Η Εγκουέν χασμουρήθηκε στην εωθινή γκριζάδα και ανέβηκε στη φοράδα της, τη Μιστ. Αμέσως αναγκάστηκε να τραβήξει απότομα τα χαλινάρια, καθώς το άλογο με τρίχωμα στο χρώμα της ομίχλης άρχισε να τινάζεται νευρικά. Το ζώο είχε μήνες να νιώσει καβαλάρη στη ράχη του. Οι Αελίτες όχι μόνο προτιμούσαν να πηγαίνουν πεζοί, αλλά απέφευγαν σχεδόν εντελώς να ιππεύουν, παρ’ όλο που χρησιμοποιούσαν άλογα και μουλάρια ως υποζύγια. Ακόμα κι αν διέθεταν αρκετή ξυλεία για να κατασκευάσουν άμαξες, το έδαφος στην Ερημιά δεν ήταν φιλικό στις ρόδες των οχημάτων, όπως είχαν ανακαλύψει μετά λύπης τους αρκετοί έμποροι.
Δεν ανυπομονούσε να αρχίσει το μακρύ ταξίδι της προς τα δυτικά. Τώρα ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα βουνά, όταν όμως θα έκανε την εμφάνισή του αργότερα, η ζέστη θα άρχιζε να δυναμώνει ώρα με την ώρα, και, όταν έπεφτε η νύχτα, δεν θα υπήρχε η βολική σκηνή για να την δεχθεί. Η Εγκουέν επίσης έβρισκε ότι η Αελίτικη ενδυμασία δεν ήταν κατάλληλη για ιππασία. Η μαντήλα που φορούσε, τυλιγμένη στο κεφάλι της κατά παράξενο τρόπο, την προστάτευε από τον ήλιο, όμως εκείνες οι ογκώδεις φούστες άφηναν τα πόδια της να προβάλλουν ως το γόνατο, αν δεν πρόσεχε. Δεν ήταν μόνο η σεμνότητα το πρόβλημα, αλλά και οι φουσκάλες. Ο ήλιος από τη μια μεριά και... Αποκλείεται να είχε χάσει πολύ τη φόρμα της στον ένα μήνα που είχε ν’ ανέβει στη σέλα. Τουλάχιστον έτσι έλπιζε, αλλιώς το ταξίδι θα ήταν ατελείωτο. Όταν ηρέμησε τη Μιστ, η Εγκουέν είδε την Άμυς να την κοιτάζει, και αντάλλαξαν χαμόγελα. Ένιωθε νυσταγμένη, αλλά δεν έφταιγε το τρέξιμο της περασμένης νύχτας· αν μη τι άλλο, την είχε βοηθήσει να κοιμηθεί ακόμα πιο γλυκά. Ο λόγος ήταν ότι τη νύχτα είχε βρει τα όνειρα της Σοφής, και, για να το γιορτάσουν, είχαν πιει τσάι μέσα στο όνειρο, στο Φρούριο της Κρυόπετρας· ήταν δειλινό και τα παιδιά έπαιζαν ανάμεσα στις καλλιεργημένες πεζούλες των πλαγιών, ενώ μια δροσερή αύρα φυσούσε από την κοιλάδα, καθώς έγερνε ο ήλιος.
Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν θα της είχε κλέψει την ξεκούραση, αλλά ένιωθε τέτοια αγαλλίαση, ώστε, ενώ έφυγε από το όνειρο της Άμυς, δεν σταμάτησε· δεν μπορούσε να σταματήσει και δεν θα το έκανε ό,τι κι αν της έλεγε η Άμυς. Υπήρχαν όνειρα παντού τριγύρω, αν και τα περισσότερα δεν είχε ιδέα σε ποιον ανήκαν. Τα περισσότερα, όχι όλα. Η Μελαίν ονειρευόταν ότι βύζαινε ένα μωρό στα στήθια της, και η Μπάιρ ονειρευόταν έναν από τους νεκρούς συζύγους της, και στο όνειρο ήταν και οι δύο νέοι με ξανθά μαλλιά. Η Εγκουέν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή για να μην μπει σ’ αυτά τα όνειρα· οι Σοφές θα καταλάβαιναν αυτοστιγμεί τυχόν εισβολέα και ανατρίχιασε στη σκέψη της τιμωρίας που θα της επέβαλλαν.
Τα όνειρα του Ραντ φυσικά ήταν μια πρόκληση, την οποία δεν θα αρνιόταν να αντιμετωπίσει. Τώρα που μπορούσε να πεταρίζει από όνειρο σε όνειρο, ήταν δυνατόν να μην επιχειρήσει αυτό στο οποίο είχαν αποτύχει οι Σοφές; Μόνο που, όταν είχε προσπαθήσει να μπει στα όνειρά του, ένιωσε σαν να είχε πέσει τρέχοντας σε έναν αόρατο πέτρινο τοίχο. Ήξερε ότι τα όνειρά του βρίσκονταν στην άλλη πλευρά και ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να βρει πέρασμα, αλλά δεν είχε εργαλείο, δεν είχε σημείο να αρχίσει. Ήταν ένας τοίχος φτιαγμένος από το τίποτα. Δεν θα παρατούσε αυτό το πρόβλημα, αν δεν το έλυνε. Όταν αποφάσιζε κάτι, ήταν επίμονη σαν κουνάβι.
