζαν με σπιτάκια σε ρόδες. Φυσικά, δεν αναγνώριζαν πια τον Άραμ ως έναν απ’ αυτούς, από τότε που είχε πιάσει στα χέρια του σπαθί. Οι Τουάθα’αν ποτέ δεν ασκούσαν βία, για κανέναν λόγο. Η Φάιλε αναρωτήθηκε αν θα έφευγαν όπως το σχεδίαζαν, όταν αντικαθιστούσαν τις άμαξες που είχαν κάψει οι Τρόλοκ. Ακόμα κι όταν είχαν μαζέψει όσους είχαν κρυφτεί στα δάση, ήταν μετά βίας λίγα περισσότερα από εκατό άτομα. Μάλλον θα έφευγαν, αφήνοντας τον Άραμ πίσω αφού αυτό είχε αποφασίσει. Η Φάιλε δεν είχε ακούσει ποτέ για Τουάθα’αν που να κατασταλάζει σ’ έναν τόπο.
Αλλά βέβαια οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς έλεγαν ότι τίποτα δεν άλλαζε ποτέ, και να που είχαν αλλάξει τόσα μετά τους Τρόλοκ. Το Πεδίο του Έμοντ, εκατό βήματα νότια του μεγάρου, ήταν μεγαλύτερο απ’ όταν το είχε πρωτοδεί, τα καμένα σπίτια είχαν ανοικοδομηθεί κι είχαν προστεθεί καινούρια. Κάποια ήταν από τούβλα, κάτι ακόμα καινούριο. Και μερικά είχαν στέγες με κεραμίδια. Με το ρυθμό που έφτιαχναν καινούριες κατοικίες, σύντομα το χωριό θα κατάπινε το μέγαρο. Έλεγαν να φτιάξουν τείχος, σε περίπτωση που ξανάρχονταν οι Τρόλοκ. Αλλαγή. Μερικά παιδιά είχαν πάρει στο κατόπι τον πανύψηλο Λόιαλ που προχωρούσε στους δρόμους του χωριού. Πριν λίγους μόνο μήνες, η όψη του Ογκιρανού, με τα φουντωτά αυτιά του και την πλατιά μύτη που σχεδόν έφτανε στο πλάτος το πρόσωπό του, που ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερο από ανθρώπινο, είχε κάνει τα χωριατόπουλα να μείνουν χάσκοντας από δέος και τις μητέρες τους να τρέξουν έντρομες να τα προστατεύσουν. Τώρα οι μητέρες έστελναν τα παιδιά στον Λόιαλ να τους διαβάσει ιστορίες. Οι ξενομερίτες με τα παράξενα σακάκια και φορέματα που ήταν αραιοσκορπισμένοι ανάμεσα στους Εμοντίτες, ξεχώριζαν όσο κι ο Λόιαλ, αλλά κανένας δεν τους έριχνε δεύτερη ματιά, ούτε και στους τρεις Αελίτες του χωριού, τους παράξενους, ψηλόκορμους ανθρώπους με τα καφέ και γκρίζα ρούχα τους. Μέχρι πριν δυο βδομάδες υπήρχαν επίσης και δυο Άες Σεντάι εκεί, αλλά ακόμα κι αυτές τις αντάμωναν απλώς με υποκλίσεις και γονυκλισίες σεβασμού. Αλλαγή. Πάνω από τις στέγες φαίνονταν οι δύο ιστοί στο Δημόσιο Λιβάδι, κοντά στην Οινοπηγή, ο ένας με το λάβαρο που έδειχνε την κόκκινη λυκοκεφαλή με κόκκινη μπορντούρα που είχε γίνει ο θυρεός του Πέριν, ο άλλος με τον πορφυρό αετό εν πτήσει που συμβόλιζε τη Μανέθερεν. Η Μανέθερεν είχε εξαφανιστεί στους Πολέμους των Τρόλοκ, πριν δυο χιλιάδες χρόνια, αλλά αυτή η γη ήταν κομμάτι της κι οι Δύο Ποταμοί είχαν υψώσει αυτή τη σημαία σχεδόν δια βοής. Αλλαγή, χωρίς να έχουν ιδέα πόσο έντονη θα ήταν, πόσο αναπότρεπτη ήταν. Όμως ο Πέριν θα τους οδηγούσε για να αντιμετωπίσουν ό,τι τους περίμενε. Με τη βοήθεια της Φάιλε.
«Κάποτε κυνηγούσα λαγούς με τον Γκουίλ», είπε ο Πέριν. «Είναι λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός μου, και κάποιες φορές με έπαιρνε να πάμε για κυνήγι».
Εκείνη δεν θυμήθηκε αμέσως τι της έλεγε. «Ο Γκουίλ προσπαθεί να μάθει τη δουλειά του υπηρέτη. Δεν τον βοηθάς όταν τον καλείς να καπνίσει την πίπα του μαζί σου στους στάβλους και να μιλήσετε για άλογα». Πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα. Δεν θα ήταν εύκολο αυτό που ήθελε να κάνει. «Έχεις καθήκον απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, Πέριν. Όσο σκληρό κι αν είναι, όσο και να μη το θέλεις, πρέπει να κάνεις το καθήκον σου».
«Το ξέρω», είπε εκείνος μαλακά. «Τον νιώθω να με τραβά».
Η φωνή του ήταν τόσο παράξενη που η Φάιλε έσφιξε το κοντό γενάκι του και τον έκανε να σκύψει το κεφάλι και να την κοιτάξει. Τα χρυσά μάτια του, που ακόμα της φαίνονταν παράξενα και μυστηριώδη, έδειχναν θλίψη. «Τι εννοείς; Μπορεί να συμπαθείς τον Γκουίλ, όμως αυτός—»
«Είναι ο Ραντ, Φάιλε. Με χρειάζεται».
Ο κόμπος μέσα της, που προσπαθούσε αρνηθεί την ύπαρξή του, έγινε ακόμα πιο σφιχτός. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι αυτός ο κίνδυνος είχε χαθεί όταν είχαν φύγει οι Άες Σεντάι. Τι ανόητη που ήταν. Είχε παντρευτεί έναν τα’βίρεν, έναν άνδρα που η μοίρα του ήταν να παρασέρνει ζωές ολόγυρά του στο σχήμα που απαιτούσε το Σχήμα, κι είχε μεγαλώσει παρέα με δύο ακόμα τα’βίρεν, που Ο ένας ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας αυτοπροσώπως. Ήταν ένα κομμάτι του που δεν ανήκε μόνο στη Φάιλε. Αυτής δεν της άρεσε να μοιράζεται τίποτα δικό της, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα. «Τι θα κάνεις;»
«Θα πάω να τον βρω». Το βλέμμα του τραβήχτηκε αλλού και τα μάτια της το ακολούθησαν. Στον τοίχο ήταν ακουμπισμένο ένα βαρύ σφυρί σιδερά κι ένας πέλεκυς με μια άγρια λεπίδα σαν μισοφέγγαρο και λαβή μήκους μισού βήματος. «Δεν μπορούσα...» Η φωνή του ήταν σχεδόν ψίθυρος. «Δεν μπορούσα να βρω τρόπο να στο πω. Θα φύγω απόψε κι ο δρόμος θα είναι μακρύς. Ο Αφέντης αλ’Θόρ κι ο Αφέντης Κώθον θα σε βοηθήσουν με τους δημάρχους, αν χρειαστείς βοήθεια. Τους μίλησα». Προσπάθησε να μιλήσει με πιο κεφάτο τόνο, αλλά η προσπάθεια ήταν αξιοθρήνητη. «Δεν νομίζω να έχεις πρόβλημα με τις Σοφίες. Είναι παράξενο· όταν ήμουν μικρό παιδί, οι Σοφίες μου φαίνονταν τόσο φοβερές, αλλά είναι εύκολο να τα πας καλά μαζί τους, αρκεί να είσαι αποφασιστικός».
Η Φάιλε έσφιξε τα χείλη. Είχε μιλήσει λοιπόν με τον Ταμ αλ’Θόρ και τον Άμπελ Κώθον, ε, αλλά όχι μαζί της; Κι όσο για τις Σοφίες! Θα ήθελε να μπορούσε να τον βάλει στη θέση της μια μέρα για να δει πόσο συνεννοήσιμες ήταν. «Δεν μπορούμε να φύγουμε τόσο γρήγορα. Θέλει χρόνο για να οργανώσουμε κατάλληλη συνοδεία».
Ο Πέριν στένεψε τα μάτια. «Να φύγουμε; Εσύ δεν θα έρθεις! Θα είναι—!» Έβηξε, συνέχισε με πιο γλυκό ύφος. «Θα είναι προτιμότερο να μείνει ο ένας μας εδώ. Όταν φεύγει ο άρχοντας, η αρχόντισσα πρέπει να μένει για να φροντίζει τα πράγματα. Είναι λογικό αυτό. Κάθε μέρα έρχονται κι άλλοι πρόσφυγες. Υπάρχουν διαφωνίες που πρέπει να λυθούν. Α φύγεις κι εσύ, θα είναι χειρότερα απ’ όσο ήταν τότε με τους Τρόλοκ».
Μα ήταν δυνατόν να νομίζει ότι η Φάιλε δεν θα πρόσεχε αυτή την αδέξια αλλαγή θέματος; Είχε ξεκινήσει να λέει ότι θα ήταν επικίνδυνο. Όμως πώς γινόταν αυτό: όταν προσπαθούσε να τη γλιτώσει από κάποιο κίνδυνο, αυτή ένιωθε μια ζεστασιά μέσα της, ενώ ταυτόχρονα άναβε από το θυμό. «Θα κάνουμε ό,τι νομίζεις καλύτερο», του είπε ήρεμα, κι εκείνος ανοιγόκλεισε καχύποπτα τα μάτια, έξυσε το γένι του κι ένευσε.
Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να τον κάνει να δει τι πραγματικά ήταν καλύτερο. Τουλάχιστον δεν της είχε πει ρητά ότι δεν μπορούσε να πάει. Όταν ο Πέριν μουλάρωνε, πιο εύκολο ήταν να μετακινήσεις σιταποθήκη με τα χέρια παρά να τον μεταπείσεις από την απόφασή του, όμως με λίγη προσοχή μπορούσες να το αποφύγεις. Συνήθως.
Ξαφνικά τον αγκάλιασε κι έκρυψε το πρόσωπό της στο πλατύ στήθος του. Τα δυνατά του χέρια ίσιωσαν απαλά τα μαλλιά της· μάλλον σκεφτόταν ότι η Φάιλε ανησυχούσε για την αναχώρησή του. Ε, κατά έναν τρόπο, ανησυχούσε. Όχι όμως μήπως έφευγε δίχως αυτήν· ο Πέριν δεν είχε μάθει ακόμα τι σήμαινε να έχεις Σαλδαία γυναίκα. Μια χαρά τα πήγαιναν μακριά από τον Ραντ αλ’Θόρ. Τι ήθελε τώρα ο Αναγεννημένος Δράκοντας από τον Πέριν, τόσο έντονα που ο Πέριν μπορούσε να το νιώσει παρά τις εκατοντάδες λεύγες που τους χώριζαν; Γιατί ήταν τόσο λίγος ο χρόνος; Γιατί; Το πουκάμισο του Πέριν ήταν κολλημένο στο ιδρωμένο στέρνο του κι η αφύσικη ζέστη της φλόγιζε το πρόσωπο, όμως η Φάιλε ανατρίχιασε.
Με το ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού του, ενώ το άλλο έπαιζε με μια πέτρα στην παλάμη του, ο Γκάγουιν Τράκαντ έκανε άλλη μια περιπολία ανάμεσα στους άνδρες του, ελέγχοντας τις θέσεις τους γύρω από τον δασόφυτο λόφο. Ένας στεγνός, καυτός άνεμος, ο οποίος έφερνε σκόνη από τα ξεραμένα, όλο υψώματα λιβάδια, έκανε τον απλό πράσινο μανδύα που κρεμόταν στην πλάτη του να πεταρίσει. Δεν φαινόταν τίποτα εκτός από ξερό γρασίδι, σκόρπια αλσύλλια και μισομαραμένους θάμνους αραιά εδώ κι κει. Αν εμπλέκονταν σε μάχη εδώ πέρα, θα είχε υπερβολικά μεγάλο μέτωπο να υπερασπιστεί με τους άνδρες που διέθετε. Τους είχε χωρίσει σε πενταμελείς ομάδες πεζών σπαθοφόρων, με τους τοξότες πενήντα βήματα πιο πίσω, πάνω στο λόφο. Άλλοι πενήντα άνδρες περίμεναν με λόγχες κι άλογα κοντά στο στρατόπεδο που ήταν στη ράχη, τους οποίους θα αξιοποιούσε όπου υπήρχε ανάγκη. Ευχήθηκε να μην υπήρχε αυτή η ανάγκη σήμερα.
Στην αρχή τα Παλικαράκια ήταν λιγότερα, όμως η φήμη τους είχε φέρει νεοσύλλεκτους. Οι πρόσθετες δυνάμεις θα ήταν χρήσιμες· κανένας νεοσύλλεκτος δεν επιτρεπόταν να βγει από την Ταρ Βάλον, αν δεν ήταν καλά εκπαιδευμένος. Όχι ότι περίμενε σήμερα ειδικά να πολεμήσουν, αλλά είχε μάθει ότι η μάχη ξεσπούσε συχνότερα όταν ήσουν απροετοίμαστος. Μόνο οι Άες Σεντάι περίμεναν την τελευταία στιγμή για να σου πουν κάτι, όπως αυτό που θα συνέβαινε σήμερα.
«Πάνε όλα καλά;» είπε, σταματώντας πλάι σε μια ομάδα σπαθοφόρων. Παρ’ όλη τη ζέστη, μερικοί φορούσαν τους πράσινους μανδύες με τρόπο ώστε να φαίνεται ο λευκός εφορμών κάπρος του Γκάγουιν, που ήταν κεντημένος στο στήθος.
Ο Τζισάο Χαμόρα ήταν ο νεότερος κι είχε ακόμα ένα αγορίστικο χαμόγελο, αλλά από τους πέντε ήταν ο μόνος που φορούσε τον μικρό ασημένιο πύργο στο γιακά του, κάτι που έδειχνε ότι ήταν βετεράνος της μάχης στον Λευκό Πύργο. Απάντησε, «Όλα καλά, Άρχοντά μου».
Τα Παλικαράκια δικαίως είχαν αυτό το όνομα. Ο Γκάγουιν προσωπικά, λίγα χρόνια μετά τα είκοσί του, ήταν από τους μεγαλύτερους. Ο κανόνας ήταν να μη δέχονται κανέναν, αν είχε υπηρετήσει σε οποιονδήποτε στρατό, αν είχε πάρει όπλα για κάποιον άρχοντα ή αρχόντισσα, ακόμα κι αν είχε δουλέψει ως σωματοφύλακας για έμπορο. Τα πρώτα Παλικαράκια είχαν πάει στον Πύργο όταν ήταν αγόρια και νεαροί, για να εκπαιδευθούν από τους Προμάχους, οι οποίοι ήταν οι καλύτεροι ξιφομάχοι, οι καλύτεροι πολεμιστές στον κόσμο, και τουλάχιστον ένα μέρος αυτής της παράδοσης συνεχιζόταν, αν και δεν τους εκπαίδευαν Πρόμαχοι πλέον. Η νιότη δεν ήταν μειονέκτημα. Είχαν κάνει μια μικρή τελετή μόλις την περασμένη βδομάδα για τις πρώτες πραγματικές τρίχες αντί για χνούδι που είχε ξυρίσει ο Μπέντζι Ντάλφορ, ο οποίος είχε μια ουλή στο μάγουλο από τη μάχη στον Πύργο. Οι Άες Σεντάι δεν άδειαζαν για να κάνουν Θεραπείες τις μέρες που είχαν ακολουθήσει την καθαίρεση της Σιουάν Σάντσε από Άμερλιν. Μπορεί να ήταν ακόμα Άμερλιν, αν τα Παλικαράκια δεν είχαν στραφεί εναντίον των πρώην δασκάλων τους και δεν τους είχαν νικήσει στους διαδρόμους του Πύργου.
«Υπάρχει λόγος για όλα αυτά, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Χαλ Μόιρ. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος του Τζισάο, κι, όπως πολλοί άλλοι που δεν φορούσαν τον ασημένιο πύργο, λυπόταν που δεν είχε πολεμήσει εκεί. Θα μάθαινε. «Δεν υπάρχει ίχνος Αελίτη».
«Όχι λες;» Δίχως να τη ζυγιάσει, κάτι που θα αποτελούσε προειδοποίηση, ο Γκάγουιν εκσφενδόνισε την πέτρα όσο πιο δυνατά μπορούσε στον μόνο θάμνο που ήταν αρκετά κοντά για να τον χτυπήσει, ένα καχεκτικό φυτό. Ο μόνος ήχος ήταν το θρόισμα των ξερών φύλλων, όμως ο θάμνος κουνήθηκε λιγάκι περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, λες και κάποιος άνδρας βρισκόταν κρυμμένος εκεί και ο οποίος είχε χτυπηθεί σε ευαίσθητο σημείο. Οι νεότεροι αναφώνησαν· ο Τζισάο απλώς χαλάρωσε το σπαθί του. «Ο Αελίτης, Χαλ, μπορεί να κρυφτεί σε μια χαραμάδα στο χώμα που εσύ δεν θα σκόνταφτες καν πάνω της». Όχι ότι ο Γκάγουιν ήξερε για τους Αελίτες κάτι περισσότερο απ’ όσα είχε διαβάσει στα βιβλία, είχε διαβάσει όμως όλα τα βιβλία που είχε βρει στη βιβλιοθήκη του Λευκού Πύργου, γραμμένα από ανθρώπους οι οποίοι είχαν στ’ αλήθεια πολεμήσει μαζί τους, γραμμένα από στρατιώτες που έδειχναν να ξέρουν τι έλεγαν. Ο άνδρας έπρεπε να προετοιμάζει τον εαυτό του για το μέλλον, και φαινόταν ότι το μέλλον του κόσμου ήταν ο πόλεμος, «Αλλά, αν θέλει το Φως, τότε σήμερα δεν θα πολεμήσουμε».
«Άρχοντά μου!» ακούστηκε μια φωνή από τον λόφο, από τον σκοπό που μόλις είχε εντοπίσει κάτι. Τρεις γυναίκες έβγαιναν από ένα αλσύλλιο λίγες εκατοντάδες βήματα πιο πέρα, πλησιάζοντας τον λόφο. Δυτικά· αυτό ήταν έκπληξη. Μα στους Αελίτες άρεσαν οι εκπλήξεις.
Είχε διαβάσει για τις Αελίτισσες που πολεμούσαν στο πλευρό των ανδρών τους, όμως αυτές οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν να πολεμήσουν με τούτα τα ογκώδη σκούρα φουστάνια και τις λευκές μπλούζες. Είχαν επώμια κατεβασμένα στους αγκώνες παρά το λιοπύρι. Από την άλλη μεριά όμως, πώς είχαν φτάσει στο αλσύλλιο χωρίς να φανούν; «Τα μάτια σας τέσσερα, κι όχι πάνω σ’ αυτές», είπε, και μετά παράκουσε ο ίδιος τη διαταγή του κοιτώντας με ενδιαφέρον τις τρεις Σοφές, τις απεσταλμένες του Σάιντο Άελ. Εδώ πέρα δεν μπορούσε να υπάρχει άλλο Άελ.
Προχωρούσαν με ατάραχο βήμα, κάθε άλλο σαν να πλησίαζαν μια μεγάλη ομάδα ενόπλων. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά, ως τη μέση —είχε διαβάσει ότι οι Αελίτες τα έκοβαν κοντά— και τα κρατούσαν πίσω με διπλωμένες μαντίλες. Φορούσαν τόσο πολλά βραχιόλια και μακριά μενταγιόν από χρυσάφι κι ασήμι και φίλντισι, που το λαμπύρισμά τους θα τις πρόδιδε ακόμα κι αν ήταν ένα μίλι μακριά.
Με το κορμί λαμπάδα και το πρόσωπο αγέρωχο, οι τρεις γυναίκες προσπέρασαν τους σπαθοφόρους δίχως να καταδεχτούν να τους κοιτάξουν και πήραν να ανηφορίζουν το λόφο. Αρχηγός τους ήταν μια χρυσομαλλούσα, που τα κορδόνια της φαρδιάς μπλούζας της ήταν λυμένα για να δείξει την άφθονη ηλιοκαμένη επιδερμίδα του ντεκολτέ της. Οι άλλες δύο ήταν γκριζομάλλες, με πρόσωπα σαν αργασμένο πετσί· η πρώτη πρέπει να είχε τα μισά τους χρόνια.
«Δεν θα έλεγα όχι σ’ έναν χορό μαζί της», είπε με θαυμασμό ένα από τα Παλικαράκια όταν οι γυναίκες τούς είχαν προσπεράσει. Ήταν δέκα χρόνια νεότερος από τη χρυσομάλλα.
«Εγώ στη θέση σου δεν θα το έκανα, Άργουιν», είπε ξερά ο Γκάγουιν. «Μπορεί να σε παρεξηγήσει». Είχε διαβάσει ότι οι Αελίτες τη μάχη την έλεγαν «χορό». «Αλλά πέρα απ’ αυτό, θα σου φάει το συκώτι για βραδινό». Είχε δει φευγαλέα τα ανοιχτοπράσινα μάτια της, και ποτέ δεν είχε αντικρίσει τόσο σκληρό βλέμμα στη ζωή του.
Παρακολούθησε με το βλέμμα τις Σοφές, ώσπου ανηφόρισαν τον λόφο κι έφτασαν εκεί που περίμεναν έξι Άες Σεντάι μαζί με τους Προμάχους τους. Όσες είχαν Προμάχους· δυο από τις Άες Σεντάι ήταν του Κόκκινου Άτζα, κι οι Κόκκινες δεν είχαν Προμάχους. Όταν οι γυναίκες χώθηκαν σε μια ψηλή λευκή σκηνή κι οι Πρόμαχοι στάθηκαν φρουροί ολόγυρα, ο Γκάγουιν συνέχισε την περιπολία του τριγύρω στον λόφο.
Τα Παλικαράκια ήταν σε ετοιμότητα από τη στιγμή που είχαν εξαπλωθεί τα νέα για την άφιξη των Αελιτών, γεγονός που δεν τον ευχαριστούσε. Θα έπρεπε να είναι σε τέτοια ετοιμότητα από πριν. Ακόμα κι από κείνους που δεν έφεραν τον ασημένιο πύργο, οι περισσότεροι είχαν πολεμήσει κι άλλοτε. Ο Ήμον Βάλντα, ο Άρχοντας Ταξιάρχης, που ήταν ο επικεφαλής Λευκομανδίτης, είχε πάρει σχεδόν όλους τους άνδρες του στα δυτικά πάνω από έναν μήνα πριν, όμως οι λιγοστοί που είχαν μείνει πίσω προσπαθούσαν να οργανώσουν τους κλέφτες και τους νταήδες που είχε στρατολογήσει ο Βάλντα. Τουλάχιστον τα Παλικαράκια αυτούς τους είχαν νικήσει. Ο Γκάγουιν δεν ήθελε να αυταπατάται ότι είχαν νικήσει και τον Βάλντα —ο Πύργος είχε κρατήσει τους στρατιώτες του μακριά από τις συγκρούσεις, παρ’ όλο που οι Λευκομανδίτες είχαν πάει εκεί με μόνο σκοπό να δουν τι πλήγμα μπορούσαν να καταφέρουν στον Πύργο— αλλά υποψιαζόταν ότι ο Βάλντα είχε τους δικούς του λόγους για να φύγει. Πιθανότατα είχε λάβει διαταγές από τον Πέντρον Νάιαλ, κι ο Γκάγουιν θα έδινε πολλά για να μάθει τι έλεγαν. Μα το Φως, σιχαινόταν να μην έχει πληροφορίες. Ήταν σαν να ψηλαφούσε στο σκοτάδι.
Η αλήθεια, όπως παραδεχόταν μόνος του, ήταν ότι τον είχε πιάσει εκνευρισμός. Όχι μόνο για τους Αελίτες, για το ότι δεν είχε μάθει γι’ αυτή τη συνάντηση παρά μόνο τώρα το πρωί. Δεν του είχαν πει ούτε πού πήγαιναν, παρά μόνο όταν τον είχε πάρει κατά μέρος η Κόιρεν Σεντάι, η Γκρίζα αδελφή που ήταν επικεφαλής των Άες Σεντάι. Η Ελάιντα ήταν λιγομίλητη κι αλαζονική όταν ήταν σύμβουλος της μητέρας του στο Κάεμλυν· από τότε που είχε ανεβεί στο αξίωμα της Έδρας της Αμερλιν, η παλιά Ελάιντα έμοιαζε ανοιχτή και φιλική σε σύγκριση με την καινούρια. Σίγουρα ένας λόγος που τον είχε πιέσει να ετοιμάσει αυτό το συνοδευτικό απόσπασμα, ήταν για να τον διώξει από την Ταρ Βάλον.
Τα Παλικαράκια είχαν πάρει το μέρος της στις μάχες —η Αίθουσα είχε αφαιρέσει από την παλιά Αμερλιν τη Ράβδο και το Επιτραχήλιό της, κι η απόπειρα απελευθέρωσης της ήταν απλά και ξεκάθαρα εξέγερση εναντίον του νόμου— αλλά ο Γκάγουιν είχε αμφιβολίες για όλες τις Άες Σεντάι πολύ πριν ακούσει να διαβάζονται οι κατηγορίες που βάραιναν τη Σιουάν Σάντσε. Λεγόταν τόσο συχνά ότι κινούσαν τα νήματα κι έκαναν θρόνους να χορεύουν, ώστε ο Γκάγουιν δεν το σκεφτόταν καθόλου, αλλά μετά είχε δει τα νήματα να κινούνται. Για την ακρίβεια, είχε δει το αποτέλεσμα, την αδελφή του την Ηλαίην να «χορεύει», η οποία είχε εξαφανιστεί από μπροστά του κι ίσως να είχε εξαφανιστεί οριστικά. Η Ηλαίην, όπως και μια άλλη. Ο Γκάγουιν είχε πολεμήσει για να μείνει φυλακισμένη η Σιουάν, κι ύστερα είχε αλλάξει γνώμη και την είχε αφήσει να δραπετεύσει. Αν το ανακάλυπτε ποτέ αυτό η Ελάιντα, τότε ακόμα κι η κορώνα της μητέρας του δεν θα του έσωζε τη ζωή.
Έστω κι έτσι, ο Γκάγουιν είχε προτιμήσει να μείνει εκεί, επειδή η μητέρα του ανέκαθεν υποστήριζε τον Πύργο, επειδή η αδελφή του ήθελε να γίνει Άες Σεντάι. Κι επειδή το ίδιο ήθελε και μια άλλη γυναίκα. Η Εγκουέν αλ’Βέρ. Ο Γκάγουιν δεν είχε κανένα δικαίωμα ούτε να τη σκέφτεται καν, όμως αν εγκατέλειπε τον Πύργο θα ήταν σαν να εγκατέλειπε κι εκείνη. Από τέτοιους σαθρούς λόγους επιλέγει ο άνθρωπος τη μοίρα του. Και δεν αλλάζουν, έστω κι αν ξέρει ότι είναι σαθροί.
Κοίταζε με άγριο βλέμμα τα καψαλισμένα ανεμοδαρμένα λιβάδια, καθώς προχωρούσε από το ένα πόστο στο άλλο. Είχε βρεθεί, λοιπόν, εκεί κι ευχόταν να μην αποφάσιζαν οι Αελίτες να επιτεθούν παρά —ή ίσως με αφορμή— τις όποιες συζητήσεις έκαναν οι Σοφές του Σάιντο με την Κόιρεν και τις άλλες. Υποπτευόταν ότι οι Αελίτες διέθεταν αριθμητική υπεροχή, ακόμα κι αν οι Άες Σεντάι βοηθούσαν τα Παλικαράκια. Ο Γκάγουιν ήταν στον δρόμο για την Καιρχίν και δεν ήξερε πώς ένιωθε γι’ αυτό. Η Κόιρεν τον είχε βάλει να ορκιστεί ότι θα κρατούσε κρυφή την αποστολή του, κι έμοιαζε να φοβάται κι η ίδια μ’ αυτά που έλεγε. Και ορθώς φοβόταν. Πάντα έπρεπε να εξετάζεις με προσοχή τα λεγόμενα των Άες Σεντάι —δεν μπορούσαν να πουν ψέματα, αλλά μπορούσαν να κόψουν και να ράψουν την αλήθεια στα μέτρα τους— ακόμα κι έτσι όμως, δεν έβρισκε κρυμμένα μηνύματα. Οι έξι Άες Σεντάι θα πήγαιναν να ζητήσουν από τον Αναγεννημένο Δράκοντα να τις συνοδεύσει στον Πύργο, μαζί με τα Παλικαράκια, που θα τα διοικούσε ο γιος της Βασίλισσας του Άντορ, ως τιμητικό άγημα. Μόνο ένας λόγος υπήρχε για κάτι τέτοιο, κι η Κόιρεν ήταν τόσο σοκαρισμένη που απλώς τον υπαινισσόταν. Είχε σοκάρει και τον Γκάγουιν. Η Ελάιντα σκόπευε να αναγγείλει στον κόσμο ότι ο Λευκός Πύργος υποστήριζε τον Αναγεννημένο Δράκοντα.
Ήταν σχεδόν απίστευτο. Η Ελάιντα ήταν Κόκκινη πριν γίνει Άμερλιν. Οι Κόκκινες μισούσαν ακόμα και την ιδέα ότι υπήρχαν άνδρες που διαβίβαζαν· και γενικότερα, έβλεπαν τους άνδρες με μισό μάτι. Όμως η άλωση της κάποτε απόρθητης Πέτρας του Δακρύου, η οποία είχε εκπληρώσει την προφητεία, έδειχνε ότι ο Ραντ αλ’Θόρ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· ακόμα κι η Ελάιντα έλεγε ότι πλησίαζε η Τελευταία Μάχη. Ο Γκάγουιν δεν μπορούσε να συνδυάσει την εικόνα του τρομαγμένου χωριατόπαιδου που είχε πέσει ουρανοκατέβατο στο Βασιλικό Παλάτι του Κάεμλυν με τον άνδρα για τον οποίο έφταναν φήμες στην Ταρ Βάλον μέσω του ποταμού Ερίνιν. Διαδιδόταν ότι είχε κρεμάσει κάποιους Υψηλούς Άρχοντες του Δακρύου κι είχε αφήσει τους Αελίτες να διαγουμίσουν την Πέτρα. Είχε φέρει τους Αελίτες από την άλλη μεριά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου, την οποία είχαν περάσει μόνο για δεύτερη φορά μετά το Τσάκισμα του Κόσμου, για να αιματοκυλήσουν την Καιρχίν. Μπορεί να έφταιγε η τρέλα. Ο Γκάγουιν κάποτε συμπαθούσε τον Ραντ αλ’Θόρ· λυπόταν για την κατάληξή του.
Όταν ξαναγύρισε στην ομάδα του Τζισάο, κάποιος άλλος είχε προβάλει κι ερχόταν από τα δυτικά, ένας πραματευτής με μαλακό καπέλο, οδηγώντας ένα φορτωμένο μουλάρι με χοντρή κοιλιά. Ερχόταν κατευθείαν στον λόφο· τους είχε δει.
Ο Τζισάο έκανε να κουνηθεί κι έμεινε ξανά ασάλευτος όταν ο Γκάγουιν του άγγιξε το μπράτσο. Ο Γκάγουιν ήξερε τι σκεφτόταν ο άλλος, όμως αν οι Αελίτες αποφάσιζαν να σκοτώσουν αυτόν τον άνθρωπο, τα Παλικαράκια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Η Κόιρεν δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένη, αν ο Γκάγουιν άρχιζε μάχη με τους ανθρώπους με τους οποίους μιλούσε.
Ο πραματευτής προχώρησε ανέμελα, προσπερνώντας τον θάμνο που είχε πετύχει ο Γκάγουιν με την πέτρα. Το μουλάρι άρχισε να βόσκει ανόρεχτα το ξερό χόρτο, καθώς ο άνδρας έβγαζε το καπέλο του, έκανε μια υπόκλιση που απευθυνόταν σε όλους, και σκούπιζε το τραχύ πρόσωπό του με ένα λεκιασμένο μαντίλι. «Το Φως να σας φωτίζει, Άρχοντές μου. Είναι φως-φανάρι ότι είστε καλά οργανωμένοι για ταξίδι σ’ αυτούς τους δεινούς καιρούς, αλλά αν υπάρχει κανένα πραγματάκι που χρειάζεστε, ο γερο-Μιλ Τέσεν μάλλον θα το ’χει στην πραμάτεια του. Και δέκα μίλια να ταξιδέψετε, δεν θα βρείτε καλύτερες τιμές, Άρχοντές μου».
Ο Γκάγουιν ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε ούτε αγρόκτημα πιο κοντά από δέκα μίλια. «Δεινοί καιροί, όντως, Αφέντη Τέσεν. Δεν φοβάσαι τους Αελίτες;»
«Τους Αελίτες, Άρχοντά μου; Όλοι έχουν κατεβεί στην Καιρχίν. Ο γερο-Μιλ μυρίζεται από μακριά τους Αελίτες, ξέρει αυτός. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελε να υπήρχαν Αελίτες εδώ. Βγάζεις κέρδος άμα εμπορεύεσαι μαζί τους. Οι Αελίτες έχουν μπόλικο χρυσάφι. Από την Καιρχίν. Και δεν πειράζουν τους πραματευτές. Όλος ο κόσμος το γνωρίζει».
Ο Γκάγουιν αντιστάθηκε στον πειρασμό να ρωτήσει γιατί άραγε ο πραματευτής κατευθυνόταν προς τον Νότο, αφού ήταν τόσο επικερδές το εμπόριο με τους Αελίτες στην Καιρχίν. «Τι μαντάτα φέρνεις από τον κόσμο, Αφέντη Τέσεν; Εμείς ερχόμαστε από τον Βορρά κι ίσως ξέρεις ειδήσεις που δεν μας πρόφτασαν ακόμα από τον Νότο».
«Α, στον Νότο γίνονται σπουδαία πράγματα, Άρχοντά μου. Θα έχεις ακούσει για την Καιρχίν, ε; Για εκείνον που αυτοαποκαλείται Δράκοντας και τα λοιπά;» Ο Γκάγουιν ένευσε κι ο πραματευτής συνέχισε. «Τώρα, που λες, κατέλαβε το Αντορ. Το μεγαλύτερο κομμάτι. Η βασίλισσά τους είναι νεκρή. Μερικοί λένε ότι θα κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο πριν—» Όταν ο πραματευτής σταμάτησε να μιλά, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγούλα, τότε μόνο κατάλαβε ο Γκάγουιν ότι τον είχε πιάσει από τα πέτα.
«Η Βασίλισσα Μοργκέις είναι νεκρή; Μίλα, άνθρωπέ μου! Γρήγορα!»
Ο Τέσεν κοίταξε δεξιά κι αριστερά αναζητώντας βοήθεια, αλλά μίλησε, και γρήγορα. «Έτσι λένε, Άρχοντά μου. Ο γερο-Μιλ δεν ξέρει, αλλά έτσι νομίζει. Όλοι το λένε, Άρχοντά μου. Όλοι λένε πως το έκανε ο Δράκοντας. Άρχοντά μου; Ο λαιμός του γερο-Μιλ, Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!»
Ο Γκάγουιν τράβηξε απότομα τα χέρια του σαν να είχε καεί. Ένιωθε να πυρώνει μέσα του. Ήθελε να ’χε άλλου το λαιμό στα χέρια του. «Η Κόρη-Διάδοχος. Υπάρχουν νέα για την Κόρη-Διάδοχο, την Ηλαίην;»
Ο Τέσεν έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω μόλις ελευθερώθηκε. «Όχι, απ’ όσο ξέρει ο γερο-Μιλ, Άρχοντά μου. Κάποιοι λένε ότι είναι κι αυτή νεκρή. Κάποιοι λένε ότι τη σκότωσε εκείνος, όμως ο γέρο-Μιλ δεν ξέρει στα σίγουρα».
Ο Γκάγουιν ένευσε αργά. Οι σκέψεις του έμοιαζαν να ανηφορίζουν από τον πάτο ενός πηγαδιού. Να δώσω το αίμα μου για να μη κυλήσει το δικό της· να δώσω τη ζωή μου για να σώσω τη δική της. «Σ’ ευχαριστώ, Αφέντη Τέσεν. Είναι...» Να δώσω το αίμα μου για να μη κυλήσει το δικό της... Ήταν ο όρκος που είχε δώσει μικρός, όταν μόλις που έφτανε να κοιτάξει στην κούνια της Ηλαίην. «Μπορείς να πουλήσεις την πραμάτεια σου στους... Ίσως κάποιοι άνδρες μου χρειάζονται...» Ο Γκάρεθ Μπράυν του είχε εξηγήσει τι σήμαιναν τα λόγια που δεν καταλάβαινε, αλλά ήδη από τότε ήξερε ότι έπρεπε να κρατήσει αυτόν τον όρκο, ακόμα κι αν αποτύγχανε στα πάντα στη ζωή του. Ο Τζισάο κι οι άλλοι τον κοίταζαν ανήσυχα. «Περιποιηθείτε τον πραματευτή», είπε απότομα στον Τζισάο και γύρισε να φύγει.