Ολόγυρα της οι γκαϊ’σάιν πηγαινοέρχονταν, φορτώνοντας στα μουλάρια ό,τι αποτελούσε το στρατόπεδο των Σοφών. Σε λίγη ώρα, μόνο ένας Αελίτης ή κάποιος ανάλογης ικανότητας ιχνηλάτης θα μπορούσε να καταλάβει ότι είχαν υπάρξει κάποτε σκηνές σ’ αυτόν τον σκληρό πηλό. Ίδια δραστηριότητα επικρατούσε και στις γύρω βουνοπλαγιές και το σούσουρο επεκτεινόταν και στην πόλη. Θα έφευγαν χιλιάδες, αν και όχι όλοι. Αελίτες συνωθούνταν στους δρόμους της πόλης και οι άμαξες στο καραβάνι του αφέντη Καντίρ ήταν παραταγμένες στη μεγάλη, φαρδιά πλατεία, φορτωμένες τη συλλογή της Μουαραίν, ενώ οι τρεις ασπροβαμμένες υδροφόρες άμαξες στο τέλος της γραμμής έμοιαζαν με πελώρια βαρέλια πάνω σε ρόδες, με είκοσι μουλάρια να σέρνουν την καθεμία. Η άμαξα του Καντίρ στην κεφαλή του καραβανιού ήταν ένα μικρό άσπρο σπιτάκι πάνω σε τροχούς με σκαλοπάτια στο πίσω μέρος και μια μεταλλική καμινάδα να προεξέχει από την επίπεδη οροφή. Ο χοντρός έμπορος με τη γερακίσια μύτη, που σήμερα φορούσε ιβουάρ μετάξι, της έκανε μια χαιρετούρα με το αταίριαστο, ταλαιπωρημένο καπέλο του, καθώς την προσπερνούσε έφιππος, ενώ το πλατύ χαμόγελο που της άστραψε δεν έφτανε ως τα μαύρα, γερτά μάτια του.
Εκείνη τον αγνόησε παγερά. Τα όνειρά του ήταν σκοτεινά και δυσάρεστα, και μερικές φορές χυδαία. Κάποιος πρέπει να του βουτήξει το κεφάλι σ’ ένα βαρέλι τσάι από γαλαζάγκαθο, σκέφτηκε βλοσυρά.
Φτάνοντας στη Στέγη της Κόρης, ύφανε την πορεία της, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στους γκαϊ’σάιν που έτρεχαν πέρα-δώθε και στα μουλάρια που έστεκαν καρτερικά. Είδε με έκπληξη μια από τις μορφές που φόρτωναν τα πράγματα, τα οποία είχαν οι Κόρες, να φορά μαύρη ρόμπα, όχι λευκή. Ήταν γυναίκα, όπως έδειχνε το ανάστημά της, και παραπατούσε κάτω από το βάρος ενός δέματος δεμένου με σπάγκο, το οποίο μετέφερε στην πλάτη της. Καθώς οδηγούσε τη Μιστ για να προσπεράσει τη μορφή, η Εγκουέν έσκυψε για να κοιτάξει κάτω από την κουκούλα της γυναίκας και είδε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο της Ισέντρε, που στα μάγουλά της ήδη κυλούσε ο ιδρώτας. Χαιρόταν που οι Κόρες την άφηναν —ή την έστελναν― να βγαίνει έξω σχεδόν τσίτσιδη, αλλά της φάνηκε πραγματικά περιττή σκληρότητα να τη ντύσουν με μαύρη ρόμπα. Αφού ιδρωκοπούσε από τόσο νωρίς, όταν θα την πλάκωνε η ζέστη της μέρας θα πέθαινε.
Πάντως το τι έκαναν οι Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν ήταν δική της υπόθεση. Η Αβιέντα της το είχε πει ευγενικά αλλά κατηγορηματικά. Η Αντελίν και η Ενάιλα της είχαν φερθεί σχεδόν με αγένεια, και μια νευρώδης, ασπρομάλλα Κόρη ονόματι Σούλιν είχε φτάσει στο σημείο να την απειλήσει ότι θα την έπιανε από το αυτί και θα την έσερνε πίσω στις Σοφές. Παρ’ όλο που είχε προσπαθήσει να πείσει την Αβιέντα να μην της απευθύνεται πια ως Άες Σεντάι, την ενοχλούσε το γεγονός ότι οι υπόλοιπες Κόρες, μετά τους πρώτους δισταγμούς για το πώς να την αντιμετωπίσουν, είχαν συμπεράνει ότι ήταν απλώς άλλη μια μαθήτρια των Σοφών. Το χειρότερο ήταν ότι δεν την άφηναν να διαβεί την είσοδο της Στέγης, παρά μόνο αν ισχυριζόταν ότι οι Σοφές την είχαν στείλει για θελήματα.
Οδήγησε γοργά τη Μιστ μέσα στο πλήθος, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι αποδεχόταν τη δικαιοσύνη των Φαρ Ντάραϊς Μάι, και δεν είχε σχέση με την αμηχανία που ένιωθε βλέποντας τις Κόρες να την κοιτάζουν, σίγουρα έτοιμες να την αρχίσουν στο κήρυγμα, αν πίστευαν ότι σκόπευε να χώσει τη μύτη της στις δουλειές τους. Και δεν είχε σχέση με το ότι αντιπαθούσε την Ισέντρε. Δεν ήθελε να σκέφτεται όσα είχε δει φευγαλέα στα όνειρα της άλλης γυναίκας, λίγο προτού έρθει η Κογουίντε να την ξυπνήσει. Ήταν εφιάλτες βασανιστηρίων, κι αυτά που πάθαινε έκαναν την Εγκουέν να το βάλει στα πόδια φρικιώντας, ενώ κάτι σκοτεινό και κακό γελούσε κοιτώντας την να τρέχει. Δεν ήταν παράξενο που η Ισέντρε φαινόταν ταλαιπωρημένη. Η Εγκουέν είχε ξυπνήσει τόσο απότομα, ώστε η Κογουίντε, η οποία μόλις την είχε αγγίξει στον ώμο, είχε τιναχτεί προς τα πίσω.