Η μητέρα του ήταν νεκρή, η Ηλαίην το ίδιο. Ήταν απλώς φήμες, αλλά μερικές φορές οι φήμες που ήταν στα χείλη όλων αποδεικνύονταν αληθινές. Προχώρησε πεντ’ έξι βήματα ανεβαίνοντας προς το στρατόπεδο των Άες Σεντάι και μετά κατάλαβε τι έκανε. Τα χέρια του τον πονούσαν. Μόνο όταν τα κοίταξε, συνειδητοποίησε ότι πονούσαν επειδή έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού του, και τα βίασε να ανοίξουν. Η Κόιρεν κι οι άλλες σκόπευαν να πάνε τον Ραντ αλ’Θόρ στην Ταρ Βάλον, αλλά αν ήταν νεκρή η μητέρα του... κι η Ηλαίην. Αν ήταν νεκρές, τότε θα έβλεπε αν ο Αναγεννημένος Δράκοντας μπορούσε να ζήσει με ένα σπαθί στην καρδιά!
Η Κατερίνε Αλρούντιν έστρωσε το επώμιό της με τα κόκκινα κρόσσια και σηκώθηκε από τα μαξιλαράκια μαζί με τις άλλες γυναίκες εκεί στη σκηνή. Παραλίγο να ξεφυσήσει όταν η Κόιρεν, παχουλή και στομφώδης, ανήγγειλε, «Όπως έχει συμφωνηθεί, έτσι θα γίνει». Ήταν μια συνάντηση με αγρίους, όχι η κατάληξη μιας συμφωνίας μεταξύ του Λευκού Πύργου και κάποιου ηγέτη.
Οι Αελίτισσες δεν έδειξαν καμία αντίδραση, καμία έκφραση, ακριβώς όπως όταν είχαν έρθει. Αυτό της είχε προκαλέσει κάποια έκπληξη· οι βασίλισσες κι οι βασιλιάδες πρόδιδαν τα συναισθήματά τους όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με δυο-τρεις Άες Σεντάι, πόσω μάλλον με έξι· αυτά τα βάρβαρα αγρίμια τώρα κανονικά θα έπρεπε να τρέμουν. Για την ακρίβεια, δεν είχαν δείξει σχεδόν καμία αντίδραση. Η αρχηγός τους —το όνομά της ήταν Σεβάνα κι υπήρχαν κάτι σαχλαμάρες για «σέπτες» και «Σάιντο Άελ» και «σοφές»— είπε, «Είμαστε σύμφωνες, αρκεί να δω το πρόσωπό του». Είχε σαρκώδη χείλη και φορούσε μία μπλούζα λυτή για να προσελκύει τα ανδρικά βλέμματα· το ότι οι Αελίτες είχαν διαλέξει κάποια σαν αυτή να τους οδηγεί, έδειχνε πόσο καθυστερημένοι ήταν. «Θέλω να τον δω και θέλω να με δει όταν ηττηθεί. Μόνο έτσι θα συμμαχήσει ο Πύργος σας με το Σάιντο».
Η υποψία της αδημονίας στη φωνή της έκανε την Κατερίνε να κρατηθεί για να μη γελάσει. Σοφή; Αυτή η Σεβάνα ήταν ανόητη. Ο Λευκός Πύργος δεν είχε συμμάχους· υπήρχαν αυτοί που υπηρετούσαν πρόθυμα τους σκοπούς του, κι εκείνοι που υπηρετούσαν απρόθυμα, κανείς άλλος.
Οι άκρες του στόματος της Κόιρεν σφίχτηκαν λιγάκι, κάτι που έδειχνε την ενόχληση της. Η Γκρίζα ήταν καλή διαπραγματεύτρια, αλλά της άρεσε να γίνονται όλα μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, και κάθε βήμα να πατά εκεί που ήταν προσχεδιασμένο. «Δίχως αμφιβολία, οι υπηρεσίες σας αξίζουν όσα ζητείτε».
Μία από τις γκριζομάλλες Αελίτισσες —η Τάρβα, κάπως έτσι— στένεψε τα μάτια της, αλλά η Σεβάνα ένευσε, έχοντας ερμηνεύσει τα λόγια της Κόιρεν με τον τρόπο που ήθελε η Άες Σεντάι.
Η Κόιρεν πήγε να συνοδεύσει τις Αελίτισσες ως τα ριζά του λόφου, μαζί με την Έριαν, μια Πράσινη, και τη Νεσούνε, μια Καφέ, και τους πέντε Προμάχους που είχαν συνολικά οι τρεις τους. Η Κατερίνε έφτασε ως τα δένδρα για να δει πιο πέρα. Όταν είχαν έρθει οι Αελίτισσες, τους είχε επιτραπεί να έρθουν μόνες, ως ικέτισσες, τώρα όμως τις ξεπροβόδιζαν με όλες τις τιμές για να πιστέψουν ότι ήταν στ’ αλήθεια φίλοι και σύμμαχοι. Η Κατερίνε αναρωτήθηκε αν οι Αελίτισσες ήταν αρκετά πολιτισμένες ώστε να αντιλαμβάνονται αυτές τις λεπτές διαφορές.
Εκεί κάτω βρισκόταν ο Γκάγουιν, καθισμένος σε έναν βράχο, κοιτάζοντας τα λιβάδια. Τι θα σκεφτόταν, άραγε, ο νεαρός, αν μάθαινε ότι είχαν στείλει εκεί τον ίδιο και τα παιδαρέλια του μόνο και μόνο για να τους διώξουν από την Ταρ Βάλον; Ούτε η Ελάιντα, ούτε η Αίθουσα ήθελαν να έχουν τριγύρω τους ένα κοπάδι λύκων που αρνούνταν να δεχτούν λουρί. Ίσως μπορούσαν να αναθέσουν στο Σάιντο να λύσει το πρόβλημα. Κάτι τέτοιο είχε υπαινιχθεί η Ελάιντα. Έτσι, ο θάνατός του δεν θα είχε συνέπειες από τη μητέρα του σε βάρος του Πύργου.
«Αν συνεχίσεις να κοιτάς για πολύ ακόμα αυτόν τον νεαρό, Κατερίνε, θα αναρωτηθώ μήπως έπρεπε να είχες γίνει Πράσινη».
Η Κατερίνε έπνιξε γοργά τη σπίθα του θυμού της κι έγειρε με σεβασμό το κεφάλι. «Απλώς προσπαθούσα να μαντέψω τις σκέψεις του, Γκαλίνα Σεντάι».
Ήταν ο σεβασμός που ήταν πρέπον να δείξει σε δημόσιο μέρος, ίσως λίγο περισσότερος. Η Γκαλίνα Κάσμπαν έμοιαζε να είναι νεότερη απ’ όσο ήταν η πραγματική ηλικία της Κατερίνε, και στην πραγματικότητα είχε τη διπλάσια, κι επί δεκαοκτώ χρόνια η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα ήταν η επικεφαλής του Κόκκινου Άτζα. Το γεγονός δεν ήταν γνωστό έξω από το Άτζα, φυσικά· αυτά τα πράγματα αφορούσαν μονάχα στις Άες Σεντάι. Δεν ήταν καν μία από τις Καθήμενες του Κόκκινου στην Αίθουσα του Πύργου, όπως η Κατερίνε υποψιαζόταν ότι ήταν οι αρχηγοί των περισσότερων από τα άλλα Άτζα. Η Ελάιντα θα είχε θέσει αυτή ως επικεφαλής της αποστολής αντί της αλαζονικής Κόιρεν, αλλά η ίδια η Γκαλίνα είχε επισημάνει ότι ίσως ο Ραντ αλ’Θόρ γινόταν καχύποπτος, αν έβλεπε μια Κόκκινη αδελφή. Η Έδρα της Άμερλιν υποτίθεται πως ήταν από όλα τα Άτζα κι από κανένα, ότι απαρνιόταν τις πρότερες δεσμεύσεις της, αλλά αν υπήρχε κάποια της οποίας τη γνώμη άκουγε η Ελάιντα —κάτι αμφίβολο, βεβαίως— τότε αυτή ήταν η Γκαλίνα.
«Θα έρθει πρόθυμα, όπως νομίζει η Κόιρεν;» ρώτησε η Κατερίνε.
«Ίσως», είπε ξερά η Γκαλίνα. «Του κάνουμε τέτοια τιμή μ’ αυτή την αντιπροσωπεία, που άλλος βασιλιάς θα ερχόταν στην Ταρ Βάλον με το θρόνο του στην πλάτη».
Η Κατερίνε δεν έκανε τον κόπο να νεύσει. «Η Σεβάνα θα τον σκοτώσει, αν της δοθεί η ευκαιρία».
«Τότε δεν πρέπει να της δοθεί ευκαιρία». Η φωνή της Γκαλίνα ήταν παγωμένη και το παχουλό στοματάκι της σφιγμένο. Η Έδρα της Άμερλιν δεν θα χαρεί αν ανατραπούν τα σχέδιά της. Εγώ κι εσύ θα ουρλιάζουμε πολλές μέρες στο σκοτάδι μέχρι να πεθάνουμε».
Η Κατερίνε τύλιξε αυτόματα το επώμιο στους ώμους της κι ανατρίχιασε. Ο αέρας ήταν γεμάτος σκόνη· θα έβγαζε τον ελαφρύ μανδύα της. Αυτό που θα τις σκότωνε δεν θα ήταν το μένος της Ελάιντα, αν κι η οργή της ήταν κάτι τρομερό. Εδώ και δεκαεπτά χρόνια η Κατερίνε ήταν Άες Σεντάι, αλλά μόλις το πρωί πριν από την αναχώρηση τους από την Ταρ Βάλον είχε μάθει ότι το Κόκκινο Άτζα δεν ήταν το μόνο κοινό που είχε με την Γκαλίνα. Δώδεκα χρόνια ήταν μέλος του Μαύρου Άτζα, χωρίς να ξέρει ότι μέλος, για πολύ περισσότερα, ήταν κι η Γκαλίνα. Εξ ανάγκης, οι Μαύρες αδελφές κρύβονταν, ακόμα κι η μία από την άλλη. Τις σπάνιες φορές που συναντιούνταν, έκρυβαν το πρόσωπο και παράλλαζαν τη φωνή τους. Η Κατερίνε αναγνώριζε μονάχα δύο. Οι διαταγές εμφανίζονταν στο μαξιλάρι της ή σε μια τσέπη του μανδύα της, και το μελάνι θα εξαφανιζόταν, αν άλλο χέρι εκτός από το δικό της άγγιζε το χαρτί. Είχε ένα μυστικό μέρος για να αφήνει μηνύματα, κι αυστηρές διαταγές να μην αποπειραθεί να δει ποια ερχόταν να τα πάρει. Ποτέ δεν είχε παρακούσει. Ίσως υπήρχαν Μαύρες αδελφές μεταξύ των Άες Σεντάι που τις ακολουθούσαν σε απόσταση μίας μέρας, αλλά δεν μπορούσε να το ξέρει.
«Γιατί;» ρώτησε. Ήταν παράλογες αυτές οι διαταγές για να προστατεύσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ακόμα κι αν ο σκοπός ήταν να τον παραδώσουν στα χέρια της Ελάιντα.
«Οι ερωτήσεις είναι επικίνδυνες για κάποια που ορκίστηκε να υπακούει τυφλά».
Η Κατερίνε ανατρίχιασε ξανά, και μόλις που συγκρατήθηκε πριν κλίνει το γόνυ. «Μάλιστα, Γκαλίνα Σεντάι». Αλλά δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί. Γιατί;
«Δεν δείχνουν ούτε σεβασμό ούτε τιμή», μούγκρισε η Θεράβα. «Μας βάζουν να μπούμε στο στρατόπεδό τους σαν να είμαστε ξεδοντιάρικα σκυλιά, και μετά μας βγάζουν υπό φρούρηση λες και μας υποψιάζονται για κλέφτρες».
Η Σεβάνα δεν κοίταξε γύρω της. θα κοίταζε μόνο όταν ξαναβρισκόταν σε ασφάλεια ανάμεσα στα δένδρα. Οι Άες Σεντάι θα είχαν τα μάτια τους ανοιχτά για σημάδια νευρικότητας. «Συμφώνησαν, Θεράβα», είπε. «Αυτό προς το παρόν μάς αρκεί». Προς το παρόν. Κάποια μέρα, αυτοί οι τόποι θα ήταν στη διάθεση του Σάιντο για να τους λεηλατήσουν. Ανάμεσά τους κι ο Λευκός Πύργος.
«Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα λανθασμένου σχεδιασμού», είπε η τρίτη γυναίκα με τεταμένη φωνή. «Οι Σοφές αποφεύγουν τις Άες Σεντάι· ανέκαθεν έτσι ήταν. Μπορεί να ήταν σωστό για σένα, Σεβάνα —ως χήρα του Κουλάντιν και του Σούλαντρικ, μιλάς ως αρχηγός φατρίας μέχρι να στείλουμε άλλο άνδρα στο Ρουίντιαν— αλλά εμείς οι υπόλοιπες κακώς αναμιχθήκαμε».
Η Σεβάνα με μεγάλη δυσκολία συνέχισε να περπατά. Η Ντεσαίν είχε ταχθεί εναντίον της όταν την είχαν εκλέξει Σοφή, είχε κάνει βούκινο ότι η Σεβάνα δεν είχε μαθητεύσει και δεν είχε επισκεφθεί το Ρουίντιαν, κι είχε ισχυριστεί ότι η θέση της ως αντικαταστάτρια του αρχηγού φατρίας δεν συμβιβαζόταν με το αξίωμα της Σοφίας. Εκτός αυτού, ως χήρα όχι ενός αλλά δύο νεκρών αρχηγών, ίσως να έφερνε κακοτυχία. Ευτυχώς, αρκετές Σοφές του Σάιντο είχαν ακούσει τη Σεβάνα, όχι την Ντεσαίν. Δυστυχώς, όμως, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν συμφωνήσει με την Ντεσαίν, κι έτσι η Σεβάνα δεν μπορούσε να την ξεφορτωθεί διακριτικά. Οι Σοφές υποτίθεται πως ήταν ανέγγιχτες —πηγαινοέρχονταν ελεύθερα ακόμα και μεταξύ των Σάιντο από εκείνους τους ανόητους και τους προδότες κάτω στην Καιρχίν — αλλά η Σεβάνα σκόπευε να βρει τρόπο.
Η Θεράβα, σαν να την είχαν μολύνει οι αμφιβολίες της Ντεσαίν, άρχισε να μουρμουρίζει, σχεδόν μονολογώντας. «Αυτό που κακώς έγινε είναι που στραφήκαμε εναντίον των Άες Σεντάι. Τις υπηρετούσαμε πριν από το Τσάκισμα κι αποτύχαμε στο έργο μας· γι’ αυτό μας έστειλαν στην Τρίπτυχη Γη. Αν τις απογοητεύσουμε ξανά, θα αφανιστούμε».
Έτσι πίστευαν όλοι· ήταν κάτι από τα παμπάλαια παραμύθια, σχεδόν έθιμο. Η Σεβάνα δεν ήταν τόσο σίγουρη. Αυτές οι Άες Σεντάι τής φαίνονταν αδύναμες κι ανόητες, όπως ταξίδευαν με συνοδεία λίγων εκατοντάδων ανδρών σε περιοχές που οι αληθινοί Αελίτες, το Σάιντο, μπορούσαν να τις καταπνίξουν με χιλιάδες. «Καινούρια μέρα έχει έρθει», είπε κοφτά, επαναλαμβάνοντας μέρος μιας ομιλίας της προς τις Σοφές. «Δεν είμαστε πια δεμένες με την Τρίπτυχη Γη. Όσοι έχουν μάτια βλέπουν ότι αυτό που υπήρχε άλλαξε. Πρέπει να αλλάξουμε, αλλιώς θα ανταμώσουμε το τέλος μας και θα είναι σαν να μην είχαμε υπάρξει ποτέ». Βεβαίως, δεν είχε πει ποτέ πόσες αλλαγές σκόπευε να επιφέρει. Αν περνούσε το δικό της, οι Σοφές του Σάιντο δεν θα έστελναν ποτέ άνδρα στο Ρουίντιαν.
«Είτε καινούρια μέρα είτε παλιά», μούγκρισε η Ντεσαίν, «τι θα κάνουμε με τον Ραντ αλ’Θόρ, αν καταφέρουμε να τον πάρουμε από τις Άες Σεντάι; Το καλύτερο και το ευκολότερο θα ήταν να του καρφώσουμε ένα μαχαίρι στα παΐδια όσο αυτές θα τον συνοδεύουν στον Βορρά».
Η Σεβάνα δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ακόμα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι από τη στιγμή που θα είχε στα χέρια της τον λεγόμενο Καρ’α’κάρν, τον αρχηγό των αρχηγών όλων των Άελ, αλυσοδεμένο μπροστά στη σκηνή της σαν άγριο σκυλί, τότε αυτή η γη πραγματικά θα ανήκε στο Σάιντο. Και στην ίδια. Το ήξερε αυτό, ακόμα και πριν από τότε που εκείνος ο παράξενος υδρόβιος την είχε βρει με κάποιον τρόπο στα βουνά που αυτοί εδώ ονόμαζαν Μαχαίρι του Σφαγέα. Της είχε δώσει έναν μικρό κύβο φτιαγμένο από σκληρή πέτρα, περίτεχνα σκαλισμένο με παράξενα μοτίβα, και της είχε πει τι θα τον έκανε με τη βοήθεια μιας Σοφής που μπορούσε να διαβιβάζει, όταν θα είχε ανήμπορο τον αλ’Θόρ. Η Σεβάνα είχε τον κύβο συνεχώς στο πουγκί στη ζώνη της· δεν είχε αποφασίσει τι θα έπραττε, αλλά ως τώρα δεν είχε πει σε κανέναν ούτε για τον άνθρωπο, ούτε για τον κύβο. Με το κεφάλι ψηλά, προχώρησε κάτω από τον πυρωμένο ήλιο του φθινοπωρινού ουρανού.
Ο κήπος του παλατιού μπορεί να πρόσφερε κάποια δροσιά, αν υπήρχαν δένδρα, αλλά τα ψηλότερα φυτά εκεί ήταν θάμνοι κλαδεμένοι σε περίτεχνα, διακοσμητικά σχέδια, σαν να τους είχαν βασανίσει για να πάρουν σχήματα αλόγων που έτρεχαν ή αρκούδων που έκαναν τούμπες και τεχνάσματα κι άλλα τέτοια. Οι κηπουροί, οι οποίοι φορούσαν μόνο πουκάμισο, έτρεχαν με κουβάδες γεμάτους νερό κάτω από τον καυτό απογευματινό ήλιο και προσπαθούσαν να σώσουν τα δημιουργήματά τους. Είχαν παραδεχτεί την ήττα τους στα λουλούδια, είχαν καθαρίσει τα παρτέρια και τα είχαν καλύψει με χλοοτάπητα, που κι αυτός έπνεε τα λοίσθια.
«Κρίμα που είναι τόσο έντονη η ζέστη», είπε ο Άιλρον. Έβγαλε με μια υπέρκομψη χειρονομία ένα δαντελένιο μαντίλι από το επίσης δαντελένιο μανίκι του κίτρινου μεταξωτού σακακιού του, σκούπισε απαλά το πρόσωπό του, και μετά το πέταξε στην άκρη. Ένας υπηρέτης με χρυσοκόκκινη λιβρέα το άρπαξε στα γρήγορα από το χαλικόστρωτο δρομάκι και ξανακρύφτηκε· ένας άλλος ακούμπησε ένα καθαρό μαντίλι στο χέρι του Βασιλιά, για να το ξαναβάλει εκείνος στο μανίκι του. Ο Άιλρον φυσικά δεν ένευσε, δεν έδειξε καν ότι τους είχε προσέξει. «Τα παιδιά συνήθως καταφέρνουν να κρατήσουν τα φυτά θαλερά ως την άνοιξη, όμως ίσως χάσω μερικά φέτος τον χειμώνα. Μιας και δεν φαίνεται ότι θα έχουμε χειμώνα. Αντέχουν πιο πολύ την παγωνιά παρά την ανομβρία. Δεν βρίσκεις ότι είναι έξοχα, αγαπητή μου;»
Ο Αιλρον, Χρισμένος του Φωτός, Βασιλιάς κι Υπερασπιστής της Αμαδισίας, Φύλακας της Νότιας Πύλης, δεν ήταν τόσο όμορφος όσο έλεγαν οι φήμες, αλλά βέβαια όταν τον είχε πρωτοσυναντήσει η Μοργκέις, πριν από τόσα χρόνια, είχε υποψιαστεί πως ίσως ο ίδιος να ήταν η πηγή τους. Τα μελαχρινά μαλλιά του ήταν πυκνά και κυματιστά —και είχαν αρχίσει να αραιώνουν μπροστά. Η μύτη του ήταν λιγάκι μακριά, τα αυτιά του κάπως μεγάλα. Ολόκληρο το πρόσωπό του έδειχνε μαλθακότητα. Κάποια μέρα θα έπρεπε να τον ρωτήσει. Αυτή η Νότια Πύλη πού έβγαζε;
Ανεμίζοντας τη σμιλεμένη βεντάλια της από φίλντισι, κοίταξε ένα από τα... δημιουργήματα των κηπουρών. Έμοιαζαν να είναι τρεις πελώριες γυμνές γυναίκες που πάλευαν απελπισμένα με γιγαντιαία ερπετά. «Είναι πολύ εντυπωσιακά», είπε. Όταν πήγαινες κάπου ως ζητιάνος, έλεγες αυτά που έπρεπε να πεις.
«Ναι. Ναι, πράγματι. Α, μα φαίνεται ότι με καλούν υποθέσεις του κράτους. Φοβούμαι πως πρόκειται περί ενός επείγοντος ζητήματος». Δώδεκα άνδρες, ντυμένοι πολύχρωμα όσο και τα φυτά που δεν ήταν πια εκεί, είχαν εμφανιστεί στην κοντή μαρμάρινη σκάλα, στην άλλη άκρη του μονοπατιού, και περίμεναν μπροστά σε δώδεκα αυλακωτές κολόνες, οι οποίες δεν στήριζαν τίποτα. «Θα ειδωθούμε το απόγευμα, αγαπητή μου. Θα μιλήσουμε για τα προβλήματα που σε ταλανίζουν και για το τι μπορώ να κάνω».
Υποκλίθηκε πιάνοντάς της το χέρι, τόσο που παραλίγο θα το φιλούσε, εκείνη έκλινε ελαφρά το γόνυ, μουρμουρίζοντας τις ανάλογες φιλοφρονήσεις, κι ύστερα ο άνδρας έφυγε, ακολουθούμενος απ’ όλη την κουστωδία των υπηρετών του —εκτός από έναν— οι οποίοι τον συνόδευαν παντού.
Τώρα που ο άλλος είχε φύγει, η Μοργκέις ανέμισε πιο γοργά τη βεντάλια απ’ όσο θα μπορούσε ενώπιόν του —ο άνθρωπος υποκρινόταν ότι δεν τον άγγιζε η ζέστη παρά τα ποτάμια του ιδρώτα στο πρόσωπό του— και στράφηκε προς τα διαμερίσματά της. Ήταν δικά της από φιλανθρωπία, όπως κι η ουρανί τουαλέτα που φορούσε ήταν δωρισμένη. Επέμεινε να έχει ψηλό γιακά, σε πείσμα του καιρού· είχε άποψη για τα βαθιά ντεκολτέ.
Ο μοναχικός σερβιτόρος την ακολούθησε, κρατώντας μικρή απόσταση. Όπως κι ο Τάλανβορ, φυσικά, που ερχόταν κατά πόδας, επιμένοντας ακόμα να φορά το κακοφτιαγμένο πράσινο σακάκι με το οποίο είχε ταξιδέψει, ζωσμένος το σπαθί λες και περίμενε επίθεση στο Παλάτι Σεράντα, το οποίο δεν απείχε ούτε δύο μίλια από το Άμαντορ. Προσπάθησε να αγνοήσει τον ψηλό νεαρό, αλλά, όπως συνήθως, δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις.
«Έπρεπε να πάμε στην Γκεάλνταν, Μοργκέις. Στην Τζεχάνα».
Η Μοργκέις είχε αφήσει μερικά πράγματα να φτάσουν στα όρια. Τα φουστάνια της άφησαν έναν οξύ, σχιστό ήχο καθώς στριφογυρνούσε για να τον αντιμετωπίσει, και τα μάτια της γέμισαν φλόγες. «Στο ταξίδι μας, ήταν ανάγκη να δείξουμε κάποια διακριτικότητα, όμως τώρα αυτοί που μας περιβάλλουν ξέρουν ποια είμαι. Να το θυμάσαι κι εσύ και να δείχνεις τον προσήκοντα σεβασμό στη Βασίλισσά σου. Γονάτισε!»
Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος δεν κουνήθηκε ρούπι. «Είσαι η Βασίλισσά μου, Μοργκέις;» Τουλάχιστον, είχε χαμηλώσει τη φωνή του για να μη τον ακούσουν και το διαδώσουν, αλλά το βλέμμα του... Παραλίγο να κάνει μερικά βήματα πίσω, αντικρίζοντας τον γυμνό πόθο εκεί. Και τον θυμό. «Δεν θα σε εγκαταλείψω όσο ζεις, Μοργκέις, αλλά εσύ εγκατέλειψες πολλά όταν παράτησες το Άντορ στα χέρια του Γκάεμπριλ. Όταν το ξαναβρείς, θα γονατίσω στα πόδια σου, κι αν θέλεις πάρε μου το κεφάλι, αλλά ως τότε... Έπρεπε να είχαμε πάει στην Γκεάλνταν».
Ο νεαρός ανόητος θα ήταν πρόθυμος να πεθάνει πολεμώντας τον σφετεριστή, ακόμα κι όταν η Μοργκέις είχε ανακαλύψει ότι κανένας Οίκος του Άντορ δεν δεχόταν να την υποστηρίξει και, μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, από τότε που είχε αποφασίσει ότι η μόνη επιλογή της θα ήταν να ζητήσει ξένη βοήθεια, ο Τάλανβορ γινόταν ολοένα πιο θρασύς κι απείθαρχος. Αν η Μοργκέις ζητούσε από τον Άιλρον το κεφάλι του Τάλανβορ, θα της το πρόσφερε δίχως ούτε μια ερώτηση. Το ότι δεν θα της έκανε ερωτήσεις όμως, δεν σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν. Ήταν στ’ αλήθεια ζητιάνα εδώ και δεν μπορούσε να ζητήσει ούτε μια χάρη που να μην είναι αναγκαία. Εκτός αυτού, αν δεν ήταν ο Τάλανβορ, η Μοργκέις δεν θα είχε φτάσει εδώ. Θα ήταν αιχμάλωτη —κάτι χειρότερο από αιχμάλωτη— του Άρχοντα Γκάεμπριλ. Ήταν οι μόνοι λόγοι για τους οποίους θα λυπόταν το κεφάλι του Τάλανβορ.
Ο στρατός της φρουρούσε τις περίτεχνα σκαλισμένες πόρτες των διαμερισμάτων της. Ο Μπέηζελ Γκιλ ήταν ένας ροδομάγουλος άνδρας με μαλλιά που γκρίζαραν και τα χτένιζε ματαιόδοξα για να σκεπάσει το φαλακρό σημείο του. Το δερμάτινο γιλέκο του, γεμάτο ραμμένους ατσάλινους δίσκους, φούσκωνε γύρω από την κοιλιά του, ενώ στη μέση του φορούσε ένα σπαθί, το οποίο είχε είκοσι χρόνια να το αγγίξει πριν το ζωστεί για να την ακολουθήσει. Ο Λάμγκουιν είχε χοντρό, στιβαρό κορμί, αν και τα βαριά βλέφαρά του τον έκαναν να δείχνει μισοκοιμισμένος. Είχε κι αυτός σπαθί, όμως οι ουλές στο πρόσωπο κι η μύτη που είχε σπάσει αρκετές φορές, έδειχναν σαφώς ότι ήταν μαθημένος να χρησιμοποιεί τα χέρια του ή το ρόπαλο. Ένας πανδοχέας κι ένας νταής του δρόμου· εκτός του Τάλανβορ, αυτός ήταν ο στρατός που διέθετε ως τώρα για να αποσπάσει το Άντορ και τον θρόνο της από τον Γκάεμπριλ.
Οι δύο υποκλίθηκαν αδέξια, όμως εκείνη προσπέρασε και βρόντηξε πίσω της την πόρτα στα μούτρα του Τάλανβορ. «Ο κόσμος», δήλωσε η Μοργκέις γρυλίζοντας, «θα ήταν ένα πολύ καλύτερο μέρος αν δεν υπήρχαν άνδρες».
«Το σίγουρο είναι όχι θα ήταν πιο άδειο», είπε η ηλικιωμένη τροφός της, η οποία καθόταν στην καρέκλα της στον προθάλαμο πλάι σε ένα πλατύ παράθυρο με βελούδινες κουρτίνες. Με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το κέντημα της, ο γκρίζος κότσος της Λίνι υψωνόταν στον αέρα. Ήταν λεπτή σαν καλαμιά, αλλά όχι τόσο ασθενική όσο έδειχνε. «Να υποθέσω ότι ο Αιλρον ούτε και σήμερα έδειξε πνεύμα συνεργασίας; Ή μήπως φταίει ο Τάλανβορ, παιδί μου; Μην επιτρέπεις στους άνδρες να σε αναστατώνουν, πρέπει να το μάθεις αυτό. Όταν αναστατώνεσαι, το πρόσωπό σου γεμίζει κοκκινίλες». Η Λίνι ακόμα δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι η Μοργκέις δεν ήταν πια μωρό, παρ’ όλο που είχε υπάρξει τροφός και της κόρης της.
«Ο Άιλρον ήταν γοητευτικότατος», είπε η Μοργκέις, διαλέγοντας τα λόγια της με προσοχή. Η τρίτη γυναίκα στο δωμάτιο, που ήταν καθισμένη στα γόνατα κι έβγαζε σεντόνια από ένα σεντούκι, ξεφύσησε δυνατά κι η Μοργκέις δυσκολεύτηκε να μη την αγριοκοιτάξει. Η Μπριάνε ήταν η... σύντροφος του Λάμγκουιν. Η κοντή, ηλιοκαμένη γυναίκα τον ακολουθούσε όπου πήγαινε, όμως ήταν Καιρχινή, κι η Μοργκέις δεν ήταν βασίλισσά, της, γεγονός που ήδη είχε καταστήσει σαφές. «Μια-δυο μέρες ακόμα», συνέχισε η Μοργκέις, «και νομίζω ότι θα υποσχεθεί να με βοηθήσει. Σήμερα, συμφώνησε επιτέλους πως χρειάζομαι στρατιώτες από αλλού για να ανακαταλάβω το Κάεμλυν. Όταν διώξουμε τον Γκάεμπριλ από το Κάεμλυν, οι ευγενείς θα σταθούν πάλι σύσσωμοι στο πλευρό μου». Έλπιζε ότι αυτό θα έκαναν· είχε καταλήξει στην Αμαδισία επειδή είχε αφήσει τον Γκάεμπριλ να την τυφλώσει, και για χάρη του είχε φερθεί άσχημα ακόμα και στους παλαιότερους φίλους που είχε μεταξύ των Οίκων.
«“Το αργό άλογο δεν φτάνει πάντα στο τέρμα του ταξιδιού”», παρέθεσε η Λίνι, που ήταν ακόμα απασχολημένη με το κέντημά της. Λάτρευε τα παλιά ρητά, αν κι η Μοργκέις υποψιαζόταν ότι κάποια εξ αυτών η παραμάνα της τα σκάρωνε επιτόπου.
«Αυτό το άλογο θα φτάσει», επέμεινε η Μοργκέις. Ο Τάλανβορ έσφαλλε για την Γκεάλνταν· σύμφωνα με τον Άιλρον, η χώρα είχε σχεδόν βυθιστεί στην αναρχία εξαιτίας του Προφήτη για τον οποίο ψιθύριζαν όλοι οι υπηρέτες, κάποιον που κήρυττε την Αναγέννηση του Δράκοντα. «Θα ήθελα λίγο παντς, Μπριάνε». Η άλλη έμεινε να την κοιτάζει, ώσπου η Μοργκέις πρόσθεσε, «Αν έχεις την καλοσύνη». Έστω κι έτσι, έβαλε το ποτό μουτρωμένη κι αλύγιστη.
Το μίγμα κρασιού και φρουτοχυμών είχε πάγο κι ήταν δροσιστικό σ’ αυτή τη ζέστη· το ασημένιο ποτήρι άφηνε μια ευχάριστη αίσθηση στο μέτωπο της Μοργκέις. Ο Άιλρον έστελνε να κατεβάσουν χιόνι και πάγο από τα Όρη της Ομίχλης, αν και χρειαζόταν συνεχή καραβάνια από άμαξες για να φτάσουν σε επαρκείς ποσότητες στο παλάτι.
Η Λίνι πήρε κι αυτή ένα ποτήρι. «Σχετικά με τον Τάλανβορ», άρχισε να λέει έπειτα από μια γουλιά.
«Παράτα τα, επιτέλους, Λίνι!» την αποπήρε η Μοργκέις.
«Τι κι αν είναι μικρότερος σου;», είπε η Μπριάνε. Είχε βάλει κι εκείνη παντς. Τι αναίδεια! Υποτίθεται πως ήταν υπηρέτρια, ό,τι κι αν ήταν στην Καιρχίν. «Αν τον θέλεις, πάρ’ τον. Ο Λάμγκουιν λέει ότι σου έχει δώσει όρκο, κι έχω δει πώς σε κοιτάζει». Γέλασε βραχνά. «Δεν θα σου πει όχι». Οι Καιρχινές ήταν αηδιαστικές, τουλάχιστον όμως οι περισσότερες έκρυβαν με σεμνότητα τους έκλυτους τρόπους τους.
Η Μοργκέις ήταν έτοιμη να τη διώξει από το δωμάτιο, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Δίχως να περιμένει άδεια από κάποιον, ένας ασπρομάλλης όλο νευρώνες και κόκαλα μπήκε μέσα. Ο χιονόλευκος μανδύας του είχε στο στήθος έναν ακτινωτό χρυσό ήλιο. Η Μοργκέις έλπιζε ότι θα απέφευγε τους Λευκομανδίτες πριν ο Άιλρον βάλει τη σφραγίδα του σε μία συγκεκριμένη συμφωνία. Η παγωνιά του κρασιού ξαφνικά πότισε βαθιά τα κόκαλά της. Πού ήταν ο Τάλανβορ κι οι άλλοι, για να έχει μπει έτσι απρόσκλητος;
Τα μαύρα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της κι έκανε μια λιτή υπόκλιση. Το πρόσωπό του ήταν γερασμένο, το δέρμα τσιτωμένο, όμως ο άνδρας ήταν αδύναμος σαν γλωσσίδι καμπάνας. «Είσαι η Μοργκέις του Άντορ;» είπε με σταθερή, βαθιά φωνή. «Είμαι ο Πέντρον Νάιαλ». Δεν ήταν απλώς ένας Λευκομανδίτης· ήταν ο Άρχοντας Μάγιστρος των Τέκνων του Φωτός αυτοπροσώπως. «Μη φοβάσαι. Δεν ήρθα να σε συλλάβω».
Η Μοργκέις όρθωσε το κορμί της. «Να με συλλάβεις; Με ποια κατηγορία; Δεν μπορώ να διαβιβάσω». Μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια, της ήρθε να πλαταγίσει τη γλώσσα από αγανάκτηση. Δεν έπρεπε να αναφέρει τη διαβίβαση· το ότι είχε θέσει τον εαυτό της σε θέση άμυνας, έδειχνε πόσο ταραγμένη ήταν. Αυτά που είχε πει, μέχρι εκείνο το σημείο, ήταν αληθινά. Είχε προσπαθήσει πενήντα φορές να αισθανθεί την Αληθινή Πηγή και την είχε βρει μονάχα μία φορά, κι όταν την είχε βρει, είχε προσπαθήσει είκοσι φορές να ανοιχτεί στο σαϊντάρ μόνο και μόνο για να πιάσει μερικές σταγόνες του μία φορά. Μια Καφέ αδελφή ονόματι Βέριν της είχε πει ότι δεν υπήρχε λόγος να την κρατήσει ο Πύργος και να της μάθει να χειρίζεται την ασήμαντη ικανότητά της με ασφάλεια. Βέβαια, την είχαν κρατήσει για παν ενδεχόμενο. Πάντως, ακόμα κι αυτή η παραμικρή ικανότητα να διαβιβάζει ήταν παράνομη στην Αμαδισία, επισύροντας ποινή θανάτου. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο χέρι της που συνάρπαζε τον Άιλρον, τώρα της φαινόταν ότι έκαιγε τόσο δυνατά που έλαμπε.