Ο Ραντ ήταν στο δρόμο μπροστά στη Στέγη της Κόρης, φορώντας σούφα για τον ήλιο που θα πρόβαλλε κι ένα γαλάζιο μεταξωτό σακάκι, με τόσα χρυσοκέντητα στολίσματα που ταίριαζε σε παλάτι, αν και μπροστά ήταν μισοξεκούμπωτο. Είχε μια καινούρια αγκράφα στη ζώνη, περίτεχνη, σε σχήμα Δράκοντα. Σιγά-σιγά αποκτούσε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αυτό ήταν ολοφάνερο. Στεκόταν πλάι στον Τζήντ’εν, το σταχτή πιτσιλωτό επιβήτορά του, και μιλούσε με τους αρχηγούς φατρίας και μερικούς από τους Αελίτες εμπόρους που θα έμεναν στο Ρουίντιαν.
Ο Τζέησιν Νατάελ, που στεκόταν σχεδόν κολλητά με τον Ραντ, έχοντας την άρπα στην πλάτη του και κρατώντας τα γκέμια του σελωμένου μουλαριού που είχε αγοράσει από τον αφέντη Καντίρ, ήταν ακόμα πιο πλούσια ντυμένος· ασημένια κεντίδια σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρο το μαύρο σακάκι του και καταρράχτες λευκής δαντέλας χύνονταν από το λαιμό και τα μανικέτια του. Ακόμα και οι μπότες του ήταν δουλεμένες με ασήμι στο σημείο που δίπλωναν στο γόνατο. Ο μανδύας βάρδου με τα μπαλώματα χαλούσε το σύνολο, όμως οι βάρδοι ήταν παράξενοι τύποι.
Οι έμποροι φορούσαν καντιν’σόρ, και, παρ’ όλο που τα μαχαίρια στη ζώνη τους ήταν μικρότερα από τα μαχαίρια των πολεμιστών, η Εγκουέν γνώριζε ότι μπορούσαν να κουμαντάρουν το δόρυ, αν χρειαζόταν· είχαν κάτι από —αν όχι όλη― τη θανατηφόρα χάρη των αδελφών τους που έφεραν το δόρυ. Οι εμπόρισσες διακρίνονταν πιο εύκολα, φορώντας φαρδιές λευκές μπλούζες αλγκόντ και μακριές μάλλινες φούστες, κεφαλομάντηλα και επώμια. Οι Αελίτισσες, με εξαίρεση τις Κόρες και τις γκαϊ’σάιν —και την Αβιέντα― φορούσαν όλες πλήθος από βραχιόλια και κολιέ από χρυσό και φίλντισι, ασήμι και πετράδια, μερικά Αελίτικης κατασκευής, άλλα αγορασμένα και μερικά από λάφυρα. Οι Αελίτισσες που ήταν κι εμπόρισσες, όμως, φορούσαν διπλάσια στολίδια από τις άλλες, αν όχι περισσότερα.
Η Εγκουέν άκουσε ένα μέρος από αυτά που έλεγε ο Ραντ στους εμπόρους.
«...τουλάχιστον να δώσετε στους Ογκιρανούς τέκτονες το ελεύθερο να χτίσουν αυτά που θέλουν. Όσο μπορείτε να το ανεχθείτε. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσετε να ξαναφτιάξετε το παρελθόν».
Αρα τους είχε βάλει να στείλουν μήνυμα στα στέντιγκ, για να ξαναχτίσουν οι Ογκιρανοί το Ρουίντιαν. Καλό αυτό. Μεγάλο μέρος της Ταρ Βάλον ήταν έργο Ογκιρανών, και όπου τους είχαν αφήσει να δουλέψουν κατά πώς ήθελαν, τα κτήριά τους σου έκοβαν την ανάσα.
Ο Ματ είχε ήδη ανέβει στο μουνούχι του, τον Πιπς, με το πλατύγυρο καπέλο του φορεμένο χαμηλά και το κοντάρι εκείνου του παράξενου δόρατος να στηρίζεται στον αναβολέα του. Το πράσινο σακάκι του με τον ψηλό γιακά έδειχνε ότι, όπως συνήθως, είχε κοιμηθεί με τα ρούχα. Η Εγκουέν είχε αποφύγει τα όνειρά του. Μια Κόρη, μια ψηλή χρυσομάλλα, του χάρισε ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο, που φάνηκε να τον φέρνει σε αμηχανία. Έτσι έπρεπε· η γυναίκα παραήταν μεγάλη γι’
αυτόν. Η Εγκουέν ξεφύσηξε. Άσε με να χαρείς, ξέρω καλά τι ονειρευόταν ο Ματ! Τράβηξε τα γκέμια και στάθηκε δίπλα του, για να ψάξει με το βλέμμα την Αβιέντα.