«Η εκπαίδευση στον Πύργο», μουρμούρισε ο Νάιαλ. «Κι αυτό επίσης απαγορεύεται. Αλλά, όπως είπα, δεν ήρθα να σε συλλάβω αλλά για να σε βοηθήσω. Διώξε τις υπηρέτριές σου και θα μιλήσουμε». Βολεύτηκε μ’ όλη του την άνεση, κάθισε σε μια μαλακή πολυθρόνα και γύρισε το μανδύα του να κρεμαστεί από τη ράχη της. «Θα ήθελα λίγο παντς προτού φύγουν». Προς δυσαρέσκεια της Μοργκέις, η Μπριάνε του έφερε αμέσως ένα ποτήρι, με το βλέμμα χαμηλωμένο και το πρόσωπο ανέκφραστο σαν ξύλο.
Η Μοργκέις επιχείρησε να πάρει τον έλεγχο της κατάστασης. «Θα μείνουν εδώ, Αφέντη Νάιαλ». Δεν θα του έδινε την ικανοποίηση να τον προσφωνήσει με τον τίτλο του. Αυτή η παράλειψη δεν φάνηκε να τον ενοχλεί. «Τι έχει συμβεί στους άνδρες μου έξω; Θα σε θεωρήσω υπεύθυνο αν έχουν πάθει κάτι. Και γιατί νομίζεις ότι χρειάζομαι τη βοήθειά σου;»
«Οι άνδρες σου είναι μια χαρά στην υγεία τους», είπε εκείνος αδιάφορα, με το ποτήρι κοντά στο στόμα. «Νομίζεις ότι ο Άιλρον θα σου δώσει αυτό που χρειάζεσαι; Είσαι μια πανέμορφη γυναίκα, Μοργκέις, κι ο Άιλρον λατρεύει τις γυναίκες με χρυσά μαλλιά. Κάθε μέρα θα φτάνει όλο και πιο κοντά στη συμφωνία που επιδιώκεις, χωρίς να τη φτάνει ποτέ, μέχρι να συμπεράνεις πως ίσως με μία... συγκεκριμένη θυσία θα δεχθεί κι ο ίδιος να υποχωρήσει. Αλλά δεν θα φτάσει στο σημείο που θέλεις, ό,τι και να του δώσεις. Οι όχλοι του λεγόμενου Προφήτη λυμαίνονται τα βόρεια τμήματα της Αμαδισίας. Στα δυτικά είναι το Τάραμπον, με δέκα παρατάξεις μπλεγμένες σε εμφύλιο πόλεμο, ληστές που έχουν δώσει όρκο στον λεγόμενο Αναγεννημένο Δράκοντα, κι υπάρχουν φήμες για Άες Σεντάι και για τον ίδιο τον ψεύτικο Δράκοντα, που τρομάζουν τον Άιλρον. Λες να σου παραχωρήσει στρατιώτες; Αν έβρισκε δέκα άνδρες για κάθε έναν ένοπλο που διαθέτει τώρα, ή έστω και δύο, θα έδινε την ψυχή του. Αλλά εγώ μπορώ να στείλω πέντε χιλιάδες έφιππα Τέκνα του Φωτός στο Κάεμλυν με σένα επικεφαλής, αρκεί να το ζητήσεις».
Η λέξη «αποσβολωμένη» δεν αρκούσε για να περιγράψει η Μοργκέις αυτό που ένιωθε. Με την ανάλογη μεγαλοπρέπεια, πλησίασε μια καρέκλα απέναντί του και κάθισε πριν της κοπούν τα πόδια. «Γιατί θέλεις να με βοηθήσεις να διώξω τον Γκάεμπριλ;» ζήτησε να μάθει. Προφανώς ο Πέντρον Νάιαλ τα ήξερε όλα· δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε κατασκόπους ανάμεσα στους υπηρέτες του Άιλρον. «Ποτέ δεν έδωσα στους Λευκομανδίτες την ελευθερία κινήσεων που θέλουν στο Αντορ».
Αυτή τη φορά, ο άλλος πήρε μια ξινή έκφραση. Στους Λευκομανδίτες δεν άρεσε αυτό το όνομα. «Ο Γκάεμπριλ; Ο εραστής σου είναι νεκρός, Μοργκέις. Ο ψεύτικος Δράκοντας Ραντ αλ’Θόρ πρόσθεσε το Κάεμλυν στις κατακτήσεις του». Η Λίνι άφησε έναν αμυδρό ήχο, σαν να είχε τρυπηθεί, όμως αυτός δεν τράβηξε το βλέμμα από τη Μοργκέις.
Όσο για τη Μοργκέις, αυτή έσφιγγε το μπράτσο της καρέκλας της για να μη φέρει το χέρι στο στομάχι της. Αν δεν είχε ακουμπήσει το ποτήρι στο άλλο μπράτσο, θα είχε χύσει παντς στο χαλί. Ο Γκάεμπριλ νεκρός; Την είχε εξαπατήσει, την είχε κάνει πειθήνιο όργανο του, είχε σφετεριστεί την εξουσία της, καταπίεζε τη χώρα εν ονόματι της, και στο τέλος είχε αυτοανακηρυχθεί Βασιλιάς του Αντορ, στο οποίο ποτέ δεν είχε υπάρξει βασιλιάς. Ύστερα απ’ όλα αυτά, πώς ήταν δυνατόν να νιώθει αυτή τη αχνή λύπη που δεν θα ξανάνιωθε ποτέ τα χέρια του; Ήταν τρέλα· αν δεν ήξερε ότι ήταν αδύνατο αυτό, θα πίστευε ότι ο Γκάεμπριλ με κάποιον τρόπο είχε χρησιμοποιήσει πάνω της τη Μία Δύναμη.
Μα τώρα το Αντορ ήταν στην κατοχή του αλ’Θόρ; Ίσως έτσι άλλαζαν όλα. Τον είχε συναντήσει μια φορά, ένα φοβισμένο χωριατόπαιδο από τα δυτικά που πάσχιζε να δείξει τον προσήκοντα σεβασμό στη βασίλισσά του. Μα ήταν ένας νεαρός που έφερε σπαθί με το σήμα του ερωδιού ως αρχιξιφομάχος. Κι η Ελάιντα ήταν επιφυλακτική απέναντι του. «Γιατί τον λες ψεύτικο Δράκοντα, Νάιαλ;» Αφού αυτός την αποκαλούσε με το όνομά της, τότε κι αυτή θα του μιλούσε χωρίς καν το «αφέντη», την προσφώνηση των λαϊκών. «Η Πέτρα του Δακρύου έπεσε, όπως έλεγαν οι Προφητείες του Δράκοντα. Οι ίδιοι οι Υψηλοί Αρχοντες του Δακρύου τον έχουν ανακηρύξει Αναγεννημένο Δράκοντα».
Ο Νάιαλ χαμογέλασε κοροϊδευτικά. «Όπου έχει εμφανιστεί, υπήρχαν Άες Σεντάι. Αυτές διαβιβάζουν εκ μέρους του, πίστεψε με. Έχω φίλους σε πολλά μέρη» —εννοούσε κατασκόπους— «και μου αναφέρουν ότι υπάρχουν ενδείξεις πως ο Πύργος ήταν επίσης πίσω από τον προηγούμενο ψεύτικο Δράκοντα, τον Λογκαίν. Ίσως πήραν τα μυαλά του αέρα και γι’ αυτό οι Άες Σεντάι χρειάστηκε να τον ξεφορτωθούν».
«Δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο». Χάρηκε που είχε μιλήσει με σταθερή φωνή. Είχε ακούσει τις φήμες για τον Λογκαίν στο δρόμο προς το Άμαντορ. Αλλά ήταν απλώς φήμες.
Ο άλλος σήκωσε τους ώμους. «Πίστεψε ό,τι θέλεις, όμως εγώ προτιμώ την αλήθεια από τις ανόητες φαντασίες. Ο αληθινός Αναγεννημένος Δράκοντας θα ενεργούσε όπως αυτός; Λες ότι τον ανακήρυξαν έτσι οι Υψηλοί Άρχοντες. Πόσους κρέμασε πριν υποκύψουν οι υπόλοιποι; Άφησε Αελίτες να λαφυραγωγήσουν την Πέτρα κι όλη την Καιρχίν. Λέει ότι οι Καιρχινοί θα έχουν έναν καινούριο ηγέτη —τον οποίο θα επιλέξει ο ίδιος— όμως η μόνη πραγματική εξουσία στην Καιρχίν είναι αυτός. Λέει ότι θα υπάρχει καινούριος ηγέτης και στο Κάεμλυν επίσης. Είσαι νεκρή· το ήξερες; Έχει αναφερθεί το όνομα της Αρχόντισσας Ντυέλιν, νομίζω. Ο Ραντ αλ’Θόρ κάθισε στον Θρόνο του Λιονταριού, τον χρησιμοποίησε για να δεχθεί ανθρώπους σε ακρόαση, αλλά φαντάζομαι ότι του έπεφτε στενός, αφού είναι φτιαγμένος για γυναίκες. Τον έστησε ως τρόπαιο της κατάκτησής του και τον αντικατέστησε με τον δικό του θρόνο, στη Μεγάλη Αίθουσα του Βασιλικού Παλατιού σου. Φυσικά, δεν του ήρθαν όλα βολικά. Κάποιοι Αντορινοί Οίκοι πιστεύουν ότι σε σκότωσε· υπάρχει κάποια συμπάθεια για σένα, τώρα που είσαι νεκρή. Όμως αυτός κρατά το Άντορ με σιδηρά γροθιά, με μια ορδή Αελιτών κι έναν στρατό Μεθορίτες μαχαιροβγάλτες, που στρατολόγησε ο Πύργος εκ μέρους του. Αλλά αν νομίζεις ότι θα σε καλοδεχτεί στην περίπτωση που θα γυρίσεις στο Κάεμλυν και θα σου επιστρέψει το θρόνο σου...»
Άφησε τη φωνή του να σβήσει, όμως ο καταιγισμός των λόγων του χτύπησε τη Μοργκέις σαν χαλάζι. Η Ντυέλιν ήταν η επόμενη στη σειρά διαδοχής του θρόνου μόνο αν η Ηλαίην πέθαινε άτεκνη. Αχ, Φως μου, Ηλαίην! Ήταν, άραγε, ακόμα ασφαλής στον Πύργο; Ήταν παράξενο που η Μοργκέις αντιπαθούσε τόσο τις Λες Σεντάι, κυρίως επειδή είχαν χάσει την Ηλαίην για ένα διάστημα, κι είχε απαιτήσει την επιστροφή της κόρης της, ενώ κανείς ποτέ δεν απαιτούσε τίποτα από τον Πύργο — αλλά τώρα έλπιζε να την πρόσεχαν καλά. Θυμήθηκε ένα γράμμα της Ηλαίην που είχε λάβει, όταν εκείνη είχε επιστρέψει στην Ταρ Βάλον. Άραγε, είχαν έρθει κι άλλα γράμματα; Πολλά απ’ όσα είχαν συμβεί όσο η Μοργκέις ήταν μαγεμένη από τον Γκάεμπριλ ήταν θολά. Σίγουρα η Ηλαίην ήταν ασφαλής. Η Μοργκέις θα έπρεπε να ανησυχεί επίσης για τον Γκάλαντ και τον Γκάγουιν —μόνο το Φως ήξερε πού βρίσκονταν αυτοί οι δύο— όμως η Ηλαίην ήταν η διάδοχός της. Η ειρήνη του Άντορ στηριζόταν στην ομαλή διαδοχή του θρόνου.
Έπρεπε να σκεφτεί με σύνεση. Όλα ταίριαζαν μεταξύ τους, όμως το ίδιο συνέβαινε και με τα έξυπνα ψέματα, και τούτος ο άνθρωπος πρέπει να ήταν δεξιοτέχνης σ’ αυτά. Η Μοργκέις χρειαζόταν στοιχεία. Το ότι το Άντορ τη θεωρούσε νεκρή δεν ήταν έκπληξη· είχε φύγει κρυφά από το ίδιο της το βασίλειο για να αποφύγει τον Γκάεμπριλ, εκείνους που ίσως την παρέδιδαν στα χέρια του, και τους άλλους που θα εκδικούνταν αυτήν για τα δικά του κρίματα. Αν αυτά προκαλούσαν κάποια συμπάθεια, τότε θα την αξιοποιούσε όταν σηκωνόταν από τους νεκρούς. Στοιχεία. «Θέλω χρόνο για να σκεφτώ», του είπε.
«Φυσικά». Ο Νάιαλ σηκώθηκε ήρεμα· θα σηκωνόταν κι η ίδια, για να μην ορθωθεί ο άλλος από πάνω της, όμως δεν ήξερε αν θα τη στήριζαν τα πόδια της. «Θα επιστρέψω σε μια-δυο μέρες. Στο μεταξύ, θέλω να είμαι βέβαιος για την ασφάλειά σου. Ο Άιλρον είναι βυθισμένος στις έγνοιες του και κανείς δεν ξέρει ποιος θα μπορούσε να τρυπώσει εδώ, αποσκοπώντας ίσως στο κακό σου. Πήρα το θάρρος να τοποθετήσω μερικά Τέκνα εδώ. Με τη σύμφωνη γνώμη του Άιλρον».
Η Μοργκέις πάντα άκουγε ότι οι Λευκομανδίτες ήταν η πραγματική εξουσία στην Αμαδισία, και τώρα βεβαιώθηκε ότι είχε δει την απόδειξη.
Ο Νάιαλ ήταν κάπως πιο τυπικός φεύγοντας απ’ όσο όταν είχε έρθει, κι έκανε μια υπόκλιση που ίσως απευθυνόταν σε κάποιον ίσο του. Είτε έτσι είτε αλλιώς, της έδινε να καταλάβει ότι δεν είχε επιλογή.
Μόλις έφυγε, η Μοργκέις σηκώθηκε όρθια, αλλά η Μπριάνε χίμηξε ακόμα πιο γρήγορα στην πόρτα. Πάντως, πριν κάνουν τρία βήματα, το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε με βρόντο και μπήκαν με φούρια στο δωμάτιο ο Τάλανβορ κι οι άλλοι δύο.
«Μοργκέις», είπε λαχανιασμένα ο Τάλανβορ, κοιτώντας την από την κορφή ως τα νύχια. «Φοβόμουν μήπως—»
«Φοβόσουν;» του είπε περιφρονητικά. Αυτό παραπήγαινε· ο νεαρός δεν έλεγε να καταλάβει. «Έτσι με προστατεύεις; Ένα αγοράκι αν είχα, την ίδια δουλειά θα έκανε. Αλλά βέβαια, ένα αγοράκι είσαι κι εσύ».
Το φλογερό βλέμμα του έμεινε πάνω της μια στιγμή ακόμα, κι ύστερα ο Τάλανβορ πέρασε δίπλα από τον Μπέηζελ και τον Λάμγκουιν κι έφυγε.
Ο πανδοχέας στεκόταν τρίβοντας τα χέρια του. «Ήταν καμιά τριανταριά το λιγότερο, Βασίλισσά μου. Ο Τάλανβορ θα τους πολεμούσε, προσπάθησε να φωνάξει, να σε προειδοποιήσει, αλλά τον βάρεσαν στο κεφάλι με τη λαβή ενός σπαθιού. Ο ασπρομάλλης είπε ότι δεν σκόπευαν να σου κάνουν κακό, αλλά ήθελαν μόνο εσένα, κι αν χρειαζόταν να μας σκοτώσουν...» Το βλέμμα του στράφηκε στη Λίνι και στην Μπριάνε, που κοίταζε τον Λάμγκουιν από πάνω ως κάτω, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πάθει τίποτα. Όσο για τον Λάμγκουιν, αυτός έμοιαζε να ανησυχεί για εκείνη. «Βασίλισσά μου, αν πίστευα ότι μπορούσαμε να κάνουμε κάτι... Συγγνώμη. Τα θαλάσσωσα».
«“Το σωστό γιατρικό πάντα είναι πικρό”», μουρμούρισε χαμηλόφωνα η Λίνι. «Κυρίως για ένα παιδί που το πιάνουν τα νευράκια του». Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν το είπε δυνατά για να το ακούσουν οι πάντες στο δωμάτιο.
Είχε δίκιο. Η Μοργκέις το ήξερε. Αν κι όχι για τα νευράκια που έλεγε, φυσικά. Ο Μπέηζελ έδειχνε δυστυχισμένος σε βαθμό που θα καλοδεχόταν ακόμα κι αποκεφαλισμό. «Δεν τα θαλάσσωσες, Αφέντη Γκιλ. Ίσως σου ζητήσω κάποια μέρα να πεθάνεις για μένα, αλλά μόνο όταν αυτό θα υπηρετεί ένα ανώτερο καλό. Ο Νάιαλ απλώς ήθελε να μιλήσουμε». Το πρόσωπο του Μπέηζελ αμέσως φωτίστηκε, όμως η Μοργκέις ένιωσε πάνω της το βλέμμα της Λίνι. Γεμάτο πίκρα. «Ζήτησε από τον Τάλανβορ να έρθει. Θέλω — θέλω να του ζητήσω συγγνώμη για τα σκληρά μου λόγια».
«Ο καλύτερος τρόπος για να ζητήσεις συγγνώμη από έναν άνδρα», είπε η Μπριάνε, «είναι να πέσεις στην αγκαλιά του σε μια ήσυχη γωνιά του κήπου».
Κάτι έσπασε μέσα στη Μοργκέις. Πριν καταλάβει τι έκανε, είχε εκσφενδονίσει το ποτήρι της στην άλλη γυναίκα, γεμίζοντας παντς το χαλί. «Έξω!» τσίριξε. «Όλοι έξω! Δώσε εσύ τη συγγνώμη μου στον Τάλανβορ, Αφέντη Γκιλ».
Η Μπριάνε σκούπισε ήρεμα το παντς από το φόρεμά της, ζύγωσε με το πάσο της τον Λάμγκουιν και τον πήρε αγκαζέ. Ο Μπέηζελ μόνο που δεν χοροπηδούσε νευρικά, καθώς προσπαθούσε να τους βγάλει έξω.
Προς έκπληξη της Μοργκέις, μαζί τους βγήκε κι η Λίνι. Δεν έκανε έτσι· συνήθως έμενε κι έκανε κήρυγμα στην παλιά προστατευόμενή της, σαν να ήταν ακόμα δεκάχρονο κοριτσάκι. Η Μοργκέις δεν ήξερε γιατί το ανεχόταν αυτό. Παραλίγο να έλεγε στη Λίνι να μείνει. Αλλά είχαν φύγει όλοι, η πόρτα είχε κλείσει — κι είχε πιο σημαντικές έγνοιες από το αν θα πληγώνονταν τα αισθήματα της Λίνι.