«Της είπε να κάνει ησυχία κι αυτή τον άκουσε», έλεγε ο Ματ, καθώς η Μιστ σταματούσε δίπλα του. Έδειξε με το κεφάλι του τη Μουαραίν και τον Λαν· εκείνη φορούσε ανοιχτογάλανο μεταξωτό φόρεμα κι έσφιγγε τα χαλινάρια της λευκής φοράδας της, κι εκείνος τον μανδύα του, πάνω στο μεγάλο μαύρο πολεμικό άτι του. Ο Λαν είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Μουαραίν, ανέκφραστος όπως πάντα, ενώ εκείνη ήταν έτοιμη να ξεσπάσει από την αδημονία, καθώς αγριοκοίταζε τον Ραντ. «Άρχισε να του λέει ότι είναι λάθος αυτό που κάνει —μου φάνηκε ότι ήταν η εκατοστή φορά που το έλεγε― κι αυτός της είπε, “Το αποφάσισα, Μουαραίν. Στάσου κατά μέρος και κάνε ησυχία μέχρι να βρω χρόνο για σένα”. Σαν να περίμενε ότι θα τον υπάκουγε. Κι έτσι έγινε. Πες μου, βγάζει καπνούς από τα αυτιά της;»
Το χαχανητό του έδειχνε τόση ικανοποίηση, τόση χαρά για το πνευματώδες σχόλιό του, που η Εγκουέν παραλίγο θα αγκάλιαζε το σαϊντάρ για να του δώσει ένα μάθημα εκεί, ενώπιον όλων. Αντίθετα όμως ξεφύσησε πάλι αρκετά δυνατά, για να του πει ότι το έκανε γι’ αυτόν και τα αστεία του και το γέλιο του. Αυτός της έριξε μια λοξή, ειρωνική ματιά και χασκογέλασε πάλι, γεγονός που την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο.
Για λίγο έμεινε να κοιτάζει σαστισμένα τη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι είχε κάνει αυτό που της είχε πει ο Ραντ; Αδιαμαρτύρητα; Ήταν σαν να υπάκουγε σε διαταγή μια Σοφή, σαν να έβγαινε ο ήλιος τα μεσάνυχτα. Είχε ακούσει φυσικά για την επίθεση· εκείνο το πρωί είχαν διαδοθεί παντού οι φήμες για πελώρια σκυλιά που άφηναν αχνάρια στην πέτρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση είχαν το ένα με το άλλο, όμως, απ’ ό,τι είχε μάθει, ήταν το μόνο καινούριο που είχε συμβεί, εκτός από την είδηση για το Σάιντο, και δεν έφτανε για να προκαλέσει τέτοια αντίδραση. Τίποτα δεν θα προκαλούσε τέτοια αντίδραση, απ’ όσο ήξερε. Σίγουρα η Μουαραίν θα της έλεγε να μην τη νοιάζει, αλλά την Εγκουέν την ένοιαζε. Δεν της άρεσε όταν δεν καταλάβαινε κάτι.
Εντόπισε την Αβιέντα που στεκόταν στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της Στέγης και οδήγησε τη Μιστ γύρω από το πλήθος κι απέναντι από τον Ραντ. Η Αελίτισσα είχε στυλώσει ένα σκληρό βλέμμα πάνω του σαν την Άες Σεντάι, αλλά παντελώς ανέκφραστο. Στριφογυρνούσε διαρκώς το φιλντισένιο βραχιόλι της, ασυναίσθητα όπως φαινόταν. Με κάποιον τρόπο, σχετιζόταν κι αυτό με το πρόβλημα που είχε η Αβιέντα με τον Ραντ. Η Εγκουέν δεν μπορούσε να το καταλάβει· η Αβιέντα αρνιόταν να το συζητήσει μαζί της κι αυτή δεν μπορούσε να ρωτήσει κάποια άλλη, εφόσον έτσι ίσως έφερνε σε δύσκολη θέση τη φίλη της. Το φιλντισένιο βραχιόλι με τη σκαλισμένη φλόγα που φορούσε η ίδια ήταν δώρο από την Αβιέντα, επισφράγισμα του ότι ήταν κονταδελφές. Το δώρο που της είχε κάνει η ίδια ως ανταπόδοση ήταν το ασημένιο μενταγιόν που φορούσε η Αβιέντα, για το οποίο ο αφέντης Καντίρ ισχυριζόταν ότι ήταν φτιαγμένο στο Καντορινό μοτίβο που λεγόταν χιονονιφάδες. Είχε αναγκαστεί να ζητήσει χρήματα από τη Μουαραίν, αλλά της φαινόταν να ταιριάζει σε μια γυναίκα που δεν θα έβλεπε ποτέ της χιόνι. Αυτό είχε αλλάξει τώρα· ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να γυρίσουν πριν από το χειμώνα. Ό,τι κι αν σήμαινε το βραχιόλι, η Εγκουέν ήταν βέβαιη ότι στο τέλος θα έλυνε το γρίφο.
«Είσαι καλά;» ρώτησε. Όπως έγειρε από τη σέλα με το ψηλό μπροστάρι, οι φούστες της μετακινήθηκαν και αποκάλυψαν τα πόδια της, όμως αυτή ανησυχούσε τόσο για τη φίλη της, ώστε σχεδόν δεν το πρόσεξε.
Χρειάστηκε να επαναλάβει την ερώτηση, και η Αβιέντα τινάχτηκε και σήκωσε το βλέμμα πάνω της. «Καλά; Και βέβαια είμαι».
«Άφησέ με να μιλήσω στις Σοφές, Αβιέντα. Είμαι σίγουρη ότι θα τις πείσω πως δεν μπορούν έτσι απλά να σε αναγκάζουν...» Δεν μπορούσε να το πει, εδώ στο πλήθος που θα το άκουγαν όλοι.
«Ακόμα αυτό σε ανησυχεί;» Η Αβιέντα έστρωσε το γκρίζο επώμιό της και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. «Τα έθιμά σας ακόμα μου φαίνονται πολύ παράξενα». Το βλέμμα της τραβήχτηκε πάλι στον Ραντ σαν σιδερένια ρινίσματα που τα τραβούσε μαγνήτης.
«Δεν χρειάζεται να τον φοβάσαι».
«Κανέναν άνδρα δεν φοβάμαι», είπε κοφτά η άλλη γυναίκα, ενώ γαλαζοπράσινη φωτιά ξεπήδησε από τα μάτια της. «Δεν θέλω να τσακωθούμε, Εγκουέν, αλλά δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα».
Η Εγκουέν αναστέναξε. Η Αβιέντα μπορεί να ήταν φίλη της, αλλά ήταν ικανή να τη χαστουκίσει, αν ένιωθε μεγάλη προσβολή. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήξερε αν και η ίδια θα το παραδεχόταν. Το όνειρο της Αβιέντα ήταν τόσο οδυνηρό που δεν είχε μπορέσει να το παρακολουθήσει για πολύ. Ήταν γυμνή και φορούσε μόνο το φιλντισένιο βραχιόλι, που έμοιαζε να τη βαραίνει σαν να ζύγιζε εκατό κιλά, και έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε μια πεδιάδα όλο σκασμένο ξερό πηλό. Και πίσω της ερχόταν ο Ραντ, ένας γίγαντας διπλάσιος από Ογκιρανό, καβάλα σ’ ένα πελώριο Τζήντ’εν, που αργά αλλά αναπόφευκτα την πλησίαζε.
Αλλά δεν μπορούσες να πεις σε μια φίλη σου ότι έλεγε ψέματα. Το πρόσωπο της Εγκουέν κοκκίνισε λιγάκι. Ειδικά όταν θα έπρεπε να της πεις από πού το είχες καταλάβει. Τότε σίγουρα θα με χαστούκιζε. Δεν θα το ξανακάνω. Δεν ξανατριγυρνώ στα όνειρα του κόσμου. Τουλάχιστον όχι στα όνειρα της Αβιέντα. Δεν ήταν σωστό να κατασκοπεύεις τα όνειρα φίλων. Όχι ότι ήταν κατασκοπεία, αλλά...
Το πλήθος γύρω από τον Ραντ διαλυόταν. Αυτός ανέβηκε με άνεση στη σέλα και αμέσως ο Νατάελ τον μιμήθηκε. Όμως μια εμπόρισσα, με πλατύ πρόσωπο και φλογάτα μαλλιά, που φορούσε μια περιουσία σε δουλεμένο χρυσάφι, κομμένα πετράδια και σμιλεμένο φίλντισι, έμεινε πίσω. «Καρ’α’κάρν, σκοπεύεις να φύγεις παντοτινά από την Τρίπτυχη Γη;»
Ακούγοντάς το οι άλλοι, σταμάτησαν και γύρισαν πίσω. Σιωπή απλώθηκε σαν κυματάκια με μουρμουρίσματα που έλεγαν ποια ήταν η ερώτηση.
Για μια στιγμή, έμεινε σιωπηλός κι ο Ραντ, κοιτώντας γύρω του, καθώς τα πρόσωπα στρέφονταν να τον κοιτάξουν. Στο τέλος είπε, «Ελπίζω να επιστρέψω, αλλά ποιος ξέρει να πει τι θα συμβεί; Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει». Δίστασε, μ’ όλα τα βλέμματα πάνω του. «Αλλά θα σας αφήσω κάτι να με θυμάστε», πρόσθεσε, χώνοντας το χέρι στην τσέπη του σακακιού του.
Ξαφνικά ένα σιντριβάνι ζωντάνεψε κοντά στη Στέγη και το νερό ξεχύθηκε από τα στόματα των αταίριαστων χελωνών που στέκονταν στις ουρές τους. Πιο πέρα, το άγαλμα ενός νεαρού άνδρα με κέρας υψωμένο στον ουρανό ξαφνικά άφησε μια βεντάλια από λεπτούς πίδακες κι ύστερα δυο πέτρινες γυναίκες πιο πίσω έβγαλαν νερό από τα χέρια τους. Έκθαμβοι, ασάλευτοι, οι Αελίτες έμειναν να βλέπουν, καθώς όλα τα σιντριβάνια του Ρουίντιαν λειτουργούσαν ξανά.
«Θα ’πρεπε να το έχω κάνει από καιρό». Σίγουρα το μουρμουρητό του Ραντ δεν απευθυνόταν σε άλλους, όμως μέσα στη σιγή η Εγκουέν τον άκουσε καθαρά. Ο μόνος άλλος ήχος ήταν το πλατσούρισμα εκατοντάδων σιντριβανιών. Ο Νατάελ σήκωσε τους ώμους σαν να μην περίμενε τίποτα λιγότερο.
Η Εγκουέν κοίταζε τον Ραντ, όχι τα σιντριβάνια. Τον άνδρα που μπορούσε να διαβιβάσει. Ο Ραντ. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, είναι ακόμα ο Ραντ. Αλλά κάθε φορά που τον έβλεπε να το κάνει αυτό, ήταν σαν να μάθαινε ξανά ότι αυτός ήταν ο Ραντ. Μεγαλώνοντας, της είχαν μάθει ότι μόνο ο Σκοτεινός ήταν φοβερότερος από έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Ίσως η Αβιέντα έχει δίκιο που τον φοβάται.
Όταν όμως το βλέμμα της Εγκουέν έπεσε στην Αβιέντα, είδε το πρόσωπό της να λάμπει με απροκάλυπτο θαυμασμό· το άφθονο νερό έφερνε ευφορία στην Αελίτισσα, όπως θα ένιωθε η Εγκουέν για το καλύτερο μεταξωτό φόρεμα ή για έναν κήπο με ολάνθιστα λουλούδια.