Βηματίζοντας στο χαλί, προσπάθησε να σκεφτεί. Ο Άιλρον θα απαιτούσε εμπορικές παραχωρήσεις —ίσως και τη «θυσία» που είχε αναφέρει ο Νάιαλ— για να τη βοηθήσει. Εκείνη ήταν διατεθειμένη να κάνει τις εμπορικές παραχωρήσεις, αλλά φοβόταν ότι ο Νάιαλ είχε δίκιο όταν έλεγε πόσους στρατιώτες μπορούσε να της διαθέσει ο Άιλρον. Κατά κάποιον τρόπο, θα ήταν ευκολότερο να δεχθεί τις απαιτήσεις του Νάιαλ. Ίσως να του παραχωρούσε ελευθερία κινήσεων στο Αντορ για όσους Λευκομανδίτες ήθελε αυτός. Και να τους έδινε το ελεύθερο να συλλαμβάνουν τους Σκοτεινόφιλους που θα έβρισκαν ακόμα και στο τελευταίο πατάρι· να ξεσηκώνουν όχλους εναντίον γυναικών που θα κατηγορούνταν ότι ήταν Λες Σεντάι· και να σκοτώνουν τις πραγματικές Άες Σεντάι. Ίσως ο Νάιαλ έφτανε στο σημείο να απαιτήσει την επιβολή νόμου που θα απαγόρευε τη διαβίβαση, που θα απαγόρευε στις γυναίκες να πηγαίνουν στον Λευκό Πύργο.
Ίσως ήταν εφικτό —δύσκολο κι αιματηρό όμως— να διώξει τους Λευκομανδίτες από τη στιγμή που θα εδραίωναν εκεί την παρουσία τους· υπήρχε, όμως, λόγος να τους έχει επιτρέψει εξ αρχής την είσοδο; Μπορεί ο Ραντ αλ’Θόρ να ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας —ήταν σίγουρη γι’ αυτό, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Νάιαλ· ήταν σχεδόν σίγουρη— όμως η Μοργκέις, απ’ όσο γνώριζε για τις Προφητείες του Δράκοντα, δεν έλεγαν ότι αυτός θα κυβερνούσε έθνη. Το Αντορ δεν ήταν δικό του, είτε ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας είτε ένας ψεύτικος Δράκοντας. Αλλά πώς ήξερε τι από τα δύο συνέβαινε;
Ένα δειλό γρατζούνισμα στην πόρτα την έκανε να γυρίσει. «Έλα», είπε απότομα.
Η πόρτα άνοιξε αργά και μέσα μπήκε ένας χαμογελαστός νεαρός που φορούσε χρυσοκόκκινη λιβρέα, κρατώντας δίσκο με μια καράφα δροσερό κρασί, που το ασήμι της είχε ήδη γεμίσει με κόμπους υγρασίας. Η Μοργκέις περίμενε ότι θα ήταν ο Τάλανβορ. Όπως έβλεπε, ο Λάμγκουιν στεκόταν μόνος του φρουρός στο διάδρομο. Ή, μάλλον, έγερνε στον τοίχο, σαν μπράβος καπηλειού. Η Μοργκέις έκανε νόημα στον υπηρέτη να αφήσει κάτω το δίσκο.
Γεμάτη θυμό —ο Τάλανβορ έπρεπε να είχε έρθει, έπρεπε!— ξανάρχισε να βηματίζει. Ο Μπέηζελ κι ο Λάμγκουιν ίσως άκουγαν φήμες στο κοντινό χωριό, αλλά θα ήταν φήμες, που μάλλον θα τις είχε σπείρει ο Νάιαλ. Το ίδιο ίσχυε και για τους υπηρέτες του παλατιού.
«Βασίλισσα μου. Θα μπορούσα να σου μιλήσω, Βασίλισσά μου;»
Η Μοργκέις γύρισε κατάπληκτη. Ήταν η προφορά του Άντορ. Ο νεαρός είχε πέσει στα γόνατα, με ένα αστραφτερό χαμόγελο που ήταν πότε αύθαδες και πότε αβέβαιο. Θα μπορούσε να τον πει κανείς όμορφο, αλλά η μύτη του είχε σπάσει και δεν είχε γιατρευτεί σωστά. Το ίδιο πράγμα στον Λάμγκουιν έδειχνε σκληράδα, αν και χαμηλής υποστάθμης· στην περίπτωση αυτού του παλικαριού, έλεγες ότι είχε σκοντάψει κι είχε σωριαστεί με τα μούτρα.
«Ποιος είσαι;» ζήτησε να μάθει. «Πώς ήρθες εδώ;»
«Με λένε Παιτρ Κόνελ, Βασίλισσά μου. Είμαι από την Αγορά του Σέραν. Στο Αντορ;» πρόσθεσε, λες κι εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Του έκανε ανυπόμονα νόημα να συνεχίσει. «Ήρθα στο Άμαντορ με τον θείο μου τον Τζεν. Είναι έμπορος από τους Τέσσερις Βασιλιάδες, και σκέφτηκε ότι θα βρίσκαμε Ταραμπονέζικες βαφές. Είναι ακριβές, με τους μπελάδες που έχουν τώρα στο Τάραμπον, αλλά σκέφτηκε ότι θα ήταν πιο εύκολο να—» Το στόμα της σφίχτηκε κι ο νεαρός συνέχισε με φούρια. «Ακούσαμε για σένα, Βασίλισσά μου, ότι ήσουν εδώ στο παλάτι, κι αφού έχουν τέτοιο νόμο εδώ στην Αμαδισία, κι εσύ ήσουν εκπαιδευμένη στον Λευκό Πύργο και τα λοιπά, σκεφτήκαμε μήπως μπορούμε να σε βοηθήσουμε...» Ξεροκατάπιε και κατέληξε με μια αδύναμη φωνούλα. «Να σε βοηθήσουμε να δραπετεύσεις».
«Κι είστε έτοιμοι να με βοηθήσετε να... δραπετεύσω;» Δεν ήταν το καλύτερο σχέδιο, αλλά μπορούσε να πάει βόρεια στην Γκεάλνταν. Πώς θα κόμπαζε ο Τάλανβορ... Ή, μάλλον, δεν θα κόμπαζε καθόλου, κι αυτό θα ήταν το χειρότερο.
Όμως ο Παιτρ κούνησε δυστυχισμένα το κεφάλι. «Ο θείος Τζεν είχε ένα σχέδιο, αλλά τώρα το παλάτι γέμισε Λευκομανδίτες. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, κι ήρθα σε σένα, όπως μου είχε πει. Κάτι θα σκεφτεί, Βασίλισσά μου. Είναι έξυπνος άνθρωπος».
«Είμαι βέβαιη γι’ αυτό», μουρμούρισε εκείνη. Αρα η Γκεάλνταν αποκλειόταν. «Πόσον καιρό λείπετε από το Άντορ; Ένα μήνα; Δύο;» Αυτός ένευσε. «Τότε δεν ξέρετε τι συμβαίνει στο Κάεμλυν», είπε μ’ έναν αναστεναγμό.
Ο νεαρός έγλειψε τα χείλη του. «Είμαι... Μένουμε στο Άμαντορ μαζί με κάποιον που έχει περιστέρια. Είναι έμπορος. Του έρχονται μηνύματα από πανιού. Κι από το Κάεμλυν. Αλλά το μόνο που ακούω είναι άσχημα νέα, Βασίλισσά μου. Ίσως χρειαστεί μια-δυο μέρες, αλλά ο θείος μου θα σκαρφιστεί άλλον τρόπο. Απλώς ήθελα να σου πω ότι έρχεται βοήθεια».
Αυτό ήταν, λοιπόν. Ένας αγώνας μεταξύ του Πέντρον Νάιαλ και του θείου Τζεν. Κρίμα που δεν ήξερε πώς να στοιχηματίσει. «Στο μεταξύ, μπορείς να μου πεις πόσο άσχημα πάνε τα πράγματα στο Κάεμλυν».
«Βασίλισσά μου, έπρεπε να σου πω μόνο ότι έρχεται βοήθεια. Ο θείος μου θα θυμώσει αν μείνω—»
«Είμαι η Βασίλισσά σου, Παιτρ», είπε η Μοργκέις με σίγουρη φωνή, «όπως και του θείου σου του Τζεν. Δεν θα τον πειράξει αν απαντήσεις στις ερωτήσεις μου». Ο Παιτρ φαινόταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αλλά εκείνη βολεύτηκε σε μια καρέκλα κι άρχισε να ξεθάβει την αλήθεια.
Ο Πέντρον Νάιαλ ένιωθε ωραία, καθώς ξεπέζευε στην κεντρική αυλή του Φρουρίου του Φωτός και πετούσε τα χαλινάρια σε έναν ιπποκόμο. Είχε τη Μοργκέις στο τσεπάκι του και δεν είχε χρειαστεί να πει ούτε ένα ψέμα. Δεν του άρεσε να λέει ψέματα. Μπορεί να είχε ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τα γεγονότα, όμως ήταν σίγουρος για τα συμπεράσματά του. Ο Ραντ αλ’Θόρ ήταν ψεύτικος Δράκοντας κι υποχείριο του Πύργου. Ο κόσμος ήταν γεμάτος από ανόητους που ήταν ανίκανοι να σκεφτούν. Η Τελευταία Μάχη δεν θα ήταν κάποια τιτάνια σύγκρουση μεταξύ του Σκοτεινού και ενός Αναγεννημένου Δράκοντα, ενός κοινού θνητού. Ο Δημιουργός είχε από καιρό εγκαταλείψει τους ανθρώπους στην τύχη τους. Όχι, όταν ερχόταν η Τάρμον Γκάι’ντον, θα ήταν όπως στους Πολέμους των Τρόλοκ περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, τότε που οι ορδές των Τρόλοκ κι άλλων Σκιογέννητων είχαν ξεχυθεί από τη Μεγάλη Μάστιγα, είχαν περάσει τις Μεθόριες, κι είχαν σχεδόν πνίξει την ανθρωπότητα σε μια θάλασσα αίματος. Ο Πέντρον Νάιαλ δεν σκόπευε να αφήσει την ανθρωπότητα να τους αντιμετωπίσει διαιρεμένη κι απροετοίμαστη.
Ένα κύμα υποκλίσεων από τα λευκοντυμένα Τέκνα τον ακολούθησε στους διαδρόμους με τους πέτρινους τοίχους μέσα στο Φρούριο, ώσπου έφτασε στην ιδιωτική του αίθουσα ακροάσεων. Στον προθάλαμο βρισκόταν ο γραμματέας του, ο Μπάλγουερ, με το στενό πρόσωπο, ο οποίος πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να απαριθμεί σχολαστικά τα έγγραφα που περίμεναν την υπογραφή του Άρχοντα Μαγίστρου, όμως η προσοχή εκείνου είχε στραφεί στον ψηλό άνδρα που σηκωνόταν με άνεση από μια πολυθρόνα ακουμπισμένη στον τοίχο, με μία πορφυρή ποιμενική ράβδο πίσω από τον χρυσό ήλιο του μανδύα του κι από κάτω τρεις χρυσούς κόμπους που έδειχναν το αξίωμά του.
Η όψη του Τζάιτσιμ Καρίντιν, Εξεταστή του Χεριού του Φωτός, έδειχνε καθαρά πόσο σκληρός άνθρωπος ήταν, είχε όμως πιο γκρίζους κροτάφους από την τελευταία φορά που τον είχε δει ο Νάιαλ. Τα μάτια του, βαθιά χωμένα στις κόγχες τους, μαρτυρούσαν ένα ίχνος ανησυχίας, κάτι διόλου παράξενο. Οι δύο τελευταίες αποστολές που του είχαν ανατεθεί κατέληξαν σε πανωλεθρία· κάτι καθόλου ευχάριστο για κάποιον που φιλοδοξούσε να γίνει μια μέρα Ανώτατος Εξεταστής, ίσως ακόμα κι Άρχοντας Μάγιστρος.
Ο Νάιαλ πέταξε τον μανδύα του στον Μπάλγουερ κι έκανε νόημα στον Καρίντιν να τον ακολουθήσει στην αίθουσα ακροάσεων. Υπήρχαν τρόπαια στους τοίχους, οι πολεμικές σημαίες και τα λάβαρα των παλιών εχθρών που είχαν αιχμαλωτίσει τα Τέκνα, ενώ στο πάτωμα υπήρχε ένας πελώριος ακτινωτός ήλιος με τόσο χρυσάφι, ώστε πολλοί δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους από κει. Με εξαίρεση αυτά, επρόκειτο για ένα λιτό δωμάτιο στρατιώτη, αντικατοπτρισμός του ίδιου του Νάιαλ. Ο Νάιαλ κάθισε σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη, καλοφτιαγμένη αλλά χωρίς στολίδια. Τα δύο τζάκια στους απέναντι τοίχους του δωματίου ήταν κρύα και καθαρά, σε μια εποχή που κανονικά εκεί θα έπρεπε να τριζοβολά η φωτιά. Ήταν απόδειξη ότι η Τελευταία Μάχη πλησίαζε. Ο Καρίντιν έκανε μια βαθιά υπόκλιση και γονάτισε πάνω στον ήλιο, που είχε γίνει λείος ύστερα από τόσους αιώνες που τον έτριβαν πόδια και γόνατα.
«Έχεις σκεφτεί γιατί είπα να σε καλέσουν, Καρίντιν;» Μετά την Πεδιάδα του Αλμοθ και το Φάλμε, μετά το Τάντσικο, ο άνθρωπος δικαίως θα πίστευε ότι επρόκειτο να συλληφθεί. Αλλά αν υποψιαζόταν αυτό το ενδεχόμενο, η φωνή του δεν φανέρωνε κάτι τέτοιο. Ως συνήθως, έδειχνε ότι γνώριζε περισσότερα απ’ όλους. Περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε να γνωρίζει.
«Για τις Άες Σεντάι στην Αλτάρα, Άρχοντα Μάγιστρε. Έχουμε μια ευκαιρία να εξοντώσουμε τις μισές μάγισσες της Ταρ Βάλον, ακριβώς στο κατώφλι μας». Ήταν μια υπερβολή· μπορεί να ήταν το ένα τρίτο των Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ, αλλά όχι περισσότερες.
«Και μήπως το έχεις σκεφτεί μεγαλόφωνα, μπροστά στους φίλους σου;» Ο Νάιαλ αμφέβαλλε για το αν ο Καρίντιν είχε φίλους, αλλά υπήρχαν κάποιοι με τους οποίους έπινε. Τώρα τελευταία, με τους οποίους μεθούσε. Ο άνθρωπος, όμως, σίγουρα είχε ικανότητες· χρήσιμες ικανότητες.
«Όχι, Άρχοντα Μάγιστρε. Δεν είμαι αφελής».
«Ωραία», είπε ο Νάιαλ. «Επειδή δεν θα πλησιάσεις καν το Σαλιντάρ, ούτε και κανένα άλλο Τέκνο θα πάει εκεί». Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν αυτό που είχε αστράψει στο πρόσωπο του Καρίντιν ήταν ανακούφιση. Αν ναι, τότε δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του· ο άνθρωπος δεν είχε δείξει ποτέ να του λείπει το κουράγιο. Κι η ανακούφιση δεν ταίριαζε με την απάντηση του.
«Μα περιμένουν σαν ξερόκλαδο έτοιμο να σπάσει. Είναι απόδειξη πως οι φήμες αληθεύουν, ο Πύργος έχει διχαστεί. Μπορούμε να τις εξοντώσουμε χωρίς οι άλλες να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση. Ο Πύργος θα εξασθενήσει τόσο που θα πέσει».
«Έτσι νομίζεις;» είπε ξερά ο Νάιαλ. Έπλεξε τα δάχτυλα του στη μέση του και μίλησε με ήπιο τόνο. Οι Ανακριτές —το Χέρι απεχθανόταν αυτή την ονομασία, όμως ακόμα κι ο ίδιος τη χρησιμοποιούσε— ποτέ δεν έβλεπαν κάτι αν δεν ήταν μπροστά στα μάτια τους. «Ακόμα κι ο Πύργος δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα υπέρ αυτού του ψεύτικου Δράκοντα αλ’Θόρ. Τι θα συμβεί, αν στραφεί εναντίον τους, όπως είχε συμβεί με τον Λογκαίν; Αλλά μια ομάδα ανταρτισσών; Αυτές θα μπορούσαν να τον υποστηρίξουν και τα φουστάνια του Λευκού Πύργου θα μείνουν καθαρά, ό,τι και να συμβεί». Ήταν σίγουρος ότι έτσι ήταν τα πράγματα. Αν όχι, τότε υπήρχαν τρόποι για να χρησιμοποιήσει το όποιο πραγματικό σχίσμα, ώστε να εξασθενήσει περαιτέρω τον Πύργο, όμως πίστευε πως είχε δίκιο. «Εν πάση περιπτώσει, τα φαινόμενα έχουν σημασία. Δεν θα αφήσω να δουν τα μάτια του κόσμου απλώς μια αντιπαράθεση μεταξύ των τέκνων και του Πύργου». Όχι, μέχρις ότου ο κόσμος θα έβλεπε τι πραγματικά ήταν ο Πύργος· ένας οχετός Σκοτεινόφιλων που ανακατευόταν σε δυνάμεις, τις οποίες η ανθρωπότητα δεν έπρεπε να αγγίξει, με τη δύναμη που είχε προκαλέσει το Τσάκισμα του Κόσμου. «Σ’ αυτό τον αγώνα, είναι ο κόσμος εναντίον του ψεύτικου Δράκοντα αλ’Θόρ».
«Αφού, λοιπόν, δεν θα πάω στην Αλτάρα, Άρχοντα Μάγιστρε, ποιες είναι οι διαταγές μου;»
Ο Νάιαλ έγειρε το κεφάλι πίσω αναστενάζοντας. Ξαφνικά τον είχε πιάσει μια κούραση. Ένιωθε να τον βαραίνουν τα χρόνια του και πολλά περισσότερα. «Α, μα θα πας στην Αλτάρα, Καρίντιν».
Το όνομα και το πρόσωπο του Ραντ αλ’Θόρ του είχαν γίνει γνωστά λίγο καιρό μετά την υποτιθέμενη εισβολή από την άλλη μεριά του ωκεανού στο Φάλμε, μια πλεκτάνη των Άες Σεντάι που είχε κοστίσει στα Τέκνα τη ζωή χιλίων ανδρών κι είχε αρχίσει την εξάπλωση των Δρακορκισμένων και του χάους στο Τάραμπον και στο Άραντ Ντόμαν. Ήξερε τι ήταν ο αλ’Θόρ και πίστευε ότι μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει ως δόλωμα προκειμένου να αναγκάσει τα έθνη να συμπαραταχθούν. Όταν θα ήταν ενωμένα, υπό την ηγεσία του, τότε θα μπορούσαν να απαλλαχτούν από τον αλ’Θόρ και να ετοιμαστούν για τις ορδές των Τρόλοκ. Είχε στείλει απεσταλμένους σε όλους τους κυβερνήτες όλων των χωρών για να τους επισημάνει τον κίνδυνο. Όμως ο αλ’Θόρ είχε κινηθεί με τόση ταχύτητα, ώστε ακόμα και τώρα ο Νάιαλ δυσκολευόταν να το πιστέψει. Σκόπευε να αφήσει ένα λυσσασμένο λιοντάρι να τριγυρίσει στους δρόμους για να τους τρομάξει όλους, όμως το λιοντάρι είχε γίνει ένας γίγαντας που προχωρούσε με ταχύτητα αστραπής.
Όμως δεν ήταν όλα χαμένα· αυτό υπενθύμιζε συνέχεια στον εαυτό του. Περισσότερα από χίλια χρόνια πριν, ο Γκουαίρ Αμαλάσαν, ένας ψεύτικος Δράκοντας που μπορούσε να διαβιβάζει, είχε αυτοονομαστεί Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο Αμαλάσαν είχε κατακτήσει περισσότερες περιοχές απ’ όσες τώρα ο αλ’Θόρ, αλλά μετά ένας νεαρός βασιλιάς ονόματι Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ τον είχε κατατροπώσει κι είχε αρχίσει να δημιουργεί τη δική του αυτοκρατορία. Ο Νάιαλ δεν έβλεπε τον εαυτό του ως έναν καινούριο Άρτουρ Γερακόφτερο, αλλά αυτός ήταν το μόνο που είχε ο κόσμος. Όσο ζούσε, δεν θα εγκατέλειπε τον αγώνα.
Είχε ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζει την αυξανόμενη δύναμη του αλ’Θόρ. Εκτός από τους απεσταλμένους στους κυβερνήτες, είχε στείλει άνδρες στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν. Λίγους άνδρες που είχαν βρει τα κατάλληλα αυτιά κι είχαν ψιθυρίσει ότι όλα τα προβλήματα μπορούσες να τα φορτώσεις στους Δρακορκισμένους, εκείνους τους ανόητους και τους Σκοτεινόφιλους που υποστήριζαν δημοσίως τον αλ’Θόρ. Κι επίσης στον Λευκό Πύργο. Ήδη έφταναν από το Τάραμπον αρκετές φήμες, που έλεγαν ότι Άες Σεντάι είχαν αναμιχθεί στις συγκρούσεις, φήμες που προετοίμαζαν τα αυτιά του κόσμου για να ακούσουν την αλήθεια. Τώρα είχε έρθει η ώρα για να αρχίσει το επόμενο σκέλος του καινούριου σχεδίου του, για να δείξει στους αναποφάσιστους ποια πλευρά έπρεπε να διαλέξουν. Χρόνος. Δεν του περίσσευε χρόνος. Όμως άθελά του χαμογέλασε. Υπήρχαν εκείνοι, νεκροί τώρα πια, που είχαν πει κάποτε, «Όταν χαμογελά ο Νάιαλ, ετοιμάζεται να σε δαγκώσει στο λαιμό».
«Στην Αλτάρα και στο Μουράντυ», είπε στον Καρίντιν, «θα ξεσπάσει επιδημία από Δρακορκισμένους».
Η αίθουσα έμοιαζε με καθιστικό δωμάτιο παλατιού —είχε θολωτό ταβάνι από γύψο με διακοσμητικά σχήματα, φίνα χαλιά στο πάτωμα με τα άσπρα πλακάκια, περίτεχνες σκαλισμένες επενδύσεις στους τοίχους— αν κι απείχε πολύ από το να είναι παλάτι. Για την ακρίβεια, απείχε πολύ από το κάθε τι, με έναν τρόπο που λίγοι άνθρωποι θα αντιλαμβάνονταν. Το καστανοκόκκινο μεταξωτό φόρεμα της Μεσάνα θρόιζε, καθώς προσπερνούσε ένα τραπέζι με ενσφηνωμένα λαζούρια και διασκέδαζε στήνοντας φιλντισένια ντόμινο για να σχηματίσει έναν πολύπλοκο πύργο, κάθε όροφος του οποίου ήταν πλατύτερος από τον κατώτερο. Ένιωθε υπερήφανη που το κατόρθωνε αποκλειστικά λόγω της γνώσης των φορτίων και των στηριγμάτων· δεν είχε χρησιμοποιήσει ούτε ένα νήμα Δύναμης. Ο πύργος είχε φτάσει τους οκτώ ορόφους.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν το έκανε μόνο για ψυχαγωγία· απέφευγε τη συζήτηση με την παρέα της. Η Σέμιραγκ κεντούσε, καθισμένη σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη και κόκκινο κάλυμμα, και τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της έραβαν μικροσκοπικούς πόντους, καθώς σχημάτιζε ένα δαιδαλώδες μοτίβο που απεικόνιζε μικροσκοπικά λουλούδια. Πάντα ένιωθε έκπληξη βλέποντας ότι η άλλη γυναίκα απολάμβανε μια δραστηριότητα τόσο... πεζή. Το μαύρο φόρεμά της σχημάτιζε έντονη αντίθεση με την καρέκλα. Ακόμα κι ο Ντεμάντρεντ δεν θα έλεγε κατάμουτρα στη Σέμιραγκ ότι φορούσε μαύρα τόσο συχνά, επειδή η Λανφίαρ φορούσε λευκά.
Για χιλιοστή φορά, η Μεσάνα προσπάθησε να αναλύσει γιατί ένιωθε αμηχανία κοντά στην άλλη γυναίκα. Η Μεσάνα ήξερε τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της, στη Μία Δύναμη κι αλλού. Ήταν ίση της Σέμιραγκ στα περισσότερα, κι όπου υστερούσε, είχε άλλες δυνάμεις να αντιπαρατάξει στις αδυναμίες της Σέμιραγκ. Όχι, ήταν κάτι άλλο. Η Σέμιραγκ απολάμβανε να είναι άσπλαχνη, χαιρόταν να προκαλεί πόνο, όμως σίγουρα ούτε κι αυτό ήταν το πρόβλημα. Η Μεσάνα μπορούσε να φανεί άσπλαχνη όταν χρειαζόταν, και δεν την ένοιαζε τι έκανε η Σέμιραγκ στους άλλους. Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος, αλλά δεν τον έβρισκε.
Τοποθέτησε εκνευρισμένη άλλο ένα ντόμινο κι ο πύργος κατέρρευσε με πάταγο, χύνοντας στο πάτωμα τα φιλντισένια τουβλάκια. Πλαταγίζοντας τη γλώσσα, γύρισε την πλάτη στο τραπέζι και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της. «Πού είναι ο Ντεμάντρεντ; Πέρασαν δεκαεπτά μέρες από τότε που πήγε στο Σάγιολ Γκουλ αλλά μόλις τώρα μας πληροφορεί για κάποιο μήνυμα κι επιπλέον καθυστερεί να έρθει». Σ’ αυτό το διάστημα είχε πάει κι η ίδια δύο φορές στο Χάσμα του Χαμού κι είχε ακολουθήσει εκείνη τη διαδρομή που της κλόνιζε τα νεύρα, ενώ τα πέτρινα δόντια τής χάιδευαν τα μαλλιά. Δεν είχε βρει τίποτα, εκτός από έναν παράξενο, πανύψηλο Μυρντράαλ που δεν μιλούσε. Το Πηγάδι, βεβαίως, ήταν εκεί, όμως ο Μέγας Άρχοντας δεν είχε απαντήσει. Και τις δύο φορές η Μεσάνα είχε φύγει γρήγορα. Νόμιζε ότι μέσα της είχε ξεπεράσει τον φόβο, τουλάχιστον το είδος του φόβου που σου προκαλούσε η ματιά ενός Ημιανθρώπου, όμως δύο φορές το βουβό, ανόφθαλμο βλέμμα του Μυρντράαλ την είχε κάνει να φύγει με γρήγορα βήματα, και μόνο η αυστηρή αυτοκυριαρχία της την είχε εμποδίσει να το βάλει στα πόδια. Η διαβίβαση εκεί ήταν ένας σίγουρος τρόπος για να πεθάνεις, αλλιώς θα είχε σκοτώσει τον Ημιάνθρωπο ή θα είχε Ταξιδέψει μέσα από το Πηγάδι. «Πού είναι;»
Η Σέμιραγκ σήκωσε τα μάτια, ενώ κεντούσε· μαύρα μάτια, που δεν βλεφάριζαν, σ’ ένα απαλό, μελαψό πρόσωπο, κι ύστερα άφησε στην άκρη το εργόχειρό της και σηκώθηκε με μια κίνηση όλο χάρη. «Όταν είναι να έρθει, θα έρθει», είπε γαλήνια. Ήταν πάντα γαλήνια, όπως ήταν πάντα γεμάτη χάρη. «Αν δεν θέλεις να περιμένεις, τότε φύγε».
Η Μεσάνα σηκώθηκε ασυναίσθητα στις μύτες των ποδιών της, αλλά ακόμα κι έτσι χρειαζόταν να σηκώσει το βλέμμα ψηλά. Η Σέμιραγκ ήταν ψηλή σαν άνδρας, αν και με τόσο τέλειες αναλογίες, που δεν το καταλάβαινες παρά μόνο όταν ορθωνόταν από πάνω σου, χαμηλώνοντας το βλέμμα για να σε κοιτάξει. «Να φύγω; Φυσικά και θα φύγω. Κι αυτός ας πάει να—»
Δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση, φυσικά. Ποτέ δεν υπήρχε, όταν διαβίβαζε άνδρας. Στον αέρα εμφανίστηκε μια λαμπερή κάθετη γραμμή, που πλάτυνε καθώς η πύλη έστριβε πλάγια για να ανοίξει, μόνο για τη στιγμή που χρειάστηκε ο Ντεμάντρεντ για να τη δρασκελίσει, με μια υπόκλιση για την καθεμιά τους. Σήμερα φορούσε σκούρα γκρίζα ρούχα, με λίγη λευκή δαντέλα στον λαιμό. Προσαρμοζόταν εύκολα στις μόδες και στα υφάσματα αυτής της Εποχής.
Είχε γαμψή μύτη κι αρκετά ωραίο προφίλ, αλλά όχι τόσο ωραίο ώστε να κάνει τις γυναικείες καρδιές να καρδιοχτυπήσουν. Τρόπον τινά, η ιστορία της ζωής του Ντεμάντρεντ ήταν αυτό το «αρκετά» και το «αλλά». Είχε την ατυχία να γεννηθεί μία μέρα μετά τον Λουζ Θέριν Τέλαμον, που θα γινόταν ο Δράκοντας, ενώ ο Μπάριντ Μπελ Μένταρ, όπως λεγόταν τότε, είχε περάσει χρόνια φτάνοντας σχεδόν τα κατορθώματα του Λουζ Θέριν, αλλά όχι και τη φήμη του Λουζ Θέριν. Αν έλειπε ο Λουζ Θέριν, αυτός θα ήταν ο πιο διακεκριμένος της Εποχής. Αν είχαν βάλει αυτόν επικεφαλής κι όχι τον άλλο —ο Ντεμάντρεντ τον θεωρούσε διανοητικά κατώτερό του, έναν υπέρμετρα επιφυλακτικό ανόητο, που συχνά απολάμβανε την εύνοια της τύχης— τότε άραγε θα στεκόταν σήμερα εκεί μπροστά τους; Να, αυτά ήταν μάταια ερωτήματα, αν κι η Μεσάνα τα είχε ξανασκεφτεί. Το σημαντικό ήταν ότι ο Ντεμάντρεντ απεχθανόταν τον Δράκοντα, και τώρα που ο Δράκοντας είχε Ξαναγεννηθεί, είχε στρέψει πάνω του όλη εκείνη την περιφρόνηση.
«Γιατί—;»
Ο Ντεμάντρεντ σήκωσε το χέρι. «Ας περιμένουμε να συγκεντρωθούμε όλοι, Μεσάνα, ώστε να μη χρειαστεί να τα ξαναπώ».
Εκείνη ένιωσε το πρώτο στροβίλισμα του σαϊντάρ μια στιγμή πριν εμφανιστεί η λαμπερή γραμμή και γίνει πύλη. Η Γκρένταλ ήρθε, αυτή τη φορά χωρίς να συνοδεύεται από μισόγυμνους υπηρέτες, κι άφησε το άνοιγμα να κλείσει αμέσως, όπως είχε κάνει ο Ντεμάντρεντ. Ήταν πληθωρική γυναίκα με περίτεχνα κατσαρωμένα χρυσοκόκκινα μαλλιά. Είχε κατορθώσει να βρει από κάπου στράιθ για την εσθήτα της με τον ψηλό γιακά. Καθρεφτίζοντας τη διάθεσή της, το υλικό ήταν μια διάφανη ομίχλη. Ώρες-ώρες η Μεσάνα αναρωτιόταν αν η Γκρένταλ έδινε στ’ αλήθεια σημασία σε οτιδήποτε πέρα από τις ηδονές των αισθήσεών της.
«Αναρωτιόμουν αν θα ήσασταν εδώ», είπε ανάλαφρα η νεοαφιχθείσα. «Εσείς οι τρεις ήσασταν τόσο μυστικοπαθείς». Τους χάρισε ένα κεφάτο, κάπως χαζούλικο γελάκι. Όχι, θα ήταν μεγάλο λάθος αν έκρινε κανείς την Γκρένταλ απ’ αυτό που έδειχνε. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που την είχαν περάσει για χαζή, ήταν νεκροί εδώ και καιρό, θύματα της γυναίκας που είχαν υποτιμήσει.
«Θα έρθει κι ο Σαμαήλ;» ρώτησε ο Ντεμάντρεντ.
Η Γκρένταλ έκανε ένευσε αδιάφορα με το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι της. «Μπα, δεν σε εμπιστεύεται. Νομίζω ότι αυτός δεν εμπιστεύεται ούτε τον εαυτό του πια». Το στράιθ σκούρυνε· η ομίχλη πύκνωσε. «Συγκεντρώνει τα στρατεύματά του στο Ίλιαν και γκρινιάζει που δεν έχει αστραπολόγχες για να εξοπλίσει τους άνδρες του. Όταν δεν ασχολείται μ’ αυτό, ψάχνει να βρει αξιοποιήσιμα ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ. Κάτι με αρκετή δύναμη, φυσικά».
Τα μάτια όλων στράφηκαν στη Μεσάνα κι εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλοι εκεί θα έδιναν — ε, σχεδόν τα πάντα για το κατάλληλο ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ. Όλοι τους ήταν δυνατότεροι από τα μισοεκπαιδευμένα παιδιά που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι, αλλά αν συνδέονταν μεταξύ τους αρκετά από εκείνα τα μισοεκπαιδευμένα παιδιά, θα μπορούσαν να τους συντρίψουν όλους. Μόνο που οι Άες Σεντάι δεν ήξεραν πια τον τρόπο και δεν διέθεταν πια τα μέσα. Χρειάζονταν κι άνδρα για να συνδεθούν περισσότερα από δεκατρία άτομα, και παραπάνω από έναν για να συνδεθούν περισσότερα από είκοσι επτά. Στην πραγματικότητα, αυτά τα κοριτσάκια —ακόμα κι οι γηραιότερες τής φαίνονταν κοριτσάκια· είχε ζήσει πάνω από τριακόσια χρόνια, αν εξαιρούσες τον χρόνο που είχε περάσει παγιδευμένη στο Πηγάδι, και ήταν μόλις σαν μεσήλικη— δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο, όμως αυτό δεν έσβηνε τη λαχτάρα τους για τα ανγκριάλ ή, καλύτερα, για τα ακόμη ισχυρότερα τερ’ανγκριάλ. Μ’ αυτά τα απομεινάρια των δικών τους καιρών, μπορούσαν να διαβιβάσουν ποσότητες Δύναμης που δίχως την ύπαρξη τους θα τους έκαιγαν, αφήνοντας μόνο στάχτες. Θα ρίσκαραν πολλά για ένα από κείνα τα δώρα. Αλλά δεν θα ρίσκαραν τα πάντα. Έπρεπε να υπάρχει πραγματική ανάγκη. Αυτή η έλλειψη, όμως, δεν σίγαζε την επιθυμία.
Η Μεσάνα άρχισε να μιλά αυτομάτως σαν να έκανε διάλεξη. «Ο Λευκός Πύργος τώρα έχει βάλει φρουρούς και ξόρκια φύλαξης στις ειδικές αποθήκες, και μέσα κι έξω, και σαν να μην έφτανε αυτό, μετράνε τα πάντα τέσσερις φορές τη μέρα. Η Μεγάλη Συλλογή στην Πέτρα του Δακρύου έχει κι αυτή ξόρκι φύλαξης, ένα άσχημο ξόρκι που θα με αιχμαλώτιζε, αν είχα επιχειρήσει να το περάσω ή να το λύσω. Νομίζω ότι μόνο εκείνος που το έφτιαξε μπορεί να το λύσει. Ως τότε θα είναι παγίδα για κάθε άλλη γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει».
«Είναι ένα σκονισμένο σκουπιδομάνι, έτσι άκουσα», είπε ο Ντεμάντρεντ περιφρονητικά. «Οι Δακρυνοί μάζευαν ό,τι έλεγαν οι φήμες πως είχε σχέση με τη Δύναμη».
Η Μεσάνα υποψιαζόταν ότι για να το πει αυτό ο Ντεμάντρεντ, δεν βασιζόταν μόνο στις φήμες. Υποψιαζόταν πως υπήρχε επίσης και παγίδα για άνδρες υφασμένη γύρω από τη Μεγάλη Συλλογή, αλλιώς ο Ντεμάντρεντ θα είχε βρει το σα’ανγκριάλ του και θα είχε επιτεθεί στον Ραντ αλ’Θόρ εδώ και καιρό. «Σίγουρα θα υπάρχουν κάποια στην Καιρχίν και στο Ρουίντιαν, αλλά ακόμα κι αν αποφύγεις τον Ραντ αλ’Θόρ, και τα δύο μέρη είναι γεμάτα γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν».
«Άμαθα κοριτσόπουλα», ξεφύσησε η Γκρένταλ.
«Αν μια λαντζιέρα σού καρφώσει ένα μαχαίρι στη ράχη», είπε παγερά η Σέμιραγκ, «θα είσαι λιγότερο νεκρή απ’ όσο αν έχανες σε μονομαχία σα’τζέ στο Καλ;»
Η Μεσάνα ένευσε. «Έτσι μένουν όσα είναι θαμμένα σε αρχαία ερείπια κι όσα είναι ξεχασμένα σε καμιά σοφίτα. Αν υπολογίζεις ότι θα βρεις κάτι κατά τύχη, καλά κάνεις. Εγώ δεν βασίζομαι σ’ αυτό. Εκτός αν ξέρει κανείς την τοποθεσία κάποιου κουτιού στάσης». Το τελευταίο το είπε με μια δόση ειρωνείας. Τα κουτιά στάσης πρέπει να είχαν διασωθεί από το Τσάκισμα του Κόσμου, αλλά εκείνες οι αναταραχές μπορεί να τα είχαν μετακινήσει στους πυθμένες των ωκεανών ή να τα είχαν θάψει κάτω από βουνά. Λίγα είχαν μείνει από τον κόσμο που είχαν γνωρίσει, μόνο μερικά ονόματα και θρύλοι.