«Είναι ώρα να ξεκινήσουμε», ανακοίνωσε ο Ραντ, βάζοντας το άλογό του να κατευθυνθεί δυτικά. «Όποιος δεν είναι έτοιμος, να τρέξει να μας προφτάσει». Ο Νατάελ τον ακολούθησε από κοντά πάνω στο μουλάρι του. Γιατί άραγε ο Ραντ άφηνε έναν τέτοιο συκοφάντη κοντά του;
Οι αρχηγοί φατρίας αμέσως άρχισαν να δίνουν εντολές, και η φασαρία δεκαπλασιάστηκε. Κόρες και Αναζητητές Νερού χίμηξαν μπροστά, ενώ άλλες Φαρ Ντάραϊς Μάι σχημάτισαν κλοιό γύρω από τον Ραντ ως τιμητική φρουρά, περικλείοντας συμπτωματικά και τον Νατάελ. Η Αβιέντα προχωρούσε με πλατιά βήματα πλάι στον Τζήντ’εν, δίπλα στον αναβολέα του Ραντ, συναγωνιζόμενη με άνεση τους διασκελισμούς του αλόγου παρά τα ογκώδη φουστάνια της.
Η Εγκουέν πήρε θέση πλάι στον Ματ, πίσω από τον Ραντ και την κουστωδία του, και συνοφρυώθηκε. Η φίλη της είχε πάλι εκείνη τη βλοσυρή, αποφασισμένη όψη, λες και ήταν αναγκασμένη να βάλει το χέρι στη φωλιά με τις οχιές. Κάτι πρέπει να κάνω για να τη βοηθήσω. Η Εγκουέν όταν έπιανε ένα πρόβλημα δεν το παρατούσε.
Η Μουαραίν βολεύτηκε στη σέλα της και χάιδεψε τον κυρτωμένο λαιμό της Αλντίμπ με το γαντοφορεμένο χέρι της, αλλά δεν ακολούθησε αμέσως τον Ραντ. Ο Χάντναν Καντίρ έφερνε τις άμαξές του από το δρόμο, οδηγώντας ο ίδιος την πρώτη άμαξα. Κανονικά έπρεπε να τον είχε βάλει να διαλύσει την άμαξα για να χωρά φορτίο, όπως είχε κάνει και με μια άλλη ίδια που είχε· ο έμπορος φοβόταν τόσο και τη Μουαραίν και τις Άες Σεντάι, που θα το έκανε. Η πόρτα τερ’ανγκριάλ ήταν γερά δεμένη στην άμαξα, η οποία βρισκόταν ακριβώς πίσω από αυτή του Καντίρ, με το μουσαμά σφιχτοδεμένο πάνω της για να μην πέσει άλλος κανείς κατά λάθος. Μια μακριά σειρά Αελιτών ― Σέια Ντουν, Μαύρα Μάτια― προχωρούσαν δεξιά κι αριστερά του καραβανιού.
Ο Καντίρ της έκανε μια υπόκλιση από το κάθισμα του οδηγού, υψώνοντας το καπέλο του, όμως το βλέμμα εκείνης ακολούθησε τη σειρά των αμαξών και έφτασε ως τη μεγάλη πλατεία που περικύκλωνε το δάσος από λεπτές γυάλινες κολόνες, που αστραφτοβολούσαν στο πρωινό φως. Αν μπορούσε, θα έπαιρνε ό,τι είχε και δεν είχε η πλατεία, αντί για το μικρό μέρος τους που χωρούσε στις άμαξες. Μερικά παραήταν μεγάλα. Όπως οι τρεις δακτύλιοι από θαμπό γκρίζο μέταλλο, που είχαν διάμετρο πάνω από δύο βήματα, στέκονταν στην κόψη τους και ενώνονταν στη μέση. Γύρω από κείνο είχε βάλει να απλώσουν ένα πλεχτό δερμάτινο σκοινί, ως προειδοποίηση για να μην μπει κανείς χωρίς την άδεια των Σοφών. Όχι βέβαια ότι ήταν πιθανόν να μπει κανείς Μονάχα οι αρχηγοί φατρίας και οι Σοφές πατούσαν πόδι σε κείνη την πλατεία χωρίς να νιώσουν άβολα· μόνο οι Σοφές άγγιζαν τα αντικείμενα, και μάλιστα επιδεικνύοντας τη σωστή δόση επιφυλακτικότητας.
Επί αναρίθμητα χρόνια η δεύτερη δοκιμασία, στην οποία υποβάλλονταν οι Αελίτισσες που ήθελαν να γίνουν Σοφές, ήταν ότι έπρεπε να μπουν στο δάσος των λαμπερών γυάλινων στηλών, κι έβλεπαν ακριβώς αυτό που έβλεπαν και οι άνδρες. Επιζούσαν περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες —κατά την Μπάιρ, ο λόγος ήταν ότι οι γυναίκες ήταν πιο σκληροτράχηλες· κατά την Άμυς, ότι εκείνες που ήταν αδύναμες και δεν θα επιζούσαν είχαν ήδη ξεδιαλεχτεί, προτού φτάσουν εκεί — αλλά δεν ήταν τίποτα βέβαιο. Όσες επιζούσαν, δεν σημαδεύονταν. Οι Σοφές ισχυρίζονταν ότι μόνο οι άνδρες χρειάζονταν σημάδια που να τα βλέπουν με τα μάτια τους· για μια γυναίκα, αρκούσε που είχε επιζήσει.
Η πρώτη δοκιμασία, το πρώτο ξεδιάλεγμα, προτού αρχίσει καν η εκπαίδευση, ήταν να περάσουν από έναν απ’ αυτούς τους τρεις δακτυλίους. Δεν είχε σημασία ποιον απ’ τους τρεις ή ίσως η επιλογή ήταν ζήτημα της μοίρας. Το βήμα έμοιαζε να περνά πολλές φορές την Αελίτισσα από τη ζωή της, με το μέλλον της να απλώνεται μπροστά της, όλα τα πιθανά μέλλοντα βάσει κάθε επιλογής που ίσως έκανε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ένα από τα ενδεχόμενα ήταν ο θάνατος· μερικές γυναίκες δεν μπορούσαν να αποδεχθούν το μέλλον, όπως μερικές δεν μπορούσαν να αποδεχθούν το παρελθόν. Φυσικά, το μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει όλα τα πιθανά μέλλοντα. Ως επί το πλείστον αναμιγνύονταν και ξεθώριαζαν, όμως η γυναίκα που είχε μπει κέρδιζε μια αίσθηση των πραγμάτων που θα συνέβαιναν στη ζωή της, που έπρεπε να συμβούν, που ίσως έμελλε να συμβούν. Συνήθως ακόμα κι αυτό της ήταν κρυμμένο μέχρι που έφτανε σε κείνη τη στιγμή. Όχι όμως πάντα. Η Μουαραίν είχε περάσει απ’ αυτούς τους δακτυλίους.
Ένα κουταλάκι ελπίδα και μια κούπα απελπισία, σκέφτηκε.
«Δεν μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι», είπε ο Λαν. Την κοίταζε από ψηλά, ψηλός καθώς ήταν και καθισμένος στη σέλα του Μαντάρμπ, με την ανησυχία να γεμίζει ρυτίδες τις άκρες των ματιών του. Γι’ αυτόν, ήταν αντίστοιχο με την απροκάλυπτη αίσθηση αγωνίας που θα έδειχνε κάποιος άλλος στη θέση του.
Οι Αελίτες χύνονταν δεξιά κι αριστερά από τα άλογα των δυο τους, και μαζί γκαϊ’σάιν με φορτωμένα υποζύγια. Η Μουαραίν ξαφνιάστηκε, όταν κατάλαβε ότι είχαν περάσει οι υδροφόρες άμαξες του Καντίρ· δεν είχε καταλάβει ότι ατένιζε την πλατεία τόση ώρα.
«Πώς έτσι;» τον ρώτησε, στρίβοντας τη φοράδα της για να ακολουθήσει το λεφούσι. Ο Ραντ και η συνοδεία του είχαν ήδη βγει από την πόλη.
«Ταραγμένη», είπε εκείνος ωμά, χωρίς έκφραση τώρα στο όμοιο με βράχο πρόσωπό του. «Φοβισμένη. Ποτέ δεν σ’ έχω δει φοβισμένη, ακόμα κι όταν έπεφτε πάνω μας μια θάλασσα Τρόλοκ και Μυρντράαλ, ακόμα κι όταν έμαθες ότι οι Αποδιωγμένοι είχαν ξεφύγει και ο Σαμαήλ ήταν σχεδόν δίπλα μας. Πλησιάζει το τέλος;»
Εκείνη τινάχτηκε και αμέσως ευχήθηκε να μην είχε αντιδράσει. Ο Λαν κοίταζε ίσια μπροστά του, πάνω από τα αυτιά του αλόγου του, όμως ποτέ δεν του ξέφευγε κάτι. Η Μουαραίν νόμιζε μερικές φορές ότι ο Πρόμαχος έβλεπε ένα φύλλο που έπεφτε πίσω από την πλάτη του. «Εννοείς την Τάρμον Γκάι’ντον; Ρώτα καλύτερα τα κοκκινοπούλια στο Σελάισιν, όχι εμένα. Το Φως να δώσει να μην είναι έτσι, όσο είναι γερές όλες οι σφραγίδες». Τις δύο δικές της σφραγίδες τις είχε βάλει σε μια άμαξα του Καντίρ και η καθεμιά ήταν προσεκτικά τοποθετημένη σε χωριστό βαρέλι, γεμάτο μαλλί. Είχε φροντίσει να μην τις φορτώσουν στην ίδια άμαξα που είχε και την πόρτα από κοκκινόπετρα.
«Τι άλλο;» τη ρώτησε εκείνος αργά, χωρίς ακόμα να την κοιτάζει, και η Μουαραίν μετάνιωσε που είχε μιλήσει. «Έχεις γίνει ― ανυπόμονη. Θυμάμαι που κάποτε μπορούσες να περιμένεις βδομάδες για μια μικρή πληροφορία, για μια λέξη, χωρίς να αδημονείς, αλλά τώρα―» Τότε γύρισε και την κοίταξε με τα γαλανά μάτια του, που θα έκαναν τις περισσότερες γυναίκες να φοβηθούν. Και τους περισσότερους άνδρες επίσης. «Ο όρκος που έδωσες στο αγόρι, Μουαραίν. Μα το Φως, τι σ’ έπιασε;»
«Συνεχώς απομακρύνεται από μένα, Λαν, και πρέπει να είμαι κοντά του. Χρειάζεται την όποια καθοδήγηση μπορώ να του προσφέρω, και θα κάνω τα πάντα, εκτός του να μοιραστώ το κρεβάτι του, για να τη δεχθεί». Οι δακτύλιοι της είχαν πει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Όχι ότι το είχε σκεφτεί ποτέ σοβαρά —ακόμα και η ιδέα τη σοκάριζε!― αλλά στους δακτυλίους ήταν πιθανό ή βέβαιο πως θα το συλλογιζόταν στο μέλλον. Μάλλον ήταν ένδειξη της απελπισίας της που δυνάμωνε, και στους δακτυλίους είχε δει πως κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τα πάντα. Ευχήθηκε να θυμόταν το πώς —ό,τι μάθαινε για τον Ραντ αλ’Θόρ της πρόσφερε απαντήσεις― αλλά στο μυαλό της είχε απομείνει μονάχα το απλό γεγονός του ολέθρου.
«Ίσως μάθεις να είσαι πιο ταπεινή, αν σου λέει να του φέρεις τις παντόφλες και να του ανάψεις την πίπα».
Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει. Είχε αστειευτεί ο Λαν; Αν ναι, δεν της φαινόταν αστείο. Κι εν πάση περιπτώσει, δεν είχε δει ποτέ της να βοηθά πουθενά η ταπεινότητα. Η Σιουάν ισχυριζόταν ότι η ανατροφή της στο Παλάτι του Ήλιου στην Καιρχίν είχε ποτίσει με βαθιά αλαζονεία τη Μουαραίν, τόσο βαθιά που δεν την έβλεπε —κάτι το οποίο η Μουαραίν αρνιόταν σθεναρά. Αλλά βέβαια η Σιουάν, καίτοι κόρη Δακρυνού ψαρά, δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με βασίλισσες κι έβλεπε την αλαζονεία ως εμπόδιο στα σχέδιά της.
Αν ο Λαν δοκίμαζε αστεία, που μπορεί να ήταν άνοστα και αβάσιμα, σήμαινε ότι άλλαζε. Σχεδόν είκοσι χρόνια την ακολουθούσε και της είχε σώσει τη ζωή τόσες φορές, που η Μουαραίν δεν τολμούσε να τις μετρήσει, συχνά με μεγάλο ρίσκο της δικής του ζωής. Πάντα ο Λαν θεωρούσε τη ζωή του ασήμαντη, ότι είχε αξία μόνο επειδή τη χρειαζόταν η Μουαραίν· μερικοί έλεγαν ότι ερωτοτροπούσε με το θάνατο όπως ο νιόπαντρος ερωτοτροπεί με την νέα του γυναίκα. Η Μουαραίν ποτέ δεν είχε αγγίξει την καρδιά του και ποτέ δεν είχε νιώσει ζήλια για τις γυναίκες που έμοιαζαν να πέφτουν στα πόδια του. Ο Λαν από παλιά ισχυριζόταν ότι δεν είχε καρδιά. Αλλά είχε βρει μια τον περασμένο χρόνο, την είχε βρει όταν μια γυναίκα την είχε δέσει σε ένα κορδόνι και την είχε κρεμάσει στο λαιμό της.
Αυτός φυσικά την είχε αρνηθεί. Δεν είχε αρνηθεί ότι αγαπούσε τη Νυνάβε αλ’Μεάρα, που ήταν κάποτε η Σοφία των Δύο Ποταμών, νυν Αποδεχθείσα στον Λευκό Πύργο, αλλά είχε αρνηθεί ότι θα μπορούσε ποτέ να την αποκτήσει. Ο Λαν έλεγε ότι δύο πράγματα είχε, ένα σπαθί που δεν έσπαζε και έναν πόλεμο που δεν τελείωνε· δεν θα έκανε τέτοιο γαμήλιο δώρο στη σύζυγο του. Η Μουαραίν πάντως το είχε φροντίσει αυτό, παρ’ όλο που ο Λαν δεν θα το καταλάβαινε, παρά μόνο όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή. Αν το μάθαινε, θα προσπαθούσε να το αλλάξει, τέτοιος βλάκας που ήταν μερικές φορές.
«Αυτή η άνυδρη γη μοιάζει να έχει μαράνει και τη δική σου ταπεινότητα, αλ’Λάν Μαντράγκοραν. Πρέπει να βρω τρόπο να την ποτίσω».
«Η ταπεινότητά μου είναι ακονισμένη σαν ξυράφι», της είπε ξερά. «Δεν την αφήνεις να σκουριάσει». Έβρεξε ένα άσπρο μαντήλι από το δερμάτινο παγούρι του και της το έδωσε όπως έσταζε. Εκείνη το έδεσε γύρω από τους κροτάφους της χωρίς να πει λέξη. Ο ήλιος είχε αρχίσει να σηκώνεται πάνω από τα βουνά πίσω τους, όμοιος με πύρινη μπάλα από λιωμένο χρυσάφι.
Η πυκνή φάλαγγα ελισσόταν στη στέρφα πλαγιά του Τσήνταρ, με την ουρά ακόμα στο Ρουίντιαν, ενώ το κεφάλι είχε περάσει τη ράχη, και κατέβαινε στην τραχιά, λοφώδη πεδιάδα που ήταν αραιά σπαρμένη με πέτρινα βέλη και μπιούτ με επίπεδη κορυφή, μερικά με κόκκινες ή ωχροκίτρινες πινελιές ανάμεσα στην γκρίζα και την καφέ επιφάνειά τους. Ο αέρας ήταν τόσο διαυγής, ώστε η Μουαραίν έβλεπε πολλά μίλια παραπέρα, ακόμα κι όταν κατέβηκαν από το Τσήνταρ. Μεγάλες φυσικές αψίδες ξεπρόβαλλαν και προς κάθε κατεύθυνση ανώμαλα οδοντωτά βουνά τρυπούσαν τον ουρανό. Ξεροπόταμοι και λακκούβες ξεκοίλιαζαν μια γη όπου αραιά έβλεπες κοντούς, αγκαθωτούς θάμνους και άφυλλα φυτά, επίσης με αγκάθια. Πού και πού φύτρωνε κάποιο δένδρο, καχεκτικό και ζαρωμένο, όλο αγκάθια κι αυτό. Ο ήλιος έψηνε τον τόπο. Ήταν μια σκληρή γη, η οποία είχε πλάσει ένα σκληρό λαό. Δεν ήταν όμως μόνο ο Λαν που άλλαζε ή που τον άλλαζαν. Η Μουαραίν ευχήθηκε να μπορούσε να δει πώς τελικά θα διαμόρφωνε ο Ραντ τους Αελίτες. Όλοι είχαν ένα μακρύ ταξίδι μπροστά τους.