Το χαμόγελο της Γκρένταλ έσταζε μέλι. «Ανέκαθεν πίστευα ότι έπρεπε να γίνεις δασκάλα. Α. Με συγχωρείς. Το ξέχασα».
Η Μεσάνα συννέφιασε. Ο δρόμος που την είχε βγάλει στον Μέγα Άρχοντα είχε αρχίσει όταν της είχαν αρνηθεί θέση στο Κόλαμ Ντάαν πριν από τόσα χρόνια. Της είχαν πει ότι ήταν ακατάλληλη για ερευνητική θέση, αλλά μπορούσε να διδάξει. Ε, κι αυτή, λοιπόν, είχε διδάξει και στο τέλος είχε δώσει σε όλους ένα καλό μάθημα!
«Ακόμα περιμένω να ακούσω τι είπε ο Μέγας Άρχοντας», μουρμούρισε η Σέμιραγκ.
«Ναι. Θα σκοτώσουμε τον αλ’Θόρ;» Η Μεσάνα ένιωσε ότι έσφιγγε το φουστάνι της και με τα δύο χέρια, και το άφησε. Ήταν παράξενο. Δεν άφηνε κανέναν να την ταράζει. «Αν όλα πάνε καλά, σε δύο μήνες, το πολύ τρεις, θα βρίσκεται σε σημείο που θα μπορώ να τον πλησιάσω με ασφάλεια, αβοήθητος».
«Πού μπορείς να τον πλησιάσεις με ασφάλεια;» Η Γκρένταλ σήκωσε το φρύδι ερωτηματικά. «Πού έχεις στήσει το λημέρι σου; Δεν έχει σημασία. Μπορεί να είναι απλοϊκό, αλλά είναι το καλύτερο σχέδιο που άκουσα τώρα τελευταία».
Ο Ντεμάντρεντ και πάλι έμεινε βουβός· στεκόταν εκεί, μελετώντας τες. Όχι, όχι τη Γκρένταλ. Αλλά τη Σέμιραγκ και τη Μεσάνα. Κι όταν πια μίλησε, ήταν εν μέρει σαν να απευθυνόταν σ’ εκείνες και σαν να μονολογούσε συνάμα. «Όταν σκέφτομαι τις θέσεις που έχετε πάρει, απορώ. Πόσα γνώριζε ο Μέγας Άρχοντας, κι από πότε; Πόσα απ’ αυτά που συνέβησαν ήταν εξ αρχής δικό του σχέδιο;» Σ’ αυτό δεν υπήρχε απάντηση. Στο τέλος, είπε, «Θέλετε να μάθετε τι μου είπε ο Μέγας Άρχοντας; Πολύ καλά, λοιπόν. Αλλά θα μείνουν εδώ, μεταξύ μας. Αφού ο Σαμαήλ προτίμησε να κρατήσει αποστάσεις, τότε δεν θα μάθει τίποτα. Ούτε κι οι άλλοι, είτε είναι ζωντανοί είτε νεκροί. Το πρώτο μέρος του μηνύματος του Μεγάλου Άρχοντα ήταν απλό. Αφήστε να επικρατήσει ο Άρχοντας του Χάους. Τα λόγια του, ακριβώς». Οι άκρες του στόματος του στράβωσαν, ό,τι πιο κοντινό σε χαμόγελο είχε δει ποτέ η Μεσάνα σ’ αυτόν. Κι ύστερα τους είπε και τα υπόλοιπα.
Η Μεσάνα ανατρίχιασε και δεν ήξερε αν ήταν από έξαψη ή από φόβο. Το σχέδιο θα έφερνε αποτέλεσμα· θα τους πρόσφερε τα πάντα. Αλλά απαιτούσε τύχη, κι η Μεσάνα πάντα ένιωθε άβολα με τα τυχερά παιχνίδια. Αυτά άρεσαν στον Ντεμάντρεντ — που για ένα πράγμα είχε δίκιο: ο Λουζ Θέριν όριζε την τύχη του, όπως ένας καπετάνιος το καράβι του. Κατά τη γνώμη της, ο Ραντ αλ’Θόρ ως τώρα έκανε το ίδιο.
Εκτός αν... Εκτός αν ο Μέγας Άρχοντας είχε κι άλλο σχέδιο εκτός από εκείνο που είχε αποκαλύψει. Κι αυτό τη φόβιζε περισσότερο από κάθε άλλη πιθανότητα.
Ο καθρέφτης με την επίχρυση κορνίζα έδειχνε το δωμάτιο, τα μικρά, πολύχρωμα πλακάκια στους τοίχους που σχημάτιζαν αλλόκοτα, ενοχλητικά μοτίβα, τα επίχρυσα έπιπλα και τα φίνα χαλιά, τους υπόλοιπους καθρέφτες και τις ταπισερί. Ήταν ένα δωμάτιο παλατιού, δίχως παράθυρο — ούτε πόρτα. Ο καθρέφτης έδειχνε μια γυναίκα να βηματίζει μπρος-πίσω φορώντας έναν σκούρο μανδύα στο χρώμα του αίματος, ενώ στο πανέμορφο πρόσωπό της υπήρχε μια έκφραση οργής κι απορίας. Ακόμα και τώρα, απορίας. Καθρέφτιζε και το δικό του πρόσωπο, κάτι που τον ενδιέφερε περισσότερο απ’ όσο η γυναίκα. Δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να αγγίξει τη μύτη, το στόμα και τα μάγουλά του για εκατοστή φορά, ώστε να βεβαιωθεί ότι ήταν πραγματικά. Δεν ήταν νεανικό πρόσωπο, αλλά ήταν πιο νεαρό από το πρόσωπο που φορούσε όταν είχε πρωτοξυπνήσει από τον μεγάλο ύπνο, με τους ατέλειωτους εφιάλτες του. Ήταν ένα συνηθισμένο πρόσωπο, κι αυτός πάντα μισούσε το να είναι συνηθισμένος. Κατάλαβε ότι ο ήχος που έβγαινε από το λαρύγγι του ήταν η απαρχή ενός γέλιου, ένα μικρό χαχανητό, και τον έπνιξε. Δεν ήταν τρελός, Παρά τα όσα είχαν συμβεί, δεν ήταν τρελός.
Του είχε δοθεί ένα όνομα κατά τη διάρκεια του δεύτερου, του πιο φρικτού ύπνου του, πριν ξυπνήσει μ’ αυτό το πρόσωπο και μ’ αυτό το κορμί. Όσαν’γκαρ. Ένα όνομα που του το είχε δώσει μια φωνή την οποία ήξερε και δεν τολμούσε να παρακούσει. Το παλιό του όνομα, που του είχε δοθεί χλευαστικά κι αυτός το είχε κρατήσει από περηφάνια, είχε χαθεί παντοτινά. Η φωνή του αφέντη του είχε μιλήσει και θα γινόταν έτσι. Η γυναίκα ήταν η Αραν’γκαρ· ο παλιός εαυτός της δεν υπήρχε πια.
Ήταν ενδιαφέρουσες επιλογές αυτά τα ονόματα. Το όσαν’γκαρ και το άραν’γκαρ ήταν το αριστερό και το δεξί εγχειρίδιο σε μια μορφή μονομαχίας, που ήταν δημοφιλής για ένα σύντομο διάστημα σε κείνο το μακρύ κτήριο από τη μέρα που είχε κατασκευαστεί το Πηγάδι ως την αρχή του Πολέμου της Δύναμης. Οι αναμνήσεις του είχαν χάσματα —είχε χάσει πολλά στον μεγάλο ύπνο, και στον μικρότερο— αλλά αυτό το θυμόταν. Η δημοτικότητα εκείνης της μονομαχίας δεν είχε κρατήσει πολύ, επειδή σχεδόν πάντα κι οι δύο μονομαχούντες πέθαιναν. Οι λεπίδες των εγχειριδίων ήταν βουτηγμένες σ’ ένα αργό δηλητήριο.
Κάτι φάνηκε θολό στον καθρέφτη κι ο άνδρας γύρισε, όχι και τόσο γρήγορα. Δεν έπρεπε να ξεχνά ποιος ήταν, κι έπρεπε να το θυμίσει και στους άλλους. Ακόμα δεν υπήρχε πόρτα, όμως μαζί τους στο δωμάτιο είχε βρεθεί ένας Μυρντράαλ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν παράξενο εκεί, όμως ο Μυρντράαλ ήταν ο πιο ψηλός που είχε δει ποτέ του ο Όσαν’γκαρ.
Δεν βιάστηκε, άφησε τον Ημιάνθρωπο να περιμένει πριν του δείξει ότι τον είχε αντιληφθεί, αλλά προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα του, η Άραν’γκαρ ξέσπασε, «Γιατί μου το κάνατε αυτό; Γιατί με βάλατε σ’ αυτό το κορμί; Γιατί;» Σχεδόν ούρλιαζε.
Του Όσαν’γκαρ του φάνηκε ότι τα ασπρουλιάρικα χείλη του Μυρντράαλ στράβωσαν μ’ ένα χαμόγελο, μόνο που αυτό ήταν αδύνατο, κι εδώ και οπουδήποτε αλλού. Ακόμα κι οι Τρόλοκ είχαν αίσθηση του χιούμορ, έστω κι αν ήταν ρυπαρή και βάναυση, οι Μυρντράαλ όμως όχι. «Σας δόθηκε ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρεθεί στις Μεθόριες». Η φωνή του θύμιζε οχιά που σερνόταν σε ξερό γρασίδι. «Είναι καλά κορμιά, δυνατά κι υγιή. Καλύτερα από την άλλη λύση».
Είχε δίκιο. Ήταν ένα καλό κορμί, κατάλληλο για χορεύτρια ντάιεν του παλιού καιρού, λυγερό και λάγνο, με οβάλ πρόσωπο στο χρώμα του φιλντισιού και πράσινα μάτια, με λαμπερά μελαχρινά μαλλιά να χύνονται ολόγυρά του. Κι ήταν προτιμότερο από την άλλη λύση.
Ίσως, όμως, η Άραν’γκαρ να μη το έβλεπε έτσι. Εκείνο το όμορφο προσωπάκι είχε κοκκινίσει από την οργή. Ήταν έτοιμη να κάνει κάτι παράτολμο. Ο Όσαν’γκαρ το ήξερε· αυτό το πρόβλημα υπήρχε ανέκαθεν. Ακόμα κι η Λανφίαρ σε σύγκριση μαζί της έμοιαζε επιφυλακτική. Ο Όσαν’γκαρ άπλωσε στο σαϊντίν. Ήταν επικίνδυνο να διαβιβάζεις εδώ, όμως θα ήταν χειρότερο αν την άφηνε να κάνει καμιά βλακεία. Άπλωσε στο σαϊντίν— και δεν βρήκε τίποτα. Δεν τον είχαν θωρακίσει· θα το είχε νιώσει και θα ήξερε πώς να παρακάμψει ή να σπάσει τη θωράκιση, δοθέντος χρόνου, αν δεν ήταν πολύ ισχυρή. Τώρα ένιωθε σαν να είχε αποκοπεί. Μαρμάρωσε από το σοκ εκεί που στεκόταν.
Με την Άραν’γκαρ, τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Ίσως να είχε κάνει κι αυτή την ίδια ανακάλυψη, όμως την είχε επηρεάσει διαφορετικά. Μ’ ένα γατίσιο στρίγκλισμα, χίμηξε στον Μυρντράαλ, προτάσσοντας τα νύχια της.
Η επίθεση, βεβαίως, ήταν μάταιη. Ο Μυρντράαλ δεν άλλαξε καν τη στάση του κορμιού του. Την άρπαξε με άνεση από τον λαιμό, τη σήκωσε με το μπράτσο ίσιο, έτσι ώστε τα πόδια της να αιωρούνται πάνω από το πάτωμα. Το στρίγκλισμα έγινε ρόγχος κι η Άραν’γκαρ έσφιξε τον καρπό του Ημιανθρώπου με τα χέρια της. Ενώ εκείνη κρεμόταν από τη λαβή του, ο Μυρντράαλ έστρεψε το ανόφθαλμο βλέμμα του στον Όσαν’γκαρ. «Δεν αποκόπηκες, αλλά δεν θα διαβιβάσεις, αν δεν σου δώσουν την άδεια. Και δεν θα με χτυπήσεις ποτέ. Είμαι ο Σεϊντάρ Χαράν».
Ο Όσαν’γκαρ έκανε να ξεροκαταπιεί, αλλά το στόμα του ήταν κατάστεγνο. Αυτό το πλάσμα αποκλείεται να είχε ανάμιξη σ’ ό,τι του είχαν κάνει. Οι Μυρντράαλ είχαν κάποιου είδους δυνάμεις, αλλά όχι τέτοιου βεληνεκούς. Όμως το πλάσμα γνώριζε. Ο Όσαν’γκαρ ποτέ δεν είχε συμπαθήσει τους Μυρντράαλ. Είχε συμμετάσχει στη δημιουργία των Τρόλοκ, ενώνοντας χαρακτηριστικά ανθρώπων και ζώων —ήταν υπερήφανος γι’ αυτό, για τη δεξιοτεχνία που είχε χρειαστεί, για τις δυσκολίες που είχαν παρουσιαστεί— αλλά αυτοί οι περιστασιακοί γόνοι, επιστροφή σε παλαιότερες μορφές, του προκαλούσαν ταραχή.
Ο Σεϊντάρ Χαράν έστρεψε πάλι την προσοχή του στη γυναίκα που τιναζόταν στη γροθιά του. Το πρόσωπό της μπλάβιζε και τα πόδια της κλωτσούσαν αδύναμα. «Θα προσαρμοστείς. Το σώμα υποτάσσεται στην ψυχή, αλλά το μυαλό υποτάσσεται στο σώμα. Ήδη έχεις αρχίσει να προσαρμόζεσαι. Σε λίγο θα είναι σαν να μην είχες ποτέ άλλο. Θα μπορούσες, φυσικά, να αρνηθείς. Τότε θα πάρει κάποια άλλη τη θέση σου κι εσύ θα παραδοθείς στα... αδέλφια μου, έτσι φραγμένη όπως είσαι». Τα λεπτά χείλη σάλεψαν ξανά. «Τους λείπει η ψυχαγωγία στις Μεθόριες».
«Δεν μπορεί να μιλήσει», είπε ο Όσαν’γκαρ. «Τη σκοτώνεις! Δεν ξέρεις ποιοι είμαστε; Άφησε την κάτω, Ημιάνθρωπε! Υπάκουσέ με!» Το πλάσμα σίγουρα θα υπάκουγε στους Εκλεκτούς.
Όμως ο Μυρντράαλ περιεργάστηκε με απάθεια για μια στιγμή ακόμα το πρόσωπο της Άραν’γκαρ που σκούραινε, πριν αφήσει τα πόδια της να αγγίξουν το πάτωμα και λύσει τη λαβή του. «Υπακούω στον Μέγα Άρχοντα. Σε κανέναν άλλο». Εκείνη συνέχισε να πιάνεται, τρέμοντας, βήχοντας, ρουφώντας αέρα. Θα έπεφτε, αν ο Μυρντράαλ είχε πάρει το χέρι του. «Θα υποταχθείς στη βούληση του Μεγάλου Άρχοντα;» Δεν ήταν απαίτηση, απλώς μια τυπική ερώτηση από μια φωνή που θύμιζε λίμα.
«Ν-ναι», κατόρθωσε να ξεστομίσει εκείνη βραχνά, κι ο Σεϊντάρ Χαράν την άφησε.
Αυτή ταλαντεύτηκε, έτριψε τον λαιμό της, κι ο Όσαν’γκαρ πλησίασε για να τη βοηθήσει, όμως εκείνη τον απείλησε με μια άγρια ματιά και με τη γροθιά της πριν αυτός την αγγίξει. Έκανε πίσω, σηκώνοντας τα χέρια του. Δεν υπήρχε λόγος να προκαλέσει την εχθρότητά της. Μα ήταν ένα ωραίο σώμα, κι ένα ωραίο αστείο. Ο Όσαν’γκαρ πάντα καμάρωνε για την αίσθηση του χιούμορ του, όμως αυτό ήταν ξεκαρδιστικό.
«Δεν νιώθετε ευγνωμοσύνη;» είπε ο Μυρντράαλ. «Είχατε πεθάνει, και τώρα ζείτε. Σκεφτείτε τον Ράχβιν, που η ψυχή του είναι πέρα από κάθε σωτηρία, πέρα από τον χρόνο. Έχετε μια ευκαιρία να υπηρετήσετε ξανά τον Μέγα Άρχοντα και να εξιλεωθείτε για τα σφάλματά σας».
Ο Όσαν’γκαρ έσπευσε να τον διαβεβαιώσει ότι ήταν ευγνώμων, ότι δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να υπηρετήσει και να βρει τη λύτρωση. Ο Ράχβιν ήταν νεκρός; Τι είχε γίνει; Δεν είχε σημασία· ένας Εκλεκτός λιγότερος σήμαινε μια ευκαιρία παραπάνω για την αληθινή εξουσία όταν ελευθερωνόταν ο Μέγας Άρχοντας. Τον έτρωγε που είχε ταπεινωθεί μπροστά σε κάτι που θα μπορούσες να πεις ότι ήταν δικό του δημιούργημα όσο κι οι Τρόλοκ, αλλά θυμόταν πολύ καθαρά τον θάνατο. Θα ικέτευε ακόμα κι ένα σκουλήκι για να τον αποφύγει ξανά. Πρόσεξε ότι ούτε η Άραν’γκαρ είχε καθυστερήσει, παρά τον θυμό στα μάτια της. Προφανώς θυμόταν κι αυτή τον θάνατο.
«Τότε είναι ώρα να ξαναβγείτε στον κόσμο, υπηρετώντας τον Μέγα Άρχοντα», είπε ο Σεϊντάρ Χαράν. «Μόνο εγώ κι ο Μέγας Άρχοντας ξέρουμε ότι ζείτε. Αν πετύχετε, θα ζήσετε για πάντα και θα είστε ανώτεροι όλων. Αν αποτύχετε... Αλλά δεν θα αποτύχετε, ε;» Τότε ο Ημιάνθρωπος χαμογέλασε. Ήταν σαν να βλέπεις να χαμογελά ο θάνατος.